! Type in unicode polytonic Greek using beta code as indicated below:
Combine punctuation marks when necessary e.g. )/a => ἄ
/a => ά | \a => ὰ | =a => ᾶ | )a => ἀ |
(a => ἁ | !a => ᾳ | +i => ϊ | h => η |
q => θ | x => χ | c => ξ | z = ζ |
j => ψ | w => ω | s => σ, ς |
Resultados da busca:
- Α, α (ἄλφα) (τό)
- ἁ
- ἅ1
- ἅ2
- ᾇ
- ἄ, ἅ, ἇ
- ἀάατος, ος, ον
- ἀαγής, ής, ές
- ἄαπτος, ος, ον
- ἄασα, ἀασάμην, ἀάσθην
- ἀάσχετος, ος, ον
- ἀᾶται
- ἄατος, ος, ον
- ἀάω
- ἀβακέω -ῶ
- ἀβάπτιστος, ος, ον
- ἀβαρής, ής, ές
- ἀβασάνιστος, ος, ον
- ἀβασανίστως
- ἀβασίλευτος, ος, ον
- ἀβάστακτος, ος, ον
- ἁβατάς
- ἄβατος, ος, ον
- ἀβαφής, ής, ές
- Ἄβδηρα, ων (τά)
- Ἀβδηρίτης, ου
- Ἀβδηριτικός, ή, όν
- Ἀβδηρόθεν
- ἀβέβαιος, ος, ον
- ἀβέβηλος, ος, ον
- ἀβελτερία, ας (ἡ)
- ἀβέλτερος, α, ον
- ἀβελτέρως
- ἄβιος, ος, ον
- ἀβίοτος, ος, ον
- ἀβίωτος, ος, ον
- ἀβιώτως
- ἀβλάβεια, ας (ἡ)
- ἀβλαβής, ής, ές
- ἀβλαβῶς
- ἀβλής, ῆτος
- ἄβλητος, ος, ον
- ἀβληχρός, ά, όν
- ἀβοήθητος, ος, ον
- ἀβόσχητος, ος, ον
- ἀβουκόλητος, ος, ον
- ἀβουλία, ας (ἡ)
- ἄβουλος, ος, ον
- ἀβούλως
- ἄβρεκτος, ος, ον
- ἁβροβάτης, ου
- ἁβρόβιος, ος, ον
- ἁβρόγοος, ος, ον
- ἁβροδίαιτα, ης (ἡ)
- ἁβροδίαιτος, ος, ον
- ἄβρομος, ος, ον
- ἁβροπενθής, ής, ές
- ἁβρόπλουτος, ος, ον
- ἁβρός, ά, όν
- ἀβροτάζω
- ἁβρότης, ητος (ἡ)
- ἄβροτος, ος, ον
- ἁβροχίτων, ωνος
- ἄβροχος, ος, ον
- ἁβρύνω
- ἁβρῶς
- Ἀβυδηνός, ή, όν
- Ἀβυδόθεν
- Ἀβυδόθι
- Ἄβυδος, ου (ἡ)
- ἄβυσσος, ος, ον
- ἄγα
- ἀγά
- ἀγάασθαι, ἀγάασθε
- Ἀγαβάτανα, ων (τά)
- ἀγαγεῖν
- ἄγαγον
- ἀγάζω
- ἀγάθεος
- ἀγαθοεργέω-ῶ
- ἀγαθοεργία, ας (ἡ)
- ἀγαθοεργός, ός, όν
- ἀγαθοποιέω-ῶ
- ἀγαθοποιΐα, ας (ἡ)
- ἀγαθοποιός, ός, όν
- ἀγαθός, ή, όν
- ἀγαθουργέω-ῶ
- ἀγαθουργία, ας (ἡ)
- ἀγαθουργός, ός, όν
- ἀγαθῶς
- ἀγαθωσύνη, ης (ἡ)
- ἀγαίομαι
- ἀγακλεής, ής, ές
- ἀγακλειτός, ή, όν
- ἀγακλυτός, ή, όν
- ἀγάλακτος, ος, ον
- ἀγαλλίασις, εως (ἡ)
- ἀγαλλιάω-ῶ
- ἀγάλλω
- ἄγαλμα, ατος (τό)
- ἀγαλμάτιον, ου (τό)
- ἀγαλματοποιός, οῦ (ὁ)
- ἄγαμαι
- Ἀγαμεμνόνειος, α, ον
- Ἀγαμεμνονίδης, ου (ὁ)
- Ἀγαμέμνων, ονος (ὁ)
- ἀγαμένως
- ἀγαμία, ας (ἡ)
- ἀγαμίου δίκη (ἡ)
- ἄγαμος, ος, ον
- ἄγαν
- ἀγανακτέω-ῶ
- ἀγανάκτησις, εως (ἡ)
- ἀγάννιφος, ος, ον
- ἀγανόρειος, α, ον
- ἀγανός, ή, όν
- ἀγανοφροσύνη, ης (ἡ)
- ἀγανόφρων, ων, ον
- ἀγανῶς
- ἀγάομαι
- ἀγαπάζω
- ἀγαπάω-ῶ
- ἀγάπη, ης (ἡ)
- ἀγαπήνωρ, ορος
- ἀγάπησις, εως (ἡ)
- ἀγαπητικός, ή, όν
- ἀγαπητός, ή, όν
- ἀγαπητῶς
- ἀγάρροος, ος, ον
- ἀγάστονος, ος, ον
- ἀγαστός, ή, όν
- ἀγαστῶς
- ἀγαυός, ή, όν
- ἀγαυρός, ά, όν
- ἀγάω
- Ἀγβάτανα, ων (τά)
- ἀγγαρεύω
- ἀγγαρήϊον, ου (τό)
- ἀγγαρήϊος, ου (ὁ)
- ἄγγαρος, ος, ον
- ἀγγεῖον, ου (τό)
- ἀγγελία, ας (ἡ)
- ἀγγελιαφόρος, ου (ὁ, ἡ)
- ἀγγελικός, ή, όν
- ἀγγέλλω
- ἄγγελμα, ατος (τό)
- ἄγγελος, ου (ὁ)
- ἄγγος, εος-ους (τό)
- ἄγδην
- ἄγε 1
- ἄγε 2
- ἆγε
- ἀγειρόντων
- ἀγείρω
- ἁγεῖτο
- ἀγείτων, ων, ον
- ἀγελαῖος, α, ον
- ἀγελάρχης, ου (ὁ)
- ἀγελαστί
- ἀγέλαστος, ος, ον
- ἀγελείη, ης (ἡ)
- ἀγέλη, ης (ἡ)
- ἀγεληδόν
- ἀγέληφι
- ἀγέλοιος, ος, ον
- ἀγελοίως
- ἀγέμεν
- ἀγεμονεύω
- ἀγεμών
- ἄγεν
- ἀγενεαλόγητος, ος, ον
- ἀγένεια, ας (ἡ)
- ἀγένειος, ος, ον
- ἀγενής, ής, ές
- ἀγένητος, ος, ον
- ἀγέννεια, ας (ἡ)
- ἀγεννής, ής, ές
- ἀγέννητος, ος, ον
- ἀγεννήτως
- ἀγεννῶς
- ἁγέομαι
- ἀγέραστος, ος, ον
- ἀγερέσθαι
- ἀγέρθη
- ἀγερμός, οῦ (ὁ)
- ἀγέροντο
- ἄγερσις, εως (ἡ)
- ἀγέρωχος, ος, ον
- Ἀγεσίλας
- ἄγεσκον
- ἄγευστος, ος, ον
- ἄγη1, ης (ἡ)
- ἄγη2
- ἅγη
- ἀγή, ῆς (ἡ)
- ἀγηγέρατο
- ἀγήγερμαι
- ἀγῆλαι
- ἀγηλατέω-ῶ
- ἄγημα, ατος (τό)
- ἅγημαι,
- ἀγηνορίη, ης (ἡ)
- ἀγήνωρ, ορος
- ἀγήοχα
- ἀγήραος, ος, ον
- ἀγήρατος, ος, ον
- ἀγήρως
- Ἀγησίλαος, ου (ὁ)
- ἀγητός, ή, όν
- ἁγήτωρ
- ἁγιάζω
- ἁγιασμός, οῦ (ὁ)
- ἁγίζω
- ἀγινέω
- ἅγιος, α, ον
- ἁγιότης, ητος (ἡ)
- Ἆγις, ιδος (ὁ)
- ἁγιστεία, ας (ἡ)
- ἁγιστεύω
- ἁγιωσύνη, ης (ἡ)
- ἀγκάζομαι
- ἄγκαθεν1
- ἄγκαθεν2
- ἀγκαλεῖσθε
- ἀγκαλέσαιτο
- ἀγκαλέω
- ἀγκάλη, ης (ἡ)
- ἀγκαλίζομαι
- ἀγκαλίς, ίδος (ἡ)
- ἀγκάς
- ἀγκίστριον, ου (τό)
- ἀγκιστροειδής, ής, ές
- ἄγκιστρον, ου (τό)
- ἀγκιστρόω-ῶ
- ἀγκλίνω
- ἄγκοινα, ης (ἡ)
- ἄγκος, εος-ους (τό)
- ἀγκρεμάννυμι
- ἄγκρισις, εως (ἡ)
- ἀγκροτέω
- ἀγκρούομαι
- ἀγκύλη, ης (ἡ)
- ἀγκυλογλώχιν, ινος
- ἀγκυλομήτης, ου
- ἀγκυλόπους, ους, ουν
- ἀγκύλος, η, ον
- ἀγκυλότοξος, ος, ον
- ἀγκυλοχείλης, ου
- ἄγκυρα, ας (ἡ)
- ἀγκυρουχία, ας (ἡ)
- ἀγκύψας
- ἀγκών, ῶνος (ὁ)
- ἀγλαΐα, ας (ἡ)
- ἀγλαΐζω
- ἀγλαΐη, ης (ἡ)
- ἀγλαΐηφι
- ἀγλάϊσμα, ατος (τό)
- ἀγλαόκαρπος, ος, ον
- ἀγλαός, ή, όν
- ἀγλαοφωτίς, ίδος (ἡ)
- ἀγλαώψ, ῶπος
- ἀγλευκής, ής, ές
- ἄγλις, ιθος (ἡ)
- ἄγλωσσος, ος, ον
- ἄγλωττος, ος, ον
- ἄγμα, ατος (τό)
- ἄγναμπτος, ος, ον
- ἄγναπτος, ος, ον
- ἄγναφος, ος, ον
- ἁγνεία, ας (ἡ)
- ἅγνευμα, ατος (τό)
- ἁγνεύω
- ἁγνίζω
- ἅγνισμα, ατος (τό)
- ἁγνισμός, οῦ (ὁ)
- ἁγνιστέος, α, ον
- ἀγνοεῦντες
- ἀγνοέω-ῶ
- ἀγνόημα, ατος (τό)
- ἄγνοια, ας (ἡ)
- ἀγνοιῇσι
- ἁγνόρυτος, ος, ον
- ἁγνός, ή, όν
- ἁγνότης, ητος (ἡ)
- ἄγνυμι
- ἀγνωμονέω-ῶ
- ἀγνωμόνως
- ἀγνωμοσύνη, ης (ἡ)
- ἀγνώμων, ων, ον
- ἀγνώς, ῶτος
- ἁγνῶς
- ἀγνώσασκε
- ἀγνωσία, ας (ἡ)
- ἄγνωστος, ος, ον
- ἄγνωτος, ος, ον
- ἀγξηράνῃ
- ἆγον
- ἀγονία, ας (ἡ)
- ἄγονος, ος, ον
- ἄγοος, ος, ον
- ἀγορά, ᾶς (ἡ)
- ἀγοράασθε
- ἀγοράζω
- ἀγοραῖος, ος, ον
- ἀγοραίως
- ἀγορανομέω-ῶ
- ἀγορανομία, ας (ἡ)
- ἀγορανομικός, ή, όν
- ἀγορανόμος, ου (ὁ)
- ἀγοράομαι-ῶμαι
- ἀγοράσθω
- ἀγόρασμα, ατος (τό)
- ἀγοραστής, οῦ (ὁ)
- ἀγορεύω
- ἀγορή, ῆς (ἡ)
- ἀγορῆθεν
- ἀγορήνδε
- ἀγορητής, οῦ (ὁ)
- ἀγορητύς, ύος (ἡ)
- ἄγορος, ου (ὁ)
- ἅγος, εος-ους (τό)
- ἀγός, οῦ (ὁ)
- ἀγοστός, οῦ (ὁ)
- ἄγρα, ας (ἡ)
- Ἀγραΐς, ΐδος (ἡ)
- ἀγραμματία, ας (ἡ)
- ἀγράμματος, ος, ον
- ἄγραπτος, ος, ον
- ἀγραυλέω-ῶ
- ἄγραυλος, ος, ον
- ἄγραφος, ος, ον
- ἄγρει, ἀγρεῖτε
- ἀγρεῖος, α, ον
- ἄγρευμα, ατος (τό)
- ἀγρεύς, έως (ὁ)
- ἀγρευτάν
- ἀγρευτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀγρευτής, οῦ (ὁ)
- ἀγρεύω
- ἀγρέω-ῶ
- ἄγρη, ης (ἡ)
- ἀγριαίνω
- ἀγριέλαιος, ος, ον
- ἄγριος, α, ον
- ἀγριότης, ητος (ἡ)
- ἀγριόφωνος, ος, ον
- ἀγριόω-ῶ
- Ἀγρίππας, α (ὁ)
- ἀγριωπός, ός, όν
- ἀγρίως
- ἀγροβάτης, ου (ὁ)
- ἀγροβότης, ου (ὁ)
- ἀγρόθε
- ἀγροικία, ας (ἡ)
- ἀγροικίζομαι
- ἀγροῖκος, ος, ον
- ἀγροίκως
- ἀγροιώτης, ου (ὁ)
- ἀγρόμενος
- ἀγρόνδε
- ἀγρονόμος, ος, ον
- ἀγρός, οῦ (ὁ)
- Ἀγροτέρα, ας
- ἀγρότερος, α, ον
- ἀγρότης1, ου (ὁ)
- ἀγρότης2, ου
- ἀγρυπνέω-ῶ
- ἀγρυπνητικός, ή, όν
- ἀγρυπνία, ας (ἡ)
- ἄγρυπνος, ος, ον
- ἀγρώσσω
- ἄγρωστις, εως (ἡ)
- ἀγυιά, ᾶς (ἡ)
- ἀγυιάτης, ου (ὁ)
- ἀγυιεύς, έως (ὁ)
- ἀγύμναστος, ος, ον
- ἀγυμνάστως
- ἄγυρις, εως (ἡ)
- ἀγυρμός, οῦ (ὁ)
- ἀγυρτάζω
- ἀγύρτης, ου (ὁ)
- ἀγυρτικός, ή, όν
- ἀγύρτρια, ας (ἡ)
- ἀγχέμαχος, ος, ον
- ἄγχι
- ἀγχίαλος, ος, ον
- ἀγχιβαθής, ής, ές
- ἀγχιγείτων, ων, ον
- ἀγχίθεος, ος, ον
- ἀγχίθυρος, ος, ον
- ἀγχιμαχητής, οῦ (ὁ)
- ἀγχίμολος, ος, ον
- ἀγχίνοια, ας (ἡ)
- ἀγχίνοος, ος, ον
- ἀγχίπλοος, ος, ον
- ἀγχίπολις, ιος (masc., fem.)
- Ἀγχίσης, ου (ὁ)
- Ἀγχισιάδης, ου (ὁ)
- ἄγχιστα
- ἀγχιστεία, ας (ἡ)
- ἀγχιστεῖον, ου (τό)
- ἀγχιστεύς, έως (ὁ)
- ἀγχιστεύω
- ἀγχιστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀγχιστῖνος, η, ον
- ἄγχιστος, η, ον
- ἀγχίστροφος, ος, ον
- ἀγχιτέρμων, ων, ον
- ἀγχόθεν
- ἀγχόθι
- ἀγχόνη, ης (ἡ)
- ἀγχότατα, ἀγχοτάτω
- ἀγχότερος, α, ον
- ἀγχοῦ
- ἄγχουσα, ης (ἡ)
- ἄγχω
- ἀγχώμαλος, ος, ον
- ἀγχωμάλως
- ἄγω
- ἀγῶ , ῇς, ῇ
- ἁγώ
- ἀγωγεύς, έως (ὁ)
- ἀγωγή, ῆς (ἡ)
- ἀγώγιμος, ος, ον
- ἀγώγιον, ου (τό)
- ἀγωγός, ός, όν
- ἀγών, ῶνος (ὁ)
- ἀγωνάρχης, ου (ὁ)
- ἀγωνία, ας (ἡ)
- ἀγωνιάω-ῶ
- ἀγωνίζομαι
- ἀγώνιος, ος, ον
- ἀγώνισις, εως (ἡ)
- ἀγώνισμα, ατος (τό)
- ἀγωνισμός, οῦ (ὁ)
- ἀγωνιστέον
- ἀγωνιστής, οῦ (ὁ)
- ἀγωνιστικός, ή, όν
- ἀγωνιστικῶς
- ἀγωνοθεσία, ας (ἡ)
- ἀγωνοθετέω-ῶ
- ἀγωνοθέτης, ου (ὁ)
- ἀδαγμός, οῦ (ὁ)
- ἀδαημονίη, ης (ἡ)
- ἀδαημοσύνη, ης (ἡ)
- ἀδαήμων, ων, ον
- ἀδαής, ής, ές
- ἄδαιτος, ος, ον
- ἄδακρυς, υς, υ
- ἀδακρυτί
- ἀδάκρυτος, ος, ον
- ἀδαμάντινος, ος, ον
- ἀδαμαντόδετος, ος, ον
- ἀδάμας, αντος (ὁ)
- ἀδάμαστος, ος, ον
- ἀδάματος, ος, ον
- ἀδάπανος, ος, ον
- ἄδαστος, ος, ον
- ἀδδεής, ής, ές
- ἀδδηκότες
- ἄδδην
- ἀδδήσειε
- ᾄδε
- ἅδε 1
- ἅδε 2
- ἀδεᾶ
- ἁδέα
- ἀδεής1, ής, ές
- ἀδεής2, ής, ές
- ἄδεια, ας (ἡ)
- ἀδείη, ης (ἡ)
- ἀδειής, ής, ές
- ἀδείμαντος, ος, ον
- ἀδειμάντως
- ἁδεῖν
- ἄδειπνος, ος, ον
- ἀδέκαστος, ος, ον
- ἀδεκάστως
- ἀδεκάτευτος, ος, ον
- ἄδεκτος, ος, ον
- ἀδελφεά
- ἀδελφειός
- ἀδελφεοκτόνος, ος, ον
- ἀδελφεός
- ἀδελφή, ῆς (ἡ)
- ἀδελφιδέος, ου (ὁ)
- ἀδελφιδῆ, ῆς (ἡ)
- ἀδελφίδιον, ου (τό)
- ἀδελφιδοῦς, οῦ (ὁ)
- ἀδελφίζω
- ἀδελφικός, ή, όν
- ἀδελφοκτόνος, ος, ον
- ἀδελφός, ή, όν
- ἀδελφότης, ητος (ἡ)
- ἀδέξιος, ος, ον
- ἄδερκτος, ος, ον
- ἀδέρκτως
- ἄδεσμος, ος, ον
- ἀδέσποτος, ος, ον
- ἀδευκής, ής, ές
- ἀδέψητος, ος, ον
- ἀδέω
- ἀδεῶς
- ἀδήϊος, ος, ον
- ἅδηκα
- ἀδηκότες
- ἄδηκτος, ος, ον
- ἀδήκτως
- ἀδηλέω-ῶ
- ἄδηλος, ος, ον
- ἀδηλότης, ητος (ἡ)
- ἀδήλως
- ἀδημονέω-ῶ
- ἀδημονία, ας (ἡ)
- ἀδήμων, ων, ον
- ἅδην
- ἀδήριτος, ος, ον
- ᾅδης
- ἁδήσω
- ἀδηφαγέω-ῶ
- ἀδηφάγος, ος, ον
- ἀδῄωτος, ος, ον
- ἀδιάβατος, ος, ον
- ἀδιάβλητος, ος, ον
- ἀδιακόντιστος, ος, ον
- ἀδιάκριτος, ος, ον
- ἀδιάλειπτος, ος, ον
- ἀδιαλείπτως
- ἀδιάλλακτος, ος, ον
- ἀδιάλυτος, ος, ον
- ἀδίαντος, ος, ον
- ἀδιάρθρωτος, ος, ον
- ἀδιάσπαστος, ος, ον
- ἀδιάστατος, ος, ον
- ἀδιάστροφος, ος, ον
- ἀδιάφθαρτος, ος, ον
- ἀδιαφθορία, ας (ἡ)
- ἀδιάφθορος, ος, ον
- ἀδιαφθόρως
- ἀδιαφορία, ας (ἡ)
- ἀδιάφορος, ος, ον
- ἀδίδακτος, ος, ον
- ἀδιεξέργαστος, ος, ον
- ἀδιέξοδος, ος, ον
- ἀδιέργαστος, ος, ον
- ἀδιερεύνητος, ος, ον
- ἀδιήγητος, ος, ον
- ἀδίκαστος, ος, ον
- ἀδικάστως
- ἀδικέω-ῶ
- ἀδίκημα, ατος (τό)
- ἀδικητέον
- ἀδικητικός, ή, όν
- ἀδικία, ας (ἡ)
- ἀδικίου (δίκη) (ἡ)
- ἀδικοπραγέω-ῶ
- ἄδικος, ος, ον
- ἀδίκως
- ἁδινός, ή, ον
- ἁδινῶς
- ἀδιοίκητος, ος, ον
- ἅδιον
- ἀδιόρθωτος, ος, ον
- ἀδμής, ῆτος
- ἄδμητος, η, ον
- ᾁδοβάτης, ου (ὁ)
- ἀδόκητος, ος, ον
- ἀδοκήτως
- ἀδοκίμαστος, ος, ον
- ἀδόκιμος, ος, ον
- ἀδολεσχέω-ῶ
- ἀδολέσχης, ου (ὁ)
- ἀδολεσχία, ας (ἡ)
- ἀδόλεσχος, ος, ον
- ἄδολος, ος, ον
- ἀδόλως
- ἅδον
- ἁδονά
- ἀδόξαστος, ος, ον
- ἀδοξέω-ῶ
- ἀδόξημα, ατος (τό)
- ἀδοξία, ας (ἡ)
- ἄδοξος, ος, ον
- ἀδόξως
- ἀδορυφόρητος, ος, ον
- ἅδος (τό)
- ἄδουλος, ος, ον
- ἀδούλωτος, ος, ον
- ἀδρανής, ής, ές
- Ἀδράστεια, ας (ἡ)
- ἄδραστος, ος, ον
- ἄδρεπτος, ος, ον
- Ἀδρήστεια, ας (ἡ)
- Ἀδρηστίνη, ης (ἡ)
- ἄδρηστος, ος, ον
- Ἀδριανός, ός, όν
- Ἀδρίας, ου (ὁ)
- Ἀδριατικός, ή, όν
- Ἀδριηνός, ός, όν
- Ἀδρίης, ου (ὁ)
- ἁδρός, ά, όν
- ἁδροτής, ῆτος (ἡ)
- ἁδρύνω
- ἀδυναμία, ας (ἡ)
- ἀδύναμος, ος, ον
- ἀδυνασία, ας (ἡ)
- ἀδυνατέω-ῶ
- ἀδύνατος, ος, ον
- ἀδυνάτως
- ἁδύπνοος
- ἁδύς
- ἄδυτος, ος, ον
- ἁδύφωνος, ος, ον
- ᾄδω
- Ἀδωνιάζω
- Ἀδωνιασμός, οῦ (ὁ)
- Ἀδώνιος, ος, ον
- Ἄδωνις, ιδος (ὁ)
- ἀδώρητος, ος, ον
- ἀδωροδόκητος, ος, ον
- ἀδωροδοκήτως
- ἄδωρος, ος, ον
- ἀεθλεύω
- ἀέθλιον, ου (τό)
- ἀέθλιος
- ἄεθλον, ου (τό)
- ἄεθλος, ου (ὁ)
- ἀεθλοφόρος, ος, ον
- ἄει
- ἀεί
- ἀειγενής, ής, ές
- ἀειδέμεναι
- ἀεῖδεν
- ἀειδής, ής, ές
- ἀείδῃσι
- ἄειδον
- ἀείδω
- ἀείζωος, ος, ον
- ἀεικείη, ης (ἡ)
- ἀεικέλιος, η, ον
- ἀεικελίως
- ἀεικέως
- ἀεικής, ής, ές
- ἀεικίζω
- ἀείμνηστος, ος, ον
- ἀείναος, ος, ον
- ἀειράμενος, ἀείρας
- ἀειρέσθην
- ἀείροντο
- ἀείρυτος, ος, ον
- ἀείρω
- ἀείς
- ἀείσκωψ, ωπος (ὁ)
- ἄεισμα, ατος (τό)
- ἀείφρουρος, ος, ον
- ἀειφυγία, ας (ἡ)
- ἀείφυλλος, ος, ον
- ἀεκαζόμενος, η, ον
- ἀεκήλιος, ος, ον
- ἀέκητι
- ἀεκούσιος, ος, ον
- ἀέκων, ουσα, ον
- ἄελλα, ης (ἡ)
- ἀελλάς, άδος (ἡ)
- ἀελλής
- ἀελλόπος, ος, ον
- ἀελλόπους, ους, ους
- ἀελπτέω-ῶ
- ἀελπτής, ής, ές
- ἄελπτος, ος, ον
- ἀέναος, ος, ον
- ἀενάων, ουσα, ον
- ἀέντος
- ἀεξίφυλλος, ος, ον
- ἀέξω
- ἄεπτος, ος, ον
- ἀεργία, ας (ἡ)
- ἀεργός, ός, όν
- ἀέρδην
- ἀερθείς
- ἄερθεν
- ἀερθῶ
- ἀέριος, ος, ον
- ἄερκτος, ος, ον
- ἀεροβατέω-ῶ
- ἀεροδρομέω-ῶ
- ἀεροειδής, ής, ές
- ἀεροκάρδακες, ων (οἱ)
- ἀεροκώνωπες, ων (οἱ)
- ἀερομαχία, ας (ἡ)
- ἀερομετρέω-ῶ
- ἀερσίπους, ους, ουν
- αέρσω
- ἀέρω, ῃς, ῃ
- ἀερῶ, εῖς, εῖ
- ἀερώδης, ης, ες
- ἄεσα
- ἀεσιφροσύνη, ης (ἡ)
- ἀεσίφρων, ων, ον
- ἀέσκω
- ἀετιδεύς, έως (ὁ)
- ἀετός, οῦ (ὁ)
- ἀετοφόρος, ου (ὁ)
- ἀετώδης, ης, ες
- ἄζα, ης (ἡ)
- ἀζαλέος, α, ον
- ἅζεο
- ἀζηλία, ας (ἡ)
- ἄζηλος, ος, ον
- ἀζηλότυπος, ος, ον
- ἀζήμιος, ος, ον
- ἀζηχής, ής, ές
- ἄζυμος, ος, ον
- ἄζυξ, υγος
- ἄζω
- ἅζω
- ἄζωστος, ος, ον
- ἄη
- ἀηδής, ής, ές
- ἀηδία, ας (ἡ)
- ἀηδονιδεύς, έως (ὁ)
- ἀηδονίς, ίδος (ἡ)
- ἀηδῶ, οῦς (ἡ)
- ἀηδών, όνος (ἡ)
- ἀηδῶς
- ἀήθεια, ας (ἡ)
- ἀηθέσσω
- ἀήθης, ης, ες
- ἀήθως
- ἄημα, ατος (τό)
- ἀήμεναι
- ἀήμενος
- ἄημι
- ἀῆναι
- ἀήρ, ἀέρος (ὁ)
- ἀήσσητος, ος, ον
- ἀήσυλος, ος, ον
- ἀήσυρος, ος, ον
- ἀήτης, ου (ὁ)
- ἄητος, ος, ον
- ἀθαλλής, ής, ές
- Ἀθαμαντίς, ίδος (ἡ)
- ἀθαμβής, ής, ές
- Ἀθάνα
- ἀθανασία, ας (ἡ)
- ἀθανατίζω
- ἀθάνατος, ος, ον
- ἄθαπτος, ος, ον
- ἀθάρα, ας (ἡ)
- ἀθαρσής, ής, ές
- ἀθαρσῶς
- ἀθέατος, ος, ον
- ἀθεεί
- ἀθείαστος, ος, ον
- ἀθέλεος, ος, ον
- ἄθελκτος, ος, ον
- ἀθεμίστιος, ος, ον
- ἀθέμιστος, ος, ον
- ἀθέμιτος, ος, ον
- ἄθεος, ος, ον
- ἀθεράπευτος, ος, ον
- ἀθερίζω
- ἀθέρμαντος, ος, ον
- ἄθερμος, ος, ον
- ἄθεσμος, ος, ον
- ἀθέσφατος, ος, ον
- ἀθετέω-ῶ
- ἀθέτησις, εως (ἡ)
- ἄθετος, ος, ον
- ἀθέτως
- ἀθεώρητος, ος, ον
- ἀθεωρήτως
- ἀθέως
- ἄθηλυς, υς, υ
- Ἀθηνᾶ, ᾶς (ἡ)
- Ἀθήναζε
- Ἀθῆναι, ῶν (αἱ)
- Ἀθηναία, ας (ἡ)
- Ἀθηναίη, ης (ἡ)
- Ἀθήναιον, ου (τό)
- Ἀθηναῖος, α, ον
- Ἀθήνη, ης (ἡ)
- Ἀθήνηθεν
- Ἀθήνησι(ν)
- Ἀθηνιάω-ῶ
- ἀθήρ, έρος (ὁ)
- ἀθήρατος, ος, ον
- ἀθήρευτος, ος, ον
- ἀθηρηλοιγός, οῦ (τό)
- ἀθηρία, ας (ἡ)
- ἄθηρος, ος, ον
- ἄθικτος, ος, ον
- ἀθλεύω
- ἀθλέω-ῶ
- ἄθλημα, ατος (τό)
- ἄθλησις, εως (ἡ)
- ἀθλητήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀθλητής, οῦ (ὁ)
- ἀθλητικός, ή, όν
- ἀθλητικῶς
- ἄθλιος, α, ον
- ἀθλιότης, ητος (ἡ)
- ἀθλίως
- ἀθλοθέτης, ου (ὁ)
- ἆθλον, ου (τό)
- ἆθλος, ου (ὁ)
- ἀθλοφόρος, ος, ον
- ἄθολος, ος, ον
- ἀθόλωτος, ος, ον
- ἀθορύβητος, ος, ον
- ἆθος
- Ἀθόως
- ἄθραυστος, ος, ον
- ἀθρέω-ῶ
- ἀθρητέον
- ἀθροίζω
- ἄθροισις, εως (ἡ)
- ἀθροιστέον
- ἀθρόος, α, ον
- ἀθρόως
- ἄθρυπτος, ος, ον
- ἀθρυψία, ας (ἡ)
- ἀθυμέω-ῶ
- ἀθυμία, ας (ἡ)
- ἄθυμος, ος, ον
- ἀθύμως
- ἄθυρμα, ατος (τό)
- ἄθυρος, ος, ον
- ἀθυροστομία, ας (ἡ)
- ἀθυρόστομος, ος, ον
- ἄθυρσος, ος, ον
- ἀθύρω
- ἄθυτος, ος, ον
- ἀθῷος, ος, ον
- Ἀθῶος, η, ον
- ἀθωράκιστος, ος, ον
- Ἄθως, ω (ὁ)
- αἱ
- αἵ
- αἷ
- αἰ,
- ἄϊ
- αἷα, ας (ἡ)
- Αἷα, ας (ἡ)
- αἴαγμα, ατος (τό)
- αἰάζω
- αἰαῖ
- Αἰαῖος, η, ον
- Αἰάκειον, ου (τό)
- Αἰακίδης, ου (ὁ)
- Αἰακός, οῦ (ὁ)
- αἰακτός, ή, όν
- αἰανής1, ής, ές
- αἰανής2, ής, ές
- Αἰάντειος, ος, ον
- Αἰαντίδης1, ου
- Αἰαντίδης2, ου (ὁ)
- Αἰαντίς, ίδος (ἡ)
- Αἴας, Αἴαντος (ὁ)
- αἴγαγρος, ου (ὁ, ἡ)
- Αἰγαί, ῶν (αἱ)
- Αἰγαῖος, α, ον
- Αἰγαίων, ωνος
- αἰγανέη, ης (ἡ)
- αἰγέη, ης (ἡ)
- Αἰγείδης1, ου (ὁ)
- Αἰγείδης2, ου (ὁ)
- αἴγειος, α, ον
- αἴγειρος, ου (ἡ)
- αἰγελάτης, ου (ὁ)
- αἴγεος, α, ον
- αἴγεσι
- Αἰγεύς, έως (ὁ)
- Αἰγηΐς, ΐδος (ἡ)
- αἰγιαλός, οῦ (ὁ)
- αἰγίβοτος, ος, ον
- αἰγίθαλλος, ου (ὁ)
- Αἰγικορεῖς, έων (οἱ)
- αἰγίλιψ, ῖπος
- αἴγιλος, ου (ἡ)
- Αἴγινα, ης (ἡ)
- Αἰγιναῖος, α, ον
- Αἰγινήτης, ου (ὁ)
- Αἰγινητικός, ή, όν
- αἰγίοχος, ου (ὁ)
- Αἰγίπαν, ᾶνος (ὁ)
- αἰγίπλαγκτος, ος, ον
- αἰγίπους, ους, ουν
- αἰγίπυρος, ου (ὁ)
- αἰγίς, ίδος (ἡ)
- Αἴγισθος, ου (ὁ)
- αἰγλᾶς
- αἴγλη, ης (ἡ)
- αἰγλήεις, ήεσσα, ῆεν
- αἰγοθηρικός, ή, όν
- αἰγόκερως, ως, ων
- αἰγοπρόσωπος, ος, ον
- Αἰγὸς ποταμοί, ῶν (οἱ)
- αἰγυπιός, οῦ (ὁ)
- αἰγυπτιάζω
- Αἰγυπτιακός, ή, όν
- Αἰγύπτιος, α, ον
- Αἰγυπτιστί
- Αἰγυπτογενής, ής, ές
- Αἰγυπτόνδε
- Αἴγυπτος1, ου (ὁ)
- Αἴγυπτος2, ου (ἡ)
- Ἀίδας
- αἰδεῖο
- αἰδέομαι-οῦμαι
- αἴδεσθεν
- αἰδέσιμος, ος, ον
- αἰδεσίμως
- αἴδεσις, εως (ἡ)
- αἴδεσσαι
- αἰδέσσομαι
- αἰδεστός, ή, όν
- ἀΐδηλος, ος, ον
- ἀϊδήλως
- αἰδημόνως
- αἰδήμων, ων, ον
- Ἅιδης, ου (ὁ)
- ἀΐδιος, ος, ον
- ἀϊδής, ής, ές
- αἰδοῖος, α, ον
- αἰδοίως
- αἴδομαι
- Ἄϊδος, Ἄϊδι, Ἄϊδα
- αἰδόφρων, ων, ον
- ἀϊδρεΐη, ης (ἡ)
- ἀϊδρηΐη, ης (ἡ)
- ἄϊδρις, ις, ι
- αΐδω
- Ἀϊδωνεύς, έως (ὁ)
- αἰδώς, όος-οῦς (ἡ)
- ἄϊε, ἄϊεν
- αἰεί
- αἰειγενέτης, ου
- αἰείμνηστος, ος, ον
- αἰέλουρος, ου (ὁ, ἡ)
- αἰέν
- αἰετός, οῦ (ὁ)
- αἰζήϊος
- ἀΐζηλος, ος, ον
- αἰζηός, οῦ
- Αἰήτας, αο (ὁ)
- Αἰήτης, ου (ὁ)
- αἴητος, ος, ον
- αἴθ’
- Αἰθαιεύς, έως (ὁ)
- αἰθαλόεις, όεσσα, όεν
- αἴθαλος, ου (ὁ)
- αἰθαλόω-ῶ
- αἴθε
- αἰθέριος, α, ον
- αἰθεροειδής, ής, ές
- αἰθερώδης, ης, ες
- αἰθήρ, έρος (ὁ, ἡ)
- Αἰθιοπεύς, έως (ὁ)
- Αἰθιοπία, ας (ἡ)
- Αἰθιοπίη, ης (ἡ)
- Αἰθιοπικός, ή, όν
- Αἰθιόπιος, α, ον
- Αἰθιοπίς, ίδος
- Αἰθίοψ, οπος
- αἰθός, ή, όν
- αἴθουσα, ης (ἡ)
- αἶθοψ, οπος
- αἴθρα, ας (ἡ)
- αἰθρηγενέτης, ου (ὁ)
- αἰθρηγενής, ής, ές
- αἰθρία, ας (ἡ)
- αἰθριάζω
- αἴθριος, ος, ον
- αἶθρος, ου (ὁ)
- αἴθυγμα, ατος (τό)
- αἴθυια, ας (ἡ)
- αἰθύσσω
- αἴθω
- αἴθων, ονος ( masc., fem.)
- αἰκάλλω
- αἰκέλιος, ος, ον
- ἀϊκή, ῆς (ἡ)
- αἰκής, ής, ές
- αἰκία, ας (ἡ)
- αἰκίζω
- αἴκισμα, ατος (τό)
- αἰκῶς
- αἴλινος, ος, ον
- αἴλουρος, ου (ὁ, ἡ)
- αἷμα, ατος (τό)
- αἱμακουρία, ας (ἡ)
- αἱμακτός, ή, όν
- αἱμάς, άδος (ἡ)
- αἱμασιά, ᾶς (ἡ)
- αἱμάσσω
- αἱματεκχυσία, ας (ἡ)
- αἱματηρός, ά, όν
- αἱματηφόρος, ος, ον
- αἱματίζω
- αἱματόεις, όεσσα, όεν
- αἱματολοιχός, ός, όν
- αἱματορρόφος, ος, ον
- αἱματόρρυτος, ος, ον
- αἱματοσταγής, ής, ές
- αἱματόω-ῶ
- αἱματώδης, ης, ες
- αἱμοβαρής, ής, ές
- αἱμόδιψος, ος, ον
- Αἱμονίδης, ου (ὁ)
- αἱμορραγής, ής, ές
- αἱμόρραντος, ος, ον
- αἱμορροέω-ῶ
- αἱμόρροος,ος, ον
- αἱμοσφαγεῖος, ος, ον
- αἱμυλία, ας (ἡ)
- αἱμύλιος, ος, ον
- αἱμύλλω
- αἱμύλος, η, ον
- αἱμώδης, ης, ες
- αἵμων1, ων, ον
- αἵμων2, ων, ον
- αἰνά
- αἰναρέτης, ου
- Αἰνείας, ου (ὁ)
- αἴνεσις, εως (ἡ)
- αἰνετός, ή, όν
- αἰνέω-ῶ
- αἴνη, ης (ἡ)
- Αἰνία, ας (ἡ)
- Αἰνιάν, ᾶνος
- αἴνιγμα, ατος (τό)
- αἰνιγματώδης, ης, εν
- αἰνιγμός, οῦ (ὁ)
- αἰνίζομαι
- αἰνικτηρίως
- αἰνικτός, ή, όν
- Αἴνιος, ου (ὁ)
- αἰνίσσομαι
- αἰνόθεν
- Αἰνόθεν
- αἰνολαμπής, ής, ές
- αἰνόλεκτρος, ος, ον
- αἰνόμορος, ος, ον
- αἰνοπαθής, ής, ές
- Αἰνόπαρις, ιδος (ὁ)
- αἰνοπάτηρ
- αἰνός, ή, όν
- αἶνος, ου (ὁ)
- Αἶνος, ου (ὁ, ἡ)
- αἴνυμαι
- αἰνῶς
- αἴξ, αἰγός (ὁ, ἡ)
- ἀΐξασθαι
- ἀΐξω,
- Αἰολεῖς, έων (οἱ)
- Αἰολίδης, ου (ὁ)
- αἰολίζω
- Αἰολικός, ή, όν
- Αἰόλιος, α, ον
- Αἰολίς, ίδος
- αἰόλλω
- αἰολοθώρηξ, ηκος
- Αἰολοκένταυρος, ου (ὁ)
- αἰολόμητις, ιος
- αἰολομίτρης, ου
- αἰολόπωλος, ος, ον
- αἰόλος, η, ον
- αἰολόστομος, ος, ον
- ἄϊον
- αἰπεινός, ή, όν
- αἵπερ 1
- αἵπερ 2
- αἰπήεις, ήεσσα, ῆεν
- αἰπολέω-ῶ
- αἰπόλιον, ου (τό)
- αἰπόλος, ου (ὁ)
- αἶπος, εος-ους (τό)
- αἰπός, ή, όν
- αἰπυμήτης, ου
- αἰπύνωτος, ος, ον
- αἰπύς, εῖα, ύ
- Αἰπύτιος, α, ον
- Αἴπυτος, ου (ὁ)
- αἱρέσιμος, α, ον
- αἵρεσις, εως (ἡ)
- αἱρετέος, α, ον
- αἱρετίζω
- αἱρετικός, ή, όν
- αἱρετός, ή, όν
- αἱρεύμενος
- αἱρέω-ῶ
- ἄϊρος
- αἴρω
- Ἄϊς, Ἄϊδος (ὁ)
- αἶσα, ης (ἡ)
- αἰσθάνομαι
- ἄϊσθε
- αἴσθημα, ατος (τό)
- αἴσθησις, εως (ἡ)
- αἰσθήσομαι
- αἰσθητήριον, ου (τό)
- αἰσθητικός, ή, όν
- αἰσθητικῶς
- αἰσθητός, ή, όν
- αἰσθητῶς
- αἴσθομαι
- ἀΐσθω
- αἰσιμία, ας (ἡ)
- αἴσιμος, ος, ον
- αἰσιόομαι-οῦμαι
- αἴσιος, ος, ον
- ἀΐσσω
- ἄϊστος, ος, ον
- ἀϊστόω-ῶ
- αἰσυλοεργός, ός, όν
- αἴσυλος, ος, ον
- Αἰσύμηθεν
- αἰσυμνάω-ῶ
- αἰσυμνητήρ, ῆρος (ὁ)
- αἰσυμνήτης, ου (ὁ)
- Αἰσχίνης, ου (ὁ)
- αἴσχιστος, η, ον
- αἰσχίων, ων, ον
- αἶσχος, εος-ους (τό)
- αἰσχροκέρδεια, ας (ἡ)
- αἰσχροκερδής, ής, ές
- αἰσχροκερδῶς
- αἰσχρολογία, ας (ἡ)
- αἰσχρόμητις, ιος
- αἰσχροποιός, ός, όν
- αἰσχρός, ά, όν
- αἰσχρότης, ητος (ἡ)
- αἰσχρουργία, ας (ἡ)
- αἰσχρῶς
- αἰσχυνέμεν
- αἰσχυνέω
- αἰσχύνη, ης (ἡ)
- αἰσχυνοῦμαι
- αἰσχυντέον
- αἰσχυντηλία, ας (ἡ)
- αἰσχυντηλός, ός, όν
- αἰσχυντήρ, ῆρος (ὁ)
- αἰσχυντικός, ή, όν
- αἰσχύνω
- Αἴσωπος, ου (ὀ)
- αἴτε
- αἰτεύμενος
- αἰτέω-ῶ
- αἴτημα, ατος (τό)
- αἰτηματώδης, ης, ες
- αἴτησις, εως (ἡ)
- αἰτητικός, ή, όν
- αἰτητός, ή, όν
- αἰτία, ας (ἡ)
- αἰτιάζομαι
- αἰτίαμα, ατος (τό)
- αἰτιάομαι-ῶμαι
- αἰτιατέον
- αἰτίζω
- αἰτιολογέω-ῶ
- αἴτιος, α, ον
- αἰτίωμα, ατος (τό)
- αἰτιόωνται
- αἰτιόῳο
- αἰτναῖος, ου (ὁ)
- Αἰτναῖος, α, ον
- Αἴτνη, ης (ἡ)
- Αἰτωλία, ας (ἡ)
- Αἰτωλικός, ή, όν
- Αἰτωλίς, ιδος
- Αἰτωλός, οῦ
- αἴφνης
- αἰφνίδιος, α, ον
- αἰφνιδίως
- ἀΐχθην
- αἰχμά
- αἰχμάεις
- αἰχμάζω
- αἰχμαλωσία, ας (ἡ)
- αἰχμαλωτεύω
- αἰχμαλωτίζω
- αἰχμαλωτίς, ίδος
- αἰχμάλωτος, ος, ον
- αἰχμή, ῆς (ἡ)
- αἰχμήεις, ήεσσα, ῆεν
- αἰχμητά (ὁ)
- αἰχμητής, οῦ (ὁ)
- αἰχμοφόρος, ου (ὁ)
- αἶψα
- αἰψηρός, ά, όν
- ἀΐω1
- ἀΐω2
- ἀϊών1, όνος (ἡ)
- αἰών2, ῶνος (ὁ)
- αἰώνιος, ος, ον
- αἰώρα, ας (ἡ)
- αἰωρέω-ῶ
- Ἀκαδημαϊκός, ή, όν
- Ἀκαδήμεια, ας (ἡ)
- ἀκαθαρσία, ας (ἡ)
- ἀκάθαρτος, ος, ον
- ἀκαιρέω-ῶ
- ἀκαιρία, ας (ἡ)
- ἄκαιρος, ος, ον
- ἀκαίρως
- ἀκάκας
- ἀκάκητα (ὁ)
- ἀκακία, ας (ἡ)
- ἄκακος, ος, ον
- ἀκαλαρρείτης
- ἀκαλάρροος, ος, ον
- ἀκαλλής, ής, ές
- ἀκαλλιέρητος, ος, ον
- ἀκαλλώπιστος, ος, ον
- ἀκαλός, ή, όν
- ἀκάλυπτος, ος, ον
- ἀκαλυφής, ής, ές
- ἀκάμας, αντος
- ἀκάματος, ος, ον
- ἄκαμπτος, ος, ον
- ἄκανθα, ης (ἡ)
- ἀκανθίας, ου (ὁ)
- ἀκάνθινος, η, ον
- ἀκανθώδης, ης, ες
- ἄκαπνος, ος, ον
- ἀκάρδιος, ος, ον
- ἀκαρής, ής, ές
- Ἀκαρνάν, ᾶνος (ὁ)
- Ἀκαρνανία, ας (ἡ)
- Ἀκαρνανικός, ή, όν
- ἀκαρπία, ας (ἡ)
- ἄκαρπος, ος, ον
- ἀκάρπως
- ἀκάρπωτος, ος, ον
- ἀκαρτέρητος, ος, ον
- ἀκασκᾶ
- ἀκασκαῖος, α, ον
- ἀκατάβλητος, ος, ον
- ἀκατάγγελτος, ος, ον
- ἀκατάγνωστος, ος, ον
- ἀκατακάλυπτος, ος, ον
- ἀκατακόσμητος, ος, ον
- ἀκατάκριτος, ος, ον
- ἀκατάληπτος, ος, ον
- ἀκατάλυτος, ος, ον
- ἀκατάπαυστος, ος, ον
- ἀκατάσκευος, ος, ον
- ἀκαταστασία, ας (ἡ)
- ἀκατάστατος, ος, ον
- ἀκαταστάτως
- ἀκατάσχετος, ος, ον
- ἀκατασχέτως
- ἀκατάψευστος, ος, ον
- ἀκάτειος, ος, ον
- ἀκάτιον, ου (τό)
- ἀκατονόμαστος, ος, ον
- ἄκατος, ου (ἡ)
- ἄκαυστος, ος, ον
- ἀκαχείατο, ἀκάχημαι, ἀκά
- ἀκαχίζω
- ἀκαχμένος, ος, ον
- ἀκαχοίμην, ἀκαχόμην, ἀκα
- ἀκειόμενος
- ἀκείρατος, ος, ον
- ἀκέλευστος, ος, ον
- ἀκέντητος, ος, ον
- ἀκέο
- ἀκέομαι
- ἀκέοντο
- ἀκέραιος, ος, ον
- ἀκερδής, ής, ές
- ἀκερδῶς
- ἀκερσεκόμης, ου
- ἀκέσιμος, ος, ον
- ἄκεσις, εως (ἡ)
- ἄκεσμα, ατος (τό)
- ἄκεσσαι, ἀκέσσαιο
- ἀκεστήρ, ῆρος
- ἀκεστικός, ή, όν
- ἀκεστός, ή, όν
- ἀκέστρα, ας (ἡ)
- ἀκέστρια, ας (ἡ)
- ἀκέφαλος, ος, ον
- ἀκέω1
- ἀκέω2
- ἀκήδεστος, ος, ον
- ἀκηδέστως
- ἀκήδευτος, ος, ον
- ἀκηδέω-ῶ
- ἀκηδής, ής, ές
- ἀκήκοα
- ἀκηκόειν
- ἀκήλητος, ος, ον
- ἄκημα, ατος (τό)
- ἀκήν
- ἀκηράσιος, ος, ον
- ἀκήρατος, ος, ον
- ἀκήριος, ος, ον1
- ἀκήριος, ος, ον2
- ἀκηρυκτεί
- ἀκήρυκτος, ος, ον
- ἀκηρύκτως
- ἀκηχέδαται, ἀκηχεμένος
- ἀκίβδηλος, ος, ον
- ἀκιβδήλως
- ἀκιδνός, ή, όν
- ἀκίθαρις, ις, ι
- ἄκικυς, υος
- ἀκινάκης, ου (ὁ)
- ἀκίνδυνος, ος, ον
- ἀκινδύνως
- ἀκινησία, ας (ἡ)
- ἀκίνητος, ος, ον
- ἀκινήτως
- ἀκίς, ίδος (ἡ)
- ἀκίχητος, ος, ον
- Ἀκκώ, οῦς (ἡ)
- ἄκλαυστος, ος, ον
- ἄκλαυτος, ος, ον
- ἀκλεής, ής, ές
- ἄκλειστος, ος, ον
- ἀκλειῶς
- ἀκλεῶς
- ἀκληεῖς
- ἄκληρος, ος, ον
- ἀκλήρωτος, ος, ον
- ἄκλῃστος, ος, ον
- ἄκλητος, ος, ον
- ἀκλινής, ής, ές
- ἄκλυστος, ος, ον
- ἄκλυτος, ος, ον
- ἀκμά, ᾶς (ἡ)
- ἀκμάζω
- ἀκμαῖος, α, ον
- ἀκμή, ῆς (ἡ)
- ἀκμηνός, ή, όν
- ἄκμηνος, ος, ον
- ἀκμής, ῆτος
- ἀκμόθετον, ου (τό)
- ἀκμόνιον, ου (τό)
- ἄκμων, ονος (ὁ)
- ἄκνηστις, ιος (ἡ)
- ἄκνισος, ος, ον
- ἀκοή, ῆς (ἡ)
- ἀκοίμητος, ος, ον
- ἀκοινώνητος, ος, ον
- ἀκοίτης, ου (ὁ)
- ἄκοιτις, ιος (ἡ)
- ἀκολάκευτος, ος, ον
- ἀκολασία, ας (ἡ)
- ἀκολασταίνω
- ἀκολάστημα, ατος (τό)
- ἀκόλαστος, ος, ον
- ἀκολάστως
- ἄκολος, ου (ἡ)
- ἀκολουθέω-ῶ
- ἀκολούθησις, εως (ἡ)
- ἀκολουθητέον
- ἀκολουθητικός, ή, όν
- ἀκολουθία, ας (ἡ)
- ἀκόλουθος, ος, ον
- ἄκολπος, ος, ον
- ἀκόλυμβος, ος, ον
- ἀκομιστία, ας (ἡ)
- ἄκομος, ος, ον
- ἀκόμπαστος, ος, ον
- ἄκομπος, ος, ον
- ἄκομψος, ος, ον
- ἀκόμψως
- ἀκονάω-ῶ
- ἀκόνδυλος, ος, ον
- ἀκόνη, ης (ἡ)
- ἀκονιτί
- ἀκοντί
- ἀκοντίζω
- ἀκόντιον, ου (τό)
- ἀκόντισις, εως (ἡ)
- ἀκόντισμα, ατος (τό)
- ἀκοντισμός, οῦ (ὁ)
- ἀκοντιστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀκοντιστής, οῦ (ὁ)
- ἀκοντιστικός, ή, όν
- ἀκοντιστύς, ύος (ἡ)
- ἀκόντως
- ἄκοπος, ος, ον
- ἀκόρεστος, ος, ον
- ἀκόρετος, ος, ον
- ἀκορής, ής, ές
- ἀκόρητος, ος, ον
- ἀκορία, ας (ἡ)
- ἄκορος, ος, ον
- ἄκος, εος-ους (τό)
- ἀκοσμέω-ῶ
- ἀκόσμητος, ος, ον
- ἀκοσμία, ας (ἡ)
- ἄκοσμος, ος, ον
- ἀκόσμως
- ἀκοστάω
- ἀκοστή, ῆς (ἡ)
- ἀκουάζομαι
- ἀκουέμεν, ἀκουέμεναι
- ἀκουή, ῆς (ἡ)
- ἄκουκα
- ἄκουον
- ἄκουρος, ος, ον
- ἄκουσα1
- ἄκουσα2
- ἀκούσιος, ος, ον
- ἀκουσίως
- ἄκουσμα, ατος (τό)
- ἀκουστέος, α, ον
- ἀκουστικός, ή, όν
- ἀκουστός, ή, όν
- ἀκούω
- ἄκρα, ας (ἡ)
- ἀκράαντος, ος, ον
- Ἀκραγαντῖνος, η, ον
- Ἀκράγας, αντος (ὁ, ἡ)
- ἀκραγής, ής, ές
- ἀκραής, ής, ές
- ἀκραῖος, α, ον
- ἀκραιφνής, ής, ές
- ἄκραντος, ος, ον
- ἀκρασία, ας (ἡ)
- ἀκράτεια, ας (ἡ)
- ἀκρατεύομαι
- ἀκρατευτικός, ή, όν
- ἀκρατής, ής, ές
- ἀκρατοποσία, ας (ἡ)
- ἀκρατοπότης, ου (ὁ)
- ἄκρατος, ος, ον
- ἀκράτωρ, ορος
- ἀκράτως
- ἀκραχολέω-ῶ
- ἀκραχολία, ας (ἡ)
- ἀκράχολος, ος, ον
- ἀκρεμών, όνος (ὁ)
- ἄκρη, ης (ἡ)
- ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης
- ἀκρίβεια, ας (ἡ)
- ἀκριβής, ής, ές
- ἀκριβολογέομαι-οῦμαι
- ἀκριβολογητέον
- ἀκριβολογία, ας (ἡ)
- ἀκριβόω-ῶ
- ἀκριβῶς
- ἀκρίς, ίδος (ἡ)
- ἄκρις, ιος (ἡ)
- ἀκρισία, ας (ἡ)
- Ἀκρίσιος, ου (ὁ)
- Ἀκρισιώνη, ης (ἡ)
- ἀκριτόμυθος, ος, ον
- ἄκριτος, ος, ον
- ἀκριτόφυλλος, ος, ον
- ἀκριτόφυρτος, ος, ον
- ἀκρίτως
- ἀκρόαμα, ατος (τό)
- ἀκροαματικός, ή, όν
- ἀκροάομαι-οῦμαι
- ἀκρόασις, εως (ἡ)
- ἀκροατήριον, ου (τό)
- ἀκροατής, οῦ (ὁ)
- ἀκροβατέω-ῶ
- ἀκροβολίζω
- ἀκροβόλισις, εως (ἡ)
- ἀκροβολισμός, οῦ (ὁ)
- ἀκροβολιστής, οῦ (ὁ)
- ἀκρόβολος, ος, ον
- ἀκροβυστία, ας (ἡ)
- ἀκρόβυστος, ος, ον
- ἀκρογωνιαῖος, α, ον
- ἀκρόδρυον, ου (τό)
- ἀκροθίνιον, ου (τό)
- ἀκροθώραξ, ακος (ὁ)
- ἀκροκελαινιάω-ῶ
- ἀκροκνεφής, ής, ές
- ἀκρόκομος, ος, ον
- Ἀκροκόρινθος, ου (ὁ)
- ἀκρόλοφος, ος, ον
- ἀκρομανής, ής, ές
- ἄκρον, ου (τό)
- ἀκροπενθής, ής, ές
- ἀκροποδητί
- ἀκρόπολις, εως (ἡ)
- ἀκροπόλος, ος, ον
- ἀκροπόρος, ος, ον
- ἄκρος, α, ον
- ἀκροστόλιον, ου (τό)
- ἀκροσφαλής, ής, ές
- ἀκροσφαλῶς
- ἀκροτελεύτιον, ου (τό)
- ἀκροτομέω-ῶ
- ἀκροχολέω-ῶ
- ἀκροχορδών, όνος (ἡ)
- ἀκρωνία, ας (ἡ)
- ἀκρωνυχία, ας (ἡ)
- ἀκρώνυχος, ος, ον
- ἀκρώρεια, ας (ἡ)
- ἄκρως
- ἀκρωτηριάζω
- ἀκρωτήριον, ου (τό)
- ἀκτάζω
- ἀκταίνω
- ἀκταῖος, α, ον
- ἀκτέα, ας (ἡ)
- ἀκτένιστος, ος, ον
- ἀκτέον
- ἀκτέριστος, ος, ον
- ἀκτή1, ῆς (ἡ)
- ἀκτή2, ῆς (ἡ)
- ἀκτῆ
- ἀκτήμων, ων, ον
- ἀκτίνεσσι
- ἄκτιον, ου (τό)
- ἀκτίς, ῖνος (ἡ)
- Ἀκτορίδης, ου (ὁ)
- Ἀκτορίων, ωνος (ὁ)
- ἀκτός, ή, όν
- ἄκτωρ, ορος (ὁ)
- ἀκυβέρνητος, ος, ον
- Ἀκύλας (ὁ)
- ἄκυλος, ου (ὁ, ἡ)
- ἀκύμαντος, ος, ον
- ἀκύμων, ων, ον
- ἄκυρος, ος, ον
- ἀκυρόω-ῶ
- ἀκωκή, ῆς (ἡ)
- ἀκώλυτος, ος, ον
- ἀκωλύτως
- ἀκωμῳδήτως
- ἄκων1, οντος (ὁ)
- ἄκων2, ουσα, ον
- ἀλάβαστρον, ου (τό)
- ἀλάβαστρος, ου (ὁ, ἡ)
- ἅλαδε
- ἀλαζονεία, ας (ἡ)
- ἀλαζονεύομαι
- ἀλαζονικός, ή, όν
- ἀλαζονικῶς
- ἀλαζών, όνος
- ἀλάθεα, ἀλάθεια
- ἀλαθείς
- ἀλαθέως
- ἀλαθής
- ἀλάθητος, ος, ον
- ἀλαθινός
- ἀλαίνω
- ἀλακάτα
- ἀλαλά
- ἀλαλαγή, ῆς (ἡ)
- ἀλάλαγμα, ατος (τό)
- ἀλαλαγμός, οῦ (ὁ)
- ἀλαλάζω
- ἀλαλή, ῆς (ἡ)
- ἀλάλημαι
- ἀλάλητος, ος, ον
- ἀλαλητός, οῦ (ὁ)
- ἀλαλκεῖν
- ἀλαλκέμεν, ἀλαλκέμεναι
- Ἀλαλκομενηΐς, ΐδος
- ἄλαλος, ος, ον
- ἀλαλύκτημαι
- ἀλάλυκτο
- ἁλάμενος
- ἀλαμπής, ής, ές
- ἀλάομαι-ῶμαι
- ἀλαός, ός, όν
- ἀλαοσκοπίη, ης (ἡ)
- ἀλαόω
- ἀλαπαδνός, ή, όν
- ἀλαπάζω
- ἅλας, ατος (τό)
- ἅλασθαι
- ἀλαστέω-ῶ
- Ἀλαστορίδης, ου (ὁ)
- ἀλάστορος, ος, ον
- ἄλαστος, ος, ον
- ἀλάστωρ, ορος
- ἀλάτας
- ἀλάτεια
- ἁλάτιον, ου (τό)
- ἀλᾶτο
- ἅλατο
- ἀλαωτύς, ύος (ἡ)
- ἀλγεινός, ή, όν
- ἀλγεινῶς
- ἀλγέω-ῶ
- ἀλγηδών, όνος (ἡ)
- ἄλγημα, ατος (τό)
- ἄλγησις, εως (ἡ)
- ἄλγιστος, η, ον
- ἀλγίων, ων, ον
- ἄλγος, εος-ους (τό)
- ἀλγύνω
- ἀλδαίνω
- ἀλδήσκω
- ἀλέα1, ας (ἡ)
- ἀλέα2
- ἁλέα
- ἀλεαίνω
- ἀλέαιτο
- ἀλέασθαι, ἀλέασθε
- ἀλεγεινός, ή, όν
- ἀλεγίζω
- ἀλεγύνω
- ἀλέγω
- ἀλεεινός, ή, όν
- ἀλεείνω
- ἀλέη, ης (ἡ)
- ἀλεής, ής, ές
- ἀλέηται
- ἄλειαρ, ατος (τό)
- ἄλειμμα, ατος (τό)
- ἀλείπτης, ου (ὁ)
- ἀλείς, εῖσα, έν
- Ἀλείσιον, ου (τό)
- ἄλεισον, ου (τό)
- ἀλεῖται
- ἁλεῖται
- ἀλείτης, ου (ὁ)
- ἀλειτούργητος, ος, ον
- ἄλειφα, ατος (τό)
- ἄλειφαρ, ατος (τό)
- ἄλειφε
- ἀλείφω
- ἄλειψις, εως (ἡ)
- ἀλεκτοριδεύς, έως (ὁ)
- ἀλεκτορίς, ίδος (ἡ)
- ἀλεκτορίσκος, ου (ὁ)
- ἀλεκτοροφωνία, ας (ἡ)
- ἄλεκτρος, ος, ον
- ἀλεκτρυών, όνος (ὁ, ἡ)
- ἀλέκτωρ, ορος (ὁ)
- ἀλέκω
- ἀλέματος
- ἄλεν
- ἀλέν
- Ἀλεξάνδρεια, ας (ἡ)
- Ἀλεξανδρεύς, έως (ὁ)
- Ἀλεξανδριστής, οῦ (ὁ)
- Ἀλέξανδρος, ου (ὁ)
- ἀλεξανδρώδης, ης, ες
- ἀλεξάνεμος, ος, ον
- ἀλέξασθαι
- ἀλεξέμεναι, ἀλεξέμεν
- ἀλέξημα, ατος (τό)
- ἀλέξησις, εως (ἡ)
- ἀλεξητήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀλεξητήριος, α, ον
- ἀλεξήτωρ, ορος (ὁ)
- ἀλεξίκακος, ος, ον
- ἀλεξίμορος, ος, ον
- ἀλέξομαι
- ἀλέξω
- ἀλεξώμεσθα
- ἀλέομαι
- ἄλεπος, ος, ον
- ἅλες
- ἀλές
- ἁλέσθαι
- ἅλεται
- ἀλέτης, ου
- ἄλετος, ου (ὁ)
- ἀλετρεύω
- ἀλέτρια, ων (τά)
- ἀλετρίβανος, ου (ὁ)
- ἀλετρίς, ίδος (ἡ)
- ἀλεῦ
- ἄλευαι
- ἀλευάμενος, ἀλεύασθαι
- ἀλεύαντο, ἀλεύατο
- ἀλεύεται
- ἁλεῦμαι
- ἄλευρον, ου (τό)
- ἀλεύω
- ἀλέω-ῶ
- ἀλεώμεθα
- ἀλεωρά, ᾶς (ἡ)
- ἄλη, ης (ἡ)
- ἀλήθεια, ας (ἡ)
- ἀληθεύω
- ἀληθέως
- ἀλήθην
- ἀληθής ής, ές
- ἀληθίζω
- ἀληθινός, ή, όν
- ἀληθινῶς
- ἀληθόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
- ἀλήθω
- ἀληθῶς
- ἀλήϊος, ος, ον
- ἄληκτος, ος, ον
- ἀλήλεκα, ἀλήλεμαι, ἀλήλε
- ἀλήλιμμαι, ἀλήλιφα
- ἄλημα, ατος (τό)
- ἀλήμεναι
- ἀλήμων, ων, ον
- ἀλῆναι
- ἄληπτος, ος, ον
- ἁλής, ής, ές
- ἅληται
- ἀλητεία, ας (ἡ)
- ἀλητεύω
- ἀλήτης, ου
- ἀλῆτο
- ἀλθαίνω
- ἄλθετο
- ἄλθομαι
- ἁλία1, ας (ἡ)
- ἁλία2
- ἄλια
- ἁλιάδαι, ῶν (οἱ)
- ἁλιαής, ής, ές
- ἀλίαστος, ος, ον
- ἀλιβαντίς φύλη (ἡ)
- ἀλίβας, αντος (ὁ)
- ἁλιγενής, ής, ές
- ἀλίγκιος, α ον
- ἁλίδονος, ος, ον
- ἁλιεία, ας (ἡ)
- ἁλιεύς, έως (ὁ)
- ἁλιευτικός, ή, όν
- ἁλιεύω
- ἁλίζω1
- ἁλίζω2
- ἁλίη, ης (ἡ)
- ἁλιήρης, ης, ες
- ἀλίθιος, α, ον
- ἀλιθίως
- ἄλιθος, ος, ον
- Ἁλικαρνασός, οῦ (ὁ)
- ἁλικία, ἁλικιώτας
- ἁλίκλυστος, ος, ον
- ἁλίκος
- ἁλίκτυπος, ος, ον
- ἁλιμέδων, οντος (ὁ)
- ἀλίμενος, ος, ον
- ἀλιμενότης, ητος (ἡ)
- ἅλιμος, ος, ον
- ἄλιμος, ος, ον
- ἁλιμυρήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἀλινδέομαι-οῦμαι
- ἅλινος, η, ον
- ἇλιξ
- ἅλιος1
- ἅλιος 2, α, ον
- ἅλιος3, α, ον
- ἁλιοτρεφής, ής, ές
- ἁλιόω-ῶ
- ἀλιπαρής, ής, ές
- ἁλίπλαγκτος, ος, ον
- ἁλίπλακτος, ος, ον
- ἁλίπλοος, ος, ον
- ἁλίπλωος, ος, ον
- ἁλίπορος, ος, ον
- ἁλιπόρφυρος, ος, ον
- ἁλίρροθος, ος, ον
- ἁλίρρυτος, ος, ον
- ἅλις
- ἀλισγέω-ῶ
- ἀλίσγημα, ατος (τό)
- ἁλίσκομαι
- ἁλίστονος, ος, ον
- ἀλιταίνω
- ἀλιτενής, ής, ές
- ἀλιτήμενος, η, ον
- ἀλιτήμων, ων, ον
- ἀλιτήριος, ος, ον
- ἀλιτόμην
- ἀλιτρός, ός, όν
- ἁλίτυπος, ος, ον
- ἁλίως
- ἀλκά
- ἀλκαία, ας (ἡ)
- Ἀλκαῖος, ου (ὁ)
- ἄλκαρ (τό)
- Ἀλκείδης, ου (ὁ)
- ἀλκή, ῆς (ἡ)
- Ἄλκηστις, ιδος (ἡ)
- ἀλκί
- Ἀλκιβιάδης, ου (ὁ)
- ἄλκιμος, ος, ον
- Ἀλκίνοος-ους, όου-ου (ὁ)
- ἀλκίφρων, ων, ον
- Ἀλκμήνη, ης (ἡ)
- ἀλκτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀλκυόνειος, α, ον
- ἁλκυών, όνος (ἡ)
- ἀλλ’
- ἄλλ’
- ἀλλά
- ἄλλα
- ἀλλᾷ
- ἀλλαγή, ῆς (ἡ)
- ἀλλαγήσομαι
- ἀλλακτέον
- ἀλλᾶς, ᾶντος (ὁ)
- ἀλλάσσω
- ἀλλάττα
- ἀλλάττω
- ἀλλαχῇ
- ἀλλαχόθεν
- ἀλλαχόθι
- ἀλλαχόσε
- ἀλλαχοῦ
- ἄλλεγον, ἀλλέξαι
- ἄλλῃ
- ἀλληγορέω-ῶ
- ἀλληγορία, ας (ἡ)
- ἄλληκτος, ος, ον
- ἀλληλοφαγία, ας (ἡ)
- ἀλληλοφάγοι, οι, α
- ἀλληλοφόνοι, οι, α
- ἀλλήλων
- Ἀλλόβριγες, ων (οἱ)
- ἀλλογενής, ής, ές
- ἀλλόγλωσσος, ος, ον
- ἀλλογνοέω-ῶ
- ἀλλογνώσας
- ἀλλόγνωτος, ος, ον
- ἀλλοδαπός, ός, όν
- ἀλλοειδής, ής, ές
- ἄλλοθε
- ἄλλοθι
- ἀλλόθροος, ος, ον
- ἀλλοῖος, α, ον
- ἀλλοιόω-ῶ
- ἀλλοίως
- ἀλλοίωσις, εως (ἡ)
- ἄλλοκα
- ἀλλόκοτος, ος, ον
- ἅλλομαι
- ἀλλοπρόσαλλος, ος, ον
- ἄλλος, η, ο
- ἀλλοσύνα
- ἄλλοσε
- ἄλλοτε
- ἀλλότριος, α, ον
- ἀλλοτριοεπίσκοπος, ος, ον
- ἀλλοτριότης, ητος (ἡ)
- ἀλλοτριόω-ῶ
- ἀλλοτρίως
- ἀλλοτρίωσις, εως (ἡ)
- ἄλλοφος, ος, ον
- ἀλλοφρονέω-ῶ
- ἀλλόφυλος, ος, ον
- ἀλλόχροος, ος, ον
- ἄλλυδις
- ἀλλύεσκεν
- ἀλλύουσα
- ἄλλως
- ἅλμα1, ατος (τό)
- ἅλμα2, ας (ἡ)
- ἅλμη, ης (ἡ)
- ἁλμήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἁλμυρός, ά, όν
- ἁλμώδης, ης, ες
- ἄλξ
- ἀλοατός, οῦ (ὁ)
- ἀλοάω-ῶ
- ἄλοβος, ος, ον
- ἀλογέω-ῶ
- ἀλογία, ας (ἡ)
- ἀλογιστέω-ῶ
- ἀλογιστία, ας (ἡ)
- ἀλόγιστος, ος, ον
- ἀλογίστως
- ἄλογος, ος, ον
- ἀλόγως
- ἀλόη, ης (ἡ)
- ἀλοητός, οῦ (ὁ)
- ἁλόθεν
- ἀλοιάω
- ἀλοιδόρητος, ος, ον
- ἁλοίην
- ἁλοίμαν
- ἁλοίμην
- ἀλοιφή, ῆς (ἡ)
- ἁλόμενος
- ἁλόντε
- ἄλοξ, οκος (ἡ)
- ἁλοπήγια, ων (τά)
- ἁλός
- ἇλος
- ἁλοσύδνη, ης (ἡ)
- ἁλοῦμαι
- ἁλουργής, ής, ές
- ἁλουργίς, ίδος (ἡ)
- ἁλούς, οῦσα, όν
- ἀλουσία, ας (ἡ)
- ἄλουτος, ος, ον
- ἄλοφος, ος, ον
- ἄλοχος, ου (ἡ)
- ἀλόω
- ἅλς1, ἁλός (ἡ)
- ἅλς2, ἁλός (ὁ)
- ἆλσο
- ἄλσος, εος-ους (τό)
- ἀλσώδης, ης, ες
- ἁλτῆρες, ων (οἱ)
- ἁλτικός, ή, όν
- ἆλτο
- ἁλυκός, ή, όν
- ἀλυκτάζω
- ἀλυκτέω
- ἄλυξα
- ἀλυξέμεν
- ἄλυξις, εως (ἡ)
- ἀλύξω
- ἀλύπητος, ος, ον
- ἀλυπία, ας (ἡ)
- ἄλυπος, ος, ον
- ἀλύπως
- ἄλυρος, ος, ον
- ἄλυς, υος (ὁ)
- Ἅλυς, υος (ὁ)
- ἅλυσις, εως (ἡ)
- ἀλυσιτελής, ής, ές
- ἀλυσκάζω
- ἀλυσκάνω
- ἀλύσκω
- ἄλυσσος, ος, ον
- ἀλύσσω
- ἄλυτος, ος, ον
- ἀλύω
- ἄλφα (τό)
- Ἀλφαῖος, ου (ὁ)
- ἀλφάνω
- ἀλφεσίβοιος, α, ον
- ἀλφηστής, οῦ (ὁ)
- ἀλφιτεύς, έως (ὁ)
- ἄλφιτον, ου (τό)
- ἀλφιτοποιΐα, ας (ἡ)
- ἀλφιτοσιτέω-ῶ
- ἀλφιτοφάγος, ος, ον
- ἀλφιτών, ῶνος (ὁ)
- ἄλφοιν
- ἀλφός, ή, όν
- ἀλῶ
- ἅλω
- ἁλῶ
- ἀλωά, ᾶς (ἡ)
- ἀλωή, ῆς (ἡ)
- ἁλώῃ, ἁλῴη
- ἁλώκαντι
- ἁλώμεναι
- ἅλων, ωνος (ἡ)
- ἁλῶναι
- ἀλωπεκῆ, ῆς (ἡ)
- ἀλωπεκιδεύς, έως (ὁ)
- ἀλωπεκίζω
- ἀλωπεκίς, ίδος (ἡ)
- ἀλώπηξ, εκος (ἡ)
- ἅλως, ω (ἡ)
- ἁλώσει
- ἁλώσιμος, ος, ον
- ἅλωσις, εως (ἡ)
- ἁλώσομαι
- ἁλωτός, ή, όν
- ἀλώφητος, ος, ον
- ἁλώω
- ἄμ
- ἅμα
- Ἀμαζών, όνος (ἡ)
- ἀμαθής, ής, ές
- ἀμαθία, ας (ἡ)
- ἄμαθος, ου (ἡ)
- ἀμαθύνω
- ἀμαθῶς
- ἀμαιμάκετος, η, ον
- ἀμαλδύνω
- Ἀμάλθεια, ας (ἡ)
- ἄμαλλα, ης (ἡ)
- ἀμαλλοδετήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀμαλλοδέτης, ου (ὁ)
- ἀμαλός, ή, όν
- ἀμάντεσσι
- ἅμαξα, ης (ἡ)
- ἁμαξεύω
- ἁμαξήρης, ης, ες
- ἁμαξιαῖος, α, ον
- ἁμαξίς, ίδος (ἡ)
- ἁμαξιτός, ός, όν
- ἁμαξοπηγός, οῦ (ὁ)
- ἁμαξοπληθής, ής, ές
- ἆμαρ
- ἀμάρα, ας (ἡ)
- ἀμαράντινος, η, ον
- ἀμάραντος, ος, ον
- ἁμαρτάνω
- ἁμαρτάς, άδος (ἡ)
- ἁμαρτέω
- ἀμαρτῆ
- ἁμάρτημα, ατος (τό)
- ἁμαρτήσομαι
- ἁμαρτητικός, ή, όν
- ἁμαρτία, ας (ἡ)
- ἁμαρτίνοος, ος, ον
- ἁμάρτιον, ου (τό)
- ἁμαρτοεπής, ής, ές
- ἅμαρτον
- ἀμάρτυρος, ος, ον
- ἁμαρτωλός, ός, όν
- ἀμάσας, ἀμάσῃ
- Ἀμασίας, ου (ὁ)
- Ἀμαστριανός, οῦ (ὁ)
- Ἄμαστρις, εως (ἡ)
- ἁματροχάω
- ἀμάτωρ
- ἀμαυρός, ός, όν
- ἀμαυρόω-ῶ
- ἀμαύρωμα, ατος (τό)
- ἀμαχανία, ας (ἡ)
- ἀμαχεί
- ἀμάχετος, ος, ον
- ἀμαχητί
- ἀμάχητος, ος, ον
- ἄμαχος, ος, ον
- ἀμάχως
- ἀμάω 1 -ῶ
- ἀμάω2-ῶ
- ἀμβάλευ
- ἀμβάλλω
- ἄμβατε
- ἄμβατος, ος, ον
- ἀμβαύζω
- ἀμβήσει
- ἀμβλήδην
- ἀμβλόω-ῶ
- ἀμβλύνω
- ἀμβλύς, εῖα, ύ
- ἀμβλύτης, ητος (ἡ)
- ἀμβλυωπία, ας (ἡ)
- ἀμβλυώσσω
- ἀμβόαμα, ατος (τό)
- ἀμβοάω
- ἀμβολάδην
- ἀμβολάς, άδος (ἡ)
- ἀμβολή, ῆς (ἡ)
- Ἀμβρακία, ας (ἡ)
- ἀμβροσία, ας (ἡ)
- ἀμβρόσιος, α, ον
- ἄμβροτος, ος, ον
- ἄμβων, ωνος (ὁ)
- ἀμβώσας
- ἁμέ
- ἀμέγαρτος, ος, ον
- ἀμεθύστινος, η, ον
- ἀμέθυστος, ος, ον
- ἀμείβω
- ἀμείλικτος, ος, ον
- ἀμείλιχος, ος, ον
- ἀμείνων, ων, ον
- ἀμείφθην, ἀμειψάμεν
- ἄμειψις, εως (ἡ)
- ἀμέλγες
- ἀμέλγω
- ἀμέλει
- ἀμέλεια, ας (ἡ)
- ἀμελέτητος, ος, ον
- ἀμελέω-ῶ
- ἀμελής, ής, ές
- ἀμελητέος, α, ον
- ἀμελητί
- ἀμέλητος, ος, ον
- ἀμελία, ας (ἡ)
- ἀμέλλητος, ος, ον
- ἀμελῶς
- ἄμεμπτος, ος, ον
- ἀμέμπτως
- ἀμεμφεία, ας (ἡ)
- ἀμεμφής, ής, ές
- ἄμεναι
- ἀμενηνός, ός
- ἀμενηνόω-ῶ
- ἅμενος
- ἁμέρα
- ἀμέργω
- ἀμέρδω
- ἀμερής, ής, ές
- ἀμεριαῖος, α, ον
- ἀμεριμνία, ας (ἡ)
- ἀμέριμνος, ος, ον
- ἁμέριος
- ἀμέριστος, ος, ον
- ἅμερος
- ἄμερσα
- ἅμες
- ἄμεσος, ος, ον
- ἀμετάβλητος, ος, ον
- ἀμετάβολος, ος, ον
- ἀμεταδότως
- ἀμετάθετος, ος, ον
- ἀμεταμέλητος, ος, ον
- ἀμεταμελήτως
- ἀμετανόητος, ος, ον
- ἀμετάπειστος, ος, ον
- ἀμεταπείστως
- ἀμετάπτωτος, ος, ον
- ἀμεταπτώτως
- ἀμετάστατος, ος, ον
- ἀμεταστρεπτί
- ἀμετάστρεπτος, ος, ον
- ἀμετάτρεπτος ος, ον
- ἁμέτερος
- ἀμέτοχος, ος, ον
- ἀμέτρητος, ος, ον
- ἀμετρία, ας (ἡ)
- ἀμετροεπής, ής, ές
- ἄμετρος ος, ον
- ἀμέτρως
- ἄμη, ης (ἡ)
- ἀμήν
- ἀμήνιτος, ος, ον
- ἀμηνίτως
- ἀμητήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀμητικός, ή, όν
- ἄμητος, ου (ὁ)
- ἀμήτωρ, ορος
- ἀμηχανέω-ῶ
- ἀμηχανία, ας (ἡ)
- ἀμήχανος, ος, ον
- ἀμηχάνως
- ἀμία, ας (ἡ)
- ἀμίαντος, ος, ον
- ἀμιγής, ής, ές
- ἁμίθεος
- ἄμικτος, ος, ον
- ἅμιλλα, ης (ἡ)
- ἁμιλλάομαι-ῶμαι
- ἁμίλλημα, ατος (τό)
- ἁμιλλητέον
- ἁμιλλητήρ, ῆρος
- ἀμιμητόβιος, ος, ον
- ἀμίμητος, ος, ον
- ἀμιμήτως
- ἁμῖν
- ἀμιξία, ας (ἡ)
- ἅμιππος, ος, ον
- ἀμίς, ίδος (ἡ)
- ἀμισής, ής, ές
- ἀμισθί
- ἄμισθος, ος, ον
- ἅμισυς
- ἄμιτρος, ος, ον
- ἀμιτροχίτωνες, ώνων
- ἀμιχθαλόεις, όεσσα, όεν
- ἅμμα, ατος (τό)
- ἄμμε
- ἀμμεμίξεται
- ἀμμένω
- ἄμμες
- ἀμμέτερος
- ἀμμέων
- ἄμμι
- ἄμμιγα
- ἄμμιν
- ἀμίξας
- ἀμμοβάτης (ὁ)
- ἀμμορία1, ας (ἡ)
- ἀμμορία2 (ἡ)
- ἄμμορος, ος, ον
- ἄμμος, ου (ὁ)
- Ἄμμων, ωνος (ὁ)
- ἀμναστέω
- ἄμναστος
- ἀμνημόνευτος, ος, ον
- ἀμνημονέω-ῶ
- ἀμνήμων, ων, ον
- ἀμνηστέω-ῶ
- ἀμνηστία, ας (ἡ)
- ἄμνηστος, ος, ον
- ἀμνίον, ου (τό)
- ἀμνός, οῦ (ὁ, ἡ)
- ἀμογητί
- ἀμοθεί
- ἀμόθεν
- ἀμόθι
- ἀμοιβαῖος, ος, ον
- ἀμοιβάς, άδος
- ἀμοιβή, ῆς (ἡ)
- ἀμοιβηδίς
- ἀμοιβός, ή, όν
- ἀμοιρέω-ῶ
- ἄμοιρος, ος, ον
- ἀμολγός, οῦ (ὁ)
- ἄμομφος, ος, ον
- ἀμόργη, ης (ἡ)
- ἀμοργῆς, οῦ (ὁ)
- ἀμόργινος, η, ον
- ἄμορος, ος, ον
- ἀμορφέστατος, η, ον
- ἀμορφία, ας (ἡ)
- ἄμορφος, ος, ον
- ἀμόρφως
- ἆμος
- ἀμός, ή, όν
- ἁμός, ή, όν
- ἄμοτος, ος, ον
- ἀμοῦ
- ἄμουσος, ος, ον
- ἀμούσως
- ἀμοχθεί
- ἀμόχθητος, ος, ον
- ἀμοχθήτως
- ἄμοχθος, ος, ον
- ἀμπείρας
- ἀμπελάνθη, ης (ἡ)
- ἀμπέλινος, ος, ον
- ἀμπελόεις, εσσα, εν
- ἀμπελομιξία, ας (ἡ)
- ἄμπελος, ου (ἡ)
- ἀμπελουργεῖον, ου (τό)
- ἀμπελουργέω-ῶ
- ἀμπελουργός, οῦ (ὁ, ἡ)
- ἀμπελών, ῶνος (ὁ)
- ἀμπεπαλών
- ἀμπέμπω
- ἀμπείρω
- ἀμπεπαρμένος
- ἀμπέτασον, ἀμπετάσας
- ἀμπετής
- ἀμπεχόνη, ης (ἡ)
- ἀμπέχω
- ἀμπήδησε
- ἀμπί
- ἀμπίπτει
- ἀμπισχνέομαι-οῦμαι
- ἀμπίσχω
- ἀμπλακεῖν
- ἀμπλάκημα, ατος (τό)
- ἀμπλάκητος, ος, ον
- ἀμπλακία, ας (ἡ)
- ἀμπλακίσκω
- Ἀμπλιᾶτος, ου (ὁ)
- ἀμπνεῦσαι
- ἀμπνοή
- ἄμπνυε
- ἀμπνύνθη
- ἄμπνυτο
- Ἀμπρακία, ας (ἡ)
- ἀμπτάμενος
- ἀμπτᾶσα
- ἀμπτυχή
- ἀμπυκτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀμπυκτήριον (τό)
- ἄμπυξ, υκος (ὁ, ἡ)
- ἄμπωτις, ιδος
- ἀμυγδάλη, ης (ἡ)
- ἀμυγδάλινος, η, ον
- ἀμυγδαλίς, ίδος (ἡ)
- ἀμύγδαλος, ου (ἡ)
- ἄμυγμα, ατος (τό)
- ἀμυγμός, οῦ (ὁ)
- ἄμυδις
- ἀμυδρός, ά, όν
- ἀμύητος, ος, ον
- ἀμύθητος, ος, ον
- ἄμυθος, ος, ον
- ἀμυκτικός, ή, όν
- ἀμύλιον (τό)
- ἀμύμων, ων, ον
- ἄμυνα, ης (ἡ)
- ἀμυνάθω
- ἀμυνέμεν, ἀμυνέμεναι
- ἀμυνεῦμαι
- ἀμυνέω
- ἀμυντέον
- ἀμυντήριος, α, ον
- ἀμυντικός, ή, όν
- ἀμύντωρ, ορος (ὁ)
- ἀμύνω
- ἀμύριστος, ος, ον
- ἀμύσσω
- ἀμυστί
- ἀμυστίζω
- ἀμυσχρός, ός, όν
- ἀμυχή, ῆς (ἡ)
- ἀμφαγαπάζω
- ἀμφαγείρομαι
- ἀμφάδιος, α, ον
- ἀμφαδός, ή, όν
- ἀμφαίνω
- ἀμφαραβέω-ῶ
- ἀμφασίη, ης (ἡ)
- ἀμφαφάασθαι
- ἀμφαφάω-ῶ
- ἀμφαφόων, όωσα
- ἀμφαφόωντο
- ἀμφεκάλυψα, ἀμφεκαλύφθην
- ἀμφέξεσε
- ἀμφέξω
- ἀμφέπεσον
- ἀμφεποτᾶτο
- ἀμφέπω
- ἀμφέρχομαι
- ἀμφέρω
- ἀμφέσταν, ἀμφεστᾶσι
- ἀμφεύγω
- ἀμφεφόβηθεν
- ἀμφέχανε
- ἀμφέχασκον
- ἀμφεχύθην, ἀμφέχυτο
- ἀμφήκης, ης, ες
- ἀμφήλυθε
- ἀμφηρεφής, ής, ές
- ἀμφηρικός, ή, όν
- ἀμφήριστος, ος, ον
- ἀμφί
- ἀμφιάζω
- ἀμφίαλος, ος, ον
- ἀμφίασμα, ατος (τό)
- ἀμφιάχω
- ἀμφιβαίνω
- ἀμφιβαλεῦμαι
- ἀμφιβάλλω
- ἀμφίβασις, εως (ἡ)
- ἀμφίβιος, ος, ον
- ἀμφίβληστρον, ου (τό)
- ἀμφιβολία, ας (ἡ)
- ἀμφίβολος, ος, ον
- ἀμφιβόλως
- ἀμφιβόσκομαι
- ἀμφίβουλος, ος, ον
- ἀμφίβροτος, η, ον
- ἀμφιγνοέω-ῶ
- ἀμφιγυήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἀμφίγυος, ος, ον
- ἀμφιδαίω
- ἀμφίδασυς, εια, υ
- ἀμφιδέδηε
- ἀμφιδέξιος, ος, ον
- ἀμφιδήριτος, ος, ον
- ἀμφιδινέω-ῶ
- ἀμφιδοξέω-ῶ
- ἀμφίδοξος, ος, ον
- ἀμφίδρομος, ος, ον
- ἀμφιδρυφής, ής, ές
- ἀμφίδρυφος, ος, ον
- ἀμφίδυμος, ος, ον
- ἀμφιδύομαι
- ἀμφιέζω
- ἀμφιέλισσα, ης
- ἀμφιέννυμι
- ἀμφιεννύω
- ἀμφιέπω
- ἀμφιεσθείς
- ἀμφιέσομαι
- ἀμφιέστηκα
- ἀμφιζάνω
- ἀμφίζευκτος, ος, ον
- ἀμφιθαλής, ής, ές
- ἀμφιθάλπω
- ἀμφίθετος, ος, ον
- ἀμφιθέω
- ἀμφίθηκτος, ος, ον
- ἀμφίθρεπτος, ος, ον
- ἀμφίθυρος, ος, ον
- ἀμφικαλύπτω
- ἀμφικαρής, ής, ές
- ἀμφικεάζω
- ἀμφίκειμαι
- ἀμφικίων, ων, ον
- ἀμφίκλυστος, ος, ον
- ἀμφίκρημνος, ος, ον
- ἀμφικτίονες, ων (οἱ)
- Ἀμφικτιονία, ας (ἡ)
- Ἀμφικτιονικός, ή, όν
- Ἀμφικτιονίς, ίδος
- Ἀμφικτύονες, ων (οἱ)
- Ἀμφικτυονία, ας (ἡ)
- Ἀμφικτυονικός, ή, όν
- Ἀμφικτυονίς, ίδος
- ἀμφικύπελλος, ος, ον
- ἀμφίκυρτος, ος, ον
- ἀμφιλαφής, ής, ές
- ἀμφιλαφῶς
- ἀμφιλαχαίνω
- ἀμφιλέγω
- ἀμφίλεκτος, ος, ον
- ἀμφιλέκτως
- ἀμφιλογέω-ῶ
- ἀμφιλογία, ας (ἡ)
- ἀμφίλογος, ος, ον
- ἀμφιλόγως
- ἀμφίλοξος, ος, ον
- ἀμφίλοφος, ος, ον
- ἀμφιλύκη, ης
- ἀμφίμαλλος, ος, ον
- ἀμφιμάομαι
- ἀμφιμάχομαι
- ἀμφιμέλας, αινα, αν
- ἀμφιμέμυκε
- ἀμφιμυκάομαι
- ἀμφινεικής, ής, ές
- ἀμφινείκητος, ος, ον
- ἀμφινέμομαι
- ἀμφιξέω-ῶ
- ἀμφιπέλομαι
- ἀμφιπένομαι
- ἀμφιπεριστέφομαι
- ἀμφιπεριστρωφάω-ῶ
- ἀμφιπίπτω
- ἀμφίπλεκτος, ος, ον
- ἀμφίπληκτος, ος, ον
- ἀμφιπλήξ, ῆγος
- ἀμφιπολεύω
- ἀμφιπολέω-ῶ
- Ἀμφίπολις, εως (ἡ)
- ἀμφίπολος, ος, ον
- ἀμφιπονέομαι-οῦμαι
- ἀμφιποτάομαι-ῶμαι
- ἀμφιπρόσωπος, ος, ον
- ἀμφίπτολις
- ἀμφίπυρος, ος, ον
- ἀμφίρρυτος, ος, ον
- ἀμφίρυτος, ος
- ἀμφίς
- ἀμφίσβαινα, ης (ἡ)
- ἀμφισβασίη, ης (ἡ)
- ἀμφισβατέω-ῶ
- ἀμφισβητέω-ῶ
- ἀμφισβήτημα, ατος (τό)
- ἀμφισβητήσιμος, ος, ον
- ἀμφισβήτησις, εως (ἡ)
- ἀμφισβητητικός, ή, όν
- ἀμφισβήτητος, ος, ον
- ἀμφίστερνος, ος, ον
- ἀμφίστημι
- ἀμφίστομος, ος, ον
- ἀμφιστρατάομαι
- ἀμφιστρεφής, ής, ές
- ἀμφιστρόγγυλος, ος, ον
- ἀμφίστροφος, ος, ον
- ἀμφιτειχής, ής, ές
- ἀμφιτίθημι
- ἀμφίτομος, ος, ον
- ἀμφιτρής, ῆτος (ὁ, ἡ)
- Ἀμφιτρίτη, ης, (ἡ)
- ἀμφιτρομέω
- Ἀμφιτρύων, ωνος (ὁ)
- ἀμφίφαλος, ος, ον
- ἀμφιφοβέομαι-οῦμαι
- ἀμφιφορεύς, έως (ὁ)
- ἀμφιχαίνω
- ἀμφιχάσκω
- ἀμφιχέω
- ἀμφίχρυσος, ος, ον
- ἀμφίχυτος, ος, ον
- ἀμφίχωλος, ος, ον
- ἀμφιῶ
- Ἀμφίων, ονος (ὁ)
- ἄμφοδον, ου (τό)
- ἀμφορεύς, έως (ὁ)
- ἀμφοτέρῃ
- ἀμφοτερόγλωσσος, ος, ον
- ἀμφότερος, α, ον
- ἀμφοτέρωθεν
- ἀμφοτέρωθι
- ἀμφοτέρως
- ἀμφοτέρωσε
- ἀμφουδίς
- ἀμφράσσαιτο
- ἄμφω
- ἀμφωτίς, ίδος (ἡ)
- ἄμφωτος, ος, ον
- ἀμῷεν
- ἀμώμητος, ος, ον
- ἀμωμήτως
- ἄμωμον, ου (τό)
- ἄμωμος, ος, ον
- ἁμῶν
- ἁμῶς
- ἀμώων
- ἄν1
- ἄν2
- ἄν3
- ἀν
- ἅν1
- ἅν 2
- ἀνά
- ἄνα1
- ἄνα2
- ἀναβάδην
- ἀναβαθμός, οῦ (ὁ)
- ἀναβαίνω
- ἀναβακχεύω
- ἀναβάλλω
- ἀναβαπτίζω
- ἀνάβασις, εως e jôn. -ιος (ἡ)
- ἀναβαστάζω
- ἀναβατήριον, ου (τό)
- ἀναβάτης, ου (ὁ)
- ἀναβατικός, ή, όν
- ἀναβατός, ός, όν
- ἀναβαύζω
- ἀναβέβρυχεν
- ἀναβιβάζω
- ἀναβιόω-ῶ
- ἀναβίωσις, εως (ἡ)
- ἀναβιώσκομαι
- ἀναβλαστάνω
- ἀναβλέπω
- ἀνάβλεψις, εως (ἡ)
- ἀναβλέψω
- ἀναβλήδην
- ἀνάβλησις, εως (ἡ)
- ἀναβλύζω
- ἀναβοάω-ῶ
- ἀναβολεύς, έως (ὁ)
- ἀναβολή, ῆς (ἡ)
- ἀναβραχεῖν
- ἀναβρόχω
- ἀναβρυχάομαι-ῶμαι
- ἀναβρύχω
- ἀνάγαιον, ου (τό)
- ἀναγγέλλω
- ἀναγελάω-ῶ
- ἀναγεννάω-ῶ
- ἀναγηρύομαι
- ἀναγιγνώσκω
- ἀνάγκα
- ἀναγκάζω
- ἀναγκαίη, ης (ἡ)
- ἀναγκαῖος, α, ον
- ἀναγκαίως
- ἀναγκαστικός, ή, όν
- ἀναγκαστός, ή, όν
- ἀναγκαστῶς
- ἀνάγκη, ης (ἡ)
- ἀναγνάμπτω
- ἄναγνος, ος, ον
- ἀναγνώσομαι, ἀναγνωσθήσο
- ἀναγνωρίζω
- ἀνάγνωσις, εως (ἡ)
- ἀνάγνωσμα, ατος (τό)
- ἀναγνώστης, ου (ὁ)
- ἀναγνωστικός, ή, όν
- ἀναγόρευσις, εως (ἡ)
- ἀναγορεύω
- ἀναγραπτέον
- ἀνάγραπτος, ος, ον
- ἀναγραφεύς, έως (ὁ)
- ἀναγραφή, ῆς (ἡ)
- ἀναγράφω
- ἀναγρύζω
- ἀνάγω
- ἀναγωγεύς, έως (ὁ)
- ἀναγωγή, ῆς (ἡ)
- ἀναγώγια, ων (τά)
- ἀναγωγία1, ας (ἡ)
- ἀναγωγία2, ας (ἡ)
- ἀναγώγιος, ος, ον
- ἀνάγωγος, ος, ον
- ἀναγωγός, ός, όν
- ἀναγώνιστος, ος, ον
- ἀναδαίω1
- ἀναδαίω2
- ἀναδασμός, οῦ (ὁ)
- ἀνάδαστος, ος, ον
- ἀναδέδρομα
- ἀναδείκνυμι
- ἀναδεικνύω
- ἀνάδειξις, εως (ἡ)
- ἀναδέκομαι
- ἀνάδελφος, ος, ον
- ἀνάδεξαι
- ἀναδέξαι
- ἀναδέρκομαι
- ἀναδέρω
- ἀνάδεσις, εως (ἡ)
- ἀναδέσμη, ης (ἡ)
- ἀνάδεσμος, ου (ὁ)
- ἀνάδετος, ος, ον
- ἀναδεύω
- ἀναδέχομαι
- ἀναδέω-ῶ
- ἀνάδημα, ατος (τό)
- ἀναδιδάσκω
- ἀναδίδωμι
- ἀναδιπλόω-ῶ
- ἀνάδοσις, εως (ἡ)
- ἀνάδοτος, ος, ον
- ἀναδοχή, ῆς (ἡ)
- ἀνάδοχος, ου (ὁ, ἡ)
- ἀναδραμεῖν
- ἀναδραμοῦμαι
- ἀναδύομαι
- ἀνάδυσις, εως (ἡ)
- ἀνάεδνος, ος, ον
- ἀναείρω
- ἄναες
- ἀναζάω-ῶ
- ἀναζεύγνυμι
- ἀναζευγνύω
- ἀνάζευξις, εως (ἡ)
- ἀναζέω
- ἀναζητέω-ῶ
- ἀναζυγή, ῆς (ἡ)
- ἀναζώννυμι
- ἀναζωπυρέω-ῶ
- ἀναθάλλω
- ἀναθάλπω
- ἀναθαρρέω-ῶ
- ἀναθαρρύνω
- ἀναθαρσέω-ῶ
- ἀναθεάομαι-ῶμαι
- ἀνάθεμα, ατος (τό)
- ἀναθεματίζω
- ἀναθερμαίνω
- ἀνάθεσις, εως (ἡ)
- ἀναθετέον
- ἀναθέω
- ἀναθεωρέω-ῶ
- ἀναθεώρησις, εως (ἡ)
- ἀναθηλέω-ῶ
- ἀνάθημα, ατος (τό)
- ἀναθλίβω
- ἄναθλος, ος, ον
- ἀναθορεῖν
- ἀναθόρνυμαι
- ἀναθορυβέω-ῶ
- ἀναθρέψω
- ἀναθρέω-ῶ
- ἀναθρῴσκω
- ἀναθυμιάω-ῶ
- ἀναίδεια, ας (ἡ)
- ἀναιδής, ής, ές
- ἀναιδῶς
- ἀναίθω
- ἀναίμακτος, ος, ον
- ἀναίματος, ος, ον
- ἄναιμος, ος ον
- ἀναίμων, ων, ον
- ἀναιμωτί
- ἀναίνομαι
- ἀναΐξειαν, ἀναΐξειεν
- ἀναΐξω
- ἀναίρεσις, εως (ἡ)
- ἀναιρετικός, ή, όν
- ἀναιρέω-ῶ
- ἀναιρηκώς
- ἀναισθησία, ας (ἡ)
- ἀναισθητέω-ῶ
- ἀναίσθητος, ος, ον
- ἀναισθήτως
- ἀναισιμόω-ῶ
- ἀναισίμωμα, ατος (τό)
- ἀναΐσσω
- ἀναισχυντέω-ῶ
- ἀναισχυντία, ας (ἡ)
- ἀναίσχυντος, ος, ον
- ἀναισχύντως
- ἀναίτιος, ος, ον
- ἀναιτίως
- ἀνακαγχάζω
- ἀνακαθαίρω
- ἀνακάθημαι
- ἀνακαθίζω
- ἀνακαινίζω
- ἀνακαινόω-ῶ
- ἀνακαίνωσις, εως (ἡ)
- ἀνακαίω
- ἀνακαλέω-ῶ
- ἀνακαλυπτήριον, ου (τό)
- ἀνακαλύπτω
- ἀνακάμπτω
- ἀνάκανθος, ος, ον
- ἀνακάπτω
- ἀνάκαυσις, εως (ἡ)
- ἀνακέαται
- ἀνάκειμαι
- ἀνακέομαι-οῦμαι
- ἀνακεράννυμι
- ἀνακέχηνα
- ἀνακηκίω
- ἀνακηρύσσω
- ἀνακινδυνεύω
- ἀνακινέω-ῶ
- ἀνακίνησις, εως (ἡ)
- ἀνακίρνημι
- ἀνακλάζω
- ἀνακλαίω
- ἀνακλάω1-ῶ
- ἀνακλάω2
- ἀνάκλησις, εως (ἡ)
- ἀνακλητικός, ή, όν
- ἀνακλίνω
- ἀνάκλισις, εως (ἡ)
- ἀνάκλιτος, ος, ον
- ἀνακλύζω
- ἀνακλώθω
- ἀνακοινόω-ῶ
- ἀνακοινωνέομαι-οῦμαι
- ἀνακομιδή, ῆς (ἡ)
- ἀνακομίζω
- ἀνακοντίζω
- ἀνάκοος
- ἀνακοπή, ῆς (ἡ)
- ἀνακόπτω
- ἀνακουφίζω
- ἀνακούφισις, εως (ἡ)
- ἀνακράζω
- ἀνακραθείς
- ἀνάκρασις, εως (ἡ)
- ἀνακραυγάζω
- ἀνακρεμάννυμι
- ἀνακρίνω
- ἀνάκρισις, εως (ἡ)
- ἀνακροτέω-ῶ
- ἀνάκρουσις, εως (ἡ)
- ἀνακρουστέον
- ἀνακρουστικός, ή, όν
- ἀνακρούω
- ἀνακτάομαι-ῶμαι
- ἀνακτόριος, α, ον
- ἀνάκτορον, ου (τό)
- ἀνάκτωρ, ορος (ὁ)
- ἀνακυκλέω-ῶ
- ἀνακύκλησις, εως (ἡ)
- ἀνακυλίω
- ἀνακυμβαλιάζω
- ἀνακύπτω
- ἀνακωκύω
- ἀνάκωλος, ος, ον
- ἀνακωμῳδέω-ῶ
- ἀνακῶς
- ἀνακωχεύω
- ἀνακωχή, ῆς
- ἀναλαλάζω
- ἀναλαμβάνω
- ἀναλάμπω
- ἀνάλαμψις, εως (ἡ)
- ἀναλγής, ής, ές
- ἀναλγησία, ας (ἡ)
- ἀνάλγητος, ος, ον
- ἀναλγήτως
- ἀναλέγω
- ἀναλείχω
- ἀναλήθης, ης, ες
- ἀναλήθως
- ἀνάλημψις, εως (ἡ)
- ἀνάληψις, εως (ἡ)
- ἀνάλιος, ος, ον
- ἀναλίσκω
- ἀναλκεία, ας (ἡ)
- ἄναλκις, ιδος
- ἀναλλοίωτος, ος, ον
- ἀνάλλομαι
- ἄναλμος, ος, ον
- ἀναλογέω-ῶ
- ἀναλογία, ας (ἡ)
- ἀναλογίζομαι
- ἀναλογικός, ή, όν
- ἀναλογισμός, οῦ (ὁ)
- ἀνάλογος, ος, ον
- ἀναλόγως
- ἄναλος, ος, ον
- ἀναλοῦμαι
- ἀναλόω-ῶ
- ἄναλτος, ος, ον
- ἀναλύζω
- ἀνάλυσις, εως (ἡ)
- ἀναλυτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀναλυτικός, ή, όν
- ἀναλύω
- ἀνάλωκα
- ἀνάλωμα, ατος (τό)
- ἀνάλωσα
- ἀνάλωσις, εως (ἡ)
- ἀναλώσω
- ἀνάλωτος, ος, ον
- ἀναμαιμάω
- ἀναμανθάνω
- ἀναμάξευτος, ος, ον
- ἀναμάρτητος, ος, ον
- ἀναμαρτήτως
- ἀναμάσσω
- ἀνάματος, ος, ον
- ἀναμάττω
- ἀναμάχομαι
- ἀνάμβατος, ος, ον
- ἀναμεμίχαται
- ἀναμένω
- ἀνάμεσος, ος, ον
- ἀναμεστόω-ῶ
- ἀναμετρέω-ῶ
- ἀναμέτρησις, εως (ἡ)
- ἀναμηρύομαι
- ἀνάμιγδα
- ἀναμίγνυμι
- ἀναμιμνῄσκω
- ἀναμίμνω
- ἀναμίξ
- ἀνάμιξις, εως (ἡ)
- ἀναμίσγω
- ἀναμισθαρνέω-ῶ
- ἄναμμα, ατος (τό)
- ἀναμμένος
- ἀνάμνησις, εως (ἡ)
- ἀναμνήσω
- ἀναμολύνω
- ἀναμορμύρω
- ἀναμοχλεύω
- ἀναμπλάκητος, ος, ον
- ἀναμυχθίζομαι
- ἀναμφιδόξως
- ἀναμφίλογος, ος, ον
- ἀναμφιλόγως
- ἀναμφισβήτητος, ος, ον
- ἀναμφισβητήτως
- ἀνανδρία, ας (ἡ)
- ἄνανδρος, ος, ον
- ἀνάνδρως
- ἀνάνδρωτος, ου
- ἀνανέμω
- ἀνανεόω-ῶ
- ἀνανεύω
- ἀνανέω
- ἀνανέωσις, εως (ἡ)
- ἀνανήφω
- ἀνανήχομαι
- ἀνάνιος, ος, ον
- ἄναντα
- ἀνανταγώνιστος, ος, ον
- ἀνανταγωνίστως
- ἀνάντης, ης, ες
- ἀναντίβλεπτος, ος, ον
- ἀναντίρρητος, ος, ον
- ἀναντιρρήτως
- ἀνάνυτα
- ἄναξ, ἄνακτος (ὁ)
- ἀναξαίνω
- ἀναξηραίνω
- ἀναξηραντικός, ή, όν
- ἀνάξιος, ος, ον
- ἀναξίως
- ἀναξυρίς, ίδος (ἡ)
- ἀναξύω
- ἀνάξω
- ἀναοίγω
- ἀνάπαιστος, ος, ον
- ἀναπαίω
- ἀναπαλείς
- ἀνάπαλιν
- ἀναπάλλω
- ἀναπαρείς
- ἀνάπαυλα, ης (ἡ)
- ἀνάπαυσις, εως (ἡ)
- ἀναπαυστήριος, ος, ον
- ἀναπαύω
- ἀναπείθω
- ἀναπειράομαι-ῶμαι
- ἀναπείρω
- ἀναπεμπάζω
- ἀναπέμπω
- ἀναπεπταμένος
- ἀναπετάννυμι
- ἀναπεταννύω
- ἀναπέτομαι
- ἀναπετῶ
- ἀναπεύσομαι
- ἀναπήγνυμι
- ἀναπηδάω-ῶ
- ἀναπηρία, ας (ἡ)
- ἀνάπηρος, ος, ον
- ἀναπιδύω
- ἀναπίμπλημι
- ἀναπίπτω
- ἀναπλάκητος, ος, ον
- ἀναπλασμός, οῦ (ὁ)
- ἀναπλάσσω
- ἀναπλέκω
- ἀνάπλεος, α, ον
- ἀναπλέω
- ἀνάπλεως, ως, ον
- ἀναπληρόω-ῶ
- ἀναπλήρωσις, εως (ἡ)
- ἀναπληρωτέον
- ἀναπλήσω
- ἀνάπλοος-ους, όου-ου (ὁ)
- ἀναπλόω-ῶ
- ἀναπλώω
- ἀναπνείω
- ἀνάπνευσις, εως (ἡ)
- ἀναπνέω
- ἀναπνοή, ῆς (ἡ)
- ἀναπόδεικτος, ος, ον
- ἀναποδείκτως
- ἀναποδίζω
- ἀναποδόω-ῶ
- ἀναπόδραστος, ος, ον
- ἀνάποινον
- ἀναπόλαυστος, ος, ον
- ἀναπολέω-ῶ
- ἀναπολόγητος, ος, ον
- ἀναπομπός, οῦ (ὁ)
- ἀναπόστατος, ος, ον
- ἀναπράσσω
- ἀναπρήθω
- ἀναπτάς, ἀναπτάμενος
- ἀναπτερόω-ῶ
- ἀναπτερυγίζω
- ἀναπτέσθαι
- ἀναπτῆναι
- ἀναπτήσομαι
- ἀναπτοέω-ῶ
- ἀνάπτυξις, εως (ἡ)
- ἀναπτύσσω
- ἀναπτυχή, ῆς (ἡ)
- ἀναπτύω
- ἀνάπτω1
- ἀνάπτω2
- ἀναπυνθάνομαι
- ἀνάπυστος, ος, ον
- ἀνάπωτις
- ἀναραιρέατο
- ἀναραιρηκώς
- ἀναρθείς
- ἄναρθρος, ος, ον
- ἀνάρθρως
- ἀναρίθμητος, ος, ον
- ἀνάριθμος, ος, ον
- ἀνάριστος, ος, ον
- ἄναρκτος, ος, ον
- ἀναρμοστία, ας (ἡ)
- ἀνάρμοστος, ος, ον
- ἀναρπάζω
- ἀναρπάξανδρος, ος, ον
- ἀναρπάξας
- ἀναρπάστος, ος, ον
- ἀναρπαστός, ή, όν
- ἀναρρήγνυμι
- ἀναρρηθήσομαι
- ἀνάρρηξις, εως (ἡ)
- ἀνάρρησις, εως (ἡ)
- ἀναρρίπτω
- ἀναρριχάομαι-ῶμαι
- ἀνάρριψις, εως (ἡ)
- ἀναρροιβδέω-ῶ
- ἀναρροιζέω-ῶ
- ἀναρροφέω-ῶ
- ἀναρρώννυμι
- ἀνάρσιος, ος e α, ον
- ἀναρτάω-ῶ
- ἀνάρτιος, ος, ον
- ἀναρχία, ας (ἡ)
- ἄναρχος, ος, ον
- ἀνασβέννυμι
- ἀνασειράζω
- ἀνασείω
- ἀνασεύομαι
- ἀνάσιλλος, ου (ὁ)
- ἀνασκάπτω
- ἀνασκεδάννυμι
- ἀνασκέπτομαι
- ἀνασκευάζω
- ἀνάσκητος, ος, ον
- ἀνασκήτως
- ἀνασκιρτάω-ῶ
- ἀνασκολοπίζω
- ἀνασκοπέω-ῶ
- ἀνασοβέω-ῶ
- ἀνασπαστός, ός, όν
- ἀνασπάω-ῶ
- ἄνασσα, ης (ἡ)
- ἀνασείασκε
- ἀνασσέμεν
- ἄνασσεν, ἄνασσες
- ἀνάσσω
- ἀνᾴσσω
- ἀνασταδόν
- ἀνασταλτικός, ή, όν
- ἀνάστασις, εως (ἡ)
- ἀναστατήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀναστάτης, ου (ὁ)
- ἀνάστατος, ος, ον
- ἀναστατόω-ῶ
- ἀνασταυρόω-ῶ
- ἀναστέλλω
- ἀναστενάζω
- ἀναστεναχίζω
- ἀναστενάχω
- ἀναστένω
- ἀναστέφω
- ἀναστηλόω-ῶ
- ἀναστολή, ῆς (ἡ)
- ἀναστομόω-ῶ
- ἀναστόμωσις, εως (ἡ)
- ἀναστρέφω
- ἀναστροφή, ῆς (ἡ)
- ἀναστρωφάω-ῶ
- ἀνασύρω
- ἀνασφάλλω
- ἀνασχεθέειν-εῖν
- ἀνασχεῖν
- ἀνασχέμεν
- ἀνάσχεο
- ἀνασχέσθαι
- ἀνάσχεσις, εως (ἡ)
- ἀνασχετικός, ή, όν
- ἀνασχετός, ός, όν
- ἀνασχήσω
- ἀνασχίζω
- ἀνασῴζω
- ἀναταράσσω
- ἀνάτασις, εως (ἡ)
- ἀνατάσσω
- ἀνατείνω
- ἀνατειχίζω
- ἀνατειχισμός, οῦ (ὁ)
- ἀνατέλλω
- ἀνατέμνω
- ἀνατήκω
- ἀνατί
- ἀνατίθημι
- ἀνατίκτω
- ἀνατιμάω-ῶ
- ἀνατλῆναι
- ἀνατολή, ῆς (ἡ)
- ἀνατολικός, ή, όν
- ἀνατολμάω-ῶ
- ἄνατος, ος, ον
- ἀνατρέπω
- ἀνατρέφω
- ἀνατρέχω
- ἀνάτρησις, εως (ἡ)
- ἀνατρίβω
- ἀνατροπεύς, έως (ὁ)
- ἀνατροπή, ῆς (ἡ)
- ἀνατροφή, ῆς (ἡ)
- ἀνᾴττω
- ἀνατυλίσσω
- ἀνατυπόω-ῶ
- ἀναύγητος, ος, ον
- ἀναύδατος
- ἀνάυδητος, ος, ον
- ἄναυδος, ος, ον
- ἄναυλος, ος, ον
- ἄναυς,
- ἀναφαίνω
- ἀναφαλαντίας, ου (ὁ)
- ἀναφανδά
- ἀναφέρω
- ἀναφεύγω
- ἀναφθέγγομαι
- ἀναφθείς, εῖσα, έν
- ἀναφλεγμαίνω
- ἀναφλέγω
- ἀνάφλεξις, εως (ἡ)
- ἀναφορά, ᾶς (ἡ)
- ἀναφορέω-ῶ
- ἀναφράζομαι
- ἀναφρόδιτος, ος, ον
- ἀναφρονέω-ῶ
- ἀναφυγή, ῆς (ἡ)
- ἀνάφυξις, εως (ἡ)
- ἀναφύρω
- ἀναφυσάω-ῶ
- ἀνάφυσις, εως (ἡ)
- ἀναφύω
- ἀναφωνέω-ῶ
- ἀναφώνημα, ατος (τό)
- ἀναφώνησις, εως (ἡ)
- ἀναχάζω
- ἀναχαίνω
- ἀναχαιτίζω
- ἀναχαίτισμα, ατος (τό)
- ἀναχαλάω-ῶ
- ἀναχάσκω
- ἀναχασάμενος
- ἀναχέω
- ἀναχορεύω
- ἀναχρώννυμι
- ἀνάχρωσις, εως (ἡ)
- ἀνάχυσις, εως (ἡ)
- ἀναχώννυμι
- ἀναχωρέω-ῶ
- ἀναχώρησις, εως (ἡ)
- ἀναχωρητέον
- ἀναχωρίζω
- ἄναψις, εως (ἡ)
- ἀνάψυξις, εως (ἡ)
- ἀναψύχω
- ἀνδαίω
- ἁνδάνω
- ἄνδεμα, ατος (τό)
- ἄνδεσμος
- ἀνδέχομαι
- ἄνδημα
- ἄνδηρον, ου (ὁ)
- ἄνδιχα
- ἀνδραγαθέω-ῶ
- ἀνδραγάθημα, ατος (τό)
- ἀνδραγαθία, ας (ἡ)
- ἀνδραγαθίζομαι
- ἀνδράγρια, ων (τά)
- ἀνδρακάς
- ἀνδραπόδεσσι
- ἀνδραποδίζω
- ἀνδραπόδισις, εως (ἡ)
- ἀνδραποδισμός, οῦ (ὁ)
- ἀνδραποδιστής, οῦ (ὁ)
- ἀνδράποδον, ου (τό)
- ἀνδραποδώδης, ης, ες
- ἀνδραποδωδία, ας (ἡ)
- ἀνδράσι
- ἀνδραχθής, ής, ές
- ἀνδρεία1, ας (ἡ)
- ἀνδρεία2
- ἀνδρεῖα, ων (τά)
- ἀνδρείκελος, ος, ον
- ἀνδρεῖος, α, ον
- ἀνδρειότης, ητος (ἡ)
- ἀνδρειφόντης, ου (ὁ)
- ἀνδρείως
- ἄνδρες
- ἀνδρεύμενος
- ἀνδρεών
- ἀνδρηΐη
- ἀνδρήϊος
- ἀνδρηλατέω-ῶ
- ἀνδρηλάτης, ου (ὁ)
- ἄνδρια, ων (τά)
- ἀνδριαντίσκος, ου (ὁ)
- ἀνδριαντοποιέω-ῶ
- ἀνδριαντοποποιΐα, ας (ἡ)
- ἀνδριαντοποιός, οῦ (τό)
- ἀνδριάς, άντος (ὁ)
- ἀνδρίζω
- ἀνδρικός, ή, όν
- ἀνδρικῶς
- ἀνδριστέον
- ἀνδρόβουλος, ος, ον
- ἀνδρόγυνος, ος, ον
- ἀνδροδάϊκτος, ος, ον
- ἀνδροθνής, ῆτος (ὁ, ἡ)
- ἀνδροκμής, ῆτος
- ἀνδροκτασίη, ης (ἡ)
- ἀνδροκτονέω-ῶ
- ἀνδροκτόνος, ος, ον
- ἀνδρολέτειρα, ας
- ἀνδρομανής, ής, ές
- ἀνδρόμεος, α, ον
- ἀνδρομήκης, ης, ες
- ἀνδρόπαις, -παιδος (ὁ)
- ἀνδροπλήθεια, ας (ἡ)
- ἀνδροποιός, ός, όν
- ἀνδρός, ἀνδρί
- ἀνδρόσφιγξ, ιγγος (ὁ)
- ἀνδρότης, ητος (ἡ)
- ἀνδροτυχής, ής, ές
- ἀνδροφαγέω-ῶ
- ἀνδροφάγος, ος, ον
- ἀνδροφθόρος, ος, ον
- ἀνδρόφθορος, ος, ον
- ἀνδροφονία, ας (ἡ)
- ἀνδροφόνος, ος, ον
- ἀνδροφόντης, ου (ὁ)
- ἀνδρόω-ῶ
- ἀνδρώδης, ης, ες
- ἀνδρωδῶς
- ἀνδρῶν
- ἀνδρών, ῶνος (ὁ)
- ἀνδρωνῖτις, ιδος (ἡ)
- ἀνδύεται
- ἀνέβλαστον
- ἀνέβραχε
- ἀνέγγυος, ος, ον
- ἀνεγείρω
- ἀνέγερσις, εως (ἡ)
- ἀνεγκλητί
- ἀνέγκλητος, ος, ον
- ἀνέγκλιτος, ος, ον
- ἀνεγκωμίαστος, ος, ον
- ἀνέγνων
- ἀνεγρέσθαι, ἀνεγρόμενος
- ἀνεδασάμην
- ἀνεδέγμεθα
- ἀνέδην
- ἀνέδρακεν
- ἀνέδραμον
- ἀνέεδνος, ος, ον
- ἀνέεργον
- ἀνέζω
- ἀνέηκα
- ἀνέθαλον
- ἀνεθέλητος, ος, ον
- ἀνέθηλα
- ἀνείδεος, ος, ον
- ἀνειδωλοποιέω-ῶ
- ἀνειλέω-ῶ
- ἀνεῖλκον, ἀνείλκυσα, ἀνε
- ἀνειλόμην, ἀνεῖλον
- ἀνείμαρται
- ἀνειμένως
- ἄνειμι
- ἀνείμων, ων, ον
- ἀνεῖναι
- ἀνεῖπον
- ἀνεῖρα, ἀνείρας
- ἀνείργω
- ἀνείρηκα, ἀνείρημαι
- ἀνειρήσθω
- ἄνειρξις, εως (ἡ)
- ἀνείρομαι
- ἀνειρύω
- ἀνείρω
- ἀνειρώτευν
- ἀνείς, ἀνεῖσα, ἀνέν
- ἀνεῖσαν
- ἀνεῖσε
- ἀνείσοδος, ος, ον
- ἀνεισφορία, ας (ἡ)
- ἀνείσφορος, ος, ον
- ἀνέκαθε
- ἀνεκάς
- ἀνέκαυσα
- ἀνέκβατος, ος, ον
- ἀνεκβίαστος, ος, ον
- ἀνεκδήμητος, ος, ον
- ἀνεκδιήγητος, ος, ον
- ἀνέκδοτος, ος, ον
- ἀνεκλάλητος, ος, ον
- ἀνέκλειπτος, ος, ον
- ἀνεκπίμπλημι
- ἀνέκπληκτος, ος, ον
- ἀνεκπλήκτως
- ἀνέκραγον
- ἀνεκτέος, α, ον
- ἀνεκτός, ός, όν
- ἀνεκτῶς
- ἀνέκφευκτος, ος, ον
- ἀνέκφραστος, ος, ον
- ἀνέλεγκτος, ος, ον
- ἀνελέγκτως
- ἀνέλεος, ος, ον
- ἀνελευθερία, ας (ἡ)
- ἀνελεύθερος, ος, ον
- ἀνελευθέρως
- ἀνέλιξις, εως (ἡ)
- ἀνελίσσω
- ἀνελκύω
- ἀνέλκω
- ἀνέλλην, ηνος
- ἀνελλιπής, ής, ές
- ἄνελπις, ιδος
- ἀνέλπιστος, ος, ον
- ἀνελπίστως
- ἀνέμβατος, ος, ον
- ἀνεμέσητος, ος, ον
- ἀνέμητος, ος, ον
- ἀνεμίζω
- ἀνεμόεις, όεσσα, όεν
- ἄνεμος, ου (ὁ)
- ἀνεμοσκεπής, ής, ές
- ἀνεμοτρεφής, ής, ές
- ἀνεμόομαι-οῦμαι
- ἀνεμπλήκτως
- ἀνέμπλοος, οος, οον
- ἀνεμπόδιστος, ος, ον
- ἀνέμφατος, ος, ον
- ἀνεμώδης, ης, ες
- ἀνεμώλιος, ος, ον
- ἀνεμώνη, ης (ἡ)
- ἀνενδεής, ής, ές
- ἀνένδεκτος, ος, ον
- ἀνένεικα, ἀνενεικάμην
- ἀνένευσα
- ἀνενθουσίαστος, ος, ον
- ἀνενθουσιάστως
- ἀνέντευκτος, ος, ον
- ἀνεξάλειπτος, ος, ον
- ἀνεξέλεγκτος, ος, ον
- ἀνεξελέγκτως
- ἀνεξεραύνητος, ος, ον
- ἀνεξερεύνητος, ος, ον
- ἀνεξέταστος, ος, ον
- ἀνεξεύρετος, ος, ον
- ἀνεξήρηνε
- ἀνεξικακία, ας (ἡ)
- ἀνεξίκακος, ος, ον
- ἀνεξικάκως
- ἀνεξιχνίαστος, ος, ον
- ἀνέξοδος, ος, ον
- ἀνέξοιστος, ος, ον
- ἀνεόρταστος, ος, ον
- ἀνεπαίσθητος, ος, ον
- ἀνεπαίσχυντος, ος, ον
- ἀνέπαλτο
- ἀνεπανόρθωτος, ος, ον
- ἀνεπάρην
- ἀνέπαφος, ος, ον
- ἀνεπαφρόδιτος, ος, ον
- ἀνεπαχθής, ής, ές
- ἀνεπαχθῶς
- ἀνέπειρα
- ἀνέπεσον
- ἀνέπηλα
- ἀνεπίβατος, ος, ον
- ἀνεπιβούλευτος, ος, ον
- ἀνεπιδεής, ής, ές
- ἀνεπιεικής, ής, ές
- ἀνεπίκλητος, ος, ον
- ἀνεπικλήτως
- ἀνεπίλημπτος, ος, ον
- ἀνεπίληπτος, ος, ον
- ἀνεπιλήπτως
- ἀνεπίμικτος, ος, ον
- ἀνεπίμονος, ος, ον
- ἀνεπίσκεπτος, ος, ον
- ἀνεπισκέπτως
- ἀνεπιστημοσύνη, ης (ἡ)
- ἀνεπιστήμων, ων, ον
- ἀνεπιστρεπτί
- ἀνεπιστρεφής, ής, ές
- ἀνεπισχέτως
- ἀνεπίτακτος, ος, ον
- ἀνεπιτεχνήτως
- ἀνεπιτήδειος, ος, ον
- ἀνεπιτηδείως
- ἀνεπιτήδεος, η, ον
- ἀνεπιτήδευτος, ος, ον
- ἀνεπιτίμητος, ος, ον
- ἀνεπίφθονος, ος, ον
- ἀνεπιφθόνως
- ἀνεπιχείρητος, ος, ον
- ἀνεπτάμαν
- ἀνέπταν
- ἀνεπτόμην
- ἀνέραστος, ος, ον
- ἀνερεθίζω
- ἀνερείπομαι
- ἀνέρεσθαι
- ἀνερευνάω-ῶ
- ἀνερεύνητος, ος, ον
- ἀνερήσομαι
- ἀνερμάτιστος, ος, ον
- ἀνέρομαι
- ἀνερπύζω
- ἀνέρπω
- ἀνερρήθην
- ἀνέρρεξα, ἀνέρρογα, ἀνερ
- ἀνερύω
- ἀνέρχομαι
- ἀνερῶ
- ἀνερωτάω-ῶ
- ἀνέσαιμι
- ἄνεσαν
- ἀνέσαντες
- ἄνεσις, εως (ἡ)
- ἀνέσσυτο
- ἀνέστα
- ἀνέστιος, ος, ον
- ἀνέσχεθον
- ἀνέσχηκα, ἀνέσχον
- ἀνέσω
- ἀνετάζω
- ἀνέταιρος, ος, ον
- ἄνετος, ος, ον
- ἄνευ
- ἄνευθε
- ἀνεύθετος, ος, ον
- ἀνεύθυνος, ος, ον
- ἀνεύρεσις, εως (ἡ)
- ἀνεύρετος, ος, ον
- ἀνευρίσκω
- ἀνευρύνω
- ἀνευφημέω-ῶ
- ἀνέφελος, ος, ον
- ἀνέφικτος, ος, ον
- ἀνέφυν
- ἀνέχανον
- ἀνεχέγγυος, ος, ον
- ἀνέχῃσι
- ἀνέχω
- ἀνεψιά, ᾶς (ἡ)
- ἀνεψιός, οῦ (ὁ)
- ἀνέψυχθεν
- ἄνεω
- ἀνέῳγα, ἀνέῳγον, ἀνέῳξ
- ἀνεῶνται
- ἄνη, ης (ἡ)
- ἀνηβάω-ῶ
- ἄνηβος, ος, ον
- ἀνήγειρα
- ἀνηγεμόνευτος, ος, ον
- ἀνηγέομαι-οῦμαι
- ἀνηγρόμην
- ἀνήδυντος, ος, ον
- ἀνήδυστος, ος, ον
- ἀνῄειν
- ἄνηθον, ου (τό)
- ἀνήῃ
- ἀνήϊξα
- ἀνήϊον
- ἀνήκεστος, ος, ον
- ἀνηκέστως
- ἀνηκοΐα, ας (ἡ)
- ἀνήκοος, ος, ον
- ἀνηκουστέω-ῶ
- ἀνηκουστία, ας (ἡ)
- ἀνήκουστος, ος, ον
- ἀνηκόως
- ἀνήκω
- ἀνηλάμην
- ἀνηλέητος, ος, ον
- ἀνηλεῶς
- ἀνῆλθον
- ἀνήλιος, ος, ον
- ἀνήλουν
- ἀνήλωκα, ἀνήλωσα
- ἀνήμελκτος, ος, ον
- ἀνήμερος, ος, ον
- ἀνηνάμην
- ἀνήνεγκα
- ἀνηνείχθην
- ἀνήνεμος, ος, ον
- ἀνήνιος, ος, ον
- ἀνήνυστος, ος, ον
- ἀνήνυτος, ος, ον
- ἀνήνωρ, ορος
- ἀνῇξα
- ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ)
- ἀνῄρηκα, ἀνῄρημαι
- ἀνηρόμην
- ἀνήροτος, ος, ον
- ἀνήρπαξα
- ἀνηρώτευν
- ἀνησιδώρα, ας (ἡ)
- ἀνῃσίμωκα
- ἄνησον, ου (τό)
- ἀνήσω
- ἀνήφθω
- ἀνθ’
- ἀνθαιρέομαι-οῦμαι
- ἀνθαλίσκομαι
- ἀνθαμιλλάομαι-ῶμαι
- ἀνθάπτομαι
- ἀνθέαλων
- ἀνθελιγμός, οῦ (ὁ)
- ἀνθειλόμην
- ἀνθεινός, ή, όν
- ἀνθεκτέον
- ἀνθέλκω
- ἄνθεμα
- ἀνθεμίζομαι
- ἀνθέμιον, ου (τό)
- ἀνθεμόεις, όεσσα, όεν
- ἄνθεμον, ου (τό)
- ἀνθεμόρρυτος, ος, ον
- ἀνθεμουργός, ός, όν
- ἀνθεμώδης, ης, ες
- ἀνθέξω
- ἀνθερεών, ῶνος (ὁ)
- ἀνθέριξ, ικος (ὁ)
- ἀνθέστηκα
- Ἀνθεστηριών, ῶνος (ὁ)
- ἀνθεστιάω-ῶ
- ἀνθεστώς
- ἀνθεσφόρος, ος, ον
- ἀνθεῦσα
- ἀνθεῦσι
- ἀνθέω-ῶ
- ἄνθη1
- ἄνθη2, ης (ἡ)
- ἀνθηδών, όνος (ἡ)
- ἀνθήλιος, ος ον
- ἀνθηρός, ά, όν
- ἀνθηρῶς
- ἄνθησις, εως (ἡ)
- ἀνθησσάομαι-ῶμαι
- ἀνθίζω
- ἀνθινός, ή, όν
- ἀνθίστημι
- ἀνθοβολέω-ῶ
- ἀνθόκροκος, ος, ον
- ἀνθολκή, ῆς (ἡ)
- ἀνθολογέω-ῶ
- ἀνθολογία, ας (ἡ)
- ἀνθομολογέομαι-οῦμαι
- ἀνθονομέω-ῶ
- ἀνθονόμος, ος, ον
- ἀνθοπλίζομαι
- ἀνθορμέω-ῶ
- ἄνθος, εος-ους (τό)
- ἀνθοσμίας, ου
- ἀνθοφόρος, ος, ον
- ἀνθρακεύς, έως (ὁ)
- ἀνθρακευτής, οῦ (ὁ)
- ἀνθρακεύω
- ἀνθρακιά, ᾶς (ἡ)
- ἀνθρακίας, ου
- ἀνθρακίζω
- ἀνθρακόω-ῶ
- ἄνθραξ, ακος (ὁ)
- ἀνθρήνη, ης (ἡ)
- ἀνθρήνιον, ου (τό)
- ἀνθρηνιώδης, ης, ες
- ἀνθρωπάριον, ου (τό)
- ἀνθρώπειος, α, ον
- ἀνθρωπείως
- ἀνθροπεύομαι
- ἀνθρωπήϊος, η, ον
- ἀνθρωπικός, ή, όν
- ἀνθροπικῶς
- ἀνθρώπινος, η, ον
- ἀνθρωπίνως
- ἀνθρώπιον, ου (τό)
- ἀνθρωπίσκος, ου (ὁ)
- ἀνθρωποειδής, ής, ές
- ἀνθρωποκτόνος, ος, ον
- ἀνθρωπομάγειρος, ος, ον
- ἀνθρωπόμορφος, ος, ον
- ἀνθρωπόνοος, ος, ον
- ἄνθρωπος, ου (ὁ, ἡ)
- ἀνθρωποσφαγέω-ῶ
- ἀνθροποφαγέω-ῶ
- ἀνθρωποφαγία, ας (ἡ)
- ἀνθρωποφάγος, ος, ον
- ἀνθρωποφυής, ής, ές
- ἀνθρῴσκω
- ἀνθυβρίζω
- ἀνθυλακτέω-ῶ
- ἀνθυπάγω
- ἀνθυπατεύω
- ἀνθυπατικός, ή, όν
- ἀνθύπατος, ος, ον
- ἀνθυπείκω
- ἀνθύπειξις, εως (ἡ)
- ἀνθυποκρίνομαι
- ἀνθυπόμνυμαι
- ἀνθυποπτεύω
- ἀνθυπουργέω-ῶ
- ἀνθυποφέρω
- ἀνθυφίσταμαι
- ἀνία, ας (ἡ)
- ἁνία
- ἀνιάζω
- ἀνιάομαι1
- ἀνιάομαι2
- ἀνιαρός, ά, όν
- ἀνιαρῶς
- ἀνίασα
- ἀνίασι
- ἀνιᾶσι
- ἀνίατος, ος, ον
- ἀνιάτως
- ἀνιάω-ῶ
- ἀνίδρυτος, ος, ον
- ἀνιδρωτί
- ἀνίδρωτος, ος, ον
- ἀνίει, ἀνίεν
- ἀνιεῖς
- ἀνίεις
- ἀνίερος, ος, ον
- ἀνιερόω-ῶ
- ἀνιεῦνται
- ἀνίη
- ἀνίημι
- ἀνίην
- ἀνιηρέστερος
- ἀνιηρός
- ἀνιήσω
- ἁνίκα
- ἀνίκανος, ος, ον
- ἀνίκατος
- ἀνικέτευτος, ος, ον
- ἀνίκητος, ος, ον
- ἄνικμος, ος, ον
- ἀνίλαστος, ος, ον
- ἀνίλεως, ως, ων
- ἀνιμάω-ῶ
- ἄνιος, ος, ον
- ἁνίοχος
- ἄνιππος, ος, ον
- ἀνίπταμαι
- ἀνιπτόπους, ποδος
- ἄνιπτος, ος, ον
- ἀνίρων
- ἄνις
- ἀνισόρροπος, ος, ον
- ἄνισος, ος, ον
- ἀνισότης, ητος (ἡ)
- ἀνισόω-ῶ1
- ἀνισόω-ῶ2
- ἀνίστημι
- ἀνιστορέω-ῶ
- ἀνιστόρητος, ος, ον
- ἀνιστορήτως
- ἀνίστω
- ἀνίσχω
- ἀνίσως
- ἀνίσωσις, εως (ἡ)
- ἀνιχνεύω
- ἀνιῴατο
- ἀνιών
- ἀννέομαι
- ἀννέφελος
- ἀννεώσασθαι
- ἄννησον, ου (τό)
- Ἀννίβας, ου
- ἀνοδία, ας (ἡ)
- ἄνοδος1, ος, ον
- ἄνοδος2, ου (ἡ)
- ἀνοδύρομαι
- ἀνοήμων, ων, ον
- ἀνόητος, ος, ον
- ἀνοήτως
- ἄνοια, ας (ἡ)
- ἀνοίγνυμι
- ἀνοιγνύω
- ἀνοίγω
- ἀνοιδέω-ῶ
- ἀνοίκειος, ος, ον
- ἀνοικίζω
- ἀνοικοδομέω-ῶ
- ἀνοικονόμητος, ος, ον
- ἄνοικος, ος, ον
- ἄνοικτος, ος, ον
- ἀνοικτός, ή, όν
- ἀνοίκτως
- ἀνοιμώζω
- ἀνοιμωκτί
- ἀνοίμωκτος, ος, ον
- ἀνοῖξαι
- ἄνοιξις, εως (ἡ)
- ἀνοῖσαι
- ἀνοίσω
- ἀνοιστέος, α, ον
- ἀνοιχθήσομαι
- ἀνοκωχή
- ἄνολβος, ος, ον
- ἀνόλεθρος, ος, ον
- ἀνολκή, ῆς (ἡ)
- ἀνολολύζω
- ἀνολοφύρομαι
- ἄνομαι
- ἀνομαλίζω
- ἄνομβρος, ος, ον
- ἀνομέω-ῶ
- ἀνομία, ας (ἡ)
- ἀνομίλητος, ος, ον
- ἀνόμματος, ος, ον
- ἀνομοιοειδής, ής, ές
- ἀνόμοιος, ος e α, ον
- ἀνομοίως
- ἀνομολογέω-ῶ
- ἀνομολογία, ας (ἡ)
- ἀνομόλογος, ος, ον
- ἀνομολογούμενος, η, ον
- ἄνομος, ος, ον
- ἀνόμως
- ἀνόνατα
- ἀνόνητος, ος, ον
- ἄνοος-ους, οος-ους, οον-ουν
- ἄνοπλος, ος, ον
- ἀνόργανος, ος, ον
- ἀνοργίαστος, ος, ον
- ἀνόρεκτος, ος, ον
- ἀνορθόω-ῶ
- ἄνορμος, ος, ον
- ἀνορούω
- ἀνορύσσω,
- ἀνόσιος, ος, ον
- ἀνοσιότης, ητος (ἡ)
- ἀνοσιουργία, ας (ἡ)
- ἀνοσίως
- ἄνοσος, ος, ον
- ἀνόστιμος, ος, ον
- ἄνοστος1, ος, ον
- ἄνοστος2, ος, ον
- ἀνοτοτύζω
- ἀνουθέτητος, ος, ον
- ἀνούστερος, α, ον
- ἄνους
- ἄνουσος
- ἀνούτατος, ος, ον
- ἀνουτητί
- ἀνούτητος, ος, ον
- ἀνοχή, ῆς (ἡ)
- ἀνόχυρος
- ἀνοψία, ας (ἡ)
- ἄνοψος, ος, ον
- ἄνπερ
- ἅνπερ
- ἀνσπάσωμαι
- ἄνστα, ἄνσταθι
- ἀνστᾶσα
- ἄνστατε
- ἀνστήμεναι, ἀνστήσεσθαι
- ἀνστήσω
- ἀνστήτην
- ἀνστρέψειαν
- ἄνσχεο
- ἄνσχετος
- ἀνσχήσεσθαι
- ἄντα
- ἀνταγοράζω
- ἀνταγωνίζομαι
- ἀνταγωνιστής, οῦ (ὁ)
- ἀντᾴδω
- ἀνταείρω
- ἀνταιδέομαι-οῦμαι
- ἀνταῖος, α, ον
- ἀνταίρω
- ἀνταιτέω-ῶ
- ἀντακολουθέω-ῶ
- ἀντακούω
- ἀνταλαλάζω
- ἀνταλλάσσω,
- ἀνταμείβομαι
- ἀνταμύνομαι
- ἀντανάγω
- ἀνταναιρέω-ῶ
- ἀντανάκλασις, εως (ἡ)
- ἀντανακλάω-ῶ
- ἀνταναμένω
- ἀνταναπληρόω-ῶ
- ἀνταναφέρω
- ἄντανδρος, ου
- ἀντάνειμι
- ἀντανίστημι
- ἀντάξιος, α, ον
- ἀνταξιόω-ῶ
- ἀνταπαιτέω-ῶ
- ἀνταπαμείβομαι
- ἀνταποδείκνυμι
- ἀνταποδίδωμι
- ἀνταπόδομα, ατος (τό)
- ἀνταπόδοσις, εως (ἡ)
- ἀνταποκρίνομαι
- ἀνταποκτείνω
- ἀνταπολαμβάνω
- ἀνταπόλλυμι
- ἀνταποστέλλω
- ἀνταποφαίνω
- ἀντάπτομαι
- ἀντάπωσις, εως (ἡ)
- ἀντᾶραι
- ἀντάριθμος, ος, ον
- ἀνταρκέω-ῶ
- ἀνταρκτικός, ή, όν
- ἀντασπάζομαι
- ἀντατιμάζω
- ἀνταύγεια, ας (ἡ)
- ἀνταυγέω-ῶ
- ἀνταυγής, ής, ές
- ἀνταυδάω-ῶ
- ἀνταφίημι
- ἀντάχησε
- ἀντάω-ῶ
- ἀντεγκαλέω-ῶ
- ἀντεικάζω
- ἀντείληχα
- ἀντείνω
- ἀντεῖπον
- ἀντειρόμην
- ἀντείρω
- ἀντεισάγω
- ἀντεκκλέπτω
- ἀντεκκόπτω
- ἀντεκπέμπω
- ἀντεκπλέω
- ἀντεκπλήσσω
- ἀντεκτείνω
- ἀντεκτίθημι
- ἀντεκτρέχω
- ἀντέκυρσα
- ἀντεκφέρω
- ἀντελαύνω
- ἀντελιγμός, οῦ (ὁ)
- ἀντέλλοισα
- ἀντέλλοντι
- ἀντέλλω
- ἀντελπίζω
- ἀντεμβάλλω
- ἀντεμβιβάζω
- ἀντεμπήγνυμι
- ἀντεμπίπλημι
- ἀντεμπίπρημι
- ἀντενδύομαι
- ἀντεξάγω
- ἀντεξαιτέω-ῶ
- ἀντεξελαύνω
- ἀντεξέρχομαι
- ἀντεξετάζω
- ἀντεξιππεύω
- ἀντεξίσταμαι
- ἀντεξόρμησις, εως (ἡ)
- ἀντεπάγω
- ἀντέπαθον
- ἀντεπαινέω-ῶ
- ἀντεπανάγομαι
- ἀντεπαφίημι
- ἀντέπειμι
- ἀντεπεισάγω
- ἀντεπείσοδος, ου (ἡ)
- ἀντεπεισφέρομαι
- ἀντεπεξάγω
- ἀντεπέξειμι
- ἀντεπεξελαύνω
- ἀντεπεξέρχομαι
- ἀντεπῄειν
- ἀντεπιβουλεύω
- ἀντεπιδείκνυμι
- ἀντεπιθυμέω-ῶ
- ἀντεπικρατέω-ῶ
- ἀντεπιλαμβάνομαι
- ἀντεπιμελέομαι-οῦμαι
- ἀντεπινοέω-ῶ
- ἀντεπιπλέω
- ἀντεπιστρατεύω
- ἀντεπιτάσσω,
- ἀντεπιτειχίζομαι
- ἀντεπιτίθημι
- ἀντεπιχειρέω-ῶ
- ἀντεραστής, οῦ (ὁ)
- ἀντεράω-ῶ
- ἀντερείδω
- ἀντέρεισις, εως(ἡ)
- ἀντερίζω
- ἀντέρομαι
- ἀντερῶ
- ἀντερωτάω-ῶ
- ἀντέστην, ἀντέστησα
- ἀντευεργετέω-ῶ
- ἀντευνοέω-ῶ
- ἀντευποιέω-ῶ
- ἀντεφορμέω-ῶ
- ἀντέχρησε
- ἀντέχω
- ἀντέω
- ἄντη, ης (ἡ)
- ἀντήλιος, ος, ον
- ἄντην
- ἀντήνωρ, ορος
- ἀντῆρα
- ἀντηρέτης, ου (ὁ)
- ἀντήρης, ης, ες
- ἀντηρίς, ίδος (ἡ)
- ἀντηρόμην, ἀντειρόμην
- ἄντηστις (ἡ)
- ἀντηχέω-ῶ
- ἀντήχησις, εως (ἡ)
- ἀντί
- ἀντία
- ἀντιάαν
- ἀντίαασθε
- ἀντιάζω
- ἀντιάνειρα, ας
- ἀντιάσω
- ἀντιάω-ῶ
- ἀντιβάδην
- ἀντιβαίνω
- ἀντιβάλλω
- ἀντίβασις, εως (ἡ)
- ἀντιβατικός ή, όν
- ἀντιβίην
- ἀντίβιος, α, ον
- ἀντιβλέπω
- ἀντίβλεψις, εως (ἡ)
- ἀντιβοηθέω-ῶ
- ἀντιβολέω-ῶ
- ἀντιβόλησις, εως (ἡ)
- ἀντιβολία, ας (ἡ)
- ἀντιβροντάω-ῶ
- ἀντιγενεηλογέω-ῶ
- ἀντιγνωμονέω-ῶ
- ἀντιγραφεύς, έως (ὁ)
- ἀντιγραφή, ῆς (ἡ)
- ἀντίγραφος ος, ον
- ἀντιγράφω
- ἀντιδάκνω
- ἀντίδειπνος, ος, ον
- ἀντιδεξιόομαι-οῦμαι
- ἀντιδέχομαι
- ἀντιδημαγωγέω-ῶ
- ἀντιδιατίθημι
- ἀντιδίδωμι
- ἀντιδιέζειμι
- ἀντιδικέω-ῶ
- ἀντίδικος, ου (ὁ)
- ἀντίδοσις, εως (ἡ)
- ἀντίδοτος, ος, ον,
- ἀντίδουλος, ος, ον
- ἀντίδουπος, ος, ον
- ἀντιδράω-ῶ
- ἀντιδωρέομαι-οῦμαι
- ἀντιζητέω-ῶ
- ἀντίζυγος, ος, ον
- ἀντιζωγρέω-ῶ
- ἀντίθεος, ος, ον
- ἀντιθεραπεύω
- ἀντίθεσις, εως (ἡ)
- ἀντίθετος, ος, ον
- ἀντιθέω
- ἀντίθημι
- ἀντίθυρος, ος, ον
- ἀντικαθεζόμην
- ἀντικάθημαι
- ἀντικαθίζω
- ἀντικαθίστημι
- ἀντικακουργέω-ῶ
- ἀντικαλέω-ῶ
- ἀντικαλλωπίζομαι
- ἀντικαταθνῄσκω
- ἀντικαταλλαγή, ῆς (ἡ)
- ἀντικαταλλάσσομαι,
- ἀντικατατείνω
- ἀντικατηγορέω-ῶ
- ἀντικάτημαι
- ἀντικατθανεῖν
- ἀντικατίζομαι
- ἀντικατίστημι
- ἀντίκειμαι
- ἀντικειμένως
- ἀντικελεύω
- ἀντίκεντρον, ου (τό)
- ἀντικλάζω
- ἀντικλαίω
- ἀντικνήμιον, ου (τό)
- ἀντικολάζω
- ἀντικολακεύω
- ἀντικομίζω
- ἀντικομπάζω
- ἀντικοπή, ῆς (ἡ)
- ἀντικόπτω
- ἀντικοσμέω-ῶ
- ἀντικρίνω
- ἀντίκρουσις, εως (ἡ)
- ἀντικρούω
- ἀντικρύ
- ἄντικρυς
- ἀντίκτησις, εως (ἡ)
- ἀντικτόνος, ος, ον
- ἀντικυμαίνω
- ἀντικύρω
- ἀντικωμῳδέω-ῶ
- ἀντιλαβή, ῆς (ἡ)
- ἀντιλαγχάνω
- ἀντιλάζομαι
- ἀντιλακτίζω
- ἀντιλαμβάνω
- ἀντιλάμπω
- ἀντιλέγω
- ἀντίλεκτος, ος, ον
- ἀντίλημψις, εως (ἡ)
- ἀντιληπτέον
- ἀντιληπτικός, ή, όν
- ἀντίληψις, εως (ἡ)
- ἀντιλογέω-ῶ
- ἀντιλογία, ας (ἡ)
- ἀντιλογίζομαι
- ἀντιλογικός, ή, όν
- ἀντιλοιδορέω-ῶ
- ἀντιλυπέω-ῶ
- ἀντιλύπησις, εως (ἡ)
- ἀντίλυρος, ος, ον
- ἀντίλυτρον, ου (τό)
- ἀντιμαρτυρέω-ῶ
- ἀντιμάχομαι
- ἀντιμειρακιεύομαι
- ἀντιμέλλω
- ἀντιμέμφομαι
- ἀντιμεσουρανέω-ῶ
- ἀντιμεταβαίνω
- ἀντιμετάβασις, εως (ἡ)
- ἀντιμεταλαμβάνω
- ἀντιμετάληψις, εως (ἡ)
- ἀντιμέτειμι
- ἀντιμετρέω-ῶ
- ἀντιμέτωπος, ος, ον
- ἀντιμηχανάομαι-ῶμαι
- ἀντιμιμέομαι-οῦμαι
- ἀντιμίμησις, εως (ἡ)
- ἀντιμισθία, ας (ἡ)
- ἀντίμισθος, ος, ον
- ἀντίμολπος, ος, ον
- ἀντίμορφος, ος, ον
- ἀντιμόρφως
- ἀντιναυπηγέω-ῶ
- ἀντινικάω-ῶ
- ἀντινομία, ας (ἡ)
- Ἀντίνοος, ου (ὁ)
- ἀντίξοος, ος, ον
- ἀντίον, ου (τό)
- ἀντιόομαι-οῦμαι
- ἀντίος, α, ον
- Ἀντιόχεια, ας (ἡ)
- Ἀντιοχεύς, έως
- ἀντιοστατέω-ῶ
- ἀντιόω
- ἀντιοώντων
- ἀντιπάθεια, ας (ἡ)
- ἀντιπαθής, ής, ές
- ἀντίπαις, παιδος (ἡ, ὁ)
- ἀντιπαλαιστής, οῦ (ὁ)
- ἀντίπαλος, ος, ον
- ἀντιπάλως
- ἀντιπαραβάλλω
- ἀντιπαραγγελία, ας (ἡ)
- ἀντιπαραγγέλλω
- ἀντιπαράγω
- ἀντιπαραγωγή, ῆς (ἡ)
- ἀντιπαραθέω
- ἀντιπαρακαλέω-ῶ
- ἀντιπαρακελεύομαι
- ἀντιπαραλυπέω-ῶ
- ἀντιπαραπλέω-ῶ
- ἀντιπαρασκευάζω
- ἀντιπαρασκευή, ῆς (ἡ)
- ἀντιπαρατάσσομαι,
- ἀντιπαρατίθημι
- ἀντιπάρειμι
- ἀντιπαρεξάγω
- ἀντιπαρέξειμι
- ἀντιπαρέρχομαι
- ἀντιπαρέχω
- ἀντιπαρηγορέω-ῶ
- ἀντιπαρρησιάζομαι
- ἀντιπάσχω
- ἀντιπαταγέω-ῶ
- Ἀντίπατρος, ου (ὁ)
- ἀντιπείσομαι
- ἀντιπέμπω
- ἀντιπενθής, ής, ές
- ἀντιπέρα
- ἀντιπέραιος, ος, ον
- ἀντιπέραν
- ἀντιπέρας
- ἀντιπεριχωρέω-ῶ
- ἀντίπετρος, ος, ον
- ἀντιπίπτω
- ἀντιπλέω
- ἀντιπλήξ, ῆγος
- ἀντιπληρόω-ῶ
- ἀντίπνοος, ος, ον
- ἀντιποθέω-ῶ
- ἀντιποιέω-ῶ
- ἀντίποινος, ος, ον
- ἀντιπολεμέω-ῶ
- ἀντιπολέμιος, ος, ον
- ἀντιπόλεμος, ος, ον
- ἀντιπολιορκέω-ῶ
- ἀντιπολιτεύομαι
- ἀντιπορεύομαι
- ἀντίπορος, ος, ον
- ἀντίπους, ους, ουν
- ἀντίπραξις, εως (ἡ)
- ἀντιπράσσω
- ἀντιπρεσβεύομαι
- ἀντιπρήσσω
- ἀντιπρόειμι
- ἀντιπροκαλέομαι-οῦμαι
- ἀντιπροσαγορεύω
- ἀντιπρόσειμι
- ἀντιπροσενεγκεῖν
- ἀντιπροσερεῖν, ἀντιπροσε
- ἀντιπρόσωπος, ος, ον
- ἀντιπροτείνω
- ἀντίπρῳρος, ος, ον
- ἀντίπυλος, ος, ον
- ἀντίπυργος, ος, ον
- ἀντιπυργόω-ῶ
- ἀντιρραγείς
- ἀντιρρέπω
- ἀντιρρήγνυμι
- ἀντίρροπος, ος, ον
- ἀντιρρόπως
- ἀντισηκόω-ῶ
- ἀντισήκωσις, εως (ἡ)
- ἀντισκώπτω
- ἀντισόω-ῶ
- ἀντίσπαστος ος, ον
- ἀντισπάω-ῶ
- ἀντίσταθμος
- ἀντιστάς
- ἀντιστασιάζω
- ἀντίστασις, εως (ἡ)
- ἀντιστασιώτης, ου (ὁ)
- ἀντιστατέω-ῶ
- ἀντιστάτης, ου (ὁ)
- ἀντίστημι
- ἀντιστοιχέω-ῶ
- ἀντίστοιχος, ος, ον
- ἀντιστρατεύω
- ἀντιστρατηγέω-ῶ
- ἀντιστράτηγος, ου (ὁ)
- ἀντιστρατοπεδεύω
- ἀντιστρέφω
- ἀντίστροφος, ος, ον
- ἀντιστρόφως
- ἀντισύγκλητος, ου (ἡ)
- ἀντισφαιρίζω
- ἀντισχυρίζομαι
- ἀντίταγμα, ατος (τό)
- ἀντίταξις, εως (ἡ)
- ἀντιτάσσω,
- ἀντιτείνω
- ἀντιτείχισμα, ατος (τό)
- ἀντιτέμνω
- ἀντιτενῶ
- ἀντιτεχνάομαι-ῶμαι
- ἀντιτέχνησις, εως (ἡ)
- ἀντιτεχνία, ας (ἡ)
- ἀντίτεχνος, ος, ον
- ἀντιτίθημι
- ἀντιτιμάω-ῶ
- ἀντιτιμωρέομαι-οῦμαι
- ἀντιτίνω
- ἀντιτολμάω-ῶ
- ἀντίτολμος, ος, ον
- ἀντίτονος, ος, ον
- ἀντιτοξεύω
- ἀντιτορέω-ῶ
- ἄντιτος, ος, ον
- ἀντιτρέφω
- ἀντιτυγχάνω
- ἀντίτυπος, ος, ον
- ἀντιτύπτω
- ἀντιφερίζω
- ἀντίφερνος, ος, ον
- ἀντιφέρω
- ἀντιφεύγω
- ἀντιφθέγγομαι
- ἀντιφιλοτιμέομαι-οῦμαι
- ἀντιφιλοφρονέομαι-οῦμαι
- ἀντίφονος, ος, ον
- ἀντιφυλακή, ῆς (ἡ)
- ἀντιφυλάσσω,
- ἀντιφωνέω-ῶ
- ἀντίφωνος, ος, ον
- ἀντιφωτισμός, οῦ (ὁ)
- ἀντιχαίρω
- ἀντιχαλεπαίνω
- ἀντιχαρίζομαι
- ἀντίχειρ, -χειρος (ὁ)
- ἀντιχειροτονέω-ῶ
- ἀντιχράω,
- Ἀντίχριστος, ου (ὁ)
- ἀντίψαλμος, ος, ον
- ἀντιψηφίζομαι
- ἀντλέω-ῶ
- ἄντλημα, ατος (τό)
- ἄντλησις, εως (ἡ)
- ἀντλία, ας (ἡ)
- ἄντλος, ου (ὁ)
- ἀντοικοδομέω-ῶ
- ἀντοικτίζω
- ἀντολή
- ἄντομαι
- ἀντόμνυμι
- ἀντονομάζω
- ἀντοργίζομαι
- ἀντορύσσω
- ἀντοφείλω
- ἀντοφθαλμέω-ῶ
- ἀντρέπω
- ἄντρον, ου (τό)
- ἀντρώδης, ης, ες
- ἄντυξ, υγος (ἡ)
- ἀντυποκρίνομαι
- ἀντυπουργέω
- ἀντωμοσία, ας (ἡ)
- ἀντωνέομαι-οῦμαι
- ἀντωπός, ός, όν
- ἀντωφελέω-ῶ
- ἀνύβριστος, ος, ον
- ἀνυγραίνω
- ἀνυδρία, ας (ἡ)
- ἄνυδρος, ος, ον
- ἀνυμέναιος, ος, ον
- ἄνυμι
- ἀνύμφευτος, ος, ον
- ἄνυμφος, ος, ον
- ἀνύπαρκτος, ος, ον
- ἀνυπέρβλητος, ος, ον
- ἀνυποδητέω-ῶ
- ἀνυπόδητος, ος, ον
- ἀνυπόδικος, ος, ον
- ἀνυπόθετος, ος, ον
- ἀνυπόκριτος, ος, ον
- ἀνυπονόητος, ος, ον
- ἀνύποπτος, ος, ον
- ἀνυπόπτως
- ἀνυπόστατος, ος, ον
- ἀνυπότακτος, ος, ον
- ἀνυσάμαν
- ἀνύσιμος, ος, ον
- ἄνυσις, εως (ἡ)
- ἀνύσσεσθαι
- ἀνυστός, ή, όν
- ἀνυτικός, ή, όν
- ἀνύτω
- ἀνυφαίνω
- ἀνυψόω-ῶ
- ἀνύψωμα, ατος (τό)
- ἀνύω
- ἀνῶ, ῇ, ῇ
- ἄνω1
- ἄνω2,
- ἄνωγα
- ἀνώγαιον, ου (τό)
- ἀνώγει
- ἀνωγέμεν
- ἀνώγεων, ω (τό)
- ἀνῷγμαι
- ἄνωγον
- ἀνῷγον
- ἀνώγω
- ἀνῷδηκα, ἀνῴδησα
- ἀνωδυνία, ας (ἡ)
- ἀνώδυνος, ος, ον
- ἀνωδύνως
- ἄνωθεν
- ἀνωθέω-ῶ
- ἀνωϊστί
- ἀνώϊστος1, ος, ον
- ἀνώιστος2, ος, ον
- ἀνῴκισα
- ἀνώλεθρος, ος, ον
- ἀνωμαλία, ας (ἡ)
- ἀνωμαλίσθαι
- ἀνώμαλος, ος, ον
- ἀνωμάλως
- ἀνωμοτί
- ἀνώμοτος, ος, ον
- ἀνωνόμαστος, ος, ον
- ἀνώνυμος, ος, ον
- ἀνώξομεν
- ἀνώξω
- ἀνῷξα
- ἀνωρίη, ης (ἡ)
- ἄνωρος, ος, ον
- ἀνῶσαι
- ἀνώτατος, η, ον
- ἀνωτάτω, ἀνωτέρω
- ἀνωτερικός, ή, όν
- ἀνώτερος, α, ον
- ἀνωφελής, ής, ές
- ἀνωφέλητος, ος, ον
- ἀνωφερής, ής, ές
- ἄνωχθε, ἄνωχθι, ἀνώχθω
- ἀνώχυρος, ος, ον
- ἆξαι
- ᾄξας
- ἄξεινος
- Ἄξεινος πόντος (ὁ)
- ἀξέμεν, ἀξέμεναι
- ἄξενος, ος, ον
- ἄξεστος, ος, ον
- ἀξία, ας (ἡ)
- ἀξιαπήγητος
- ἀξιέπαινος, ος, ον
- ἀξιέραστος, ος, ον
- ἀξιεῦμαι
- ἀξίνη, ης (ἡ)
- ἀξιοεργός, ός, όν
- ἀξιόζηλος, ος, ον
- ἀξιοθαύμαστος, ος, ον
- ἀξιοθέατος, ος, ον
- ἀξιόθρηνος, ος, ον
- ἀξιόκτητος, ος, ον
- αξιόλογος, ος, ον
- ἀξιολόγως
- ἀξιομακάριστος, ος, ον
- ἀξιόμαχος, ος, ον
- ἀξιομάχως
- ἀξιομίσητος, ος, ον
- ἀξιομνημόνευτος, ος, ον
- ἀξιόνικος, ος, ον
- ἀξιοπενθής, ής, ές
- ἀξιόπιστος, ος, ον
- ἀξιοπρεπής, ής, ές
- ἀξιοπρεπῶς
- ἄξιος, ος, ον
- ἀξιοσπούδαστος, ος, ον
- ἀξιοστράτηγος, ος, ον
- ἀξιοτέκμαρτος, ος, ον
- ἀξιοφίλητος, ος, ον
- ἀξιόχρεως, ως, ων
- ἀξιόω-ῶ
- ἀξίωμα, ατος (τό)
- ἀξιωματικός, ή, όν
- ἀξιωμάτιον, ου (τό)
- ἀξίως
- ἀξίωσις, εως (ἡ)
- ἀξόανος, ος, ον
- ἀξονήλατος, ος, ον
- ἄξυλος, ος, ον
- ἀξύμβατος, ἀξύμβλητος
- ἀξύμμετρος, ἀξύμφωνος
- ἄξω
- ᾄξω
- ἄξων, ονος (ὁ)
- ἄοζος, ου (ὁ)
- ἀοιδή, ῆς (ἡ)
- ἀοιδιάω-ῶ
- ἀοίδιμος, ος, ον
- ἀοιδός, οῦ (ὁ, ἡ)
- ἀοίκητος, ος, ον
- ἄοικος, ος, ον
- ἄοινος, ος, ον
- ἀοκνία, ας (ἡ)
- ἄοκνος, ος, ον
- ἀόκνως
- ἀολλής, ής, ές
- ἀολλίζω
- ἄοπλος, ος, ον
- ἄορ, ἄορος (τό)
- ἀόρατος, ος, ον
- ἀοράτως
- ἀοργησία, ας (ἡ)
- ἀόργητος, ος, ον
- ἀόριστος, ος, ον
- ἄορνος, ος, ον
- ἀορτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀοσσητήρ, ῆρος (ὁ)
- ἄουτος, ος, ον
- ἀπαγγελία, ας (ἡ)
- ἀπαγγέλλω
- ἀπαγγελτικός, ή, όν
- ἀπαγής, ής, ές
- ἀπαγόρευμα, ατος (τό)
- ἀπαγόρευσις, εως (ἡ)
- ἀπαγορεύω
- ἀπαγριόω-ῶ
- ἀπαγχονίζω
- ἀπάγχω
- ἀπάγω
- ἀπαγωγή, ῆς (ἡ)
- ἀπαδέειν
- ἀπᾴδω
- ἀπαείρομαι
- ἀπαθανατίζω
- ἀπάθεια, ας (ἡ)
- ἀπαθής, ής, ές
- ἀπαθῶς
- ἀπαιδευσία, ας (ἡ)
- ἀπαίδευτος, ος, ον
- ἀπαιδία, ας (ἡ)
- ἀπαιθριάζω
- ἀπαίνυμαι
- ἀπαιολάω-ῶ
- ἀπαιόλημα, ατος (τό)
- ἀπαιρέεσκον
- ἀπαίρεσκον
- ἀπαίρω
- ἄπαις, ἄπαιδος
- ἀπαίσιος, ος, ον
- ἀπαΐσσω
- ἀπαιτέω-ῶ
- ἀπαίτημα, ατος (τό)
- ἀπαίτησις, εως (ἡ)
- ἀπαιωρέω-ῶ
- ἀπακριβόω-ῶ
- ἀπακτέον
- ἀπαλαλκεῖν
- ἀπάλαμνος, ος, ον
- ἀπαλγέω-ῶ
- ἀπαλέξω
- ἀπαληθεύω
- ἀπαλθαίνομαι
- ἀπαλλαγή, ῆς (ἡ)
- ἀπαλλακτέον
- ἀπαλλαξείω
- ἀπάλλαξις, εως (ἡ)
- ἀπαλλάσσω
- ἀπαλλοτριόω-ῶ
- ἀπαλοάω-ῶ
- ἁπαλός, ή, όν
- ἁπαλότης, ητος (ἡ)
- ἁπαλοτρεφής, ής, ές
- ἀπαμάω-ῶ
- ἀπαμβλίσκω
- ἀπαμβλύνω
- ἀπαμείβομαι
- ἀπαμμένος
- ἀπαμπλακίσκω
- ἀπαναστήσω, ἀπανέστην
- ἀπάνευθε
- ἀπανθέω-ῶ
- ἀπανθίζω
- ἀπανθρακόω-ῶ
- ἀπανθρωπία, ας (ἡ)
- ἀπάνθρωπος, ος, ον
- ἀπανθρώπως
- ἀπανίστημι
- ἀπάνουργος, ος, ον
- ἁπανταχόθεν
- ἁπανταχόθι
- ἁπανταχόσε
- ἁπανταχοῦ
- ἀπαντάω-ῶ
- ἁπάντῃ
- ἀπάντησις, εως (ἡ)
- ἀπαντικρύ
- ἀπαντίον
- ἀπαντλέω-ῶ
- ἀπάντλησις, εως (ἡ)
- ἀπανύω
- ἅπαξ
- ἁπαξαπλῶς
- ἀπαξιόω-ῶ
- ἀπαπαί
- ἄπαππος, ος, ον
- ἀπαράβατος, ος, ον
- ἀπαραβάτως
- ἀπᾶραι
- ἀπαραίρημαι
- ἀπαραίτητος, ος, ον
- ἀπαραιτήτως
- ἀπαράκλητος, ος, ον
- ἀπαράλλακτος, ος, ον
- ἀπαραλλαξία, ας (ἡ)
- ἀπαραμύθητος, ος, ον
- ἀπαράμυθος, ος, ον
- ἀπάρας
- ἀπαρασκεύαστος, ος, ον
- ἀπαράσκευος, ος, ον
- ἀπαράσσω,
- ἀπαραφυλάκτως
- ἀπαρέσκω
- ἀπαρηγόρητος, ος, ον
- ἀπάρθενος, ος, ον
- ἀπαριθμέω-ῶ
- ἀπαρίθμησις, εως (ἡ)
- ἀπαρκέω-ῶ
- ἀπαρνέομαι-οῦμαι
- ἄπαρνος, ος, ον
- ἀπαρτάω-ῶ
- ἀπαρτί
- ἀπαρτίζω
- ἀπαρτιλογία, ας (ἡ)
- ἀπαρτιλογίη
- ἀπάρτιον,
- ἀπαρτισμός, οῦ (ὁ)
- ἀπαρύτω
- ἀπαρχή, ῆς (ἡ)
- ἀπάρχω
- ἀπαρῶ
- ἅπας, ασα, αν
- ἀπασπάζομαι
- ἀπᾴσσω
- ἄπαστος, ος, ον
- ἀπασχολέω-ῶ
- ἀπατάω-ῶ
- ἀπάτερθε,
- ἀπατεών, ῶνος (ὁ)
- ἀπάτη, ης (ἡ)
- ἀπατήλιος, ος, ον
- ἀπατηλός, ή, όν
- ἀπατιμάζω
- ἀπατιμάω-ῶ
- Ἀπατούρια, ων (τά)
- ἀπᾴττω
- ἀπάτωρ, ορος
- ἀπαυγάζω
- ἀπαύγασμα, ατος (τό)
- ἀπαυδάω-ῶ
- ἀπαυθημερίζω
- ἀπαυράω-ῶ
- ἄπαυστος, ος, ον
- ἀπαυτομολέω-ῶ
- ἀπαφίσκω
- ἀπαφρίζω
- ἀπέβριξα
- ἀπεγενόμην
- ἀπέγνων
- ἀπεδέδεκτο
- ἀπέδει
- ἀπέδειξα
- ἀπέδειρα
- ἀπεδιῄτησα
- ἀπεδεξάμην
- ἀπεδέχθην
- ἀπεδήδοκα
- ἀπέδικεν
- ἀπέδιλος, ος, ον
- ἀπέδομαι
- ἀπέδομεν
- ἄπεδος, ος, ον
- ἀπέδραμεν
- ἀπέδραμον
- ἀπέδραν, ἀπέδρασα
- ἀπέδρυφθεν
- ἀπέδυν
- ἀπέδωκα
- ἀπέεργεν
- ἀπέην
- ἀπέησι
- ἀπέθανον
- ἀπεθίζω
- ἀπεῖδον
- ἀπείθεια, ας (ἡ)
- ἀπειθέω-ῶ
- ἀπείθην
- ἀπειθής, ής, ές
- ἀπειθικώς
- ἀπειθῶς
- ἀπεικάζω
- ἀπεικαστέον
- ἀπεικότως
- ἀπεικώς, υῖα, ός
- ἀπειλέω-ῶ
- ἀπειλή, ῆς (ἡ)
- ἀπείλημα, ατος (τό)
- ἀπείλημμαι
- ἀπειλήτην
- ἀπειλητήρ
- ἀπειλητήριος, α, ον
- ἀπειλητικός, ά, όν
- ἀπείληφα
- ἀπείλλω
- ἄπειμι1
- ἄπειμι2
- ἀπεῖπα, ἀπειπεῖν
- ἀπειπέμεν
- ἀπεῖπον
- ἀπείραντος, ος, ον
- ἀπειράκις
- ἀπείρατος, ος, ον
- ἀπείργαθον
- ἀπειργασάμην, ἀπειργάσθη
- ἀπείργασμαι
- ἀπείργω
- ἀπειρέσιος, α, ον
- ἀπείρηκα, ἀπείρημαι
- ἀπείρητος
- ἀπειρία1, ας (ἡ)
- ἀπειρία2, ας (ἡ)
- ἀπείριτος, ος, ον
- ἀπειρόδακρυς, υς, υ
- ἀπειρόκακος, ος, ον
- ἀπειροκαλία, ας (ἡ)
- ἀπειρόκαλος, ος, ον
- ἀπειροκάλως
- ἄπειρος, ος, ον1
- ἄπειρος, ος, ον2
- ἄπειρος
- ἀπειροσύνα, ας (ἡ)
- ἀπείρων, ων, ον1
- ἀπείρων, ων, ον2
- ἀπείρως
- ἀπείς
- ἀπεκαόμην
- ἀπεκάρην
- ἀπεκαύθην, ἀπέκαυσα
- ἀπεκδύομαι
- ἀπέκειρα
- ἀπεκλανθάνομαι
- ἀπέκλαυσα
- ἀπέκλῃσα
- ἀπέκτανον
- ἀπέκτονα, ἀπεκτόνηκα
- ἀπέλα
- ἀπελάμφθην
- ἀπελαύνω
- ἀπέλαυσα
- ἀπέλαχον
- ἀπελάω-ῶ1
- ἀπελάω-ῶ2
- ἀπελέγχω
- ἀπέλεθρος, ος, ον
- ἀπελέσθαι
- ἀπελευθέρα, ας (ἡ)
- ἀπελευθερία, ας (ἡ)
- ἀπελευθερικός, ή, όν
- ἀπελεύθερος, ου (ὁ)
- ἀπελευθερόω-ῶ
- ἀπελευθέρωσις, εως (ἡ)
- ἀπελήφθην
- ἀπέλκω
- ἀπελλάζω
- ἀπελπίζω
- ἄπελπτος, ος, ον
- ἀπελῶ
- ἀπεμέω-ῶ
- ἀπεμπολάω-ῶ
- ἀπέναντι
- ἀπεναντίον
- ἀπεναντίως
- ἀπενάσθην, ἀπένασσα
- ἀπένειμα
- ἀπενείχθην
- ἀπενέπω
- ἀπενθής, ής, ές
- ἀπένθητος, ος, ον
- ἀπενιαυτίζω
- ἀπεννέπω
- ἀπεξηρασμένος
- ἀπέοικα
- ἀπεοικότως
- ἀπεπτέω-ῶ
- ἄπεπτος, ος, ον
- ἅπερ
- ἀπεραντολογία, ας (ἡ)
- ἀπέραντος, ος, ον
- ἀπέρασις, εως (ἡ)
- ἀπέρατος, ος, ον
- ἀπεργάζομαι
- ἀπέργω
- ἀπέρδω
- ἁπερεί
- ἀπερείδω
- ἀπερεῖν
- ἀπερείσιος, ος, ον
- ἀπερέω-ῶ
- ἀπερίεργος, ος, ον
- ἀπεριέργως
- ἀπερίληπτος, ος, ον
- ἀπερίοπτος, ος, ον
- ἀπεριπτώτως
- ἀπερίσκεπτος, ος, ον
- ἀπερισκέπτως
- ἀπερίσπαστος, ος, ον
- ἀπερισπάστως
- ἀπέρισσος, ος, ον
- ἀπερίστατος, ος, ον
- ἀπερίτμητος, ος, ον
- ἀπερίτρεπτος, ος, ον
- ἀπερίτροπος, ος, ον
- ἀπέριττος, ος, ον
- ἀπέρξαντες
- ἀπερράγην
- ἀπέρρευσα
- ἀπερρήθην
- ἀπέρρηξα
- ἀπερρύην
- ἀπέρρωγα
- ἀπερυθριάω-ῶ
- ἀπερύκω
- ἀπέρχομαι
- ἀπερῶ
- ἀπερωεύς, έως,
- ἀπερωέω-ῶ
- ἀπέρωτος, ος, ον
- ἄπες
- ἄπεσαν
- ἀπέσβην
- ἀπεσθέομαι
- ἀπεσθίω
- ἀπέσομαι
- ἀπέσπεισα
- ἀπεσσεῖται
- ἀπεσσύα, ἀπέσσυτο
- ἀπέστασα
- ἀπεστήκεε
- ἀπέστην, ἀπέστησα
- ἀπεστράφατο
- ἀπεστραμμένως
- ἀπεστώ, οῦς (ἡ)
- ἀπέσχημαι, ἀπέσχον
- ἀπετάκην
- ἀπευθής, ής, ές
- ἀπευθύνω
- ἀπευκταῖος, α, ον
- ἀπευκτός, ή, όν
- ἀπευνάζω
- ἀπεύχετος, ος, ον
- ἀπεύχομαι
- ἀπευωνίζω
- ἀπέφθιθεν
- ἀπέφθιτο
- ἄπεφθος, ος, ον
- ἀπεχθαίρω
- ἀπεχθάνομαι
- ἀπέχθεια, ας (ἡ)
- ἀπεχθής, ής, ές
- ἀπέχθομαι
- ἀπεχθῶς
- ἀπέχρη
- ἀπέχω
- ἀπεψύγην
- ἀπέψω
- ἀπεών
- ἀπέωσα, ἀπεῶσθαι
- ἀπηγγέλην, ἀπήγγελον
- ἀπηγέομαι, ἀπήγημα, ἀπήγ
- ἀπῆγξα
- ἀπῄειν
- ἀπῆκα
- ἀπῄκαζον, ἀπῄκασα
- ἀπηκριβωμένως
- ἀπήλααν
- ἀπηλάθην
- ἀπήλαον
- ἀπήλασα
- ἀπήλαυον
- ἀπηλεγέως
- ἀπήλεγξα
- ἀπῆλιξ
- ἀπηλιώτης, ου (ὁ)
- ἀπήμαντος, ος, ον
- ἀπήμβλωσα
- ἀπήμβροτεν
- ἀπημείφθη
- ἀπήμεσα
- ἀπήμπλακον
- ἀπημπόλων
- ἀπήμων, ων, ον
- ἀπῆν
- ἀπήνεγκον, ἀπηνέχθην
- ἀπήνη, ης (ἡ)
- ἀπηνής, ής, ές
- ἀπήντων
- ἀπήραξα
- ἀπήρεσα, ἀπήρεσκον
- ἀπήρκεσα
- ἀπηρνήθην, ἀπήρνημαι
- ἄπηρος, ος, ον
- ἀπηρτημένως
- ἀπήρτησα
- ἀπηρτίσθην, ἀπήρτισμαι
- ἀπήρυξα
- ἀπήρυσα
- ἀπήσω
- ἀπῄτησα, ἀπῄτουν
- ἀπηύδηκα, ἀπηύδησα
- ἀπηύρων, ἀπηύρω
- ἀπηχής, ής, ές
- ἀπήχησις, εως (ἡ)
- ἀπήχθημαι
- ἀπήχθηρα
- ἀπηχθόμην
- ἀπήωρος, ος, ον
- ἀπιάλλω
- ἀπίασι
- ἀπιγμένος
- ἀπίει
- ἀπίεμεν
- ἀπιέναι
- ἀπίεσαν
- ἀπίημι
- ἀπίθανος, ος, ον
- ἀπιθανότης, ητος (ἡ)
- ἀπιθάνως
- ἀπιθέω-ῶ
- ἄπιθι
- ἀπίκατο, ἀπικέατο, ἀπίκε
- ἀπινύσσω
- ἄπιξις
- ἀπίξομαι
- ἄπιος1, ου (ἡ)
- ἄπιος2, α, ον
- ἀπιπόω-ῶ
- Ἆπις, ιδος
- ἀπισόω-ῶ
- ἀπιστέω-ῶ
- ἀπίστημι
- ἀπιστητικός, ή, όν
- ἀπιστία, ας (ἡ)
- ἄπιστος, ος, ον
- ἀπιστοσύνα, ας (ἡ)
- ἀπίστως
- ἀπισχυρίζομαι
- ἀπίσχω
- ἄπιτε
- ἀπιτέον
- ἀπιτητέα
- ἀπιών, οῦσα, όν
- ἀπίων
- ἀπλάκημα
- ἀπλακών
- ἀπλανής, ής, ές
- ἀπλάνητος, ος, ον
- ἄπλαστος, ος, ον
- ἀπλατής, ής, ές
- ἄπλατος, ος, ον
- ἄπλετος, ος, ον
- ἄπλευστος, ος, ον
- ἄπληκτος, ος, ον
- ἀπλήξ, ῆγος
- ἀπλήρωτος, ος, ον
- ἀπληστία, ας (ἡ)
- ἄπληστος, ος, ον
- ἀπλήστως
- ἄπλητος, ος, ον
- ἄπλοια, ας (ἡ)
- ἁπλοΐζομαι
- ἁπλοϊκός, ή, όν
- ἁπλοΐς, ΐδος
- ἁπλόος-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν
- ἄπλοος,-ους, οος-ους, οον-ου
- ἁπλότης, ητος (ἡ)
- ἄπλους
- ἁπλοῦς
- ἁπλούστατα
- ἁπλούστατος, ἁπλούστερος
- ἄπλουτος, ος, ον
- ἁπλόω-ῶ
- ἀπλοώτερος
- ἁπλῶς
- ἀπνευστί
- ἄπνοος-ους, οος-ους, οον-ουν
- ἀπό
- ἀποαίνυμαι
- ἀποαίρεο
- ἀποαιρέομαι
- ἀποβάθρα, ας (ἡ)
- ἀποβαίνω
- ἀποβάλλω
- ἀποβάπτω
- ἀπόβασις, εως (ἡ)
- ἀποβάτης, ου (ὁ)
- ἀποβηματίζω
- ἀποβίαζομαι
- ἀποβιβάζω
- ἀποβίωσις, εως (ἡ)
- ἀποβλάπτω
- ἀποβλαστάνω
- ἀπόβλεπτος, ος, ον
- ἀποβλέπω
- ἀποβλητέος, α, ον
- ἀπόβλητος, ος
- ἀποβλύζω
- ἀποβολή, ῆς (ἡ)
- ἀποβουκολέω-ῶ
- ἀπόβρεγμα, ατος (τό)
- ἀποβρίζω
- ἀπόγειος, α, ον
- ἀπογεισόω-ῶ
- ἀπογέννημα, ατος (τό)
- ἀπογεύω
- ἀπογεφυρόω-ῶ
- ἀπογίγνομαι
- ἀπογιγνώσκω
- ἀπογλαυκόομαι-οῦμαι
- ἀπόγνοια, ας (ἡ)
- ἀπόγνωσις, εως (ἡ)
- ἀπογνωστικῶς
- ἀπόγονος, ος, ον
- ἀπογραφή, ῆς (ἡ)
- ἀπογράφω
- ἀπογυιόω-ῶ
- ἀπογυμνάζω
- ἀπογυμνόω-ῶ
- ἀπογύμνωσις, εως (ἡ)
- ἀποδαίομαι
- ἀποδακρύω
- ἀποδαρείς
- ἀποδαρθάνω
- ἀποδάσμιος, ος, ον
- ἀποδασμός, οῦ (ὁ)
- ἀποδάσσασθαι, ἀποδάσσομα
- ἀποδεδέχαται
- ἀποδέδρακα
- ἀποδεής, ής, ές
- ἀποδεήσω
- ἀποδείκνυμι
- ἀποδεικτέον
- ἀποδεικτικός, ή, όν
- ἀποδεικτός, ή, όν
- ἀποδειλίασις, εως (ἡ)
- ἀποδειλιάω-ῶ
- ἀπόδειξις, εως (ἡ)
- ἀποδειροτομέω-ῶ
- ἀποδείρω
- ἀποδεκατόω-ῶ
- ἀποδέκομαι
- ἀποδεκτέον
- ἀποδεκτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀποδεκτός, ή, όν
- ἀποδέξασθαι
- ἀπόδεξις
- ἀποδέξομαι
- ἀπόδερμα, ατος (τό)
- ἀποδέρω
- ἀπόδεσμος, ου (ὁ)
- ἀποδέχομαι
- ἀποδέω
- ἀποδηλόω-ῶ
- ἀποδημέω-ῶ
- ἀποδημητής, οῦ (ὁ)
- ἀποδημία, ας (ἡ)
- ἀπόδημος, ος, ον
- ἀποδιαιτάω-ῶ
- ἀποδιατρίβω
- ἀποδιδράσκω
- ἀποδιδρήσκω
- ἀποδίδωμι
- ἀποδιΐστημι
- ἀποδικεῖν
- ἀποδινέω-ῶ
- ἀποδίομαι
- ἀποδιοπομπέομαι-οῦμαι
- ἀποδιοπομπητέον
- ἀποδιορίζω
- ἀποδιώκω
- ἀποδοκεῖ
- ἀποδοκιμάζω
- ἀποδοκιμαστέος, α, ον
- ἀποδοκιμαστικός, ή, όν
- ἀποδοκιμάω-ῶ
- ἄποδος1
- ἄποδος2
- ἀπόδος
- ἀπόδοσις, εως (ἡ)
- ἀποδοτέος, α, ον
- ἀποδοχή, ῆς (ἡ)
- ἀποδοχμόω-ῶ
- ἀποδραθεῖν
- ἀπόδρασις, εως (ἡ)
- ἀποδρέπω
- ἀποδρῆναι
- ἀπόδρησις
- ἀποδρύπτω
- ἀποδρύφω
- ἀποδύνω
- ἀποδύρομαι
- ἀπόδυσις, εως (ἡ)
- ἀποδυσπετέω-ῶ
- ἀποδυτήριον, ου (τό)
- ἀποδύω
- ἀποδῷσι
- ἀποείκω
- ἀποειπεῖν
- ἀποεργάθω
- ἀποέργω
- ἀπόερσε
- ἀποζάω-ῶ
- ἀποζεύγνυμι
- ἀποζήω-ῶ
- ἀπόζω
- ἀποθανέομαι, ἀποθανεῦμαι
- ἀποθαρρέω-ῶ
- ἀποθαυμάζω
- ἄποθεν
- ἀποθεόω-ῶ
- ἀποθεραπεύω
- ἀποθερίζω
- ἀπόθεσις, εως (ἡ)
- ἀποθεσπίζω
- ἀπόθεστος, ος, ον
- ἀπόθετος, ος, ον
- ἀποθέω
- ἀποθεώρησις, εως (ἡ)
- ἀποθεωρητέον
- ἀποθέωσις, εως (ἡ)
- ἀποθήκη, ης (ἡ)
- ἀποθηλύνω
- ἀποθηριόω-ῶ
- ἀποθηρίωσις, εως (ἡ)
- ἀποθησαυρίζω
- ἀποθλίβω
- ἀπόθλιψις, εως (ἡ)
- ἀποθνῄσκω
- ἀποθρηνέω-ῶ
- ἀποθρίζω
- ἀποθρῴσκω
- ἀποθύμιος, ος
- ἀπόθυμος, ος, ον
- ἀποθύω
- ἀποθωμάζω
- ἀποίητος, ος, ον
- ἀποικέω-ῶ
- ἀποικία, ας (ἡ)
- ἀποικίζω
- ἀποικίς, ίδος
- ἀποικοδομέω-ῶ
- ἄποικος, ος, ον
- ἀποικτίζομαι
- ἀποιμώζω
- ἄποινα, ων (τά)
- ἀποινάω-ῶ
- ἄποιος, ος, ον
- ἀποίσω
- ἀποίχομαι
- ἀποκαθαίρω
- ἀποκάθαρσις, εως (ἡ)
- ἀποκάθημαι
- ἀποκαθίζω
- ἀποκαθιστάνω
- ἀποκαθίστημι
- ἀποκαίνυμαι
- ἀποκαίριος, ος, ον
- ἀποκαισαρόομαι-οῦμαι
- ἀποκαίω
- ἀποκαλέω-ῶ
- ἀποκαλύπτω
- ἀποκάλυψις, εως (ἡ)
- ἀποκάμνω
- ἀποκαραδοκέω-ῶ
- ἀποκαραδοκία, ας (ἡ)
- ἀποκαρτερέω-ῶ
- ἀποκαταλλάσσω,
- ἀποκατάστασις, εως (ἡ)
- ἀποκατέαται
- ἀποκαυλίζω
- ἀποκάω
- ἀπόκειμαι
- ἀποκείρω
- ἀποκεκαλυμμένως
- ἀποκερδαίνω
- ἀποκεφαλίζω
- ἀποκεφαλισμός, οῦ (ὁ)
- ἀποκηδεύω
- ἀποκηδέω-ῶ
- ἀποκήρυκτος, ος, ον
- ἀποκήρυξις, εως (ἡ)
- ἀποκηρύσσω,
- ἀποκινδύνευσις, εως (ἡ)
- ἀποκινδυνεύω
- ἀποκινέω-ῶ
- ἀποκλάζω
- ἀποκλαίω
- ἀπόκλαυμα, ατος (τό)
- ἀποκλάω-ῶ1
- ἀποκλάω2
- ἀπόκλεισις,
- ἀποκλεισμός, οῦ (ὁ)
- ἀποκλείω
- ἀποκληΐω
- ἀποκληρονόμος, ος, ον
- ἀποκληρόω-ῶ
- ἀποκλήρωσις, εως (ἡ)
- ἀπόκλῃσις
- ἀποκλῄω
- ἀποκλίνω
- ἀπόκλισις, εως (ἡ)
- ἀπόκλιτος, ος, ον
- ἀποκναίω
- ἀποκνέω-ῶ
- ἀπόκνησις, εως (ἡ)
- ἀποκνητέον
- ἀποκνίζω
- ἀποκοιμάομαι-ῶμαι
- ἀποκοιτέω-ῶ
- ἀπόκοιτος, ος, ον
- ἀποκολυμβάω-ῶ
- ἀποκομιδή, ῆς (ἡ)
- ἀποκομίζω
- ἀπόκομμα, ατος (τό)
- ἀποκοπή, ῆς (ἡ)
- ἀποκόπτω
- ἀποκορυφόω-ῶ
- ἀποκοσμέω-ῶ
- ἀποκουφίζω
- ἀποκραιπαλάω-ῶ
- ἀποκρατέω-ῶ
- ἀποκρεμάννυμι
- ἀποκρεμάω-ῶ
- ἀπόκρημνος, ος, ον
- ἀπόκριμα, ατος (τό)
- ἀποκρίνω
- ἀπόκρισις, εως (ἡ)
- ἀποκριτέον
- ἀπόκροτος, ος, ον
- ἀποκρουνίζω
- ἀποκρούω
- ἀποκρύπτω
- ἀπόκρυφος, ος, ον
- ἀποκτάμεν, ἀποκτάμεναι
- ἀποκτείνω
- ἀποκτενέω
- ἀποκτέννω
- ἀποκτίννυμι
- ἀποκτιννύω
- ἀποκυέω-ῶ
- ἀποκύησις, εως (ἡ)
- ἀποκυΐσκω
- ἀποκυλίω
- ἀποκυματίζω
- ἀποκωκύω
- ἀποκωλύω
- ἀπολαγχάνω
- ἀπολακτίζω
- ἀπολακτισμός, οῦ (ὁ)
- ἀπολαλέω-ῶ
- ἀπολαμβάνω
- ἀπολαμπρύνω
- ἀπολάμπω
- ἀπολαμφθείς
- ἀπόλαυσις, εως (ἡ)
- ἀπόλαυσμα, ατος (τό)
- ἀπολαυστός, ή, όν
- ἀπολαύω
- ἀπολεαίνω
- ἀπολέγω
- ἀπολείβω
- ἀπολείπω
- ἀπολειτουργέω-ῶ
- ἀπολείχω
- ἀπόλειψις, εως (ἡ)
- ἀπόλεκτος, ος, ον
- ἀπόλεμος, ος, ον
- ἀπολέομαι
- ἀπολέσκετο
- ἀπόλεσσα
- ἀπολέσω
- ἀπολευκαίνω
- ἀπολεύμενοι
- ἀπολήγω
- ἀποληΐζομαι
- ἀπολήξομαι
- ἀποληρέω-ῶ
- ἀπόληψις, εως (ἡ)
- ἀπολήψομαι
- ἀπολιγαίνω
- ἀπολιμπάνω
- ἀπολιόρκητος, ος, ον
- ἄπολις, ιδος
- ἀπολισθαίνω
- ἀπολίτευτος, ος, ον
- ἀπολιχμάω-ῶ
- ἀπολλήγω
- ἀπολλύασι
- ἀπόλλυμι
- ἀπολλύω
- Ἀπόλλων, ωνος (ὁ)
- Ἀπολλώνιον, ου (τό)
- ἀπολογέομαι-οῦμαι
- ἀπολόγημα, ατος (τό)
- ἀπολογητέον
- ἀπολογία, ας (ἡ)
- ἀπολογίζομαι
- ἀπολογισμός, οῦ (ὁ)
- ἀπόλογος, ου (ὁ)
- ἀπολοίατο
- ἀπόλοντο
- ἀπολοῦμαι
- ἀπολούτρια, ων (τά)
- ἀπολούω
- ἀπολοφύρομαι
- ἀπολυμαίνομαι
- ἀπολυμαντήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀπολυπράγμων, ων, ον
- ἀπόλυσις, εως (ἡ)
- ἀπόλυτος, ος, ον
- ἀπολυτρόω-ῶ
- ἀπολύτρωσις, εως (ἡ)
- ἀπολύω
- ἀπολωβάω-ῶ
- ἀπολωτίζω
- ἀπομαγδαλιά, ᾶς
- ἀπομαλακίζομαι
- ἀπομαλακόομαι-οῦμαι
- ἀπομαλθακίζομαι
- ἀπομαλθακόομαι-οῦμαι
- ἀπομανθάνω
- ἀπόμαξις, εως (ἡ)
- ἀπομαραίνω
- ἀπομαρτυρέω-ῶ
- ἀπομάσσω,
- ἀπομαστιγόω-ῶ
- ἀποματαΐζω
- ἀπομάττω
- ἀπομάχομαι
- ἀπόμαχος, ος, ον
- ἀπομέμφομαι
- ἀπομένω
- ἀπομετρέω-ῶ
- ἀπομηνίω
- ἀπομιμέομαι-οῦμαι
- ἀπομίμησις, εως (ἡ)
- ἀπομιμνῄσκομαι
- ἀπόμισθος, ος, ον
- ἀπομισθόω-ῶ
- ἀπομνημόνευμα, ατος (τό)
- ἀπομνημόνευσις, εως (ἡ)
- ἀπομνημονεύω
- ἀπομνησικακέω-ῶ
- ἀπόμνυμι
- ἀπομονόομαι-οῦμαι
- ἀπομόργνυμι
- ἀπομοῦμαι
- ἀπόμουσος, ος, ον
- ἀπομούσως
- ἀπομυθέομαι-οῦμαι
- ἀπόμυιος, ος, ον
- ἀπόμυξις, εως (ἡ)
- ἀπομύσσω,
- ἀπόν
- ἀποναίω
- ἀποναρκάω-ῶ
- ἀπονάρκησις, εως (ἡ)
- ἀπονάσσωσι
- ἀπονέμησις, εως (ἡ)
- ἀπονεμητέος, α, ον
- ἀπονέμω
- ἀπονενοημένως
- ἀπονέομαι
- ἀπονέστερος
- ἀπονεύω
- ἀπονήμενος
- ἀπονητί
- ἀπόνητο
- ἀπόνητος, ος, ον
- ἀπονήχομαι
- ἀπονία, ας (ἡ)
- ἀπονίζω
- ἀπόνιμμα, ατος (τό)
- ἀπονίναμαι
- ἀπονίπτω
- ἀπονοέομαι-οῦμαι
- ἀπόνοια, ας (ἡ)
- ἄπονος, ος, ον
- ἀπονοστέω-ῶ
- ἀπονόσφι
- ἀπονοσφίζω
- ἀπονυκτερεύω
- ἀπονυστάζω
- ἀπονυχίζω
- ἀπόνως
- ἀπόξενος, ος, ον
- ἀποξενόω-ῶ
- ἀποξένωσις, εως (ἡ)
- ἀποξηραίνω
- ἀποξύνω
- ἀποξυρέω-ῶ
- ἀποξύω
- ἀπόπαθε
- ἀποπάλλω
- ἀποπαπταίνω
- ἀποπατέω-ῶ
- ἀποπάτημα, ατος (τό)
- ἀπόπατος, ου (ὁ)
- ἀποπαύω
- ἀπόπειρα, ας (ἡ)
- ἀποπειρατέον
- ἀποπειράω-ῶ
- ἀποπεμπέμεν
- ἀποπέμπω
- ἀπόπεμψις, εως (ἡ)
- ἀποπενθέω-ῶ
- ἀποπεράω-ῶ
- ἀποπέρδω
- ἀποπέτομαι
- ἀποπήγνυμι
- ἀποπηδάω-ῶ
- ἀποπήδησις, εως (ἡ)
- ἀποπίμπλημι
- ἀποπίνω
- ἀποπίπτω
- ἀποπλάζω
- ἀποπλανάω-ῶ
- ἀποπλάσσομαι,
- ἀποπλείω
- ἀποπλέω
- ἀπόπληκτος, ος, ον
- ἀποπληρόω-ῶ
- ἀποπλήρωσις, εως (ἡ)
- ἀποπλήσσω,
- ἀποπλήσω
- ἀπόπλοος-ους, όου-ου (ὁ)
- ἀποπλύνω
- ἀποπλώω
- ἀποπνέω
- ἀποπνίγω
- ἀποποιέομαι-οῦμαι
- ἀπόπολις, ιδος
- ἀποπομπή, ῆς (ἡ)
- ἀποπορεύομαι
- ἀποπρεσβεύω
- ἀποπρίω
- ἀποπρό
- ἀποπροαιρέω-ῶ
- ἀποπροέηκε
- ἀποπροελών
- ἀπόπροθε
- ἀπόπροθι
- ἀποπροΐημι
- ἀποπροτέμνω
- ἀποπτάμενος
- ἀποπτοέω-ῶ
- ἀπόπτολις, ιδος
- ἄποπτος, ος, ον
- ἀπόπτυστος, ος, ον
- ἀποπτύω
- ἀποπυνθάνομαι
- ἀπόρευτος, ος, ον
- ἀπορέω1
- ἀπορέω-ῶ2
- ἀπορητικός, ή, όν
- ἀπόρθητος, ος
- ἀπορθόω-ῶ
- ἀπορία, ας (ἡ)
- ἀπορίπτω
- ἀπόρνυμαι
- ἄπορος, ος, ον
- ἀπορούω
- ἀπορρᾳθυμέω-ῶ
- ἀπορραίνω
- ἀπορραίω
- ἀπορράπτω
- ἀπορραψῳδέω-ῶ
- ἀπορρέμβομαι
- ἀπόρρευσις, εως (ἡ)
- ἀπορρέω
- ἀπόρρηγμα, ατος (τό)
- ἀπορρήγνυμι
- ἀπορρηθήσομαι
- ἀπόρρησις, εως (ἡ)
- ἀπόρρητος, ος, ον
- ἀπορριγέω-ῶ
- ἀπορριπτέω-ῶ
- ἀπορρίπτω
- ἀπορροή, ῆς (ἡ)
- ἀπορροιβδέω-ῶ
- ἀπορροφέω-ῶ
- ἀπορρύπτω
- ἀπορρώξ, ῶγος
- ἀπορφανίζομαι
- ἀπόρφυρος, ος, ον
- ἀπορχέομαι-οῦμαι
- ἀπόρως
- ἀπορωτέρως
- ἀποσαλεύω
- ἀποσαπέντες
- ἀποσαφέω-ῶ
- ἀποσβέννυμι
- ἀποσείω
- ἀποσεμνύνω
- ἀποσεύω
- ἀποσημαίνω
- ἀποσήπω
- ἀπόσηψις, εως (ἡ)
- ἀποσιμόω-ῶ
- ἀποσιόομαι
- ἀποσιτέω-ῶ
- ἀπόσιτος, ος, ον
- ἀποσιωπάω-ῶ
- ἀποσιώπησις, εως (ἡ)
- ἀποσκάπτω
- ἀποσκεδάννυμι
- ἀποσκεδῶ
- ἀποσκέλλω
- ἀποσκέπτομαι
- ἀποσκευάζω
- ἀποσκευή, ῆς (ἡ)
- ἀποσκηνέω-ῶ
- ἀπόσκηνος, ος, ον
- ἀποσκηνόω-ῶ
- ἀποσκήπτω
- ἀποσκιάζω
- ἀποσκίασμα, ατος (τό)
- ἀποσκιασμός, οῦ (ὁ)
- ἀποσκίδναμαι
- ἀποσκλῆναι
- ἀποσκοπέω-ῶ
- ἀποσκορακίζω
- ἀποσκοτίζω
- ἀποσκοτόω-ῶ
- ἀποσκυδμαίνω
- ἀποσμάω-ῶ
- ἀποσμικρύνω
- ἀποσμύττω
- ἀποσοβέω-ῶ
- ἀπόσπασμα, ατος (τό)
- ἀποσπασμός, οῦ (ὁ)
- ἀποσπάω-ῶ
- ἀποσπένδω
- ἀποσπεύδω
- ἀπόσπονδος, ος, ον
- ἀποσσεύω
- ἀπόστα
- ἀποσταδά
- ἀποστάζω
- ἀποστάς
- ἀποστασία, ας (ἡ)
- ἀποστάσιον, ου (τό)
- ἀπόστασις, εως (ἡ)
- ἀποστατέον
- ἀποστατέω-ῶ
- ἀποστατήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀποστάτης, ου (ὁ)
- ἀποστατικός, ός, όν
- ἀποστατικῶς
- ἀποσταυρόω-ῶ
- ἀποστεγάζω
- ἀποστέγω
- ἀποστείχω
- ἀποστέλλω
- ἀποστέργω
- ἀποστερέω-ῶ
- ἀποστέρησις, εως (ἡ)
- ἀποστερητέον
- ἀποστερίσκω
- ἀποστεφανόω-ῶ
- ἀποστέωσι
- ἀπόστημα, ατος (τό)
- ἀποστήσω
- ἀποστίλβω
- ἀπόστιχε
- ἀποστλεγγίζω
- ἀποστολεύς, έως (ὁ)
- ἀποστολή, ῆς (ἡ)
- ἀπόστολος, ος, ον
- ἀποστοματίζω
- ἀποστομόω-ῶ
- ἀπόστοργος, ος, ον
- ἀποστράτηγος, ου (ὁ)
- ἀποστρατοπεδεύομαι
- ἀποστρέφω
- ἀποστρέψασκε
- ἀποστρέψῃσι
- ἀποστροφή, ῆς (ἡ)
- ἀπόστροφος, ος, ον
- ἀποστυγέω-ῶ
- ἀποστυφελίζω
- ἀποσυλάω-ῶ
- ἀποσυνάγωγος, ος, ον
- ἀποσυρίζω
- ἀποσύρω
- ἀπόσφαγμα, ατος (τό)
- ἀποσφάζω
- ἀποσφακελίζω
- ἀποσφάλλω
- ἀποσφάττω
- ἀποσφενδόνητος, ος, ον
- ἀποσφραγίζω
- ἀποσχεῖν, ἀποσχέσθαι
- ἀπόσχεσις, εως (ἡ)
- ἀποσχήσω
- ἀποσχίζω
- ἀπόσχισμα, ατος (τό)
- ἀποσχοινίζω
- ἀποσχολάζω
- ἀποσῴζω
- ἀποτάδην
- ἀπότακτος, ος, ον
- ἀποταμειόομαι-οῦμαι
- ἀποτάμνω,
- ἀπότασις, εως (ἡ)
- ἀποτάσσω,
- ἀποταυρόομαι-οῦμαι
- ἀποταφρεύω
- ἀποτέθνασαν
- ἀποτεθνηώς
- ἀποτείνω
- ἀποτειχίζω
- ἀποτείχισις, εως (ἡ)
- ἀποτείχισμα, ατος (τό)
- ἀποτειχισμός, οῦ (ὁ)
- ἀποτέλεσμα, ατος (τό)
- ἀποτελεστικός, ή, όν
- ἀποτελέω-ῶ
- ἀποτέμνω
- ἀποτέταμαι
- ἀποτευκτικός, ή, όν
- ἀποτευκτικῶς
- ἀποτεύξομαι
- ἀποτήκω
- ἀποτηλοῦ
- ἀποτίβατος, ος, ον
- ἀποτίθημι
- ἀποτίλλω
- ἀποτιμάω-ῶ
- ἀποτίμησις, εως (ἡ)
- ἀπότιμος, ος, ον
- ἀποτινάσσω
- ἀποτινέμεν
- ἀποτίνυμαι
- ἀποτίνω
- ἀποτισέμεν
- ἀποτμήγω
- ἄποτμος, ος, ον
- ἀποτολμάω-ῶ
- ἀποτολμητέον
- ἀποτομία, ας (ἡ)
- ἀπότομος, ος, ον
- ἀποτόμως
- ἀποτοξεύω
- ἀποτορνεύω
- ἄποτος, ος, ον
- ἀποτρέπω
- ἀποτρέχω
- ἀποτρίβω
- ἀποτρόπαιος, ος, ον
- ἀποτροπή, ῆς (ἡ)
- ἀποτροπιάζω
- ἀποτροπιασμός, οῦ (ὁ)
- ἀποτρόπιος, ος, ον
- ἀπότροπος, ος, ον
- ἀπότροφος, ος, ον
- ἀποτρυχόω-ῶ
- ἀποτρύω
- ἀποτρώγω
- ἀποτρωπάω-ῶ
- ἀποτυγχάνω
- ἀποτυμπανίζω
- ἀποτύπτω
- ἀποτυφλόω-ῶ
- ἀποτυχία, ας (ἡ)
- ἀπουλόω-ῶ
- ἀπουλώτιστος, ος, ον
- ἀπουράω-ῶ
- ἀπουρέω-ῶ
- ἀπουρίζω
- ἄπουρος, ος, ον
- ἄπους, ους, ουν
- ἀπουσία, ας (ἡ)
- ἀποφαγεῖν
- ἀποφαίνω
- ἀπόφασθε
- ἀπόφασις1, εως (ἡ)
- ἀπόφασις2, εως (ἡ)
- ἀποφάσκω
- ἀποφέρβομαι
- ἀποφέρω
- ἀποφεύγω
- ἀπόφημι
- ἀπόφημος, ος, ον
- ἀποφθέγγομαι
- ἀπόφθεγκτος, ος, ον
- ἀπόφθεγμα, ατος (τό)
- ἀποφθεγματικός, ή, όν
- ἀποφθείρω
- ἀποφθίμην
- ἀποφθινύθω
- ἀποφθίνω
- ἀποφθορά, ᾶς (ἡ)
- ἀποφλαυρίζω
- ἀποφλεγμαίνω
- ἀποφορά, ᾶς (ἡ)
- ἀποφορτίζομαι
- ἀποφράγνυμι
- ἀπόφραξις, εως (ἡ)
- ἀποφράς, άδος
- ἀποφράσσω,
- ἀποφυγή, ῆς (ἡ)
- ἀποφώλιος, ος, ον
- ἀποχάζομαι
- ἀποχαλάω-ῶ
- ἀποχαλινόω-ῶ
- ἀποχαρακόω-ῶ
- ἀποχάραξις, εως (ἡ)
- ἀποχειροβίοτος, ος, ον
- ἀποχειροτονέω-ῶ
- ἀποχετεύω
- ἀποχέω
- ἀποχή, ῆς (ἡ)
- ἀποχράω-ῶ
- ἀποχρέομαι
- ἀπόχρη
- ἀποχρήματος, ος, ον
- ἀποχρῆν
- ἀπόχρησις, εως (ἡ)
- ἀποχρῶν
- ἀποχρώντως
- ἀπόχρωσις, εως (ἠ)
- ἀποχυθείς
- ἀποχυρόω-ῶ
- ἀποχυλόω-ῶ
- ἀποχωλεύω
- ἀποχώννυμι
- ἀποχωρέω-ῶ
- ἀποχώρησις, εως (ἡ)
- ἀποχωρίζω
- ἀπόχωσις, εως (ἡ)
- ἀποψάω-ῶ
- ἀποψεύδομαι
- ἀποψηφίζομαι
- ἀποψιλόω-ῶ
- ἄποψις, εως (ἡ)
- ἀποψόφησις, εως (ἡ)
- ἀποψύχω
- ἀππέμψει
- ἀπραγέω
- ἀπραγία, ας (ἡ)
- ἀπραγμόνως
- ἀπραγμοσύνη, ης (ἡ)
- ἀπράγμων, ων, ον
- ἀπρακτέω-ῶ
- ἄπρακτος, ος, ον
- ἀπράκτως
- ἀπραξία, ας (ἡ)
- ἀπρεπής, ής, ές
- ἄπρηκτος
- ἀπριάτην
- ἀπρίατος, η, ον
- ἄπριγδα
- ἀπρικτόπληκτος, ος, ον
- ἀπρίξ
- ἀπροβούλευτος, ος, ον
- ἀπροβούλως
- ἀπρόθυμος, ος, ον
- ἄπροικος, ος, ον
- ἀπρομήθητος, ος, ον
- ἀπρονόητος, ος, ον
- ἀπρονοήτως
- ἀπρόξενος, ος, ον
- ἀπροοιμίαστος, ος, ον
- ἀπρόοπτος, ος, ον
- ἀπροόπτως
- ἀπροπτωσία, ας (ἡ)
- ἀπροπτώτως
- ἀπροσαύδητος, ος, ον
- ἀπρόσβατος, ος, ον
- ἀπροσδεής, ής, ές
- ἀπροσδέητος, ος, ον
- ἀπρόσδεικτος, ος, ον
- ἀπροσδιόνυσος, ος, ον
- ἀπροσδόκητος, ος, ον
- ἀπροσδοκήτως
- ἀπροσηγορία, ας (ἡ)
- ἀπροσήγορος, ος, ον
- ἀπρόσιτος, ος, ον
- ἀπροσίτως
- ἀπρόσκεπτος, ος, ον
- ἀπρόσκοπος1, ος, ον
- ἀπρόσκοπος2, ος, ον
- ἀπρόσμαχος, ος, ον
- ἀπρόσμικτος, ος, ον
- ἀπρόσοιστος, ος, ον
- ἀπροσοίστως
- ἀπροσόμιλος, ος, ον
- ἀπροσπέλαστος, ος, ον
- ἀπροστάτευτος, ος, ον
- ἀπροστάτητος, ος, ον
- ἀπρόσφορος, ος, ον
- ἀπροσφωνητί
- ἀπροσφώνητος, ος, ον
- ἀπροσωπόληπτος, ος, ον
- ἀπροσωπολήμπτως
- ἀπρόσωπος, ος, ον
- ἀπροτίμαστος, ος, ον
- ἀπροφάσιστος, ος, ον
- ἀπροφασίστως
- ἀπροφύλακτος, ος, ον
- ἄπταιστος, ος, ον
- ἄπτερος, ος, ον
- ἀπτήν, ῆνος
- ἀπτοεπής, ής, ές
- ἀπτόλεμος
- ἅπτω1
- ἅπτω2
- ἀπτώς, ῶτος
- ἀπύλωτος, ος, ον
- ἀπύργωτος, ος, ον
- ἄπυρος, ος, ον
- ἀπύρωτος, ος, ον
- ἄπυστος, ος, ον
- ἀπῳδέω-ῶ
- ἄπωθεν
- ἀπωθέω-ῶ
- ἀπῴκηκα, ἀπῴκησα
- ἀπῴκισα, ἀπῳκίσθην, ἀπῴ
- ἀπώλεια, ας (ἡ)
- ἀπώλεσα
- ἀπώλισθον
- ἀπώμαστος, ος, ον
- ἀπώμοσα
- ἀπώμοτος, ος, ον
- ἀπῴμωξα
- ἀπών, οῦσα, όν
- ἀπωνάμην
- ἄπωσα, ἀπωσέμεν
- ἄπωσις, εως (ἡ)
- ἀπωσμένος
- ἀπωστός, ή, όν
- ἀπώσω
- ἀπωθώσω
- ἀπωτέρω
- ἄρ
- ἄρ’
- ἄρα
- ἆρα
- ἀρά, ᾶς (ἡ)
- ἀραβέω-ῶ
- Ἀραβία, ας (ἡ)
- ἄραβος, ου (ὁ)
- ἀραγμός, οῦ (ὁ)
- Ἄραδος, ου (ἡ)
- ἀράζω
- ἆραι
- ἀραίμην
- ἀραιός, ά, όν
- ἀραῖος, α, ον
- ἀραιότης, ητος (ἡ)
- ἀραιόω-ῶ
- ἀραιρήκεε
- ἀραιρηκώς
- ἀραιρημένος
- ἀραίρητο
- ἄραιτο
- ἀραίωμα, ατος (τό)
- ἀράμενος, ἄρασθαι
- ἀράομαι-ῶμαι
- ἄραρα
- ἀραρίσκω
- ἄραρον
- ἀραρότως
- ἀραρώς
- ἄρας
- ἄρασθαι
- ἀρᾶσθαι
- ἀράσσω
- ἀρατήριον, ου (τό)
- ἀρατός, ή, όν
- ἀράτω
- ἄραφος, ος, ον
- ἀράχνη, ης (ἡ)
- ἀράχνης, ου (ὁ)
- ἀράχνιον, ου (τό)
- ἀραχνός, οῦ (ὁ)
- ἀραχνώδης, ης, ες
- Ἄραψ, Ἄραβος
- ἀρβύλη, ης (ἡ)
- ἀργαλέος, α, ον
- Ἀργεῖος, α, ον
- ἀργεϊφόντης, ου (ὁ)
- ἀργεννός, ός, όν
- ἀργεστής, οῦ
- ἀργέω-ῶ
- ἀργήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἀργής, ῆτος
- ἀργῆς, οῦ (ὁ)
- ἀργηστής, οῦ
- ἀργία, ας (ἡ)
- ἀργιβόειος, ος, ον
- ἀργικέραυνος, ος, ον
- ἄργιλος, ου (ἡ)
- ἀργιλώδης, ης, ες
- ἀργινόεις, όεσσα, όεν
- Ἀργινοῦσσαι, ῶν (αἱ)
- ἀργιόδους, όδοντος
- ἀργίπους, ποδος
- ἄργματα, ων (τά)
- ἀργμένος
- Ἀργόθεν
- Ἀργολικός, ή, όν
- Ἀργολίς, ίδος
- ἀργοποιός, ός, όν
- ἀργός1, ή, όν
- ἀργός2, ός
- Ἄργος1, ου (ὁ)
- Ἄργος2, εος-ους (τό)
- Ἄργοσδε
- ἀργυραμοιβική, ῆς (ἡ)
- ἀργυραμοιβικῶς
- ἀργυραμοιβός, οῦ (ὁ)
- ἀργύρειος, α, ον
- ἀργύρεος-οῦς, έα-ᾶ, έον-ο
- ἀργυρίδιον, ου (τό)
- ἀργυρικός, ή, όν
- ἀργύριον, ου (τό)
- ἀργυρίτης, ου
- ἀργυρογνωμονικός, ή, όν
- ἀργυρογνώμων, ονος (ὁ)
- ἀργυροδίνης, ου
- ἀργυροειδής, ής, ές
- ἀργυρόηλος, ος, ον
- ἀργυροκόπος, ου (ὁ)
- ἀργυρολογέω-ῶ
- ἀργυρολόγος, ος, ον
- ἀργυρόπεζα, ης
- ἀργυρόπους, ους, ουν
- ἄργυρος, ου (ὁ)
- ἀργυροστερής, ής, ές
- ἀργυρότοιχος, ος, ον
- ἀργυρότοξος, ος, ον
- ἀργυροῦς
- ἀργυρώνητος, ος, ον
- ἀργύφεος, η, ον
- ἄργυφος, ος, ον
- Ἀργώ, όος (ἡ)
- ἀργώδης, ης, ες
- Ἀργῷος, ῴα, ῷον
- ἀργῶς
- ἀρδεία, ας (ἡ)
- ἄρδεσκε
- ἀρδεύω
- ἄρδην
- ἄρδις, εως (ἡ)
- ἀρδμός, οῦ (ὁ)
- ἄρδω
- Ἀρέθουσα, ης (ἡ)
- ἀρειή, ῆς (ἡ)
- Ἀρεία
- ἄρειας
- ἀρειμανής, ής, ές
- ἀρειμάνιος, ος, ον
- ἄρειον
- Ἀρειοπαγίτης, Ἀρειοπαγιτ
- ἄρειος, ος, ον
- ἀρείφατος, ος, ον
- ἀρείων, ων, ον
- ἄρεκτος, ος, ο
- ἀρέομαι
- Ἀρεοπαγίτης, ου (ὁ)
- Ἀρεοπαγιτικός, ή, όν
- Ἄρεος
- ἀρέσαι, ἀρέσασθαι
- ἀρέσθαι
- ἀρέσκεια, ας (ἡ)
- ἀρέσκευμα, ατος (τό)
- ἀρεσκεύομαι
- ἀρεσκόντως
- ἀρέσκω
- ἀρεσσάμενος
- ἀρεσσάσθω
- ἀρεστός, ή, όν
- ἀρεστῶς
- ἀρέσω
- ἀρετάω-ῶ
- ἀρετή, ῆς (ἡ)
- ἁρετή
- Ἄρεως
- ἀρή
- Ἄρη
- ἄρῃ
- Ἄρηα
- ἀρηγέμεν
- ἀρήγω
- ἀρηγών, όνος
- Ἄρηϊ
- ἀρηΐθοος, ος, ον
- ἀρηϊκτάμενος, ος, ον
- ἀρήϊος
- ἀρηΐφατος, ος, ον
- ἀρηΐφιλος, ος, ον
- ἀρήμεναι
- ἀρήν, ἀρνός (ὁ, ἡ)
- Ἄρην
- ἄρηξις, εως (ἡ)
- Ἄρηος
- ἄρηρα, ἀρήρειν
- ἀρήρεμαι
- ἀρήρομαι
- Ἄρης
- ἄρῃς
- ἀρῇσιν
- ἀρησαίατο
- ἀρήσομαι
- ἄρηται
- ἀρητήρ, ῆρος (ὁ)
- Ἀρητιάδης, ου (ὁ)
- ἀρθείην, ἀρθείς
- ἄρθεν
- ἀρθῆναι
- ἀρθήσομαι
- ἀρθμέω-ῶ
- ἄρθμιος, α, ον
- ἀρθμός, οῦ (ὁ)
- ἄρθρον, ου (τό)
- ἀρθρόω-ῶ
- ἄρθω
- ἀρίγνωτος, η
- ἀρίδακρυς, υς, υ
- ἀριδείκετος, ος, ον
- ἀρίδηλος, ος, ον
- ἀρίζηλος, ος, ον
- ἀριζήλως
- ἀριθμέω-ῶ
- ἀρίθμησις, εως (ἡ)
- ἀριθμητικός, ή, όν
- ἀριθμητικῶς
- ἀριθμός, οῦ (ὁ)
- ἄριμα
- ἀριπρεπής, ής, ές
- ἀριστάω-ῶ
- ἀριστεία, ας (ἡ)
- Ἀριστείδης, ου (ὁ)
- ἀριστεῖον, ου (τό)
- ἀριστερά
- ἀριστερεών, ῶνος (ὁ)
- ἀριστερός, ά, όν
- ἀριστερόφιν
- ἀριστεύεσκε
- ἀριστεύς, έως (ὁ)
- ἀριστευτικός, ή, όν
- ἀριστεύω
- ἀριστῆες
- ἀριστήϊον
- ἀριστίνδην
- Ἀριστοβούλη, ης (ἡ)
- ἀριστοκρατέομαι-οῦμαι
- ἀριστοκρατία, ας (ἡ)
- ἀριστοκρατικός, ή, όν
- ἀριστοκρατικῶς
- ἀριστόμαντις, εως (ὁ)
- ἄριστον1
- ἄριστον2, ου (τό)
- ἀριστοποιέω-ῶ
- ἄριστος, η, ον
- ἀριστόχειρ, χειρος
- ἀρισφαλής, ής, ές
- ἀριφραδής, ής, ές
- Ἀρκαδία, ας (ἡ)
- Ἀρκαδικός, ή, όν
- Ἀρκάς, άδος
- Ἀρκεισιάδης, αο (ὁ)
- Ἀρκείσιος, ου (ὁ)
- ἄρκεσις, εως (ἡ)
- ἀρκετός, ή, όν
- ἀρκευθίς, ίδος (ἡ)
- ἀρκέω-ῶ
- ἄρκηλος, ου (ὁ)
- ἄρκιος, α, ον
- ἄρκος1, ου (ὁ, ἡ)
- ἄρκος2, εος-ους (τό)
- ἀρκούντως
- ἀρκτέον
- ἄρκτος, ου (ὁ, ἡ)
- Ἀρκτοῦρος, ου (ὁ)
- ἄρκυς, υος (ἡ)
- ἀρκύστατος, ος, ον
- ἀρκυωρέω-ῶ
- ἅρμα, ατος (τό)
- ἁρμάμαξα, ης (ἡ)
- ἁρμάτειος, α, ον
- ἁρματηλασία, ας (ἡ)
- ἁρματηλατέω-ῶ
- ἁρματηλάτης, ου (ὁ)
- ἁρματόκτυπος, ος, ον
- ἁρματοπηγός, οῦ (ὁ)
- ἁρματοτροχιά, ᾶς (ἡ)
- ἁρματροχιή, ῆς (ἡ)
- Ἀρμένιος, ος, ον
- ἄρμενος, η, ον
- ἁρμόδιος, α, ον
- ἁρμοδίως
- ἁρμόζω
- ἁρμοῖ
- ἁρμονία, ας (ἡ)
- ἁρμονίη, ης (ἡ)
- ἁρμονικός, ή, όν
- ἁρμός, οῦ (ὁ)
- ἁρμοστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἁρμοστής, οῦ (ὁ)
- ἁρμόστωρ, ορος (ὁ)
- ἁρμοστῶς
- ἁρμόττω
- ἄρνα, ἄρνε
- ἄρνειος, α, ον
- ἀρνειός, οῦ (ὁ)
- ἀρνέομαι-οῦμαι
- ἄρνεσσι
- ἀρνευτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀρνεύω
- ἀρνήσιμος, ος, ον
- ἄρνησις, εως (ἡ)
- ἀρνίον, ου (τό)
- ἀρνός1
- ἀρνός2, οῦ (ὁ)
- ἄρνυμαι
- ἄρξαι
- ἀροίμην
- ἆρον
- ἄρος, εος (τό)
- ἄροσις, εως (ἡ)
- ἀροτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀρότης, ου (ὁ)
- ἄροτος, ου (ὁ)
- ἀροτριάω-ῶ
- ἄροτρον, ου (τό)
- ἄρουρα, ας (ἡ)
- ἀρουραῖος, α, ον
- ἀρουρίτης, ου
- ἀροῦσι
- ἀρόω
- ἀρόωσι
- ἁρπαγή, ῆς (ἡ)
- ἅρπαγμα, ατος (τό)
- ἁρπαγμός, οῦ (ὁ)
- ἁρπάζω
- ἁρπακτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἁρπαλέος, α, ον
- ἁρπαλέως
- ἁρπαλίζω
- ἅρπαξ, αγος
- ἁρπάξω
- ἅρπασμα, ατος (τό)
- ἁρπασμός, οῦ (ὁ)
- ἁρπάστιον, ου (τό)
- ἁρπεδόνη, ης (ἡ)
- ἅρπη, ης (ἡ)
- Ἅρπυιαι, ῶν (αἱ)
- ἀρραγής, ής, ές
- ἀρράζω
- ἄρραφος, ος, ον
- ἄρρεν
- ἀρρενικός, ής, όν
- ἀρρενοποιός, ός, όν
- ἀρρεπής, ής, ές
- ἄρρηκτος, ος, ον
- ἄρρην, ενος
- ἄρρητος, ος, ον
- ἄρρυθμος, ος, ον
- ἀρρύθμως
- ἀρρυσίαστος, ος, ον
- ἀρρωδέω, ἀρρωδίη
- ἀρρώξ, ῶγος
- ἀρρωστέω-ῶ
- ἀρρώστημα, ατος (τό)
- ἀρρωστία, ας (ἡ)
- ἄρρωστος, ος, ον
- ἀρρώστως
- ἄρσας
- ἄρσε
- ἄρσεν
- ἀρσενο-
- ἀρσενοκοίτης, ου
- ἀρσενογενής, ής, ές
- ἀρσενοπληθής, ής, ές
- ἄρσην
- ἄρσις, εως (ἡ)
- ἄρσον
- ἄρσω
- ἀρτάβη, ης (ἡ)
- ἀρταμέω-ῶ
- ἄρταμος, ου (ὁ)
- ἀρτάνη, ης (ἡ)
- ἀρτάω-ῶ
- ἀρτέαται
- ἀρτέετο
- ἀρτεμής, ής, ές
- Ἄρτεμις, ιδος (ἡ)
- Ἀρτεμίσιον, ου (τό)
- ἀρτέμων, ωνος (ὁ)
- ἀρτέον
- ἀρτέοντο
- ἀρτέομαι
- ἄρτημα, ατος (τό)
- ἀρτηρία, ας (ἡ)
- ἀρτηριακός, ή, όν
- ἄρτι
- ἀρτιάζω
- ἀρτιάκις
- ἀρτιασμός, οῦ (ὁ)
- ἀρτιγενής, ής, ές
- ἀρτιγέννητος, ος, ον
- ἀρτίδακρυς, υς, υ
- ἀρτιεπής, ής, ές
- ἀρτιζυγία, ας (ἡ)
- ἀρτιθανής, ής, ές
- ἀρτίκολλος, ος, ον
- ἀρτιμαθής, ής, ές
- ἄρτιος, ος, ον
- ἀρτίπος
- ἀρτίπους, ους, ουν
- ἄρτισις, εως (ἡ)
- ἀρτίστομος, ος, ον
- ἀρτιτρεφής, ής, ές
- ἀρτίφρων, ων, ον
- ἀρτίχριστος, ος, ον
- ἀρτίως
- ἀρτοκόπος, ου (ὁ, ἡ)
- ἀρτοποιΐα, ας (ἡ)
- ἀρτοποιός, οῦ (ὁ)
- ἀρτοπώλιον, ου (τό)
- ἀρτόπωλις, ιδος (ἡ)
- ἄρτος, ου (ὁ)
- ἀρτοσιτέω-ῶ
- ἀρτοφαγέω-ῶ
- ἄρτυμα, ατος (τό)
- ἀρτύνας, ου (ὁ)
- ἀρτύνω
- ἄρτυσις, εως (ἡ)
- ἀρτύω
- ἀρύσσω
- ἀρυστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀρυστικός, ή, όν
- ἀρύω,
- ἀρχάγγελος, ου (ὁ)
- ἀρχαγός
- ἀρχαΐζω
- ἀρχαϊκός, ή, όν
- ἀρχαικῶς
- ἀρχαιόγονος, ος, ον
- ἀρχαιολογέω-ῶ
- ἀρχαῖον, ου (τό)
- ἀρχαιόπλουτος, ος, ον
- ἀρχαιοπρεπής, ής, ές
- ἀρχαῖος, α, ον
- ἀρχαιοτροπία, ας (ἡ)
- ἀρχαιότροπος, ος, ον
- ἀρχαιρεσία1, ας (ἡ)
- ἀρχαιρέσια2, ων (τά)
- ἀρχαιρεσιάζω
- ἀρχαίως
- ἀρχεῖον, ου (τό)
- ἀρχέκακος, ος, ον
- ἀρχέλαος, ος, ον
- ἀρχέμεναι
- ἀρχέπλουτος, ος, ον
- ἀρχέτυπος, ος, ον
- ἀρχεύω
- ἀρχή, ῆς (ἡ)
- ἀρχηγενής, ής, ές
- ἀρχηγετεύω
- ἀρχηγετέω-ῶ
- ἀρχηγέτης, ου (ὁ)
- ἀρχηγός, ός, όν
- ἀρχῆθεν
- ἀρχήϊον, ου (τό)
- ἀρχιδικαστής, οῦ (ὁ)
- ἀρχίδιον, ου (τό)
- ἀρχιεράομαι-ῶμαι
- ἀρχιερατικός, ός, όν
- ἀρχιερεύς, έως (ὁ)
- ἀρχιέρεως, ω (ὁ)
- ἀρχιερωσύνη, ης (ἡ)
- ἀρχίκλωψ, ωπος (ὁ)
- ἀρχικός, ή, όν
- ἀρχικυβερνήτης, ου (ὁ)
- ἀρχιλῃστής, οῦ (ὁ)
- ἀρχιμάγειρος, ου (ὁ)
- Ἀρχιμήδης, ους (ὁ)
- ἀρχίμιμος, ου (ὁ)
- ἀρχιοινοχόος, όου (ὁ)
- ἀρχιπειρατής, οῦ (ὁ)
- ἀρχιποιμήν, ένος (ὁ)
- ἀρχιρεύς, έως (ὁ)
- ἀρχισυνάγωγος, ου (ὁ)
- ἀρχιτεκτονέω-ῶ
- ἀρχιτέκτων, ονος (ὁ)
- ἀρχιτελώνης, ου (ὁ)
- ἀρχιτρίκλινος, ου (ὁ)
- ἀρχιυπασπιστής, οῦ (ὁ)
- ἀρχοειδής, ής, ές
- ἀρχός, οῦ (ὁ)
- ἀρχοστάσια, ων (τό)
- ἄρχω
- ἄρχων, οντος (ὁ)
- ἀρῶ1
- ἀρῶ2
- ἀρωγή, ῆς (ἡ)
- ἀρωγός, ός, όν
- ἄρωμα, ατος (τό)
- ἄρωμαι
- ἀρωματίζω
- ἀρωματικός, ή, όν
- ἀρωματοφόρος, ος, ον
- ἀρώσιμος, ος, ον
- ἅς
- ἇς
- ἆσα
- ἆσαι
- ᾆσαι
- ἄσακτος, ος, ον
- ἀσάλευτος, ος, ον
- ἄσαλος, ος, ον
- ἀσάμινθος, ου (ἡ)
- ἄσαντος, ος, ον
- ἀσαρκία, ας (ἡ)
- ἄσαρκος, ος, ον
- ἄσασθαι
- ἄσατο
- ἀσάφεια, ας (ἡ)
- ἀσαφής, ής, ές
- ἀσαφῶς
- ἀσάω-ῶ
- ἄσβεστος, ος, ον
- ἀσβολάω-ῶ
- ἀσβόλη, ης (ἡ)
- ἀσβόλησις, εως (ἡ)
- ἄσβολος, ου (ἡ)
- ἀσβολόω-ῶ
- ἆσε
- ἀσέβεια, ας (ἡ)
- ἀσεβέω-ῶ
- ἀσέβημα, ατος (τό)
- ἀσεβής, ής, ές
- ἀσέβησις, εως (ἡ)
- ἀσελγαίνω
- ἀσέλγεια, ας (ἡ)
- ἀσελγέω-ῶ
- ἀσελγής, ής, ές
- ἀσελγῶς
- ἀσέληνος, ος, ον
- ἀσεπτέω-ῶ
- ἄσεπτος, ος, ον
- ᾄσεσθαι
- ἄση,ης (ἡ)
- ᾄσῃ
- ἀσηθείη
- ἀσήμαντος, ος, ον
- ἄσημος, ος, ον
- ἀσήμων, ων, ον
- ᾀσθείς, εῖσα, έν
- ἀσθένεια, ας (ἡ)
- ἀσθενέω-ῶ
- ἀσθένημα, ατος (τό)
- ἀσθενής, ής, ές
- ἀσθενόω-ῶ
- ἀσθενῶς
- ᾀσθῆναι
- ἆσθμα, ατος (τό)
- ἀσθμαίνω
- Ἀσία, ας (ἡ)
- Ἀσιανός, ή, όν
- ἀσιγησία, ας (ἡ)
- ἄσικχος, ος, ον
- ἀσινής, ής, ές
- ἀσινῶς
- ἄσις, ιος (ἡ)
- ἀσιτέω-ῶ
- ἀσιτία, ας (ἡ)
- ἄσιτος, ος, ον
- ἀσκαλαβώτης, ου (ὁ)
- ἀσκάντης, ου (ὁ)
- ἀσκαρδαμυκτί
- ἀσκελέως
- ἀσκελής1, ής, ές
- ἀσκελής2, ής, ές
- ἀσκέπαρνος, ος, ον
- ἄσκεπτος, ος, ον
- ἀσκέπτως
- ἄσκευος, ος, ον
- ἀσκέω-ῶ
- ἀσκηθής, ής, ές
- ἄσκημα, ατος (τό)
- ἄσκηνος, ος, ον
- ἄσκησις, εως (ἡ)
- ἀσκητέος, α, ον
- ἀσκητής, οῦ (ὁ)
- ἀσκητός, ή, όν
- ἄσκιος, ος, ον
- Ἀσκληπιάδης
- Ἀσκληπιεῖον
- Ἀσκληπιός, οῦ (ὁ)
- ἄσκοπος1, ος, ον
- ἄσκοπος2, ος, ον
- ἀσκόπως
- ἀσκός, οῦ (ὁ)
- ἀσκωλιάζω
- ἀσμεναίτατα
- ἀσμενίζω
- ἄσμενος, η, ον
- ἀσμένως
- ᾄσομαι
- ἀσοφία, ας (ἡ)
- ἄσοφος, ος, ον
- ἀσπάζομαι
- ἀσπαίρω
- ἀσπάλαξ, ακος (ὁ)
- ἀσπάραγος, ου (ὁ)
- ἄσπαρτος, ος, ον
- ἀσπάσιος, α, ον
- ἀσπασίως
- ἄσπασμα, ατος (τό)
- ἀσπασμός, οῦ (ὁ)
- ἀσπαστός, ή, όν
- ἀσπαστῶς
- ἄσπειστος, ος, ον
- ἄσπερμος ος, ον
- ἀσπερχές
- ἄσπετος, ος, ον
- ἀσπιδηστρόφος, ος, ον
- ἀσπιδηφόρος, ος, ον
- ἀσπιδιώτης, ου (ὁ)
- ἄσπιλος, ος, ον
- ἀσπίς 1, ίδος (ἡ)
- ἀσπίς 2, ίδος (ἡ)
- ἀσπιστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀσπιστής, οῦ (ὁ)
- ἀσπίστωρ, ορος
- ἄσπλαγχνος, ος, ον
- ἄσπονδος, ος ον
- ἄσπορος, ος, ον
- ἀσπούδαστος, ος, ον
- ἀσπουδάστως
- ἀσπουδί
- ἅσσα
- ἄσσα
- ἀσσάριον, ου (τό)
- ἆσσον
- ἀσσοτέρω
- Ἀσσυρία, ας (ἡ)
- Ἀσσύριος, α, ον
- ᾄσσω
- ἀστάθμητος, ος, ον
- ἀστακτί
- ἄστακτος, ος, ον
- ἀστάλακτος, ος, ον
- ἀστάνδης, ου (ὁ)
- Ἀστάρτη, ης (ἡ)
- ἀστασίαστος, ος, ον
- ἀστατέω-ῶ
- ἄστατος, ος, ον
- ἀσταφίς, ίδος (ἡ)
- ἄσταχυς, υος (ὁ)
- ἀστέγαστος, ος, ον
- ἀστεΐζομαι
- ἀστεῖος, α, ον
- ἄστειπτος, ος, ον
- ἀστείως
- ἀστεμφέως
- ἀστεμφής, ής, ές
- ἀστένακτος, ος, ον
- ᾀστέον
- ἀστεργάνωρ, ορος
- ἀστεργής, ής, ές
- ἀστερίζω
- ἀστεροειδής, ής, ές
- ἀστερόεις, όεσσα, όεν
- ἀστεροπή, ῆς (ἡ)
- ἀστεροπητής, οῦ (ὁ)
- ἀστερωπός, ός, όν
- ἀστέφανος, ος, ον
- ἀστεφάνωτος, ος, ον
- ἀστή, ῆς (ἡ)
- ἀστήρ, έρος
- ἀστήρικτος, ος, ον
- ἀστιβής, ής, ές
- ἀστικός, ή, όν
- ἄστικτος, ος, ον ον
- ἄστομος, ος, ον
- ἀστόξενος, ου (ὁ)
- ἄστοργος, ος, ον
- ἀστός, οῦ (ὁ)
- ἀστοχέω-ῶ
- ἀστόχημα, ατος (τό)
- ἀστοχία, ας(ἡ)
- ἄστοχος, ος, ον
- ᾀστόω-ῶ
- ἀστράβη, ης (ἡ)
- ἀστραβής, ής, ές
- ἀστραβίζω
- ἀστραγαλίζω
- ἀστραγάλισις, εως (ἡ)
- ἀστράγαλος, ου (ὁ)
- ἀστραγαλωτός, ή, όν
- ἀστραπαῖος, α, ον
- ἀστραπή, ῆς (ἡ)
- ἀστράπτω
- ἀστράσι
- ἀστρατεία, ας (ἡ)
- ἀστράτευτος, ος, ον
- ἀστρογείτων, ων, ον
- ἀστρολογία, ας (ἡ)
- ἀστρολόγος ου (ὁ)
- ἄστρον, ου (τό)
- ἀστρονομέω-ῶ
- ἀστρονομία, ας (ἡ)
- ἀστρονόμος, ου (ὁ)
- ἄστροφος, ος, ον
- ἄστυ, ἄστεως (τό)
- Ἀστυάγης, ου (ὁ)
- ἀστυάναξ, άνακτος
- ἀστυβοώτης, ου (ὁ)
- ἀστυγειτονέομαι-οῦμαι
- ἀστυγειτονικός, ή, όν
- ἀστυγείτων, ων, ον
- ἄστυδε
- ἀστύνικος
- ἀστυνόμος, ος, ον
- ἀσυγγνώμων, ων, ον
- ἀσυγκατάθετος, ος, ον
- ἀσυγκαταθέτως
- ἀσυγκόμιστος, ος, ον
- ἀσύγκρατος, ος, ον
- ἀσύγκριτος, ος, ον
- ἀσυγκρότητος, ος, ον
- ἀσύγχυτος, ος, ον
- ἀσυκοφάντητος, ος, ον
- ἀσυκοφαντήτως
- ἀσυλαῖος, α, ον
- ἀσυλία, ας (ἡ)
- ἀσυλλόγιστος, ος, ον
- ἀσυλλογίστως
- ἄσυλος, ος, ον
- ἀσύμβατος, ος, ον
- ἀσυμβάτως
- ἀσύμβλητος, ος, ον
- ἀσύμβολος, ος, ον
- ἀσύμμετρος, ος, ον
- ἀσυμπαθής, ής, ές
- ἀσύμφορος, ος, ον
- ἀσυμφόρως
- ἀσυμφυής, ής, ές
- ἀσύμφυλος, ος, ον
- ἀσυμφωνία, ας (ἡ)
- ἀσύμφωνος, ος, ον
- ἀσύμψηφος, ος, ον
- ἀσυνάλλακτος, ος, ον
- ἀσυνάρμοστος, ος, ον
- ἀσύνδετος, ος, ον
- ἀσύνδηλος, ος, ον
- ἀσυνειδήτως
- ἀσύνεργος, ος, ον
- ἀσυνεσία, ας (ἡ)
- ἀσύνετος, ος, ον
- ἀσυνέτως
- ἀσυνήθεια, ας (ἡ)
- ἀσυνήθης, ης, ες
- ἀσυνήθως
- ἀσυνήμων,
- ἀσύνθετος, ος, ον
- ἀσύνοπτος, ος, ον
- ἀσύντακτος, ος, ον
- ἀσυντάκτως
- ἀσυντέλεστος, ος, ον
- ἀσυντόνως
- ἀσύστατος, ος, ον
- ἀσύφηλος, ος, ον
- ἅσυχα, ἁσυχία
- ἅσυχος
- ἀσφάδαστος, ος, ον
- ἀσφάλεια, ας (ἡ)
- ἀσφαλέως
- ἀσφαλής, ής, ές
- ἀσφαλίζω
- ἀσφαλίη, ης (ἡ)
- ἀσφάλιος, ου
- ἄσφαλτος, ου (ὁ)
- ἀσφαλῶς
- ἀσφάραγος1, ου (ὁ)
- ἀσφάραγος2, ου (ὁ)
- ἀσφαραγωνία, ας (ἡ)
- ἀσφόδελος, ου (ὁ)
- ἀσφοδελός, οῦ
- ἄσφυκτος, ος, ον
- ἀσχαλάᾳ, ἀσχαλάαν
- ἀσχαλάω-ῶ
- ἀσχάλλω
- ἀσχαλόων, ἀσχαλόωσι
- ἀσχαλῶ
- ἄσχετος, ος, ον
- ἀσχημάτιστος, ος, ον
- ἀσχημονέω-ῶ
- ἀσχημοσύνη, ης (ἡ)
- ἀσχήμων, ων, ον
- ἀσχολέω-ῶ
- ἀσχολία, ας (ἡ)
- ἄσχολος, ος, ον
- ἄσχυ (τό)
- ἄσω
- ἀσῶ
- ᾄσω
- ᾀσῶ
- ἀσώδης1, ης, ες
- ἀσώδης2, ης, ες
- ἀσώματος, ος, ον
- Ἀσώπιος, ος, ον
- Ἀσωπός, οῦ (ὁ)
- ἄσωστος, ος, ον
- ἀσωτεύομαι
- ἀσωτία, ας (ἡ)
- ἄσωτος, ος, ον
- ἀσώτως
- ἀτακτέω-ῶ
- ἄτακτος, ος, ον
- ἀτάκτως
- ἀταλαίπωρος, ος, ον
- ἀτάλαντος, ος, ον
- ἀταλάφρων, ων, ον
- ἀτάλλω1
- ἀτάλλω2
- ἀταλός, ή, όν
- ἀταμίευτος, ος, ον
- ἀταξία, ας (ἡ)
- ἀταπείνωτος, ος, ον
- ἀτάρ
- ἀτάρακτος, ος, ον
- ἀταράκτως
- ἀταραξία, ας (ἡ)
- ἀτάραχος, ος, ον
- ἀταρβής, ής, ές
- ἀτάρβητος, ος, ον
- ἀταρπιτός, οῦ (ἡ)
- ἀταρπός, οῦ (ἡ)
- ἀταρτηρός, ά, όν
- ἀτασθαλία, ας (ἡ)
- ἀτασθάλλω
- ἀτάσθαλος, ος, ον
- ἀταύρωτος, ου
- ἀταφία, ας (ἡ)
- ἄταφος, ος, ον
- ἀτάομαι-ῶμαι
- ἅτε
- ἄτεγκτος, ος, ον
- ἀτειρής, ής, ές
- ἀτείχιστος, ος, ον
- ἀτέκμαρτος, ος, ον
- ἀτεκμάρτως
- ἄτεκνος, ος, ον
- ἀτέλεια, ας (ἡ)
- ἀτέλεστος, ος, ον
- ἀτελεύτητος, ος, ον
- ἀτέλευτος, ος, ον
- ἀτελής, ής, ές
- ἀτελίη
- ἀτελῶς
- ἀτέμβω
- ἀτενής, ής, ές
- ἀτενίζω
- ἄτερ
- ἀτέραμνος, ος, ον
- ἄτερθε
- ἀτέρμων, ων, ον
- ἅτερος, ἁτέρα
- ἀτερπής, ής, ές
- ἄτερπος, ος, ον
- ἀτευκτέω-ῶ
- ἄτευκτος, ος, ον
- ἀτευχής, ής, ές
- ἀτεύχητος, ος, ον
- ἀτεχνής, ής, ές
- ἀτεχνία, ας (ἡ)
- ἄτεχνος, ος, ον
- ἀτέχνως
- ἀτεχνῶς
- ἀτέω
- ἄτη, ης (ἡ)
- ἄτηκτος, ος, ον
- ἀτημελής, ής, ές
- ἀτημέλητος, ος, ον
- ἀτημελῶς
- ἀτηρός, ά, όν
- Ἀτθίς, ίδος (ἡ)
- ἀτίετος, ος, ον
- ἀτίζω
- ἀτιθάσευτος, ος, ον
- ἀτιμάζω
- ἀτιμαστέος, α, ον
- ἀτιμαστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀτιμάω-ῶ
- ἀτιμητέον
- ἀτίμητος, ος, ον
- ἀτιμία, ας (ἡ)
- ἀτιμοπενθής, ής, ές
- ἄτιμος, ος, ον
- ἀτιμόω-ῶ
- ἀτιμώρητος, ος, ον
- ἀτίμως
- ἀτίμωσις, εως (ἡ)
- ἀτιμωτέον
- ἀτιστέον
- ἀτιτάλλω
- ἀτίτας
- ἀτίτης, ου
- ἄτιτος, ος, ον
- Ἀτλαντικός, ή, όν
- Ἀτλαντίς, ίδος (ἡ)
- Ἄτλας, αντος (ὁ)
- ἄτλατος
- ἀτλητέω-ῶ
- ἄτλητος, ος, ον
- ἀτλήτως
- ἄτμητος, ος, ον
- ἀτμίζω
- ἀτμίς, ίδος (ἡ)
- ἀτμός, οῦ (ὁ)
- ἄτοκος, ος, ον
- ἀτόλμητος, ος, ον
- ἀτολμία, ας (ἡ)
- ἄτολμος, ος, ον
- ἀτόλμως
- ἄτομος, ος, ον
- ἀτονέω-ῶ
- ἀτονία, ας (ἡ)
- ἄτονος, ος, ον
- ἀτόνως
- ἀτόξευτος, ος, ον
- ἀτοπία, ας (ἡ)
- ἄτοπος, ος, ον
- ἀτόπως
- ἆτος, ος, ον
- ἄτρακτος, ου (ὁ, ἡ)
- ἀτραπιτός, οῦ (ἡ)
- ἀτραπός, οῦ (ἡ)
- Ἀτρείδης, ου (ὁ)
- Ἀτρείων, ωνος (ὁ)
- ἀτρέκεια, ας (ἡ)
- ἀτρεκέως
- ἀτρεκής, ής, ές
- ἀτρεκίη
- ἀτρεκῶς
- ἀτρέμα
- ἀτρεμαῖος, α, ον
- ἀτρέμας
- ἀτρεμέω-ῶ
- ἀτρεμής, ής, ές
- ἀτρεμία, ας (ἡ)
- ἀτρεμίζω
- ἄτρεπτος, ος, ον
- ἀτρέπτως
- ἄτρεστος, ος, ον
- ἀτρέστως
- Ἀτρεύς, έως (ὁ)
- ἀτρίακτος, ος, ον
- ἀτριβής, ής, ές
- ἄτριον
- ἄτριπτος, ος, ον
- ἄτρομος, ος, ον
- ἀτρόμως
- ἀτροφέω-ῶ
- ἀτροφία, ας (ἡ)
- ἄτροφος, ος, ον.
- ἀτρύγετος, ος, ον
- ἄτρυγος, ος, ον
- ἀτρύμων, ων, ον
- ἀτρύπητος, ος, ον
- ἄτρυτος, ος, ον
- ἀτρύφητος, ος, ον
- ἄτρωτος, ος, ον
- ἄττα1
- ἄττα2, ἄσσα
- ἅττα, ἅσσα
- ἀτταταῖ
- ἀττέλαβος,
- ἀττικίζω
- ἀττικισμός, οῦ (ὁ)
- ἀττικιστί
- Ἀττικός, ή, όν
- ἀττικῶς
- ᾄττω
- ἀτύζω
- ἀτύπωτος, ος, ον
- ἀτυράννευτος, ος, ον
- ἀτυφία, ας (ἡ)
- ἄτυφος, ος, ον
- ἀτύφως
- ἀτυχέω-ῶ
- ἀτύχημα, ατος (τό)
- ἀτυχής, ής, ές
- ἀτυχθείς
- ἀτυχία, ας (ἡ)
- ἀτυχῶς
- ἀτῶμαι
- αὖ
- αὐαίνω
- αὐγάζω
- αὐγάσδεο
- αὐγασμός, οῦ (ὁ)
- αὐγή, ῆς (ἡ)
- αὐγοειδής, ής, ές
- αὐδά
- αὐδάζω
- αὐδαθείς
- αὐδάξασθαι
- αὔδασον
- αὐδάω-ῶ
- αὐδή, ῆς (ἡ)
- αὐδήεις, ήεσσα, ῆεν
- αὐδήσασκε
- αὐερύω
- αὖθ’1= αὖτε,
- αὖθ’2
- αὐθάδεια, ας (ἡ)
- αὐθάδης, ης, ες
- αὐθαδία
- αὐθαδίζομαι
- αὐθάδισμα, ατος (τό)
- αὐθαδῶς
- αὔθαιμος, ος, ον
- αὐθαίμων, ων, ον
- αὐθαίρετος, ος, ον
- αὐθέκαστος, ος, ον
- αὐθεκάστως
- αὐθεντέω-ῶ
- αὐθέντης, ου (ὁ)
- αὐθήμερος, ος, ον
- αὖθι
- αὐθιγενής, ής, ές
- αὖθις
- αὐθόμαιμος, ος, ον
- αὐθωρί
- αὐΐαχος, ος, ον
- αὐλά
- αὐλαία, ας (ἡ)
- αὖλαξ, ακος (ἡ
- αὔλειος, α
- αὐλέω-ῶ
- αὐλή, ῆς (ἡ)
- αὔλημα, ατος (τό)
- αὔλησις, εως (ἡ)
- αὐλητής, οῦ (ὁ)
- αὐλητικός, ή, όν
- αὐλητικῶς
- αὐλητρίς, ίδος (ἡ)
- αὐλίζομαι
- αὐλικός, ή, όν
- αὔλιον, ου (τό)
- αὖλις, ιδος (ἡ)
- αὔλισις, εως (ἡ)
- αὐλός, οῦ (ὁ)
- αὐλῳδία, ας (ἡ)
- αὐλῳδικός, ή, όν
- αὐλῳδός, οῦ (ὁ)
- αὐλών, ῶνος (ὁ, ἡ)
- αὐλωπίας, ου (ὁ)
- αὐλῶπις, ιδος
- αὐξάνω
- αὔξη, ης (ἡ)
- αὔξησις, εως (ἡ)
- αὐξητικός, ή, όν
- αὔξιμος, ος, ον
- αὔξω
- αὖον
- αὐονή, ῆς,
- αὖος, η, ον
- ἀϋπνία, ας (ἡ)
- ἄϋπνος, ος, ον
- αὔρα, ας (ἡ)
- αὔρη
- αὔριον
- αὔριος, ος, ον
- ἄϋσα
- αὐσταλέος, α, ον
- αὐστηρός, ά, όν
- αὐστηρότης, ητος (ἡ)
- αὐτάγγελος, ος, ον
- αὐτάγρετος, ος, ον
- αὐτάδελφος, ος, ον
- αὔτανδρος, ος, ον
- αὐτανεψιός, οῦ (ὁ)
- αὐτάρ
- αὐτάρκεια, ας (ἡ)
- αὐτάρκης, ης, ες
- αὐτάρκως
- αὖτε
- αΰτει
- αὐτεξούσιος, ος, ον
- αὐτεπάγγελτος, ος, ον
- αὐτερέτης, ου (ὁ)
- ἀΰτευν
- ἀϋτέω-ῶ
- αὐτή1
- αὑτή2
- αὕτη3
- ἀϋτή, ῆς (ἡ)
- αὑτηΐ
- αὐτήκοος, ος, ον
- αὐτῆμαρ
- αὐτημερόν
- αὐτιγενής, ής, ές
- αὐτίκα
- αὖτις
- ἀϋτμή, ῆς (ἡ)
- ἀϋτμήν, ένος (ὁ)
- αὐτό
- αὐτοβοεί
- αὐτόβουλος, ος, ον
- αὐτογενής, ής, ές
- αὐτογέννητος, ος, ον
- αὐτόγλυφος, ος, ον
- αὐτογνωμονέω-ῶ
- αὐτογνωμόνως
- αὐτογνώμων, ων, ον
- αὐτόγνωτος, ος, ον
- αὐτόγραφος, ος, ον
- αὐτοδαής, ής, ές
- αὐτοδάϊκτος, ος, ον
- αὐτόδεκα
- αὐτόδηλος, ος, ον
- αὐτοδίδακτος, ος, ον
- αὐτόδικος, ος, ον
- αὐτόδιον
- αὐτόδορος, ος, ον
- αὐτοέντης, ης, ες
- αὐτοετής, ής, ές
- αὐτοθάνατος, ος, ον
- αὐτόθεν
- αὐτόθι
- αὐτοκάβδαλος, ος, ον
- αὐτοκαβδάλως
- αὐτοκασιγνήτη, ης (ἡ)
- αὐτοκασίγνητος, ου (ὁ)
- αὐτοκατάκριτος, ος, ον
- αὐτοκέλευστος, ος, ον
- αὐτοκελής, ής, ές
- αὐτοκίνητος, ος, ον
- αὐτόκλητος, ος, ον
- αὐτόκομος, ος, ον
- αὐτοκρατής, ής, ές
- αὐτοκρατορικῶς
- αὐτοκράτωρ, ορος
- αὐτόκτιτος, ος, ον
- αὐτοκτονέω-ῶ
- αὐτόκτονος, ος, ον
- αὐτοκτόνως
- αὐτόκωπος, ος, ον
- αὐτολήκυθος, ου (ὁ)
- αὐτομάθεια, ας (ἡ)
- αὐτομαθής, ής, ές
- αὐτομάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
- αὐτοματίζω
- αὐτόματος, η, ον
- αὐτομάτως
- αὐτομολέω-ῶ
- αὐτομολία, ας (ἡ)
- αὐτόμολος, ος, ον
- αὐτονομέω-ῶ
- αὐτονομία, ας (ἡ)
- αὐτόνομος, ος, ον
- αὐτόνοος-ους, οος-ους, οον-
- αὐτονυχί
- αὐτόξυλος, ος, ον
- αὐτόπαις, παιδος (ὁ)
- αὐτοπήμων, ων, ον
- αὐτόποιος, ος, ον
- αὐτόπολις, εως (ἡ)
- αὐτοπραγία, ας (ἡ)
- αὐτόπρεμνος, ος, ον
- αὐτόπτης, ου (ὁ)
- αὐτόριζος
- αὐτόροφος, ος, ον
- αὐτόρριζος, ος, ον
- αὐτός, ή, ό
- αὑτός
- αὐτόσε
- αὐτόσσυτος, ος, ον
- αὐτοσταδίη
- αὐτόστολος, ος, ον
- αὐτόστονος, ος, ον
- αὐτοσφαγής, ής, ές
- αὐτοσχεδά
- αὐτοσχεδιάζω
- αὐτοσχεδιαστής, οῦ (ὁ)
- αὐτοσχέδιος, ος
- αὐτοσχεδόν
- αὐτότατος
- αὐτοτελής, ής, ές
- αὐτότεχνος, ος, ον
- αὐτότοκος, ος, ον
- αὐτοτόκος, ος, ον
- αὐτοτραγικός, ή, όν
- αὐτοῦ
- αὑτοῦ
- αὐτουργία, ας (ἡ)
- αὐτουργός, ός, όν
- αὐτόφι
- αὐτοφόνος, ος, ον
- αὐτοφόντης, ου (ὁ)
- αὐτοφόνως
- αὐτόφορτος, ος, ον
- αὐτοφυής, ής, ές
- αὐτοφυῶς
- αὐτόφωρος, ος, ον
- αὐτόχειρ, χειρος
- αὐτοχειρία, ας (ἡ)
- αὐτόχθονος, ος, ον
- αὐτόχθων, ων, ον
- αὐτόχρημα
- αὐτόχροος-ους, -οος-ους, οο
- αὐτῷ
- αὑτῷ
- αὔτως
- αὐχενίζω
- αὐχέω-ῶ
- αὔχημα, ατος (τό)
- αὐχήν, ένος (ὁ)
- αὔχησις, εως (ἡ)
- αὐχθῆναι
- αὐχμέω-ῶ
- αὐχμηρός, ά, όν
- αὐχμός, οῦ (ὁ)
- αὐχμώδης, ης, ες
- αὔω 1
- αὔω2
- ἀφ’
- ἀφάβρωμα, ατος (τό)
- ἀφαγνεύω
- ἀφαγνίζω
- ἀφαίρεσις, εως (ἡ)
- ἀφαιρέω-ῶ
- ἀφάλλομαι
- ἄφαλος, ος, ον
- ἀφαμαρτάνω
- ἀφαμαρτοεπής, ής, ές
- ἀφανδάνω
- ἀφάνεια, ας (ἡ)
- ἀφανής, ής, ές
- ἀφανίζω
- ἀφάνισις, εως (ἡ)
- ἀφανισμός, οῦ (ὁ)
- ἀφανιστέος, α, ον
- ἀφανιστής, οῦ (ὁ)
- ἀφαντασίωτος, ος, ον
- ἄφαντος, ος, ον
- ἀφανῶς
- ἀφάπτω
- ἄφαρ
- ἀφάρμακτος, ος, ον
- ἀφαρπάζω
- ἀφάρτερος, ος, ον
- ἀφασία, ας (ἡ)
- ἄφασον
- ἀφάσσω
- ἄφατος, ος, ον
- ἀφαυρός, ά, όν
- ἀφαύω
- ἁφάω-ῶ
- ἀφεγγής, ής, ές
- ἀφεδρών, ῶνος (ὁ)
- ἀφέῃ
- ἀφέηκα
- ἀφεθῆναι, ἀφεθήσομαι
- ἀφειδέω-ῶ
- ἀφειδέως
- ἀφειδής, ής, ές
- ἀφειδία, ας (ἡ)
- ἀφειδῶς
- ἀφεῖεν, ἀφείην
- ἀφείθην, ἀφεῖκα
- ἀφεῖλον, ἀφειλόμην
- ἀφεῖμαι, ἀφείμην,
- ἀφεῖναι
- ἀφείργω
- ἀφείς, ἀφεῖσα, ἀφέν
- ἀφεῖτε
- ἀφεκτέον
- ἀφέλεια, ας (ἡ)
- ἀφελής, ής, ές
- ἀφέλκω
- ἀφελότης, ητος (ἡ)
- ἀφελπίζω,
- ἀφελῶς
- ἀφέμενος
- ἄφενος (τό)
- ἀφέξεαι
- ἀφέξω
- ἄφερκτος, ος, ον
- ἀφέρπω
- ἄφερτος, ος, ον
- ἄφες, ἀφέσθαι
- ἄφεσις, εως (ἡ)
- ἀφέστηκα
- ἀφεστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἀφεστώς
- ἀφετέος, α, ον
- ἀφέτην
- ἄφετος, ος, ον
- ἀφέψω
- ἁφή1, ῆς (ἡ)
- ἁφή2, ῆς (ἡ)
- ἀφῇ
- ἀφηγέομαι-οῦμαι
- ἀφήγημα, ατος (τό)
- ἀφήγησις, εως (ἡ)
- ἀφηδύνω
- ἀφῆκα
- ἀφηλάμην, ἀφηλόμην
- ἀφῆλιξ, ικος
- ἄφημαι
- ἀφημερεύω
- ἀφηνίαζω
- ἀφηνιασμός, οῦ (ὁ)
- ἀφῃρέθην, ἀφῄρηκα, ἀφῄρ
- ἀφήρπασα
- ἀφήσω
- ἀφήτωρ, ορος (ὁ)
- ἀφθαρσία, ας (ἡ)
- ἄφθαρτος, ος, ον
- ἄφθεγκτος, ος, ον
- ἅφθην
- ἄφθιτος, ος, ον
- ἄφθογγος, ος, ον
- ἀφθόνητος, ος, ον
- ἀφθονία, ας (ἡ)
- ἄφθονος, ος, ον
- ἀφθόνως
- ἀφθορία, ας (ἡ)
- ἄφθορος, ος, ος
- ἀφῖγμαι
- ἀφίει, ἀφιεῖσαι
- ἀφίεμαι
- ἀφιερόω-ῶ
- ἀφιέρωσις, εως (ἡ)
- ἀφίεσαν
- ἀφίετε
- ἀφίετο
- ἀφίημι
- ἀφικάνω
- ἀφίκεο, ἀφικέσθαι
- ἀφικνέομαι-οῦμαι
- ἀφικόμην
- ἀφίκτωρ, ορος (ὁ)
- ἀφιλάγαθος, ος, ον
- ἀφιλάνθρωπος, ος, ον
- ἀφιλάργυρος, ος, ον
- ἀφίλαυτος, ος, ον
- ἀφίλητος, ος, ον
- ἀφιλόκαλος, ος, ον
- ἀφιλόλογος, ος, ον
- ἀφιλοπλουτία, ας (ἡ)
- ἄφιλος, ος, ον
- ἀφιλόστοργος, ος, ον
- ἀφιλότιμος, ος, ον
- ἀφιλοτίμως
- ἀφιλοχρηματία, ας (ἡ)
- ἀφίλως
- ἀφίξεαι
- ἄφιξις, εως (ἡ)
- ἀφίξομαι
- ἀφιππάζομαι
- ἀφιππεύω
- ἄφιππος, ος, ον
- ἀφίπταμαι
- ἀφίστημι
- ἄφλαστον, ου (τό)
- ἀφλέγμαντος, ος, ον
- ἄφλοιος, ος, ον
- ἀφλοισμός, οῦ (ὁ)
- ἀφλύαρος, ος, ον
- ἀφνειός, ός, όν
- ἀφνεός, ά, όν
- ἄφνω
- ἀφόβητος, ος, ον
- ἀφοβία, ας (ἡ)
- ἄφοβος, ος, ον
- ἀφόβως
- ἄφοδος, ου (ἡ)
- ἀφοίβαντος, ος, ον
- ἀφομοιόω-ῶ
- ἀφομοίωσις, εως (ἡ)
- ἀφοπλίζω
- ἀφοράω-ῶ
- ἀφόρητος, ος, ον
- ἀφορία, ας (ἡ)
- ἀφορίζω
- ἀφορμάω-ῶ
- ἀφορμή, ῆς (ἡ)
- ἀφορμίζομαι
- ἀφόρμικτος, ος, ον
- ἄφορμος, ος, ον
- ἄφορος, ος, ον
- ἀφοσιόω-ῶ
- ἀφοσίωσις, εως (ἡ)
- ἀφοῦ
- ἁφόων
- ἀφραδέω
- ἀφραδέως
- ἀφραδής, ής, ές
- ἀφραδίη, ης (ἡ)
- ἀφραίνω
- ἄφρακτος, ος, ον
- ἀφράσμων, ων, ον
- ἄφραστος, ος, ον
- ἀφράστως
- ἀφρέω-ῶ
- ἀφρήτωρ, ορος
- ἀφρίζω
- ἀφροδισιάζω
- ἀφροδίσιος, α, ον
- Ἀφροδίτη, ης (ἡ)
- ἀφρονέω-ῶ
- ἄφροντις, ιδος
- ἀφρόντιστος, ος, ον
- ἀφροντίστως
- ἀφρόνως
- ἀφρός, οῦ (ὁ)
- ἀφροσύνη, ης (ἡ)
- ἀφρούρητος, ος, ον
- ἀφρώδης, ης, ες
- ἄφρων, ων, ον
- ἀφυβρίζω
- ἀφύη, ης (ἡ)
- ἀφυής, ής, ές
- ἀφυΐα, ας (ἡ)
- ἄφυκτος ος, ον
- ἀφυλακτέω-ῶ
- ἀφύλακτος, ος, ον
- ἀφυλάκτως
- ἀφυλαξία, ας (ἡ)
- ἄφυλλος, ος, ον
- ἀφυπνίζω
- ἀφυπνόω-ῶ
- ἀφυσγετός1, οῦ (ὁ)
- ἀφυσγετός2, οῦ
- ἀφυσσάμενος, ἀφύσσας
- ἀφύσσατο, ἄφυσσε
- ἄφυσσον
- ἀφύσσω
- ἀφυστερέω-ῶ
- ἀφυῶς
- ἀφῶ, ῇς, ῇ
- ἀφώνητος, ος, ον
- ἄφωνος, ος, ον
- ἀφώνως
- ἀφωρισμένως
- Ἀχαία1, ας
- Ἀχαΐα,
- Ἀχαιΐη
- ἀχαιΐνη, ης (ἡ)
- Ἀχαιΐς
- Ἀχαϊκός, ή, όν
- Ἀχαιός, ά, όν
- Ἀχαΐς, ίδος
- ἀχαλίνωτος, ος, ον
- ἀχάλκευτος, ος, ον
- ἄχαλκος, ος, ον
- ἀχάνεια, ας (ἡ)
- ἀχάνη, ης (ἡ)
- ἀχανής1, ής ές
- ἀχανής2, ής ές
- ἀχαράκωτος, ος, ον
- ἄχαρι
- ἄχαρις, ις, ι
- ἀχαρίστερος, α, ον
- ἀχαριστέω-ῶ
- ἀχαριστία, ας (ἡ)
- ἀχάριστος, ος, ον
- ἀχαρίστως
- ἀχάριτος, ος, ον
- Ἀχαρναί, ῶν (αἱ)
- ἄχει1
- ἄχει2
- ἀχείματος, ος, ον
- ἄχειρ, ἄχειρος
- ἀχείρητος, ος, ον
- ἀχειροποίητος, ος, ον
- ἀχείρωτος, ος, ον
- Ἀχελώϊος, ου (ὁ)
- Ἀχελωΐδες, ων (αἱ)
- Ἀχελῷος, ου (ὁ)
- ἄχερδος, ου (ἡ, ὁ)
- Ἀχερόντιος, α, ον
- Ἀχερουσιάς, άδος
- Ἀχερούσιος, α, ον
- ἀχερωΐς, ΐδος (ἡ)
- Ἀχέρων, οντος (ὁ)
- ἀχέτας
- ἀχεύω
- ἀχέω1
- ἀχέω2-ῶ
- ἀχηνία, α (ἡ)
- ἀχθεινός, ή, όν
- ἀχθηδών, όνος (ἡ)
- ἀχθήσομαι
- ἀχθίζω
- ἄχθομαι
- ἄχθος, εος-ους (τό)
- ἀχθοφορέω-ῶ
- ἀχθοφορία, ας (ἡ)
- ἀχθοφόρος, ος, ον
- Ἀχίλειος
- Ἀχιλεύς
- Ἀχίλλειος, ος, ον
- Ἀχιλλεύς, έως (ὁ)
- Ἀχιλλήϊον
- ἀχίτων, ων, ον
- ἀχλυόεις, όεσσα, όεν
- ἀχλύς, ύος (ἡ)
- ἀχλύω
- ἄχνη, ης (ἡ)
- ἄχνυμαι
- ἀχολία, ας (ἡ)
- ἄχολος, ος, ον
- ἄχομαι
- ἄχορδος, ος, ον
- ἀχόρευτος, ος, ον
- ἄχορος, ος, ον
- ἄχος, εος-ους (τό)
- ἆχος
- ἀχρεῖος, ος ου α, ον
- ἀχρειόω-ῶ
- ἀχρηστία, ας (ἡ)
- ἄχρηστος, ος, ον
- ἄχρι
- ἄχρονος, ος, ον
- ἄχρυσος, ος, ον
- ἀχρώματος, ος, ον
- ἄχρωστος, ος, ον
- ἄχυμος, ος, ον
- ἀχύρινος, η, ον
- ἀχυρμιά, ᾶς (ἡ)
- ἄχυρον, ου (τό)
- ἄχω
- ἀχώ
- ἀχώριστος, ος, ον
- ἄψ
- ἀψάμην
- ἀψαυστί
- ἄψαυστος, ος, ον
- ἀψεγής, ής, ές
- ἀψευδέω-ῶ
- ἀψευδέως
- ἀψευδής, ής, ές
- ἀψευδῶς
- ἄψευστος, ος, ον
- ἁψικορία, ας (ἡ)
- ἁψίκορος, ος, ον
- ἁψιμαχέω-ῶ
- ἁψιμαχία, ας (ἡ)
- ἀψίνθιον, ου (τό)
- ἁψίς, ῖδος (ἡ)
- ἅψις, εως (ἡ)
- ἀψόρροος-ους, οος-ους, οον-
- ἄψορρος, ος, ον
- ἅψος, εος-ους (τό)
- ἀψοφητί
- ἀψόφητος, ος, ον
- ἄψοφος, ος, ον
- ἄψυκτος, ος, ον
- ἀψυχία, ας (ἡ)
- ἄψυχος, ος, ον
- ἄψω
- ἀῶ
- ἄω
- ἀώδης, ης, ες
- ἀῶθεν
- ἀώϊος
- ᾀών
- ἀῷος
- ἀωρί
- ἀωρία, ας (ἡ)
- ἀωρόλειος, ος, ον
- ἀωρόνυκτος, ος, ον
- ἄωρος, ος, ον
- ἄωρτο
- ἀώς
- ἀωσφόρος
- ἀωτέω-ῶ
- ἄωτον, ου (τό)
- ἄωτος1, ου (ὁ)
- ἄωτος2, ος, ον
- Β , β (βῆτα) (τό)
- βᾶ
- βαβύκα, ας (ἡ)
- Βαβυλών, ῶνος (ἡ)
- Βαβυλώνιος, α, ον
- βάγμα, ατος (τό)
- βάδην
- βαδίζω
- βαδιοῦμαι
- βάδισις, εως (ἡ)
- βάδισμα, ατος (τό)
- βαδιστέον
- βαδιστής, οῦ (ὁ)
- βάζω
- βαθέη
- βαθέως
- βᾶθι
- βαθίων, βάθιστος
- βαθμοειδής , ής, ές
- βαθμός, οῦ (ὁ)
- βάθος, εος-ους (τό)
- βαθρεία, ας (ἡ)
- βάθρον, ου (τό)
- βαθύβουλος, ος, ον
- βαθύγαιος
- βαθύγειος, ος, ον
- βαθυγνώμων, ων, ον
- βαθύδενδρος, ος, ον
- βαθυδινήεις, ήεσσα, ῆεν
- βαθυδίνης, ου
- βαθύζωνος, ου
- βαθύκολπος, ος, ον
- βαθύλειμος, ος, ον
- βαθυλείμων, ων, ον
- βαθυλήϊος, ος, ον
- βαθύνω
- βαθυπλήξ, ῆγος
- βαθύπλουτος, ος, ον
- βαθυπώγων, ωνος
- βαθυρρείτης, ου
- βαθύρριζος, ος, ον
- βαθύρροος, ος, ον
- βαθύς, εῖα, ύ
- βαθυσκαφής, ής, ές
- βαθύσκιος, ος ον
- βαθύστρωτος, ος, ον
- βαθύσχοινος, ος, ον
- βαθύτης, ητος (ἡ)
- βαθύφρων, ων, ον
- βαθυχάϊος, ος, ον
- βαθύχθων, ων ον
- βαίην
- βαίνω
- βαΐον, ου (τό)
- βαιός, ά, όν
- βαίτη, ης (ἡ)
- βάκλον, ου (τό)
- βακτηρία, ας (ἡ)
- βάκτρον, ου (τό)
- βάκυλα, ων (τά)
- βακχάω-ῶ
- Βακχεία, ας (ἡ)
- Βάκχειος, εία, ειον
- Βακχεῖος, εία, εῖον
- βακχεύματα, ων (τά)
- Βακχεύς, έως (ὁ)
- βάκχευσις, εως (ἡ)
- βακχεύω
- βάκχη, ης (ἡ)
- Βακχικός, ή, όν
- Βάκχιος, α, ον
- βακχιόω-ῶ
- βακχίς, ίδος (ἡ)
- βακχιώτης, ου
- Βάκχος, ου (ὁ)
- βαλανάγρα, ας (ἡ)
- βαλανεῖον, ου (τό)
- βαλανεύς, έως (ὁ)
- βαλανηφάγος, ος, ον
- βαλανηφόρος ος, ον
- βάλανος, ου (ἡ)
- βαλάντιον, ου (τό)
- βαλαντιοτομέω-ῶ
- βαλαντιοτόμος, ου (ὁ)
- βαλβίς, ῖδος (ἡ)
- βαλέειν
- βαλεῦ
- βαλέω
- βαλήν
- βάλῃσθα, βάλῃσι
- βαλιός, ά, όν
- βάλλεαι
- βάλλεο
- βαλλέσκετο
- βάλλευ
- βαλλήν, ῆνος (ὁ)
- βαλληναῖος, ος, ον
- βάλλω
- βάλοισθα
- βαλόμεν
- βαλός
- βᾶμα
- βαμβαίνω
- βαμβακύζω
- βάμμα, ατος (τό)
- βάν
- βαναυσία, ας (ἡ)
- βαναυσικός, ή, όν
- βάναυσος, ος, ον
- βαναυσουργία, ας (ἡ)
- βαναυσουργός, οῦ (τό)
- βάξις, εως (ἡ)
- βαπτίζω
- βάπτισμα, ατος (τό)
- βαπτισμός, οῦ (ὁ)
- βαπτιστής, οῦ (ὁ)
- βαπτός, ή, όν
- βάπτω
- βάραθρον, ου (τό)
- βαραθρώδης, ης, ες
- βαρβαρίζω
- βαρβαρικός, ή, όν
- βαρβαρικῶς
- βαρβαρισμός, οῦ (ὁ)
- βαρβαριστί
- βάρβαρος, ος, ον
- βαρβαρόφωνος, ος, ον
- βαρβαρόω-ῶ
- βάρδιστος
- βαρέω-ῶ
- βαρέως
- βᾶρις, ιδος (ἡ)
- βάρος, εος-ους (τό)
- βαρυάλγετος, ος, ον
- βαρυαχής, ής, ές
- βαρύβρομος, ος, ον
- βαρυβρώς, ῶτος
- βαρυδαιμονία, ας (ἡ)
- βαρυδαίμων, ων, ον
- βαρύδικος, ος, ον
- βαρυδότειρα, ας
- βαρυεγκέφαλος, ος, ον
- βαρυθυμέω-ῶ
- βαρυθυμία, ας (ἡ)
- βαρύθυμος, ος, ον
- βαρύθω
- βαρύκοτος, ος, ον
- βαρύλυπος, ος, ον
- βαρύμοχθος, ος, ον
- βαρύνω
- βαρυπαθέω-ῶ
- βαρυπενθία, ας (ἡ)
- βαρυπεσής, ής, ές
- βαρύποτμος, ος, ον
- βαρύς, εῖα, ύ
- βαρυσίδηρος, ος, ον
- βαρύστονος, ος, ον
- βαρυστόνως
- βαρυσύμφορος, ος, ον
- βαρύτης, ητος (ἡ)
- βαρύτιμος, ος, ον
- βαρυφροσύνη, ης (ἡ)
- βαρύψυχος, ος, ον
- βάς
- βασανίζω
- βασανισμός, οῦ (ὁ)
- βασανιστέος, α, ον
- βασανιστής, οῦ (ὁ)
- βάσανος, ου (ἡ)
- βασιλεία, ας (ἡ)
- βασίλεια1, ας (ἡ)
- βασίλεια2
- βασιλείδιον, ου (τό)
- βασίλειος, ος, ον
- βασιλεύς, έως (ὁ)
- βασιλεύω
- βασιληΐη
- βασιλήϊος
- βασιληΐς, ΐδος
- βασιλίζω
- βασιλικός, ή, όν
- βασιλικῶς
- βασιλίς, ίδος
- βασιλίσκος, ου (ὁ)
- βασίλισσα, ης (ἡ)
- βάσιμος, ος, ον
- βάσις, εως (ἡ)
- βασκαίνω
- βασκανία, ας (ἡ)
- βάσκανος, ος, ον
- βασκαντικός, ή, όν
- βάσκω
- βάσομαι
- βᾶσσα
- βασσάρα, ας (ἡ)
- βασσάριον, ου (τό)
- βάσσον
- βάσταγμα, ατος (τό)
- βαστάζω
- βάταλος, ου (ὁ)
- βατέω-ῶ
- βάτην
- βάτιον, ου (τό)
- βάτος1, ου (ἡ, ὁ)
- βάτος2, ου (ὁ)
- βατός, ή, όν
- βατραχίδιον, ου (τό)
- Βατραχομυομαχία, ας (ἡ)
- βάτραχος, ου (ὁ)
- βάτταλος, ου (ὁ)
- βατταρίζω
- βαττολογέω-ῶ
- βάτω
- βαΰ, βαΰ
- βαΰζω
- βαυκαλάω-ῶ
- βαφεύς, έως (ὁ)
- βαφή, ῆς (ἡ)
- βαφήσομαι
- βαφικός, ή, όν
- βδάλλω
- βδέλλα, ης (ἡ)
- βδέλυγμα, ατος (τό)
- βδελυγμία, ας (ἡ)
- βδελυκτός, ή, όν
- βδελύκτροπος, ος, ον
- βδελυρία, ας (ἡ)
- βδελυρός, ά, όν
- βδελύσσομαι
- βδέω
- βέβαα
- βέβαιος, ος, ον
- βεβαιότης, ητος (ἡ)
- βεβαιόω-ῶ
- βεβαίως
- βεβαίωσις, εως (ἡ)
- βεβαιωτής, οῦ (ὁ)
- βεβαιωτικός, ή, όν
- βέβακα
- βέβακται
- βεβάμεν
- βέβαμμαι
- βέβασαν
- βεβᾶσι
- βεβαῶς, βεβαυῖα
- βέβηκα
- βέβηλος, ος, ον
- βεβηλόω-ῶ
- βέβληαι, βεβλήαται
- βεβλήατο
- βέβληκα, βέβλημαι
- βέβλητο
- βεβολήατο, βεβολημένος
- βέβριθα
- βεβρώθοις
- βέβρωκα
- βεβρώς
- βεβρώσομαι
- βεβωμένος
- βεβώς
- βείομαι
- βείω
- βεκκεσέληνος, ου (ὁ, ἡ)
- βεκός, οῦς (τό)
- βέλεμνον, ου (τό)
- Βελλεροφόντης, ου (ὁ)
- Βελλεροφῶν, ῶντος (ὁ)
- βελόνη, ης (ἡ)
- βέλος, εος-ους (τό)
- βελοσφενδόνη, ης (ἡ)
- βελουλκέω-ῶ
- βέλτατος, η, ον
- βέλτερος, α, ον
- βελτιόω-ῶ
- βέλτιστος, η, ον
- βελτίων, ων, ον
- βελτίωσις, εως (ἡ)
- βένθος, εος-ους (τό)
- βένθοσδε
- βέομαι
- βέρεθρον, ου (τό)
- βῆ
- βῇ
- βῆθι
- βηλός, οῦ (ὁ)
- βῆμα, ατος (τό)
- βηματίζω
- βήμεναι
- βῆν
- βῆναι
- βήξ, βηχός (ἡ, ὁ)
- βήξω
- βήρυλλος, ου (ὁ, ἡ)
- βῆσα
- βήσετο
- βήσομαι
- βῆσσα, ης (ἡ)
- βήσσω,
- βητάρμων, ονος (ὁ)
- βήτην
- βία, ας (ἡ)
- βιάζω
- βιαιοθανατέω-ῶ
- βίαιος, α, ον
- βιαίως
- βιασμός, οῦ (ὁ)
- βιαστής, οῦ (ὁ)
- βιάω-ῶ
- βιβάζω
- βιβάσθων
- βίβημι
- βιβλαρίδιον, ου (τό)
- βιβλάριον, ου (τό)
- βιβλιακός, ή, όν
- βιβλιδάριον, ου (τό)
- βιβλίδιον, ου (τό)
- βιβλίον, ου (τό)
- βίβλος, ου (ἡ)
- βιβρώσκω
- βιβῶν
- βίη, ης (ἡ)
- βιήσατο
- βίηφι
- βῖκος, ου (ὁ)
- βιόδωρος, ος, ον
- βίος, ου (ὁ)
- βιός, οῦ (ὁ)
- βιοστερής, ής, ές
- βιοτεία, ας (ἡ)
- βιοτεύω
- βιοτή, ῆς (ἡ)
- βιότιον, ου (τό)
- βίοτος, ου (ὁ)
- βιούς
- βιόω-ῶ
- βιόωνται, βιόωντο
- βιῴατο
- βιῶναι
- βιώσιμος, ος, ον
- βίωσις, εως (ἡ)
- βιωτικός, ή, όν
- βιωτός, ή, όν
- βιώτω
- βλάβεν
- βλαβερός, ά, όν
- βλαβερῶς
- βλάβη, ης (ἡ)
- βλαβήσομαι
- βλάβος, εος-ους (τό)
- βλαισός, ή, όν
- βλαίσωσις, εως (ἡ)
- βλακεία, ας (ἡ)
- βλακεύω
- βλακικός, ή, όν
- βλακίστατος
- βλακώδης, ης, ες
- βλάξ, βλακός
- βλάπτω
- βλαστάνω
- βλαστάω-ῶ
- βλαστέω-ῶ
- βλάστη, ης (ἡ)
- βλάστημα, ατος (τό)
- βλαστημός, οῦ (ὁ)
- βλαστήσω
- βλαστός, οῦ (ὁ)
- βλασφημέω-ῶ
- βλασφημία, ας (ἡ)
- βλάσφημος, ος, ον
- βλαχά
- βλαψίφρων, ων, ον
- βλεῖο
- βλεμεαίνω
- βλέμμα, ατος (τό)
- βλέπος, εος-ους (τό)
- βλεπτός, ή, όν
- βλέπω
- βλεφαρίς, ίδος (ἡ)
- βλέφαρον, ου (τό)
- βλήεται
- βληθήσομαι, βληθῆναι
- βλῆμα, ατος (τό)
- βλήμενος
- βλῇο
- βλῆσθαι
- βλητέος, α, ον
- βλῆτο
- βλητός, ή, όν
- βλῆτρον, ου (τό)
- βληχάομαι-ῶμαι
- βληχή, ῆς (ἡ)
- βληχηθμός, οῦ (ὁ)
- βληχητός, ή, όν
- βληχώ, οῦς (ἡ)
- βληχώδης, ης, ες
- βλιμάζω
- βλίττω
- βλοσυρός, ά, όν
- βλοσυρόφρων, ων, ον
- βλοσυρῶπις, ιδος
- βλύζω
- βλωθρός, ά, όν
- βλώσκω
- βοά
- βοᾷ
- βοάᾳ
- βοάγριον, ου (τό)
- βόαμα, ατος (τό)
- βοᾶσε
- βοᾶτις, ιδος
- βοάω-βοῶ
- βοέη
- βοεικός, ή, όν
- βόειος, α, ον
- βόεος, α, ον
- βόες
- βοεύς, έως (ὁ)
- βοή, ῆς (ἡ)
- βοηδρομέω-ῶ
- Βοηδρόμια, ων (τά)
- Βοηδρομιών, ῶνος (ὁ)
- βοηδρόμος, ος, ον
- βοήθεια, ας (ἡ)
- βοηθέω-ῶ
- βοηθητέον
- βοηθητικός, ή, όν
- βοηθόος, ος, ον
- βοηθός, ός, όν
- βοηλασία, ας (ἡ)
- βοηλάτης, ου (ὁ)
- βοηνόμος, ου (ὁ)
- βοητύς, ύος (ἡ)
- βόθρος, ου (ὁ)
- βόθυνος, ου (ὁ)
- βοιωτάρχης, ου (ὁ)
- βοιωταρχία, ας (ἡ)
- βοιώταρχος, ου (ὁ)
- Βοιωτία, ας (ἡ)
- βοιωτιάζω
- βοιωτίζω
- Βοιωτικός, ή, όν
- Βοιώτιος, α, ον
- Βοιωτίς, ίδος
- Βοιωτός, οῦ
- Βοιωτουργής, ής, ές
- βολαῖος, α, ον
- βολέω-ῶ
- βολή, ῆς (ἡ)
- βολίζω
- βολίς, ίδος (ἡ)
- βολιστικός, ή, όν
- βόλλα
- βόλλομαι, βόλομαι
- βόλος, ου (ὁ)
- βομβέω-ῶ
- βόμβος, ου (ὁ)
- βομβυλιός, οῦ (ὁ)
- βόμβυξ, υκος (ὁ)
- βομβώδης, ης, ες
- βοόων, βοόωσι
- βορά, ᾶς (ἡ)
- βόρβορος, ου (ὁ)
- βορβορυγμός, οῦ (ὁ)
- βορβορώδης, ης, ες
- Βορέας, ου (ὁ)
- Βορεάς, άδος
- Βορέης
- βόρειος, α, ον
- βορήϊος
- βορός, ά, όν
- βορραῖος, α
- Βορρᾶς
- βόσις, εως (ἡ)
- βοσκέσκοντο
- βοσκή, ῆς (ἡ)
- βόσκημα, ατος (τό)
- βοσκός, οῦ (ὁ)
- βόσκω
- Βοσπόριος, α, ον
- Βόσπορος, ου (ὁ)
- βοστρυχηδόν
- βόστρυχος, ου (ὁ)
- βοτάμια, ων (τά)
- βοτάνη, ης (ἡ)
- βοτανικός, ή, όν
- βοτήρ, ῆρος (ὁ)
- βοτηρικός, ή, όν
- βοτόν, οῦ (τό)
- βοτρυδόν
- βοτρυοστέφανος, ος, ον
- βότρυς, υος (ἡ)
- βούβαλις, ιος (ἡ)
- βούβαλος, ου (ὁ)
- βούβοτος, ος, ον
- βούβρωστις, εως (ἡ)
- βουβών, ῶνος (ὁ)
- βουγάϊος
- βουγενής, ής, ές
- βουδόρος, ος, ον
- βουζύγιος, ος, ον
- βουθερής, ής, ές
- βουθόρος, ος, ον
- βουθρέμμων, ων, ον
- βουθυτέω-ῶ
- βούθυτος, ος, ον
- βούκερως, ως, ων
- βουκολέεσκες
- βουκολέω-ῶ
- βουκόλησις, εως (ἡ)
- βουκολία, ας (ἡ)
- βουκολικός, ή, όν
- βουκόλιον, ου (τό)
- βουκόλος, ου (ὁ)
- βούκρανος, ος, ον
- βουλά
- βουλαῖος, α, ον
- βούλαρχος, ου (ὁ)
- βούλει
- βουλευέμεν
- βουλεύησθα
- βούλευμα, ατος (τό)
- βουλευσέμεν
- βούλευσις, εως (ἡ)
- βουλευτέον
- βουλευτήριον, ου (τό)
- βουλευτήριος, ος, ον
- βουλευτής, οῦ (ὁ)
- βουλευτικός, ή, όν
- βουλευτός, ή, όν
- βουλεύω
- βουλή, ῆς (ἡ)
- βουλήεις, ήεσσα, ῆεν
- βούλημα, ατος (τό)
- βούλησις, εως (ἡ)
- βουλητός, ή, όν
- βουληφόρος, ος, ον
- βουλιμίασις, εως (ἡ)
- βουλιμιάω-ῶ
- βούλιμος, ου (ὁ)
- βούλιος, ος, ον
- βούλομαι
- βουλυτόνδε
- βουλυτός, οῦ (ὁ)
- βούνεβρος, ου (ὁ)
- βοῦνις
- βουνοειδής, ής, ές
- βούνομος, ος, ον
- βουνόμος, ος, ον
- βουνός, οῦ (ὁ)
- βουνώδης, ης, ες
- βουπλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ)
- βουπόρος, ος, ον
- βούπρῳρος, ος, ον
- βοῦς, βοός (ὁ, ἡ)
- βούσταθμον, ου (τό)
- βούσταθμος, ου (ὁ)
- βουστασία, ας (ἡ)
- βούστασις, εως (ἡ)
- βούταλις (ἡ)
- βούτης, ου
- βούτομον, ου (τό)
- βούτομος, ου (ἡ, ὁ)
- βούτυρον, ου (τό)
- βουφονέω-ῶ
- βουφόνος, ος, ον
- βουφορβέω-ῶ
- βουφόρβια, ων (τά)
- βουφορβός, ός, όν
- βούχιλος, ος, ον
- βοῶν
- βοῶπις, ιδος
- βοώτης, ου (ὁ)
- βραβεύς, έως (ὁ)
- βραβευτής, οῦ (ὁ)
- βραβεύω
- βράβης, ου (ὁ)
- βράγχιον, ου (τό)
- βράγχος, ου (ὁ)
- βραδεῖα
- βραδέως
- βραδίων, βράδιον
- βραδύνω
- βραδυπλοέω-ῶ
- βραδυπορέω-ῶ
- βραδυπόρος, ος, ον
- βραδύπορος, ος, ον
- βραδύπους, ους, ουν
- βραδύς, εῖα, ύ
- βραδυτής, ῆτος (ἡ)
- βράσσω
- βράσσων
- βράττω
- βράχεα
- βραχέα
- βραχέως
- βραχιονιστήρ, ῆρος (ὁ)
- βράχιστος
- βραχίων, ονος (ὁ)
- βράχος, εος-ους(τό)
- βραχύβιος, ος, ον
- βραχύκωλος, ος, ον
- βραχυλογέω-ῶ
- βραχυλογία, ας (ἡ)
- βραχυλόγος, ος, ον
- βραχύνω
- βραχυόνειρος, ος, ον
- βραχύπορος, ος, ον
- βραχύς, εῖα, ύ
- βραχύστομος, ος, ον
- βραχύτης, ητος (ἡ)
- βραχυχρόνιος, ος, ον
- βράχω
- βρεκεκεκέξ
- βρέμω
- βρενθύομαι
- βρέτας, εος (τό)
- βρέφος, εος-ους (τό)
- βρεφύλλιον, ου (τό)
- βρεχμός, οῦ (ὁ)
- βρέχω
- Βριάρεως, εω (ὁ)
- βριαρός, ά, όν
- βρίζω
- βριήπυος, ος, ον
- βρίθῃσι
- βριθοσύνη, ης (ἡ)
- βριθύς, εῖα, ύ
- βρίθω
- βριμάομαι-ῶμαι
- βριμόομαι-οῦμαι
- βρομέω-ῶ
- Βρόμιος, ου (ὁ)
- βρόμος, ου (ὁ)
- βροντάω-ῶ
- βροντή, ῆς (ἡ)
- βρόντημα, ατος (τό)
- βρότειος, ος, ον
- βρότεος, α, ον
- βροτόεις, όεσσα, όεν
- βροτοκτονέω-ῶ
- βροτοκτόνος, ος, ον
- βροτολοιγός, ός, όν
- βροτός, ός, όν
- βρότος, ου (ὁ)
- βροτοσκόπος, ος, ον
- βροτοστυγής, ής, ές
- βροτοφθόρος, ος, ον
- βροτόω-ῶ
- βρόχος, ου (ὁ)
- βρυάζω
- βρυασμός, οῦ (ὁ)
- βρυγμός, οῦ (ὁ)
- βρύκω
- βρύον, ου (τό)
- βρυχάομαι-ῶμαι
- βρύχημα, ατος (τό)
- βρύχιος, α, ον
- βρύχω
- βρύω
- βρυώδης, ης, ες
- βρωθήσομαι
- βρῶμα, ατος (τό)
- βρωμάομαι-ῶμαι
- βρώμη, ης (ἡ)
- βρώμησις, εως (ἡ)
- βρώξω
- βρώσιμος, ος, ον
- βρῶσις, εως (ἡ)
- βρωτήρ, ῆρος
- βρωτικός, ή, όν
- βρωτός, ή, όν
- βρωτύς, ύος (ἡ)
- βύας, ου (ὁ)
- βύβλινος, η, ον
- βύβλος, ου (ἡ)
- Βυζάντιον, ου (τό)
- Βυζάντιος, α, ον
- βύζην
- βύζω
- βυθίζω
- βύθιος, α, ον
- βυθός, οῦ (ὁ)
- βύκτης, ου
- βύρσα, ης (ἡ)
- βυρσεύς, έως (ὁ)
- βυρσοδεψέω-ῶ
- βυρσοπαγής, ής, ές
- βύσσινος, η, ον
- βυσσοδομεύω
- βυσσόθεν
- βύσσος, ου (ὁ)
- βυσσός, οῦ (ὁ)
- βυσσόφρων, ων, ον
- βυττός, οῦ (ὁ)
- βύω
- βῶ
- βωθέω
- βωλά
- βῶλος, ου (ἡ e ὁ)
- βωμίς, ίδος (ἡ)
- βωμοειδής, ής, ές
- βωμολοχεύομαι
- βωμολοχία, ας (ἡ)
- βωμολόχος, ος, ον
- βωμός, οῦ (ὁ)
- βῶσαι, βώσας
- βῶσι
- βωστρέω-ῶ
- βωτιάνειρα, ας
- βώτωρ, ορος (ὁ)
- Δ , δ (δέλτα) (τό)
- δ᾽
- δᾶ (ἡ)
- δᾳδίον, ου (τό)
- δᾳδίς, ίδος (ἡ)
- δᾳδουχέω-ῶ
- δᾳδουχία, ας (ἡ)
- δᾳδοῦχος, ου (ὁ)
- δᾳδοφορέω-ῶ
- δᾳδώδης, ης, ες
- δαείς
- δαείω
- δαήμεναι
- δαήμων, ων, ον
- δαῆναι
- δαήρ, έρος (ὁ)
- δαήσεαι
- δαήσομαι
- δάηται
- δαί1
- δαί2
- δαιδάλεος, α, ον
- δαιδάλλω
- δαίδαλμα, ατος (τό)
- δαίδαλος, ος, ον
- δαῖε
- δαϊζέμεναι
- δαΐζω
- δαϊκτάμενος, η, ον
- δαϊκτήρ, ῆρος (ὁ)
- δαΐκτωρ, ορος
- δαιμονάω-ῶ
- δαιμονίζομαι
- δαιμονικός, ή, όν
- δαιμόνιον, ου (τό)
- δαιμόνιος, α, ον
- δαιμονιώδης, ης, ες
- δαιμονίως
- δαίμων, ονος (ὁ, ἡ)
- δαίνυ
- δαίνυο
- δαινύατο
- δαινύῃ
- δαίνυμι
- δαΐνυντο
- δαινῦτο
- δαΐξαι, δαΐξας
- δαίομαι
- δάϊος1, α, ον
- δάϊος2, α, ον
- δαϊόφρων, ονος
- δαΐς1, δαΐδος (ἡ)
- δαΐσ2 (ἡ)
- δαίς, δαιτός (ἡ)
- δαίσω
- δαιταλεύς, έως (ὁ)
- δαίτη, ης (ἡ)
- δαίτηθεν
- δαιτρεύω
- δαιτρόν, οῦ (τό)
- δαιτρός, οῦ (ὁ)
- δαιτροσύνη, ης (ἡ)
- δαιτυμών, όνος (ὁ)
- δαιτύς, ύος (ἡ)
- δαΐφρων, ονος
- δαϊχθείς
- δαίω
- δάκε, δακέειν
- δακέθυμος, ος, ον
- δακετόν, οῦ (τό)
- δακνάζω
- δάκνω
- δάκος, εος-ους (τό)
- δάκρυ (τό)
- δάκρυμα, ατος (τό)
- δακρυογόνος, ος, ον
- δακρυόεις, όεσσα, όεν
- δάκρυον, ου (τό)
- δακρυοπετής, ής, ές
- δακρυόφιν
- δακρυπλώω
- δακρυρροέω-ῶ
- δακρυσίστακτος, ος, ον
- δακρυτός, ός, όν
- δακρυχέω
- δακρύω
- δακρυώδης, ης, ες
- δακτυλήθρα, ας (ἡ)
- δακτύλιος, ου (ὁ)
- δακτυλόδεικτος, ος, ον
- δάκτυλον, ου (τό)
- δάκτυλος, ου (ὁ)
- δαλέομαι
- δαλερός, ά, όν
- Δάλιος
- δαλός, οῦ (ὁ)
- δαμᾷ
- δαμάζω
- δαμάλη, ης (ἡ)
- δαμάλης, ου (ὁ)
- δαμαλίζω
- δάμαλις, εως (ἡ)
- δάμαρ, αρτος (ἡ)
- δάμασα
- δαμασαίατο
- δαμάσδει
- δαμασίμβροτος, ος, ον
- δάμασσα, δαμάσσει
- δαμάσσεται
- δαμάσσομεν
- Δαμάτηρ
- δαμάω-ῶ
- δάμειεν
- δάμνα
- δαμνᾷ
- δάμνατο
- δαμνάω-ῶ
- δάμνημι
- δαμογέρων
- δᾶμος
- δαμόσιος
- δαμότις
- δαμόωσι
- δάμωμα, ατος (τό)
- δᾶν
- Δανάα
- Δανάη , ης (ἡ)
- Δαναΐδης , ου
- Δαναΐς , ΐδος (ἡ)
- Δαναοί, ῶν (οἱ)
- Δαναός , οῦ (ὁ)
- δανειακῶς
- δανείζω
- δάνειον, ου (τό)
- δάνεισμα, ατος (τό)
- δανεισμός, οῦ (ὁ)
- δανειστής, οῦ (ὁ)
- δανειστικός, ή, όν
- δάνος 1, εος-ους (τό)
- δάνος2, ου (ὁ)
- δανός, ή, όν
- δάος, εος-ους (τό)
- δαπανάω-ῶ
- δαπάνη, ης (ἡ)
- δαπάνημα, ατος (τό)
- δαπανηρός, ά, όν
- δαπανηρῶς
- δάπανος, ος, ον
- δάπεδον, ου (τό)
- δάπις, ιδος (ἡ)
- δαπτέμεν
- δάπτω
- Δαρδανεύς , έως (ὁ)
- Δαρδανία , ας (ἡ)
- Δαρδανίδης , ου
- Δαρδάνιος, α
- Δαρδανίς, ίδος
- Δαρδανίωνες, ων
- Δάρδανοι , ων (οἱ)
- Δάρδανος , ου (ὁ, ἡ)
- Δάρδανος , ος , ον
- δαρδάπτω
- Δαρειάν
- δαρεικός, οῦ
- Δαρειογενής , ής , ές
- Δαρεῖος , ου (ὁ)
- δαρήσομαι
- δαρθάνω
- δαρόβιος, ος, ον
- δαρός
- δᾴς, δᾳδός (ἡ)
- δασαίμεθα
- δάσκιος, ος, ον
- Δασκυλῖτις , ιδος
- δάσμευσις, εως (ἡ)
- δασμολογέω-ῶ
- δασμολογία, ας (ἡ)
- δασμός, οῦ (ὁ)
- δασμοφορέω-ῶ
- δασμοφόρος, ος, ον
- δάσομαι
- δάσος, εος-ους (τό)
- δασπλής, ῆτος
- δασπλῆτις, ιδος
- δασσάμενος
- δασύθριξ, τριχος
- δασύκερκος, ος, ον
- δασύμαλλος, ος, ον
- δασύνω
- δασύς, εῖα, ύ
- δασύστερνος, ος, ον
- δάσωμαι
- δατέομαι-οῦμαι
- δατεῦντο
- δατήριος, α, ον
- δατητής, οῦ (ὁ)
- Δαυλιάς , άδος (ἡ)
- Δαυλιεύς , έως (ὁ)
- Δαύλιος , α , ον
- Δαυλίς , ίδος (ἡ)
- δαυλός, ός, όν
- δάφνα
- δάφνη, ης (ἡ)
- δαφνηφορέω-ῶ
- δαφνηφόρος, ος, ον
- δαφοινεός, ός, όν
- δαψιλέως
- δαψιλής, ής, ές
- δαψιλῶς
- δέ
- δὲ ἄρα
- δέατο
- δέγμενος
- δέδαα, δεδάασθαι, δέδαε, δ
- δεδαίαται
- δεδάϊγμαι
- δεδάρθαι, δεδαρμένος
- δέδασται
- δεδαώς
- δέδεγμαι
- δεδέηκα, δεδέημαι
- δέδειγμαι
- δέδεκα, δέδεμαι
- δέδεντο
- δέδεξο, δεδέξομαι
- δέδετο
- δέδευμαι
- δέδηγμαι
- δέδηα, δέδηε, δεδήει
- δέδηκα, δεδήσομαι
- δέδηχα
- δεδῄωκα, δεδῄωμαι
- δέδια
- δεδίδαχα
- δεδιῄτηκα
- δέδιθι
- δεδίσκομαι
- δεδίσσομαι
- δέδμανθαι
- δεδιώς
- δεδμήατο
- δέδμημαι
- δέδμητο, δέδμηντο
- δέδογμαι
- δέδοικα
- δεδοίκω
- δεδόκημαι
- δέδοκται
- δέδομαι
- δέδορκα
- δεδουπώς
- δέδραγμαι
- δέδρομα
- δεδυκεῖν
- δεδύνημαι
- δέδωκα
- δέελος
- δέησις, εως (ἡ)
- δεήσω
- δεητικός, ή, όν
- δεῖ
- δεῖγμα, ατος (τό)
- δείδεκτο
- δειδέχαται, δειδέχατο
- δειδήμων, ονος
- δείδια
- δείδιθι
- δείδιμεν
- δειδίμεν
- δειδίξεσθαι, δειδίξασθαι
- δειδίσκομαι
- δειδίσσομαι
- δειδιώς
- δείδοικα, δειδυῖα
- δείδω
- δειελιάω-ῶ
- δειελινός, ή, όν
- δείελος, ος, ον
- δεικανάω-ῶ
- δεικηλίκτας, α (ὁ)
- δείκηλον, ου (τό)
- δείκνυμι
- δεικνύω
- δεικτέος, α, ον
- δεικτικός, ή, όν
- δεικτικῶς
- δειλαίνω
- δείλαιος, α, ον
- δείλακρος, α, ον
- δείλη, ης (ἡ)
- δειλία, ας (ἡ)
- δειλίασις, εως (ἡ)
- δειλιάω-ῶ
- δειλινός, ή, όν
- δείλομαι
- δειλός, ή, όν
- δειλῶς
- δεῖμα, ατος (τό)
- δειμαίνω
- δειμαλέος, α, ον
- δείμας
- δείματο
- δειματοσταγής, ής, ές
- δειματόω-ῶ
- δείμομεν
- Δεῖμος , ου
- δεῖν
- δεῖνα (ὁ, ἡ, τό)
- δεινολογέομαι-οῦμαι
- δεινοπαθέω-ῶ
- δεινόπους, ους, ουν
- δεινός, ή, όν
- δεῖνος
- δεινότης, ητος (ἡ)
- δεινόω-ῶ
- δεινῶς
- δείνωσις, εως (ἡ)
- δεινώψ, ῶπος
- δεῖξαι
- δεῖξις, εως (ἡ)
- δεῖος (τό)
- δειπνέω-ῶ
- δείπνηστος, ου (ὁ)
- δειπνητήριον, ου (τό)
- δειπνίζω
- δεῖπνον, ου (τό)
- δειπνοποιέω-ῶ
- δειπνοφόρος, ος, ον
- δειράς, άδος (ἡ)
- δειρή, ῆς (ἡ)
- δειροκύπελλον, ου (τό)
- δειροτομέω-ῶ
- δείρω
- δέν, δενός
- δεῖσαι
- δεισήνωρ, ορος
- δεισιδαιμονία, ας (ἡ)
- δεισιδαιμόνως
- δεισιδαίμων, ων, ον
- δέκα
- δεκάβοιος, ος, ον
- δεκαγονία, ας (ἡ)
- δεκαδαρχία, ας (ἡ)
- δεκάδαρχος, ου (ὁ)
- δεκαδεύς, έως (ὁ)
- δεκαδύο,
- δεκαέξ
- δεκαέτης, ης, ες
- δεκαετία, ας (ἡ)
- δεκάζω
- δεκάκις
- δεκάκλινος, ος, ον
- δεκακυμία, ας (ἡ)
- δεκαμηνιαῖος, α, ον
- δεκάμηνος, ος, ον
- δεκαμία, ᾶς (ἡ)
- δεκαοκτώ
- δεκαπέντε
- δεκάπηχυς, υς, υ
- δεκαπλάσιος, ος, ον
- δεκάπλεθρος, ος, ον
- Δεκάπολις, εως (ἡ)
- δεκάρχης, ου (ὁ)
- δεκαρχία, ας (ἡ)
- δεκάς, άδος (ἡ)
- δεκασμός, οῦ (ὁ)
- δεκαταῖος, α, ον
- δεκατάλαντος, ος, ον
- δεκατεία, ας (ἡ)
- δεκατέσσαρες, ες, α
- δεκατευτήριον, ου (ὁ)
- δεκατεύω
- δέκατος, η, ον
- δεκατόω-ῶ
- δεκατρεῖς, τρεῖς, τρία
- δεκάφυλος, ος, ον
- δεκάχαλκον, ου (τό)
- δεκάχιλοι, αι, α
- Δεκελέη , ης
- Δεκελεῆθεν
- Δεκέλεια, ας (ἡ)
- Δεκελειᾶσιν
- Δεκελεικός , ή, όν
- Δεκελεύς , έως (ὁ)
- δεκέμβριος, α, ον
- δεκέτης, ου
- δεκήρης, ης, ες
- δέκομαι
- δεκτέος, α, ον
- δέκτης, ου (ὁ)
- δέκτο
- δεκτός, ή, όν
- δέκτωρ, ορος (ὁ)
- δελεάζω
- δέλεαρ, ατος (τό)
- δέλτα (τό)
- δελτίον, ου (τό)
- δελτογράφος, ος, ον
- δελτόομαι-οῦμαι
- δέλτος, ου (ἡ)
- δελφάκιον, ου (τό)
- δέλφαξ, ακος (ἡ, ὁ)
- Δελφικός , ή, όν
- δελφινίζω
- Δελφίνιον , ου (τό)
- δελφινὶς τράπεζα (ἡ)
- δελφινοφόρος, ος, ον
- δελφίς, ῖνος (ὁ)
- Δελφίς , ίδος
- Δελφοί , ῶν (οἱ)
- Δελφός , οῦ
- δέμας (τό)
- δέμνιον, ου (τό)
- δεμνιοτήρης, ης, ες
- δέμω
- δενδίλλω
- δένδρεον, ου (τό)
- δένδρεσι
- δενδρήεις, ήεσσα, ῆεν
- δενδρίτης, ου
- δενδροκομικός, ή, όν
- δενδρόκομος, ος, ον
- δενδροκόμος, ος, ον
- δενδροκοπέω-ῶ
- δένδρον, ου (τό)
- δενδροπήμων, ων, ον
- δένδρος, εος-ους (τό)
- δενδροτομέω-ῶ
- δενδροφόρος, ος, ον
- δενδρόφυτος, ος, ον
- δεννάζω
- δέννος, ου (ὁ)
- δέξαι
- δεξαίατο
- δεξαμενή, ῆς (ἡ)
- δεξιά, ᾶς
- δεξιή
- δεξίμηλος, ος, ον
- δεξιοβόλος, ου (ὁ)
- δεξιόομαι-οῦμαι
- δεξιός, ά, όν
- δεξιόσειρος, ου
- δεξιότης, ητος (ἡ)
- δεξιοφανής, ής, ές
- δεξιόφιν
- δέξις, εως (ἡ)
- δεξιτερῆφι
- δεξιτερός, ά, όν
- δεξίωμα, ατος (τό)
- δεξιώνυμος, ος, ον
- δεξιῶς
- δεξίωσις, εως (ἡ)
- δέξο
- δεξοίατο
- δέξομαι
- δέξω
- δεοίατο
- δέομαι
- δέον1
- δέον2
- δέον3, οντος
- δέοντο
- δέος, δέους (τό)
- δέπας, δέπαος (τό)
- δεράς, άδος (ἡ)
- δέρας, ατος (τό)
- δερβαῖος, α, ον
- δέργμα, ατος (τό)
- δέρη, ης (ἡ)
- δερκέσκετο
- δέρκομαι
- δέρμα, ατος (τό)
- δερμάτινος, η, ον
- δέρξις, εως (ἡ)
- δέρον
- δέρος, ους (τό)
- δέρρις, εως (ἡ)
- δέρτρον, ου (τό)
- δέρω
- δεσμά, ῶν (τά)
- δέσμα, ατος (τό)
- δεσμεύω
- δεσμέω-ῶ
- δέσμη, ης (ἡ)
- δέσμιος, ος, ον
- δεσμός, οῦ (ὁ)
- δεσμοφύλαξ, ακος (ὁ)
- δεσμόω-ῶ
- δέσμωμα, ατος (τό)
- δεσμωτήριον, ου (τό)
- δεσμώτης, ου (ὁ)
- δεσμῶτις, ιδος
- δεσπόζω
- δέσποινα, ης (ἡ)
- δεσπόσιος, ος, ον
- δεσποσύνη, ης (ἡ)
- δεσπόσυνος, ος, ον
- δεσποτεία, ας (ἡ)
- δεσποτέω-ῶ
- δεσπότης, ου (ὁ)
- δεσποτικός, ή, όν
- δεσποτικῶς
- δεσπότις, ιδος (ἡ)
- δετή, ῆς (ἡ)
- δεῦε
- δεύεαι
- δεύετο
- δευήσεαι
- Δευκαλίδης, ου (ὁ)
- Δευκαλίων , ωνος (ὁ)
- δευοίατο
- δεύομαι
- δευόμενος
- δεύοντο
- δευρί
- δεῦρο
- δεύρω
- δευσοποιός, ός, όν
- δεύτατος, η, ον
- δεῦτε
- δευτεραγωνιστής, οῦ (ὁ)
- δευτεραῖος, α, ον
- δευτερεῖος, ος, ον
- δευτερεύω
- δευτερόπρωτος, ος, ον
- δεύτερος, α, ον
- δευτέρως
- δεύω1
- δεύω2
- δέχαται
- δεχήμερος, ος, ον
- δέχθαι
- δέχομαι
- δέψω
- δέω1
- δέω2
- δή
- δῃάλωτος
- δῆγμα, ατος (τό)
- δηγμός, οῦ (ὁ)
- δηθά
- δῆθε
- δηθύνω
- δηϊάλωτος, ος, ον
- Δηϊάνειρα, ας (ἡ)
- δήϊος, α, ον
- δηϊοτής, ῆτος (ἡ)
- δηϊόω-ῶ
- δήκοτε
- δηκτήριος, ος, ον
- δήκτης, ου (ὁ)
- δηκτικός, ή, όν
- δηλαδή
- δηλαυγῶς
- δηλέομαι-οῦμαι
- δήλημα, ατος (τό)
- δηλήμων, ων, ον
- δήλησις, εως (ἡ)
- Δήλια , ων (τά)
- Δηλιακός , ή, όν
- Δηλιάς , άδος
- Δήλιος , α
- δήλομαι
- δηλονότι
- δηλοποιέω-ῶ
- δῆλος, η, ον
- Δῆλος, ου (ἡ)
- δηλόω-ῶ
- δήλωμα, ατος (τό)
- δήλωσις, εως (ἡ)
- δηλωτικός, ή, όν
- δημαγωγέω-ῶ
- δημαγωγία, ας (ἡ)
- δημαγωγικός, ή, όν
- δημαγωγός, οῦ (ὁ)
- δημαρχία, ας (ἡ)
- δημαρχικός, ή, όν
- δήμαρχος, ου (ὁ)
- δημεύω
- δημηγορέω-ῶ
- δημηγορία, ας (ἡ)
- δημηγορικός, ή, όν
- δημηγόρος, ος, ον
- δημηλασία, ας (ἡ)
- δημήλατος, ος, ον
- Δημήτηρ , τρος
- Δημήτριος , ος, ον
- δημιοεργός, οῦ (ὁ)
- δημιοπληθής, ής, ές
- δήμιος, ος, ον
- δημιουργέω-ῶ
- δημιουργία, ας (ἡ)
- δημιουργικός, ή, όν
- δημιουργός, οῦ (ὁ)
- δημοβόρος, ος, ον
- δημογέρων, οντος (ὁ)
- δημόθεν
- δημοθοινία, ας (ἡ)
- δημόθροος, ος, ον
- δημοκηδής, οῦ
- δημόκοινος, ου (ὁ)
- δημοκόλαξ, ακος (ὁ)
- δημοκοπέω-ῶ
- δημοκοπία, ας (ἡ)
- δημοκόπος, ου (ὁ)
- δημόκραντος, ος, ον
- δημοκρατέομαι-οῦμαι
- δημοκρατία, ας (ἡ)
- δημοκρατικός, ή, όν
- δημόλευστος, ος, ον
- δημόομαι-οῦμαι
- δημοποίητος, ος, ον
- δημόπρακτος, ος, ον
- δημορριφής, ής, ές
- δῆμος, ου (ὁ)
- δημός, οῦ (ὁ)
- Δημοσθένης , ους (ὁ)
- Δημοστενίζω
- Δημοσθενικός , ή, όν
- δημοσίᾳ
- δημοσιεύω
- δημόσιος, α, ον
- δημοσιόω-ῶ
- δημοσιώνιον, ου (τό)
- δημοτελής, ής, ές
- δημοτεύομαι
- δημότης, ου (ὁ)
- δημοτικός, ή, όν
- δημοτικῶς
- δημότις, ιδος (ἡ)
- δημοῦχος, ου (ὁ)
- δημοχαριστής, οῦ (ὁ)
- δημώδης, ης, ες
- δημωφελής, ής, ές
- δήν
- δηναιός, ά, όν
- δηνάριον, ου (τό)
- δῆνος, εος-ους (τό)
- δηξίθυμος, ος, ον
- δῆξις, εως (ἡ)
- δήξομαι
- δῄουν
- δῃόω
- δήπουθε, δήπουθεν
- δήποτε
- δηποτοῦν
- δήπου
- δηριάω-ῶ
- δῆρις, ιος (ἡ)
- δηρίω
- δηρός, ά, όν
- δῆσαι
- δησαίμην, δησάμενος
- δησάντων
- δήσασθαι
- δησάσκετο
- δῆσε(ν)
- δήσω
- δῆτα
- δηχθήσομαι
- δήω
- δῃωθείς
- δῃῶν
- δῃώσας
- Δί
- δι᾽
- διά
- Δία 1
- Δία 2, ας (ἡ)
- διαβαδίζω
- διαβάθρα, ας (ἡ)
- διαβαίνω
- διαβάλλω
- διάβασις, εως (ἡ)
- διαβαστάζω
- διαβατέος, α, ον
- διαβατήρια, ων (τά)
- διαβατός, ή, όν
- διαβεβαιόω-ῶ
- διαβήμεναι
- διαβήτης, ου (ὁ)
- διαβιάζομαι
- διαβιβάζω
- διαβιβρώσκω
- διαβιόω-ῶ
- διαβλαστάνω
- διαβλέπω
- διαβοάω-ῶ
- διαβόησις, εως (ἡ)
- διαβόητος, ος, ον
- διαβολή, ῆς (ἡ)
- διάβολος, ος, ον
- διαβόλως
- διαβόρος, ος, ον
- διάβορος, ος, ον
- διαβουκολέω-ῶ
- διαβουλεύω
- διαβραβεύω
- διαβρεχής, ής, ές
- διαβρέχω
- διάβροχος, ος, ον
- διάβρωσις, εως (ἡ)
- διαβυνέομαι
- διαγανακτέω-ῶ
- διαγανάκτησις, εως (ἡ)
- διαγγέλλω
- διάγγελος, ου (ὁ)
- διαγελάω-ῶ
- διαγεύω
- διαγίγνομαι
- διαγιγνώσκω
- διαγίνομαι
- διαγινώσκω
- διαγκυλέομαι-οῦμαι
- διαγκυλόομαι-οῦμαι
- διαγκωνισμός, οῦ (ὁ)
- διαγλάφω
- διαγλύφω
- διαγνώμη, ης (ἡ)
- διαγνωρίζω
- διάγνωσις, εως (ἡ)
- διαγνώσομαι
- διαγνωστέον
- διαγνωστικός, ή, όν
- διαγογγύζω
- διαγορεύω
- διάγραμμα, ατος (τό)
- διαγραφή, ῆς (ἡ)
- διαγράφω
- διαγρηγορέω-ῶ
- διαγριαίνω
- διαγρυπνέω-ῶ
- διάγχω
- διάγω
- διαγωγή, ῆς (ἡ)
- διαγωνίζομαι
- διαδαίομαι
- διαδάκνω
- διαδείκνυμι
- διαδέξιος, ος, ον
- διαδέρκομαι
- διαδέχομαι
- διαδέω
- διαδηλέομαι-οῦμαι
- διάδηλος, ος
- διαδηλόω-ῶ
- διάδημα, ατος (τό)
- διαδηματοφόρος, ος, ον
- διαδιδράσκω
- διαδίδωμι
- διαδικάζω
- διαδικαιόω-ῶ
- διαδικασία, ας (ἡ)
- διαδίκασμα, ατος (τό)
- διαδικέω-ῶ
- διαδοκιμάζω
- διαδορατίζομαι
- διαδορατισμός, οῦ (ὁ)
- διάδοσις, εως (ἡ)
- διαδοτέος, α, ον
- διαδοχή, ῆς (ἡ)
- διάδοχος, ος, ον
- διαδραμεῖν, διαδραμών
- διαδράς
- διαδρηστεύω
- διαδρομή, ῆς (ἡ)
- διάδρομος1, ος, ον
- διάδρομος2, ου (ὁ)
- διαδύνω
- διάδυσις, εως (ἡ)
- διαδύω
- διᾴδω
- διαδωρέομαι-οῦμαι
- διάει
- διαειδής, ής, ές
- διαείδω1
- διαείδω2
- διαειπέμεν
- διαείσεται
- διαείσομαι
- διαέριος, ος, ον
- διαζάω-ῶ
- διαζεύγνυμι
- διαζευκτικός, ή, όν
- διάζευξις, εως (ἡ)
- διαζωγραφέω-ῶ
- διάζωμα, ατος (τό)
- διαζώννυμι
- διαζώω
- διάημι
- διαθάλπω
- διαθαρρέω-ῶ
- διαθεάομαι-ῶμαι
- διαθειόω-ῶ
- διαθερμαίνω
- διάθερμος, ος, ον
- διάθεσις, εως (ἡ)
- διαθέτης, ου (ὁ)
- διαθέω
- διαθήκη, ης (ἡ)
- διαθηριόω-ῶ
- διαθλάω-ῶ
- διαθλέω-ῶ
- διαθολόω-ῶ
- διαθορυβέω-ῶ
- διαθρέω-ῶ
- διαθρυλέομαι-οῦμαι
- διαθρύπτω
- διαί
- διαιθριάζω
- δίαιθρος, ος, ον
- δίαιμος, ος, ον
- δίαινε, διαίνετο
- διαίνω
- διαίρεσις, εως (ἡ)
- διαιρετέος, α, ον
- διαιρετικός, ή, όν
- διαιρετικῶς
- διαιρετός, ή, όν
- διαιρέω-ῶ
- διαίρω
- διαισθάνομαι
- διαΐσσω
- διαϊστόω-ῶ
- διαισχύνομαι
- δίαιτα, ης (ἡ)
- διαιτάω-ῶ
- διαίτημα, ατος (τό)
- διαιτητήριον, ου (τό)
- διαιτητής, οῦ (ὁ)
- διακαής, ής, ές
- διακαθαίρω
- διακαθέζομαι
- διακάθημαι
- διακαθίζω
- διακαίω
- διακαλύπτω
- διακαραδοκέω-ῶ
- διακαρτερέω-ῶ
- διακατελέγχομαι
- διακατέχω
- διάκαυσις, εως (ἡ)
- διακέαται
- διάκειμαι
- διακείρω
- διακελεύομαι
- διακελευσμός, οῦ (ὁ)
- διάκενος, ος, ον
- διακέρσαι
- διακηρυκεύομαι
- διακηρύσσω
- διακινδυνεύω
- διακινέω-ῶ
- διακλαπέν
- διακλάω-ῶ
- διακλείω
- διακλέπτω
- διακληρόω-ῶ
- διακλίνω
- διάκλισις, εως (ἡ)
- διακλύζω
- διακναίω
- διακολακεύομαι
- διακολλάω-ῶ
- διακομιδή, ῆς (ἡ)
- διακομίζω
- διακονέω-ῶ
- διακονία, ας (ἡ)
- διακονικός, ή, όν
- διακονίομαι
- διάκονος, ου (ὁ, ἡ)
- διακοντίζομαι
- διακόντωσις, εως (ἡ)
- διακοπή, ῆς (ἡ)
- διακοπτέον
- διακόπτω
- διακορεύω
- διακορής, ής, ές
- διάκορος, ος, ον
- Διακός , ή, όν
- διακόσιοι, αι, α
- διακοσμέω-ῶ
- διακόσμησις, εως
- διάκοσμος, ου (ὁ)
- διακούω
- διακρανάω-ῶ
- διακρατέω-ῶ
- διακριβόω-ῶ
- διακριβωτέον
- διακριδόν
- διακρίνω
- Διάκριοι , ων (οἱ)
- διάκρισις, εως (ἡ)
- διακριτέον
- διάκριτος, ος, ον
- διακροτέω-ῶ
- διάκρουσις, εως (ἡ)
- διακρούω
- διάκτορος, ου
- διακυβεύω
- διακυκάω-ῶ
- διακύπτω
- διακωδωνίζω
- διακωλυτής, οῦ (ὁ)
- διακωλύω
- διακωχή, ῆς (ἡ)
- διαλαγχάνω
- διαλακτίζω
- διαλαλέω-ῶ
- διαλαμβάνω
- διαλαμπρύνω
- διαλάμπτω
- διαλανθάνω
- διαλγέω-ῶ
- διαλγής, ής, ές
- διαλέγω
- διαλείβομαι
- διάλειμμα, ατος (τό)
- διαλείπω
- διαλείφω
- διαλεκτέον
- διαλεκτικός, ή, όν
- διαλεκτικῶς
- διάλεκτος, ου (ἡ)
- διαλελαμμένος
- διάλεξις, εως (ἡ)
- διάλευκος, ος, ον
- διαλιμπάνω
- διαλλαγή, ῆς (ἡ)
- διαλλάγηθι
- διαλλάσσω
- διάλλομαι
- διαλοάω-ῶ
- διαλογίζομαι
- διαλογισμός, οῦ (ὁ)
- διαλογιστική, ῆς (ἡ)
- διάλογος, ου (ὁ)
- διαλοιδορέω-ῶ
- διαλυμαίνομαι
- διαλυπέω-ῶ
- διάλυσις, εως (ἡ)
- διαλυτής, οῦ (ὁ)
- διαλυτικός, ή, όν
- διαλυτός, ή, όν
- διαλύω
- διαλωβάω-ῶ
- διαμαθύνω
- διαμαλάσσω
- διαμαντεύομαι
- διαμαρτάνω
- διαμαρτία, ας (ἡ)
- διαμαρτυρέω-ῶ
- διαμαρτυρία, ας (ἡ)
- διαμαρτύρομαι
- διαμαστιγόω-ῶ
- διαμαστίγωσις, εως (ἡ)
- διαμαστροπεύω
- διαμαχετέον
- διαμάχη, ης (ἡ)
- διαμαχητέον
- διαμάχομαι
- διαμάω-ῶ
- διαμείβω
- διαμειδιάω-ῶ
- διαμειρακιεύομαι
- διάμειψις, εως (ἡ)
- διαμελαίνω
- διαμελίζομαι
- διαμελίζω
- διαμελισμός, οῦ (ὁ)
- διαμέλλησις, εως (ἡ)
- διαμέλλω
- διαμέμφομαι
- διαμένω
- διαμερίζω
- διαμερισμός, οῦ (ὁ)
- διαμετρέω-ῶ
- διαμέτρησις, εως (ἡ)
- διαμετρητός, ή, όν
- διάμετρον, ου (τό)
- διάμετρος, ου (ἡ) 1 [γρ
- διαμηρισμός, οῦ (ὁ)
- διαμηχανάομαι-ῶμαι
- διαμηχανητέον
- διαμίγνυμι
- διαμικρολογέομαι-οῦμαι
- διαμιλλάομαι-ῶμαι
- διαμιλλητέον
- διαμιμνῄσκω
- διαμισέω-ῶ
- διαμιστύλλω
- διαμνημονεύω
- διαμοιράω-ῶ
- διαμολύνω
- διαμονομαχέω-ῶ
- διαμορφόω-ῶ
- διαμόρφωσις, εως (ἡ)
- διαμπάξ
- διαμπερές
- διαμπερής, ής, ές
- διαμυδαλέος, α, ον
- διαμυθολογέω-ῶ
- διαμφίδιος, ος, ον
- διαμφισβητέω-ῶ
- διαμφισβήτησις, εως (ἡ)
- διαναγιγνώσκω
- διαναπαύω
- διαναυμαχέω-ῶ
- διανάω
- διάνδιχα
- διανέμησις, εως (ἡ)
- διανεμητέον
- διανεμητικός, ή, όν
- διανεμόομαι-οῦμαι
- διανέμω
- διανέστην
- διανεύω
- διανέω
- διανήχομαι
- διανθίζω
- διανιάομαι-ῶμαι
- διανίστημι
- διανοέομαι-οῦμαι
- διανόημα, ατος (τό)
- διανόησις, εως (ἡ)
- διανοητικός, ή, όν
- διάνοια, ας (ἡ)
- διανοίγω
- διανομεύς, έως (ὁ)
- διανομή, ῆς (ἡ)
- διανταῖος, α, ον
- διαντλέω-ῶ
- διανυκτερεύω
- διανύω
- διαξαίνω
- διαξιφισμός, οῦ (ὁ)
- διαξυράομαι-ῶμαι
- διαπαγκρατιάζω
- διαπαιδαγωγέω-ῶ
- διαπαιδεύομαι
- διαπαίζω
- διαπάλη, ης (ἡ)
- διαπάλλω
- διαπαννυχίζω
- διαπαπταίνω
- διαπαρατριβή, ῆς (ἡ)
- διαπαρείς
- διαπαρθενεύω
- διάπασμα, ατος (τό)
- διαπασσαλεύω
- διαπάσσω
- διαπασῶν (ἡ)
- διαπαύω
- διαπειλέω-ῶ
- διάπειρα, ας (ἡ)
- διαπειράω-ῶ
- διαπείρω
- διαπέμπω
- διαπενθέω-ῶ
- διαπέντε (ἡ)
- διαπεπονημένως
- διαπεραίνω
- διαπεραιόω-ῶ
- διαπεράω-ῶ
- διαπέρθω
- διαπέτομαι
- διαπεύθομαι
- διαπήγνυμι
- διαπηδάω-ῶ
- διαπιαίνω
- διαπιέζω
- διαπικραίνομαι
- διαπίμπλημι
- διαπίνω
- διαπιπράσκω
- διαπίπτω
- διαπιστεύω
- διαπλανάω-ῶ
- διαπλασμός, οῦ (ὁ)
- διαπλάσσω
- διαπλατύνω
- διαπλέκω
- διαπλέω
- διάπλεως, ως, ων
- διαπληκτίζομαι
- διαπληκτισμός, οῦ (ὁ)
- διαπλήσσω
- διάπλοος, ος, ον
- διάπλους
- διαπνέω-ῶ
- διαπνοή, ῆς (ἡ)
- διαποικίλλω
- διαποίκιλος, ος, ον
- διαπολεμέω-ῶ
- διαπολέμησις, εως (ἡ)
- διαπολιορκέω-ῶ
- διαπολιτεία, ας (ἡ)
- διαπολιτεύομαι
- διαπομπεύω
- διαπομπή, ῆς (ἡ)
- διαπονέω-ῶ
- διαπόνησις, εως (ἡ)
- διάπονος, ος, ον
- διαπόντιος, ος, ον
- διαπόνως
- διαπορεύω
- διαπορέω-ῶ
- διαπορητικός, ή, όν
- διαπορθέω-ῶ
- διαπορθμεύω
- διαπορία, ας (ἡ)
- διαπραγματεύομαι
- διαπραθέειν
- διαπρακτέος, α, ον
- διάπρασις, εως (ἡ)
- διαπράσσω
- διαπρεπής, ής, ές
- διαπρέπω
- διαπρεπῶς
- διαπρεσβεύομαι
- διαπρήσσω
- διαπρίω
- διαπρό
- διαπρύσιος, α, ον
- διαπταίη
- διαπταίω
- διαπτάσθαι
- διαπτοέω-ῶ
- διαπτοιέω
- διαπτύσσω
- διαπτυχή, ῆς (ἡ)
- διαπτύω
- διάπτωμα, ατος (τό)
- διάπτωσις, εως (ἡ)
- διαπϋίσκω
- διαπυκτεύω
- διαπυνθάνομαι
- διάπυρος, ος, ον
- διαπυρόομαι-οῦμαι
- διαπυρσεύω
- διαπωλέω-ῶ
- διαράσσω
- διάργεμος, ος, ον
- διαρθρόω-ῶ
- διάρθρωσις, εως (ἡ)
- διαριθμέω-ῶ
- διαρίθμησις, εως (ἡ)
- διαρκέω-ῶ
- διαρκής, ής, ές
- διαρκῶς
- δίαρμα, ατος (τό)
- διαρμόζω
- διαρπαγή, ῆς (ἡ)
- διαρπάζω
- διαρραγείης
- διαρραίνω
- διαρραίω
- διάρραμα, ατος (τό)
- διαρράπτω
- διαρρέω
- διαρρήγνυμι
- διαρρήδην
- διαρρήσσω
- διαρρίπτασκεν
- διαρριπτέω-ῶ
- διαρρίπτω
- διάρριψις, εως (ἡ)
- διαρροή, ῆς (ἡ)
- διαρροθέω-ῶ
- διάρροια, ας (ἡ)
- διαρροιζέω-ῶ
- διαρρύδαν
- διαρρώξ, ῶγος
- διαρταμέω-ῶ
- διαρταμή, ῆς (ἡ)
- διαρτάω-ῶ
- διασαίρω
- διασαλεύω
- διασαφέω-ῶ
- διασαφηνίζω
- διάσειστος, ος, ον
- διασείω
- διασεύομαι
- διασημαίνω
- διάσημος, ος, ον
- διασήπω
- Διάσια , ων (τά)
- διασίζω
- διασιλλαίνω
- διασιωπάω-ῶ
- διασκαλεύω
- διασκάλλω
- διασκάπτω
- διασκαριφάω-ῶ
- διασκεδάννυμι
- διασκεδῶ
- διασκέπτομαι
- διασκευάζω
- διασκευή, ῆς (ἡ)
- διάσκεψις, εως (ἡ)
- διασκέω-ῶ
- διασκηνέω-ῶ
- διασκηνητέον
- διασκηνόω-ῶ
- διασκίδνημι
- διασκιρτάω-ῶ
- διασκοπέω-ῶ
- διασκοπιάομαι-ῶμαι
- διασκορπίζω
- διασκώπτω
- διασμάω-ῶ
- διασμήχω
- διασοβέω-ῶ
- διασόβησις, εως (ἡ)
- διασπαθάω-ῶ
- διασπαρακτός, ή, όν
- διασπαράσσω
- διασπαρείς
- διάσπασις, εως (ἡ)
- διάσπασμα, ατος (τό)
- διασπασμός, οῦ (ὁ)
- διασπάω-ῶ
- διασπείρω
- διασπλεκόω-ῶ
- διασπορά, ᾶς (ἡ)
- διᾴσσω
- διαστάς, διαστάν
- διαστασιάζω
- διάστασις, εως (ἡ)
- διαστατικός, ή, όν
- διαστατός, ός, όν
- διασταυρόω-ῶ
- διαστείχω
- διαστέλλω
- διάστημα, ατος (τό)
- διαστήσω
- διαστήτην
- διαστίζω
- διαστίλβω
- διαστοιβάζω
- διαστοιχίζομαι
- διαστολή, ῆς (ἡ)
- διαστρατηγέω-ῶ
- διαστρεβλόω-ῶ
- διαστρέφω
- διαστροβέω-ῶ
- διαστροφή, ῆς (ἡ)
- διάστροφος, ος, ον
- διασυγχέω
- διασυνίστημι
- διασύρω
- διασφάλλω
- διασφάξ, άγος (ἡ)
- διασφενδονάω-ῶ
- διασχηματίζω
- διασχίζω
- διασῴζω
- διαταγείς
- διαταγή, ῆς (ἡ)
- διάταγμα, ατος (τό)
- διάταξις, εως (ἡ)
- διαταράσσω
- διαταραχή, ῆς (ἡ)
- διάτασις, εως (ἡ)
- διατάσσω
- διαταφρεύω
- διαταχθείς
- διατείνω
- διατειχίζω
- διατείχισμα, ατος (τό)
- διατελέω-ῶ
- διατελής, ής, ές
- διατέμνω
- διατεταμένως
- διατετραίνω
- διατήκω
- διατηρέω-ῶ
- διατηρητικός, ή, όν
- διατίθημι
- διατιμάω-ῶ
- διατινάσσω
- διατμήγω
- διατμίζω
- διατομή, ῆς (ἡ)
- διατοξεύσιμος, ος, ον
- διατοξεύω
- διατορεύω
- διατορνεύω
- διάτορος, ος, ον
- διατραγῳδέω-ῶ
- διατραχηλίζω
- διατραχύνω
- διατρεπτικός, ή, όν
- διατρέπω
- διατρέφω
- διατρέχω
- διατρέω
- διατριβή, ῆς (ἡ)
- διατρίβω
- διατριπτέον
- διάτριχα
- διάτροπος, ος, ον
- διατροφή, ῆς (ἡ)
- διατρύγιος, ος, ον
- διατρυπάω-ῶ
- διατρυφάω-ῶ
- διατρυφέν
- διατρώγω
- διαττάω-ῶ
- διάττησις, εως (ἡ)
- δίαττος, ου (ὁ)
- διᾴττω
- διατυπόω-ῶ
- διατύπωσις, εως (ἡ)
- διαυγάζω
- διαυγασμός, οῦ (ὁ)
- διαύγεια, ας (ἡ)
- διαυγέω-ῶ
- διαυγής, ής, ές
- δίαυλος1, ου (ὁ)
- δίαυλος2, ου (ὁ)
- διαφαγεῖν
- διαφαίνω
- διαφανής, ής, ές
- διαφανῶς
- διαφαρμακεύω
- διάφασις, εως (ἡ)
- διάφαυσις, εως (ἡ)
- διαφαύσκω
- διαφειμένος
- διαφερόντως
- διαφέρω
- διαφεύγω
- διαφευκτικός, ή, όν
- διάφευξις, εως (ἡ)
- διαφῆκα, διαφήσω
- διαφημίζω
- διαφθάνω
- διαφθαρέεται
- διαφθαρήσομαι
- διαφθείρεσκε
- διαφθείρω
- διαφθέρσει
- διαφθορά, ᾶς (ἡ)
- διαφθορεύς, έως (ὁ)
- διαφίημι
- διαφιλονεικέω-ῶ
- διαφιλοτιμέομαι-οῦμαι
- διαφλέγω
- διαφοιβάζω
- διαφοιτάω-ῶ
- διαφοιτέοντας
- διαφορά, ᾶς (ἡ)
- διαφορέω-ῶ
- διαφόρησις, εως (ἡ)
- διάφορος, ος, ον
- διαφορότης, ητος (ἡ)
- διαφόρως
- διάφραγμα, ατος (τό)
- διαφράγνυμι
- διαφράζω
- διαφράσσω
- διαφρέω
- διαφροντίζω
- διαφυγγάνω
- διαφυγή, ῆς (ἡ)
- διαφυή, ῆς (ἡ)
- διαφυλακτέος, α, ον
- διαφυλακτικός, ή, όν
- διαφυλάσσω
- διαφυσάω-ῶ
- διαφύσσω
- διαφύω
- διαφῶ, ῇς
- διαφωνέω-ῶ
- διάφωνος, ος, ον
- διαφώσκω
- διαφωτίζω
- διαχάζω
- διαχαίνω
- διαχαλάω-ῶ
- διαχαράσσω
- διαχειμάζω
- διαχειρίζω
- διαχείρισις, εως (ἡ)
- διαχειροτονέω-ῶ
- διαχειροτονία, ας (ἡ)
- διαχέω
- διαχλευάζω
- διαχλιδάω-ῶ
- διαχόω
- διαχράομαι-ῶμαι
- διαχρέομαι
- διάχρυσος, ος, ον
- διάχυσις, εως (ἡ)
- διαχωρέω-ῶ
- διαχωρίζω
- διαχώρισμα, ατος (τό)
- διαχωρισμός, οῦ (ὁ)
- διαψαύομαι
- διαψέγω
- διαψεύδω
- διαψηφίζομαι
- διαψήφισις, εως (ἡ)
- διαψιθυρίζω
- διάψυξις, εως (ἡ)
- διαψύχω
- διβολία, ας (ἡ)
- διγαμία, ας (ἡ)
- δίγαμμα (τό)
- δίγαμος, ος, ον
- δίγλωσσος, ος, ον
- διδακτικός, ή, όν
- διδακτός, ή, όν
- δίδακτρον, ου (τό)
- δίδαξις, εως (ἡ)
- διδάξω
- διδασκαλεῖον, ου (τό)
- διδασκαλία, ας (ἡ)
- διδασκαλικός, ή, όν
- διδασκάλιον, ου (τό)
- διδάσκαλος, ου (ὁ, ἡ)
- διδασκέμεν, διδασκέμεναι
- διδάσκω
- διδαχή, ῆς (ἡ)
- δίδημι
- διδόασι
- διδράσκω
- δίδραχμος, ος, ον
- Δίδυμα, ων (τά)
- Διδυμαῖον , ου (τό)
- διδυμάνωρ, ορος
- διδυματόκος, ος, ον
- διδυμάων, ονος
- δίδυμος, η, ον
- διδῴη
- δίδωμι
- δίε
- διέβην
- διεγγυάω-ῶ
- διεγείρω
- διεγερθείς
- διέζωσα
- διεδάσαντο
- διέδεξε
- διέδραμον
- διέεργον
- διεθείς, εῖσα, έν
- διέθεμεν
- διεθέμην
- διέθηκα
- διεθῆναι
- δίει
- διειδέναι
- διειδής, ής, ές
- διεῖδον
- δίοιδα
- διείλεγμαι
- διειλέω-ῶ
- διείλημμαι
- διειλημμένως
- διείληφα
- διεῖλον
- διειμένος
- δίειμι1
- δίειμι2
- διεῖπον1
- διεῖπον2
- διεῖρα
- διείργω
- διείρηκα, διείρημαι
- διείρομαι1
- διείρομαι2
- διειρύω
- διείρω1
- διείρω2
- διείς, διεῖσα, διέν
- διείσομαι
- διέκ,
- διέκδυσις, εως (ἡ)
- διεκδύω
- διεκθέω
- διεκπαίω
- διεκπεράω-ῶ
- διεκπίπτω
- διεκπλέω
- διέκπλοος, όου (ὁ)
- διεκπλώω
- διεκπνοή, ῆς (ἡ)
- διέκριθεν
- διέκροος, όου (ὁ)
- διεκφεύγω
- διέλασις, εως (ἡ)
- διελαύνω
- διελεγκτέον
- διελέγχω
- διελεῖν
- διελεύσομαι, διελήλυθα
- διελέχθην
- διελίσσω
- διέλκω
- διελών, οῦσα, όν
- δίεμαι
- διέμενος, η, ον
- διεμπολάω-ῶ
- διεμφαίνω
- διενεγκεῖν
- διενειλέω-ῶ
- διενεκτέον
- διενεχθείς
- διενήνοχα
- διενθυμέομαι-οῦμαι
- διενιαυτίζω
- δίενται
- διέξ
- διεξάγω
- διεξαγωγή, ῆς (ἡ)
- διεξαΐσσω
- διέξειμι
- διεξέλασις, εως (ἡ)
- διεξελαύνω
- διεξελέγχω
- διεξελεύσομαι
- διεξελίσσω
- διεξερέομαι
- διεξέρχομαι
- διεξηγέομαι-οῦμαι
- διεξήϊε
- διεξιείς
- διεξιέναι
- διεξίημι
- διεξίμεναι
- διεξιών, οῦσα, όν
- διεξοδικός, ή, όν
- διέξοδος, ου (ἡ)
- διεξυφαίνω
- διεορτάζω
- διεπέφραδε
- διεπλήσθην
- διέπραθον
- διέπτατο
- διέπω
- διέραμα, ατος (τό)
- διεράω-ῶ
- διεργάζομαι
- διερείδω
- διερευνάω-ῶ
- διερευνητής, οῦ (ὁ)
- διερίζω
- διερμηνευτής, οῦ (ὁ)
- διερμηνεύω
- διερός1, ά, όν
- διερός2, ά, όν
- διέρπω
- διερρήθην
- διέρρηξα
- διερρύηκα, διερρύην
- διέρρωγα
- διερύκω
- διέρχομαι
- διερῶ
- διερωτάω-ῶ
- διέσει
- δίεσθαι
- διεσθίω
- δίεσις, εως (ἡ)
- διεσκεμμένως
- διέσσυτο
- διεσφαλμένως
- διετής, ής, ές
- διετήσιος, ος, ον
- διετία, ας (ἡ)
- διέτμαγεν
- διευθύνω
- διευκρινέω-ῶ
- διευνάω-ῶ
- διευσχημονέω-ῶ
- διευτελίζω
- διευτυχέω-ῶ
- διεφθαρέατο
- διεφθάρην, διέφθαρκα, διέ
- διέχεα, διέχευα
- διεχής, ής, ές
- διέχω
- διεψευσμένως
- δίζημαι
- δίζυξ, υγος
- δίζω
- δίζως
- διηγέομαι-οῦμαι
- διήγημα, ατος (τό)
- διήγησις, εως (ἡ)
- διῄειν
- διηθέω-ῶ
- διήθησις, εως (ἡ)
- διῆκα
- διηκονέω, διήκονος
- διηκόσιοι
- διήκω
- διημερεύω
- διηνεκέως
- διηνεκής, ής, ές
- διήνεμος, ος, ον
- διῃρημένως
- διήρης, ης, ες
- δίηται
- διήφυσε
- διηχέω-ῶ
- διηχής, ής, ές
- διθάλασσος, ος, ον
- δίθηκτος, ος, ον
- δίθρονος, ου (ὁ)
- διθυραμβικός, ή, όν
- διθυραμβοποιός, οῦ (ὁ)
- διθύραμβος, ου (ὁ)
- δίθυρος, ος, ον
- Διΐ
- διϊδεῖν
- διϊέναι
- διΐημι
- διϊκνέομαι-οῦμαι
- Δίϊος, ος, ον
- διϊπετής, ής, ές
- διΐπτημι
- διϊστέον
- διΐστημι
- διϊστορέω-ῶ
- διϊσχυρίζομαι
- διΐωμεν
- δίκα
- δικαζέμεν
- δικάζω
- δικαιεῦν
- δικαϊκός, ή, όν
- δικαιοδοτέω-ῶ
- δικαιοκρισία, ας (ἡ)
- δικαιοκρίτης, ου (ὁ)
- δικαιολογέω-ῶ
- δικαιολογία, ας (ἡ)
- διακαιοπραγέω-ῶ
- δικαιοπράγημα, ατος (τό)
- δικαιοπραγία, ας (ἡ)
- δίκαιος, α, ον
- δικαιοσύνη, ης (ἡ)
- δικαιότης, ητος (ἡ)
- δικαιόω-ῶ
- δικαίωμα, ατος (τό)
- δικαίως
- δικαίωσις, εως (ἡ)
- δικαιωτής, οῦ (ὁ)
- δικᾶν
- δικανικός, ή, όν
- δικάρδιος, ος, ον
- δίκασα
- δικασπόλος, ος, ον
- δίκασσα
- δικαστήρ, ῆρος (ὁ)
- δικαστήριον, ου (τό)
- δικαστής, οῦ (ὁ)
- δικαστικός, ή, όν
- δικαστικῶς à
- δικάστρια, ας (ἡ)
- δίκελλα, ης (ἡ)
- δικελλίτης, ου (ὁ)
- δίκεντρος, ος, ον
- δίκερκος, ος, ον
- δίκη, ης (ἡ)
- δίκην
- δικηφόρος, ου (ὁ)
- δικλίς, ίδος
- δικογραφία, ας (ἡ)
- δικοδίφης, ου (ὁ)
- δικολογέω-ῶ
- δικολόγος, ου (ὁ)
- δικόρυμβος, ος, ον
- δικόρυφος, ος, ον
- δίκρανος, ος, ον
- δικρατής, ής, ές
- δίκροτος, ος, ον
- δικτατορία, ας (ἡ)
- δικτάτωρ, ορος (ὁ)
- δικτατωρία, ας (ἡ)
- δικτυεία, ας (ἡ)
- δικτυεύς, έως (ὁ)
- Δίκτυννα , ης (ἡ)
- δικτυόκλωστος, ος, ον
- δίκτυον, ου (τό)
- δικτυουλκός, οῦ (ὁ)
- δικτυόω-ῶ
- δίκτυς, υος (ὁ)
- δίκω
- δικωπία, ας (ἡ)
- δίκωπος, ος, ον
- δίλογος, ος, ον
- δίλογχος, ος, ον
- δίλοφος, ος, ον
- δίμηνος, ος, ον
- δίμιτρος, ος, ον
- διμναῖος, α, ον
- δίμνεως, εως, εων
- διμοιρία, ας (ἡ)
- διμοιρίτης, ου (ὁ)
- δίμοιρος, ος, ον
- Δινδυμήνη , ης (ἡ)
- Δίνδυμον, ου (τό)
- δινεύεσκον
- δινεύω
- δινέω-ῶ
- δίνη, ης (ἡ)
- δινήεις, ήεσσα, ῆεν
- δῖνος, ου (ὁ)
- δινώδης, ης, ες
- δινωτός, ή, όν
- διξός, ή, όν
- διό
- Διόβλητος , ος, ον
- Διόβολος , ος, ον
- διογενής, ής, ές
- Διογένης , ους (ὁ)
- διόγκωσις, εως (ἡ)
- διόγονος, ος, ον
- διοδεύω
- διοδοιπορέω-ῶ
- δίοδος, ου (ἡ)
- Διόθεν
- διοίγνυμι
- διοιδέω-ῶ
- διοικέω-ῶ
- διοίκησις, εως (ἡ)
- διοικητής, οῦ (ὁ)
- διοικητικός, ή, όν
- διοικίζω
- διοικοδομέω-ῶ
- διοίσομαι
- διοϊστεύω
- διοίσω
- δίοιτο
- διοίχηνται
- διοιχνέω-ῶ
- διοίχομαι
- διοκωκή
- διολέσω, διολέω
- διολισθάνω
- διόλλυμι
- διόλου
- διολῶ
- δίομαι
- διομαλίζω
- διομαλύνω
- Διομήδειος , ος
- Διομήδης , εος-ους (ὁ)
- διόμνυμι
- διομολογέω-ῶ
- διομολογία, ας (ἡ)
- διονομάζω
- Διονύσια , ων (τὰ)
- Διονυσιάζω
- Διονυσιακός , ή, όν
- Διονύσιος , α, ον
- Διονυσοκόλακες , ων (οἱ)
- Διόνυσος , ου (ὁ)
- διόπερ
- διοπετής, ής, ές
- δίοπος, ου (ὁ)
- διοπτεύω
- διοπτήρ, ῆρος (ὁ)
- διορατικός, ή, όν
- διοράω-ῶ
- διοργίζομαι
- διόργυιος, ος, ον
- διορθόω-ῶ
- διόρθωμα, ατος (τό)
- διόρθωσις, εως (ἡ)
- διορθωτής, οῦ (ὁ)
- διορίζω
- διορισμός, οῦ (ὁ)
- διοριστέον
- διόρνυμαι
- διόρυγμα, ατος (τό)
- διορύσσω
- Διός
- δῖος, α, ον
- διόσδοτος, ος, ον
- διοσημεία, ας (ἡ)
- Διοσκόρειον
- Διόσκοροι
- διότι
- διοτρεφής, ής, ές
- διουρίζω
- διοχλέω-ῶ
- δίοψις, εως (ἡ)
- διόψομαι
- δίπαις, παιδος
- δίπαλτος, ος, ον
- δίπηχυς, υς, υ
- διπλάζω
- δίπλαξ, ακος
- διπλασιάζω
- διπλασιασμός, οῦ (ὁ)
- διπλάσιος, α, ον
- διπλασιόω-ῶ
- διπλασίων, ων, ον
- διπλασίως
- δίπλεθρος, ος, ον
- διπλῇ
- διπλήσιος
- διπλόη, ης (ἡ)
- διπλοΐζω
- διπλόος-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦ
- διπλοῦς, ῆ, οῦν
- διπλόω-ῶ
- δίπλωμα, ατος (τό)
- δίπλωσις, εως (ἡ)
- διπόδης, ου
- δίπους, ους, ουν
- διπρόσωπος, ος, ον
- δίπτυχος, ος, ον
- δίπυλος, ος, ον
- Διρκαῖος , α, ον
- Δίρκη, ης (ἡ)
- δίρρυμος, ος, ον
- δίς
- δισθανής, ής, ές
- δισκέω-ῶ
- δίσκηπτρος, ος, ον
- δισκοβόλος, ου (ὁ)
- δισκοειδής, ής, ές
- δισκόραξ, ακος (ὁ)
- δίσκος, ου (ὁ)
- δίσκουρα, ων (τά)
- δισκοφόρος, ος, ον
- δισμυριάς, άδος (ἡ)
- δισμύριοι, αι, α
- δισσάρχης, ου
- δισσός, ή, όν
- δισσύλλαβος, ος, ον
- δισταγμός, οῦ (ὁ)
- διστάζω
- δίστιχος, ος, ον
- διστοιχία, ας (ἡ)
- δίστολος, ος, ον
- δίστομος, ος, ον
- δισύλλαβος
- δισύπατος, ου (ὁ)
- δισχίλιοι, αι, α
- διτάλαντος, ος, ον
- δίτονος, ος, ον
- διυγιαίνω
- δίυγρος, ος, ον
- διυλίζω
- διυπνίζω
- διυφαίνω
- διφάσιος, α, ον
- διφάω
- διφθέρα, ας (ἡ)
- διφθερίας, ου
- διφθέρινος, η, ον
- διφρεία, ας (ἡ)
- διφρευτής, οῦ (ὁ)
- διφρεύω
- διφρηλατέω-ῶ
- διφρηλάτης, ου (ὁ)
- δίφροντις, ιδος
- δίφρος, ου (ὁ)
- διφροφορέω-ῶ
- διφροφόρος, ος, ον
- διφυής, ής, ές
- δίφυιος, ος, ον
- δίχα
- διχάζω
- διχαλός
- διχῇ
- δίχηλος, ος, ον
- διχθά
- διχθάδιος, ος, ον
- διχογνωμονέω-ῶ
- διχογνώμων, ων, ον
- διχόθεν
- δίχολος, ος, ον
- διχομηνία, ας (ἡ)
- διχόμηνις, ιδος
- διχόμηνος, ος, ον
- διχόνοια, ας (ἡ)
- διχορρόπως
- διχοστασία, ας (ἡ)
- διχοστατέω-ῶ
- διχοτομέω-ῶ
- διχοτομία, ας (ἡ)
- διχοῦ
- διχοφορέω-ῶ
- διχοφρονέω-ῶ
- διχοφροσύνη, ης (ἡ)
- διχόφρων, ων, ον
- δίχρονος, ος, ον
- δίχρωμος, ος, ον
- διχῶς
- δίψα, ης (ἡ)
- διψαλέος, α, ον
- διψάς, άδος
- διψάω-ῶ
- δίψησις, εως (ἡ)
- δίψιος, α, ον
- δίψος, εος-ους (τό)
- δίψυχος, ος, ον
- διψώδης, ης, ες
- δίω
- δίωγμα, ατος (τό)
- διωγμός, οῦ (ὁ)
- διώδυνος, ος, ον
- διωθέω-ῶ
- διωθισμός, οῦ (ὁ)
- διωκάθω
- διωκτέος, α , ον
- διωκτήρ, ῆρος (ὁ)
- διώκτης, ου (ὁ)
- διώκω
- διώλλυτο
- διωμοσία, ας (ἡ)
- διώμοτος, ος, ον
- διώνυμος, ος, ον
- δίωξις, εως (ἡ)
- διωρισμένως
- διωρυγή, ῆς (ἡ)
- διῶρυξ, υχος (ἡ)
- διωρυχή, ῆς (ἡ)
- δίωσις, εως (ἡ)
- δμηθείς
- δμῆσις, εως (ἡ)
- δμήτειρα, ας
- δμῳή, ῆς (ἡ)
- δμωΐς, ΐδος (ἡ)
- δμώς, δμωός (ὁ)
- δνοπαλίζω
- δνοφερός, ά, όν
- δνόφος, ου (ὁ)
- δνοφώδης, ης, ες
- δοάζω1
- δοάζω2
- δοάσσατο
- δόγμα, ατος (τό)
- δογματίζω
- δογματικός, ή, όν
- δοθῆναι
- δοθιήν, ῆνος (ὁ)
- δοιδυκοποιός, οῦ (ὁ)
- δοιδυκοφόβα (ἡ)
- δοίδυξ, υκος (ὁ)
- δοῖεν
- δοιή, ῆς (ἡ)
- δοίην
- δοιός, ά, όν
- δόκανα, ων (τά)
- δοκεύω
- δοκέω-ῶ
- δόκησις, εως (ἡ)
- δοκιμάζω
- δοκιμασία, ας (ἡ)
- δοκιμαστέος, α, ον
- δοκιμαστής, οῦ (ὁ)
- δοκιμεῖον, ου (τό)
- δοκιμή, ῆς (ἡ)
- δοκίμιον, ου (τό)
- δόκιμος, ος, ον
- δοκίμως
- δοκός, οῦ (ἡ, ὁ)
- δολερός, ά, όν
- δολιόμητις, ιδος
- δολιόπους, ποδος
- δόλιος, α, ον
- δολιόφρων, ων, ον
- δολιόω-ῶ
- δολίχαυλος, ος, ον
- δολιχαύχην, ενος
- δολιχεγχής, ής, ές
- δολιχήρετμος, ος, ον
- δολιχοδρομέω-ῶ
- δολιχοδρόμος, ος, ον
- δολιχός, ή, όν
- δόλιχος, ου (ὁ)
- δολιχόσκιος, ος, ον
- δολιχόφρων, ων, ον
- δολόεις, όεσσα, όεν
- δολομήτης, ου
- δολόμητις, ιος
- δολόμυθος, ος, ον
- δολοποιός, ός, όν
- δόλος, ου (ὁ)
- δολοφόνος, ος, ον
- δολοφρονέων, έουσα, έον
- δολοφροσύνη, ης (ἡ)
- δολόφρων, ων, ον
- δολόω-ῶ
- δόλωμα, ατος (τό)
- δόλων, ωνος (ὁ)
- Δολωνία , ας (ἡ)
- δολῶπις, ιδος
- δόλωσις, εως (ἡ)
- δόμα, ατος (τό)
- δόμεν
- δόμεναι
- δόμονδε
- δόμος, ου (ὁ)
- δομοσφαλής, ής, ές
- δονακεύς, έως (ὁ)
- δονακοτρόφος, ος, ον
- δονακόχλοος, οος, οον
- δόναξ, ακος (ὁ)
- δονέω-ῶ
- δόνημα, ατος (τό)
- δόξα, ης (ἡ)
- δοξάζω
- δόξαν
- δοξάριον, ου (τό)
- δόξασμα, ατος (τό)
- δοξαστός, ή, όν
- δοξοκομπέω-ῶ
- δοξοκομπία, ας (ἡ)
- δοξοκοπέω-ῶ
- δοξοκοπία, ας (ἡ)
- δοξομανία, ας (ἡ)
- δοξοσοφία, ας (ἡ)
- δοξόσοφος, ος, ον
- δοξόω-ῶ
- δόξω
- δορά, ᾶς (ἡ)
- δοράτιον, ου (τό)
- δορατισμός, οῦ (ὁ)
- δορατοπαχής, ής, ές
- δόρατος
- δόρει
- δόρη
- δορί
- δοριάλωτος, ος, ον
- δορίγαμβρος, ος, ον
- δοριθήρατος, ος, ον
- δορικανής, ής, ές
- δορίκτητος, ος, ον
- δορίληπτος, ος, ον
- δορίμαργος, ος, ον
- δοριμήστωρ, ορος
- δορίπαλτος, ος, ον
- δοριπετής, ής, ές
- δορίπονος, ος, ον
- δοριτίνακτος, ος, ον
- δορίτμητος, ος, ον
- δορκάς, άδος (ἡ)
- δόρξ, δορκός (ἡ)
- δορός1
- δορός2, οῦ (ὁ)
- δορπέω-ῶ
- δορπηστός, οῦ (ὁ)
- δορπία, ας (ἡ)
- δόρπον, ου (τό)
- δόρυ, δόρατος (τό)
- δορυάλωτος, ος, ον
- δορύξενος, ος, ον
- δορυξόος-οῦς, όος-οῦς, όο
- δορυπαγής, ής, ές
- δορυσθενής, ής, ές
- δορυσσόος-οῦς, όος-οῦς, ό
- δορυσσόης, ητος
- δορυφορέω-ῶ
- δορυφόρημα, ατος (τό)
- δορυφόρησις, εως (ἡ)
- δορυφορία, ας (ἡ)
- δορυφορικός, ή, όν
- δορυφόρος, ος, ον
- δός
- δόσαν
- δόσις, εως (ἡ)
- δόσκον
- δότε
- δοτέος, α, ον
- δοτήρ, ῆρος (ὁ)
- δότης, ου (ὁ)
- δοτικός, ή, όν
- δουλαγωγέω-ῶ
- δουλάριον, ου (τό)
- δουλεία, ας (ἡ)
- δούλειος, α, ον,
- δούλευμα, ατος (τό)
- δουλευτέον
- δουλέυω
- δούλη, ης (ἡ)
- δουληΐη
- δουλικός, ή, όν
- δουλικῶς
- δούλιος, ος, ον
- Δουλιχιεύς , έως (ὁ)
- Δουλίχιον , ου (τό)
- Δουλιχίονδε
- δουλιχόδειρος, ος, ον
- δουλοπρέπεια, ας (ἡ)
- δουλοπρεπής, ής, ές
- δοῦλος, η, ον
- δουλοσύνη, ης (ἡ)
- δουλόσυνος, ος, ον
- δουλόω-ῶ
- δούλωσις, εως (ἡ)
- δοῦναι
- δουπέω-ῶ
- δοῦπος, ου (ὁ)
- δοῦρα
- δούρατα
- δουράτεος, α, ον
- δουράτιον
- δοῦρε
- δούρειος, α, ον
- δούρεσσι
- δουρηνεκής, ής, ές
- δουρί
- δουριάλωτος
- δουρικλειτός, οῦ
- δουρικλυτός, οῦ
- δουρικμής, ῆτος
- δουρίκτητος
- δουρίληπτος
- δούριος, α, ον
- δουρίπληκτος, ος, ον
- δουροδόκη, ης (ἡ)
- δουρός
- δούς
- δοχή, ῆς (ἡ)
- δόχμιος, α, ον
- δοχμόλοφος, ος, ον
- δοχμός, ή, όν
- δράγμα, ατος (τό)
- δραγματηφόρος, ος, ον
- δραγμεύω
- δραίνω
- δράκαινα, ης (ἡ)
- δρακεῖν
- δρακείς
- δράκον
- δρακονθόμιλος, ος, ον
- δρακόντιον, ου (τό)
- δρακοντόμαλλος, ος, ον
- δρακοντώδης, ης, ες
- δράκων, οντος (ὁ)
- δρακών
- δρᾶμα, ατος (τό)
- δραματικός, ή, όν
- δραμάτιον, ου (τό)
- δραματοποιός, οῦ (ὁ)
- δραματουργία, ας (ἡ)
- δραμεῖν
- δράμημα, ατος (τό)
- δραμοῦμαι
- δράξομαι
- δραπετεύω
- δραπέτης, ου
- δραπετικός, ή, όν
- δραπετίσκος, ου (ὁ)
- δρασείω
- δράσιμος, ος, ον
- δρᾶσις, εως (ἡ)
- δρασκάζω
- δρασμός, οῦ (ὁ)
- δράσσομαι
- δραστέον
- δραστήριος, ος, ον
- δραστικός, ή, όν
- δρατός, ή, όν
- δράττομαι
- δραχμή, ῆς (ἡ)
- δράω-ῶ
- δρεπάνη, ης (ἡ)
- δρεπανηφόρος, ος, ον
- δρεπανοειδής, ής, ές
- δρέπανον, ου (τό)
- δρέπω
- δρεψεύμενος
- δρηπέτης
- δρησμός
- δρήστειρα, ας (ἡ)
- δρηστήρ, ῆρος (ὁ)
- δρήστης, ου
- δρηστοσύνη, ης (ἡ)
- δρία
- δριμέως
- δριμύς, εῖα, ύ
- δριμύτης, ητος (ἡ)
- δρίος (τό)
- δροίτη, ης (ἡ)
- δρομαῖος, α, ον
- δρομάς, άδος
- δρομάω-ῶ
- δρομεύς, έως (ὁ)
- δρομίας, ου (ὁ)
- δρομικός, ή, όν
- δρομοκῆρυξ, υκος (ὁ)
- δρόμος, ου (ὁ)
- δροσερός, ά, όν
- δροσίζω
- δροσίη, ης (ἡ)
- δρόσιμος, ος, ον
- δροσοβολέω-ῶ
- δροσοβόλος, ος, ον
- δρόσος, ου (ἡ)
- δροσώδης, ης, ες
- δρυάς, άδος (ἡ)
- δρύϊνος, η, ον
- δρυκολάπτης, ου (ὁ)
- δρυμά
- δρυμός, οῦ (ὁ)
- δρυμών, ῶνος (ὁ)
- δρυοκολάπτης, ου (ὁ)
- δρυός
- δρυοτόμος, ου (ὁ)
- δρύοχος, ου (ὁ)
- δρύπτω
- δρῦς, δρυός (ἡ)
- δρύφακτος, ου (ὁ)
- δρῷμι
- δρωπακίζω
- δρῶπαξ, ακος (ὁ)
- δῦ
- δύ᾽
- δυάς, άδος (ἡ)
- δυάω
- δυέσθην
- δύη1, ης (ἡ)
- δύη2
- δύη3
- δῦθι
- δύϊος, α, ον
- δύμεναι
- δύνᾳ
- δῦναι
- δύναμαι
- δυνάμεσθα
- δυνάμην
- δυναμικός, ή, όν
- δύναμις, εως (ἡ)
- δυναμόω-ῶ
- δύναντος
- δύνασαι
- δύνασις, εως (ἡ)
- δυνάσομαι
- δυναστεία, ας (ἡ)
- δυναστευτικός, ός, όν
- δυναστεύω
- δυνάστης, ου (ὁ)
- δυνάστωρ, ορος (ὁ)
- δυνατέω-ῶ
- δυνάτης, ου (ὁ)
- δυνατός, ή, όν
- δυνατῶς
- δυνέαται
- δυνεώμεθα, δυνέωνται
- δύνῃ
- δύνηαι
- δυνησάμην
- δυνήσομαι
- δῦνον
- δύντε
- δύνω
- δύο
- δυοκαίδεκα
- δυοκαιδεκάμηνος, ος, ον
- δύομαι
- δυόωσι
- δύρομαι
- δυσαγκόμιστος
- δυσάγκριτος, ος, ον
- δυσάγνος, ος, ον
- δυσαγρέω-ῶ
- δυσάγωγος, ος, ον
- δυσάγων, ωνος
- δυσάδελφος, ος, ον
- δυσαής, ής, ές
- δυσάθλιος, ος, ον
- δυσαιανής, ής, ές
- δυσαίατο
- δυσαίων, ωνος
- δυσαλγής, ής, ές
- δυσάλγητος, ος, ον
- δυσάλωτος, ος, ον
- δυσαμερία
- δυσάμμορος, ος, ον
- δυσανάκλητος, ος, ον
- δυσανακόμιστος, ος, ον
- δυσανάκρατος, ος, ον
- δυσανασχετέω-ῶ
- δυσανάτρεπτος, ος, ον
- δυσάνεκτος, ος, ον
- δυσάνεμος
- δυσανιῶν, ῶσα, ῶν
- δυσάντητος, ος, ον
- δυσαντίβλεπτος, ος, ον
- δύσαντο
- δυσάνωρ, ορος
- δυσαπάλλακτος, ος, ον
- δυσαπόκριτος, ος, ον
- δυσαπόσπαστος, ος, ον
- δυσαποσπάστως
- δυσαπότρεπτος, ος, ον
- δυσαπότριπτος, ος, ον
- δυσαρεστέω-ῶ
- δυσάρεστος, ος, ον
- δυσαρέστως
- δυσαριστοτόκεια, ας (ἡ)
- δύσαρκτος, ος, ον
- δυσαρμοστία, ας (ἡ)
- δυσάρμοστος, ος, ον
- δυσαυλία, ας (ἡ)
- δύσαυλος1, ος, ον
- δύσαυλος2, ος, ον
- δυσαχής, ής, ές
- δυσβάστακτος, ος, ον
- δύσβατος, ος, ον
- δυσβάϋκτος, ος, ον
- δυσβουλία, ας (ἡ)
- δύσβρωτος, ος, ον
- δυσγάργαλις, ις, ι
- δυσγένεια, ας (ἡ)
- δυσγενής, ής, ές
- δυσγνωσία, ας (ἡ)
- δυσδαίμων, ων, ον
- δυσδάκρυτος, ος, ον
- δύσδαμαρ, αρτος
- δυσδιάθετος, ος, ον
- δυσδιαίτητος, ος, ον
- δυσδιακόντιστος, ος, ον
- δυσδιάκριτος, ος, ον
- δυσδιάλυτος, ος, ον
- δύσεδρος, ος, ον
- δυσειδής, ής, ές
- δυσειματέω-ῶ
- δυσείσβολος, ος, ον
- δυσεκβίαστος, ος, ον
- δυσεκθέρματος, ος, ον
- δυσέκθυτος, ος, ον
- δυσέκλειπτος, ος, ον
- δυσεκλύτως
- δυσέκνιπτος, ος, ον
- δυσεκπέρατος, ος, ον
- δυσέκπλυτος, ος, ον
- δυσέλεγκτος, ος, ον
- Δυσελένα , ας (ἡ)
- δυσέλικτος, ος, ον
- δύσελπις, ις, ι
- δυσέλπιστος, ος, ον
- δυσέμβατος, ος, ον
- δυσέμβολος, ος, ον
- δυσεντερία, ας (ἡ)
- δυσεντερικός, ή, όν
- δυσεντέριον, ου (τό)
- δυσέντευκτος, ος, ον
- δυσεξαπάτητος, ος, ον
- δυσέξαπτος, ος, ον
- δυσεξαρίθμητος, ος, ον
- δυσεξέλεγκτος, ος, ον
- δυσεξέλικτος, ος, ον
- δυσεξεύρετος, ος, ον
- δυσεξημέρωτος, ος, ον
- δυσεξήνυστος, ος, ον
- δυσεξίλαστος, ος, ον
- δυσεξίτηλος, ος, ον
- δύσεο
- δυσεπιβούλευτος, ος, ον
- δυσεπιμίκτος, ος, ον
- δυσεργία, ας (ἡ)
- δύσεργος, ος, ον
- δυσέργως
- δύσερις, ις, ι
- δυσέριστος, ος, ον
- δυσερμήνευτος, ος, ον
- δύσερως, ωτος
- δυσέσβολος
- δύσετο
- δυσευνάτωρ, ορος
- δυσεύρετος, ος, ον
- δυσέφικτος, ος, ον
- δύσζηλος, ος, ον
- δυσζήλως
- δυσηκοΐα, ας (ἡ)
- δυσήκοος, ος, ον
- δυσηλεγής, ής, ές
- δυσήλιος, ος, ον
- δυσημερέω-ῶ
- δυσημερία, ας (ἡ)
- δυσήνεμος, ος, ον
- δυσηνιόχητος, ος, ον
- δυσηχής, ής, ές
- δυσθαλπής, ής, ές
- δυσθανατάω-ῶ
- δυσθέατος, ος, ον
- δύσθεος, ος, ον
- δυσθεράπευτος, ος, ον
- δυσθετέω-ῶ
- δυσθεώρητος, ος, ον
- δυσθήρατος, ος, ον
- δυσθρήνητος, ος, ον
- δύσθροος, οος, οον
- δυσθυμέω-ῶ
- δυσθυμία, ας (ἡ)
- δύσθυμος, ος, ον
- δυσθύμως
- δυσί
- δυσίατος, ος, ον
- δυσιερέω-ῶ
- δύσιππος, ος, ον
- δύσις, εως (ἡ)
- δυσκαής, ής, ές
- δυσκάθαρτος, ος, ον
- δυσκάθεκτος, ος, ον
- δυσκαμπής, ής, ές
- δύσκαπνος, ος, ον
- δυσκαρτέρητος, ος, ον
- δυσκατάλλακτος, ος, ον
- δυσκαταμάθητος, ος, ον
- δυσκαταμαθήτως
- δυσκατανόητος, ος, ον
- δυσκατάπαυστος, ος, ον
- δυσκατάπρακτος, ος, ον
- δυσκατάσβεστος, ος, ον
- δυσκατάστατος, ος, ον
- δυσκαταφρόνητος, ος, ον
- δυσκατέργαστος, ος, ον
- δύσκεν
- δυσκέλαδος, ος, ον
- δυσκέραστος, ος, ον
- δυσκηδής, ής, ές
- δύσκηλος, ος, ον
- δυσκινησία, ας (ἡ)
- δυσκίνητος, ος, ον
- δυσκλεής, ής, ές
- δύσκλεια, ας (ἡ)
- δυσκλεῶς
- δυσκοίλιος, ος, ον
- δυσκοινώνητος, ος, ον
- δυσκολαίνω
- δυσκολία, ας (ἡ)
- δυσκόλλητος, ος, ον
- δύσκολος, ος, ον
- δυσκόλως
- δυσκόμιστος, ος, ον
- δυσκρασία, ας (ἡ)
- δυσκρινής, ής, ές
- δύσκριτος, ος, ον
- δυσκρίτως
- δυσκύμαντος, ος, ον
- δύσλεκτος, ος, ον
- δύσληπτος, ος, ον
- δυσλόγιστος, ος, ον
- δύσλοφος, ος, ον
- δύσλυτος, ος, ον
- δυσλύτως
- δυσμαθέω-ῶ
- δυσμαθής, ής, ές
- δυσμάτωρ, ορος
- δυσμαχέω-ῶ
- δυσμαχητέον
- δύσμαχος, ος, ον
- δυσμείλικτος, ος, ον
- δυσμεναίνω
- δυσμένεια, ας (ἡ)
- δυσμενέων, οντος
- δυσμενής, ής, ές
- δυσμενίδης, ου
- δυσμενῶς
- δυσμετάβλητος, ος, ον
- δυσμετάθετος, ος, ον
- δυσμεταχείριστος, ος, ον
- δυσμή, ῆς (ἡ)
- δυσμήτηρ, ερος (ἡ)
- δυσμηχανέω-ῶ
- δύσμικτος, ος, ον
- δυσμίκτως
- δυσμίμητος, ος, ον
- δυσμνημόνευτος, ος, ον
- δύσμοιρος, ος, ον
- δύσμορος, ος, ον
- δυσμορφία, ας (ἡ)
- δύσμορφος, ος, ον
- δυσμόρως
- δυσνίκητος, ος, ον
- δύσνιπτος, ος, ον
- δυσνοέω-ῶ
- δυσνόητος, ος, ον
- δύσνοια, ας (ἡ)
- δύσνοος, ος, ον
- δύσνυμφος, ου
- δυσξύμβολος, ος, ον
- δυσξύνετος, ος, ον
- δύσογκος, ος, ον
- δυσοδέω-ῶ
- δυσοδία, ας (ἡ)
- δύσοδμος, ος, ον
- δυσοδοπαίπαλος, ος, ον
- δύσοδος, ος, ον
- δυσοίζω
- δυσοίκητος, ος, ον
- δύσοιμος, ος, ον
- δύσοιστος, ος, ον
- δυσοιώνιστος, ος, ον
- δυσόκνως
- δύσομβρος, ος, ον
- δυσόμιλος, ος, ον
- δυσόμματος, ος, ον
- δυσόνειρος, ος, ον
- δυσόρατος, ος, ον
- δυσόργητος, ος, ον
- δύσοργος, ος, ον
- δύσορμος, ος, ον
- δύσορνις, ιθος
- δυσοσμία, ας (ἡ)
- δυσουρία, ας (ἡ)
- δυσούριστος, ος, ον
- δυσπάθεια, ας (ἡ)
- δυσπαθέω-ῶ
- δυσπαθής, ής, ές
- δυσπάλαιστος, ος, ον
- δυσπάλαμος, ος, ον
- δυσπαλάμως
- δυσπαλής, ής, ές
- δυσπαράβλητος, ος, ον
- δυσπαράβουλος, ος, ον
- δυσπαράθελκτος, ος, ον
- δυσπαραίτητος, ος, ον
- δυσπαρακολούθετος, ος, ον
- δυσπαρακόμιστος, ος, ον
- δυσπαραμύθητος, ος, ον
- δυσπάρευνος, ος, ον
- δυσπαρηγόρητος, ος, ον
- δυσπαρήγορος, ος, ον
- Δύσπαρις, ιδος
- δυσπάριτος, ος, ον
- δυσπάτητος, ος, ον
- δυσπειθής, ής, ές
- δυσπειθῶς
- δύσπειστος, ος, ον
- δυσπείστως
- δύσπεμπτος, ος, ον
- δυσπέμφελος, ος, ον
- δυσπενθέω-ῶ
- δυσπέρατος, ος, ον
- δυσπετέως
- δυσπετής, ής, ές
- δυσπετῶς
- δυσπήμαντος, ος, ον
- δυσπινής, ής, ές
- δυσπιστέω-ῶ
- δύσπλανος, ος, ον
- δύσπνοος, ος, ον
- δυσπολέμητος, ος, ον
- δυσπόλεμος, ος, ον
- δυσπολιόρκητος, ος, ον
- δυσπολίτευτος, ος, ον
- δυσπονής, ής, ές
- δυσπόνητος, ος, ον
- δύσπονος, ος, ον
- δυσπόρευτος, ος, ον
- δυσπορία, ας (ἡ)
- δυσπόριστος, ος, ον
- δύσπορος, ος, ον
- δύσποτμος, ος, ον
- δυσπότμως
- δύσποτος, ος, ον
- δυσπραγέω-ῶ
- δυσπραγμάτευτος, ος, ον
- δυσπραξία, ας (ἡ)
- δυσπρόσβατος, ος, ον
- δυσπρόσδεκτος, ος, ον
- δυσπρόσιτος, ος, ον
- δυσπρόσμαχος, ος, ον
- δυσπρόσοδος, ος, ον
- δυσπρόσοιστος, ος, ον
- δυσπρόσοπτος, ος, ον
- δυσπροσπέλαστος, ος, ον
- δυσπρόσωπος, ος, ον
- δυσραγής, ής, ές
- δύσριγος, ος, ον
- δυσσέβεια, ας (ἡ)
- δυσσεβέω-ῶ
- δυσσεβής, ής, ές
- δυσσεβία, ας (ἡ)
- δύσσηπτος, ος, ον
- δύσσοος, οος, οον
- δυσστατέω
- δυσστίβευτος
- δυσστόχαστος
- δυσσύμβατος, ος, ον
- δυσσύμβολος, ος, ον
- δυσσύνετος, ος, ον
- δυστάλας, αινα
- δύστανος, ος, ον
- δυστατέω
- δυστέκμαρτος, ος, ον
- δυστέκνος, ου
- δυστερπής, ής, ές
- δύστηνος, ος, ον
- δυστήρητος, ος, ον
- δυστίβευτος, ος, ον
- δυστιθάσευτος, ος, ον
- δύστλητος, ος, ον
- δυστοκέω-ῶ
- δυστομέω-ῶ
- δύστονος, ος, ον
- δυστόπαστος, ος, ον
- δυστόχαστος, ος, ον
- δυστράπελος, ος, ον
- δυστραπέλως
- δύστροπος, ος, ον
- δύστρωτος, ος, ον
- δυστυχέω-ῶ
- δυστύχημα, ατος (τό)
- δυστυχής, ής, ές
- δυστυχία, ας (ἡ)
- δυστυχῶς
- δυσυπόστατος, ος, ον
- δυσφαής, ής, ές
- δυσφάνταστος, ος, ον
- δύσφατος, ος, ον
- δυσφημέω-ῶ
- δυσφήμημα, ατος (τό)
- δυσφημία, ας (ἡ)
- δύσφημος, ος, ον
- δυσφιλής, ής, ές
- δυσφορέω-ῶ
- δυσφόρμιγξ, ιγγος
- δύσφορος, ος, ον
- δυσφόρως
- δυσφρόνως
- δύσφρων, ων, ον
- δυσφύλακτος, ος, ον
- δύσφωνος, ος, ον
- δυσφώρατος, ος, ον
- δυσχείμερος, ος, ον
- δυσχείρωμα, ατος (τό)
- δυσχείρωτος, ος, ον
- δυσχεραινόντως
- δυσχεραίνω
- δυσχεραντικός, ή, όν
- δυσχέρεια, ας (ἡ)
- δυσχερής, ής, ές
- δυσχερῶς
- δύσχιμος, ος, ον
- δυσχλαινία, ας (ἡ)
- δύσχορτος, ος, ον
- δυσχρηστία, ας (ἡ)
- δύσχρηστος, ος, ον
- δυσχωρία, ας (ἡ)
- δυσχώριστος, ος, ον
- δυσώδης, ης, ες
- δυσωδία, ας (ἡ)
- δυσώνυμος, ος, ον
- δυσωπέω-ῶ
- δωσωπία, ας (ἡ)
- δυσωρέω-ῶ
- δύτης, ου (ὁ)
- δύω 1
- δύω 2
- δυώδεκα
- δυωδεκάβοιος, ος, ον
- δυωδεκάπηχυς, υς, υ
- δυωδέκατος, η, ον
- δυωκαίδεκα
- δυωκαιεικοσίπηχυς, υς, υ
- δῶ1 (τό)
- δῶ2, δῷς, δῷ
- δώδεκα
- δωδεκάδαρχος, ου (ὁ)
- δωδεκάεδρος, ος, ον
- δωδεκαετής, ής, ές
- δωδεκάκις
- δωδεκαπλάσιος, α, ον
- δωδέκαρχος, ου (ὁ)
- δωδεκάς, άδος (ἡ)
- δωδεκάσκαλμος, ος, ον
- δωδεκάσκυτος, ος, ον
- δωδεκαταῖος, α, ον
- δωδέκατος, η, ον
- δωδεκαφόρος, ος, ον
- δωδεκάφυλος, ος, ον
- δωδεκέτης, ου
- Δωδωναῖος , α, ον
- Δωδώνη, ης (ἡ)
- Δωδωνίς , ίδος
- δώῃ
- δῶκα, ας, ε,
- δῶμα, ατος (τό)
- δωμάτιον, ου (τό)
- δωματῖτις, ιδος
- δωματοφθορέω-ῶ
- δωματόω-ῶ
- δώομεν
- δωρεά, ᾶς (ἡ)
- δωρέω-ῶ
- δώρημα, ατος (τό)
- δωρητός, ή, όν
- Δωριακός , ή, όν
- Δωριεύς , έως
- δωρίζω
- Δωρικός , ή, όν
- Δώριος, ος, ον
- Δωρίς 1, ίδος
- Δωρίς 2, ίδος (ἡ)
- δωριστί
- δωρίτης ἀγών (ὁ)
- δωροδοκέω-ῶ
- δωροδόκημα, ατος (τό)
- δωροδοκία, ας (ἡ)
- δωροδόκος, ος, ον
- δῶρον, ου (τό)
- δωροφορέω-ῶ
- δωροφορία, ας (ἡ)
- δωροφορικός, ή, όν
- δωροφόρος, ος, ον
- δωρύττομαι
- δωσέμεναι, δυσέμεν
- δῶσι
- δῴσι
- δωσίδικος, ος, ον
- δώσω
- δωτήρ, ῆρος (ὁ)
- δώτης, ου (ὁ)
- δωτινάζω
- δωτίνη, ης (ἡ)
- δώωσι
- Ε, ε (ἔ ψιλόν) (τό)
- ἕ
- ἔ
- ἔα1
- ἔα2, ἔας, ἔατε
- ἔα3
- ἐᾷ
- ἐάᾳ
- ἔαγα, ἐάγην
- ἔαδα
- ἕαδε
- ἕαδον
- ἑαθῶ, ῆς, ῆ
- ἐάλην
- ἑάλωκα, ἑάλων
- ἐᾶν
- ἐάν
- ἑάνδανον
- ἑανός1, ή, όν
- ἑανός2, οῦ (ὁ)
- ἐάνπερ
- ἔαξα
- ἔαρ, ἔαρος (τό)
- ἐαρίζω
- ἐαρινός, ή, όν
- ἐᾷς
- ἔας
- ἔασα
- ἔασι
- ἔασκον
- ἐάσομαι
- ἐάσομεν
- ἕαται
- ἔατε
- ἐᾶτε
- ἐατέος, α, ον
- ἕατο
- ἑαυτοῦ, ῆς, οῦ
- ἑάφθη
- ἐάω-ἐῶ
- ἐάων
- ἔβα
- ἔβαλον
- ἔβαν
- ἔβασα
- ἑβδομαγενής, ής, ές
- ἑβδομαγέτης, ου (ὁ)
- ἑβδομαῖος, α, ον
- ἑβδομάς, άδος (ἡ)
- ἑβδόματος, η, ον
- ἑβδομήκοντα
- ἑβδομηκοντάκις
- ἑβδομηκοντούτης, ου
- ἑβδομηκοντοῦτις, ιδος
- ἕβδομος, η, ον
- ἐβεβήκειν
- ἐβεβλήκειν, ἐβεβλήμην
- ἔβενος, ου (ἡ)
- ἔβην
- ἔβησα
- ἐβήτη
- ἐβίων
- ἔβλαβεν
- ἐβλάστηκα
- ἐβλήθην
- ἔβλητο
- ἔβλωξα
- ἐβουλέατο
- Ἑβραϊκός, ή, όν
- Ἑβραῖος, α, ον
- ἑβραΐς, ίδος
- ἑβραϊστί
- ἔβραχε
- ἐβράχην
- ἔβρισα
- ἔβρων
- ἔβωσα, ἐβώσθην
- ἔγγαιος, ος, ον
- ἐγγέγαα
- ἐγγέγραμμαι
- ἐγγεγύηκα
- ἐγγείνομαι
- ἔγγειος, ος, ον
- ἐγγελαστής, οῦ
- ἐγγελάω-ῶ
- ἐγγενής, ής, ές
- ἐγγεννάω-ῶ
- ἐγγενῶς
- ἐγγήραμα, ατος (τό)
- ἐγγηράσκω
- ἐγγίγνομαι
- ἐγγίζω
- ἐγγίνομαι
- ἔγγιον, ἔγγιστα
- ἐγγλύσσω
- ἐγγλύφω
- ἔγγονος, ος, ον
- ἐγγράμματος, ος, ον
- ἔγγραπτος, ος, ον
- ἔγγραυλις, εως (ἡ)
- ἐγγραφή, ῆς (ἡ)
- ἔγγραφος, ος, ον
- ἐγγράφω
- ἐγγυαλίζω
- ἐγγυάω-ῶ
- ἐγγύη, ης (ἡ)
- ἐγγυητής, οῦ (ὁ)
- ἐγγύθεν
- ἐγγυθήκη, ης (ἡ)
- ἐγγύθι
- ἐγγυμνάζω
- ἐγγυοθήκη, ης (ἡ)
- ἔγγυος, ος, ον
- ἐγγύς
- ἐγγύτατος, η, ον
- ἐγγύτατα, ἐγγυτάτω
- ἐγγύτερον, ἐγγυτέρω
- ἐγγώνιος, ος, ον
- ἐγεγόνει,
- ἐγεινάμην
- ἐγείρῃσιν
- ἐγείρομεν
- ἐγείρω
- ἐγέλαξα, ἐγέλασσα
- ἐγενέατο
- ἐγενήθην
- ἐγενόμην
- ἔγερθεν
- ἐγερθήσομαι
- ἐγέρσιμος, ος, ον
- ἔγερσις, εως (ἡ)
- ἐγερτήριον, ου (τό)
- ἐγερτί
- ἐγερτικός, ή, όν
- ἐγερῶ
- Ἔγεστα, ης (ἡ)
- Ἐγεσταῖοι, ων (οἱ)
- ἐγήγερκα, ἐγήγερμαι
- ἔγημα
- ἐγήρα
- ἐγκαθέζομαι
- ἐγκαθείργνυμι
- ἐγκάθετος, ος, ον
- ἐγκαθεύδω
- ἐγκαθηβάω-ῶ
- ἐγκάθημαι
- ἐγκαθιδρύω
- ἐγκαθίζω
- ἐγκαθίημι
- ἐγκαθίστημι
- ἐγκαθοράω-ῶ
- ἐγκαθορμίζομαι
- ἐγκαίνια, ων (τά)
- ἐγκαινίζω
- ἐγκαίω
- ἐγκακέω-ῶ
- ἐγκαλέω-ῶ
- ἐγκαλλωπίζομαι
- ἐγκαλλώπισμα, ατος (τό)
- ἐγκαλύπτω
- ἐγκάλυψις, εως (ἡ)
- ἐγκαναχάομαι-ῶμαι
- ἐγκάπτω
- ἐγκάρδιος, ος, ον
- ἔγκαρπος, ος, ον
- ἐγκάρσιος, α, ον
- ἐγκαρτερέω-ῶ
- ἐγκάς
- ἔγκασι
- ἐγκαταβιόω-ῶ
- ἐγκαταβυσσόω-ῶ
- ἐγκαταγέλαστος, ος, ον
- ἐγκαταγηράσκω
- ἐγκαταδαρθάνω
- ἐγκαταδέω
- ἐγκαταζεύγνυμι
- ἐγκατάθοιτο
- ἐγκατακαίω
- ἐγκατάκειμαι
- ἐγκατακλίνω
- ἐγκατακοιμάομαι-ῶμαι
- ἐγκαταλαμβάνω
- ἐγκαταλέγω
- ἐγκαταλείπω
- ἐγκατάληψις, εως (ἡ)
- ἐγκαταλιμπάνω
- ἐγκαταμίγνυμι
- ἐγκαταμιγνύω
- ἐγκαταπήγνυμι
- ἐγκαταπλέκω
- ἐγκατασβέννυμι
- ἐγκατασκήπτω
- ἐγκατασπείρω
- ἐγκαταστοιχειόομαι-οῦμαι
- ἐγκατασφάζω
- ἐγκαταταράσσω
- ἐγκατατίθημι
- ἐγκατεῖδον
- ἐγκατέχω
- ἐγκάτθεο
- ἐγκατιλλώπτω
- ἐγκατοικέω-ῶ
- ἐγκατοικίζω
- ἐγκατοικοδομέω-ῶ
- ἔγκατον, ου (τό)
- ἔγκαυμα, ατος (τό)
- ἔγκαυσις, εως (ἡ)
- ἐγκαυστής, οῦ (ὁ)
- ἐγκαυχάομαι-ῶμαι
- ἐγκαψικίδαλος, ου (ὁ)
- ἔγκειμαι
- ἐγκείσεαι
- ἐγκέκαυμαι
- ἐγκεκλῃμένος
- ἐγκέλευστος, ος, ον
- ἐγκελεύω
- ἐγκεντρίζω
- ἐγκεράννυμι
- ἐγκέραστος, ος, ον
- ἐγκερτομέω-ῶ
- ἐγκέφαλος, ος, ον
- ἐγκλάω
- ἐγκλείω
- ἐγκληθῆναι
- ἐγκληΐω
- ἔγκλημα, ατος (τό)
- ἐγκλῄοι
- ἔγκληρος, ος, ον
- ἐγκληρόω-ῶ
- ἐγκλῄσας
- ἐγκλήσοι
- ἐγκλητέος, α, ον
- ἐγκλητός, ή, όν
- ἐγκλῄω
- ἐγκλίνω
- ἔγκλισις, εως (ἡ)
- ἔγκνισμα, ατος (τό)
- ἐγκοιλαίνω
- ἐγκοίλιος, ος, ον
- ἔγκοιλος, ος, ον
- ἐγκοιμάομαι-ῶμαι
- ἐγκολάπτω
- ἐγκολπίζω
- ἐγκομβόομαι-οῦμαι
- ἐγκόμβωμα, ατος (τό)
- ἐγκονέω-ῶ
- ἐγκονίομαι
- ἐγκοπεύς, έως (ὁ)
- ἐγκοπή, ῆς (ἡ)
- ἐγκόπτω
- ἐγκοσμέω-ῶ
- ἐγκοτέω-ῶ
- ἔγκοτος1, ος, ον
- ἔγκοτος2, ου (ὁ)
- ἐγκράζω
- ἐγκραθείς
- ἐγκρασίχολος, ου (ὁ)
- ἐγκράτεια, ας (ἡ)
- ἐγκρατέως
- ἐγκρατεύομαι
- ἐγκρατής, ής, ές
- ἐγκρατῶς
- ἐγκρίνω
- ἔγκρισις, εως (ἡ)
- ἐγκριτέον
- ἐγκροτέω-ῶ
- ἐγκρύπτω
- ἐγκρυφίας ἄρτος (ὁ)
- ἐγκτάομαι-ῶμαι
- ἔγκτασις
- ἔγκτησις, εως (ἡ)
- ἐγκτίζω
- ἐγκύκλιος, ος, ον
- ἔγκυκλος, ος, ον
- ἐγκυκλόω-ῶ
- ἐγκυλίω
- ἐγκύμων, ων, ον
- ἔγκυος, ος, ον
- ἐγκύπτω
- ἐγκυρέω-ῶ
- ἐγκύρω
- ἐγκωμιάζω
- ἐγκωμιαστής, οῦ (ὁ)
- ἐγκωμιαστικός, ή, όν
- ἐγκώμιον, ου (τό)
- ἔγλυμμαι
- ἔγνωκα, ἔγνων, ἐγνώσθην,
- ἐγρεμάχας, ου
- ἐγρεμάχη, ης
- ἔγρεο
- ἐγρήγορα
- ἐγρηγοράω
- ἐγρηγόρθαι
- ἐγρηγορότως
- ἐγρηγορόων
- ἐγρήγορσις, εως (ἡ)
- ἐγρηγορτί
- ἐγρηγορώς, υῖα, ός
- ἐγρηγόρως
- ἐγρήσσω
- ἔγροιτο
- ἐγχαίνω
- ἐγχαλάω-ῶ
- ἐγχαλινόω-ῶ
- ἐγχάραξις, εως (ἡ)
- ἐγχαράσσω
- ἐγχέαι, ἐγχέας
- ἐγχείη, ης (ἡ)
- ἐγχείῃ
- ἐγχειρέω-ῶ
- ἐγχείρημα, ατος (τό)
- ἐγχείρησις, εως (ἡ)
- ἐγχειρητέον
- ἐγχειρητικός, ή, όν
- ἐγχειρίδιος, ος, ον
- ἐγχειρίζω
- ἐγχειρίθετος, ος, ον
- ἔγχελυς, υος (ἡ)
- ἐγχελυωπός, ός, όν
- ἐγχεσίμωρος, ος, ον
- ἐγχέσπαλος, ος, ον
- ἐγχεῦντα
- ἐγχέω
- ἐγχλίω
- ἐγχορεύω
- ἔγχος, εος-ους (τό)
- ἔγχουσα, ης (ἡ)
- ἐγχραύω
- ἐγχράω
- ἔγχρεμμα, ατος (τό)
- ἐγχρέμπτομαι
- ἐγχρῄζω
- ἐγχρίμπτω
- ἔγχρισις, εως (ἡ)
- ἔγχριστος, ος, ον
- ἐγχρίω
- ἐγχρονίζω
- ἐγχύνω
- ἔγχυσις, εως (ἡ)
- ἐγχωρέω-ῶ
- ἐγχώριος, ος, ον
- ἔγχωρος, ος, ον
- ἐγώ
- ἔγωγε
- ἐγᾦδα
- ἐγᾦμαι
- ἐγών
- ἔγωνγα
- ἔδαε, ἐδάην
- ἔδακον
- ἐδάμασσα
- ἐδάμην
- ἐδανός, ή, όν
- ἑδανός, ή, όν
- ἐδάρην, ἐδάρθην
- ἐδασάμην
- ἐδάσσατο
- ἐδαφίζω
- ἔδαφος, εος-ους (τό)
- ἔδδεισσα
- ἔδεαι
- ἐδέγμην
- ἐδεδέατο
- ἐδεδίειν
- ἐδέδμητο
- ἐδεδοίκειν
- ἐδεδώκειν, ἐδίδουν
- ἔδεε
- ἐδεήθην, ἐδέησα
- ἐδέθην
- ἔδεθλον, ου (τό)
- ἔδει
- ἐδείδιμεν, ἐδείδισαν
- ἔδειμα
- ἔδειξα
- ἔδειρα
- ἔδεισα
- ἔδεκτο
- ἔδεον
- ἔδεσκον
- ἔδεσμα, ατος (τό)
- Ἐδεσσαῖος, ου
- Ἔδεσσα, ης (ἡ)
- ἐδεστέον
- ἐδεστής, οῦ (ὁ)
- ἐδεστός, ή, όν
- ἐδεύεο, ἐδεύετο
- ἐδεύησα
- ἐδεύθην
- ἔδευσα
- ἔδηδα
- ἔδηδοκα
- ἔδηξα
- ἔδησα, ἐδησάμην
- ἔδησε
- ἐδητύς, ύος (ἡ)
- ἐδήχθην
- ἐδίανα
- ἐδίδαξα, ἐδιδάχθην
- ἐδίδουν
- ἐδίηνα
- ἔδμεναι
- ἕδνα
- ἕδνον, ον (τό)
- ἑδνόω-ῶ
- ἑδνωτής, οῦ (ὁ)
- ἐδοκεῦμες
- ἐδόθην
- ἔδομαι
- ἔδον
- ἔδοντι
- ἔδοξα
- ἕδος, εος-ους (τό)
- ἕδρα, ας (ἡ)
- ἔδραθε
- ἑδραῖος, α, ον
- ἑδραιόω-ῶ
- ἑδραίωμα, ατος (τό)
- ἔδρακον
- ἔδραμον
- ἕδρανον, ου (τό)
- ἕδρη
- ἑδριάω-ῶ
- ἑδριόωντο
- ἑδροστρόφος, ου (ὁ)
- ἔδυν
- ἐδύνασο
- ἐδυνέατο
- ἐδυνήθην
- ἐδύνω
- ἐδύσετο
- ἔδω
- ἐδωδή, ῆς (ἡ)
- ἐδώδιμος, ος, ον
- ἔδωκα
- ἑδώλιον, ου (τό)
- ἑέ
- ἔεδνα, ἐεδνόω, ἐεδνωτής
- ἐείδομαι
- ἐεικοσάβοιος, ος, ον
- ἐείκοσι(ν)
- ἐεικόσορος
- ἐεικοστός
- ἐείλεον
- ἔειπα, ἔειπον
- ἐεισάμενος
- ἐεισάσθην
- ἐέλδομαι
- ἔελμαι, ἐελμένος
- ἐέλπομαι
- ἐέργαθεν
- ἔεργε
- ἐεργμένος
- ἐέργνυν
- ἐέργω
- ἐερμένος
- ἐέρση, ης (ἡ)
- ἔερτο
- ἐέρχατο
- ἐέσσατο
- ἑέσσατο
- ἕζεαι
- Ἐζεκίας, ου (ὁ)
- ἕζεο,
- ἔζευγμαι
- ἔζη, ἔζηκα, ἔζησα
- ἕζομαι
- ἐζύγην
- ἔζων
- ἑῇ
- ἔῃ
- ἕηκε
- ἔην
- ἑήνδανον
- ἑῆος
- ἑῆς
- ἕης
- ἔησθα
- ἑῇσι
- ἔῃσι
- ἔθ᾽
- ἔθανον
- ἐθάς, άδος
- ἐθεησάμην
- ἔθει
- ἔθειρα, ας (ἡ)
- ἐθειράζω
- ἐθείρω
- ἑθείς, εῖσα, έν
- ἐθέλεσκον
- ἐθέλησθα
- ἐθελητός, ή, όν
- ἐθελοδουλεία, ας (ἡ)
- ἐθελοκακέω-ῶ
- ἐθελοθρησκεία, ας (ἡ)
- ἐθελοντηδόν
- ἐθελοντήν
- ἐθελοντήρ, ῆρος
- ἐθελοντής, οῦ
- ἐθελοντί
- ἐθελοπονία, ας (ἡ)
- ἐθελόπονος, ος, ον
- ἐθελοπρόξενος, ος, ον
- ἐθελουργέω-ῶ
- ἐθελουργός, ός, όν
- ἐθελούσιος, α, ον
- ἐθελουσίως
- ἐθέλω
- ἐθέλωμι
- ἔθεμεν, ετε, εσαν
- ἕθεν
- ἔθετο
- ἐθηεύμεσθα, ἐθηεῦντο
- ἔθηκα
- ἕθην
- ἔθιγον
- ἐθίζω
- ἐθικός, ή, όν
- ἐθισμός, οῦ (ὁ)
- ἐθιστέον
- ἐθιστός, ή, όν
- ἐθίχθην
- ἐθιῶ
- ἐθνάρχης, ου (ὁ)
- ἐθνικός, ή, όν
- ἐθνικῶς
- ἔθνος, εος-ους (τό)
- ἔθορον
- ἔθος, εος-ους (τό)
- ἔθου
- ἔθραξα
- ἔθρεξα
- ἔθρεψα, ἐθρέφθην
- ἔθω
- ἑθῶ, ῇς, ῇ
- εἰ
- εἶ1
- εἶ2
- εἴα
- εἶα
- εἰάθην, εἴακα, εἴαμαι
- εἱαμενή, ῆς (ἡ)
- εἱανός, οῦ (ὁ)
- εἶαρ
- εἰαρινός
- εἴας
- εἴασα
- εἴασκον
- εἵαται
- εἴατο
- εἵατο
- εἰάω-ῶ
- εἴβω
- εἰδάλιμος, η, ον
- εἶδαρ, ατος (τό)
- εἰδέα, ας (ἡ)
- εἰδείην, εἰδέναι
- εἴδεσθαι
- εἴδετε
- εἰδέω
- εἴδησα
- εἰδησέμεν
- εἰδήσω
- εἰδικός, ή, όν
- εἰδοί, ῶν (αἱ)
- εἴδομαι
- εἰδόμαν
- εἴδομεν
- εἶδον
- εἰδοποιέω-ῶ
- εἰδοποιός, ός, όν
- εἶδος, εος-ους (τό)
- εἰδότως
- εἰδῶ, ῇς, ῇ
- εἰδωλεῖον, ου (τό)
- εἰδωλόθυτον, ου (τό)
- εἰδωλολατρεία, ας (ἡ)
- εἰδωλολάτρης, ου (ὁ)
- εἴδωλον, ου (τό)
- εἰδωλοφανής, ής, ές
- εἰδώς, υῖα, ός
- εἶεν1
- εἶεν2
- εἴην
- εἵην
- εἴης,
- εἴησαν, εἴητε
- εἴθ᾽
- εἶθ᾽
- εἶθαρ
- εἴθε
- εἵθην
- εἴθικα, εἴθισα, εἰσθίσθην
- εἰθισμένος, η, ον
- εἶκα
- εἷκα
- εἰκάζω
- εἰκαθεῖν
- εἰ καί
- εἰκαῖος, α, ον
- εἶκας
- εἰκάς, άδος (ἡ)
- εἰκασία, ας (ἡ)
- εἴκασμα, ατος (τό)
- εἰκασμός, οῦ (ὁ)
- εἰκάσσαις
- εἰκαστής, οῦ (ὁ)
- εἰκαστικός, ή, όν
- εἰκαστός, ή, όν
- εἴκατι
- εἴ κε
- εἶκε
- εἴκελος, ος, ον
- εἴ κεν
- εἰκῇ
- εἶκον
- εἰκονίζω
- εἰκόνιον, ου (τό)
- εἰκονισμός, οῦ (ὁ)
- εἰκός
- εἰκοσάεδρος, ος, ον
- εἰκοσαετής, ής, ές
- εἰκοσάκις
- εἰκοσάπηχυς, υς, υ
- εἰκοσαπλάσιος, ος, ον
- εἰκοσαπλασίων, ων,
- εἰκοσάς, άδος (ἡ)
- εἴκοσι
- εἰκόσι
- εἰκοσιεπτά
- εἴκοσιν
- εἰκοσινήριτος, ος, ον
- εἰκοσιπέντε
- εἰκοσίπηχυς
- εἰκόσορος, ος, ον
- εἰκοστοέβδομος, ος, ον
- εἰκοστός, ή, όν
- εἰκοστοτέταρτος, η, ον
- εἰκώς 1
- εἰκότως
- εἰκοῦς
- ἐΐκτην
- ἔϊκτο
- ἔϊκτον
- εἰκυῖα
- εἴκω
- εἰκών, όνος (ὁ)
- εἰκώς 2
- εἰλαδόν
- εἱλάμην
- εἰλαπινάζω
- εἰλαπιναστής, οῦ (ὁ)
- εἰλαπίνη, ης (ἡ)
- εἶλαρ (τό)
- εἰλάρχης, ου (ὁ)
- εἰλάτινος
- εἴλεγμαι
- Εἰλείθυια, ας (ἡ)
- εἰλεός, οῦ (ὁ)
- εἵλευ
- εἰλεύμενος
- εἰλεῦντα
- εἰλεῦντο
- εἱλέω-ῶ
- εἴλη, ης (ἡ)
- εἵλη, ης (ἡ)
- εἱληθερέω-ῶ
- εἱληθερής, ής, ές
- Εἰλήθυια, ας (ἡ)
- εἰλήλουθα
- εἴλημμαι
- εἴληφα
- εἴληχα
- εἱλίγμην
- εἰλικρίνεια, ας (ἡ)
- εἰλικρινής, ής, ές
- εἰλικρινῶς
- εἵλιξα
- εἰλίπους, ους, ουν
- Εἰλισσός, οῦ (ὁ)
- εἱλίσσω
- εἱλιτενής, ής, ές
- εἱλίχατο
- εἷλκον
- εἴλλω
- εἱλοθερής, ής, ές
- εἷλον, εἱλόμην
- εἰλύαται
- εἴλυμα, ατος (τό)
- εἰλυσπάομαι
- εἰλυφάζω
- εἰλυφάω-ῶ
- εἰλύω
- εἴλω
- εἵλως, ωτος (ὁ)
- εἱλωτεύω
- εἱλωτικός, ή, όν
- εἱλωτίς, ίδος (ἡ)
- εἰμ᾽, εἴμ᾽
- εἶμ᾽
- εἷμα, ατος (τό)
- εἷμαι
- εἱμαρμένος, εἵμαρται, εἵμ
- εἱμαρτός, ήν, όν
- εἰμέν
- εἶμεν
- εἷμεν
- εἴμεναι
- εἱμένος
- εἰμές
- εἰ μή
- εἰμί
- εἶμι
- εἰν
- εἰναετής, ής, ές
- εἶναι
- εἷναι
- εἰνάκις, εἰνακισχίλιοι
- εἰνάλιος
- εἰνάνυχες
- εἰνάτερες, ων (αἱ)
- εἴνατος
- εἵνεκα, εἵνεκεν
- εἰνόδιος
- εἰνοσίφυλλος, ος, ον
- εἶξα
- εἴξασι
- εἴξασκε
- εἶξις, εως (ἡ)
- εἷο
- εἰοικυῖα
- εἷος
- εἶπα, εἰπεῖν
- εἶπε
- εἴπερ
- εἴπεσκον
- εἰπόν
- εἶπον
- εἴ ποτε
- εἴ που
- εἴπω, εἰπών
- εἴπωμι
- εἴ πως
- εἶρα
- εἰράνα, Εἰράνα
- εἰράων
- εἰργαθεῖν
- εἰργασάμην, εἰργάσθην, ε
- εἷργμαι
- εἶργμαι
- εἱργμός, οῦ (ὁ)
- εἱργμοφύλαξ, ακος (ὁ)
- εἵργνυμι
- εἴργω1
- εἴργω2
- εἴρεαι
- εἰρέαται
- εἰρέθην
- εἴρεο
- εἴρερος, ου (ὁ)
- εἴρεσθαι
- εἰρεσία, ας (ἡ)
- εἰρεσιώνη, ης (ἡ)
- εἴρετο
- Εἰρέτρια
- εἰρέω
- εἴρη, ης (ἡ)
- εἴρηκα, εἴρημαι
- εἰρήν, ένος (ὁ)
- εἰρηναῖος, α, ον
- εἰρηναίως
- εἰρηνεύω
- εἰρήνη, ης (ἡ)
- εἰρηνικός, ή, όν
- εἰρηνικῶς
- εἰρηνοποιέω-ῶ
- εἰρηνοποιός, ός, όν
- εἰρηνοφύλαξ, ακος (ὁ)
- εἰρήσεται
- εἰρήσομαι
- εἴρητο
- εἰρίνεος, η, ον
- εἴριον, ου (τό)
- εἰρκτέον
- εἱρκτή, ῆς (ἡ)
- εἰρμός, οῦ (ὁ)
- εἰροκόμος, ος, ον
- εἴρομαι
- εἰρόμην
- εἴροντο
- εἰροπόκος, ος, ον
- εἶρος, εος-ους (τό)
- εἵρπον
- εἵρπυζον, εἵρπυσα
- εἰρύαται
- εἴρυμαι
- εἰρυμέναι
- εἴρυσα, εἰρύσθην
- εἴρυσμαι
- εἴρυσο
- εἴρυσσα
- εἰρύσσατο
- εἴρυτο
- εἷρψα
- εἴρω1
- εἴρω2
- εἴρων, ωνος
- εἰρωνεία, ας (ἡ)
- εἰρωνεύομαι
- εἰρωνικῶς
- εἰρωτάω
- εἰρώτεον
- εἰς
- εἷς, μία, ἕν
- εἴς
- εἶς
- εἷσα
- εἰσαγγελεύς, έως (ὁ)
- εἰσαγγελία, ας (ἡ)
- εἰσαγγέλλω
- εἰσαγήοχα
- εἰσάγω
- εἰσαγωγή, ῆς (ἡ)
- εἰσαγώγιμος, ος, ον
- εἰσαθρέω-ῶ
- εἰσακοντίζω
- εἰσακούω
- εἰσακτέον
- εἰσάλλομαι
- εἰσαμείβω
- εἱσάμην
- εἷσαν
- εἰσαναβαίνω
- εἰσαναγκάζω
- εἰσανάγω
- εἰσανιδών
- εἰσάνειμι
- εἴσαντα
- εἰσάπαξ
- εἰσαρπάζω
- εἴσατο
- εἰσαφίημι
- εἰσαφικάνω
- εἰσαφικνέομαι-οῦμαι
- εἰσβαίνω
- εἰσβάλλω
- εἴσβασις, εως (ἡ)
- εἰσβιάζομαι
- εἰσβιβάζω
- εἰσβλέπω
- εἰσβολή, ῆς (ἡ)
- εἰσγράφω
- εἰσδέρκομαι
- εἰσδέχομαι
- εἰσδραμών, οῦσα, όν
- εἰσδρομή, ῆς (ἡ)
- εἰσδύνω
- εἰσδύομαι
- εἴσδυσις, εως (ἡ)
- εἴσεαι, εἴσει
- εἰσέδρακον
- εἰσέδραμον
- εἰσέδυν
- εἰσεῖδον
- εἴσειμι
- εἰσελαύνω
- εἰσελάω
- εἰσελεύσομαι
- εἰσελκύω
- εἰσενεγκεῖν
- εἰσέπειτα
- εἰσερπύζω
- εἰσερρύη
- εἰσερύω
- εἰσέρχομαι
- εἴσεται
- εἰσέχω
- ἐΐση, ης
- εἴσῃ
- εἰσήγαγον
- εἰσηγέομαι-οῦμαι
- εἰσήγημα, ατος (τό)
- εἰσήγησις, εως (ἡ)
- εἰσηγητέον
- εἰσηγητής, οῦ (ὁ)
- εἰσῄειν
- εἰσήκω
- εἰσῆλθον
- εἰσήνεγκον
- εἶσθα
- εἰσθλίβω
- εἰσθρῴσκω
- εἰσί
- εἶσι
- εἰσίασι
- εἰσιδόμαν
- εἰσιδρύω
- εἰσίημι
- εἰσίθμη, ης (ἡ)
- εἰσικνέομαι-οῦμαι
- εἰσίπταμαι
- εἰσιτήριος, ος, ον
- εἰσιτητέον
- εἰσκαλέω-ῶ
- εἰσκηρύττω
- εἰσκομιδή, ῆς (ἡ)
- εἰσκομίζω
- εἰσκυκλέω-ῶ
- εἰσκυλίω
- ἐΐσκω
- εἰσκωμάζω
- εἰσλάμπω
- εἰσλεύσσω
- εἰσμαίομαι
- εἰσνέω
- εἰσνήχομαι
- εἰσνοέω-ῶ
- εἴσοδος, ου (ἡ)
- εἰσοικειόω-ῶ
- εἰσοίκησις, εως (ἡ)
- εἰσοικίζω
- εἰσοιχνέω-ῶ
- εἰσόκε
- εἴσομαι
- εἵσομαι
- εἷσον
- εἰσόπιν
- εἰσοπίσω
- εἰσοπτός, ός, όν
- εἰσοπτρίζω
- εἰσοράασθαι
- εἰσοράω-ῶ
- εἰσορμάω-ῶ
- εἰσορμίζω
- εἰσορόων
- εἰσότε
- εἰσόψομαι
- εἰσπαίω
- εἰσπέμπω
- εἰσπέτομαι
- εἰσπηδάω-ῶ
- εἰσπίπτω
- εἰσπλέω
- εἴσπλοος, ου (ὁ)
- εἰσπνέω
- εἰσπνόη, ῆς (ἡ)
- εἰσποιέω-ῶ
- εἰσποίησις, εως (ἡ)
- εἰσπορεύω
- εἴσπραξις, εως (ἡ)
- εἰσπράσσω
- εἰσρέω
- εἰσροή, ῆς (ἡ)
- εἱστήκη
- εἰστίθημι
- εἰστοξεύω
- εἰστρέχω
- εἰσφέρω
- εἰσφορά, ᾶς (ἡ)
- εἰσφορέω-ῶ
- εἰσφρέω-ῶ
- εἰσχειρίζω
- εἰσχέω
- εἴσω
- εἴσωθεν
- εἰσωθέω-ῶ
- εἰσωπός, ός, όν
- εἶτα
- εἷται
- εἵτε
- εἶτε
- εἴτε
- εἴτην
- εἶφ᾽
- εἴφ᾽
- εἶχον
- εἴχοσαν
- εἰῶ
- εἴωθα
- εἰώθειν
- εἰωθότως
- εἰωθώς, υῖα, ός
- εἰῶμεν
- εἴων
- εἵως
- εἰῶσι
- ἐκ
- Ἑκάβη, ης (ἡ)
- ἑκάεργος, ου
- ἐκάην
- ἐκαθέατο
- ἐκαθεζόμην
- ἕκαθεν
- ἐκάθευδον
- ἐκαθήμην
- ἐκάθηρα
- ἐκάθιζον, ἐκάθισα
- Ἑκάλειος, ου (ὁ)
- ἐκάλεσα,
- Ἑκαλῆθεν
- Ἑκαλήσιον, ου (τό)
- Ἑκαλίνη, ης (ἡ)
- Ἕκαλος, ου (ὁ)
- ἔκαμον
- ἔκανον
- ἐκάρην
- ἑκάς
- ἑκαστάτω
- ἑκασταχόθεν
- ἑκασταχόθι
- ἑκασταχοῖ
- ἑκασταχόσε
- ἑκασταχοῦ
- ἑκαστέρω
- ἑκάστοθι
- ἕκαστος, η, ον
- ἑκάστοτε
- ἐκατέατο
- ἑκατεράκις
- ἑκάτερθε,
- ἑκάτερος, α, ον
- ἑκατέρωθεν
- ἑκατέρωθι
- ἑκατέρωσε
- Ἑκάτη, ης (ἡ)
- ἑκατηβελέτης, ου
- ἑκατηβόλος, ος, ον
- Ἑκατήσιον, ου (τό)
- ἕκατι
- ἑκατογκάρανος, ος, ον
- ἑκατόγχειρ, χειρος
- ἑκατόγχειρος, ος, ον
- ἑκατόζυγος, ος, ον
- Ἑκατομβαιών, ῶνος (ὁ)
- ἑκατόμβη, ης (ἡ)
- ἑκατόμβοιος, ος, ον
- ἑκατόμπεδος, ος, ον
- ἑκατόμποδος, ος, ον
- ἑκατόμπολις, ις, ι
- ἑκατόμπους, ους, ουν
- ἑκατόμπυλος, ος, ον
- ἑκατομφόνια, ων (τά)
- ἑκατόν
- ἑκατονταέτης, ης, ες
- ἑκατονταπλασίων, ων, ον
- ἑκατοντάρχης, ου (ὁ)
- ἑκατόνταρχος, ου (ὁ)
- ἑκατοντάς, άδος (ἡ)
- ἑκατοντάχειρ, χειρος
- ἑκατοντούτης, ου
- ἕκατος, ου (ὁ)
- ἑκατοστός, ή, όν
- ἑκατοστύς, ύος (ἡ)
- ἔκαυσα
- ἐκβάζω
- ἐκβαίνω
- ἐκβακχεύω
- ἐκβάλλω
- ἐκβαρβαρόω-ῶ
- ἐκβαρβάρωσις, εως (ἡ)
- ἔκβασις, εως (ἡ)
- Ἑκβάτανα, ων (τά)
- ἐκβάω
- ἐκβεβαιόομαι-οῦμαι
- ἐκβεβαίωσις, εως (ἡ)
- ἐκβεβλήκει
- ἐκβιάζω
- ἐκβιβάζω
- ἐκβλαστάνω
- ἐκβλέπω
- ἐκβληθείς
- ἐκβλύζω
- ἐκβοήθεια, ας (ἡ)
- ἐκβοηθέω-ῶ
- ἐκβολή, ῆς (ἡ)
- ἐκβόλιμος, ος, ον
- ἐκβόλιον, ου (τό)
- ἔκβολος, ος, ον
- ἐκβράζω
- ἐκβράσσω
- ἐκβροντάω-ῶ
- ἐκβρυχάομαι-ῶμαι
- ἔκβρωμα, ατος (τό)
- ἐκβῶντας
- ἐκγαμίζω
- ἐκγαυρόομαι-οῦμαι
- ἐκγέγαα
- ἐκγελάω-ῶ
- ἐκγενής, ής, ές
- ἐκγίγνομαι
- ἐκγλυφή, ῆς (ἡ)
- ἐκγλύφω
- ἔκγονος, ος, ον
- ἐκγυμνόω-ῶ
- ἐκδαῆναι
- ἐκδαπανάω-ῶ
- ἐκδακρύω
- ἔκδεια, ας (ἡ)
- ἐκδείκνυμι
- ἐκδειματόω-ῶ
- ἐκδέκομαι
- ἔκδεξις, εως (ἡ)
- ἐκδέρω
- ἐκδέχομαι
- ἐκδέω
- ἔκδηλος, ος, ον
- ἐκδημέω-ῶ
- ἐκδημία, ας (ἡ)
- ἔκδημος, ος, ον
- ἐκδιαβαίνω
- ἐκδιαιτάω-ῶ
- ἐκδιαίτησις, εως (ἡ
- ἐκδιδάσκω
- ἐκδιδόαται
- ἐκδιδράσκω
- ἐκδιδρήσκω
- ἐκδίδωμι
- ἐκδιηγέομαι-οῦμαι
- ἐκδικάζω
- ἐκδικέω-ῶ
- ἐκδίκησις, εως (ἡ)
- ἔκδικος, ος, ον
- ἐκδικῶ
- ἐκδίκως
- ἐκδιφρεύω
- ἐκδιψάω-ῶ
- ἐκδιωκτέον
- ἐκδιώκω
- ἔκδοσις, εως (ἡ)
- ἔκδοτος, ος, ον
- ἐκδοχή, ῆς (ἡ)
- ἐκδρακοντόω-ῶ
- ἐκδραμεῖν
- ἐκδράντες
- ἐκδρομή, ῆς (ἡ)
- ἔκδρομος, ου (ὁ)
- ἐκδῦμεν
- ἐκδύνω
- ἔκδυσις, εως (ἡ)
- ἐκδύω
- ἐκδωριόομαι-οῦμαι
- ἐκέδασθεν
- ἐκέετο
- ἐκεῖ
- ἐκεῖθεν
- ἐκεῖθι
- ἐκείνῃ
- ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
- ἐκεινοσί
- ἐκείνως
- ἐκεῖσε
- ἐκεκάσμην
- ἐκέκλετο
- ἐκεκράγετε
- ἐκέρασα
- ἐκέρδησα
- ἔκερσα
- ἐκεχειρία, ας (ἡ)
- ἐκζέω
- ἐκζητέω-ῶ
- ἐκζήτησις, εως (ἡ)
- ἐκζωπυρέω-ῶ
- ἐκζωπύρησις, εως (ἡ)
- ἔκηα
- ἑκηβολία, ας (ἡ)
- ἑκηβόλος, ος, ον
- ἕκηλος, ος, ον
- ἕκητι
- ἐκθαμβέω-ῶ
- ἔκθαμβος, ος, ον
- ἐκθαμνίζω
- ἔκθανον
- ἐκθαρρέω-ῶ
- ἐκθάρσημα, ατος (τό)
- ἐκθαυμάζω
- ἐκθεάομαι-ῶμαι
- ἐκθειάζω
- ἐκθειόω-ῶ
- ἐκθεόω-ῶ
- ἐκθεραπεύω
- ἐκθερμαίνω
- ἔκθεσις, εως (ἡ)
- ἔκθεσμος, ος, ον
- ἐκθετέον
- ἔκθετος, ος, ον
- ἐκθέω
- ἐκθηράομαι-ῶμαι
- ἐκθηρεύω
- ἐκθλίβω
- ἐκθνῄσκω
- ἐκθοινάομαι-ῶμαι
- ἐκθορεῖν
- ἐκθόρνυμαι
- ἔκθρεψις, εως (ἡ)
- ἐκθρηνέω-ῶ
- ἐκθρῴσκω
- ἔκθυμος, ος, ον
- ἐκθύμως
- ἐκθύσιμος, ος, ον
- ἔκθυσις, εως (ἡ)
- ἐκθύω
- ἐκίνηθεν
- ἔκιον
- ἔκιχον
- ἐκκαγχάζω
- ἐκκαθαίρω
- ἐκκαθεύδω
- ἐκκάθηρα
- ἑκκαίδεκα
- ἑκκαιδεκάδωρος, ος, ον
- ἑκκαιδεκαετής, ής, ές
- ἑκκαιδεκάπηχυς, υς, υ
- ἑκκαιδεκέτης, ης, ες
- ἑκκαιδεκήρης, εος-ους (ἡ)
- ἐκκαίω
- ἐκκακέω-ῶ
- ἐκκαλέω-ῶ
- ἐκκάλυμμα, ατος (τό)
- ἐκκαλύπτω
- ἐκκάμνω
- ἐκκαρπίζομαι
- ἐκκαρπόομαι-οῦμαι
- ἐκκαταπάλλω
- ἐκκατιδών
- ἐκκαυστικός, ή, όν
- ἐκκάω
- ἔκκειμαι
- ἐκκεινόω
- ἐκκενόω-ῶ
- ἐκκεντέω-ῶ
- ἐκκεχυμένως
- ἐκκηραίνω
- ἐκκηρύσσω
- ἐκκινέω-ῶ
- ἐκκλάω-ῶ
- ἐκκλείω
- ἐκκλέπτω
- ἐκκληΐω
- ἐκκλησία, ας (ἡ)
- ἐκκλησιάζω
- ἐκκλησιαστής, οῦ (ὁ)
- ἐκκλησιαστικός, ή, όν
- ἔκκλησις, εως (ἡ)
- ἐκκλητεύω
- ἔκκλητος, ος, ον
- ἐκκλῄω
- ἐκκλίνω
- ἔκκλισις, εως (ἡ)
- ἐκκλιτέον
- ἐκκλύζω
- ἔκκλυσμα, ατος (τό)
- ἐκκνάω-ῶ
- ἐκκολάπτω
- ἐκκολυμβάω-ῶ
- ἐκκομιδή, ῆς (ἡ)
- ἐκκομίζω
- ἐκκομπάζω
- ἐκκομψεύομαι
- ἐκκοπή, ῆς (ἡ)
- ἐκκόπτω
- ἐκκουφίζω
- ἐκκράζω
- ἐκκραυγάζω
- ἐκκρέμαμαι
- ἐκκρεμάννυμι
- ἐκκρίνω
- ἔκκριτος, ος, ον
- ἐκκρουστικός, ή, όν
- ἔκκρουστος, ος, ον
- ἐκκρούω
- ἐκκυβεύω
- ἐκκυβιστάω-ῶ
- ἐκκυκλέω-ῶ
- ἐκκύκλημα, ατος (τό)
- ἐκκυλίνδω
- ἐκκυλίω
- ἐκκυμαίνω
- ἐκκυνηγετέω-ῶ
- ἐκκύπτω
- ἐκκωφόω-ῶ
- ἔκλαγξα, ἔκλαγον
- ἐκλαγχάνω
- ἐκλαλέω-ῶ
- ἐκλαμβάνω
- ἐκλάμπω
- ἐκλανθάνω
- ἔκλαον
- ἐκλαπάζω
- ἐκλάπην
- ἔκλασα
- ἔκλαυσα, ἐκλαύσθην
- ἐκλεαίνω
- ἐκλέγω
- ἐκλειπτικός, ή, όν
- ἐκλείπω
- ἐκλείσθην
- ἔκλειψις, εως (ἡ)
- ἐκλεκτός, ή, όν
- ἐκλελαθέσθαι
- ἐκλέλαθον
- ἐκλελυμένως
- ἔκλεο
- ἔκλεον
- ἐκλέπω
- ἔκλευκος, ος, ον
- ἐκλήγω
- ἐκλήθην
- ἔκλησα
- ἔκλησις, εως (ἡ)
- ἔκλινα, ἐκλίνην, ἐκλίνθη
- ἐκλιπαίνω
- ἐκλιπαρέω-ῶ
- ἐκλιπής, ής, ές
- ἐκλογή, ῆς (ἡ)
- ἐκλογίζομαι
- ἐκλογισμός, οῦ (ὁ)
- ἔκλυσις, εως (ἡ)
- ἐκλυτήριος, ος, ον
- ἔκλυτος, ος, ον
- ἐκλύτως
- ἐκλύω
- ἐκλωβάομαι-ῶμαι
- ἐκμαίνω
- ἐκμανθάνω
- ἐκμαρτυρέω-ῶ
- ἐκμάσσω
- ἐκμαστεύω
- ἐκμειλίσσομαι
- ἐκμείρομαι
- ἐκμελετάω-ῶ
- ἐκμελής, ής, ές
- ἐκμετρέω-ῶ
- ἕκμηνος, ος, ον
- ἐκμηνύω
- ἐκμηρύομαι
- ἐκμιμέομαι-οῦμαι
- ἐκμισέω-ῶ
- ἐκμισθόω-ῶ
- ἔκμολε
- ἐκμορφόω-ῶ
- ἐκμουσόω-ῶ
- ἐκμοχθέω-ῶ
- ἐκμοχλεύω
- ἐκμυζάω-ῶ
- ἐκμυκτηρίζω
- ἐκναρκάω-ῶ
- ἐκνέμομαι
- ἐκνευρίζω
- ἐκνεύω
- ἐκνέω
- ἐκνηστεύω
- ἐκνήφω
- ἐκνήχομαι
- ἐκνίζω
- ἐκνικάω-ῶ
- ἐκνίπτω
- ἐκνόμιος, ος, ον
- ἐκνομίως
- ἔκνομος, ος, ον
- ἐκνόμως
- ἔκνοος, ος, ον
- ἐκνοστέω-ῶ
- ἐκόμισσα
- ἑκοντί
- ἐκόπην
- ἑκούσιος, α, ον
- ἑκουσίως
- ἐκπαγλέομαι
- ἔκπαγλος, ος, ον
- ἐκπάγλως
- ἐκπαιδεύω
- ἐκπαιφάσσω
- ἐκπαίω
- ἔκπαλαι
- ἐκπάλλομαι
- ἐκπατάσσω
- ἐκπάτιος, α, ον
- ἐκπαύω
- ἐκπείθω
- ἐκπειράζω
- ἐκπειράομαι-ῶμαι
- ἐκπέλει é
- ἐκπεμπτέος, α, ον
- ἐκπέμπω
- ἔκπεμψις, εως (ἡ)
- ἐκπεπέτασμαι
- ἐκπέποται
- ἐκπέπραται
- ἐκπεπταμένως
- ἐκπεράᾳ
- ἐκπεραίνω
- ἐκπέραμα, ατος (τό)
- ἐκπεράω-ῶ
- ἐκπέρθω
- ἐκπερίειμι
- ἐκπεριέρχομαι
- ἐκπεριϊέναι
- ἐκπεριοδεύω
- ἐκπεριπλέω
- ἐκπερισσῶς
- ἐκπερόωσι
- ἐκπέρυσι
- ἔκπεσε
- ἐκπετάννυμι
- ἐκπέτασις, εως (ἡ)
- ἐκπετάσω
- ἐκπετήσιμος, ος, ον
- ἐκπεύθομαι
- ἐκπεφυυῖαι
- ἐκπήγνυμι
- ἐκπηγνύω
- ἐκπηδάω-ῶ
- ἐκπηδέω
- ἐκπήδημα, ατος (τό)
- ἐκπιδύομαι
- ἐκπιέζω
- ἔκπιεν
- ἐκπίμπλημι
- ἐκπίνω
- ἔκπιον
- ἐκπιπράσκω
- ἐκπίπτω
- ἐκπίτνω
- ἔκπλεος, ος, ον
- ἐκπλέω
- ἔκπλεως, ως, ων
- ἔκπληγεν
- ἐκπλήγνυμι
- ἐκπληκτικός, ή, όν
- ἐκπληκτικῶς
- ἔκπληκτος, ος, ον
- ἐκπλήκτως
- ἔκπληξις, εως (ἡ)
- ἐκπληρόω-ῶ
- ἐκπλήσσω
- ἐκπλήσω
- ἔκπλοος, ου (ὁ)
- ἐκπλύνω
- ἔκπλυτος, ος, ον
- ἐκπλώω
- ἐκπνείω
- ἐκπνευματόω-ῶ
- ἐκπνέω
- ἐκπνοή, ῆς (ἡ)
- ἐκποδών
- ἐκποιέω-ῶ
- ἐκποίησις, εως (ἡ)
- ἐκποίητος, ος, ον
- ἐκπολεμέω-ῶ
- ἐκπολεμόω-ῶ
- ἐκπολέμωσις, εως (ἡ)
- ἐκπολιορκέω-ῶ
- ἐκπομπεύω
- ἐκπομπή, ῆς (ἡ)
- ἐκπονέω-ῶ
- ἐκπορεύω
- ἐκπορθέω-ῶ
- ἐκπορίζω
- ἐκπορνεύω
- ἐκποτάομαι-ῶμαι
- ἐκποτέονται
- ἐκπράσσω
- ἐκπραΰνω
- ἐκπρεπής, ής, ές
- ἐκπρεπῶς
- ἔκπρησις, εως (ἡ)
- ἐκπρήσσω
- ἐκπρίασθαι
- ἐκπρίω
- ἐκπρόθεσμος, ος, ον
- ἐκπροκαλέομαι-οῦμαι
- ἐκπρολείπω
- ἐκπροτιμάω-ῶ
- ἐκπτερύσσομαι
- ἐκπτήσσω
- ἐκπτύω
- ἐκπυνθάνομαι
- ἐκπυρόω-ῶ
- ἐκπύρωσις, εως (ἡ)
- ἔκπυστος, ος, ον
- ἔκπωμα, ατος (τό)
- ἐκπωτάομαι-ῶμαι
- ἐκραγήσομαι
- ἔκραγον
- ἐκράθην
- ἐκραίνω
- ἔκραξα
- ἐκρέμω
- ἐκρέω
- ἐκρήγνυμι
- ἐκριζόω-ῶ
- ἐκρίθην
- ἔκρικον
- ἐκρινίζω
- ἐκριπίζω
- ἐκριπτέω
- ἐκρίπτω
- ἐκροή, ῆς (ἡ)
- ἔκροος, ου (ὁ)
- ἐκρύβην
- ἐκσαγηνεύω
- ἐκσαόω-ῶ
- ἐκσείω
- ἐκσεύομαι
- ἐκσημαίνω
- ἐκσκορπισμός, οῦ (ὁ)
- ἐκσμάω-ῶ
- ἐκσπασσαμένω
- ἐκσπάω-ῶ
- ἔκσπονδος, ος, ον
- ἑκστάδιος, ος, ον
- ἔκστασις, εως (ἡ)
- ἐκστατικός, ή, όν
- ἐκστατικῶς
- ἐκστέλλω
- ἐκστέφω
- ἐκστρατεία, ας (ἡ)
- ἐκστρατεύω
- ἐκστρατοπεδεύω
- ἐκστρέφω
- ἐκστροφή, ῆς (ἡ)
- ἐκσυρίττω
- ἐκσῴζω
- ἐκτάδην
- ἐκτάδιος, α, ον
- ἐκταθείς, εῖσα, έν
- ἔκταθεν
- ἑκταῖος, α, ον
- ἐκτακείη
- ἔκταμαι
- ἔκταμε
- ἐκτάμνω
- ἐκτανύω
- ἐκταπεινόω-ῶ
- ἐκταράσσω
- ἔκτασις, εως (ἡ)
- ἐκτάσσω
- ἐκτάσω
- ἔκτατο
- ἐκτέαται
- ἐκτέετο
- ἐκτείνω
- ἐκτειχίζω
- ἐκτελέεσθαι
- ἐκτελείω
- ἐκτελέσω
- ἐκτελευτάω-ῶ
- ἐκτελέω1-ῶ
- ἐκτελέω2
- ἐκτελής, ής, ές
- ἐκτεμεῖν
- ἐκτέμνω
- ἐκτένεια, ας (ἡ)
- ἐκτενής, ής, ές
- ἐκτενῶς
- ἑκτέος, α, ον
- ἐκτέταμαι
- ἐκτετμημένος, η, ον
- ἐκτεφρόω-ῶ
- ἐκτεχνάομαι-ῶμαι
- ἐκτήκω
- ἔκτημαι, ἐκτήμην
- ἑκτημόριος, ος, ον
- ἐκτίθημι
- ἐκτιθηνέομαι-οῦμαι
- ἐκτίκτω
- ἐκτιμάω-ῶ
- ἔκτιμος, ος, ον
- ἐκτινάσσω
- ἐκτίνω
- ἔκτισα
- ἔκτισις, εως (ἡ)
- ἔκτισμαι
- ἔκτισσα
- ἐκτιτρώσκω
- ἔκτοθεν
- ἔκτοθι
- ἔκτοκον, ου (τό)
- ἐκτολυπεύω
- ἐκτομή, ῆς (ἡ)
- ἐκτομίας, ου (ὁ)
- ἐκτοξεύω
- ἐκτοπίζω
- ἐκτόπιος, ος, ον
- ἔκτοπος, ος, ον
- ἐκτόπως
- Ἑκτόρεος, α, ον
- Ἑκτορίδης, ου (ὁ)
- ἕκτος, η, ον
- ἐκτός
- ἔκτοσε
- ἔκτοσθε
- ἐκτραγῳδέω-ῶ
- ἐκτράπεζος, ος, ον
- ἐκπράπελος, ος, ον
- ἐκτραπῆναι
- ἐκτραχηλίζω
- ἐκτραχύνω
- ἐκτρέπω
- ἐκτρέφω
- ἐκτρέχω
- ἐκτριαινόω-ῶ
- ἐκτρίβω
- ἐκτροπή, ῆς (ἡ)
- ἐκτρυφάω-ῶ
- ἐκτρυχόω-ῶ
- ἐκτρώσω
- ἔκτρωμα, ατος (τό)
- ἐκτρωτικός, ή, όν
- ἔκτυπον
- ἔκτυπος, ος, ον
- ἐκτυπόω-ῶ
- ἐκτυφλόω-ῶ
- ἐκτύφλωσις, εως (ἡ)
- ἕκτωρ, ορος
- Ἕκτωρ, ορος (ὁ)
- ἐκυκλεῦντο
- ἑκυρά, ᾶς (ἡ)
- ἑκυρός, οῦ (ὁ)
- ἔκυρσα
- ἔκυσσα
- ἐκφαίνω
- ἐκφανής, ής, ές
- ἐκφαντικός, ή, όν
- ἐκφαντικῶς
- ἐκφανῶς
- ἐκφάσθαι
- ἔκφασις, εως (ἡ)
- ἐκφάτως
- ἐκφαυλίζω
- ἐκφερέμεν
- ἐκφέρω
- ἐκφεύγω
- ἔκφημι
- ἐκφθείρω
- ἐκφθίνω
- ἐκφλαυρίζω
- ἐκφλέγω
- ἐκφοβέω-ῶ
- ἔκφοβος, ος, ον
- ἐκφοιτάω-ῶ
- ἐκφοιτέω
- ἐκφορά, ᾶς (ἡ)
- ἐκφορέω-ῶ
- ἐκφόριον, ου (τό)
- ἔκφορος, ος, ον
- ἐκφορτίζομαι
- ἐκφράζω
- ἔκφρασις, εως (ἡ)
- ἐκφρέω
- ἐκφροντίζω
- ἐκφρύγω
- ἔκφρων, ων, ον
- ἐκφυγγάνω
- ἔκφυγε
- ἐκφυγέειν
- ἐκφυλάσσω
- ἐκφυλλοφορέω-ῶ
- ἔκφυλος, ος, ον
- ἐκφῦναι
- ἐκφυσάω-ῶ
- ἐκφυσιάω-ῶ
- ἐκφύω
- ἐκφωνέω-ῶ
- ἐκφώνησις, εως (ἡ)
- ἐκχαλινόω-ῶ
- ἐκχαράσσω
- ἔκχεον
- ἐκχεύατο
- ἐκχέω
- ἐκχράω1
- ἐκχράω2
- ἐκχρηματίζομαι
- ἐκχύμενος
- ἐκχύνω
- ἐκχύτης, ου (ὁ)
- ἔκχυτο
- ἐκχώννυμι
- ἐκχωρέω-ῶ
- ἐκχώρησις, εως (ἡ)
- ἐκψύχω
- ἑκών, οῦσα, όν
- ἐλᾷ
- ἐλάα, άας (ἡ)
- ἐλάαν
- ἔλαβον
- ἐλαθείς
- ἔλαθον
- ἐλαία, ας (ἡ)
- ἐλαιάεις
- Ἐλαιᾶτις, ιδος (ἡ)
- ἐλαίη
- ἐλαιήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἐλαΐνεος, η
- ἐλάϊνος, η, ον
- ἔλαιον, ου (τό)
- ἐλαιοπώλης, ου (ὁ)
- ἐλαιόφυτος, ος, ον
- ἐλαιών, ῶνος (ὁ)
- ἔλακον
- Ἐλαμῖται, ων (οἱ)
- ἐλάμφθην
- ἕλανδρος, ος, ον
- ἔλασα
- ἐλασαίατο
- ἐλάσαμες
- ἐλάσασκε
- ἐλασείω
- ἐλάσιος, α, ον
- ἔλασις, εως (ἡ)
- ἔλασσα
- ἐλασσάμενος
- ἐλασσόω-ῶ
- ἐλάσσωμα, ατος (τό)
- ἐλάσσων, ων, ον
- ἐλαστρέω-ῶ
- Ἐλάτεια, ας (ἡ)
- ἐλάτη, ης (ἡ)
- ἐλατήρ, ῆρος (ὁ)
- ἐλατήριος, ος, ον
- Ἐλατικός, ή, όν
- ἐλάτινος, η, ον
- ἐλαττονέω-ῶ
- ἐλαττόω-ῶ
- ἐλάττωσις, εως (ἡ)
- ἐλαττωτικός, ή, όν
- ἐλαυνέμεν
- ἐλαύνω
- ἐλαφαβόλος
- ἐλάφειος, ος, ον
- ἐλαφηβολία, ας (ἡ)
- ἐλαφηβόλια, ων (τά)
- Ἐλαφηβολιών, ῶνος (ὁ)
- ἐλαφηβόλος, ος, ον
- ἐλαφοκτόνος, ος, ον
- ἔλαφος, ου (ὁ, ἡ)
- ἐλαφρία, ας (ἡ)
- ἐλαφρίζω
- ἐλαφρός, ά, όν
- ἐλαφρύνω
- ἐλαφρῶς
- ἐλάχιστος, η, ον
- ἔλαχον
- ἐλάω1-ῶ
- ἐλάω2
- ἔλδομαι
- ἔλδωρ (τό)
- ἕλε
- ἐλεαίρεσκον
- ἐλεαίρω
- ἐλεάω-ῶ
- ἐλεγεία, ας (ἡ)
- ἐλεγεῖον, ου (τό) 1 [μ
- ἐλεγεῖος, α, ον
- ἐλεγκτικός, ή, όν
- ἐλεγκτικῶς
- ἐλέγμην
- ἐλεγμός, οῦ (ὁ)
- ἐλέγξαι
- ἔλεγξις, εως (ἡ)
- ἔλεγος, ου (ὁ)
- ἐλεγχείη, ης (ἡ)
- ἐλεγχής, ής, ές
- ἔλεγχος1, εος-ους (τό)
- ἔλεγχος2, ου (ὁ)
- ἐλέγχω
- ἑλέειν
- ἐλεεινός, ή, όν
- ἐλεεινῶς
- ἐλεέω-ῶ
- ἐλεημοσύνη, ης (ἡ)
- ἐλεήμων, ων, ον
- ἐλέηνα
- ἐλεητικός, ή, όν
- ἐλεητύς, ύος (ἡ)
- ἐλείηνα
- ἑλεῖν
- ἐλεινός, ἐλεινῶς
- ἑλειοβάτης, ου
- ἕλειος, α, ον
- ἐλείφθην
- ἔλεκτο
- ἐλελεῦ
- ἐλελήθεε
- ἐλελίζω1
- ἐλελίζω2
- ἐλέλικτο
- ἐλέλιχθεν
- ἐλελίχθων, ων, ον
- ἐλελόγχειν
- ἐλελοίπειν
- ἑλέναυς (ἡ)
- Ἑλένη, ης (ἡ)
- ἑλεόθρεπτος, ος, ον
- ἐλεός, οῦ (ὁ)
- ἔλεος, ου (ὁ)
- ἑλέπολις, εως
- ἑλέπτολις
- ἑλέσθαι
- ἕλεσκε
- ἑλετός, ή, όν
- ἕλευ
- ἐλευθερία, ας (ἡ)
- Ἐλευθέρια, ων (τά)
- ἐλευθεριάζω
- ἐλευθερίη
- ἐλευθέριος, ος, ον
- ἐλευθεριότης, ητος (ἡ)
- ἐλευθερίως
- ἐλεύθερος, α, ον
- ἐλευθεροστομέω-ῶ
- ἐλευθερόστομος, ος, ον
- ἐλευθερόω-ῶ
- ἐλευθέρως
- ἐλευθέρωσις, εως (ἡ)
- ἐλευθερωτής, οῦ (ὁ)
- Ἐλευσινάδε
- Ἐλευσίνια, Ἐλευσίνιον
- Ἐλευσίνιος, α, ον
- Ἐλευσινόθεν
- ἔλευσις, εως (ἡ)
- Ἐλευσίς, ῖνος (ἡ)
- ἐλεύσομαι
- ἐλεφαίρομαι
- ἐλεφαντάρχης, ου (ὁ)
- ἐλεφαντίασις, εως (ἡ)
- ἐλεφάντινος, η, ον
- ἐλεφαντίσκιον, ου (τό)
- ἐλεφαντόδετος, ος, ον
- ἐλεφαντοκομία, ας (ἡ)
- ἐλεφαντόκωπος, ος, ον
- ἐλεφαντομαχία, ας (ἡ)
- ἐλεφαντόπους, ποδος
- ἐλέφας, αντος (ὁ)
- ἐλεφηράμενος
- ἐλέχθην
- ἕλῃ
- ἐληλάδατο
- ἐλήλακα
- ἐληλάμην
- ἐλήλεγμαι
- ἐληλέδατο
- ἐληλουθώς
- ἐλήλυθα
- ἐληλύθεε
- ἕλῃσι
- ἐλήφθην
- ἐλθέ
- ἑλίγδην
- ἕλιγμα, ατος (τό)
- ἑλιγμός, οῦ (ὁ)
- ἑλίκη, ης (ἡ)
- Ἑλικήσιοι, ων (οἱ)
- ἑλικοειδής, ής, ές
- ἑλικτός, ή, όν
- ἑλικώδης, ης, ες
- Ἑλικών, ῶνος (ὁ)
- Ἑλικωνιάδες, ων (αἱ)
- Ἑλικώνιος1, α, ον
- Ἑλικώνιος2, α, ον
- Ἑλικωνίς, ίδος
- ἑλικῶπις, ιδος
- ἑλίκωψ, ωπος
- ἐλινύω
- ἕλιξ1, ικος
- ἕλιξ2, ικος (ἡ)
- ἔλιπον
- ἐλισάμην
- ἑλισσέμεν
- ἑλίσσω
- ἑλίτροχος, ος, ον
- ἑλίχρυσος, ου (ὁ)
- ἑλκαίνω
- ἑλκέμεν, ἑλκέμεναι
- ἑλκεσίπεπλος, ος, ον
- ἑλκεχίτων, ωνος
- ἑλκέω-ῶ
- ἑλκηθμός, οῦ (ὁ)
- ἑλκόμην
- ἑλκοποιέω-ῶ
- ἑλκοποιός, ός, όν
- ἕλκος, εος-ους (τό)
- ἑλκόω-ῶ
- ἑλκτικός, ή, όν
- ἑλκυσμός, οῦ (ὁ)
- ἑλκυστάζω
- ἑλκυστέος, α, ον
- ἑλκύω
- ἕλκω
- ἑλκώδης, ης, ες
- ἕλκωσις, εως (ἡ)
- ἑλκωτικός, ή, όν
- Ἕλλα
- ἔλλαβον
- ἐλλαμπρύνομαι
- ἐλλάμπω
- ἔλλαμψις, εως (ἡ)
- Ἕλλαν
- Ἑλλάνιος, α, ον
- Ἑλλανοδίκης, ου (ὁ)
- Ἑλλάς, άδος
- ἔλλαχον
- ἑλλέβορος, ου (ὁ)
- ἐλλεδανός, οῦ (ὁ)
- ἔλλειμμα, ατος (τό)
- ἐλλειπασμός, οῦ (ὁ)
- ἐλλείπω
- ἔλλεσχος, ος, ον
- Ἕλλη, ης (ἡ)
- Ἕλλην1, ηνος (ὁ)
- Ἕλλην2, ηνος
- ἑλληνίζω
- ἑλληνικός, ή, όν
- Ἑλληνικῶς
- Ἑλλήνιος, α, ον
- Ἑλληνίς, ίδος
- Ἑλληνιστής, οῦ (ὁ)
- ἑλληνιστί
- Ἑλληνοταμίαι, ῶν (οἱ)
- Ἑλλησποντιακός, ή, όν
- Ἑλλησποντίας, ου (ὁ)
- Ἑλλησπόντιος, α, ον
- Ἑλλήσποντος, ου (ὁ)
- ἐλλιπής, ής, ές
- ἐλλισάμην
- ἐλλιτάνευε
- ἐλλόβιον, ου (τό)
- ἐλλογέω-ῶ
- ἐλλόγιμος, ος, ον
- ἔλλογος, ος, ον
- ἐλλός1, ή, όν
- ἐλλός2
- ἐλλοχάω-ῶ
- ἐλλοχίζω
- ἔλλυπος, ος, ον
- ἐλλύχνιον, ου (τό)
- ἕλοιμι, ἑλοίμην
- ἑλόμενος
- ἑλόμην
- ἕλον
- ἕλος, εος-ους (τό)
- ἔλου
- ἑλοῦ
- ἐλοῦντο
- ἐλόωσι
- ἔλπεαι
- ἐλπίζω
- ἐλπίς, ίδος (ἡ)
- ἔλπισμα, ατος (τό)
- ἐλπιστικός, ή, όν
- ἐλπιῶ
- ἔλπω
- ἐλπωρή, ῆς (ἡ)
- ἔλσαι, ἔλσας
- ἐλύμην
- ἐλυσθείς, ἐλύσθη
- ἔλυτρον, ου (τό)
- ἐλύω
- ἐλῶ
- ἕλω, ῃς
- ἔλων
- ἑλών, οῦσα, όν
- ἕλωρ (τό)
- ἑλώριον, ου (τό)
- ἐμάγην
- ἔμαθον
- ἐμάνην
- ἔμαξα
- ἔμαπον
- ἐμάρανα
- ἔμαρψα
- ἐμαυτοῦ, ῆς
- ἐμάχθην
- ἔμβα
- ἐμβαδίζω
- ἐμβαδόν
- ἐμβαθύνω
- ἐμβαίνω
- ἐμβαλέειν
- ἐμβάλλω
- ἔμβαμμα, ατος (τό)
- ἐμβαπτίζω
- ἐμβάπτω
- ἐμβάς1, άδος (ἡ)
- ἐμβάς2
- ἐμβασιλεύω
- ἔμβασις, εως (ἡ)
- ἐμβαστάζω
- ἐμβατεύω
- ἐμβατήριος, ος, ον
- ἐμβάτης, ου (ὁ)
- Ἔμβατον, ου (τό)
- ἐμβάφιον, ου (τό)
- ἐμβέβαα
- ἔμβη
- ἐμβιβάζω
- ἔμβιος, ος, ον
- ἐμβιόω-ῶ
- ἐμβίωσις, εως (ἡ)
- ἐμβλέπω
- ἔμβλημα, ατος (τό)
- ἐμβοάω-ῶ
- ἐμβολή, ῆς (ἡ)
- ἐμβόλιμος, ος, ον
- ἔμβολον, ου (τό)
- ἔμβολος, ου (ὁ)
- ἐμβραδύνω
- ἐμβρέμομαι
- ἐμβρέχω
- ἐμβριθής, ής, ές
- ἐμβριμάομαι-ῶμαι
- ἐμβροντάω-ῶ
- ἐμβροντησία, ας (ἡ)
- ἐμβρόντητος, ος, ον
- ἐμβροχή1, ῆς (ἡ)
- ἐμβροχή2, ῆς (ἡ)
- ἐμβρυοδόχος, ος, ον
- ἔμβρυον, ου (τό)
- ἐμβυθίζω
- ἐμβύθιος, α, ον
- ἐμβυρσόω-ῶ
- ἐμέ
- ἐμέγε
- ἐμέθεν
- ἔμεινα
- ἔμειξα
- ἐμεῖο
- ἔμελε
- ἐμεμνήμην
- ἔμεν, ἔμεναι
- ἕμεν
- ἐμέο
- ἐμετικός, ή, όν
- ἔμετος, ου (ὁ)
- ἐμεῦ
- ἐμέω-ῶ
- ἐμεωυτοῦ
- ἐμηνάμην
- ἐμησάμην
- ἐμηχανέοντο
- ἐμίανα
- ἐμίγην
- ἐμίν
- ἔμιξα, ἐμίχθην
- ἔμμαθον
- ἐμμαίνομαι
- ἔμμαλλος, ος, ον
- ἐμμανής, ής, ές
- ἐμμαπέως
- ἐμμάχομαι
- ἐμμέλεια, ας (ἡ)
- ἐμμελετάω-ῶ
- ἐμμελετητέον
- ἐμμελέως
- ἐμμελής, ής, ές
- ἐμμελῶς
- ἐμμεμαώς, υῖα, ός
- ἐμμέμονα
- ἔμμεν
- ἐμμενετέος, α, ον
- ἐμμενής, ής, ές
- ἐμμένω
- ἐμμεστόομαι-οῦμαι
- ἔμμεστος, ος, ον
- ἐμμέσῳ
- ἐμμετρία ας (ἡ)
- ἔμμετρος, ος, ον
- ἐμμέτρως
- ἔμμηνος, ος, ον
- ἐμμί
- ἐμμίγνυμι
- ἔμμισθος, ος, ον
- ἔμμονος, ος, ον
- ἐμμόνως
- ἔμμορε
- ἔμμορος, ος, ον
- ἔμμορφος, ος, ον
- ἔμμοτος, ος, ον
- ἐμμυέω-ῶ
- ἔμνησα
- ἐμνησάμην
- ἐμνήσθην
- ἐμοί
- ἔμολον
- ἐμός, ή, όν
- ἐμοῦ
- ἔμπα
- ἐμπαγείς, εῖσα, έν
- ἐμπάζομαι
- ἐμπαθής, ής, ές
- ἐμπαθῶς
- ἐμπαιγμονή, ῆς (ἡ)
- ἐμπαιγμός, οῦ (ὁ)
- ἐμπαίζω
- ἐμπαίκτης, ου (ὁ)
- ἔμπαιος1, ος, ον
- ἔμπαιος2, ος, ον
- ἐμπαίω
- ἐμπάλαγμα, ατος (τό)
- ἐμπαλάσσω
- ἔμπαλιν
- ἐμπανηγυρίζω
- ἐμπαρέχω
- ἐμπαρίεμαι
- ἐμπαροινέω-ῶ
- ἔμπας
- ἐμπάσσω
- ἐμπατέω-ῶ
- ἔμπεδα
- ἐμπεδάω-ῶ
- ἐμπεδορκέω-ῶ
- ἔμπεδος1, ος, ον
- ἔμπεδος2, ος, ον
- ἐμπεδόφυλλος, ος, ον
- ἐμπεδόω-ῶ
- ἐμπέδως
- ἐμπειρία ας (ἡ)
- ἔμπειρος, ος, ον
- ἐμπείρως
- ἐμπελάζω
- ἐμπέμπω
- ἐμπεπλησμένος
- ἐμπεριέχω
- ἐμπεριλαμβάνω
- ἐμπεριπατέω-ῶ
- ἐμπεταννύω
- ἐμπεφύασι
- ἐμπήγνυμι
- ἐμπηδάω-ῶ
- ἔμπηρος, ος, ον
- ἔμπης
- ἐμπιέζω
- ἐμπικραίνομαι
- ἐμπίμπλημι
- ἐμπίμπρημι
- ἐμπίνω
- ἐμπιπλάω-ῶ
- ἐμπιπλέω
- ἐμπίπλημι
- ἐμπιπράω-ῶ
- ἐμπίπρημι
- ἐμπίπτω
- ἐμπίς, ίδος (ἡ)
- ἐμπιστεύω
- ἐμπίτνω
- ἐμπλακείς
- ἐμπλάσσω
- ἔμπλειος
- ἐμπλέκω
- ἔμπλεος, α, ον
- ἐμπλέω
- ἔμπλεως, ως, ων
- ἐμπλήγδην
- ἐμπληκτικός, ή, όν
- ἔμπληκτος, ος, ον
- ἐμπλήκτως
- ἔμπλην
- ἐμπληξία, ας (ἡ)
- ἔμπληξις, εως (ἡ)
- ἔμπληντο
- ἐμπλῆσαι
- ἐμπλήσσω
- ἐμπληστέος, α, ον
- ἔμπλητο
- ἐμπλοκή, ῆς (ἡ)
- ἐμπλόκιον, ου (τό)
- ἐμπνείω
- ἐμπνευματόω-ῶ
- ἐμπνευμάτωσις, εως (ἡ)
- ἐμπνέω
- ἔμπνοια, ας (ἡ)
- ἔμπνοος, ος, ον
- ἐμποδίζω
- ἐμπόδιος, ος, ον
- ἐμπόδισμα, ατος (τό)
- ἐμποδισμός, οῦ (ὁ)
- ἐμποδιστικός, ή, όν
- ἐμποδών
- ἐμποιέω-ῶ
- ἐμποικίλλω
- ἐμπολάω-ῶ
- ἐμπολεμέω-ῶ
- ἐμπολέμιος, ος, ον
- ἐμπολή, ῆς (ἡ)
- ἐμπόλημα, ατος (τό)
- ἐμπολητός, ή, όν
- ἔμπολις, εως (ὁ, ἡ)
- ἐμπολιτεύω
- ἐμπολόωντο
- ἐμπομπεύω
- ἐμπορεύομαι
- ἐμπορία, ας (ἡ)
- ἐμπορικός, ή, όν
- ἐμπόριος, α, ον
- ἔμπορος, ου (ὁ)
- ἐμπορπάω-ῶ
- Ἔμπουσα, ης (ἡ)
- ἐμπράκτως
- ἐμπρεπής, ής, ές
- ἐμπρέπω
- ἐμπρήθω
- ἔμπρησις, εως (ἡ)
- ἐμπρησμός, οῦ (ὁ)
- ἐμπρόθεσμος, ος, ον
- ἔμπροσθε
- ἐμπρόσθιος, ος, ον
- ἐμπτύω
- ἔμπυος, ος, ον
- ἐμπυριβήτης, ου
- ἐμπυροειδής, ής, ές
- ἔμπυρος, ος, ον
- ἔμυκον
- ἐμφαγεῖν
- ἐμφαίνω
- ἐμφανέως
- ἐμφανής, ής, ές
- ἐμφανίζω
- ἐμφαντικός, ή, όν
- ἐμφαντικῶς
- ἐμφανῶς
- ἔμφασις, εως (ἡ)
- ἐμφερής, ής, ές
- ἐμφέρω
- ἐμφεύγω
- ἐμφθέγγομαι
- ἐμφιληδονέω-ῶ
- ἐμφιλοκαλέω-ῶ
- ἐμφιλοχωρέω-ῶ
- ἔμφοβος, ος, ον
- ἐμφορέω-ῶ
- ἐμφόρησις, εως (ἡ)
- ἐμφορτόομαι-οῦμαι
- ἔμφραγμα, ατος (τό)
- ἐμφράσσω
- ἐμφρόνως
- ἐμφρουρέω-ῶ
- ἔμφρουρος, ος, ον
- ἐμφρύγω
- ἔμφρων, ων, ον
- ἐμφύλιος, ος, ον
- ἔμφυλος, ος, ον
- ἐμφυσάω-ῶ
- ἐμφύσησις, εως (ἡ)
- ἐμφυσιόω1-ῶ
- ἐμφυσιόω2-ῶ
- ἔμφυτος, ος, ον
- ἐμφύω
- ἐμφωλεύω
- ἔμφωνος, ος, ον
- ἐμψυχία, ας (ἡ)
- ἔμψυχος, ος, ον
- ἐμψύχως
- ἐμῶ
- ἐν
- ἕν
- ἐναγής, ής, ές
- ἐναγίζω
- ἐναγικός, ή, όν
- ἐναγισμός, οῦ (ὁ)
- ἐναγκαλίζομαι
- ἐναγκυλάω-ῶ
- ἔναγχος
- ἐνάγω
- ἐναγωνίζομαι
- ἐναγώνιος, ος, ον
- ἐναγωνίως
- ἐναέριος, ος, ον
- ἐνάερος, ος, ον
- ἐναθλέω-ῶ
- ἔναιμος, ος, ον
- ἐναιρέμεν
- ἐναίρω
- ἐναίσιμος, ος, ον
- ἐναισίμως
- ἐναίσιος, ος, ον
- ἐνάκις
- ἐνακισχίλιοι, αι, α
- ἐνακμάζω
- ἐνακόσιοι, αι, α
- ἐνακούω
- ἐναλείφω
- ἐναλήθης, ης, ες
- ἐναλήθως
- ἐναληλιμμένος
- ἐναλίγκιος, ος, ον
- ἐνάλιος, α, ον
- ἐναλλάξ
- ἐναλλάσσω
- ἐνάλλομαι
- ἐνάλλως
- ἔναλος, ος, ον
- ἐναλοῦμαι
- ἐναμβλύνω
- ἐναμέλγω
- ἐνάμιλλος, ος, ον
- ἐναμίλλως
- ἔναμμα, ατος (τό)
- ἐναμμένος
- ἐνανθρωπέω-ῶ
- ἔναντα
- ἐναντία
- ἐναντίβιον
- ἐναντίον
- ἐναντιόομαι-οῦμαι
- ἐναντίος, α, ον
- ἐναντιότης, ητος (ἡ)
- ἐναντίωμα, ατος (τό)
- ἐναντίως
- ἐναντίωσις, εως (ἡ)
- ἔναξε
- ἐναξονίζω
- ἐναπάρχομαι
- ἐναπεργάζομαι
- ἐναπερείδω
- ἐνάπηκα
- ἐναπογεννάομαι-ῶμαι
- ἐναπογράφω
- ἐναποδείκνυμαι
- ἐναποθνῄσκω
- ἐναποθραύω
- ἐναπόκειμαι
- ἐναποκλάω-ῶ
- ἐναπολαύω
- ἐναπολείπω
- ἐναπόλειψις, εως (ἡ)
- ἐναπόλλυμαι
- ἐναπολογέομαι-οῦμαι
- ἐναπομάσσω
- ἐναπομύττομαι
- ἐναπονίζομαι
- ἐναποπνέω
- ἐναποπνίγω
- ἐναποσημαίνω
- ἐναποτυπόω-ῶ
- ἐναποφαίνω
- ἐνάπτω1
- ἐνάπτω2
- ἔναρα, ων (τά)
- ἐναραρίσκω
- ἐναργέως
- ἐναργής, ής, ές
- ἐναργῶς
- ἐνάρηρεν, ἐναρηρός
- ἔναρθρος, ος, ον
- ἐναρίζω
- ἐναριθμέω-ῶ
- ἐναρίθμιος, ος, ον
- ἐνάριθμος, ος, ον
- ἐναρμόζω
- ἐναρμόνιος, ος, ον
- ἐναρμόττω
- ἐνάρχω
- ἐνασελγαίνω
- ἐνασκέω-ῶ
- ἐνασπάζομαι
- ἔνασσα
- ἐνασχημονέω-ῶ
- ἐναταῖος, α, ον
- ἐνατενίζω
- ἔνατος, η, ον
- ἐναυγάζω
- ἐναυλίζω
- ἔναυλος1, ου (ὁ)
- ἔναυλος2, ος, ον
- ἔναυλος3, ος, ον
- ἔναυσις, εως (ἡ)
- ἐναύω
- ἐναφανίζω
- ἐναφίημι
- ἔνδαις, ἔνδαιδος
- ἐνδάκνω
- ἔνδακρυς, υς, υ
- ἐνδακρύω
- ἐνδατέομαι-οῦμαι
- ἐνδεεστέρως
- ἐνδεής, ής, ές
- ἐνδεῖ
- ἔνδεια, ας (ἡ)
- ἔνδειγμα, ατος (τό)
- ἐνδείκνυμι
- ἔνδειξις, εως (ἡ)
- ἕνδεκα
- ἑνδεκάκλινος, ος, ον
- ἑνδεκάπηχυς, υς, υ
- ἑνδεκαταῖος, α, ον
- ἑνδέκατος, η, ον
- ἐνδέκομαι
- ἐνδελεχής, ής, ές
- ἐνδελεχῶς
- ἐνδέμω
- ἐνδεξιόομαι-οῦμαι
- ἐνδέξιος, α, ον
- ἔνδεσις, εως (ἡ)
- ἐνδέχομαι
- ἐνδεχομένως
- ἐνδέω 1- ῶ
- ἐνδέω 2-ῶ
- ἐνδεῶς
- ἔνδηλος, ος, ον
- ἐνδήλως
- ἐνδημέω-ῶ
- ἐνδημιουργέω-ῶ
- ἔνδημος, ος, ον
- ἐνδιαβάλλω
- ἐνδιάζω
- ἐνδιάθετος, ος, ον
- ἐνδιαιτάομαι-ῶμαι
- ἐνδιαίτημα, ατος (τό)
- ἐνδιασπείρω
- ἐνδιατάσσω
- ἐνδιατρίβω
- ἐνδιατριπτέον
- ἐνδιατριπτικός, ή, όν
- ἐνδιαφθείρω
- ἐνδιδύσκω
- ἐνδίδωμι
- ἐνδίημι
- ἔνδικος, ος, ον
- ἐνδίκως
- ἔνδινα, ων (τά)
- ἔνδιος, ος, ον
- ἐνδίφριος, ος, ον
- ἔνδοθεν
- ἔνδοθι
- ἐνδοιάζω
- ἐνδοιάσιμος, ος, ον
- ἐνδοιαστός, ή, όν
- ἐνδοιαστῶς
- ἐνδομέω-ῶ
- ἐνδόμησις, εως (ἡ)
- ἐνδόμυχος, ος, ον
- ἔνδον
- ἐνδοξάζω
- ἔνδοξος, ος, ον
- ἐνδόξως
- ἐνδόσιμος, ος, ον
- ἐνδοτάτω, ἐνδοτέρω
- ἐνδουπέω-ῶ
- ἐνδρομή, ῆς (ἡ)
- ἔνδροσος, ος, ον
- ἐνδυκέως
- ἔνδυμα, ατος (τό)
- ἐνδυμάτια, ων (τά)
- ἐνδύναμος, ος, ον
- ἐνδυναμόω-ῶ
- ἐνδυναστεύω
- ἐνδυνέω
- ἐνδύνω
- ἔνδυσις, εως (ἡ)
- ἐνδυστυχέω-ῶ
- ἐνδυτήρ, ῆρος
- ἐνδυτός, ός, όν
- ἐνδύω
- ἐνεαρίζω
- ἐνέγκαι, ἐνεγκεῖν
- ἐνεγύησα, ἐνεγύων
- ἐνέδρα, ας (ἡ)
- ἐνεδρεύω
- ἔνεδρον, ου (τό)
- ἔνεδρος, ος, ον
- ἐνέζομαι
- ἐνέηκα
- ἐνέην
- ἐνεθῆναι
- ἐνεῖδον
- ἐνείην
- ἔνεικα
- ἐνεικονίζω
- ἐνειλέω-ῶ
- ἐνειλίσσω
- ἐνείλλω
- ἔνειμα
- ἔνειμεν
- ἔνειμι
- ἐνείρω
- ἐνείς, εῖσα, έν
- ἐνεῖσθαι
- ἐνείχθην
- ἐνεῖχον
- ἕνεκα
- ἐνεκάλεσα
- ἐνέκαυσα
- ἕνεκεν
- ἐνεκέρασα
- ἐνέκοπτον
- ἐνεκότουν
- ἐνέκοψα
- ἐνέκρυψα
- ἐνεκύρησα
- ἐνέκυρσα
- ἐνεκωμίασα
- ἐνέλιπον
- ἐνελίσσω
- ἐνεμέω-ῶ
- ἐνενήκοντα
- ἐνενηκονταετής, ής, ές
- ἐνενηκοστός, ή, όν
- ἐνένιπον, ἐνένισπον
- ἐνενόουν
- ἐνενώμην
- ἐνεορτάζω
- ἐνεός, ά, όν
- ἐνεπάγην
- ἐνεπάγομαι
- ἐνέπαιξα, ἐνεπαίχθην
- ἐνέπεσον
- ἐνέπηξα
- ἐνεπιδείκνυμαι
- ἐνεπιδημέω-ῶ
- ἐνεπιορκέω-ῶ
- ἐνέπλησα, ἐνέπλησθεν, ἐν
- ἐνεπορπέατο
- ἐνέπρησα
- ἐνεργάζομαι
- ἐνέργεια, ας (ἡ)
- ἐνεργέω-ῶ
- ἐνέργημα, ατος (τό)
- ἐνεργής, ής, ές
- ἐνεργητέος, α, ον
- ἐνεργοβατέω-ῶ
- ἐνεργολαβέω-ῶ
- ἐνεργός, ός, όν
- ἐνεργῶς
- ἐνερείδω
- ἐνερευθής, ής, ές
- ἔνερθε
- ἐνερμένος
- ἔνεροι, ων (οἱ)
- ἔνερσις, εως (ἡ)
- ἐνέρτερος, α, ον
- ἔνεσαν
- ἐνεσθίω
- ἐνέσταα, ἐνέστηκα
- ἐνεστέασι
- ἐνεστιάομαι-ῶμαι
- ἐνεστώς
- ἐνέτειλα
- ἐνετή, ῆς (ἡ)
- Ἐνέτης, ου
- Ἐνετοί, ῶν (οἱ)
- ἐνετός, ή, όν
- ἐνέτραγον
- ἐνέτυχον
- ἐνευδαιμονέω-ῶ
- ἐνευδοκιμέω-ῶ
- ἐνεύδω
- ἐνευημερέω-ῶ
- ἐνευλογέω-ῶ
- ἐνεύναιος, ος, ον
- ἔνευσα
- ἐνέφαγον
- ἐνέφυν
- ἐνέχεα
- ἐνέχεις
- ἐνεχθήσομαι
- ἐνέχραυε
- ἐνέχριμψα
- ἐνεχυράζω
- ἐνεχυρασία, ας (ἡ)
- ἐνεχυρασμός, οῦ (ὁ)
- ἐνέχυρον, ου (τό)
- ἐνέχω
- ἐνεχώρεε
- ἐνέωσα
- ἐνζεύγνυμι
- ἐνζώννυμι
- ἔνη,
- ἐνηβάω-ῶ
- ἐνηβητήριον, ου (τό)
- ἐνηδύνω
- ἐνηείη, ης (ἡ)
- ἐνῆεν
- ἐνηής, ής, ές
- ἐνῆκα
- ἐνηλάμην
- ἐνήλατον, ου (τό)
- ἐνήλικος, ος, ον
- ἐνῆμαι
- ἐνημμένος
- ἐνήνεγμαι, ἐνήνοχα
- ἐνήρατο
- ἐνῆργμαι
- ἐνήρης, ης, ες
- ἐνήσω
- ἐνηχέω-ῶ
- ἔνθα
- ἐνθάδε
- ἐνθαδί
- ἐνθακέω-ῶ
- ἐνθάκησις, εως (ἡ)
- ἐνθαλασσεύω
- ἔνθαπερ
- ἐνθάπτω
- ἐνθεάζω
- ἐνθέμεναι
- ἔνθεν
- ἐνθένδε
- ἔνθεο
- ἔνθεος, ος, ον
- ἐνθερμαίνω
- ἔνθερμος, ος, ον
- ἔνθεσις, εως (ἡ)
- ἔνθεσμος, ος, ον
- ἐνθεῦτεν
- ἔνθηρος, ος, ον
- ἔνθλασις, εως (ἡ)
- ἐνθλάω-ῶ
- ἐνθνῄσκω
- ἔνθορον
- ἔνθου
- ἐνθουσία, ας (ἡ)
- ἐνθουσιάζω
- ἐνθουσιαστικός, ή, όν
- ἐνθουσιαστικῶς
- ἐνθουσιάω-ῶ
- ἐνθουσιώδης, ης, ες
- ἔνθρυπτον, ου (τό)
- ἐνθρῴσκω
- ἐνθυμέω-ῶ
- ἐνθύμημα, ατος (τό)
- ἐνθυμηματικός, ή, όν
- ἐνθυμηματικῶς
- ἐνθύμησις, εως (ἡ)
- ἐνθυμητέον
- ἐνθυμία, ας (ἡ)
- ἐνθύμιος, ος, ον
- ἐνθυμιστός, ή, όν
- ἐνθῶ, ῇς
- ἐνθωρακίζω
- ἐνί
- ἑνί
- ἔνι
- ἐνιαύσιος, α, ον
- ἐνιαυτός, οῦ (ὁ)
- ἐνιαύω
- ἐνιαχῆ
- ἐνιδεῖν
- ἐνιδρύω
- ἐνίει
- ἐνίημι
- ἐνικλάω-ῶ
- ἐνικλείω
- ἔνιος, α, ον
- ἐνίοτε
- ἐνιπή, ῆς (ἡ)
- ἐνίπλειος
- ἐνιπλήσασθαι
- ἐνιπλήσσω
- ἐνιππάζομαι
- ἐνιππεύω
- ἐνιπρήθω
- ἐνίπτω
- ἐνισκίμπτω
- ἐνισπέμεν
- ἐνίσπω
- ἐνισσέμεν
- ἐνίσσω
- ἐνίστημι
- ἐνισχύω
- ἐνίσχω
- ἐνναετηρίς, ίδος (ἡ)
- ἐννάκις
- ἐννακόσιοι
- ἐνναυμαχέω-ῶ
- ἐνναυπηγέομαι-οῦμαι
- ἐννέα
- ἐννεάβοιος, ος, ον
- ἐννεακαίδεκα
- ἐννεακαιδεκαετηρίς, ίδος
- ἐννεακαιδεκαπλασίων, ων, ο
- ἐννεακισχίλιοι, αι, α
- ἐννεάκρουνος, ος, ον
- ἐννεάμηνος, ος, ον
- ἐννεάπηχυς, υς, υ
- ἐννεάς, άδος (ἡ)
- ἐννεάχιλοι, αι, α
- ἐννεκρόομαι-οῦμαι
- ἐννενήκοντα, ἐννενηκοντα
- ἐννενώκασι
- ἔννεον
- ἐννεόργυιος, ος, ον
- ἐννεοσσεύω
- ἐννέπω
- ἐννεσίη, ης,
- ἐννεύω
- ἐννέωρος, ος, ον
- ἐννήκοντα
- ἐννῆμαρ
- ἐννήφω
- ἐννήχομαι
- ἐννοέω-ῶ
- ἐννόημα, ατος (τό)
- ἐννόησις, εως (ἡ)
- ἔννοια, ας (ἡ)
- ἔννομος1, ος, ον
- ἔννομος2, ος, ον
- ἐννόμως
- ἔννοος, ος, ον
- ἐννοσίγαιος, ου (ὁ)
- ἕννυμι
- ἐννυχεύω
- ἐννύχιος, α, ον
- ἔννυχος, ος, ον
- ἐννώσας
- ἐνόδιος, ος, ον
- ἐνοικειόω-ῶ
- ἐνοικέω-ῶ
- ἐνοίκησις, εως (ἡ)
- ἐνοικίζω
- ἐνοίκιος, ος, ον
- ἐνοικοδομέω-ῶ
- ἔνοικος, ος, ον
- ἐνοικουρέω-ῶ
- ἐνοινοφλύω
- ἐνοινοχοέω-ῶ
- ἐνολισθαίνω
- ἐνομιλέω-ῶ
- ἐνομόργνυμι
- ἐνόν
- ἐνοπή, ῆς (ἡ)
- ἐνόπλιος, ος, ον
- ἔνοπλος, ος, ον
- ἐνοπτρίζω
- ἔνοπτρον, ου (τό)
- ἐνοράω-ῶ
- ἐνορέω
- ἐνορκίζω
- ἔνορκος, ος, ον
- ἐνόρνυμι
- ἐνορούω
- ἐνόρχης, ου
- ἔνορχις, ιος
- ἔνορχος, ος, ον
- ἔνος, η, ον
- ἑνός
- ἐνοσίγαιος
- ἔνοσις, εως (ἡ)
- ἐνοσίχθων, ονος
- ἑνότης, ητος (ἡ)
- ἐνουρέω-ῶ
- ἐνοφθαλμιάζομαι
- ἐνοφθαλμισμός, οῦ (ὁ)
- ἐνοχλέω-ῶ
- ἔνοχος, ος, ον
- ἑνόω-ῶ
- ἐνράπτω
- ἐνσείω
- ἐνσημαίνω
- ἐνσκευάζω
- ἐνσκήπτω
- ἐνσκιατροφέομαι-οῦμαι
- ἐνσκίμπτω
- ἔνσπονδος, ος, ον
- ἐνστάζω
- ἐνσταλάζω
- ἔνστασις, εως (ἡ)
- ἐνστάτης, ου
- ἐνστατικός, ή, όν
- ἐνστέλλω
- ἔνστημα, ατος (τό)
- ἐνστηρίζω
- ἐνστήσομαι
- ἐνστρατοπεδεύω
- ἐνστρέφω
- ἔνταλμα, ατος (τό)
- ἐντάμνω
- ἐντανύω
- ἔντασις, εως (ἡ)
- ἐντάσσω
- ἐνταῦθα
- ἐνταυθί
- ἐνταυθοῖ
- ἐνταφιάζω
- ἐνταφιασμός, οῦ (ὁ)
- ἐντάφιος, ος, ον
- ἔντεα
- ἐντεῖλαι
- ἐντείνω
- ἐντειχίδιος, ος, ον
- ἐντειχίζω
- ἐντεκνόομαι-οῦμαι
- ἔντεκνος, ος, ον
- ἐντελευτάω-ῶ
- ἐντελής, ής, ές
- ἐντέλλω
- ἐντέμνω
- ἔντερον, ου (τό)
- ἐντεσιεργός, ός, όν
- ἐντεταμένως
- ἐντέτατο
- ἐντεῦθεν
- ἐντευθενί
- ἐντευκτικός, ή, όν
- ἔντευξις, εως (ἡ)
- ἔντεχνος, ος, ον
- ἐντήκω
- ἐντί
- ἐντιθέμεσθα
- ἐντίθημι
- ἐντίκτω
- ἔντιμος, ος, ον
- ἐντιμότης, ητος (ἡ)
- ἐντίμως
- ἕντο
- ἐντολή, ῆς (ἡ)
- ἔντομος, ος, ον
- ἔντονος, ος, ον
- ἐντόνως
- ἐντόπιος, ος, ον
- ἔντοπος, ος, ον
- ἐντορεύω
- ἔντος, εος-ους (τό)
- ἐντός
- ἔντοσθε
- ἐντόσθια, ων (τά)
- ἐντραγεῖν
- ἐντραγῳδέω-ῶ
- ἐντραπῇ, ἐντραπήσομαι
- ἐντρεπτικός, ή, όν
- ἐντρέπω
- ἐντρέφω
- ἐντρέχεια, ας (ἡ)
- ἐντρεχής, ής, ές
- ἐντρέχω
- ἐντρεχῶς
- ἐντριβής, ής, ές
- ἐντρίβω
- ἔντριμμα, ατος (τό)
- ἐντρίχωμα, ατος (τό)
- ἔντριψις, εως (ἡ)
- ἔντρομος, ος, ον
- ἐντροπαλίζομαι
- ἐντροπή, ῆς (ἡ)
- ἔντροφος, ος, ον
- ἐντρυφάω-ῶ
- ἐντρώγω
- ἐντυγχάνω
- ἐντυλίσσω
- ἐντύνω
- ἐντυπάς
- ἐντυπόω-ῶ
- ἐντυχία, ας (ἡ)
- ἐντύω
- Ἐνυάλιον, ου (τό)
- Ἐνυάλιος, ου (ὁ)
- ἐνυβρίζω
- ἐνύβρισμα, ατος (τό)
- ἔνυδρις, ιος (ἡ)
- ἐνυδρίς, ίδος (ἡ)
- ἔνυδρος, ος, ον
- ἔνυξα
- ἐνυπατεύω
- ἐνυπνιάζω
- ἐνύπνιον, ου (τό)
- ἐνύπνιος, ος, ον
- ἐνυπνιώδης, ης, ες
- ἔνυπνος, ος, ον
- ἐνυφαίνω
- Ἐνυώ, όος-οῦς (ἡ)
- ἐνωθέω-ῶ
- ἐνωμοτάρχης, ου (ὁ)
- ἐνωμόταρχος, ου (ὁ)
- ἐνωμοτία, ας (ἡ)
- ἐνώμοτος, ος, ον
- ἐνωμότως
- ἐνών, οῦσα, όν
- ἐνωπαδίως
- ἐνωπή, ῆς (ἡ)
- ἐνώπιος, ος, ον
- ἐνῶρσα
- ἐνωτίζομαι
- ἑνωτικός, ή, όν
- ἐξ
- ἕξ
- ἐξαγγελία, ας (ἡ)
- ἐξαγγέλλω
- ἐξάγγελος, ου (ὁ)
- ἐξάγγελσις, εως (ἡ)
- ἐξαγγελτικός, ή, όν
- ἐξάγγελτος, ος, ον
- ἐξαγίζω
- ἐξαγινέω
- ἐξάγιστος, ος, ον
- ἐξαγοράζω
- ἐξαγορευτικός, ή, όν
- ἐξαγορεύω
- ἐξαγριαίνω
- ἐξαγριόω-ῶ
- ἐξάγω
- ἐξαγωγή, ῆς (ἡ)
- ἐξαγώνιος, ος, ον
- ἑξάδαρχος, ου (ὁ)
- ἐξαδυνατέω-ῶ
- ἐξᾴδω
- ἐξαείρω
- ἐξαερόω-ῶ
- ἑξάετες
- ἑξαετής, ής, ές
- ἔξαθλος, ος, ον
- ἐξαθυμέω-ῶ
- ἐξαιθερόω-ῶ
- ἐξαιμάσσω
- ἐξαιμάτωσις, εως (ἡ)
- ἐξαίνυμαι
- ἐξαίρεσις, εως (ἡ)
- ἐξαιρετέος, α, ον
- ἐξαιρετός, ή, όν
- ἐξαίρετος, ος, ον
- ἐξαιρέτως
- ἐξαιρέω-ῶ
- ἐξαίρω
- ἐξαίσιος, ος, ον
- ἐξαΐσσω
- ἐξαϊστόω-ῶ
- ἐξαιτέω-ῶ
- ἔξαιτος, ος, ον
- ἐξαίφνης
- ἐξακέομαι-οῦμαι
- ἑξάκι
- ἑξακισμύριοι, αι, α
- ἑξακισχίλιοι, αι, α
- ἐξακολουθέω-ῶ
- ἐξακοντίζω
- ἑξακόσιοι, αι, α
- ἐξακούω
- ἐξακριβόω-ῶ
- ἐξακτέον
- ἐξαλαόω-ῶ
- ἐξαλαπάζω
- ἐξαλειπτέον
- ἐξαλείφω
- ἐξαλέομαι
- ἐξαλεύομαι
- ἐξαλήλιμμαι
- ἐξαλλάσσω
- ἐξάλλομαι
- ἔξαλλος, ος, ον
- ἐξάλμενος
- ἔξαλος, ος, ον
- ἐξαλύσκω
- ἐξαμαρτάνω
- ἐξαμαρτία, ας (ἡ)
- ἐξαμαύρωσις, εως (ἡ)
- ἐξαμάω-ῶ
- ἐξαμβλόω-ῶ
- ἐξαμβλύνω
- ἐξαμβρῦσαι
- ἐξαμείβω
- ἐξάμειψις, εως (ἡ)
- ἐξαμέλγω
- ἐξαμελέω-ῶ
- ἑξάμετρος, ος, ον
- ἑξάμηνος, ος, ον
- ἔξαμμα, ατος (τό)
- ἐξαμύνω
- ἐξαναβρύω
- ἐξαναγιγνώσκω
- ἐξαναγκάζω
- ἐξανάγω
- ἐξαναδύομαι
- ἐξαναζέω
- ἐξανακρούομαι
- ἐξαναλίσκω
- ἐξαναλύω
- ἐξανάλωσις, εως (ἡ)
- ἐξανάπτω1
- ἐξανάπτω2
- ἐξαναρπάζω
- ἐξανασπάω-ῶ
- ἐξανάστασις, εως (ἡ)
- ἐξαναστέωμεν
- ἐξαναστρέφω
- ἐξανασχήσω
- ἐξανατέλλω
- ἐξαναφαίνω
- ἐξαναφανδόν
- ἐξαναφέρω
- ἐξαναχωρέω-ῶ
- ἐξανδραποδίζω
- ἐξανδραπόδισις, εως (ἡ)
- ἐξανδρόομαι-οῦμαι
- ἐξανείς
- ἐξανεμόω-ῶ
- ἐξανεστώσας
- ἐξανευρίσκω
- ἐξανέχω
- ἐξανθέω-ῶ
- ἐξανθίζω
- ἐξανθρωπίζω
- ἐξανίημι
- ἐξανίστημι
- ἐξανοίγω
- ἐξάντης, ου
- ἐξαντλέω-ῶ
- ἐξανύτω
- ἐξανύω
- ἑξαπάλαιστος, ος, ον
- ἐξαπαλλάσσω
- ἐξαπαντάω-ῶ
- ἐξαπαρτάω-ῶ
- ἐξαπατάω-ῶ
- ἐξαπάτη, ης (ἡ)
- ἐξαπατητέον
- ἐξαπαφίσκω
- ἑξάπεδος, ος, ον
- ἐξαπεστάλην, ἐξαπέστειλα
- ἐξαπεῖδον
- ἑξάπηχυς, υς, υ
- ἐξάπινα
- ἐξαπιναῖος, α, ον
- ἐξαπιναίως
- ἐξαπίνης
- ἑξαπλάσιος, α, ον
- ἑξάπλεθρος, ος, ον
- ἑξαπλήσιος
- ἑξαπλόος, ος, ον
- ἐξαπλόω-ῶ
- ἐξαποβαίνω
- ἐξαποδίομαι
- ἐξαποδύνω
- Ἑξάπολις, εως (ἡ)
- ἐξαπόλλυμι
- ἐξαπολοίατο
- ἐξαπονέομαι
- ἐξαπονίζω
- ἐξαπορέω-ῶ
- ἐξαποστέλλω
- ἐξαποτίνω
- ἑξάπους, ους, ουν
- ἐξαποφαίνω
- ἐξαποφθείρω
- ἐξάπτω1
- ἐξάπτω2
- ἐξαράομαι-ῶμαι
- ἐξαργέω-ῶ
- ἐξαργυρίζω
- ἐξαργυρόω-ῶ
- ἐξαρέσκομαι
- ἐξαριθμέω-ῶ
- ἐξαρκέω-ῶ
- ἐξαρκής, ής, ές
- ἐξαρκούντως
- ἔξαρμα, ατος (τό)
- ἐξαρμόνιος, ος, ον
- ἐξαρνέομαι-οῦμαι
- ἐξάρνησις, εως (ἡ)
- ἔξαρνος, ος, ον
- ἐξαρπάζω
- ἐξαρτάω-ῶ
- ἐξαρτίζω
- ἐξαρτύω
- ἐξαρύω
- ἔξαρχος, ος, ον
- ἐξάρχω
- ἑξάς, άδος (ἡ)
- ἐξασκέω-ῶ
- ἐξαστράπτω
- ἐξατιμάζω
- ἐξᾴττω
- ἐξαυαίνω
- ἐξαυδάω-ῶ
- ἐξαυλίζομαι
- ἐξαυτῆς
- ἐξαῦτις
- ἐξαυτομολέω-ῶ
- ἐξαυχέω-ῶ
- ἐξαφαιρέω-ῶ
- ἐξαφίημι
- ἐξαφίστημι
- ἐξαφρίζω
- ἐξαφύω
- ἑξάχειρ, -χειρος
- ἑξάχοος-ους, οος-ους, οον-ο
- ἔξαψις, εως (ἡ)
- ἐξεγγυάω-ῶ
- ἐξεγείρω
- ἐξέγερσις, εως (ἡ)
- ἐξεγρήγορα
- ἐξεδάην
- ἐξεδήδοκα
- ἐξέδομαι
- ἐξεδόμην
- ἐξέδρα, ας (ἡ)
- ἔξεδρος, ος, ον
- ἔξει
- ἕξει1
- ἕξει2
- ἐξειδέναι
- ἐξεῖδον
- ἐξειδώς, υῖα, ός
- ἐξείη
- ἐξείην
- ἑξείης
- ἐξεικάζω
- ἐξεικονίζω
- ἐξειλέω-ῶ
- ἐξειλόμην, ἐξεῖλον
- ἔξειμι1
- ἔξειμι2
- ἕξειν
- ἐξεῖναι
- ἐξεῖπα
- ἐξείρας
- ἐξειργασμένως
- ἐξείργω1
- ἐξείργω2
- ἐξείρετο
- ἐξείρηκα, ἐξείρημαι
- ἐξειρύσας
- ἐξείρω
- ἐξείς, εῖσα, έν
- ἔξεισθα
- ἐξεκέχυντο
- ἐξεκλήϊσαν
- ἐξελάαν
- ἐξέλασις, εως (ἡ)
- ἐξελαύνω
- ἐξελάω
- ἐξελέγχω
- ἐξελεῖν, ἐξελέσθαι
- ἐξελευθερικός, ή, όν
- ἐξελεύθερος, ου (ὁ)
- ἐξελευθεροστομέω-ῶ
- ἐξελήλακα
- ἐξελήλεγμαι
- ἐξέλιπον
- ἐξελίσσω
- ἐξελκύω
- ἐξέλκω
- ἐξελληνίζω
- ἐξέμεν, ἐξέμεναι
- ἑξέμεν
- ἐξεμέω-ῶ
- ἐξέμμορε
- ἐξεμπεδόω-ῶ
- ἐξεμπολάω-ῶ
- ἐξεμπολέω
- ἐξεναρίζω
- ἐξενεῖκαι
- ἔξεντο
- ἔξεο
- ἐξεπᾴδω
- ἐξεπαίρω
- ἐξεπέρησεν
- ἐξέπεσον
- ἐξεπέτασα
- ἐξεπεύχομαι
- ἐξέπιον
- ἐξεπιπολῆς
- ἐξεπίσταμαι
- ἐξεπίστεαι
- ἐξεπίτηδες
- ἐξεπόνασα
- ἐξεπράθομεν
- ἐξεπτάξας
- ἐξέραμα, ατος (τό)
- ἐξεράω-ῶ
- ἐξεργάζομαι
- ἐξεργασία, ας (ἡ)
- ἐξεργαστικός, ή, όν
- ἐξέργω
- ἐξερεείνω
- ἐξερέεσθαι
- ἐξερέῃσι
- ἐξερείδω
- ἐξερείπω
- ἐξερέομαι
- ἐξερεύγω
- ἐξερευνάω-ῶ
- ἐξερέω1-ῶ
- ἐξερέω2-ῶ
- ἐξερημόω-ῶ
- ἐξερήσομαι
- ἐξερίζω
- ἐξερμηνεύω
- ἐξέρομαι
- ἐξέρπω
- ἐξέρρανα
- ἐξερρίφην
- ἐξέρρω
- ἐξερρωγώς
- ἐξερύκω
- ἐξερύω
- ἐξέρχομαι
- ἐξερῶ
- ἐξερωέω-ῶ
- ἐξεσθίω
- ἐξέσθω
- ἐξεσίη, ης (ἡ)
- ἔξεσις, εως (ἡ)
- ἐξέσσυτο
- ἔξεστι
- ἐξεστραμμένος, η, ον
- ἐξεσύθη
- ἐξετάζω
- ἕξεται
- ἐξέτασις, εως (ἡ)
- ἐξετασμός, οῦ (ὁ)
- ἐξεταστέον
- ἐξεταστής, οῦ (ὁ)
- ἐξεταστικός, ή, όν
- ἐξετέλεσσα
- ἑξέτης, ης, ες
- ἐξέτι
- ἐξευμενίζω
- ἐξευνουχίζω
- ἐξεύρεσις, εως (ἡ)
- ἐξευρετέος, α, ον
- ἐξευρετικός, ή, ον
- ἐξεύρημα, ατος (τό)
- ἐξευρίσκω
- ἐξευτελίζω
- ἐξευτρεπίζω
- ἐξεύχομαι
- ἐξεφάανθεν, ἐξεφαάνθη
- ἐξεφίημαι
- ἐξέφρησα
- ἐξέχεα
- ἐξεχέοντο
- ἐξέχυτο
- ἐξέχω
- ἐξέψω
- ἐξέωσα, ἐξεώσθην
- ἔξηβος, ου
- ἐξηγέομαι-οῦμαι
- ἐξήγησις, εως (ἡ)
- ἐξηγητής, οῦ (ὁ)
- ἐξηγητικός, ή, όν
- ἐξηγρόμην
- ἐξῄδη, ἐξῄδησθα
- ἐξήϊα
- ἐξῄκασμαι
- ἑξήκοντα
- ἑξηκονταετής, ής, ές
- ἑξηκονταετία, ας (ἡ)
- ἑξηκοστός, ή, όν
- ἐξήκω
- ἐξήλατος, ος, ον
- ἐξηλιόω-ῶ
- ἐξηλλαγμένως
- ἐξήλου
- ἐξήλυσις, εως (ἡ)
- ἑξῆμαρ
- ἐξημερόω-ῶ
- ἐξημέρωσις, εως (ἡ)
- ἐξήμεσα
- ἐξημημένος
- ἐξημοιβός, ός, όν
- ἐξῆν
- ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, ἐξή
- ἐξήνιος, ος, ον
- ἐξήπαφον
- ἐξηράμην
- ἑξήρης, ης, ες
- ἐξῇρον
- ἐξήρου
- ἑξῆς
- ἐξητασμένως
- ἐξηττάομαι-ῶμαι
- ἐξηχέω-ῶ
- ἐξιάομαι-ῶμαι
- ἐξιδεῖν
- ἐξιδοῦ
- ἐξιδρύω
- ἐξίδρωσις, εως (ἡ)
- ἐξίημι
- ἐξιθύνω
- ἐξικετεύω
- ἐξικνέομαι-οῦμαι
- ἐξιλάσκομαι
- ἐξιππάζομαι
- ἐξιππεύω
- ἐξίπταμαι
- ἕξις, εως (ἡ)
- ἐξισόω-ῶ
- ἐξίστημι
- ἐξιστορέω-ῶ
- ἐξισχύω
- ἐξίσχω
- ἐξίσωσις, εως (ἡ)
- ἐξισωτέον
- ἐξισωτής, οῦ (ὁ)
- ἐξίτηλος, ος, ον
- ἐξιτητέον
- ἐξιχνευτέος, α, ον
- ἐξιχνεύω
- ἐξιχνοσκοπέω-ῶ
- ἑξκαίδεκα
- ἐξογκόω-ῶ
- ἐξοδία, ας (ἡ)
- ἐξόδιον, ου (τό)
- ἐξοδοιπορέω-ῶ
- ἔξοδος, ου (ἡ)
- ἔξοιδα
- ἐξοιδέω-ῶ
- ἐξοικειόω-ῶ
- ἐξοικέω-ῶ
- ἐξοικήσιμος, ος, ον
- ἐξοικίζω
- ἐξοικοδομέω-ῶ
- ἐξοιμώζω
- ἔξοινος, ος, ον
- ἐξοιστράω-ῶ
- ἐξοίσω
- ἐξοιχνέω
- ἐξοίχομαι
- ἐξοιωνίζομαι
- ἐξοκέλλω
- ἐξολεθρεύω
- ἐξολισθαίνω
- ἐξόλλυμι
- ἐξολοθρεύω
- ἐξολῶ
- ἐξομήρευσις, εως (ἡ)
- ἐξομηρεύω
- ἐξομιλέω-ῶ
- ἐξόμιλος, ος, ον
- ἐξομματόω-ῶ
- ἐξόμνυμι
- ἐξομοιόω-ῶ
- ἐξομοίωσις, εως (ἡ)
- ἐξομολογέω-ῶ
- ἐξομολόγησις, εως (ἡ)
- ἐξόν
- ἐξονειδίζω
- ἐξονειδιστικός, ή, όν
- ἐξονομάζω
- ἐξονομαίνω
- ἐξονομακλήδην
- ἐξόπιθε
- ἐξόπιν
- ἐξόπισθε
- ἐξοπίσω
- ἐξοπλίζω
- ἐξοπλισία, ας (ἡ)
- ἐξόπλισις, εως (ἡ)
- ἐξοπτάω-ῶ
- ἐξοράω-ῶ
- ἐξοργάω-ῶ
- ἐξοργίζω
- ἐξορθίαζω
- ἐξορθόω-ῶ
- ἐξορίζω
- ἐξορίνω
- ἐξορισμός, οῦ (ὁ)
- ἐξόριστος, ος, ον
- ἐξορκίζω
- ἐξορκιστής, οῦ (ὁ)
- ἐξορκόω-ῶ
- ἐξόρκωσις, εως (ἡ)
- ἐξορμάω-ῶ
- ἐξορμέω-ῶ
- ἐξορμίζω
- ἔξορμος, ος, ον
- ἐξορύσσω
- ἐξορχέομαι-οῦμαι
- ἐξοσιόω-ῶ
- ἐξοστρακίζω
- ἐξοστρακισμός, οῦ (ὁ)
- ἐξοτρύνω
- ἐξουδενέω-ῶ
- ἐξουδενίζω
- ἐξουδενόω-ῶ
- ἐξουθενέω-ῶ
- ἐξουθενόω-ῶ
- ἐξουρέω-ῶ
- ἐξουσία, ας (ἡ)
- ἐξουσιάζω
- ἐξουσιαστικός, ή, όν
- ἐξοφέλλω
- ἔξοχα
- ἐξοχή, ῆς (ἡ)
- ἔξοχος, ος, ον
- ἐξοχυρόω-ῶ
- ἐξυβρίζω
- ἐξυγραίνω
- ἐξυλακτέω-ῶ
- ἐξυπανίσταμαι
- ἐξύπερθε
- ἐξυπηρετέω-ῶ
- ἐξυπνίζω
- ἔξυπνος, ος, ον
- ἐξυπτιάζω
- ἐξυφαίνω
- ἐξυφηγέομαι-οῦμαι
- ἕξω
- ἔξω
- ἔξωθεν
- ἐξωθέω-ῶ
- ἐξώκοιτος, ου (ὁ)
- ἐξώλεια, ας (ἡ)
- ἐξώλης, ης, ες
- ἐξωμίας, ου
- ἐξωμιδοποιΐα, ας (ἡ)
- ἐξωμίς, ίδος (ἡ)
- ἐξωμοσία, ας (ἡ)
- ἐξωνέομαι-οῦμαι
- ἐξώπιος, ος, ον
- ἐξωριάζω
- ἔξωρος, ος, ον
- ἐξώστης, ου
- ἐξωτάτω, ἐξωτέρω
- ἐξώτερος, α, ον
- ἕο
- ἔοι
- ἑοῖ
- ἔοιγμεν
- ἔοικα
- ἐοικότως
- ἐοικώς, υῖα, ός
- ἑοῖο
- ἔοις
- ἔολπα
- ἔον
- ἑόν
- ἔοργα
- ἐόργεε
- ἑορτάζω
- ἑορτάσιμος, ος, ον
- ἑόρτασις, εως (ἡ)
- ἑορτασμός, οῦ (ὁ)
- ἑορτή, ῆς (ἡ)
- ἑός, ἑή, ἑόν
- ἐοῦσα
- ἐπαγάλλομαι
- ἐπαγανακτέω-ῶ
- ἐπαγγείλῃσι
- ἐπαγγελία, ας (ἡ)
- ἐπαγγέλλω
- ἐπάγγελμα, ατος (τό)
- ἐπαγγελτικός, ή, όν
- ἐπαγείρω
- ἐπάγερσις, εως (ἡ)
- ἐπάγην
- ἐπαγινέω-ῶ
- ἐπαγλαΐζω
- ἐπαγρυπνέω-ῶ
- ἐπάγω
- ἐπαγωγή, ῆς (ἡ)
- ἐπαγώγιμος, ος, ον
- ἐπαγωγός, ός, όν
- ἐπαγωνίζομαι
- ἐπᾴδω
- ἐπαείδω
- ἐπάειραν
- ἐπαείρω
- ἔπαθλον, ου (τό)
- ἔπαθον
- ἐπαθροίζομαι
- ἐπαιάζω
- ἐπαιγίζω
- ἐπαιδέομαι-οῦμαι
- ἐπαινέτης, ου (ὁ)
- ἐπαινετικός, ή, όν
- ἐπαινετός, ή, όν
- ἐπαινέω-ῶ
- ἐπαινή, ῆς
- ἔπαινος, ου (ὁ)
- ἐπαΐξασκε
- ἐπαίρω
- ἔπαισα
- ἐπαισθάνομαι
- ἐπαίσθημα, ατος (τό)
- ἐπαΐσσω
- ἐπάϊστος, ος, ον
- ἐπαισχύνομαι
- ἐπαιτέω-ῶ
- ἐπαιτήσειας
- ἐπαιτιάζω
- ἐπαιτιάομαι-ῶμαι
- ἐπαίτιος, ος, ον
- ἐπαίχθην
- ἐπαΐω
- ἐπαιωρέω-ῶ
- ἐπακμάζω
- ἔπακμος, ος, ον
- ἐπακολουθέω-ῶ
- ἐπακολούθημα, ατος (τό)
- ἐπακολούθησις, εως (ἡ)
- ἐπακουστός, ός, όν
- ἐπακούω
- ἐπακρίζω
- ἐπακροάομαι-ῶμαι
- ἐπακτέον
- ἐπακτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἐπάκτιος, ος, ον
- ἐπακτός, ός, όν
- ἐπακτρίς, ίδος (ἡ)
- ἐπακτροκέλης, ητος (ὁ)
- ἐπαλαλάζω
- ἐπαλάομαι-ῶμαι
- ἐπαλαστέω-ῶ
- ἐπαλέξω
- ἐπαληθείς, ἐπαληθῇ
- ἐπαληθεύω
- ἐπαλκής, ής, ές
- ἐπαλλαγή, ῆς (ἡ)
- ἐπαλλάσσω
- ἐπάλληλος, ος, ον
- ἐπάλμενος
- ἔπαλξις, εως (ἡ)
- ἐπᾶλτο
- ἐπαλώστης, ου (ὁ)
- ἐπαμαξεύω
- ἐπαμάω-ῶ
- ἐπαμβατήρ, ῆρος
- ἐπαμείβω
- Ἐπαμεινώνδας, ου (ὁ)
- ἐπαμμένος
- ἐπαμμένω
- ἐπαμοιβαδίς
- ἐπαμοιβός, ός, όν
- ἐπαμπέχω
- ἐπαμυνέμεν
- ἐπαμύντωρ, ορος (ὁ)
- ἐπαμύνω
- ἐπαμφέρω
- ἐπαμφοτερίζω
- ἐπάν
- ἐπαναβαίνω
- ἐπαναβάλλω
- ἐπαναβιβάζω
- ἐπαναβληδόν
- ἐπαναβοάω-ῶ
- ἐπαναγαγεῖν
- ἐπαναγιγνώσκω
- ἐπαναγκάζω
- ἐπάναγκες
- ἐπανάγω
- ἐπαναγωγή, ῆς (ἡ)
- ἐπαναθεάομαι-ῶμαι
- ἐπαναιρέω-ῶ
- ἐπαναίρω
- ἐπανάκειμαι
- ἐπανακύπτω
- ἐπαναλαμβάνω
- ἐπαναλίσκω
- ἐπαναμένω
- ἐπαναμιμνῄσκω
- ἐπανανεόομαι-οῦμαι
- ἐπαναπαύω
- ἐπαναπίπτω
- ἐπαναπλέω
- ἐπαναρρήγνυμι
- ἐπανάσεισις, εως (ἡ)
- ἐπανασείω
- ἐπανάστασις, εως (ἡ)
- ἐπανατείνω
- ἐπανατέλλω
- ἐπανατίθημι
- ἐπανατρέχω
- ἐπαναφέρω
- ἐπαναφύω
- ἐπαναχωρέω-ῶ
- ἐπαναχώρησις, εως (ἡ)
- ἐπανδιπλάζω
- ἐπανεγείρω
- ἐπάνειμι
- ἐπανειπεῖν
- ἐπανείς
- ἐπανείρομαι
- ἐπανέρχομαι
- ἐπανερωτάω-ῶ
- ἐπανέσταα, ἐπανεστεώς
- ἐπανέχω
- ἐπανήκω
- ἐπανθέμεναι
- ἐπανθέω-ῶ
- ἐπανθίζω
- ἐπανιᾶσι
- ἐπανίημι
- ἐπανισόω-ῶ
- ἐπανίστημι
- ἐπάνοδος, ου (ἡ)
- ἐπανοίγω
- ἐπανορθόω-ῶ
- ἐπανόρθωμα, ατος (τό)
- ἐπανόρθωσις, εως (ἡ)
- ἐπανορθωτέον
- ἐπαντείλασαν
- ἐπάντης, ης, ες
- ἐπαντέλλω
- ἐπαντλέω-ῶ
- ἐπάνω
- ἐπάνωθε
- ἐπᾴξας
- ἐπάξιος, ος, ον
- ἐπαξιόω-ῶ
- ἐπαξίως
- ἐπάξω
- ἐπᾴξω
- ἐπαοιδή, ῆς (ἡ)
- ἐπαοιδία, ας (ἡ)
- ἐπαπειλέω-ῶ
- ἐπαποδύω
- ἐπαποθνῄσκω
- ἐπαπολαύω
- ἐπαπόλλυμι
- ἐπαπολογέομαι-οῦμαι
- ἐπαρά, ᾶς (ἡ)
- ἐπᾶραι, ἐπάρας
- ἐπαράομαι-ῶμαι
- ἐπαραρίσκω
- ἐπαράσσω
- ἐπάρατος, ος, ον
- ἐπάργεμος, ος, ον
- ἐπάργυρος, ος, ον
- ἐπάρδω
- ἐπαρήγω
- ἐπάρην
- ἐπάρηρα
- ἐπαρησάμενος
- ἐπαρίστερος, ος, ον
- ἐπαριστέρως
- ἐπάρκεσις, εως (ἡ)
- ἐπαρκέω-ῶ
- ἐπαρκής, ής, ές
- ἐπαρκούντως
- ἐπάρμενος
- ἐπάρουρος, ος, ον
- ἐπαρτάω-ῶ
- ἐπαρτής, ής, ές
- ἐπαρτύνω
- ἐπαρτύω
- ἐπαρύτω
- ἐπαρχία, ας (ἡ)
- ἐπαρχικός, ή, όν
- ἔπαρχος, ου (ὁ)
- ἐπάρχω
- ἐπαρωγή, ῆς (ἡ)
- ἐπαρωγός, ός, όν
- ἐπᾷσαι
- ἐπασάμην
- ἐπασκέω-ῶ
- ἐπασσάμεθα
- ἐπασσάμην
- ἐπασσύτερος, α, ον
- ἐπασσυτεροτριβής, ής, ές
- ἐπαστράπτω
- ἐπᾴττω
- ἐπαυδάω-ῶ
- ἔπαυλα
- ἐπαυλέω-ῶ
- ἐπαυλία, ας (ἡ)
- ἐπαυλίζομαι
- ἐπαύλιον, ου (τό)
- ἔπαυλις, εως (ἡ)
- ἔπαυλος, ου (ὁ)
- ἐπαυξάνω
- ἐπαύξησις, εως (ἡ)
- ἐπαύξομαι
- ἐπαυρέσθαι
- ἐπαύρεσις, εως (ἡ)
- ἐπαύριον
- ἐπαυρίσκω
- ἐπαϋτέω-ῶ
- ἐπαυτομολέω-ῶ
- ἐπαυχέω-ῶ
- ἐπαΰω
- ἐπαφάω-ῶ
- ἐπαφή, ῆς (ἡ)
- ἐπαφήσω
- ἐπαφίημι
- ἐπαφρίζω
- ἐπαφρόδιτος, ος, ον
- ἔπαφρος, ος, ον
- ἐπαφύσσω
- ἐπαχθής, ής, ές
- ἐπεάν
- ἐπέβαν
- ἐπεβήσατο
- ἐπεβίων
- ἐπεβώσαντο
- ἐπεγγελάω-ῶ
- ἐπεγείρω
- ἐπεγερτικός, ή, όν
- ἐπεγκεράννυμι
- ἐπέγρετο
- ἐπεδέκοντο
- ἐπεδεξάμην
- ἐπέδομαι
- ἐπέδραμον
- ἐπέδρη, ης (ἡ)
- ἐπέεσσι
- ἐπέην
- ἐπεί
- ἐπείγετο
- ἐπείγω
- ἐπειδάν,
- ἐπειδή
- ἐπεῖδον
- ἐπείη
- ἐπειή
- ἐπεικάζω
- ἐπεικώς, υῖα, ός
- ἔπειμι1
- ἔπειμι2
- ἐπεῖναι
- ἐπείνυμι
- ἔπειξις, εως (ἡ)
- ἐπείπερ
- ἐπεῖπον
- ἔπειρα
- ἐπείρα
- ἐπείρομαι
- ἐπειρυσάμενος
- ἐπειρωτάω
- ἐπειρώτεον
- ἐπειρώτημα, ατος (τό)
- ἔπεισα
- ἐπεισάγω
- ἐπεισαγωγή, ῆς (ἡ)
- ἐπεισαγώγιμος, ος, ον
- ἐπείσακτος, ος, ον
- ἐπεισβαίνω
- ἐπεισβάλλω
- ἐπεισδέχομαι
- ἐπείσειμι
- ἐπεισέρχομαι
- ἐπεισκαλέω-ῶ
- ἐπεισκυκλέω-ῶ
- ἐπεισκωμάζω
- ἐπεισόδιος, ος, ον
- ἐπεισοδιόω-ῶ
- ἐπείσοδος, ου (ἡ)
- ἐπεισπαίω
- ἐπεισπηδάω-ῶ
- ἐπεισπίπτω
- ἐπεισπλέω
- ἐπεισρέω
- ἐπεισφέρω
- ἐπεισφρέω-ῶ
- ἔπειτα
- ἔπειτεν
- ἐπειχθῆναι
- ἐπεῖχον
- ἐπεκβαίνω
- ἐπεκβοηθέω-ῶ
- ἐπεκδιδάσκω
- ἐπεκδιηγέομαι-οῦμαι
- ἐπεκδρομή, ῆς (ἡ)
- ἐπέκεινα
- ἐπεκέκλετο
- ἐπεκέκλητο
- ἐπέκερσα
- ἐπεκθέω
- ἐπέκπλοος, ου (ὁ)
- ἐπεκτείνω
- ἐπεκτρέχω
- ἐπεκφέρω
- ἐπεκχωρέω-ῶ
- ἐπέλασις, εως (ἡ)
- ἐπελαύνω
- ἐπελαφρύνω
- ἐπέλευσις, εως (ἡ)
- ἐπελεύσομαι
- ἐπελευστικός, ή, όν
- ἐπέλθῃσιν
- ἐπελθόντοιν
- ἐπέλκω
- ἐπελπίζω
- ἐπέλπομαι
- ἐπεμάσσατο
- ἐπεμβαίνω
- ἐπεμβάλλω
- ἐπεμβάσει
- ἐπεμήνατο
- ἐπέμολε
- ἐπεμπίπτω
- ἐπέμυξα
- ἐπεναρίζω
- ἐπενδίδωμι
- ἐπένδυμα, ατος (τό)
- ἐπενδύνω
- ἐπενδύτης, ου (ὁ)
- ἐπενδύω
- ἐπενεῖκαι
- ἐπενήνεον
- ἐπενήνοθε(ν)
- ἐπένησα
- ἐπενθρῴσκω
- ἐπεντανύω
- ἐπεντείνω
- ἐπεντέλλω
- ἐπεντύνω
- ἐπεντύω
- ἐπεξάγω
- ἐπεξαγωγή, ῆς (ἡ)
- ἐπέξειμι
- ἐπεξελαύνω
- ἐπεξέλεγχος, ου (ὁ)
- ἐπεξεργάζομαι
- ἐπεξέρχομαι
- ἐπεξέτασις, εως (ἡ)
- ἐπεξευρίσκω
- ἐπεξηγέομαι-οῦμαι
- ἐπεξῄειν
- ἐπεξήϊσαν
- ἐπεξῆς
- ἐπεξιακχάζω
- ἐπεξόδιος, ος, ον
- ἐπέξοδος, ου (ἡ)
- ἕπεο
- ἐπέοικα, ας, ε
- ἐπεοικώς, υῖα, ός
- ἐπεπήγειν
- ἐπέπλως
- ἐπεπόνθεε
- ἐπέπταρον
- ἐπέπτατο
- ἐπέπτην, ἐπεπτόμην
- ἐπεπτώκεε
- ἐπεπτώκειν
- ἐπέπυστο
- ἐπέραστος, ος, ον
- ἐπεργάζομαι
- ἐπεργασία, ας (ἡ)
- ἐπερεθίζω
- ἐπερεθισμός, οῦ (ὁ)
- ἐπερείδω
- ἐπερέσθαι
- ἐπέρρεον, ἐπερρύηκα, ἐπε
- ἐπερύω
- ἐπέρχεαι
- ἐπέρχομαι
- ἐπερωτάω-ῶ
- ἐπερώτημα, ατος (τό)
- ἐπερώτησις, εως (ἡ)
- ἐπεσαγωγή
- ἔπεσαν
- ἐπεσβαίνω
- ἐπεσβάλλω
- ἐπεσβολία, ας (ἡ)
- ἐπεσβόλος, ος, ον
- ἐπέσειμι
- ἐπεσέρχομαι
- ἐπεσθίω
- ἔπεσον
- ἐπεσπίπτω
- ἐπεσπλέω
- ἔπεσπον
- ἐπέσσεται
- ἐπέσσευον
- ἔπεσσι
- ἐπεσσόμενοι
- ἐπεσσύθην, ἐπέσσυμαι, ἐπ
- ἐπεστάθην
- ἐπεστάτεον
- ἐπεστεώς
- ἐπέστησα, ἐπέστην
- ἐπεσφέρω
- ἐπεσφρῶ
- ἐπέσχον
- ἐπετειᾶν
- ἐπετείλατο
- ἐπέτειος, ος, ον
- ἐπετελέετο
- ἐπέτεος
- ἐπετήσιος, ος, ον
- ἔπετος
- ἐπέτραψα
- ἕπευ
- ἐπευθύνω
- ἐπευφημέω-ῶ
- ἐπευφρατίδιος, ου
- ἐπεύχομαι
- ἐπευωνίζω
- ἔπεφνον
- ἐπέφραδον
- ἐπέφρακτο
- ἐπεφράσατο
- ἔπεχεν
- ἐπέχευα
- ἐπεχεύατο
- ἐπέχραον
- ἐπέχρησα
- ἐπέχυντο
- ἐπέχω
- ἐπηβάω
- ἐπήβολος, ος, ον
- ἐπηγκενίδες, ων (αἱ)
- ἐπηγορεύω
- ἐπῄειν
- ἐπῆεν
- ἐπηετανός, ός, όν
- ἐπήϊεν
- ἐπήϊξα
- ἐπήϊσα
- ἐπήϊσαν
- ἐπήϊσσον
- ἐπήκοος, οος, οον
- ἔπηλα
- ἐπηλυγάζω
- ἐπήλυθον
- ἐπῆλυξ, υγος
- ἔπηλυς, υς, υ
- ἐπηλύτης, ου (ὁ)
- ἐπήλυτος, ος, ον
- ἐπημοιβός, ός, όν
- ἐπήν
- ἐπῆν
- ἐπῄνεον, ἐπῄνεσα
- ἔπηξα
- ἐπῇξα
- ἐπήντλησα, ἐπήντλουν
- ἐπηπύω
- ἐπῆρα
- ἐπήραμαι
- ἐπήρατος, ος, ον
- ἐπηρεάζω
- ἐπηρεασμός, οῦ (ὁ)
- ἐπήρεια, ας (ἡ)
- ἐπήρετμος, ος, ον
- ἐπηρεφής, ής, ές
- ἐπῆρξα
- ἐπηρόμην
- ἐπῆρσα
- ἐπηρτημένος, ἐπήρτησα
- ἐπήρτυε
- ἐπήρυσα
- ἐπῄσαν
- ἐπῄσσον
- ἐπῃσχύνθην
- ἐπητής, οῦ
- ἐπῃτιασάμην
- ἐπῄτουν
- ἐπήτριμος, ος, ον
- ἐπητύς, ύος (ἡ)
- ἐπηυρόμην
- ἐπήφυσε
- ἐπηχέω-ῶ
- ἐπί
- ἔπι
- ἐπιάλλω
- ἐπιάλμενος
- ἐπιανδάνω
- ἐπιαύω
- ἐπιάχω
- ἐπιβάθρα, ας (ἡ)
- ἐπίβαθρον, ου (τό)
- ἐπιβαῖεν
- ἐπιβαίνω
- ἐπιβάλλω
- ἐπιβαρέω-ῶ
- ἐπίβασις, εως (ἡ)
- ἐπιβάσκω
- ἐπιβατεύω
- ἐπιβάτης, ου (ὁ)
- ἐπιβατός, ός, όν
- ἐπιβεβαιόω-ῶ
- ἐπιβείομεν
- ἐπιβήτωρ, ορος
- ἐπιβιβάζω
- ἐπιβιόω-ῶ
- ἐπιβλαστάνω
- ἐπιβλέπω
- ἐπίβλεψις, εως (ἡ)
- ἐπίβλημα, ατος (τό)
- ἐπιβλής, ῆτος (ό)
- ἐπιβλώσκω
- ἐπιβοάω-ῶ
- ἐπιβοήθεια, ας (ἡ)
- ἐπιβοηθέω-ῶ
- ἐπιβόημα, ατος (τό)
- ἐπιβόησις, εως (ἡ)
- ἐπιβόητος, ος, ον
- ἐπιβολή, ῆς (ἡ)
- ἐπιβομβέω-ῶ
- ἐπιβουκόλος, ου (ὁ)
- ἐπιβούλευμα, ατος (τό)
- ἐπιβουλευτής, οῦ
- ἐπιβουλεύω
- ἐπιβουλή, ῆς (ἡ)
- ἐπίβουλος, ος, ον
- ἐπιβούλως
- ἐπιβραβεύω
- ἐπιβραδύνω
- ἐπιβρέμω
- ἐπιβριθής, ής, ές
- ἐπιβρίθω
- ἐπιβροντάω-ῶ
- ἐπιβρόντητος, ος, ον
- ἐπιβύστρα, ας (ἡ)
- ἐπιβύω
- ἐπιβωθέω
- ἐπιβώσασθαι
- ἐπιβώσομαι
- ἐπιβώσωνθαι
- ἐπιβώτωρ, ορος (ὁ)
- ἐπίγαιος, ος, ον
- ἐπιγαμβρεύω
- ἐπιγαμέω-ῶ
- ἐπιγαμία, ας (ἡ)
- ἐπίγαμος, ος, ον
- ἐπιγάστριος, ος, ον
- ἐπιγαυρόω-ῶ
- ἐπίγειος, ος, ον
- ἐπιγελάω-ῶ
- ἐπιγεννάω-ῶ
- ἐπιγέννημα, ατος (τό)
- ἐπιγεραίρω
- ἐπιγεύομαι
- ἐπιγηθέω-ῶ
- ἐπιγίγνομαι
- ἐπιγιγνώσκω
- ἐπιγίνομαι
- ἐπιγλωσσάομαι-ῶμαι
- ἐπιγνάμπτω
- ἐπιγνάπτω
- ἐπιγνώμων, ων, ον
- ἐπίγνωσις, εως (ἡ)
- ἐπιγονή, ῆς (ἡ)
- ἐπίγονος, ος, ον
- ἐπιγουνίς, ίδος (ἡ)
- ἐπιγράβδην
- ἐπίγραμμα, ατος (τό)
- ἐπιγραμμάτιον, ου (τό)
- ἐπιγραφή, ῆς (ἡ)
- ἐπιγράφω
- ἐπίγρυπος, ος, ον
- ἐπιδακρύω
- ἐπίδαμος
- ἐπιδανείζω
- ἐπιδαψιλεύω
- ἐπιδέδρομα
- ἐπιδεής, ής, ές
- ἐπίδειγμα, ατος (τό)
- ἐπιδείκνυμι
- ἐπιδεικνύω
- ἐπιδεικτέον
- ἐπιδεικτικός, ή, όν
- ἐπιδεικτικῶς
- ἐπιδεῖν1
- ἐπιδεῖν2
- ἐπίδειξις, εως (ἡ)
- ἐπιδείπνιος, ος, ον
- ἐπίδειπνον, ου (τό)
- ἐπιδέκατος, η, ον
- ἐπιδεκτικός, ή, όν
- ἐπιδεκτικῶς
- ἐπιδέμνιος, ος, ον
- ἐπιδέξαι
- ἐπιδέξιος, ος, ον
- ἐπιδεξιότης, ητος (ἡ)
- ἐπίδεξις, έως (ἡ)
- ἐπιδέομαι-οῦμαι
- ἐπίδεσμον, ου (τό)
- ἐπίδεσμος, ου (ὁ)
- ἐπιδεσμοχαρής, ής, ές
- ἐπιδεσπόζω
- ἐπιδευής, ής, ές
- ἐπιδεύομαι
- ἐπιδέχομαι
- ἐπιδέω1-ῶ
- ἐπιδέω2
- ἐπίδηλος, ος, ον
- ἐπιδηλοτέρως, ἐπιδηλοτάτ
- ἐπιδήλως
- ἐπιδημεύω
- ἐπιδημέω-ῶ
- ἐπιδημία, ας (ἡ)
- ἐπιδήμιος, ος, ον
- ἐπιδημιουργοί, ῶν (οἱ)
- ἐπίδημος, ος, ον
- ἐπιδιαβαίνω
- ἐπιδιαγιγνώσκω
- ἐπιδιαιρέω-ῶ
- ἐπιδιατάσσομαι
- ἐπιδιαφέρω
- ἐπιδιδάσκω
- ἐπιδίδωμι
- ἐπιδιέξειμι
- ἐπιδίζημαι
- ἐπιδιήγησις, εως (ἡ)
- ἐπιδικάζω
- ἐπιδικάσιμος, ος, ον
- ἐπίδικος, ος, ον
- ἐπιδινέω-ῶ
- ἐπιδιορθόω-ῶ
- ἐπιδιπλοΐω
- ἐπιδιφριάς, άδος (ἡ)
- ἐπιδίφριος, ος, ον
- ἐπιδιώκω
- ἐπίδοξος, ος, ον
- ἐπιδορατίς, ίδος (ἡ)
- ἐπίδοσις, εως (ἡ)
- ἐπιδουπέω-ῶ
- ἐπιδούς
- ἐπιδοχή, ῆς (ἡ)
- ἐπιδραμεῖν
- ἐπιδράσσομαι
- ἐπιδρομή, ῆς (ἡ)
- ἐπίδρομος, ος, ον
- ἐπιδυσχεραίνω
- ἐπιδύω
- ἐπίδω
- ἐπιδῶ, ῷς, ῷ
- ἐπιδώτης, ου (ὁ)
- ἐπιείκεια, ας (ἡ)
- ἐπιείκελος, ος, ον
- ἐπιεικέως
- ἐπιεικής, ής, ές
- ἐπιεικτός, ή, όν
- ἐπιεικῶς
- ἐπιειμένος
- ἐπιεισαμένη
- ἐπιείσομαι
- ἐπιέλπομαι
- ἐπιέναι
- ἐπιέννυμι
- ἐπιέσασθαι
- ἐπιέσσαμεν
- ἐπιζάφελος, ος, ον
- ἐπιζαφελῶς
- ἐπιζεύγνυμι
- ἐπιζευγνύω
- Ἐπιζεφύριος, ος, ον
- ἐπιζέω
- ἐπίζηλος, ος, ον
- ἐπιζηλοτυπέω-ῶ
- ἐπιζήμιος, ος, ον
- ἐπιζημιόω-ῶ
- ἐπιζητέω-ῶ
- ἐπιζήω-ῶ
- ἐπιζώννυμι
- ἐπιζώω
- ἐπίηλα
- ἐπίημι
- ἐπιήνδανον
- ἐπίηρα, ων (τά)
- ἐπιήρανος, ος, ον
- ἐπίηρος, ος, ον
- ἐπιθαλάμιος, ος, ον
- ἐπιθαλασσίδιος, ος, ον
- ἐπιθάλπω
- ἐπιθανάτιος, ος, ον
- ἐπιθανατίως
- ἐπιθάνατος, ος, ον
- ἐπιθαρρέω-ῶ
- ἐπιθαρρύνω
- ἐπιθαυμάζω
- ἐπιθειάζω
- ἐπιθείασις, εως (ἡ)
- ἐπιθειασμός, οῦ (ὁ)
- ἐπιθεῖναι
- ἐπιθέλγω
- ἐπιθεραπεύω
- ἐπίθεσις, εως (ἡ)
- ἐπιθεσπίζω
- ἐπιθετέον
- ἐπιθέτης, ου (ὁ)
- ἐπιθετικός, ή, όν
- ἐπίθετος, ος, ον
- ἐπιθέω
- ἐπιθεωρέω-ῶ
- ἐπιθεώρησις, εως (ἡ)
- ἐπιθεωρία, ας (ἡ)
- ἐπιθήγω
- ἐπίθημα, ατος (τό)
- ἐπιθήσω
- ἔπιθι
- ἐπιθιγγάνω
- ἐπιθλίβω
- ἐπιθοάζω
- ἐπιθολόω-ῶ
- ἐπιθόρνυμαι
- ἐπιθορυβέω-ῶ
- ἐπιθρέξας
- ἐπιθρηνέω-ῶ
- ἐπιθρήνησις, εως (ἡ)
- ἐπιθρύπτω
- ἐπιθρῴσκω
- ἐπιθυμέω-ῶ
- ἐπιθύμημα, ατος (τό)
- ἐπιθύμησις, εως (ἡ)
- ἐπιθυμητής, οῦ
- ἐπιθυμητικός, ή, όν
- ἐπιθυμία, ας (ἡ)
- ἐπιθυμίαμα, ατος (τό)
- ἐπιθυμιάω-ῶ
- ἐπιθυμόδειπνος, ος, ον
- ἐπιθύνω
- ἐπιθύω1
- ἐπιθύω2
- ἐπιθῶ
- ἐπιθωρακίδιον, ου (τό)
- ἐπιθωρακίζομαι
- ἐπιθωΰσσω
- ἐπιΐστωρ, ορος
- ἐπικαθαιρέω-ῶ
- ἐπικαθέζομαι
- ἐπικάθημαι
- ἐπικαθίζω
- ἐπικαινόω-ῶ
- ἐπικαίριος, ος, ον
- ἐπίκαιρος, ος, ον
- ἐπικαίω
- ἐπικαλαμάομαι-ῶμαι
- ἐπικαλεύμενος
- ἐπικαλέω-ῶ
- ἐπικάλυμμα, ατος (τό)
- ἐπικαλύπτω
- ἐπικάμνω
- ἐπικάμπειον, ου (τό)
- ἐπικαμπή, ῆς (ἡ)
- ἐπικαμπής, ής, ές
- ἐπικάμπτω
- ἐπικαρπία, ας (ἡ)
- ἐπικάρπιος, ος, ον
- ἐπικάρσιος, α, ον
- ἐπικαταβαίνω
- ἐπικατάγω
- ἐπικαταδαρθάνω
- ἐπικαταδέω
- ἐπικαταίρω
- ἐπικατακλύζω
- ἐπικατακοιμάομαι-ῶμαι
- ἐπικαταλαμβάνω
- ἐπικαταμένω
- ἐπικαταπίπτω
- ἐπικαταράομαι-ῶμαι
- ἐπικατάρατος, ος, ον
- ἐπικαταρρέω
- ἐπικαταρρήγνυμαι
- ἐπικαταρριπτέω-ῶ
- ἐπικατασφάζω
- ἐπικατασφάττω
- ἐπικαταψεύδομαι
- ἐπικάτειμι
- ἐπικατέχω
- ἐπικατηγορέω-ῶ
- ἐπικατηγόρημα, ατος (τό)
- ἐπικάτημαι
- ἐπικατίων
- ἐπίκαυτος, ος, ον
- ἐπίκειμαι
- ἐπικείρω
- ἐπικέκλημαι
- ἐπικέλευσις, εως (ἡ)
- ἐπικελεύω
- ἐπικέλλω
- ἐπικέλομαι
- ἐπικεράννυμι
- ἐπικερδαίνω
- ἐπικερδής, ής, ές
- ἐπικέρδια, ων (τά)
- ἐπικερτομέω-ῶ
- ἐπικεύθω
- ἐπικεφάλαιος, ος ον
- ἐπικήδειος, ος, ον
- ἐπικήριος, ος, ον
- ἐπικηρυκεία, ας (ἡ)
- ἐπικηρυκεύω
- ἐπικηρύσσω
- ἐπικήρως
- ἐπικίδνημι
- ἐπικίνδυνος, ος, ον
- ἐπικινδύνως
- ἐπικίρνημι
- ἐπικίχρημι
- ἐπικλαίω
- ἐπικλάω1-ῶ
- ἐπικλάω2
- ἐπικλείω1
- ἐπικλείω2
- ἐπικληθείς
- ἐπίκλημα, ατος (τό)
- ἐπίκλην
- ἐπίκληρος, ου (ἡ)
- ἐπικληρόω-ῶ
- ἐπίκλησις, εως (ἡ)
- ἐπίκλητος, ος, ον
- ἐπικλινής, ής, ές
- ἐπικλίνω
- ἐπίκλισις, εως (ἡ)
- ἐπίκλοπος, ος, ον
- ἐπικλύζω
- ἐπίκλυσις, εως (ἡ)
- ἐπικλύω
- ἐπικλώθω
- ἐπικνέομαι
- ἐπικοιμάομαι-ῶμαι
- ἐπίκοινος, ος, ον
- ἐπικοινωνέω-ῶ
- ἐπικόλπιος, ος, ον
- ἐπικομπάζω
- ἐπικομπέω-ῶ
- ἐπίκοπος, ος, ον
- ἐπικόπτω
- ἐπικορύσσομαι
- ἐπικοσμέω-ῶ
- ἐπίκοτος, ος, ον
- ἐπικότως
- Ἐπικούρειος, ος, ον
- ἐπικουρέω-ῶ
- ἐπικούρημα, ατος (τό)
- ἐπικούρησις, εως (ἡ)
- ἐπικουρία, ας (ἡ)
- ἐπικουρικός, ή, όν
- ἐπίκουρος, ος, ον
- Ἐπίκουρος, ου (ὁ)
- ἐπικουφίζω
- ἐπικράζω
- ἐπικραιαίνω
- ἐπικραίνω
- ἐπικράνθην, ἐπικρανθῆναι
- ἐπικρανίς, ίδος (ἡ)
- ἐπίκρανον, ου (τό)
- ἐπικράτεια, ας (ἡ)
- ἐπικρατέω-ῶ
- ἐπικρατέως
- ἐπικρατής, ής, ές
- ἐπικράτησις, εως (ἡ)
- ἐπικρέμαμαι
- ἐπικρήηνον
- ἐπικρήνειε
- ἐπικρῆσαι
- ἐπικρίνω
- ἐπίκριον, ου (τό)
- ἐπίκρισις, εως (ἡ)
- ἐπικροτέω-ῶ
- ἐπικρούω
- ἐπικρύπτω
- ἐπίκρυφος, ος, ον
- ἐπίκρυψις, εως (ἡ)
- ἐπικτάομαι-ῶμαι
- ἐπικτείνω
- ἐπίκτησις, εως (ἡ)
- ἐπίκτητος, ος, ον
- ἐπικτίζω
- ἐπικυδής, ής, ές
- ἐπικυέω-ῶ
- ἐπικυΐσκομαι
- ἐπικυλίκειος, ος, ον
- ἐπικυλινδέω-ῶ
- ἐπικυλίνδω
- ἐπικυλίω
- ἐπικυμαίνω
- ἐπικυματίζω
- ἐπικυμάτωσις, εως (ἡ)
- ἐπικύπτω
- ἐπικυρέω-ῶ
- ἐπικυρόω-ῶ
- ἐπίκυρτος, ος, ον
- ἐπικωκύω
- ἐπικωλύω
- ἐπικωμάζω
- ἐπίκωμος, ος, ον
- ἐπικωμῳδέω-ῶ
- ἐπίκωπος, ος, ον
- ἐπιλαβή, ης (ἡ)
- ἐπιλαγχάνω
- ἐπιλάθομαι
- ἐπιλαμβάνω
- ἐπιλαμπρύνω
- ἐπίλαμπτος, ος, ον
- ἐπιλάμπω
- ἐπιλανθάνομαι
- ἐπιλεαίνω
- ἐπιλέγω
- ἐπιλείβω
- ἐπιλείχω
- ἐπιλείπω
- ἐπίλειψις, εως (ἡ)
- ἐπιλεκτάρκης, ου (ὁ)
- ἐπίλεκτος, ος, ον
- ἐπιλευκία, ας (ἡ)
- ἐπίλευκος, ος, ον
- ἐπιλεύσσω
- ἐπίληθος, ος, ον
- ἐπιλήθω
- ἐπιληΐς, ΐδος
- ἐπιληκέω-ῶ
- ἐπιληπτίζω
- ἐπιληπτικός, ή, όν
- ἐπίληπτος, ος, ον
- ἐπιλήπτωρ, ορος
- ἐπιλήσεται
- ἐπιλησμονή, ῆς (ἡ)
- ἐπιλήσμων, ων, ον
- ἐπιληψία, ας (ἡ)
- ἐπιλήψιμος, ος, ον
- ἐπίληψις, εως (ἡ)
- ἐπιλίγδην
- ἐπιλίζω
- ἐπιλιμνάζω
- ἐπιλιπαίνω
- ἐπιλιπής, ής, ές
- ἐπιλιχμάω-ῶ
- ἐπιλλίζω
- ἐπιλλώπτω
- ἐπιλογίζομαι
- ἐπιλογισμός, οῦ (ὁ)
- ἐπιλογιστέον
- ἐπίλογος, ου (ὁ)
- ἐπίλογχος, ος, ον
- ἐπίλοιπος, ος, ον
- ἐπίλουτρον, ου (τό)
- ἐπιλυγίζομαι
- ἐπιλυμαίνομαι
- ἐπιλυπέω-ῶ
- ἐπίλυπος, ος, ον
- ἐπίλυσις, εως (ἡ)
- ἐπιλύω
- ἐπιλωβεύω
- ἐπιμαίεο
- ἐπιμαίνομαι
- ἐπιμαίομαι
- ἐπιμανής, ής, ές
- ἐπιμανθάνω
- ἐπιμαρτυρέω-ῶ
- ἐπιμαρτυρία, ας (ἡ)
- ἐπιμαρτύρομαι
- ἐπιμάρτυρος, ου (ὁ, ἡ)
- ἐπίμαρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
- ἐπιμασσάμενος
- ἐπιμαστίδιος, ος, ον
- ἐπίμαστος, ος, ον
- ἐπιμαχέω-ῶ
- ἐπιμαχία, ας (ἡ)
- ἐπίμαχος, ος, ον
- ἐπιμειδάω-ῶ
- ἐπιμειδίασις, εως (ἡ)
- ἐπιμειδιάω-ῶ
- ἐπιμέλεια, ας (ἡ)
- ἐπιμελέομαι-οῦμαι
- ἐπιμέλημα, ατος (τό)
- ἐπιμελής, ής, ές
- ἐπιμελητέον
- ἐπιμελητής, οῦ (ὁ)
- ἐπιμελητικός, ή, όν
- ἐπιμέλομαι
- ἐπιμέλπω
- ἐπιμελῶς
- ἐπιμέμονα
- ἐπίμεμπτος, ος, ον
- ἐπιμέμπτως
- ἐπιμέμφομαι
- ἐπιμένω
- ἐπιμεταπέμπομαι
- ἐπιμετρέω-ῶ
- ἐπίμετρον, ου (τό)
- ἐπιμήδομαι
- ἐπιμήκης, ης, ες
- ἐπιμήνιος, ος, ον
- ἐπιμηνίω
- ἐπιμηχανάομαι-ῶμαι
- ἐπιμήχανος, ος, ον
- ἐπιμίγνυμι
- ἐπιμνησαίμεθα
- ἐπιμιμνῄσκομαι
- ἐπιμίμνω
- ἐπιμίξ
- ἐπιμιξία, ας (ἡ)
- ἐπιμίσγω
- ἐπιμοιχεύω
- ἐπίμολος, ος, ον
- ἐπίμομφος, ος, ον
- ἐπιμονή, ῆς (ἡ)
- ἐπίμονος, ος, ον
- ἐπιμπλέετο
- ἐπιμύζω
- ἐπιμύθιον, ου (τό)
- ἐπιμωκεύω
- ἐπινεανιεύομαι
- ἐπίνειον, ου (τό)
- ἐπινέμησις, εως (ἡ)
- ἐπινέμω
- ἐπινεύω
- ἐπινέφελος, ος, ον
- ἐπινεφρίδιος, ος, ον
- ἐπινένημαι
- ἐπινενησμένος
- ἐπινέω1
- ἐπινέω2
- ἐπινηνέω
- ἐπινησθείς
- ἐπινήφω
- ἐπινίκειος, ος, ον
- ἐπινίκιος, ος, ον
- ἐπινίσσομαι
- ἐπινοέω-ῶ
- ἐπινοητής, οῦ
- ἐπίνοια, ας (ἡ)
- ἐπινομή, ῆς (ἡ)
- ἐπινομία, ας (ἡ)
- ἐπινυκτερεύω
- ἐπινύμφειος, ος, ον
- ἐπινύσσω
- ἐπινυστάζω
- ἐπινωμάω-ῶ
- ἐπινῶς
- ἐπιξενόομαι-οῦμαι
- ἐπίξηνον, ου (τό)
- ἐπίξυνος, ος, ον
- ἔπιον
- ἐπιόν
- ἐπιορκέω-ῶ
- ἐπιορκία, ας (ἡ)
- ἐπίορκος, ος, ον
- ἐπιόσσομαι
- ἐπίουρος, ου (ὁ)
- ἐπιοῦσα
- ἐπιούσιος, ος, ον
- ἐπιόψομαι
- ἐπίπαγος, ου (ὁ)
- ἐπιπαιανίζω
- ἐπιπάλλω
- ἐπίπαν
- ἐπιπαρανέω
- ἐπιπαρασκευάζομαι
- ἐπιπάρειμι1
- ἐπιπάρειμι2
- ἐπιπαρορμάω-ῶ
- ἐπιπάσσω
- ἐπιπεδέστερος, α, ον
- ἐπίπεδος, ος, ον
- ἐπιπειθής, ής, ές
- ἐπιπείθομαι
- ἐπιπέλομαι
- ἐπιπέμπω
- ἐπίπεμψις, εως (ἡ)
- ἐπιπεριτρέπω
- ἐπιπέταμαι
- ἐπιπέτομαι
- ἐπιπηδάω-ῶ
- ἐπιπήδησις, εως (ἡ)
- ἐπιπίλναμαι
- ἐπιπίνω
- ἐπιπίπτω
- ἔπιπλα, ων (τά)
- ἐπιπλάζω
- ἐπιπλάσσω
- ἐπίπλαστος, ος, ον
- ἐπιπλάστως
- ἐπιπλείω
- ἐπιπλέκω
- ἐπίπλεος, η, ον
- ἐπίπλευσις, εως (ἡ)
- ἐπιπλέω
- ἐπίπλεως, ως, ων
- ἐπίπληξις, εως (ἡ)
- ἐπιπληρόω-ῶ
- ἐπιπλήσσω
- ἐπίπλοα, ων (τά)
- ἐπιπλοκή, ῆς (ἡ)
- ἐπιπλόμενος
- ἐπίπλοον, ου (τό)
- ἐπίπλοος 1, ου (ὁ)
- ἐπίπλοος 2, ου (ὁ)
- ἐπίπλοος 3, ος, ον
- ἐπιπλώς
- ἐπιπλώω
- ἐπιπνείω
- ἐπιπνέω
- ἐπίπνοια, ας (ἡ)
- ἐπίπνοος-ους, οος-ους, οον-
- ἐπιπόδιος, α, ον
- ἐπιποθέω-ῶ
- ἐπιπόθησις, εως (ἡ)
- ἐπιπόθητος, ος, ον
- ἐπιποθία, ας (ἡ)
- ἐπιποιμήν, ένος (ἡ)
- ἐπιπολάζω
- ἐπιπόλαιος, ος, ον
- ἐπιπολεύω
- ἐπιπολή, ῆς (ἡ)
- ἐπίπολος, ος, ον
- ἐπιπομπεύω
- ἐπιπονέω-ῶ
- ἐπίπονος, ος, ον
- ἐπιπόνως
- ἐπιπορεύομαι
- ἐπιπόρπημα, ατος (τό)
- ἐπιπρεπής, ής, ές
- ἐπιπρέπω
- ἐπιπρεσβεύομαι
- ἐπιπροβάλλω
- ἐπιπροέμεν
- ἐπιπροϊάλλω
- ἐπιπροΐημι
- ἐπίπροσθεν
- ἐπιπροσθέω-ῶ
- ἐπιπρόσθησις, εως (ἡ)
- ἐπιπροωθέω-ω
- ἐπιπταίρω
- ἐπιπτύσσω
- ἐπιπτυχή, ῆς (ἡ)
- ἐπίπτωσις, εως (ἡ)
- ἐπιπωλέομαι-οῦμαι
- ἐπιπώλησις, εως (ἡ)
- ἐπιπωρόομαι-οῦμαι
- ἐπιπώρωσις, εως (ἡ)
- ἐπιρρᾳθυμέω-ῶ
- ἐπιρρακτός, ή, όν
- ἐπιρράπτω
- ἐπιρράσσω
- ἐπιρραψῳδέω-ῶ
- ἐπιρρέζω
- ἐπιρρεπής, ής, ές
- ἐπιρρέπω
- ἐπιρρέω
- ἐπιρρηκτέον
- ἐπίρρημα, ατος (τό)
- ἐπιρρήσεσκον
- ἐπίρρησις, εως (ἡ)
- ἐπιρρήσσω
- ἐπιρρητέον
- ἐπιρρητορεύω
- ἐπίρρητος, ος, ον
- ἐπίρρινος, ος, ον
- ἐπιρριπτέω
- ἐπιρρίπτω
- ἐπιρροή, ῆς (ἡ)
- ἐπιρροθέω-ῶ
- ἐπίρροθος, ος, ον
- ἐπίρροια, ας (ἡ)
- ἐπιρροιζέω-ῶ
- ἐπιρροφέω-ῶ
- ἐπιρρυθμίζω
- ἐπιρρύομαι
- ἐπιρρυπαίνω
- ἐπίρρυτος, ος, ον
- ἐπιρρώννυμι
- ἐπιρρώομαι
- ἐπίρρωσις, εως (ἡ)
- ἐπίσαγμα, ατος (τό)
- ἐπισάττω
- ἐπισβέννυμι
- ἐπίσειστος, ος, ον
- ἐπισείω
- ἐπισεσυρμένος, η, ον
- ἐπισεύω
- ἐπίσημα, ατος (τό)
- ἐπισημαίνω
- ἐπισημασία, ας (ἡ)
- ἐπισημειόομαι-οῦμαι
- ἐπίσημον, ου (τό)
- ἐπίσημος, ος, ον
- ἐπισιμόω-ῶ
- ἐπισιτίζομαι
- ἐπισιτισμός, οῦ (ὁ)
- ἐπισκαίρω
- ἐπισκεδάννυμι
- ἐπισκεπτέος, α, ον
- ἐπισκέπτομαι
- ἐπισκευάζω
- ἐπισκευή, ῆς (ἡ)
- ἐπίσκεψις, εως (ἡ)
- ἐπίσκηνος, ος, ον
- ἐπισκηνόω-ῶ
- ἐπισκήπτω
- ἐπίσκηψις, εως (ἡ)
- ἐπισκιάζω
- ἐπίσκιος, ος, ον
- ἐπισκιρτάω-ῶ
- ἐπισκοπέω-ῶ
- ἐπίσκοπος1, ου (ο, ἡ)
- ἐπίσκοπος2, ος, ον
- ἐπισκοτέω-ῶ
- ἐπισκότησις, εως (ἡ)
- ἐπίσκοτος, ος, ον
- ἐπισκύζομαι
- ἐπισκυθίζω
- ἐπισκυθρωπάζω
- ἐπισκύνιον, ου (τό)
- ἐπισκώπτω
- ἐπίσκωψις, εως (ἡ)
- ἐπισπαίρω
- ἐπισπαστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἐπίσπαστος, ος, ον
- ἐπισπάω-ῶ
- ἐπισπεῖν
- ἐπισπείρω
- ἐπίσπεισις, εως (ἡ)
- ἐπισπένδω
- ἐπισπερχής, ής, ές
- ἐπισπέρχω
- ἐπισπερχῶς
- ἐπισπέσθαι
- ἐπισπεύδω
- ἐπισπονδή, ῆς (ἡ)
- ἐπίσπορος, ος, ον
- ἐπισπουδάζω
- ἐπισπών
- ἐπισσείω
- ἐπισσεύω
- ἐπίσσυτος, ος, ον
- ἐπίσσωτρον, ου (τό)
- ἐπίστᾳ
- ἐπισταδόν
- ἐπιστάζω
- ἐπισταθείς
- ἐπισταθμάομαι-ῶμαι
- ἐπισταθμεύω
- ἐπισταθμία, ας (ἡ)
- ἐπίσταθμος, ος, ον
- ἐπισταλάζω
- ἐπίσταμαι1
- ἐπίσταμαι2
- ἐπιστάμενος, ος, ον
- ἐπισταμένως
- ἐπιστάς, ᾶσα, άν
- ἐπιστασία, ας (ἡ)
- ἐπιστάσιος, ος, ον
- ἐπίστασις, εως (ἡ)
- ἐπίστασο
- ἐπιστατέω-ῶ
- ἐπιστάτης1, ου (ὁ)
- ἐπιστάτης2, ου
- ἐπιστατητέον
- ἐπιστέαται
- ἐπιστείβω
- ἐπιστείχω
- ἐπιστέλλω
- ἐπιστενάζω
- ἐπιστενάχω
- ἐπιστένω
- ἐπιστεφής, ής, ές
- ἐπιστέφω
- ἐπιστῇ, ἐπίστηθι
- ἐπιστήμη, ης (ἡ)
- ἐπίστημι
- ἐπιστημόνως
- ἐπιστήμων, ων, ον
- ἐπιστηρίζω
- ἐπιστήσομαι
- ἐπιστήσω
- ἐπιστητός, ή, όν
- ἐπιστίζω
- ἐπιστίλβω
- ἐπίστιον1, ου (τό)
- ἐπίστιον2, ου (τό)
- ἐπίστιος, ος, ον
- ἐπιστολεύς, έως (ὁ)
- ἐπιστολή, ῆς (ἡ)
- ἐπιστολιαφόρος, ου (ὁ)
- ἐπιστολιμαῖος, ος, ον
- ἐπιστόλιον, ου (τό)
- ἐπιστομίζω
- ἐπιστοναχέω-ῶ
- ἐπιστοναχίζω
- ἐπιστορέννυμι
- ἐπιστρατεία, ας (ἡ)
- ἐπιστράτευσις, εως (ἡ)
- ἐπιστρατεύω
- ἐπιστρατηΐη, ης (ἡ)
- ἐπίστρεπτος, ος, ον
- ἐπιστρεφέως
- ἐπιστρεφής, ής, ές
- ἐπιστρέφω
- ἐπιστρεφῶς
- ἐπιστροφάδην
- ἐπιστροφή, ῆς (ἡ)
- ἐπίστροφος, ος, ον
- ἐπιστρώννυμι
- ἐπιστρωφάω-ῶ
- ἐπιστύλιον, ου (τό)
- ἐπίστω
- ἐπισυκοφαντέω-ῶ
- ἐπισυλλαμβάνω
- ἐπισύλληψις, εως (ἡ)
- ἐπισύμενος
- ἐπισυμμαχία, ας (ἡ)
- ἐπισυνάγω
- ἐπισυναγωγή, ῆς (ἡ)
- ἐπισύνδεσις, εως (ἡ)
- ἐπισυνδίδωμι
- ἐπισυνίστημι
- ἐπισυντρέχω
- ἐπισυρίζω
- ἐπισύρροια, ας (ἡ)
- ἐπισύρω
- ἐπισύστασις, εως (ἡ)
- ἐπισυστέλλομαι
- ἐπισφάζω
- ἐπίσφαιρον, ου (τό)
- ἐπισφαλής, ής, ές
- ἐπισφάλλω
- ἐπισφαλῶς
- ἐπισφάττω
- ἐπισφίγγω
- ἐπισφοδρύνω
- ἐπισφραγιστής, οῦ (ὁ)
- ἐπισφύριος, ος, ον
- ἐπισχέθοι
- ἐπισχερώ
- ἐπίσχες
- ἐπισχεσίη, ης (ἡ)
- ἐπίσχεσις, εως (ἡ)
- ἐπισχοίης
- ἐπισχύω
- ἐπίσχω
- ἐπισωρεύω
- ἐπίσωτρον, ου (τό)
- ἐπιταγή, ῆς (ἡ)
- ἐπίταγμα, ατος (τό)
- ἐπιτακτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἐπιτάκτης, ου (ὁ)
- ἐπιτακτικός, ή, όν
- ἐπίτακτος, ος, ον
- ἐπιταλαιπωρέω-ῶ
- ἐπιταλάριος, ου
- ἐπίταμα, ατος (τό)
- ἐπιτάμνω
- ἐπιταμών
- ἐπιτανύω
- ἐπίταξις, εως (ἡ)
- ἐπιταράσσω
- ἐπιτάρροθος, ου (ὁ, ἡ)
- ἐπίτασις, εως (ἡ)
- ἐπιτάσσω
- ἐπιτάφιος, ος, ον
- ἐπιταχύνω
- ἐπιτειλάμενος
- ἐπιτείνεσκον
- ἐπιτείνω
- ἐπιτειχίζω
- ἐπιτείχισις, εως (ἡ)
- ἐπιτείχισμα, ατος (τό)
- ἐπιτειχισμός, οῦ (ὁ)
- ἐπιτελέειν
- ἐπιτελειόω-ῶ
- ἐπιτελείωσις, εως (ἡ)
- ἐπιτέλεσις, εως (ἡ)
- ἐπιτελεστέον
- ἐπιτελεύμενος
- ἐπιτελέω-ῶ
- ἐπιτελής, ής, ές
- ἐπιτέλλεαι
- ἐπιτέλλω
- ἐπιτέμνω
- ἐπίτεξ
- ἐπιτερπής, ής, ές
- ἐπιτέρπομαι
- ἐπιτερπῶς
- ἐπιτετράφαται
- ἐπίτευξις, εως (ἡ)
- ἐπιτεχνάομαι-ῶμαι
- ἐπιτέχνημα, ατος (τό)
- ἐπιτέχνησις, εως (ἡ)
- ἐπιτεχνητός, ή, όν
- ἐπιτήδειος, α, ον
- ἐπιτηδείως
- ἐπιτήδεος
- ἐπιτηδές
- ἐπιτήδευμα, ατος (τό)
- ἐπιτήδευσις, εως (ἡ)
- ἐπιτηδεύω
- ἐπιτηδέως
- ἐπιτήκω
- ἐπιτηρέω-ῶ
- ἐπιτηρητικός, ή, όν
- ἐπιτίθημι
- ἐπιτίκτω
- ἐπιτιμάω-ῶ
- ἐπιτιμέω
- ἐπιτίμημα, ατος (τό)
- ἐπιτίμησις, εως (ἡ)
- ἐπιτιμητής, οῦ (ὁ)
- ἐπιτιμητικός, ή, όν
- ἐπιτιμήτωρ, ορος (ὁ)
- ἐπιτιμία, ας (ἡ)
- ἐπιτίμιον, ου (τό)
- ἐπίτιμος, ος, ον
- ἐπιτίτθιος, ος, ον
- ἐπιτλῆναι
- ἐπιτόκιον, ου (τό)
- ἐπίτοκος, ος, ον
- ἐπιτολή, ῆς (ἡ)
- ἐπιτολμάω-ῶ
- ἐπιτομή, ῆς (ἡ)
- ἐπίτομος, ος, ον
- ἐπιτόνιον, ου (τό)
- ἐπίτονος, ος, ον
- ἐπιτοξάζομαι
- Ἐπιτραγία, ας (ἡ)
- ἐπιτραγῳδέω-ῶ
- ἐπιτραπέζιος, ος, ον
- ἐπιτραπέω
- ἐπιτράπω
- ἐπιτρέπω
- ἐπιτρέφω
- ἐπιτρέχω
- ἐπιτρίβω
- ἐπίτριπτος, ος, ον
- ἐπιτροπαῖος, α, ον
- ἐπιτρόπευσις, εως (ἡ)
- ἐπιτροπευτικός, οῦ
- ἐπιτροπεύω
- ἐπιτροπή, ῆς (ἡ)
- ἐπίτροπος, ος, ον
- ἐπιτροχάδην
- ἐπιτρόχαλος, ος, ον
- ἐπίτροχος, ος, ον
- ἐπιτρόχως
- ἐπιτρύζω
- ἐπιτρώγω
- ἐπιτυγχάνω
- ἐπιτυμβίδιος, ος, ον
- ἐπιτύμβιος, ος
- ἐπιτύφω
- ἐπιτυχής, ής, ές
- ἐπιτυχῶς
- ἐπιτωθάζω
- ἐπιφαίνω
- ἐπιφάνεια, ας (ἡ)
- ἐπιφανής, ής, ές
- ἐπίφαντος, ος, ον
- ἐπιφανῶς
- ἐπιφαύσκω
- ἐπιφαύω
- ἐπιφέρω
- ἐπίφημι
- ἐπιφημίζω
- ἐπιφήμισμα, ατος (τό)
- ἐπιφθέγγομαι
- ἐπιφθονέω-ῶ
- ἐπίφθονος, ος, ον
- ἐπιφθόνως
- ἐπιφιλοπονέομαι-οῦμαι
- ἐπιφλέγω
- ἐπίφοβος, ος, ον
- ἐπιφοινίσσω
- ἐπιφοιτάω-ῶ
- ἐπιφορά, ᾶς (ἡ)
- ἐπιφορέω-ῶ
- ἐπιφόρημα, ατος (τό)
- ἐπίφορος, ος, ον
- ἐπιφράζομαι
- ἐπίφραξις, εως (ἡ)
- ἐπιφρασσαίατο
- ἐπιφράσσω
- ἐπιφρίσσω
- ἐπιφρονέω-ῶ
- ἐπιφροσύνη, ης (ἡ)
- ἐπίφρων, ων, ον
- ἐπιφύω
- ἐπιφωνέω-ῶ
- ἐπιφώνημα, ατος (τό)
- ἐπιφώνησις, εως (ἡ)
- ἐπιφώσκω
- ἐπιφωτίζω
- ἐπιφωτισμός, οῦ (ὁ)
- ἐπιχαίνω
- ἐπιχαίρω
- ἐπιχαλαζάω-ῶ
- ἐπιχαλάω-ῶ
- ἐπιχαλκεύω
- ἐπίχαλκος, ος, ον
- ἐπιχαράσσω
- ἐπιχαρής, ής, ές
- ἐπιχαριεντίζομαι
- ἐπίχαρις, ις, ι
- ἐπιχάριτος, ος, ον
- ἐπίχαρτος, ος, ον
- ἐπιχειμάζω
- ἐπιχειρέω-ῶ
- ἐπιχείρημα, ατος (τό)
- ἐπιχείρησις, εως (ἡ)
- ἐπιχειρητέος, α, ον
- ἐπιχειρητής, οῦ
- ἐπιχειρητικός, ή, όν
- ἐπίχειρον, ου (τό)
- ἐπιχειροτονέω-ῶ
- ἐπιχειροτονία, ας (ἡ)
- ἐπιχεῦαι
- ἐπιχέω
- ἐπιχθόνιος, ος, ον
- ἐπιχλευάζω
- ἐπιχλιαίνω
- ἐπίχολος, ος, ον
- ἐπιχορεύω
- ἐπιχορηγέω-ῶ
- ἐπιχορηγία, ας (ἡ)
- ἐπιχραίνω
- ἐπιχράομαι-ῶμαι
- ἐπιχράω
- ἐπιχρέμπτομαι
- ἐπιχρεώμενος
- ἐπίχριστος, ος, ον
- ἐπιχρίω
- ἐπίχρυσος, ος, ον
- ἐπιχρώννυμι
- ἐπίχρωσις, εως (ἡ)
- ἐπίχυσις, εως (ἡ)
- ἐπιχώννυμι
- ἐπιχωρέω-ῶ
- ἐπιχωριάζω
- ἐπιχώριος, α, ον
- ἐπιψακάζω
- ἐπιψάλλω
- ἐπίψαυσις, εως (ἡ)
- ἐπιψαύω
- ἐπιψεκάζω
- ἐπιψεύδομαι
- ἐπιψηφίζω
- ἐπίψογος, ος, ον
- ἐπιψόγως
- ἐπιψύχω
- ἐπίω
- ἐπιωγαί, ῶν (αἱ)
- ἐπιών, οῦσα, όν
- ἐπλάγην
- ἔπλαγξα
- ἐπλάσθην
- ἔπλε
- ἐπλήγην
- ἐπλήμην
- ἔπληξα
- ἔπλησα, ἐπλήσθην
- ἔπλων
- ἐποικέω-ῶ
- ἐποικοδομέω-ῶ
- ἔποικος, ος, ον
- ἐποικτείρω
- ἐποικτίζω
- ἐποίκτιστος, ος, ον
- ἔποικτος, ος, ον
- ἐποιμώζω
- ἐποίσω
- ἐποίχομαι
- ἐποκέλλω
- ἐπολολύζω
- ἕπομαι
- ἐπομβρία, ας (ἡ)
- ἐπόμβριος, ος, ον
- ἔπομβρος, ος, ον
- ἑπόμην
- ἐπόμνυμι
- ἐπομνύω
- ἐπομφάλιος, ος, ον
- ἕπον
- ἐπονειδίζω
- ἐπονείδιστος, ος, ον
- ἐπονειδίστως
- ἐπονομάζω
- ἐποπίζω
- ἐποποιΐα, ας (ἡ)
- ἐποποιός, οῦ (ὁ)
- ἐποπτάω-ῶ
- ἐποπτεία, ας (ἡ)
- ἐποπτεύεσκε
- ἐποπτεύω
- ἐποπτήρ, ῆρος
- ἐπόπτης, ου
- ἐποπτικός, ή, όν
- ἐποράω-ῶ
- ἐπορέγω
- ἐπορθιάζω
- ἐπορθρεύω
- ἐπορθρισμός, οῦ (ὁ)
- ἐπόρνυμι
- ἐπορνύω
- ἔπορον
- ἐπορούω
- ἔπορσον
- ἐπορχέομαι-οῦμαι
- ἔπος , εος-ους (τό)
- ἐποτρύνω
- ἐπουνομάζω
- ἐπουράνιος, ος, ον
- ἐπουριάζω
- ἐπουρίζω
- ἔπουρος, ος, ον
- ἐπουρόω-ῶ
- ἐπούρωσις, εως (ἡ)
- ἐποφείλω
- ἐποφθαλμέω-ῶ
- ἐποφθαλμιάω-ῶ
- ἐποχέομαι-οῦμαι
- ἐποχετεύω
- ἐποχή, ῆς (ἡ)
- ἔποχος, ος, ον
- ἔποψ, ἔποπος (ὁ)
- ἐποψάομαι-ῶμαι
- ἐπόψιμος, ος, ον
- ἐπόψιος, α, ον
- ἔποψις, εως (ἡ)
- ἐπόψομαι
- ἐπράθην
- ἔπραθον
- ἔπραξα
- ἔπρησα
- ἐπριάμην
- ἑπτά
- ἑπταβόειος, ος, ον
- ἑπτάβοιος, ος, ον
- ἑπτάετες
- ἑπταετία, ας (ἡ)
- ἑπτακαίδεκα
- ἑπτακαιδέκατος, η, ον
- ἑπτάκις
- ἑπτακισμύριοι, αι, α
- ἑπτακισχίλιοι, αι, α
- ἑπτάκλινος, ος, ον
- ἑπτακόσιοι, αι, α
- ἑπτάλογχος, ος, ον
- ἑπτάλοφος, ος, ον
- ἐπτάμην
- ἑπταμηνιαῖος, α, ον
- ἑπτάμηνος, ος, ον
- ἑπτάμιτος, ος, ον
- ἑπταμόριον, ου (τό)
- ἑπταπλάσιος, ος, ον
- ἑπταπλασίων, ων, ον
- ἑπτάπηχυς, υς, υ
- ἑπταπόδης, ου
- ἑπτάπορος, ος, ον
- ἑπτάπυλος, ος, ον
- ἔπταρον
- ἑπτατειχής, ής, ές
- ἑπτάτονος, ος, ον
- ἑπτάφωνος, ος, ον
- ἕπταχα
- ἑπτέτης, ου
- ἑπτέτις, ιδος
- ἐπτόμην
- ἔπυδρος
- ἐπυθόμην
- ἐπύλλιον, ου (τό)
- ἕπω
- ἐπῳδή, ῆς (ἡ)
- ἐπῳδός, ός, όν
- ἐπώδυνος, ος, ον
- ἐπωθέω-ῶ
- ἐπωθίζω
- ἐπωμίζομαι
- ἐπωμίς, ίδος (ἡ)
- ἐπώμοτος, ος, ον
- ἐπών, οῦσα, όν
- ἐπωνυμία, ας (ἡ)
- ἐπωνύμιον, ου (τό)
- ἐπωνύμιος, α, ον
- ἐπώνυμον, ου (τό)
- ἐπώνυμος, ος, ον
- ἐπωπάω-ῶ
- ἐπωπή, ῆς (ἡ)
- ἐπώπτον
- ἐπῶρσα
- ἐπωτίς, ίδος (ἡ)
- ἐπωφελέω-ῶ
- ἐπωφέλημα, ατος (ὁ)
- ἐπώφλησα
- ἐπώχατο
- ἐράασθε
- ἔραζε
- ἔραμαι
- ἐρανίζω
- ἐραννός, ή, όν
- ἔρανος, ου (ὁ)
- ἐρασιχρήματος, ος, ον
- ἐράσμιος, ος, ον
- ἐραστεύω
- ἐραστής, οῦ (ὁ)
- ἐραστός, ή, όν
- Ἔραστος, ου (ὁ)
- ἐράστρια, ας (ἡ)
- ἐρατεινός, ή, όν
- ἐρατίζω
- ἐρατός, ή, όν
- ἐρατύοι
- ἐραυνάω-ῶ
- ἐράω-ῶ
- ἐργάζομαι
- ἐργαζόμην
- ἔργαθεν
- ἐργαλεῖον, ου (τό)
- ἐργάνη, ης (ἡ)
- ἐργασείω
- ἐργασία, ας (ἡ)
- ἐργάσιμος, ος, ον
- ἔργασμαι
- ἐργαστέος, α, ον
- ἐργαστήρ, ῆρος (ὁ)
- ἐργαστήριον, ου (τό)
- ἐργαστικός, ή, όν
- ἔργαστο
- ἐργάτης, ου (ὁ)
- ἐργατήσιος, α, ον
- ἐργατικός, ή, όν
- ἐργατικῶς
- ἐργάτις, ιδος
- ἔργετο 3 ª
- ἔργμα, ατος (τό)
- ἔργνυμι
- ἐργοδότης, ου (ὁ)
- ἐργολαβέω-ῶ
- ἐργολαβία, ας (ἡ)
- ἐργολάβος, ου (ὁ)
- ἔργον, ου (τό)
- ἐργοφόρος, ος, ον
- ἔργω1
- ἔργω2
- ἐργώδης, ης, ες
- ἔρδεσκεν
- ἔρδομεν
- ἔρδω
- ἐρεβεννός, ή, όν
- ἐρέβεσφι
- ἐρέβινθος, ου (ὁ)
- ἔρεβος, εος-ους (τό)
- Ἐρεβόσδε
- ἐρεβώδης, ης, ες
- ἐρεείνω
- ἐρέθῃσι
- ἐρεθιζέμεν
- ἐρεθίζω
- ἐρέθισα
- ἐρέθω
- ἐρείδω
- ἐρείκη
- ἐρείκω
- ἔρειο
- ἐρείομεν
- ἐρείπιον, ου (τό)
- ἔρειπον
- ἐρείπω
- ἐρεισάμην
- ἔρεισμα, ατος (τό)
- ἐρείψιμος, ος, ον
- ἐρειψίτοικος, ος, ον
- ἐρεμνός, ή, όν
- ἔρεξα
- ἐρέπτω
- ἐρέσθαι
- ἐρεσσέμεναι
- ἐρέσσω
- ἐρεσχελέω-ῶ
- ἐρέτης, ου (ὁ)
- ἐρετικός, ή, όν
- ἐρετμόν, οῦ (τό)
- ἐρετμόω-ῶ
- Ἐρέτρια, ας (ἡ)
- Ἐρετριεύς, έως
- Ἐρετρικός, ή, όν
- ἐρέττω
- ἐρεύγομαι
- ἐρευθέδανον, ου (τό)
- ἐρευθέω-ῶ
- ἔρευθος, εος-ους (τό)
- ἐρεύθω
- ἔρευνα, ης (ἡ)
- ἐρευνάω-ῶ
- ἐρέφω
- Ἐρεχθείδης, ου
- Ἐρέχθειον, ου (τό)
- Ἐρεχθεύς, έως (ὁ)
- ἐρέχθω
- ἔρεψα
- ἔρεψις, εως (ἡ)
- ἐρέω1
- ἐρέω2
- ἐρήμη, ης
- ἐρημία, ας (ἡ)
- ἔρημος, ος, ον
- ἐρημόω-ῶ
- ἐρήμωσις, εως (ἡ)
- ἐρηρέδαται
- ἐρήρεισμαι
- ἐρήριγμαι
- ἐρήρισμαι
- ἐρήριμμαι, ἐρηρίμμην
- ἐρήσομαι
- ἐρήτυθεν
- ἐρητύω
- ἔρι (τό)
- ἐριαύχην, ην, εν
- ἐριβρεμέτης, ου
- ἐριβῶλαξ, ακος
- ἐρίβωλος, ος, ον
- ἐρίγδουπος, ος, ον
- ἐριδαινέμεν
- ἐριδαίνω
- ἐριδάντης, ου (ὁ)
- ἐρίδιον, ου (τό)
- ἐριδμαίνω
- ἐρίδματος, ος, ον
- ἐρίδουπος, ος, ον
- ἐριζέμεν
- ἐρίζω
- ἐρίηρες, ων (οἱ)
- ἐρίηρος, ος, ον
- ἐριθεία, ας (ἡ)
- ἐριθεύω
- ἐριθηλής, ής, ές
- ἔριθος, ου (ὁ, ἡ)
- ἐρίκη, ης (ἡ)
- ἐρικυδής, ής, ές
- ἐρικύμων, ων, ον
- ἐρίμυκος, ος, ον
- ἐρινεός, οῦ (ὁ)
- ἐρίνεος, η, ον
- ἐρινός, οῦ (ὁ)
- Ἐρινύς, ύος (ἡ)
- ἐρινυώδης, ης, ες
- ἔριον, ου (τό)
- ἐριόστεπτος, ος, ον
- ἐριούνης, ου (ὁ)
- ἐριουργέω-ῶ
- ἐρίπῃσι
- ἔρις, ιδος (ἡ)
- ἐρισθενής, ής, ές
- ἐρίσκηπτρον, ου (τό)
- ἔρισμα, ατος (τό)
- ἐρισμάραγος, ος, ον
- ἐρίσσειε
- ἐριστάφυλος, ος, ον
- ἐριστικός, ή, όν
- ἐριστός, ή, όν
- ἐρισφάραγος, ος, ον
- ἐρίτιμος, ος, ον
- ἐρίφειος, ος, ον
- ἐρίφιον, ου (τό)
- ἔριφος, ου (ὁ)
- ἑρκεῖος, ος, ον
- ἑρκίον, ου (τό)
- ἕρκιος, ος, ον
- ἕρκος, εος-ους (τό)
- ἕρμα1, ατος (τό)
- ἕρμα2, ατος (τό)
- ἕρμαιον, ου (τό)
- Ἑρμαῖος, α, ον
- Ἑρμᾶς
- Ἑρμαφρόδιτος, ου (ὁ)
- Ἑρμέας
- Ἑρμέης, έω
- Ἑρμείας
- Ἑρμείης, είω
- Ἑρμέω
- Ἑρμῆ
- ἑρμηνεία, ας (ἡ)
- ἑρμήνευμα, ατος (τό)
- ἑρμηνεύς, έως (ὁ)
- ἑρμηνευτής, οῦ (ὁ)
- ἑρμηνευτικός, ή, όν
- ἑρμηνεύω
- Ἑρμῆς, οῦ (ὁ)
- ἑρμίν
- Ἑρμιόνη, ης (ἡ)
- ἑρμίς, ῖνος (ὁ)
- Ἑρμογένης, ους (ὁ)
- ἑρμογλυφεύς, έως (ὁ)
- Ἑρμογλύφαι, ων (οἱ)
- ἑρμογλυφία, ας (ἡ)
- ἑρμογλυφική, ῆς (ἡ)
- ἑρμογλύφος, ου (ὁ)
- ἑρμοκοπίδης, ου (ὁ)
- Ἕρμος, ου (ὁ)
- ἔρνος, εος-ους (τό)
- ἔρξα
- ἕρξα
- Ἐρξείης, ου (ὁ)
- ἐρξέμεν
- ἔρξομαι
- ἔρξω 1
- ἔρξω 2
- ἔροιτο
- ἔρομαι
- ἔρος, ου (ὁ)
- ἐροῦ
- ἑρπετόν, οῦ (τό)
- ἑρπύζω
- ἕρπυλλος, ου (ὁ, ἡ)
- ἕρπω
- ἐρράγην
- ἐρράδαται
- ἔρρανα
- ἐρραντισμένος, η,ον
- ἐρράπτω
- ἔρρασμαι
- ἔρρει
- ἔρρεξα
- ἔρρευσα
- ἐρρήθην
- ἔρρηξα
- ἔρριγα
- ἔρριμμαι
- ἐρρύηκα, ἐρρύνη
- ἐρρυσάμην, ἐρρύσθην
- ἔρρυθμος, ος, ον
- ἔρρω
- ἔρρωγα
- ἐρρωμένος, ος, ον
- ἐρρωμένως
- ἐρρωόμην
- ἔρρωσα, ἔρρωσο
- ἐρρωσάμην
- ἕρση, ης (ἡ)
- ἑρσήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἔρσην, ενος
- ἐρύγγιον, ου (τό)
- ἐρύγμηλος, ος, ον
- ἐρύεσθαι
- ἐρυθραίνω
- ἐρυθραῖος, α, ον
- ἐρυθριάω-ῶ
- ἐρυθροδάκτυλος, ος, ον
- ἐρυθρόπους, ους, ουν
- ἐρυθρός, ά, όν
- ἐρυκακέειν
- ἐρυκανάω
- ἐρυκάνω
- ἐρυκέμεν
- Ἐρυκῖνος, η, ον
- ἔρυκον
- ἐρύκω
- ἔρυμα, ατος (τό)
- Ἐρύμανθος, ου (ὁ)
- ἐρυμνός, ή, όν
- ἐρυμνότης, ητος (ἡ)
- Ἔρυξ, υκος (ὁ)
- ἔρυξα
- ἔρυον
- ἐρυσαίατο
- ἐρυσάρματες
- ἐρυσίβη, ης (ἡ)
- ἐρυσίπτολις, ιος (ἡ)
- ἐρυσίσκεπτρον, ου (τό)
- ἔρυσο, ἔρυτο
- ἔρυσσα
- ἐρυστός, ή, όν
- ἐρύω 1
- ἐρύω 2
- ἔρχαται, ἔρχατο
- ἐρχατάω
- ἔρχεαι
- ἑρχθείς
- ἔρχομαι
- ἔρῳ
- ἐρῶ
- ἐρῳδιός, οῦ (ὁ)
- ἐρωέω-ῶ
- ἐρωή, ῆς (ἡ)
- ἐρώμεθα
- ἔρως, ωτος (ὁ)
- ἐρωτάω-ῶ
- ἐρώτημα, ατος (τό)
- ἐρώτησις, εως (ἡ)
- ἐρωτικός, ή, όν
- ἐρωτικῶς
- ἐρώτιον, ου (τό)
- ἐρωτομανία, ας (ἡ)
- ἐρωτύλος, ος, ον
- ἐς
- ἐσαγγελεύς, έως (ὁ)
- ἐσβαίνω
- ἐσαγείρομαι
- ἐσάλλομαι
- ἐσᾶλτο
- ἔσαν
- ἕσαν
- ἔσαντα
- ἐσαπάξ
- ἐσάπην
- ἐσαπικνέομαι
- ἐσαράσσω
- ἕσατο
- ἐσάωθεν
- ἐσβαίνω, ἐσβάλλω, ἔσβασι
- ἐσβατός, ή, όν
- ἔσβεσα, ἔσβην
- ἐσβολή, ῆς (ἡ)
- ἐσδέρκομαι
- ἐσδίδωμι
- ἐσδρομή, ῆς (ἡ)
- ἔσεαι
- ἐσέδρακον
- ἔσει
- ἔσειμι
- ἐσεμάσσατο
- ἐσέπτατο
- ἐσέργνυμι
- ἐσέρχομαι
- ἐσεσάχατο
- ἔσεσθαι
- ἔσεται
- ἐσέχυντο
- ἐσέχω
- ἔσῃ
- ἐσηγέομαι, ἐσήγησις, ἐση
- ἐσήκω
- ἐσηθέω
- ἐσήλατο
- ἔσθ᾽
- ἕσθαι
- ἐσθέω-ῶ
- ἔσθημα, ατος (τό)
- ἐσθημένος
- ἕσθην
- ἐσθής, ῆτος (ἡ)
- ἐσθίω
- ἐσθλός, ή, όν
- ἐσθλότης, ητος (ἡ)
- ἔσθορε, ἐσθορεῖν
- ἔσθος, εος-ους (τό)
- ἔσθ᾽ ὅτε
- ἐσθρῴσκω
- ἔσθω
- ἐσιδεῖν
- ἐσίδεσθ᾽
- ἐσιδέσθην
- ἐσιδέεσκεν
- ἐσιδρύω
- ἐσιέμεναι
- ἐσιέναι
- ἐσίζομαι
- ἐσίημι
- ἐσικνέομαι
- ἐσιτήριος, ος, ον
- ἐσκαλέω
- ἔσκαμμαι
- ἐσκαταβαίνω
- ἔσκε
- ἔσκειμαι
- ἔσκεμμαι, ἐσκεμμένος
- ἐσκεμμένως
- ἐσκηρύττω
- ἐσκομιδή, ἐσκομίζω
- ἔσκον
- ἐσκυλίω
- ἐσκυλμένος
- ἐσλεύσσω
- ἕσμαι
- ἐσμαίομαι
- ἑσμός, ου (ὁ)
- ἐσνέω
- ἔσοδος, ου (ἡ)
- ἐσοικοδομέω-ῶ
- ἔσοιτο
- ἔσομαι
- ἐσόμεσθα
- ἔσοντ᾽
- ἐσοπτός, ός, όν
- ἐσοπτρικός, ή, όν
- ἐσοπτρισμός, οῦ (ὁ)
- ἐσοπτροειδής, ής, ές
- ἔσοπτρον, ου (τό)
- ἐσοράω-ῶ
- ἐσόψομαι
- ἔσπαρμαι
- ἔσπεισα
- ἐσπέμπω
- ἕσπεο
- ἑσπέρα, ας (ἡ)
- ἑσπερινός, ή, όν
- ἑσπέριος, α, ον
- Ἑσπερίς, ίδος (ἡ)
- ἕσπερος, ος, ον
- ἑσπέσμαι
- ἔσπετε
- ἐσπέτομαι, ἐσπηδάω
- ἐσπίπτω
- ἑσποίμην
- ἑσπόμην
- ἔσπραξις, εως (ἡ)
- ἕσπωνται
- ἐσρέω
- ἔσσ᾽
- ἕσσα
- ἕσσαι
- ἕσσαντο
- ἕσσας
- ἔσσεαι
- ἔσσεσθαι,
- ἔσσεται,
- ἔσσευα
- ἐσσί
- ἔσσο
- ἕσσο
- ἔσσομαι
- ἐσσόμεθα
- ἐσσόμενος
- ἕσσον
- ἔσσονται
- ἑσσόομαι-οῦμαι
- ἔσσυμαι
- ἐσσύμενος, η, ον
- ἐσσυμένως
- ἐσσύμην, ἔσσυο, ἔσσυτο
- ἕσσω
- ἐσσώθην, ἔσσωμαι
- ἐστάθην, ἕσταθι
- ἔσται
- ἑσταίην
- ἕστακα
- ἐσταλάδατο
- ἕσταμαι
- ἔστε
- ἐστέ
- ἔστειλα
- ἕστηκα
- ἐστί
- ἑστία, ας (ἡ)
- Ἑστίαια, ας (ἡ)
- Ἑστιαιεύς, έως
- Ἑστιαῶτις, ιδος (ἡ)
- ἑστίαμα, ατος (τό)
- ἑστιάρχης, ου (ὁ)
- Ἑστιάς, άδος
- ἑστίασις, εως (ἡ)
- ἑστιατόριον, ου (τό)
- ἑστιάτωρ, ορος (ὁ)
- ἑστιάω-ῶ
- ἐστίθημι
- ἑστιοῦχος, ος, ον
- ἔστιχον
- ἐστιχόωντο
- ἑστιῶτις, ιδος
- ἕστο
- ἔστον
- ἐστοξεύω
- ἔστραμμαι
- ἐστρέχω
- ἔστρωκα, ἔστρωμαι
- ἑστῶ
- ἔστω, ἔστων
- ἕστωρ, ορος (ὁ)
- ἑστώς
- ἔστωσαν
- ἐσφάγην
- ἐσφέρω
- ἐσφορά, ᾶς (ἡ)
- ἔσχ᾽
- ἐσχάρα, ας (ἡ)
- ἐσχάρη, ης (ἡ)
- ἐσχαρίς, ίδος (ἡ)
- ἐσχαρόφι
- ἐσχατάω
- ἐσχατιά, ᾶς (ἡ)
- ἔσχατος, η, ον
- ἐσχατόων
- ἐσχάτως
- ἐσχεθέτην
- ἐσχέω
- ἔσω
- ἕσω
- ἔσωθεν
- ἐσωτάτω
- ἐσωτερικός, ή, όν
- ἐσώτερος, α, ον
- ἐσωτέρω
- ἐτάγην
- ἐτάθην
- ἑταίρα, ας (ἡ)
- ἑταιρεία, ας (ἡ)
- ἑταιρεῖος, α, ον
- ἑταιρεύομαι
- ἑταιρέω-ῶ
- ἑταιρηΐη, ης (ἡ)
- ἑταίρησις, εως (ἡ)
- ἑταιρία
- ἑταιρίδιον, ου (τό)
- ἑταιρίζω
- ἑταιρικός, ή, όν
- ἑταιρικῶς
- ἑταίριος, ος, ον
- ἐταιρίς, ίδος (ἡ)
- ἑταιρίστρια, ας (ἡ)
- ἑταῖρος, ου (ὁ)
- ἐτάκην
- ἐτάλασσα
- ἔταμον
- ἔταξα
- ἑτάρη
- ἑταρίζομαι
- ἕταρος, ου (ὁ)
- ἔταφε
- ἐτάφην, ἔταφον
- ἐτεθήλειν
- ἐτέθην
- ἐτεθήπεα
- ἐτεθνήκειν
- ἔτειλα
- ἔτειος, α, ον
- ἔτεκον
- ἐτεοδμώς, ῶος (ὁ)
- Ἐτεοκληεῖος, α, ον
- Ἐτεοκλῆς, έους (ὁ)
- Ἐτέοκλος, ου (ὁ)
- Ἐτεόκρητες, ων (οἱ)
- ἐτεός, ά, όν
- ἐτεραλκέως
- ἑτεραλκής, ής, ές
- ἑτερήμερος, ος, ον
- ἑτέρηφι
- ἑτερόγλωσσος, ος, ον
- ἑτεροδιδασκαλέω-ῶ
- ἑτερόδοξος, ος, ον
- ἑτεροειδής, ής, ές
- ἑτεροζυγέω-ῶ
- ἑτερόζυγος, ος, ον
- ἑτερόζυξ, υγος
- ἑτεροῖος, α, ον
- ἑτεροιόω-ῶ
- ἑτερόμορφος, ος, ον
- ἐτερορρεπέω-ῶ
- ἑτερορρεπής, ής, ές
- ἕτερος, α, ον
- ἑτεροσχήμων, ων, ον
- ἑτερότης, ητος (ἡ)
- ἑτερότροπος, ος, ον
- ἑτερόφθαλμος, ος, ον
- ἑτερόφυλος, ος, ον
- ἑτερόφωνος, ος, ον
- ἑτέρωθε
- ἑτέρωθι
- ἑτέρως
- ἑτέρωσε
- ἑτέρωσις, εως (ἡ)
- ἐτέταλτο
- ἐτετάχατο
- ἐτετεύχατο
- ἐτέχθην
- ἔτης, ου (ὁ)
- ἐτησίαι, ίων (οἱ) 1 [ἄ
- ἐτήσιος, ος, ον
- ἐτήτυμος, ος, ον
- ἐτητύμως
- ἔτι
- ἐτίθεον, ἐτίθουν
- ἔτλην, ἔτλαν
- ἐτμάγην
- ἐτμήθην
- ἔτνος, εος-ους (τό)
- ἑτοιμάζω
- ἑτοιμασία, ας (ἡ)
- ἕτοιμος, ος, ον
- ἑτοιμότης, ητος (ἡ)
- ἑτοίμως
- ἔτος, εος-ους (τό)
- ἐτός
- ἔτραγον
- ἐτράπην
- ἐτράφην
- ἔτρωσα
- ἐτύθην
- ἔτυμος, ος, ον
- ἐτυμότης, ητος (ἡ)
- ἐτύμως
- ἐτύχθην
- ἔτυχον
- ἐτώσιος, ος, ον
- εὖ
- ἐΰ
- εὗ
- Εὔα, ας (ἡ)
- εὐαγγελία, ας (ἡ)
- εὐαγγελίζω
- εὐαγγελικός, ή, όν
- εὐαγγέλιον, ου (τό)
- εὐαγγέλιος, ος, ον
- εὐαγγελιστής, οῦ (ὁ)
- εὐάγγελος, ος, ον
- εὐαγής1, ής, ές
- εὐαγής2, ής, ές
- εὐαγής3, ής, ές
- εὐάγκαλος, ος, ον
- εὐαγρία, ας (ἡ)
- εὔαγρος, ος, ον
- εὐαγωγία, ας (ἡ)
- εὐάγωγος, ος, ον
- εὔαδεν
- εὐαδίκητος, ος, ον
- εὐαερία, ας (ἡ)
- εὐάζω
- εὐαής, ής, ές
- εὐαί
- εὐαίρετος, ος, ον
- εὐαίσθητος, ος, ον
- εὐαισθήτως
- εὐαίων, ωνος
- εὐαλαζόνευτος, ος, ον
- εὐαλδής, ής, ές
- εὐάλιος
- εὐάλωτος, ος, ον
- εὐάμερος
- εὐανάγνωστος, ος, ον
- εὐανάκλητος, ος, ον
- εὐανακλήτως
- εὐανακόμιστος, ος, ον
- εὐανάπνευστος, ος, ον
- εὐανδρέω-ῶ
- εὐανδρία, ας (ἡ)
- εὔανδρος, ος, ον
- εὐάνεμος
- εὐανθέω-ῶ
- εὐανθής, ής, ές
- εὐαπαντησία, ας (ἡ)
- εὐαπήγητος
- εὐαπόβατος, ος, ον
- εὐαπολόγητος, ος, ον
- εὐαποσείστως
- εὐαποτείχιστος, ος, ον
- εὐαρδής, ής, ές
- εὐαρεστέω-ῶ
- εὐάρεστος, ος, ον
- εὐαρεστικός, ή, όν
- εὐαρέστως
- εὐαρίθμητος, ος, ον
- εὔαρκτος, ος, ον
- εὐάρματος, ος, ον
- εὐαρμοστία, ας (ἡ)
- εὐάρμοστος, ος, ον
- εὐαρμόστως
- εὔαρχος, ος, ον
- εὐασμός, οῦ (ὁ)
- εὐαφήγητος, ος, ον
- εὐαφής, ής, ές
- εὐαφῶς
- εὐάχητος, ος, ον
- εὐβάστακτος, ος, ον
- εὔβατος, ος, ον
- Εὐβοεικός, ή, όν
- Εὐβοεύς, έως
- Εὔβοια, ας (ἡ)
- Εὐβοιΐς
- Εὐβοϊκός, ή, όν
- Ευβοΐς, ΐδος
- εὔβοτος, ος, ον
- εὔβοτρυς, υς, υ
- εὐβουλεύς, έως (ὁ)
- εὐβουλία, ας (ἡ)
- εὔβουλος, ος, ον
- εὐγάθητος, ος, ον
- εὖγε
- εὐγένεια, ας (ἡ)
- εὐγένειος, ος, ον
- εὐγενέτης, ου
- εὐγενής, ής, ές
- εὐγενῶς
- εὔγεως, ως, ων
- εὐγηρία, ας (ἡ)
- εὔγηρως, ως, ων
- εὐγλάγετος, ος, ον
- εὐγλωσσία, ας (ἡ)
- εὔγλωσσος, ος, ον
- εὖγμα, ατος (τό)
- εὖγμαι, εὔγμην
- εὔγναμπτος, ος, ον
- εὐγνωμονέω-ῶ
- εὐγνωμόνως
- εὐγνωμοσύνη, ης (ἡ)
- εὐγνώμων, ων, ον
- εὔγνωστος, ος, ον
- εὔγομφος, ος, ον
- εὐγονία, ας (ἡ)
- εὔγραμμος, ος, ον
- εὐγώνιος, ος, ον
- εὐδαιμονέω-ῶ
- εὐδαιμόνημα, ατος (τό)
- εὐδαιμονία, ας (ἡ)
- εὐδαιμονίζω
- εὐδαιμονικός, ή, όν
- εὐδαιμονικῶς
- εὐδαιμονισμός, οῦ (ὁ)
- εὐδαιμόνως
- εὐδαίμων, ων, ον
- εὐδάκρυτος, ος, ον
- εὐδάπανος, ος, ον
- εὐδείελος, ος, ον
- εὔδειπνος, ος, ον
- εὑδέμεναι
- εὔδενδρος, ος, ον
- εὕδεσκε
- εὔδηλος, ος, ον
- εὐδήλως
- εὕδῃσθα
- εὐδία, ας (ἡ)
- εὐδιάβατος, ος, ον
- εὐδιάβλητος, ος, ον
- εὐδιάβολος, ος, ον
- εὐδιαῖος, ου (ὁ)
- εὐδιαίτερος, α, ον
- εὐδίαιτος, ος, ον
- εὐδιάλλακτος, ος, ον
- εὐδιαλλάκτως
- εὐδιάλυτος, ος, ον
- εὐδιάναξ, άνακτος (ὁ)
- εὐδιάχυτος, ος, ον
- εὐδιήγητος, ος, ον
- εὐδικία, ας (ἡ)
- εὔδιος, ος, ον
- εὔδμητος, ος, ον
- εὐδοκέω-ῶ
- εὐδοκία, ας (ἡ)
- εὐδοκιμέω-ῶ
- εὐδοκίμησις, εως (ἡ)
- εὐδόκιμος, ος, ον
- εὐδοξέω-ῶ
- εὐδοξία, ας (ἡ)
- εὔδοξος, ος, ον
- εὐδρακής, ής, ές
- εὐδρομέω-ῶ
- εὐδρομίας, ου (ὁ)
- εὔδροσος, ος, ον
- εὐδυσώπητος, ος, ον
- εὕδω
- εὔεδρος, ος, ον
- εὐειδής, ής, ές
- εὐείμων, ων, ον
- εὐέκτης, ου
- εὐεκτικός, ή, όν
- εὔεκτος, ος, ον
- εὐέλεγκτος, ος, ον
- εὔελπις, ις, ι
- εὐελπιστία, ας (ἡ)
- εὐεξάλειπτος, ος, ον
- εὐεξαπάτητος, ος, ον
- εὐέξαπτος, ος, ον
- ἐυεξία, ας (ἡ)
- εὐέξοδος, ος, ον
- εὐεπακολούθητος, ος, ον
- εὐέπεια, ας (ἡ)
- εὐεπής, ής, ές
- εὐεπίβατος, ος, ον
- εὐεπιβούλευτος, ος, ον
- εὐεπίθετος, ος, ον
- εὐεργεσία, ας (ἡ)
- εὐεργετέω-ῶ
- εὐεργέτημα, ατος (τό)
- εὐεργέτης, ου (ὁ)
- εὐεργετητέον
- εὐεργετικός, ή, όν
- εὐεργέτις, ιδος (ἡ)
- εὐεργής, ής, ές
- εὐεργός, ός, όν
- εὐερκῶς
- εὐερμής, ής, ές
- εὐερμία, ας (ἡ)
- εὔερος, ον, ον
- εὐεστώ (ἡ)
- εὐετηρία, ας (ἡ)
- εὐεύρετος, ος, ον
- εὐέφοδος, ος, ον
- εὐζηλία, ας (ἡ)
- εὔζυγος, ος, ον
- εὐζωέω-ῶ
- εὔζωμον, ου (τό)
- εὔζωνος, ος, ον
- εὔζωρος, ος, ον
- εὐηγενής, ής, ές
- εὐηγεσίη, ης (ἡ)
- εὐήθεια, ας (ἡ)
- εὐήθης, ης, ες
- εὐηθία, ας (ἡ)
- εὐηθικός, ή, όν
- εὐήθως
- εὐήκης, ης, ες
- εὐήκοος, οος, οον
- εὐηκόως
- εὐήλατος, ος, ον
- εὐήλιος, ος, ον
- εὐηλίως
- εὐημερέω-ῶ
- εὐημέρημα, ατος (τό)
- εὐημερία, ας (ἡ)
- εὐήμερος, ος, ον
- εὐηνεμία, ας (ἡ)
- εὐήνεμος, ος, ον
- εὐήνιος, ος, ον
- εὐηνίως
- εὐήνωρ, ορος
- εὐήρετμος, ος, ον
- εὐήρης, ης, ες
- εὐήτριος, ος, ον
- εὐηφενής, ής, ές
- εὐηχής, ής, ές
- εὔηχος, ος, ον
- εὐθάλασσος, ος, ον
- εὐθαλέω-ῶ
- εὐθαλής1, ής, ές
- εὐθαλής2, ής, ές
- εὐθαρσέω-ῶ
- εὐθαρσής, ής, ές
- εὐθαρσῶς
- εὐθεῖα
- εὐθενέω-ῶ
- εὐθεράπευτος, ος, ον
- εὐθετέω-ῶ
- εὐθετίζω
- εὔθετος, ος, ον
- εὐθεώρητος, ος, ον
- εὐθέως
- εὔθηλος, ος, ον
- εὐθημοσύνη, ης (ἡ)
- εὐθήμων, ων, ον
- εὐθηνέω
- εὐθηνία, ας (ἡ)
- εὐθήρατος, ος, ον
- εὐθηρία, ας (ἡ)
- εὔθηρος, ος, ον
- εὐθνήσιμος, ος, ον
- εὔθοινος, ος, ον
- εὐθορύβητος, ος, ον
- εὔθραυστος, ος, ον
- εὔθριξ, -τριχος
- εὔθρονος, ος, ον
- εὔθρυπτος, ος, ον
- εὐθύ
- εὐθυβολέω-ῶ
- εὐθυβολία, ας (ἡ)
- εὐθυδίκαιος, ος, ον
- εὐθύδικος, ος, ον
- εὐθυδρομέω-ῶ
- εὐθυδρόμος, ος, ον
- εὐθυεργής, ής, ές
- εὐθυθάνατος, ος, ον
- εὐθυμαχία, ας (ἡ)
- εὐθυμέω-ῶ
- εὐθυμητέον
- εὐθυμία, ας (ἡ)
- εὔθυμος, ος, ον
- εὐθύμως
- εὔθυνα, ης (ἡ)
- εὔθυνος, ου (ὁ)
- εὐθυντήρ, ῆρος
- εὐθυντηρία, ας (ἡ)
- εὐθυντήριος, α, ον
- εὐθύνω
- εὐθυόνειρος, ος, ον
- εὐθυπορέω-ῶ
- εὐθυρρημονέω-ῶ
- εὐθυρρημοσύνη, ης (ἡ)
- εὐθυρρήμων, ων, ον
- εὐθύς1, εῖα, ύ
- εὐθύς2
- εὐθυσκοπέω-ῶ
- εὐθυτενής, ής, ές
- εὐθύτης, ητος (ἡ)
- εὐθύφρων, ων, ον
- εὐθυωρία, ας (ἡ)
- εὐθύωρος, ος, ον
- εὐΐατος, ος, ον
- εὔϊος, ος, ον
- εὔϊππος, ος, ον
- εὐκαθαίρετος, ος, ον
- εὐκάθεκτος, ος, ον
- εὐκαιρέω-ῶ
- εὐκαιρία, ας (ἡ)
- εὔκαιρος, ος, ον
- εὐκαίρως
- εὐκάματος, ος, ον
- εὐκαμπής, ής, ές
- εὐκάρδιος, ος, ον
- εὐκαρδίως
- εὔκαρπος, ος, ον
- εὐκαταγώνιστος, ος, ον
- εὐκαταλλάκτος, ος, ον
- εὐκατάλυτος, ος, ον
- εὐκατάφορος, ος, ον
- εὐκαταφρόνητος, ος, ον
- εὐκαταφρονήτως
- εὐκατέργαστος, ος, ον
- εὐκατηγόρητος, ος, ον
- εὐκέατος, ος, ον
- εὐκέραστος, ος, ον
- εὔκερως, ως, ων
- εὐκηλήτειρα, ας
- εὔκηλος, ος, ον
- εὐκίνητος, ος, ον
- εὐκλεής, ής, ές
- εὔκλεια, ας (ἡ)
- Εὐκλείδης, ου (ὁ)
- εὐκλεΐη, ης (ἡ)
- ἐϋκλειῶς
- εὐκλεῶς
- εὐκλήϊς, ϊδος
- εὐκληρία, ας (ἡ)
- ἐϋκνήμις, ιδος
- εὐκοίλιος, ος, ον
- εὐκοινόμητις
- εὐκοινωνησία, ας (ἡ)
- εὐκοινώνητος, ος, ον
- εὐκολία, ας (ἡ)
- εὔκολος, ος, ον
- εὐκόλως
- εὐκομιδής, ής, ές
- εὔκομος, ος, ον
- εὔκοπος, ος, ον
- εὐκοσμία, ας (ἡ)
- εὔκοσμος, ος, ον
- εὐκόσμως
- εὔκραιρος, ος, ον
- εὔκρατος, ος, ον
- εὐκρινέω-ῶ
- εὐκρινής, ής, ές
- εὐκρινῶς
- εὔκριτος, ος, ον
- εὐκρότητος, ος, ον
- εὐκταῖος, α, ον
- εὐκτέανος1, ος, ον
- εὐκτέανος2, ος, ον
- εὐκτέον
- εὐκτίμενος, η, ον
- εὔκτιτος, ος, ον
- εὐκτός, ή, όν
- εὔκυκλος, ος, ον
- εὐλάβεια, ας (ἡ)
- εὐλαβέομαι-οῦμαι
- εὐλαβής, ής, ές
- εὐλαβητέον
- εὐλαβουμένως
- εὐλαβῶς
- εὐλάζω
- εὐλάκα (ἡ)
- εὐλείμων, ων, ον
- εὔλεκτρος, ος, ον
- εὔλεξις, ις, ι
- εὐλή, ῆς (ἡ)
- εὔληκτος, ος, ον
- εὔληπτος, ος, ον
- εὐλήπτως
- εὔληρα, ων (τά)
- εὐλογέω-ῶ
- εὐλογητός, ή, όν
- εὐλογία, ας (ἡ)
- εὐλογιστέω-ῶ
- εὐλογιστία, ας (ἡ)
- εὐλόγιστος, ος, ον
- εὔλογος, ος, ον
- εὔλογχος, ος, ον
- εὐλόγως
- εὐλοιδόρητος, ος, ον
- εὔλοφος, ος, ον
- εὔλοχος, ος, ον
- εὐλύρας, α
- εὔλυρος, ος, ον
- εὔλυτος, ος, ον
- εὐμάθεια, ας (ἡ)
- εὐμαθής, ής, ές
- εὐμαθία, ας (ἡ)
- εὐμαθῶς
- εὐμάκης
- εὔμαλος
- εὐμάρεια, ας (ἡ)
- εὐμαρής, ής, ές
- εὐμαρίη, ης (ἡ)
- εὔμαρις, εως (ἡ)
- εὐμαρῶς
- εὐμεγέθης, ης, ες
- εὐμέλεια, ας (ἡ)
- εὐμένεια, ας (ἡ)
- εὐμενέτης, ου
- εὐμενέω-ῶ
- εὐμενέως
- εὐμενής, ής, ές
- Εὐμενίδες, ων (αἱ)
- εὐμενίζομαι
- εὐμενῶς
- εὐμετάβλητος, ος, ον
- εὐμετάβολος, ος, ον
- εὐμετάδοτος, ος, ον
- εὐμετάθετος, ος, ον
- εὐμετάστατος, ος, ον
- εὐμεταχείριστος, ος, ον
- εὔμετρος, ος, ον
- εὐμήκης, ης, ες
- εὔμηλος, ος, ον
- εὐμήρυτος, ος, ον
- εὐμηχανία, ας (ἡ)
- εὐμήχανος, ος, ον
- εὐμηχάνως
- εὐμίμητος, ος, ον
- εὐμίσητος, ος, ον
- εὔμιτος, ος, ον
- ἐϋμμελίης, ίω
- εὐμνημονεστέρως
- εὐμνημόνευτος, ος, ον
- εὔμνηστος, ος, ον
- εὐμοιρία, ας (ἡ)
- εὔμοιρος, ος, ον
- Εὐμολπίδαι, ῶν (οἱ)
- εὐμορφία, ας (ἡ)
- εὔμορφος, ος, ον
- εὐμουσία, ας (ἡ)
- εὔμουσος, ος, ον
- εὐμούσως
- ἐΰν
- εὐνάζω
- εὐναῖος, α, ον
- εὐναστήριον, ου (τό)
- εὐνάτειρα, ας (ἡ)
- εὐνάω-ῶ
- εὐνή, ῆς (ἡ)
- εὐνῆθεν
- εὐνήτειρα, ας (ἡ)
- εὐνητήρ, ῆρος
- εὔνητος, ος, ον
- εὐνήτρια, ας (ἡ)
- εὐνήτωρ, ορος (ὁ)
- εὐνῆφι
- Εὐνίκη, ης (ἡ)
- εὖνις 1, ιδος
- εὖνις2, ιδος (ἡ)
- εΰννητος
- εὐνοέω-ῶ
- εὔνοια, ας (ἡ)
- εὐνοϊκός, ός, όν
- εὐνοϊκῶς
- εὐνόμας
- εὐνομέομαι-οῦμαι
- εὐνόμημα, ατος (τό)
- εὐνομία1, ας (ἡ)
- εὐνομία2, ας (ἡ)
- εὔνομος, ος, ον
- εὔνοος, ος, ον
- εὔξεινος, ος, ον
- εὐνούστερος, εὐνούστατος
- εὐνουχίζω
- εὐνοῦχος, ου (ὁ)
- εὐνόως
- εὖντα
- εὐνώμας, ου
- εὔνως
- εὐξάμην
- εὔξεαι
- εὔξενος, ος, ον
- εὔξεστος, η, ον
- εὔξοος, οος, οον
- εὐξύμβλητος, ος, ον
- εὐξυνετώτερον
- εὔογκος, ος, ον
- εὐοδέω-ῶ
- εὐοδία, ας (ἡ)
- εὔοδμος, ος, ον
- εὔω
- εὔοδος, ος, ον
- εὐοδόω-ῶ
- εὐοῖ
- εὔολβος, ος, ον
- εὐόλισθος, ος, ον
- εὐόμιλος, ος, ον
- εὐομολόγητος, ος, ον
- εὐόνειρος, ος, ον
- εὔοπλος, ος, ον
- εὐοργησία, ας (ἡ)
- εὐόργητος, ος, ον
- εὐοργήτως
- εὐόρεκτος, ος, ον
- εὐορκέω-ῶ
- εὔορκος, ος, ον
- εὐόρκωμα, ατος (τό)
- εὐόρκως
- εὔορμος, ος, ον
- εὐόφθαλμος, ος, ον
- εὐπαγής, ής, ές
- εὐπάθεια, ας (ἡ)
- εὐπαθέω-ῶ
- εὐπαθής, ής, ές
- εὐπαθίη, ης (ἡ)
- εὐπαιδία, ας (ἡ)
- εὔπαις, παιδος
- εὐπάλαμος, ος, ον
- εὐπαραίτητος, ος, ον
- εὐπαρακολούθητος, ος, ον
- εὐπαρακόμιστος, ος, ον
- εὐπαραμύθητος, ος, ον
- εὐπαράπειστος, ος, ον
- εὐπαρατύπωτος, ος, ον
- εὐπάρεδρος, ος, ον
- εὐπαρόξυντος, ος, ον
- εὐπαρόρμητος, ος, ον
- εὐπάρυφος, ος, ον
- εὐπατέρεια, ας
- εὐπατρίδης, ου
- εὔπατρις, ιδος
- εὐπάτωρ, ορος
- εὐπείθεια, ας (ἡ)
- εὐπειθής, ής, ές
- εὐπειθῶς
- εὔπειστος, ος, ον
- εὐπέμπελος, ος, ον
- εὔπεπλος, ος, ον
- εὐπεριάγωγος, ος, ον
- εὐπερίγραφος, ος, ον
- εὐπερίθραυστος, ος, ον
- εὐπερίπατος, ος, ον
- εὐπερίσπαστος, ος, ον
- εὐπερίστατος, ος, ον
- εὐπερίτρεπτος, ος, ον
- εὐπερίφωρος, ος, ον
- εὐπερίχυτος, ος, ον
- εὐπέταλος, ος, ον
- εὐπέτεια, ας (ἡ)
- εὐπετέως
- εὐπετής, ής, ές
- εὐπετῶς
- εὐπηγής, ής, ές
- εὔπηκτος, ος, ον
- εὐπήληξ, ηκος
- εὔπηνος, ος, ον
- εὔπηχυς, υς, υ
- εὐπιθής, ής, ές
- εὔπιστος, ος, ον
- εὔπλαστος, ος, ον
- ἐΰπλειος, ος, ον
- εὐπλεκής, ής, ές
- εὔπλεκτος, ος, ον
- εὐπλοέω-ῶ
- εὔπλοια, ας (ἡ)
- ἐϋπλοκαμίς, ῖδος
- εὐπλόκαμος, ος, ον
- εὔπλοος, ος, ον
- εὐπλυνής, ής, ές
- εὔπνοος, ος, ον
- εὐποιητικός, ή, όν
- εὐποιητικῶς
- εὐποίητος, ος, ον
- εὐποιΐα, ας (ἡ)
- εὔποκος, ος, ον
- εὐπόλεμος, ος, ον
- εὔπομπος, ος, ον
- εὐπορέω-ῶ
- εὐπορία, ας (ἡ)
- εὐπόριστος, ος, ον
- εὔπορος, ος, ον
- εὐπόρως
- εὐποτμέω-ῶ
- εὐποτμία, ας (ἡ)
- εὔποτμος, ος, ον
- εὔποτος, ος, ον
- εὔπους, ους, ουν
- εὐπραγέω-ῶ
- εὐπραγία, ας (ἡ)
- εὔπρακτος, ος, ον
- εὐπραξία, ας (ἡ)
- εὔπραξις, εως (ἡ)
- εὐπρέπεια, ας (ἡ)
- εὐπρεπής, ής, ές
- εὔπρεπτος, ος, ον
- εὐπρεπῶς
- εὐπρηξίη, ης (ἡ)
- εὔπρηστος, ος, ον
- εὐπρόσδεκτος, ος, ον
- εὐπρόσεδρος, ος, ον
- εὐπροσηγορία, ας (ἡ)
- εὐπροσήγορος, ος, ον
- εὐπρόσιτος, ος, ον
- εὐπροσίτως
- εὐπρόσοδος, ος, ον
- εὐπροσωπέω-ῶ
- εὐπρόσωπος, ος, ον
- εὐπροφάσιστος, ος, ον
- εὐπρυμνής, ής, ές
- εὔπρυμνος, ος, ον
- εὔπρῳρος, ος, ον
- εὔπτερος, ος, ον
- εὐπτόητος, ος, ον
- εὐπυνδάκωτος, ος, ον
- εὔπυργος, ος, ον
- εὔπωλος, ος, ον
- Εὐρακύλων, ωνος (ὁ)
- εὑράμην
- εὐράξ
- εὐρέα
- εὐρεής
- εὑρέθην
- εὐρεῖα
- εὑρεῖν
- εὕρεμα, ατος (τό)
- εὐρέμεναι
- εὑρεσιλογέω-ῶ
- εὑρεσιλογία, ας (ἡ)
- εὕρεσις, εως (ἡ)
- εὑρετέος, α, ον
- εὑρετής, οῦ (ὁ)
- εὑρετικός, ή, όν
- εὑρετός, ή, όν
- εὕρηκα
- εὕρημα, ατος (τό)
- εὕρῃσι
- εὑρησιλογία, ας (ἡ)
- εὑρήσω
- εὔρητος, ος, ον
- εὔρινος, ος, ον
- Εὐριπίδειος, α, ον
- Εὐριπίδης, ου (ὁ)
- Εὔριπος, ου (ὁ)
- εὔρις, ινος
- εὑρίσκω
- εὐροέω-ῶ
- εὔροια, ας (ἡ)
- Εὐροκλύδων, ωνος (ὁ)
- εὑρόμην, εὗρον
- εὔροος, ος, ον
- εὖρος, εος-ους (τό)
- Εὖρος, ου (ὁ)
- εὔρους
- ἐϋρραφής, ής, ές
- ἐϋρρεής, ής, ές
- ἐϋρρεῖος
- ἐϋρρείτης, ου
- ἐΰρροος, οος, οον
- εὐρυάγυια, ας
- Εὐρυδίκη, ης (ἡ)
- εὐρυθμία, ας (ἡ)
- εὔρυθμος, ος, ον
- εὐρύθμως
- Εὐρύκλεια, ας (ἡ)
- εὐρυκρείων, οντος
- εὐρυμέδων, οντος
- εὐρυμέτωπος, ος, ον
- εὐρύνω
- εὐρύνωτος, ος, ον
- εὐρυοδείη, ης
- εὐρύοπα1
- εὐρύοπα2
- εὐρύπορος, ος, ον
- εὐρυπυλής, ής, ές
- εὐρυρέεθρος, ος, ον
- εὐρυρέων, έουσα, έον
- εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ
- εὐρυσθενής, ής, ές
- ευρύστερνος, ος, ον
- Εὐρύτειος, α, ον
- Εὐρυτίδης, ου (ὁ)
- εὔρυτος, ος, ον
- εὐρυφυής, ής, ές
- εὐρυχαδής, ής, ές
- εὐρύχορος, ος, ον
- εὐρυχωρία, ας (ἡ)
- εὕρω
- εὐρώδης, ης, ες
- εὐρώεις, ώεσσα, ῶεν
- εὑρών
- Εὐρωπαῖος, α, ον
- Εὐρωπεύς, έως
- Εὐρώπη, ης (ἡ)
- Εὐρωπήϊος, η, ον
- εὐρωπός, ή, όν
- Εὐρωπός, οῦ (ἡ)
- εὐρώς, ῶτος (ἡ)
- εὐρωστία, ας (ἡ)
- εὔρωστος, ος, ον
- εὐρώστως
- Εὐρώτας, α (ὁ)
- εὐρωτιάω-ῶ
- ἐΰς
- εὗσα
- εὔσαρκος, ος, ον
- εὐσέβεια, ας (ἡ)
- εὐσεβέω-ῶ
- εὐσεβής, ής, ές
- εὐσεβία, ας (ἡ)
- εὐσεβῶς
- εὔσελμος, ος, ον
- εὔσεπτος, ος, ον
- εὔσημος, ος, ον
- εὐσήμως
- εὔσηπτος, ος, ον
- εὐσθενής, ής, ές
- εὔσκαρθμος, ος, ον
- εὐσκέπαστος, ος, ον
- εὐσκευέω-ῶ
- εὐσκίαστος, ος, ον
- εὔσκιος, ος, ον
- εὔσκοπος, ος, ον
- εὔσοια, ας (ἡ)
- εὔσπλαγχνος, ος, ον
- εὔσπορος, ος, ον
- ἐΰσσελμος, ος, ον
- εὐστάθεια, ας (ἡ)
- εὐσταθέω-ῶ
- εὐσταθής, ής, ές
- εὐσταλής, ής, ές
- εὐσταλία, ας (ἡ)
- εὐσταλῶς
- εὐστέφανος, ος, ον
- εὔστολος, ος, ον
- εὐστόμαχος, ος, ον
- εὐστομάχως
- εὐστομέω-ῶ
- εὐστομία, ας (ἡ)
- εὔστομος, ος, ον
- εὐστόμως
- εὐστοχέω-ῶ
- εὐστοχία, ας (ἡ)
- εὔστοχος, ος, ον
- εὐστόχως
- εὔστρεπτος, ος, ον
- εὐστρεφής, ής, ές
- εὐστροφία, ας (ἡ)
- εὔστροφος, ος, ον
- εὔστυλος, ος, ον
- εὐσυκοφάντητος, ος, ον
- εὐσυλλόγιστος, ος, ον
- εὐσύμβλητος, ος, ον
- εὐσύμβολος, ος, ον
- εὐσυνάλλακτος, ος, ον
- εὐσυνείδητος, ος, ον
- εὐσυνεσία, ας (ἡ)
- εὐσύνετος, ος, ον
- εὐσυνέτως
- εὐσυνθετέω-ῶ
- εὐσύνθετος, ος, ον
- εὐσύνοπτος, ος, ον
- εὐσχημονέω-ῶ
- εὐσχημόνως
- εὐσχημοσύνη, ης (ἡ)
- εὐσχήμων, ων, ον
- εὐσχήμως
- εὐσχολέω-ῶ
- εὔσχολος, ος, ον
- εὐσωματέω-ῶ
- εὐτακής, ής, ές
- εὐτακτέω-ῶ
- εὔτακτος, ος, ον
- εὐτάκτως
- εὐταξία, ας (ἡ)
- εὐτάρακτος, ος, ον
- εὖτε
- εὐτείχεος, ος, ον
- εὐτειχής, ής, ές
- εὐτεκνέω-ῶ
- εὐτεκνία, ας (ἡ)
- εὔτεκνος, ος, ον
- εὐτέλεια, ας (ἡ)
- εὐτελής, ής, ές
- εὐτελίζω
- εὐτελῶς
- Εὐτέρπη, ης (ἡ)
- εὐτεχνία, ας (ἡ)
- εὐτλήμων, ων, ον
- ἐΰτμητος, ος, ον
- εὐτοκέω-ῶ
- εὐτοκία, ας (ἡ)
- εὔτοκος
- εὐτολμία, ας (ἡ)
- εὔτολμος, ος, ον
- εὐτόλμως
- εὐτονέω-ῶ
- εὐτονία, ας (ἡ)
- εὔτονος, ος, ον
- εὐτόνως
- εὐτράπεζος, ος, ον
- εὐτραπελία, ας (ἡ)
- εὐτράπελος, ος, ον
- εὐτραπέλως
- εὐτραφής, ής, ές
- εὐτρεπής, ής, ές
- εὐτρεπίζω
- εὐτρεπιστέον
- εὔτρεπτος, ος, ον
- εὐτρεπῶς
- εὐτρεφής, ής, ές
- εὔτρητος, ος, ον
- εὔτριχος
- εὐτροπία, ας (ἡ)
- εὔτροπος, ος, ον
- εὔτροχος, ος, ον
- εὔτυκος, ος, ον
- εὔτυκτος, ος, ον
- εὔτυπος, ος, ον
- εὐτύπωτος, ος, ον
- εὐτυχέω-ῶ
- εὐτυχέως
- εὐτύχημα, ατος (τό)
- εὐτυχής, ής, ές
- εὐτυχία, ας (ἡ)
- Εὔτυχος, ου (ὁ)
- εὐτυχῶς
- εὔυδρος, ος, ον
- εὐφαμέω, εὐφαμία, εὔφαμο
- εὐφαρέτρας
- εὐφεγγής, ής, ές
- εὐφημέω-ῶ
- εὐφημία, ας (ἡ)
- εὔφημος, ος, ον
- εὐφήμως
- εὔφθογγος, ος, ον
- εὐφιλής, ής, ές
- εὐφίλητος, η, ον
- εὐφιλόπαις, παιδος
- εὔφλεκτος, ος, ον
- εὐφορέω-ῶ
- ἐυφόρητος, ος, ον
- εὔφορος, ος, ον
- εὐφόρως
- εὐφραδέως
- εὐφραίνω
- εὐφρανέεαι
- εὔφραστος, ος, ον
- Εὐφράτης, ου (ὁ)
- εὔφρηνα
- ἐϋφρονέων, έουσα
- εὐφρόνη, ης (ἡ)
- εὐφρόνως
- εὐφροσύνη, ης (ἡ)
- εὔφρων, ων, ον
- εὐφυής, ής, ές
- εὐφυΐα, ας (ἡ)
- εὐφύλακτος, ος, ον
- εὔφυλλος, ος, ον
- εὐφυῶς
- εὐφωνία, ας (ἡ)
- εὔφωνος, ος, ον
- εὐφώνως
- εὐφώρατος, ος, ον
- εὔχαλκος, ος, ον
- εὔχαρις, ις, ι
- εὐχαριστέω-ῶ
- εὐχαριστία, ας (ἡ)
- εὐχάριστος, ος, ον
- εὐχάριτος, ος, ον
- εὔχεαι
- εὔχειρ, -χειρος
- εὐχείρωτος, ος, ον
- εὐχέρεια, ας (ἡ)
- εὐχερής, ής, ές
- εὐχερῶς
- εὐχετάασθι
- εὐχετάομαι-ῶμαι
- εὐχετοῴμην
- εὐχή, ῆς (ἡ)
- εὔχλοος, οος, οον
- εὔχομαι
- εὖχος (τό)
- εὐχρηστέω-ῶ
- εὐχρηστία, ας (ἡ)
- εὔχρηστος, ος, ον
- εὐχρήστως
- εὐχροής, ής, ές
- εὔχροος, ος, ον
- εὔχρυσος, ος, ον
- εὔχρως, ως, ων
- εὔχυμος, ος, ον
- εὐχωλή, ῆς (ἡ)
- εὐχωλιμαῖος, α, ον
- εὐψυχέω-ῶ
- εὐψυχία, ας (ἡ)
- εὔψυχος, ος, ον
- εὕω
- εὐώδης, ης, ες
- εὐωδία, ας (ἡ)
- εὐῳδός, ός, όν
- εὐώλενος, ος, ον
- εὐωνίζω
- εὔωνος, ος, ον
- εὐώνυμος, ος, ον
- εὐῶπις, ιδος
- εὐωπός, ός, όν
- εὐωχέω-ῶ
- εὐωχία, ας (ἡ)
- εὐώψ, ῶπος
- ἔφα
- ἐφαάνθην
- ἐφαβικός, ά, ον
- ἐφαγιστεύω
- ἐφαγνίζω
- ἔφαγον
- ἐφαιρέομαι-οῦμαι
- ἐφάλλομαι
- ἔφαλμος, ος, ον
- ἔφαλος, ος, ον
- ἐφάμην,
- ἐφάμιλλος, ος, ον
- ἐφαμίλλως
- ἔφαν
- ἐφανδάνω
- ἐφάνην
- ἐφάπαξ
- ἐφαπλόω-ῶ
- ἐφάπτω
- ἐφάπτωρ, ορος
- ἐφαρμογή, ῆς (ἡ)
- ἐφαρμόζω
- ἐφαρμόσσειε
- ἐφαρμοστέον
- ἐφαρμόττω
- ἐφαρξάμεσθα
- ἐφάψεαι
- ἔφαψις, εως (ἡ)
- ἐφέδρα, ας (ἡ)
- ἐφεδρεία, ας (ἡ)
- ἐφεδρεύω
- ἔφεδρος, ος, ον
- ἐφέζω
- ἐφέηκα
- ἐφεθείς
- ἐφείθη
- ἐφειμένος
- ἐφείμην
- ἐφεῖναι
- ἐφεισάμην
- ἐφείω
- ἐφελκύω
- ἐφέλκω
- ἐφέμεν
- ἐφεξῆς
- ἐφέπεσκον
- ἐφέπω
- ἐφερπύζω
- ἐφέρπω
- ἔφες
- Ἐφεσία, ας (ἡ)
- ἐφέσιμος, ος, ον
- Ἐφέσιος, α, ον
- ἔφεσις, εως (ἡ)
- Ἔφεσος, ου (ἡ)
- ἐφέσπερος, ος, ον
- ἐφεσπόμην
- ἐφέσσαι, ἔφεσσαι, ἐφεσσά
- ἐφεστάναι
- ἐφέστασαν
- ἐφεσταώς, ότος
- ἐφέστηκα
- ἐφέστιος, ος, ον
- ἐφεστρίδιον, ου (τό)
- ἐφεστρίς, ίδος (ἡ)
- ἐφεστώς, ῶσα, ός
- ἐφετέον
- ἐφέτης, ου (ὁ)
- ἐφετμή, ῆς (ἡ)
- ἐφευάζω
- ἐφευρετής, οῦ (ὁ)
- ἐφευρίσκω
- ἐφεψιάομαι-ῶμαι
- ἐφεωρᾶτο
- ἐφηβάω-ῶ
- ἐφηβικός, ή, όν
- ἔφηβος, ου (ὁ)
- ἐφήδομαι
- ἐφηδύνω
- ἐφῆκα
- ἐφήκω
- ἔφηλις, ιδος (ἡ)
- ἔφηλος, ος, ον
- ἐφηλόω-ῶ
- ἔφημαι
- ἐφημερία, ας (ἡ)
- ἐφημέριος, ος, ον
- ἐφημερίς, ίδος
- ἐφήμερος, ος, ον
- ἐφῆμμαι
- ἐφημοσύνη, ης (ἡ)
- ἔφην
- ἔφηνα
- ἐφῆπται
- ἐφῃρημένος
- ἔφης
- ἐφῇς
- ἔφησθα
- ἐφησθῆναι
- ἐφησίς, ίδος (ἡ)
- ἐφήσομαι, ἐφήσω
- ἐφῆψα
- ἔφθαρκα
- ἔφθασα
- ἑφθήμερος, ος, ον
- ἔφθην
- ἐφθίατο
- ἔφθορα
- ἑφθός, ή, όν
- Ἐφιάλτης, ου (ὁ)
- ἐφῖγμαι
- ἐφίδρωσις, εως (ἡ)
- ἐφίει
- ἐφίεμαι
- ἐφιζάνω
- ἐφίζεσκε
- ἐφίζω
- ἐφίημι
- ἐφικνέομαι-οῦμαι
- ἐφικτός, ή, όν
- ἐφίλατο
- ἐφίληθεν
- ἐφίμερος, ος, ον
- ἐφιππάζομαι
- ἐφίππειος, ος, ον
- ἐφιππεύω
- ἐφίππιος, ος, ον
- ἔφιππος, ος, ον
- ἐφίπταμαι
- ἐφιστάνω
- ἐφίστατο
- ἐφίστημι
- ἔφλαδον
- ἐφόβηθεν
- ἐφοδεύω
- ἐφοδιάζω
- ἐφόδιον, ου (τό)
- ἔφοδος1, ου (ἡ)
- ἔφοδος2, ου (ὁ)
- ἔφοδος3, ος, ον
- ἐφοίτεον
- ἐφόλκαιον, ου (τό)
- ἐφόλκιον, ου (τό)
- ἐφολκός, ός, όν
- ἐφομαρτέω-ῶ
- ἐφοπλίζω
- ἐφορατικός, ή, όν
- ἐφοράω-ῶ
- ἐφορεία, ας (ἡ)
- ἐφορεῖον, ου (τό)
- ἐφορεύω
- ἐφορικός, ή, όν
- ἐφορμαίνω
- ἐφορμάω-ῶ
- ἐφορμέω-ῶ
- ἐφορμή, ῆς (ἡ)
- ἐφόρμησις, εως (ἡ)
- ἐφορμίζω
- ἔφορμος1, ος, ον
- ἔφορμος2, ου (ὁ)
- ἔφορος, ος, ον
- ἐφράγην, ἔφραξα, ἐφράχθη
- ἐφρασσα
- ἐφυβρίζω
- ἐφύβριστος, ος, ον
- ἐφυβρίστως
- ἔφυγον
- ἔφυδρος, ος, ον
- ἐφυλακτέω-ῶ
- ἐφυμνέω-ῶ
- ἔφυν
- ἐφύπερθε
- ἐφυπνόω-ῶ
- Ἐφύρα, ας (ἡ)
- Ἔφυροι, ων (οἱ)
- ἐφυστερίζω
- ἔχαδον
- ἐχάρην
- ἔχεα
- ἐχέγγυος, ος, ον
- ἐχεγλωττία, ας (ἡ)
- ἐχέθυμος, ος, ον
- ἔχει
- ἐχέκολλος, ος, ον
- ἐχέμεν
- ἐχεμυθέω-ῶ
- ἐχεμυθία, ας (ἡ)
- ἐχενηΐς, ΐδος
- ἔχεο
- ἐχεπευκής, ής, ές
- ἔχεσκον
- ἐχέτλη, ης (ἡ)
- ἔχετο
- ἔχευα
- ἐχέφρων, ων, ον
- ἔχῃσθα
- ἔχῃσί(ν)
- ἐχθαιροίατο
- ἐχθαίρω
- ἐχθαρτέος, α, ον
- ἐχθές
- ἔχθηραι
- ἐχθιόνως
- ἐχθίστατος
- ἔχθιστος, η, ον
- ἐχθίων, ων, ον
- ἐχθοδοπέω-ῶ
- ἐχθοδοπός, ός, όν
- ἔχθομαι
- ἔχθος, εος-ους (τό)
- ἔχθρα, ας (ἡ)
- ἐχθραίνω
- ἐχθρία, ας (ἡ)
- ἐχθροδαίμων, ων, ον
- ἐχθρόξενος, ος, ον
- ἐχθρός, α, ον
- ἐχθρῶς
- ἔχθω
- ἔχιδνα, ης (ἡ)
- ἐχινέες, έων (οἱ)
- ἐχινόπους, ποδος (ὁ)
- ἐχῖνος, ου (ὁ)
- ἔχις, εως (ὁ)
- ἔχμα, ατος (τό)
- ἐχόμην
- ἔχον
- ἐχόντων
- ἐχόντως
- ἐχρέοντο
- ἐχρῆν
- ἐχυρός, ά, όν
- ἐχυρῶς
- ἔχω
- ἔχωντι
- ἐψάλα
- ἔψευσα, ἐψεύσθην, ἔψευσμα
- ἑψέω-ῶ
- ἔψηλα
- ἕψησις, εως (ἡ)
- ἑψητός, ή, όν
- ἑψιάασθαι
- ἑψιάομαι-ῶμαι
- ἕψομαι
- ἕψω
- ἔω
- ἕω 1
- ἐῶ
- ἐῷ
- ἑῷ
- ἕω 2
- ἔωγμαι
- ἐῷην
- ἔωθα, ἐώθεα
- ἕωθεν
- ἑωθινός, ή, όν
- ἐώθουν
- ἐῴκειν
- ἑωλοκρασία, ας (ἡ)
- ἕωλος, ος, ον
- ἐώλπειν
- ἔωμεν
- ἐῶμεν
- ἕωμεν
- ἐῷμι
- ἐών
- ἔων
- ἐώνημαι
- ἐῳνοχόει
- ἑῷος, α, ον
- ἐώρα, ας (ἡ)
- ἑώρακα, ἑώραμαι
- ἐώργειν
- ἐωρέω-ῶ
- ἑώρταζον, ἑώρτακα, ἑώρτα
- ἔωρτο
- ἕως 1 (ἡ)
- ἕως 2
- ἔωσα
- ἐῶσι
- ἔωσι
- ἕωσπερ
- ἑωσφόρος, ου (ὁ)
- ἑωυτοῦ
- Η, η (ἦτα) (τό)
- ἡ
- ἥ
- ᾗ
- ἤ
- ἦ1
- ἦ2
- ἦ3
- ᾖ
- ᾗ1
- ᾗ2
- ἦα
- ᾖα1
- ᾖα2
- ἠβαιός, ά, όν
- ἡβάσκω
- ἡβάω-ῶ
- ἥβη, ης (ἡ)
- ἡβηδόν
- ἥβηκα, ἥβησα
- ἡβητήριον, ου (τό)
- ἡβητής, οῦ
- ἡβητικός, ή, όν
- ἠβουλήθην, ἠβουλόμην
- ἥβρυνα, ἡβρυνόμην
- ἡβυλλιάω-ῶ
- ἡβώοιμι
- ἡγάασθε
- ἠγαγόμην, ἤγαγον
- ἠγάθεος, η, ον
- ἠγάλθην
- ἠγάμην
- ἠγανάκτουν, ἠγανάκτησα
- ἠγάπηκα, ἠγάπησα
- ἠγασάμην,
- ἤγγειλα, ἠγγέλθην, ἤγγελκ
- ἠγγύηκα, ἠγγύησα, ἠγγύων
- ἥγε
- ἦγε
- ἡγέαται
- ἤγειρα
- ἡγεμονεύω
- ἡγεμονία, ας (ἡ)
- ἡγεμονικός, ή, όν
- ἡγεμονικῶς
- ἡγεμόνιος, ος, ον 1 = ἡ
- ἡγεμόσυνα, ων (τά)
- ἡγεμών, όνος (ὁ, ἡ)
- ἡγέομαι-οῦμαι
- ἠγερέθομαι
- ἡγερέομαι
- ἤγερθεν
- ἠγέρθην
- ἡγεύμενος, ἡγεύμην
- ἤγηλα
- ἡγηλάζω
- ἥγημαι
- ἡγησίλεως, ως, ων
- ἡγητέον
- ἡγητήρ, ῆρος (ὁ)
- ἡγητής, οῦ (ὁ)
- ἡγήτωρ, ορος (ὁ)
- ἦγμαι
- ἠγνόησα,
- ἦγξα
- ἦγον
- ἠγοράασθε
- ἤγουν
- ἤγρευσα
- ἠγρίανα
- ἠγριώμαι
- ἠγρύπνησα
- ἠγωνισάμην
- ἠδέ
- ἥδε
- ἡδέα
- ᾔδεα
- ᾔδεεν
- ἡδεῖα
- ἠδέσθην
- ᾐδέσθην
- ἡδέως
- ἤδη
- ἡδί
- ἥδιον, ἥδιστα
- ἥδιστος, η, ον
- ἡδίων, ων, ον
- ἡδομένως
- ᾖδον
- ἡδονή, ῆς (ἡ)
- ἦδος (τό)
- ἡδυγνώμων, ων, ον
- ἡδυεπής, ής, ές
- ἡδυλόγος, ος, ον
- ἥδυμος, ος, ον
- ἠδυνάμην, ἠδυνήθην
- ἡδύνω
- ἡδύοινος, ος, ον
- ἡδύοσμος, ος, ον
- ἡδυπάθεια, ας (ἡ)
- ἡδυπαθέω-ῶ
- ἡδύπνοος-ους, οος-ους, οον-
- ἡδύπολις,
- ἡδύποτος, ος, ον
- ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ
- ἥδυσμα, ατος (τό)
- ἡδυσώματος, ος, ον
- ἡδυφωνία, ας (ἡ)
- ἡδύφωνος, ος, ον
- ἥδω
- ἠέ1
- ἠέ2
- ᾖε
- ἠείδει, ἠείδη, ἠείδης
- ἤειρα, ἤειρον
- ἠέλιος, ου (ὁ)
- ἦεν
- ἠέπερ
- ἠερέθομαι
- ἠέρθην
- ἠέριος, η, ον
- ἤερμαι
- ἠεροειδής, ής, ές
- ἠερόεις, όεσσα, όεν
- ἠέρος
- ἠεροφοῖτις, ιδος
- ἠερόφωνος, ος, ον
- ἤην
- ἠήρ, ἠήρος (ὁ, ἡ)
- ἠθάς, άδος
- ἠθεῖος, α, ον
- ἠθικός, ή, όν
- ἠθικῶς
- ἠθμοειδής, ής, ές
- ἠθμός, οῦ (ὁ)
- ἠθολόγος, ου (ὁ)
- ᾖθον
- ἠθοποιέω-ῶ
- ἠθοποιός, ός, όν
- ἦθος, εος-ους (τό)
- ἤϊα1, ων (τά)
- ἤϊα2
- ἠΐθεος, ου
- ἤϊκτο
- ἤϊξα
- ἠϊόεις, όεσσα, όεν
- ἤϊον
- ἤϊος, ου
- ἤϊσαν
- ἤϊσκον
- ἤϊσσον
- ἠΐστωσα
- ἠΐχθην
- ἠϊών, ονος (ἡ)
- ἦκα
- ἧκα
- ἥκαμες
- ἤκαχον
- ἤκεστος, η, ον
- ἠκηκόειν, ἠκηκόη
- ᾐκιζόμην, ᾔκισμαι
- ᾐκίσθην
- ἥκιστα
- ἤκιστος, η, ον
- ἥκιστος, η, ον
- ἠκολούθησα
- ἠκόνημαι, ἠκόνησα
- ἤκουσα, ἠκούσθην, ἤκουσμα
- ἠκρόαμαι, ἠκροασάμην
- ἥκω
- ἠλάθην
- ἠλαίνω
- ἠλάκατα, ων (τά)
- ἠλακάτη, ης (ἡ)
- ἠλάλαξα
- ἡλάμην
- ἤλασα
- ἠλασκάζω
- ἠλάσκω
- ἠλᾶτο
- ἥλατο
- ἤλγησα
- ἤλδανον
- ἠλέ
- ἠλεάμην
- ἤλεγξα, ἠλέγχθην
- ἠλέημαι, ἠλέησα
- ἠλείφθην, ἤλειψα
- Ἠλέκτρα, ας (ἡ)
- ἠλέκτρινος, ος, ον
- ἤλεκτρον, ου (τό)
- ἤλεκτρος, ου (ὁ e ἡ)
- ἠλεκτροφαής, ής, ές
- ἠλέλιξα
- ἠλέματος, η, ον
- ἠλέξησα
- ἠλεός, ά, όν
- ἤλεσα, ἠλέσθην
- ἠλήθην
- ἤληθον
- ἠληλάμην
- ἦλθον
- ἡλιάζομαι
- ἡλιάζω
- Ἡλιαία, ας (ἡ)
- ἡλιακός, ή, όν
- ἡλιάς, άδος
- Ἠλίας, ου (ὁ)
- ἡλιαστής, οῦ (ὁ)
- ἡλιαστικός, ή, όν
- ἠλίβατος, ος, ον
- ἤλιθα
- ἠλίθιος, α, ον
- ἠλιθιότης, ητος (ἡ)
- ἠλιθιόω-ῶ
- ἠλιθίως
- ἡλικία, ας (ἡ)
- ἡλικιώτης, ου
- ἡλίκος, η, ον
- ἧλιξ, ικος
- ἡλιόβλητος, ος, ον
- ἡλιοκαής, ής, ές
- ἡλιόκτυπος, ος, ον
- ἥλιος, ου (ὁ)
- ἡλιοστερής, ής, ές
- ἡλιοτρόπιον, ου (τό)
- ἡλιόω-ῶ
- ἥλισα, ἡλίσθην, ἥλισμαι
- ἠλίτησα
- ἠλιτόμηνος, ος, ον
- ἤλιτον, ἀλιτεῖν
- ἡλίωσα
- ἡλιώτης, ου
- ἡλιῶτις, ιδος,
- ἥλκησα
- ἥλκωσα
- ἠλλάγην, ἤλλαγμαι, ἤλλαξα
- ἡλλόμην
- ἠλόησα, ἠλόημαι
- ἡλόμην
- ἧλος, ου (ὁ)
- ἠλοσύνη, ης (ἡ)
- ἤλουν, εις
- ἤλπιζον, ἤλπισα
- ἠλπόμην
- ἠλύγη, ης (ἡ)
- ἤλυθον
- ἤλυξα
- ἤλυσις, εως (ἡ)
- ἦλφον
- ἠλῶ
- ἥλω
- ἥλωκα, ἡλώκειν
- ἠλώμην
- ἥλων
- ἧμα, ατος (τό)
- ἠμαθόεις, όεις, όεν
- ἧμαι, ἧσαι, ἧσται
- ἦμαρ, ἤματος (τό)
- ἡμάρτηκα, ἡμαρτήθην, ἡμά
- ἡμᾶς
- ἠμάτιος, η, ον
- ᾑματωμένος
- ἤμβλωσα
- ἤμβροτον
- ἠμέας
- ἤμειμμαι
- ἡμεῖς
- ἠμείφθην, ἤμειψα
- ἡμείων
- ἠμέληκα
- ἠμελημένως
- ἠμέλησα
- ἤμελλον
- ἠμέν
- ἦμεν
- ᾖμεν
- ἤμεναι
- ἥμενος
- ἡμέρα1
- ἡμέρα2, ας (ἡ)
- ἡμερεύω
- ἡμέρη, ης (ἡ)
- ἡμερήσιος, α, ον
- ἠμέρθην
- ἡμερία, ας (ἡ)
- ἡμερίδης, ου (ὁ)
- ἡμερινός, ή, όν
- ἡμέριος, ος, ον
- ἡμερίς, ίδος
- ἡμεροδρομέω-ῶ
- ἡμεροδρόμος, ος, ον
- ἡμερολεγδόν
- ἡμερολογέω-ῶ
- ἡμερολόγιον, ου (τό)
- ἥμερος, ος, ον
- ἡμεροσκόπος, ος, ον
- ἡμερότης, ητος (ἡ)
- ἡμερόφαντος, ος, ον
- ἡμεροφύλαξ, ακος (ὁ)
- ἡμερόω-ῶ
- ἤμερσα
- ἡμέρως
- ἡμέρωσις, εως (ἡ)
- ἦμες
- ἤμεσα
- ἥμεσθα
- ἡμέτερος, α, ον
- ἡμέων
- ἠμήθην
- ἤμην
- ἥμην
- ἤμησα
- ἠμί
- ἡμίανδρος, ου (ὁ)
- ἡμιάνθρωπος, ου (ὁ)
- ἡμίβροτος, ος, ον
- ἡμιδαής, ής, ές
- ἡμιδακτύλιον, ου (τό)
- ἡμιδαρεικόν, οῦ (τό)
- ἡμιδεής, ής, ές
- ἡμίεκτον, ου (τό)
- ἡμιέλλην, ηνος
- ἡμιεργής, ής, ές
- ἡμίεργος, ος, ον
- ἡμίεφθος, ος, ον
- ἡμίθεος, ου (ὁ)
- ἡμιθανής, ής, ές
- ἡμιθνής, ῆτος
- ἡμιθωράκιον, ου (τό)
- ἡμίκαυτος, ος, ον
- ἡμίκλαστος, ος, ον
- ἡμικύκλιον, ου (τό)
- ἡμίλευκος, ος, ον
- ἡμίλιτρον, ου (τό)
- ἡμιμανής, ής, ές
- ἡμιμάραντος, ος, ον
- ἡμιμναῖον, ου (τό)
- ἡμίμνεον, ου (τό)
- ἡμιμόχθηρος, ος, ον
- ἡμῖν
- ἡμιόλιος, α, ον
- ἡμιόνειος, α, ον
- ἡμιονικός, ή, όν
- ἡμίονος, ου (ἡ, ὁ)
- ἡμίονος, ος, ον
- ἡμίοπτος, ος, ον
- ἡμιπέλεκον, ου (τό)
- ἡμίπεπτος, ος, ον
- ἡμίπλεθρον, ου (τό)
- ἡμιπλίνθιον, ου (τό)
- ἡμίπυρος, ος, ον
- ἡμίσεα, ἡμισέα, ἡμίσεια,
- ἡμίσεως
- ἡμίση
- ἡμίσοφος, ος, ον
- ἡμισταδιαῖος, α, ον
- ἡμιστρατιώτης, ου (ὁ)
- ἡμιστρόγγυλος, ος, ον
- ἥμισυς, εια, υ
- ἡμιτάλαντον, ου (τό)
- ἡμιτάριχος, ος, ον
- ἡμιτέλεια, ας (ἡ)
- ἡμιτέλεστος, ος, ον
- ἡμιτελής, ής, ές
- ἡμίτομος, ος, ον
- ἡμιτόνιον, ου (τό)
- ἡμιτύβιον, ου (τό)
- ἡμίφαυλος, ος, ον
- ἡμίφλεκτος, ος, ον
- ἡμιωβέλιον, ου (τό)
- ἡμιωβολιαῖος, α, ον
- ἡμιωβόλιον, ου (τό)
- ἡμιώριον, ου (τό)
- ἡμίωρον, ου (τό)
- ἧμμαι
- ἡμός, ή, όν
- ἦμος
- ἤμουν
- ἠμπειχόμην, ἠμπεσχόμην
- ἤμπισχον, ἠμπισχόμην
- ἤμπλακον, ἠμπλάκηται
- ἠμπόληκα
- ἠμπόλημαι, ἠμπόλων
- ἤμυξα
- ἠμύω
- ἠμφεγνόησα, ἠμφεγνόουν
- ἠμφίεσα, ἠμφίεσμαι
- ἤμων
- ἡμῶν
- ἥμων, ονος (ὁ)
- ἤν1
- ἤν2
- ἦν1
- ἦν2
- ἥν1
- ἥν2
- ἠνάγκακα, ἠνάγκασα, ἠναγ
- ἠναινόμην
- ἤναιρον, ἤναρον
- ἥνδανον
- ἤνεγκα, ἤνεγκον
- ᾐνέθην
- ἤνεικα, ἠνεικάμην
- ἠνειχόμην
- ἠνεμόεις, όεσσα, όεν
- ἠνεσχόμην
- ἠνέχθην
- ἠνηνάμην
- ἠνθρακωμένος
- ἡνία1, ων (τά)
- ἡνία2, ας (ἡ)
- ἠνιάθην, ἠνίακα, ἠνίασα
- ἢν ἰδού
- ἠνιήθην, ἠνίημαι
- ἡνίκα
- ἡνίον, ου (τό)
- ἡνιοποιεῖον, ου (τό)
- ἡνιοστροφέω-ῶ
- ἡνιοστρόφος, ος, ον
- ἡνιοχεία, ας (ἡ)
- ἡνιοχεύς, έως,
- ἡνιοχεύω
- ἡνιοχέω-ῶ
- ἡνίοχος, ου (ὁ)
- ᾐνιξάμην
- ἠνίπαπον
- ἦνις, ιος
- ᾐνίχθην
- ἠνίων
- ἠνοίγην, ἤνοιξα
- ἦνον
- ἠνορέη, ης (ἡ)
- ἤνουν
- ἦνοψ, οπος
- ἤνπερ
- ἠνσχόμην
- ἧνται
- ἤντεον
- ἤντληκα, ἤντλησα, ἤντλουν
- ἠντόμην
- ἥνυκα, ἥνυσα, ἡνύσθην, ἥν
- ἤνυτο
- ἤνυτον
- ἠνώγεα
- ἤνωξα
- ἠνώχληκα, ἠνώχλησα, ἠνώχ
- ἦξα
- ᾖξα
- ἧξα
- ἠξίουν
- ἠοῖ
- ἠοίη, ης (ἡ)
- ἠοῖος, α, ον
- ἧπαρ, ἥπατος (τό)
- ἠπάτηκα, ἠπάτησα, ἠπάτων
- ἡπατικός, ή, όν
- ἤπαφον
- ἠπάω-ῶ
- ἠπεδανός, ή, όν
- ἤπειγον
- ἠπείθουν
- ἠπείληκα, ἠπείλησα, ἠπεί
- ἠπειρογενής, ής, ές
- ἤπειρόνδε
- ἤπειρος, ου (ἡ)
- ἠπειρόω-ῶ
- ἠπειρώτης, ου
- ἠπειρωτικός, ή, όν
- ἠπειρῶτις, ιδος
- ἠπείχθην
- ἤπερ
- ἥπερ
- ᾗπερ
- ἠπεροπεύς, έως (ὁ)
- ἠπεροπευτής, οῦ (ὁ)
- ἠπεροπεύω
- ἠπητής, οῦ (ὁ)
- ἠπιόδωρος, ου
- ἤπιος, α, ον
- ἠπιστάμην
- ἠπίστηκα, ἠπίστησα
- ἠπίστω
- ἠπίως
- ἡπλώθην, ἥπλωμαι, ἥπλωσα
- ἠπόρηκα, ἠπόρησα
- ἤπου
- ἦπου
- ἧπτον
- ἠπύτα
- ἠπύω
- ἦρ
- ἤρα1
- ἤρα2
- ἦρα1
- ἦρα2
- ἦρα3
- ἦρα4
- Ἥρα, ας (ἡ)
- Ἡραῖα
- Ἡραία, ας (ἡ)
- Ἡραιεύς, έως (ὁ)
- Ἡραῖος, α, ον
- Ἡρακλέης, έους (ὁ)
- Ἡρακλεία
- Ἡράκλεια1, ας (ἡ)
- Ἡράκλεια2, ων (τά)
- Ἡράκλειος, α, ον
- Ἡράκλεις
- Ἡρακλείως
- Ἡρακλειώτης, ου
- Ἡρακλεῶτις, ιδος
- Ἡρακλήειος, α, ον
- Ἡρακλῆς, έους (ὁ)
- ἠράμην
- ἠράνισα, ἠράνισμαι
- ἤραξα
- ἤραρον
- ἠρασάμην
- ἠράσθην
- ἤρατο
- ἤραχα
- ἦργμαι
- ᾑρέθην
- ἠρέθιζον, ἠρέθισα, ἠρέθι
- ἤρειδον
- ἤρεικον, ἤρειξα, ἠρείχθην
- ἤρειπον, ἤρειμμαι, ἠρείμμ
- ἤρεισα, ἠρείσθην, ἤρεισμα
- ἠρείφθην
- ἠρέμα
- ἠρεμαῖος, α, ον
- ἠρεμεστέρως
- ἠρεμέω-ῶ
- ἠρεμέστερος, α, ον
- ἠρεμία, ας (ἡ)
- ἠρεμίζω
- ἤρεμος, ος, ον
- ἤρεσα
- ἠρέσθην
- ἤρεσσον,
- ἠρευξάμην
- ἤρευσα
- ἤρεφον, ἤρεψα
- ἠρήρειν
- ἠρηρείμην
- ἠρησάμην
- ἤρθην
- ἦρι
- ἠριγένεια, ας
- ἤριζον, ἤρικα
- ἤρικε
- ἠρίον, ου (τό)
- ἤριπον
- ἤρισα
- ἦρκα
- ἤρκεσα, ἠρκέσθην
- ἦρμαι, ἠρμένος
- ἠρνήθην, ἤρνημαι
- ἦρξα
- Ἡρόδοτος, ου (ὁ)
- ἠρόθην
- ἠρόμην
- ᾖρον
- ἤροσα
- ἥρπακα
- ἥρπαξα,
- ἤρρησα
- ἦρσα
- ἠρύγγιον, ου (τό)
- ἠρυγγίτης, ου (ὁ)
- ἤρυγγος, ου (ὁ)
- ἤρυγον
- ἤρυκα
- ἠρύκακον
- ἤρυξα
- ἤρυον
- ἤρυσα
- ἠρχόμην
- ἤρω
- ἥρω, ἥρῳ
- ἠρώησα
- Ἡρῴδης, ου (ὁ)
- Ἡρωδιάς, άδος (ἡ)
- ἡρωϊκός, ή, όν
- ἡρωΐνη, ης (ἡ)
- ἡρωΐς, ίδος
- ἠρώμην
- ἤρων
- ἡρῷον, ου (τό)
- ἡρῷος, ος, ον
- ἥρως, ωος (ὁ)
- ἠρώτηκα, ἠρώτησα, ἠρώτων
- ἦς
- ἧς
- ᾖς
- ᾗς
- ἧσα
- ᾖσα
- ἧσαι
- ἦσαν
- ἧσαν
- ᾖσαν 1 3ª
- ἥσατο
- ἦσθα
- ᾐσθανόμην
- ἧσθε
- ᾔσθημαι
- ἥσθην
- ἡσθήσομαι
- ἤσθιον
- ᾐσθόμην
- ἦσθον
- ᾖσι
- ᾗσι1
- ᾗσι2
- Ἡσίοδος, ου (ὁ)
- ἤσκειν
- ἠσκήθην, ἤσκημαι
- ᾖσμαι
- ᾖσμεν
- ἧσσα, ης (ἡ)
- ἡσσάω-ῶ
- ἡσσητέος, α, ον
- ἧσσον
- ἦσσον
- ἥττω
- ἥσσων, ων, ον
- ἧσται
- ἦστε
- ἤστην
- ἥσυχα
- ἡσυχάζω
- ἡσυχαῖος, α, ον
- ἡσυχαίτατα
- ἡσυχαίτερος
- ἡσυχῆ
- ἡσυχία, ας (ἡ)
- ἡσύχιος, ος, ον
- ἡσυχιότης, ητος (ἡ)
- ἥσυχος, ος, ον
- ἡσύχως
- ἥσω
- ἦτα (τό)
- ἠτἄν
- ἤτε
- ἦτε1
- ἦτε2
- ᾖτε
- ἥτε
- ἡτέρα
- ᾐτήθην, ᾔτηκα, ἤτημαι, ᾔτ
- ᾐτιάασθε
- ᾐτιάθην
- ᾐτίαμαι, ᾐτιασάμην
- ἥτις
- ἤτοι
- ἦτορ (τό)
- ἠτριαῖος, α, ον
- ἤτριον, ου (τό)
- ἦτρον, ου (τό)
- ἠτρίον, ου (τό)
- ἥττημα, ατος (τό)
- ἥττων, ων, ον
- ἠΰ
- ἠϋγένειος
- ηὔγμην
- ηὔδατο, ηὐδήθην
- ηὔδησα, ηὔδων
- ἠΰζωνος
- ηὕηνα
- ἠΰκομος
- ηὐλάβεια
- ηὔλησα
- ηὐλίσθην
- ηὐξάμην
- ηὔξανον, ηὐξήθην, ηὔξημαι
- ηὐξόμην, ηὖξον
- ηὑράμην
- ἠΰς, ἠΰ
- ἤϋσα
- ηὑσέβεια
- ἠΰτε
- ηὐτομόλησα
- ηὐχένιζον
- Ἡφαιστεῖον, ου (τό)
- Ἡφαίστειος, ος, ον
- Ἡφαιστιεύς, έως
- Ἡφαιστόπονος, ος, ον
- Ἥφαιστος, ου (ὁ)
- Ἡφαιστότευκτος, ος, ον
- ἤφασα
- ἠφείθην
- ἥφθην
- ᾗφι
- ἠφίει
- ἠφιέμην, ἠφίετο
- ἠφίην
- ἦχα
- ἠχεῖον, ου (τό)
- ἠχέτα
- ἠχέτης, ου
- ἠχέω-ῶ
- ἠχή, ῆς (ἡ)
- ἠχήεις, ήεσσα, ῆεν
- ἤχημα, ατος (τό)
- ἤχθαρα
- ἠχθέσθην
- ἤχθην
- ἤχθηρα
- ἠχθόμην
- ἧχι
- ἤχλυσα
- ἦχος, ου (ὁ)
- ἠχώ, οῦς (ἡ)
- ἧψα
- ἡψήθην, ἥψημαι, ἥψησα
- ἠῶ
- ἠῶθεν
- ἠῶθι
- ᾐών
- ἠῷος, α, ον
- ᾐωρήθην, ᾐώρημαι, ᾐώρησα
- ᾐώρουν
- ἠώς, ἠοῦς (ἡ)
- Γ, γ (γάμα) (τό)
- γ᾽
- Γαβηνοί, ῶν (οἱ)
- Γάβιοι, ων (οἱ)
- γάγγαμον, ου (τό)
- γάγγραινα, ης (ἡ)
- Γάδειρα, ων (τά)
- Γαδειραῖος, α, ον
- Γαδειρικός, ή, όν
- γάζα, ης (ἡ)
- γαζοφυλακεῖον, ου (τό)
- γαζοφύλαξ, ακος (ὁ)
- γαῖα, ας (ἡ)
- γαίη, ης (ἡ)
- γαιήϊος, ος, ον
- γαιήοχος, ος, ον
- γαίω
- γάλα, γάλακτος (τό)
- γαλαθηνός, ή, όν
- γαλακτοειδής, ής, ές
- γαλακτόομαι-οῦμαι
- γαλακτοπότης, ου (ὁ)
- γαλακτουχέω-ῶ
- γαλάνα, γαλάνεια
- γαλαξίας, ου
- Γαλάτης, ου
- Γαλατία, ας (ἡ)
- Γαλατικός, ή, όν
- γαλεαγκών, ῶνος
- γαλέη, ης (ἡ)
- γαλεώτης, ου (ἡ)
- γαλῆ
- γαλήνη, ης (ἡ)
- γαληνός, ός, όν
- Γαλιλαία, ης (ἡ)
- Γαλιλαῖος, α, ον
- Γαλλία, ας (ἡ)
- γαλόως, ω (ἡ)
- γαμβρός, οῦ (ὁ)
- γαμέσσεται
- γαμετή, ῆς (ἡ)
- γαμέτης, ου (ὁ)
- γαμέω-ῶ
- γαμήλευμα, ατος (τό)
- γαμήλιος, ος, ον
- γαμητέον
- γαμίζω
- γαμικός, ή, όν
- γαμίσκω
- γάμμα (τό)
- γαμοδαίσια, ων (τά)
- γαμόρος
- γάμος, ου (ὁ)
- γαμφηλαί, ῶν (αἱ)
- γαμψῶνυξ, υχος
- γανάεις, άεσσα, άεν
- γανάω-ῶ
- γάνος, εος-ους (τό)
- γανόω-ῶ
- γανόωντες, γανόωσαι
- γάνυμαι
- Γανυμήδης, εος-ους (ὁ)
- γανύσσομαι
- γάνωμα, ατος (τό)
- γάνωσις, εως (ἡ)
- γάποτος, ος, ον
- γάρ
- γαργαλίζω
- γαργαλισμός, οῦ (ὁ)
- γάργαλος, ου (ὁ)
- Γαργήττιος, ου (ὁ)
- Γαργηττός, οῦ (ὁ)
- γαστήρ, γαστρός (ἡ)
- γάστρα, ας (ἡ)
- γαστρίζω
- γαστριμαργία, ας (ἡ)
- γάστρις, ιδος
- γαστροειδής, ής, ές
- γαστροκνημία, ας (ἡ)
- γαστρώδης, ης, ες
- γαυλικός, ή, όν
- γαῦλος, ου (ὁ)
- γαυλός, οῦ (ὁ)
- γαυρίαμα, ατος (τό)
- γαυριάω-ῶ
- γαῦρος, ος, ον
- γαυρότης, ητος (ἡ)
- γαυρόω-ῶ
- γδουπέω
- γε
- γέγαα, γεγάατε, γεγάασι
- γεγαῶτα, ῶτας
- γεγένημαι
- γεγέννημαι
- γέγηθα
- γέγονα
- γέγωνα
- γέγωνε
- γεγωνέμεν
- γεγώνευν, ἐγεγώνευν
- γεγωνέω-ῶ
- γεγώνησις, εως (ἡ)
- γεγωνίσκω
- γεγωνός1
- γεγωνός2, ός, όν
- γεγωνώς, υῖα, ός
- γεγώς, ώσα
- Γεδρωσία, ας (ἡ)
- Γεδρώσιοι, ων (οἱ)
- γεηρός, ά, όν
- γείνατο
- γείνομαι
- γεῖσον, ου (τό)
- γειτνίασις, εως (ἡ)
- γειτνιάω-ῶ
- γειτονεύω
- γειτονέω-ῶ
- γειτόνημα, ατος (τό)
- γειτόνησις, εως (ἡ)
- γειτονία, ας (ἡ)
- γείτων, ων, ον
- γέλασα
- γελασείω
- γελάσιμος, ος, ον
- γέλασμα, ατος (τό)
- γέλασσα
- γελαστής, οῦ (ὁ)
- γελαστικός, ός, όν
- γελαστός, ή, όν
- γελάω-ῶ
- γέλγεα-η, ων (τά)
- γελοιάζω
- γελοίϊος
- γελοῖος, α, ον
- γελοίως
- γελόω, γελοώντες
- γέλω, γέλῳ
- γελῶν
- γέλων
- γελώοντες
- Γελῷος, ου (ὁ)
- γέλως, ωτος (ὁ)
- γελωτοποιέω-ῶ
- γελωτοποιΐα, ας (ἡ)
- γελωτοποιός, ός, όν
- γελώων
- γεμίζω
- γέμος (τό)
- γέμω
- γενεά, ᾶς (ἡ)
- γενεαλογέω-ῶ
- γενεαλογία, ας (ἡ)
- γενεή, ῆς (ἡ)
- γενεηλογέω
- γενεῆφι
- γενέθλη, ης (ἡ)
- γενέθλια, ων (τά)
- γενέθλιος, ος, ον
- γένεθλον, ου (τό)
- γενειάς, άδος (ἡ)
- γενειάσκω
- γενειήτης, έω
- γενειάω-ῶ
- γένειον, ου (τό)
- γενέσθαι
- γενέσιος, ος, ον
- γένεσις, εως (ἡ)
- γενέσκετο
- γενέτας
- γενετή, ῆς (ἡ)
- γενέτης, ου
- γενέτωρ, ορος (ὁ)
- γένευ
- γενηΐς, γενηΐδος (ἡ)
- γένημα, ατος (τό)
- γενήσῃ
- γενήσομαι
- γενικός, ή, όν
- γέννα, ης (ἡ)
- γεννάδας, ου
- γενναῖος, α, ον
- γενναιότης, ητος (ἡ)
- γενναίως
- γεννάσω
- γεννάω-ῶ
- γέννημα, ατος (τό)
- γέννησις, εως (ἡ)
- γεννήτης, ου (ὁ)
- γεννητός, ή, όν
- γεννήτωρ, ορος (ὁ)
- γεννικός, ή, όν
- γενικῶς
- γενοίατο
- γένος, εος-ους (τό)
- γέντο1
- γέντο2
- γένυς, υος (ἡ)
- γέρα, γεράεσσι
- γεραιός, ά, όν
- γεραιόφρων, ονος
- γεραίρω
- γεραίτερος, γεραίτατος
- γεράνδρυον, ου (τό)
- γέρανος, ου (ἡ, ὁ)
- γεραός, ά, όν
- γεραρός, ά, όν
- γέρας, αος-ως (τό)
- γέρεα
- Γερήνιος, ου (ὁ)
- γέρον
- γερονταγωγέω
- γεροντία, ας (ἡ)
- γεροντικός, ή, όν
- γεροντικῶς
- γερόντιον, ου (τό)
- γεροντομανία, ας (ἡ)
- γερουσία, ας (ἡ)
- γερούσιος, α, ον
- γέρρον, ου (τό)
- γερροφόρος, ος, ον
- γέρων, οντος (ὁ)
- γέρως
- γεῦμα, ατος (τό)
- γεύμεθα
- γευσαίατο
- γεύσεται
- γευσόμεθα
- γεῦσις, εως (ἡ)
- γευστός, ή, όν
- γεύω
- γέφυρα, ας (ἡ)
- γεφυρίζω
- γεφύριον, ου (τό)
- γεφυριστής, οῦ (τό)
- γεφυροποιός, οῦ (ὁ)
- γεφυρόω-ῶ
- γεφυρωτής, οῦ (ὁ)
- γεωγραφία, ας (ἡ)
- γεωγράφος, ου (ὁ)
- γεώδης, ης, ες
- γεώλοφος, ος, ον
- γεωμετρέω-ῶ
- γεωμέτρης, ου (ὁ)
- γεωμετρία, ας (ἡ)
- γεωμετρικός, ή, όν
- γεωμιγής, ής, ές
- γεωμόρος, ου (ὁ, ἡ)
- γεωπέδιον, ου (τό)
- γεωπείνης, ου
- γεωπόνος, ου (ὁ)
- γεωργέω-ῶ
- γεωργία, ας (ἡ)
- γεωργικός, ή, όν
- γεώργιον, ου (τό)
- γεωργός, ός, όν
- γεωργώδης, ης, ες
- γεωρυχέω-ῶ
- γεωρυχία, ας (ἡ)
- γῆ, γῆς (ἡ)
- γηγενέτης, ου (ὁ)
- γηγενής, ής, ές
- Γήδειρα
- γῄδιον, ου (τό)
- γῆθεν
- γηθέω-ῶ
- γῆθος, εος-ους (τό)
- γηθοσύνη, ης (ἡ)
- γηθόσυνος, ος, ον
- γήϊνος, η, ον
- γηΐτης, ου (ὁ)
- γήλοφος, ος, ον
- γήμασθαι
- γηοχέω-ῶ
- γηπάτταλος, ου (ὁ)
- γήπεδον, ου (τό)
- γήποτος, ος, ον
- γηραιός, ά, όν
- γηραλέος, α, ον
- γηράναι
- γῆρας, αος-ως (τό)
- γερασκέμεν
- γηράσκω
- γηράω-ῶ
- γηροβοσκέω-ῶ
- γηροβοσκία, ας (ἡ)
- γηροβοσκός, ός, όν
- γηροκομέω
- γηροτροφέω-ῶ
- γηροτροφία
- γηροτρόφος, ος, ον
- γηροφορέω-ῶ
- γήρυμα, ατος (τό)
- γῆρυς, υος (ἡ)
- γηρύω
- Γηρυών, όνος (ὁ)
- γήρως
- γῄτης, ου (ὁ)
- γιγάντειος, α, ον
- γιγαντικός, ή, όν
- γιγαντολέτης, ου (ὁ)
- γιγαντολέτις, ιδος (ἡ)
- γιγαντολέτωρ, ορος (ὁ)
- γιγαντομαχία, ας (ἡ)
- γίγαρτον, ου (τό)
- Γίγας, αντος (ὁ)
- γίγνομαι
- γιγνώσκω
- γίνομαι
- γινώσκω
- γλάγος, εος (τό)
- γλακτοφάγος, ος, ον
- γλάμων, ωνος
- γλαυκιάω-ῶ
- γλαύκινος, η, ον
- γλαυκιόων
- γλαυκόμματος, ος, ον
- γλαυκός1
- γλαυκός2, ή, όν
- γλαυκότης, ητος (ἡ)
- γλαυκῶπις, ιδος
- γλαυκωπός, ός, όν
- γλαύξ, γλαυκός (ἡ)
- γλαφυρία, ας (ἡ)
- γλαφυρός, ά, όν
- γλαφυρότης, ητος (ἡ)
- γλαφυρῶς
- γλεῦκος, εος-ους (τό)
- γλήνη, ης (ἡ)
- γλῆνος, εος-ους (τό)
- γλίσχρος, α, ον
- γλισχρότης, ητος (ἡ)
- γλίσχρως
- γλίχομαι
- γλοιός, οῦ (ὁ)
- γλουτός, οῦ (ὁ)
- γλυκαίνω
- γλυκεῖα
- γλυκερός, ά, ον
- γλύκιστος, γλυκίων
- γλυκυθυμία, ας (ἡ)
- γλυκύθυμος, ος, ον
- γλυκύκαρπος, ος, ον
- γλυκύμηλον, ου (τό)
- γλυκύπικρος, ος, ον
- γλυκύς, εῖα, ύ
- γλυκυσίδη, ης (ἡ)
- γλυκύτης, ητος (ἡ)
- γλύφανος, ου (ὁ)
- γλυφεῖον, ου (τό)
- γλυφή, ῆς (ἡ)
- γλυφίς, ίδος (ἡ)
- γλύφω
- γλῶσσα, ης (ἡ)
- γλωσσαλγία, ας (ἡ)
- γλωσσαργία, ας (ἡ)
- γλωσσίς, ίδος (ἡ)
- γλωσσόκομον, ου (τό)
- γλωσσοτομέω-ῶ
- γλῶττα, γλωτταρχία, γλωττ
- γλωχίς, ῖνος (ἡ)
- γναθμός, οῦ (ὁ)
- γνάθος, ου (ἡ)
- Γνάθων, ωνος (ὁ)
- γναθώνειος, α, ον
- Γναθωνίδης, ου (ὁ)
- γναμπτός, ή, όν
- γνάμπτω
- γναφεύς, έως (ὁ)
- γνήσιος, α, ον
- γνησιότης, ητος (ἡ)
- γνησίως
- γνοῖεν, γνοίην
- γνούς, γνόντος
- γνόφος, γνοφώδης
- γνύξ
- γνῶ, γνῷς
- γνώῃς, γνώῃ
- γνῶθι
- γνώμα
- γνῶμα, ατος (τό)
- γνωμέναι
- γνώμη, ης (ἡ)
- γνωμίδιον, ου (τό)
- γνωμολογέω-ῶ
- γνωμολογία, ας (ἡ)
- γνωμονικός, ή, όν
- γνωμοτύπος, ος, ον
- γνώμων, ονος
- γνῶν
- γνῶναι
- γνώομεν
- γνωρίζω
- γνώριμος, ος, ον
- γνωρίμως
- γνώρισμα, ατος (τό)
- γνωριστέον
- γνωριστικός, ή, όν
- γνωριῶ
- γνώσεαι
- γνωσιμαχέω-ῶ
- γνῶσις, εως (ἡ)
- γνωσοίατο
- γνώσομαι
- γνωστήρ, ῆρος (ὁ)
- γνωστικός, ή, όν
- γνωστός, ή, όν
- γνῶτε
- γνωτή, ῆς (ἡ)
- γνώτην
- γνωτόσ1, ή, όν
- γνωτός2, οῦ (ὁ)
- γνώω
- γοάασκεν
- γοάοιεν
- γοᾶσθ᾽
- γοᾶται
- γοᾶτο
- γοάω-γοῶ
- γογγροκτόνος, ος, ον
- γόγγρος, ου (ὁ)
- γογγύζω
- γογγύλος, η, ον
- γογγυσμός, οῦ (ὁ)
- γογγυστής, οῦ
- γοεδνός, ή, όν
- γοερός, ά, όν
- γοήμεναι
- γόης, ητος (ὁ)
- γοήσομαι
- γοητεία, ας (ἡ)
- γοήτευμα, ατος (τό)
- γοητεύω
- γοητής, οῦ (ὁ)
- γόμος, ου (ὁ)
- γομόω-ῶ
- γομφίος, ου (ὁ)
- γομφόδετος, ος, ον
- γόμφος, ου (ὁ)
- γομφόω-ῶ
- γόμφωμα, ατος (τό)
- γόνατα
- γονάτιον, ου (τό)
- γόνατος
- γονεύς, έως (ὁ)
- γονεύω
- γονή, ῆς (ἡ)
- γόνιμος, ος, ον
- γονοκτονέω -ῶ
- γόνος, ου (ὁ)
- γόνυ, γόνατος (τό)
- γονυκαμψεπίκυρτος, ος, ον
- γονυκλαυσάγρυπνα, ης
- γονυπετέω-ῶ
- γονυπετής, ής, ές
- γόον
- γόος, ου (ὁ)
- γοόῳεν
- γοόων, γοόωσα
- Γόργειος, α, ον
- Γοργόνειος, ος, ον
- γοργός, ή, όν
- γόργυρα, ας (ἡ)
- Γοργώ, οῦς (ἡ)
- γοργῶπις, ιδος
- γοργωπός, ός, όν
- γοργώψ, ῶπος
- γοῦν
- γοῦνα, γούνων
- γουνάζομαι
- γούνατα
- γούνατος
- γουνόομαι-οῦμαι
- γουνός1
- γουνός2, οῦ (ὁ)
- γοώδης, ης, ες
- γόων
- γοῶν, γοῶσα
- γρᾴδιον
- γραῖα, ας (ἡ)
- γραΐδιον, ου (τό)
- γραμμά
- γράμμα, ατος (τό)
- γραμματεία, ας (ἡ)
- γραμματεῖον, ου (τό)
- γραμματεύς, έως (ὁ)
- γραματεύω
- γραμματίδιον, ου (τό)
- γραμματικός, ή, όν
- γραμματικῶς
- γραμμάτιον, ου (τό)
- γραμματιστής, οῦ (ὁ)
- γραμματοδιδασκαλεῖον, ου (
- γραμματοδιδάσκαλος, ου (τό
- γραμματοκύφων, ωνος (ὁ)
- γραμματοφόρος, ου (ὁ)
- γραμματοφυλακεῖον, ου (τό)
- γραμμή, ῆς (ἡ)
- γραμμικός, ή, όν
- γραπτέος, α, ον
- γραπτός, ή, όν
- γραπτύς, ύος (ἡ)
- γράσος, ου (ὁ)
- γραῦς, γραός (ἡ)
- γραφεῖον, ου (τό)
- γραφεύς, έως (ὁ)
- γραφή, ῆς (ἡ)
- γραφικός, ή, όν
- γραφικῶς
- γραφίς, ίδος (ἡ)
- γράφω
- γραώδης, ης, ες
- γρηγορέω-ῶ
- γρηῦς
- γρῖφος, ου (ὁ)
- γριφώδης, ης, ες
- γρῦ
- γρύζω
- γρυλίζω
- γρυμέα, ας (ἡ)
- γρυμεοπώλης, ου (ὁ)
- γρυπός, ή, όν
- γρυπότης, ητος (ἡ)
- γρύψ, γρυπός (ὁ)
- γύαλον, ου (τό)
- Γυγάδας1, ου (ὁ)
- Γυγάδας2, ου
- Γυγαίη, ης
- Γύγης, ου (ὁ)
- γύης, ου (ὁ)
- γυιοβαρής, ής, ές
- γυῖον, ου (τό)
- γυιοπέδη, ης (ἡ)
- γυιός, ή, όν
- γυιόω-ῶ
- γυμνάζω
- γυμνάς, άδος
- γυμνασία, ας (ἡ)
- γυμνασιαρχέω-ῶ
- γυμνασιαρχία, ας (ἡ)
- γυμνασιαρχικός, ή, όν
- γυμνασίαρχος, ου (ὁ)
- γυμνάσιον, ου (τό)
- γύμνασμα, ατος (τό)
- γυμναστέον
- γυμναστής, οῦ (ὁ)
- γυμναστικός, ή, όν
- γυμνής, ῆτος
- γυμνητεία, ας (ἡ)
- γυμνητεύω
- γυμνήτης, ου
- γυμνητικός, ή, όν
- γυμνῆτις, ιδος
- γυμνικός, ή, όν
- γυμνοπαιδία, ας (ἡ)
- γυμνός, ή, όν
- Γυμνοσοφισταί, ῶν (οἱ)
- γυμνότης, ητος (ἡ)
- γυμνόω-ῶ
- γύμνωσις, εως (ἡ)
- γύναι
- γυναικάριον, ου (τό)
- γυναικεῖος, α, ον
- γυναικήϊος, η, ον
- γναικίας, ου (ὁ)
- γυναικίζω
- γυναικισμός, οῦ (ὁ)
- γυναικόβουλος, ος, ον
- γυναικογήρυτος, ος, ον
- γυναικοκρατέομαι-οῦμαι
- γυναικοκρατία, ας (ἡ)
- γυναικομανής, ής, ές
- γυναικόμιμος, ος, ον
- γυναικοπληθής, ής, ές
- γυναικόποινος, ος, ον
- γυναικοπρεπής, ής, ές
- γυναικοφίλης, ου
- γυναικώδης, ης, ες
- γυναικών, ῶνος (ὁ)
- γυναικωνῖτις, ιδος (ἡ)
- γυναιμανής, ής, ές
- γύναιον, ου (τό)
- γύναιος, α, ον
- γυνή, γυναικός (ἡ)
- γύννις, ιδος (ὁ)
- γύπεσσι
- γυπιάς, άδος
- Γυραί, ῶν (αἱ)
- Γυραίη πέτρη (ἡ)
- γυρεύω
- γυρίνη, ης (ἡ)
- γυρῖνος
- γυρός, ά, όν
- γῦρος, ου (ὁ)
- Γυρτιάδης, ου (ὁ)
- Γυρτώνιος, ου (ὁ)
- Γυρτών, ῶνος (ἡ)
- γύψ, γυπός (ὁ)
- γύψος, ου (ἡ)
- γυψόω-ῶ
- γῶν
- γωνία, ας (ἡ)
- γωνίδιον, ου (τό)
- γωνιώδης, ης, ες
- γωρυτός, οῦ (ὁ)
- Ι, ι (ἰῶτα) (τό)
- ἵ
- ἰά1, ᾶς (ἡ)
- ἰά2, ἰῶν (τά)
- ἴα1
- ἴα2
- ἰάζω
- ἰάθην, ἰαθήσομαι
- ἰαῖ
- ἰαίνω
- ἰακχάζω
- Ἰακχεῖον, ου (τό)
- ἰακχέω-ῶ
- ἰακχή, ῆς (ἡ)
- Ἴακχος, ου (ὁ)
- Ἰακώβ (ὁ)
- ἰάλεμος1, ου (ὁ)
- ἰάλεμος2, ος, ον
- ἰάλλω
- ἰαλτός, ή, όν
- ἴαμα, ατος (τό)
- ἴαμαι
- ἰαμβεῖος, ος, ον
- ἰαμβειοφάγος, ου (ὁ)
- ἰαμβικός, ή, όν
- ἴαμβος, ου (ὁ)
- ἴαν
- Ἰάν, Ἰᾶνος
- Ἰανουάριος, ου (ὁ)
- ἰάομαι-ῶμαι
- Ἰαόνιος, α, ον
- Ἰαπετός, οῦ (ὁ)
- ἰάπτω
- Ἰάς, Ἰάδος
- ἴασι(ν)
- ἱᾶσι
- Ἰασίδης, ου (ὁ)
- Ἰασικός, ή, όν
- ἰάσιμος, ος, ον
- ἴασις, εως (ἡ)
- Ἰασόνιος, α, ον
- Ἴασος, ου (ἡ)
- ἴασπις, ιδος (ἡ)
- Ἰαστί
- Ἰασώ, οῦς (ἡ)
- Ἰάσων, ονος (ὁ)
- ἰατήρ, ῆρος (ὁ)
- ἰατορία, ας (ἡ)
- ἰατρεῖον, ου (τό)
- ἰατρεύματα, ων (τά)
- ἰάτρευσις, εως (ἡ)
- ἰατρεύω
- ἰατρικός, ή, όν
- ἰατρόμαντις, εως (ὁ)
- ἰατρός, οῦ (ὁ, ἡ)
- ἰαύω
- ἰαχέω-ῶ
- ἰαχή, ῆς (ἡ)
- ἰάχω
- Ἰαωλκός, οῦ (ἡ)
- Ἰάων, Ἰάονος
- Ἴβηρ, Ἴβηρος (ὁ)
- Ἰβηρία, ας (ἡ)
- Ἰβερικός, ή, όν
- ἶβις, ἴβιος (ὁ)
- ἷγμαι
- ἰγνύα, ας (ἡ)
- Ἰδαῖος, α, ον
- ἰδέ1
- ἰδέ2
- ἰδέα, ας (ἡ)
- ἰδέειν
- ἰδεῖν
- ἴδεσκε
- ἰδέω
- ἴδη1, ης (ἡ)
- Ἴδη2, ης (ἡ)
- ἴδηαι
- Ἴδηθεν
- ἰδίᾳ
- ἰδιάζω
- ἰδιοβουλέυω
- ἰδιόμορφος, ος, ον
- ἰδιόξενος, ος, ον
- ἴδιος, α, ον
- ἰδιόστολος, ος, ον
- ἰδιότης, ητος (ἡ)
- ἰδιόομαι-οῦμαι
- ἰδίω
- ἰδίωμα, ατος (τό)
- ἰδίως
- ἰδίωσις, εως (ἡ)
- ἰδιωτεία, ας (ἡ)
- ἰδιωτεύω
- ἰδιώτης, ου (ὁ)
- ♦
- ἰδιωτικός, ή, όν
- ἰδιωτικῶς
- ἴδμεν1
- ἴδμεν2
- ἰδνόω-ῶ
- ἰδοί, ῶν (αἱ)
- ἰδοίατο
- Ἰδομενεύς, έως (ὁ)
- ἴδον
- ἶδος, εος-ους (τό)
- ἰδού
- ἰδοῦ
- ἰδρεία, ας (ἡ)
- ἰδρείη, ης (ἡ)
- ἴδρις, ιος
- ἱδρόω-ῶ
- ἵδρυμα, ατος (τό)
- ἵδρυμαι
- ἱδρύνω
- ἵδρυσις, εως (ἡ)
- ἱδρυτέον
- ἱδρύω
- ἱδρῶ, ἱδρῷ
- ἱδρώων
- ἱδρώς, ῶτος (ὁ)
- ἱδρώω-ῶ
- ἰδυῖα
- ἴδω,
- ἰείη
- ἱεισῖ
- ἵεμαι
- ἱέμεν, ἱέμεναι
- ἱέμεσθα
- ἴεν
- ἵεν
- ἰέναι
- ἱέναι
- ἱέντας
- ἱερά
- ἱερακίζω
- ἱερακοβοσκός, οῦ (ὁ)
- ἱέραξ, ακος (ὁ)
- ἱεράομαι-ῶμαι
- ἱερατεία, ας (ἡ)
- ἱεράτευμα, ατος (τό)
- ἱερατεύω
- ἱερατικός, ή, όν
- ἱεραφόρος, ος, ον
- ἱέρεια, ας (ἡ)
- ἱερεῖον, ου (τό)
- ἱερεύς, έως (ὁ)
- ἱερευσέμεν
- ἱερεύσιμος, ος, ον
- ἱερεύω
- ἱέρη, ης (ἡ)
- ἱερή
- ἱερήϊον, ου (τó)
- ἱερία, ας (ἡ)
- ἱερίς, ίδος (ἡ)
- ἱερογλυφικός, ή, όν
- ἱερογραμματεύς, έως (ὁ)
- ἱεροδόκος, ος, ον
- ἱερόδουλος, ου (ὁ, ἡ)
- ἱερόθυτος, ος, ον
- ἱερολογέω-ῶ
- ἱερολογία, ας (ἡ)
- ἱερομηνία, ας (ἡ)
- ἱερομήνια, ων (τά)
- ἱερομνήμων, ονος (ὁ)
- ἱερόν, οῦ (τό)
- ἱερονίκης, ου (ὁ)
- ἱεροποιέω-ῶ
- ἱεροποιός, ός, όν
- ἱεροπρεπής, ής, ές
- ἱερός, ά, όν
- Ἱεροσόλυμα, ων (τά)
- Ἱεροσολυμίτης, ου
- ἱερόστολος, ου (ὁ)
- ἱεροσυλέω-ῶ
- ἱεροσυλία, ας (ἡ)
- ἱερόσυλος, ος, ον
- ἱερουργέω-ῶ
- ἱερουργία, ας (ἡ)
- ἱεροφαντέω-ῶ
- ἱεροφάντης, ου (ὁ)
- ἱεροφαντία, ας (ἡ)
- ἱεροφαντικός, ή, όν
- ἱεροφαντικῶς
- ἱερόφαντις, ιδος (ἡ)
- ἱεροφύλαξ, ακος (ὁ)
- ἱερόω-ῶ
- Ἱέρων, ωνος (ὁ)
- ἱερώνυμος, ος, ον
- ἱερῶς
- ἱερωσύνη, ης (ἡ)
- ἱζάνω
- ἵζεσκον
- ἵζημα, ατος (τό)
- ἵζω
- ἰή1
- ἰή2
- ἴῃ
- ἵη
- ἰῇ
- ἱῇ
- ἰήϊος, ος, ον
- ἴηλα
- ἰηλεμίζω
- ἰηλεμίστρια, ας (ἡ)
- ἰήλεμος, ος, ον
- ἴημα, ατος (τό)
- ἵημι
- ἴηνα
- ἰῆς
- ἴῃς
- ἰησάμεν
- ἴησθα
- ἴῃσι
- ἵησι
- ἵῃσι
- ἴησις
- Ἰησονίδης, ου (ὁ)
- ἰήσομαι
- Ἰησοῦς, οῦ (ὁ)
- Ἰήσων
- ἴητε
- ἰητήρ, ῆρος (ὁ)
- ἰῆτο
- ἰθαγενής, ής, ές
- Ἰθάκη, ης (ἡ)
- Ἰθάκηνδε
- Ἰθακήσιος, α, ον
- Ἴθακος, ου
- ἰθεῖα
- ἰθέως
- ἴθι
- ἴθμα, ατος (τό)
- ἰθύ
- ἰθύθριξ, ἰθύτριχος
- ἰθυμαχίη, ης (ἡ)
- ἰθύντατα
- ἰθύνετε
- ἰθύνω
- ἰθυπτίων, ωνος
- ἰθύς1, εῖα, ύ
- : ἰθείῃ Διός
- ἰθύς2
- ἰθύς3 (ἡ)
- : ἄριστοι πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν
- ἰθύτριχες, ἰθύτριχος
- ἰθύω
- Ἰθώμη, ης (ἡ)
- Ἰθωμήτας, α
- ἱκανός, ή, όν
- ἱκανέμεν
- ἱκανότης, ητος (ἡ)
- ἱκανόω-ῶ
- ἱκάνω
- ἱκανῶς
- Ἰκάριος, α, ον
- Ἴκαρος, ου (ὁ)
- ἴκελος, η, ον
- ἵκεο
- ἱκέσθαι
- ἱκεσία, ας (ἡ)
- ἱκέσιος, α, ον
- ἱκεταδόκος, ος, ον
- ἱκετεία, ας (ἡ)
- ἱκέτευμα, ατος (τό)
- ἱκετευτέος, α, ον
- ἱκετεύω
- ἱκετηρία, ας (ἡ)
- ἱκετήριος, α, ον
- ἱκέτης, ου (ὁ)
- ἱκετήσιος, α, ον
- ἱκέτις, ιδος (ἡ)
- ἵκευ
- ἵκηαι
- ἰκμάζω
- ἰκμάς, άδος (ἡ)
- ἴκμενος
- ἱκνέομαι-οῦμαι
- ἱκνεύμεναι
- ἱκνευμένως
- ἱκνούμενος,
- ἱκνουμένως
- ἱκοίατο
- ἱκόμην
- Ἰκόνιον, ου (τό)
- ἴκριον, ου (τό)
- ἰκριόφι(ν)
- ἱκταῖος, α, ον
- ἴκταρ
- ἰκτεριάω-ῶ
- ἴκτερος, ου (ὁ)
- ἱκτήρ, ῆρος (ὁ)
- ἱκτήριος, α, ον
- ἰκτῖνος, ου (ὁ)
- ἵκτιος, α, ον
- ἴκτις, ιδος (ἡ)
- ἵκτωρ, ορος (ὁ)
- ἵκω
- ἵκωμι
- ἴλα
- ἰλαδόν
- ἱλάειρα, ας
- ἱλάομαι
- ἵλαος, ος, ον
- ἱλαρός, ά, όν
- ἱλαρότης, ητος (ἡ)
- ἱλαρῶς
- ἱλάσιμος, ος, ον
- ἱλάσκομαι
- ἱλασμός, οῦ (ὁ)
- ἱλασσάμενος
- ἱλαστήριος, ος, ον
- ἱλέομαι
- ἱλεόομαι-οῦμαι
- ἵλεως, ως, ων
- ἱλέως
- ἴλη, ης (ἡ)
- ἵληθι
- Ἰλήϊον, ου
- ἱλήκῃσι, ἱλήκοις
- ἵλημι
- Ἰλιάδης, ου
- Ἰλιάς, άδος
- ἰλιγγιάω-ῶ
- ἴλιγγος, ου (τό)
- Ἰλιεύς, έως
- Ἰλιόθεν
- Ἰλιόθι
- Ἴλιον, ου (τό)
- Ἴλιος1, ου (ἡ)
- Ἴλιος 2, α, ον
- Ἰλιόφι
- Ἱλισός, οῦ (ὁ)
- ἰλλάς, άδος (ἡ)
- ἰλλός, οῦ
- ἴλλοψ, οπος
- Ἰλλυρία, ας (ἡ)
- Ἰλλυρικός, ή, όν
- ἴλλω
- Ἶλος, ου (ὁ)
- ἰλύς, ύος (ἡ)
- ἰλυσπάομαι-ῶμαι
- ἰλυώδης, ης, ες
- ἷμα, ατος (τό)
- ἱμαντελίκτης, ου
- ἱμάντινος, η, ον
- ἱμαντώδης, ης, ες
- ἱμάς, άντος (ὁ)
- ἱμάσθλη, ης (ἡ)
- ἱμάσσω
- ἱματίδιον, ου (τό)
- ἱματίζω
- ἱματιοκάπηλος, ου (ὁ)
- ἱμάτιον, ου (τό)
- ἱματιοφυλακέω-ῶ
- ἱματισμός, οῦ (ὁ)
- Ἴμβριος, ου
- Ἴμβρος, ου (ἡ)
- ἱμείρω
- ἴμεν
- ἴμεναι
- Ἱμέρα, ας (ἡ)
- Ἱμεραῖος, α, ον
- ἱμηρόεις, όεσσα, όεν
- ἵμερος, ου (ὁ)
- ἱμερτός, ή, όν
- ἴμμεναι
- ἵν᾽
- ἵνα
- Ἰνάχειος, α, ον
- Ἰναχίδης, ου (ὁ)
- Ἴναχος, ου (ὁ)
- ἰνδάλλομαι
- ἴνδαλμα, ατος (τό)
- Ἰνδία, ας (ἡ)
- Ἰνδικός, ή, όν
- Ἰνδός1, οῦ (ὁ)
- Ἰνδός2, ή, όν
- ἴνεσι
- ἰνίον, ου (τό)
- ἶνις (ὁ, ἡ)
- Ἴνσομβροι, ων (οἱ)
- ἷξα
- ἴξαλος, ος, ον
- ἵξεαι
- ἰξευτήριος, α, ον
- ἰξεύτρια, ας
- Ἰξιόνιος, α, ον
- ἷξις, εως (ἡ)
- Ἰξίων, ονος (ὁ)
- ἵξομαι
- ἷξον
- ἰξός, οῦ (ὁ)
- ἰξύς, ύος (ἡ)
- ἰξώδης, ης, ες
- Ἰόβας, α (ὁ)
- ἰοβλέφαρος, ος, ον
- Ἰογόρθας, α (ὁ)
- ἰοδνεφής, ής, ές
- ἰοδόκος1, ος, ον
- ἰοδόκος2, ος, ον
- ἰοειδής1, ής, ές
- ἰοειδής2, ής, ές
- ἰόεις, ἰόεσσα, ἰόεν
- ἴοι
- ἴοιμι
- Ἰοκάστη, ης (ἡ)
- ἴομεν
- ἰόμωρος, ος, ον
- ἴον1, ου (τό)
- ἴον2
- ἰόν
- ἰονθάς, άδος
- ἴονθος, ου (ὁ)
- Ἰόνιος, α, ον
- ἰόντων
- Ἰορδάνης, ου (ὁ)
- ἰός1, ἰοῦ (ὁ)
- ἰός2, ἰοῦ (ὁ)
- ἰός, ἴα, ἰόν
- ἰοστέφανος, ος, ον
- ἰότης, ητος (ἡ)
- ἰού
- Ἰουγούρθας, α (ὁ)
- Ἰουδαία, ας (ἡ)
- ἰουδαΐζω
- Ἰουδαϊκός, ή, όν
- Ἰουδαϊκῶς
- Ἰουδαῖος, α, ον
- Ἰουδαϊσμός, οῦ (ὁ)
- Ἰούδας, α (ὁ)
- Ἰουλία, ας (ἡ)
- Ἰουλιήτης, ου
- Ἰούλιος, ου (ὁ)
- Ἰούλιος, α, ον
- Ἰουλίς, ίδος (ἡ)
- ἴουλος, ου (ὁ)
- Ἰούνιος, α, ον
- ἰόφ
- ἰοχέαιρα, ας
- Ἰπνοί, ῶν (οἱ)
- ἰπνοκαής, ής, ές
- ἰπνολέβης, ητος (ὁ)
- ἰπνοποιός, οῦ (ὁ)
- ἰπνός, οῦ (ὁ)
- ἶπος, ου (ἡ)
- ἰπόω-ῶ
- ἱππαγρέτης, ου (ὁ)
- ἱππαγωγός, ός, όν
- ἱππάζω
- ἱππαλεκτρυών, όνος (ὁ)
- ἱππάριον, ου (τό)
- ἱππαρμοστής, οῦ (ὁ)
- ἱππαρχέω-ῶ
- ἱππάρχης, ου (ὁ)
- ἱππαρχία, ας (ἡ)
- ἵππαρχος, ου (ὁ)
- ἱππάς, άδος
- ἱππασία, ας (ἡ)
- Ἱππασίδης, ου (ὁ)
- ἱππάσιμος, ος, ον
- Ἵππασος, ου (ὁ)
- ἱππαστικός, ή, όν
- ἱππάστριαι, ῶν
- ἱππεία, ας (ἡ)
- ἵππειος, α, ον
- ἱππεραστής, οῦ (ὁ)
- ἵππευμα, ατος (τό)
- ἱππεύς, έως (ὁ)
- ἱππεύω
- ἱππηγός, ός, όν
- ἱππηδόν
- ἱππηλάσιος, α, ον
- ἱππηλάτα (ὁ)
- ἱππηλάτας
- ἱππηλατέω-ῶ
- ἱππηλάτης, ου (ὁ)
- ἱππήλατος, ος, ον
- ἱππημολγός, ός, όν
- ἱππιάναξ, ακτος (ὁ)
- Ἱππίας, ου (ὁ)
- ἱππικός, ή, όν
- ἱππικῶς
- ἵππιος, α, ον
- ἱππιοχαίτης, ου
- ἱππιοχάρμης, ου (ὁ)
- ἱπποβάμων, ων, ον
- ἱπποβάτης, ου (ὁ)
- ἱπποβοσκός, οῦ (ὁ)
- ἱπποβότης, ου (ὁ)
- ἱππογέρανοι, ων (οἱ)
- ἱππόγυποι, ων (οἱ)
- Ἱπποδάμεια, ας (ἡ)
- ἱππόδαμος, ος, ον
- ἱπποδάσεια, ας
- ἱππόδεσμα, ων (τά)
- ἱπποδέτης, ου
- ἱπποδρομία, ας (ἡ)
- ἱπποδρόμιος, α, ον
- ἱππόδρομος, ου (ὁ)
- ἱπποδρόμος, ου (ὁ)
- ἱππόθεν
- ἱπποθόρος νόμος (ὁ)
- ἱππόκαμπος, ου (ὁ)
- ἱπποκέλευθος, ος, ον
- ἱπποκένταυρος, ου (ὁ)
- ἱππόκομος, ος, ον
- ἱπποκόμος, ου (ὁ)
- ἱπποκορυστής, οῦ (ὁ)
- ἱπποκρατέω-ῶ
- Ἱπποκράτης, ους (ὁ)
- ἱπποκρατία, ας (ἡ)
- ἱππόκροτος, ος, ον
- Ἱππόλυτος, ου (ὁ)
- ἱππομανές, οῦς (τό)
- ἱππομανής, ής, ές
- ἱππομανία, ας (ἡ)
- ἱππομαχέω-ῶ
- ἱππόμαχος, ος, ον
- ἱππομιγής, ής, ές
- ἱππομύρμηξ, ηκος (ὁ)
- ἱππονώμας, ου (ὁ)
- ἱπποπόλος, ος, ον
- ἵππος, ου (ὁ, ἡ)
- ἱππόστασις, εως (ἡ)
- ἱπποσύνη, ης (ἡ)
- ἱππότα1
- ἱππότα2
- Ἱπποτάδης, ου (ὁ)
- ἱππότας
- ἱππότης, ου (ὁ)
- ἱπποτροφέω-ῶ
- ἱπποτροφία, ας (ἡ)
- ἱπποτρόφος, ος, ον
- ἱπποτυφία, ας (ἡ)
- ἵππουρις, ιδος
- ἵππουρος, ος, ον
- ἱπποφόρβιον, ου (τό)
- ἱππόομαι-οῦμαι
- ἱππών, ῶνος (ὁ)
- ἵπτημι
- ἴπτομαι
- ἱράομαι
- ἱρεύς, ἱρεύω
- ἰρηΐη, ἱρήϊον
- ἰρήν, ἰρένος (ὁ)
- ἴρηξ
- ἰριοειδής, ής, ές
- ἶρις, ἴριδος (ἡ)
- Ἶρις, Ἴριδος (ἡ)
- ἴρισσιν
- ἱρολογέω
- ἱρός, ή, όν
- ἱροφάντης
- ἱρωσύνη
- ἴς, ἰνός (ἡ)
- ἴσα
- ἰσάγγελος, ος, ον
- ἰσάζω
- ἰσαίτερος, ἰσαίτατος
- ἰσαίτατα
- ἰσάκις
- ἴσαμι (ἴσᾳς, ἴσατι, ἴσαμε
- ἴσαν
- ἰσάνεμος, ος, ον
- ἰσάργυρος, ος, ον
- ἰσάριθμος, ος, ον
- ἴσασι
- ἰσάσκετο
- ἰσαύδης, ης, ες
- Ἰσεῖον, ου (τό)
- ἰσηγορία, ας (ἡ)
- ἰσῆλιξ, ικος
- ἰσημερία, ας (ἡ)
- ἰσημερινός, ή, όν
- ἰσήρετμος, ος, ον
- ἰσήρης, ης, ες
- ἴσθι
- Ἴσθμια, ων (τά)
- Ἰσθμιάς, άδος
- ἴσθμιον, ου (τό)
- ἴσθμιος, α, ον
- ἰσθμοῖ
- ἰσθμός, οῦ (ὁ, ἡ)
- ἰσθμώδης, ης, ες
- Ἰσιακός, ή, όν
- Ἶσις, Ἴσιδος (ἡ)
- ἶσκον
- ἴσκω1
- ἴσκω2
- Ἴσμαρίς, ίδος
- Ἴσμαρος, ου (ἡ)
- ἴσμεν
- Ἰσμήνιος, α, ον
- Ἰσμηνός, οῦ (ὁ)
- ἰσοβαρής, ής, ές
- ἰσοβασιλεύς, έως (ὁ)
- ἰσόγαιος, α, ον
- ἰσοδαίμων, ων, ον
- ἰσοδαίτης, ου
- ἰσοδίαιτος, ος, ον
- ἰσόθεος, ος, ον
- ἰσοθεόω-ῶ
- ἰσοκίνδυνος, ος, ον
- ἰσόκληρος, ος, ον
- ἰσόκοιλος, ος, ον
- ἰσοκρατής, ής, ές
- Ἰσοκράτης, ους (ὁ)
- ἰσοκρατία, ας (ἡ)
- ἰσόκωλος, ος, ον
- ἰσομέτρητος, ος, ον
- ἰσομετρία, ας (ἡ)
- ἰσόμετρος, ος, ον
- ἰσομέτωπος, ος, ον
- ἰσομοιρέω-ῶ
- ἰσομοιρία, ας (ἡ)
- ἰσόμοιρος, ος, ον
- ἰσόμορος, ος, ον
- ἶσον
- ἰσόνειρος, ος, ον
- ἰσονομέομαι-οῦμαι
- ἰσονομία, ας (ἡ)
- ἰσόπαις, -παιδος
- ἰσοπαλής, ής, ές
- ἰσόπεδος, ος, ον
- ἰσοπλατής, ής, ές
- ἰσοπληθής, ής, ές
- ἰσόπρεσβυς
- ἰσορροπέω-ῶ
- ἰσορροπία, ας (ἡ)
- ἰσόρροπος, ος, ον
- ἰσορρόπως
- ἴσος, η, ον
- ἴσον, ἴσα
- ἰσοστάσιος, ος, ον
- ἰσοσύλλαβος, ος, ον
- ἰσοτέλεια, ας (ἡ)
- ἰσοτέλεστος, ος, ον
- ἰσοτελής, ής, ές
- ἰσότης, ητος (ἡ)
- ἰσοτιμία, ας (ἡ)
- ἰσότιμος, ος, ον
- ἰσοτριβής, ής, ές
- ἰσοφαρίζω
- ἰσοφόρος, ος, ον
- ἰσοχειλής, ής, ές
- ἰσοχρονέω-ῶ
- ἰσόχρονος, ος, ον
- ἰσόχωρος, ος, ον
- ἰσοψηφία, ας (ἡ)
- ἰσόψηφος, ος, ον
- ἰσόψυχος, ος, ον
- ἰσόω-ῶ
- Ἰσραήλ (ὁ)
- Ἰσραηλῖται, ῶν (οἱ)
- ἵσταμαι
- ἱστάνω
- ἵστασκε
- ἱστάω-ῶ
- ἰστέος, α, ον
- ἵστη
- ἵστημι
- ἵστην
- ἱστία
- Ἱστίαια, ας (ἡ)
- Ἱστιαιεύς, έως (ὁ)
- Ἱστιαιῆτις, ιδος (ἡ)
- Ἱστιαῖος, ου (ὁ)
- ἱστιάω
- ἱστίη, Ἱστίη
- ἱστιῆσθαι
- ἱστιητόριον, ου (τό)
- ἱστίον, ου (τό)
- ἱστοδόκη, ης (ἡ)
- ἱστοπέδη, ης (ἡ)
- ἱστορέω-ῶ
- ἱστορία, ας (ἡ)
- ἱστοριογράφος, ου (ὁ)
- ἱστός, οῦ (ὁ)
- ἱστουργέω-ῶ
- Ἰστριανός1, ή, όν
- Ἰστριανός2, ή, όν
- Ἰστρίη, ης (ἡ)
- Ἰστριηνός
- Ἴστρος, ου (ὁ)
- ἴστω
- ἵστω
- ἴστωρ, ορος
- ἰσχάδιον, ου (τό)
- ἴσχαιμος, ος, ον
- ἰσχαλέος, α, ον
- ἰσχανάᾳ, ἰσχανάᾳς
- ἰσχανάω-ῶ
- ἰσχανόων
- ἰσχάνω
- ἰσχάς1, άδος (ἡ)
- ἰσχάς2, άδος (ἡ)
- ἰσχέμεν, ἰσχεμέναι
- ἴσχιον, ου (τό)
- ἰσχναίνω
- ἰσχνός, ή, όν
- ἰσχνόφωνος, ος, ον
- ἰσχνῶς
- ἰσχυρίζω
- ἰσχυρογνώμων, ων, ον
- ἰσχυροποιέω-ῶ
- ἰσχυρός, ά, όν
- ἰσχυρῶς
- ἰσχύς, ύος (ἡ)
- ἰσχύω
- ἴσχω
- ἴσως
- Ἰταλίη, ης (ἡ)
- Ἰταλικός, ή, όν
- Ἰταλιώτης, ου
- ἰταλιωτικός, ή, όν
- Ἰταλός1, οῦ (ὁ)
- Ἰταλός2, ή, όν
- ἰταμός, ή, όν
- ἰταμότης, ητος (ἡ)
- ἰταμῶς
- ἴτε
- ἰτέα, ας (ἡ)
- ἰτέη, ης (ἡ)
- ἰτέϊνος, η, ον
- ἰτέον
- ἴτην
- ἴτης, ου (ὁ)
- ἴτον
- ἴττω
- ἴτυς, υος (ἡ)
- ἴτω
- ἴτων
- Ἴτων, ωνος (ἡ)
- Ἰτωνεῖς, έων (οἱ)
- ἴτωσαν
- ἰυγή, ῆς (ἡ)
- ἰυγμός, οῦ (ὁ)
- ἴυγξ, ἴυγγος (ἡ)
- ἰύζω
- ἴφθιμος, η, ον
- ἶφι
- Ἰφιγένεια, ας (ἡ)
- Ἰφικλέης, έους (ὁ)
- Ἰφικλήειος, η, ον
- Ἴφικλος, ου (ὁ)
- ἴφιος, α, ον
- Ἰφιτίδης, ου (ὁ)
- Ἴφιτος, ου (ὁ)
- ἰχανάω-ῶ
- ἴχαρ (τό)
- ἰχθυάω-ῶ
- ἰχθυβόλος, ος, ον
- ἰχθύδιον, ου (τό)
- ἰχθυηρός, ά, όν
- ἰχθύϊνος, η, ον
- ἰχθύοβρωτος, ος, ον
- ἰχθυοειδής, ής, ές
- ἰχθυόεις, όεσσα, όεν
- ἰχθυοπώλης, ου (ὁ)
- ἰχθυοπωλία, ας (ἡ)
- ἰχθυοπώλιον, ου (τό)
- ἰχθυόπωλις, ιδος (ἡ)
- ἰχθυοτρόφος, ος, ον
- ἰχθυοφάγος, ος, ον
- ἰχθύς, ύος (ὁ)
- ἰχθυώδης, ης, ες
- ἰχνεύμων, ονος (ὁ)
- ἰχνευτής, οῦ
- ἰχνεύω
- ἰχνηλάτης, ου (ὁ)
- ἴχνιον, ου (τό)
- ἴχνος, εος-ους (τό)
- ἰχνοσκοπέω-ῶ
- ἰχνοσκοπία, ας (ἡ)
- ἰχῶ
- ἰχώρ, ἰχῶρος (ὁ)
- ἶψ, ἰπός (ὁ)
- ἴψαο
- ἴω
- ἰῶ, ἰῆς, ἰῇ
- ἱῶ, ἱῆς, ἱῇ
- ἰῶ
- Ἰώ, Ἰοῦς (ἡ)
- Ἰωάννης, ου (ὁ)
- ἰωγή, ῆς (ἡ)
- ἰώδης1, ης, ες
- ἰώδης2, ης, ες
- ἰωή, ῆς (ἡ)
- ἰῶκα
- ἰωκή, ῆς (ἡ)
- Ἰωλκός, οῦ (ὁ)
- ἰῶμαι
- ἱῶμαι
- ἴωμεν
- ἱῶμεν
- ἰῴμην
- ἰών, ἰοῦσα, ἰόν
- Ἴων, Ἴωνος
- Ἰωνᾶς, ᾶ (ὁ)
- Ἰωνία, ας (ἡ)
- Ἰωνικός, ή, όν
- Ἰωνικῶς
- ἰωνοκάμπτης, ου (ὁ)
- Ἰωξίδαι, ῶν (οἱ)
- Ἰωξίδες, ων (αἱ)
- Ἴωξος, ου (ὁ)
- ἴωσι
- ἰῶτα (τό)
- ἰωχμός, οῦ (ὁ)
- Κ, κ (κάππα) (τό)
- κα
- καβάλλης, ου (ὁ)
- κάββαλε (ν)
- καββαλλικός, ή, όν
- Καββαλοῦσα, ης (ἡ)
- Κάβειροι, ων (οἱ)
- Καβησόθεν
- Καβησός, οῦ (ὁ)
- κάβος, ου (ὁ)
- κάγ
- κἀγαθός
- κἀγάμους
- κἀγγύθεν
- κἀγένοντο
- κάγκανος, ος, ον
- κἀγκύψας
- κἀγορᾶς
- κἀγρίοις
- καγχάζω
- καγχαλάω-ῶ
- κἀγώ, κἄγωγε
- κάδ
- κἀδάκρυτος
- καδδέβαλε
- καδδίζω
- κάδδιχος, ου (ὁ)
- καδδραθέτην
- καδδῦσαι
- κἄδει
- κἀδελφήν
- καδίσκος, ου (ὁ)
- κἀδήλωσε
- κἀδίκου
- Καδμεία, ας (ἡ)
- Καδμεῖος, α, ον
- Καδμείωνες, ων (οἱ)
- Καδμήϊος, η, ον
- Καδμογενής, ής, ές
- Κάδμος, ου (ὁ)
- κἀδόκει, κἀδόκουν
- κάδος, ου (ὁ)
- κᾶδος, εος (τό)
- κἀδούλωσεν
- κἄδρων
- Κάειρα, ας
- κἄζευξα
- κάζω
- καήμεναι
- καθ’
- κἆθ’
- καθαγίζω
- καθαγισμός, οῦ (ὁ)
- καθαγνίζω
- καθαιμάσσω
- καθαιματόω-ῶ
- κάθαιμος, ος, ον
- καθαίρεσις, εως (ἡ)
- καθαιρετέος, α, ον
- καθαιρέτης, ου (ὁ)
- καθαιρέω-ῶ
- καθαίρω
- καθάλλομαι
- κάθαμμα, ατος (τό)
- καθάπαξ
- καθάπερ
- καθαπερανεί
- καθαπερεί
- καθάπτω
- καθάρειος, ος, ον
- καθαρείως
- καθαρεύω
- καθάριος, ος, ον
- καθαρίζω
- καθαριότης, ητος (ἡ)
- καθαρισμός, οῦ (ὁ)
- καθαρίως
- κάθαρμα, ατος (τό)
- καθαρμόζω
- καθαρμός, οῦ (ὁ)
- καθαρός, ά, όν
- καθαρότης, ητος (ἡ)
- καθάρσιος, ος, ον
- κάθαρσις, εως (ἡ)
- καθαρτήρ, ῆρος (ὁ)
- καθαρτής, οῦ (ὁ)
- καθαρτικός, ή, όν
- καθαρῶ
- καθαρῶς
- καθεδοῦμαι
- καθέδρα, ας (ἡ)
- καθέζομαι
- καθέηκα
- καθείατο
- καθεῖκα
- καθειλόμην, καθεῖλον
- καθεῖμαι
- καθειμαρμένος
- καθείμαρται
- καθειμένος
- καθεῖναι,
- καθείργνυμι
- κάθειρξις, εως (ἡ)
- καθείς
- καθεῖς
- καθεῖσε
- καθεκτέον
- καθεκτός, ή, όν
- καθελίσσω
- καθελκύω
- καθέλκω
- καθελών
- κάθεμεν
- καθεξῆς
- κάθεξις, εως (ἡ)
- καθέξω
- καθερπύζω
- καθέρπω
- καθέστακα, καθέστηκα
- καθεστηκῶς, υῖα, ός
- καθεστήξω
- καθεστώς, ῶσα, ός
- καθέσωσι
- κάθετον
- κάθετος, ος, ον
- καθεύδω
- καθευρίσκω
- καθεψέω-ῶ
- καθεψιάομαι-ῶμαι
- καθέψω
- κἄθεον, κἀθέων
- καθεώρων, ας, α
- κἀθέως
- κάθῃ
- καθηγεμών, όνος (ὁ)
- καθηγέομαι-οῦμαι
- καθηγητής, οῦ (ὁ)
- καθηδυπαθέω-ῶ
- καθῆκα
- κἄθηκα, κἄθηκας
- καθῆκον, οντος (τό)
- καθηκόντως
- καθήκω
- καθηλόω-ῶ
- κάθημαι
- καθημερινός, ή, όν
- καθημέριος, α, ον
- καθῆραι
- καθῇρημαι
- καθῆσο, καθῆστο, καθῆτο
- καθῆψα
- καθιδρύω
- καθίει
- καθιέρευσις, εως (ἡ)
- καθιερεύω
- καθιερόω-ῶ
- καθιέρωσις, εως (ἡ)
- καθιζάνω
- καθίζον
- καθίζω
- καθίημι
- καθίκεο
- καθικετεύω
- καθικνέομαι
- καθιμάω-ῶ
- καθίμησις, εως (ἡ)
- καθιξῶ
- καθιππάζω
- κάθισα
- κάθισις, εως (ἡ)
- καθίσσας
- καθίστα
- καθιστάνω
- κάθισον
- καθίστημι
- καθιῶ
- καθό
- καθοδηγέω-ῶ
- κάθοδος, ου (ἡ)
- καθοίμην
- καθολικός, ή, όν
- καθόλου
- καθομιλέω-ῶ
- καθομολογέω-ῶ
- καθοπλίζω
- καθόπλισις, εως (ἡ)
- καθοράω-ῶ
- καθορμίζω
- καθοσιόω-ῶ
- καθόσον
- καθότι
- κάθου
- καθυβρίζω
- καθυγραίνω
- κάθυδρος, ος, ον
- καθυλακτέω-ῶ
- καθυμνέω-ῶ
- καθυπάρχω
- καθύπερθε
- καθυπέρτατος, α, ον
- καθυπέρτερος, α, ον
- καθυπισχνέομαι-οῦμαι
- καθυπνόω-ῶ
- καθυποκρίνομαι
- καθυστερέω-ῶ
- καθυστερίζω
- καθυφίημι
- καθῶμμαι
- καθώς
- καθώσπερ
- καθώφθην
- καί
- Καιάδας, α (ὁ)
- Καϊάφας, α (ὁ)
- καιέμεν
- καίεο
- καιετάεις, άεσσα, άεν
- καικίας, ου (ὁ)
- Καινείδης (ὁ)
- Καινεύς, έως (ὁ)
- καινίζω
- καινολογία, ας (ἡ)
- καινοπαθέω-ῶ
- καινοπαθής, ής, ές
- καινοπηγής, ής, ές
- καινοπήμων, ων, ον
- καινοποιέω-ῶ
- καινοποιητής, οῦ (ὁ)
- καινοπρεπής, ης, ές
- καινός, ή, όν
- καινότης, ητος (ἡ)
- καινοτομέω-ῶ
- καινοτομία, ας (ἡ)
- καινοτόμος, ος, ον
- καινουργέω-ῶ
- καινουργία, ας (ἡ)
- καινουργός, ός, όν
- καινόω-ῶ
- καίνυμι
- καίνω
- καινῶς
- καίπερ
- καίριος, α, ον
- καιρίως
- καιρός, οῦ (ὁ)
- καιροσέων
- καιροφυλακέω
- καιροφυλακτέω
- Καῖσαρ, αρος (ὁ)
- Καισάρεια, ας (ἡ)
- καἰσχρῶν
- καίτοι
- καίω
- κἀκ
- κάκ
- κακαγγελέω-ῶ
- κακάγγελος, ος, ον
- κακάγγελτος, ος, ον
- κακανδρία, ας (ἡ)
- κακάνειν
- κἀκβαλεῖν
- κἀκδίκου
- κἀκεῖ
- κάκη, ης (ἡ)
- κακηγορέω-ῶ
- κακηγορία, ας (ἡ)
- κακήγορος, ος, ον
- κἀκθρέψας
- κακία, ας (ἡ)
- κακίζω
- κάκιον
- κακιστέος, α, ον
- κάκιστος
- κακίων
- κακκανῆν
- κακκείοντες
- κακκεφαλῆς
- κακκῆαι
- κἀκκινήσεις
- κἀκκομιζόντων
- κακκόρυθα
- κακκορυφήν
- κἀκκυνηγετῶ
- κἀκλελοιπότα
- κἀκλιπών
- κακόβιος, ος, ον
- κακοβόρος, ος, ον
- κακογάμιον, ου (τό)
- κακογείτων, ονος
- κακόγλωσσος, ος, ον
- κακογνωμοσύνη, ης (ἡ)
- κακοδαιμονάω-ῶ
- κακοδαιμονέω-ῶ
- κακοδαιμονία, ας (ἡ)
- κακοδαίμων, ων, ον
- κακοδοξέω-ῶ
- κακοδοξία, ας (ἡ)
- κακόδοξος, ος, ον
- κακόδουλος, ου (ὁ)
- κακοείμων, ων, ον
- κακοεργία, ας (ἡ)
- κακοεργός, ός, όν
- κακοζηλία, ας (ἡ)
- κακόζηλος, ος, ον
- κακοήθεια, ας (ἡ)
- κακοήθευμα, ατος (τό)
- κακοήθης, ης, ες
- κακοηθιστέον
- κακοηθίζομαι
- κακοήθως
- κακοθάνατος, ος, ον
- κακόθροος, ος, ον
- κακοθυμία, ας (ἡ)
- Κακοΐλιος, ου (ἡ)
- κακολογέω-ῶ
- κακολογία, ας (ἡ)
- κακολόγος, ος, ον
- κακόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
- κακομαχέω-ῶ
- κακομέλετος, ος, ον
- κακομετρέω-ῶ
- κακόμετρος, ος, ον
- κακομηχανάομαι-ῶμαι
- κακομηχανία, ας (ἡ)
- κακομήχανος, ος, ον
- κακομουσία, ας (ἡ)
- κακόν, οῦ (τό)
- κακονοέω-ῶ
- κακόνοια, ας (ἡ)
- κακόνομος, ος, ον
- κακόνοος, ος, ον
- κακόνυμφος, ος, ον
- κακόξεινος, ος, ον
- κακοξενία, ας (ἡ)
- κακόξενος, ος, ον
- κακοξύνετος, ος, ον
- κακοπάθεια, ας (ἡ)
- κακοπαθέω-ῶ
- κακοπαθία, ας (ἡ)
- κακοπαθής, ής, ές
- κακόπατρις, ιδος
- κακοπινής, ής, ές
- κακοποιέω-ῶ
- κακοποιΐα, ας (ἡ)
- κακοποιός, ός, όν
- κακοπολιτεία, ας (ἡ)
- κακόποτμος, ος, ον
- κακόπους, οδος
- κακοπραγέω-ῶ
- κακοπραγία, ας (ἡ)
- κακοπραγμονέω-ῶ
- κακοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
- κακοπράγμων, ων, ον
- κακοπρόσωπος, ος, ον
- κακορραφίη, ης (ἡ)
- κακορρήμων, ων, ον
- κακορροθέω-ῶ
- κακόρρυπος, ος, ον
- κακός, ή, όν
- κακόσιτος, ος, ον
- κακοσκελής, ής, ές
- κἀκόσμησα
- κακόσπλαγχνος, ος, ον
- κακοστομέω-ῶ
- κακόστομος, ος, ον
- κακόστρωτος, ος, ον
- κακοσύνθετος, ος, ον
- κακοσχολέω-ῶ
- κακοσχολία, ας (ἡ)
- κακόσχολος, ος, ον
- κακοτεχνέω-ῶ
- κακοτεχνής, ής, ές
- κακοτεχνία, ας (ἡ)
- κακότεχνος, ος, ον
- κακότης, ητος (ἡ)
- κακοτροπία, ας (ἡ)
- κακοτυχέω-ῶ
- κακοτυχής, ής, ές
- κακουργέω-ῶ
- κακούργημα, ατος (τό)
- κακουργία, ας (ἡ)
- κακουργικός, ή, όν
- κακοῦργος, ος, ον,
- κακούργως
- κακουχέω-ῶ
- κακουχία, ας (ἡ)
- κακόφατις, ιδος
- κακοφημία, ας (ἡ)
- κακοφραδής, ής, ές
- κακοφρονέω-ῶ
- κακόφρων, ων, ον
- κακόω-ῶ
- κἀκπεπληγμένη
- κἀκπεφόρτισμαι
- κἀκποδών
- κἄκρινα
- κἀκροθίνια
- κἄκρυπτα
- κάκτανε
- κἀκτείνασα
- κἀκτός
- κἀκτρτέποιτο
- κακύνω
- κἀκφύλασσε
- κἀκφυσιῶν
- κἀκχέω
- κακῶς
- κάκωσις, εως (ἡ)
- κἄλαβες
- καλαθίσκος, ου (ὁ)
- κάλαθος, ου (ὁ)
- καλαμάομαι-ῶμαι
- καλάμη, ης (ἡ)
- καλαμήτρια, ας (ἡ)
- καλαμίνθη, ης (ἡ)
- καλάμινος, η, ον
- καλαμοβόας, ου
- καλαμοδύτης, ου
- καλαμόεις, όεσσα, όεν
- κάλαμος, ου (ὁ)
- καλάνδαι, ῶν (αἱ)
- Καλασίριες, ων (οἱ)
- καλάσιρις, ιος (ἡ)
- καλαῦροψ, οπος (ἡ)
- κἀλγεινῶς
- καλέεσκον
- καλεῖ
- καλέσκετο
- καλεῦντες
- καλέω-ῶ
- καλήμεναι
- καλήτωρ, ορος (ὁ)
- καλιά, ᾶς (ἡ)
- καλιάς, άδος (ἡ)
- καλινδέομαι-οῦμαι
- καλινδήθρα, ας (ἡ)
- κἀλιτηρίου
- καλλαπάρην
- καλλείπω
- καλλιβόας, ου
- καλλίβοτρυς, υς, υ
- καλλιγραφία, ας (ἡ)
- καλλιγύναιξ, αικος
- καλλίδιφρος, ος, ον
- καλλιέλαιος, ος, ον
- καλλιεπέω-ῶ
- καλλιερέω-ῶ
- Καλλιεύς, έως (ὁ)
- καλλίζωνος, ος, ον
- καλλίθριξ, καλλίτριχος
- καλλίκαρπος, ος,ον
- καλλικόμας, ου
- καλλίκομος, ος, ον
- καλλικρήδεμνος, ος, ον
- καλλιλογέω-ῶ
- Καλλίμακος, ου (ὁ)
- κάλλιμος, ος, ον
- καλλίναος, ος, ον
- καλλίνικος, ος, ον
- κάλλιον1
- Κάλλιον2, ου (τό)
- Καλλιόπη, ης (ἡ)
- καλλίπαις, παιδος
- καλλιπάρῃος, ος, ον
- καλλιπάρθενος, ος, ον
- καλλιπλόκαμος, ος, ον
- καλλίπολις, εως (ἡ)
- κάλλιπον, κάλλιπε
- καλλίπρῳρος, ος, ον
- καλλιρέεθρος, ος, ον
- καλλίροος, ος, ον
- καλλιρρημοσύνη, ης (ἡ)
- Καλλιρροή, ῆς (ἡ)
- καλλίρροος-ους, οος-ους, οο
- κάλλιστα
- καλλιστάδιος, ος, ον
- καλλιστεῖον, ου (τό)
- καλλιστεύω
- κάλλιστος, ος, ον
- καλλίσφυρος, ος, ον
- καλλίτεκνος, ον
- καλλιτεχνία, ας (ἡ)
- καλλίτριχον, ου (τό)
- καλλίτριχος
- κάλλιφ’
- καλλιφεγγής, ής, ές
- καλλιφωνία, ας (ἡ)
- καλλίφωνος, ος, ον
- καλλίχορος, ος, ον
- καλλίων, ων, ον
- καλλιώνυμος, ου (ὁ)
- κἄλλο, κἄλλοι
- καλλονή, ῆς (ἡ)
- κάλλος, εος-ους (τό)
- κἄλλος,
- κάλλυντρον, ου (τό)
- καλλύνω
- καλλωπίζω
- καλλώπισμα, ατος (τό)
- καλλωπισμός, οῦ (ὁ)
- καλλωπιστής, οῦ
- καλλωπίστρια, ας (ἡ)
- καλοδιδάσκαλος, ου
- καλοήθης, ης, ες
- κἀλοιδόρησα
- καλοκἀγαθία, ας (ἡ)
- καλοκἀγαθικός, ή, όν
- καλοκἀγαθικῶς
- κᾶλον, ου (τό)
- καλοποιέω-ῶ
- καλοποιός, ός, όν
- καλός, ή, όν
- κάλος, ου (ὁ)
- καλότης, ητος (ἡ)
- κάλπη1, ης (ἡ)
- κάλπη2, ης (ἡ)
- κάλπις, ιδος (ἡ)
- καλτίκιος, ου (ὁ)
- κάλτιος, ου (ὁ)
- καλύβη, ης (ἡ)
- καλύβιον, ου (τό)
- Καλυδών, ῶνος (ἡ)
- Καλυδώνιος, α, ον
- καλυκοστέφανος, ος, ον
- κάλυμμα, ατος (τό)
- κάλυξ, υκος (ἡ)
- καλυπτός, ή, όν
- καλύπτρα, ας (ἡ)
- καλύπτω
- Καλυψώ, οῦς (ἡ)
- καλχαίνω
- κάλχη, ης (ἡ)
- Κάλχας, αντος (ὁ)
- καλῴδιον, ου (τό)
- κάλως, ω (ὁ)
- καλῶς
- καλωοτρόφος, ου (ὁ)
- κάμ
- κἀμάνθανον
- κάμαξ, ακος (ἡ)
- καμάρα, ας (ἡ)
- Καμάρινα, ης (ἡ)
- Καμαριναῖος, α, ον
- καμασήν, ῆνος (ὁ)
- κἀμάτευες
- καματηρός, ά, όν
- κάματος, ου (ὁ)
- κἀμαυτῆς, κἀμαυτήν
- κἀμβοᾷ
- Καμβύσης, ου (ὁ)
- κἀμέ
- κἀμείβεσθε
- Καμειραῖος, α, ον
- Κάμειρος, ου (ἡ)
- κάμηλος, ου (ὁ, ἡ)
- κάμῃσι
- καμινευτής, οῦ (ὁ)
- κάμιλος, ου (ὁ)
- κάμινος, ου (ἡ)
- καμινώ, οῦς
- καμμέν
- κἄμμες
- καμμέσον
- καμμίξας
- καμμονίη, ης (ἡ)
- κάμμορος, ος, ον
- καμμῦσαι
- κάμνω
- κἀμοί, κἄμοιγε
- καμόμην
- κἀμός
- κἀμοῦ
- καμοῦμαι
- κἄμπαλιν
- κἀμπεφόρτισμαι
- κάμπη, ης (ἡ)
- καμπή, ῆς (ἡ)
- κάμπιμος, ος, ον
- κἀμπλάκω
- κἀμπνέοντα
- κάμπτει
- καμπτήρ, ῆρος (ὁ)
- καμπτός, ή, όν
- κάμπτω
- καμπύλη, ης (ἡ)
- καμπυλοειδής, ής, ές
- καμπύλος, η, ον
- κἀμφανῆ
- καμψίπους, ποδος
- κάμψις, εως (ἡ)
- κἀν
- κἄν1
- κἄν2
- κἀνά
- κἀνάγει
- κἀναγκαῖα
- κἀνάγκῃ
- κἄναγνον
- κἀναδεικνύναι
- κἀναθεῖσα
- κἀναθήματα
- κἀνάθρησον
- κάναθρον, ου (τό)
- κἀνακηρύσσων
- κἀνακίνησις
- κἀνακούσωμεν
- κἀνακουφίσαι
- κἀνακωκύει
- κἀνακωχεύει
- κἀναμοχλεύεις
- κἀναμυχθίζω
- Κανά (ἡ)
- Καναναῖος, α, ον
- κἀνάπαυλαν
- κἀναρίθμητος
- κἀναστήσεις
- Καναστραῖος, α, ον
- Κάναστρον, ου (τό)
- καναχέω-ῶ
- καναχή, ῆς (ἡ)
- καναχήπους, ποδος
- καναχής, ής, ές
- καναχίζω
- Κανδάκη, ης (ἡ)
- κάνδαυλος, ου (ὁ)
- κάνδυς, υος (ὁ)
- κάνειον, ου (τό)
- κἀνεκουφίσθην
- κἀνέλπιστον
- κἀνεμοέντων, κἀνέμων
- κάνεον, ου (τό)
- κἀνέπιπτε
- κἀνέπνευσε
- κἀνέπτυε
- κἀνεστήσατε
- κἀνεσώσατο
- κἄνευ
- κἀνεχαίτισεν
- κἀνήρετο
- κάνης, ητος (ὁ)
- κανηφορέω-ῶ
- κανηφόρος, ος, ον
- κἀνθάδε
- κανθάριον, ου (τό)
- κάνθαρος, ου (ὁ)
- Κανθαρώλεθρον, ου (τό)
- κἄνθεν, κἀντεῦθεν
- κανθήλια, ων (τά)
- κανθήλιος, ου
- κἀνθρώπων
- κἀνιαύσιος
- κάννα, ης (ἡ)
- κάνναβις, εως (ἡ)
- κάνναθρον
- καννεύσας
- κἀννεώσασθαι
- κἀνόνητα
- κανονίζω
- κανονιστέον
- κἀνταῦθα
- κἀντεδεξάμην
- κἀντεῦθεν
- κἀντί
- κἀντιβάς
- κἀντιδώσεις
- κανῶ
- κανών, όνος (ὁ)
- κἄξ
- κἀξάγγελλε
- κἀξακριβῶσαι
- κἀξαμῶν
- κἀξαναγκάζεις
- κἀξανευρίσκεις
- κἀξαρκοῦντα
- κἀξέβαλλες
- κἀξεθρεψάμην
- κἀξεκηρύχθην
- κἀξέλεγχε
- κἀξελευθεροστομεῖς
- κἀξελήλακεν
- κἀξενέγκωμαι
- κἀξεπεύξασθαι
- κἀξεπίστασθον
- κἀξερημῶσαι
- κἄξεστιν
- κἀξέσωσα
- κἀξευρίσκετε
- κἀξίδρυσον
- κἀξισώσαντε
- κἀξιχνοσκοπούμενος
- κἀξίως
- κἀξομοιοῦσθαι
- κἀξονειδισθείς
- κἀξορθιάζων
- κἀξορμώμενον
- κἄξω
- κάπ
- κἀπό 1
- κἀπαναίρονται, κἀπαναιρο
- κἀπαναστάσεις
- Καπανεύς, έως (ὁ)
- Καπανηϊός, α, ον
- κἀπάξομαι
- κἀπαπειλῶν
- κἀπαράσασθαι
- κἀπάτωρ
- κἀπέδειξαν
- κἀπεί
- κἄπειτα
- κἀπέκλεισε
- κἀπεκύρωσεν
- κἀπελύσατο
- κἀπεμπόμην
- κἀπέσκηψε
- κἀπεστέναξεν
- κἀπεστράτευσα
- κἀπεσύλησεν
- κάπετος, ου (ἡ)
- κἀπεύχεται
- κἀπεχειρήσας
- κἀπεχώρησεν
- κάπη, ης (ἡ)
- καπηλεῖον, ου (τό)
- καπηλεύω
- καπηλικός, ή, όν
- καπηλικῶς
- καπηλίς, ίδος (ἡ)
- κάπηλος, ου (ὁ)
- κἀπί
- κἀπιβοᾶται
- κἀπιβουλευτοῦ
- κἀπιδαυρίας
- κἀπιδεῆ
- κἀπιδεσπόζει
- κἀπιθές
- καπίθη, ης (ἡ)
- κἀπιθοάζουσα
- κἀπιθοάζω
- κἀπιθυμιάματα
- κἀπιθωΰζω
- κἀπικηρεύμασι
- κἀπικινδύνως
- κἀπικουρίας
- κἀπικωκύω
- κἀπίληπτος
- κἀπίμομφα
- κἀπιπείσομαι
- κἀπίσημος
- κἀπιστρατεύειν
- κἀπιτηδεύειν
- κἀπιτιμία
- κἀπιτυμβίους
- Καπιτώλιον, ου (τό)
- καπιτώλιος, α, ον
- κἀπιχωρίοις
- καπνιάω-ῶ
- καπνίζω
- καπνοδόκη, ης (ἡ)
- καπνοειδής, ής, ές
- καπνός, οῦ (ὁ)
- καπνώδης, ης, ες
- κἀπό 2
- κἀποδύρασθαι
- κἀποδύρομαι
- κἀποθαυμάσαι
- κἀποθραύει
- κἀποκλαύσασθαι
- κἀπολακτίσασα
- κἀπολολύξω
- κἀπόλωλα
- κἀπονείδιστον
- κἀπονοσφίσαι
- κἀπόνῳ
- κἀπόπληκτος
- κἀποστήσομαι
- κἀποσῴζοντας
- κἀποτρέπομαι
- κἀπόφημι
- κἀποφθίνει
- κἀποφράγνυμαι
- Καππαδόκης, ου (ὁ)
- Καππαδοκία, ας (ἡ)
- Καππάδοξ, οκος
- καππάριον, ου (τό)
- κάππαρις, εως (ἡ)
- καππεδίον
- κάππεσον
- κἀπράϋνεν
- καπράω-ῶ
- κάπριος, ος, ον
- κἀπρομηθήτων
- κάπρος, ου (ὁ)
- κἀπροσήγορον
- κάπτω
- καπυρός, ά, όν
- κἀσθενῆ
- κάρ1 (τό)
- κάρ2
- κάρ3
- Κάρ4,
- κάρα (τό)
- κάρᾳ, κάραν
- κάραβος, ου (ὁ)
- καραβοπρόσωπος, ος, ον
- καραδοκέω-ῶ
- καραδοκία, ας (ἡ)
- κάρανον, ου (τό)
- κάρανος, ου (ὁ)
- καρανόω-ῶ
- κάρατομος, ος, ον
- καρβάν, ᾶνος
- κάρβανος, ος, ον
- καρβατίνη, ης (ἡ)
- κἀργήστης
- κἀργόθεν
- κἀργυροστερῇ
- καρδαμίς, ίδος (ἡ)
- κάρδαμον, ου (τό)
- καρδία, ας (ἡ)
- καρδίη, ης (ἡ)
- καρδιογνώστης, ου
- καρδιόδηκτος, ος, ον
- καρδιουλκέω-ῶ
- κάρδοπος, ου (ἡ)
- Καρδοῦχοι, ων (οἱ)
- κἀρετήν
- κάρη
- κάρηαρ, καρήατος (τό)
- καρηβαρέω-ῶ
- καρηκομάω
- κάρηνον, ου (τό)
- κάρητος, κάρητι
- Καρία, ας (ἡ)
- Καρικός, ή, όν
- Καρίνη, ης (ἡ)
- Κάριος, ου (ὁ)
- κάρις, ῖδος (ἡ)
- Καρίων, ωνος (ὁ)
- καρκαίρω
- καρκινάς, άδος (ἡ)
- καρκινοειδής, ής, ές
- καρκίνος, ου (ὁ)
- καρκινόχειρ, -χειρος
- καρκινώδης, ης, ες
- καρκίνωμα, ατος (τό)
- Κάρνεια, ων (τά)
- Καρνεῖος, ου (ὁ)
- καρός1, ου (ὁ)
- καρός2
- Καρός3
- καρόω-ῶ
- καρπαία, ας (ἡ)
- καρπάλιμος, ος, ον
- καρπαλίμως
- κάρπιμος, ος, ον
- καρπογονέω-ῶ
- καρπογονία, ας (ἡ)
- καρπογόνος, ος, ον
- καρπόδεσμα, ων (τά)
- Κάρπος, ου (ὁ)
- καρπός1, οῦ (ὁ)
- καρπός2, οῦ (ὁ)
- καρποτελής, ής, ές
- καρποφορέω-ῶ
- καρποφόρος, ος, ον
- καρπόω-ῶ
- κάρπωμα, ατος (τό)
- κάρπωσις, εως (ἡ)
- κάρρα
- κἀρράχιζε
- καρρέζουσα
- κἄρριψεν
- κἀρρυσιάστους
- κἀρσένων
- κάρσιος, α, ον
- κάρτα
- καρτάζωνος, ου (ὁ)
- καρτερέω-ῶ
- καρτερία, ας (ἡ)
- καρτερικός, ή, όν
- καρτερόθυμος, ος, ον
- καρτερός, ά, όν
- καρτερῶς
- κάρτιστος, η, ον
- κάρτος, εος-ους (τό)
- καρτύνω
- καρύα, ας (ἡ)
- Καρύαι, ῶν (αἱ)
- καρυατίζω
- Καρυᾶτις, ιδος
- καρυκεία, ας (ἡ)
- καρυκεύω
- καρύκη, ης (ἡ)
- καρύκινος, η, ον
- κάρυον, ου (τό)
- καρυοναύτης, ου
- καρφαλέος, α, ον
- κάρφη, ης (ἡ)
- κάρφος, εος-ους (τό)
- κάρφω
- καρχαλέος, α, ον
- καρχαρόδους, ους, ουν
- κάρχαρος, ος, ον
- καρχηδονίζω
- Καρχηδόνιος, α, ον
- Καρχηδών, όνος (ἡ)
- καρχήσιον, ου (τό)
- κάρψε
- κασαλβάς, άδος (ἡ)
- Κασάνδρα, Κασάνδρη, Κάσαν
- κασᾶς, οῦ (ὁ)
- κἀσαφῆ
- κἀσήμηνεν
- κἀσθενεῖς
- κἀσθλός
- κασία, ας (ἡ)
- κασιγνήτη, ης (ἡ)
- κασίγνητος, ου (ὁ, ἡ)
- κασίγνητος, ος, ον
- κάσις, ιος (ὁ, ἡ)
- Κάσπιος, α, ον
- Κασσάνδρα, ας (ἡ)
- Κασάνδρα, ας (ἡ)
- κασσιτέρινος, η, ον
- κασσίτερος, ου (ὁ)
- κάσσυμα, ατος (τό)
- κασσύω,
- κἀστ’
- Κασταλία, ας (ἡ)
- κἄστεψα
- κἄστην
- κἄστιν
- κἀστόν
- Καστόρειος, ος, ον
- καστορίς, ίδος (ἡ)
- καστορνύσα
- κάστωρ, ορος (ὁ)
- κἀσφαλῆ
- κάσχεθε
- κἀσχρῶν
- κἆτ’
- κατά
- κάτα
- κἆτα
- κατάβα
- καταβαίνω
- καταβάλλω
- καταβάπτω
- καταβαρέω-ῶ
- καταβαρύνω
- καταβάς
- καταβασία, ας (ἡ)
- κατάβασις, εως (ἡ)
- καταβασκαίνω
- καταβασμός, οῦ (ὁ)
- καταβατέον
- καταβαυκαλάω-ῶ
- καταβεβαιόομαι-οῦμαι
- καταβεβαίωσις, εως (ἡ)
- καταβεβλημένως
- καταβείομεν
- κατάβηθι
- καταβιάζω
- καταβιβάζω
- καταβιβαστέος, α, ον
- καταβιβρώσκω
- καταβιόω-ῶ
- καὐτοῦ
- καταβλάπτω
- καταβλέπω
- καταβλώσκω
- καταβοάω-ῶ
- καταβοή, ῆς (ἡ)
- καταβόησις, εως (ἡ)
- καταβολή, ῆς (ἡ)
- καταβορβορόω-ῶ
- καταβορβόρωσις, εως (ἡ)
- καταβραβεύω
- καταβρόχω
- καταβυρσόω-ῶ
- καταβυσσόω-ῶ
- καταβώσομαι
- καταγαγεῖν
- κατάγαιος, ος, ον
- καταγγελεύς, έως (ὁ)
- καταγγελία, ας (ἡ)
- καταγγέλλω
- κατάγγελτος, ος, ον
- κατάγειος, ος, ον
- καταγείς
- καταγέλαστος, ος, ον
- καταγελάστως
- καταγελάω-ῶ
- κατάγελως, ωτος (ὁ)
- καταγέμω
- καταγηράσκω
- καταγηράω-ῶ
- καταγίγνομαι
- καταγιγνώσκω
- καταγίζω
- καταγινέω
- καταγίνομαι
- καταγινώσκω
- κατάγλωσσος, ος, ον
- κάταγμα, ατος (τό)
- κατάγνυμι
- καταγνύω
- καταγνυπόω-ῶ
- κατάγνωσις, εως (ἡ)
- καταγνωστέον
- καταγοητεύω
- καταγόρευσις, εως (ἡ)
- καταγορεύω
- καταγραφή, ῆς (ἡ)
- κατάγραφος, ος, ον
- καταγράφω
- καταγυμνάζω
- κατάγχω
- κατάγω
- καταγωγή, ῆς (ἡ)
- καταγώγιον, ου (τό)
- καταγωνίζομαι
- καταδαίνυμαι
- καταδαίομαι
- καταδακρύω
- καταδαμάζω
- καταδαπανάω-ῶ
- καταδάπτω
- καταδαρθάνω
- καταδεής, ής, ές
- καταδείκνυμι
- καταδειλιάω-ῶ
- καταδειπνέω-ῶ
- κατάδειπνον, ου (τό)
- καταδέξας
- καταδέομαι1
- καταδέομαι2-οῦμαι
- καταδέρκομαι
- κατάδεσις, εως (ἡ)
- καταδεύω
- καταδέχομαι
- καταδέω1-ῶ
- καταδέω2-ῶ
- καταδεῶς
- κατάδηλος, ος, ον
- καταδημαγωγέω-ῶ
- καταδημοβορέω-ῶ
- καταδιαιτάω-ῶ
- καταδιαφθείρω
- καταδίδωμι
- καταδικάζω
- καταδίκη, ης (ἡ)
- καταδιφθερόω-ῶ
- καταδιώκω
- καταδοκέω-ῶ
- καταδολεσχέω-ῶ
- καταδοξάζω
- καταδουλόω-ῶ
- καταδούλωσις, εως (ἡ)
- κατάδουπος, ου (ὁ)
- καταδραθῶ
- καταδραμεῖν
- καταδρέπω
- καταδρομή, ῆς (ἡ)
- καταδυναστεύω
- καταδύνω
- καταδύσεο
- κατάδυσις, εως (ἡ)
- καταδυσωπέω-ῶ
- καταδύω
- κατᾴδω
- καταδωροδοκέω-ῶ
- καταείδω
- καταειμένος
- καταείσατο
- καταέννυμι
- καταζαίνω
- καταζάω-ῶ
- καταζεύγνυμι
- κατάζευξις, εως (ἡ)
- καταζήνασκον
- καταζώννυμι
- καταθάλπω
- καταθαμβέομαι-οῦμαι
- καταθάπτω
- καταθαρσύνω
- καταθεάομαι-ῶμαι
- καταθεῖναι
- καταθέλγω
- κατάθελξις, εως (ἡ)
- κατάθεμα, ατος (τό)
- καταθεματίζω
- κατάθεσθαι
- καταθέω
- καταθήκη, ης (ἡ)
- καταθηλύνω
- καταθλέω-ῶ
- καταθλίβω
- καταθνῄσκω
- καταθνητός, ή, όν
- καταθοινάομαι-ῶμαι
- καταθρασύνομαι
- καταθραύω
- καταθρηνέω-ῶ
- καταθρῴσκω
- καταθυμέω-ῶ
- καταθύμιος, α, ον
- καταθύω
- καταθωρακίζω
- καταιβασία, ας (ἡ)
- καταιβάτης, ου
- καταιβατός, ή, όν
- καταιγίζω
- καταιγίς, ίδος (ἡ)
- καταιγισμός, οῦ (ὁ)
- καταιδέω-ῶ
- καταιθαλόω-ῶ
- καταίθω
- καθαικίζω
- καταίνεσις, εως (ἡ)
- καταινέω-ῶ
- καταιονάω-ῶ
- καταιόνημα, ατος (τό)
- καταιόνησις, εως (ἡ)
- καταιρέω-ῶ
- καταίρω
- καταισθάνομαι
- καταίσιος, ος, ον
- καταΐσσω
- καταισχυντήρ, ῆρος (ὁ)
- καταισχύνω
- καταΐσχω
- καταιτιάομαι-ῶμαι
- καταιτίασις, εως (ἡ)
- καταῖτυξ, υγος (ἡ)
- κατακαήσομαι
- κατακαίνω
- κατακαίω
- κατακαλέω-ῶ
- κατακαλύπτω
- κατακάμπτω
- κατακάρφω
- κατακαύσω
- κατακαύτης, ου (ὁ)
- κατακαυχάομαι-ῶμαι
- κατακάω
- κατακεαίνω
- κατακείαται
- κατάκειμαι
- κατακείρω
- κατακείω
- κατακεκονότες
- κατεκέκριτο
- κατακεντάννυμι
- κατακεντίζω
- κατακεράννυμι
- κατακεραυνόω-ῶ
- κατακερδαίνω
- κατακερτομέω-ῶ
- κατακῆαι
- κατακηλέω-ῶ
- κατακηλητικός, ή, όν
- κατακήομεν
- κατακηρόω-ῶ
- κατακηρύσσω
- κατακλᾴζω
- κατακλαίω
- κατακλάω1-ῶ
- κατακλάω2
- κατακλείς, εῖδος (ἡ)
- κατάκλειστος, ος, ον
- κατακλείω
- κατακληΐω
- κατακληροδοτέω-ῶ
- κατακληρονομέω-ῶ
- κατακληρουχέω-ῶ
- κατακληρόω-ῶ
- κατακλῄω
- κατακλινοβατής, ής, ές
- κατακλίνω
- κατάκλισις, εως (ἡ)
- κατακλύζω
- κατακλυσμός, οῦ (ὁ)
- κατακνίζω
- κατακοιμάσει
- κατακοιμάω-ῶ
- κατακοιμίζω
- κατακοιμιστής, οῦ (ὁ)
- κατακοινωνέω-ῶ
- κατακολουθέω-ῶ
- κατακολπίζω
- κατακολυμβάω-ῶ
- κατακομιδή, ῆς (ἡ)
- κατακομίζω
- κατάκομος, ος, ον
- κατακονά, ᾶς (ἡ)
- κατακονδυλίζω
- κατακοντίζω
- κατάκοπος, ος, ον
- κατακόπτω
- κατακορέννυμι
- κατακορής, ής, ές
- κατάκορος, ος, ον
- κατακόρως
- κατακοσμέω-ῶ
- κατακόσμησις, εως (ἡ)
- κατακούω
- κατάκρας
- κατακράσις, εως (ἡ)
- κατακρατέω-ῶ
- κατακρέμαμαι
- κατακρεμάννυμι
- κατακρεουργέω-ῶ
- κρῆθεν
- κατακρημνίζω
- κατάκριμα, ατος (τό)
- κατακρίνω
- κατάκρισις, εως (ἡ)
- κατάκριτος, ος, ον
- κατακρύπτω
- κατακρυφή, ῆς (ἡ)
- κατακτάμεν, κατακτάμεναι
- κατακτάομαι-ῶμαι
- κατακτείνω
- κατάκτησις, εως (ἡ)
- κατακυβεύω
- κατακυβιστάω-ῶ
- κατακυκλόω-ῶ
- κατακυλίνδω
- κατακύπτω
- κατακυριεύω
- κατακυρόω-ῶ
- κατακωλύω
- κατακωχή, ῆς (ἡ)
- κατακώχιμος, ος, ον
- καταλαγχάνω
- καταλαζονεύομαι
- καταλαλέω-ῶ
- καταλαλία, ας (ἡ)
- κατάλαλος, ος, ον
- καταλαμβάνω
- καταλαμπτέος, α, ον
- καταλάμπω
- καταλαμφθείς
- καταλάμψομαι
- καταλγέω-ῶ
- καταλεαίνω
- καταλέγμενος
- καταλέγομαι
- καταλέγω
- καταλείβω
- κατάλειμμα, ατος (τό)
- καταλίπεσκε
- καταλείπω
- καταλείφω
- καταλελάβηκα
- καταλελειμμένος
- καταλεύω
- καταλήγω
- καταλήθομαι
- καταληκτικῶς
- καταληπτέος
- καταληπτικός, ή, όν
- καταληπτικῶς
- καταληπτός, ή, όν
- κατάληψις, εως (ἡ)
- καταλιθάζω
- καταλιπαρέω-ῶ
- καταλλαγή, ῆς (ἡ)
- καταλλακτικός, ός, όν
- καταλλάσσω
- καταλοάω-ῶ
- καταλογάδην
- καταλογεύς, έως (ὁ)
- καταλογίζομαι
- κατάλογος, ου (ὁ)
- κατάλοιπος, ος, ον
- καταλοφάδεια
- καταλοχίζω
- καταλοχισμός, οῦ (ὁ)
- καταλυμαίνομαι
- κατάλυμα, ατος (τό)
- καταλύσιμος, ος, ον
- κατάλυσις, εως (ἡ)
- καταλύτης, ου (ὁ)
- καταλύω
- καταμαγεύω
- καταμαλακίζω
- καταμαλάσσω
- καταμανθάνω
- καταμαντεύομαι
- καταμάομαι-ῶμαι
- καταμαραίνω
- καταμαργέω
- καταμάρπτω
- καταμαρτυρέω-ῶ
- καταμάσσω
- καταμάχομαι
- καταμβλύνω
- καταμεθύσκω
- καταμελέω-ῶ
- κατάμεμπτος, ος, ον
- καταμέμφομαι
- κατάμεμψις, εως (ἡ)
- καταμένω
- καταμερίζω
- καταμετρέω-ῶ
- καταμηνύω
- καταμιαίνω
- καταμίγνυμι
- καταμιγνύω
- κατάμιξις, εως (ἡ)
- καταμίσγω
- καταμισθοφορέω-ῶ
- καταμνημονεύω
- κατάμομφος, ος, ον
- καταμόνας
- καταμονομαχέω-ῶ
- καταμπέχω
- καταμύνομαι
- κατάμυσις, εως (ἡ)
- καταμύσσω
- καταμύω
- καταναγκάζω
- κατανάθημα, ατος (τό)
- καταναθεματίζω
- Καταναῖοι, ων (οἱ)
- καταναίω
- καταναλίσκω
- κατανάλωσις, εως (ἡ)
- καταναρκάω-ῶ
- κατανασκύλλω
- κατανάσσω
- καταναυμαχέω-ῶ
- κατανείφω
- κατανέμω
- κατανεύω
- κατανεφόω-ῶ
- κατανέω-ῶ
- κατάνη, ης (ἡ)
- κατανθρακόω-ῶ
- κατανίφω
- κατανοέω-ῶ
- κατανόησις, εως (ἡ)
- κατάνομαι
- κάταντα
- καταντάω-ῶ
- κατάντης, ης, ες
- καταντία
- καταντικρύ
- καταντίον
- καταντιπέραν
- καταντιπέρας
- καταντλέω-ῶ
- κατάνυξις, εως (ἡ)
- κατανύσσω
- κατανυστάζω
- κατανύτω
- κατανύω
- κατανωτίζομαι
- καταξαίνω
- καταξέμεν
- καταξενόω-ῶ
- καταξέω
- κατάξηρος, ος, ον
- κατάξιος, ος, ον
- καταξιόω-ῶ
- καταξίως
- καταξύω
- καταπαγίως
- καταπακτή, ῆς
- καταπαλαίω
- καταπάλλω
- καταπάλτης, ου (ὁ)
- καταπάσσω
- καταπατέω-ῶ
- καταπάττω
- κατάπαυμα, ατος (τό)
- κατάπαυσις, εως (ἡ)
- καταπαύω
- καταπειθής, ής, ές
- καταπείθω
- καταπειλέω-ῶ
- καταπειράζω
- καταπειρητηρίη, ης (ἡ)
- καταπέλτης, ου (ὁ)
- καταπεμπτέος, α, ον
- καταπέμπω
- καταπεπταμένος
- κατάπερ
- καταπέρδω
- καταπέσσω
- καταπεσών
- καταπετάννυμι
- καταπέτασμα, ατος (τό)
- καταπέτομαι
- καταπετρόω-ῶ
- καταπέττω
- καταπεφνεῖν
- καταπεφρονηκότως
- καταπήγνυμι
- καταπηδάω-ῶ
- καταπιαίνω
- καταπιεῖν, καταπίῃ
- καταπίμπρημι
- καταπίνω
- καταπιπράσκω
- καταπίπτω
- καταπισσόω-ῶ
- καταπιστεύω
- καταπιστόομαι-οῦμαι
- καταπίστωσις, εως (ἡ)
- καταπιττόω-ῶ
- κατάπλασμα, ατος (τό)
- καταπλάσσω
- καταπλαστός, ή, όν
- καταπλαστύς, ύος (ἡ)
- καταπλέκω
- καταπλέω
- κατάπλεως, ως, ων
- καταπληκτικός, ή, όν
- καταπλήξ, ῆγος
- καταπλήσσω
- κατάπλοος-ους, όου-ου (ὁ)
- καταπλουτίζω
- καταπλύνω
- καταπλώω
- καταπνέω
- καταπνίγω
- καταποθῆναι
- καταπολεμέω-ῶ
- καταπολιτεύομαι
- καταπονέω-ῶ
- κατάπονος, ος, ον
- καταποντίζω
- καταποντισμός, οῦ (ὁ)
- καταποντιστής, οῦ (ὁ)
- καταποντόω-ῶ
- καταπόρνευσις, εως (ἡ)
- καταπορνεύω
- καταπράσσω
- καταπραΰνω
- καταπρηνής, ής, ές
- καταπρίω
- καταπροδίδωμι
- καταπροΐξομαι
- καταπτακών
- καταπτάμενος
- κατάπτερος, ος, ον
- καταπτήσσω
- καταπτήσομαι
- καταπτίσσω
- καταπτοέω-ῶ
- καταπτοῖο
- κατάπτομαι
- κατάπτυστος, ος, ον
- καταπτύω
- κατάπτωμαι
- καταπτώσσω
- καταπτωχεύω
- καταπύθω
- κατάρα, ας (ἡ)
- καταράομαι-ῶμαι
- κατάρας
- καταράσσω
- κατάρατος, ος, ον
- καταργέω-ῶ
- κάταργμα, ατος (τό)
- κατάργυρος, ος, ον
- καταργυρόω-ῶ
- καταρέομαι
- καταριγηλός, ή, όν
- καταριθμέω-ῶ
- καταρκέω-ῶ
- καταρκτικός, ή, όν
- καταρνέομαι-οῦμαι
- καταρρᾳθυμέω-ῶ
- καταρραίνω
- καταρρακόω-ῶ
- καταρράκτης, ου
- καταρράπτω
- καταρράσσω
- κατάρραφος, ος, ον
- καταρρέζω
- καταρρεπής, ής, ές
- καταρρέπω
- καταρρέω
- καταρρήγνυμι
- καταρρηγνύω
- καταρρητορεύω
- κατάρριζος, ος, ον
- καταρριζόω-ῶ
- καταρρινάω-ῶ
- καταρρίπτω
- καταρροή, ῆς (ἡ)
- κατάρροια, ας (ἡ)
- κατάρροος, ος, ον
- καταρροφέω-ῶ
- καταρρυής, ής, ές
- καταρρυπαίνω
- κατάρρυτος, ος, ον
- καταρρωδέω-ῶ
- καταρρώξ, ῶγος
- κάταρσις, εως (ἡ)
- καταρτάω-ῶ
- καταρτίζω
- κατάρτισις, εως (ἡ)
- καταρτισμός, οῦ (ὁ)
- κατάρτυσις, εως (ἡ)
- καταρτύω
- καταρχαιρεσιάζω
- κατάρχω
- κατασβέννυμι
- κατασβεστέον
- κατασβολόω-ῶ
- κατασείω
- κατασεύομαι
- κατασημαίνω
- κατασήπω
- κατασθμαίνω
- κατασιγάζω
- κατασιγάω-ῶ
- κατασιτέομαι-οῦμαι
- κατασιωπάω-ῶ
- κατασιωπητέον
- κατασκάπτω
- κατασκαφή, ῆς (ἡ)
- κατασκαφής, ής, ές
- κατασκεδάννυμι
- κατασκεδῶ
- κατασκελετεύω
- κατασκελής, ής, ές
- κατασκέλλω
- κατασκέπτομαι
- κατασκευάζω
- κατασκευαστέος, α, ον
- κατασκευαστικός, ή, όν
- κατασκευαστός, ή, όν
- κατασκευή, ῆς (ἡ)
- κατασκέω-ῶ
- κατασκηνάω-ῶ
- κατασκηνόω-ῶ
- κατασκήνωμα, ατος (τό)
- κατασκήνωσις, εως (ἡ)
- κατασκήπτω
- κατασκιάζω
- κατασκιάω-ῶ
- κατασκίδναμαι
- κατασκιρτάω-ῶ
- κατασκοπέω-ῶ
- κατασκοπή, ῆς (ἡ)
- κατασκοπικός, ή, όν
- κατάσκοπος, ου (ὁ)
- κατασκώπτω
- κατασμικρύνω
- κατασμύχω
- κατασοφίζομαι
- κατασπάζομαι
- κατασπαράσσω
- κατασπασμός, οῦ (ὁ)
- κατασπάω-ῶ
- κατασπείρω
- κατάσπεισις, εως (ἡ)
- κατασπένδω
- κατασπέρχω
- κατασπεύδω
- κατασποδέω-ῶ
- κατασπουδάζω
- καταστάζω
- κατασταθήσομαι
- καταστασιάζω
- κατάστασις, εως (ἡ)
- καταστατέον
- καταστάτης, ου
- καταστατικός, ή, όν
- καταστεγάζω
- καταστέγασμα, ατος (τό)
- κατάστεγος, ος, ον
- καταστέλλω
- καταστένω
- καταστερίζω
- καταστεφής, ής, ές
- καταστέφω
- κατάστημα, ατος (τό)
- καταστηματικός, ή, όν
- καταστίζω
- καταστοιχειόω-ῶ
- καταστοιχίζω
- καταστολή, ῆς (ἡ)
- καταστολίζω
- καταστομίζω
- καταστορέννυμι
- καταστόρνυμι
- καταστράπτω
- καταστρατηγέω-ῶ
- καταστρατοπεδεία, ας (ἡ)
- καταστρατοπεδεύω
- καταστρεβλόω-ῶ
- καταστρέφω
- καταστρηνιάω-ῶ
- καταστροφή, ῆς (ἡ)
- κατάστρωμα, ατος (τό)
- καταστρώννυμι
- καταστυγέω-ῶ
- καταστύφω
- κατασυβωτέω-ῶ
- κατασύρω
- κατασφάζω
- κατασφάττω
- κατασφίγγω
- κατασφραγίζω
- κατασχεῖν
- κατάσχεσις, εως (ἡ)
- κατάσχετος, ος, ον
- κατασχηματίζω
- κατασχίζω
- κατασχολάζω
- κατασχολέομαι-οῦμαι
- κατασωρεύω
- κατασώχω
- κατάταξις, εως (ἡ)
- καταταράσσω
- κατάτασις, εως (ἡ)
- κατατάσσω
- καταταχέω-ῶ
- κατατείνω
- κατατέμνω
- κατάτεχνος, ος, ον
- κατατήκω
- κατατίθημι
- κατατιτράω-ῶ
- κατατιτρώσκω
- κατατομή, ῆς (ἡ)
- κατατοξεύω
- κατατραυματίζω
- κατατρέχω
- κατάτρησις, εως (ἡ)
- κατατρίβω
- κατατροπόω-ῶ
- κατατρυφάω-ῶ
- κατατρύχω
- κατατρύω
- κατατρώγω
- κατατρωματίζω
- καταυγάζω
- καταυγασμός, οῦ (ὁ)
- καταυδάω-ῶ
- καταῦθι
- καταυλέω-ῶ
- καταυλίζομαι
- καταυτόθι
- καταυχέω-ῶ
- καταφαίνω
- καταφάνεια, ας (ἡ)
- καταφανής, ής, ές
- καταφανῶς
- κατάφαρκτος, ος, ον
- καταφαρμακεύω
- καταφαρμάσσω
- καταφατίζω
- καταφατικός, ή, όν
- καταφαυλίζω
- καταφερής, ής, ές
- καταφέρω
- καταφεύγω
- καταφευκτέον
- κατάφημι
- καταφημίζω
- καταφθάνω
- καταφθατέομαι-οῦμαι
- καταφθείρω
- καταφθίμενος
- καταφθίνω
- καταφθίω
- καταφθορά, ᾶς (ἡ)
- καταφιλέω-ῶ
- καταφιλοσοφέω-ῶ
- καταφλέγω
- κατάφλεξις, εως (ἡ)
- καταφοβέω-ῶ
- κατάφοβος, ος, ον
- καταφοιτάω-ῶ
- καταφονεύω
- καταφορά, ᾶς (ἡ)
- καταφορέω-ῶ
- καταφράζω
- κατάφρακτος, ος, ον
- καταφράσσω
- καταφρονέω-ῶ
- καταφρόνημα, ατος (τό)
- καταφρόνησις, εως (ἡ)
- καταφρονητής, οῦ (ὁ)
- καταφρονητικός, ή, όν
- καταφρονητικῶς
- καταφρυάττομαι
- καταφυγγάνω
- καταφυγή, ῆς (ἡ)
- καταφυτεύω
- κατάφυτος, ος, ον
- καταφύω
- καταφωράω-ῶ
- κατάφωρος, ος, ον
- καταχαίρω
- καταχαλαζάω-ῶ
- καταχαλκεύω
- κατάχαλκος, ος, ον
- καταχαρίζομαι
- καταχειροτονέω-ῶ
- καταχέω
- καταχθείς
- καταχθόνιος, ος, ον
- καταχορδεύω
- καταχορεύω
- καταχορηγέω-ῶ
- καταχράω-ῶ
- καταχρήσασθαι
- κατάχρυσος, ος, ον
- καταχρυσόω-ῶ
- καταχρώννυμι
- καταχωνεύω
- καταχώννυμι
- καταχωρέω-ῶ
- καταχωρίζω
- καταψάλλω
- καταψάω-ῶ
- καταψεκάζω
- καταψεύδομαι
- καταψευδομαρτυρέω-ῶ
- καταψηλαφάω-ῶ
- καταψηφίζω
- καταψήφισις, εως (ἡ)
- καταψηφιστέον
- καταψήχω
- καταψιθυρίζω
- κατάψυξις, εως (ἡ)
- καταψύχω
- κατέαγα, κατεάγην, κατέαξ
- κατέαται
- κατέβαν
- κατεβλακευμένως
- καταβλακεύω
- κατεγγυάω-ῶ
- κατεγήρα
- κατεδάρθην
- κατεδήδοκα, κατέδομαι
- κατέδραθον
- κατέδραμον
- κατέδυν
- κατεδύσετο
- κατέδω
- κατεηγώς
- κατείβω
- κατεῖδον
- κατείδωλος, ος, ον
- κατεικάζω
- κατειλέω-ῶ
- κατειλημμένος
- κατειλίχατο
- κατείλοχα
- κάτειμι
- κατεῖναι
- κατεῖπα
- κατειργαθόμην
- κατείργνυμι
- κατείργω
- κατειρύω
- κατειρωνεύομαι
- κατεκάην
- κατέκανον
- κατεκέατο
- κατέκταθεν
- κατελάμφθην
- κατελαύνω
- κατελεέω-ῶ
- κατέλεκτο
- κατελεύσομαι
- κἀτελεύτητος
- κατελίσσω
- κἀτελῆ
- κατελπίζω
- κατεμέω-ῶ
- κατεναίρω
- κατέναντι
- κατεναντίον
- κατεναρίζω
- κατένασσα, κατενασσάμην
- κατενεχθείς
- κατένηρα, κατενηράμην
- κατενιαύσιος, ου (ὁ)
- κατεντείνομαι
- κατενώπιον
- κατεξαναστατικός, ή, όν
- κατεξανίσταμαι
- κατεξουσία, ας (ἡ)
- κατεξουσιάζω
- κατεπαγγέλλομαι
- κατεπάγω
- κατεπάλμενος, κατέπαλτο
- κατεπείγω
- κατεπέστησαν
- κατέπεφνον
- κατέπηκτο
- κατεπιδείκνυμαι
- κατεπιορκέω-ῶ
- κατεπλάγην
- κατεπόθην
- κατέπτην
- κατεργάζομαι
- κατερείκω
- κατερείπω
- κατέρεξα
- κατερέφω
- κατερέω
- κατερημόω-ῶ
- κατερήριπα
- κατερητύω
- κατερυκάνω
- κατερύκω
- κατερύω
- κατέρχομαι
- κατερῶ
- κατεσθίω
- κατέσκληκα
- κατεσπευσμένως
- κατέσσυτο
- κατεστραμμένος
- κατεστραμμένως
- κατεστράφατο
- κατέσχεθον
- κατέσχον
- κάτευγμα, ατος (τό)
- κατευημερέω-ῶ
- κατευθύνω
- κατευλογέω-ῶ
- κατευνάζω
- κατευνασμός, οῦ (ὁ)
- κατευναστής, οῦ
- κατευνάω-ῶ
- κατευορκέω-ῶ
- κατευστοχέω-ῶ
- κατευτελίζω
- κατευτρεπίζω
- κατευτυχέω-ῶ
- κατευφημέω-ῶ
- κατευχή, ῆς (ἡ)
- κατεύχομαι
- κατευωχέω-ῶ
- κατεφάλλομαι
- κατεφίστημ
- κατέχευα
- κατέχυντο
- κατέχω
- κατηγεμών, κατηγέομαι
- κατηγορέω-ῶ
- κατηγόρημα, ατος (τό)
- κατηγορητέον
- κατηγορία, ας (ἡ)
- κατηγορικός, ή, όν
- κατήγορος, ου (ὁ)
- κατήγωρ, ορος (ὁ)
- κατῆκα
- κατήκοος, οος, οον
- κατήκω
- κατῆλιψ, ιφος (ὁ)
- κατήλεσα
- κατηλογέω-ῶ
- κάτημαι
- κατήνεγκα
- κατήνεμος, ος, ον
- κατηπιάομαι-ῶμαι
- κατῆρα
- κατηρεμίζω
- κατηρεφής, ής, ές
- κατήρης, ης, ες
- κατήριπον
- κατῆστο
- κατήφεια, ας (ἡ)
- κατηφέω-ῶ
- κατηφής, ής, ές
- κατηφών, όνος
- κατηφιάω-ῶ
- κατηχέω-ῶ
- κάτθανον
- καθᾶψαι
- κατθέμεθα
- κἄτι
- κατίεμαι
- κατίζω
- κατίημι
- κατιθύνω
- κατικετεύω
- κατιλλώπτω
- κατιλύω
- κατίμεν
- κατιόομαι-οῦμαι
- κατιππάζομαι
- κατιρόω
- κατίστημι
- κατίσχεαι
- κατισχναίνω
- κατισχύω
- κατίσχω
- κατίσω
- κάτοδος, ου (ἡ)
- κάτοιδα
- κατοίησις, εως (ἡ)
- κατοικέω-ῶ
- κατοίκησις, εως (ἡ)
- κατοικητήριον, ου (τό)
- κατοικία, ας (ἡ)
- κατοικίδιος, ος, ον
- κατοικίζω
- κατοίκισις, εως (ἡ)
- κατοικισμός, οῦ (ὁ)
- κατοικοδομέω-ῶ
- κατοικονομέω-ῶ
- κάτοικος, ου (ὁ, ἡ)
- κατοικοφθορέω-ῶ
- κατοικτείρω
- κατοικτίζω
- κατοικτίρω
- κατοίκτισις, εως (ἡ)
- κατοίσω
- κατοκνέω-ῶ
- κατολιγωρέω-ῶ
- κατολολύζω
- κατολοφύρομαι
- κατόμνυμι
- κατόνομαι
- κατόπιν
- κατόπισθεν,
- κατοπτάω-ῶ
- κατοπτεύω
- κατοπτήρ, ῆρος (ὁ)
- κατόπτης, ου (ὁ)
- κάτοπτος1, ος, ον
- κάτοπτος2, ος, ον
- κατοπτρίζω
- κατοπτρικός, ή, όν
- κατοπτρικῶς
- κατοπτροειδής, ής, ές
- κάτοπτρον, ου (τό)
- κατοράω
- κατοργιάζω
- κατορθόω-ῶ
- κατόρθωμα, ατος (τό)
- κατόρθωσις, εως (ἡ)
- κατορρωδέω-ῶ
- κατορύσσω
- κατορχέομαι-οῦμαι
- κατότι
- κατουρίζω
- κατοφρυόομαι-οῦμαι
- κατοχή, ῆς (ἡ)
- κατόχιμος, ος, ον
- κάτοχος, ος, ον
- κατόχως
- κατόψιος, ος, ον
- κατόψομαι
- κατοψοφαγέω-ῶ
- κατρεύς, έως (ἡ)
- κάτροπτον, ου (τό)
- κὰτ τάδε
- κάττυμα, ατος (τό)
- κατύπερθε
- κατυπνόω-ῶ
- κἄτυφε
- κἄτυχον
- κάτω
- κατώβλεπον, οντος (ὁ)
- κάτωθε
- κατωμάδιος, ος, ον
- κατωμαδόν
- κατωμοσία, ας (ἡ)
- κατώρα
- κατῶρυξ, υκος
- κατώτατος, η, ον
- κατωτάτω
- κατώτερος, α, ον
- κατωχριάω-ῶ
- καὖθις
- Καυκάσιος, α, ον
- Καύκασις, ιος (ὁ)
- Καύκασος, ου (ὁ)
- καύλινος, η, ον
- Καυλομύκητες, ων (τό)
- καυλός, οῦ (ὁ)
- καῦμα, ατος (τό)
- καυματίζω
- καυματόω-ῶ
- Καυνικός, ή, όν
- Καύνιος, ου
- Καῦνος, ου (ὁ, ἡ)
- καυσία, ας (ἡ)
- καύσιμος, ος, ον
- καῦσις, εως (ἡ)
- καῦσος, ου (ὁ)
- καυσόω-ῶ
- καυστείρη, ης
- καυστήρ, ῆρος (ὁ)
- καυστηριάζω
- καυστικός, ή, όν
- καυστός, ή, όν
- Καΰστριον πεδίον (τό)
- Καΰστριος, ου (ὁ)
- Καΰστρος, ου (ὁ)
- καύσω
- καύσων, ωνος (ὁ)
- καυτήρ, ῆρος (ὁ)
- καυτηριάζω
- καυτήριον, ου (τό)
- καὐτός
- καυχάομαι-ῶμαι
- καύχη, ης (ἡ)
- καύχημα, ατος (τό)
- καυχήμων, ων, ον
- καύχησις, εως (ἡ)
- κἀφ’
- κἀφαγιστεύσας
- κἀφανής
- κἄφερον
- κἀφίλησα
- κἄφιλον
- κἀφρόνως
- κἀφύσαμεν
- καχάζω
- καχασμός, οῦ (ὁ)
- καχεξία, ας (ἡ)
- κἀχθές
- καχλάζω
- κάχληξ, ηκος (ὁ)
- καχύποπτος, ος, ον
- κέ
- Κεάδης, ου (ὁ)
- κεάζω
- κέαντες
- κέαρ, κέατος (τό)
- Κέας, ου (ὁ)
- κέαται
- Κεγχρεαί, ῶν (αἱ)
- κεγχριαῖος, α, ον
- κεγχρίς, ίδος (ἡ)
- κεγχροβόλος, ος, ον
- κέγχρος, ου (ὁ)
- κεδάννυμι
- κεδνός, ή, όν
- κεδρία, ας (ἡ)
- κέδρος, ου (ἡ)
- κέεσθαι
- κεἰ
- κείατο
- κειέμεν
- κεῖθεν
- κεῖθι
- κεῖμαι
- κειμήλιον, ου (τό)
- κεῖνος, κείνη, κεῖνο
- κεινός, ή, όν
- κεινόω-ῶ
- κειρία, ας (ἡ)
- κείρω
- κεἰς
- κεῖσε
- κείσεαι
- κεἰσήκουσας
- κείω1
- κείω2
- κεκαδδίσθαι
- κεκαδήσομαι, κεκαδήσω
- κέκαδον, κεκάδοντο
- κεκάλυμμαι
- κεκάμω
- κέκαρμαι
- κέκασμαι
- κάκαυμαι
- κεκαφηώς, ότος
- κέκευθα
- κέκλαγα
- κεκλέαται
- κέκλεισμαι
- κέκλεμμαι
- κεκλήατο
- κεκλήγοντες
- κέκληκα, κέκλημαι
- κέκλῃμαι
- κεκλῇο
- κεκλίαται
- κεκλοίμαν
- κεκλόμην
- κέκλυθι, κέκλυτε
- κέκλωσμαι
- κέκμηκα
- κεκμηώς, ῶτος
- κεκολασμένως
- κέκομμαι
- κέκονα
- κεκοπώς
- κεκόρεσμαι
- κεκορυθμένος
- κεκοσμημένως
- κεκοτηώς
- κεκράανται, κεκράαντο
- κέκραγα
- κέκραγμα, ατος (τό)
- κεκραγμός, οῦ (ὁ)
- κεκράκτης, ου (ὁ)
- κέκραμαι
- κεκραμένως
- κέκρανται
- κεκράξομαι
- κέκριγα
- κέκρικα
- κεκριμένως
- κέκρυμμαι
- Κεκροπία, ας (ἡ)
- Κεκροπίδης, ου
- Κεκρόπιος, α, ον
- Κεκροπίς, ίδος
- Κέκροψ, οπος (ὁ)
- κέκρυφα
- κεκρύφαλος, ου (ὁ)
- κεκρύφαται
- κεκτήμην
- κεκύθωσι
- κέκυφα
- κελαδεινός, ή, όν
- κελαδέω-ῶ
- κελάδημα, ατος (τό)
- κέλαδος, ου (ὁ)
- κελάδω
- κελαινεφής, ής, ές
- κελαινόβρωτος, ος, ον
- κελαινός, ή, όν
- κελαινόφρων, ων, ον
- κελαινόομαι-οῦμαι
- κελαινώπας, α
- κελαρύζω
- κέλεαι
- κέλευθα
- κελευθοποιός, ός, όν
- κέλευθος, ου (ἡ)
- κελεύομεν
- κέλευσις, εως (ἡ)
- κέλευσμα, ατος (τό)
- κελευσμός, οῦ (ὁ)
- κελευσμοσύνη, ης (ἡ)
- κελευστής, οῦ (ὁ)
- κελευστικός, ή, όν
- κελευστός, ή, όν
- κελευτιάω-ῶ
- κελεύω
- κέλης, ητος
- κελήσομαι
- κελητίζω
- κελήτιον ου (τό)
- κέλλω
- κέλομαι
- Κέλται, ῶν (οἱ)
- Κελτικός, ή, όν
- κελτιστί
- Κελτός, οῦ
- κέλυφος, εος-ους (τό)
- κεμάς, άδος (ἡ)
- κέμμα, ατος (τό)
- κέν
- κεναγγής, ής, ές
- κενανδρία, ας (ἡ)
- κένανδρος, ος, ον
- κεναυχής, ής, ές
- κενέβρειος, ος, ον
- κενεμβατέω-ῶ
- κενεός, ή, όν
- κενεών, ῶνος (ὁ)
- κενοδοξία, ας (ἡ)
- κενόδοξος, ος, ον
- κενοκοπέω-ῶ
- κενολογία, ας (ἡ)
- κενός, ή, όν
- κενόσπουδος, ος, ον
- κενοσπούδως
- κενοταφέω-ῶ
- κενότης, ητος (ἡ)
- κενοφροσύνη, ης (ἡ)
- κενόφρων, ων, ον
- κενοφωνία, ας (ἡ)
- κενόω-ῶ
- κένσαι
- Κενταύρειος, α, ον
- κενταυρίδης, ου
- Κένταυρος, ου (ὁ)
- κεντάω-ῶ
- κεντέω-ῶ
- κεντητήριον, ου (τό)
- κεντουρίων, ωνος (ὁ)
- κεντρηνεκής, ής, ές
- κεντρίζω
- κεντρίς, ίδος (ἡ)
- κεντρίτης, ου (ὁ)
- κεντροδάλητις, ιδος
- κέντρον, ου (τό)
- κεντρόω-ῶ
- κεντρωτός, ή, όν
- κεντυρίων, ωνος (ὁ)
- κέντωρ, ορος
- κένωμα, ατος (τό)
- κενῶς
- κένωσις, εως (ἡ)
- κενωτικός, ή, όν
- κέονται
- κέπφος, ου (ὁ)
- κεπφόω-ῶ
- κέρα
- κεραία, ας (ἡ)
- κεραϊζέμεν
- κεραΐζω
- κεραίω
- κεραμεία, ας (ἡ)
- Κεραμεικός, οῦ (ὁ)
- κεραμεῖον, ου (τό)
- κεράμειος, α, ον
- κεραμεοῦς, εᾶ, εοῦν
- κεραμεύς, έως (ὁ)
- κεραμήϊος
- κεραμικός, ή, όν
- κεράμιος, α, ον
- κεραμίς, ίδος
- κεραμῖτις, ιδος
- κέραμος, ου (ὁ)
- Κεραμῶν ἄγορα (ἡ)
- κεράννυμι
- κεραοξόος, όος, όον
- κεραός, αά, αόν
- κέρας, κέρατος (τό)
- κερασβόλος, ος, ον
- κέρασσα
- κεράστης, ου
- κεραστίς, ίδος
- κερασφόρος, ος, ον
- κεράτινος, η, ον
- κεράτιον, ου (τό)
- κερατοξόος, ος, ον
- κερατόω-ῶ
- κερατών, ῶνος
- κεραύλης, ου (ὁ)
- κεραύνιος, α, ον
- κεραυνοβολέω-ῶ
- κεραυνοβολία, ας (ἡ)
- κεραυνοβόλος, ος, ον
- κεραυνός, οῦ (ὁ)
- κεραυνοφόρος, ος, ον
- κεραυνόω-ῶ
- κεραύνωσις, εως (ἡ)
- κεράω1-ῶ
- κεράω2-ῶ
- κεράω3-ῶ
- Κέρβερος, ου (ὁ)
- κερδαίνω
- κερδαλέη, ης (ἡ)
- κερδαλέος, α, ον
- κερδαλεόφρων, ων, ον
- κερδαλέως
- κερδαλῆ, ῆς (ἡ)
- κερδαντέον
- κέρδιστος, η, ον
- κερδίων, ων, ον
- κέρδος, εος-ους (τό)
- κερδοσύνη, ης (ἡ)
- κερδώ, όος-οῦς (ἡ)
- κερδῷος1, ῷου
- κερδῷος2, ῴα, ῷον
- κέρεα
- κερέω
- κερκίς, ίδος (ἡ)
- κερκίων, ονος (ὁ)
- κερκορῶνος, ου (ὁ)
- κέρκος, ου (ἡ)
- κέρκουρος, ου (ὁ)
- Κέρκυρα, ας (ἡ)
- Κερκυραϊκός, ή, όν
- Κερκυραῖος, α, ον
- κερκώπη, ης (ἡ)
- Κερκώπων ἕδραι
- κέρκωψ, ωπος (ὁ)
- κέρμα, ατος (τό)
- κερματίζω
- κερμάτιον, ου (τό)
- κερματιστής, οῦ (ὁ)
- κερόεις, όεσσα-οῦσα, όεν
- κεροίαξ, ακος (ὁ)
- κεροτυπέομαι-οῦμαι
- κεροῦσα
- κεροῦχος, ος, ον
- κερόωντο
- κέρσας
- Κέρσικα νῆσος (ἡ)
- κερτομέω-ῶ
- κερτόμησις, εως (ἡ)
- κερτομία, ας (ἡ)
- κερτόμιος, ος, ον
- κέρτομος, ος, ον
- κερῶ, εῖς, εῖ
- κερῶ, ᾶς, ᾶ
- κέσκετο
- κεστός, ή, όν
- κεὐγένειαν
- κευθάνω
- κευθμός, οῦ (ὁ)
- κευθμών, ῶνος (ὁ)
- κεῦθος, εος-ους (τό)
- κεύθω
- κεὐσταλής
- κεφάλαιον, ου (τό)
- κεφάλαιος, α, ον
- κεφαλαιόω-ῶ
- κεφαλαιώδης, ης, ες
- κεφαλαιωδῶς
- κεφαλαίωμα, ατος (τό)
- κεφαλαλγής, ής, ές
- κεφαλαλγία, ας (ἡ)
- κεφαλή, ῆς (ἡ)
- κεφαληγερέτας, ου
- κεφαλῆφι
- κεφάλιον, ου (τό)
- κεφαλίς, ίδος (ἡ)
- Κεφαλλήν, ῆνος
- Κεφαλληνία, ας (ἡ)
- Κεφαλληνίς, ίδος
- κέχανδα
- κεχάρηκα
- κεχαρισμένος, η, ον
- κεχαρισμένως
- κέχηνα
- κέχρηκα
- κέχρημαι
- κέω
- Κέως, ω (ἡ)
- κῄ
- κῆ
- κήσι
- κήαιεν
- κήας
- κἠγώ
- κηδεία, ας (ἡ)
- κήδειος, ος, ον
- κηδεμονία, ας (ἡ)
- κηδεμονικός, ή, όν
- κηδεμονικῶς
- κηδεμών, όνος
- κήδεος, ος, ον
- κηδέσκετο
- κηδεστής, οῦ (ὁ)
- κηδεστία, ας (ἡ)
- κήδευσις, εως (ἡ)
- κηδεύω
- κήδιστος, η, ον
- κῆδος, εος-ους (τό)
- κήδω
- κἤδωκε
- κῆεν
- κἠκ
- κηκίς, ῖδος (ἡ)
- κηκίω
- κήλας, ου (ὁ)
- κήλειος, ος, ον
- κήλεος, α, ον
- κηλέω-ῶ
- κηληθμός, οῦ (ὁ)
- κηληκτάς, ᾶ (ὁ)
- κήλησις, εως (ἡ)
- κηλητήριος, ος, ον
- κηλίς, ῖδος (ἡ)
- κῆλον, ου (τό)
- κηλώνειον, ου (τό)
- κἠμαυτόν
- κἠμέ
- κἠμοί
- κημός, οῦ (ὁ)
- κημόω-ῶ
- Κηναῖον, ου (τό)
- Κηναῖος, α, ον
- κῆνσος, ου (ὁ)
- κήξ, κηκός (ἡ)
- κήομεν
- κῆον
- κηπίδιον, ου (τό)
- κῆπος, ου (ὁ)
- κηπουρός, οῦ (ὁ)
- κῆρ (τό)
- Κήρ, Κηρός (ἡ)
- κηραίνω1
- κηραίνω2
- κηρεσσιφόρητος, ος, ον
- κήρινος, η, ον
- κηρίον, ου (τό)
- κηρίων, ωνος (ὁ)
- κηροδέτας, α
- κηρόδετος, ος, ον
- κηρόθι
- κηροπλάστης, ου (ὁ)
- κηρόπλαστος, ος, ον
- κηρός, ου (ὁ)
- κήρυγμα, ατος (τό)
- κηρυκεία, ας (ἡ)
- κηρύκειον, ου (τό)
- κηρύκειος, α, ον
- Κήρυκες, ων (οἱ)
- κηρύκευμα, ατος (τό)
- κηρυκεύω
- κηρυκηΐη
- κηρυκήϊον
- κῆρυξ, υκος (ὁ, ἡ)
- κηρύσσω
- κήρωμα, ατος (τό)
- κηρωτή, ῆς (ἡ)
- κῆται
- κητεία, ας (ἡ)
- κητοθηρεῖον, ου (τό)
- κητόομαι-οῦμαι
- κῆτος, εος-ους (τό)
- κητώεις, ώεσσα, ῶεν
- κἦφ’
- Κηφεύς, έως (ὁ)
- κηφήν, ῆνος (ὁ)
- Κηφισίς, ίδος
- Κήφισος, ου (ὁ)
- κηώδης, ης, ες
- κηώεις, ώεσσα, ῶεν
- κιβδηλεύω
- κίβδηλος, ος, ον
- κιβώριον, ου (τό)
- κιβώτιον, ου (τό)
- κιβωτοποιός, οῦ (ὁ)
- κιβωτός, οῦ (ὁ)
- κιγκλίς, ίδος (ἡ)
- κίγκλος, ου (ὁ)
- κιγχάνω
- κίδαρις, εως (ἡ)
- κίδναμαι
- Κιθαιρών, ῶνος (ὁ)
- κιθάρα, ας (ἡ)
- κιθαραοιδός, οῦ (ὁ)
- κιθάρη, ης (ἡ)
- κιθαρίζω
- κίθαρις, ιος (ἡ)
- κιθάρισις, εως (ἡ)
- κιταριστής, οῦ (ὁ)
- κιθαριστικός, ή, όν
- κιθαριστικῶς
- κιθαρῳδέω-ῶ
- κιθαρῳδικός, ή, όν
- κλήθρη, ης (ἡ)
- κιθών, ῶνος (ὁ)
- κίκι, κίκεως (τό)
- κικλήσκω
- κῖκυς, υος (ἡ)
- Κιλικία, ας (ἡ)
- Κιλίκιος, α, ον
- Κίλιξ, ικος (ὁ)
- Κίλισσα, ης
- Κιλλικύριοι, ων (οἱ)
- Κιλλύριοι, ων (οἱ)
- Κιμμερικός, ή, όν
- Κιμμέριος, α, ον
- Κιμώλιος , α, ον,
- Κίμων, ωνος (ὁ)
- Κιμώνειος, ος, ον
- κινάβρα, ας (ἡ)
- κιναβράω-ῶ
- κίναδος, εος-ους (τό)
- κινάθισμα, ατος (τό)
- κιναιδεία, ας (ἡ)
- κίναιδος, ου (ὁ)
- Κινδυεύς, έως
- κινδύνευμα, ατος (τό)
- κινδυνευτέον
- κινδυνευτής, οῦ
- κινδυνεύω
- κίνδυνος, ου (ὁ)
- κινδυνώδης, ης, ες
- κινέω-ῶ
- κίνημα, ατος (τό)
- κίνησις, εως (ἡ)
- κινητέος, α, ον
- κινητήριος, α, ον
- κινητικός, ή, όν
- κινητός, ή
- κιννάβαρι, εως (τό)
- κινναμώμινος, η, ον
- κιννάμωμον, ου (τό)
- κίνυγμα, ατος (τό)
- κίνυμαι
- κινύρομαι
- κινυρός, ά, όν
- κινύσσομαι
- κιόκρανον, ου (τό)
- κιονόκρανον, ου (τό)
- Κίος, ου (ἡ)
- κίρκη, ης (ἡ)
- Κίρκη, ης (ἡ)
- κιρκήλατος, ος, ον
- κίρκος, ου (ὁ)
- κιρκόω-ῶ
- κίρνας
- κιρνάω-ῶ
- κίρνη
- κίρνημι
- κίσηρις, εως (ἡ)
- κισηροειδής, ής, ές
- κισηρώδης, ης, ες
- κίσθος, ου (ὁ)
- κίσσα, ης (ἡ)
- κισσάω-ῶ
- Κισσεύς, έως (ὁ)
- Κισσηΐς, ίδος
- κίσσηλις, εως (ἡ)
- κισσήρης, ης, ες
- κίσσηρις, εως (ἡ)
- Κισσόεσσα, ης (ἡ)
- κισσοποίητος, ος, ον
- κισσός, οῦ (ὁ)
- Κισσοῦσα, ης (ἡ)
- κισσοφορέω-ῶ
- κισσοφόρος, ος, ον
- κισσύβιον, ου (τό)
- κίστη, ης (ἡ)
- κιστοφόρος, ος, ον
- κίταρις, εως (ἡ)
- Κιτιεύς, έως
- Κίτιον, ου (τό)
- κίτριον, ου (τό)
- κίτρον, ου (τό)
- κίττα, κιττάω, κιττοποίητ
- κιχάνω
- κιχείην
- κιχήλα, ας (ἡ)
- κιχήμεναι
- κίχλη, ης (ἡ)
- κίχρημι
- κίω
- κίων, ονος (ὁ)
- κλαγγαίνω
- κλαγγή, ῆς (ἡ)
- κλαγγηδόν
- κλαγγόν
- κλαδαρόρυγχος, ου (ὁ)
- κλάδος, ου (ὁ)
- Κλαζομεναί, ῶν (αἱ)
- Κλαζομένιοι, ων (οἱ)
- κλάζω
- κλαήσω
- κλαίῃσι
- κλαίω
- κλαρίον, ου (τό)
- κλάριος, ος, ον
- κλᾶρος
- κλασαυχενεύομαι
- κλάσις, εως (ἡ)
- κλάσμα, ατος (τό)
- Κλαυδία, ας (ἡ)
- Κλαύδιος, ου (ὁ)
- κλαυθμός, οῦ (ὁ)
- κλαυθμυρίζω
- κλαυθμυρισμός, οῦ (ὁ)
- κλαύματα, ων (τά)
- κλαῦσε
- κλαυσιάω-ῶ
- κλαυσίγελως, ωτος (ὁ)
- κλαύσομαι, κλαυσοῦμαι
- κλαυστός, ή, όν
- κλαυτός, ή, όν
- κλάω1
- κλάω2-ῶ
- Κλέαρχος, ου (ὁ)
- κλεηδών, όνος (ὁ)
- κλειδίον, ου (τό)
- κλειδουχέω-ῶ
- κλειδοῦχος, ου (ὁ, ἡ)
- κλειθρία, ας (ἡ)
- κλεῖθρον, ου (τό)
- κλεινός, ή, όν
- κλείς, κλειδός (ἡ)
- Κλεισθένης, ους (ὁ)
- κλεισιάς
- κλεισίον, ου (τό)
- κλεῖσις, εως (ἡ)
- κλειστός, ή, όν
- κλεῖστρον, ου (τό)
- κλειτορίς, ίδος (ἡ)
- κλειτός, ή, όν
- κλείω1
- κλείω2
- Κλειώ, οῦς (ἡ)
- κλέμμα, ατος (τό)
- Κλεοπάτρα, ας (ἡ)
- κλέος (τό)
- κλεπτέον
- κλέπτης, ου (ὁ)
- κλεπτικός, ή, όν
- κλεπτίστατος, η, ον
- κλεπτοσύνη, ης (ἡ)
- κλέπτω
- κλεψίχωλος, ος, ον
- κλεψύδρα, ας (ἡ)
- κλέω
- Κλεώνυμος, ου (ὁ)
- κλῇδας
- κλήδην
- κληδόνισμα, ατος (τό)
- κλῃδουχέω
- κλῃδοῦχος, ου (ὁ, ἡ)
- κληδών, όνος (ὁ)
- κλῄζω
- κληηδών, όνος (ὁ)
- κλήθρα, ας (ἡ)
- κλῇθρον
- Κληῗδες, ων (αἱ)
- κληΐζω
- κληΐθρον
- κληΐς, ῗδος (ἡ)
- κληϊστός
- κληΐω
- κλῆμα, ατος (τό)
- κληματίς, ίδος (ἡ)
- κληρίον, ου (τό)
- κληρονομέω-ῶ
- κληρονόμημα, ατος (τό)
- κληρονομία, ας (ἡ)
- κληρονόμος, ου (ὁ, ἡ)
- κλῆρος1, ου (ὁ)
- κλῆρος2, ου (ὁ)
- κληρουχέω-ῶ
- κληρουχία, ας (ἡ)
- κληρουχικός, ή, όν
- κληροῦχος, ου
- κληρόω-ῶ
- κλήρωσις, εως (ἡ)
- κληρωτήριον, ου (τό)
- κληρωτός, ή, όν
- κλῄς, κλῃδός (ἡ)
- κλήσιον
- κλῆσις, εως (ἡ)
- κλῇσις, εως (ἡ)
- κλῄσω
- κλητέος, α, ον
- κλητεύω
- κλητήρ, ῆρος (ὁ)
- κλητός, ή, όν
- κλήτωρ, ορος (ὁ)
- κλῄω
- κλίβανος, ου (ὁ)
- κλίμα, ατος (τό)
- κλιμάκιον, ου (τό)
- κλιμακίς, ίδος (ἡ)
- κλῖμαξ, ακος (ἡ)
- κλινάριον, ου (τό)
- κλίνη, ης (ἡ)
- κλινήρης, ης, ες
- κλίνῃσι
- κλινίδιον, ου (τό)
- κλινοπετής, ής, ές
- κλινοποιός, οῦ (ὁ)
- κλινοχαρής, ής, ές
- κλιντήρ, ῆρος (ὁ)
- κλίνω
- κλισία, ας (ἡ)
- κλισιάς, άδος
- κλισίη, ης (ἡ)
- κλισίηθεν
- κλισίηνδε
- κλίσιον, ου (τό)
- κλισίον, ου (τό)
- κλίσις, εως (ἡ)
- κλισμός, οῦ (ὁ)
- κλιτύς, ύος (ἡ)
- κλοιός, οῦ (ὁ)
- κλονέω-ῶ
- κλόνος, ου (ὁ)
- κλοπαῖος, α, ον
- κλοπεύς, έως (ὁ)
- κλοπή, ῆς (ἡ)
- κλοπιμαῖος, α, ον
- κλόπιος, α, ον
- κλοτοπεύω
- κλύδων, ωνος (ὁ)
- κλυδωνίζομαι
- κλυδώνιον, ου (τό)
- κλύζω
- κλῦθι
- κλύμενος, η, ον
- κλύσμα, ατος (τό)
- κλυστήρ, ῆρος (ὁ)
- Κλυταιμνήστρα, ας (ἡ)
- κλῦτε
- κλυτός, ή, όν
- κλυτοτέχνης, ου
- κλυτότοξος, ος, ον
- κλύω
- κλωγμός, οῦ (ὁ)
- κλώδωνες, ων (αἱ)
- κλώζω
- Κλῶθες, ων (αἱ)
- κλώθω
- Κλωθώ, οῦς (ἡ)
- κλωμακόεις, όεσσα, όεν
- κλῶμαξ, ακος (ὁ)
- κλών, κλωνός (ὁ)
- κλωνίον, ου (τό)
- κλῳός
- κλωπεία, ας (ἡ)
- κλωπεύω
- κλωσμός, οῦ (ὁ)
- κλωστήρ, ῆρος (ὁ)
- κλώψ, κλωπός (ὁ)
- κνάπτω
- κνάσω
- κναφεῖον, ου (τό)
- κναφεύς, έως (ὁ)
- κναφεύω
- κναφήϊον, ου (τό)
- κνάφος
- κνάω-ῶ
- κνεφάζω
- κνεφαῖος, α, ον
- κνέφας (τό)
- κνήθω
- κνηκίας, ου (ὁ)
- κνηκίς, ίδος (ἡ)
- κνηκός, ή, όν
- κνήμη, ης (ἡ)
- κνημιδοφόρος, ος, ον
- κνημίς, ῖδος (ἡ)
- κνημός, οῦ (ὁ)
- κνῆν
- κνησθείην
- κνησιάω-ῶ
- κνῆσις, εως (ἡ)
- κνησμός, οῦ (ὁ)
- κνήστι
- κνῆστις, ιος (ἡ)
- κνηστίς, ίδος (ἡ)
- κνίδη, ης (ἡ)
- Κνίδιος, α, ον
- Κνίδοθεν
- Κνίδος, ου (ἡ)
- κνίζω
- κνῖσα, ης (ἡ)
- κνισάω-ῶ
- κνίση
- κνισήεις, ήεσσα, ῆεν
- κνισμός, οῦ (ὁ)
- κνισόω-ῶ
- κνίσσα, ης (ἡ)
- κνισώδης, ης, ες
- κνισωτός, ή, όν
- κνύζα1, ης (ἡ)
- κνύζα2, ης (ἡ)
- κνύζα3, ης
- κνυζέω-ῶ
- κνύζημα, ατος (τό)
- κνύζομαι
- κνυζόω-ῶ
- κνύω
- κνώδαλον, ου (τό)
- κνώδων, οντος (ὁ)
- Κνώσιος, α, ον
- Κνωσός, οῦ (ὁ)
- κνώσσω
- κοάλεμος, ου (ὁ)
- κοάξ
- κόγχη, ης (ἡ)
- κόγχος, ου (ὁ, ἡ)
- κογχύλη, ης (ἡ)
- κογχυλιάτης, ου
- κογχύλιον, ου (τό)
- κοδράντης, ου (ὁ)
- Κοδρίδαι, ῶν (οἱ)
- Κόδρος, ου (ὁ)
- κοέω-ῶ
- κόθεν
- κόθορνος, ου (ὁ)
- κοικυλίων, ωνος (ὁ)
- Κοῖλα, ων (τά)
- κοιλαίνω
- Κοίλη Συρία (ἡ)
- κοιλία, ας (ἡ)
- κοιλογάστωρ, ορος
- κοῖλος, η, ον
- κοιλώδης, ης, ες
- κοιλωπός, ός, όν
- κοιμάω-ῶ
- κοιμέω-ῶ
- κοίμημα, ατος (τό)
- κοίμησις, εως (ἡ)
- κοιμητήριον, ου (τό)
- κοιμίζω
- κοινανέω-ῶ
- κοινῇ
- κοινοβουλέω-ῶ
- κοινοβωμία, ας (ἡ)
- κοινόλεκτρος, ου
- κοινολεχής, ής, ές
- κοινολογέομαι-οῦμαι
- κοινολογία, ας (ἡ)
- κοινονοημοσύνη, ης (ἡ)
- κοινόπλοος-ους, οος-ους, οο
- κοινόπους, ους, ουν
- κοινοπραγέω-ῶ
- κοινός, ή, όν
- κοινότης, ητος (ἡ)
- κοινότοκος, ος, ον
- κοινοφιλής, ής, ές
- κοινόφρων, ων, ον
- κοινόω-ῶ
- κοίνωμα, ατος (τό)
- κοινών, ῶνος (ὁ)
- κοινωνέω-ῶ
- κοινώνημα, ατος (τό)
- κοινωνητέον
- κοινωνία, ας (ἡ)
- κοινωνικός, ή, όν
- κοινωνικῶς
- κοινωνός, οῦ (ὁ, ἡ)
- κοινῶς
- κοῖος, η, ον
- κοιρανέω-ῶ
- κοιρανίδης, ου (ὁ)
- κοίρανος, ου (ὁ)
- κοιτάζω
- κοιταῖος, α, ον
- κοίτη, ης (ἡ)
- κοιτίς, ίδος (ἡ)
- κοῖτος, ου (ὁ)
- κοιτών, ῶνος (ὁ)
- κόκκινος, η, ον
- κοκκοβαφής, ής, ές
- κόκκος, ου (ὁ)
- κόκκυ
- κόκκυξ, υγος (ὁ)
- κολάζω
- κολακεία, ας (ἡ)
- κολάκευμα, ατος (τό)
- κολακευτέος, α, ον
- κολακευτικός, ή, όν
- κολακικός, ή, όν
- κολακεύω
- κόλαξ, ακος (ὁ)
- κολαπτήρ, ῆρος (ὁ)
- κολάπτω
- κόλασις, εως (ἡ)
- κόλασμα, ατος (τό)
- κολασμός, οῦ (ὁ)
- κολαστέος, α, ον
- κολαστήριον, ου (τό)
- κολαστής, οῦ
- κολαστικός, ή, όν
- κολαφίζω
- κόλαφος, ου (ὁ)
- κολεόν, οῦ (τό)
- κολεός, οῦ (ὁ)
- κόλλα, ης (ἡ)
- κόλλαβος, ου (ὁ)
- κολλάω-ῶ
- κολλήεις, ήεσσα, ῆεν
- κόλλησις, εως (ἡ)
- κολλητικός, ή, όν
- κολλητός, ή, όν
- κολλούριον, ου (τό)
- κόλλοψ, οπος (ὁ)
- κολλυβιστής, οῦ (ὁ)
- κόλλυβον, ου (τό)
- κόλλυβος, ου (ὁ)
- κολλύρα, ας (ἡ)
- κολλύριον, ου (τό)
- κολλώδης, ης, ες
- κόλλωτες, ων (οἱ)
- κολοβός, ή, όν
- κολοβότης, ητος (ἡ)
- κολοβόω-ῶ
- κολοιός, οῦ (ὁ)
- κολοιώδης, ης, ες
- κολοκύνθη, ης (ἡ)
- κολοκύνθινος, η, ον
- κολοκυνθοπειρατής, οῦ (ὁ)
- κολοκύντη, ης (ἡ)
- κόλος, ος, ον
- Κολοσσαί, ῶν (αἱ)
- κολοσσιαῖος, α, ον
- κολοσσικός, ή, όν
- κολοσσός, οῦ (ὁ)
- κολοσυρτός, οῦ (ὁ)
- κόλουρις (ἡ)
- κόλουρος, ος, ον
- κόλουσις, εως (ἡ)
- κολούω
- κολοφών, ῶνος (ὁ)
- Κολοφών, ῶνος (ἡ)
- Κολοφώνιος, α, ον
- κολπίας, ου
- κολποειδής, ής, ές
- κόλπος, ου (ὁ)
- κολπόω-ῶ
- κολπώδης, ης, ες
- κόλπωμα, ατος (τό)
- κολπωτός, ή, όν
- κολυμβάω-ῶ
- κολυμβήθρα, ας (ἡ)
- κολυμβητήρ, ῆρος (ὁ)
- κολυμβητής, οῦ (ὁ)
- κόλυμβος, ου (ὁ)
- Κολχικός, ή, όν
- Κολχίς, ίδος
- Κόλχος, ος, ον
- κολῳάω-ῶ
- κολώνη, ης (ἡ)
- κολωνία, ας (ἡ)
- κολωνός, οῦ (ὁ)
- Κολωνός, οῦ (ὁ)
- κολῳός, οῦ (ὁ)
- κομάω-ῶ
- κόμβος, ου (ὁ)
- κομβόω-ῶ
- κομέω1-ῶ
- κομέω2-ῶ
- κόμη, ης (ἡ)
- κομήτης, ου
- κομιδή, ῆς (ἡ)
- κομίζω
- κομιστέος, α, ον
- κομιστήρ, ῆρος (ὁ)
- κόμιστρον, ου (τό)
- κόμμα, ατος (τό)
- κομματικός, ή, όν
- κόμμι (τό)
- κομμός, οῦ (ὁ)
- κομμόω-ῶ
- κόμμωμα, ατος (τό)
- κομμωτής, οῦ (ὁ)
- κομμωτικός, ή, όν
- κομμώτρια, ας (ἡ)
- κομόων
- κομπάζω
- κόμπασμα, ατος (τό)
- κομπασμός, οῦ (ὁ)
- κομπέω-ῶ
- κόμπος, ου (ὁ)
- κομπώδης, ης, ες
- κομψεία, ας (ἡ)
- κομψεύω
- κομψολόγος, ος, ον
- κομψός, ή, όν
- κομψότης, ητος (ἡ)
- κομψῶς
- κοναβέω-ῶ
- κοναβίζω
- κόναβος, ου (ὁ)
- κόνδυλος, ου (ὁ)
- κονέω-ῶ
- κονία, ας (ἡ)
- κονίαμα, ατος (τό)
- κονιατός, ή, όν
- κονιάω-ῶ
- κονίη, ης (ἡ)
- κόνικλος, ου (ὁ)
- κονιορτός, οῦ (ὁ)
- κονίπους, ποδος
- κόνις, εως (ἡ)
- κονίσαλος, ου (ὁ)
- κονίστρα, ας (ἡ)
- κονίω
- κοννέω-ῶ
- κόννος, ου (ὁ)
- κοντός, οῦ (ὁ)
- κοντοφόρος, ος, ον
- κόντωσις, εως (ἡ)
- κοπάζω
- κόπανον, ου (τό)
- κοπείς, εῖσα, έν
- κοπετός, οῦ (ὁ)
- κοπεύς, έως (ὁ)
- κοπή, ῆς (ἡ)
- κοπῆναι
- κοπιάω-ῶ
- κόπις, εως (ὁ)
- κοπίς, ίδος (ἡ)
- κόπος, ου (ὁ)
- κοπόω-ῶ
- κόππα (τό)
- κοππαφόρος, ος, ον
- κόπρανον, ου (τό)
- κοπρεαῖος, ου (ὁ)
- κοπρέω-ῶ
- κοπρία, ας (ἡ)
- κόπριον, ου (τό)
- κόπρος, ου (ἡ)
- κοπροφόρος, ος, ον
- κοπρών, ῶνος (ὁ)
- κόπτω
- κοπώδης, ης, ες
- Κόρα, ας (ἡ)
- κόρακος, ου (ὁ)
- κόραξ, ακος (ὁ)
- κοραξός, ή, όν
- κοράσιον, ου (τό)
- κορασιώδης, ης, ες
- κορβᾶν (ὁ)
- κορβανᾶς, ᾶ (ὁ)
- κορδακικός, ή, όν
- κορδακισμός, οῦ (ὁ)
- κόρδαξ, ακος (ὁ)
- κορδυβαλλώδης, ης, ες
- κορδύλη, ης (ἡ)
- Κόρεια, ων (τά)
- κορέννυμι
- κορεσσάμεθα
- κόρευμα, ατος (τό)
- κορέω1-ῶ
- κορέω2
- κόρη, ης (ἡ)
- κόρηθρον, ου (τό)
- κόρημα, ατος (τό)
- κορθύνω
- κορικῶς
- Κορινθιακός, ή, όν
- Κορίνθιος, α, ον
- Κορινθόθι
- Κορινθόνδε
- Κόρινθος, ου (ἡ, ὁ)
- κόρις, εως (ὁ)
- κορκορυγή, ῆς (ἡ)
- κορκορυγμός, οῦ (ὁ)
- κορμός, οῦ (ὁ)
- Κορνήλιος, ου (ὁ)
- κοροπλάθος, ου (ὁ, ἡ)
- κόρος1, ου (ὁ)
- κόρος2, ου (ὁ)
- κόρος3, ου (ὁ)
- κόρρα, ας (ἡ)
- κόρρη, ης (ἡ)
- κορυβαντιάω-ῶ
- κορυβαντικός, ή, όν
- Κορυβαντιώδης, ης, ες
- Κορύβας, αντος (ὁ)
- κορυδαλή, ῆς (ἡ)
- Κορυδαλλεύς, έως
- Κορυδαλλός, οῦ (ὁ)
- κόρυζα, ης (ἡ)
- κορυζάω-ῶ
- κορυθάϊξ, άϊκος
- κορυθαίολος, ος, ον
- κόρυθος
- κόρυμβα, ων (τά)
- κόρυμβος, ου (ὁ)
- κορύνη, ης (ἡ)
- κορυνήτης, ου (ὁ)
- κορυνηφόρος, ου
- κορύπτω
- κόρυς, υθος (ἡ)
- κορύσσεαι
- κορύσσω
- κορυστής, οῦ (ὁ)
- κορυφά, ᾶς (ἡ)
- κορυφαγενής, ής, ές
- κορυφαία, ας (ἡ)
- κορυφαῖος, α, ον
- κορυφή, ῆς (ἡ)
- κορυφόω-ῶ
- Κορωναῖοι, ων (οἱ)
- Κορώνεια, ας (ἡ)
- κορώνη1, ης (ἡ)
- κορώνη2, ης (ἡ)
- κορωνίζω
- κορωνίς, ίδος
- κορωνιστής, οῦ (ὁ)
- κορωνός, ή, όν
- κοσκινεύω
- κοσκινηδόν
- κόσκινον, ου (τό)
- κοσμέω-ῶ
- κόσμημα, ατος (τό)
- κόσμησις, εως (ἡ)
- κοσμητάς
- κοσμητήρ, ῆρος (ὁ)
- κοσμητής, οῦ (ὁ)
- κοσμητός, ή, όν
- κοσμήτωρ, ορος (ὁ)
- κοσμικός, ή, όν
- κόσμιον, ου (τό)
- κόσμιος, α, ον
- κοσμιότης, ητος (ἡ)
- κοσμίως
- κοσμογονία, ας (ἡ)
- κοσμοκράτωρ, ορος (ὁ)
- κοσμοποιέω-ῶ
- κοσμοποιός, ός, όν
- κόσμος, ου (ὁ)
- κόσος, η, ον
- κόσσυφος, ου (ὁ)
- κοταίνω
- κότε
- κότερος, η, ον
- κοτέω-ῶ
- κοτήεις, ήεσσα, ῆεν
- κότινος, ου (ὁ)
- κότος, ου (ὁ)
- κοτταβίζω
- κοττάβιον, ου (τό)
- κοττάβισις, εως (ἡ)
- κότταβος, ου (ὁ)
- κοττάνη, ης (ἡ)
- κόττυφος, ου (ὁ)
- κοτύλη, ης (ἡ)
- κοτυληδονόφι(ν)
- κοτυληδών, όνος (ἡ)
- κοτυλήρυτος, ος, ον
- κοτυλαῖος, α, ον
- κοτύλων, ωνος (ὁ)
- κοὐ
- κοῦ
- κοὐδέ, κοὐδείς
- κοὐκ
- κοὐκέτι
- κουλεόν, οῦ (τό)
- κούνικλος, ου (ὁ)
- κοὔποτε, κοὔπω
- κουρά, ᾶς (ἡ)
- κουρεῖον, ου (τό)
- κουρεύς, έως (ὁ)
- κουρεύτρια, ας (ἡ)
- κούρη, ης (ἡ)
- κουρή, ῆς (ἡ)
- κούρητες, ων (οἱ)
- Κουρῆτες, ων (οἱ)
- Κουρητικός, ή, όν
- κουρίας, ου
- κουριάω-ῶ
- κουρίδιος, α, ον
- κουρίζω
- κουρικός, ή, όν
- κούριμος, η, ον
- κούριξ
- κουρίς, ίδος
- κουροβόρος, α, ον
- κοῦρος, ου (ὁ)
- κουρότερος, α, ον
- κουροτρόφος, ος, ον
- κουστωδία, ας (ἡ)
- κοὔτε
- κοὔτοι
- κουφίζω
- κούφισις, εως (ἡ)
- κούφισμα, ατος (τό)
- κουφισμός, οῦ (ὁ)
- κουφολογία, ας (ἡ)
- κουφολόγος, ος, ον
- κουφόνοος, ος, ον
- κοῦφος, η, ον
- κουφότης, ητος (ἡ)
- κούφως
- κοὐχ
- κόφινος, ου (ὁ)
- κοχλίας, ου (ὁ)
- κοχλίδιον, ου (τό)
- κοχλιώδης, ης, ες
- κόχλος, ου (ὁ)
- κοχώνη, ης (ἡ)
- Κόωνδε
- Κόως, ω (ἡ)
- κράββατος, ου (ὁ)
- κραγγάνομαι
- κραδαίνω
- κραδάω-ῶ
- κράδη, ης (ἡ)
- κραδηφορία, ας (ἡ)
- κραδίη, ης (ἡ)
- κράζω
- κραιαίνω
- κραίνω
- κραιπαλάω-ῶ
- κραιπάλη, ης (ἡ)
- κραιπαλώδης, ης, ες
- κραιπνός, ή, όν
- κραιπνόσυτος, ος, ον
- κραιπνοφόρος, ος, ον
- κραιπνῶς
- κραῖρα, ας (ἡ)
- κρακτικός, ή, όν
- κρᾶμα, ατος (τό)
- κράμβη, ης (ἡ)
- κραμβίς, ίδος (ἡ)
- κράμβος, η, ον
- Κραναοί, ῶν (οἱ)
- κραναός, ή, όν
- Κραναός, οῦ (ὁ)
- κρανέεσθαι
- κράνεια, ας (ἡ)
- κρανέϊνος, η, ον
- κράνειος, α, ον
- κρανίον, ου (τό)
- κράνος, εος- ους (τό)
- κρανῶ
- κράς, κρατός (ὁ, ἡ, τό)
- κρᾶσις, εως (ἡ)
- κρασπεδίτης, ου (ὁ)
- κράσπεδον, ου (τό)
- κρᾶτα
- κραταιγύαλος, ος, ον
- κραταιΐς, ΐδος (ἡ)
- κραταίλεως, ως, ων
- κραταιός, ά, όν
- κραταιόω-ῶ
- κραταίπεδος, ος, ον
- κραταίρινος, ος, ον
- κρατερός, ά, όν
- κρατερόφρων, ων, ον
- κρατερῶνυξ, υχος
- κρατερῶς
- κράτεσφι
- κρατευταί, ῶν (οἱ)
- κρατέω-ῶ
- κρατήρ, ῆρος (ὁ)
- κρατηρίζω
- κρατί
- κρατιστεύω
- κράτιστος, η, ον
- κρατός
- κράτος, εος-ους (τό)
- κρατύνω
- κρατύς
- κραυγάζω
- κραυγάνομαι
- κραυγή, ῆς (ἡ)
- κρέα
- κρεάγρα, ας (ἡ)
- κρεᾴδιον, ου (τό)
- κρεανομέω-ῶ
- κρεανομία, ας (ἡ)
- κρέας, κρέατος (τό)
- κρεῖον, ου (τό)
- Κρειοντιάδης, ου (ὁ)
- κρείουσσα, ης (ἡ)
- κρεισσόνως
- κρείσσων, ων, ον
- κρειττόνως
- κρείττων, ων, ον
- κρείων, οντος (ὁ)
- Κρείων
- κρειῶν
- κρέκα
- κρεκτός, ή, όν
- κρέκω
- κρέμαμαι
- κρεμάννυμι
- κρεμάς, άδος
- κρεμαστός, ή, όν
- κρεμάστρα, ας (ἡ)
- κρεμόω
- κρέξ, κρεκός (ἡ)
- κρεοβόρος, ος, ον
- κρεοδαισία, ας (ἡ)
- κρεοδαίτης, ου (ὁ)
- κρεοδοσία, ας (ἡ)
- κρεοκοπέω-ῶ
- Κρεόντειος, α, ον
- κρεοπώλης, ου (ὁ)
- κρεοπωλικός, ή, όν
- κρεοπώλιον, ου (τό)
- κρεουργέω-ῶ
- κρεουργηδόν
- κρεουργία, ας (ἡ)
- κρεουργός, ός, όν
- κρεοφαγία, ας (ἡ)
- κρεοφάγος, ος, ον
- κρεωδαισία, ας (ἡ)
- κρεώδης, ης, ες
- κρέων, οντος (ὁ)
- Κρέων, οντος (ὁ)
- κρεωπώλης, ου (ὁ)
- κρήγυος, ος, ον
- κρήδεμνον, ου (τό)
- κρηῆναι, κρήηνον
- κρηθείς, έσσα, έν
- κρήμναμαι
- κρημνίζω
- Κρημνοί, ῶν (οἱ)
- κρημνός, οῦ (ὁ)
- κρημνώδης, ης, ες
- κρῆναι
- κρηναῖος, α, ον
- κρήνη, ης (ἡ)
- κρήνηνδε
- κρηνίς, ῖδος (ἡ)
- κρῆνον
- κρηπιδόω-ῶ
- κρηπίς, ῖδος (ἡ)
- Κρής, Κρητός
- Κρήσιος, α, ον
- Κρῆσσα, ης
- κρησφύγετον, ου (τό)
- Κρήτα, ας (ἡ)
- Κρῆται, άων (αἱ)
- Κρήτη, ης (ἡ)
- Κρήτηθεν
- Κρήτηνδε
- κρητήρ, ῆρος (ὁ)
- κρητίζω
- Κρητικός, ή, όν
- κρητισμός, οῦ (τό)
- κρῖ (τό)
- κρίβανος, ου (ὁ)
- κριβανωτός, ή, όν
- κρίζω
- κριθάω-ῶ
- κριθή, ῆς (ἡ)
- κριθῆναι
- κριθιάω-ῶ
- κριθίδιον, ου (τό)
- κριθίζω
- κρίθινος, η, ον
- κριθολόγος, ου (ὁ)
- κριθοφόρος, ος, ον
- κρίκε
- κρικοειδής, ής, ές
- κρίκος, ου (ὁ)
- κρῖμα, ατος (τό)
- κρινθείς
- κρίνον, ου (τό)
- κρίνω
- κριοπρόσωπος, ος, ον
- κριός, οῦ (ὁ)
- κρίσις, εως (ἡ)
- Κρίσπος, ου (ὁ)
- κριτέον
- κριτήριον, ου (τό)
- κριτής, οῦ (ὁ)
- Κριτίας, ου (ὁ)
- κριτικός, ή, όν
- κριτός, ή, όν
- Κρίτων, ωνος (ὁ)
- κροαίνω
- Κροίσειος, ου
- Κροῖσος, ου (ὁ)
- κροκάλη, ης (ἡ)
- κρόκεος, ος, ον
- κρόκη, ης (ἡ)
- κροκίας, ου
- κροκόβαπτος, ος, ον
- κροκοβαφής, ής, ές
- κροκόδειλος, ου (ὁ)
- κροκόεις, όεσσα, όεν
- κροκόπεπλος, ος, ον
- κρόκος, ου (ὁ)
- κροκύς, ύδος (ἡ)
- κροκωτός, ή, όν
- κροκωτοφόρος, ος, ον
- κρόμμυον, ου (τό)
- κρόμυον, ου (τό)
- Κρόνια, ων (τά)
- Κρονιάς, άδος
- Κρονίδης, ου (ὁ)
- Κρονικός, ή, όν
- Κρόνιον, ου (τό)
- Κρόνιος, α, ον
- Κρονίων, ωνος (ὁ)
- κρονόληρος, ου (ὁ)
- Κρόνος, ου (ὁ)
- κρόσσαι, ῶν (αἱ)
- Κροσσαίη, ης (ἡ)
- κροσσός, οῦ (ὁ)
- κροσσωτός, ή, όν
- κροταλίζω
- κρόταλον, ου (τό)
- κρόταφος, ου (τό)
- κροτέω-ῶ
- κροτησμός, οῦ (ὁ)
- κροτητός, ή, όν
- κροτοθόρυβος, ου (τό)
- κρότος, ου (ὁ)
- κροτών, ῶνος (ὁ)
- Κρότων, ωνος (ἡ)
- Κροτωνιᾶται, ῶν (οἱ)
- Κροτωνιᾶτις, ιδος
- Κροτωνιῆται, ῶν (οἱ)
- κροῦμα, ατος (τό)
- κρουματικός, ή, όν
- Κρουνοί, ῶν (οἱ)
- κρουνός, οῦ (ὁ)
- κροῦσις, εως (ἡ)
- κρουσματικός, ή, όν
- κρουστέον
- κρουστικός, ή, όν
- κρούω
- κρύβδα
- κρύβδην
- κρυβῆναι
- κρύβω
- κρυερός, ά, όν
- κρυμός, οῦ (ὁ)
- κρυόεις, όεσσα, όεν
- κρύος, εος-ους (τό)
- κρύπτασκε
- κρυπτεία, ας (ἡ)
- κρυπτέον
- κρυπτεύω
- κρυπτή, ῆς (ἡ)
- κρυπτός, ή, όν
- κρύπτω
- κρυσταλλίζω
- κρυσταλλοειδής, ής, ές
- κρυσταλλοειδῶς
- κρυσταλλοπήξ, -πῆγος
- κρύσταλλος, ου (ὁ)
- κρύφα
- κρυφαῖος, α, ον
- κρυφαίως
- κρυφείς
- κρυφῇ
- κρυφηδόν
- κρύφθην
- κρύφιος, α, ον
- κρυφίως
- κρύψα
- κρυψιμέτωπος, ος, ον
- κρυψίνοος, ος, ον
- κρύψις, εως (ἡ)
- κρυώδης, ης, ες
- κρωβύλος, ου (τό)
- κρωβυλώδης, ης, ες
- κρώζω
- κρωσσός, οῦ (ὁ)
- κτάμεναι
- κταέοντα
- κτάομαι-ῶμαι
- κτάς, κτᾶσα, κτάν
- κτᾶσθαι
- κτέανον, ου (τό)
- κτέαρ (τό)
- κτεάτειρα, ας
- κτεατίζω
- κτείνεσκε
- κτείνω
- κτείνωμι
- κτείς, κτενός (ὁ)
- κτενέω
- κτενίζω
- κτένιον, ου (τό)
- κτενῶ
- κτέομαι
- κτέρας (τό)
- κτέρεα, έων (τά)
- κτερείζω
- κτερίζω
- κτερίσματα, ων (τά)
- κτέωμεν
- κτῆμα, ατος (τό)
- κτηματικός, ή, όν
- κτηνηδόν
- κτῆνος, εος-ους (τό)
- κτηνοτροφία, ας (ἡ)
- κτήσιος, α, ον
- κτήσιππος, ος, ον
- κτῆσις, εως (ἡ)
- κτητέος, α, ον
- κτητικός, ή, όν
- κτητός, ή, όν
- κτήτωρ, ορος (ὁ)
- κτίδεος, α, ον
- κτιζοίατο
- κτίζω
- κτίλος, ος, ον
- κτιλόομαι-οῦμαι
- κτίσις, εως (ἡ)
- κτίσμα, ατος (τό)
- κτίσσα
- κτίστης, ου (ὁ)
- κτυπέω-ῶ
- κτύπημα, ατος (τό)
- κτύπησε
- κτύπος, ου (ὁ)
- κύαθος, ου (ὁ)
- κυαμευτός, ή, όν
- κυαμιστός, ή, όν
- Κυαμῖτις, ιδος (ἡ)
- κύαμος, ου (ὁ)
- κυαμοφαγία, ας (ἡ)
- κυαναυγής, ής, ές
- Κυάνεαι, εῶν (αἱ)
- κυάνεος, α, ον
- κυανίζω
- κυανόπεζα, ης
- κυανόπεπλος, ος, ον
- κυανοπρῴρειος, ος, ον
- κυανόπρῳρος, ος, ον
- κύανος, ου (ὁ)
- κυανός1, οῦ (ὁ)
- κυανός2, ή, όν
- κυανοῦς, ῆ, οῦν
- κυανοχαῖτα
- κυανοχαίτης, ου
- κυανῶπις, ιδος
- κυανωπός, ός, όν
- κυάνωσις, εως (ἡ)
- κυβεία, ας (ἡ)
- κυβεῖον, ου (τό)
- Κυβέλη, ης (ἡ)
- κυβερνάω-ῶ
- κυβερνήσια, ων (τά)
- κυβέρνησις, εως (ἡ)
- κυβερνητήρ, ῆρος (ὁ)
- κυβερνητήριος, ος, ον
- κυβερνήτης, ου (ὁ)
- κυβερνητικός, ή, όν
- κυβεύω
- κυβία, ας (ἡ)
- κυβιστάω-ῶ
- κυβίστημα, ατος (τό)
- κυβίστησις, εως (ἡ)
- κύβος, ου (ὁ)
- κυδάζω
- Κυδαθηναιεύς, έως
- κυδαίνω
- κυδάλιμος, ος, ον
- κυδάνω
- κυδιάω
- κυδιόων
- κύδιστος, η, ον
- κυδίων, ων, ον
- κυδοιμέω-ῶ
- κυδοιμός, οῦ (ὁ)
- κῦδος, εος-ους (τό)
- κυδρός, ά, όν
- κυδρόομαι-οῦμαι
- Κυδωνία, ας (ἡ)
- κυδώνιος, α, ον
- Κυδώνιος, α, ον
- κυέω-ῶ
- Κυζικηνός, ή, όν
- Κύζικος, ου (ἡ)
- κύημα, ατος (τό)
- κύθε
- Κυθέρεια, ας (ἡ)
- Κύθηρα, ων (τά)
- Κυθήρη, ης (ἡ)
- Κυθήριος, α, ον
- Κυθηροδίκης, ου (ὁ)
- κυΐσκω
- κυκάω-ῶ
- κυκειῶ
- κυκεών, ῶνος (ὁ)
- κυκήθησαν
- κύκλα
- κυκλάς, άδος
- κυκλεύω
- κυκλέω-ῶ
- κυκλικός, ή, όν
- κύκλιος, α, ον
- κυκλίσκος, ου (ὁ)
- κυκλοειδής, ής, ές
- κυκλόεις, όεσσα, όεν
- κυκλόθεν
- κύκλος, ου (ὁ)
- κυκλόσε
- κυκλοτερής, ής, ές
- κυκλοτερῶς
- κυκλοφορέομαι-οῦμαι
- κυκλοφορητικός, ή, όν
- κυκλοφορικῶς
- κυκλόω-ῶ
- Κυκλωπεία, ας (ἡ)
- Κυκλώπειος, α, ον
- Κυκλωπικῶς
- Κυκλώπιος, α, ον
- Κυκλωπίς, ίδος
- κύκλωσις, εως (ἡ)
- κυκλωτός, ή, όν
- Κύκλωψ, ωπος (ὁ)
- κύκνειος, ος, ον
- κυκνόμορφος, ος, ον
- κύκνος, ου (ὁ)
- κυκόωντι
- Κυλάραβις (ἡ)
- κυλικεῖον, ου (τό)
- κυλινδέω-ῶ
- κυλίνδησις, εως (ἡ)
- κυλινδρικός, ή, όν
- κυλινδρικῶς
- κυλινδροειδής, ής, ές
- κύλινδρος, ου (ὁ)
- κυλίνδω
- κύλιξ, ικος (ἡ)
- κύλισις, εως (ἡ)
- κυλίσθην
- κύλισμα, ατος (τό)
- κυλισμός, οῦ (ὁ)
- κυλίστρα, ας (ἡ)
- κυλίω
- Κυλλάνα, ας (ἡ)
- Κυλλάραβις (ἡ)
- κυλλᾶστις, ιος (ὁ)
- Κυλλήνη, ης (ἡ)
- Κυλλήνιος, α, ον
- κυλλῆστις, ιος (ὁ)
- κυλλοποδίων, ονος
- κυλλός, ή, όν
- κῦμα, ατος (τό)
- κυμαίνω
- Κυμαῖος, α, ον
- κυματίας, ου
- κυματωγή, ῆς (ἡ)
- κυμβαλίζω
- κύμβαλον, ου (τό)
- κύμβαχος, ος, ον
- Κύμη, ης (ἡ)
- κύμινδις, ιος (ὁ)
- κυμινεύω
- κύμινον, ου (τό)
- κυμονδέγμων, ων, ον
- κύνα
- Κυναίγειρος, ου (ὁ)
- κυναλώπηξ, πεκος (ἡ)
- κυνάμυια, ας (ἡ)
- κυνάριον, ου (τό)
- κυνάς, άδος
- κυνάω-ῶ
- κυνέη, ης (ἡ)
- κύνει
- κύνειος, α, ον
- κύνεον
- κύνεος, ος, ον
- κυνέω-ῶ
- κυνῆ, ῆς (ἡ)
- κυνηγεσία, ας (ἡ)
- κυνηγέσιον, ου (τό)
- κυνηγετέω-ῶ
- κυνηγέτης, ου (ὁ)
- κυνηγετικός, ή, όν
- κυνηγέω-ῶ
- κυνηγία, ας (ἡ)
- κυνήγιον, ου (τό)
- κυνηγός, οῦ (ὁ, ἡ)
- κυνδόν
- Κύνθιος, α, ον
- Κύνθος, ου (ὁ)
- κυνίδιον, ου (τό)
- κυνίζω
- κυνικός, ή, όν
- κυνικῶς
- κυνίσκος, ου (ὁ)
- κυνισμός, οῦ (ὁ)
- Κυνοβάλανοι, ων (οἱ)
- κυνόδους, όδοντος (ὁ)
- κυνοδρομέω-ῶ
- κυνοθαρσής, ής, ές
- κυνοκέφαλος, ου (ὁ)
- κυνόμυια, ας (ἡ)
- κυνοπρόσωπος, ος, ον
- κυνοραιστής, οῦ (ὁ)
- κυνός
- Κυνόσαργες, ους (τό)
- Κυνὸς κεφαλαί (οἱ)
- κυνοσπάρακτος, ος, ον
- Κυνὸς σῆμα, ατος (τό)
- κυνοτροφική, ῆς (ἡ)
- κυνοτρόφος, ου (ὁ)
- κύνουρα, ων (τά)
- Κυνούριος, α, ον
- κυνόφρων, ων, ον
- κύντατος, η, ον
- κύντερος, α, ον
- κυνώπης, ου
- κυνῶπις, ιδος
- κύον
- κύος, εος-ους (τό)
- κύουρα, ας (ἡ)
- κυοφορέω-ῶ
- κυπαρίσσινος, η, ον
- κύπειρον, ου (τό)
- κύπειρος, ου (ὁ)
- κύπελλον, ου (τό)
- κύπερος, ου (ὁ)
- Κύπριος, α, ον
- Κύπρις, ιδος (ἡ)
- Κυπρογένεια, ας
- Κυπρογενής, ής, ές
- Κύπρονδε
- Κύπρος, ου (ἡ)
- κύπρος, ου (ἡ)
- κυπτάζω
- κύπτω
- κυρβασία, ας (ἡ)
- κύρβις, εως (ἡ, ὁ)
- κῦρε
- Κυρεῖος, α, ον
- κυρέω-ῶ
- Κυρηναϊκός, ή, όν
- Κυρηναῖος, α, ον
- Κυρήνη, ης (ἡ)
- κυρία, ας (ἡ)
- κυριακός, ή, όν
- κυριεύω
- κύριξις, εως (ἡ)
- κύριος, α, ον
- κυριότης, ητος (ἡ)
- κυρίσσω
- κυρίως
- κύρμα (τό)
- Κύρνος, ου (ὁ, ἡ)
- Κῦρος, ου (ὁ)
- κῦρος, εος-ους (τό)
- κυρόω-ῶ
- κύρσαι
- κυρτεία, ας (ἡ)
- κυρτεύς, έως (ὁ)
- κύρτη, ης (ἡ)
- κύρτος, ου (ὁ)
- κυρτός, ή, όν
- κυρτότης, ητος (ἡ)
- κυρτόω-ῶ
- κύρτωμα, ατος (τό)
- κύρω
- κύρωσις, εως (ἡ)
- κύσα
- κυσί
- κύσσα
- κύσσαι
- κύσσων
- κύστις, εως (ἡ)
- κύτισος, ου (ἡ)
- κυτμίς, ίδος (ἡ)
- κύτος, εος-ους (τό)
- κύτταρος, ου (ὁ)
- κῦφι, εως (τό)
- κυφός, ή, όν
- κύφων, ωνος (ὁ)
- Κυχρεῖος, α, ον
- Κυχρεύς, έως (ὁ)
- κυψέλη, ης (ἡ)
- Κυψελίδαι, ῶν (οἱ)
- κυψελίς, ίδος (ἡ)
- κυψελόβυστος, ος, ον
- κύψελος, ου (ὁ)
- κύω
- κύων, κυνός (ὁ, ἡ)
- κώ
- κῶας (τό)
- κωβιός, οῦ (ὁ)
- κωβιώδης, ης, ες
- κώδεια, ας (ἡ)
- κῴδιον, ου (τό)
- κὠδυνωμένη
- κὠδύρεται
- κώδων, ωνος (ὁ)
- κώεα
- κώθων, ωνος (ὁ)
- Κώϊος, α, ον
- κώκυμα, ατος (τό)
- κωκυτός, οῦ (ὁ)
- Κώκυτος, ου (ὁ)
- κωκύω
- κωλακρέτης, ου (ὁ)
- κωλέα, ας (ἡ)
- κώληψ, ηπος (ἡ)
- κῶλον, ου (τό)
- κωλοτομέω-ῶ
- κώλυμα, ατος (τό)
- κωλύμη, ης (ἡ)
- κωλυσίδειπνος, ος, ον
- κωλυσιδρόμα, ας
- κωλυτέον
- κωλυτής, οῦ (ὁ)
- κωλυτικός, ή, όν
- κωλυτός, ή, όν
- κωλύω
- κῶμα, ατος (τό)
- κωμάζω
- κωμάρχης, ου (ὁ)
- κωμάρχιος νόμος (ὁ)
- κωμαστής, οῦ (ὁ)
- κωμαστικός, ή, όν
- κωμαστικῶς
- κώμη, ης (ἡ)
- κωμήτης, ου (ὁ)
- κωμῆτις, ιδος (ἡ)
- κωμικεύομαι
- κωμικός, ή, όν
- κώμιον, ου (τό)
- κωμόπολις, εως (ἡ)
- κῶμος, ου (ὁ)
- κωμῳδέω-ῶ
- κωμῳδία, ας (ἡ)
- κωμῳδικός, ή, όν
- κωμῳδοποΐα, ας (ἡ)
- κωμῳδοποιός, οῦ (ὁ)
- κωμῳδός, οῦ (ὁ)
- κώνειον, ου (τό)
- κωνικός, ή, όν
- κωνοειδής, ής, ές
- κωνοειδῶς
- κῶνος, ου (ὁ)
- κώνωψ, ωπος (ὁ)
- Κῷος, α, ον
- Κῶπαι, ῶν (αἱ)
- Κωπαίς, αΐδος (ἡ)
- κωπεύς, έως (ὁ)
- κώπη, ης (ἡ)
- κωπήεις, ήεσσα, ῆεν
- κωπηλατέω-ῶ
- κωπηλάτης, ου (ὁ)
- κωπήρης, ης, ες
- κωπίον, ου (τό)
- Κωρύκιος1, α, ον
- Κωρύκιος2, α, ον
- Κωρυκίς, ίδος
- κώρυκος, ου (ὁ)
- Κῶς, Κῶ (ἡ)
- κῶς
- κωτίλλω
- κωτίλος, η, ον
- κωφίας, ου (ὁ)
- κωφός, ή, όν
- κωφότης, ητος (ἡ)
- κᾤχεθ’, κᾤχετ’, κᾤχετο
- κώψ, κωπός (ὁ)
- Χ, χ (χῖ) (τό)
- χ᾽
- χἀ
- χάδον
- χάζεο
- χάζω
- χαἰ
- χαίνω
- χάϊος, α, ον
- χαῖρε
- χαίρεσκον
- χαίρω
- Χαιρώνεια, ας (ἡ)
- Χαιρωνεύς, έως
- Χαιρωνικός, ή, όν
- χαίτη, ης (ἡ)
- χαίτωμα, ατος (τό)
- χάλαζα, ης (ἡ)
- χαλαζάω-ῶ
- χαλαζοβόλος, ος, ον
- χαλαζοφύλαξ, ακος (ὁ)
- χαλαζώδης, ης, ες
- χαλαργός, ός, όν
- χαλαρός, ά, όν
- χάλασμα, ατος (τό)
- χαλαστικός, ή, όν
- Χαλαστραῖος, α, ον
- χαλάω-ῶ
- χαλβάνη, ης (ἡ)
- Χαλδαϊκός, ή, όν
- Χαλδαῖος, α, ον
- χαλεπαίνω
- χαλεπός, ή, όν
- χαλεπότης, ητος (ἡ)
- χαλέπτω
- χαλεπῶς
- Χαλεστραῖος, α, ον
- χαλιναγωγέω-ῶ
- χαλιναγωγός, οῦ
- χαλινοποιητική, ῆς (ἡ)
- χαλινός, οῦ (ὁ)
- χαλινόω-ῶ
- χαλινωτήρια, ων (τά)
- χάλιξ, ικος (ὁ, ἡ)
- χαλιφρονέω-ῶ
- χαλιφροσύνη, ης (ἡ)
- χαλίφρων, ων, ον
- χάλκασπις, ιδος
- χαλκεῖον, ου (τό)
- χάλκειος, α, ον
- χαλκεμβολάς, άδος
- χαλκέμβολος, ος, ον
- χαλκεοθώρηξ, ηκος
- χάλκεος, α, ον
- χαλκεόφωνος, ος, ον
- χάλκευμα, ατος (τό)
- χαλκεύς, έως (ὁ)
- χαλκευτικός, ή, όν
- χαλκεύω
- χαλκεών, ῶνος (ὁ)
- χαλκῆ
- Χαλκηδόνιος, α, ον
- Χαλκηδών, όνος (ἡ)
- χαλκήϊον, ου (τό)
- χαλκήϊος, η, ον
- χαλκήλατος, ος, ον
- χαλκήρης, ης, ες
- Χαλκιδεύς, έως (ὁ)
- Χαλκιδικός, ή, όν
- χαλκίοικος, ος, ον
- χαλκίον, ου (τό)
- χαλκίς, ίδος (ἡ)
- χαλκῖτις, εως
- χαλκοβάρεια, ας
- χαλκοβαρής, ής, ές
- χαλκοβατής, ής, ές
- χαλκοβόας, ου
- χαλκογλώχιν, ινος
- χαλκόδετος, ος, ον
- χαλκοειδής, ής, ές
- χαλκοθώραξ, ακος
- χαλκοκνήμις, ιδος
- χαλκοκορυστής, οῦ
- χαλκολίβανον, ου (τό)
- χαλκοπάρᾳος, ος, ον
- χαλκοπάρῃος, ος, ον
- χαλκόπλακτος, ος, ον
- χαλκόπλευρος, ος, ον
- χαλκόπους, ους, ουν
- χαλκόπυλος, ος, ον
- χαλκοπώγων, ωνος (ὁ)
- χαλκός, οῦ (ὁ)
- χαλκόστομος, ος, ον
- χαλκότευκτος, ος, ον
- χαλκοτυπέω-ῶ
- χαλκοτυπική, ῆς (ἡ)
- χαλκοτύπος, ος, ον
- χαλκότυπος, ος, ον
- χαλκοῦν
- χαλκουργός, ός, όν
- χαλκοῦς, ῆ, οῦν
- Χαλκοῦς (ὁ)
- Χαλκόφι
- χαλκοχίτων, ωνος
- χαλκόω-ῶ
- χάλκωμα, ατος (τό)
- χαλκωρυχεῖον, ου (τό)
- χαλκωρύχιον, ου (τό)
- Χάλυβες, ων (οἱ)
- χάλυψ, υβος (ὁ)
- χαμάδις
- χαμᾶζε
- χαμᾶθεν
- χαμαί
- χαμαιευνάς, άδος
- χαμαιεύνης, ου
- χαμαίζηλος, ος, ον
- χαμαῖθεν
- χαμαικοίτης, ου
- χαμαιλέων, οντος (ὁ)
- χαμαιπετής, ής, ές
- χαμαιπετῶς
- χαμαιτυπεῖον, ου (τό)
- χαμαιτύπη, ης (ἡ)
- χαμεύνη, ης (ἡ)
- χαμεύνιον, ου (τό)
- χαμευνίς, ίδος (ἡ)
- χαμόθεν
- χάμψαι, ῶν (οἱ)
- χἄν
- Χανάαν (ἡ)
- Χαναναῖος, α, ον
- χανδάνω
- χανδόν
- χάννη, ης (ἡ)
- χάνοι
- χάος, χάεος-χάους (τό)
- χαρά, ᾶς (ἡ)
- χάραγμα, ατος (τό)
- χαράδρα, ας (ἡ)
- χαραδριός, οῦ (ὁ)
- χαραδρόομαι-οῦμαι
- χαρακόω-ῶ
- χαρακτήρ, ῆρος
- χαράκωμα, ατος (τό)
- χαράκωσις, εως (ἡ)
- χάραξ, ακος (ἡ, ὁ)
- χαραξίποντος, ος, ον
- χάραξις, εως (ἡ)
- χαράσσω
- χαρείς
- Χάρης, ητος (ὁ)
- χαρήσομαι
- χαριδότης, ου (ὁ)
- χαριεῖ
- χαρίεις, ίεσσα, ίεν
- χαριεντίζομαι
- χαριεντισμός, οῦ (ὁ)
- χαριεντότης, ητος (ἡ)
- χαριέντως
- χαριέστατος, η, ον
- χαριέστερος, α, ον
- χαριεστέρως
- χαρίζομαι
- Χαρίλαος, ου (ὁ)
- χάριν 1
- χάρις , ιτος (ἡ)
- χάριν 2
- χαρίσιος, α, ον
- χάρισμα, ατος (τό)
- χαριστέος, α, ον
- χαριστήριος, ος, ον
- χαριστικός, ή, όν
- χάριτα
- χαριτία, ας (ἡ)
- χαριτογλωσσέω-ῶ
- χαριτοδότης, ου (ὁ)
- χαριτόω-ῶ
- Χαρίτων, ωνος (ὁ)
- χάρμα, ατος (τό)
- χάρμη, ης
- χαρμονή, ῆς (ἡ)
- χαρμοσύνη, ης (ἡ)
- χαρμόσυνος, η, ον
- χαροποιός, ός, όν
- χαροπός, ή, όν
- χαροπότης, ητος (ἡ)
- χἀρπάσαι
- χάρτης, ου (ὁ)
- χαρτίον, ου (τό)
- χαρτός, ή, όν
- Χάρυβδις, εως (ἡ)
- χαρῶ, ῇς, ῇ
- Χάρων, ονος (ὁ)
- Χαρώνειος, ος, ον
- Χαρωνίτης, ου
- χασκάζω
- χάσκω
- χάσμα, ατος (τό)
- χασμάομαι-ῶμαι
- χάσμη, ης (ἡ)
- χασμώδης, ης, ες
- χἄτερος
- χατέω-ῶ
- χατίζω
- χαυλιόδους / χαυλιόδων , -όδοντος (ἡ, ὁ )
- χαῦνος, η, ον
- χαυνότης, ητος
- χαυνόω-ῶ
- χαύνωμα, ατος (τό)
- χαύνωσις, εως (ἡ)
- χαυνωτικός, ή, όν
- χαὐτῇ, χαὐτοῦ
- χέαι
- χέε
- χεζητιάω-ῶ
- χέζω
- χειά, ᾶς (ἡ)
- χεῖλος, εος-ους (τό)
- χεῖμα, ατος (τό)
- χειμάδιος, ο, ον
- χειμάζω
- χειμαίνω
- χειμάρροος, ος, ον
- χείμαρρος, ος, ον
- χειμασία, ας (ἡ)
- χειμερίζω
- χειμερινός, ή, όν
- χειμέριος, α, ον
- χειμοθνής, ῆτος
- χειμών, ῶνος (ὁ)
- χείρ, χειρός (ἡ)
- χειραγωγέω-ῶ
- χειραγωγός, ός, όν
- χειραπτάζω
- χειραψία, ας (ἡ)
- χείρεσι, χείρεσσι
- χειριδωτός, ός, όν
- χειρίζω
- χείριος, α, ον
- χειρίς, ῖδος (ἡ)
- χείριστος, η, ον
- χειροβλημάομαι-ῶμαι
- χειροβολέω-ῶ
- χειρόγραφον, ου (τό)
- χειροδάϊκτος, ος, ον
- χειρόδεικτος, ος, ον
- χειροήθης, ης, ες
- χειρόκμητος, ος, ον
- χειρκοπέω-ῶ
- χειροκρασία, ας (ἡ)
- χειροκρατία, ας (ἡ)
- χειρόμακτρον, ου (τό)
- χειρομάχα, ας
- χειρομάχος, ος, ον
- χειρομύλη, ης (ἡ)
- χειρονομέω-ῶ
- χειρονομία, ας (ἡ)
- χειροπέδη, ης (ἡ)
- χειροπληθής, ής, ές
- χειροποιέομαι-οῦμαι
- χειροποίητος, ος, ον
- χειρόσοφος, ος, ον
- χειρότερος, α, ον
- χειροτέχνημα, ατος (τό)
- χειροτέχνης, ης, ες
- χειροτεχνία, ας (ἡ)
- χειροτεχνικός, ή, όν
- χειροτονέω-ῶ
- χειροτονητός, ή, όν
- χειροτονία, ας (ἡ)
- χειροτόνος, ος, ον
- χειρουργέω-ῶ
- χειρουργία, ας (ἡ)
- χειρουργικός, ή, όν
- χειρουργός, ός, όν
- χείρους
- χειρόω-ῶ
- χείρωμα, ατος (τό)
- χείρων, ων, ον
- Χείρων, ωνος (ὁ)
- χειρῶναξ, ακτος (ὁ)
- χειρωναξία, ας (ἡ)
- χεῖσθαι
- χείσομαι
- χελιδοῖ
- Χελιδόνεαι
- χελιδών, όνος (ἡ)
- χέλυμνα, ης (ἡ)
- χελύνη, ης (ἡ)
- χέλυς, υος (ἡ)
- χελώνη, ης (ἡ)
- χελώνιον, ου (τό)
- χενόσιρις (ὁ)
- χέρας
- χέραδος (τό)
- χερειότερος, α, ον
- χερείων, ων, ον
- χέρης
- χερμάδιον, ου (τό)
- χερμάδιος, ος, ον
- χερμάς, άδος (ἡ)
- χερνής, ῆτος
- χερνήτης, ου (ὁ)
- χερνῆτις, ιδος (ἡ)
- χέρνιβα
- χερνίβεσσι
- χέρνιβον, ου (τό)
- χερνίπτω
- χέρνιψ, ιβος (ἡ)
- χεροῖν
- χερόπληκτος, ος, ον
- Χερρονήσιος, α, ον
- Χερρόνησος, ου (ὁ)
- χέρρος, ος, ον
- χερσαῖος, α, ον
- χερσεύω
- χερσί
- χέρσονδε
- Χερσονήσιος, α, ον
- χερσονησοειδής, ής, ές
- χερσόνησος, ου (ἡ)
- χέρσος, ος, ον
- χερσόω-ῶ
- χεσείω
- χεῦα
- χεῦμα, ατος (τό)
- χεύομεν
- χεύω1, εις, ει
- χεύω2, ῃς, ῃ
- χέω
- χέω, χεῖς, χεῖ
- χέω, ῃς, ῃ
- χἠ
- χηλευτός, ή, όν
- χηλεύω
- χηλή, ῆς (ἡ)
- χηλός, οῦ (ἡ)
- χἠμεῖς
- χἠμέρα
- χήμη, ης (ἡ)
- χήν, χηνός (ὁ, ἡ)
- χηναλωπεκιδεύς, έως (ὁ)
- χηναλώπηξ, εκος (ὁ)
- χήνειος, α, ον
- χηνιδεύς, έως (ὁ)
- χηνίσκος, ου (ὁ)
- χήρα, ας (ἡ)
- χηραμός, οῦ (ὁ, ἡ)
- χήρατο
- χηρεία, ας (ἡ)
- χηρεύω
- χήρη
- χῆρος, α, ον
- χηρόω-ῶ
- χηρωσταί, ῶν (οἱ)
- χἠσεῖτε
- χῆτος (τό)
- χἤφθα
- χθαμαλοπτήτης, ου
- χθαμαλός, ή, όν
- χθές
- χθεσινός, ή, όν
- χθιζά
- χθιζινός, ή, όν
- χθιζός, ή, όν
- χθόνιος, α, ον
- χθονοστιβής, ής, ές
- χθονοτρεφής, ής, ές
- χθών, χθονός (ἡ)
- χῖ (τό)
- χιλιαρχέω-ῶ
- χιλιάρχης, ου (ὁ)
- χιλιαρχία, ας (ἡ)
- χιλίαρχος, ου (ὁ)
- χιλιάς, άδος (ἡ)
- χιλιέτης, ης, ες
- χίλιοι, αι, α
- χιλιόναυς, εως
- χιλιοναύτας, ου
- χιλιοστός, ή, όν
- χιλιοστύς, ύος (ἡ)
- χιλιοτάλαντος, ος, ον
- χιλός, οῦ (ὁ)
- χιλόω-ῶ
- χίμαιρα, ας (ἡ)
- χίμαρος, ου (ὁ, ἡ)
- χίμεθλον, ου (τό)
- χιονίζω
- χιονόβλητος, ος, ον
- χιονοβόλος, ος, ον
- χιονόκτυπος, ος, ον
- χιονώδης, ης, ες
- Χίος, ου (ἡ)
- Χῖος, α, ον
- χιτών, ῶνος (ὁ)
- χιτώνιον, ου (τό)
- χιτωνίσκος, ου (ὁ)
- χιών, όνος (ἡ)
- χλαῖνα, ης (ἡ)
- χλαμύδιον, ου (τό)
- χλαμυδουργία, ας (ἡ)
- χλαμύς, ύδος
- χλανίδιον, ου (τό)
- χλανιδοποιΐα, ας (ἡ)
- χλανίς, ίδος (ἡ)
- χλευάζω
- χλευασμός, οῦ (ὁ)
- χλεύη, ης (ἡ)
- χλιαίνω
- χλιαρός, ά,
- χλιδανός, ή, όν
- χλιδάω-ῶ
- χλιδή, ῆς (ἡ)
- χλίδημα, ατος (τό)
- χλιδών, ῶνος (ὁ)
- χλίδωσις, εως (ἡ)
- χλίω
- χλόα
- χλοάζω
- χλοαυγής, ής, ές
- χλοερός , ά, όν
- χλόη, ης (ἡ)
- χλοητόκος, ος, ον
- χλούνης, ου
- χλοῦνις (ἡ)
- χλωρεύς, έως (ὁ)
- χλωρηΐς, ΐδος
- χλωρίς, ίδος (ἡ)
- χλωρίων, ωνος (ὁ)
- χλωρόκομος, ος, ον
- χλωρόπτιλος, ος, ον
- χλωρός, ά,
- χλωρότης, ητος (ἡ)
- χνοάζω
- χνοάω-ῶ
- χνόη, ης (ἡ)
- χνόος, ου (ὁ)
- χοάνη, ης (ἡ)
- χόανος, ου (ὁ)
- χοάς
- χόας
- Χοάσπης, ου (ὁ)
- χόες, χοεύς
- χοή, ῆς (ἡ)
- χοήρης, ης, ες
- χοηφόρος, ου
- χοἴδε
- χοϊκός, ή, όν
- χοῖνιξ , ικος (ἡ)
- χοἶον
- χοιραδώδης, ης, ες
- χοιράς, άδος
- χοίρειος, α, ον
- χοίρεος, α, ον
- χοιρίδιον, ου (τό)
- χοιρίνη, ης (ἡ)
- χοίρινος, η, ον
- χοιρίον, ου (τό)
- χοιρόθλιψ, ιβος
- χοιροκομεῖον, ου (τό)
- χοιρόκτονος, ος, ον
- χοιροπώλας, α (ὁ)
- χοῖρος, ου (ὁ, ἡ)
- Χολαργεῖς, έων (οἱ)
- Χολαργεύς, έως
- χολάς, άδος (ἡ)
- χολάω-ῶ
- χολέρα, ας (ἡ)
- χολεριάω-ῶ
- χολερικός, ή, όν
- χολή, ῆς (ἡ)
- χολημεσία, ας (ἡ)
- χολικός, ή, όν
- χόλιξ, ικος (ἡ)
- χόλος, ου (ὁ)
- χολόω-ῶ
- χολώδης, ης, ες
- χολώσεαι
- χολωτός, ή, όν
- χόνδρος, ου (ὁ)
- χοῦς 1, χοός (ὁ, ἡ)
- χόος, ου (ὁ, ἡ)
- χοραγός
- χοραύλης, ου (ὁ)
- χορδή, ῆς (ἡ)
- χορδολογέω-ῶ
- χορδοστροφία, ας (ἡ)
- χορεία, ας (ἡ)
- χορεῖος, α, ον
- χορευτής, οῦ (ὁ)
- χορευτικός, ή, όν
- χορεύω
- χορηγέω-ῶ
- χορηγία, ας (ἡ)
- χορηγικός, ή, όν
- χορηγός, οῦ (ὁ)
- χορικός, ή, όν
- χορικῶς
- χοροδιδάσκαλος, ου (ὁ)
- χοροιτυπία, ας (ἡ)
- χορολέκτης, ου (ὁ)
- χορόνδε
- χοροποιός, ός, όν
- χορός, οῦ (ὁ)
- χορτάζω
- χορταῖος, α, ον
- χόρτασμα, ατος (τό)
- χόρτος, ου (ὁ)
- χοῦν
- χοῦς 2, χοῦ (ὁ, ἡ)
- χουσί
- χοῦσι
- χοὖτος, χοὖτω
- χόω
- χρᾷ
- χραίνω
- χραισμέω-ῶ
- χραισμησέμεν
- χράομαι
- χρᾶσθαι
- χρᾶται
- χραύω
- χράω1
- χράω2
- χράω3
- χράω4
- χρέα
- χρέεσθαι
- χρεία, ας (ἡ)
- χρείη
- χρεῖος1
- χρεῖος2, ος, ον
- χρειώ, όος-οῦς (ἡ)
- χρειώδης, ης, ες
- χρείων
- χρεμετίζω
- χρεμετισμός, οῦ (ὁ)
- χρεμετιστικός, ή, όν
- χρέμης, ητος (ὁ)
- χρέμπτομαι
- χρεοκοπέω-ῶ
- χρεοκοπία, ας (ἡ)
- χρεοκοπίδαι, ῶν (οἱ)
- χρεολυτέω-ῶ
- χρέομενος
- χρεόν
- χρέονται
- χρέος, χρέεος-χρέους (τό)
- χρέουσα
- χρέω, εοῦς
- χρεώ, χρεόος (ἡ)
- χρεώμενος, η, ον
- χρεών,
- χρέωνται
- χρέως (τό)
- χρεώστης, ου (ὁ)
- χρεωφειλέτης, ου (ὁ)
- χρή
- χρῇ
- χρῄζω1
- χρῄζω2
- χρηΐζω
- χρηΐσκομαι
- χρηΐσσω
- χρῆμα, ατος (τό)
- χρηματίζω
- χρηματικός, ή, όν
- χρημάτισις, εως (ἡ)
- χρηματισμός, οῦ (ὁ)
- χρηματιστέον
- χρηματιστήριον, ου (τό)
- χρηματιστής, οῦ (ὁ)
- χρηματιστικός, ή, όν
- χρηματοδαίτης, ου (ὁ)
- χρηματοποιός, ός, όν
- χρημοσύνη, ης (ἡ)
- χρῆν
- χρῇς
- χρῆσαι
- χρησάμενος, η, ον
- χρῆσθα
- χρήσθων
- χρησιμεύω
- χρήσιμος, η, ον
- χρησίμως
- χρῆσις, εως (ἡ)
- χρησμαγόρης, ου (ὁ)
- χρησμηγορέω-ῶ
- χρησμηγόρος, ος, ον
- χρησμολογέω-ῶ
- χρησμολογία, ας (ἡ)
- χρησμολόγος, ος, ον
- χρησμοποιός, ός, όν
- χρησμός, οῦ (ὁ)
- χρησμοσύνη, ης (ἡ)
- χρησμοφύλαξ, ακος (ὁ)
- χρησμῳδέω-ῶ
- χρησμῳδία, ας (ἡ)
- χρησμῳδικός, ή, όν
- χρησμῳδός, ός, όν
- χρῆσται
- χρηστέον
- χρηστεύομαι
- χρηστηριάζω
- χρηστήριοσ1, α, ον
- χρηστήριος2, α, ον
- χρήστης, ου (ὁ)
- χρηστικός, ή, όν
- χρηστικῶς
- χρηστογραφία, ας (ἡ)
- χρηστοήθης, ης, ες
- χρηστολογία, ας (ἡ)
- χρηστολόγος, ος, ον
- χρηστομάθεια, ας (ἡ)
- χρηστομαθής, ής, ές
- χρηστός, ή, όν
- χρηστότης, ητος (ἡ)
- χρηστοφιλία, ας (ἡ)
- χρηστόφιλος, ος, ον
- χρηστῶς
- χρῖμα, ατος (τό)
- χρίμπτω
- χρῖσις, εως (ἡ)
- χρῖσμα, ατος (τό)
- χριστιανισμός, οῦ (ὁ)
- χριστιανός, οῦ (ὁ)
- χριστός, ή, όν
- χρίω
- χρόα1, ας (ἡ)
- χρόα2
- χροΐ
- χροιά
- χρόμαδος, ου (ὁ)
- χρονίζω
- χρονικός, ή, όν
- χρόνιος, α, ον
- χρονιστέον
- χρονιστός, ή, όν
- χρονογράφος, ου (ὁ)
- χρόνος, ου (ὁ)
- χρονοτριβέω-ῶ
- χροός
- χρυσᾶ
- Χρῦσα, ης (ἡ)
- χρυσαίετος, ου (ὁ, ἡ)
- χρυσαμοιβός, ός, όν
- χρυσάμπυξ, υκος
- χρυσάνιος
- χρυσάορος, ος, ον
- χρυσαυγής, ής, ές
- χρυσεῖον, ου (τό)
- χρύσειος, α, ον
- χρυσελεφαντήλεκτρος, ος, ο
- χρυσένδετος, ος, ον
- χρυσεόδμητος, ος, ον
- χρυσεόκμητος, ος, ον
- χρυσεοκόμης, ου
- χρύσεος, έα, εον
- χρυσεοσάνδαλος, ος, ον
- χρυσεόστολμος, ος, ον
- χρυσεραστής, οῦ (ὁ)
- Χρύση, ης (ἡ)
- χρυσῆ
- Χρυσηΐς, ΐδος (ἡ)
- χρυσηλάκατος, ος, ον
- χρυσήλατος, ος, ον
- χρυσήνιος, ος, ον
- χρυσήρης, ης, ες
- Χρύσης, ου (ὁ)
- χρυσίδιον, ου (τό)
- χρύσινος, η, ον
- χρυσίον, ου (τό)
- χρυσίς, ίδος (ἡ)
- χρυσῖτις, ιδος (ἡ)
- χρυσοβαφής, ής, ές
- χρυσόγονος, ος, ον
- χρυσοδαίδαλτος, ος, ον
- χρυσοδακτύλιος, α, ον
- χρυσόδετος, ος, ον
- χρυσοειδής, ής, ές
- χρυσόζυγος, ος, ον
- χρυσόθρονος, ος, ον
- χρυσόκερως, ως, ων
- χρυσοκόλλητος, ος, ον
- χρυσοκόμης, ου
- χρυσόκομος, ος, ον
- χρυσόλιτος, ου (ὁ)
- χρυσολύρης, ου
- χρυσόμαλλος, ος, ον
- χρυσομηλολόνθιον, ου (τό)
- χρυσομίτρης, ου
- χρυσόνωτος, ο, ον
- χρυσόπαστος, ος, ον
- χρυσοπέδιλος, ος, ον
- χρυσοπήληξ, ηκος
- χρυσοποιός, οῦ (ὁ)
- χρυσόπολις, εως (ἡ)
- χρυσόπρασος, ου (ὁ)
- χρυσόπρυμνος, ος, ον
- χρυσόπτερος, ος, ον
- χρυσόροφος, ος, ον
- χρυσόρραπις, ιδος
- χρυσορρόης, ου
- χρυσόρρυτος, ος, ον
- χρυσόρυτος, ος, ον
- χρυσός, οῦ (ὁ)
- χρυσοστέφανος, ος, ον
- χρυσόστροφος, ος, ον
- χρυσότευκτος, ος, ον
- χρυσοτόκος, ος, ον
- χρυσοῦς, ῆ, οῦν
- χρυσοφαής, ής, ές
- χρυσοφανής, ής, ές
- χρυσοφεγγής, ής, ές
- χρυσοφορέω-ῶ
- χρυσοφόρος, ος, ον
- χρυσοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- χρυσοχάλινος, ος, ον
- χρυσόχειρ, χειρος
- χρυσοχοέω-ῶ
- χρυσοχόος, όου (ὁ)
- χρυσόω-ῶ
- χρυσωνέω-ῶ
- χρυσῶπις, ιδος
- χρυσωπός, ός, όν
- χρυσωρυχέω-ῶ
- χρυσωρύχος, ος, ον
- χρύσωσις, εως (ἡ)
- χρυσωτής, οῦ (ὁ)
- χρῶ
- χρῷ
- χρώζω
- χρῶμα, ατος (τό)
- χρωματικός, ή, όν
- χρώννυμι
- χρώς, χρωτός (τό)
- χρωτίζω
- Χτησιφών, ῶντος (ὁ)
- χυδαῖος, ος, ον
- χύδην
- χυλός, οῦ (ὁ)
- χυλόω-ῶ
- χύλωσις, εως
- χύμενος
- χυμός, οῦ (ὁ)
- χύντο
- χύσις, εως (ἡ)
- χύτλον, ου (τό)
- χυτλόω-ῶ
- χύτο
- χυτός, ή, όν
- χύτρα, ας (ἡ)
- χυτρεύς, έως (ὁ)
- χυτρίδιον, ου (τό)
- χυτρίς, ίδος (ἡ)
- χυτρόπους, -ποδος (ὁ)
- χύτρος, ου (ὁ)
- χυτροτομέω-ῶ
- χὠ
- χᾠ
- χᾦ
- χώεο
- χωλεία, ας (ἡ)
- χωλεύω
- χωλοποιός, ός, όν
- χωλός, ή, όν
- χωλότης, ητος (ἡ)
- χῶμα, ατος (τό)
- χῶν
- χωνεύω
- χώνη, ης (ἡ)
- χώννυμι
- χὦνπερ
- χώομαι
- χὤπῃ
- χὠπόσος
- χὠπόταν
- χὤπου
- χὤπως
- χώρα, ας (ἡ)
- χωρέω-ῶ
- χώρη, ης (ἡ)
- χωρητικός, ή, όν
- χωρητός, ή, όν
- χωρίδιον, ου (τό)
- χωρίζω
- χωρίον, ου (τό)
- χωρίς
- χωρισμός, οῦ (ὁ)
- χωριστός, ή, όν
- χωρίτης, ου (ὁ)
- χωριτικός, ή, όν
- χωριτικῶς
- χωρίτις, ιδος (ἡ)
- χωροθεσία, ας (ἡ)
- χῶρος, ου (ὁ)
- χὠς
- χώσατο
- χώσεται
- χῶσις, εως (ἡ)
- χώσομαι
- χὤσους
- χὤσπερ
- χὤταν
- χὤτι
- χὤτε
- Ξ, ξ (ξῖ) (τό)
- ξαίνω
- ξανθόγεως, ως, ων
- ξανθόθριξ, τριχος
- ξανθοκόμης, ου
- ξανθός, ή, όν
- Ξάνθος1, ου (ὁ)
- Ξάνθος2, ου (ἡ)
- ξεινήϊος, ος, ον
- ξεινίζω, ξεινικός, ξείνιο
- ξεναγέω-ῶ
- ξεναγός, οῦ (ὁ)
- ξεναγωγός, ός, όν
- ξεναπάτας, ου
- ξένη, ης
- ξενηλασία, ας (ἡ)
- ξενηλατέω-ῶ
- ξενία, ας (ἡ)
- ξένια, ων (τά)
- ξενίζω
- ξενικός, ή, όν
- ξένιος, α, ον
- ξένισις, εως (ἡ)
- ξενισμός, οῦ (ὁ)
- ξενιτεία, ας (ἡ)
- ξενιτεύω
- ξενοδοκέω-ῶ
- ξεινοδόκος, ος, ον
- ξενοδοκία, ας (ἡ)
- ξενοδοχεῖον, ου (τό)
- ξενοδόχος, ος, ον
- ξενόεις, όεσσα, όεν
- ξενοκτονέω-ῶ
- ξενοκτονία, ας (ἡ)
- ξενοκτόνος, ος, ον
- ξενολογέω-ῶ
- ξενολόγος, ος, ον
- ξενομανέω-ῶ
- ξενοπαθέω-ῶ
- ξένος, η, ον
- ξενόστασις, εως (ἡ)
- ξενοσύνη, ης (ἡ)
- ξενότιμος, ος, ον
- ξενοτροφέω-ῶ
- ξενοφονέω-ῶ
- ξενοφονία, ας (ἡ)
- ξενοφόνος, ος, ον
- Ξενοφῶν, ῶντος (ὁ)
- ξενόω-ῶ
- ξενών, ῶνος (ὁ)
- ξένως
- Ξέρξης, ου (ὁ)
- ξερόν, οῦ (τό)
- ξέσμα, ατος (τό)
- ξέσσα
- ξέστης, ου (ὁ)
- ξεστός, ή, όν
- ξέω
- ξηρά, ᾶς (ἡ)
- ξηραίνω
- ξηραλοιφέω-ῶ
- ξήρανσις, εως (ἡ)
- ξηραντικός, ή, όν
- ξηρός, ά, όν
- ξηρότης, ητος (ἡ)
- ξιφηφόρος, ος, ον
- ξιφίδιον, ου (τό)
- ξιφίζω
- ξιφιστήρ, ῆρος (ὁ)
- ξιφοδήλητος, ος, ον
- ξιφοκτόνος, ος, ον
- ξίφος, εος-ους (τό)
- ξιφουλκία, ας (ἡ)
- ξιφουλκός, ός, όν
- ξόανον, ου (τό)
- ξοανουργία, ας (ἡ)
- ξουθός, ή, όν
- ξυγγενής, ής, ές
- ξυήλη, ης (ἡ)
- ξυηρός, ά, όν
- ξυλεία, ας (ἡ)
- ξυλία, ας (ἡ)
- ξυλίζομαι
- ξύλινος, η, ον
- ξυλλαμβάνω
- ξυλοκόπος, ος, ον
- ξύλον, ου (τό)
- ξυλουργέω-ῶ
- ξυλουργία, ας (ἡ)
- ξυλοφορέω-ῶ
- ξύλοχος, ου (ὁ)
- ξυλώδης, ης, ες,
- ξύλωσις, εως (ἡ)
- ξυμβαίνω, ξυμβάλλω, ξυμβλ
- ξυμβλήμεναι
- ξύμπας, ξυμπίπτω
- ξύν
- ξυνάγνυμι, ξυνάγω, ξυνέρδ
- ξυνέαξε
- ξυνεείκοσι
- ξυνέηκα
- ξύνειμι1
- ξύνες
- ξύνεσις, εως (ἡ)
- ξύνετο
- ξύνηθες, ξυνήθης
- ξυνῇ
- ξυνήϊος, α, ον
- ξυνθήκη, ης (ἡ)
- ξύνιε
- ξυνιέναι
- ξυνίημι
- ξύνιον
- ξύνισαν
- ξύνοδος, ου (ἡ)
- ξυνός, ή, όν
- ξυντίθημι
- Ξυπεταίων, όνος
- ξυράω-ῶ
- ξυρεῦνται
- ξυρέω-ῶ
- ξυρήκης, ης, ες
- ξύρησις, εως (ἡ)
- ξυρόν, οῦ (τό)
- ξυρρέω, ξυρρήγνυμι, ξυρρί
- ξύρω
- ξυσσιτέω-ῶ
- ξυστήρ, ῆρος (ὁ)
- ξυστίς, ίδος (ἡ)
- ξυστόν, οῦ (τό)
- ξυστός, ή, όν
- ξυστοφόρος, ος, ον
- ξύστρα, ας (ἡ)
- ξυστρέφω
- ξύω
- Λ, λ (λάμβδα) (τό)
- λᾶας, λάαος (ὁ)
- λάβδα (τό)
- Λαβδάκειος, α, ον
- Λαβδακίδαι, ῶν (οἱ)
- Λάβδακος, ου (ὁ)
- λάβε
- λαβή, ῆς (ἡ)
- λάβῃσι
- λαβραγόρης, ου (ὁ)
- λαβρεύομαι
- λάβρος, ος, ον
- λαβροστομέω-ῶ
- λαβρόσυτος, ος, ον
- λάβρυς, υος (ἡ)
- λάβρως
- λαβύρινθος, ου (ὁ)
- λαβυρινθώδης, ης, ες
- λάβω, λαβών
- λαγαρός, ά, όν
- Λαγίδας, α (ὁ)
- λαγιδεύς, έως (ὁ)
- λάγινος, η, ον
- λαγνεία, ας (ἡ)
- λαγνεύω
- λάγνης, ου (ὁ)
- λάγνος, η, ον
- λαγοδαίτης, ου (ὁ)
- λαγός, οῦ (ὁ)
- Λᾶγος, ου (ὁ)
- λαγυνίς, ίδος (ἡ)
- λάγυνος, ου (ὁ)
- λαγχάνω
- λαγῶ
- λαγών, όνος (ἡ)
- λαγωός, οῦ (ὁ)
- λαγῷος, α, ον
- λαγώς, ώ (ὁ)
- λάδανον, ου (τό)
- λάε
- λᾶε
- Λαέρτας, α (ὁ)
- λαέρτης, ου (ὁ)
- Λαέρτης, ου (ὁ)
- Λαερτιάδης, ου (ὁ)
- Λαέρτιος, α, ον
- Λάζαρος, ου (ὁ)
- λάζετο
- λαζοίατο
- λάζομαι
- λάζυμαι
- λάθα
- λαθεῖν
- λάθῃσι
- λαθητικός, ή, όν
- λαθικήδης, ης, ες
- λαθίπονος, ος, ον
- λαθοίατο
- λαθοσύνα, ας (ἡ)
- λάθρα
- λαθραῖος, α, ον
- λαθραίως
- λάθρῃ
- λαθρηδά
- λάθριος, ος, ον
- λάθυρα, ων (τά)
- λάθυρος, ου (ὁ)
- λάθω, λαθών
- λᾶϊ
- λᾶϊγξ, ϊγγος (ἡ)
- Λαΐειος, α, ον
- λαῖλαψ, λαίλαπος (ἡ)
- λαιμαργία, ας (ἡ)
- λαίμαργος, ος, ον
- λαιμήτομος, ος, ον
- λαιμός, οῦ (ὁ)
- λαιμοτομέω-ῶ
- λαιμοτόμος, ος, ον
- λαιμότομος, ος, ον
- λαΐνεος, α, ον
- λάϊνος, η, ον
- Λάϊος, ου (ὁ)
- λαιός, ά, όν
- Λαΐς, ΐδος (ἡ)
- λαισήϊον, ου (τό)
- Λαισποδίας, ου (ὁ)
- Λαιστρυγών, όνος (ὁ)
- Λαιστρυγόνιος, α, ον
- λαῖτμα, ατος (τό)
- λαῖφος, εος-ους (τό)
- λαιψηρόδρομος, ος, ον
- λαιψηρός, ά, όν
- λακάζω
- Λάκαινα, ης
- λακάω-ῶ
- Λακεδαιμόνιος, α, ον
- Λακεδαίμων, ονος (ἡ)
- λακεῖν
- λακέρυζα, ης
- λακέτας, ου (ὁ)
- λακίζω
- λακίς, ίδος (ἡ)
- λακιστός, ή, όν
- λακκόπλουτος, ου (ὁ)
- λάκκος, ου (ὁ)
- λακπάτητος
- λακτίζω
- λάκτισμα, ατος (τό)
- λακτιστής, οῦ
- λάκω, λακών
- Λάκων, ωνος
- λακωνίζω
- Λακωνικός, ή, όν
- λακωνικῶς
- λακωνισμός, οῦ (ὁ)
- λακωνιστής, οῦ (ὁ)
- λαλαγέω-ῶ
- λαλαγή, ῆς (ἡ)
- λαλέω-ῶ
- λάλη, ης (ἡ)
- λάλημα, ατος (τό)
- λαλιά, ᾶς (ἡ)
- λαλίστατος, η, ον
- λάλος, ος, ον
- λᾶμα, ατος (τό)
- λαμβάνω
- λάμβδα (τό)
- Λάμια, ας (ἡ)
- λάμπα
- λαμπαδηδρομία, ας (ἡ)
- λαμπαδηφορία, ας (ἡ)
- λαμπαδηφόρος, ος, ον
- λαμπάδιον, ου (τό)
- λαμπαδοῦχος, ος, ον
- λαμπάς1, άδος (ἡ)
- λαμπάς2, άδος
- λαμπετάω-ῶ
- Λαμπετίδης, ου (ὁ)
- λαμπέτις, ιδος
- λαμπετόων
- λάμπη, ης (ἡ)
- λαμπηδών, όνος (ἡ)
- λαμπρός, ά, όν
- λαμπρότης, ητος (ἡ)
- λαμπροφωνία, ας (ἡ)
- λαμπρόφωνος, ος, ον
- λαμπρύνω
- λαμπρῶς
- λαμπτήρ, ῆρος (ὁ)
- λαμπτηρουχία, ας (ἡ)
- λάμπω
- λαμυρία, ας (ἡ)
- λαμυρός, ά, όν
- λαμυρῶς
- Λαμψακηνός, ή, όν
- Λάμψακος, ου (ἡ)
- λάμψομαι
- λανθάνω
- λάξ
- λαξευτός, ή, όν
- λαξεύω
- λάξις, ιος (ἡ)
- λάξομαι
- λαξπάτητος, ος, ον
- λαοδάμας, αντος (ὁ)
- Λαοδίκεια, ας (ἡ)
- Λαοδικεύς, έως
- Λαοκόων, όωντος (ὁ)
- Λαομεδοντιάδης, ου (ὁ)
- Λαομέδων, οντος (ὁ)
- λαοπαθής, ής, ές
- λαοπόρος, ος, ον
- λαός, οῦ (ὁ)
- λᾶος
- λαοσσόος, όος, όον
- λαοφόρος, ος, ον
- λαπαδνός, ή, όν
- λαπάρα, ας (ἡ)
- λαπάσσω
- Λαπίθαι, ῶν (οἱ)
- λάπτω
- Λάρισα, ης (ἡ)
- Λαρισαῖος, α, ον
- λάρναξ, ακος (ἡ)
- λάρος, ου (ὁ)
- λαρός, ός, όν
- λαρυγγίζω
- λαρυγγισμός, οῦ (ὁ)
- λάρυγξ, υγγος (ὁ)
- λᾶς
- Λασαία, ας (ἡ)
- λάσανα, ων (τά)
- λασανοφόρος, ου (ὁ)
- λάσθη, ης (ἡ)
- λασιαύχην, ενος
- λάσιος, α, ον
- λάσκω
- λαταγέω-ῶ
- λάταξ, αγος (ἡ)
- Λάτμος, ου (ὁ)
- Λατογένεια, ας (ἡ)
- λατομέω-ῶ
- λατομία, ας (ἡ)
- λατόμος, ου (ὁ)
- λατρεία, ας (ἡ)
- λάτρευμα, ατος (τό)
- λατρεύω
- λάτρις, ιος (ὁ, ἡ)
- λάτρον, ου (τό)
- λατύπη, ης (ἡ)
- Λατώ
- Λατῷος, α, ον
- λαυκανίη, ης (ἡ)
- λαύρα, ας (ἡ)
- Λαύρειον, ου (τό)
- Λαυρεωτικός, ή, όν
- λαύρη, ης (ἡ)
- Λαύριον, ου (τό)
- λαφυραγωγέω-ῶ
- λάφυρον, ου (τό)
- λαφυροπωλέω-ῶ
- λαφυροπώλης, ου (ὁ)
- λαφύσσω
- Λαφύστιος, ου (ὁ)
- λαχανεύω
- λαχανισμός, οῦ (ὁ)
- λάχανον, ου (τό)
- λαχανόπτερος, ος, ον
- λαχανοπώλης, ου (ὁ)
- λάχε
- λάχεσις, ιος (ἡ)
- Λάχεσις, εως (ἡ)
- λαχή, ῆς (ἡ)
- λάχῃσιν
- λάχνη, ης (ἡ)
- λαχνήεις, ήεσσα, ῆεν
- λάχνος, ου (ὁ)
- λάχον
- λάχος, εος-ους (τό)
- λαχών
- λάω1
- λάω2-λῶ
- λαώδης, ης, ες
- λέαινα, ης (ἡ)
- λεαίνω
- λέβης, ητος (ὁ)
- λεγεών, ῶνος (ἡ)
- λέγω1
- λέγω2
- λεηλασία, ας (ἡ)
- λεηλατέω-ῶ
- λεία, ας (ἡ)
- λειαίνω
- λείβω
- λείη
- λείηνα
- λεῖμμα, ατος (τό)
- λειμών, ῶνος (ὁ)
- λειμωνιάς, άδος
- λειμώνιος, α, ον
- λειμωνόθε
- λειογένειος, ος, ον
- λειοκύμων, ων, ον
- λεῖος, α, ον
- λειότης, ητος (ἡ)
- λείουσι
- λειόω-ῶ
- λειποβοτανέω-ῶ
- λειπτέον
- λείπω
- λειριόεις, όεσσα, όεν
- λείριον, ου (τό)
- λεϊστός, ή, όν
- λειτουργέω-ῶ
- λειτούργημα, ατος (τό)
- λειτουργία, ας (ἡ)
- λειτουργικός, ή, όν
- λειτουργός, ός, όν
- λείχω
- λείψανον, ου (τό)
- λειψόθριξ, τριχος
- λειψύδριον, ου (τό)
- λείως
- λείωσις, εως (ἡ)
- λεκάνη, ης (ἡ)
- λεκάνιον, ου (τό)
- λεκανίς, ίδος (ἡ)
- λεκιθόπωλις, ιδος (ἡ)
- λέκιθος1, ου (ὁ)
- λέκιθος2, ου (ἡ)
- λέκος, εος-ους (τό)
- λεκτέος, α, ον
- λεκτικός, ή, όν
- λέκτο
- λεκτός, ή, όν
- λέκτρον, ου (τό)
- λελαβέσθαι
- λελαθόμην
- λέλασμαι
- λελάχητε
- λελαχυῖα
- λελάχωσι
- λελέασμαι
- λέλειμμαι
- λέληθα
- λεληθώς, υῖα, ός
- λεληκώς, υῖα, ός
- λέλημμαι
- λέλησμαι
- λελήσομαι
- λελίασμαι
- λελίημαι, λελίητο
- λελιμμένος, η, ον
- λελογισμένως
- λέλογχα
- λέλοιπα
- λελῦντο
- λέμβος, ου (ὁ)
- λέμμα, ατος (τό)
- λέντιον, ου (τό)
- λέξεο
- λέξις, εως (ἡ)
- λέξο
- λέξομαι
- λέξον
- λεοντέη, έης (ἡ)
- λεόντειος, α, ον
- λεοντιδεύς, έως (ὁ)
- λεοντοειδής, ής, ές
- λεοντοκέφαλος, ος, ον
- λεοντοτροφία, ας (ἡ)
- λεοντοφόνος, ος, ον
- λεοντοφόρος, ος, ον
- λεοντώδης, ης, ες
- λέπαδνον, ου (τό)
- λεπαῖος, α, ον
- λέπαργος, ος, ον
- λέπας (τό)
- λεπάς, άδος (ἡ)
- λεπιδωτός, ή, όν
- λεπίζω
- λεπίς, ίδος (ἡ)
- λέπος, εος-ους (τό)
- λέπρα , ας (ἡ)
- Λεπρεᾶται, ῶν (οἱ)
- Λέπρεον, ου (τό)
- Λέπρεος, ου (ὁ)
- λέπρη, ης (ἡ)
- λεπρός, ά, όν
- λεπρώδης, ης, ες
- λεπταλέος, α, ον
- λεπτόγεως, ως, ων
- λεπτογνώμων, ων, ον
- λεπτόγραμμος, ος, ον
- λεπτόγραφος, ος, ον
- λεπτόδομος, ος, ον
- λεπτολογέω-ῶ
- λεπτολόγος, ος, ον
- λεπτός, ή, όν
- λεπτότης, ητος (ἡ)
- λεπτουργέω-ῶ
- λεπτοψάμαθος, ος, ον
- λεπτύνω
- λεπτῶς
- λεπύχανον, ου (τό)
- λέπω
- Λερναῖος, α, ον
- Λέρνη, ης (ἡ)
- Λεσβιάζω
- Λέσβιος, α, ον
- Λεσβίς, ίδος
- Λεσβόθεν
- Λέσβος, ου (ἡ)
- λέσχη, ης (ἡ)
- λεσχηνόριος, ου (ὁ)
- λευγαλέος, α, ον
- λευγαλέως
- Λευΐτης, ου (ὁ)
- Λευϊτικός, ή, όν
- Λευκαδία, ας (ἡ)
- Λευκάδιοι, ων (οἱ)
- λευκαίνω
- λευκανθής, ής, ές
- λευκανθίζω
- λευκανία, ας (ἡ)
- Λευκάς, άδος (ἡ)
- λεύκασπις, ιδος
- λεύκη, ης (ἡ)
- λευκήρετμος, ος, ον
- λευκήρης, ης, ες
- λεύκιππος, ος, ον
- λευκοθέα, ας (ἡ)
- λευκοθώραξ, ακος
- λευκόϊον, ου (τό)
- λευκόλινον, ου (τό)
- λευκοπάρυφος, ος, ον
- λευκόπους, ους, ουν
- λευκόπτερος, ος, ον
- λευκόπωλος, ος, ον
- λευκός, ή, όν
- λευκοστεφής, ής, ές
- λευκόστικτος, ος, ον
- λευκότης, ητος (ἡ)
- λευκοφαής, ής, ές
- λευκόφρυς, υος
- λευκόχροια, ας (ἡ)
- λευκόχρως, ωτος
- λευκόω-ῶ
- Λεῦκτρα, ων (τά)
- Λευκτρικός, ή, όν
- λευκώλενος, ος, ον
- λεύκωμα, ατος (τό)
- λευρός, ά, όν
- λεύσιμος, ος, ον
- λευσμός, οῦ (ὁ)
- λεύσσω
- λευστήρ, ῆρος
- λεύσω
- λευχειμονέω-ῶ
- λεύω
- λεχαῖος, α, ον
- λεχεποίης, ου
- λέχος, εος-ους (τό)
- λέχοσδε
- λέχριος, α, ον
- λέχω
- λεχώ, όος-οῦς (ἡ)
- λεψέμεν
- λέων, οντος (ὁ)
- λεωργός, ός, όν
- λεώς
- λεωσφέτερος, ος, ον
- λεωφόρος, ος, ον
- λῆ
- λήγω
- Λήδα, ης (ἡ)
- λήδανον, ου (τό)
- λῄζομαι
- ληθεδανός, ή, όν
- λήθη, ης (ἡ)
- ληθώ, οῦς (ἡ)
- λήθω
- ληϊάς, άδος
- ληϊβότειρα, ας
- ληΐζω
- ληΐη, ης (ἡ)
- λήϊον, ου (τό)
- ληΐς, ΐδος (ἡ)
- ληϊσσάμην
- ληϊστήρ, ῆρος (ὁ)
- ληϊστής, οῦ (ὁ)
- ληϊστός, ή, όν
- ληϊστύς, ύος (ἡ)
- ληΐστωρ, ορος (ὁ)
- ληῗτις, ιδος
- λήϊτον, ου (τό)
- ληκαλέος, α, ον
- ληκάω-ῶ
- ληκέω-ῶ
- ληκίνδα
- ληκύθιον, ου (τό)
- ληκυθισμός, οῦ (ὁ)
- λήκυθος, ου (ἡ)
- λῆμα, ατος (τό)
- λημαλέος, α, ον
- λημάω-ῶ
- λήμη, ης (ἡ)
- λῆμμα, ατος (τό)
- Λημνιάς, άδος
- Λήμνιος, α, ον
- λημνίσκος, ου (ὁ)
- Λημνόθεν
- Λῆμνος, ου (ἡ)
- λῆμψις, εως (ἡ)
- λήμψομαι
- λήν
- λῆν
- Λήναια, ων (τά)
- Ληναϊκός, ή, όν
- Λήναιον, ου (τό)
- Ληναῖος, ου (ὁ)
- Ληναιών, ῶνος (ὁ)
- ληνός, οῦ (ἡ)
- λῆνος, εος-ους (τό)
- ληξιαρχικόν, οῦ (τό)
- ληξίαρχος, ου (ὁ)
- λῆξις1, εως (ἡ)
- λῆξις2, εως (ἡ)
- ληπτέος, α, ον
- ληπτός, ή, όν
- ληραίνω
- ληρέω-ῶ
- λήρησις, εως (ἡ)
- Λήρισα
- λῆρος, ου (ὁ)
- ληρώδης, ης, ες
- λῇς
- λησμοσύνη, ης (ἡ)
- λῃστάρχης, ου (ὁ)
- λῃστεία, ας (ἡ)
- λῃστείρα, ας
- λῃστεύω
- λῃστήριον, ου (τό)
- λῃστής, οῦ (ὁ)
- λῃστικός, ή, όν
- λῃστικῶς
- λῆστις (ἡ)
- λῃστρικός, ή, όν
- λῃστρικῶς
- λῃστρίς, ίδος
- λήσω, λήσομαι
- Λητογένεια,
- Λητοΐδης, ου (ὁ)
- λῃτουργέω-ῶ
- λῃτουργία, ας (ἡ)
- Λητώ, οῦς (ἡ)
- Λητῷος, α, ον
- ληφθῆναι
- λῆψις, εως (ἡ)
- λήψομαι
- λιάζω
- λίαν
- λιαρός, ά, όν
- λίασθεν
- λίβα
- λιβάδιον, ου (τό)
- Λιβανῖτις, ιδος (ἡ)
- λίβανος, ου (ὁ, ἡ)
- λιβανωτός, οῦ (ὁ)
- λιβανωτοφόρος, ος, ον
- λιβανωτρίς, ίδος (ἡ)
- λιβάς, άδος (ἡ)
- λιβερτῖνος, ου (ὁ)
- λίβος, εος-ους (τό)
- λιβός
- Λιβύα
- Λιβύη, ης (ἡ)
- Λιβύηθε
- Λιβυκός, ή, όν
- Λίβυς, υος
- Λιβυστικός, ή, όν
- Λιβυστῖνος, ος, ον
- λίγα
- λιγαίνω
- λίγγω
- λίγδην
- λίγεια
- λιγέως
- λιγνύς, ύος (ἡ)
- λίγξε
- λιγυπνείων, οντος
- λιγυρίζω
- λιγυρός, ά, όν
- λιγυρῶς
- λιγύς, λίγεια, λιγύ
- Λίγυς, υος (ὁ)
- Λιγυστῖνος, η, ον
- λιγύφθογγος, ος, ον
- λιγύφωνος, ος, ον
- λίην
- λιθάζω
- λίθαξ, ακος
- λιθάς, άδος (ἡ)
- λίθεος, α, ον
- λιθίδιον, ου (τό)
- λίθινος, η, ον
- λιθίνως
- λιθοβολέω-ῶ
- λιθοβόλος, ος, ον
- λιθογλύφος, ου (ὁ)
- λιθόδερμος, ος, ον
- λιθοδόμος, ου (ὁ)
- λιθοκόλλητος, ος, ον
- λιθόλευστος, ος, ον
- λιθολόγημα, ατος (τό)
- λιθολόγος, ου (ὁ)
- λιθοξόος, ου (ὁ)
- λιθοποιός, ός, όν
- λίθος, ου (ὁ)
- λιθοσπαδής, ής, ές
- λιθόστρωτος, ος, ον
- λιθοτομέω-ῶ
- λιθοτομία, ας (ἡ)
- λιθουργός, ός, όν
- λιθοφορέω-ῶ
- λιθόω-ῶ
- λιθώδης, ης, ες
- λίθωσις, εως (ἡ)
- λιθωτός, ή, όν
- λικμάω-ῶ
- λικμητήρ, ῆρος (ὁ)
- λικμός, οῦ (ὁ)
- λικνίτης, ου (ὁ)
- λῖκνον, ου (τό)
- λικνοφόρος, ος, ον
- λικριφίς
- Λικύμνιος, ου (ὁ)
- λιλαίομαι
- λιμαίνω
- λιμήν, ένος (ὁ)
- λιμηρός, ά, όν
- λίμνα
- λιμνάζω
- Λίμναι, ῶν (αἱ)
- λιμναῖος, α, ον
- λιμνάς, άδος
- λίμνη, ης (ἡ)
- λιμνόβιος, ος, ον
- λιμνουργός, ός, όν
- λιμνώδης, ης, ες
- Λιμοδωριεῖς, έων (οἱ)
- λιμοθνής, ῆτος
- λιμοκτονέω-ῶ
- λιμός, οῦ (ὁ)
- λιμώδης, ης, ες
- λιμώσσω
- λῖν
- λίνεος, α, ον
- λινόδεσμος, ος, ον
- λινόδετος, ος, ον
- λινοθώρηξ, ηκος
- λινόκροκος, ος, ον
- λίνον, ου (τό)
- λινόπληκτος, ος, ον
- λινοπόρος, ος, ον
- λινόπτερος, ος, ον
- λινορραφής, ής, ές
- Λίνος, ου (ὁ)
- λινοστολία, ας (ἡ)
- λινουργός, οῦ (ὁ)
- λινοῦς, ῆ, οῦν
- λινοφθόρος, ος, ον
- λίπα
- λιπαίνω
- Λιπαρεῖς, έων (οἱ)
- λιπαρέω-ῶ
- λιπαρής, ής, ές
- λιπαρητέον
- λιπαρία, ας (ἡ)
- λιπαρόθρονος, ος, ον
- λιπαροκρήδεμνος, ος, ον
- λιπαροπλόκαμος, ος, ον
- λιπαρός, ά, όν
- λιπαρότης, ητος (ἡ)
- λιπαρῶς
- λίπασμα, ατος (τό)
- λιπάω-ῶ
- λιπεῖν
- λιποβοτανέω-ῶ
- λιπογνώμων, ων, ον
- λιπόθριξ, τριχος
- λιποθυμία, ας (ἡ)
- λιπόναυς, αος
- λιπονέως, ω (ὁ)
- λίπος, εος-ους (τό)
- λιποστρατία, ας (ἡ)
- λιποστρατίου γραφή
- λιποτακτέω-ῶ
- λιποταξία, ας (ἡ)
- λιποψυχέω-ῶ
- λιποψυχία, ας (ἡ)
- λίπτω
- λίς 1, λιός (ὁ)
- λίς2
- λίς3
- λῖσαι
- λίσομαι
- λισσάς, άδος
- λίσσασθαι
- λίσσεαι
- λίσσομαι
- λισσός, ή, όν
- λιστρεύω
- λίστρον, ου (τό)
- λῖτα
- λιτανεύω
- λίτανος, η, ον
- λιτέσθαι
- λιτή, ῆς (ἡ)
- λιτί
- λιτοίμην
- λίτομαι
- λιτός, ή, όν
- λιτότης, ητος (ἡ)
- λίτρα, ας (ἡ)
- λίτρον, ου (τό)
- λίτυον, ου (τό)
- λιχανός, οῦ (ὁ)
- λίχανος, ου (ἡ)
- Λίχας, ου (ὁ)
- Λίχης, ου (ὁ)
- λιχμάζω
- λιχμάω-ῶ
- λιχνεία, ας (ἡ)
- λιχνεύω
- λίχνος, η, ον
- λίψ1, λιβός (ὁ)
- λίψ2, λιβός (ἡ)
- λιψουρία, ας (ἡ)
- λοβός, οῦ (ὁ)
- λογάδην
- λογάριον, ου (τό)
- λογάς, άδος
- λογάω-ῶ
- λογεία, ας (ἡ)
- λογεῖον, ου (τό)
- λογεύς, έως (ὁ)
- λογίδιον, ου (τό)
- λογίζομαι
- λογικός, ή, όν
- λόγιμος, η, ον
- λόγιον, ου (τό)
- λόγιος, α, ον
- λογιότης, ητος (ἡ)
- λογισμός, οῦ (ὁ)
- λογιστέος, α, ον
- λογιστήριον, ου (τό)
- λογιστής, οῦ (ὁ)
- λογιστικός, ή, όν
- λογίως
- λογογραφέω-ῶ
- λογογράφος, ου (ὁ)
- λογοειδής, ής, ές
- λογομαχέω-ῶ
- λογομαχία, ας (ἡ)
- λογονεχόντως
- λογοποιέω-ῶ
- λογοποιός, ός, όν
- λόγος, ου (ὁ)
- λόγχη, ης (ἡ)
- λογχήρης, ης, ες
- λόγχιμος, η, ον
- λογχοφόρος, ος, ον
- λόε
- λόεον, λοέσσαι, λοεσσάμεν
- λοετρόν, οῦ (τό)
- λοετροχόος
- λοέω
- λοιβεῖον, ου (τό)
- λοιβή, ῆς (ἡ)
- λοίγιος, ος, ον
- λοιγός, οῦ (ὁ)
- λοιδορέω-ῶ
- λοιδόρημα, ατος (τό)
- λοιδορία, ας (ἡ)
- λοίδορος, ος, ον
- λοιμός, οῦ (ὁ)
- λοιμώδης, ης, ες
- λοιμώσσω
- λοιπασμός, οῦ (ὁ)
- λοιπός, ή, όν
- λοισθήϊος, ος, ον
- λοίσθιος, ος, ον
- λοῖσθος, ος, ον
- Λοκρικός, ή, όν
- Λοκρίς, ίδος
- Λοκρός, ά, όν
- Λοξίας, ου (ὁ)
- λοξοπορέω-ῶ
- λοξός, ή, όν
- λοξότης, ητος (ἡ)
- λοξῶς
- λόξωσις, εως (ἡ)
- λοπάδιον, ου (τό)
- λοπάς, άδος (ἡ)
- λοπός, οῦ (ὁ)
- Λουκᾶς, ᾶ (ὁ)
- Λούκιος, ου (ὁ)
- λούμενος
- λούστης, ου (ὁ)
- λουτιάω-ῶ
- λούτριον, ου (τό)
- λουτροδάϊκτος, ος, ον
- λουτρόν, οῦ (τό)
- λουτροχόος, ος, ον
- λουτρών, ῶνος (ὁ)
- λούω
- λοφάω-ῶ
- λοφηφόρος, ος, ον
- λοφιά, ᾶς (ἡ)
- λοφίδιον, ου (τό)
- λοφιή, ῆς (ἡ)
- λόφος, ου (ὁ)
- λοχαγέτης, ου (ὁ)
- λοχαγέω-ῶ
- λοχαγία, ας (ἡ)
- λοχαγός, οῦ (ὁ)
- λοχάω-ῶ
- λοχεία, ας (ἡ)
- λοχεῖος, α, ον
- λόχευμα, ατος (τό)
- λοχεύω
- λοχηγέω
- λοχίζω
- λόχιος, α, ον
- λοχισμός, οῦ (ὁ)
- λοχίτης, ου (ὁ)
- λόχμη, ης (ἡ)
- λόχμιος, ος, ον
- λοχμώδης, ης, ες
- λόχονδε
- λόχος, ου (ὁ)
- λόω
- λυαῖος, α
- λυγαῖος, α, ον
- λύγδην
- λύγδινος, η, ον
- λύγδος, ου (ἡ)
- λυγίζω
- λυγισμός, οῦ (ὁ)
- λυγμός, οῦ (ὁ)
- λύγξ1, λυγκός (ὁ)
- λύγξ2, λυγγός (ἡ)
- λύγος, ου (ἡ)
- λυγρός, ά, όν
- λυγρῶς
- Λυδία, ας (ἡ)
- λυδίζω
- Λυδικός, ή, όν
- Λύδιος, α, ον
- λυδιστί
- Λυδός, ή, όν
- λύζω
- λύθεν
- λύθρον, ου (τό)
- λυκάβας, αντος (ὁ)
- Λύκαια, ων (τά)
- λύκαινα, ης (ἡ)
- Λυκαῖον, ου (τό)
- Λύκαιον, ου (τό)
- Λύκαιος, α, ον
- Λυκαῖος, α, ον
- Λυκαονία, ας (ἡ)
- λυκαονιστί
- λυκαυγής, ής, ές
- Λυκάων, ονος (ὁ)
- λυκέη, έης (ἡ)
- Λύκειον, ου (τό)
- λύκειος, ος, ον
- Λύκειος, ος, ον
- λυκῆ, ῆς (ἡ)
- λυκηγενής, εος
- Λυκία, ας (ἡ)
- Λυκιακός, ή, όν
- λυκιδεύς, έως (ὁ)
- Λυκίηθεν
- Λυκίηνδε
- λυκιοεργής, ής, ές
- Λύκιος, α, ον
- λυκόβρωτος, ος, ον
- λυκοδίωκτος, ος, ον
- λυκοεργής, ής, ές
- λυκοκτόνος, ος, ον
- Λυκόοργος, ου (ὁ)
- λύκος, ου (ὁ, ἡ)
- λυκοσπάς, άδος
- λυκόστομος, ος, ον
- Λυκούργειος, ος, ον
- Λυκουργίδες, ων (αἱ)
- Λυκοῦργος, ου (ὁ)
- Λυκουρία, ας (ἡ)
- λυκοφιλία, ας (ἡ)
- λυκόφρων, ων, ον
- λυκόφων (ὁ)
- λυκόφως, ωτος (τό)
- λυκόω-ῶ
- Λυκωρεύς, έως (ὁ)
- λῦμα, ατος (τό)
- λυμαίνω
- λυμαντήρ, ῆρος (ὁ)
- λυμαντήριος, α, ον
- λυμαντής, οῦ (ὁ)
- λυμεών, ῶνος (ὁ)
- λύμη, ης (ἡ)
- λύντο
- λυπεῦσα
- λυπέω-ῶ
- λύπη, ης (ἡ)
- λύπημα, ατος (τό)
- λυπηρός, ά, όν
- λυπηρῶς
- λυπητέον
- λυπητικός, ή, όν
- λυποίατο
- λυπρός, ά, όν
- λυπρῶς
- λύρα, ας (ἡ)
- λυραοιδός, οῦ (ὁ, ἡ)
- λυρίζω
- λυρικός, ή, όν
- Λυρναῖος, ου
- Λυρνησσίς, ίδος
- Λυρνησσός, οῦ (ἡ)
- λυροποιός, οῦ (ὁ)
- λυρῳδός, οῦ (ὁ, ἡ)
- Λυσάνδρια, ων (τά)
- Λύσανδρος, ου (ὁ)
- λυσανίας, ου
- Λυσίας, ου (ὁ)
- λυσίζωνος, ος, ον
- λυσίμαχος, ος, ον
- λυσιμελής, ής, ές
- λύσιμος, ος, ον
- λύσιος, ος, ον
- λυσίπονος, ος, ον
- λύσις, εως (ἡ)
- Λυσιτανία, ας (ἡ)
- Λυσιτανοί, ῶν (οἱ)
- λυσιτέλεια, ας (ἡ)
- λυσιτελέω-ῶ
- λυσιτελής, ής, ές
- λυσιτελούντως
- λυσιτελῶς
- Λῦσις, ιδος (ὁ)
- λυσιῳδός, οῦ (ὁ, ἡ)
- λύσσα, ης (ἡ)
- λυσσαίνω
- λυσσάω-ῶ
- λυσσητήρ, ῆρος
- λυσσητικός, ή, όν
- λυσσώδης, ης, ες
- λυτήρ, ῆρος (ὁ)
- λυτήριος, ος, ον
- λυτικός, ή, όν
- λύτο
- λυτός, ή, όν
- λύτρον, ου (τό)
- λυτρόω-ῶ
- λύτρωσις, εως (ἡ)
- λυτρωτής, οῦ (ὁ)
- λύττα, ης (ἡ)
- λυχνεών, ῶνος (ὁ)
- λυχνία, ας (ἡ)
- λυχνίδιον, ου (τό)
- λυχνίον, ου (τό)
- λυχνίς, ίδος (ἡ)
- λυχνίσκος, ου (ὁ)
- λυχνοκαία, ας (ἡ)
- Λυχνόπολις, εως (ἡ)
- λύχνος, ου (ὁ)
- λυχνοῦχος, ου (ὁ)
- λυχνοφόρος, ος, ον
- λύω
- λῶ, λῇς, λῇ, λῶμες, λῆτε, λ
- λώβα
- λωβατός
- λωβάομαι-ῶμαι
- λωβεύω
- λώβη, ης (ἡ)
- λωβητήρ, ῆρος
- λωβητός, ή, όν
- λωγάνιον, ου (τό)
- λωΐτερος, α, ον
- λωΐων, ων, ον
- λώϊστος, η, ον
- λῶντι
- λῷον
- Λῷος, ου (ὁ)
- λώπη, ης (ἡ)
- λωποδυτέω-ῶ
- λωποδύτης, ου (ὁ)
- λῶπος, εος-ους (τό)
- λῷστος, η, ον
- λωτεῦντα
- λωτέω-ῶ
- λωτίζω
- λώτινος, η, ον
- λωτός, οῦ (ὁ)
- Λωτοφάγοι, ων (οἱ)
- λωφάω-ῶ
- λώφησις, εως (ἡ)
- λῴων, ων, ον
- Μ, μ (μῦ)
- μ’
- μά
- μᾶ
- μαγάδιον, ου (τό)
- μάγαδις, ιδος (ἡ, ὁ)
- μαγάς, άδος (ἡ)
- μαγγανεία, ας (ἡ)
- μαγγάνευμα, ατος (τό)
- μαγγανεύω
- μάγγανον, ου (τό)
- Μαγδαλά (ἡ)
- Μαγδαληνή, ῆς (ἡ)
- μαγεία, ας (ἡ)
- μαγειρεῖον, ου (τό)
- μαγειρεύω
- μαγειρικός, ή, όν
- μαγειρικῶς
- μάγειρος, ου (ὁ)
- μάγευμα, ατος (τό)
- μαγεύω
- μαγία, ας (ἡ)
- μαγικός, ή, όν
- Μάγνης, ητος
- Μαγνησία, ας (ἡ)
- Μαγνήσιος, α, ον
- Μάγνησσα, ης
- Μαγνητικός, ή, όν
- Μαγνῆτις, ιδος
- Μάγοι, ων (οἱ)
- μάγος1, ου (ὁ)
- μάγος2, ου (ὁ, ἡ)
- μάγος3, ου
- Μᾶγος, ου
- μαγοφόνια, ων (τά)
- μαδάω-ῶ
- μᾶζα, ης (ἡ)
- μαζός, οῦ (ὁ)
- μαθεῖν
- μάθημα, ατος (τό)
- μαθηματικός, ή, όν
- μαθηματικῶς
- μάθησις, εως (ἡ)
- μαθήσομαι
- μαθητέος, α, ον
- μαθητεύω
- μαθητής, οῦ (ὁ)
- μαθητικός, ή, όν
- μαθητός, ή, όν
- μαθήτρια, ας (ἡ)
- Μαθθαῖος, ου (ὁ)
- μαθών
- μαῖα, ας (ἡ)
- Μαιάνδριος, α, ον
- Μαίανδρος, ου (ὁ)
- Μαιάς, άδος (ἡ)
- μαιεύομαι
- μαίευσις, εως (ἡ)
- μαιευτικός, ή, όν
- Μαιήτης, ου (ὁ)
- Μαιῆτις, ιδος (ἡ)
- Μαιμακτηριών, ῶνος (ὁ)
- μαιμάω-ῶ
- μαιμώων, μαιμώωσα, μαιμώω
- Μαινάλιος, α, ον
- Μαίναλον, ου (τό)
- Μαίναλος, ου (ὁ)
- μαινάς, άδος (ἡ)
- μαινόλας, ου
- μαινόλης, ου
- μαινόλιος, ου
- μαινόλις, ιδος
- μαίνω
- μαίομαι
- Μαίονες, ων (οἱ)
- Μαιονία, ας (ἡ)
- Μαιόνιος, α, ον
- Μάϊος, ου (ὁ)
- Μαΐα, ας
- μαιόω-ῶ
- μαίωσις, εως (ἡ)
- Μαιώται, ῶν (οἱ)
- Μαιώτης, ου
- μαιωτικός, ή, όν
- Μαιωτικός, ή, όν
- Μαιῶτις, ιδος
- μαίωτρα, ων (τά)
- μάκαιρα
- μάκαρ
- μακαρία, ας (ἡ)
- μακαρίζω
- μακάριος, α, ον
- μακαρισμός, οῦ (ὁ)
- μακαριστός, ή, όν
- μακαρίτης, ου
- μακαρῖτις, ιδος
- μακαριῶ
- μακαρίως
- Μακεδνὸν ἔθνος (τό)
- μακεδνός, ή, όν
- Μακεδονία, ας (ἡ)
- μακεδονίζω
- Μακεδονικός, ή, όν
- Μακεδονικῶς
- Μακεδονίς, ίδος
- Μακεδονιστί
- Μακεδονῖτις, ιδος
- Μακεδών, όνος
- μακέλη, ης (ἡ)
- μάκελλα, ης (ἡ)
- μακελλεῖον, ου (τό)
- μακέλλη, ης (ἡ)
- μάκελλον, ου (τό)
- μακιστήρ, ῆρος
- μᾶκος
- μακραίων, ωνος
- μακράν,
- μακρηγορέω-ῶ
- μακρημερίη, ης (ἡ)
- μακρόβιος, ος, ον
- μακροβιότης, ητος (ἡ)
- μακροβίοτος, ος, ον
- μακρόθεν
- μακροθυμέω-ῶ
- μακροθυμία, ας (ἡ)
- μακροθύμως
- μακρόκωλος, ος, ον
- μακρολογέω-ῶ
- μακροπονία, ας (ἡ)
- μακρός, ά, όν
- μακρότατος
- μακροτάτω
- μακρότερος
- μακροτέρω
- μακροτέρως
- μακρότης, ητος (ἡ)
- μακρόχειρ, χειρος
- μακροχρόνιος, ος, ον
- Μάκρων, ωνος (ὁ)
- μακρῶς
- μακτήριον, ου (τό)
- μάκτρα, ας (ἡ)
- μακύνω
- μακών
- μάκων
- μάλα
- μᾶλλον
- μάλιστα
- μάλαγμα, ατος (τό)
- μαλακία, ας (ἡ)
- μαλακιάω-ῶ
- μαλακιέω-ῶ
- μαλακίζω
- μαλακογνώμων, ων, ον
- μαλακός, ή, όν
- μαλακότης, ητος (ἡ)
- μαλακτήρ, ῆρος
- μαλακτικός, ή, όν
- μαλακύνω
- μαλακῶς
- μάλαξις, εως (ἡ)
- μαλάσσω
- μαλάχη, ης (ἡ)
- μάλβαξ, ακος (ὁ)
- μαλερός, ά, όν
- μάλη, ης (ἡ)
- μαλθακίζομαι
- μαλθακός, ή, όν
- μαλθακῶς
- μαλθάσσω
- μάλθη, ης (ἡ)
- Μαλιακὸς κόλπος (ὁ)
- μάλιστα
- μαλκίω
- μἀλλά
- μᾶλλον
- μαλλός, οῦ (ὁ)
- μαλόεις, όεντος
- μαλοφόρος
- μάμμα, ης (ἡ)
- μαμμίδιον, ου (τό)
- μαμωνᾶς, ᾶ (ὁ)
- μάν
- Μανασσῆς, ῆ (ὁ)
- μἀνατραπῆναι
- μάνδρα, ας (ἡ)
- μανδραγόρας, ου (ὁ)
- Μανδρόβουλος, ου (ὁ)
- μανέρως, ωτος (ὁ)
- μανθάνω
- μανία, ας (ἡ)
- μανιάκης, ου (ὁ)
- μανιάς, άδος
- μανικός, ή, όν
- μανικῶς
- μανιώδης, ης, ες
- μάννα1, ης (ἡ)
- μάννα2 (τό)
- μανός, ή, όν
- μανόω-ῶ
- μαντεία, ας (ἡ)
- μαντεῖον, ου (τό)
- μαντεῖος, α, ον
- μάντευμα, ατος (τό)
- μαντευτική, ῆς (ἡ)
- μαντευτός, ή, όν
- μαντεύω
- μαντηΐη, μαντήϊον, μαντήϊ
- μαντικός, ή, όν
- μαντικῶς
- Μαντινέη, ης (ἡ)
- Μαντίνεια, ας (ἡ)
- Μαντινεύς, έως
- Μαντινικός, ή, όν
- μαντιπολέω-ῶ
- μαντιπόλος, ος, ον
- μάντις, εως (ὁ, ἡ)
- μαντοσύνη, ης (ἡ)
- μαντόσυνος, η, ον
- μαντῷος, η, ον
- μανυτάς, ᾶ (ὁ)
- μανῶς
- μάνωσις, εως (ἡ)
- μάραγνα, ης (ἡ)
- μάραθον, ου (τό)
- Μαραθών, ῶνος (ὁ)
- Μαραθῶνι
- Μαραθώνιος, α, ον
- μαραίνω
- μαραυγέω-ῶ
- μαργαίνω
- μαργαρίτης, ου (ὁ)
- μάργαρος, ου (ὁ)
- μαργάω-ῶ
- μαργόομαι-οῦμαι
- μάργος, η, ον
- μαργοσύνη, ης (ἡ)
- μαργότης, ητος (ἡ)
- Μαρδόνιος, ου (ὁ)
- μάρη, ης (ἡ)
- Μάρθα, ης (ἡ)
- Μαρία, ας (ἡ)
- Μαριανδυνός, ή, όν
- Μαριανός, ή, όν
- Μάριος, ου (ὁ)
- Μᾶρκος, ου (ὁ)
- μαρμαίρω
- μαρμάρεος, α, ον
- μαρμάρινος, η, ον
- μαρμαρόεις, όεσσα, όεν
- μάρμαρος, ος, ον
- μαρμαρυγή, ῆς (ἡ)
- μαρμαρύσσω
- μάρναμαι
- μάρναο
- μαπέειν
- μάρπτῃσι
- μάρπτις, ιος (ὁ)
- μάρπτω
- μάρσιπος, ου (ὁ)
- Μαρσύας, ου (ὁ)
- Μάρτιος, ου
- μαρτυρέω-ῶ
- μαρτυρία, ας (ἡ)
- μαρτύριον, ου (τό)
- μαρτύρομαι
- μάρτυρος, ου (ὁ)
- μάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
- μασάομαι-ῶμαι
- μασᾶσθαι
- μασθός, οῦ (ὁ)
- μάσομαι
- Μασσαλία, ας (ἡ)
- Μασσαλίηθεν
- Μασσαλιήτης, ου
- Μασσαλιώτης, ου
- Μασσανάσσης, ου (ὁ)
- Μασσινισσᾶς
- μάσσομαι
- μᾶσσον
- μάσσω
- μάσσων, ων, ον
- μάσταξ, ακος (ἡ)
- μαστευτής, οῦ (ὁ)
- μαστεύω
- μαστήρ, ῆρος (ὁ)
- μαστήριος, α, ον
- μάστι
- μαστιγέω-ῶ
- μαστιγίας, ου (ὁ)
- μάστιγμα, ατος (τό)
- μαστιγονόμος, ου (ὁ)
- μαστιγοφόρος, ος, ον
- μαστιγόω-ῶ
- μαστιγώσιμος, ος, ον
- μαστίζω
- μαστίκτωρ, ορος (ὁ)
- μάστιν
- μάστιξ, ιγος (ἡ)
- μάστις, ιος (ἡ)
- μαστίω
- μαστός, οῦ (ὁ)
- μαστροπεία, ας (ἡ)
- μαστροπεύω
- μαστροπέω-ῶ
- μαστροπός, οῦ
- μασχάλη, ης (ἡ)
- μασχαλίζω
- μασχαλιστήρ, ῆρος (ὁ)
- μάτα
- ματᾴζω
- ματαΐζω
- ματαιολογία, ας (ἡ)
- ματαιολόγος, ος, ον
- ματαιοπονία, ας (ἡ)
- μάταιος, α, ον
- ματαιότης, ητος (ἡ)
- ματαιόω-ῶ
- ματαίως
- ματάω-ῶ
- ματεύω
- μάτη, ης (ἡ)
- μάτην
- ματήρ, ῆρος (ὁ)
- μάτηρ
- Ματθαῖος, ου (ὁ)
- ματία, ας (ἡ)
- ματροκασιγνήτα, ας (ἡ)
- ματρυλεῖον, ου (τό)
- ματρωνάλια, ων (τά)
- ματίη, ης (ἡ)
- Μαῦρος, ου
- Μαυρούσιος, α, ον
- μαυρόω-ῶ
- μαυσώλειον, ου (τό)
- Μαύσωλος, ου (ὁ)
- μἀφελῇς
- μάχα
- μάχαιρα, ας (ἡ)
- μαχαιρίδιον, ου (τό)
- μαχαίριον, ου (τό)
- μαχαιρίς, ίδος (ἡ)
- μαχαιροποιός, οῦ (ὁ)
- μαχαιροπώλης, ου (ὁ)
- μαχαιροπώλιον, ου (τό)
- μαχαιροφόρος, ος, ον
- μαχανά
- μαχανάομαι
- μάχει
- μαχείομαι
- μαχέοιντο
- μαχέομαι
- μαχεούμενος
- μαχέσκετο
- μαχέσομαι
- μάχη, ης (ἡ)
- μαχήμων, ων, ον
- μαχησάμην
- μαχητής, οῦ
- μαχητικός, ή, όν
- μαχητός, ή, όν
- μάχιμος, η, ον
- μάχλος, ος, ον
- μαχλοσύνη, ης (ἡ)
- μαχοίατο
- μάχομαι
- μαχοῦμαι
- μάψ
- μαψίδιος, ος, ον
- μαψιδίως
- με
- μέγα
- Μεγαβάτης, ου (ὁ)
- μέγαθος
- μεγάθυμος, ος, ον
- Μέγαιρα, ας (ἡ)
- μεγαίρω
- μεγακήτης, ης, ες
- μεγάλα
- μεγαλάδικος, ος, ον
- μεγαλαλκής, ής, ές
- μεγαλαυχέω-ῶ
- μεγάλαυχος, ος, ον
- μεγαλεῖος, α, ον
- μεγαλειότης, ητος (ἡ)
- μεγαλείως
- μεγαληγορέω-ῶ
- μεγαληγορία, ας (ἡ)
- μεγαληγόρος, ος, ον
- μεγαλήτωρ, ορος
- μεγαλίζομαι
- μεγαλογνωμοσύνη, ης (ἡ)
- μεγαλογνώμων, ων, ον
- μεγαλόδοξος, ος, ον
- μεγαλοδωρεά, ᾶς (ἡ)
- μεγαλοδωρία, ας (ἡ)
- μεγαλόδωρος, ος, ον
- μεγαλοεργία, ας (ἡ)
- μεγαλοεργός, ός, όν
- μεγαλόθυμος, ος, ον
- μεγαλοκόρυφος, ος, ον
- μεγαλόμητις, ιος
- μεγαλόμισθος, ος, ον
- μεγαλόνοια, ας (ἡ)
- μεγαλόνοοσ-ους, οος-ους, οο
- μεγαλοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
- μεγαλοπράγμων, ων, ον
- μεγαλοπρέπεια, ας (ἡ)
- μεγαλοπρεπής, ής, ές
- μεγαλοπρεπῶς
- μεγαλοσμάραγος, ος, ον
- μεγαλόσπλαγχος, ος, ον
- μεγαλόστονος, ος, ον
- μεγαλοσχήμων, ων, ον
- μεγαλότης, ητος (ἡ)
- μεγαλότολμος, ος, ον
- μεγαλουργής, ής, ές
- μεγαλουργία, ας (ἡ)
- μεγαλουργός, ός, όν
- μεγαλοφρονέω-ῶ
- μεγαλοφρόνως
- μεγαλοφροσύνη, ης (ἡ)
- μεγαλόφρων, ων, ον
- μεγαλοφωνία, ας (ἡ)
- μεγαλόφωνος, ος, ον
- μεγαλοψυχία, ας (ἡ)
- μεγαλόψυχος, ος, ον
- μαγαλοψύχως
- μεγαλύνω
- μεγαλώνυμος, ος, ον
- μεγάλως
- μεγαλωστί
- μεγαλωσύνη, ης (ἡ)
- μεγαλωφελής, ής, ές
- Μέγαρα, ων (τά)
- Μεγαρεύς1, έως (ὁ)
- Μεγαρεύς2, έως
- Μεγαρικός, ή, όν
- Μεγαρίς, ίδος
- Μεγαρόθεν
- Μεγαροῖ
- μέγαρον, ου (τό)
- μέγαρόνδε
- μέγας, μεγάλη, μέγα
- μεγάλα
- μεγασθενής, ής, ές
- μεγάτιμος, ος, ον
- μεγαυχής, ής, ές
- μέγεθος, εος-ους (τό)
- μεγιστάν, ᾶνος (ὁ)
- μέγιστος, η, ον
- μεγιστότιμος, ος, ον
- μεδέω
- μέδιμνος, ου (ὁ, ἡ)
- μεδοίατο
- μέδομαι
- μέδω
- μέδων, οντος
- μεζόνως
- μεθ’
- μεθαιρέω-ῶ
- μεθάλλομαι
- μεθαρμόζω
- μεθέηκα
- μεθείην
- μεθεῖλον
- μεθεῖμαι
- μεθειστήκειν
- μεθεκτέον
- μεθέλεσκε
- μεθέμεν
- μέθεξις, εως (ἡ)
- μεθέορτος, ος, ον
- μεθέπω
- μεθερμηνεύω
- μέθες
- μεθέστηκα
- μέθη, ης (ἡ)
- μεθήῃ
- μεθῆκα
- μέθημαι
- μεθημερινός, ή, όν
- μεθημοσύνη, ης (ἡ)
- μεθήμων, ων, ον
- μεθησέμεν
- μεθιᾶσι
- μεθίδρυσις, εως (ἡ)
- μεθιδρύω
- μεθιεῖ
- μεθιέμεν
- μεθίημι
- μεθίῃσι
- μεθιστάνω
- μεθίστημι
- μεθό
- μεθοδεία, ας (ἡ)
- μεθοδεύω
- μεθοδικός, ή, όν
- μέθοδος, ου (ἡ)
- μεθολκή, ῆς (ἡ)
- μεθομιλέω-ῶ
- μεθορία, ας (ἡ)
- μεθόριος, α, ον
- μεθορμάομαι-ῶμαι
- μεθορμέω-ῶ
- μεθορμίζω
- μέθυ, υος (τό)
- μεθυμναῖος, ου (ὁ)
- μεθύσκω
- μέθυσος, η, ον
- μεθύστερος, α, ον
- μεθύω
- Μεθωναῖος, ου
- Μεθώνη, ης (ἡ)
- μείγνυμι
- μειγνύω
- μειδάω-ῶ
- μειδίαμα, ατος (τό)
- μειδιάω-ῶ
- μειδιόων, όωσα
- μεῖζον
- μειζότερος, α, ον
- μειζόνως,
- μείζων, ων, ον
- μείλανι
- μείλιγμα, ατος (τό)
- μειλικτήρια, ων (τά)
- μείλινος1, η, ον
- μείλινος2, η, ον
- μείλιον, ου (τό)
- μειλίσσω
- μειλίχια, ων (τά)
- μειλιχίη, ης (ἡ)
- μειλίχιος, α, ον
- μείλιχος, ος, ον
- μεῖναι, μεῖνον
- μεῖον1, ονος
- μεῖον2, ου (τό)
- μειονεκτέω-ῶ
- μειονεξία, ας (ἡ)
- μειόνως
- μείουρος, ος ον
- μειόω-ῶ
- μειρακιεύομαι
- μειράκιον, ου (τό)
- μειρακιόομαι-οῦμαι
- μειρακίσκη, ης (ἡ)
- μειρακίσκος, ου (ὁ)
- μειρακιώδης, ης, ες
- μειρακύλλιον, ου (τό)
- μεῖραξ, ακος (ἡ, ὁ)
- μείρομαι
- μείς (ὁ)
- μείωμα, ατος (τό)
- μείων, ων, ον
- μείωσις, εως (ἡ)
- μελάγγαιος, ος, ον
- μελάγκαρπος, ος, ον
- μελάγκερως, ως, ων
- μελάγκροκος, ος, ον
- μελαγχαίτης, ου
- μελάγχιμος, ος, ον
- μελαγχίτων, ωνος
- Μελάγχλαινοι, ων (οἱ)
- μελαγχολάω-ῶ
- μελαγχολία, ας (ἡ)
- μελαγχολικός, ή, όν
- μελάγχολος, ος, ον
- μελαγχροιής, ής, ές
- μελάγχροοσ-ους, οος-ους, οο
- μελάγχρως1, χροος
- μελάγχρως2, ωτος
- μέλαθρον, ου (τό)
- μελαθρόφιν
- μέλαινα
- μελαίνετο
- μελαίνω
- μελαμβαθής, ής, ές
- μελαμπαγής, ής, ές
- μελάμπεπλος, ος, ον
- μελαμπῦγος, ος, ον
- μελάμφυλλος, ος, ον
- μέλαν
- μελάναιγις, ιδος
- μελαναυγής, ής, ές
- μελάνδετος, ος, ον
- μελανείμων, ων, ον
- μελανθέα, ας (ἡ)
- μελανία, ας (ἡ)
- μελανόζυξ, υγος
- μελανόπτερος, ος, ον
- μελανοπτέρυξ, υγος
- μελανόστολος, ος, ον
- μελάνοστος, ος, ον
- μελάνουρος, ου (ὁ)
- μελανοφορέω-ῶ
- μελανόχροος-ους, οος-ους, ο
- μελανόχρως, ως, ων
- μελάντατος, μελάντερος
- μελαντηρία, ας (ἡ)
- μελάνυδρος, ος, ον
- μελάνω
- μέλας, αινα, αν
- μέλασμα, ατος (τό)
- μελασμός, οῦ (ὁ)
- μέλδω
- μέλε1, ῶ μέλε
- μέλε2
- μελεαγρίς, ίδος (ἡ)
- μελεδαίνω
- μελέδη, ης (ἡ)
- μελέδημα, ατος (τό)
- μελεδών, ῶνος (ἡ)
- μελεδώνη, ης (ἡ)
- μελεδωνός, οῦ (ὁ, ἡ)
- μέλει
- μελεΐζω
- μελεϊστί
- μελέμεν
- μελεοπαθής, ής, ές
- μελεόπονος, ος, ον
- μέλεος, α, ον
- μελεόφρων, ων, ον
- μελετάω-ῶ
- μελέτη, ης (ἡ)
- μελέτημα, ατος (τό)
- μελετηρός, ά, όν
- μελετητέον
- μελετητήριον, ου (τό)
- μελέτωρ, ορος
- μέλημα, ατος (τό)
- μελησέμεν
- Μέλητος, ου (ὁ)
- μέλι, ιτος (τό)
- μελία, ας (ἡ)
- μελίγηρυς, υος
- μελίγλωσσος, ος, ον
- μελίζω1
- μελίζω2,
- μελίη
- μελιηδής, ής, ές
- μελίκηρον, ου (τό)
- μελικός, ή, όν
- μελίκρατον, ου (τό)
- μελίκρητον, ου (τό)
- μελίνη, ης (ἡ)
- μέλινος, η, ον
- Μελινοφάγοι, ων (οἱ)
- μελίπηκτον, ου (τό)
- μελίπνοος, ος, ον
- μελίσδω
- μελίσπονδα, ων (τά)
- μέλισσα, ης (ἡ)
- μελίσσιος, α, ον
- μελισσονόμος, ος, ον
- μελισσουργεῖον, ου (τό)
- μελισσουργός, οῦ (ὁ)
- μελισταγής, ής, ές
- μελίστακτος, ος, ον
- μελίτειον, ου (τό)
- Μελίτη, ης (ἡ)
- μελιτίτης, ου
- μελιτόεις, όεσσα, όεν
- μελιτοπώλης, ου (ὁ)
- μελιτοῦττα
- μελιτόω-ῶ
- μέλιττα, ης (ἡ)
- μελιτώδης, ης, ες
- μελίφρων, ονος
- μελίχλωρος, ος, ον
- μελιχρός, ά, όν
- μελλείρην, ενος (ὁ)
- μέλλημα, ατος (τό)
- μέλλησις, εως (ἡ)
- μελλήσω
- μελλητέον
- μελλητής, οῦ (ὁ)
- μελλιέρη, ης (ἡ)
- μελλόγαμος, ος, ον
- μελλόνυμφος, ου
- μέλλω
- μελλώ, οῦς (ἡ)
- μέλομαι
- μελόμεσθα
- μελοποιέω-ῶ
- μελοποιΐα, ας (ἡ)
- μελοποιός, οῦ (ὁ, ἡ)
- μέλος, εος-ους (τό)
- μελοτυπέω-ῶ
- μέλπηθρον, ου (τό)
- Μελπομένη, ης (ἡ)
- μελπομένῃσι
- μέλπω
- μελύδριον, ου (τό)
- μέλω
- μελῳδέω-ῶ
- μελῴδημα, ατος (τό)
- μελῳδητός, ή, όν
- μελῳδία, ας (ἡ)
- μελῳδός, ός, όν
- μέμαα
- μεμάθηκα
- μεμακυῖα
- μέμαμεν, μέματε, μεμάασι
- μεμάνημαι
- μέμαρτον, μεμαρπώς
- μέμασαν, μεμαώς
- μέμβλεται, μέμβλετο
- μέμβλωκα
- μεμβράνα, ης (ἡ)
- μέμβραξ, ακος (ὁ)
- μεμένηκα
- μεμετιμένος
- μεμετρημένως
- μεμηκώς
- μέμηλε
- μεμίαγκα
- μέμιχα
- μέμναμαι
- Μεμνόνιος, α, ον
- μέμνον, ονος (ὁ)
- Μέμνων, ονος (ὁ)
- μέμονα
- μεμορμένος
- μεμπτός, ή, όν
- μεμπτῶς
- μέμυκα
- μεμυκώς
- Μέμφις, ιδος (ἡ)
- Μεμφίτης, ου
- μέμφομαι
- μεμψιμοιρέω-ῶ
- μεμψίμοιρος, ος, ον
- μέμψις, εως (ἡ)
- μέν
- Μένδης1, ητος (ὁ)
- Μένδης2, ητος (ἡ)
- Μενδήσιος, α, ον
- μενεαίνω
- μενεδήϊος, ος, ον
- Μενέλαος, ου (ὁ)
- Μενέλεως
- μενέμεν
- μενεπτόλεμος, ος, ον
- μένεσκον
- μενετέον
- μενετός, ή, όν
- μενεχάρμης, ου
- μενέχαρμος, ος, ον
- μενέω
- μένῃσι
- μενητέον
- Μενίππειος, ος, ον
- Μένιππος, ου (ὁ)
- μενοεικής, ής, ές
- μενοινάᾳ
- μενοινάω-ῶ
- μενοίνεον
- μενοινέω-ῶ
- μενοινήῃσι
- μενοινώω
- Μενοιτιάδης, ου (ὁ)
- Μενοίτιος, ου (ὁ)
- μένος, εος-ους (τό)
- μεντἄν
- μέντοι
- Μεντορουργής, ής, ές
- Μέντωρ, ορος (ὁ)
- μένω
- μερίζω
- μέριμνα, ης (ἡ)
- μεριμνάω-ῶ
- μερίμνημα, ατος (τό)
- μερίς, ίδος (ἡ)
- μερισμός, οῦ (ὁ)
- μεριστής, οῦ (ὁ)
- Μερμερίδης, ου (ὁ)
- μερμέριος, α, ον
- μέρμερος, ος, ον
- Μέρμερος, ου (ὁ)
- μέρμηρα, ας (ἡ)
- μερμηρίζω
- μέρμις, ιθος (ἡ)
- μερμνός, οῦ (ὁ)
- Μέροπες, ων (οἱ)
- Μεροπίς, ίδος (ἡ)
- μέρος, εος-ους (τό)
- μέροψ, οπος (ὁ)
- μεσάγκυλον, ου (τό)
- μεσάζω
- μεσαιπόλιος, ος, ον
- μεσαίτατος, η, ον
- μεσαίτερος, α, ον
- μέσακτος, ος, ον
- μεσαμβρίη, Μεσαμβρίη
- μέσατος
- μέσαυλον, ου (τό)
- μέσαυλος, ος, ον
- μέσδων
- μεσεγγυάω-ῶ
- μεσεγγύημα, ατος (τό)
- μεσέγγυος, ου (ὁ, ἡ)
- μεσεγγύωμα, ατος (τό)
- μεσεύω
- μεσηγύ
- μεσήεις, ήεσσα, ῆεν
- μεσημβρία, ας (ἡ)
- μεσημβρινός, ή, όν
- Μεσήνη, ης (ἡ)
- Μεσήνιος, α, ον
- μεσήρης, ης, ες
- μεσιτεύω
- μεσίτης, ου (ὁ)
- μεσίδιος, ου (ὁ)
- μεσιτεία, ας (ἡ)
- μεσιτεύω
- μεσίτης, ου (ὁ)
- μεσοβασιλεία, ας (ἡ)
- μεσοβασιλεύς, έως (ὁ)
- μεσόγαια, ας (ἡ)
- μεσόγαιος, ος, ον
- μεσόγεια, ας (ἡ)
- μεσόγραφος, ος, ον
- μεσόδμη, ης (ἡ)
- μεσόκοιλος, ος, ον
- μεσολαβέω-ῶ
- μεσολαβής, ής, ές
- μεσόλευκος, ος, ον
- μεσόμφαλος, ος, ον
- μεσονύκτιος, ος, ον
- μεσοπόλιος, ος, ον
- μεσοπόρφυρος, ος, ον
- μεσοποτάμιος, α, ον
- Μεσοποταμίτης, ου
- μεσοπτερύγια, ων (τά)
- μεσοπύργιον, ου (τό)
- μεσορί (τό)
- μέσος, η, ον
- μεσότης, ητος (ἡ)
- μεσότοιχον, ου (τό)
- μεσοτομέω-ῶ
- μεσουρανέω-ῶ
- μεσουράνημα, ατος (τό)
- μεσόω-ῶ
- μέσσατος, ος, ον
- μέσσαυλος, ος, ον
- μεσσηγύ
- Μεσσήνη, ης (ἡ)
- Μεσσηνία, ας (ἡ)
- Μεσσηνιακός, ή, όν
- Μεσσηνίς, ίδος
- μεσσήρης, ης, ες
- Μεσσίας, ου (ὁ)
- μεσσόθι
- μεσσοπαλής, ής, ές
- μέσσος
- μεσσότομος, ος, ον
- μεστός, ή, όν
- μεστόω-ῶ
- μέσφα
- μέσως
- μέτα1
- μέτα2
- μετά
- μετάβα
- μεταβαίνω
- μεταβάλλω
- μεταβάπτω
- μετάβασις, εως (ἡ)
- μεταβατικῶς
- μεταβιβάζω
- μεταβιόω-ῶ
- μεταβλητέον
- μεταβλητός, ή, όν
- μεταβολή, ῆς (ἡ)
- μεταβολικός, ή, όν
- μετάβολος, ος, ον
- μεταβουλεύω
- μετάγγελος, ου
- Μεταγείτνια, ων (τά)
- Μεταγειτνιών, ῶνος (ὁ)
- μεταγενής, ής, ές
- μεταγιγνώσκω
- μεταγινώσκω
- μετάγνοια, ας (ἡ)
- μετάγνωσις, εως (ἡ)
- μεταγραπτέον
- μεταγράφω
- μετάγω
- μεταδαίνυμαι
- μεταδήμιος, ος, ον
- μεταδιαιτάω-ῶ
- μεταδιδάσκω
- μεταδίδωμι
- μεταδίωκτος, η, ον
- μεταδιώκω
- μεταδοκέω-ῶ
- μεταδόρπιος, ος, ον
- μετάδοσις, εως (ἡ)
- μεταδοτέον
- μεταδραμεῖν
- μεταδρομάδην
- μεταδρομή, ῆς (ἡ)
- μετάδρομος, ος, ον
- μεταζεύγνυμι
- μετάθεσις, εως (ἡ)
- μεταθέω
- μεταΐζω
- μεταίρω
- μεταΐσσω
- μεταιτέω-ῶ
- μεταίτης, ου (ὁ)
- μεταίτιος, ος, ον
- μεταίχμιος, ος, ον
- μετακαθέζομαι
- μετακαλέω-ῶ
- μετακεράννυμι
- μετακέρασμα, ατος (τό)
- μετακιάθω
- μετακινέω-ῶ
- μετακινητέος, α, ον
- μετακινητός, ή, όν
- μετακλαίω
- μετακλίνω
- μετακοιμίζω
- μετάκοινος, ος, ον
- μετακομίζω
- μετακομιστέος, α, ον
- μετακοσμέω-ῶ
- μετακόσμησις, εως (ἡ)
- μετακόσμιος, ος, ον
- μετακρούω
- μετακύμιος, ος, ον
- μεταλαγχάνω
- μεταλαμβάνω
- μεταλγέω-ῶ
- μετάλημψις, εως (ἡ)
- μεταληπτικός, ή, όν
- μεταληπτός, ή, όν
- μετάληψις, εως (ἡ)
- μεταλλαγή, ῆς (ἡ)
- μεταλλακτός, ή, όν
- μεταλλάσσω
- μεταλλάω-ῶ
- μετάλλεια, ας (ἡ)
- μεταλλεύς, έως (ὁ)
- μεταλλεύω
- μεταλλήγω
- μεταλλικός, ή, όν
- μέταλλον, ου (τό)
- μετάλμενος
- μεταμάζιος, ος, ον
- μεταμανθάνω
- μεταμέλει
- μεταμέλεια, ας (ἡ)
- μεταμελέομαι-οῦμαι
- μετάμελος, ου (ὁ)
- μεταμέλω
- μεταμίγνυμι
- μεταμίσγω
- μεταμορφόω-ῶ
- μεταμόρφωσις, εως (ἡ)
- μεταμπίσχω
- μεταμύνω
- μεταμφιάζω
- μεταμφιέζω
- μεταμφιέννυμι
- μεταμώνιος, ος, ον
- μεταναγιγνώσκω
- μετανάστασις, εως (ἡ)
- μετανάστης, ου
- μετανίσσομαι
- μετανίστημι
- μετανοέω-ῶ
- μετάνοια, ας (ἡ)
- μεταξύ
- μεταπαιδεύω
- μεταπαύομαι
- μεταπαυσωλή, ῆς (ἡ)
- μεταπείθω
- μεταπεμπτέος, α, ον
- μετάπεμπτος, ος, ον
- μεταπέμπω
- μετάπεμψις, εως (ἡ)
- μεταπέτομαι
- μεταπηδάω-ῶ
- μεταπήδησις, εως (ἡ)
- μεταπίπτω
- μεταπλασμός, οῦ (ὁ)
- μεταπλάσσω
- μεταποιέω-ῶ
- μεταπομπή, ῆς (ἡ)
- μεταπορεύομαι
- μεταπρεπής, ής, ές
- μεταπρέπω
- μεταπτοιέω-ῶ
- μετάπτωσις, εως (ἡ)
- μεταπτωτικός, ή, όν
- μετάπτωτος, ος, ον
- μεταπτώτως
- μεταπύργιον, ου (τό)
- μετάρροια, ας (ἡ)
- μεταρρυθμίζω
- μεταρσιολεσχία, ας (ἡ)
- μετάρσιος, ος, ον
- μεταρσιόω-ῶ
- μετασκευάζω
- μετασπάω-ῶ
- μετασπόμενος, μετασπών
- μέτασσαι, ῶν (αἱ)
- μετασσεύομαι
- μετάστασις, εως (ἡ)
- μεταστατέον
- μεταστείχω
- μεταστέλλομαι
- μεταστένω
- μεταστήσομαι
- μεταστοιχί
- μεταστρατοπεδεύω
- μεταστρέφω
- μετάσχεσις, εως (ἡ)
- μετασχηματίζω
- μετασχηματισμός, οῦ (ὁ)
- μετατάσσω
- μετατίθημι
- μετατρέπω
- μετατροπαλίζομαι
- μετατροπή, ῆς (ἡ)
- μετάτροπος, ος, ον
- μεταυδάω-ῶ
- μεταῦθις
- μέταυλος, ος, ον
- μεταυτίκα
- μεταῦτις
- μεταφέρω
- μετάφημι
- μεταφορά, ᾶς (ἡ)
- μεταφορέω-ῶ
- μεταφορικός, ή, όν
- μεταφορικῶς
- μεταφράζω
- μετάφρασις, εως (ἡ)
- μετάφρενον, ου (τό)
- μεταφυτεύω
- μεταφωνέω-ῶ
- μεταχειρίζω
- μεταχρόνιος, α, ον
- μετάχρονος, ος, ον
- μεταχωρέω-ῶ
- μετέβη
- μετέειπον
- μετέῃσι
- μέτειμι1
- μέτειμι2
- μετεῖπον
- μετεισάμενος
- μετείω
- μετεκβαίνω
- μετεκδίδωμι
- μετεκδύομαι
- μετελευστέον
- μετεμβαίνω
- μετεμβιβάζω
- μετεμμέναι
- μετενδύω
- μετεξέτεροι, αι, α
- μετεόν
- μετέπειτα
- μετεπιγράφω
- μετέρχομαι
- μετέσπον
- μετεσσεύοντο
- μετέσσομαι
- μετέσσυτο
- μετεστάθην
- μετεστεώς
- μετεύχομαι
- μετέφη
- μετέχω
- μετέω
- μετεωρίζω
- μετεώρισις, εως (ἡ)
- μετεωρολεσχέω-ῶ
- μετεωρολέσχης, ου (ὁ)
- μετεωρολογέω-ῶ
- μετεωρολογία, ας (ἡ)
- μετεωρολόγος, ος, ον
- μετεωροπορέω-ῶ
- μετέωρος, ος, ον
- μετεωροσκόπος, ος, ον
- μετεώρως
- μετῆκα
- μετήλλαξα
- μετήορος, ος, ον
- μετῆρα
- μετῆσομαι
- μετίημι
- μετίστημι
- μετίσχω
- μετοιακίζομαι
- μετοικεσία, ας (ἡ)
- μετοικέω-ῶ
- μετοίκησις, εως (ἡ)
- μετοικία, ας (ἡ)
- μετοικίζω
- μετοικικός, ός, όν
- μετοίκιον, ου (τό)
- μετοικισμός, οῦ (ὁ)
- μετοικιστέον
- μετοικιστής, οῦ (ὁ)
- μετοικιῶ
- μετοικοδομέω-ῶ
- μέτοικος, ου (ὁ, ἡ)
- μετοιστέον
- μετοίσω
- μετοίχομαι
- μετοκλάζω
- μετόν
- μετονομάζω
- μετόπισθε
- μετοπωρινός, ή, όν
- μετόπωρον, ου (τό)
- μετορμίζω
- μετουσία, ας (ἡ)
- μετοχή, ῆς (ἡ)
- μετοχλίζω
- μέτοχος, ος, ον
- μετρέω-ῶ
- μέτρημα, ατος (τό)
- μέτρησις, εως (ἡ)
- μετρητέον
- μετρητής, οῦ (ὁ)
- μετριάζω
- μετρικός, ή, όν
- μέτριον, ου (τό)
- μετριοπάθεια, ας (ἡ)
- μετριοπαθέω-ῶ
- μετριοπότης, ου (ὁ)
- μέτριος, α, ον
- μετριότης, ητος (ἡ)
- μετρίως
- μέτρον, ου (τό)
- μετωνυμία, ας (ἡ)
- μετωπηδόν
- μέτωπον, ου (τό)
- μετωποσώφρων, ων, ον
- μευ
- μέχρι
- μή
- μὴ
- -- μή
- μηδαμά
- μηδαμῇ
- μηδαμόθεν
- μηδαμόθι
- μηδαμοῖ
- μηδαμός, ή, όν
- μηδαμόσε
- μηδαμοῦ
- μηδαμῶς
- μηδέ
- Μήδεια, ας (ἡ)
- μηδείς, μηδεμία, μηδέν
- μηδεμία
- μηδέποτε
- μηδέπω
- μηδεπώποτε
- μηδέτερος, α, ον
- μηδετέρωσε
- μὴ δή
- Μηδία, ας (ἡ)
- μηδίζω
- Μηδικός, ή, όν
- Μηδικῶς
- Μήδιος, α, ον
- Μηδίς, ίδος (ἡ)
- μηδισμός, οῦ (ὁ)
- μήδομαι
- μῆδος1, εος-ους (τό)
- μῆδος2, εος-ους (τό)
- Μῆδος 2, ου (ὁ)
- Μῆδος 1, ου (ὁ)
- Μηδοφόνος, ος, ον
- μηθαμῶς
- μηθείς
- μηκάζω
- μηκάομαι-ῶμαι
- μηκάς, άδος
- μηκασμός, οῦ (ὁ)
- μηκέτι
- Μηκιστεύς, έως (ὁ)
- Μηκιστηϊάδης, ου (ὁ)
- μήκιστος, η, ον
- μηκόθεν
- μῆκος, εος-ους (τό)
- μήκοτε
- Μηκύβερνα, ης (ἡ)
- Μηκυβερναῖος, ου
- μηκύνω
- μήκων, ωνος (ἡ, ὁ)
- μηλέα, ας (ἡ)
- μήλειος1, ος, ον
- μήλειος2, ος, ον
- Μηλιακὸς κόλπος (ὁ)
- Μηλιάς1, άδος
- Μηλιάς2, άδος
- Μηλιεύς, έως
- μήλινος, η, ον
- Μήλιος, α, ον
- μηλίς, ίδος (ἡ)
- Μηλίς1, ίδος
- Μηλίς2, ίδος
- μηλίτης οἶνος (ὁ)
- μηλοβοτήρ, ῆρος (ὁ)
- μηλόβοτος, ος, ον
- μηλοθύτης, ου
- μηλολόνθη, ης (ἡ)
- μῆλον1, ου (τό)
- μῆλον2, ου (τό)
- μηλονόμας, ου (ὁ)
- Μῆλος, ου (ἡ)
- μηλόσπορος, ος, ον
- μηλοσφαγέω-ῶ
- μηλοτρόφος, ος, ον
- μηλοφόνος, ος, ον
- μηλοφόρος, ος, ον
- μηλωτή, ῆς (ἡ)
- μήλωψ, οπος
- μήν1
- μήν2, μηνός (ὁ)
- μήνη, ης (ἡ)
- μηνιαῖος, α, ον
- μηνιάω-ῶ
- μηνιθμός, οῦ (ὁ)
- μήνιμα, ατος (τό)
- μῆνις, ιος (ἡ)
- μηνίω
- μηνοειδής, ής, ές
- μήνυμα, ατος (τό)
- μήνυσις, εως (ἡ)
- μηνυτήρ, ῆρος (ὁ)
- μηνυτής, οῦ (ὁ)
- μήνυτρον, ου (τό)
- μηνύω
- Μῄονες, ων (οἱ)
- Μῃόνιος, η, ον
- Μῃονίς, ίδος
- μήποτε, μήπου
- μήπω, μηπώποτε, μήπως
- μῆρα
- μήρινθος, ου (ἡ)
- μηρίον, ου (τό)
- Μηριόνης, ου (ὁ)
- μῆρον, ου (τό)
- μηρός, οῦ (ὁ)
- μήρυγμα, ατος (τό)
- μηρυκάομαι-ῶμαι
- μηρυκίζω
- μήρυμα, ατος (τό)
- μηρύω
- μήσαο
- μήστωρ, ορος (ὁ)
- μήτε
- μητέρι
- μήτηρ, μητρός (ἡ)
- μήτι1
- μήτι2
- μητιάασθε
- μητιάω-ῶ
- μητίετα
- μητιόεις, όεσσα, όεν
- μητίομαι
- μητιόων
- μήτις
- μῆτις, ιος (ἡ)
- μητίσομαι
- μητίω
- μήτρα, ας (ἡ)
- μητραγύρτης, ου (ὁ)
- μητραλοίας, ου (ὁ)
- μητρικός, ή, όν
- μητρίς, ίδος (ἡ)
- μητρόθε
- μητροκτονέω-ῶ
- μητροκτονία, ας (ἡ)
- μητροκτόνος, ος, ον
- μητρομήτωρ, ορος (ἡ)
- μητροπάτωρ, ορος (ὁ)
- μητρόπολις, εως (ἡ)
- μητροφόνος, ος, ον
- μητροφόντης, ου (ὁ)
- μητρυιά, ᾶς (ἡ)
- μητρυιώδης, ης, ες
- μητρώϊος, η, ον
- μητρῷος1, α, ον
- μητρῷος2, η, ον
- μήτρως, ωος (ὁ)
- μηχανάασθε
- μηχανάω-ῶ
- μηχανέομαι
- μηχανεύω
- μηχανεώμενοι
- μηχανή, ῆς (ἡ)
- μηχάνημα, ατος (τό)
- μηχανικός, ή, όν
- μηχανόεις, όεσσα, όεν
- μηχανοίατο
- μηχανοποιός, οῦ (ὁ)
- μηχανορραφέω-ῶ
- μηχανορράφος, ος, ον
- μηχανοφόρος, ος, ον
- μηχανόων
- μῆχαρ (τό)
- μῆχος, εος-ους (τό)
- μία
- μιαίνω
- μιανθῶ
- μιαιφονέω-ῶ
- μιαιφονία, ας (ἡ)
- μιαιφόνος, ος, ον
- μιαρία, ας (ἡ)
- μιαρός, ά, όν
- μίασμα, ατος (τό)
- μιασμός, οῦ (ὁ)
- μιάστωρ, ορος (ὁ, ἡ)
- μιγάζομαι
- μιγάς, άδος
- μίγδα
- μιγείς, εῖσα, έν
- μίγεν
- μιγήμεναι
- μῖγμα, ατος (τό)
- μίγνυμι
- Μίδας, ου (ὁ)
- Μιθριδάτης, ου (ὁ)
- Μιθριδατικός, ή, όν
- μικκός, ά, όν
- μικραδικητής, οῦ
- μικραίτιος, ος, ον
- μικρέμπορος, ου (ὁ)
- μικροθυμία, ας (ἡ)
- μικρολογέω-ῶ
- μικρολογητέον
- μικρολογία, ας (ἡ)
- μικρολόγος, ος, ον
- μικρολόγως
- μικρόλυπος, ος, ον
- μικροπολίτης, ου (ὁ)
- μικροπρέπεια, ας (ἡ)
- μιροπρεπής, ής, ές
- μικρός, ά, όν
- μικρόστομος, ος, ον
- μικρότης, ητος (ἡ)
- μικροφροσύνη, ης (ἡ)
- μικροψυχία, ας (ἡ)
- μικρόψυχος, ος, ον
- μικρῶς
- μίκτο
- μικτός, ή, όν
- Μιλησιακός, ή, όν
- Μιλήσιος, α, ον
- Μίλητος, ου (ἡ)
- μίλιον, ου (τό)
- μιλτηλιφής, ής, ές
- Μιλτιάδης, ου (ὁ)
- μίλτινος, η, ον
- μιλτοπάρῃος, ος, ον
- μίλτος, ου (ἡ)
- μιλτόω-ῶ
- μιλτώ, οῦ (ἡ)
- μιλτώδης, ης, ες
- Μίλων, ωνος (ὁ)
- μιμέομαι-οῦμαι
- μιμηλός, ή, όν
- μίμησις, εως (ἡ)
- μιμητέος, α, ον
- μιμητής, οῦ (ὁ)
- μιμητικός, ή, όν
- μιμητικῶς
- μιμητός, ή, όν
- μιμνάζω
- μιμνῄσκεο
- μιμνῄσκω
- μιμνόντεσσι
- μίμνω
- μῖμος, ου (ὁ)
- μιμῳδός, οῦ (ὁ)
- μίν1
- μίν2
- μίνθα, ης (ἡ)
- μίνθος1, ου (ὁ)
- μίνθος2, ου (ἡ)
- Μιντοῦρναι, ῶν (αἱ)
- Μιντούρνη, ης (ἡ)
- Μιντουρνήσιοι, ων (οἱ)
- Μινύαι, ῶν (οἱ)
- Μινύας, ου (ὁ)
- Μινυάς, άδος (ἡ)
- Μινύειος, α, ον
- Μινυήϊος, η, ον
- Μινύης, ου
- μινύθεσκον
- μινύθω
- μίνυνθα
- μινυνθάδιος, α, ον
- μινυρίζω
- μινύρομαι
- μινυρός, ά, όν
- Μίνως, ωος (ὁ)
- Μινώταυρος, ου (ὁ)
- μίξ
- μιξαρχαγέτας, α (ὁ)
- μῖξις, εως (ἡ)
- μιξοβάρβαρος, ος, ον
- μιξόθροος, οος, οον
- μιξόλευκος, ος, ον
- μίξομαι
- μιξόμβροτος, ος, ον
- μιξοπάρθενος, ου
- μίξω
- μισαγαθία, ας (ἡ)
- μισαδελφία, ας (ἡ)
- μισάδελφος, ος, ον
- μισαλάζων, ων, ον
- μισαλέξανδρος, ος, ον
- μισανθρωπία, ας (ἡ)
- μισάνθρωπος, ος, ον
- μισγάγκεια, ας (ἡ)
- μίσγεαι
- μίσγω
- μισέλλην, ηνος
- μισέω-ῶ
- μίσημα, ατος (τό)
- Μισηνοί, ῶν (οἱ)
- μισητέος, α, ον
- μισητία, ας (ἡ)
- μισητικός, ή, όν
- μισητός, ή, όν
- μισθαποδοσία, ας (ἡ)
- μισθαποδότης, ου (ὁ)
- μισθαρνέω-ῶ
- μισθάρνης, ου
- μισθαρνία, ας (ἡ)
- μισθεῦνται
- μίσθιος, α, ον
- μισθοδοσία, ας (ἡ)
- μισθοδοτέω-ῶ
- μισθοδότης, ου (ὁ)
- μισθός, οῦ (ὁ)
- μισθοφορά, ᾶς (ἡ)
- μισθοφορέω-ῶ
- μισθοφορητέον
- μισθοφορία, ας (ἡ)
- μισθοφορικός, ή, όν
- μισθοφόρος, ος, ον
- μισθόω-ῶ
- μίσθωμα, ατος (τό)
- μίσθωσις, εως (ἡ)
- μισθωτική, ῆς (ἡ)
- μισθωτός, ή, όν
- μισοβάρβαρος, ος, ον
- μισοβασιλεύς, έως
- μισογόης, ου
- μισογύνης, ου
- μισοδημία, ας (ἡ)
- μισόδημος, ος, ον
- μισόθεος, ος, ον
- μισοκαῖσαρ, αρος
- μισολογία, ας (ἡ)
- μισόλογος, ος, ον
- μισόπαις, παιδος
- μισοπάρθενος, ος, ον
- μισοπέρσης, ου
- μισοπονέω-ῶ
- μισοπονηρέω-ῶ
- μισοπόνηρος, ος, ον
- μισοπονήρως
- μισοπονία, ας (ἡ)
- μισορώμαιος, ου
- μῖσος, εος-ους (τό)
- μισόσοφος, ος, ον
- μισοσύλλας, α (ὁ)
- μισοτεκνία, ας (ἡ)
- μισότεκνος, ος, ον
- μισοτύραννος, ος, ον
- μισότυφος, ος, ον
- μισοφίλιππος, ος, ον
- μισόχρηστος, ος, ον
- μισοψευδής, ής, ές
- μιστυλάομαι-ῶμαι
- μιστύλη, ης (ἡ)
- μιστύλλω
- μίτος, ου (ὁ)
- μίτρα, ας (ἡ)
- μιτρηφόρος, ος, ον
- μιτροφόρος, ος, ον
- Μιτυληναῖος, α, ον
- Μιτυλήνη, ης (ἡ)
- μιτώδης, ης, ες
- μιχθείς
- μνᾶ, ᾶς (ἡ)
- μνάᾳ
- μνᾶμα, ατος (τό)
- μνάμα
- μνᾶμων, ων, ον
- μνάομαι1-ῶμαι
- μνάομαι2-ῶμαι
- μνασάμην
- μνάσκετο
- μναστεύω
- Μνάσων, ωνος (ὁ)
- μνέα
- μνεία, ας (ἡ)
- μνεώμενος
- μνῆμα, ατος (τό)
- μνημεῖον, ου (τό)
- μνήμη, ης (ἡ)
- μνημήϊον, ου (τό)
- μνημόνευμα, ατος (τό)
- μνημονευτός, ή, όν
- μνημονεύω
- μνημονικός, ή, όν
- μνημονικῶς
- μνημόνως
- μνημοσύνη, ης (ἡ)
- μνημόσυνος, η, ον
- μνήμων, ων, ον
- Μνήμων, ονος (ὁ)
- μνῆσαι
- μνησαίατο
- μνησάσκετο
- μνησθῆναι
- μνησικακέω-ῶ
- μνησικακία, ας (ἡ)
- μνησίκακος, ος, ον
- μνησιπήμων, ων, ον
- μνήσομαι
- μνηστεία, ας (ἡ)
- μνηστεύω
- μνηστὴ ἄλοχος (ἡ)
- μνηστήρ, ῆρος (ὁ)
- μνηστηροφονία, ας (ἡ)
- μνῆστις, εως (ἡ)
- μνηστύς, ύος (ἡ)
- μνήστωρ, ορος
- μνωόμενος
- μογερός, ά, όν
- μογέω-ῶ
- μογιλάλος, ος, ον
- μόγις
- μογισαψεδάφα, ης
- μόγος, ου (ὁ)
- μογοστόκος, ος, ον
- μόδιος, ου (ὁ)
- μόθαξ, ακος (ὁ)
- μόθος, ου (ὁ)
- μόθων, ωνος (ὁ) 1 = μόθ
- μοθωνικός, ή, όν
- μοί
- μοῖρα, ας (ἡ)
- Μοῖρα, ας (ἡ)
- μοιράδιος, α, ον
- μοιράω-ῶ
- μοίρη, ης (ἡ)
- μοιρηγενής, ής, ές
- μοιρίδιος, α, ον
- Μοῖρις, ιος (ὁ)
- μοιρόκραντος, ος, ον
- Μοῖσα
- μοιχαλίς, ίδος (ἡ)
- μοιχάγρια, ων (τά)
- μοιχάω-ῶ
- μοιχεία, ας (ἡ)
- μοιχεύτρια, ας (ἡ)
- μοιχεύω
- μοιχίδιος, α, ον
- μοιχικός, ή, όν
- μοιχός, οῦ (ὁ)
- μολεῖν
- μολίβδινος, η, ον
- μολιβδίς, ίδος (ἡ)
- μόλιβδος, ου (ὁ, ἡ)
- Μολιονίδαι, ῶν (οἱ)
- μόλις
- Μολίων, ονος (ὁ)
- μολόβριον, ου (τό)
- μολοβρίτης ὗς (ὁ)
- μολοβρός, οῦ (ὁ)
- Μολοσσία, ας (ἡ)
- Μολοσσικός, ή, ον
- Μολοσσίς, ίδος
- Μολοσσός, ός, όν
- μολοῦμαι
- μολπάζω
- μολπή, ῆς (ἡ)
- μολπηδόν
- μολύβδαινα, ης (ἡ)
- μολύβδινος, η, ον
- μολυβδίς, ίδος (ἡ)
- μόλυβδος, ου (ὁ)
- Μολύκρειον, ου (τό)
- Μολυκρικός, ή, όν
- μολύνω
- μολυσμός, οῦ (ὁ)
- μόλω, ῃς, ῃ
- μομφή, ῆς (ἡ)
- μοναδικός, ή, όν
- μοναδικῶς
- μονάμπυξ, υκος
- μοναρχέω-ῶ
- μοναρχία, ας (ἡ)
- μοναρχικός, ή, όν
- μοναρχικῶς
- μόναρχος, ος, ον
- μονάς, άδος
- μοναυλέω-ῶ
- μοναχῆ
- μοναχός, ή, όν
- μονή, ῆς (ἡ)
- μονήμερος, ος, ον
- μονήρης, ης, ες
- μονίας, ου (ὁ)
- μόνιμος, ος, ον
- μονιός, ός, όν
- μόνιππος, ος, ον
- μονογενής, ής, ές
- μονοδάκτυλος, ος, ον
- μονόδους, όδοντος
- μονοειδής, ής, ές
- μονόζυξ, υγος
- μονόθεν
- μονόκερως
- μονόκλαυτος, ος, ον
- μονόκωλος, ος, ον
- μονολεχής, ής, ές
- μονόλιθος, ος, ον
- μονόλυκος, ου (ὁ)
- μονομαχέω-ῶ
- μονομαχία, ας (ἡ)
- μονομάχος, ος, ον
- μονομερής, ής, ές
- μονόξυλος, ος, ον
- μονόπαις, παιδος (ὁ, ἡ)
- μονόπεπλος, ος, ον
- μονόρρυθμος, ος, ον
- μόνος, η, ον
- μονοσιτέω-ῶ
- μονοστιβής, ής, ές
- μονόστιχος, ος, ον
- μονόστολος, ος, ον
- μονοτράπεζος, ος, ον
- μονότροπος, ος, ον
- μονοφάγος, ος, ον
- μονόφθαλμος, ος, ον
- μονόφρουρος, ος, ον
- μονόφρων, ων, ον
- μονοφυής, ής, ές
- μονόχαλος, ος, ον
- μονόψηφος, ος, ον
- μονόω-ῶ
- μονῳδέω-ῶ
- μονῳδία, ας (ἡ)
- μόνως
- μόνωσις, εως (ἡ)
- μονώψ, ῶπος
- μόνωψ, ωπος (ὁ)
- μόρα, ας (ἡ)
- μόρε
- μορία, ας (ἡ)
- μόριμος, ος, ον
- μόριον, ου (τό)
- μόριος Ζεύς (ὁ)
- μορμολυκεῖον, ου (τό)
- μορμολύττω
- μορμύρω
- μορμώ, όος-οῦς (ἡ)
- μορμών, ονος
- μορόεις, όεσσα, όεν
- μόρον, ου (τό)
- μόρος, ου (ὁ)
- μόρσιμος, ος, ον
- μορύσσω
- μορφά
- μορφάζω
- μορφή, ῆς (ἡ)
- μόρφνος, η, ον
- μορφοειδής, ής, ές
- μορφόω-ῶ
- μόρφωμα, ατος (τό)
- μόρφωσις, εως (ἡ)
- μόσσυν, υνος (ὁ)
- Μοσσύνοικοι, ων (οἱ)
- μόσυν, υνος (ὁ)
- μοσύνοις
- μόσχειος, ος, ον
- μοσχοποιέω-ῶ
- μόσχος, ου (ὁ, ἡ)
- μοτός, οῦ (ὁ)
- μοῦ
- μουνάξ
- μουναρχέω, μουναρχίη, μού
- Μουνιχία, ας (ἡ)
- Μουνιχίαζε
- Μουνιχίασι
- Μουνιχιών, ῶνος (ὁ)
- Μούνιχος, ου (ὁ)
- μουνογενής, ής, ές
- μοῦνος, η, ον
- Μουνυχίασι
- μουνώψ, ῶπος
- Μοῦσα, ης (ἡ)
- μουσαῖος, α, ον
- μουσεῖον, ου (τό)
- Μουσηγέτης, ου (ὁ)
- μουσικός, ή, όν
- μουσικῶς
- μουσόληπτος, ος, ον
- μουσομανέω-ῶ
- μουσομανής, ής, ές
- μουσομανία, ας (ἡ)
- μουσομήτωρ, ορος (ἡ)
- μουσοποιός, ός, όν
- μουσοπόλος, ος, ον
- μουσουργία, ης (ἡ)
- μουσουργός, ός, όν
- μουσόω-ῶ
- μοὖστι
- μοχθέω-ῶ
- μόχθημα, ατος (τό)
- μοχθηρία, ας (ἡ)
- μοχθηρός, ά, όν
- μοχθηρῶς
- μοχθίζω
- μόχθος, ου (ὁ)
- μοχλεύω
- μοχλέω-ῶ
- μοχλίον, ου (τό)
- μοχλός, οῦ (ὁ)
- μῦ (τό)
- μυγαλέη, έης (ἡ)
- Μυγδονία, ας (ἡ)
- Μυγδονικός, ή, όν
- Μυγδόνιος, α, ον
- μυδαλέος, α, ον
- μυδάω-ῶ
- μύδησις, εως (ἡ)
- μύδος, ου (ὁ)
- μυδροκτυπέω-ῶ
- μύδρος, ου (ὁ)
- Μυεκφορίτης νόμος (ὁ)
- μυελόεις, όεσσα, όεν
- μυελός, οῦ (ὁ)
- μυέω-ῶ
- μύζω
- μύησις, εως (ἡ)
- μυθάριον, ου (τό)
- μυθέαι
- μυθέομαι
- μυθέσκοντο
- μύθευμα, ατος (τό)
- μυθεῦσαι
- μυθεύω
- μυθέω-ῶ
- μυθήσεαι
- μυθιάζομαι
- μυθίαμβος, ου (ὁ)
- μυθίδιον, ου (τό)
- μυθίζω
- μυθικός, ή, όν
- μυθογράφος, ου (ὁ)
- μυθολογεύω
- μυθολογέω-ῶ
- μυθολόγημα, ατος (τό)
- μυθολογητέον
- μυθολογία, ας (ἡ)
- μυθολογικός, ή, όν
- μυθολόγος, ος, ον
- μυθοποίημα, ατος (τό)
- μυθοποιΐα, ας (ἡ)
- μυθοποιός, ός, όν
- μῦθος, ου (ὁ)
- μυθώδης, ης, ες
- μυῖα, ας (ἡ)
- μυίη, ης (ἡ)
- μυιΐδιον, ου (τό)
- μυιοσόβη, ης (ἡ)
- Μυκάλη, ης (ἡ)
- μυκάομαι-ῶμαι
- μυκάσομαι
- μυκηθμός, οῦ (ὁ)
- μύκημα, ατος (τό)
- Μυκηναῖος, α, ον
- Μυκήνη, ης (ἡ)
- Μυκήνηθεν
- Μυκηνίς, ίδος
- μύκης, ητος (ὁ)
- μυκήτινος, η, ον
- μύκον
- Μύκονος, ου (ὁ)
- μυκτήρ, ῆρος (ὁ)
- μυκτηρίζω
- μυκτηρόκομπος, ος, ον
- μύλαξ, ακος (ὁ)
- μύλη, ης (ἡ)
- μυλήφατος, ος, ον
- μυλικός, ή, όν
- μύλινος, η, ον
- μύλλος, ου (ὁ)
- μυλοειδής, ής, ές
- μύλος, ου (ὁ)
- μυλωθρικός, ή, όν
- μυλωθρός, ός, όν
- μυλών, ῶνος (ὁ)
- μυλωνικός, οῦ (ὁ)
- Μύνδιος, α, ον
- Μύνδος, ου (ἡ)
- μύνη, ης (ἡ)
- μύξα, ης (ἡ)
- μυξάριον, ου (τό)
- μυξωτήρ, ῆρος (ὁ)
- μυομαχία, ας (ἡ)
- μυοπάρων, ωνος (ὁ)
- Μύρα, ων (τά)
- μύραινα, ης (ἡ)
- μυραλοιφία, ας (ἡ)
- μυρεψέω-ῶ
- μυρεψικός, ή, όν
- μυρεψός, ά, όν
- μυριάκις
- μυρίανδρος, ος, ον
- μυριάρχης, ου (ὁ)
- μυρίαρχος, ου (ὁ)
- μυριάς, άδος (ἡ)
- μυριετής, ής, ές
- μυρίζω
- μυρίκη, ης (ἡ)
- μυρίκινος, η, ον
- μυρίνης οἶνος (ὁ)
- μύριοι, αι, α
- μυριόκαρπος, ος, ον
- μυριόλεκτος, ος, ον
- μυριόνεκρος, ος, ον
- μυριόνταρχος, ος, ον
- μυριοπλάσιος, ος, ον 10
- μυριοπληθής, ής, ές
- μυρίος, α, ον
- μυριοστός, ή, όν
- μυριοστύς, ύος (ἡ)
- μυριοτευχής, ής, ές
- μυριοφόρος, ος, ον
- μυρίπνοος, ος, ον
- μυριώνυμος, ος, ον
- μυριωπός, ός, όν
- μυρμηκία, ας (ἡ)
- μυρμηκώδης, ης, ες
- μύρμηξ, ηκος (ὁ)
- μυρμιδόνες, ων (οἱ)
- μύρον, ου (τό)
- μῦρον
- μυροπωλεῖον, ου (τό)
- μυροπώλης, ου (ὁ)
- μύρρα, ας (ἡ)
- μυρρίνη, ης (ἡ)
- μυρρινίτης οἶνος (ὁ)
- μύρρινος, η, ον
- μυρρινούσιος, ου
- μυρσίνη, ης (ἡ)
- μυρσινίτης
- μύρτον, ου (τό)
- μύρτος, ου (ἡ)
- μύρτων, ωνος
- μύρω
- μῦς, μυός (ὁ)
- μύσαγμα, ατος (τό)
- μυσαρός, ά, όν
- μυσάττομαι
- Μυσία, ας (ἡ)
- Μύσιος, α, ον
- μύσος, εος-ους (τό)
- Μυσός, οῦ
- μυσταγωγέω-ῶ
- μυσταγωγία, ας (ἡ)
- μυσταγωγός, οῦ (ὁ)
- μύσταξ, ακος (ὁ)
- μυστήριον, ου (τό)
- μυστηριώδης, ης, ες
- μυστηριῶτις, ιδος
- μύστης, ου
- μυστικός, ή, όν
- μυστικῶς
- μυστιλάομαι
- μυσώδης, ης, ες
- Μυτιληναῖος, α, ον
- Μυτιλήνη, ης (ἡ)
- μύτις, ιδος (ἡ)
- μύχιος, α, ον
- μυχμός, οῦ (ὁ)
- μυχόθεν
- μυχοίτατος, η, ον
- μυχόνδε
- μυχός, οῦ (ὁ)
- μύω
- μυώδης, ης, ες
- μυών, ῶνος (ὁ)
- μυωπάζω
- μυωπία1, ας (ἡ)
- μυωπία2, ας (ἡ)
- μύωψ, ωπος (ἡ)
- μυώψ, ῶπος (ὁ, ἡ)
- μωκάω-ῶ
- μωκία, ας (ἡ)
- μῶκος, ου (ὁ)
- μωκός, οῦ (ὁ)
- μῶλος, ου (ὁ)
- μῶλυ, υος (τό)
- μωλωπίζω
- μώλωψ, ωπος (ὁ)
- μῶμαι
- μωμάομαι-ῶμαι
- μωμεύω
- μωμητός, ή, όν
- μῶμος, ου (ὁ)
- μῶν
- μῶνυξ, υχος
- μώνυχος, ος, ον
- μώομαι
- μωραίνω
- μωρία, ας (ἡ)
- μωροκλέπτης, ου (ὁ)
- μωρολογέω-ῶ
- μωρολόγημα, ατος (τό)
- μωρός, ά, όν
- μωρόσοφος, ος, ον
- μωρῶς
- Μωσῆς, ῆος (ὁ)
- μώμενος, μῶσθαι
- Ν, ν (νῦ) (τό)
- ναέτης, ου (ὁ, ἡ)
- Ναζαρά (ἡ)
- Ναζαρηνός, οῦ (ὁ)
- Ναζωραῖος, ου
- ναί
- ναΐ
- Ναιάς, άδος (ἡ)
- ναιέμεν
- ναιετάασκον
- ναιετάω-ῶ
- ναῖον
- νάϊος
- Ναΐς, ΐδος (ἡ)
- ναίχι
- ναίω1
- ναίω2
- νάκη1, ης (ἡ)
- νάκη2, ῶν (τά)
- νάκος, εος-ους (τό)
- νακτός, ή, όν
- νᾶμα, ατος (τό)
- ναματιαῖος, α, ον
- ναμέρτεια, ας (ἡ)
- νᾶνος, ου (ὁ)
- νανώδης, ης, ες
- Νάξιος, α, ον
- Νάξος, ου (ἡ)
- ναοποιός, οῦ (ὁ)
- ναός1, οῦ (ὁ)
- ναός2
- ναοφύλαξ1, ακος (ὁ)
- ναοφύλαξ2, ακος (ὁ)
- ναπαῖος, α, ον
- νάπη, ης (ἡ)
- νάπος, εος-ους (τό)
- νᾶπυ, υος (τό)
- νάρδος, ου (ἡ)
- ναρθηκοπλήρωτος, ος, ον
- ναρθηκοφόρος, ος, ον
- νάρθηξ, ηκος (ὁ)
- ναρκάω-ῶ
- νάρκη, ης (ἡ)
- νάρκισσος, ου (ὁ, ἡ)
- ναρκώδης, ης, ες
- νασμός, οῦ (ὁ)
- νᾶσος, ου (ἡ)
- νάσσα
- νάσσω
- ναστός, ή, όν
- νάττω
- ναυαγέω-ῶ
- ναυαγία, ας (ἡ)
- ναυάγιον, ου (τό)
- ναυαγός1, ός, όν
- ναυαγός2, οῦ (ὁ)
- ναυαρχέω-ῶ
- ναυαρχία, ας (ἡ)
- ναυαρχίς, ίδος (ἡ)
- ναύαρχος, ου (ὁ)
- ναυβάτης, ου
- Ναυβολίδης, ου,
- Ναύβολος, ου (ὁ)
- ναυηγέω, ναυηγίη, ναυήγιο
- ναυκληρέω-ῶ
- ναυκληρία, ας (ἡ)
- ναυκληρικός, ή, όν
- ναυκλήριον, ου (τό)
- ναύκληρος, ου (ὁ)
- ναυκραρία, ας (ἡ)
- ναύκραρος, ου (ὁ)
- ναυκρατέω-ῶ
- ναυκράτης, ης, ες
- ναυκράτωρ, ορος
- ναῦλον, ου (τό)
- ναῦλος, ου (ὁ)
- ναυλοχέω-ῶ
- ναύλοχος, ος, ον
- ναυλόω-ῶ
- ναυμαχέω-ῶ
- ναυμαχησείω
- ναυμαχητέον
- ναυμαχία, ας (ἡ)
- ναυμάχος, ος, ον
- ναύμαχος, ος, ον
- Ναύπακτος, ου (ἡ)
- ναυπηγεύμενος
- ναυπηγέω-ῶ
- ναυπηγήσιμος, ος, ον
- ναυπηγία, ας (ἡ)
- ναυπηγικός, ή, όν
- ναυπηγός, οῦ (ὁ)
- Ναυπλία, ας (ἡ)
- ναύπορος, ος, ον
- ναυπόρος, ος, ον
- ναῦς, νηός (ἡ)
- ναυσθλόω-ῶ
- Ναυσικάα, ας (ἡ)
- ναυσικλειτός, ή, όν
- ναυσικλυτός, ός, όν
- ναυσιπέδη, ης (ἡ)
- ναυσιπέρατος, ος, ον
- ναυσίπορος, ος, ον
- ναυσιπόρος, ος, ον
- ναύσταθμον, ου (τό)
- ναύσταθμος, ου (ὁ)
- ναυστολέω-ῶ
- ναύστολος, ος, ον
- ναύτας
- ναύτης, ου (ὁ)
- ναυτία, ας (ἡ)
- ναυτιάω-ῶ
- ναυτικός, ή, όν
- ναυτιλία, ας (ἡ)
- ναυτίλλομαι
- ναυτίλος, ου (ὁ)
- ναυτιώδης, ης, ες
- ναυτοδίκαι, ῶν (οἱ)
- ναῦφι(ν)
- ναύφρακτος, ος, ον
- νάφθα (τό)
- νάφθας, ου (ὁ)
- νάω
- νέα1
- νέα2
- νεάγγελτος, ος, ον
- νεαγενής, ής, ές
- νεάζω
- νέαιρα, ας
- νεαίρετος, ος, ον
- νεακόνητος, ος, ον
- νεαλής1, ής, ές
- νεαλής2, ής, ές
- νεανίας, ου
- νεανίευμα, ατος (τό)
- νεανιεύομαι
- νεανίζω
- νεανικός, ή, όν
- νεανικῶς
- νεῆνις, ιδος
- νεανισκεύομαι
- νεανίσκος, ου (ὁ)
- Νεάπολις, εως (ἡ)
- νεαροποιέω-ῶ
- νεαρός, ά, όν
- νεαρῶς
- νέας
- νεάτη, ης (ἡ)
- νεατός, οῦ (ὁ)
- νέατος, η, ον
- νεάω-ῶ
- νέβρειος, ος, ον
- νεβρίζω
- νεβρίς, ίδος (ἡ)
- νεβρόγονος, ος, ον
- νεβρός, οῦ (ὁ, ἡ)
- νέες
- νέηαι
- νεηγενής, ής, ές
- νεήκης, ης, ες
- νεηκονής, ής, ές
- νεήλατος, ος, ον
- νέηλυς, υδος
- νεηνίης, νεῆνις, νεηνίσκο
- νεῖ
- νεῖαι
- νείαιρα, ας
- νείατος, η, ον
- νεικείεσκον
- νεικέω-ῶ
- νείκη, ης (ἡ)
- νεῖκος, εος-ους (τό)
- Νείλεως, ω (ὁ)
- Νειλοθερής, ής, ές
- Νεῖλος, ου (ὁ)
- Νειλῷος, η, ον
- Νειλῶτις, ιδος
- νεῖμα
- νεῖμαι
- νεῖν
- νειόθεν
- νειόθι
- νειοποιέω-ῶ
- νειός, οῦ (ἡ)
- νεῖρος, εος-ους (τό)
- νεῖται
- νείφω
- νεκάς, άδος (ἡ)
- νεκράγγελος, ου (ὁ, ἡ)
- νεκραγωγέω-ῶ
- νεκρακαδημία, ας (ἡ)
- νεκρικός, ή, όν
- νεκρικῶς
- νεκριμαῖος, α, ον
- νεκροδέγμων, ων, ον
- νεκροδοχεῖον, ου (τό)
- νεκρόκοσμος, ος, ον
- νεκρόπολις, εως (ἡ)
- νεκροπομπός, ός, όν
- νεκρός, ά, όν
- νεκροστολέω-ῶ
- νεκροφόρος, ος, ον
- νεκρόω-ῶ
- νεκρώδης, ης, ες
- νέκρωσις, εως (ἡ)
- νέκταρ, αρος (τό)
- νεκτάρεος, α, ον
- νεκυία, ας (ἡ)
- νεκυομαντεία, ας (ἡ)
- νεκυομαντεῖον, ου (τό)
- νέκυς, υος
- Νεμέα, ας (ἡ)
- νέμεαι
- Νεμεαῖος, α, ον
- Νεμέηθε
- νεμέθω
- Νεμεῖος, α, ον
- Νεμεῖς, έων (οἱ)
- νεμεσάω-ῶ
- νεμεσήσεαι
- νεμεσητικός, ή, όν
- νεμεσητός, ή, όν
- νεμεσίζομαι
- νέμεσις, εως (ἡ)
- νεμεσσάω
- νεμέσσηθεν
- νεμεσσητός, ή, όν
- νεμέτωρ, ορος (ὁ)
- νέμηαι
- νέμησις, εως (ἡ)
- νέμος, εος-ους (τό)
- νέμω
- νένασμαι
- νένησμαι
- νένιπται
- νένωμαι
- νεοάλωτος, ος, ον
- νεοαρδής, ής, ές
- νεόγαμος, ος, ον
- νεογενής, ής, ές
- νεογιλός, ή, όν
- νεογνός, ός, όν
- νεοδαμώδης, ης, εν
- νεόδαρτος, ος, ον
- νεοδίδακτος, ος, ον
- νεοδμής, ῆτος
- νεόδμητος1, ος, ον
- νεόδμητος2, ος, ον
- νεοδρεπής, ής, ές
- νεόδρεπτος, ος, ον
- νεόδρομος, ος, ον
- νεόδροπος, ος, ον
- νεοζυγής, ής, ές
- νεόζυγος, ος, ον
- νεοθαλής, ής, ές
- νεόθεν
- νεόθηκτος, ος, ον
- νεοθηλής1, ής, ές
- νεοθηλής2, ής, ές
- νεοθηλός, ός, όν
- νεοίατο
- νεοίη, ης (ἡ)
- νεοκατάστατος, ος, ον
- νεοκόνητος, ος, ον
- νεόκοτος, ος, ον
- νεοκράς, άτος
- νεόκρατος, ος, ον
- νεόκτιστος, ος, ον
- νεολαία, ας (ἡ)
- νέομαι
- νεομηνία, ας (ἡ)
- νεόνυμφος, ος, ον
- νεοπαγής, ής, ές
- νεοπαθής, ής, ές
- νεοπενθής, ής, ές
- νεόπλουτος, ος, ον
- νεόπλυτος, ος, ον
- νεόποκος, ος, ον
- νεοπρεπής, ής, ές
- νεόπριστος, ος, ον
- Νεοπτόλεμος, ου (ὁ)
- νεόπτολις, εως (ἡ)
- νεόρραντος, ος, ον
- νεόρρυτος, ος, ον
- νέορτος, ος, ον
- νέος, α, ον
- νεός1, οῦ (ἡ)
- νεός2
- νεόσμηκτος, ος, ον
- νεοσπαδής, ής, ές
- νεοσπάς, άδος
- νεόσπορος, ος, ον
- νεοσσεύω
- νεοσσιά, ᾶς (ἡ)
- νεοσσίον, ου (τό)
- νεοσσός, οῦ (ὁ)
- νεοσσοτροφία, ας (ἡ)
- νεοσταθής, ής, ές
- νεόστροφος, ος, ον
- νεοσφαγής, ής, ές
- νεοτελής, ής, ές
- νεότευκτος, ος, ον
- νεοτευχής, ής, ές
- νεότης, ητος (ἡ)
- νεότμητος, ος, ον
- νεοτόκος, ος, ον
- νεότομος, ος, ον
- νεοτρεφής, ής, ές
- νεότροφος, ος, ον
- νεοττεία, ας (ἡ)
- νεοττεύω
- νεοττοποιέω-ῶ
- νεουργός, ός, όν
- νεούτατος, ος, ον
- νεόφυτος, ος, ον
- νεοχάρακτος, ος, ον
- νεοχμός, ός, όν
- νεοχμόω-ῶ
- νεόω-ῶ
- νέπους, ποδος
- νέρθε, νέρθεν
- νερτεροδρόμος, ου (ὁ)
- νέρτερος, α, ον
- Νέρων, ωνος (ὁ)
- Νεστόρεος, α, ον
- Νεστορίδης, ου (ὁ)
- Νέστωρ, ορος (ὁ)
- νεῦμα, ατος (τό)
- νεῦμαι
- νευρά, ᾶς (ἡ)
- νευρή, ῆς (ἡ)
- νευρῆφιν
- νεῦρον, ου (τό)
- νευρορραφέω-ῶ
- νευρορράφος, ος, ον
- νευροσπαδής, ής, ές
- νευροσπαστέω-ῶ
- νευροσπαστία, ας (ἡ)
- νευρόσπαστος, ος, ον
- νεῦσις1, εως (ἡ)
- νεῦσις2, εως (ἡ)
- νεύσομαι
- νευστάζω
- νευστός, ή, όν
- νεύω
- νεφέλη, ης (ἡ)
- νεφεληγερέτα, αο (ὁ)
- νεφεληγερέτης, ου (ὁ)
- νεφέλιον, ου (τό)
- νεφελοειδής, ής, ές
- νεφελοκένταυρος, ου (ὁ)
- νεφελωτός, ός, όν
- νέφος, εος-ους (τό)
- νεφρῖτις, ιδος
- νεφρός, οῦ (ὁ)
- νέω1
- νέω2
- νέω3
- νέω4
- νεώ
- νεωκορέω-ῶ
- νεωκορία, ας (ἡ)
- νεωκόρος, ου (ἡ, ὁ)
- νεωλκέω-ῶ
- νεωλκός, ός, όν
- νεώνητος, ος, ον
- νεώρης, ης, ες
- νεώριον, ου (τό)
- νεωρός, οῦ (ὁ)
- νεώς1, ώ (ὁ)
- νεώς2
- νέως
- νεώσοικοι, ων (οἱ)
- νεωστί
- νέωτα
- νεώτατα
- νεωτερίζω
- νεωτερικός, ή, όν
- νεωτερικῶς
- νεωτερισμός, οῦ (ὁ)
- νευτεριστής, οῦ (ὁ)
- νεωτεροποιΐα, ας (ἡ)
- νεωτεροποιός, ός, όν
- νεώτερος, α, ον
- νεωτέρως
- νή
- νῆα, νῆας
- νῆαδε
- νηάς, άδος (ἡ)
- νηγάτεος, η, ον
- νήγρετος, ος, ον
- νήδυια, ων (τά)
- νήδυμος, ος, ον
- νηδύς, ύος (ἡ)
- νήεον
- νῆες, νήεσσι
- νηέω-ῶ
- νήθω
- νηΐ
- Νηϊάς, άδος (ἡ)
- νήϊος, α, ον
- νῆϊς, ϊδος
- Νηΐς, ΐδος (ἡ)
- Νήϊσται πύλαι (αἱ)
- νηΐτης, ου
- Νήϊτις, ιδος (ἡ)
- νηκερδής, ής, ές
- νηκουστέω-ῶ
- νήκουστος, ος, ον
- νηκτός, ή, όν
- νηλεής, ής, ές
- Νηλείδης, ου (ὁ)
- νηλειής
- νηλείτης, ου
- νηλεῖτις, ιδος
- Νηλεύς, εως (ὁ)
- νηλεῶς
- Νηληϊάδης, εω (ὁ)
- Νηλήϊος, α, ον
- νηλής, ής, ές
- νηλίπους, ποδος
- νηλιτής, ής, ές
- νῆμα, ατος (τό)
- νηματώδης, ης, ες
- νημερτέως
- νημερτής, ής, ές
- νηνεμία, ας (ἡ)
- νήνεμος, ος, ον
- νήξις, εως (ἡ)
- νηός
- νηπενθέως
- νηπενθής, ής, ές
- νηπιάα, ας (ἡ)
- νηπιάζω
- νηπιαχεύω
- νηπίαχος, ου
- νηπιέη, ης (ἡ)
- νήπιος, α, ον
- νηπιότης, ητος (ἡ)
- νηποινεί
- νηποινί
- νήποινος, ος, ον
- νηπτικός, ή, όν
- νηπύτιος, ου (ὁ)
- Νηρεΐς, ΐδος (ἡ)
- Νηρεύς, έως (ὁ)
- Νηρηΐς, ΐδος (ἡ)
- νήριθμος, ος, ον
- νηρίτης, ου (ὁ)
- νήριτος, ος, ον
- Νήσαιον πεδίον (τό)
- νησαῖος, α, ον
- νήσαντο
- νησιάρχης, ου (ὁ)
- νησίδιον, ου (τό)
- νησίον, ου (τό)
- νῆσις, εως (ἡ)
- νῆσις, εως (ἡ)
- νησίς, ῖδος (ἡ)
- νησιώτης, ου (ὁ)
- νησιωτικός, ή, όν
- νησιῶτις, ιδος
- νησομαχία, ας (ἡ)
- νῆσος, ου (ἡ)
- νῆσσα, ης (ἡ)
- νησσάριον, ου (τό)
- νηστεία, ας (ἡ)
- νηστεύω
- νῆστις, ιος
- νησύδριον, ου (τό)
- νήτη
- νητός, ή, όν
- νῆττα, ης (ἡ)
- νηῦς
- νηυσί
- νηυσιπέρητος
- νηφαλέος, ος, ον
- νηφάλιος, α, ον
- νήφω
- νηχέμεναι
- νήχω
- νηῶν
- νίζω
- νίκα
- Νικάνωρ, ορος (ὁ)
- νικάσκομεν
- νικάω-ῶ
- νίκη, ης (ἡ)
- νίκημα, ατος (τό)
- νικήσεμεν
- νικητήριος, α, ον
- νικητικός, ή, όν
- νικηφόρος, ος, ον
- Νικίας, ου (ὁ)
- Νικίειος, ος, ον
- Νικόδημος, ου (ὁ)
- Νικόλαος, ου (ὁ)
- Νικόπολις, εως (ἡ)
- νῖκος, εος-ους (τό)
- νικώῃ
- νίν
- Νινευή, ῆς (ἡ)
- Νινευῖται, ῶν (οἱ)
- Νίνιοι, ων (οἱ)
- Νίνος, ου (ὁ, ἡ)
- Νίοβη, ης (ἡ)
- νιπτήρ, ῆρος (ὁ)
- νίπτρον, ου (τό)
- νίπτω
- νίσσομαι
- νίτρον, ου (τό)
- νίφα
- νιφάς, άδος (ἡ)
- νιφέμεν
- νιφετός, οῦ (ὁ)
- νιφετώδης, ης, ες
- νιφόβολος, ος, ον
- νιφόεις, όεσσα, όεν
- νιφοστιβής, ής, ές
- νίφω
- νίψ (ἡ)
- νίψις, εως (ἡ)
- νίψω
- νοερός, ά, όν
- νοεῦντες
- νοέω-ῶ
- νόημα, ατος (τό)
- νοήμων, ων, ον
- νόησις, εως (ἡ)
- νοητός, ή, όν
- νοθαγενής, ής, ές
- νοθεία, ας (ἡ)
- νοθεύω
- νόθος, η, ον
- Νομαδία, ας (ἡ)
- Νομαδικός, ή, όν
- νόμαιος, α, ον
- νομαῖος, α, ον
- νομάρχης, ου (ὁ)
- νομάς, άδος
- Νομάς, άδος
- Νομᾶς, ᾶ (ὁ)
- νόμευμα, ατος (τό)
- νομεύς, έως (ὁ)
- νομευτικός, ή, όν
- νομεύω
- νομή, ῆς (ἡ)
- Νομήτωρ, ορος (ὁ)
- νομίζω
- νομικός, ή, όν
- νομικῶς
- νόμιμος, η, ον
- νομίμως
- νόμιος, ος, ον
- νόμισις, εως (ἡ)
- νόμισμα, ατος (τό)
- νομιστέος, α, ον
- νομιστί
- νομοδείκτης, ου (ὁ)
- νομοδιδάκτης, ου (ὁ)
- νομοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
- νομοθεσία, ας (ἡ)
- νομοθετέω-ῶ
- νομοθέτης, ου (ὁ)
- νομοθετέος, α, ον
- νομοθετικός, ή, όν
- νομόνδε
- νομός, οῦ (ὁ)
- νόμος, ου (ὁ)
- νομοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- νόος, νόου (ὁ)
- νοσερός, ά, όν
- νοσέω-ῶ
- νοσηλεία, ας (ἡ)
- νοσηλεύω
- νόσημα, ατος (τό)
- νοσηματικός, ή, όν
- νοσημάτιον, ου (τό)
- νοσηρός, ά, όν
- νόσος, ου (ἡ)
- νοσοτροφία, ας (ἡ)
- νοσσεύω
- νοσσιά, ᾶς (ἡ)
- νοσσίον, ου (τό)
- νοσσός, οῦ (ὁ)
- νοστέω-ῶ
- νόστιμος, ος, ον
- νόστος, ου (ὁ)
- νόσφι
- νοσφίζω
- νόσφιν
- νοσφισμός, οῦ (ὁ)
- νοσφισσάμην
- νοσώδης, ης, ες
- νοτερός, ά, όν
- νοτίζω
- νότιος, α, ον
- νοτίς, ίδος (ἡ)
- νότος, ου (ὁ)
- νουθεσία, ας (ἡ)
- νουθετέω-ῶ
- νουθέτημα, ατος (τό)
- νουθετικός, ή, όν
- Νουμᾶς, ᾶ (ὁ)
- νουμηνία, ας (ἡ)
- νουμήνιος, ος, ον
- νοῦμμος, ου (ὁ)
- νοῦν
- νουνεχής, ής, ές
- νουνεχόντως
- νουνεχῶς
- νοῦσος, ου (ἡ)
- νυγμή, ῆς (ἡ)
- νυγμός, οῦ (ὁ)
- νυκτεγερτέω-ῶ
- νυκτέλιος, ος, ον
- νυκτερευτικός, ή, όν
- νυκτερεύω
- νυκτερινός, ή, όν
- νυκτέριος, α, ον
- νυκτερίς, ίδος (ἡ)
- νύκτερος, ος, ον
- νυκτηγορέω-ῶ
- νυκτηρεφής, ής, ές
- νυκτίνομος, ος, ον
- νυκτίπλαγκτος, ος, ον
- νυκτίπλανος, ος, ον
- νυκτιπόλος, ος, ον
- νυκτίσεμνος, ος, ον
- νυκτιφαής, ής, ές
- νυκτίφοιτος, ος, ον
- νυκτιφρούρητος, ος, ον
- νυκτογραφία, ας (ἡ)
- νυκτοθήρας, ου (ὁ)
- νυκτομαχέω-ῶ
- νυκτομαχία, ας (ἡ)
- νυκτοπορέω-ῶ
- νυκτοπορία, ας (ἡ)
- νυκτουργός, ός, όν
- νυκτοῦρος, ου (ὁ)
- νυκτοφυλακέω-ῶ
- νυκτοφύλαξ, ακος (ὁ)
- νυκτῷον, ου (τό)
- νυκτωπός, ός, όν
- νύκτωρ
- νύμφα
- νυμφαγωγέω-ῶ
- νυμφαγωγία, ας (ἡ)
- νυμφαγωγός, οῦ (ὁ)
- νυμφαῖος, α, ον
- νυμφεῖος, α, ον
- νύμφευμα, ατος (τό)
- νυμφευτρία, ας (ἡ)
- νυμφεύω
- νύμφη, ης (ἡ)
- νυμφήϊος
- νυμφίδιος, α, ον
- νυμφικός, ή, όν
- νύμφιος, ος, ον
- νυμφίος, ου (ὁ)
- νυμφόκλαυτος, ος, ον
- νυμφοκομέω-ῶ
- νυμφοκόμος, ος, ον
- νυμφόληπτος, ος, ον
- νυμφοστολέω-ῶ
- νυμφότιμος, ος, ον
- νυμφών, ῶνος (ὁ)
- νῦν
- νύν
- νυνί
- νύξ, νυκτός (ἡ)
- νύξαι
- νύξις, εως (ἡ)
- νυός, οῦ (ἡ)
- Νῦσα, ης (ἡ)
- Νυσαῖος, α, ον
- Νυσήϊος, α, ον
- Νύσιος, α, ον
- νύσσα, ης (ἡ)
- νύσσω
- νυστάζω
- νύττω
- νυχθήμερος, ος, ον
- νύχιος, α, ον
- νώ
- νῷ
- νωδός, ή, όν
- νώδυνος, ος, ον
- Νῶε
- νώθεια, ας (ἡ)
- νωθής, ής, ές
- νωθρός, ά, όν
- νωθρότης, ητος (ἡ)
- νῶϊ
- νωΐτερος, α, ον
- νωλεμές
- νωλεμέως
- νωμάω-ῶ
- νῷν
- νώνυμος, ος, ον
- νῶροψ, οπος
- νωσάμενος, νώσασθαι
- νωτιαῖος, α, ον
- νωτίζω
- νῶτον, ου (τό)
- νῶτος, ου (ὁ)
- νωτοφόρος, ος, ον
- νωχελής, ής, ές
- νωχελία, ας (ἡ)
- Ω, ω (ὦ μέγα) (τό)
- ὤ
- ὦ
- ὦ, ᾖς, ᾖ
- ὧ
- ᾧ
- ὥ
- ᾠά
- ὠβάζω
- ὠβά, ᾶς (ἡ)
- ὠγαθέ
- ὤγκωσα
- ὠγμός, οῦ (ὁ)
- ὠγύγιος, α, ον
- ὧδε
- ᾠδεῖον, ου (τό)
- ᾠδή, ῆς (ἡ)
- ᾤδηκα, ᾤδησα
- ὡδί
- ᾠδικός, ή, όν
- ᾠδικῶς
- ὠδίν, ῖνος (ἡ)
- ὠδίνω
- ὠδίς, ῖνος (ἡ)
- ᾠδός, οῦ (ὁ,
- ᾤδουν
- ὠδύρατο
- ὠδυσάμην
- ὠδώδειν
- ᾤετο
- ὤζησα, ὦζον
- ὤζω
- ὠή
- ᾠήθην
- ὤθεσκε
- ὤθετο
- ὠθέω-ῶ
- ὠθίζω
- ὠθισμός, οῦ (ὁ)
- ὠΐγνυντο
- ὠϊόμην
- ὤϊξα
- ὤϊον
- ὠΐσθην
- ὠΐχθην
- ὦκ᾽
- ὦκα
- ὠκέα
- ὠκειάων
- ᾤκεον
- ὠκέως
- ᾤκηθεν
- ᾤκηκα, ᾤκησα
- ᾤκιζον, ᾤκικα
- ὡκινάκης
- ᾠκίσθην, ᾤκισμαι
- ὤκιστα
- ὤκιστος
- ᾠκούρουν
- ᾤκτισα
- ὠκύαλος, ος, ον
- ὠκυβόλος, ος, ον
- ὠκύμορος, ος, ον
- ὠκυπέτης, ου
- ὠκυπόδεσσι
- ὠκύποινος, ος, ον
- ὠκυπομπός, ός, όν
- ὠκύπορος, ος, ον
- ὠκύπους, ους, ουν
- ὠκύπτερος, ος, ον
- ὠκύροος, ος, ον
- ὠκύς, εῖα, ύ
- ὠκυτόκιος, ος, ον
- ὠκυτόκος, ος, ον
- ὠλάφιον
- ὤλβισα
- ὠλένη, ης (ἡ)
- ὤλεσα
- ὠλεσίκαρπος, ος, ον
- ὤλετο
- ὡλεύθερος
- ὠλίσθηκα
- ὦλκα
- ὧλλος, ὧλλοι
- ὠλλύμαν
- ὡλοκαύτουν
- ὡλοκαύτωσα
- ὠλόμαν
- ὤλοντο
- ὠλοφυράμην, ὠλοφύρθην
- ὠμηστής, οῦ
- ὡμίληκα
- ὦμμαι
- ὤμνυν
- ὠμοβοέη
- ὠμοβόειος, α, ον
- ὠμοβόεος, α, ον
- ὠμοβόϊνος, ος, ον
- ὠμοβόρος, ος, ον
- ὠμόβυρσος, ος, ον
- ὠμογέρων, οντος (ὁ, ἡ)
- ὠμοδακής, ής, ές
- ὠμοθετέω-ῶ
- ὠμόθην
- ὠμόθυμος, ος, ον
- ὤμοι
- ὡμοιωθήμεναι
- ὡμοιώθην, ὡμοίωμαι, ὡμοίωσα
- ὠμοκρατής, ής, ές
- ὠμόλινος, ος, ον
- ὡμολόγηκα
- ὠμοπλάτη, ης (ἡ)
- ὤμορξα, ὠμορξάμην
- ὦμος, ου
- ὠμός, ή, όν
- ὤμοσα
- ὠμόσιτος, ος, ον
- ὠμότης, ητος (ἡ)
- ὠμοφαγία, ας (ἡ)
- ὠμοφάγος, ος,
- ὠμοφρόνως
- ὠμόφρων, ονος
- ᾤμωγμαι, ᾤμωζον
- ὠμωμόκειν
- ᾤμωξα
- ὠμῶς
- ὤν, οὖσα, ὄν
- ὦν
- ὧν
- ὠνάμην
- ὦναξ
- ὤνατο
- ὦνδρες
- ὠνείδικα, ὠνείδισα, ὠνει
- ὥνεκα
- ὥνεμος
- ὠνέομαι
- ὤνευον
- ὠνέω-ῶ
- ὠνή, ῆς (ἡ)
- ὠνήμην
- ὡνήρ
- ὤνησα
- ὠνησάμην
- ὠνητής, οῦ (ὁ)
- ὠνητός, ή, όν
- ὤ᾽ νθρωπε
- ὥνθρωπος, ὥνθρωποι
- ὤνιος, ος
- ὤνομα
- ὠνομάδαται
- ὠνομασμένως
- ὠνόμηνα
- ὦνος, ου (ὁ)
- ᾧνος
- ὠνοσάμην
- ᾠνοχόει
- ᾠνώθην, ᾤνωμαι
- ὡξ
- ὦξα
- ὤξυνα, ὠξύνθην
- ᾠοειδής, ής, ές
- ᾠόμην
- ᾠόν, οῦ (τό)
- ὠόπ
- ᾠοτοκέω-ῶ
- ᾠοτοκία, ας (ἡ)
- ᾠοτόκος, ος, ον
- ᾠοῦ
- ᾤου
- ᾠοφόρος, ος, ον
- ᾠοφυλακέω-ῶ
- ὤπαζον, ὤπασα
- ᾧπερ
- ὠπισάμην
- ὥπλισσα
- ὦπται
- ὠπτήθην, ὤπτημαι, ὤπτησα,
- ὤπυιον
- ὤπυον
- ὤπωπα
- ὦρ
- ὤρα, ας (ἡ)
- ὥρα, ας (ἡ)
- ὡραία, ας (ἡ)
- ὡραΐζω
- ὡραῖος, α, ον
- ὡραιότης, ητος (ἡ)
- ὡραϊσμός, οῦ (ὁ)
- ὡρακιάω-ῶ
- ὠρανός
- ὥρασι
- ὤργανα
- ὤργασα, ὤργασμαι
- ὤργισα, ὠργίσθην, ὤργισμα
- ὤρεα
- ὤρεγμαι, ὤρεξα
- ὥρεον
- ὤρεσσι
- ὠρέχθην
- ὡρέων
- ὤρη
- ὥριζον, ὥρικα
- ὡρικός, ή, όν
- ὡρικῶς
- ὤρινα, ὠρίνθην
- ὥριος, α, ον
- ὥριστος
- ὠρίων, ωνος (ὁ)
- ὡρμάθην
- ὡρμεόμην
- ὥρμηνα
- ὥρμισα
- ὥρμων
- ὤρνυον
- ὤρνυτο
- ὡρογράφος, ου (ὁ)
- ὡρολόγιον, ου (τό)
- ὡρόμαντις, εως (ὁ)
- ὠρόμην
- ὧρος, ου (ὁ)
- ὤρουν, ὤρουσα
- ὠρρώδουν
- ὦρσε
- ὦρτο
- ὠρυγή, ῆς (ἡ)
- ὠρυγμός, οῦ (ὁ)
- ὤρυξα
- ὠρυσάμην
- ὤρυσσον, ὠρύχθην
- ὠρύω
- ὡρχαῖοι
- ὠρχεῦντο
- ὥρχων
- ὠρωρύγμην, ὠρωρύχειν
- ὥς1
- ὥς2
- ὡς1
- ὡς2
- ὦσα
- ὡσάν
- ὡσανεί
- ὤσασκε
- ὡσαύτως
- ὦσδε
- ὡσεί
- ὤσθην
- ὠσί
- ὦσι
- ὡσίουν
- ὦσις, εως (ἡ)
- ὠσιώθην
- ὦσμαι
- ὥσπερ
- ὡσπερεί
- ὡσπεροῦν
- ὥστε 1
- ὥστε 2
- ὠστίζομαι
- ὠστράκιζον, ὠστρακισμένο
- ὤσφραντο
- ὠσφρησάμην, ὠσφρόμην
- ὦσχος, ου (ὁ)
- ὠσχοφόρια, ων (τά)
- ὤσω
- ὦτα
- ὠτακουστέω-ῶ
- ὠτακουστής, οῦ (ὁ)
- ὦ τᾶν
- ὠτάριον, ου (τό)
- ᾧτε
- ὠτειλή, ῆς (ἡ)
- ὥτερος
- ᾧτινι
- ὠτίον, ου (τό)
- ὠτίς, ίδος (ἡ)
- ὠτοκάταξις, ιος (ὁ)
- ὠτός
- ὦτος, ου (ὁ)
- ὤτρυνα, ὠτρύνθην, ὤτρυνον
- ὠτώεις, ώεσσα, ῶεν
- ὠτῶν
- ωὑτός
- ὤφειλα
- ὠφειλήθην, ὠφείληκα, ὠφε
- ὤφειλον
- ὠφέλεια, ας (ἡ)
- ὠφελέω-ῶ
- ὠφέλημα, ατος (τό)
- ὠφελήσιμος, ος, ον
- ὠφέλησις, εως (ἡ)
- ὠφελητέος, α, ον
- ὠφελία, ας (ἡ)
- ὠφελίη, ης (ἡ)
- ὠφέλιμος, ος, ον
- ὠφελίμως
- ὤφελλον
- ὤφελον
- ὦφθαι
- ὤφληκα, ὤφλησα, ὦφλον
- ὡφρόντιστος
- ὠφρυωμένος, η, ον
- ὦχ᾽
- ὤχει, ὠχεῖτο
- ᾤχετο
- ὤχευμαι, ὤχευσα
- ᾤχεμαι
- ὤχησα
- ᾤχθην
- ὤχθησαν
- ὤχμασα
- ᾠχόμην
- ὤχουν
- ὤχρα
- ὠχρά
- ὠχράω-ῶ
- ὠχρίασις, εως (ἡ)
- ωχριάω-ῶ
- ὠχρός, ά, όν
- ὦχρος, ου (ὁ)
- ὠχρότης, ητος (ἡ)
- ᾤχωκα
- ὤψ, ὠπός (ἡ)
- ὦψαι
- ᾠῶν
- Ο, ο (ὂ μικρόν) (τό)
- ὁ , ἡ , τό
- ὅ 1, ἥ, τό
- ὅ2, ἥ, τό
- ὅ3
- ὀά
- ὄαρ, ὄαρος (ἡ)
- ὀαρίζω
- ὀαριστής, οῦ (ὁ)
- ὀαριστύς, ύος (ἡ)
- ὄαρος, ου (ὁ)
- ὄασις, εως (ἡ)
- ὀβελίσκος, ου (ὁ)
- ὀβελός1, οῦ (ὁ)
- ὀβολός, οῦ (ὁ)
- ὀβολοστατέω-ῶ
- ὀβολοστάτης, ου (ὁ)
- ὄβρια, ων (τά)
- ὀβρίκαλα, ων (τά)
- ὀβριμοεργός, ός, όν
- ὀβριμοπάτρα, ας
- ὄβριμος, ος, ον
- ὀγδοαῖος, α, ον
- ὀγδοάς, άδος (ἡ)
- ὀγδόατος, η, ον
- ὀγδοήκοντα
- ὀγδοηκοντατάλαντος, ος, ον
- ὀγδοηκοντούτης, ης, ες
- ὀγδοηκοστός, ή, όν
- ὄγδοος, η, ον
- ὀγδώκοντα
- ὅγε, ἥγε, τόγε
- ὀγκάομαι-ῶμαι
- ὀγκηθμός, οῦ (ὁ)
- ὀγκηρός, ά, όν
- ὀγκηρῶς
- ὄγκησις, εως (ἡ)
- ὄγκιον, ου (τό)
- ὄγκος1, ου (ὁ)
- ὄγκος2, ου (ὁ)
- ὀγκόω-ῶ
- ὀγκώδης1, ης, ες
- ὀγκώδης2, ης, ες
- ὀγμεύω
- ὄγμος, ου (ὁ)
- ὄγχνη, ης (ἡ)
- ὁδαῖος, α, ον
- ὀδάξ
- ὀδαξάω-ῶ
- ὀδαξησμός, οῦ (ὁ)
- ὀδάξω
- ὅδε, ἥδε, τόδε
- ὁδεύω
- ὁδηγέω-ῶ
- ὁδηγός, οῦ (ὁ)
- ὁδί, ἡδί, τοδί
- ὅδιος, ος, ον
- ὅδισμα, ατος (τό)
- ὁδίτας
- ὁδίτης, ου
- ὀδμή, ῆς (ἡ)
- ὁδοιπορέω-ῶ
- ὁδοιπορία, ας (ἡ)
- ὁδοιπορικῶς
- ὁδοιπόριον, ου (τό)
- ὁδοιπόρος, ου (ὁ)
- ὀδοντάγρα, ας (ἡ)
- ὀδοντωτός, ή, όν
- ὁδοποιέω-ῶ
- ὁδοποίησις, εως (ἡ)
- ὁδοποιΐα, ας (ἡ)
- ὁδοποιός, οῦ (ὁ)
- ὀδός
- ὁδός, οῦ (ἡ)
- ὀδούς, ὀδόντος (ὁ)
- ὁδοφύλαξ, ακος (ὁ)
- ὁδόω-ῶ
- ὀδυνάω-ῶ
- ὀδύνη, ης (ἡ)
- ὀδυνηρός, ά, όν
- ὀδυνηρῶς
- ὀδυνήφατος, ος, ον
- ὀδύρεαι
- ὄδυρμα, ατος (τό)
- ὀδυρμός, οῦ (ὁ)
- ὀδύρομαι
- ὀδυρτικός, ή, όν
- ὀδυρτός, ή, όν
- ὀδύσαντο
- Ὀδυσεύς
- Ὀδυσήϊος, ος, ον
- ὀδυσσάμενος
- Ὀδυσσεία, ας (ἡ)
- Ὀδύσσειος, ος, ον
- Ὀδυσσεύς, έως (ὁ)
- ὀδύσσομαι
- ὄδωδα, ὀδώδειν
- ὀδωδή, ῆς (ἡ)
- ὀδώδυσται
- ὀδών, όντος (ὁ)
- ὁδωτός, ή, όν
- ὄεσσι
- ὄζος, ου (ὁ)
- ὀζόστομος, ος, ον
- ὄζω
- ὅθεν
- ὁθενδή
- ὅθι
- ὀθνεῖος, α, ον
- ὄθομαι
- ὀθόνη, ης (ἡ)
- ὀθόνινος, η, ον
- ὀθόνιον, ου (τό)
- ὁθούνεκα
- ὄθριξ, ὄτριχος
- οἴ
- οἱ
- οἵ
- οἷ1
- οἷ2
- οἷ’
- οἷα
- οἰακίζω
- οἰακονόμος, ου (ὁ)
- οἰακοστροφέω-ῶ
- οἰακοστρόφος, ος, ον
- οἴαξ, ακος (ὁ)
- οἶβος, ου (ὁ)
- οἴγνυμι
- οἴγω
- οἶδα (οἶσθα, οἶδε, ἴσμεν,
- οἰδαίνω
- οἰδάνω
- οἶδας
- οἰδάω-ῶ
- οἰδέω-ῶ
- οἴδημα, ατος (τό)
- Οἰδιπόδειος, ος, ον
- Οἰδιπόδης, ου (ὁ)
- Οἰδίπος, ου (ὁ)
- Οἰδίπους, ποδος (ὁ)
- οἶδμα, ατος (τό)
- οἴεσσιν
- οἰέτης, ης, ες
- ὀΐζυος, ος, ον
- ὀϊζυρός, ά, όν
- ὀϊζύς, ύος (ἡ)
- ὀϊζύω
- οἴη, ης
- οἰήϊον, ου (τό)
- οἰηκίζω
- οἴημα, ατος (τό)
- οἴηξ, ηκος (ὁ)
- οἴησις, εως (ἡ)
- οἶκα
- οἴκαδε
- οἰκέαται
- οἰκειακός, ή, όν
- οἰκειεῦνται
- οἰκειοπραγία, ας (ἡ)
- οἰκεῖος, α, ον
- οἰκειότης, ητος (ἡ)
- οἰκειόω-ῶ
- οἰκείω
- οἰκείως
- οἰκείωσις, εως (ἡ)
- οἰκειωτικός, ή, όν
- οἴκεον
- οἰκετεία, ας (ἡ)
- οἰκετεύω
- οἰκέτης, ου (ὁ)
- οἰκετικός, ή, όν
- οἰκέτις, ιδος (ἡ)
- οἰκεύς, έως (ὁ)
- οἰκέω-ῶ
- οἰκηϊεύμενος
- οἰκήϊος, η, ον
- οἴκημα, ατος (τό)
- οἴκημαι
- οἰκημάτιον, ου (τό)
- οἰκήσιμος, ος, ον
- οἴκησις, εως (ἡ)
- οἰκητήρ, ῆρος (ὁ)
- οἰκητήριον, ου (τό)
- οἰκητής, οῦ (ὁ)
- οἰκητός, ή, όν
- οἰκήτωρ, ορος (ὁ)
- οἰκία, ας (ἡ)
- οἰκιακός, ή, όν
- οἰκίδιον, ου (τό)
- οἰκίζω
- οἰκίη, ης (ἡ)
- οἰκίον, ου (τό)
- οἴκισα
- οἴκισις, εως (ἡ)
- οἰκίσκος, ου (ὁ)
- οἴκισμαι
- οἰκισμός, οῦ (ὁ)
- οἰκιστήρ, ῆρος (ὁ)
- οἰκιστής, οῦ (ὁ)
- οἰκογενής, ής, ές
- οἰκοδέσποινα, ης (ἡ)
- οἰκοδεσποτέω-ῶ
- οἰκοδεσπότης, ου (ὁ)
- οἰκοδομέαται
- οἰκοδομέω-ῶ
- οἰκοδομή, ῆς (ἡ)
- οἰκοδόμημα, ατος (τό)
- οἰκοδόμησις, εως (ἡ)
- οἰκοδομητέον
- οἰκοδομητική, ῆς (ἡ)
- οἰκοδομία, ας (ἡ)
- οἰκοδομικός, ή, όν
- οἰκοδόμος, ου (ὁ)
- οἴκοθεν
- οἴκοθι
- οἴκοι
- οἶκόνδε
- οἰκονομέω-ῶ
- οἰκονομία, ας (ἡ)
- οἰκονομικός, ή, όν
- οἰκονομικῶς
- οἰκονόμος, ος, ον
- οἰκόπεδον, ου (τό)
- οἰκοποιός, ός, όν
- οἶκος, ου (ὁ)
- οἰκόσιτος, ος, ον
- οἰκότριψ, ιβος
- οἰκότως
- οἰκουμένη, ης (ἡ)
- οἰκουργός, ός, όν
- οἰκουρέω-ῶ
- οἰκούρημα, ατος (τό)
- οἰκουρία, ας (ἡ)
- οἰκουρικός, ή, όν
- οἰκούριος, α, ον
- οἰκουρός, ός, όν
- οἰκοφθορέω-ῶ
- οἰκοφθορία, ας (ἡ)
- οἰκοφθόρος, ος, ον
- οἰκοφυλακέω-ῶ
- οἰκοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- οἰκτείρω
- οἰκτίζω
- οἰκτιρμός, οῦ (ὁ)
- οἰκτίρμων, ων, ον
- οἰκτίρω
- οἴκτισμα, ατος (τό)
- οἰκτισμός, οῦ (ὁ)
- οἴκτιστος, η, ον
- οἶκτος, ου (ὁ)
- οἰκτρός, ά, όν
- οἰκτρῶς
- οἰκώς
- οἰκωφελής, ής, ές
- οἰκωφελία, ας (ἡ)
- Ὀϊλεύς, έως (ὁ)
- Ὀϊλιάδης, ου (ὁ)
- οἶμα, ατος (τό)
- οἶμαι
- οἰμάω-ῶ
- οἴμη, ης (ἡ)
- οἴμοι
- οἶμος, ου (ὁ, ἡ)
- οἰμωγή, ῆς (ἡ)
- οἴμωγμα, ατος (τό)
- οἰμώζω
- οἶν
- οἰναδοθήρας, ου (ὁ)
- οἰνάνθη, ης (ἡ)
- οἰνάριον, ου (τό)
- οἴναρον, ου (τό)
- οἰνάς, άδος
- Οἰνείδης, ου (ὁ)
- οἰνεραστής, οῦ
- Οἰνεύς, έως (ὁ)
- οἴνη, ης (ἡ)
- οἰνηρός, ά, όν
- οἰνίζω
- οἰνοβαρείων
- οἰνοβαρέω-ῶ
- οἰνοβαρής, ής, ές
- οἰνόεις, όεσσα, όεν
- οἰνόληπτος, ος, ον
- Οἰνόμαος, ου (ὁ)
- οἰνόπεδον, ου (τό)
- οἰνόπεδος, ος, ον
- Οἰνοπίδης, ου (ὁ)
- οἰνοπληθής, ής, ές
- οἰνοποιέω-ῶ
- οἰνοποσία, ας (ἡ)
- οἰνοποτήρ, ῆρος (ὁ)
- οἰνοπότης, ου (ὁ)
- οἶνος, ου (ὁ)
- οἰνοῦττα, ης (ἡ)
- οἰνοφαγία, ας (ἡ)
- οἰνοφλυγία, ας (ἡ)
- οἰνόφλυξ, υγος
- οἰνοχοεύω
- οἰνοχοέω-ῶ
- οἰνοχόη, ης (ἡ)
- οἰνοχόημα, ατος (τό)
- οἰνοχόος, όου (ὁ)
- οἰνόχυτος, ος, ον
- οἶνοψ, οπος
- οἰνόω-ῶ
- οἰνώδης, ης, ες
- οἰνών, ῶνος (ὁ)
- οἰνωπός, ός, όν
- οἴνωσις, εως (ἡ)
- Οἰνωτρία, ας (ἡ)
- οἰνώψ, ῶπος
- οἴξω
- οἷο
- οἰοβουκόλος, ος, ον
- οἰοβώτας, ου (ὁ)
- οἰόζωνος, ος, ον
- οἰόθεν
- ὀΐομαι
- οἷον
- οἶον
- οἱονεί
- οἷόντε
- οἰοπόλος1, ος, ον
- οἰοπόλος2, ος, ον
- οἶος, η, ον
- οἷος, α, ον
- οἷον, οἷα
- οἰός,
- οἱόσπερ, οἱάπερ, οἱόνπερ
- οἱόστε, οἱάτε, οἱόντε
- οἰόφρων, ων, ον
- οἰοχίτων, ωνος
- οἰόω-ῶ
- ὄϊς, ὄϊος (ὁ, ἡ)
- οἶς, οἰός (ὁ, ἡ)
- οἷς
- ὀΐσατο
- οἶσε
- οἶσθα
- οἰσθείς, εῖσα, έν
- οἴσομαι
- οἶσον
- οἴσπη, ης (ἡ)
- οἰστέος, α, ον
- ὀΐστευμα, ατος (τό)
- ὀϊστεύω
- ὀϊστοδέγμων, ων, ον
- οἰστός, ή, όν
- ὀϊστός, οῦ (ὁ)
- οἰστράω-ῶ
- οἰστρέω-ῶ
- οἰστρηλατέω-ῶ
- οἰστρήλατος, ος, ον
- οἴστρημα, ατος (τό)
- οἰστροδίνητος, ος, ον
- οἰστροδόνητος, ος, ον
- οἰστρόδονος, ος, ον
- οἰστροπλήξ, ῆγος
- οἶστρος, ου (ὁ)
- οἰστρώδης, ης, ες
- οἰσύα, ας (ἡ)
- οἰσύϊνος, η, ον
- οἴσω
- Οἰταῖος, α, ον
- Οἴτη, ης (ἡ)
- οἶτος, ου (ὁ)
- οἴφω
- Οἰχαλία, ας (ἡ)
- Οἰχαλιεύς, έως
- Οἰχαλίηθεν
- οἴχεαι
- οἴχνεσκον
- οἰχνέω-ῶ
- οἴχομαι
- οἰχόμην
- οἰχώκεε
- ὄκρις, ιος (ἡ)
- οἴω
- οἰωνίζομαι
- οἰωνισμός, οῦ (ὁ)
- οἰωνιστήριον, ου (τό)
- οἰωνιστής, οῦ (ὁ)
- οἰωνιστικός, ή, όν
- οἰωνοθέτης, ου (ὁ)
- οἰωνόθροος, ος, ον
- οἰωνοκτόνος, ος, ον
- οἰωνοπόλος, ου (ὁ)
- οἰωνός, οῦ (ὁ)
- οἵως
- ὀκέλλω
- ὅκη
- ὀκλαδίας, ου
- ὀκλαδιστί
- ὀκλαδόν
- ὀκλάζω
- ὀκλάξ
- ὄκλασις, εως (ἡ)
- ὀκνείω
- ὀκνέω-ῶ
- ὀκνηρός, ά, όν
- ὀκνηρῶς
- ὀκνητέον
- ὄκνος, ου (ὁ)
- ὁκοδαπός
- ὁκόθεν
- ὁκοῖος, ὁκόσος, ὁκότε, ὁ
- ὁκοσῃσιῶν
- ὀκριάομαι-ῶμαι
- ὀκρίβας, αντος (ὁ)
- ὀκριόεις, όεσσα, όεν
- ὀκριόωντο
- ὀκρίς, ίδος
- ὀκρυόεις, όεσσα, όεν
- ὀκτάεδρος, ος, ον
- ὀκταετηρίς, ίδος (ἡ)
- ὀκταέτης, ης, ες
- ὀκταήμερος, ος, ον
- ὀκτάκις
- ὀκτακισχίλιοι, αι, α
- ὀκτάκνημος, ος, ον
- ὀκτακόσιοι, αι, α
- ὀκταμηνιαῖος, α, ον
- ὀκτάμηνος, ος, ον
- ὀκταπλάσιος, α, ον
- ὀκτάπους, ους, ουν
- ὀκτάρρυμος, ος, ον
- ὀκτάχορδος, ον, ον
- ὀκτήρης, ης, ες
- ὀκτώ
- ὀκτώβριος, α, ον
- ὀκτωκαίδεκα
- ὀκτωκαιδεκαέτης, ης, ες
- ὀκτωκαιδεκαπλασίων, ων, ον
- ὀκτωκαιδέκατος, ος, ον
- ὀκτωκαιδεκέτης, ης, ες
- ὀκτωκαιδεκέτις, ιδος
- ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ων,
- ὅκως
- ὀλβίζω
- ὀλβιοδαίμων, ων, ον
- ὀλβιόδωρος, ος, ον
- ὄλβιος, α, ον
- ὀλβιόφρων, ων
- ὀλβίως
- ὄλβος, ου (ὁ)
- ὀλβοφόρος, ος, ον
- ὀλέεσκον
- ὀλέθριος, ος, ον
- ὄλεθρος, ου (ὁ)
- ὀλεῖ
- ὀλέκω
- ὀλέομαι-οῦμαι
- ὄλεσα
- ὀλέσαι
- ὀλέσθαι
- ὄλεσσα
- ὀλετήρ, ῆρος
- ὀλέω-ῶ
- ὀλή, ῆς (ἡ)
- ὄληαι, ὄληται
- ὀλιγάκις
- ὀλιγανδρέω-ῶ
- ὀλιγανδρία, ας (ἡ)
- ὀλιγανθρωπία, ας (ἡ)
- ὀλιγάνθρωπος, ος, ον
- ὀλιγαριστία, ας (ἡ)
- ὀλιγαρκής, ής, ές
- ὀλιγαρχέω-ῶ
- ὀλιγάρχης, ου (ὁ)
- ὀλιγαρχία, ας (ἡ)
- ὀλιγαρχικός, ή, όν
- ὀλιγαρχικῶς
- ὀλιγαχόθεν
- ὀλιγαχοῦ
- ὀλιγηπελέω
- ὀλιγηπελής, ής, ές
- ὀλιγηπελίη, ης (ἡ)
- ὀλίγιστος
- ὀλιγόγονος, ος, ον
- ὀλιγοδρανέω
- ὀλιγοδρανία, ας (ἡ)
- ὀλιγοετία, ας (ἡ)
- ὀλιγοπιστία, ας (ἡ)
- ὀλιγόπιστος, ος, ον
- ὀλιγοποσία, ας (ἡ)
- ὀλιγοποτέω-ῶ
- ὀλιγοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
- ὀλιγοπράγμων, ων, ον
- ὀλίγος, η, ον
- ὀλιγόσαρκος, ος, ον
- ὀλιγοστός, ή, όν
- ὀλιγότης, ητος (ἡ)
- ὀλιγοτροφέω-ῶ
- ὀλιγοφιλία, ας (ἡ)
- ὀλιγόφρων, ων, ον
- ὀλιγοχορδία, ας (ἡ)
- ὀλιγοχρόνιος, ος, ον
- ὀλιγοψυχέω-ῶ
- ὀλιγόψυχος, ος, ον
- ὀλιγωρέω-ῶ
- ὀλιγωρητέον
- ὀλιγωρία, ας (ἡ)
- ὀλίγωρος, ος, ον
- ὀλιγώρως
- ὀλίγως
- ὀλισθάνω
- ὀλίσθημα, ατος (τό)
- ὀλισθηρός, ά, όν
- ὀλισθηρῶς
- ὀλίσθησις, εως (ἡ)
- ὀλισθογνωμονέω-ῶ
- ὄλισθον
- ὄλισθος, ου (ὁ)
- ὁλκάς, άδος (ἡ)
- ὁλκεῖον, ου (τό)
- ὁλκή, ῆς (ἡ)
- ὅλκιμος, ος, ον
- ὅλκιον, ου (τό)
- ὁλκός1, οῦ (ὁ)
- ὁλκός2, ή, όν
- ὄλλυμι
- ὅλμος, ου (ὁ)
- ὁλογραφέω-ῶ
- ὀλόεις, όεσσα, όεν
- ὀλοθρευτής, οῦ (ὁ)
- ὀλοθρεύω
- ὀλοίατο
- ὀλοιός, ή, όν
- ὁλοίτροχος, ος, ον
- ὁλοκαυτέω-ῶ
- ὁλοκαυτόω-ῶ
- ὁλοκαύτωμα, ατος (τό)
- ὁλοκληρία, ας (ἡ)
- ὁλόκληρος, ος, ον
- ὀλολυγή, ῆς (ἡ)
- ὀλολυγμός, οῦ (ὁ)
- ὀλολυγών, ῶνος (ἡ)
- ὀλολύζω
- ὀλόμην
- ὁλοοίτροχος, ος, ον
- ὀλοός, ή, όν
- ὀλοόφρων, ων, ον
- ὁλοπόρφυρος, ος, ον
- Ὄλορος, ου (ὁ)
- ὅλος, ὅλη, ὅλον
- ὁλοσίδηρος, ος, ον
- ὁλοσχερής, ής, ές
- ὁλοσχερῶς
- ὁλόσχοινος, ου (ὁ)
- ὁλοτελής, ής, ές
- ὀλοῦμαι
- ὀλοφυδνός, ή, όν
- ὀλοφυρμός, οῦ (ὁ)
- ὀλοφύρομαι
- ὀλόφυρσις, εως (ἡ)
- ὀλοφώϊος, ος, ον
- ὁλόχρυσος, ος, ον
- ὄλπη, ης (ἡ)
- Ὀλυμπία, ας (ἡ)
- Ὀλύμπια, ων (τά)
- Ὀλυμπίαζε
- Ὀλυμπιακός, ή, όν
- Ὀλυμπιάς, άδος
- Ὀλυμπίασι(ν)
- Ὀλυμπιεῖον, ου (τό)
- Ὀλυμπικός, ή, όν
- Ὀλυμπικῶς
- Ὀλυμπιονίκης, ου (ὁ)
- Ὀλύμπιος, α, ον
- Ὀλυμπόνδε
- Ὄλυμπος, ου (ὁ)
- Ὀλυνθιακός, ή, όν
- Ὀλύνθιος, α, ον
- ὄλυνθος, ου (ὁ)
- Ὄλυνθος, ου (ἡ)
- ὄλυρα, ας (ἡ)
- ὀλῶ
- ὄλωλα, ὀλωλεκα
- ὅλως
- ὁμαδέω-ῶ
- ὅμαδος, ου (ὁ)
- ὅμαιμος, ος, ον
- ὁμαίμων, ων, ον
- ὁμαιχμία, ας (ἡ)
- ὅμαιχμος, ος, ον
- ὁμαλής, ής, ές
- ὁμαλιεῖται
- ὁμαλίζω
- ὁμᾶλιξ
- ὁμαλισμός, οῦ (ὁ)
- ὁμαλός, ή, όν
- ὁμαλότης, ητος (ἡ)
- ὁμαλῶς
- ὁμαρτέω-ῶ
- ὁμαρτῆ
- ὁμαρτήδην
- ὁμαρτήτην
- ὁμαυλία, ας (ἡ)
- ὅμαυλος1, ος, ον
- ὅμαυλος2, ος, ον
- ὄμβριος, ος, ον
- ὀμβροκτύπος, ος, ος
- ὄμβρος, ου (ὁ)
- ὀμβροφόρος, ος, ον
- ὁμείρομαι
- ὀμεῖται
- ὁμευνέτης, ου
- ὁμευνέτις, ιδος
- ὅμευνος, ος, ον
- ὁμηγερής, ής, ές
- ὁμηγυρίζομαι
- ὁμήγυρις, ιος (ἡ)
- ὁμηλικία, ας (ἡ)
- ὁμῆλιξ, ικος
- ὁμηρεία, ας (ἡ)
- Ὁμήρειος, ος, ον
- Ὁμηρείως
- ὁμήρευμα, ατος (τό)
- ὁμηρεύω1
- ὁμηρεύω2
- ὁμηρέω-ῶ
- ὁμήρης, ης, ες
- Ὁμηρίδης, ου (ὁ)
- Ὁμηρικός, ή, όν
- Ὁμηρικῶς
- ὅμηρον, ου (τό)
- ὅμηρος1, ου (ὁ)
- ὅμηρος2, ου
- Ὅμηρος, ου (ὁ)
- ὂ μικρόν (τό)
- ὁμιλαδόν
- ὁμιλέω-ῶ
- ὁμιλητέον
- ὁμιλητής, οῦ (ὁ)
- ὁμιλητικός, ή, όν
- ὁμιλητός, ή, όν
- ὁμιλία, ας (ἡ)
- ὅμιλος, ου (ὁ)
- ὁμίχλη, ης (ἡ)
- ὄμμα, ατος (τό)
- ὀμματοστερής, ής, ές
- ὀμματόω-ῶ
- ὄμνυ
- ὄμνυμι
- ὀμνύω
- ὁμοβουλέω-ῶ
- ὁμοβώμιος, ος, ον
- ὁμογάστριος, ος, ον
- ὁμογενής, ής, ές
- ὁμόγλωσσος, ος, ον
- ὁμόγνιος, ος, ον
- ὁμογνωμονέω-ῶ
- ὁμογνωμόνως
- ὁμογνώμων, ων, ον
- ὁμόγονος, ος, ον
- ὁμόγραμμος, ος, ον
- ὁμοδέμνιος, ος, ον
- ὁμοδημέω-ῶ
- ὁμοδίαιτος, ος, ον
- ὁμοδοξέω-ῶ
- ὁμοδοξία, ας (ἡ)
- ὁμόδοξος, ος, ον
- ὁμόδουλος, ος, ον
- ὁμοδρομέω-ῶ
- ὁμοδρομία, ας (ἡ)
- ὁμόδρομος,ος, ον
- ὁμοεθνής, ής, ές
- ὁμοέστιος, ος, ον
- ὁμόζυγος, ος, ον
- ὁμόθεν
- ὁμοθυμαδόν
- ὁμοθυμέω-ῶ
- ὁμοιάζω
- ὁμοίϊος, ος, ον
- ὁμοιογενής, ής, ές
- ὁμοιοειδής, ής, ές
- ὁμοιομέρεια, ας (ἡ)
- ὁμοιοπαθέω-ῶ
- ὁμοιοπαθής, ής, ές
- ὁμοιοπρεπής, ής, ές
- ὁμοιόπτωτος, ος, ον
- ὅμοιος , α, ον
- ὁμοιοτέλευτος , ος , ον
- ὁμοιότης, ητος (ἡ)
- ὁμοιότροπος, ος, ον
- ὁμοιοτρόπως
- ὁμοιόω-ῶ
- ὁμοιωθήμεναι
- ὁμοίωμα, ατος (τό)
- ὁμοίως
- ὁμοίωσις, εως (ἡ)
- ὁμοκλάω-ῶ
- ὁμοκλέω
- ὁμοκλή, ῆς (ἡ)
- ὁμόκλησα
- ὁμοκλητήρ, ῆρος (ὁ)
- ὁμόκλινος, ος, ον
- ὁμολογέω-ῶ
- ὁμολόγημα, ατος (τό)
- ὁμολογητέον
- ὁμολογία, ας (ἡ)
- ὁμόλογος, ος, ον
- ὁμολογουμένως
- ὁμολόγως
- Ὁμολωΐδες πύλαι (αἱ)
- ὁμομήτριος, α, ον
- ὁμόνεκρος, ος, ον
- ὁμονοέω-ῶ
- ὁμονοητικός, ή, όν
- ὁμονοητικῶς
- ὁμόνοια, ας (ἡ)
- ὁμόνομος, ος, ον
- ὁμόνοος-ους, οος-ους, οον-ο
- ὁμονόως
- ὁμοπαθέω-ῶ
- ὁμοπαθής, ής, ές
- ὁμοπάτριος, ος, ον
- ὁμόπολις, εως
- ὁμόπτερος, ος, ον
- ὁμόπτολις, εως
- ὀμόργνυμι
- ὁμορέω-ῶ
- ὅμορος, ος, ον
- ὁμοροφέω-ῶ
- ὁμορόφιος, ος, ον
- ὁμορροθέω-ῶ
- ὁμός, ή, όν
- ὀμόσαι
- ὁμόσε
- ὀμοσθήσομαι
- ὁμοσιτέω-ῶ
- ὁμόσιτος, ος, ον
- ὁμόσκευος, ος, ον
- ὁμοσκηνία, ας (ἡ)
- ὁμοσκηνόω-ῶ
- ὁμόσπλαγχνος, ος, ον
- ὁμόσπονδος, ος, ον
- ὁμόσπορος, ος, ον
- ὄμοσσα, ὀμόσσαι, ὀμόσσας
- ὁμοστιχάω-ῶ
- ὁμόστολος, ος, ον
- ὀμόσω
- ὁμόταφος, ος, ον
- ὁμότεχνος, ος, ον
- ὁμοτιμία, ας (ἡ)
- ὁμότιμος, ος, ον
- ὁμότοιχος, ος, ον
- ὁμοτράπεζος, ος, ον
- ὁμότροπος, ος, ον
- ὁμότροφος, ος, ον
- ὁμοῦ
- ὀμοῦμαι
- ὀμοῦντες
- ὁμουρέω-ῶ
- ὅμουρος, ος, ον
- ὁμοφρονέω-ῶ
- ὁμοφροσύνη, ης (ἡ)
- ὁμόφρων, ων, ον
- ὁμοφυής, ής, ές
- ὁμοφυλία, ας (ἡ)
- ὁμόφυλος, ος, ον
- ὁμοφωνέω-ῶ
- ὁμοφωνία, ας (ἡ)
- ὁμόφωνος, ος, ον
- ὁμοφώνως
- ὁμοχοῖνιξ, ικος
- ὁμόχορος, ος, ον
- ὁμοχρονέω-ῶ
- ὁμόψηφος, ος, ον
- ὁμόω-ῶ
- ὀμόω-ῶ
- ὀμφακίας, ου
- ὀμφακίτης, ου
- ὀμφαλόεις, όεσσα, όεν
- ὀμφαλός, οῦ (ὁ)
- ὄμφαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- ὀμφή, ῆς (ἡ)
- ὄμωμι
- ὀμώμοκα, ὀμώμομαι, ὀμώμο
- ὁμωνυμία, ας (ἡ)
- ὁμώνυμος, ος, ον
- ὁμωρόφιος, ος, ον
- ὁμώροφος, ος, ον
- ὁμῶς
- ὅμως
- ὁμωχέτας, α
- ὄν, ὄντος
- ὅν1
- ὅν2
- ὄναγρος, ου (ὁ)
- ὀναίμην, ὄναιο
- ὄναρ (τό)
- ὀνάριον, ου (τό)
- ὄνασθαι
- ὄνασις
- ὅνδε
- ὀνεία
- ὄνειαρ, ὀνείατος (τό)
- ὀνείδειος, ος, ον
- ὀνειδίζω
- ὀνειδιοῦμαι
- ὀνείδισμα, ατος (τό)
- ὀνειδισμός, οῦ (ὁ)
- ὀνειδιστήρ, ῆρος
- ὀνειδιστής, οῦ
- ὀνειδιστικός, ή, όν
- ὀνειδιῶ
- ὄνειδος, εος-ους (τό)
- ὄνειος, α, ον
- ὄνειραρ, ὀνείρατος (τό)
- ὀνείρειος, α, ον
- ὀνειροκρίτης, ου (ὁ)
- ὁνειροκριτικός, ός, όν
- ὀνειρόμαντις, εως (ὁ)
- ὄνειρον, ου (τό)
- ὀνειροπολέω-ῶ
- ὀνειροπολικός, ή, όν
- ὀνειροπόλος, ος, ον
- ὄνειρος, ου (ὁ)
- ὀνειρόφαντος, ος, ον
- ὀνειρόφρων, ων, ον
- ὀνειρώσσω
- ὀνεύω
- ὀνέω-ῶ
- ὀνήϊος, ος, ον
- ὀνηλάτης, ου (ὁ)
- ὀνήμενος
- ὄνησα
- ὀνησίδωρος, ος, ον
- ὀνήσιμος, ος, ον
- ὄνησις, εως (ἡ)
- ὀνησιφόρος, ος, ον
- ὀνησιφόρως
- ὄνησο, ὀνήσομαι, ὀνήσω
- Ὀνητορίδης, ου (ὁ)
- Ὀνήτωρ, ορος (ὁ)
- ὄνθος, ου (ὁ)
- ὀνικός, ή, όν
- ὀνίνημι
- ὀνοβάτις, ιδος
- ὀνοκενταύρα, ας (ἡ)
- ὀνόκλεια, ας (ἡ)
- ὄνομα, ατος (τό)
- ὀνομάζω
- ὄνομαι
- ὀνομαίνω
- ὀνομακλήδην
- ὀνομακλήτωρ, ορος (ὁ)
- ὀνομάκλυτος, ος, ον
- ὀνομασία, ας (ἡ)
- ὀνομαστέον
- ὀνομαστί
- ὀνομαστικός, ή, όν
- ὀνομαστός, ή, όν
- ὀνοματολόγος, ου (ὁ)
- ὄνος, ου (ὁ, ἡ)
- ὄνοσαι
- ὀνοσκελής, ής, ές
- ὀνόσαιτο
- ὀνόσομαι
- ὀνοσσάμενος
- ὀνοστός, ή, όν
- ὀνοτάζω
- ὀνοφορβός, οῦ (ὁ)
- ὄντα, ων (τά)
- ὄντως
- ὀνυμαίνω
- ὀνυμέω
- ὄνυξ, υχος (ὁ)
- ὀνύχεσσι
- ὀνύχινος, η, ον
- ὀνώδης, ης, ες
- ὄνωνις, ιδος (ἡ)
- ὀξάλμη, ης (ἡ)
- ὀξέη
- ὀξέως
- ὀξίνης, ου
- ὀξίς, ίδος (ἡ)
- ὄξος, εος-ους (τό)
- ὀξύ
- ὀξύα, ας (ἡ)
- ὀξυβελής, ής, ές
- ὀξυβόης, ου
- ὀξύγαλα, ακτος (τό)
- ὀξύγοος, οος, οον
- ὀξυδερκής, ής, ές
- ὀξυδερκία, ας (ἡ)
- ὀξυδορκέω-ῶ
- ὀξυδορκικός, ή, όν
- ὀξύθηκτος, ος, ον
- ὀξυθυμέω-ῶ
- ὀξύθυμος, ος, ον
- ὀξυκάρδιος, ος, ον
- ὀξυκίνητος, ος, ον
- ὀξυκώκυτος, ος, ον
- ὀξυλαβέω-ῶ
- ὀξυμήνιτος, ος, ον
- ὀξύμολπος, ος, ον
- ὀξύνω
- ὀξυόεις, όεσσα, όεν
- ὀξυόστρακος, ος, ον
- ὀξύπεινος, ος, ον
- ὀξυπετής, ής, ές
- ὀξυπευκής, ής, ές
- ὀξύπρῳρος, ος, ον
- ὀξύρροπος, ος, ον
- ὀξύς, εῖα, ύ
- ὀξύστομος, ος, ον
- ὀξύτατος, η, ον
- ὀξύτερος, α, ον
- ὀξυτέρως
- ὀξύτης, ητος (ἡ)
- ὀξύτονος, ος, ον
- ὀξύφρων, ων, ον
- ὀξύφωνος, ος, ον
- ὀξύχειρ, χειρος
- ὀξύχολος, ος, ον
- ὀξυχόλως
- ὀξυωπής, ής, ές
- ὅου
- ὄπα1
- ὅπα2
- ὀπαδέω-ῶ
- ὀπάζω
- ὀπαῖος, α, ον
- ὄπασσα
- ὄπατρος, ος, ον
- ὀπάων, ονος (ὁ, ἡ)
- ὄπεας, ατος (τό)
- ὅπερ
- ὀπέων
- ὀπή, ῆς (ἡ)
- ὅπη
- ὀπηδέω
- ὀπηδός, οῦ (ὁ, ἡ)
- ὁπηλίκος, η, ον
- ὁπηνίκα
- ὁπηοῦν, ὅπηπερ
- ὀπίζεο
- ὀπίζω1
- ὀπίζω2
- ὄπιθε
- ὀπιπεύω
- ὄπις1, ὄπιδος
- ὄπις2
- ὄπισθεν
- ὀπίσθιος, ος, ον
- ὀπισθόγραφος, ος, ον
- ὀπισθόδετος, ος, ον
- ὀπισθόδομος, ου (ὁ)
- ὀπισθονόμος, ος, ον
- ὀπισθόπους, ους, ουν
- ὀπισθοφυλακέω-ῶ
- ὀπισθοφυλακία, ας (ἡ)
- ὀπισθοφύλαξ, ακος (ὁ)
- ὀπίσσω
- ὀπίστατος, η, ον
- ὀπίσω
- ὁπλάριον, ου (τό)
- ὁπλέω-ῶ
- ὁπλή, ῆς (ἡ)
- ὁπλίζω
- ὅπλισθεν
- ὅπλισις, εως (ἡ)
- ὅπλισμα, ατος (τό)
- ὁπλισμός, οῦ (ὁ)
- ὁπλισόμεσθα
- ὁπλιταγωγός, ός, όν
- ὁπλιτεύω
- ὁπλίτης, ου
- ὁπλιτικός, ή, όν
- ὁπλοθήκη, ης (ἡ)
- ὅπλομαι
- ὁπλομαχέω-ῶ
- ὁπλομαχία, ας (ἡ)
- ὁπλομάχος, ος, ον
- ὅπλον, ου (τό)
- ὁπλοποιΐα, ας (ἡ)
- ὁπλοποιός, οῦ (ὁ)
- ὁπλότατος, η, ον
- ὁπλότερος, α, ον
- ὁπλοφορέω-ῶ
- ὁπλοφόρος, ος, ον
- ὁποδαπός, ή, όν
- Ὀπόεις, Ὀπόεντος (ὁ, ἡ)
- ὁπόθεν
- ὁπόθι
- ὅποι
- ὁποῖος, α, ον
- ὁποιοσδή, αδή, ονδή
- ὁποῖόσπερ, άπερ, όνπερ
- ὁποιοστισοῦν, τισοῦν, τιο
- ὅποιπερ
- ὁποίποτε
- ὁποίως
- ὀπός1, οῦ (ὁ)
- ὀπός2
- ὁποσάκις
- ὁποσάπους, ους, ουν
- ὁπόσε
- ὁπόσος, η, ον
- ὁποσοσοῦν, ηοῦν, ονοῦν
- ὁπόσοσπερ, ηπερ, ονπερ
- ὁποσοστισοῦν, ητισοῦν, ον
- ὁπόσσος, η, ον
- ὁπόστος, η, ον
- ὁποστοσοῦν, ηοῦν, ονοῦν
- ὁπόταν
- ὁπότε
- ὁπότερος,
- ὁποτεροσοῦν, αοῦν, ονοῦν
- ὁποτέρωθε(ν),
- ὁποτέρως
- ὁποτέρωσε
- ὅπου
- Ὀπούντιος, ου
- ὅπουπερ
- Ὀποῦς, Ὁποῦντος (ὁ, ἡ)
- ὅππη
- ὁππόθεν
- ὀπτάζομαι
- ὀπταλέος, α, ον
- ὀπτανεῖον, ου (τό)
- ὀπτάνιον, ου (τό)
- ὀπτάνομαι
- ὀπτασία, ας (ἡ)
- ὀπτάω-ῶ
- ὀπτήρ, ῆρος (ὁ)
- ὄπτησις, εως (ἡ)
- Ὀπτιλέτις, ιδος (ἡ)
- ὀπτίλος, ω (ὁ)
- ὀπτίων, ονος (ὁ)
- ὀπτός1, ή, όν
- ὀπτός2, ή, όν
- ὀπυιέμεν
- ὀπυίω
- ὀπύω
- ὄπωπα
- ὀπώπει
- ὀπωπή, ῆς (ἡ)
- ὀπώρα, ας (ἡ)
- ὀπώρη, ης (ἡ)
- ὀπωριεῦντες
- ὀπωρίζω
- ὀπωρώνης, ου (ὁ)
- ὅπως
- ὁπωσοῦν
- ὄπωσπερ
- ὁπωστιοῦν
- ὅρα
- ὁράᾳς
- ὁράασθαι
- ὅραμα, ατος (τό)
- ὅρασις, εως (ἡ)
- ὁρατής, οῦ (ὁ)
- ὁρατικός, ή, όν
- ὁρατός, ή, όν
- ὁρατῶς
- ὁράω-ῶ
- ὀργά
- ὀργάζω
- ὀργαίνω
- ὀργανικός, ή, όν
- ὄργανον, ου (τό)
- ὀργάς, άδος (ἡ)
- ὀργάω-ῶ
- ὀργή, ῆς (ἡ)
- ὀργιάζω
- ὀργιασμός, οῦ (ὁ)
- ὀργιαστής, οῦ (ὁ)
- ὀργίζω
- ὀργίλος, η, ον
- ὀργιλότης, ητος (ἡ)
- ὀργίλως
- ὄργιον, ου (τό)
- ὀργιοῦμαι
- ὀργιστέον
- ὄργυια, ας (ἡ)
- ὀρεᾶνες, ων (οἱ)
- ὄρεγμα, ατος (τό)
- ὀρέγνυμι
- ὀρέγω
- ὀρειάνες, ων (οἱ)
- ὀρειβασία, ας (ἡ)
- ὀρειβατέω-ῶ
- ὀρειβάτης, ου (ὁ)
- ὀρειδρόμος, ος, ον
- ὀρειλεχής, ής, ές
- ὀρεινόμος, ος, ον
- ὀρεινός, ή, όν
- ὄρειος, α, ον
- ὀρείτης, ου (ὁ)
- ὀρειτρεφής, ής, ές
- ὀρείτροφος, ος, ον
- ὀρειφοίτης, ου
- ὀρείχαλκος, ου (ὁ)
- ὀρεκτικός, ή, όν
- ὀρεκτός, ή, όν
- ὀρεμπόται, ῶν (οἱ)
- ὄρεξις, εως (ἡ)
- ὀρέομαι
- ὀρέοντο
- ὀρεοπολέω-ῶ
- Ὀρέσβιος, ου (ὁ)
- ὀρεσίτροφος, ος, ον
- ὀρέσκοος, οος, οον
- ὀρεσκῷος, ος, ον
- ὀρεσσιβάτης, ου
- ὀρεσσίνομος, ος, ον
- Ὀρέστεια, ας (ἡ)
- Ὀρέστειον, ου (τό)
- Ὀρέστειος, α, ον
- Ὀρέστης, ου (ὁ)
- ὀρεστιάς, άδος
- ὄρεσφι(ν)
- ὀρεύς, έως (ὁ)
- ὀρεχθέω-ῶ
- ὁρέω
- ὄρηαι
- ὄρημι
- ὁρητός, ή, όν
- ὄρθαι
- ὄρθια
- ὀρθιάδε
- ὀρθιάζω
- ὄρθιος, α, ον
- ὀρθόβουλος, ος, ον
- ὀρθοδαής, ής, ές
- ὀρθοδίκαιος, ος, ον
- ὀρθοδίκας, ου
- ὀρθόθριξ, τριχος
- ὀρθόκραιρος, α, ον
- ὀρθόκρανος, ος, ον
- ὀρθολογέω-ῶ
- ὀρθομαντεία, ας (ἡ)
- ὀρθονόμος, ος, ον
- ὀρθοπαγής, ής, ές
- ὀρθοπάλη, ης (ἡ)
- ὀρθοποδέω-ῶ
- ὀρθόπους, ους, ουν
- ὀρθός, ή, όν
- ὀρθοστάδην
- ὀρθότης, ητος (ἡ)
- ὀρθοτομέω-ῶ
- ὀρθόω-ῶ
- ὀρθρεύω
- ὀρθρίζω
- ὀρθρινός, ή, όν
- ὄρθριος, α, ον
- ὄρθρος, ου (ὁ)
- ὀρθῶς
- ὄρθωσις, εως (ἡ)
- ὁρίζω
- ὁρίζων, οντος (ὁ)
- ὀρικός, ή, όν
- ὀρίνω
- ὅριον , ου (τὸ)
- ὅριος , ος, ον
- ὅρισμα, ατος (τό)
- ὁρισμός, οῦ (ὁ)
- ὁριστής, οῦ (ὁ)
- ὁριστικός, ή, όν
- ὁριστός, ή, όν
- ὀρίτροφος, ος, ον
- ὁριῶ
- ὁρκάνη, ης (ἡ)
- ὁρκίζω
- ὁρκιοτομέω-ῶ
- ὅρκιος, α, ον
- ὁρκισμός, οῦ (ὁ)
- ὅρκος, ου (ὁ)
- ὁρκόω-ῶ
- ὄρκυνος, ου (ὁ)
- ὅρκωμα, ατος (τό)
- ὁρκωμοσία, ας (ἡ)
- ὁρκωμόσιον, ου (τό)
- ὁρκωμοτέω-ῶ
- ὁρκώμοτος, ος, ον
- ὁρκωτής, οῦ (ὁ)
- ὁρμαθός, οῦ (ὁ)
- ὁρμαθῶ
- ὁρμαίνω
- ὁρμάω-ῶ
- ὁρμέαται
- Ὀρμενίδης, ου (ὁ)
- Ὄρμενος, ου (ὁ)
- ὄρμενος
- ὁρμέομαι
- ὁρμέω-ῶ
- ὁρμή, ῆς (ἡ)
- ὅρμημα1, ατος (τό)
- ὅρμημα2, ατος (τό)
- ὁρμητήριον, ου (τό)
- ὁρμητικός, ή, όν
- ὁρμιά, ᾶς (ἡ)
- ὁρμίζω
- ὁρμίσσομεν
- ὅρμος, ου (ὁ)
- ὄρνεον, ου (τό)
- ὀρνεώδης, ης, ες
- ὀρνίθειος, α, ον
- ὀρνιθεύω
- ὀρνιθικός, ή, όν
- ὀρνίθιον, ου (τό)
- ὀρνιθογνώμων, ων, ον
- ὀρνιθοθήρας, ου (ὁ)
- ὀρνιθολόχος, ου (ὁ)
- ὀρνιθοσκόπος, ος, ον
- ὀρνιθοτροφία, ας (ἡ)
- ὄρνις, ιθος (ὁ, ἡ)
- ὀρνίφιον, ου (τό)
- ὄρνυθι
- ὄρνυμι
- ὀρνύφιον, ου (τό)
- ὀρνύω
- ὄροβος, ου (ὁ)
- ὀρόδαμνος, ου (ὁ)
- ὁροθεσία, ας (ἡ)
- ὀροθύνω
- ὄρομαι
- Ὀρόντας, ου (ὁ)
- ὄρος, εος-ους (τό)
- ὀρός, οῦ (ὁ)
- ὅρος, ου (ὁ)
- Ὀροσάγγαι, ῶν (οἱ)
- ὀροτύπος, ος, ον
- ὀρούω
- ὀροφή, ῆς (ἡ)
- ὄροφος, ου (ὁ)
- ὀροφόω-ῶ
- ὁρόω-ῶ
- ὄρπαξ, ακος (ὁ)
- ὅρπηξ, ηκος (ὁ)
- ὄρρος, ου (ὁ)
- ὀρρωδέω-ῶ
- ὀρρωδία, ας (ἡ)
- ὄρσασκε
- ὄρσεο, ὄρσευ
- ὀρσιγύναικα
- ὄρσο
- ὀρσοθύρη, ης (ἡ)
- ὀρσολοπεύω
- ὀρσολοπέω-ῶ
- ὄρσομεν
- ὄρσω
- ὁρτάζω
- ὀρτάλιχος, ου (ὁ)
- ὁρτή, ῆς (ἡ)
- Ὀρτυγία, ας (ἡ)
- ὀρτυγοκοπέω-ῶ
- ὀρτυγοκόπος, ου (ὁ)
- ὀρτυγοτροφέω-ῶ
- ὄρτυξ, υγος (ὁ)
- ὄρυγμα, ατος (τό)
- ὄρυζα, ης (ἡ)
- ὀρυκτός, ή, όν
- ὀρυμαγδός, οῦ (ὁ)
- ὄρυξ, υγος (ὁ)
- ὄρυς, υος (ὁ)
- ὀρύσσω
- ὀρυχή, ῆς (ἡ)
- ὀρφανεύω
- ὀρφανία, ας (ἡ)
- ὀρφανίζω
- ὀρφανικός, ή, όν
- ὀρφανιστής, οῦ (ὁ)
- ὀρφανός, ή, όν
- Ὄρφειος, α, ον
- ὀρφεοτελεστής, οῦ (ὁ)
- Ὀρφεύς, έως (ὁ)
- ὀρφεωτελεστής, οῦ (ὁ)
- Ὀρφικός, ή, όν
- ὄρφνα
- ὀρφναῖος, α, ον
- ὄρφνη, ης (ἡ)
- ὄρφνινος, η, ον
- ὄρφνιος, ος, ον
- ὄρχαμος, ου (ὁ)
- ὄρχατος, ου (ὁ)
- ὀρχέω-ῶ
- ὀρχηδόν
- ὀρχηθμός, οῦ (ὁ)
- ὄρχημα, ατος (τό)
- ὄρχησις, εως (ἡ)
- ὀρχησμός, οῦ (ὁ)
- ὀρχηστήρ, ῆρος (ὁ)
- ὀρχηστής, οῦ (ὁ)
- ὀρχηστικός, ή, όν
- ὀρχηστικῶς
- ὀρχηστοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
- ὀρχηστομανέω-ῶ
- ὀρχήστρα, ας (ἡ)
- ὀρχηστρίς, ίδος (ἡ)
- ὀρχηστύς, ύος (ἡ)
- ὀρχίλος, ου (ὁ)
- ὀρχίπεδον, ου (τό)
- ὄρχις, ιος (ὁ)
- Ὀρχομενός, οῦ (ὁ)
- ὄρχος, ου (ὁ)
- ὁρώμην
- ὄρωρα
- ὀρώρεγμαι
- ὀρώρει
- ὀρώρειν
- ὀρώρεται
- ὀρωρέχαται
- ὀρώρῃ
- ὀρώρηται
- ὄρωρον
- ὀρώρυγμαι
- ὅς1, ἥ, ὅ
- ὅς2, ἥ, ὅν
- ὁσάκις
- ὅσγε, ἥγε, ὅγε
- ὄσδω
- ὁσημέραι
- ὁσία, ας (ἡ)
- ὅσιος, α, ον
- ὁσιότης, ητος (ἡ)
- ὁσιόω-ῶ
- Ὄσιρις, ιδος (ὁ)
- ὁσίως
- ὁσιωτήρ, ῆρος
- ὀσμάομαι-ῶμαι
- ὀσμή, ῆς (ἡ)
- ὀσμύλη, ης (ἡ)
- ὅσον
- ὁσονῶν
- ὅσος , η, ον
- ὁσοσδή , ὁσηδή , ὁσονδή
- ὁσοσδήποτε
- ὅσοσπερ, ὅσηπερ, ὅσονπερ
- ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ
- ὄσπριον, ου (τό)
- ὄσσα, ης (ἡ)
- ὅσσα
- ὁσσάκι
- ὁσσάτιος, α, ον
- ὄσσε, ων (τώ)
- ὄσσετο
- ὀσσεύομαι
- ὄσσομαι
- ὄσσοντο
- ὅσσος, η, ον
- ὀστᾶ, ῶν (τά)
- ὅστε, ἥτε, ὅτε
- ὀστέϊνος, η, ον
- ὀστέον, ου (τό)
- ὀστεόφιν
- ὀστεώδης, ης, ες
- ὅστις, ἥτις, ὅτι
- ὁστισδή, ὁστισδήποτε, ὁσ
- ὀστά, ῶν (τά)
- οὔκων
- ὀστρακίζω
- ὀστρακίνδα
- ὀστράκινος, η, ον
- ὀστράκιον, ου (τό)
- ὀστρακισμός, οῦ (ὁ)
- ὄστρακον, ου (τό)
- ὀστρακόνωτος, ος, ον
- ὀστρακοφορία, ας (ἡ)
- ὄστρειον, ου (τό)
- ὄστρεον, ου (τό)
- ὀσφραίνω
- ὀσφράομαι-ῶμαι
- ὄσφρησις, εως (ἡ)
- ὀσφρήσομαι
- ὀσφρόμενος
- ὀσφυαλγής, ής, ές
- ὀσφύς, ύος (ἡ)
- ὄσχος, ου (ὁ)
- ὀσχοφόρια, ων (τά)
- ὅταν
- Ὀτάνης, ου (ὁ)
- ὅτανπερ
- ὅτε1
- ὅτε2
- ὁτέ
- ὅτευ
- ὁτέοισι
- ὅ τι
- ὅτι
- ὁτιή
- ὅτινα
- ὀτλεύω
- ὀτλέω-ῶ
- ὄτλος, ου (ὁ)
- ὀτοβέω-ῶ
- ὄτοβος, ου (ὁ)
- ὀτοτοῖ, ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοτ
- ὀτοτύζω
- ὅτου
- ὀτραλέος, α, ον
- ὀτραλέως
- ὀτρηρός, ά, όν
- ὀτρηρῶς
- ὄτριχος
- ὀτρυνέμεν
- ὀτρύνῃσι
- ὀτρύνομεν
- Ὀτρυντείδης, ου (ὁ)
- Ὀτρυντεύς, έως (ὁ)
- ὀτρυντύς, ύος (ἡ)
- ὀτρύνω
- ὄττα, ης (ἡ)
- ὅττεο, ὅττευ
- ὀττεύομαι
- ὅττι
- ὅτῳ, ὅτων
- οὗ, οἷ, ἕ
- οὗ
- οὐ, οὐκ
- οὐαί
- οὖας, οὔατος (τό)
- οὑγώ
- οὐδαμά
- οὐδαμῇ
- οὐδαμόθεν
- οὐδαμόθι
- οὐδαμοῖ
- οὐδαμός, ή, όν
- οὐδαμόσε
- οὐδαμοῦ
- οὐδαμῶς
- οὖδας, οὔδεος (τό)
- οὖδάσδε
- οὐδέ
- οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν
- οὐδέκοτε
- οὐδέν
- οὐδένεια, ας (ἡ)
- οὐδένες
- οὐδενία, ας (ἡ)
- οὐδενόσωρος, ος, ον
- οὔδεος
- οὐδέπῃ
- οὐδέποθι
- οὐδέποτε,
- οὐδέπω
- οὐδεπώποτε
- οὐδέτερος, α, ον
- οὐδετέρωθεν
- οὐδετέρωσε
- οὐδήεις, ήεσσα, ῆεν
- οὐδοπωστιοῦν
- οὐδός1, οῦ (ὁ)
- οὐδός 2 , οῦ (ἡ)
- οὐδοστισοῦν, -οστισοῦν, -οτιοῦν
- Οὑδυσσεύς
- Οὐηϊεντανοί, ῶν (οἱ)
- Οὐήϊοι, ων (οἱ)
- οὐθ’
- οὐθαμῶς
- οὖθαρ, ατος (τό)
- οὐκ
- οὑκ
- οὑκείνου
- οὐκέτι
- οὔκῃ
- οὐκί
- οὔκουν
- οὐκοῦν
- οὑκφύσας
- οὔκω
- οὐλαί, ῶν (αἱ)
- οὐλαμός, οῦ (ὁ)
- οὖλε
- οὐλή, ῆς (ἡ)
- οὔλιος, α, ον
- οὐλόθριξ, -ότριχος
- οὐλοκάρηνος1, ος, ον
- οὐλοκάρηνος2, ος, ον
- οὐλοκόμης, ου
- οὐλομελής, ής, ές
- οὐλόμενος, η, ον
- οὖλον, ου (τό)
- οὖλος1, η, ον
- οὖλος2, η, ον
- οὖλος3, η, ον
- οὐλόφρων, ονος
- οὐλοχύται, ῶν (αἱ)
- Οὔλυμπος
- οὐ μέν, οὐ μὲν οῦν
- οὑμός
- οὑμπολητός
- οὖν
- οὑν
- οὕνεκα
- οὔνομα, οὐνομάζω, οὐνομα
- οὐνομανέω
- οὐνομαστός, ή, όν
- οὑξ
- οὔπερ
- οὗπερ
- οὔπῃ
- οὑπί
- οὔποθι
- οὔποτε
- οὔπω
- οὐπώποτε
- οὔπως
- οὐρά, ᾶς (ἡ)
- οὐραγός, οῦ (ὁ)
- οὐραίη, ης (ἡ)
- οὐραῖος, α, ον
- οὐράνιος, α, ον
- οὐρανίσκος, ου (ὁ)
- Οὐρανίωνες, ων (οἱ)
- οὐρανογνώμων, ονος
- οὐρανόθεν
- οὐρανόθι
- οὐρανομήκης, ης, ες
- οὐρανόνικος, ος, ον
- οὐρανοπετής, ής, ές
- οὐρανός, οῦ (ὁ)
- οὐρανοῦχος, ος, ον
- οὐραχός, οῦ (ὁ)
- οὑργάτης
- οὐρειβάτας
- οὔρειος, ος, ον
- οὐρεσιβώτας, ου
- οὐρεύς, ῆος (ὁ)
- οὐρέω-ῶ
- οὐρίαχος, ου (ὁ)
- οὐρίζω1
- οὐρίζω2
- οὐρίθρεπτος, ος, ον
- οὔριος, α, ον
- οὐριοστάτας, ου
- οὔρισμα, ατος (τό)
- οὐριῶ
- οὖρον1, ου (τό)
- οὖρον2, ου (τό)
- οὖρος1, ου (ὁ)
- οὖρος2, ου (ὁ)
- οὖρος3, ου (ὁ)
- οὖρος4, ου (ὁ)
- οὖρος5, εος (τό)
- οὐρός, οῦ (ὁ)
- οὖς, ὠτός (τό)
- οὖσα, ης
- οὐσία, ας (ἡ)
- οὐσιώδης, ης, ες
- οὖτα
- οὔταε
- οὐτάζω
- οὔτασα, οὐτάσθην
- οὔτασκε
- οὐτασμένος
- οὔτασται
- οὐτάμεν, οὐτάμεναι
- οὐτάμενος
- οὐτάω-ῶ
- οὔτε
- οὗτε
- οὕτερος
- οὐτήσασκε
- οὔτι
- οὐτιδανός, ή, όν
- οὔτινος
- οὗτινος
- οὔτι που
- οὔτι πω
- οὔτις, οὔτις, οὔτι
- Οὖτις (ὁ)
- οὔτοι
- οὗτος, αὕτη, τοῦτο
- οὕτω
- οὕτως
- οὑτωσί
- οὕφις
- οὑφόρει
- οὐχ
- οὑχθρός
- οὐχί
- οὑχῖνος
- ὄφ’
- ὀφειλέτης, ου (ὁ)
- ὀφειλή, ῆς (ὁ)
- ὀφείλημα, ατος (τό)
- ὀφείλω
- ὀφέλλειε
- ὀφέλλω1
- ὀφέλλω2
- ὄφελος (τό)
- ὀφθαλμία, ας (ἡ)
- ὀφθαλμιάω-ῶ
- ὀφθαλμίζομαι
- ὀφθαλμοδουλεία, ας (ἡ)
- ὀφθαλμός, οῦ (ὁ)
- ὀφθαλμόσοφος, ου (ὁ, ἡ)
- ὀφθαλμότεγκτος, ος, ον
- ὀφθαλμώρυχος, ος, ον
- ὀφθέω
- ὀφθῆναι
- ὀφίδιον, ου (τό)
- ὀφιοβόρος, ος, ον
- ὀφιογενής, ής, ές
- ὀφιόπους, ποδος
- ὄφις, ὄφεως (ὁ)
- ὀφλεῖν
- ὄφλημα, ατος (τό)
- ὀφλήσω
- ὀφλισκάνω
- ὄφρα
- ὀφρύα
- ὀφρύη, ης (ἡ)
- ὀφρυόεις, όεσσα, όεν
- ὀφρύς, ύος (ἡ)
- ὄχα
- ὀχάνη, ης (ἡ)
- ὄχανον, ου (τό)
- ὀχέεσκον
- ὀχεία, ας (ἡ)
- ὀχεῖον, ου (τό)
- ὄχεσφι(ν)
- ὀχετεύω
- ὀχετηγός, ός, όν
- ὀχετός, οῦ (ὁ)
- ὀχεύς, έως (ὁ)
- ὀχεύω
- ὀχέω-ῶ
- ὄχημα, ατος (τό)
- ὄχησις, εως (ἡ)
- ὀχθέω-ῶ
- ὄχθη, ης (ἡ)
- ὄχθος, ου (ὁ)
- ὀχλαγωγία, ας (ἡ)
- ὀχλαγωγός, οῦ (ὁ)
- ὀχλεῦνται
- ὀχλέω-ῶ
- ὀχληρός, ά, όν
- ὄχλησις, εως (ἡ)
- ὀχλίζω
- ὀχλικός, ή, όν
- ὀχλικῶς
- ὀχλίσσειαν
- ὀχλοκοπέω-ῶ
- ὀχλοκόπος, ος, ον
- ὀχλοκρατία, ας (ἡ)
- ὀχλομανέω-ῶ
- ὀχλοποιέω-ῶ
- ὄχλος, ου (ὁ)
- ὀχλοχαρής, ής, ές
- ὀχλώδης, ης, ες
- ὀχμάζω
- ὄχος1, ου (ὁ)
- ὄχος2, εος (τό)
- ὀχυρός, ά, όν
- ὀχυρόω-ῶ
- ὀχύρωμα, ατος (τό)
- ὀχυρωτέος, α, ον
- ὄψ1, ὀπός (ἡ)
- ὄψ2, ὀπός (ἡ)
- ὄψαιντο
- ὄψανον, ου (τό)
- ὀψάομαι-ῶμαι
- ὀψάριον, ου (τό)
- ὀψέ
- ὄψεαι
- ὄψει1
- ὄψει2
- ὀψείω
- ὄψεσθαι
- ὀψιαίτατα
- ὀψιγαμίου γραφή
- ὀψίγαμος, ου
- ὀψίγονος, ος, ον
- ὀψίζω
- ὀψίκοιτος, ος, ον
- ὀψιμαθέω-ῶ
- ὀψιμαθής, ής, ές
- ὀψιμαθία, ας (ἡ)
- ὄψιμος, ος, ον
- ὄψιος1, α, ον
- ὄψιος2
- ὄψις, εως (ἡ)
- ὀψιτέλεστος, ος, ον
- ὀψίτερον
- ὀψίτερος
- ὀψοίατο
- ὄψομαι
- ὄψον, ου (τό)
- ὀψοποιέω-ῶ
- ὀψοποιΐα, ας (ἡ)
- ὀψοποιϊκός, ή, όν
- ὀψοποιός, οῦ (ὁ)
- ὀψόπωλις, ιδος (ἡ)
- ὀψοφαγία, ας (ἡ)
- ὀψοφαγίστατος
- ὀψοφάγος, ος, ον
- ὀψωνέω-ῶ
- ὀψώνης, ου (ὁ)
- ὀψωνία, ας (ἡ)
- ὀψώνιον, ου (τό)
- Φ , φ (φῖ) (τό)
- φαάνθεν
- φαάντατος, η, ον
- φαβίον, ου (τό)
- φαγέδαινα, ης (ἡ)
- φαγεδαινικός, ή, όν
- φαγεῖν
- φαγέω-ῶ
- φάγῃσι
- φάγιλος, ου (ὁ)
- φάγομαι
- φάγος, ου
- φαγός
- φάε
- Φαέθουσα, ης (ἡ)
- φαέθων, οντος
- φαεινός, ή,
- φαείνω
- φαεσίμβροτος, ος, ον
- φάεσσι
- φάθι
- Φαίακες, ων (οἱ)
- φαιδιμόεις, όεσσα, όεν
- φαίδιμος, ος, ον
- Φαίδρα, ας (ἡ)
- φαιδρόνους, ους, ουν
- φαιδρός, ά, όν
- φαιδρότης, ητος (ἡ)
- φαιδρόομαι-οῦμαι
- φαιδρύντρια, ας (ἡ)
- φαιδρύνω
- φαιδρῶς
- Φαίδων, ωνος (ὁ)
- Φαίηκες, ων (οἱ)
- φαικάσιον, ου (τό)
- φαιλόνης, ου (ὁ)
- φαινέμεν
- φαινέσκετο
- φαινόλης, ου (ὁ)
- φαινομένῃφιν
- φαίνω
- φαιός, ά, όν
- φαιοχίτων, ωνος
- φακέα, ας (ἡ)
- φάκελος, ου (ὁ)
- φακῆ, ῆς (ἡ)
- φακοειδής, ής, ές
- φακός, οῦ (ὁ)
- φαλαγγηδόν
- φαλάγγιον, ου (τό)
- φαλαγγομαχέω-ῶ
- φάλαγξ, αγγος
- φάλαινα, ης (ἡ)
- φαλακρός, ή, όν
- φαλακρότης, ητος (ἡ)
- φαλάκρωσις, εως (ἡ)
- φαλαντίας, ου (ὁ)
- φάλαρα, ων (τά)
- φαλαρίς, ίδος (ἡ)
- Φάλαρις, ιδος (ὁ)
- φάλαρος, α, ον
- φαληριάω-ῶ
- φαληρίς, ίδος (ἡ)
- Φάληροι, ων (οἱ)
- Φαληροῖ
- Φάληρον, ου (τό)
- Φαληρόνδε
- φαληρός, ή, όν
- Φαλῖνος, ου (ὁ)
- φάλος, ου (ὁ)
- φάμα
- φάμεν
- φάμενος
- φαμί
- φάν
- φάνεν
- φανερόμισος, ος, ον
- φανερός, ά, όν
- φανερόω-ῶ
- φανερῶς
- φανέρωσις, εως (ἡ)
- φάνεσκε
- Φάνης, ητος (ὁ)
- φανθείς, εῖσα, έν
- φανός1, ή, όν
- φανός2, οῦ (ὁ)
- φαντάζω
- φαντασία, ας (ἡ)
- φαντασιαστικός, ή, όν
- φαντασιοπλήκτως
- φαντασιόω-ῶ
- φάντασμα, ατος (τό)
- φαντασμάτιον, ου (τό)
- φανταστικός, ή, όν
- φανταστικῶς
- φανταστός, ή, όν
- φανῶ, εῖς, εῖ
- φανῶ, ῇς, ῇ
- φανῶς
- φάο
- φάος, φάεος-φάους (τό)
- φαραγγώδης, ης, ες
- φάραγξ, αγγος (ἡ)
- Φαραώ (ὁ)
- φαρέτρα, ας (ἡ)
- φαρετρεών, ῶνος (ὁ)
- φαρέτρη, ης (ἡ)
- Φαρισαῖος, ου (ὁ)
- φαρμακάω-ῶ
- φαρμακεία, ας (ἡ)
- φαρμάκεια, ας (ἡ)
- φαρμακεύς, έως (ὁ)
- φαρμακευτικός, ή, όν
- φαρμακεύω
- φαρμάκιον, ου (τό)
- φαρμακίς, ίδος
- φάρμακον, ου (τό)
- φαρμακοποσία, ας (ἡ)
- φαρμακοπώλης, ου (ὁ)
- φάρμακος, ου (ὁ)
- φαρμακός2, οῦ (ὁ)
- φαρμακοτρίβης, ου (ὁ)
- φαρμακόω-ῶ
- φαρμακώδης, ης, ες
- φάρμαξις, εως (ἡ)
- φαρμάσσω
- Φαρνάβαζος, ου (ὁ)
- φάρξαι
- φᾶρος, εος-ους (τό)
- Φάρος, ου (ἡ)
- Φαρσάλιος, α, ον
- Φάρσαλος1, ου (ἡ)
- Φάρσαλος2, ος, ον
- φάρσος, εος-ους (τό)
- φάρυγξ, υγγος (ὁ, ἡ)
- φάς, φᾶσα, φάν
- φάσγανον, ου (τό)
- φάσθαι
- φασί
- Φασιανικός, ή, όν
- Φασιανός, ή, όν
- φασίν
- φάσις1, εως (ἡ)
- φάσις2, εως (ἡ)
- Φᾶσις, ιδος (ὁ)
- φάσκω
- φάσμα, ατος (τό)
- φάσσα, ης (ἡ)
- φασσοφόνος, ος, ον
- φασσοφόντης, ου (ὁ)
- φατέον
- φατίζω
- φάτις (ἡ)
- φάτνη, ης (ἡ)
- φατνόω-ῶ
- φάτνωμα, ατος (τό)
- φατνωματικός
- φάτο
- φατός, ή, όν
- φάττα
- φαττάγης, ου (ὁ)
- φάττιον, ου (τό)
- φαυλίζω
- φαύλιος, α, ον
- φαῦλος, η, ον
- φαυλότης, ητος (ἡ)
- φαύλως
- φάψ, φαβός (ἡ)
- φάω
- φέβομαι
- Φεβρουάριος, ου (ὁ)
- φέγγος, εος-ους (τό)
- Φειδίας, ου (ὁ)
- φειδίτιον, ου (τό)
- φείδομαι
- φειδομένως
- φειδώ, όος -οῦς (ἡ)
- φειδωλή, ῆς (ἡ)
- φειδωλία, ας (ἡ)
- φειδωλός, ή, όν
- φείδων, ωνος (ὁ)
- φείσομαι
- φειστέον
- φελλεύς, έως (ὁ)
- φέλλινος, η, ον
- Φελλόποδες, ων (οἱ)
- φελλός, οῦ (ὁ)
- Φελλώ (ἡ)
- φενάκη, ης (ἡ)
- φενακίζω
- φενακισμός, οῦ (ὁ)
- φέναξ, ακος
- Φεραί, ῶν (αἱ)
- Φεραῖος, α, ον
- φέρασπις, ιδος
- Φεραύλας, α (ὁ)
- φέρβω
- φέρε
- φερέγγυος, ος, ον
- φερέδειπνος, ος, ον
- φερέκαρπος, ος, ον
- φερέμεν
- Φερένικος, ου (ὁ)
- φερέοικος, ος, ον
- φέρεσκον
- φέρετρον, ου (τό)
- Φερεφάττια, ων (τά)
- Φέρης, ητος (ὁ)
- Φερητιάδης, ου (ὁ)
- φέριστος, η, ον
- φερνή, ῆς (ἡ)
- φερνίον, ου (τό)
- Φερρέφαττα, ης (ἡ)
- φέρτατος, η, ον
- φέρτερος, α, ον
- φερτός, ή, όν
- φέρτρον, ου (τό)
- φέρω
- φερώνυμος, ος, ον
- φεῦ
- φευγέμεν
- φεύγεσκον
- φεύγω
- φεύζω
- φευκτέον
- φευκτός, ή, όν
- φεύξιμος, ος, ον
- φεῦξις, εως (ἡ)
- φέψαλος, ου (ὁ)
- φεψαλόω-ῶ
- φεψάλυξ, υγος (ὁ)
- φῇ
- φήγινος, η, ον
- φηγός, οῦ (ἡ)
- φήῃ
- φηλητής, οῦ
- Φῆλιξ, ικος (ὁ)
- φηλόω-ῶ
- φήμη, ης (ἡ)
- φημί
- φημίζω
- φῆμις, ιος (ἡ)
- φήνη, ης (ἡ)
- φήρ, φηρός (ὁ)
- Φηρητιάδης, ου (ὁ)
- φῄς
- φῇσθα
- φησί
- Φῆστος, ου (ὁ)
- φθαίρω
- φθάμενος, η, ον
- φθάν
- φθάνω
- φθαρείς, εῖσα, έν
- φθαρτικός, ή, όν
- φθαρτός, ή, όν
- φθάς, ᾶσα, άν
- φθάσω
- φθέγγομαι
- φθεγκτός, ή, όν
- φθέγμα, ατος (τό)
- φθείμην, εῖο, εῖτο
- φθείρ, φθειρός (ὁ)
- φθειρίασις, εως (ἡ)
- φθειριάω-ῶ
- φθειροποιός, ός, όν
- φθειροτραγέω-ῶ
- φθείρω
- Φθειρῶν ὄρος (τό)
- φθερσιγενής, ής, ές
- φθέωμεν
- φθήσομαι
- Φθία, ας (ἡ)
- φθιάς, άδος
- Φθίη, ης (ἡ)
- Φθίηνδε
- Φθιήτης, ου (ὁ)
- Φθιῆτις, ιδος
- Φθίηφι
- φθίμενος
- φθινάς, άδος
- φθίνασμα, ατος (τό)
- φθινόπωρον, ου (τό)
- φθινοπωρινός, ή, όν
- φθινύθεσκε
- φθινύθω
- φθίνω
- Φθῖος, ου
- φθισήνωρ, ορος
- φθίσθαι
- φθισιάω-ῶ
- φθισικός, ή, όν
- φθίσιμβροτος, ος, ον
- φθίσις, εως (ἡ)
- φθῖτο
- φθιτός, ή, όν
- φθίω
- Φθιώτης, ου
- Φθιῶτις, ιδος
- φθογγή, ῆς (ἡ)
- φθόγγος, ου (ὁ)
- φθόη, ης (ἡ)
- φθόϊς, ϊος (ὁ)
- φθονερός, ά, όν
- φθονέω-ῶ
- φθόνησις, εως (ἡ)
- φθονητικός, ή, όν
- φθονητικῶς
- φθόνος, ου (ὁ)
- φθορά, ᾶς (ἡ)
- φθορεύς, έως (ὁ)
- φθορή, ῆς (ἡ)
- φθορία, ας (ἡ)
- φθόριος, ος, ον
- φθοροποιός, ός, όν
- φθόρος, ου
- φῖ (τό)
- φιάλη, ης (ἡ)
- φιάλλω
- φιδίτιον, ου (τό)
- φιλάγαθος, ος, ον
- Φιλαδέλφεια, ας (ἡ)
- φιλαδελφία, ας (ἡ)
- φιλάδελφος, ος, ον
- φιλαθήναιος, ος, ον
- φιλαθλητής, οῦ (ὁ)
- φίλαθλος, ος, ον
- φῖλαι
- φιλαίματος, ος, ον
- φιλαίτατος, η, ον
- φιλαίτιος, ος, ον
- φιλαλέξανδρος, ος, ον
- φιλαλήθης, ης, ες
- φιλαλήθως
- φιλάλληλος, ος, ον
- φιλαναγνώστης, ου
- φίλανδρος, ος, ον
- φιλανθρώπευμα, ατος (τό)
- φιλανθρωπία, ας (ἡ)
- φιλάνθρωπος, ος, ον
- φιλανθρώπως
- φιλάνωρ
- φιλαπεχθημόνως
- φιλαπεχθημοσύνη, ης (ἡ)
- φιλαπεχθήμων, ων, ον
- φιλαπλοϊκός, ή, όν
- φιλαπόδημος, ος, ον
- φιλαργυρία, ας (ἡ)
- φιλάργυρος, ος, ον
- φιλάρχαιος, ος, ον
- φιλαρχέω-ῶ
- φιλαρχία, ας (ἡ)
- φίλαρχος, ος, ον
- φίλατο
- φίλαυλος, ος, ον
- φιλαυτία, ας (ἡ)
- φίλαυτος, ος, ον
- φιλέεσκον
- φιλέῃσι
- φιλελεύθερος, ος, ον
- φιλέλλην, ηνος
- φιλεπιτιμητής, οῦ
- φιλεραστής, οῦ
- φιλεργέω-ῶ
- φιλεργία, ας (ἡ)
- φιλεργός, ός, όν
- φιλεργῶς
- φιλεταιρία, ας (ἡ)
- φιλέταιρος, ος, ον
- φιλεῦντας
- φιλευριπίδης, ου (ὁ)
- φιλέω-ῶ
- φίλη, ης (ἡ)
- φιληδέω-ῶ
- φιληδής, ής, ές
- φιληδία, ας (ἡ)
- φιληδονέω-ῶ
- φιληδονία, ας (ἡ)
- φιλήδονος, ος, ον
- φιληκοΐα, ας (ἡ)
- φιλήκοος, οος, οον
- φιληλιαστής, ου
- φίλημα, ατος (τό)
- φιλήμεναι
- φιλήμων, ων, ον
- φιλήνεμος, ος, ον
- φιλήνιος, ος, ον
- φιλήνωρ, ορος
- φιλήρετμος, ος, ον
- φιλησέμεν
- φίλησις, εως (ἡ)
- φιλητέον
- Φίλητος, ου (ὁ)
- φιλητός, ή, όν
- φιλήτωρ, ορος (ὁ, ἡ)
- φιλία, ας1 (ἡ)
- φιλία2
- φιλιατρέω-ῶ
- φιλίη, ης (ἡ)
- φιλικός, ή, όν
- φιλικῶς
- Φιλῖνος, ου (ὁ)
- φίλιος, α, ον
- φιλιόομαι-οῦμαι
- Φιλίππειος, ος, ον
- Φιλιππήσιος, ου (ὁ)
- φιλιππιδόομαι-οῦμαι
- φιλιππίζω
- Φιλιππικός, ή, όν
- Φίλιπποι, ων (οἱ)
- φίλιππος, ος, ον
- φίλιστος, η, ον
- φιλίτιον, ου (τό)
- φιλίων, ων, ον
- φιλίως
- φιλοβάρβαρος, ος, ον
- φιλοβασιλεύς, έως (ὁ)
- φιλοβοιωτός, οῦ (ὁ)
- φιλόβοτρυς, υς, υ
- φιλογαθής, ής, ες
- φιλόγαμος, ος, ον
- φιλογέλοιος, ος, ον
- φιλόγελως, ωτος
- φιλογεωργία, ας (ἡ)
- φιλογέωργος, ος, ον
- φιλογηθής, ής, ές
- φιλόγλυκυς, υς, υ
- φιλογραμματέω-ῶ
- φιλογράμματος, ος, ον
- φιλογραφέω-ῶ
- φιλογυμναστέω-ῶ
- φιλογυνία, ας (ἡ)
- φιλόδειπνος, ος, ον
- φιλοδέσποτος, ος, ον
- φιλόδημος, ος, ον
- φιλοδίκαιος, ος, ον
- φιλοδικέω-ῶ
- φιλόδικος, ος, ον
- φιλοδοξέω-ῶ
- φιλοδοξία, ας (ἡ)
- φιλόδοξος, ος, ον
- φιλοδωρία, ας (ἡ)
- φιλόδωρος, ος, ον
- φιλόζωος, ος, ον
- φιλόζῳος, ος, ον
- φιλοθεάμων, ων, ος
- φιλόθεος, ος, ον
- φιλόθερμος, ος, ον
- φιλοθέωρος, ος, ον
- φιλόθηλυς, υς, υ
- φιλοθηρέω-ῶ
- φιλοθηρία, ας (ἡ)
- φιλόθηρος, ος, ον
- φιλοθύτης, ου
- φιλόθυτος, ος, ον
- φιλοικοδόμος, ος, ον
- φιλοικτίρμων, ων, ον
- φιλοίκτιστος, ος, ον
- φιλοινία, ας (ἡ)
- φίλοινος, ος, ον
- φιλόκαινος, ος, ον
- φιλοκαλέω-ῶ
- φιλόκαλος, ος, ον
- φιλοκερδέω-ῶ
- φιλοκερδής, ής, ές
- φιλοκέρτομος, ος, ον
- φιλοκιθαριστής, οῦ
- φιλοκίνδυνος, ος, ον
- φιλοκινδύνως
- φιλοκόλαξ, ακος
- φιλόκοσμος, ος, ον
- φιλοκτέανος, ος, ον
- Φιλοκτήτης, ου (ὁ)
- φιλόκυβος, ος, ον
- φιλοκύνηγος, ος, ον
- φιλολάκων, ωνος
- φιλόλαος, ος, ον
- φιλόλιθος, ος, ον
- φιλολογέω-ῶ
- φιλολογία, ας (ἡ)
- φιλόλογος, ος, ον
- φιλολοίδορος, ος, ον
- φιλόλουτρος, ος, ον
- φιλόλυπος, ος, ον
- φιλομαθέω-ῶ
- φιλομαθής, ής, ές
- φιλόμαντις, εως
- φιλομαχέω-ῶ
- φιλόμαχος, ος, ον
- φιλομειδής, ής, ές
- φιλομεμφής, ής, ές
- Φιλομήλα, ας (ἡ)
- φιλομήτωρ, ορος
- φιλομμειδής, ής, ές
- φιλομουσία, ας (ἡ)
- φιλόμουσος, ος, ον
- φιλόμυρος, ος, ον
- φιλονεικέω-ῶ
- φιλονεικητέον
- φιλονεικία, ας (ἡ)
- φιλόνεικος, ος, ον
- φιλονείκως
- φιλόνικος, ος, ον
- φιλόξεινος
- φιλοξενία, ας (ἡ)
- φιλόξενος, ος, ον
- φιλοξένως
- φιλοπαίγμων, ων, ον
- φιλοπαίσμων, ων, ον
- φιλοπαίστης, ου
- φιλοπατρία, ας (ἡ)
- φιλόπατρις, ις, ι
- φιλοπάτωρ, ορος
- φιλοπενθής, ής, ές
- φιλοπευθής, ής, ές
- φιλοπευστία, ας (ἡ)
- φιλοπλουτέω-ῶ
- φιλοπλουτία, ας (ἡ)
- φιλόπλουτος, ος, ον
- Φιλοποίμην, μενος (ὁ)
- φιλοποιός, ός, όν
- φιλοπόλεμος, ος, ον
- φιλοπολέμως
- φιλόπολις, ις, ι
- φιλοπολίτης, ου
- φιλοπονέω-ῶ
- φιλοπόνηρος, ος, ον
- φιλοπονία, ας (ἡ)
- φιλόπονος, ος, ον
- φιλοπόνως
- φιλοποσία, ας (ἡ)
- φιλοπότης, ου
- φιλοπότις, ιδος
- φιλοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
- φιλοπράγμων, ων, ον
- φιλοπροσηγορία, ας (ἡ)
- φιλοπροσήγορος, ος, ον
- φιλοπρωτεύω
- φιλόπρωτος, ος, ον
- φιλοπτόλεμος, ος, ον
- φίλορνις, ιθος
- φιλόρρυθμος, ος, ον
- φίλος, η, ον
- φιλόσιτος, ος, ον
- φιλοσκώμμων, ων, ον
- φιλοσοφέω-ῶ
- φιλοσόφημα, ατος (τό)
- φιλοσοφητέον
- φιλοσοφία, ας (ἡ)
- φιλόσοφος, ος, ον
- φιλοσόφως
- φιλοστεφανέω-ῶ
- φιλοστέφανος, ος, ον
- φιλοστοργέω-ῶ
- φιλοστοργία, ας (ἡ)
- φιλόστοργος, ος, ον
- φιλοστόργως
- φιλοστρατιώτης, ου
- φιλόσυκος, ος, ον
- φιλοσυνήθης, ης, ες
- φιλοσύντομος, ος, ον
- φιλοσώματος, ος, ον
- φιλοτεκνία, ας (ἡ)
- φιλότεκνος, ος, ον
- φιλοτεχνέω-ῶ
- φιλοτέχνημα, ατος (τό)
- φιλότεχνος, ος, ον
- φιλοτέχνως
- φιλότης, ητος (ἡ)
- φιλοτήσιος, α, ον
- φιλοτιμέομαι-οῦμαι
- φιλοτίμημα, ατος (τό)
- φιλοτιμητέον
- φιλοτιμία, ας (ἡ)
- φιλότιμος, ος, ον
- φιλοτίμως
- φιλοτροφέω-ῶ
- φιλοτύραννος, ος, ον
- φιλόφθονος, ος, ον
- φιλόφιλος, ος, ον
- φιλοφρονέω-ῶ
- φιλοφρόνησις, εως (ἡ)
- φιλοφρόνως
- φιλοφροσύνη, ης (ἡ)
- φιλόφρων, ων, ον
- φιλόφωνος, ος, ον
- φιλόχορος, ος, ον
- φιλοχρηματέω-ῶ
- φιλοχρηματία, ας (ἡ)
- φιλοχρήματος, ος, ον
- φιλοχρημάτως
- φιλόχρηστος, ος, ον
- φιλόχρυσος, ος, ον
- φιλοχωρέω-ῶ
- φιλοχωρία, ας (ἡ)
- φιλοψευδής, ής, ές
- φιλοψευδία, ας (ἡ)
- φιλοψία, ας (ἡ)
- φιλόψογος, ος, ον
- φίλοψος, ος, ον
- φιλοψυχέω-ῶ
- φιλοψυχητέον
- φιλοψυχία, ας (ἡ)
- φιλόψυχος, ος, ον
- φιλόψυχρος, ος, ον
- φίλτατος, η, ον
- φίλτρον, ου (τό)
- φιλύρα, ας (ἡ)
- φιλύριον, ου (τό)
- φιλῳδός, ός, όν
- φίλως
- φιμός, οῦ (ὁ)
- φιμόω-ῶ
- Φινείδης, ου (ὁ)
- Φινεΐς, ΐδος
- Φινεύς, έως (ὁ)
- φιτρός, οῦ (ὁ)
- φῖτυ (τό)
- φίτυμα, ατος (τό)
- φιτύω
- φλαγέλλιον, ου (τό)
- φλαγελλόω-ῶ
- φλάζω
- φλάμεν, μινος (ὁ)
- φλαυρίζω
- φλαῦρος, α, ον
- φλαυρότης, ητος (ἡ)
- φλαυρουργός, ός, όν
- φλαύρως
- φλάω-ῶ
- φλεβοτόμος, ος, ον
- φλεγεθοίατο
- φλεγέθω
- φλέγμα, ατος (τό)
- φλεγμαίνω
- φλεγματώδης, ης, ες
- φλεγμονή, ῆς (ἡ)
- φλέγω
- Φλέγων, οντος (ὁ)
- φλέδων, ονος
- φλεδών, όνος (ἡ)
- Φλειάσιος, α, ον
- Φλειοῦς, οῦντος (ὁ)
- φλέψ, φλεβός (ἡ, ὁ)
- φλέω
- φλέως, ω (ὁ)
- φληναφάω-ῶ
- φλήναφος, ου (ὁ)
- φλιά, ᾶς (ἡ)
- Φλιάσιος, α, ον
- φλίβω
- φλιδάω-ῶ
- Φλιοῦς, οῦντος (ὁ)
- φλόγεος, α, ον
- φλογερός, ά, όν
- φλογίζω
- φλόγινος, η, ον
- φλογιστός, ή, όν
- φλογμός, οῦ (ὁ)
- φλογοειδής, ής, ές
- φλογώδης, ης, ες
- φλογωπός, ός, όν
- φλόγωσις, εως (ἡ)
- φλογώψ, ῶπος
- φλόϊνος, η, ον
- φλοιός, οῦ (ὁ)
- φλοῖσβος, ου (ὁ)
- φλοίω
- φλοιώδης, ης, ες
- φλόξ, φλογός (ἡ)
- φλόος, ου (ὁ)
- φλυαρέω-ῶ
- φλυαρία, ας (ἡ)
- φλύαρος, ος, ον
- φλυαρώδης, ης, ές
- φλυηρέω
- φλύκταινα (ἡ)
- φλύω
- φόβεαι
- φοϐέεσκον
- φοβερός, ά, όν
- φοβερότης, ητος (ἡ)
- φοβερῶς
- φοβεῦ
- φοβέω-ῶ
- φόβη, ης (ἡ)
- φόβηθεν
- φόβημα, ατος (τό)
- φοβητέος, α, ον
- φοβητός, ή, όν
- φόβητρον, ου (τό)
- φόβονδε
- φόβος, ου (ὁ)
- φοιβάς, άδος (ἡ)
- φοιβαστικός, ή, όν
- Φοίβειος, α, ον
- Φοίβη, ης (ἡ)
- Φοιβήϊος, α, ον
- φοιβόλαμπτος, ος, ον
- φοιβόληπτος, ος, ον
- φοιβονομέομαι-οῦμαι
- φοῖβος, η, ον
- φοινήεις, ήεσσα, ῆεν
- φοινίκειος, ος, ον
- φοινίκεος, έα, εον
- Φοινίκη, ης
- φοινικήϊος1, η, ον
- Φοινικήϊος 2, η, ον
- φοινικικός 1, ή, όν
- Φοινικικός2, ή, όν
- φοινίκινος1, η, ον
- φοινίκινος2, η, ον
- φοινίκιος1, α, ον
- Φοινίκιος2, α, ον
- φοινικίς, ίδος (ἡ)
- φοινικιστής, οῦ (ὁ)
- φοινικοβάλανος, ου (ἡ)
- φοινικόεις, όεσσα, όεν
- φοινικοπάρῃος, ος, ον
- φοινικοῦς, ῆ, οῦν
- φοινικών, ῶνος (ὁ)
- φοῖνιξ1, ικος (ὁ, ἡ)
- φοῖνιξ2, ικος
- Φοῖνιξ3, ικος
- φοίνιος, α, ον
- φοίνισσα, ης
- φοινίσσω
- φοινός, ή, όν
- φοιταλέος, α, ον
- φοιτάς, άδος
- φοιτάω-ῶ
- φοίτησις, εως (ἡ)
- φοιτητής, οῦ (ὁ)
- φοῖτος, ου (ὁ)
- φολιδωτός, ή, όν
- φολίς, ίδος (ἡ)
- φολκός, οῦ
- φονάω-ῶ
- φονεύς, έως
- φονεύω
- φονή, ῆς (ἡ)
- φονικός, ή, όν
- φόνιος, α, ον
- φονολιβής, ής, ές
- φονόρρυτος, ος, ον
- φόνος, ου (ὁ)
- φοξός, ή, όν
- φορά, ᾶς (ἡ)
- φοράδην
- φορβαδικός, ή, όν
- φορβάς, άδος
- φορβειά, ᾶς (ἡ)
- φορβή, ῆς (ἡ)
- φορέεσκον
- φορεῖον, ου (τό)
- φορεύς, έως (ὁ)
- φορέω-ῶ
- φορηδόν
- φόρημα, ατος (τό)
- φορήμεναι
- φορητός, ή, όν
- φορίνη, ης (ἡ)
- Φορκίδες, ων (αἱ)
- Φόρκυνος, ου (ὁ)
- Φόρκυς, υος (ὁ)
- φορμηδόν
- φόρμιγξ, ιγγος (ἡ)
- φορμίζω
- φορμικτής, οῦ (ὁ)
- φορμίς, ίδος (ἡ)
- Φορμίων, ωνος (ὁ)
- φορμός, οῦ (ὁ)
- φορολογέω-ῶ
- φορολόγος, ος, ον
- φόρος, ου
- φορός, ός,
- φορτηγέω-ῶ
- φορτηγικός, ή, όν
- φορτηγός, ός, όν
- φορτίζω
- φορτικός, ή, όν
- φορτικότης, ητος (ἡ)
- φορτικῶς
- φορτίον, ου (τό)
- φορτίς, ίδος (ἡ)
- φόρτος, ου (ὁ)
- φορτοφορέω-ῶ
- φορύνω
- φορύσσω
- φορυτός, οῦ (ὁ)
- φόως (τό)
- φόωσδε
- φραγέλλιον, ου (τό)
- φραγελλόω-ῶ
- φραγῆναι
- φράγμα, ατος (τό)
- φραγμός, οῦ (ὁ)
- φράγνυμι
- φραδής, ής, ές
- φραδμοσύνη, ης (ἡ)
- φράδμων, ων, ον
- φράζεο
- φράζω
- φράξαι
- φράσις, εως (ἡ)
- φράσσω
- φραστήρ, ῆρος (ὁ)
- φραστικός, ή, όν
- φράτηρ, ερος (ὁ)
- φράτρα, ας (ἡ)
- φρατρία, ας (ἡ)
- φρατρίαρχος, ου (ὁ)
- φράττω
- φράτωρ, ορος (ὁ)
- φρέαρ, ατος (τό)
- φρεατιαῖος, α, ον
- φρεῖαρ, ατος (τό)
- φρεναπατάω-ῶ
- φρεναπάτης, ου (ὁ)
- φρενήρης, ης, ες
- φρενιτιάω-ῶ
- φρενιτίζω
- φρενῖτις, ιδος (ἡ)
- φρενοβλαβής, ής, ές
- φρενοδαλής, ής, ές
- φρενόθεν
- φρενομανής, ής, ές
- φρενομόρως
- φρενοπληγής, ής, ές
- φρενόπληκτος, ος, ον
- φρενόω-ῶ
- φρεωρυχέω-ῶ
- φρεωρύχος, ος, ον
- φρήν, φρενός
- φρήτρη, ης (ἡ)
- φρίκη, ης (ἡ)
- φρικτός, ή, όν
- φρικώδης, ης, ες
- φριμάσσομαι
- φρίξ, φρικός (ἡ)
- φριξαύχην, χενος
- φρίσσω
- φροιμιάζομαι
- φροίμιον, ου (τό)
- φρονέω-ῶ
- φρόνημα, ατος (τό)
- φρόνησις, εως (ἡ)
- φρονητέον
- φρόνιμος, ος, ον
- φρονίμως
- φρόνις, εως (ἡ)
- φρονούντως
- φροντίζω
- φροντίς, ίδος (ἡ)
- φρόντισμα, ατος
- φροντιστέον
- φροντιστήριον, ου (τό)
- φροντιστής, οῦ (ὁ)
- φροντιστικός, ή, όν
- φροντιστικῶς
- φροῦδος, η, ον
- φρουρά, ᾶς (ἡ)
- φρουραρχία, ας (ἡ)
- φρούραρχος, ου (ὁ)
- φρουρέω-ῶ
- φρούρημα, ατος (τό)
- φρούριον, ου (τό)
- φρουρίς, ίδος (ἡ)
- φρουρός, οῦ (ὁ)
- φρύαγμα, ατος (τό)
- φρυαγματίας, ου
- φρυάσσω
- φρυγανισμός, οῦ (ὁ)
- φρύγανον, ου (τό)
- Φρυγία, ας (ἡ)
- Φρύγιος, α, ον
- φρύγω
- φρυκτός, ή, ον
- φρυκτωρέω-ῶ
- φρυκτωρία, ας (ἡ)
- φρυκτώριον, ου (τό)
- φρυκτωρός, οῦ (ὁ)
- φρύνη, ης (ἡ)
- φρῦνος, ου (ο, ἡ)
- Φρύξ, Φρυγός
- φῦ
- φύγαδε
- φυγαδευτήριον, ου (τό)
- φυγαδεύω
- φυγαδικός, ή, όν
- φυγαδοθήρας, ου
- φυγαίχμης, ου
- φυγάς, άδος
- φυγγάνω
- φύγδα
- φυγέειν
- Φύγελος, ου (ὁ)
- φυγή, ῆς (ἡ)
- φύγῃσι
- φυγομαχέω-ῶ
- φυγοπτόλεμος, ος, ον
- φύζα, ης (ἡ)
- φυζακινός, ή, όν
- φυή, ῆς (ἡ)
- φύη
- φύκης, ου (ὁ)
- φυκιόεις, όεσσα, όεν
- φυκίον, ου (τό)
- φυκίς, ίδος (ἡ)
- φῦκος, εος-ους (τό)
- φυκόω-ῶ
- φυκτός, ή, όν
- φυλάζω
- φυλακή, ῆς
- Φυλάκη, ης (ἡ)
- φυλακίζω
- φυλακικός, ή,
- Φυλάκιος, ου (ὁ)
- φύλακος, ου (ὁ)
- φυλακτέος, α, ον
- φυλακτήρ, ῆρος (ὁ)
- φυλακτήριος, α, ον
- φυλάκτης, ου (ὁ)
- φυλακτικός, ή, όν
- φύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- φυλάξομεν
- φυλαρχέω-ῶ
- φύλαρχος, ου (ὁ)
- φυλάσσω
- φυλέτης, ου (ὁ)
- φυλετικός, ή, όν
- Φυλεύς, έως (ὁ)
- φυλή, ῆς (ἡ)
- φυλίη, ης (ἡ)
- φυλλάριον, ου (τό)
- φυλλάς, άδος (ἡ)
- φυλλεῖον, ου (τό)
- φύλλινος, η, ον
- φυλλίτης, ου
- φυλλοβολέω-ῶ
- φύλλον, ου (τό)
- φυλλορροέω-ῶ
- φυλλοχοέω-ῶ
- φυλλοχόος, ος, ον
- φυλοκρινέω-ῶ
- φῦλον, ου (τό)
- φύλοπις, ιδος (ἡ)
- φῦμα, ατος (τό)
- φῦναι
- φύξηλις, ιδος
- φυξίμηλα, ων (τά)
- φύξιμος, ος, ον
- φύξιος, ος, ον
- φύξις, εως (ἡ)
- φύραμα, ατος (τό)
- φυράω-ῶ
- φύρδην
- φυρμός, οῦ (ὁ)
- φύρω
- φύς, φῦσα
- φῦσα, ης (ἡ)
- φυσαλίς, ίδος (ἡ)
- φύσαλος, ου (ὁ)
- φυσάω-ῶ
- φυσέω
- φύση, ης (ἡ)
- φύσημα, ατος (τό)
- φυσητήρ, ῆρος
- φυσίαμα, ατος (τό)
- φυσιάω-ῶ
- φυσίζοος, ος, ον
- φυσικός, ή, όν
- φυσικῶς
- φυσιολογέω-ῶ
- φισιολογία, ας (ἡ)
- φισιολόγος, ου (ὁ)
- φυσιόω1-ῶ
- φυσιόω2-ῶ
- φυσιόων
- φυσιόωντες
- φύσις, εως (ἡ)
- φυσίωσις1, εως (ἡ)
- φυσίωσις2, εως (ἡ)
- φύσκη, ης (ἡ)
- φύσκων, ωνος
- φυστή, ῆς (ἡ)
- φύστις, εως (ἡ)
- φυταλιή, ῆς (ἡ)
- φυτάλμιος, ος, ον
- φυτάς, αδός (ἡ)
- φυτεία, ας (ἡ)
- φύτευμα, ατος (τό)
- φυτευτήριον, ου (τό)
- φυτεύω
- φυτηκομία, ας (ἡ)
- φυτηκόμος, ου (ὁ)
- φυτόν, οῦ (τό)
- φυτός, ή, όν
- φυτοσπόρος, ου (ὁ)
- φυτουργέω-ῶ
- φυτουργός, ός, όν
- φύω
- φῶ, ῇ, ῇς, ῶμεν
- φώγω
- φωΐς, φωΐδος (ἡ)
- Φωκαεύς, έως (ὁ)
- Φώκαια, ας (ἡ)
- Φωκαιεύς, έως
- Φωκαιῆθεν
- Φωκαΐς, ΐδος
- Φωκαΐτης, ου
- Φωκεύς, έως (ὁ)
- φώκη, ης (ἡ)
- Φωκικός, ή, όν
- Φωκίς, ίδος
- Φωκίων, ωνος (ὁ)
- φῶκται, ῶν (αἱ)
- φωλάς, άδος
- φωλεία, ας (ἡ)
- φωλεός, οῦ (ὁ)
- φώλευσις, εως (ἡ)
- φωλεύω
- φωλεώδης, ης, ες
- φωλία, ας (ἡ)
- φωνάεις, άεσσα, ᾶεν
- φωνᾶντα
- φωνασκέω-ῶ
- φωνασκία, ας (ἡ)
- φωνασκικός, ή, όν
- φωνασκός, οῦ (ὁ)
- φωνέω-ῶ
- φωνή, ῆς (ἡ)
- φωνήεις, ήεσσα, ῆεν
- φώνημα, ατος (τό)
- φωνητικός, ή, όν
- φώρ, φωρός (ὁ)
- φωράω-ῶ
- φωριαμός, οῦ (ὁ, ἡ)
- φώριος, ος, ον
- φῷς, φῳδός (ἡ)
- φῶς, φωτός (τό)
- φώς, φωτός (ὁ, ἡ)
- φῴς, φῳδός (ἡ)
- φωστήρ, ῆρος (ὁ)
- φωσσώνιον, ου (τό)
- φωσφόρεια, ων (τά)
- φωσφόρος, ος, ον
- φωσώνιον
- φωταγωγός, ός, όν
- φωτεινός, ή, όν
- φωτίγγιον, ου (τό)
- φῶτιγξ, ιγγος (ὁ, ἡ)
- φωτίζω
- φωτισμός, οῦ (ὁ)
- φωτοειδής, ής, ές
- Ψ, ψ (ψῖ)
- ψαίρω
- ψαιστός, ή, όν
- ψαίω
- ψάκαλον, ου (τό)
- ψακάς, άδος (ἡ)
- ψαλάσσω
- ψαλίζω
- ψάλιον, ου (τό)
- ψαλίς, ίδος (ἡ)
- ψάλλω
- ψαλμός, οῦ (ὁ)
- ψαλτήριον, ου (τό)
- ψάλτης, ου (ὁ)
- ψάμαθος, ου (ἡ)
- ψάμμα
- ψάμμη, ης (ἡ)
- ψάμμινος, η, ον
- ψάμμιος, α, ον
- ψάμμος, ου (ἡ)
- ψαμμώδης, ης, ες
- ψάρ, ψαρός (ὁ)
- ψᾶρος, ου (ὁ)
- ψαρός, ά, όν
- ψαῦσις, εως (ἡ)
- ψαύω
- ψαφαρός, ά, όν
- ψάω-ῶ
- ψέγω
- ψεδνός, ή, όν
- ψεκάς, άδος (ἡ)
- ψεκτέος, α, ον
- ψέκτης, ου (ὁ)
- ψεκτός, ή, όν
- ψέλιον, ου (τό)
- ψελιοφόρος, ος, ον
- ψελλίζω
- ψελλισμός, οῦ (ὁ)
- ψελλός, ή, όν
- ψελλότης, ητος (ἡ)
- ψευδάγγελος, ου (ὁ)
- ψευδάδελφος, ου (ὁ)
- ψευδαλέξανδρος, ου (ὁ)
- ψευδαπόστολος, ου (ὁ)
- ψευδαττικός, ή, όν
- ψευδενέδρα, ας (ἡ)
- ψευδεπίγραφος, ος, ον
- ψεύδη
- ψευδῆ
- ψευδηγορέω-ῶ
- ψευδηλογέω-ῶ
- ψευδηρακλῆς, έους (ὁ)
- ψευδής, ής, ές
- ψευδοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
- ψευδοδοξία, ας (ἡ)
- ψευδοκῆρυξ, υκος (ὁ)
- ψευδοκλητεύω
- ψευδολογέω-ῶ
- ψευδολογία, ας (ἡ)
- ψευδολογιστής, οῦ (ὁ)
- ψευδολόγος, ος, ον
- ψευδόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
- ψευδομαρτυρέω-ῶ
- ψευδομαρτυρία, ας (ἡ)
- ψευδομαρτύριον, ου (τό)
- ψευδόμαρτυς, υρος (ὁ)
- ψευδονέρων, ωνος (ὁ)
- ψευδοπάρθενος, ου (ἡ)
- ψευδοποιέω-ῶ
- ψευδοπροφήτης, ου (ὁ)
- ψευδόρκιος, ος, ον
- ψεύδορκος, ος, ον
- ψεῦδος, εος-ους (τό)
- ψευδοσοφιστής, οῦ (ὁ)
- ψευδοστομέω-ῶ
- ψευδοφανής, ής, ές
- ψευδόφημος, ος, ον
- ψευδοφίλιππος, ου (ὁ)
- ψευδόχριστος, ου (ὁ)
- ψευδόχρυσος, ος, ον
- ψεύδω
- ψευδώνυμος, ος, ον
- ψευδωνύμως
- ψευδῶς
- ψεῦσμα, ατος (τό)
- ψευστέω-ῶ
- ψεύστης, ου (ὁ)
- ψεύσω
- ψῇς, ψῇ
- ψῆγμα, ατος (τό)
- ψηγμάτιον, ου (τό)
- ψῆλαι
- ψηλαφάω-ῶ
- ψηλάφησις, εως (ἡ)
- ψηλαφόων
- ψήν, ψηνός (ὁ)
- ψήρ
- ψῆττα, ης (ἡ)
- Ψηττόποδες, ων (οἱ)
- ψηφιδοφόρος, ος, ον
- ψηφίζω
- ψηφίς, ῖδος (ἡ)
- ψήφισμα, ατος (τό)
- ψηφοποιός, οῦ
- ψηφοφόρος, ος, ον
- ψῆφος, ου
- ψηφοφορέω-ῶ
- ψηφοφορία, ας (ἡ)
- ψήχω
- ψίαθος, ου (ἡ)
- ψιάς, άδος (ἡ)
- ψιθυρίζω
- ψιθυρισμός, οῦ (ὁ)
- ψιθυριστής, οῦ
- ψίθυρος,α,ον
- ψιλικός, ή, όν
- ψιλός, ή, όν
- ψιλότης, ητος
- ψιλόω-ῶ
- ψιλῶς
- ψίλωσις, εως (ἡ)
- ψιμύθιον, ου (τό)
- ψιμυθιόω-ῶ
- ψίμυθος, ου (ὁ)
- ψίν
- ψίξ, ψιχός (ἡ, ὁ)
- ψιττακός, οῦ (ὁ)
- ψιχίον, ου (τό)
- ψίω
- ψογερός, ά, όν
- ψόγος, ου (ὁ)
- ψολόεις, όεσσα, όεν
- ψόλος, ου (ὁ)
- ψοφέω-ῶ
- ψοφοδεής, ής, ές
- ψοφοδεῶς
- ψόφος, ου (ὁ)
- ψοφώδης, ης, ες
- ψυγήσομαι
- ψυγῶ, ῇς, ῇ
- ψύθος, εος-ους (τό)
- ψυκτήρ, ῆρος (ὁ)
- ψυκτικός, ή, όν
- ψύλλα, ης (ἡ)
- ψύλλον, ου (τό)
- ψυλλοτοξότης, ου (ὁ)
- ψύττα
- ψυχά
- ψυχαγωγέω-ῶ
- ψυχαγωγία, ας
- ψυχαγωγός, ός,
- ψυχάζω
- ψυχάω-ῶ
- ψυχεινός, ή, όν
- ψυχή, ῆς
- ψυχήϊος, α, ον
- ψυχικός, ή, όν
- ψυχογονία, ας (ἡ)
- ψυχομαντεῖον, ου (τό)
- ψυχοπομπεῖον, ου (τό)
- ψυχοπομπός, οῦ (ὁ)
- ψυχορραγέω-ῶ
- ψυχορραγής, ής, ές
- ψῦχος, εος-ους (τό)
- ψυχοστασία, ας (ἡ)
- ψυχόω-ῶ
- ψυχρήλατος, ος, ον
- ψυχρία, ας (ἡ)
- ψυχροβαφής, ής, ές
- ψυχροδόχος, ος, ον
- ψυχρολογέω-ῶ
- ψυχρολογία, ας (ἡ)
- ψυχρολουτέω-ῶ
- ψυχρομιγής, ής, ές
- ψυχροποσία, ας (ἡ)
- ψυχροποτέω-ῶ
- ψυχροπότης, ου
- ψυχρός, ά, όν
- ψυχρότης, ητος (ἡ)
- ψυχρῶς
- ψύχω
- ψῶ
- ψωλή, ῆς (ἡ)
- ψωμίζω
- ψωμίον, ου (τό)
- ψώμισμα, ατος (τό)
- ψωμός, οῦ (ὁ)
- ψώρα, ας (ἡ)
- ψωραλέος, α, ον
- ψωριάω-ῶ
- ψωρικός, ή, όν
- ψώχω
- --Ρ, ῥ (ῥῶ) (τό)
- Σ, σ, ς (σίγμα
- σ᾽
- σά
- σᾶ
- Σαβάζιος, ου (ὁ)
- σαββατίζω
- σαββατισμός, οῦ (ὁ)
- σάββατον, ου (τό)
- σαβοῖ
- Σάβος, ου (ὁ)
- σάγαρις, εως (ἡ)
- σάγη, ης (ἡ)
- σαγηνεία, ας (ἡ)
- σαγηνεύς, έως (ὁ)
- σαγηνευτής, οῦ (ὁ)
- σαγηνεύω
- σαγήνη, ης (ἡ)
- σάγμα, ατος (τό)
- σάγος, ου (ὁ)
- Σαδδουκαῖος, ου (ὁ)
- Σαδυάττης, ου (ὁ)
- σαθρός, ά, όν
- σαίνω
- σαίρω1
- σαίρω2
- Σάϊς, εως (ἡ)
- Σαΐτης, ου (ὁ)
- Σαϊτικός, ή, όν
- σακέσπαλος, ος, ον
- σακεσφόρος, ος, ον
- σάκιον, ου (τό)
- σακκέω-ῶ
- σάκκιον, ου (τό)
- σάκκος, ου (ὁ)
- σακκοφόρος, ος, ον
- σάκος1, εος-ους (τό)
- σάκος2
- σάκτας, ου (ὁ)
- σάκτωρ, ορος (ὁ)
- σαλάκων, ωνος (ὁ)
- σαλαμάνδρα, ας (ἡ)
- Σαλαμίν, ῖνος (ἡ)
- Σαλαμινιάς, άδος
- Σαλαμίνιος, α, ον
- Σαλαμίς, ῖνος (ἡ)
- σαλεύω
- Σαλμώνη, ης (ἡ)
- Σαλμώνιον, ου (τό)
- Σαλμωνίς, ίδος
- σάλος, ου (ὁ)
- σάλπιγξ, ιγγος (ἡ)
- σαλπίζω
- σαλπιγκτής, οῦ (ὁ)
- σαλπικτής, οῦ (ὁ)
- σαλπίσσω
- σαλπιστής, οῦ (ὁ)
- σαλώμη, ης (ἡ)
- Σαλωμών, ῶντος (ὁ)
- Σάμαινα, ας (ἡ)
- Σαμάρεια, ας (ἡ)
- Σαμαρίτης, ου
- Σαμαρίτις, ιδος
- σαμβύκη, ης (ἡ)
- σαμβυκιστής, οῦ (ὁ)
- σαμβυκίστρια, ας (ἡ)
- Σαμία, ας (ἡ)
- Σαμιακός, ή, όν
- Σάμιος, α, ον
- Σαμνῖται, ων (οἱ)
- Σαμοθρᾴκη, ης (ἡ)
- Σαμοθρᾴκιος, α, ον
- Σαμοθρᾴξ, ᾷκος
- Σαμοθρήϊκες
- Σαμοθρηΐκη, ης (ἡ)
- Σαμοθρηΐκιος, η, ον
- σάμος, ου (ἡ)
- σάμπι (τό)
- Σαμψών (ὁ)
- σάν (τό)
- σανδάλιον, ου (τό)
- σάνδαλον, ου (τό)
- σανδαράκη, ης (ἡ)
- σανδαράκινος, ος, ον
- σανδαράχη, ης (ἡ)
- σανίδωμα, ατος (τό)
- σανίς, ίδος
- σαοῖ
- σάος, σάος, σάον
- σαοφροσύνη, ης (ἡ)
- σαόφρων, ων, ον
- σαόω-ῶ
- σαπείην
- σαπρός, ά, όν
- σαπρότης, ητος (ἡ)
- Σαπφικός, ή, όν
- σάπφιρος, ου (ὁ)
- Σαπφώ, οῦς (ἡ)
- σαπών, οῦσα, όν
- Σάρα, ης (ἡ)
- Σαραπεῖον, ου (τό)
- Σάραπις, ιδος (ὁ)
- σαργάνη, ης (ἡ)
- σάρδα, ης (ἡ)
- Σαρδάνιος, α, ον
- Σάρδεις, εων (αἱ)
- Σαρδιανός, ή, όν
- Σάρδιες, ίων (αἱ)
- Σαρδιηνός, ή, όν
- σαρδίνη, ης (ἡ)
- σαρδῖνος, ου (ὁ)
- σάρδιον, ου (τό)
- Σάρδιος, ου
- Σαρδονικός, ή, όν
- Σαρδόνιος1, α, ον
- Σαρδόνιος2, α, ον
- σαρδόνυξ, υχος (ὁ)
- Σαρδώ, οῦς (ἡ)
- Σαρδώνιος, α, ον
- Σαρδῷος, α, ον
- Σάραπτα, ων (τά)
- Σάρεπτα, ων (τά)
- σάρισα, ης (ἡ)
- σαρκίδιον, ου (τό)
- σαρκίζω
- σαρκικός, ή, όν
- σάρκινος, η, ον
- σαρκίον, ου (τό)
- σαρκοβόρος, ος, ον
- σαρκοποιέω-ῶ
- σαρκοποιός, ός, όν
- σαρκοφαγέω-ῶ
- σαρκοφαγία, ας (ἡ)
- σαρκοφάγος, ος, ον
- σαρκόω-ῶ
- σαρκώδης, ης, ες
- σάρκωσις, εως (ἡ)
- σάρξ, σαρκός (ἡ)
- σαρόω-ῶ
- σάρον, ου (τό)
- Σάρρα, ης (ἡ)
- Σαρματία, ας (ἡ)
- σαρῶ
- σατάν (ὁ)
- σατανᾶς, ᾶ (ὁ)
- σάτον, ου (τό)
- σατραπεία, ας (ἡ)
- σατραπεύω
- σατραπηΐη, ης (ἡ)
- σατράπης, ου (ὁ)
- σατραπικός, ή, όν
- σάσσω
- σατυρικός, ή, όν
- σατύριον, ου (τό)
- σατυρίσκος, ου (ὁ)
- σάτυρος, ου (ὁ)
- σατυρώδης, ης, ες
- σαυλόομαι-οῦμαι
- σαῦλος, η, ον
- Σαυνῖται, ῶν (οἱ)
- Σαυνιτικός, ή, όν
- Σαυνῖτις, ιδος
- σαύρα, ας (ἡ)
- σαύρη, ης (ἡ)
- Σαυρομάται, ῶν (οἱ)
- Σαυροματίς, ίδος
- σαῦρος, ου (ὁ)
- σαυρωτήρ, ῆρος (ὁ)
- σαυτοῦ, ῆς
- σάφα
- σαφέως
- σαφήνεια, ας (ἡ)
- σαφηνέως
- σαφηνής, ής, ές
- σαφηνίζω
- σαφηνιστικός, ή, όν
- σαφηνῶς
- σαφής, ής, ές
- σαφῶς
- σαχθείς, εῖσα, έν
- σάω1
- σάω2
- σαωθῆναι
- σαῷς
- σαωσέμεν
- σαώτερος, α, ον
- σβέννυμι
- σβέσις, εως (ἡ)
- σβέσσαι
- σβεστήρ, ῆρος
- σβεστήριος, α, ον
- σβέσω
- σέ
- σέας
- σεαυτοῦ, ῆς
- σεβάζω
- σέβας (τό)
- σέβασις, εως (ἡ)
- σέβασμα, ατος (τό)
- σεβάσμιος, ος, ον
- σεβασμός, οῦ (ὁ)
- σεβαστός, ή, όν
- σεβίζω
- σέβω
- σέθεν
- σεῖ᾽
- Σειληνός, οῦ (ὁ)
- σεῖο
- σεῖον
- σειρά, ᾶς (ἡ)
- σειραῖος, α, ον
- σειραφόρος, ος, ον
- σειρή, ῆς (ἡ)
- Σειρήν, ῆνος (ἡ)
- σείριος, α, ον
- σειρός, οῦ (ὁ)
- σείσατο
- σεισάχθεια, ας (ἡ)
- σεισματίας, ου
- σεισμός, οῦ (ὁ)
- σεῖστρον, ου (τό)
- σεῖστρος, ου (ὁ)
- σείω
- Σεκοῦνδος, ου (ὁ)
- σέλᾳ
- σελαγέω-ῶ
- σελάννα
- σέλας, αος (τό)
- σελασφόρος, ος, ον
- σελάχιον, ου (τό)
- σέλαχος, εος-ους (τό)
- Σελεύκεια, ας (ἡ)
- Σελευκεύς, έως (ὁ)
- σελευκίς, ίδος (ἡ)
- Σέλευκος, ου (ὁ)
- σεληναία, ας (ἡ)
- σεληναῖος, α, ον
- σελήνη, ης (ἡ)
- σεληνιάζομαι
- σεληνιακός, ή, όν
- σεληνίς, ίδος (ἡ)
- σεληνίτης, ου
- σέλινον, ου (τό)
- Σελινούντιος, α, ον
- Σελινοῦς, οῦντος (ὁ, ἡ)
- Σελινούσιος, α, ον
- σελίς, ίδος (ἡ)
- σέλμα, ατος (τό)
- Σεμέλη, ης (ἡ)
- σεμίδαλις, εως (ἡ)
- Σεμίραμις, εως (ἡ)
- σεμνολογέω-ῶ
- σεμνολογία, ας (ἡ)
- σεμνολόγος, ος, ον
- σεμνόμαντις, εως (ὁ)
- σεμνομυθέω-ῶ
- σεμνοπροσωπέω-ῶ
- σεμνός, ή, όν
- σεμνόστομος, ος, ον
- σεμνότης, ητος (ἡ)
- σεμνότιμος, ος, ον
- σεμνοτυφία, ας (ἡ)
- σεμνόω-ῶ
- σεμνύνω
- σεμνῶς
- σέο
- Σεπτέμβριος1, ου (ὁ)
- Σεπτέμβριος2, α, ον
- σεπτήριον, ου (τό)
- σεπτός, ή, όν
- Σέραπις, ιδος (ὁ)
- Σεραπεῖον, ου (τό)
- Σέργιος, ου (ὁ)
- Σερίφιος, ου
- Σέριφος, ου (ἡ)
- Σερτώριος, ου (ὁ)
- σέρφος, ου (ὁ)
- σέσαγμαι
- σέσελις, εως (ἡ)
- σεσήμανται
- σεσήμασμαι
- σέσηπα
- σεσηρώς, υῖα, ός
- σέσησμαι
- Σέσωστρις, ιος (ὁ)
- σεῦ
- σεῦα
- Σεύθης, ου (ὁ)
- σεῦται,
- σευτλίον, ου (τό)
- σεῦτλον, ου (τό)
- σεύω
- σεφθείς εῖσα, έν
- σεωυτοῦ
- σήθω
- σηκάζω
- σήκασθεν
- σηκοκόρος, ου (ὁ)
- σηκός, οῦ (ὁ)
- σηκόω-ῶ
- σηκώδης, ης, ες
- σῆμα, ατος (τό)
- σημαίνω
- σημαιοφόρος, ου (ὁ)
- σημανέω
- σημαντήριον, ου (τό)
- σημαντικός, ή, όν
- σημαντικῶς
- σημαντρίς, ίδος
- σήμαντρον, ου (τό)
- σημάντωρ, ορος (ὁ)
- σημασία, ας (ἡ)
- σηματουργός, οῦ (ὁ)
- σημειογράφος, ου (ὁ)
- σημεῖον, ου (τό)
- σημειοφόρος, ου (ὁ)
- σημειόω-ῶ
- σημειώδης, ης, ες
- σημείωσις, εως (ἡ)
- σήμερον
- σημήϊον, ου (τό)
- σημικίνθιον, ου (τό)
- σηπεδών, όνος (ἡ)
- σηπία, ας (ἡ)
- Σηπιάς, άδος (ἡ)
- σήπω
- σήρ, σηρός (ὁ)
- σηραγγώδης, ης, ες
- σῆραγξ, αγγος (ἡ)
- σηρικός, ή, όν
- σής, σεός (ὁ)
- σῇς
- σησαμαῖος, α, ον
- σησάμη, ης (ἡ)
- σησαμῆ, ῆς (ἡ)
- σησάμινος, η, ον
- σήσαμον, ου (τό)
- σητάνειος, α, ον
- σητάνιος, α, ον
- σητόβρωτος, ος, ον
- σήψ, σηπός (ἡ, ὁ)
- σθεναρός, ά, όν
- σθένεια, ων (τά)
- σθένος, εος-ους (τό)
- σθενόω-ῶ
- σθένω
- σιαγών, όνος (ἡ)
- σιαίνω
- σίαλον, ου (τό)
- σίαλος, ου (ὁ)
- σιβρίται, ῶν (οἱ)
- σίβυλλα, ης (ἡ)
- σιβύλλειος, α, ον
- σιβυλλιστής, οῦ (ὁ)
- σῖγα
- σιγά
- σίγα
- σιγᾷ
- σιγάζω
- σιγαλόεις, όεσσα, όεν
- σιγάω-ῶ
- Σίγειον, ου (τό)
- σιγή, ῆς (ἡ)
- σιγηλός, ή, όν
- σίγλος, ου (ὁ)
- σῖγμα, ατος (τό)
- σιγμός, οῦ (ὁ)
- σιγύνης, ου (ὁ)
- σιδάρειος, α, ον
- σιδαρονόμος, ος, ον
- σιδαρόπλακτος, ος, ον
- σίδαρος
- σίδη, ης (ἡ)
- σιδηρεία, ας (ἡ)
- σιδηρεῖον, ου (τό)
- σιδήρειος, α, ον
- σιδήρεος, α, ον
- σιδηρεύς, έως (ὁ)
- σιδήριον, ου (τό)
- σιδηρῖτις, ιδος
- σιδηροβρώς, ῶτος
- σιδηρόδετος, ος, ον
- σιδηροκμής, ῆτος
- σιδηρομήτωρ, ορος (ἡ)
- σιδηρόπλαστος, ος, ον
- σίδηρος dór. σίδαρος, ου (ὁ)
- σιδηρόσπαρτος, ος, ον
- σιδηροτέκτων, ονος (ὁ)
- σιδηροῦς, ᾶ, οῦν
- σιδηροφορέω-ῶ
- σιδηρόφρων, ων, ον
- σιδηρόχαλκος, ος, ον
- σιδηρόω-ῶ
- σίδιον, ου (τό)
- Σιδονίηθεν
- Σιδόνιος, α, ον
- Σιδών1, ῶνος (ἡ)
- Σιδών2, όνος (ὁ)
- Σιδώνιος, α, ον,
- σίζω
- Σιθωνίη, ης (ἡ)
- Σικανία, ας (ἡ)
- Σικανικός, ή, όν
- Σικανός, οῦ (ὁ)
- σικάριος, ου (ὁ)
- Σικελία, ας (ἡ)
- Σικελικός, ή, όν
- Σικελιώτης, ου (ὁ)
- Σικελός, ή, όν
- σίκερα (τό)
- σίκιννις, ιδος (ἡ)
- σίκλος, ου (ὁ)
- σικύα, ας (ἡ)
- σίκυον, ου (τό)
- σίκυος, ου (ὁ)
- Σικυών, ῶνος (ὁ, ἡ)
- σικυωνία, ας (ἡ)
- Σικυώνιος, α, ον
- σικχαίνω
- σικχός, οῦ
- Σιλᾶς, ᾶ (ὁ)
- Σιληνός, οῦ (ὁ)
- σιληπορδέω-ῶ
- σιληπορδία, ας (ἡ)
- σιλλαίνω
- σιλλικύπριον, ου (τό)
- σίλλος, ου
- Σιλουανός, οῦ (ὁ)
- σίλουρος, ου (ὁ)
- σίλφη, ης (ἡ)
- σίλφιον, ου (τό)
- σίμβλος, ου (ὁ)
- σιμικίνθιον, ου (τό)
- Σιμμίας, ου (ὁ)
- σιμοειδής, ής, ές
- Σιμόεις, όεντος (ὁ)
- Σιμοεντίς, ίδος
- σιμός, ή, όν
- σιμότης, ητος (ἡ)
- Σιμουντίς, ίδος
- σιμόω-ῶ
- σίμωμα, ατος (τό)
- Σίμων, ωνος (ὁ)
- Σιμωνίδειος, α, ον
- Σιμωνίδης, ου (ὁ)
- σιναμωρέω-ῶ
- σινάμωρος, ος, ον
- σινδονίσκη, ης (ἡ)
- σινδών, όνος (ἡ)
- σινέομαι
- σινέσκοντο
- σινιάζω
- σινίον, ου (τό)
- σίνις, ιδος (ὁ)
- σίνομαι
- σίνος, εος-ους (τό)
- σίντης, ου (ὁ)
- σίνω
- Σινωπεύς, έως (ὁ)
- Σινώπη, ης (ἡ)
- Σινωπικός, ή, όν
- σίπυδνος, ου (ἡ)
- σιπύη, ης (ἡ)
- σίραιον, ου (τό)
- σιρός, οῦ (ὁ)
- σίστρος, ου (ἡ)
- σισύρα, ας (ἡ)
- σίσυρνα, ης (ἡ)
- σισυρνοφόρος, ος, ον
- Σισύφειος, α, ον
- Σισυφίδης, ου (ὁ)
- Σίσυφος, ου (ὁ)
- σῖτα, ων (τά)
- σιταγωγέω-ῶ
- σιταγωγία, ας (ἡ)
- σιταγωγός, ός, όν
- σιτάριον, ου (τό)
- σιτέσκοντο
- σιτεύεσκον
- σιτευτής, οῦ (ὁ)
- σιτευτός, ή, όν
- σιτεύω
- σιτέω-ῶ
- σιτηρέσιον, ου (τό)
- σιτηρός, ά, όν
- σίτησις, εως (ἡ)
- σιτιεῦμαι
- σιτίζω
- σιτικός, ή, όν
- σιτίον, ου (τό)
- σιτιστός, ή, όν
- σιτοβόλιον, ου (τό)
- σιτοδεία, ας (ἡ)
- σιτοδοτέω-ῶ
- σιτολογία, ας (ἡ)
- σιτομετρέω-ῶ
- σιτομέτρης, ου (ὁ)
- σιτομετρία, ας (ἡ)
- σιτομέτριον, ου (τό)
- σιτόμετρον, ου (τό)
- σῖτον, ου (τό)
- σιτονόμος, ος, ον
- σιτοποιέω-ῶ
- σιτοποιΐα, ας (ἡ)
- σιτοποιϊκός, ή, όν
- σιτοποιός, ός, όν
- σιτοπομπία, ας (ἡ)
- σῖτος, ου (ὁ)
- σιτοφάγος, ος, ον
- σιτοφόρος, ος, ον
- Σιτώ, οῦς (ἡ)
- σιτών, ῶνος (ὁ)
- σιτώνης, ου (ὁ)
- σιφλόω-ῶ
- Σίφνος, ου (ἡ)
- σίφων, ωνος (ὁ)
- Σιών (ἡ)
- σιωπάω-ῶ
- σιωπή, ῆς (ἡ)
- σιωπηλός, ή, όν
- σιωπητέος, α, ον
- σκάζω
- Σκαιαί, ῶν (αἱ)
- σκαιός, ά, όν
- σκαιοσύνη, ης (ἡ)
- σκαιότης, ητος (ἡ)
- σκαίρω
- σκαιῶς
- σκαλεύς, έως (ὁ)
- σκαλεύω
- σκαληνία, ας (ἡ)
- σκαληνός, ή, όν
- σκαληνόομαι-οῦμαι
- σκάλλω
- σκαλμός, οῦ (ὁ)
- σκάλοψ, οπος (ὁ)
- Σκαμάνδριος, ος, ον
- Σκάμανδρος, ου (ὁ)
- σκανδαλίζω
- σκάνδαλον, ου
- σκαπανεύς, έως (ὁ)
- σκαπάνη, ης (ἡ)
- σκᾶπτον
- σκαπτός, ή, όν
- σκᾶπτρον
- σκάπτω
- σκαρδαμυκτέω-ῶ
- σκαρδαμύσσω
- σκατός
- σκατοφάγος, ος, ον
- σκαφεῖον, ου (τό)
- σκαφεύω
- σκάφη, ης (ἡ)
- σκαφηφορέω-ῶ
- σκαφίδιον, ου (τό)
- σκαφίον, ου (τό)
- σκαφίς, ίδος (ἡ)
- σκαφοειδής, ής, ές
- σκάφος, εος-ους (τό)
- σκεδάννυμι
- σκέδασις, εως (ἡ)
- σκεθρῶς
- Σκείρων, ωνος (ὁ)
- Σκειρωνίς, ίδος
- σκελετός, ή, όν
- σκελετώδης, ης, ες
- σκελέω-ῶ
- σκελλίς, ίδος (ἡ)
- σκέλλω
- σκέλος, εος-ους (τό)
- σκέμμα, ατος (τό)
- σκεπάζω
- σκέπαρνον, ου (τό)
- σκέπας, αος (τό)
- σκέπασμα, ατος (τό)
- σκεπαστήριος, α, ον
- σκεπάω-ῶ
- σκέπη, ης (ἡ)
- σκεπόωσι
- σκεπτέος, α, ον
- σκεπτικός, ή, όν
- σκεπτικῶς
- σκέπτομαι
- σκέπω
- σκευά
- σκευαγωγέω-ῶ
- σκευαγωγός, ός, όν
- σκευάζω
- σκευάριον, ου (τό)
- Σκευᾶς, ᾶ (ὁ)
- σκευασία, ας (ἡ)
- σκευαστός, ή, όν
- σκευή, ῆς (ἡ)
- σκευοποιέω-ῶ
- σκευοποίημα, ατος (τό)
- σκευοποιός, οῦ (ὁ, ἡ)
- σκεῦος, εος-ους (τό)
- σκευοφορέω-ῶ
- σκευοφορικός, ή, όν
- σκευοφόρος, ος, ον
- σκευοφυλακέω-ῶ
- σκευωρέω-ῶ
- σκευωρία, ας (ἡ)
- σκέψις, εως (ἡ)
- σκῆλαι
- σκηνάω-ῶ
- σκηνέω-ῶ
- σκηνή, ῆς (ἡ)
- σκήνημα, ατος (τό)
- σκηνίδιον, ου (τό)
- σκηνικός, ή, όν
- σκηνίς, ίδος (ἡ)
- σκηνίτης, ου
- σκηνοπηγία, ας (ἡ)
- σκηνοποιός, ός, όν
- σκηνορράφος, ου (ὁ)
- σκῆνος, εος-ους (τό)
- σκηνοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- σκηνόω-ῶ
- σκηνύδριον, ου (τό)
- σκήνωμα, ατος (τό)
- σκηπάνιον, ου (τό)
- Σκηπίων, ωνος (ὁ)
- σκηπτός, οῦ (ὁ)
- σκηπτουχία, ας (ἡ)
- σκηπτοῦχος, ου (ὁ)
- σκῆπτρον, ου (τό)
- σκήπτω
- σκηρίπτω
- σκῆψις, εως (ἡ)
- σκιά, ᾶς (ἡ)
- σκιαγραφέω-ῶ
- σκιαγραφία, ας (ἡ)
- σκιαδηφορέω-ῶ
- σκιαδηφόρος, ος, ον
- σκιάζω
- σκίαινα, ης (ἡ)
- σκιαμαχέω-ῶ
- σκιαμαχία, ας (ἡ)
- σκιάς, άδος (ἡ)
- σκίασμα, ατος (τό)
- σκιατραφέω-ῶ
- σκιατραφία, ας (ἡ)
- σκιατροφέω-ῶ
- σκιατροφία, ας (ἡ)
- σκιάω-ῶ
- σκιδναμένα
- σκίδνημι
- σκιερός, ά, όν
- σκιή, ῆς (ἡ)
- σκίλλα, ης (ἡ)
- σκιμπόδιον, ου (τό)
- σκίμπους, -ποδος (ὁ)
- σκίμπτομαι
- σκίνδαφος, ου (ἡ)
- σκινδαψός, οῦ (ὁ)
- σκιοειδής, ής, ές
- σκιόεις, όεσσα, όεν
- σκιόθηρον, ου (τό)
- σκιόωντο
- Σκιπίων, ωνος (ὁ)
- σκίπων, ωνος (ὁ)
- Σκίρα, ων (τά)
- σκιραφεῖον, ου (τό)
- σκίραφος, ου (ὁ)
- Σκιρῖται, ῶν (οἱ)
- Σκιρῖτις, ιδος (ἡ)
- σκίρον, ου (τό)
- σκῖρον, ου (τό)
- σκιρός, ά, όν
- Σκιροφοριών, ῶνος (ὁ)
- σκιρρός, ά, όν
- σκιρτάω-ῶ
- σκίρτημα, ατος (τό)
- σκίρτησις, εως (ἡ)
- σκιρτητικός, ή, όν
- Σκίρων, ωνος (ὁ)
- Σκιρωνίς, ίδος
- σκλαίην
- σκληραύχην, ενος
- σκληρία, ας (ἡ)
- σκληροκαρδία, ας (ἡ)
- σκληροποιός, ός, όν
- σκληρός, ά, όν
- σκληρότης, ητος (ἡ)
- σκληροτράχηλος, ος, ον
- σκληρύνω
- σκληρῶς
- σκνίψ, ιπός (ὁ, ἡ)
- σκόλιον, ου (τό)
- σκολιός, ά, όν
- σκολιότης, ητος (ἡ)
- σκολόπενδρα, ας (ἡ)
- σκόλοψ, οπος (ὁ)
- σκόμβρος, ου (ὁ)
- Σκοπάδαι, ῶν (οἱ)
- Σκοπάδειος, α, ον
- Σκόπας, α (ὁ)
- σκοπάρχης, ου (ὁ)
- σκόπελος, ου (ὁ)
- σκοπεύω
- σκοπέω-ῶ
- σκοπή, ῆς (ἡ)
- σκοπιά, ᾶς (ἡ)
- σκοπιάζω
- σκοπιή, ῆς (ἡ)
- σκοπιωρέομαι-οῦμαι
- σκοπός, οῦ (ὁ, ἡ)
- σκορακίζω
- σκορακισμός, οῦ (ὁ)
- σκορδινάομαι-ῶμαι
- σκοροδάλμη, ης (ἡ)
- σκορόδιον, ου (τό)
- Σκοροδομάχοι, ων (οἱ)
- σκόροδον, ου (τό)
- σκορπίζω
- σκορπίος, ου (ὁ)
- σκοταῖος, α, ον
- σκοτεινός, ή, όν
- σκοτία, ας (ἡ)
- σκοτίζω
- σκότιος, α, ον
- σκοτοδινέω-ῶ
- σκοτοδίνη, ης (ἡ)
- σκοτοδινιάω-ῶ
- σκοτοειδής, ής, ές
- σκοτόεις, όεσσα, όεν
- σκοτομήνιος, ος, ον
- σκότος, ου (ὁ)
- σκότος, εος-ους (τό)
- σκοτόω-ῶ
- σκοτώδης, ης, ες
- σκότωμα, ατος (τό)
- σκότωσις, εως (ἡ)
- σκυβαλικός, ή, όν
- σκύβαλον, ου (τό)
- σκυδμαίνω
- σκύζευ
- σκύζομαι
- Σκύθαι, ῶν (οἱ)
- Σκύθαινα, ης (ἡ)
- Σκύθης, ου
- Σκυθία, ας (ἡ)
- σκυθίζω
- σκυθικός, ή, όν
- σκυθικῶς,
- σκυθίς, ίδος,
- σκυθιστί
- σκυθοτοξόται, ῶν (οἱ)
- σκυθρός, ά, όν
- σκυθρωπάζω
- σκυθρωπασμός, οῦ (ὁ)
- σκυθρωπός, ός, όν
- σκυθρωπῶς
- σκυλακεία, ας (ἡ)
- σκυλακεύω
- σκυλάκιον, ου (τό)
- σκυλακοτροφικός, ή, όν
- σκυλακώδης, ης, ες
- σκύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- σκύλευμα, ατος (τό)
- σκυλεύω
- Σκύλλη, ης (ἡ)
- Σκύλλα
- σκύλλω
- σκυλοδεψέω-ῶ
- σκυλοδέψης, ου (ὁ)
- σκῦλον, ου (τό)
- σκύλος, εος-ους (τό)
- σκύμνος, ου (ὁ, ἡ)
- σκύνιον, ου (τό)
- σκύριος, α, ον
- σκυρόθεν
- Σκῦρος, ου (ἡ)
- σκυτάλη, ης (ἡ)
- σκυταλίς, ίδος (ἡ)
- σκυταλισμός, οῦ (ὁ)
- σκύταλον, ου (τό)
- σκυτεύς, έως (ὁ)
- σκυτεύω
- σκυτικός, ή, όν
- σκύτινος, η, ον
- σκυτοδέψης, ου (ὁ)
- σκυτοδεψός, οῦ (ὁ)
- σκῦτος, εος-ους (τό)
- σκυτοτομεῖον, ου (τό)
- σκυτοτομέω-ῶ
- σκυτοτομία, ας (ἡ)
- σκυτοτομικός, ή, όν
- σκυτοτόμος, ου
- σκυτοτραγέω-ῶ
- σκύφος, ου (ὁ)
- σκωληκόβρωτος, ος, ον
- σκώληξ, ηκος (ὁ)
- σκῶλος, ου (ὁ)
- σκῶμμα, ατος (τό)
- σκωπτικός, ή, όν
- σκώπτω
- σκώρ, σκατός (τό)
- σκωραμίς, ίδος (ἡ)
- σκώψ, σκωπός (ὁ)
- σμαράγδινος, ος, ον
- σμάραγδος, ου (ἡ)
- σμαραγέω-ῶ
- σμάω-ῶ
- σμερδαλέος, α, ον
- Σμέρδις, ιος (ὁ)
- σμερδνός, ή, όν
- σμῆγμα, ατος (τό)
- σμῆν
- σμῆνον, ου (τό)
- σμῆνος, εος-ους (τό)
- σμηνουργός, οῦ (ὁ)
- σμήχω
- σμικρογραφέω
- Σμῖκρος, ου (ὁ)
- σμικρύνω
- σμικρῶς
- σμίλαξ, ακος (ἡ)
- σμίλη, ης (ἡ)
- σμιλίον, ου (τό)
- σμινύη, ης (ἡ)
- σμυγερός, ά, όν
- σμυγερῶς
- σμύρνα, ης (ἡ)
- Σμυρναϊκός, ή, όν
- σμυρναῖος, α, ον
- Σμυρναῖος, α, ον
- Σμύρνη, ης (ἡ)
- σμυρνίζω
- σμύχω
- σμῶδιξ, ιγγος (ἡ)
- σοβαρός, ά, όν
- σοβαρῶς
- σοβέω-ῶ
- σόβησις, εως (ἡ)
- Σογδιανή, ῆς (ἡ)
- Σογδιανοί, ῶν (οἱ)
- Σόγδοι, ων (οἱ)
- Σόδομα, ων (τά)
- σόῃ, σόῃς
- σοί
- σοῖο
- Σόλοι, ων (οἱ)
- σολοικία, ας (ἡ)
- σολοικίζω
- σολοικισμός, οῦ (ὁ)
- σολοικιστής, οῦ (ὁ)
- σόλοικος, ος, ον
- Σολομών, όνος (ὁ)
- σόλος, ου (ὁ)
- Σόλων, ωνος (ὁ)
- Σολώνειος, ος, ον
- σόος
- σορός, οῦ (ἡ)
- σοροδαίμων, ονος (ὁ)
- σός, σή, σόν
- σοῦ1
- σοῦ2
- σοῦ3
- σοῦ4
- σουδάριον, ου (τό)
- σοῦμαι
- σοὔνεκα
- Σουνιακός, ή, όν
- Σουνιάρατος, ος, ον
- Σουνιέρακος, ου (ὁ)
- Σουνιεύς, έως
- Σούνιον, ου (τό)
- σοῦνται
- σοὐρίζει
- Σοῦσα, ων (τά)
- σοῦσθαι
- Σουσιανός, ή, όν
- Σουσιγενής, ής, ές
- Σουσίδαι, ῶν (οἱ)
- Σούσιος, α, ον
- Σουσίς, ίδος
- σοῦσον, ου (τό)
- σοὔστι
- σοφία, ας (ἡ)
- σοφίζω
- σοφίη, ης (ἡ)
- σόφισμα, ατος (τό)
- σοφισμάτιον, ου (τό)
- σοφιστεία, ας (ἡ)
- σοφιστεύω
- σοφιστής, οῦ (ὁ)
- σοφιστιάω-ῶ
- σοφιστικός, ή, όν
- σοφιστικῶς
- Σοφοκλέης, έους (ὁ)
- Σοφόκλειος, α, ον
- Σοφοκλῆς, έους (ὁ)
- σοφόνοος, ος, ον
- σοφός, ή, όν
- σοφῶς
- σόω
- σπαδίζω
- σπάδιξ, ικος (ἡ)
- σπάδων, οντος (ὁ)
- σπαθάω-ῶ
- σπάθη, ης (ἡ)
- σπαίρω
- σπάλαξ, ακος (ἡ
- Σπανία, ας (ἡ)
- σπανιάκις
- σπανίζω
- σπάνιος, α, ον
- σπανιότης, ητος (ἡ)
- σπάνις, εως (ἡ)
- σπανιστός, ή, όν
- σπανίως
- Σπανός, ή, όν
- σπανοσιτία, ας (ἡ)
- σπάξ, σπακός (ἡ)
- σπάραγμα, ατος (τό)
- σπαραγματώδης, ης, ες
- σπαραγμός, οῦ (ὁ)
- σπαράσσω
- σπαργανίζω
- σπάργανον, ου (τό)
- σπαργανόω-ῶ
- σπαργάω-ῶ
- σπαρνός, ή, όν
- σπάρτη, ης (ἡ)
- Σπάρτηθεν
- Σπάρτηνδε
- Σπαρτιάτης, ου (ὁ)
- Σπαρτιατικός, ή, όν
- Σπαρτιᾶτις, ιδος
- Σπαρτιήτης, ου (ὁ)
- σπάρτινος, η, ον
- σπάρτον, ου (τό)
- σπάρτος, ου (ὁ)
- σπαρτός, ή, όν
- σπάσμα, ατος (τό)
- σπασμός, οῦ (ὁ)
- σπαταλάω-ῶ
- σπατάλη, ης (ἡ)
- σπάω-ῶ
- σπεῖο
- σπεῖος, εος-ους (τό)
- σπεῖρα, ας (ἡ)
- σπείραμα, ατος (τό)
- σπείρασις, εως (ἡ)
- σπειράομαι-ῶμαι
- σπείρεσκον
- σπειρίον, ου (τό)
- σπεῖρον, ου (τό)
- σπείρω
- σπεῖσαι
- σπείσασκε
- σπείσομεν
- σπεκουλάτωρ, ορος (ὁ)
- σπέλεθος, ου (ὁ)
- σπένδεσκον
- σπένδῃσθα
- σπένδω
- σπέος (τό)
- σπέρμα, ατος (τό)
- σπερμαίνω
- σπερματικός, ή, όν
- σπερμολογέω-ῶ
- σπερμολογία, ας (ἡ)
- σπερμολογικός, ή, όν
- σπερμολόγος, ος, ον
- Σπερχειός, οῦ (ὁ)
- σπερχνός, ή, όν
- σπερχοίατο
- σπέρχω
- σπέσθαι
- σπέσσι
- σπευδέμεν
- σπεύδω
- σπεύσομεν
- σπήεσσι, σπῆϊ
- σπήλαιον, ου (τό)
- σπῆλυγξ, υγγος (ἡ)
- σπιδής, ής, ές
- σπιθαμή, ῆς (ἡ)
- σπιλάς, άδος (ἡ)
- σπίλος1, ου (ὁ)
- σπίλος2, ου (ἡ)
- σπιλόω-ῶ
- σπινθήρ, ῆρος (ὁ)
- σπινθηρίζω
- σπίνος, ου (ὁ)
- σπλαγχνεύω
- σπλαγχνίζω
- σπλάγχνον, ου (τό)
- σπλαγχνοφάγος, ος, ον
- σπλήν, σπληνός (ὁ)
- σπληνιάω-ῶ
- σπλήνιον, ου (τό)
- σπογγάριον, ου (τό)
- σπογγιά, ᾶς (ἡ)
- σπογγίζω
- σπογγοθήρας, ου (ὁ)
- σπόγγος, ου (ὁ)
- σπογγοτήρας, ου (ὁ)
- σποδέω-ῶ
- σποδιά, ᾶς (ἡ)
- σποδίζω
- σποδιή, ῆς (ἡ)
- σποδός, οῦ (ἡ)
- σπολάς, άδος (ἡ)
- σπόμενος, η, ον
- σπονδαρχία, ας (ἡ)
- σπονδειάζω
- σπονδειακός, ή, όν
- σπονδειασμός, οῦ (ὁ)
- σπονδεῖος, α, ον
- σπονδή, ῆς (ἡ)
- σπονδηφορέω-ῶ
- σπονδοφόρος, ου (ὁ)
- σπορά, ᾶς (ἡ)
- Σποράδες
- σποράδην
- σποραῖος, α, ον
- σποράς, άδος
- σπορεύς, έως (ὁ)
- σπορητός, οῦ (ὁ)
- σπόριμος, ος, ον
- σπόρος, ου (ὁ)
- σποῦ
- σπουδάζω
- σπουδαιολογέω-ῶ
- σπουδαῖος, α, ον
- σπουδαίως
- σπουδαρχία, ας (ἡ)
- σπουδαστέος, α, ον
- σπουδαστής, οῦ (ὁ)
- σπουδαστικός, ή, όν
- σπουδαστικῶς
- σπουδή, ῆς (ἡ)
- σπυρίς, ίδος (ἡ)
- Σταγειρίτης, ου
- στάγες, ων (αἱ)
- Σταγιρίτης
- Στάγιρος, ου (ἡ)
- στάγμα, ατος (τό)
- σταγών, όνος (ἡ)
- σταδαῖος, α, ον
- στάδην
- σταδιαῖος, α, ον
- σταδίη
- σταδιοδρομέω-ῶ
- σταδιοδρόμος, ου (ὁ)
- στάδιον, ου (τό)
- στάδιος1, ου (ὁ)
- στάδιος 2, α, ον
- στάζω
- σταθείς, εῖσα, έν
- στάθεν
- σταθερός, ά, όν
- σταθευτός, ά, όν
- σταθεύω
- σταθῆναι
- σταθμάω-ῶ
- σταθμέομαι
- στάθμη, ης (ἡ)
- σταθμίον, ου (τό)
- σταθμοδότης, ου (ὁ)
- σταθμόν, οῦ (τό)
- σταθμόνδε
- σταθμός, οῦ (ὁ)
- σταθμόομαι-οῦμαι
- στᾶθος
- σταθῶ
- σταίην
- σταῖμεν, σταῖτε, σταῖεν 1ª,
- σταίς, σταιτός (τό)
- σταίτινος, η, ον
- στακτός, ή, όν
- στάλα
- στάλαγμα, ατος (τό)
- σταλαγμός, οῦ (ὁ)
- σταλάζω
- σταλάω-ῶ
- σταλῆναι
- σταλῶ, ῇς, ῇ
- σταμίν, ῖνος (ὁ)
- στάμνος, ου (ὁ)
- στάν
- στάξ᾽
- στάξε
- στάς, ᾶσα, άν
- στασιάζω
- στασίαρχος, ου (ὁ)
- στασιασμός, οῦ (ὁ)
- στασιαστής, οῦ (ὁ)
- στασιαστικός, ή, όν
- στασιαστικῶς
- στάσιμος, ος, ον
- στάσις, εως (ἡ)
- στασιώδης, ης, ες
- στασιώτης, ου (ὁ)
- στασιωτικός, ή, όν
- στάσκεν
- στατέον
- στατήρ, ῆρος (ὁ)
- στατίζω
- στατός, ή, όν
- σταυρός, οῦ (ὁ)
- σταυρόω-ῶ
- σταύρωμα, ατος (τό)
- σταύρωσις, εως (ἡ)
- σταφίς, ίδος (ἡ)
- σταφυλή, ῆς (ἡ)
- σταφύλη, ης (ἡ)
- σταφυλίτης, ου (ὁ)
- στάχυς, υος (ὁ)
- στέαρ, στέατος (τό)
- στεάτινος, η, ον
- στεγάζω
- στεγανός, ή, όν
- στεγανῶς
- στέγαρχος, ου (ὁ)
- στέγασμα, ατος (τό)
- στεγαστρίς, ίδος
- στέγαστρον, ου (τό)
- στέγη, ης (ἡ)
- στεγνός, ή, όν
- στέγος, εος-ους (τό)
- στέγω
- στείβω
- στεῖλαι
- στειλεά, ᾶς (ἡ)
- στειλειή, ῆς (ἡ)
- στειλειόν, οῦ (τό)
- στειλειός, οῦ (ὁ)
- στειλεός, οῦ (ὁ)
- στεινόπορος, ος, ον
- στεινός, ή, όν
- στεῖνος, εος-ους (τό)
- στείνω
- στεινωπός, ός, όν
- στειπτός, ή, όν
- στεῖρα1, ας (ἡ)
- στεῖρα2, ας
- στυπτηρίη, ης (ἡ)
- στείχω
- στελγίς, ίδος (ἡ)
- στελεά, ᾶς (ἡ)
- στελεόν, οῦ (τό)
- στελεός, οῦ (ὁ)
- στέλεχος1, ου (ὁ)
- στέλεχος2, εος-ους (τό)
- στελέω
- στελίδιον, ου (τό)
- στέλλω
- στέμμα, ατος (τό)
- Στενά, ῶν (τά)
- στέναγμα, ατος (τό)
- στεναγμός, οῦ (ὁ)
- στενάζω
- στενακτός, ή, όν
- στενάχεσκε
- στενάχεσχ᾽
- στεναχίζω
- στενάχω
- στενή, ῆς (ἡ)
- στενόπορθμος, ος, ον
- στενόπορος, ος, ον
- στενός, ή, όν
- στένος, εος-ους (τό)
- στενότης, ητος (ἡ)
- στενοχωρέω-ῶ
- στενοχωρία, ας (ἡ)
- στενοχώρος, ος, ον
- στένω
- στενωπή, ῆς (ἡ)
- στενωπός, ός, όν
- Στεπτήριον, ου (τό)
- στέργηθρον, ου (τό)
- στέργημα, ατος (τό)
- στέργω
- στερείς, εῖσα, έν
- στερεός, ά, όν
- στερεότης, ητος (ἡ)
- στερεόφρων, ων, ον
- στερεόω-ῶ
- στερέω-ῶ
- στερέωμα, ατος (τό)
- στερεῶς
- στέρησις, εως (ἡ)
- στερητικός, ή, όν
- στερίσκω
- στέριφος, η, ον
- στερκτικός, ή, όν
- στερκτός, ή, όν
- στερνοκοπέομαι-οῦμαι
- στέρνον, ου (τό)
- στερνοτυπέομαι-οῦμαι
- στερνοκτυπέω-ῶ
- στερνοτυπία, ας (ἡ)
- στερνοῦχος, ος, ον
- στέρομαι
- στεροπή, ῆς (ἡ)
- στεροπηγερέτα (ὁ)
- στέροψ, οπος
- στερρός, ά, όν
- στερρότης, ητος (ἡ)
- στερρῶς
- στερχθείς, εῖσα, έν
- στερῶ
- στεῦμαι
- στεφάνη, ης (ἡ)
- στεφανηπλοκέω-ῶ
- στεφανηπλόκος, ος, ον
- στεφανηφορία, ας (ἡ)
- στεφανηφόρος, ος, ον
- στεφανίας, ου (ὁ)
- στεφανίτης, ου
- στεφανόπωλις, ιδος (ἡ)
- στέφανος, ου (ὁ)
- στεφανόω-ῶ
- στεφανώδης, ης, ες
- στεφάνωμα, ατος (τό)
- στεφανωτρίς, ίδος
- στεφηπλόκος, ος, ον
- στέφος, εος-ους (τό)
- στέφω
- στέωμεν
- στῆ
- στῇ
- στήῃς, στήῃ
- στήθεσσιν
- στέθεσφιν
- στῆθι
- στῆθος, εος-ους (τό)
- στήκω
- στήλη, ης (ἡ)
- στηλιτεύω
- στηλίτης, ου
- στήμεναι
- στημονώδης, ης, ες
- στημορραγέω-ῶ
- στήμων, ονος (ὁ)
- στῆν
- στήριγμα, ατος (τό)
- στηριγμός, οῦ (ἡ)
- στῆριγξ, ιγγος (ἡ)
- στηρίζω
- στησάμην
- στῆσαι
- Στήσιος, ου (ὁ)
- στήσομαι
- στήωσι
- στιβάδιον, ου (τό)
- στιβαρός, ά, όν
- στιβαρῶς
- στιβάς, άδος (ἡ)
- στιβεύω
- στιβέω-ῶ
- στίβη, ης (ἡ)
- στίβος, ου (ὁ)
- στιγεύς, έως (ὁ)
- στίγμα, ατος (τό)
- στιγμαῖος, α, ον
- στιγματηφορέω-ῶ
- στιγματίας, ου (ὁ)
- στιγμή, ῆς (ἡ)
- στιγμιαῖος, α, ον
- στιγμός, οῦ (ὁ)
- στίζω
- στικτός, ή, όν
- στιλβηδών, όνος (ἡ)
- στιλβός, ή, όν
- στιλβότης, ητος (ἡ)
- στίλβω
- Στίλβων, οντος (ὁ)
- στίλη, ης (ἡ)
- στιλπνός, ή, όν
- στιλπνότης, ητος (ἡ)
- στίξ, στιχός (ἡ)
- στιπτός, ή, όν
- στῖφος, εος-ους (τό)
- στιχάω-ῶ
- στιχίδιον, ου (τό)
- στιχοποιΐα, ας (ἡ)
- στιχοποιός, οῦ (ὁ)
- στίχος, ου (ὁ)
- στλεγγίς, ίδος (ἡ)
- στοά, ᾶς (ἡ)
- στοιβάζω
- στοιβή, ῆς (ἡ)
- Στοϊκός, ή, όν
- στοιχεῖον, ου (τό)
- στοιχειόω-ῶ
- στοιχειώδης, ης, ες
- στοιχέω-ῶ
- στοιχηγορέω-ῶ
- στοιχίδιον, ου (τό)
- στοιχίζω
- στοῖχος, ου (ὁ)
- στολά
- στολάς, άδος
- στολή, ῆς (ἡ)
- στολιδωτός, ή, όν
- στολίζω
- στολίς, ίδος (ἡ)
- στόλισμα, ατος (τό)
- στολιστήριον, ου (τό)
- στολιστής, οῦ (ὁ)
- στολμός, οῦ (ὁ)
- στόλος, ου (ὁ)
- στόμα, ατος (τό)
- στόμαργος, ος, ον
- στομαχικός, ή, όν
- στόμαχος, ου (ὁ)
- στόμιον, ου (τό)
- στομόω-ῶ
- στόμωμα, ατος (τό)
- στόμωσις, εως (ἡ)
- στοναχέω-ῶ
- στοναχή, ῆς (ἡ)
- στοναχίζω
- στονόεις, όεσσα, όεν
- στόνος, ου (ὁ)
- στοργή, ῆς (ἡ)
- στορέννυμι
- στόρνυμι
- στοχάζομαι
- στοχασμός, οῦ (ὁ)
- στοχαστικός, ή, όν
- στοχαστικῶς
- στόχος, ου (ὁ)
- στραγγάλη, ης (ἡ)
- στραγγαλιάω-ῶ
- στραγγαλλίζω
- στραγγαλίς, ίδος (ἡ)
- στράγγευμα, ατος (τό)
- στραγγεύομαι
- στραγγουρία, ας (ἡ)
- στραγγουρικός, ή, όν
- στράγξ, στραγγός (ἡ)
- στράπτω
- στρατάρχης, ου (ὁ)
- στρατάομαι
- στρατεία, ας (ἡ)
- στράτευμα, ατος (τό)
- στρατεύσιμος, ος, ον
- στράτευσις, εως (ἡ)
- στρατευτέον
- στρατεύω
- στρατηγεῖον, ου (τό)
- στρατηγέτης, ου (ὁ)
- στρατηγέω-ῶ
- στρατήγημα, ατος (τό)
- στρατηγία, ας (ἡ)
- στρατηγιάω-ῶ
- στρατηγίη, ης (ἡ)
- στρατηγικός, ή, όν
- στρατήγιον, ου (τό)
- στρατηγίς, ίδος
- στρατηγός, οῦ (ὁ, ἡ)
- στρατηΐη, ης (ἡ)
- στρατηλασία, ας (ἡ)
- στρατηλατέω-ῶ
- στρατηλάτης, ου (ὁ)
- στρατιά, ᾶς (ἡ)
- στρατίαρχος, ου (ὁ)
- στρατιή, ῆς (ἡ)
- στράτιος, α, ον
- στρατιώτης, ου (ὁ)
- στρατιωτικός, ή, όν
- στρατιωτικῶς
- στρατιῶτις, ιδος
- στρατολογέω-ῶ
- στρατόμαντις, εως (ὁ)
- Στρατόπεδα, ων (τά)
- στρατοπεδάρχης, ου (ὁ)
- στρατοπεδεία, ας (ἡ)
- στρατοπέδευσις, εως (ἡ)
- στρατοπεδεύω
- στρατόπεδον, ου (τό)
- στρατός, οῦ (ὁ)
- στρατόφι
- στρατόομαι-οῦμαι
- στραφείς, στραφῆναι
- στρέβλη, ης (ἡ)
- στρεβλός, ή, όν
- στρεβλότης, ητος (ἡ)
- στρεβλόω-ῶ
- στρέβλωσις, εως (ἡ)
- στρέμμα, ατος (τό)
- στρέπταιγλος, ος, ον
- στρεπτός, ή, όν
- στρεπτοφόρος, ος, ον
- στρεύγομαι
- στρεφεδινέω-ῶ
- στρέφω
- στρέψασκον
- στρηνιάω-ῶ
- στρῆνος, εος-ους (τό)
- στριφνός, ή, όν
- στροβέω-ῶ
- στροβητός, ή, όν
- στροβιλοειδής, ής, ές
- στρόβιλος, ου (ὁ)
- στροβιλόω-ῶ
- στροβιλώδης, ης, ες
- στρόβος, ου (ὁ)
- στρογγυλαίνω
- στρογγυλοειδής, ής, ές
- στρογγύλος, η, ον
- στρογγυλόω-ῶ
- στρογγύλως
- στρόμβος, ου (ὁ)
- στρουθίον, ου (τό)
- Στρουθοβάλανοι, ων (οἱ)
- στρουθοκέφαλος, ος, ον
- στρουθός, οῦ (ὁ, ἡ)
- στροφαῖος, α, ον
- στροφάλιγξ, ιγγος (ἡ)
- στροφαλίζω
- στροφάς, άδος
- στροφεῖον, ου (τό)
- στροφή, ῆς (ἡ)
- στρόφιγξ, ιγγος (ὁ)
- στρόφιον, ου (τό)
- στροφοδινέω-ῶ
- στρόφος, ου (ὁ)
- Στρυμονίας, ου
- Στρυμόνιος, α, ον
- Στρυμών, όνος (ὁ)
- στρυφνός, ή, όν
- στρυφνότης, ητος (ἡ)
- στρυφνόω-ῶ
- στρῶμα, ατος (τό)
- στρωμάτιον, ου (τό)
- στρωματόδεσμον, ου (τό)
- στρωματόδεσμος, ου (ὁ)
- στρωματοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- στρωμνή, ῆς (ἡ)
- στρώννυμι
- στρωννύω
- στρῶσον
- στρώτης, ου (ὁ)
- στρωτός, ή, όν
- στρωφάω-ῶ
- στυγάνωρ, ορος
- στυγέῃσι
- στυγερός, ά, όν
- στυγερῶς
- στυγέω-ῶ
- στύγημα, ατος (τό)
- στυγητός, ή, όν
- Στύγιος, α, ον
- στυγνάζω
- στυγνός, ή, όν
- στυγνότης, ητος (ἡ)
- στύγος, εος-ους (τό)
- στυλίς, ίδος (ἡ)
- στῦλος, ου (ὁ)
- Στυμφάλιος, α, ον
- Στυμφαλίς, ίδος
- Στύμφαλος, ου (ἡ)
- Στυμφήλιος, η, ον
- στύξ, στυγός (ἡ)
- στύξαι
- στυππεῖον, ου (τό)
- στυπτηρία, ας (ἡ)
- στυράκιον, ου (τό)
- στύραξ1, ακος (ὁ)
- στύραξ2, ακος (ὁ)
- στυφελίζω
- στυφελός, ή, όν
- στυφλός, ός, όν
- στυφότης, ητος (ἡ)
- στύφω
- στύω
- Στωϊκός, ή, όν
- στωμυλία, ας (ἡ)
- στωμύλλω
- στώμυλμα, ατος (τό)
- στωμύλος, ος, ον
- σύ
- Σύβαρις, εως (ἡ)
- Συβαρίτης, ου (ὁ)
- συβαριτικός, ή, όν
- Συβαρῖτις, ιδος
- συβόσιον, ου (τό)
- συβώτης, ου (ὁ)
- συβωτικός, ή, όν
- συγγάμος, ος, ον
- συγγένεια, ας (ἡ)
- συγγενής, ής, ές
- συγγενικός, ή, όν
- συγγενίς, ίδος (ἡ)
- συγγέρων, οντος (ὁ)
- συγγέωργος, ου (ὁ)
- συγγηράσκω
- συγγίγνομαι
- συγγιγνώσκω
- συγγίνομαι
- συγγινώσκω
- σύγγνοια, ας (ἡ)
- συγγνώμη, ης (ἡ)
- συγγνωμονικός, ή, όν
- συγγνωμοσύνη, ης (ἡ)
- συγγνώμων, ων, ον
- συγγνωστός, ός, όν
- συγγομφόω-ῶ
- σύγγονος, ος, ον
- σύγγραμμα, ατος (τό)
- συγγραφεύς, έως (ὁ)
- συγγραφή, ῆς (ἡ)
- συγγραφικός, ή, όν
- συγγραφικῶς
- συγγράφω
- συγγυμνάζω
- συγγυμνασία, ας (ἡ)
- συγγυμναστής, οῦ (ὁ)
- σύγε
- συγκαθαγίζω
- συγκαθαιρέω-ῶ
- συγκαθαρμόζω
- συγκαθέζομαι
- συγκαθείργω
- συγκαθέλκω
- συγκαθεύδω
- συγκάθημαι
- συγκαθιδρύω
- συκαθιερόω-ῶ
- συγκαθίζω
- συγκαθίημι
- συγκαθίστημι
- συγκαθοσιόω-ῶ
- συγκαίω
- συγκακοπαθέω-ῶ
- συγκακουχέομαι-οῦμαι
- συγκαλέω-ῶ
- συγκαλινδέομαι-οῦμαι
- συγκαλυπτέος, α, ον
- συγκαλυπτός, ή, όν
- συγκαλύπτω
- συγκάμνω
- συγκάμπτω
- συγκασιγνήτη, ης (ἡ)
- σύγκασις, ιος (ἡ)
- συγκαταβαίνω
- συγκαταβάλλω
- συγκαταβιόω-ῶ
- συγκαταγηράσκω
- συγκαταγομφόω-ῶ
- συγκατάγω
- συγκαταδιώκω
- συγκαταδουλόω-ῶ
- συγκαταδύνω
- συγκαταδύομαι
- συγκαταζάω-ῶ
- συγκαταζεύγνυμι
- συγκαταθάπτω
- συγκατάθεσις, εως (ἡ)
- συγκαταθετικός, ή, όν
- συγκαταθέω
- συγκαταίθω
- συγκαταινέω-ῶ
- συγκάταινος, ος, ον
- συγκαταιρέω
- συγκατακαίω
- συγκατάκειμαι
- συγκατακλείω
- συγκατακληΐω
- συγκατακλίνω
- συγκατάκλισις, εως (ἡ)
- συγκατακόπτω
- συγκατακοσμέω-ῶ
- συγκατακτάομαι-ῶμαι
- συγκατακτείνω
- συγκαταλαμβάνω
- συγκαταλέγω
- συγκαταλείπω
- συγκαταλύω
- συγκαταμίγνυμι
- συγκατανέμω
- συγκατανεύω
- συγκαταπλέκω
- συγκαταριθμέω-ῶ
- συγκαταρρίπτω
- συγκατασβέννυμι
- συγκατασκεδάννυμαι
- συγκατασκευάζω
- συγκατασκηνόω-ῶ
- συγκατασκήπτω
- συγκατασπάω-ῶ
- συγκαταστασιάζω
- συγκαταστρέφω
- συγκατασχηματίζομαι
- συγκατατάσσω
- συγκατατήκομαι
- συγκατατίθημι
- συγκατατρώγω
- συγκαταφαγεῖν
- συγκαταφέρω
- συγκαταφλέγω
- συγκαταψηφίζομαι
- συγκατέδομαι
- συγκάτειμι
- συγκατείργω
- συγκατεξανίσταμαι
- συγκατεργάζομαι
- συγκατεσθίω
- συγκατευθύνω
- συγκατεύχομαι
- συγκατηγορέω-ῶ
- συγκάτημαι
- συγκατοικέω-ῶ
- συγκατοικίζω
- συγκατοικτίζομαι
- συγκατορθόω-ῶ
- συγκατορύσσω
- συγκαττύω
- συγκάω
- σύγκειμαι
- συγκέκλημαι
- συγκέκλῃμαι
- συγκεκροτημένως
- συγκελεύω
- συγκεντέω-ῶ
- συγκεράννυμι
- συγκεχυμένος
- συγκεφαλαιόω-ῶ
- συγκηδεύω
- συγκινδυνεύω
- συγκινέω-ῶ
- συγκλαίω
- σύγκλεισις, εως (ἡ)
- συγκλειστός, ός, όν
- συγκλείω
- συγκληΐω
- συγκληρονόμος, ος, ον
- σύγκληρος, ος, ον
- συγκληρόω-ῶ
- συγκλητικός, ή, όν
- σύγκλητος, ος, ον
- συγκλινίαι, ῶν (αἱ)
- συγκλίνω
- σύγκλισις, εως (ἡ)
- συγκλίτης, ου (ὁ)
- συγκλονέω-ῶ
- συγκλύζω
- σύγκλυς, υδος
- συγκοιμάομαι-ῶμαι
- σύγκοινος, ος, ον
- συγκοινόομαι-οῦμαι
- συγκοινωνέω-ῶ
- συγκοινωνός, ός, όν
- σύγκοιτος, ος, ον
- συγκολλάω-ῶ
- συγκομιδή, ῆς (ἡ)
- συγκομίζω
- συγκονιόομαι-οῦμαι
- συγκοπή, ῆς (ἡ)
- συγκόπτω
- συγκοσμέω-ῶ
- συγκουφίζω
- σύγκραμα, ατος (τό)
- συγκραματικός, ή, όν
- σύγκρασις, εως (ἡ)
- συγκρατέω-ῶ
- συγκρατύνω
- συγκρέκω
- συγκρητίζω
- συγκρητισμός, οῦ (ὁ)
- σύγκριμα, ατος (τό)
- συγκριμάτιον, ου (τό)
- συγκρίνω
- σύγκρισις, εως (ἡ)
- συγκριτικός, ή, όν
- συγκροτέω-ῶ
- σύγκρουσις, εως (ἡ)
- συγκρουσμός, οῦ (ὁ)
- συγκρούω
- συγκρύπτω
- συγκτάομαι-ῶμαι
- συγκτίζω
- συγκτίστης, ου (ὁ)
- συγκυβεύω
- συγκυκάω-ῶ
- συγκυναγός
- συγκυνηγετέω-ῶ
- συγκυνηγέω-ῶ
- συγκυνηγός, οῦ (ὁ, ἡ)
- συγκύπτω
- συγκυρέω-ῶ
- συγκυρία, ας (ἡ)
- συγκωμῳδέω
- συγξαίνω
- συγξέω
- συγχαίρω
- συγχειμάζω
- συγχειροπονέω-ῶ
- συγχέω
- συγχορεύω
- συγχορηγέω-ῶ
- συγχόω
- συγχράομαι-ῶμαι
- σύγχροος, ος, ον
- συγχρώζω
- συγχύνω
- σύγχυσις, εως (ἡ)
- συγχυτικός, ή, όν
- σύγχυτο
- συγχώννυμι
- συγχωρέω-ῶ
- συγχώρημα, ατος (τό)
- συγχώρησις, εως (ἡ)
- συγχωρετέος, α, ον
- σύδην
- σύειος, α, ον
- σύεσσι
- συζάω-ῶ
- συζεύγνυμι
- σύζευξις, εως (ἡ)
- συζῆν
- συζητέω-ῶ
- συζήτησις, εως (ἡ)
- συζητητής, οῦ (ὁ)
- συζυγέω-ῶ
- συζυγία, ας (ἡ)
- συζύγιος, α, ον
- σύζυγος, ος, ον
- σύζυξ, υγος
- συζωοποιέω-ῶ
- Συέννεσις, ιος (ὁ)
- συηνία, ας (ἡ)
- σύθην
- συκαλίς, ίδος (ἡ)
- συκαμινέα, ας (ἡ)
- συκάμινον, ου (τό)
- συκάμινος, ου (ὁ, ἡ)
- συκέα, ας (ἡ)
- συκῆ, ῆς (ἡ)
- σύκινος, η, ον
- συκομορέα, ας (ἡ)
- σῦκον, ου (τό)
- συκοτράγος, ος, ον
- συκοφαντέω-ῶ
- συκοφάντημα, ατος (τό)
- συκοφάντης, ου (ὁ)
- συκοφαντία, ας (ἡ)
- συκοφαντικῶς
- συκοφάντρια, ας (ἡ)
- σύλα1
- σῦλα2, ων (τά)
- συλαγωγέω-ῶ
- συλάω-ῶ
- συλεύω
- σύλη, ης (ἡ)
- συλήτωρ, ορος (ὁ)
- συλλαβή, ῆς (ἡ)
- συλλαβίζω
- συλλαγχάνω
- συλλαλέω-ῶ
- συλλαμβάνω
- συλλάμπω
- σύλλαμψις, εως (ἡ)
- Σύλλας, α (ὁ)
- συλλατρεύω
- συλλέγω
- συλλείβω
- σύλλεκτρος, ος, ον
- συλλήβδην
- σύλληξις, εως (ἡ)
- συλληπτέος, α, ον
- συλλήπτρια, ας (ἡ)
- συλλήπτωρ, ορος (ὁ)
- σύλληψις, εως (ἡ)
- συλλιπαίνομαι
- συλλογή, ῆς (ἡ)
- συλλογίζομαι
- συλλογιμαῖος, α, ον
- συλλογισμός, οῦ (ὁ)
- σιλλογιστικός, ή, όν
- συλλογιστικῶς
- σύλλογος, ου (ὁ)
- συλλούομαι
- συλλοχία, ας (ἡ)
- συλλοχίζω
- συλλοχίτης, ου (ὁ)
- συλλυπέω-ῶ
- συλλύω
- σῦλον, ου (τό)
- Συλοσῶν, ῶντος (ὁ)
- σῦμα, ατος (τό)
- συμβαδίζω
- συμβαίνω
- συμβάλλω
- σύμβαμα, ατος (τό)
- συμβάς, ᾶσα, άν
- συμβασείω
- συμβασιλεύω
- σύμβασις, εως (ἡ)
- συμβατήριος, ος, ον
- συμβατικός, ή, όν
- συμβατικῶς
- συμβατός, ή, όν
- συμβεβάναι
- συμβιβάζω
- συμβιβαστικός, ή, όν
- συμβιβῶ
- σύμβιος, ος, ον
- συμβιόω-ῶ
- συμβίωσις, εως (ἡ)
- συμβιωτής, οῦ (ὁ)
- συμβλήμην, ησο, ητο
- συμβλήσεαι
- συμβλητός, ή, όν
- συμβοάω-ῶ
- συμβοήθεια, ας (ἡ)
- συμβοηθέω-ῶ
- συμβόλαιον, ου (τό)
- συμβόλαιος, α, ον
- συμβολεύω
- συμβολέω-ῶ
- συμβολή, ῆς (ἡ)
- συμβολικός, ή, όν
- συμβολικῶς
- σύμβολον, ου (τό)
- σύμβολος, ου (ὁ)
- συμβούλευμα, ατος (τό)
- συμβουλευτέος, α, ον
- συμβουλευτικός, ή, όν
- συμβουλεύω
- συμβουλή, ῆς (ἡ)
- συμβουλία, ας (ἡ)
- συμβούλιον, ου (τό)
- συμβούλομαι
- σύμβουλος, ου (ὁ, ἡ)
- σύμβωμος, ος, ον
- Συμεών, ῶνος (ὁ)
- Σύμη, ης (ἡ)
- Σύμηθεν
- συμμαθητής, οῦ (ὁ)
- συμμαίνομαι
- συμμανθάνω
- συμμάρπτω
- συμμαρτυρέω-ῶ
- συμμάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
- συμμαστιγόω-ῶ
- συμμαχέω-ῶ
- συμμαχία, ας (ἡ)
- συμμαχικός, ή, όν
- συμμαχικῶς
- συμμαχίς, ίδος
- συμμάχομαι
- σύμμαχος, ος, ον
- συμμεθίστημι
- συμμεθύσκομαι
- σύμμεικτος, ος, ον
- συμμελαίνομαι
- συμμελής, ής, ές
- συμμένω
- συμμερίζω
- συμμεταβαίνω
- συμμεταβάλλω
- συμμετακοσμέω-ῶ
- συμμετασχηματίζω
- συμμεταφέρω
- συμμετέχω
- συμμετίσχω
- συμμετοικέω-ῶ
- συμμέτοχος, ος, ον
- συμμετρέω-ῶ
- συμμέτρησις, εως (ἡ)
- συμμετρία, ας (ἡ)
- σύμμετρος, ος, ον
- συμμέτρως
- συμμητιάομαι-ῶμαι
- συμμηχανάομαι-ῶμαι
- σύμμιγα
- συμμιγής, ής, ές
- σύμμιγμα, ατος (τό)
- συμμίγνυμι
- συμμιγνύω
- σύμμικτος, ος, ον
- συμμιμέομαι-οῦμαι
- συμμιμητής, οῦ (ὁ)
- σύμμιξις, εως (ἡ)
- συμμίσγω
- συμμνημονεύω
- συμμοιράω-ῶ
- συμμονή, ῆς (ἡ)
- συμμορία, ας (ἡ)
- σύμμορος, ος, ον
- συμμορφίζομαι
- σύμμορφος, ος, ον
- συμμορφόομαι-οῦμαι
- συμμοχθέω-ῶ
- συμμυέω-ῶ
- συμμύω
- συμπάθεια, ας (ἡ)
- συμπαθέω-ῶ
- συμπαθής, ής, ές
- συμπαθῶς
- συμπαιδεύω
- συμπαίζω
- συμπαιστής, οῦ (ὁ)
- συμπαίω
- συμπαλαίω
- συμπανουργέω-ῶ
- συμπαραβύω
- συμπαραγγέλλω
- συμπαραγίγνομαι
- συμπαραθέω-ῶ
- συμπαρακαλέω-ῶ
- συμπαρακαλεύομαι
- συμπαρακολουθέω-ῶ
- συμπαρακομίζω
- συμπαρακύπτω
- συμπαραλαμβάνω
- συμπαραμένω
- συμπαραμειγνύω
- συμπαρανεύω
- συμπαρανήχομαι
- συμπαραπέμπω
- συμπαρασκευάζω
- συμπαραστατέω-ῶ
- συμπαραστάτης, ου (ὁ)
- συμπαρατάσσομαι
- συμπαρατρέφω
- συμπαρατρέχω
- συμπαρατροχάζω
- συμπαραφέρω
- συμπάρειμι1
- συμπάρειμι2
- συμπαρεισέρχομαι
- συμπαρέπομαι
- συμπαρέχω
- συμπαρήκω
- συμπάρθενος, ου (ἡ)
- συμπαρίπταμαι
- συμπαρίστημι
- συμπαρολισθαίνω
- συμπαρομαρτέω-ῶ
- συμπαροξύνω
- συμπαρορμάω-ῶ
- σύμπας, -πασα, -παν
- συμπάσσω
- συμπάσχω
- συμπατέω-ῶ
- συμπατριώτης, ου (ὁ)
- συμπεδάω-ῶ
- συμπείθω
- συμπείρω
- συμπέμπω
- συμπενθέω-ῶ
- συμπεραίνω
- συμπέρασμα, ατος (τό)
- συμπεριάγω
- συμπεριαγωγός, ός, όν
- συμπεριέλκω
- συμπεριέχω
- συμπεριθέω
- συμπεριλαμβάνω
- συμπερινοστέω-ῶ
- συμπεριπατέω-ῶ
- συμπεριπλέκω
- συμπεριπλοκή, ῆς (ἡ)
- συμπεριπολέω-ῶ
- συμπεριστρέφω
- συμπεριτειχίζω
- συμπεριτίθημι
- συμπεριτρέχω
- συμπεριτυγχάνω
- συμπεριφαντάζομαι
- συμπεριφέρω
- συμπεριφθείρομαι
- συμπεριφορά, ᾶς (ἡ)
- συμπερονάω-ῶ
- συμπέτομαι
- συμπήγνυμι
- σύμπηκτος, ος, ον
- σύμπηξις, εως (ἡ)
- συμπιέζω
- συμπιλέω-ῶ
- συμπίλησις, εως (ἡ)
- συμπίνω
- συμπίπρημι
- συμπίπτω
- συμπίτνω
- συμπλανάομαι-ῶμαι
- συμπλαταγέω-ῶ
- συμπλέκω
- συμπλέω
- σύμπλεως, ως, ων
- συμπληγάς, άδος (ἡ)
- συμπληθύνω
- συμπληθύω
- σύμπληξις, εως (ἡ)
- συμπληρόω-ῶ
- συμπληρωτικός, ή, όν
- συμπλήσσω
- συμπλοκή, ῆς
- σύμπλοος, ου (ὁ)
- συμπλώω
- συμπνέω
- συμπνίγω
- σύμπνοος, ος, ον
- συμποδίζω
- συμπολεμέω-ῶ
- συμπολιορκέω-ῶ
- συμπολιτεύω
- συμπολίτης, ου (ὁ)
- συμπομπεύω
- συμπονέω-ῶ
- συμπονηρεύομαι
- συμπορεύομαι
- συμπορίζω
- συμποσία, ας (ἡ)
- συμποσιακός, ή, όν
- συμποσιαρχέω-ῶ
- συμποσιάρχης, ου (ὁ)
- συμποσιαρχία, ας (ἡ)
- συμποσίαρχος, ου (ὁ)
- συμπόσιον, ου (τό)
- συμπότης, ου (ὁ)
- συμποτικός, ή, όν
- συμπραγματεύομαι
- συμπράκτωρ, ορος (ὁ)
- συμπράσσω
- συμπρεπής, ής, ές
- συμπρέπω
- συμπρεσβευτής, οῦ (ὁ)
- συμπρεσβεύω
- σύμπρεσβυς, εως (ὁ)
- συμπρεσβύτερος, ου (ὁ)
- συμπρήκτωρ, ορος (ὁ)
- συμπρήσσω
- συμπρίω
- συμπροάγω
- συμπροθυμέομαι-οῦμαι
- συμπροπέμπω
- συμπροσίσχομαι
- συμπροφητεύω
- συμπτύσσω
- σύμπτωμα, ατος (τό)
- σύμπτωσις, εως (ἡ)
- συμφάναι
- συμφαντάζομαι
- συμφέρει, συμφέρον
- συμφερόντως
- συμφερτός, ή, όν
- συμφέρω
- συμφεύγω
- σύμφημι
- συμφθέγγομαι
- συμφθείρω
- συμφθίνω
- σύμφθογγος, ος, ον
- συμφιλέω-ω
- συμφιλοκαλέω-ῶ
- συμφιλονικέω-ῶ
- συμφιλοσοφέω-ῶ
- συμφιλοτιμέομαι-οῦμαι
- συμφλέγω
- συμφλυαρέω-ῶ
- συμφοβέω-ῶ
- συμφοιτάω-ῶ
- συμφοίτησις, εως (ἡ)
- συμφοιτητής, οῦ (ὁ)
- συμφονεύω
- συμφορά, ᾶς (ἡ)
- συμφορεύς, έως (ὁ)
- συμφορέω-ῶ
- συμφορή, ῆς (ἡ)
- συμφόρημα, ατος (τό)
- συμφόρησις, εως (ἡ)
- συμφορητός, ή, όν
- σύμφορος, ος, ον
- συμφορτίζω
- συμφόρως
- συμφράδμων, ονος
- συμφράζω
- συμφράσσατο
- συμφράσσω
- συμφρονέω-ῶ
- συμφροντίζω
- σύμφρουρος, ος, ον
- σύμφρων, ων, ον
- συμφυγάς, άδος (ὁ, ἡ)
- συμφυής, ής, ές
- συμφυΐα, ας (ἡ)
- συμφύλαξ, ακος (ὁ)
- συμφυλάσσω
- σύμφυλος, ος, ον
- συμφυλέτης, ου (ὁ)
- συμφῦναι
- συμφυράω-ῶ
- σύμφυρτος, ος, ον
- συμφύρω
- συμφυσάω-ῶ
- σύμφυσις, εως (ἡ)
- συμφυτεύω
- σύμφυτος, ος, ον
- συμφύω
- συμφυῶς
- συμφωνέω-ῶ
- συμφώνησις, εως (ἡ)
- συμφωνία, ας (ἡ)
- σύμφωνος, ος, ον
- συμφωτίζομαι
- συμψάω-ῶ
- συμψεύδομαι
- συμψηφίζω
- σύμψηφος, ος, ον
- συμψιθυρίζω
- σύμψυχος, ος, ον
- σύν
- συναβολέω-ῶ
- συναγανακτέω-ῶ
- συνάγγελος, ου (ὁ)
- συναγγία, ας (ἡ)
- συναγείρω
- συναγελάζω
- συναγελασμός, οῦ (ὁ)
- συναγελαστικός, ή, όν
- συνάγκεια, ας (ἡ)
- συνάγνυμι
- συναγοράζω
- συναγορεύω
- συναγρόμενοι
- συνάγχη, ης (ἡ)
- συνάγω
- συναγωγεύς, έως (ὁ)
- συναγωγή, ῆς (ἡ)
- συναγωγία, ας (ἡ)
- συναγωγός, ός, όν
- συναγωνιάω-ῶ
- συναγωνίζομαι
- συναγωνιστής, οῦ
- συνάδελφος, ος, ον
- συναδικέω-ῶ
- συναδοξέω-ῶ
- συνᾴδω
- συναείδω
- συναείρω
- συναθλέω-ῶ
- συναθροίζω
- συναθροισμός, ου (ὁ)
- συναιθριάζω
- σύναιμος, ος, ον
- συναίνεσις, εως (ἡ)
- συναινέω-ῶ
- συναίνυμαι
- συναίρεσις, εως (ἡ)
- συναιρέω-ῶ
- συναίρω
- συναισθάνομαι
- συναίσθησις, εως (ἡ)
- συναιτιάομαι-ῶμαι
- συναίτιος, ος, ον
- συναιχμάλωτος, ος, ον
- συναιωρέομαι-οῦμαι
- συνακμάζω
- συνακολασταίνω
- συνακολουθέω-ῶ
- συνακούω
- συνακτέον
- συνακτικός, ή, όν
- συναλγέω-ῶ
- συναλεαίνω
- συναλγηδών, όνος
- συναλείφω
- συναληθεύω
- συναλίζω
- συναλίσκομαι
- συναλλαγή, ῆς (ἡ)
- συνάλλαγμα, ατος (τό)
- συναλλάσσω
- συνάλλομαι
- συναλοάω-ῶ
- συναλύω
- συνάμα
- συναμαρτάνω
- συναμιλλάομαι-ῶμαι
- σύναμμα, ατος (τό)
- συναμπέχω
- συναμύνω
- συναμφότερος, α, ον
- συνάμφω
- συναναβαίνω
- συναναβοάω-ῶ
- συναναβόσκομαι
- συναναγιγνώσκω
- συναναγκάζω
- συνανάγνωσις, εως (ἡ)
- συναναγυμνόω-ῶ
- συνανάγω
- συναναζεύγνυμι
- συναναιρέω-ῶ
- συνανάκειμαι
- συνανακεράννυμαι
- συνανακλίνομαι
- συναναλαμβάνομαι
- συναναλίσκω
- συναναμέλπω
- συναναμίγνυμι
- συναναμιμνῄσκω
- συναναπαύομαι
- συναναπείθω
- συναναπέμπω
- συναναπλέκω
- συναναπληρόω-ῶ
- συναναπράσσω
- συναναρριπτέω-ῶ
- συνανασπάω-ῶ
- συναναστρέφω
- συνανατέλλω
- συνανατήκω
- συνανατίθημι
- συνανατρέχω
- συναναφαίνω
- συναναφέρω
- συναναφθέγγομαι
- συναναφορά, ᾶς (ἡ)
- συναναφύρω
- συναναχρέμπτομαι
- συναναχρώννυμι
- συνανάχρωσις, εως (ἡ)
- συνάνειμι
- συνανθρωπέω-ῶ
- συνανίστημι
- συνανίσχω
- συνανιχνεύω
- συναντάω-ῶ
- συναντέλλω
- συναντέσθην
- συνάντησις, εως (ἡ)
- συναντιάζω
- συναντιλαμβάνομαι
- συνάντομαι
- συνανύτω
- συνανύω
- συναξιόω-ῶ
- συνάορος, ος, ον
- συναπάγω
- συναπαίρω
- συνάπας, -άπασα, -άπαν
- συναπατάω-ῶ
- συναπειλέω-ῶ
- συνάπειμι
- συναπεργάζομαι
- συναπευθύνω
- συναπεχθάνομαι
- συναπίσταμαι
- συναποβαίνω
- συναποβάλλω
- συναπογράφομαι
- συναπόδειξις, εως (ἡ)
- συναποδημέω-ῶ
- συναποδιδράσκω
- συναποδοκιμάζω
- συναποδύομαι
- συναποθνῄσκω
- συναποίσω
- συναποκαλέω-ῶ
- συναποκάμνω
- συναπόκειμαι
- συναποκλίνω
- συναποκόπτω
- συναπολαμβάνω
- συναπολάμπω
- συναπολαύω
- συναπόλλυμι
- συναπομαραίνομαι
- συναπονεύω
- συναποπέμπω
- συναπορρέω
- συναπορρήγνυμι
- συναποσβέννυμι
- συναποστέλλω
- συναποστῆναι
- συναποτίθημαι
- συναποτίκτω
- συναποφαίνω
- συναποφέρω
- συναπτικός, ή, όν
- συνάπτω
- συναπωθέω-ῶ
- συνᾶραι
- συνάραρα
- συναραρίσκω
- συναράσσω
- συναρέσκω
- συνάρηρα
- συναριθμέω-ῶ
- συναριστάω-ῶ
- συνάριστος, ος, ον
- συναρμογή, ῆς (ἡ)
- συναρμόζω
- συναρμολογέω-ῶ
- συναρμοστής, οῦ (ὁ)
- συναρπάζω
- συναρτάω-ῶ
- συνάρτησις, εως (ἡ)
- συναρχαιρεσιάζω
- συνάρχω
- συνασκέω-ῶ
- συνασπιδόω-ῶ
- συνασπίζω
- συνασπισμός, οῦ (ὁ)
- συνασπιστής, οῦ (ὁ)
- συνασχαλάω-ῶ
- συνασχημονέω-ῶ
- συνασχολέομαι-οῦμαι
- συνατιμάζω
- συνατιμόω-ῶ
- συνατυχέω-ῶ
- συναυαίνω
- συναυγασμός, οῦ (ὁ)
- συναύγεια, ας (ἡ)
- συναυδάω-ῶ
- συναυλέω-ῶ
- συναυλία, ας (ἡ)
- συναυλίζομαι
- σύναυλος, ος, ον
- συναυξάνω
- συναύξω
- συναφαιρέω-ῶ
- συνάφεια, ας (ἡ)
- συναφή, ῆς (ἡ)
- συναφίημι
- συναφίστημι
- συναφομοιόω-ῶ
- συναφορίζω
- συναχθῆναι
- συνάχθομαι
- σύναψις, εως (ἡ)
- συνδαΐζω
- συνδαίνυμι
- συνδαίτης, ου (ὁ)
- συνδαίτωρ, ορος (ὁ)
- συνδακρύω
- συνδανείζομαι
- συνδειπνέω-ῶ
- σύνδειπνον, ου (τό)
- σύνδειπνος, ος, ον
- συνδεκάζω
- σύνδενδρος, ος, ον
- συνδέομαι
- σύνδεσις, εως (ἡ)
- σύνδεσμα, ων (τά)
- σύνδεσμος, ου (ὁ)
- συνδεσμώτης, ου (ὁ)
- συνδετικός, ή, όν
- σύνδετος, ος, ον
- συνδέω
- σύνδηλος, ος, ον
- συνδηλόω-ῶ
- συνδημαγωγέω-ῶ
- συνδιαβαίνω
- συνδιαβάλλω
- συνδιαβιβάζω
- συνδιαγιγνώσκω
- συνδιάγω
- συνδιαιρέω-ῶ
- συνδιαιτάω-ῶ
- συνδιαίτησις, εως (ἡ)
- συνδιακαίω
- συνδιακινδυνεύω
- συνδιακομίζω
- συνδιακοσμέω-ῶ
- συνδιάκτορος, ου (ὁ)
- συνδιάληψις, εως (ἡ)
- συνδιαλλάσσω
- συνδιαλύω
- συνδιαμαρτάνω
- συνδιαμένω
- συνδιανέμω
- συνδιαπλέω
- συνδιαπολεμέω-ῶ
- συνδιαπορέω-ῶ
- συνδιαπράσσω
- συνδιασκοπέω-ῶ
- συνδιαστρέφω
- συνδιασῴζω
- συνδιαταλαιπωρέω-ῶ
- συνδιαταράσσω
- συνδιατείνω
- συνδιατελέω-ῶ
- συνδιατίθημι
- συνδιατρέπομαι
- συνδιατρέφω
- συνδιατρίβω
- συνδιαφέρω
- συνδιαφθείρω
- συνδιαφυλάσσω
- συνδιαχειμάζω
- συνδιαχειρίζω
- συνδιαχέω
- συνδίδωμι
- συνδιεκπίπτω
- συνδιέξειμι
- συνδιημέρευσις, εως (ἡ)
- συνδιημερεύω
- συνδιήνεικα
- συνδικέω-ῶ
- σύνδικος, ου (ὁ, ἡ)
- συνδίκως
- συνδιοράω-ῶ
- συνδισκεύω
- συνδιώκω
- συνδοκέω-ῶ
- συνδοκιμάζω
- συνδοξάζω
- συνδόξαν
- συνδουλεύω
- συνδούλη, ης (ἡ)
- σύνδουλος, ου (ὁ, ἡ)
- συνδραμεῖν
- συνδράω-ῶ
- συνδρομάς, άδος
- συνδρομή, ῆς (ἡ)
- σύνδρομος, ος, ον
- συνδρόμως
- συνδυάζω
- συνδυάς, άδος
- συνδυασμός, οῦ (ὁ)
- σύνδυο
- συνέαξαν
- συνεαρίζω
- συνέβησαν
- συνέγγιστα
- συνεγγράφω
- συνεγγυάω-ῶ
- σύνεγγυς
- συνεγείρω
- συνεδρεύω
- συνεδρία, ας (ἡ)
- συνέδριον, ου (τό)
- σύνεδρος, ος, ον
- συνεείκοσι,
- συνεέργω
- συνέζευξα
- συνεζήτουν
- συνέηκα
- συνεθέλω
- συνεθίζω
- συνεθιστέον
- συνειδέναι
- συνείδησις, εως (ἡ)
- συνειδήσω
- συνειδώς, υῖα, ός
- συνεῖεν
- συνείκοσι
- συνείλας, ασα, αν
- συνείλεγμαι
- συνειλέω-ῶ
- συνείλησις, εως (ἡ)
- συνείληφα
- συνείληχα
- συνείλκυσα
- συνείλλω
- συνείλοχα
- συνείμαρμαι
- σύνειμι1
- σύνειμι2
- συνειπόμην
- συνεῖπον
- συνείργνυμι
- συνείρηκα
- συνείρω
- συνείς, εῖσα, έν
- συνεισάγω
- συνεισβαίνω
- συνεισβάλλω
- συνείσειμι
- συνεισελαύνω
- συνεισέρχομαι
- συνεισηγέομαι-οῦμαι
- συνεισκρίνομαι
- συνείσομαι
- συνεισπέμπω
- συνεισπίπτω
- συνεισπλέω
- συνεισποιέω-ῶ
- συνεισρέω
- συνεισφέρω
- συνεκβαίνω
- συνεκβάλλω
- συνεκβιβάζω
- συνεκδέχομαι
- συνεκδημέω-ῶ
- συνέκδημος, ου (ὁ)
- συνεκδίδωμι
- συνεκδύομαι
- συνεκθειάζω
- συνεκθερμαίνω
- συνεκκαίδεκα
- συνεκκαίω
- συνεκκαλέομαι-οῦμαι
- συνεκκλησιάζω
- συνεκκομίζω
- συνεκκόπτω
- συνεκκρίνω
- συνεκκρούω
- συνεκλάμπω
- συνεκλέγομαι
- συνεκλείπω
- συνεκλεκτός, ή, όν
- συνεκλύω
- συνεκπέμπω
- συνεκπεπαίνω
- συνεκπέσσω
- συνεκπικραίνω
- συνεκπίνω
- συνεκπίπτω
- συνεκπλέω
- συνεκπλήσσω
- συνεκπλώω
- συνεκπνέω
- συνεκπολεμόω-ῶ
- συνεκπονέω-ῶ
- συνεκπορεύομαι
- συνεκπορίζω
- συνεκποτέα
- συνεκπράσσομαι
- συνεκρήθην
- συνεκσῴζω
- συνεκταπεινόω-ῶ
- συνεκτάσσω
- συνεκτείνω
- συνεκτέμνω
- συνεκτέον
- συνεκτίθημι
- συνεκτιθηνέομαι-οῦμαι
- συνεκτικός, ή, όν
- συνεκτίνω
- συνεκτραχηλίζομαι
- συνεκτραχύνομαι
- συνεκτρέφω
- συνεκτρέχω
- συνέκυρσα
- συνεκφαίνω
- συνεκφέρω
- συνεκφωτίζω
- συνέλασσα
- συνελαύνω
- συνελευθερόω-ῶ
- συνέλευσις, εως (ἡ)
- συνελεύσομαι
- συνελευστικός, ή, όν
- συνέλκω
- συνελών, οῦσα, όν
- συνεμβάλλω
- συνεμβολή, ῆς (ἡ)
- συνεμπίπτω
- συνεμπλέκω
- συνέμπορος, ος, ον
- συνεμφαίνω
- συνεμφέρω
- συνενδίδωμι
- συνένδοσις, εως (ἡ)
- συνενθουσιάω-ῶ
- συνέντασις, εως (ἡ)
- συνεξάγω
- συνεξαιρέω-ῶ
- συνεξαίρω
- συνεξακούω
- συνεξαλείφω
- συνεξαμαρτάνω
- συνεξαμείβω
- συνεξαμιλλάομαι-ῶμαι
- συνεξανθέω-ῶ
- συνεξανίστημι
- συνεξανύτω
- συνεξανύω
- συνεξάπτω
- συνεξατονέω-ῶ
- συνέξειμι
- συνεξελαύνω
- συνεξέρχομαι
- συνεξεσμένος, η, ον
- συνεξετάζω
- συνεξευρίσκω
- συνεξημερόω-ῶ
- συνεξιχνεύω
- συνεξοκέλλω
- συνεξομοιόω-ῶ
- συνεξορθιάζω
- συνεξορμάω-ῶ
- συνεξυγραίνω
- συνεξωθέω-ῶ
- συνεορτάζω
- συνεοχμός, οῦ (ὁ)
- συνεπάγω
- συνεπᾴδω
- συνεπαείδω
- συνεπαινέω-ῶ
- συνέπαινος, ος, ον
- συνεπαίρω
- συνεπαιτιάομαι-ῶμαι
- συνεπαιωρέομαι-οῦμαι
- συνεπακολουθέω-ῶ
- συνεπαμύνω
- συνεπανίσταμαι
- συνεπανορθόω-ῶ
- συνεπάπτομαι
- συνεπείγω
- συνεπεῖδον
- συνέπειμι
- συνεπεισπίπτω
- συνεπεισφέρομαι
- συνεπελαφρύνω
- συνεπερείδω
- συνέπεσον
- συνεπευθύνω
- συνεπεύχομαι
- συνεπευχέω-ῶ
- συνεπιβαίνω
- συνεπιβουλεύω
- συνεπιγαυρόω-ῶ
- συνεπιγραφεύς, έως (ὁ)
- συνεπιγράφω
- συνεπιδίδωμι
- συνεπιθειάζω
- συνεπιθήγω
- συνεπιθορυβέω-ῶ
- συνεπιθρηνέω-ῶ
- συνεπιθρήνησις, εως (ἡ)
- συνεπίθρυψις, εως (ἡ)
- συνεπιθωύσσω
- συνεπικλάω
- συνεπικουρέω-ῶ
- συνεπικουφίζω
- συνεπικρίνω
- συνεπικροτέω-ῶ
- συνεπικρύπτω
- συνεπικυρόω-ῶ
- συνεπιλαμβάνω
- συνεπιλαμπρύνω
- συνεπιμαρτυρέω-ῶ
- συνεπιμαρτύρησις, εως (ἡ)
- συνεπιμειδιάω-ῶ
- συνεπιμελέομαι-οῦμαι
- συνεπιμελητής, οῦ (ὁ)
- συνεπινεύω
- συνεπιορκέω-ῶ
- συνεπιπάσχω
- συνεπιπονέω-ῶ
- συνεπιρρέπω
- συνεπιρρέω
- συνεπιρρώννυμι
- συνεπισημαίνω
- συνεπισκέπτομαι
- συνεπισκοπέω-ῶ
- συνεπίσκοπος, ου (ὁ)
- συνεπισκυθρωπάζω
- συνεπισπάω-ῶ
- συνεπισπεύδω
- συνεπίσταμαι
- συνεπιστρατεύω
- συνεπιστρέφω
- συνεπισχύω
- συνεπιτείνω
- συνεπιτελέω-ῶ
- συνεπιτίθημι
- συνεπιτιμάω-ῶ
- συνεπιτρίβω
- συνεπιτυφόω-ῶ
- συνεπιφαίνω
- συνεπιφάσκω
- συνεπιφέρω
- συνεπιφθέγγομαι
- συνεπιφορτίζω
- συνεποκέλλω
- συνέπομαι
- συνεπόμνυμι
- συνεπωθέω-ῶ
- συνερανίζω
- συνερανισμός, οῦ (ὁ)
- συνεράω-ῶ1
- συνεράω2-ῶ
- συνεργάζομαι
- συνεργάθω
- συνεργάτης, ου (ὁ)
- συνεργέω-ῶ
- συνεργός, ός, όν
- συνέργω
- συνέρδω
- συνερείδω
- συνερειστικός, ή, όν
- συνερέσθαι
- συνερέω-ῶ
- συνέριθος, ου (ὁ, ἡ)
- συνέρρουν
- συνέρρωγα
- συνέρχομαι
- συνερῶ
- συνερωτάω-ῶ
- σύνες
- συνεσθίω
- σύνεσις, εως (ἡ)
- συνεκευασμένως
- συνεσταλμένως
- συνεστεώς
- συνεστηκῶς, υῖα, ός
- συνέστην
- συνεστιάω-ῶ
- συνέστιος, ος, ον
- συνεστώ, οῦς (ἡ)
- συνέταιρος, ου (ὁ)
- σύνετε
- σύνετο
- συνετός, ή, όν
- συνετῶς
- συνευδοκέω-ῶ
- συνεύδω
- συνευνάζω
- συνευνάομαι-ῶμαι
- συνευνέτης, ου (ὁ)
- σύνευνος, ος, ον
- συνευσχημονέω-ῶ
- συνευτυχέω-ῶ
- συνευφημέω-ῶ
- συνεύχομαι
- συνευωχέομαι-οῦμαι
- συνεφάπτομαι
- συνεφέλκω
- συνεφέπομαι
- συνεφηβεύω
- συνέφηβος, ου (ὁ)
- συνεφίστημι
- συνεφοράω-ῶ
- συνέχεια, ας (ἡ)
- συνεχέως
- συνεχής, ής, ές
- συνεκθραίνω
- συνέχθω
- συνέχω
- συνεχῶς
- συνέψω
- συνηβάω-ῶ
- συνηβολέω-ῶ
- συνηβόλησαν
- συνηβολίη, ης (ἡ)
- συνηγορέω-ῶ
- συνήγορος, ος, ον
- συνῃδέατε, συνῄδειν
- συνήδομαι
- συνηδύνω
- συνήθεια, ας (ἡ)
- συνήθης, ης, ες
- συνηθῶς
- συνήκαμες
- συνήκοος, οος, οον
- συνήκω
- συνηλικιώτης, ου (ὁ)
- συνῆλιξ, ικος
- συνημερεύω
- συνημοσύνη, ης (ἡ)
- συνήορος, ος, ον
- συνηρεμόω-ῶ
- συνηρετέω-ῶ
- συνηρετμέω-ῶ
- συνηρεφής, ής, ές
- συνῆρσα
- συνῆτε
- συνηττάομαι-ῶμαι
- συνηχέω-ῶ
- συνήχησις, εως (ἡ)
- συνήωρ, ορος (ὁ, ἡ)
- σύνθακος, ος, ον
- συνθάλπω
- συνθάπτω
- συνθεάομαι-ῶμαι
- συνθέλω
- σύνθεο
- συνθεσία, ας (ἡ)
- σύνθεσις, εως (ἡ)
- συνθετικός, ή, όν
- σύνθετο
- σύνθετος, ος, ον
- συνθέω
- συνθήγω
- συνθήκη, ης (ἡ)
- σύνθημα, ατος (τό)
- συνθηρατής, οῦ (ὁ)
- συνθηράω-ῶ
- συνθηρευτής, οῦ (ὁ)
- σύνθηρος, ος, ον
- συνθιασώτης, ου (ὁ)
- συνθλάω-ῶ
- συνθλίβω
- συνθνῄσκω
- συνθραύω
- συνθριαμβεύω
- συνθρύπτω
- συνθρῴσκω
- συνθύω
- συνιδεῖν
- συνίει
- συνιεῖ
- συνιεῖν,
- συνιείς,
- συνιέμεν,
- συνιέναι,
- συνιεράομαι-ῶμαι
- συνιερεύς, έως (ὁ)
- συνίερος, ος, ον
- συνιζάνω
- συνίζησις, εως (ἡ)
- συνίζω
- συνίημι
- συνικετεύω
- συνίλλω
- συνίμεν
- συνιππάζομαι
- συνίππαρχος, ου (ὁ)
- σύνισαν
- συνίστημι
- συνίστωρ, ορος
- συνισχναίνω
- συνισχυρίζω
- συνίω
- συνιών, οῦσα, όν
- συνναίω
- σύνναος, ος, ον
- συννάσσω
- συνναυβάτης, ου (ὁ)
- συνναύκληρος, ου (ὁ)
- συνναυμαχέω-ῶ
- συνναυστολέω-ῶ
- συνναύτης, ου (ὁ)
- συννέμησις, εως (ἡ)
- συννέμω
- συννενέαται
- σύννευσις, εως (ἡ)
- συννεύω
- συννέφελος, ος, ον
- συννεφέω-ῶ
- συννεφής, ής, ές
- συννέω1
- συννέω2
- συννέω3,
- συννήχομαι
- συννικάω-ῶ
- συννοέω-ῶ
- σύννοια, ας (ἡ)
- συννομέομαι-οῦμαι
- σύννομος, ος, ον
- σύννοος, ος, ον
- συννοσέω-ῶ
- ξύνοιδα
- συννυμφοκόμος, ος, ον
- συνοδεύω
- συνοδία, ας (ἡ)
- συνοδοιπορία, ας (ἡ)
- συνοδοιπόρος, ου (ὁ, ἡ)
- σύνοδος, ου (ἡ)
- συνοδύρομαι
- σύνοιδα
- συνοικειόω-ῶ
- συνοικέω-ῶ
- συνοίκημα, ατος (τό)
- συνοίκησις, εως (ἡ)
- συνοικήτωρ, ορος (ὁ)
- συνοικία, ας (ἡ)
- συνοικίζω
- συνοίκισις, εως (ἡ)
- συνοικισμός, οῦ (ὁ)
- συνοικοδομέω-ῶ
- σύνοικος, ος, ον
- συνοικουρέω-ῶ
- συνοικουρός, ός, όν
- συνοικτίζω
- συνοίσω
- συνολισθάνω
- συνολισθαίνω
- συνολολύζω
- σύνολος, ος, ον
- συνόλως
- συνομαίμων, ονος
- συνομαρτέω-ῶ
- συνομιλέω-ῶ
- συνόμιλος, ου (ὁ)
- συνόμνυμι
- συνομοιόομαι-οῦμαι
- συνομολογέω-ῶ
- συνομορέω-ῶ
- συνομοπαθέω-ῶ
- συνοπτικός, ή, όν
- σύνοπτος, ος, ον
- συνορατικός, ή, όν
- συνοράω-ῶ
- συνοργιάζω
- συνοργίζομαι
- σύνορθρος, ος, ον
- συνορία, ας (ἡ)
- συνορίνω
- συνορμάω-ῶ
- σύνορος, ος, ον
- συνορχέομαι-οῦμαι
- σύνουρος, ος, ον
- συνουσία, ας (ἡ)
- συνουσιάζω
- συνουσιασμός, οῦ (ὁ)
- συνουσιαστής, οῦ (ὁ)
- συνουσίη, ης (ἡ)
- συνοφρυόομαι-οῦμαι
- συνοχή, ῆς (ἡ)
- συνοχμάζω
- συνόχωκα
- σύνοψις, εως (ἡ)
- συνόψομαι
- συνοψοφαγέω-ῶ
- σύνταγμα, ατος (τό)
- συνταγματάρχης, ου (ὁ)
- συνταλαιπωρέω-ῶ
- συντάμνω
- σύνταξις, εως (ἡ)
- συντάραξις, εως (ἡ)
- συνταράσσω
- συντάσσω
- ξυντέλεια, ας (ἡ)
- συνταχύνω
- συντείνω
- συντειχίζω
- συντεκμαίρομαι
- συντεκνοποιέω-ῶ
- συντέλεια1, ας (ἡ)
- συντέλεια2, ας (ἡ)
- συντελέω-ῶ
- συντελής, ής, ές
- συντέμνω
- συντεταγμένως
- συντεταμένως
- συντετραίνω
- συντέτριμμαι
- συντεχνάζω
- συντεχνίτης, ου (ὁ)
- σύντεχνος, ος, ον
- συντήκω
- συντηρέω-ῶ
- συντίθημι
- συντινάσσω
- συντιτράω-ῶ
- συντιτρώσκω
- συντλάω
- συντομία, ας (ἡ)
- σύντομος, ος, ον
- συντόμως
- συντονία, ας
- σύντονος, ος, ον
- συντόνως
- συντραγῳδέω-ῶ
- συντράπεζος, ος, ον
- σύντρεις, εις, ια
- συντρέφω
- συντρέχω
- συντρίβω
- συντριηραρχέω-ῶ
- σύντριμμα, ατος (τό)
- σύντροφος, ος, ον
- συντυγχάνω
- συντύραννος, ου (ὁ)
- συντυχία, ας (ἡ)
- συντυχικός, ή, όν
- συνυβρίζω
- συνυμεναιόω-ῶ
- συνυπατεύω
- συνυποδύομαι
- συνυποκρίνομαι
- συνυπουργέω-ῶ
- συνυποφύομαι
- συνυποχωρέω-ῶ
- συνυφαίνω
- συνωδίνω
- συνῳδός, ός, όν
- συνωθέω-ῶ
- συνώμεθα
- συνωμοσία, ας (ἡ)
- συνωμότης, ου (ὁ)
- συνωμοτικῶς
- συνώμοτον, ου (τό)
- συνών, οῦσα, όν
- συνωνέομαι-οῦμαι
- συνωνυμία, ας (ἡ)
- συνώνυμος, ος, ον
- συνωνύμως
- συνῶπται
- συνωρίζω
- συνωρίς, ίδος (ἡ)
- συνωφελέω-ῶ
- Σύρα, ας (ἡ)
- Συράκοσα, ας (ἡ)
- Συρακόσιος, α, ον
- Συράκουσα, ης (ἡ)
- Συράκουσαι, ῶν (αἱ)
- Συρακούσιος, α, ον
- σύρδην
- Συρηκόσιος, α, ον
- Συρία, ας (ἡ)
- συρίγγιον, ου (τό)
- συριγμός, οῦ (ὁ)
- σῦριγξ, ιγγος (ἡ)
- συρίζω1
- συρίζω2
- Συρίη, ης (ἡ)
- Συριηγενής, ής, ές
- Σύριος1, α, ον
- Σύριος2, ου (ὁ)
- συρισμός, οῦ (ὁ)
- συριστί
- συρίττω
- σύρμα, ατος (τό)
- συρμαία, ας (ἡ)
- συρμαΐζω
- συρμαίη, ης (ἡ)
- συρμός, οῦ (ὁ)
- συροπέρδιξ, ικος (ὁ)
- Σύρος, ου (ὁ)
- Συροφοίνιξ, ικος (ὁ)
- Συροφοινίκισσα, ης (ἡ)
- σύρραγμα, ατος (τό)
- συρρᾳδιουργέω-ῶ
- σύρραξις, εως (ἡ)
- συρράπτω
- συρράσσω
- συρρέω
- σύρρηγμα, ατος (τό)
- συρρήγνυμι
- συρριζόομαι-οῦμαι
- συρρίπτω
- συρροή, ῆς (ἡ)
- Σύρτις, ιδος (ἡ)
- σύρφαξ, ακος (ὁ)
- συρφετός, οῦ (ὁ)
- συρφετώδης, ης, ες
- σύρω
- σῦς, συός (ὁ, ἡ)
- συσκευάζω
- συσκευασία, ας (ἡ)
- συσκευοφορέω-ῶ
- συσκευωρέομαι-οῦμαι
- συσκηνέω-ῶ
- συσκήνιον, ου (τό)
- σύσκηνος, ος, ον
- συσκηνόω-ῶ
- σύσκιος, ος, ον
- συσκιρτάω-ῶ
- συσκοπέω-ῶ
- συσκοτάζω
- συσκυθρωπάζω
- συσπαράσσω
- συσπάω-ῶ
- συσπειράω-ῶ
- συσπεύδω
- συσπουδάζω
- σύσσημον, ου (τό)
- συσσήπω
- συσσιτέω-ῶ
- συσσίτησις, εως (ἡ)
- συσσιτία, ας (ἡ)
- συσσίτιον, ου (τό)
- σύσσιτος, ος, ον
- συσσῴζω
- σύσσωμος, ος, ον
- συσσωφρονέω-ῶ
- συσταδόν
- συστάς, ᾶσα, άν
- συστασιάζω
- συστασιαστής, οῦ (ὁ)
- σύστασις, εως (ἡ)
- συστασιώτης, ου (ὁ)
- συστατικός, ή, όν
- συσταυρόω-ῶ
- συστεγάζω
- συστέλλω
- συστενάζω
- συστενοχωρέω-ῶ
- σύστημα, ατος (τό)
- συστοιχέω-ῶ
- σύστοιχος, ος, ον
- συστολή, ῆς (ἡ)
- συστρατεύω
- συστράτηγος, ου (ὁ)
- συστρατιώτης, ου (ὁ)
- συστρέφω
- συστροφή, ῆς (ἡ)
- συσφάζω
- συσφαιρίζω
- συσχηματίζω
- συσχολάζω
- συσχολαστής, οῦ (ὁ)
- σύτο
- σῦφαρ (τό)
- συφειός, οῦ (ὁ)
- συφεόνδε
- συφεός, οῦ (ὁ)
- συφορβός, οῦ (ὁ)
- συχνάκις
- συχνός, ή, όν
- συώδης, ης, ες
- σφαγεῖον, ου (τό)
- σφαγεύς, έως (ὁ)
- σφαγή, ῆς (ἡ)
- σφαγιάζω
- σφάγιον, ου (τό)
- σφάγιος, α, ον
- σφαδᾴζω
- σφάζω
- σφαῖρα, ας (ἡ)
- σφαιρηδόν
- σφαιρικός, ή, όν
- σφαιρικῶς
- σφαίρισις, εως (ἡ)
- σφαιριστικός, ή, όν
- σφαιροειδής, ής, ές
- σφαιροποιέω-ῶ
- σφακελίζω
- σφάκελος, ου (ὁ)
- σφάκος, ου (ὁ)
- Σφακτηρία, ας (ἡ)
- σφακτός, ή, όν
- σφαλερός, ά, όν
- σφαλερῶς
- σφάλλω
- σφάλμα, ατος (τό)
- σφάξαι
- σφαραγέομαι
- σφᾶς
- σφάς
- σφάττω
- σφε
- σφέα
- σφέας
- σφεδανός, ή, όν
- σφεῖς, σφέα
- σφείων
- σφέλας
- σφενδικίζω
- σφενδονάω-ῶ
- σφενδόνη, ης (ἡ)
- σφενδονήτης, ου (ὁ)
- σφετερίζω
- σφετερισμός, οῦ (ὁ)
- σφέτερος, α, ον
- σφέων
- σφῇ
- σφηκιά, ᾶς (ἡ)
- σφηκίσκος, ου (ὁ)
- σφηκόω-ῶ
- σφηκώδης, ης, ες
- σφῆλαι
- σφῆλε(ν)
- σφήν, σφηνός (ὁ)
- σφηνόω-ῶ
- σφήνωσις, εως (ἡ)
- σφήξ, σφηκός (ὁ)
- Σφήττιος, ος, ον
- σφι
- σφίγγω
- Σφίγξ, ίγγος (ἡ)
- σφίγξις, εως (ἡ)
- σφιν
- σφίσιν
- σφόδρα
- σφοδρός, ά, όν
- σφοδρότης, ητος (ἡ)
- σφοδρύνω
- σφοδρῶς
- σφονδύλη, ης (ἡ)
- σφονδύλιος, ου (ὁ)
- σφόνδυλος, ου (ὁ)
- σφός, ή, όν
- σφραγίδιον, ου (τό)
- σφραγίζω
- σφραγίς, ῖδος (ἡ)
- σφράγισμα, ατος (τό)
- σφραγιστής, οῦ (ὁ)
- Σφραγίτιδες, ων (αἱ)
- σφρηγίς, ῖδος (ἡ)
- σφριγάω-ῶ
- σφυγματώδης, ης, ες
- σφυγμός, οῦ (ὁ)
- σφυδόω-ῶ
- σφυδρόν, οῦ (τό)
- σφύζω
- σφῦρα, ας (ἡ)
- σφυρήλατος, ος, ον
- σφυρίς, ίδος (ἡ)
- σφυρόν, οῦ (τό)
- σφυροπρησιπύρα, ας
- σφώ
- σφωέ
- σφῶϊ
- σφωΐτερος, α, ον
- σφῶν
- σφῷν
- σχάζω
- σχέδην
- σχεδία, ας (ἡ)
- σχεδίη, ης (ἡ)
- σχεδίην
- σχέδιος, ος, ον
- σχεδόθεν
- σχεδόν
- σχέθε
- σχεθείς, εῖσα, έν
- σχεθεῖν
- σχεῖν
- σχέμεν
- σχέο
- σχερός, οῦ (ὁ)
- σχές
- σχέσθαι
- σχέσις, εως (ἡ)
- σχετικός, ή, όν
- σχετλιάζω
- σχετλιασμός, οῦ (ὁ)
- σχέτλιος, α, ον
- σχετλίως
- σχέτο
- σχῆμα, ατος (τό)
- σχηματίζω
- σχημάτιον, ου (τό)
- σχηματισμός, οῦ (ὁ)
- σχήσομαι
- σχίζα, ης (ἡ)
- σχίζω
- σχινοκέφαλος, ου
- σχῖνος, ου (ὁ)
- σχινοτρώκτης, ου
- σχίσις, εως (ἡ)
- σχίσμα, ατος (τό)
- σχισμός, οῦ (ὁ)
- σχιστός, ή, όν
- σχοίατο
- σχοίην
- σχοινίον, ου (τό)
- σχοινισμός, οῦ (ὁ)
- σχοινίων, ωνος (ὁ)
- σχοινοπλόκος, ου (ὁ)
- σχοῖνος, ου (ὁ, ἡ)
- σχοινοστρόφος, ου (ὁ)
- σχοινοτενής, ής, ές
- σχολάζω
- σχολαῖος, α, ον
- σχολαιότης, ητος (ἡ)
- σχολαίως
- σχολαστήριον, ου (τό)
- σχολαστής, οῦ
- σχολαστικός, ή, όν
- σχολή, ῆς (ἡ)
- σχόλιον, ου (τό)
- σχόμενος, η, ον
- σχοῦ
- σχῶ
- σχών, οῦσα, όν
- σχῶνται
- σῷ
- σώεσκον
- σῴζω
- σωκέω-ῶ
- σῶκος, ου
- Σωκράτης, ους (ὁ)
- Σωκρατικός, ή, όν
- σωκρατικῶς
- σωλήν, ῆνος (ὁ)
- σῶμα, ατος (τό)
- σωμασκέω-ῶ
- σωμασκία, ας (ἡ)
- σωματικός, ή, όν
- σωματικῶς
- σωμάτιον, ου (τό)
- σωματοειδής, ής, ές
- σωματοφυλάκιον, ου (τό)
- σῶν
- σωόμην
- σῶος, α, ον
- Σώπατρος, ου (ὁ)
- σώρακος, ου (ὁ)
- σωρείτης, ου (ὁ)
- σώρευμα, ατος (τό)
- σωρεύω
- σωρηδόν
- σωρός, οῦ (ὁ)
- σῶς, σῶς, σῶν
- Σωσθένης, ους (ὁ)
- Σωσίπατρος, ου (ὁ)
- σῷστρον, ου (τό)
- σώσω
- σώτειρα, ας
- σωτήρ, ῆρος
- σωτηρία, ας (ἡ)
- σωτήρια, ων (τά)
- σωτήριος, ος, ον
- σωτηρίως
- σῶτρον, ου (τό)
- σωφρονεστέρως
- σωφρονέω-ῶ
- σωφρόνημα, ατος (τό)
- σωφρονητέον
- σωφρονητικός, ή, όν
- σωφρονίζω
- σωφρονικός, ή, όν
- σωφρονισμός, οῦ (ὁ)
- σωφρονιστήρ, ῆρος
- σωφρονιστής, οῦ (ὁ)
- σωφρόνως
- σωφροσύνη, ης (ἡ)
- σώφρων, ων, ον
- σώω
- Τ, τ (ταῦ) (τό)
- τ᾽
- τά
- τᾷ
- ταβέρνα, ης (ἡ)
- τἀγαθόν, τἀγαθά
- τάγε
- ταγείς
- ταγεύω
- ταγέω-ῶ
- ταγή, ῆς (ἡ)
- τάγηνον, ου (τό)
- τἄγκιστρα
- τάγμα, ατος (τό)
- ταγός, οῦ (ὁ)
- ταγοῦχος, ου (ὁ)
- τάδε
- τᾷδε
- ταδί
- τἄδικον
- ταθείς
- τάθη
- ταί
- Ταίναρον, ου (τό)
- ταινία, ας (ἡ)
- ταινιόω-ῶ
- ταῖσι
- ταἴτιον
- τἀκ
- τἀκάτειον
- τἀκεῖ
- τἀκείνων
- τακείς
- τακερός, ά, όν
- τακερῶς
- τακῆναι
- τακτικός, ή, όν
- τακτός, ή, όν
- τάκω
- ταλαεργός, ός, όν
- Ταλαϊονίδης, ου (ὁ)
- ταλαιπωρέω-ῶ
- ταλαιπωρία, ας (ἡ)
- ταλαίπωρος, ος, ον
- ταλαιπώρως
- ταλαίφρων, ων, ον
- ταλακάρδιος, ος, ον
- τάλαν
- ταλανίζω
- ταλάντατος, η, ον
- ταλαντεύω
- ταλαντιαῖος, α, ον
- τάλαντον, ου (τό)
- Ταλαός, οῦ (ὁ)
- ταλαπείριος, ος, ον
- ταλαπενθής, ής, ές
- τάλαρος, ου (ὁ)
- τάλας, τάλαινα, τάλαν
- ταλασία, ας (ἡ)
- ταλάσιος, ος, ον
- ταλασιουργέω-ῶ
- ταλασιουργικός, ή, όν
- ταλασιουργός, ός, όν
- ταλασίφρων, ων, ον
- ταλαύρινος, ος, ον
- ταλάφρων, ων, ον
- τἄλγος
- τἀληθές
- Ταλθύβιος, ου (ὁ)
- ταλίκος
- τᾶλις, ιδος (ἡ)
- τἄλλα
- τἀμά
- τἄματα
- ταμέειν
- τἄμεινον
- ταμεῖον, ου (τό)
- ταμέσθαι
- ταμεσίχρως, οος
- τάμῃσι
- ταμία, ας (ἡ)
- ταμίας, ου (ὁ)
- ταμιεία, ας (ἡ)
- ταμιεῖον, ου (τό)
- ταμίευμα, ατος (τό)
- ταμίευσις, εως (ἡ)
- ταμιευτικός, ή, όν
- ταμιεύω
- ταμίη, ης (ἡ)
- ταμίης, ου (ὁ)
- τάμνω
- ταμῶ, ταμῇς, ταμῇ
- τάμω, τάμῃς, τάμῃ
- ταμών, οῦσα, όν
- τἀν
- τἄν
- τᾶν
- τάν
- Τάναγρα, ας (ἡ)
- Ταναγραϊκή, ῆς (ἡ)
- Ταναγραῖος, α, ον
- Ταναγρικός, ή, όν
- ταναήκης, ης, ες
- τἀναντία
- ταναός, ός, όν
- ταναΰπους, ους, ουν
- ταναϋφής, ής, ές
- τἆνδον
- τἀνδρός, τἀνδρί
- τανηλεγής, ής, ές
- τανίκα
- Ταντάλειος, ος, ον
- Τανταλίδης, ου (ὁ)
- Τάνταλος, ου (ὁ)
- τανταλόω-ῶ
- τἀνταῦθα
- τἀντεῦθεν
- τανύγλωσσος, ος, ον
- τανυγλώχιν, ινος
- τανυήκης, ης, ες
- τάνυμαι
- τανύπεπλος, ος, ον
- τανύπους, ποδος
- τανυπτέρυξ, υγος
- τανύσθεν
- τανυσίπτερος, ος, ον
- τάνυσσα
- τανυστύς, ύος (ἡ)
- τανύφλοιος, ος, ον
- τανύφυλλος, ος, ον
- τανύω
- ταξιαρχέω-ῶ
- ταξιάρχης, ου (ὁ)
- ταξίαρχος, ου (ὁ)
- ταξίλαι, ῶν (οἱ)
- τάξις, εως (ἡ)
- ταοί
- ταπεινός, ή, όν
- ταπεινότης, ητος (ἡ)
- ταπεινοφροσύνη, ης (ἡ)
- ταπεινόφρων, ονος
- ταπεινόω-ῶ
- ταπείνωμα, ατος (τό)
- ταπεινῶς
- ταπείνωσις, εως (ἡ)
- τάπης, ητος (ὁ)
- τἀπί
- τἀπίλοιπα
- τάπις, ιδος (ἡ)
- τἀπό
- τἄπορον
- τἀπόρρητα
- τἄρ
- τἄρα
- ταραγμός, οῦ (ὁ)
- ταρακτικός, ή, όν
- τάρανδος, ου (ὁ)
- Ταραντῖνος, η, ον
- τάραξις, εως (ἡ)
- Τάρας, αντος (ὁ)
- ταράσσω
- ταραχή, ῆς (ἡ)
- ταραχοποιός, ός, όν
- τάραχος, ου (ὁ)
- ταραχώδης, ης, ες
- ταραχωδῶς
- ταρβαλέος, α, ον
- ταρβέω-ῶ
- τάρβος, εος-ους (τό)
- ταρβοσύνη, ης (ἡ)
- τἆργα
- τἀργύριον
- ταριχεία, ας (ἡ)
- ταρίχευσις, εως (ἡ)
- ταριχευτός, ή, όν
- ταριχευτής, οῦ (ὁ)
- ταριχεύω
- ταριχηΐη, ης (ἡ)
- ταριχοπωλέω-ῶ
- ταριχοπώλης, ου (ὁ)
- τάριχος1, ου (ὁ)
- τάριχος2, εος-ους (τό)
- τάριχος3, ος, ον
- ταρπήμεναι
- Τάρπιος λόφος (ὁ)
- ταρρός, οῦ (ὁ)
- ταρσά, ῶν (τά)
- Ταρσεύς, έως (ὁ)
- Ταρσόθεν
- Ταρσοί, ῶν (οἱ)
- ταρσός, οῦ (ὁ)
- Ταρσός, οῦ (ἡ)
- Τάρταρα
- Ταρτάρειος, α, ον
- ταρταρίζω
- Τάρταρος, ου (ὁ)
- ταρταρόω-ῶ
- ταρφέες, ταρφειαί
- τάρφθεν
- τάρφος, εος-ους (τό)
- ταρφύς, ύς, ύ
- τἀρχαῖα
- ταρχύω
- τάσις, εως (ἡ)
- τάσσω
- τάττω
- Ταΰγετον, ου (τό)
- Ταΰγετος, ου (ὁ)
- ταύρειος, α, ον
- ταύρεος, α, ον
- ταυρηδόν
- Ταυρικός, ή, όν
- ταυρόκερως, ω
- ταυροκτονέω-ῶ
- ταυροκτόνος, ος, ον
- ταυροπόλα, ας
- ταυροπόλος, ου
- ταυρόπους, ποδος
- ταῦρος, ου (ὁ)
- ταυροσφάγος, ος, ον
- ταυρόομαι-οῦμαι
- ταῦτα
- ταὐτά
- ταύτῃ
- ταύτης
- ταυτί
- ταὐτό
- ταὐτολογία, ας (ἡ)
- ταὐτόματον, ου (τό)
- ταὐτόν
- ταὐτότης, ητος (ἡ)
- τάφε
- ταφείς
- ταφεύς, έως (ὁ)
- ταφή, ῆς (ἡ)
- ταφήϊος, α, ον
- Τάφιος, α, ον
- τἀφόδια
- τάφος1, ου (ὁ)
- Τάφος2, ου (ὁ)
- τάφος3, εος-ους (τό)
- ταφρεία, ας (ἡ)
- τάφρευσις, εως (ἡ)
- ταφρεύω
- τάφρη, ης (ἡ)
- τάφρος, ου (ἡ)
- ταφών
- τάχα
- τάχει
- ταχεῖ
- ταχεῖα
- ταχέως
- ταχθῆναι
- ταχίνας, ου (ὁ)
- τάχιστος, η, ον
- τάχος, εος-ους (τό)
- ταχύ
- ταχυάλωτος, ος, ον
- ταχύδακρυς, υς, υ
- ταχυεργία, ας (ἡ)
- ταχυναυτέω-ῶ
- ταχύνω
- ταχύπτερος, ος, ον
- ταχύπωλος, ος, ον
- ταχύρρωστος, ος, ον
- ταχύς, εῖα, ύ
- ταχυτής, ῆτος (ἡ)
- ταώ
- ταῴ
- τάων
- ταῶν, ῶνος (ὁ)
- ταώνειος, ος, ον
- ταώς, ώ (ὁ)
- τε
- τέ᾽
- τεά
- τέγγω
- Τεγέα, ας (ἡ)
- Τεγεάτης, ου (ὁ)
- Τεγεᾶτις, ιδος
- Τεγέη, ης (ἡ)
- Τεγεητικός, ή, όν
- τέγεος, ος, ον
- τέγος, εος-ους (τό)
- τεθαλυῖα
- τέθαμμαι
- τεθάφαται
- τεθέαμαι
- τέθεικα, τέθειμαι
- τεθέληκα
- τέθηλα
- τεθηλημένος, η, ον
- τεθῆναι
- τέθηπα
- τέθλιμμαι
- τέθναθι
- τεθορεῖν
- τεθορυβημένως
- τέθραμμαι
- τεθριπποβάτης, ου
- τέθριππος, ος, ον
- τεθριπποτροφέω-ῶ
- τεθριπποτρόφος, ου
- τέθρυμμαι
- τεθρυμμένως
- τεΐν
- τείνω
- τείρεα (τά)
- Τειρεσίας, ου (ὁ)
- τείρω
- τειχεσιπλήτης, ου (ὁ)
- τειχέω-ῶ
- τειχήρης, ης, ες
- τειχίζω
- τειχιόεις, όεσσα, όεν
- τειχίον, ου (τό)
- τείχισις, εως (ἡ)
- τείχισμα, ατος (τό)
- τειχισμός, οῦ (ὁ)
- τειχοδομία, ας (ἡ)
- τειχολέτις, ιδος
- τειχομαχέω-ῶ
- τειχομαχία, ας (ἡ)
- τειχοποιέω-ῶ
- τειχοποιΐα, ας (ἡ)
- τειχοποιός, οῦ
- τεῖχος, εος-ους (τό)
- τειχοφυλακέω-ῶ
- τειχοφύλαξ, ακος (ὁ)
- τειχύδριον, ου (τό)
- τείως
- τέκε
- τεκμαίρω
- τέκμαρ (τό)
- τέκμαρσις, εως (ἡ)
- τεκμήραντο
- τεκμήριον, ου (τό)
- τεκμηριόω-ῶ
- τεκμηριώδης, ης, ες
- τέκμωρ (τό)
- τεκνίον, ου (τό)
- τεκνογονέω-ῶ
- τεκνογονία, ας (ἡ)
- τεκνογόνος, ος, ον
- τεκνόεις, όεσσα, όεν
- τεκνοκτονία, ας (ἡ)
- τεκνολέτειρα, ας
- τέκνον, ου (τό)
- τεκνοποιέω-ῶ
- τεκνοποιΐα, ας (ἡ)
- τεκνόποινος, ος, ον
- τεκνοποιός, ός, όν
- τεκνοτροφέω-ῶ
- τεκνοτροφία, ας (ἡ)
- τεκνοτρόφος, ος, ον
- τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν
- τεκνοφαγία, ας (ἡ)
- τεκνόω-ῶ
- τέκνωσις, εως (ἡ)
- τεκόμεσθα
- τέκος, εος-ους (τό)
- τεκταίνω
- τεκτονεῖον, ου (τό)
- Τεκτονίδης, ου (ὁ)
- τεκτονικός, ή, όν
- τεκτοσύνη, ης (ἡ)
- τέκτων, ονος (ὁ, ἡ)
- τεκών, οῦσα, όν
- τελαμών1, ῶνος (ὁ)
- Τελαμών2, ῶνος (ὁ)
- Τελαμωνιάδης, ου (ὁ)
- Τελαμώνιος, α, ον
- τελεαρχία, ας (ἡ)
- τελέαρχος, ου (ὁ)
- τελέθω
- τελειογονέω-ῶ
- τέλειος, α, ον
- τελειότης, ητος (ἡ)
- τελειόω-ῶ
- τελείω
- τελείως
- τελείωσις, εως (ἡ)
- τελειωτής, οῦ (ὁ)
- τελεόμηνος, ος,
- τέλεος, α, ον
- τελεόω-ῶ
- τελεσιουργέω-ῶ
- τέλεσμα, ατος (τό)
- τέλεσσα
- τελεσσίφρων, ονος
- τελεστήριον, ου (τό)
- τελεστικός, ή, όν
- τελεσφορέω-ῶ
- τελεσφόρος, ος, ον
- τελετή, ῆς (ἡ)
- τελευταῖος, α, ον
- τελεύτασεν
- τελευτάω-ῶ
- τελευτέων
- τελευτή, ῆς (ἡ)
- τελέω-ῶ
- τελέως
- τελήεις, ήεσσα, ῆεν
- τέλλω
- τέλμα, ατος (τό)
- τελματώδης, ης ες
- Τελμησεύς, έως
- Τελμισεύς, έως
- Τελμησός, οῦ (ἡ)
- Τελμησσός, οῦ (ὁ)
- τέλος , εος-ους (τό)
- τέλοσδε
- τέλσον, ου (τό)
- τελωνέω-ῶ
- τελώνης, ου (ὁ)
- τελωνικός, ή, όν
- τελώνιον, ου (τό)
- τεμαχίζω
- τέμαχος, εος-ους (τό)
- τεμένιος, α, ον
- Τεμενίτης, ου (ὁ)
- Τεμενῖτις ἄκρα (ἡ)
- τέμενος, εος-ους (τό)
- τέμνω
- Τέμπεα, έων (τά)
- Τεμπικός, ή, όν
- τέμω1
- τέμω2
- τεναγίζω
- τέναγος, εος-ους (τό)
- Τενέδιος, α, ον
- Τένεδος, ου (ἡ)
- τενθρηδών, όνος (ὁ)
- τενθρήνη, ης (ἡ)
- τενθρηνιώδης, ης, ες
- τενθρηνώδης, ης, ες
- τένων, οντος (ὁ)
- τέξομαι, τέξω
- τέο
- τεοῖο
- τέοισι
- τεοῖσι
- τεός, ή, όν
- τέραα
- τεράζω
- τέραμνον, ου (τό)
- τεράμων, ων, ον
- τέρας, ατος (τό)
- τερασκόπος, ος, ον
- τέρασμα, ατος (τό)
- τεράστιος, ος, ον
- τερατεία, ας (ἡ)
- τεράτευμα, ατος (τό)
- τερατεύομαι
- τερατικῶς
- τερατολογέω-ῶ
- τερατολογία, ας (ἡ)
- τερατοσκόπος, ος, ον
- τερατουργία, ας (ἡ)
- τερατουργός, ός, όν
- τερατώδης, ης, ες
- τέρεα
- τερεβίνθινος, η, ον
- τερέβινθος, ου (ἡ)
- τέρεμνον, ου (τό)
- τέρεος
- τερετίζω
- τερέτισμα, ατος (τό)
- τέρετρον, ου (τό)
- τερηδών, όνος (ἡ)
- τέρην, τέρεινα, τέρεν
- τερθρεία, ας (ἡ)
- τερθρεύω
- τέρθριος, ου (ὁ)
- τέρθρον, ου (τό)
- τέρμα, ατος
- Τερμέρειον, ου
- Τέρμερος, ου (ὁ)
- τερμιόεις, όεσσα, όεν
- τέρμιος, α, ον
- τερμόνιος, α, ον
- τέρμων, ονος (ὁ)
- τέρπεαι
- Τερπιάδης, ου (ὁ)
- τερπικέραυνος, ος, ον
- τερπνός, ή, όν
- τέρπω
- τερπωλή, ῆς (ἡ)
- τερσαίνω
- τερσήμεναι, τερσῆναι
- τέρσω1
- τέρσω2
- Τέρτιος, ου (ὁ)
- Τέρτυλλος, ου (ὁ)
- τερψίμβροτος, ος, ον
- τέρψις, εως (ἡ)
- Τερψιχόρα, ας (ἡ)
- τέρψομαι
- τέσσαρα
- τεσσαράβοιος, ος, ον
- τεσσαρακαίδεκα
- τεσσαρακαιδεκέτις, ιδος
- τεσσαράκοντα
- τεσσαρακονταετής, ής, ές
- τεσσαρακοντόργυιος, ος, ον
- τεσσαρακοντούτης, ου
- τεσσαρακοστός, ή, όν
- τέσσαρες, ες, α
- τεσσαρεσκαίδεκα
- τεσσαρεσκαιδεκαέτης, ου
- τεσσαρεσκαιδέκατος, η, ον
- τεσσαρεσκαιδεκέτης, ου
- τεσσεράκοντα
- τεσσερακοντόργυιος, ος, ον
- τέσσερες, ες, α
- τέταγμαι
- τεταγμένως
- τεταγών, όντος
- τέτακα
- τέταλμαι
- τέταμαι
- τέτανος, ου
- τέταντο
- τεταραγμένως
- τεταρπόμην
- τεταρταΐζω
- τεταρταῖος, α, ον
- τεταρτημόριον, ου (τό)
- τέταρτος, η, ον
- τετάσθην
- τέταφα
- τετέλεσμαι
- τετεύξομαι
- τέτευχα
- τετεύχαται
- τέτηκα
- τετίηα
- τέτλαθι
- τέτμηκα, τέτμημαι
- τέτμον
- τέτοκα
- τέτορες
- τετράγναθος, ος, ον
- τετράγυος, ος,
- τετραγωνέω-ῶ
- τετραγωνισμός, οῦ (ὁ)
- τετραγωνοπρόσωπος, ος, ον
- τετράγωνος, ος, ον
- τετραδαρχία, ας (ἡ)
- τετράδιον, ου (ὁ)
- τετράδραχμος, ος, ον
- τετραέτης, ης, ες
- τετραετία, ας (ἡ)
- τετραθέλυμνος, ος, ον
- τετραίνω
- τετρακαιδεκαέτις, ιδος
- τετρακέρως, ως, ων
- τετράκις
- τετρακισμύριοι, αι, α
- τετρακισχίλιοι, αι, α
- τετράκλινος, ος, ον
- τετρακόσιοι, αι, α
- τετρακτύς, ύος (ἡ)
- τετράκυκλος, ος, ον
- τετράμετρος, ος, ον
- τετράμηνος, ος, ον
- τέτραμμαι
- τετραμοιρία, ας (ἡ)
- τετράορος, ος, ον
- τετραπάλαιστος, ος, ον
- τετράπεδος1, ος, ον
- τετράπεδος2, ος, ον
- τετράπηχυς, υς, υ
- τετραπλάσιος, α, ον
- τετραπλῇ
- τετραπλόος, η, ον
- τετραποδιστί
- τετράπολις, εως (ἡ)
- τετράπους, ους, ουν
- τετραπρόσωπος, ος, ον
- τετράρρυμος, ος, ον
- τετραρχέω-ῶ
- τετράρχης, ου (ὁ)
- τετραρχία, ας (ἡ)
- τετραρχικός, ή, όν
- τετράς, άδος (ἡ)
- τέτρασι
- τετρασκελής, ής, ές
- τέτρατος, η, ον
- τέτραφα
- τετραφάληρος, ος, ον
- τετράφαλος, ος, ον
- τετράφαται, τετράφατο
- τετράφυλος, ος, ον
- τέτραχα
- τετραχῇ
- τετραχθά
- τετράχορδος, ος, ον
- τέτρημαι
- τέτρηνα
- τετρήρης, ης, ες
- τέτρηχα
- τέτριγα
- τέτριμμαι
- τέτροφα
- τέτρωμαι
- τέτρωρος, ος, ον
- τετρώροφος, ος, ον
- τέττα
- τετταράκοντα, τετταρακοντ
- τέττιξ, ιγος (ὁ)
- τέτυγμαι
- τετύχηκα
- τετύχθαι
- τευ
- τεῦ
- Τευθρανίδης, ου (ὁ)
- Τεύθρας, αντος (ὁ)
- Τευκρίδαι, ῶν (οἱ)
- Τευκρίς, ίδος
- Τευκροί, ῶν (οἱ)
- Τεῦκρος, ου (ὁ)
- τεύξεαι
- τεῦξις, εως (ἡ)
- τεύξομαι, τεύξω
- τευτάζω
- τεῦτλον, ου (τό)
- τευχηστήρ, ῆρος (ὁ)
- τευχηστής, οῦ (ὁ)
- τεῦχος, εος-ους (τό)
- τεύχω
- τέφρα, ας (ἡ)
- τεφραῖος, α, ον
- τεφράς, άδος
- τέφρη, ης (ἡ)
- τεφρός, ά, όν
- τεφρόω-ῶ
- τεφρώδης, ης, ες
- τεχθῆναι
- τεχνάζω
- τέχνασμα, ατος (τό)
- τεχνάομαι-ῶμαι
- τέχνη, ης (ἡ)
- τεχνήεις, ήεσσα, ῆεν
- τεχνηέντως
- τέχνημα, ατος (τό)
- τεχνητός, ή, όν
- τεχνικός, ή, όν
- τεχνικῶς
- τεχνίτης, ου (ὁ)
- τεχνῖτις, ιδος(ἡ)
- τεχνολογέω-ῶ
- τεχνολογία, ας (ἡ)
- τέῳ,
- τεῷ
- τέων
- τέως
- Τέως, ω (ἡ)
- τέωσπερ
- τῆ
- τῇ
- τήβεννα, ης (ἡ)
- τήβεννος, ου (ἡ)
- τῇδε
- τῃδί
- τήθη, ης (ἡ)
- τηθίς, ίδος (ἡ)
- τῆθος, εος-ους (τό)
- Τηθύς, ύος (ἡ)
- Τήϊος, α, ον
- τηκεδών, όνος (ἡ)
- τηκτός, ή, όν
- τήκω
- τηλαυγής, ής, ές
- τηλαυγῶς
- τῆλε
- τηλεδαπός, ή, όν
- τηλεθάω
- τηλεκλειτός, ός, όν
- τηλεκλυτός, ός, όν
- τηλέμαχος, ος, ον
- τηλέπλανος, ος, ον
- τηλέπομπος, ος, ον
- τηλέπορος, ος, ον
- τηλέπυλος, ος, ον
- τηλεσκόπος, ος, ον
- τηλεφανής, ής, ές
- τηλία, ας (ἡ)
- τηλίκος, η, ον
- τηλικόσδε, ήδε, όνδε
- τηλικοῦτος, αύτη, οῦτο
- τηλικουτοσί, -αυτηί, -ουτον
- τηλόθε, τηλόθεν
- τηλόθι
- τηλόσε
- τηλοῦ
- τηλουρός, ός, όν
- τηλύγετος, η, ον
- τηλωπός, ός, όν
- τημελέω-ῶ
- τήμερον
- τἠμῇ
- τῆμος
- τήν
- τηνάλλως
- τήνελλα
- τηνίκα
- τηνικάδε
- τηνικαῦτα
- Τήνιος, α, ον
- τῆνος, τήνα, τῆνο
- Τῆνος, ου (ὁ)
- τῆξις, εως (ἡ)
- τῇπερ
- Τηρεύς, έως (ὁ)
- τηρέω-ῶ
- τήρησις, εως (ἡ)
- τῇς, τῇσι
- τητάομαι-ῶμαι
- τῆτες
- τητινός, ή, όν
- τῆτος, εος-ους (τό)
- Τηΰγετον, ου (τό)
- τηΰσιος, α, ον
- τί
- τι
- Τιανός, οῦ (ὁ)
- τιάρα, ας (ἡ)
- τιάρης, ου (ὁ)
- τιαροειδής, ής, ές
- Τιβεριάς, άδος (ἡ)
- Τιβέριος, ου (ὁ)
- Τίβερις, εως (ὁ)
- Τιγράνης, ου (ὁ)
- Τίγρης, ητος (ὁ)
- Τίγρις, ιδος (ὁ)
- τίγρις, ιος (ὁ, ἡ)
- τιέμεν
- τίη,
- τιήρης, εω (ὁ)
- τιθαιβώσσω
- τιθαίνω
- τιθάσευσις, εως (ἡ)
- τιθασευτής, οῦ (ὁ)
- τιθασεύω
- τιθασός, ός, όν
- τιθέασι
- τιθέω1, ῃς, ῃ
- τιθέω2-ῶ
- τιθήμεναι
- τίθημι
- τιθηνέω-ῶ
- τιθήνη, ης (ἡ)
- τιθήνησις, εως (ἡ)
- τιθηνός, ός, όν
- Τιθωνός, οῦ (ὁ)
- τίκτω
- τίλαι, ῶν (αἱ)
- τίλλω
- τίλμα, ατος (τό)
- τίλφη, ης (ἡ)
- τίλων, ωνος (ὁ)
- τιμαῖος, α, ον
- τιμαλφέω-ῶ
- τιμαλφής, ής, ές
- τιμάω-ῶ
- τιμή, ῆς (ἡ)
- τιμήεις, ήεσσα, ῆεν
- τίμημα, ατος (τό)
- τιμῆντα
- τιμήορος, ος, ον
- τιμῇς
- τιμήσιος, ος, ον
- τίμησις, εως (ἡ)
- τιμητέος, α, ον
- τιμητεύω
- τιμητής, οῦ (ὁ)
- τιμητία, ας (ἡ)
- τιμητικός, ή, όν
- τίμιος, α, ον
- τιμιότης, ητος (ἡ)
- Τιμόθεος, ου (ὁ)
- Τίμων, ωνος (ὁ)
- τιμοκρατία, ας (ἡ)
- τιμοκρατικός, ή, όν
- Τιμολεόντειον, ου (τό)
- Τιμολέων, οντος (ὁ)
- τιμωρέω-ῶ
- τιμώρημα, ατος (τό)
- τιμωρητέος, α, ον
- τιμωρητήρ, ῆρος (ὁ)
- τιμωρητικός, ή, όν
- τιμωρία, ας (ἡ)
- τιμωρός, ός, όν
- τινάκτειρα, ας
- τινάκτωρ, ορος
- τιναξάσθην
- τινάσσω
- τιννύω
- τίνυμι
- τίνω
- τιὸ τιό
- τίοις
- τῖον
- τίος, τίως, τίω
- τίπτε
- Τιρίβαζος, ου (ὁ)
- Τιρύνθιος, α, ον
- Τίρυνς, υνθος (ἡ)
- τίς, τίς, τί
- τις, τις, τι
- τῖσαι
- τίσις, εως
- Τισιφόνη, ης (ἡ)
- Τισσαφέρνης, ους (ὁ)
- τιταίνω
- Τιτάν, ᾶνος (ὁ)
- Τιτανικός, ή, όν
- Τιτάνιος,
- Τιτανίς,
- τιτανοκράτωρ, ορος (ὁ)
- τίτανος, ου (ἡ)
- τιτανώδης, ης, ες
- τιτθεύω
- τίτθη, ης (ἡ)
- τιτθίδιον, ου (τό)
- τιτθίον, ου (τό)
- τιτθός, οῦ (ἡ)
- Τίτιος, ου (ὁ)
- τίτλος, ου (ὁ)
- Τίτος, ου (ὁ)
- τιτός, ή, όν
- τιτράω-ῶ
- τιτρώσκω
- τιτυβίζω
- τιτύσκω
- τίφη, ης (ἡ)
- τίφθ᾽
- τίω
- τλᾶθι
- τλαῖεν
- τλάμων, ων, ον
- τλατός, ά, όν
- τλάω
- τλῆθι
- τλῆμεν
- τλημόνως
- τλημοσύνη, ης ( ἡ)
- τλήμων, ων, ον
- τλῆναι
- τλησικάρδιος, ος, ον
- τλῆτε
- τλητός, ή, όν
- τλήτω
- τμάγεν
- τμήγω
- τμήδην
- τμηθῆναι
- τμῆσις, εως (ἡ)
- τμητέον
- τμητικός, ή, όν
- τμητός, ή, όν
- τό
- τόγε
- τόδε
- τοδί
- τόθεν
- τόθι
- τοι1
- τοι2
- τοί3, ταί
- τοιαδί
- τοιγάρ
- τοιγαροῦν
- τοιγάρτοι
- τοιγαρῶν
- τοῖιν
- τοῖν
- τοίνυν
- τοῖο
- τοῖος, τοία, τοῖον
- τοιόσδε, άδε, όνδε
- τοιοσδί, αδί, ονδί
- τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο
- τοιουτοσί, -αυτηΐ, -ουτοΐ
- τοιουτότροπος, ος, ον
- τοιουτώδης, ης, ες
- τοίσδεσι
- τοίχαρχος, ου (ὁ)
- τοιχίδιον, ου (τό)
- τοιχόομαι-οῦμαι
- τοῖχος, ου (ὁ)
- τοιχωρυχέω-ῶ
- τοιχωρυχία, ας (ἡ)
- τοιχωρύχος, ου (ὁ)
- τοκάς, άδος
- τοκεύς, έως (ὁ, ἡ)
- τοκίζω
- τοκισμός, οῦ (ὁ)
- τοκιστής, οῦ (ὁ)
- τοκογλυφέω-ῶ
- τοκογλύφος, ου (ὁ)
- τόκος, ου (ὁ)
- τόλμα1, ης (ἡ)
- τόλμα2
- τολμάω-ῶ
- τολμέω
- τόλμη, ης (ἡ)
- τολμήεις, ήεσσα, ῆεν
- τόλμημα, ατος (τό)
- τολμηρός, ά, όν
- τολμηρῶς
- τολμήστατος
- τολμητέος, α, ον
- τολμητής, οῦ (ὁ)
- τολμητός, ή, όν
- τολυπεύω
- τολύπη, ης (ἡ)
- τομαῖος, α, ον
- τομάω-ῶ
- τομεύς, έως (ὁ)
- τομή, ῆς (ἡ)
- τόμιον, ου (τό)
- τομός, ή, όν
- τόμος, ου (ὁ)
- τόν
- τονάριον, ου (τό)
- τονθορίζω
- τονθορύζω
- τονικός, ή, όν
- τόνος, ου (ὁ)
- τονόω-ῶ
- τονῦν
- τοξάζομαι
- τοξάριον, ου (τό)
- τόξαρχος, ου (ὁ)
- τοξάσσαιτο
- τόξευμα, ατος
- τοξευτής, οῦ (ὁ)
- τοξευτός, ή, όν
- τοξεύω
- τοξήρης, ης, ες
- τοξικός, ή, όν
- τοξοδάμας, αντος
- τοξόδαμνος, ος, ον
- τόξον, ου (τό)
- τοξοποιέω-ῶ
- τοξοσύνη, ης (ἡ)
- τοξοτευχής, ής, ές
- τοξότης, ου (ὁ)
- τοξότις, ιδος (ἡ)
- τοξουλκός, ός, όν
- τοξοφόρος, ος, ον
- τοπάζιον, ου (τό)
- τοπάζω
- τοπικός, ή, όν
- τοπικῶς
- τοπομαχέω-ῶ
- τόπος, ου (ὁ)
- τοπρίν
- τορεία, ας (ἡ)
- τόρευμα, ατος (τό)
- τορεύω
- τορέω-ῶ
- τόρμος, ου (ὁ)
- τορνευτής, οῦ (ὁ)
- τορνεύω
- τόρνος, ου (ὁ)
- τορνόομαι-οῦμαι
- τορός, ά, όν
- Τορωναῖος, α, ον
- Τορώνη, ης (ἡ)
- τορῶς,
- τοσάκις
- τοσαυτάκις
- τόσος, η, ον
- τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε
- τοσουτάριθμος, ος, ον
- τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο
- τοσουτοσί, -αυτηΐ, -ουτονί
- τοσσάδε
- τοσσάκι
- τόσσος, η, ον
- τοσσόσδε, ήδε, όνδε
- τοσσοῦτος, τοσσαύτη, τοσσο
- τότε
- τοτέ
- τοτελευταῖον
- τοτοῖ, τοτοτοῖ
- τοῦ
- του
- τοὔδαφος
- τοῦδε
- τουδί
- τοὐκ
- τοὐλάχιστον
- τοὐμμέσῳ
- τοὐμόν
- τοὐμοῦ
- τοὔμπαλιν
- τοὔμπροσθεν
- τοὐμφανές
- τοὔμφυλον
- τοὐναντίον
- τοὖναρ
- τοὔνειδος
- τοὔνεκα
- τοὔνθενδε
- τοὔνομα
- τοὐντεῦθεν
- τοὐξειργασμένον
- τοὐπιόντος
- τοὐπίπαν
- τοὐπίσαγμα
- τοὐπίσω
- τοὖπος
- τοὖργον
- τούς
- τούσδε
- τουσδί
- Τοῦσκλον, ου (τό)
- τοὔσχατον
- τουτέοις, τουτέοισι
- τοὔτερον
- τουτέστι
- τουτέων
- τοῦτο
- τουτογί
- τουτοδί
- τουτονί
- τούτῳ
- τουτῳί
- τόφρα
- τραγεῖν
- τραγέλαφος, ου (ὁ)
- τράγεος, α, ον
- τράγημα, ατος (τό)
- τραγηματίζω
- τραγικός, ή, όν
- τραγικῶς
- τραγοκουρικός, ή, όν,
- τράγος, ου (ὁ)
- τραγοσκελής, ής ές
- τραγῳδέω-ῶ
- τραγῳδία, ας (ἡ)
- τραγῳδικός, ή, όν
- τραγῳδιοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
- τραγῳδοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
- τραγῳδοποδάγρα, ας (ἡ)
- τραγῳποιός, οῦ (ὁ)
- τραγῳδός, οῦ (ὁ)
- τράμις, εως (ἡ)
- τρανής, ής, ές
- τρανός, ή, όν
- τρανότης, ητος (ἡ)
- τρανῶς
- τράπε
- τράπεζα , ης (ἡ)
- τραπεζεύς, έως
- τραπέζιον, ου (τό)
- τραπεζίτης, ου (ὁ)
- τραπεζοειδής, ής, ές
- τραπεζοκόμος, ος, ον
- Τραπεζούντιος, ου (ὁ)
- Τραπεζοῦς, οῦντος (ἡ)
- τραπείομεν
- τραπέμπαλιν
- τραπέσθαι
- τραπέω
- τραπῆναι
- τραπητέον
- τραπῶ
- τράπω
- τράπωμαι
- τρασιά, ᾶς (ἡ)
- τραυλίζω
- τραυλισμός, οῦ (ὁ)
- τραυλός, ή, όν
- τραυλότης, ητος (ἡ)
- τραῦμα, ατος (τό)
- τραυματίας, ου
- τραυματίζω
- τραφέμεν
- τραφερός, ά, όν
- τράφη
- τραφθείς
- τράφω
- τραχέως
- τραχηλίζω
- τραχηλισμός, οῦ (ὁ)
- τραχηλοκοπέω-ῶ
- τράχηλος, ου (ὁ)
- Τραχίνιος, α, ον
- Τραχίς, ῖνος (ἡ)
- τραχύνω
- τραχύς, εῖα, ύ
- τραχύτης, ητος (ἠ)
- τραχύφωνος, ος, ον
- τραχών, ῶνος (ὁ)
- Τραχωνῖτις, ιδος (ἡ)
- τρεῖς, τρεῖς, τρία,
- τρεισκαίδεκα
- τρέμω
- τρέπε
- τρεπτέον
- τρεπτός, ή, όν
- τρέπω
- τρέσσα
- τρέφω
- τρεχέδειπνος, ου
- τρέχω
- τρέω
- τρῆμα, ατος (τό)
- τρήρων, ωνος
- τρητός, ή, όν
- τρηχέως
- Τρηχίς, ῖνος (ἡ)
- τρία
- τρίαινα, ης (ἡ)
- τριαινοειδής, ής, ές
- τριακάς, άδος (ἡ)
- τριακονθήμερος, ος, ον
- τριάκοντα
- τριακονταέτης, ης, ες
- τριακονταέτις, ιδος
- τριακοντάκις
- τριακοντάκλινος, ος, ον
- τριακονταρχία, ας (ἡ)
- τριακόντορος, ου (ἡ)
- τριακοντούτης, ης, ες
- τριακοντοῦτις, ιδος
- τριακόσιοι, αι, α
- τριακοστός, ή, όν
- τριάρμενος, ος, ον
- τριάς, άδος (ἡ)
- τριβάρβαρος, ος, ον
- τριβέμεναι
- τριβή, ῆς (ἡ)
- τρίβολος, ου (ὁ)
- τρίβος, ου (ἡ, ὁ)
- τρίβω
- τρίβων, ωνος (ὁ)
- τριβώνιον, ου (τό)
- τριβωνοφορέω-ῶ
- τριβωνοφορία, ας (ἡ)
- τρίγλα, ας (ἡ)
- τρίγληνος, ος, ον
- τριγλοβόλος, ος, ον
- τρίγλυφος, ος, ον
- τριγλώχιν, ινος
- τριγονία, ας (ἡ)
- τρίγονος, ος, ον
- τριγωνίζω
- τριγωνίστρια, ας (ἡ)
- τρίγωνον, ου (τό)
- τρίγωνος, ος, ον
- τρίδουλος, ος, ον
- τρίδυμος, ος, ον
- τριέλικτος, ος, ον
- τριέσπερος, ος, ον
- τρίετες
- τριετηρικός, ή, όν
- τριετηρίς, ίδος
- τριετής, ής, ές
- τριετία, ας (ἡ)
- τρίζω
- τριηκάς, άδος (ἡ)
- τριημιποδιαῖος, α, ον
- τριημιπόδιον, ου (τό)
- τριημιτόνιον, ου (τό)
- τριηραρχέω-ῶ
- τριηραρχία, ας (ἡ)
- τριηραρχικός, ή, όν
- τριήραρχος, ου (ὁ)
- τριηραύλης, ου (ὁ)
- τριήρης, εος-ους (ἡ)
- τριηρίτης, ου (ὁ)
- τριήρων
- τρικάρανος, ος, ον
- τρικάρηνος, ος, ον
- τρικέφαλος, ος, ον
- τρίκλινος, ος, ον
- τρίκρανος, ος, ον
- τρικυμία, ας (ἡ)
- τρίλλιστος, ος, ον
- τριλοφία, ας (ἡ)
- τριμελής, ής, ές
- τριμερής, ής, ές
- τρίμετρος, ος, ον
- τρίμηνος, ος, ον
- τρίμμα, ατος (τό)
- τριμμός, οῦ (ὁ)
- τριμοιρία, ας (ἡ)
- τριμοιρίτης, ου
- τρίμοιρος, ος, ον
- τρίμορφος, ος, ον
- Τρινακρία, ας (ἡ)
- τριξός, ή, όν
- τριοδῖτις, ιδος
- τρίοδος, ου (ἡ)
- τριόργυιος, ος, ον
- τριόρχης, ου
- τριόφθαλμος, ος, ον
- τρίπαις, -παιδος
- τρίπαλαι
- τρίπάλαστος, ος, ον
- τριπέμπελος, ος, ον
- τρίπηχυς, υς, υ
- τρίπλαξ, ακος
- τριπλασιάζω
- τριπλασιασμός, οῦ (ὁ)
- τριπλάσιος, α, ον
- τρίπλεθρος, ος, ον
- τριπλῇ
- τριπλόος, όη, όον
- τριπόδης, ου
- τριπόθητος, ος, ον
- τριπόλιστος, ος, ον
- τρίπολος, ος, ον
- τρίπος (ὁ)
- τρίπους, -ους, -ουν
- τρίπτης, ου (ὁ)
- τρίπτυχος, ος, ον
- τρίρρυμος, ος, ον
- τρίς
- τρισάθλιος, α, ον
- τρισάριθμος, ος, ον
- τρισάσμενος, η, ον
- τρισέληνος, ος, ον
- τρισευδαίμων, ων, ον
- τρισέωλος, ον
- τρισκαιδεκαστάσιος, ος, ον
- τρισκαιδέκατος, η, ον
- τρισκαιδεκαφόρος, ος, ον
- τρίσκαλμος, ος, ον
- τρίσμακαρ, αρος
- τρισμακάριος, α, ον
- τρισμακάριστος, η, ον
- τρισμός, οῦ (ὁ)
- τρισμύριοι, αι, α
- τρισόλβιος, ος, ον
- τρίσπονδος, ος, ον
- τρισσός, ή, όν
- τρίστεγος, ος, ον
- τριστοιχί
- τρίστοιχος, ος, ον
- τρισύλλαβος ος, ον
- τρισχίλιοι, αι, α
- τριταγωνιστέω-ῶ
- τριταγωνιστής, οῦ (ὁ)
- τριταῖος, α, ον
- τριταλαντιαῖος, α, ον
- τριτάλας, -τάλαινα, -τάλαν
- τρίτατος, η, ον
- τριτημόριον
- τριτημόριος, α, ον
- τριτημορίς, ίδος (ἡ)
- τριτογένεια, ας (ἡ)
- Τριτογενής, έος-οῦς (ἡ)
- τρίτος, η, ον
- τριτόσπορος, ος, ον
- τριττός, ή, όν
- τριττύς, ύος (ἡ)
- Τρίτων, ωνος (ὁ)
- Τριτωνίς, ίδος (ἡ)
- Τριτωνομένδητες, ων (οἱ)
- τριφάσιος, α, ον
- τρίφυλλον, ου (τό)
- τριφύλλος, ος, ον
- τρίφυλος, ος, ον
- τρίχα1
- τρίχα2
- τριχάϊκες, ων
- τρίχες, ῶν (αἱ)
- τριχῇ
- τριχθά
- τρίχινος, η, ον
- τρίχιον, ου (τό)
- τριχοίνικος, ος, ον
- τριχομανές, έος (τό)
- τρίχορδος, ος, ον
- τριχορροέω-ῶ
- τριχός
- τριχοῦ
- τρίχωμα, ατος (τό)
- τρῖψις, εως (ἡ)
- τριώβολον, ου (τό)
- τριώροφος, ος, ον
- τριώρυγος, ος, ον
- Τροία, ας (ἡ)
- Τροίαθεν
- Τροίανδε
- Τροιζήν, ῆνος (ἡ)
- Τροιζήνιος, α, ον
- Τροιζηνίς, ίδος
- Τροίη, ης (ἡ)
- τρομεοίατο
- τρομέω-ῶ
- τρόμος, ου (ὁ)
- τρομώδης, ης, ες
- τροπαία
- τρόπαιον, ου (τό)
- τρόπαιος, α, ον
- τροπαιοῦχος, ος, ον
- τροπαιοφορία, ας (ἡ)
- τροπαιοφόρος, ος, ον
- τροπέω
- τροπή, ῆς (ἡ)
- τροπικός, ή, όν
- τρόπις, ιος (ἡ)
- τροπομάσθλης, ητος (ὁ)
- τρόπος, ου (ὁ)
- τροπός, οῦ (ὁ)
- τροποφορέω-ῶ
- τροπόω-ῶ
- τροπωτήρ, ῆρος (ὁ)
- τροφά
- τροφεῖα, ων (τά)
- τροφεύς, έως (ὁ)
- τροφή, ῆς (ἡ)
- τρόφι
- τροφίας, ου
- τρόφιμος, ος, ον
- τρόφις, ις, ι
- τροφόεις, όεσσα, όεν
- τροφός, ός, όν
- τροφοφορέω-ῶ
- τροχάζω
- τροχαῖος, α, ον
- τροχαλός, ή, όν
- τροχηλάτης, ου (ὁ)
- τροχήλατος, ος, ον
- τροχιά, ᾶς (ἡ)
- τροχιλία, ας (ἡ)
- τροχίλος, ου (ὁ)
- τρόχις, ιος (ὁ)
- τροχοδινέομαι-οῦμαι
- τροχοειδής, ής, ές
- τροχοποιέω-ῶ
- τρόχος, ου (ὁ)
- τροχός, οῦ (ὁ)
- τρύβλιον, ου (τό)
- τρυγάω-ῶ
- τρύγησις, εως (ἡ)
- τρύγητος, ου (ὁ)
- τρυγηφάγος, ος, ον
- τρυγίας, ου (ὁ)
- τρύγοιπος, ου (ὁ)
- τρυγός
- τρυγόῳεν
- τρυγώδης, ης, ες
- τρυγῳδός, οῦ (ὁ)
- τρυγών, όνος (ἡ)
- τρύζω
- τρυηλίς, ίδος (ἡ)
- τρυμαλιά, ᾶς (ἡ)
- τρύξ, τρυγός (ἡ)
- τρύπανον, ου (τό)
- τρυπάω-ῶ
- τρύπημα, ατος (τό)
- τρυσάνωρ, ορος
- τρυτάνη, ης (ἡ)
- Τρύφαινα, ης (ἡ)
- τρυφάλεια, ας (ἡ)
- τρυφάω-ῶ
- τρυφερός, ά, όν
- τρυφή, ῆς (ἡ)
- τρύφημα, ατος (τό)
- Τρυφῶσα, ης (ἡ)
- τρῦχος, εος-ους (τό)
- τρυχόω-ῶ
- τρύχω
- τρύω
- Τρωαί, ῶν (αἱ)
- Τρῳάς, άδος (ἡ)
- τρωγάλιον, ου (τό)
- Τρώγιλος, ου (ὁ)
- τρώγλη, ης (ἡ)
- τρωγλοδύτης, ου
- τρωγλοδυτικός, ή, όν
- τρώγω
- Τρῶες, Τρώων
- Τρωΐα, ας (ἡ)
- Τρωϊάς, άδος (ἡ)
- Τρωϊκός, ή, όν
- Τρώϊος, α, ον
- Τρωΐς, ΐδος
- τρώκτης, ου
- τρωκτός, ή,
- τρῶμα, ατος (τό)
- Τρῷος, ῴα, ῷον
- τρωπάσκετο
- τρωπάω-ῶ
- τρῶσις, εως (ἡ)
- τρώσω
- τρωτός, ή, όν
- τρωχάω-ῶ
- τρώχων
- τρώω
- τύ
- τυγχάνω
- --τυχόν
- Τυδείδης, ου (ὁ)
- Τυδεύς, έως (ὁ)
- τῦκον
- τύκος, ου (ὁ)
- τυκτά
- τυκτός, ή, όν
- τυλεῖον, ου (τό)
- τύλη, ης (ἡ)
- τύλος, ου (ὁ)
- τυλόω-ῶ
- τυλώδης, ης, ες
- τυλωτός, ή, όν
- τυμβαύλης, ου (ὁ)
- τύμβευμα, ατος (τό)
- τυμβεύω
- τυμβήρης, ης, ες
- τύμβος, ου (ὁ)
- τυμβοχοέω-ῶ
- τυμβοχόος, ος, ον
- τυμβόχωστος, ος, ον
- τυμβωρυχέω-ῶ
- τυμβωρύχος, ος, ον
- τύμμα, ατος (τό)
- τυμπανίζω
- τυμπανισμός, οῦ (ὁ)
- τυμπανιστής, οῦ (ὁ)
- τυμπανίστρια, ας (ἡ)
- τυμπανοειδής, ής, ές
- τύμπανον, ου (τό)
- Τυνδάρειος, α, ον
- Τυνδάρεος, ου (ὁ)
- Τυνδάρεως
- Τυνδαρίδης, ου (ὁ)
- τύνη
- τυννοῦτος
- τυπή, ῆς (ἡ)
- τυπικός, ή, όν
- τυπικῶς
- τύπος, ου (ὁ)
- τυπόω-ῶ
- τύπτω
- τυπώδης, ης, ες
- τυπωδῶς
- τύπωμα, ατος (τό)
- τύπωσις, εως (ἡ)
- τυραννεῖον, ου (τό)
- τυραννεύω
- τυραννέω-ῶ
- τυραννίζω
- τυραννικός, ή, όν
- τυραννίς, ίδος (ἡ)
- τυραννοκτονέω-ῶ
- τυραννοκτονία, ας (ἡ)
- τυραννοκτόνος, ου
- τύραννος, ος, ον
- τυρβάζω
- τύρβη, ης (ἡ)
- τυρεύω
- Τύριος, α, ον
- τυρίσκος, ου (ὁ)
- τυροῦς, οῦσσα, οῦν
- τυρόκνηστις, εως (ἡ)
- τυρός, οῦ (ὁ)
- Τύρος, ου (ἡ)
- τυροῦς
- Τυρρηνία, ας (ἡ)
- Τυρρηνικός, ή, όν
- Τυρρηνίς, ίδος
- Τυρρηνός, οῦ
- τύρσις, ιος (ἡ)
- Τυρταῖος, ου (ὁ)
- τυρώδης, ης, ες
- τυτθός, ός, όν
- τυφεδανός, οῦ (ὁ)
- τυφλίνης, ου (ὁ)
- τυφλός, ή, όν
- τυφλότης, ητος (ἡ)
- τυφλόω-ῶ
- τυφλῶς
- τύφλωσις, εως (ἡ)
- τυφλώττω
- τυφογέρων, οντος (ὁ)
- τυφομανία, ας (ἡ)
- τῦφος, ου (ὁ)
- τύφω
- Τυφωεύς, έος (ὁ)
- Τυφῶν, ῶνος (ὁ)
- τυφωνικός, ή, όν
- Τυφώνιος, α, ον
- Τυφώς, ῶ (ὁ)
- τύχα, Τύχα
- τυχαῖος, α, ον
- τύχη, ης (ἡ)
- τυχηρός, ά, όν
- τυχηρῶς,
- τύχῃσι
- τυχθείς
- τυχικός, ή, όν
- τυχικῶς
- τυχόν
- τύχω, ῃς, ῃ
- τύψαι
- τώ
- τῶ
- τῷ
- τῳ
- τὤγαλμα
- τώδε
- τῶδε
- τῷδε
- τωδί
- τωθάζω
- τωθασμός, οῦ (ὁ)
- τὠκίδιον
- τὤλγεος
- τὠληθές
- τὠμπέχονον
- τὦμον
- τῷ᾽ μῷ
- τῶν
- τῶνδε
- τωνδί
- τὤνδιον
- τὦνδρες
- τὠνείρατα
- τὠπί
- τὠπό
- τὠποβαῖνον
- τὦπος
- τὦρα
- τὤρνεα
- τὤροτρον
- τὠρχαῖον
- τώς1
- τώς2
- τὠστέα
- τὠστία
- τὦτα
- τωὐτ’
- τωὐτό, τωὐτέου, τωὐτῷ
- τὠ᾽ φθαλμώ
- τῷ᾽ χλῳ
- Θ, θ (θῆτα) (τό)
- θ᾽
- θαάσσω
- θαιρός, οῦ (ὁ)
- θακεύω
- θακέω-ῶ
- θάκημα, ατος (τό)
- θάκησις, εως (ἡ)
- θᾶκος, ου (ὁ)
- θαλάμη, ης (ἡ)
- θαλαμήϊος, η, ον
- θαλαμηπόλος, ος, ον
- θαλαμία, ας (ἡ)
- θαλάμιος, α, ον
- θάλαμόνδε
- θάλαμος, ου (ὁ)
- θάλασσα, ης (ἡ)
- θαλασσεύω
- θαλασσίδιος, α, ον
- θαλάσσιος, α, ον
- θαλασσοκρατέω-ῶ
- θαλασσοκράτωρ, ορος
- θαλασσόπλαγκτος, ον
- θαλασσόπληγκτος, ον
- θαλασσοπότης, ου (ὁ)
- θαλασσουργός, οῦ (ὁ)
- θαλασσόω-ῶ
- θάλαττα, ης (ἡ)
- θαλαττοκρατέω-ῶ
- θαλαττουργός, οῦ (ὁ)
- θάλεα, ων (τά)
- θαλέθω
- θάλεια, ας
- θαλειάζω
- θαλερός, ά, όν
- Θαλῆς, ῆτος (ὁ)
- θαλία, ας (ἡ)
- θαλίαζω
- θαλλός, οῦ (ὁ)
- θαλλοφόρος, ου (ὁ, ἡ)
- θάλλω
- θάλος (τό)
- θαλπιάω
- θάλπος, εος-ους (τό)
- θάλπω
- θαλπωρή, ῆς (ἡ)
- θαλύσια, ων (τά)
- θαμά
- θάμβευς
- θαμβέω-ῶ
- θάμβος, εος-ους (τό)
- θαμβόω-ῶ
- θαμέες
- θαμειαί
- θαμέσι
- θαμίζω
- θαμινός, ή, όν
- θάμνος, ου (ὁ, ἡ)
- θανάσιμος, ος, ον
- θανατάω-ῶ
- θανατηφόρος, ος, ον
- θανατιάω-ῶ
- θανατικός, ή, όν
- θανατόεις, όεσσα, όεν
- θάνατόνδε
- θάνατος, ου (ὁ)
- θανατούσια, ων (τά)
- θανατοφόρος, ος, ον
- θανατόω-ῶ
- θανατώδης, ης, ες
- θανάτωσις, εως (ἡ)
- θανέειν
- θανέεσθαι
- θανεῖν,
- θάνῃσι
- θάομαι1
- θάομαι2
- θαπτέον
- θάπτω
- Θαργήλια, ων (τά)
- Θαργηλιών, ῶνος (ὁ)
- θαρραλέος, α, ον
- θαρραλεότης, ητος (ἡ)
- θαρραλέως
- θαρρέω-ῶ
- θάρρος, εος-ους (τό)
- θαρρούντως
- θαρρύνω
- θαρσαλέος, α, ον
- θαρσαλεότης, ητος (ἡ)
- θαρσαλέως
- θάρσευς
- θαρσέω-ῶ
- θάρσησις, εως (ἡ)
- θάρσος, εος-ους (τό)
- θαρσούντως
- θαρσύνεσκε
- θάρσυνος, ος, ον
- θαρσύνω
- Θάσιος, α, ον
- Θάσος, ου (ἡ)
- θάσσω
- θάσσων, ων, ον
- θάτερα, θάτερον, θατέρω, θ
- θαῦμα, ατος (τό)
- θαυμάζεσκον
- θαυμάζω
- θαυμαίνω
- θαυμάσιος, α, ον
- θαυμασίως
- θαυμασμός, οῦ (ὁ)
- θαυμάσσομαι
- θαυμαστέος, α, ον
- θαυμαστής, οῦ (ὁ)
- θαυμαστικός, ή, όν
- θαυμαστός, ή, όν
- θαυμαστόω-ῶ
- θαυμαστῶς
- θαυματοποιέω-ῶ
- θαυματοποιΐα, ας (ἡ)
- θαυματοποιός, ός, όν
- θαυματουργέω-ῶ
- θαυματουργός, ός, όν
- θάψινος, η, ον
- Θάψος, ου (ἡ)
- θεά, ᾶς (ἡ)
- θέα, ας (ἡ)
- θέαινα, ης (ἡ)
- θέαμα, ατος (τό)
- θεᾶν
- θεάομαι-ῶμαι
- θεατέος, α, ον
- θεατής, οῦ (ὁ)
- θεατός, ή, όν
- θεατρίζω
- θεατρικός, ή, όν
- θεατρικῶς
- θέατρον, ου (τό)
- θέε
- θέειον
- θέειος
- θεειόω-ῶ
- θέεσκον
- θεήλατος, ος, ον
- θέῃσι
- θεήσομαι
- θεητής, οῦ (ὁ)
- θέητρον, ου (τό)
- θειάζω
- θειασμός, οῦ (ὁ)
- θείατο
- θείη
- θείην
- θειλόπεδον, ου (τό)
- θεῖμεν
- θεῖναι
- θεινέμεναι
- θείνω
- θείομεν
- θεῖον, ου1
- θεῖον2, ου (τό)
- θεῖος1, ου (ὁ)
- θεῖος 2, α, ον
- θειότης, ητος (ἡ)
- θειόω1-ῶ
- θειόω-ῶ2
- θείς
- θείω1
- θείω2
- θειώδης1, ης, ες
- θειώδης2, ης, ες
- θείως
- θείωσις, εως (ἡ)
- θέλγητρον, ου (τό)
- θέλγω
- θελεμός, ός, όν
- θέλεος, ος, ον
- θέλημα, ατος (τό)
- θέλησις, εως (ἡ)
- θελκτήριον, ου (τό)
- θελκτήριος, ος, ον
- θέλκτρον, ου (τό)
- θέλξις, εως (ἡ)
- θέλω
- θέμα, ατος (τό)
- θεματικός, ή, όν
- θέμεθλον, ου (τό)
- θεμείλια, ων (τά)
- θεμέλιος, ος, ον
- θεμελιόω-ῶ
- θέμεν, θέμεναι
- θέμενος
- θέμερος, α, ον
- θεμερῶπις, ιδος
- θεμίζω
- θέμις, ιστος (ἡ)
- Θέμις, ιτος (ἡ)
- θεμιστεύω
- θεμίστιος, ου
- Θεμιστοκλέης, έους (ὁ)
- Θεμιστόκλειος, ος, ον
- Θεμιστοκλῆς, έους (ὁ)
- θεμιστῶς
- θεμιτός, ή, όν
- θεμόω-ῶ
- θέναρ, αρος (τό)
- θενεῖν
- θέο
- θεοβλάβεια, ας (ἡ)
- θεοβλαβέω-ῶ
- θεοβλαβής, ής, ές
- θεογεννής, ής, ές
- Θέογνις, ιδος (ὁ)
- θεογονία, ας (ἡ)
- θεόγονος, ον
- θεοδίδακτος, ος, ον
- θεόδμητος, ος, ον
- θεόδοτος, ος, ον
- θεοειδής, ής, ές
- θεοείκελος, ος, ον
- θεοεχθία
- θεόθεν
- θεοκλυτέω-ῶ
- θεόκλυτος, ος, ον
- θεόκραντος, ος, ον
- θεόκριτος, ου
- θεόληπτος, ος, ον
- θεοληψία, ας (ἡ)
- θεολογέω-ῶ
- θεολογία, ας (ἡ)
- θεολογικός, ή, όν
- θεολογικῶς
- θεολόγος, ος, ον
- θεομανής, ής, ές
- θεόμαντις, εως (ὁ)
- θεομαχέω-ῶ
- θεομαχία, ας (ἡ)
- θεομάχος, ος, ον
- θέομεν
- θεομήστωρ, ορος
- θεομισής, ής, ές
- θεομυσής, ής, ές
- θεοξένια, ων (τά)
- θεοξένιος, ου
- θεόπεμπτος, ος, ον
- θεόπνευστος, ος, ον
- θεοποιέω-ῶ
- θεοποίητος, ος, ον
- θεοποιΐα, ας (ἡ)
- θεοποιός, ός, όν
- θεοπρεπής, ής, ές
- θεοπρεπῶς
- θεοπροπέω-ῶ
- θεοπροπία, ας (ἡ)
- θεοπρόπιον, ου (τό)
- θεοπρόπος, ος, ον
- θεόπτυστος, ος, ον
- θέορτος, ος, ον
- θεός, οῦ (ὁ, ἡ)
- θεόσδοτος, ος, ον
- θεοσέβεια, ας (ἡ)
- θεοσεβής, ής, ές
- θεοσεβῶς
- θεοσέπτωρ, ορος (ὁ)
- θεόσσυτος, ος, ον
- θεοστυγής, ής, ές
- θεοστύγητος, ος, ον
- θεοσύλης, ου (ὁ)
- θεοσυλία, ας (ἡ)
- θεόσυλος, ου (ὁ, ἡ)
- θεόσυτος, ος, ον
- θεότης, ητος (ἡ)
- θεοτίμητος, ος, ον
- θεότρεπτος, ος, ον
- θεουδής, ής, ές
- θεοφάνια, ων (τά)
- θεόφαντος, ος, ον
- θεοφιλής, ής, ές
- θεοφιλῶς
- θεόφιν
- θεοφορέω-ῶ
- θεοφόρησις, εως (ἡ)
- θεοφόρητος, ος, ον
- θεοφορήτως
- θεόφορος, ος, ον
- θεράπαινα, ης (ἡ)
- θεραπαινίδιον, ου (τό)
- θεραπεία, ας (ἡ)
- θεράπευμα, ατος (τό)
- θεράπευον
- θεραπευτέος, α, ον
- θεραπευτήρ, ῆρος (ὁ)
- θεραπευτής, οῦ (ὁ)
- θεραπευτικός, ή, όν
- θεραπευτικῶς
- θεραπεύω
- θεραπηΐη, ης (ἡ)
- θεράπνη, ης (ἡ)
- θεραποντίς, ίδος
- θεράπων, οντος (ὁ)
- θέραψ, απος (ὁ)
- θερεία, ας (ἡ)
- θέρειος, α, ον
- θερέω
- θερίζω
- θερίνεος, α, ον
- θερινός, ή, όν
- θερισμός, οῦ (ὁ)
- θεριστής, οῦ (ὁ)
- θερμαίνω
- θερμασία, ας (ἡ)
- θερμαστρίς, ίδος (ἡ)
- θερμαϋστρίζω
- θέρμη, ης (ἡ)
- θερμηγορέω-ῶ
- θερμόβουλος, ος, ον
- θερμολουτέω-ῶ
- θερμομιγής, ής, ές
- θερμόνοος, ος, ον
- Θερμοπύλαι, ῶν (αἱ)
- θερμός, ή, όν
- θέρμος, ου (ἡ)
- θερμότης, ητος (ἡ)
- θερμοτραγέω-ῶ
- θερμουργός, ός, όν
- θέρμω
- θέρος, εος-ους (τό)
- θέρσομαι
- θέρω
- θές, θέσθαι
- θέσις, εως (ἡ)
- θέσκελος, ος, ον
- θέσμιος, ος, ον
- θεσμοθεσία, ας (ἡ)
- θεσμοθέσιον, ου (τό)
- θεσμοθετέω-ῶ
- θεσμοθέτης, ου (ὁ)
- θεσμός, οῦ (ὁ)
- θεσμοφόρια, ων (αἱ)
- θεσμοφοριάζω
- θεσμοφόρος, ου
- θεσμοφύλαξ, ακος
- θεσπεσίη, ης (ἡ)
- θεσπέσιος, α, ον
- θεσπεσίως
- Θεσπιαί, ῶν (αἱ)
- Θεσπιᾶσιν
- θεσπιδαής, ής, ές
- θεσπιέπεια, ας
- Θεσπιεύς, έως
- θεσπίζω
- θέσπις, ιος
- θέσπισμα, ατος (τό)
- θεσπιῳδέω-ῶ
- θεσπιῳδός, ός, όν
- Θεσπρωτία, ας (ἡ)
- Θεσπρωτίς, ίδος
- Θεσπρωτός, ός, όν
- Θεσσαλία, ας (ἡ)
- θεσσαλίζω
- Θεσσαλιῆτις, ιδος
- Θεσσαλικός, ή, όν
- Θεσσαλίς, ίδος
- Θεσσαλιῶτις, ιδος (ἡ)
- Θεσσαλονικεύς, έως (ὁ)
- Θεσσαλονίκη, ης (ἡ)
- Θεσσαλός, ή, όν
- Θεστιάς, άδος (ἡ)
- Θέστιος, ου (ὁ)
- Θεστόρειος, ου
- Θεστορίδης, ου (ὁ)
- θεσφατηλόγος, ος, ον
- θέσφατος, ος, ον
- θετέος, α, ον
- θετικός, ή, όν
- θετικῶς
- Θέτις, ιδος (ἡ)
- θετός, ή, όν
- Θετταλία, ας (ἡ)
- θετταλίζω
- Θετταλικός, ή, όν
- Θετταλίς, ίδος
- θεύσομαι, θεύσεαι
- θέω1
- θέω2
- θέω3
- θεωρέω-ῶ
- θεώρημα, ατος (τό)
- θεωρητήριον, ου (τό)
- θεωρητικός, ή, όν
- θεωρητός, ή, όν
- θεωρία, ας (ἡ)
- θεωρικός, ή, όν
- θεωρίς, ίδος
- θεωρός, οῦ (ὁ)
- Θῆβαι, ῶν (αἱ)
- Θηβαιεύς, έως
- Θηβαϊκός, ή, όν
- Θηβαῖος, α, ον
- Θηβαΐς, ΐδος
- Θήβασδε
- Θήβη, ης (ἡ)
- Θήβηθεν
- Θήβῃσι(ν)
- θηγάνη, ης (ἡ)
- θηγάνω
- θήγω
- θηέομαι-οῦμαι
- θηεύμενος, θηεῦντο
- θήῃς
- θηητήρ, ῆρος (ὁ)
- θηΐον
- θηκαῖος, α, ον
- θήκη, ης (ἡ)
- θηκτός, ή, όν
- θηλάζω
- θηλασμός, οῦ (ὁ)
- θήλεα
- θήλεας
- θηλέη
- θηλέω-ῶ
- θηλή, ῆς (ἡ)
- θηλονή, ῆς (ἡ)
- θηλυγενής, ής, ές
- θηλυδρίας, ου
- θηλυκρατής, ής, ές
- θηλυκτόνος, ος, ον
- θηλυμίτρης, ου
- θηλύμιτρις, ιδος
- θηλύνοος, ος, ον
- θηλύνω
- θηλύπους, ους, ουν
- θῆλυς, θήλεια, θῆλυ
- θηλύσπορος, ος, ον
- θηλύτατος, η, ον
- θηλύτης, ητος (ἡ)
- θηλυφανής, ής, ές
- θηλύφωνος, ος, ον
- θηλυχίτων, ωνος
- θηλώ, οῦς (ἡ)
- θἤμισυ
- θημών, ῶνος (ὁ)
- θήν
- θηοῖο
- θήρ, θηρός (ὁ)
- θήρα, ας (ἡ)
- θήραμα, ατος (τό)
- Θηραμένης, ους (ὁ)
- θηράσιμος, ος, ον
- θηρατέος, α, ον
- θηρατήρ, ῆρος (ὁ)
- θηρατής, οῦ (ὁ)
- θηρατικός, ή, όν
- θηρατός, ή, όν
- θήρατρον, ου (τό)
- θηράτωρ, ορος (ὁ)
- θηράω-ῶ
- θήρειος, ος
- θήρευμα, ατος (τό)
- θηρευτής, οῦ (ὁ)
- θηρευτικός, ή, όν
- θηρευτός, ή, όν
- θηρεύω
- θήρη, ης (ἡ)
- θηριακός, ή, όν
- θηριομαχέω-ῶ
- θηριομάχος, ος, ον
- θηρίον, ου (τό)
- θηριόω-ῶ
- θηριώδης, ης, ες
- θηριωδία, ας (ἡ)
- θηριωδῶς
- θηρίωσις, εως (ἡ)
- θηροβολέω-ῶ
- θηρομιγής, ής, ές
- θηροφόνος, ος, ον
- θής, θητός (ὁ)
- θήσατο
- θησαυρίζω
- θησαύρισμα, ατος (τό)
- θησαυροποιός, ός, όν
- θησαυρός, οῦ (ὁ)
- Θήσεια, ων (τά)
- Θησείδης, ου
- Θήσειος, α, ον
- θησέμεναι
- Θησεύς, έως (ὁ)
- Θησηΐς, ίδος
- θῆσθαι
- θήσομαι
- θῆσσα1, ης (ἡ)
- θῆσσα2, ης (ἡ)
- θήσω
- θῆτα (τό)
- θητεία, ας (ἡ)
- θἠτέρᾳ
- θητεύω
- θητικός, ή, όν
- θῆττα, ης (ἡ)
- θιασάρχης, ου (ὁ)
- θίασος, ου (ὁ)
- θιασώτης, ου (ὁ)
- θιγγάνω
- θινώδης, ης, ες
- θίς, θινός (ὁ)
- θλάσσε
- θλάω
- θλίβω
- θλῖψις, εως (ἡ)
- θνᾴσκω
- θνήξω
- θνησείδιος, ος, ον
- θνῄσκω
- θνητογενής, ής, ές
- θνητοειδής, ής, ές
- θνητός, ή, όν
- θοάζω 1
- θοάζω2
- θοιματίδιον, θοἰμάτιον
- θοινάζω
- θοινατήρ, ῆρος
- θοινατικός, ή, όν
- θοινάω-ῶ
- θοίνη, ης (ἡ)
- θοινίζω
- θολερός, ά, όν
- θόλος, ου (ἡ)
- θολός, οῦ (ὁ)
- θολόω-ῶ
- θοός, ή, όν
- θοόω-θοῶ
- θορεῖν
- θορέομαι
- θορή, ῆς (ἡ)
- Θορίκιος, α, ον
- Θορικός, οῦ (ἡ)
- θορνύομαι
- θόρνυμαι
- θορός, οῦ (ὁ)
- θορυβάζω
- θορυβέω-ῶ
- θορυβοποιός, ός, όν
- θόρυβος, ου (ὁ)
- θορυβώδης, ης, ες
- θορυβωδῶς
- θορών
- θοῦ
- Θουκυδίδης, ου (ὁ)
- Θουρία, ας (ἡ)
- Θουριάς, άδος
- Θουριάτης, ου
- Θούριοι, ων (οἱ)
- Θούριον, ου (τό)
- Θούριος, α, ον
- θούριος, α, ον
- θοῦρις, ιδος
- θοὔρμαιον
- θοῦρος, ος, ον
- θόωκος, ου (ὁ)
- θοῶς
- θραγμός, οῦ (ὁ)
- Θρᾷκες
- Θρᾴκη, ης (ἡ)
- Θρακικός, ή, όν
- Θρᾴκιος, α, ον
- θρανίον, ου (τό)
- θρανίτης, ου (ὁ)
- θρᾶνος, ου (ὁ)
- Θρᾷξ, Θρᾳκός
- θρασέως
- θράσος, εος-ους (τό)
- Θρᾷσσα, ης
- θράσσω
- θρασυκάρδιος, ος, ον
- θρασύμαχος, ος, ον
- θρασυμέμνων, ων, ον
- Θρασυνία λίμνη (ἡ)
- θρασύνω
- θρασύς, εῖα, ύ
- θρασύσπλαγχνος, ος, ον
- θρασυσπλαγχνῶς
- θρασυστομέω-ῶ
- θρασύστομος, ος, ον
- θρασύτατα, θρασύτερον
- θρασύτης, ητος (ἡ)
- Θρᾷττα, ης
- θράττω
- θραῦμα, ατος (τό)
- θραῦσις, εως (ἡ)
- θραῦσμα, ατος (τό)
- θραύω
- θρέμμα, ατος (τό)
- θρέξασκον
- θρέξω
- θρέομαι
- θρεπτέος, α, ον
- θρεπτήριος, α, ον
- θρεπτικός, ή, όν
- θρεπτός, ή, όν
- θρέπτρα, ων (τά)
- θρεττανελό
- θρεῦμαι
- θρεψάμενος
- θρέψω
- Θρηΐκη, ης (ἡ)
- Θρῄκη, ης (ἡ)
- Θρῄκηθεν
- Θρῄκηνδε
- Θρῄκιος, η, ον
- θρηνέω-ῶ
- θρηνητήρ, ῆρος (ὁ)
- θρηνητής, οῦ (ὁ)
- θρηνητικός, ή, όν
- θρῆνος, ου (ὁ)
- θρῆνυς, υος (ὁ)
- θρηνῳδέω-ῶ
- θρηνώδης, ης, ες
- θρηνῳδία, ας (ἡ)
- θρηνῳδός, οῦ (ὁ)
- Θρῇξ, Θρῃκός
- θρησκεία, ας (ἡ)
- θρησκεύω
- θρησκηΐη, ης (ἡ)
- θρῆσκος, ος, ον
- Θρῖα, ας (ἡ)
- θριαμβευτικός, ή, όν
- θριαμβεύω
- θριαμβικός, ή, όν
- θρίαμβος, ου (ὁ)
- Θριάσιος, α, ον
- θριγγός, οῦ (ὁ)
- θριγκίον, ου (τό)
- θριγκός, οῦ (ὁ)
- θριγκόω-ῶ
- θρίγκωμα, ατος (τό)
- θριδάκινος, η, ον
- θριδάκιον, ου (τό)
- θρῖδαξ, ακος (ἡ)
- θρίζω
- θρῖναξ, ακος (ὁ)
- θρίξ, τριχός (ἡ)
- θριπήδεστος, ος, ον
- θρίψ, θριπός (ὁ)
- Θριώ, οῦς (ἡ)
- Θριῶζε
- θροέω-ῶ
- θρόμβος, ου (ὁ)
- θρομβώδης, ης, ες
- θρόνα, ων (τά)
- Θρονιάς, άδος
- Θρόνιον, ου (τό)
- θρόνος, ου (ὁ)
- θρόος, ου (ὁ)
- θρυαλλίδιον, ου (τό)
- θρυαλλίς, ίδος (ἡ)
- θρυλέω-ῶ
- θρύλιγμα, ατος (τό)
- θρυλίζω
- θρυλίσσω
- θρυγατιδέος, ου (ὁ)
- θρῦλος, ου (ὁ)
- θρύμμα, ατος (τό)
- θρυμματίς, ίδος (ἡ)
- θρύον, ου (τό)
- θρυπτικός, ή, όν
- θρυπτικῶς
- θρύπτω
- θρύψις, εως (ἡ)
- θρῴσκω
- θρωσμός, οῦ (ὁ)
- θυάς, άδος (ἡ)
- Θυάτειρα, ων (τά)
- θυγάτηρ, θυγατρός (ἡ)
- θυγατριδέος-οῦς, έου-οῦ (
- θυγατριδέα, ας (ἡ)
- θυγατριδοῦς
- θυγάτριον, ου (τό)
- θῦε
- θυεία, ας (ἡ)
- θυείδιον, ου (τό)
- θύελλα, ης (ἡ)
- Θύεστα
- Θυέστης, ου (ὁ)
- Θυεστιάδης, ου
- θυήεις, ήεσσα, ῆεν
- θυηλή, ῆς (ἡ)
- θυηπολέω-ῶ
- θυηπόλος, ος, ον
- θυηφάγος, ος, ον
- θυία, ας (ἡ)
- θυϊάς, άδος
- θύϊνος, η, ον
- θυλάκιον, ου (τό)
- θυλακίς, ίδος (ἡ)
- θύλακος, ου (ὁ)
- θῦλαξ, ακος (ὁ)
- θυλέομαι-οῦμαι
- θυλήματα, ων (τά)
- θῦμα, ατος (τό)
- θυμαλγής, ής, ές
- θύμαλλος, ου (ὁ)
- θυμαρής, ής, ές
- Θύμβρις, ιδος (ὁ)
- θυμέλη, ης (ἡ)
- θυμελικός, ή, όν
- θυμηγερέω-ῶ
- θυμηδής, ής, ές
- θυμηδία, ας (ἡ)
- θυμήρης, ης, ες
- θυμίαμα, ατος (τό)
- θυμιατήριον, ου (τό)
- θυμιάω-ῶ
- θυμίημα, ατος (τό)
- θυμικός, ή, όν
- θυμικῶς
- θυμοβόρος, ος, ον
- θυμοδακής, ής, ές
- θυμοειδής, ής, ές
- θυμολέων, οντος
- θυμόμαντις, εως
- θυμομαχέω-ῶ
- θύμον, ου (τό)
- θυμοπληθής, ής, ές
- θυμοραϊστής , οῦ
- θυμός , οῦ (ὁ)
- θύμος2, εος-ους (τό)
- θυμόσοφος, ος, ον
- θυμοφθορέω-ῶ
- θυμοφθόρος, ος, ον
- θυμόω-ῶ
- θυμώδης, ης, ες
- θύμωμα, ατος (τό)
- θυννευτικός, ή, όν
- θυννοκέφαλος, ος, ον
- θύννος, ου (ὁ)
- θυννοσκόπος, ος, ον
- θυννώδης, ης, ες
- θύνω
- θυόεις, όεσσα, όεν
- θύον, ου (τό)
- θύος, εος-ους (τό)
- θυοσκέω-ῶ
- θυοσκινέω-ῶ
- θυοσκόος, ος, ον
- θυόω-ῶ
- θύρα, ας (ἡ)
- θύραζε
- θύραθεν
- θυραῖος, α, ον
- θύρασιν
- θυραυλέω-ῶ
- θυραυλία, ας (ἡ)
- θυραωρός, οῦ (ὁ)
- θυρεός, οῦ (ὁ)
- θυρεοφόρος, ος, ον
- θυρεπανοίκτης, ου
- θύρετρον, ου (τό)
- θύρη, ης (ἡ)
- θύρηθε
- θύρηφι
- θύριον, ου (τό)
- θυρίς, ίδος (ἡ)
- θυροκοπέω-ῶ
- θυροκόπος, ος, ον
- θυρόω-ῶ
- θυρσάριον, ου (τό)
- θύρσος, ου (ὁ)
- θυρσοφορία, ας (ἡ)
- θυρσοφόρος, ος, ον
- θύρωμα, ατος (τό)
- θυρών, ῶνος (ὁ)
- θυρωρέω-ῶ
- θυρωρός, οῦ (ὁ, ἡ)
- θυρωτός, ή, όν
- θυσανηδόν
- θυσανόεις, όεσσα, όεν
- θύσανος, ου (ὁ)
- θυσανωτός, ή, όν
- θύσθλον, ου (τό)
- θυσία, ας (ἡ)
- θυσιάζω
- θυσιαστήριον, ου (τό)
- θύσιμος, ος, ον
- θυσσανόεις
- θυστάς, άδος
- θυτεῖον, ου (τό)
- θυτέον
- θυτήρ, ῆρος (ὁ)
- θυτήριον, ου (τό)
- θυτικός, ή, όν
- θύψαι
- θύω1
- θύω2
- θυώδης1, ης, ες
- θυώδης2, ης, ες
- θύωμα, ατος (τό)
- θῶ, θῆς
- θωά, ᾶς (ἡ)
- θωκέω-ῶ
- θῶκόνδε
- θῶκος, ου (ὁ)
- θῶμα, ατος (τό)
- θῶμιγξ, ιγγος (ἡ)
- θωμός, οῦ (ὁ)
- θωπεία, ας (ἡ)
- θώπευμα, ατος (τό)
- θωπεύω
- θώπτω
- θώρ
- θωρακεῖον, ου (τό)
- θωρακίζω
- θωράκιον, ου (τό)
- θωρακοποιός, οῦ (ὁ)
- θωρακοφόρος, ος, ον
- θώραξ, ακος (ὁ)
- θωρηκοφόρος, ος, ον
- θωρηκτής, οῦ (ὁ)
- θώρηξ, ηκος (ὁ)
- θωρήσσω
- θώς, θωός (ὁ, ἡ)
- θωῦμα, θωυμάζω
- θωΰσσω
- θώψ, θωπός (ὁ)
- Υ, υ (ὖ ψιλόν) (τό)
- ὔ ὗ
- ὕαινα, ης (ἡ)
- ὑακίνθινος, η, ον
- ὑάκινθος, ου (ὁ, ἡ)
- ὑάλινος, η, ον
- ὑαλοειδής, ής, ές
- ὕαλος, ου (ἡ)
- ὑββάλλειν
- ὑβρίζω
- ὕβρις, εως(ἡ)
- ὕβρισμα, ατος (τό)
- ὑβριστής, οῦ
- ὑβριστικός, ή, όν
- ὑβριστικῶς
- ὕβριστος, ος, ον
- ὑγιᾶ
- ὑγιάζω
- ὑγιαίνω
- ὑγίεια, ας (ἡ)
- ὑγιεινός, ή, όν
- ὑγιεινῶς
- ὑγιηρός, ά, όν
- ὑγιής, ής, ές
- ὑγιῶς
- ὑγρά, ᾶς (ἡ)
- ὑγροποιός, ός, όν
- ὑγρός, ά, όν
- ὑγρότης, ητος (ἡ)
- ὑγρώσσω
- ὑδαρής, ής, ές
- ὕδασι
- ὑδατόκλυστος, ος, ον
- ὑδατοποσία, ας (ἡ)
- ὑδατοποτέω-ῶ
- ὑδατοτρεφής, ής, ές
- ὑδατώδης, ης, ες
- ὑδεριάω-ῶ
- ὕδερος, ου (ὁ)
- ὕδνον, ου (τό)
- ὕδρα, ας (ἡ)
- ὑδραγωγός, ός, όν
- ὑδραίνω
- ὑδρεία, ας (ἡ)
- ὑδρεῖον, ου (τό)
- ὑδρέλαιον, ου (τό)
- ὑδρεύω
- ὑδρήϊον, ου (τό)
- ὑδρηλός, ή, όν
- ὑδρία, ας (ἡ)
- ὑδροθήρας, ου (ὁ)
- ὑδροθηρία, ας (ἡ)
- ὑδροθηρικός, ή, όν
- ὑδρονομέομαι-οῦμαι
- ὑδροποιός, ός, όν
- ὑδροποσία, ας (ἡ)
- ὑδροποτέω-ῶ
- ὑδροπότης, ου (ὁ)
- ὑδρορρόα, ας (ἡ)
- ὕδρος, ου (ὁ)
- ὑδροφόβας, α (ὁ)
- ὑδροφορέω-ῶ
- ὑδροφορία, ας (ἡ)
- ὑδροφόρος, ου
- ὑδρωπιάω-ῶ
- ὑδρωπικός, ή, όν
- ὕδρωψ, ωπος
- ὕδωρ, ὕδατος (τό)
- ὕειος, α, ον
- ὑέλινος, η, ον
- ὑέτιος, α, ον
- ὑετός, οῦ (ὁ)
- ὑετώτατος, η, ον
- ὑθλέω-ῶ
- ὕθλος, ου (ὁ)
- υἷα
- υἵδιον, ου (τό)
- ὑΐδιον, ου (τό)
- ὑϊδοῦς, οῦ (ὁ)
- υἷϊ
- υἱϊδεύς, έως (ὁ)
- ὑϊκός, ή, όν
- υἱοθεσία, ας
- υἱοθετέω-ῶ
- υἷος
- υἱός, υἱοῦ (ὁ)
- υἱωνός, οῦ (ὁ)
- ὕλαγμα, ατος (τό)
- ὑλαγμός, οῦ (ὁ)
- ὑλάεις
- ὑλαῖος, α, ον
- ὑλακή, ῆς (ἡ)
- ὑλακόμωρος, ος, ον
- ὑλακτέω-ῶ
- ὑλακτικός, ή, όν
- ὑλάσσω
- ὑλάω-ῶ
- ὕλη, ης (ἡ)
- ὑλήεις, ήεσσα, ῆεν
- ὕλημα, ατος (τό)
- ὑλίζω
- ὑλικός, ή, όν
- ὑλομανέω-ῶ
- ὑλομανής, ής, ές
- ὑλοτομέω-ῶ
- ὑλοτομία, ας (ἡ)
- ὑλοτόμος, ος, ον
- ὑλοτραγέω-ῶ
- ὑλουργέω-ῶ
- ὑλουργός, ός, όν
- ὑλοφορβός, ός, όν
- ὑλώδης, ης, ες
- ὑμᾶς
- ὑμεῖς
- ὑμείων
- ὑμέναιος, ου (ὁ)
- ὑμενόπτερος, ος, ον
- ὑμενόστρακος, ος, ον
- ὑμές
- ὑμετερόνδε
- ὑμέτερος, α, ον
- ὑμέων
- ὑμήν, ένος (ὁ)
- ὑμῖν
- ὔμμε
- ὑμνέαται
- ὑμνεῦσαι
- ὑμνέω-ῶ
- ὑμνήσιος, α, ον
- ὑμνητέον
- ὕμνος, ου (ὁ)
- ὑμνῳδία, ας (ἡ)
- ὑμός, ή, όν
- ὑμῶν
- ὗν
- ὕνις, εως (ἡ)
- ὑόπρῳρος, ος, ον
- ὑός
- ὑοσκύαμος, ου (ὁ)
- ὑπαγορεύω
- ὑπάγροικος, ος, ον
- ὑπάγω
- ὑπαγωγή, ῆς (ἡ)
- ὑπαέριος, ος, ον
- ὑπαί
- ὕπαιθα
- ὑπαίθρειος, ος, ον
- ὕπαιθρος, ος, ον
- ὑπαίθω
- ὑπαικάλλω
- ὑπαινίττομαι
- ὑπαιρέω
- ὑπαΐσσω
- ὑπαίτιος, ος, ον
- ὑπακοή, ῆς (ἡ)
- ὑπακουστέον
- ὑπακούω
- ὑπαλεαίνω
- ὑπαλείφω
- ὑπαλεύομαι
- ὑπαλλάττω
- ὑπάλπειος, ος, ον
- ὑπάλυξις, εως (ἡ)
- ὑπαλύσκω
- ὑπαμπέχω
- ὑπαμφιέννυμαι
- ὑπαναβλέπω
- ὑπαναθλίβω
- ὑπαναλίσκω
- ὑπαναμέλπω
- ὑπαναπίμπλημι
- ὑπανάστασις, εως (ἡ)
- ὑπαναστατέον
- ὑπανατέλλω
- ὑπαναφλέγω
- ὑπαναφύομαι
- ὑπαναχωρέω-ῶ
- ὕπανδρος
- ὑπάνειμι
- ὑπανερπύζω
- ὑπανιάομαι-ῶμαι
- ὑπανίημι
- ὑπανίσταμαι
- ὑπανίσχω
- ὑπανοίγω
- ὑπαντάω-ῶ
- ὑπάντησις, εως (ἡ)
- ὑπαντιάζω
- ὕπαντρος, ος, ον
- ὑπαπειλέω-ῶ
- ὑπάπειμι
- ὑπαπέρχομαι
- ὑπαποκρύπτω
- ὑπαπολείπω
- ὑπαποψήχω
- ὑπάπτω
- ὕπαρ (τό)
- ὑπαραιρημένος
- ὑπαργυρεύω
- ὑπάργυρος, ος, ον
- ὑπαρκτέον
- ὑπάρκτιος, ος, ον
- ὑπαρκτός, ή, όν
- ὕπαρξις, εως (ἡ)
- ὑπαρπάζω
- ὑπαρτάω-ῶ
- ὑπαρχή, ῆς (ἡ)
- ὕπαρχος, ος, ον
- ὑπάρχω
- ὑπασπίδιος, ος, ον
- ὑπασπιστής, οῦ (ὁ)
- ὑπατεία, ας (ἡ)
- ὑπατεύω
- ὑπατικός, ή, όν
- ὕπατος, η, ον
- ὑπαυγάζω
- ὑπαυλέω-ῶ
- ὕπαυλος, ος, ον
- ὑπαυχένιος, ος, ον
- ὑπαφανίζω
- ὑπαφίσταμαι
- ὑπάφρων, ονος
- ὑπέασι
- ὑπέγγυος, ος, ον
- ὑπεγείρω
- ὑπέδδεισα
- ὑπέδεκτο
- ὑπειδόμην
- ὑπεικαθέων
- ὑπεικτέον
- ὑπείκω
- ὑπειλέομαι-οῦμαι
- ὑπείλιττον
- ὕπειμι1
- ὕπειμι2
- ὑπεῖναι
- ὑπείξεαι
- ὕπειξις, εως (ἡ)
- ὑπεῖπον
- ὑπείρ
- ὑπειρέβαλον
- ὑπειρέχω
- ὑπείροχος, ος, ον
- ὑπείσας, ασα, αν
- ὑπεισδύω
- ὑπεισέρχομαι
- ὑπέκ
- ὑπεκβάλλω
- ὑπεκδιδράσκω
- ὑπεκδύνω
- ὑπεκδύομαι
- ὑπεκέχυτο
- ὑπεκθέω
- ὑπεκθέωνται
- ὑπεκκαίω
- ὑπέκκαυμα, ατος (τό)
- ὑπεκκαύστρια, ας (ἡ)
- ὑπέκκειμαι
- ὑπεκκλέπτω
- ὑπεκκλίνω
- ὑπεκκομίζω
- ὑπεκπέμπω
- ὑπεκπλέω
- ὑπεκπροθέω
- ὑπεκπρολύω
- ὑπεκπρορέω
- ὑπεκπροφεύγω
- ὑπεκρέω
- ὑπεκρήγνυμι
- ὑπεκρίπτω
- ὑπεκσῴζω
- ὑπεκτίθημι
- ὑπεκτρέπω
- ὑπεκτρέχω
- ὑπεκφέρω
- ὑπεκφεύγω
- ὑπεκχέω
- ὑπεκχωρέω-ῶ
- ὑπελαύνω
- ὑπελίττω
- ὑπέλυντο
- ὑπεμνάασθε
- ὑπεμνήμυκε
- ὑπεμνήσθην
- ὑπεναντιόομαι-οῦμαι
- ὑπεναντίος, ος, ον
- ὑπενδίδωμι
- ὑπενδύομαι
- ὑπένερθε
- ὑπεννοέω-ῶ
- ὑπέξ
- ὑπεξάγω
- ὑπεξαγωγή, ῆς (ἡ)
- ὑπεξαίρερις, εως (ἡ)
- ὑπεξαιρέω-ῶ
- ὑπεξαλέομαι
- ὑπεξανάγομαι
- ὑπεξαναδύομαι
- ὑπεξανίσταμαι
- ὑπεξάπτω
- ὑπέξειμι
- ὑπεξείρυσα
- ὑπεξελαύνω
- ὑπεξερύω
- ὑπεξέρχομαι
- ὑπεξεσάωσεν
- ὑπεξέχω
- ὑπεξίστημι
- ὑπέρ
- ὑπέρα, ας (ἡ)
- ὑπεραγάζομαι
- ὑπεράγαμαι
- ὑπεράγαν
- ὑπεραγανακτέω-ῶ
- ὑπεραγαπάω-ῶ
- ὑπεραγρυπνέω-ῶ
- ὑπεραής, ής, ές
- ὑπεραίρω
- ὑπέραισχρος, ος, ον
- ὑπεραισχύνομαι
- ὑπεραιωρέω-ῶ
- ὑπέρακμος, ος, ον
- ὑπερακοντίζω
- ὑπερακριβής, ής, ές
- ὑπεράκριος, ος, ον
- ὑπέρακρος, ος, ον
- ὑπεραλγέω-ῶ
- ὑπεραλγής, ής, ές
- ὑπεραλκής, ής, ές
- ὑπεράλλομαι
- ὑπερανατείνω
- ὑπεράνθρωπος, ος, ον
- ὑπερανίσταμαι
- ὑπεραντλέομαι-οῦμαι
- ὑπέραντλος, ος, ον
- ὑπεράνω
- ὑπεράνωθεν
- ὑπεραποκρίνομαι
- ὑπεραπολογέομαι-οῦμαι
- ὑπεραρρωδέω-ῶ
- ὑπερασμενίζω
- ὑπερασπάζομαι
- ὑπερασπίζω
- ὑπερασχημονέω-ῶ
- ὑπεραττικός, ή, όν
- ὑπεραττικῶς
- ὑπεραυγής, ής, ές
- ὑπεραυξάνω
- ὑπεραυχέω-ῶ
- ὑπέραυχος, ος, ον
- ὑπεράχθομαι
- ὑπερβαίνω
- ὑπερβαλλόντως
- ὑπερβάλλω
- ὑπερβαρής, ής, ές
- ὑπέρβασαν
- ὑπερβασία, ας (ἡ)
- ὑπερβατέον
- ὑπερβατός, ή, όν
- ὑπερβατῶς
- ὑπερβήῃ
- ὑπερβιάζομαι
- ὑπερβιβάζω
- ὑπέρβιος, ος, ον
- ὑπερβολή, ῆς
- ὑπερβολικῶς
- ὑπερβόρεος, ος, ον
- ὑπερβριθής, ής, ές
- ὑπεργάζομαι
- ὑπέργηρως, ως, ων
- ὑπέρδασυς, εια, υ
- ὑπερδεής, ής, ές
- ὑπερδείδω
- ὑπερδειμαίνω
- ὑπέρδεινος, ος, ον
- ὑπερδέξιος, ος, ον
- ὑπερδιατείνομαι
- ὑπερδικέω-ῶ
- ὑπέρδικος, ος, ον
- ὑπερδίκως
- ὑπερεθίζω
- ὑπερείδω
- ὑπερείπω
- ὑπέρεισμα, ατος (τό)
- ὑπερέκεινα
- ὑπερεκθεραπεύω
- ὑπερέκκειμαι
- ὑπερεκπερισσοῦ
- ὑπερεκπίπτω
- ὑπερεκπλήσσω
- ὑπερεκτείνω
- ὑπερεκτίνω
- ὑπερεκχέω
- ὑπερεκχύνω
- ὑπερέκχυσις, εως (ἡ)
- ὑπερεμπίπλημι
- ὑπερεμφορέομαι-οῦμαι
- ὑπερεντυγχάνω
- ὑπερεξαπατάω-ῶ
- ὑπερεξάπτω
- ὑπερεπαινέω-ῶ
- ὑπερεπιθυμέω-ῶ
- ὑπερέπτατο
- ὑπερέπτω
- ὑπερεράομαι-ῶμαι
- ὑπερέρχομαι
- ὑπερεσθίω
- ὑπερέσχεθο
- ὑπέρευ
- ὑπέρευγε
- ὑπερευδαιμονέω-ῶ
- ὑπερευδαίμων, ων, ον
- ὑπερευφραίνω
- ὑπερεύωνος, ος, ον
- ὑπερεχθαίρω
- ὑπερέχω
- ὑπερέω-ῶ
- ὑπερζέω
- ὑπερηδέως
- ὑπέρηδυς, υς, υ
- ὑπερήδω
- ὑπερήμερος, ος,
- ὑπερήμισυς, υς, υ
- ὑπέρημος, ος, ον
- ὑπερηνορέω-ῶ
- ὑπερήνωρ, ορος
- ὑπερήσει
- ὑπερηφανέστατος
- ὑπερηφανέω-ῶ
- ὑπερηφανία, ας (ἡ)
- ὑπερήφανος, ος, ον
- ὑπερηφάνως
- ὑπερθαλασσίδιος, ος, ον
- ὑπερθαυμάζω
- ὕπερθε
- ὑπερθερμαίνω
- ὑπερθέω
- ὑπερθήσω
- ὑπερθνῄσκω
- ὑπερθορεῖν
- ὑπερθρῴσκω
- ὑπέρθυμος, ος, ον
- ὑπερθύριον, ου (τό)
- ὑπέρθυρος, ος, ον
- ὑπερθωμάζω
- ὑπεριδεῖν
- ὑπερίημι
- ὑπερικταίνομαι
- ὑπερίπταμαι
- ὑπερίσταμαι
- ὑπερίστωρ, ορος
- ὑπερίσχυρος, ος, ον
- ὑπερκάθημαι
- ὑπερκαλλής, ής, ές
- ὑπερκάμνω
- ὑπερκαταβαίνω
- ὑπερκαταγέλαστος, ος, ον
- ὑπερκατάκειμαι
- ὑπερκατηφής, ής, ές
- ὑπερκαχλάζω
- ὑπέρκειμαι
- ὑπερκεράω-ῶ
- ὑπέρκομπος, ος, ον
- ὑπέρκοπος1, ος, ον
- ὑπέρκοπος2, ος, ον
- ὑπερκόπως
- ὑπερκτάομαι-ῶμαι
- ὑπερκύδας, αντος
- ὑπερκύπτω
- ὑπέρλαμπρος, ος, ον
- ὑπέρλευκος, ος, ον
- ὑπερλίαν
- ὑπερλυπέω-ῶ
- ὑπερμαζάω-ῶ
- ὑπερμαχέω-ῶ
- ὑπερμαχητικός, ή, όν
- ὑπερμάχομαι
- ὑπερμεγάθης, ης, ες
- ὑπερμέγας, ὑπερμεγάλη, ὑ
- ὑπερμεγέθης, ης, ες
- ὑπερμεθύσκομαι
- ὑπερμενέων, οντος
- ὑπερμενής, ής, ές
- ὑπέρμετρος, ος, ον
- ὑπερμήκης, ης, ες
- ὑπερμισέω-ῶ
- ὑπέρμορα
- ὑπέρμορον
- ὑπερνέφελος, ος, ον
- ὑπερνεωλκέω-ῶ
- ὑπερνικάω-ῶ
- ὑπερνοέω-ῶ
- ὑπερνότιος, ος, ον
- ὑπέρογκος, ος, ον
- ὑπεροικέω-ῶ
- ὑπέροικος, ος, ον
- ὕπερον, ου (τό)
- ὑπεροπλία, ας (ἡ)
- ὑπεροπλίζομαι
- ὑπέροπλος, ος, ον
- ὑπερόπτα
- ὑπεροπτέον
- ὑπερόπτης, ου (ὁ)
- ὑπεροπτικός, ή, όν
- ὑπεροπτικῶς
- ὑπέροπτος, ος, ον
- ὑπεροράω-ῶ
- ὑπερορέοντα
- ὑπερορία, ας (ἡ)
- ὑπερορίζω
- ὑπερόριος, ος, ον
- ὑπερόρνυμαι
- ὕπερος, ου (ὁ)
- ὑπεροχή, ῆς (ἡ)
- ὑπέροχος, ος, ον
- ὑπεροψία, ας (ἡ)
- ὑπερόψομαι
- ὑπερπαίω
- ὑπέρπαχυς, υς, υ
- ὑπερπερισσεύω
- ὑπερπερίσσως
- ὑπερπετής, ής, ές
- ὑπερπηδάω-ῶ
- ὑπερπήδησις, εως (ἡ)
- ὑπέρπικρος, ος, ον
- ὑπερπίμπλημι
- ὑπερπίνω
- ὑπερπίπτω
- ὑπερπλεονάζω
- ὑπερπληρόω-ῶ
- ὑπερπλουτέω-ῶ
- ὑπέρπλουτος, ος, ον
- ὑπέρπολυς, -πόλλη, -πολυ
- ὑπερπονέω-ῶ
- ὑπέρπονος, ος, ον
- ὑπερπόντιος, ος, ον
- ὑπέρπτατο
- ὑπερράγη
- ὑπέρσεμνος, ος, ον
- ὑπέρσπουδάζω
- ὑπερσχεῖν
- ὑπέρτασις, εως (ἡ)
- ὑπέρτατος, η, ον
- ὑπερτείνω
- ὑπερτελέω-ῶ
- ὑπερτελής, ής, ές
- ὑπερτέλλω
- ὑπερτερία, ας (ἡ)
- ὑπέρτερος, α, ον
- ὑπερτίθημι
- ὑπερτιμάω-ῶ
- ὑπέρτολμος, ος, ον
- ὑπέρτονος, ος, ον
- ὑπερτρέχω
- ὑπερυθριάω-ῶ
- ὑπέρυθρος, ος, ον
- ὑπερύψηλος, ος, ον
- ὑπερυψόω-ῶ
- ὑπερφαίνω
- ὑπερφαλαγγέω-ῶ
- ὑπερφέρω
- ὑπέρφευ
- ὑπερφθέγγομαι
- ὑπερφίαλος, ος, ον
- ὑπερφιάλως
- ὑπερφιλέω-ῶ
- ὑπέρφλοιος, ος, ον
- ὑπερφοβέομαι-οῦμαι
- ὑπερφρονέω-ῶ
- ὑπερφρόνησις, εως (ἡ)
- ὑπερφροσύνη, ης (ἡ)
- ὑπέρφρων, ονος
- ὑπερφυής, ής, ές
- ὑπερφύω
- ὑπερφυῶς
- ὑπερφωνέω-ῶ
- ὑπερχαίρω
- ὑπερχέω-ῶ
- ὑπερχλιδάω-ῶ
- ὑπέρχομαι
- ὑπέρχυσις, εως (ἡ)
- ὑπέρψυχρος, ος, ον
- ὑπερῴα, ας (ἡ)
- ὑπερωέω-ῶ
- ὑπερῴη
- ὑπερωϊόθεν
- ὑπερώϊος
- ὑπερῷος, ῴα, ῷον
- ὑπεσσεῖται
- ὑπέστην
- ὑπέσχεθον
- ὑπέσχημαι, ὑπεσχόμην
- ὑπέσχον
- ὑπετάγην
- ὑπεύδιος, ος, ον
- ὑπεύθυνος, ος, ον
- ὑπέχεα, ὑπέχευα
- ὑπέχω
- ὑπήκοος, οος, οον
- ὑπήκουον
- ὑπημύω
- ὑπήνεικαν
- ὑπηνέμιος, ος, ον
- ὑπήνεμος, ος, ον
- ὑπήνη, ης (ἡ)
- ὑπηνήτης, ου
- ὑπηοῖος, α, ον
- ὑπηργμένος, η, ον
- ὑπηρεσία, ας (ἡ)
- ὑπηρέσιον, ου (τό)
- ὑπηρετέω-ῶ
- ὑπηρέτημα, ατος (τό)
- ὑπηρέτης, ου (ὁ)
- ὑπηρέτησις, εως (ἡ)
- ὑπηρετικός, ή, όν
- ὑπηρέτις, ιδος (ἡ)
- ὑπήριπον
- ὑπῆσαν
- ὑπηχέω-ῶ
- ὑπῆψα
- ὑπιδέσθαι
- ὑπιέναι
- ὑπίημι
- ὑπίλλω
- ὑπίστημι
- ὑπισχνεύμενος
- ὑπισχνέομαι-οῦμαι
- ὑπίσχομαι
- ὑπνίζω
- ὑπνοδότας, α
- ὑπνομαχέω-ῶ
- ὑπνοποιός, ός, όν
- ὕπνος, ου (ὁ)
- ὑπνοφόρος, ος, ον
- ὑπνόω-ῶ
- ὑπνώδης, ης, ες
- ὑπνώσσω,
- ὑπνωτικός, ή, όν
- ὑπνώω
- ὑπόβαθρον, ου
- ὑποβαίνω
- ὑποβάλλω
- ὑπόβασις, εως (ἡ)
- ὑποβλέπω
- ὑποβλήδην
- ὑποβλητέος, α, ον
- ὑπόβλητος, ος, ον
- ὑποβολεύς, έως (ὁ)
- ὑποβολή, ῆς (ἡ)
- ὑποβολιμαῖος, α, ον
- ὑπόβραχυ
- ὑποβρέμω
- ὑποβρέχω
- ὑπόβρυχα
- ὑποβρύχιος, α, ον
- ὑπόγαιος, ος, ον
- ὑπογαμέω-ῶ
- ὑπογαστρίζομαι
- ὑπογάστριος, ος,
- ὑπόγειος, ος, ον 1 = ὑπ
- ὑπογηράω-ῶ
- ὑπογίγνομαι
- ὑπογραμματεία, ας (ἡ)
- ὑπογραμματεύς, έως (ὁ)
- ὑπογραμματεύω
- ὑπογραμμός, οῦ (ὁ)
- ὑπογραφεύς, έως (ὁ)
- ὑπογραφή, ῆς (ἡ)
- ὑπογράφω
- ὑπόγυιος, ος, ον
- ὑπόγυος, ος, ον
- ὑποδακρύω
- ὑποδάμνημι
- ὑποδδείσας
- ὑποδέγμενος
- ὑποδέδρομα, ὑποδεδρόμηκα
- ὑποδεεστέρως
- ὑποδεής, ής, ές
- ὑπόδειγμα, ατος (τό)
- ὑποδείδω
- ὑποδείκνυμι
- ὑποδεικνύω
- ὑποδειμαίνω
- ὑποδέκομαι
- ὑποδεκτικός, ή, όν
- ὑποδέμω
- ὑποδεξίη, ης (ἡ)
- ὑποδέξιος, ος, ον
- ὑπόδεσις, εως (ἡ)
- ὑποδέχθαι
- ὑποδέχομαι
- ὑποδέω-ῶ
- ὑποδηλόω-ῶ
- ὑπόδημα, ατος (τό)
- ὑπόδικος, ος, ον
- ὑποδίφθερος, ος, ον
- ὑπόδιψος, ος, ον
- ὑποδμώς, ῶος (ὁ)
- ὑποδοχή, ῆς (ἡ)
- ὑπόδρα
- ὑποδραματουργέω-ῶ
- ὑποδραμεῖν
- ὑποδράττομαι
- ὑποδράω-ῶ
- ὑποδρηστήρ, ῆρος (ὁ)
- ὑποδρομή, ῆς (ἡ)
- ὑπόδρομος, ου (ὁ)
- ὑποδρώωσιν
- ὑποδύνω
- ὑποδυσχεραίνω
- ὑποδυσωπέομαι-οῦμαι
- ὑποδύω
- ὑποείκω
- ὑποζάκορος, ου (ὁ, ἡ)
- ὑποζεύγνυμι
- ὑποζύγιος, ος, ον
- ὑπόζωμα, ατος (τό)
- ὑποζώννυμι
- ὑπόζωσμα, ατος(τό)
- ὑποθάλπω
- ὑποθαρρέω-ῶ
- ὑπόθεμα, ατος (τό)
- ὑποθερμαίνω
- ὑπόθερμος, ος, ον
- ὑπόθεσις, εως
- ὑποθετικός, ή, όν
- ὑπόθευ
- ὑποθεωρέω-ῶ
- ὑποθήγω
- ὑποθήκη, ης (ἡ)
- ὑποθημοσύνη, ης (ἡ)
- ὑποθλάω-ῶ
- ὑποθλίβω
- ὑποθολόω-ῶ
- ὑποθορυβέω-ῶ
- ὑποθράττω
- ὑποθρύπτομαι
- ὑποθυμίς, ίδος (ἡ)
- ὑποθωπεύω
- ὑποθωρήσσομαι
- ὑποθωΰσσω
- ὑποιδέω-ῶ
- ὑποικέω-ῶ
- ὑποικοδομέω-ῶ
- ὑποικουρέω-ῶ
- ὑποιμώζω
- ὑποκαθαίρω
- ὑποκάθημαι
- ὑποκαθίζω
- ὑποκαίω
- ὑποκαταβαίνω
- ὑποκατακλίνω
- ὑποκατάκλισις, εως (ἡ)
- ὑποκάτημαι
- ὑποκάτω
- ὑπόκαυσις, εως (ἡ)
- ὑπόκαυστον, ου (τό)
- ὑπόκειμαι
- ὑποκείρω
- ὑποκινέω-ῶ
- ὑποκινύρομαι
- ὑποκλαίω
- ὑποκλέπτω
- ὑποκλῄζω
- ὑποκλίνω
- ὑποκλονέομαι-οῦμαι
- ὑποκλοπέω-ῶ
- ὑποκλύζω
- ὑποκλυσμός, οῦ (ὁ)
- ὑποκνίζω
- ὑποκομπέω-ῶ
- ὑποκονίω
- ὑποκόπτω
- ὑποκορίζω
- ὑποκόρισμα, ατος (τό)
- ὑποκορισμός, οῦ (ὁ) 1
- ὑποκοριστικῶς
- ὑπόκουφος, ος, ον
- ὑποκρατηρίδιον, ου (τό)
- ὑποκρέκω
- ὑποκρητηρίδιον, ου (τό)
- ὑποκρίζω
- ὑποκρίνω
- ὑπόκρισις, εως (ἡ)
- ὑποκριτής, οῦ
- ὑποκριτικός, ή, όν
- ὑποκρούω
- ὑποκρύπτω
- ὑποκρώζω
- ὑποκτυπέω-ῶ
- ὑπόκυκλος, ος,
- ὑποκύπτω
- ὑπόκυρτος, ος, ον
- ὑποκύω
- ὑπολαμβάνω
- ὑπολάμπω
- ὑπολανθάνω
- ὑπολαπάττω
- ὑπολέγω
- ὑπολείβω
- ὑπόλειμμα, ατος (τό)
- ὑπολείπω
- ὑπόλεπτος, ος, ον
- ὑπολευκαίνομαι
- ὑπολήγω
- ὑπόλημμα, ατος (τό)
- ὑπολήνιον, ου (τό)
- ὑποληπτέον
- ὑποληπτός, ή, όν
- ὑποληρέω-ῶ
- ὑπόληψις, εως (ἡ)
- ὑπολίζων, ων, ον
- ὑπόλιθος, ος, ον
- ὑπολιμπάνω
- ὑπολιμώδης, ης, ες
- ὑπολισθαίνω
- ὑπολισθάνω
- ὑπόλιχνος, ος, ον
- ὑπολογίζομαι
- ὑπολογισμός, οῦ (ὁ)
- ὑπόλογος1, ου (ὁ)
- ὑπόλογος2, ος, ον
- ὑπόλοιπος, ος, ον
- ὑπολοχαγός, οῦ (ὁ)
- ὑπολύω
- ὑπόμακρος, ος, ον
- ὑπομαλακίζομαι
- ὑπομαραίνομαι
- ὑπόμαργος, ος, ον
- ὕπομβρος, ος, ον
- ὑπομέμφομαι
- ὑπομενετέος, α, ον
- ὑπομενέω
- ὑπομένω
- ὑπόμιγμα, ατος (τό)
- ὑπομιμνῄσκω
- ὑπόμισθος, ος, ον
- ὑπομνάομαι-ῶμαι
- ὑπόμνημα, ατος
- ὑπομνηματίζομαι
- ὑπομνηματισμός, οῦ (ὁ)
- ὑπόμνησις, εως (ἡ)
- ὑπόμνυμι
- ὑπομονή, ῆς (ἡ)
- ὑπομόχθηρος, ος, ον
- ὑπόμωρος, ος, ον
- ὑπονήϊος, ος, ον
- ὑπονήχομαι
- ὑπονίφω
- ὑπονοέω-ῶ
- ὑπόνοια, ας (ἡ)
- ὑπονομηδόν
- ὑπόνομος, ος, ον
- ὑπονοστέω-ῶ
- ὑπονόστησις, εως (ἡ)
- ὑπονουθετέω-ῶ
- ὑπονυστάζω
- ὑπόξανθος, ος, ον
- ὑποξενίζω
- ὑπόξηρος, ος, ον
- ὑπόξυλος, ος, ον
- ὑποξυρέω-ῶ
- ὑποπαίζω
- ὑποπάσσω
- ὑπόπαστον, ου (τό)
- ὑποπαύομαι
- ὑποπεινάω-ῶ
- ὑποπειράω-ῶ
- ὑποπέμπτος, ος, ον
- ὑποπέμπω
- ὑποπεπτηῶτες
- ὑπόπετρος, ος, ον
- ὑποπήγνυμι
- ὑποπηδάω-ῶ
- ὑποπιέζω
- ὑποπίμπλημι
- ὑποπίμπρημι
- ὑποπίνω
- ὑποπίπτω
- ὑποπισσόω-ῶ
- ὑποπλάκιος, α, ον
- ὑποπλέκω
- ὑπόπλεος, ος, ον
- ὑποπλέω
- ὑποπληρόω-ῶ
- ὑποπνέω-ῶ
- ὑποπόδιον, ου (τό)
- ὑποποιέω-ῶ
- ὑποπορεύομαι
- ὑποπόρευσις, εως (ἡ)
- ὑποπρήθω
- ὑποπρίω
- ὑπόπτερος, ος, ον
- ὑποπτεύω
- ὑπόπτης, ου
- ὑποπτήσσω
- ὕποπτος, ος, ον
- ὑποπτυχίς, ίδος (ἡ)
- ὑπόπτως
- ὑποπυθμήν, ένος
- ὑπόρνυμι
- ὑπορράπτω
- ὑπορρέω
- ὑπορρήγνυμι
- ὑπόρρηνος, ος, ον
- ὑπορροιζέω-ῶ
- ὑπορρωδέω-ῶ
- ὑπορύσσω
- ὑπορχέομαι-οῦμαι
- ὑπόρχημα, ατος (τό)
- ὑπόσαθρος, ος, ον
- ὑποσαίνω
- ὑπόσαλος, ος, ον
- ὑποσείω
- ὑποσημαίνω
- ὑπόσιμος, ος, ον
- ὑποσιωπάω-ῶ
- ὑποσκάζω
- ὑποσκαφισμός, οῦ (ὁ)
- ὑποσκελίζω
- ὑπόσκιος, ος, ον
- ὑποσκιρτάω-ῶ
- ὑπόσκληρος, ος, ον
- ὑποσόλοικος, ος, ον
- ὑποσπανίζω
- ὑποσπάω-ῶ
- ὑποσπείρω
- ὑπόσπονδος, ος, ον
- ὑποσσείω
- ὑποστάθμη, ης (ἡ)
- ὑποσταίην
- ὑπόστασις, εως (ἡ)
- ὑποσταχύομαι
- ὑπόστεγος, ος, ον
- ὑποστέλλω
- ὑποστενάζω
- ὑποστεναχίζω
- ὑποστένω
- ὑποστερνίζομαι
- ὑποστερίζω
- ὑποστολή, ῆς (ἡ)
- ὑποστορεῖτε
- ὑποστορέννυμι
- ὑποστόρνυμι
- ὑποστρατηγέω-ῶ
- ὑποστράτηγος , ου (ὁ)
- ὑποστρέφω
- ὑποστροφή, ῆς (ἡ)
- ὑποστρώννυμι
- ὑποστρωννύω
- ὑποστύφω
- ὑποσυγχέω-ῶ
- ὑποσύμβολος, ος, ον
- ὑποσυρίζω
- ὑποσύρω
- ὑποσχέσθαι
- ὑποσχεσίη, ης (ἡ)
- ὑπόσχεσις, εως (ἡ)
- ὑποσχίζω
- ὑποσχόμενος, η, ον
- ὑπόσχω, ῃς, ῃ
- ὑπόσχωμαι
- ὑποτάμνω
- ὑποταγή, ῆς (ἡ)
- ὑποταράσσω
- ὑποταρβέω-ῶ
- ὑποταρτάριος, ος, ον
- ὑποτάσσω
- ὑποτείνω
- ὑποτειχίζω
- ὑποτείχισις, εως (ἡ)
- ὑποτείχισμα, ατος (τό)
- ὑποτελής, ής, ές
- ὑποτέμνω
- ὑποτήκομαι
- ὑποτίθημι
- ὑποτιμάομαι-ῶμαι
- ὑποτίμησις, εως (ἡ)
- ὑποτομή, ῆς (ἡ)
- ὑποτονθορύζω
- ὑποτοπεύω
- ὑποτοπέω-ῶ
- ὑποτορεύω
- ὑποτραυλίζω
- ὑποτρείω
- ὑποτρέμω
- ὑποτρέπομαι
- ὑποτρέφω
- ὑποτρέχω
- ὑποτρέω
- ὑποτρίζω
- ὑπότριμμα, ατος (τό)
- ὑποτρομέω-ῶ
- ὑπότρομος, ος, ον
- ὑποτροπή, ῆς (ἡ)
- ὑπότροπος, ος, ον
- ὑποτρόχαλος, ος, ον
- ὑποτρύζω
- ὑποτυγχάνω
- ὑποτυπόω-ῶ
- ὑποτύπτω
- ὑποτύπωσις, εως (ἡ)
- ὑπότυφλος, ος, ον
- ὑπότυφος, ος, ον
- ὑποτύφω
- ὑπουδαῖος, α, ον
- ὕπουλος, ος, ον
- ὑπούλως
- ὑπουράνιος, ος, ον
- ὑπουργέω-ῶ
- ὑπούργημα, ατος (τό)
- ὑπουργητέον
- ὑπουργία, ας (ἡ)
- ὑπουργός, ός, όν
- ὑποφαίνω
- ὑποφαρμάσσω
- ὑπόφαυσις, εως (ἡ)
- ὑποφείδομαι
- ὑποφειδομένως
- ὑποφέρω
- ὑποφεύγω
- ὑποφητεύω
- ὑποφήτης, ου (ὁ)
- ὑποφθάνω
- ὑποφθονέω-ῶ
- ὑποφορά, ᾶς (ἡ)
- ὑπόφορος, ος, ον
- ὑποφρίσσω
- ὑποφύω
- ὑποφωνέω-ῶ
- ὑποφώνησις, εως (ἡ)
- ὑποχαίνω
- ὑποχαλάω-ῶ
- ὑπόχαλκος, ος, ον
- ὑποχαράσσω
- ὑποχάσκω
- ὑπόχαυνος, ος, ον
- ὑποχαυνόω-ω
- ὑπόχειρ
- ὑποχείριος, ος, ον
- ὑποχέω
- ὑποχή, ῆς (ἡ)
- ὑποχθόνιος, ος, ον
- ὑποχλιαίνω
- ὕποχος, ος, ον
- ὑπόχρεως, ως, ων
- ὑποχρίω
- ὑπόχρυσος, ος, ον
- ὑπόχυσις, εως (ἡ)
- ὑποχωρέω-ῶ
- ὑπόψαμμος, ος, ον
- ὑποψαύω
- ὑποψάω-ῶ
- ὑποψία,ας (ἡ)
- ὑποψίη, ης (ἡ)
- ὑπόψιος, ος, ον
- ὑπόψομαι
- ὑποψορέω-ῶ
- ὑπτιάζω
- ὑπτίασμα, ατος
- ὑπτιασμός, οῦ (ὁ)
- ὕπτιος, α,
- ὑπτιότης, ητος (ἡ)
- ὑπτιόομαι-οῦμαι
- ὑπωμοσία, ας (ἡ)
- ὑπωπιάζω
- ὑπώπιον, ου
- ὑπώρεα, ας (ἡ)
- ὑπώρεια, ας (ἡ)
- ὑπώρορε
- ὑπωρόφιος, ος, ον
- ὑπώροφος, ος, ον
- ὗς1
- ὗς2, ὑός (ὁ, ἡ)
- ὕσγινον, ου (τό)
- ὑσγινοβαφής, ής, ές
- ὑσθῆναι
- ὑσμίνη, ης (ἡ)
- ὑσμίνηνδε
- ὑσμῖνι
- ὕσομαι
- ὕσπληγξ, ηγγος (ἡ, ὁ)
- ὕσπληξ, ηγος (ἡ)
- ὑσσός, οῦ (ὁ)
- ὕσσωπος, ου (ἡ)
- ὑστάτιος, α, ον
- ὕστατος, η, ον
- ὑστέρα, ας (ἡ)
- ὑστεραῖος, α, ον
- ὑστερέω-ῶ
- ὑστέρημα, ατος (τό)
- ὑστέρησις, εως (ἡ)
- ὑστερίζω
- ὕστερον
- ὑστερόποινος, ος, ον
- ὑστερόποτμος, ος, ον
- ὕστερος, α,
- ὑστεροφημία, ας (ἡ)
- ὑστεροφθόρος, ος, ον
- ὕστριξ, ιχος (ὁ, ἡ)
- ὑστριχίς, ίδος (ἡ)
- ὕφαιμος, ος, ον
- ὑφαίνεσκον
- ὑφαίνω
- ὑφαίρεσις, εως (ἡ)
- ὑφαιρέω-ῶ
- ὑφαλμυρίζω
- ὕφαλος, ος, ον
- ὑφάντης, ου (ὁ)
- ὑφαντικός, ή, όν
- ὑφαντοδόνατος, ος, ον
- ὑφαντός, ή, όν
- ὑφάντρια, ας (ἡ)
- ὑφάπτω
- ὑφαρπάζω
- ὕφασμα, ατος (τό)
- ὑφάω-ῶ
- ὑφεῖλον
- ὑφεῖμαι
- ὑφειμένως
- ὑφείς, εῖσα, έν
- ὑφεκτέον
- ὑφελεῖν
- ὑφέλκω
- ὑφέν1
- ὑφέν2
- ὑφέξω
- ὑφέσθαι
- ὕφεσις, εως (ἡ)
- ὑφεστώς, ῶσα, ός
- ὑφέω
- ὑφή, ῆς (ἡ)
- ὑφηγέομαι-οῦμαι
- ὑφήγησις, εως
- ὑφηγητήρ, ῆρος (ὁ)
- ὑφηγητής, οῦ (ὁ)
- ὕφηνα
- ὑφηνιοχέω-ῶ
- ὑφηνίοχος, ου (ὁ)
- ὑφίζω
- ὑφίημι
- ὑφίστημι
- ὑφόρασις, εως (ἡ)
- ὑφορατέον
- ὑφοράω-ῶ
- ὑφορβός, οῦ (ὁ)
- ὑφορμίζομαι
- ὕφορμος, ου (ὁ)
- ὑφόωσι
- ὕφυδρος, ος, ον
- ὑφῶ, ῇς, ῃς
- ὑψαγόρας, ου
- ὑψαυχενέω-ῶ
- ὑψερεφής, ής, ές
- ὑψηγόρος, ος, ον
- ὑψηλόκρημνος, ος, ον
- ὑψηλόνοος, ος, ον
- ὑψηλός, ή, όν
- ὑψηλοφρονέω-ῶ
- ὑψηλόφρων, ων, ον
- ὑψηρεφής, ής, ές
- ὑψηχής, ής, ές
- ὕψι
- ὑψίβατος, ος, ον
- ὑψιβρεμέτης, ου
- ὑψιγέννητος, ος, ον
- ὑψίζυγος, ος, ον
- ὑψικάρηνος, ος, ον
- ὑψίκερως, ως, ων
- ὑψίκομος, ος, ον
- ὑψίκομπος, ος, ον
- ὑψικόμπως
- ὑψίκρημνος, ος, ον
- ὑψιπέτας
- ὑψιπετήεις, ήεσσα, ῆεν
- ὑψιπέτηλος, ος, ον
- ὑψιπέτης, ου
- ὑψίπολις, ιος
- ὑψίπους, ους, ουν
- ὑψίπυλος, ος, ον
- ὑψίπυργος, ος, ον
- ὕψιστος, η, ον
- ὑψόθεν
- ὑψόθι
- ὑψόροφος, ος, ον
- ὕψος, εος-ους (τό)
- ὑψόσε
- ὑψοῦ
- ὕψωμα, ατος (τό)
- ὑψώροφος, ος, ον
- ὕω
- ὑώδης, ης, ες
- ὑῶν
- Ζ, ζ (ζῆτα) (τό)
- ζά
- ζάγκλον, ου (τό)
- ζαής, ής, ές
- ζάθεος, η, ον
- ζάκορος, ου (ὁ, ἡ)
- ζάκοτος, ος, ον
- ζάλη, ης (ἡ)
- ζαμία, ας (ἡ)
- ζαμενής, ής, ές
- Ζάν, Ζανός (ὁ)
- ζαπληθής, ής, ές
- ζάπλουτος, ος, ον
- ζάπυρος, ος, ον
- ζατρεφής, ής, ές
- ζαφλεγής, ής, ές
- Ζαχαρίας, ου (ὁ)
- ζαχρειής, ής, ές
- ζάχρυσος, ος, ον
- ζάω
- ζέε
- ζειά, ᾶς (ἡ)
- ζείδωρος, ος, ον
- ζειρά, ᾶς (ἡ)
- ζέσις, εως (ἡ)
- ζέσσε(ν)
- ζεστός, ή, όν
- ζευγηλατέω-ῶ
- ζευγηλάτης, ου (ὁ)
- ζευγίτης, ου
- ζεύγλη, ης (ἡ)
- ζεῦγμα, ατος (τό)
- ζευγνύμεν, ζευγνύμεναι
- ζεύγνυμι
- ζεύγνυντο
- ζεύγνυσαν
- ζευγνύω
- ζεῦγος, εος-ους (τό)
- ζευγοτρόφος, ος, ον
- ζευκτήριος, α, ον
- ζευκτός, ή, όν
- ζεύξατε
- ζεῦξις, εως (ἡ)
- Ζεῦξις, ιδος (ὁ)
- Ζεύς (ὁ)
- ζεφυρίη, ης (ἡ)
- ζεφύριος, ος, ον
- ζέφυρος, ου (ὁ)
- ζέω
- ζῆ, ζῇ
- ζηλεύω
- ζηλήμων, ων, ον
- ζῆλος, ου (ὁ)
- ζηλοτυπέω-ῶ
- ζηλοτυπία, ας (ἡ)
- ζηλότυπος, ος, ον
- ζηλόω-ῶ
- ζήλωμα, ατος (τό)
- ζήλωσις, εως (ἡ)
- ζηλωτέος, α, ον
- ζηλωτής, οῦ (ὁ)
- ζηλωτικός, ή, όν
- ζηλωτός, ή, όν
- ζημία, ας (ἡ)
- ζημιόω-ῶ
- ζημιώδης, ης, ες
- ζημίωμα, ατος (τό)
- ζῆν
- Ζῆνα, Ζηνί, Ζηνός
- Ζήνων, ωνος (ὁ)
- ζῆτα (τό)
- ζητεῖ
- ζητέω-ῶ
- ζήτημα, ατος (τό)
- ζήτησις, εως (ἡ)
- ζητητέος, ος, ον
- ζητητής, οῦ (ὁ)
- ζητητικός, ή, όν
- ζητητός, ή, όν
- ζήω-ζῶ / ζάω
- ζιζάνιον, ου (τό)
- ζμάραγδος, ου (ὁ)
- ζμύρνα, ης (ἡ)
- ζόη, ης (ἡ)
- ζορκάς, άδος (ἡ)
- ζοφερός, ά, όν
- ζοφόδορπις
- ζόφος, ου (ὁ)
- ζοφόω-ῶ
- ζοφώδης, ης, ες
- ζύγαστρον, ου (τό)
- ζυγείς
- ζύγιος, α, ον
- ζυγίτης, ου (ὁ)
- ζυγόδεσμον, ου (τό)
- ζυγομαχέω-ῶ
- ζυγόν, οῦ (τό)
- ζυγός, οῦ (ὁ)
- ζυγόσταθμος, ου (ὁ)
- ζυγοστατέω-ῶ
- ζυγόφι(ν)
- ζυγοφόρος, ος, ον
- ζυγόω-ῶ
- ζυγωτός, ή, όν
- ζύμη, ης (ἡ)
- ζυμίτης ἄρτος (ὁ)
- ζυμόω-ῶ
- ζύμωσις, εως (ἡ)
- ζῶ
- ζωαγρία, ας (ἡ)
- ζωάγριος, ος, ον
- ζωγραφεῖον, ου (τό)
- ζωγραφέω-ῶ
- ζωγραφία, ας (ἡ)
- ζωγράφος, ου (ὁ)
- ζωγρεῖον, ου (τό)
- ζωγρεύς, έως (ὁ)
- ζωγρέω-ῶ
- ζωγρία, ας (ἡ)
- ζώγριον, ου (τό)
- ζῳδιακός, ή, όν
- ζῴδιον, ου (τό)
- ζωέμεν
- ζωή, ῆς (ἡ)
- ζῴην
- ζώϊον, ου (τό)
- ζῶμα, ατος (τό)
- ζωμοποιός, οῦ (ὁ)
- ζωμός, οῦ (ὁ)
- ζώνη, ης (ἡ)
- ζώνιον, ου (τό)
- ζώννυμι
- ζωννύω
- ζωννύσκετο
- ζωογονέω-ῶ
- ζωογόνος, ος, ον
- ζῳόμορφος, ος, ον
- ζῷον, ου (τό)
- ζωοποιητικός, ή, όν
- ζωός, ή, όν
- ζῳότης, ητος (ἡ)
- ζωόφυτος, ος, ον
- ζωπυρέω-ῶ
- ζώπυρον, ου (τό)
- ζωρός, ός, όν
- ζώς
- ζῶσαι
- ζωστήρ, ῆρος (ὁ)
- ζωστός, ή, όν
- ζῶστρον, ου (τό)
- ζωτικός, ή, όν
- ζωτικῶς
- ζώφυτος, ος, ον
- ζώω
- ζῳώδης, ης, ες
- Π, π (πῖ) (τό)
- πᾷ
- πά
- παγά
- παγγενεῖ
- παγείς
- πάγεν
- παγετός, οῦ (ὁ)
- παγετώδης, ης, ες
- πάγη, ης (ἡ)
- παγιδεύω
- πάγιος, α, ον
- παγίς, ίδος (ἡ)
- παγίως
- παγκαίνιστος, ος, ον
- πάγκακος, ος, ον
- παγκάκως
- πάγκαλος, ος, ον
- πάγκαρπος, ος, ον
- παγκευθής, ής, ές
- πάγκλαυστος, ος, ον
- πάγκλαυτος, ος, ον
- παγκληρία, ας (ἡ)
- πάγκοινος, ος, ον
- παγκοίτης, ου
- παγκόνιτος, ος, ον
- παγκρατής, ής, ές
- παγκρατιάζω
- παγκρατιαστής, οῦ (ὁ)
- παγκρατιαστικός, ή, όν
- παγκράτιον, ου (τό)
- παγκρότως
- παγκύνιον, ου (τό)
- πάγος, ου (ὁ)
- παγχάλεπος, ος, ον
- παγχαλέπως
- παγχάλκεος, ος, ον
- πάγχαλκος, ος, ον
- πάγχρηστος, ος, ον
- πάγχριστος, ος, ον
- παγχρύσεος, ος, ον
- πάγχρυσος, ος, ον
- πάγχυ
- παγῶ
- Πάδος, οῦ (ὁ)
- παθαίνω
- παθέειν
- πάθη1
- πάθη2, ης (ἡ)
- πάθημα, ατος (τό)
- πάθῃσθα
- παθητικός, ή, όν
- παθητικῶς
- παθητός, ή, όν
- παθολογέω-ῶ
- πάθος, εος-ους (τό)
- παιάν, ᾶνος (ὁ)
- Παιάν, ᾶνος (ὁ)
- παιανίζω
- παιάων
- παιγνία, ας (ἡ)
- παίγνια
- παιγνίη, ης (ἡ)
- παιγνιήμων, ων, ον
- παίγνιον, ου (τό)
- παιγνιώδης, ης, ες
- παιδαγωγεῖον, ου (τό)
- παιδαγωγέω-ῶ
- παιδαγωγία, ας (ἡ)
- παιδαγωγικός, ή, όν
- παιδαγωγικῶς
- παιδαγωγός, οῦ (ὁ)
- παιδάριον, ου (τό)
- παιδεία, ας (ἡ)
- παίδειος, ος, ον
- παίδευμα, ατος (τό)
- παίδευσις, εως (ἡ)
- παιδευτέος, α, ον
- παιδευτής, οῦ (ὁ)
- παιδευτικός, ή, όν
- παιδεύω
- παιδία, ων (τά)
- παιδιά, ᾶς (ἡ)
- παιδικός, ή, όν
- παιδικῶς
- παιδιόθεν
- παιδίον, ου (τό)
- παιδιοτροφέω-ῶ
- παιδισκάριον, ου (τό)
- παιδίσκη, ης (ἡ)
- παιδίσκος, ου (ὁ)
- παιδιώδης, ης, ες
- παιδνός, ή, όν
- παιδοβόρος, ος, ον
- παιδοβοσκός, ός, όν
- παιδόθεν
- παιδοκτόνος, ος, ον
- παιδολέτειρα, ας
- παιδολέτωρ, ορος
- παιδολυμάς, άδος
- παιδομανής, ής, ές
- παιδομανία, ας (ἡ)
- παιδονόμος, ος, ον
- παιδοποιέω-ῶ
- παιδοποιΐα, ας (ἡ)
- παιδοποιός, ός, όν
- παιδοτριβέω-ῶ
- παιδοτρίβης, ου (ὁ)
- παιδοτριβικός, ή, όν
- παιδοτροφέω-ῶ
- παιδοτροφία, ας (ἡ)
- παιδοτρόφος, ος, ον
- παιδότρωτος, ος, ον
- παιδουργία, ας (ἡ)
- παιδοφονία, ας (ἡ)
- παιδοφόνος, ος, ον
- παίζω
- παιήσω
- παιήων
- Παιήων, ονος (ὁ)
- παίξω
- Παιονία, ας (ἡ)
- Παιονίδης, ου (ὁ)
- Παιονικός, ή, όν
- Παιονίς, ίδος
- παιπάλη, ης (ἡ)
- παιπάλημα, ατος (τό)
- παιπαλόεις, όεσσα, όεν
- παῖς, παιδός (ὁ, ἡ)
- πάις
- παῖσαι
- παίσδω
- παιφάσσω
- παίω
- Παίων, ονος
- Παιών, ῶνος (ὁ)
- παιώνειος, ος, ον
- παιωνίζω
- παιώνιος1, ος, ον
- παιώνιος2, α, ον
- παιωνισμός, οῦ (ὁ)
- πακτόω-ῶ
- Πακτωλός, οῦ (ὁ)
- παλάθη, ης (ἡ)
- πάλαι
- παλαιγενής, ής, ές
- παλαιόπλουτος, ος, ον
- παλαιός, ά, όν
- παλαιότης, ητος (ἡ)
- παλαιόφρων, ων, ον
- παλαιόω-ῶ
- πάλαισμα, ατος (τό)
- παλαισμοσύνη, ης (ἡ)
- παλαιστέω-ῶ
- παλαιστή, ῆς (ἡ)
- παλαιστής, οῦ (ὁ)
- παλαιστιαῖος, α, ον
- παλαιστικός, ή, όν
- παλαίστρα, ας (ἡ)
- παλαιστρίτης, ου
- παλαιστροφύλαξ, ακος (ὁ)
- παλαίτατος
- παλαίτερος
- παλαίφατος, ος, ον
- παλαίχθων, ων, ον
- παλαίω
- παλαίωσις, εως (ἡ)
- παλαμάομαι-ῶμαι
- παλάμη, ης (ἡ)
- παλάμημα, ατος (τό)
- παλάμηφιν
- παλαμναῖος, α, ον
- παλάσσω
- παλαστή, ῆς (ἡ)
- παλαστιαῖος, α, ον
- Παλάτιον, ου (τό)
- παλεύω
- παλέω-ῶ
- πάλη, ης (ἡ)
- παλιγγενεσία, ας (ἡ)
- παλιγκάπηλος, ου (ὁ)
- παλίγκοτος, ος, ον
- παλιγκότως
- παλιλλογέω-ῶ
- παλίλλογος, ος, ον
- παλίμβολος, ος, ον
- παλιμμήκης, ης, ες
- παλίμπαις, -παιδος (ὁ, ἡ)
- παλιμπετής, ής, ές
- παλίμπλαγκτος, ος, ον
- παλιμπλάζομαι
- παλίμπλοος-ους, οος-ους, οο
- παλίμποινος, ος, ον
- παλιμπρυμνηδόν
- παλίμψηστος, ος, ον
- πάλιν
- παλινάγρετος, ος, ον
- παλιναυτόμολος, ου (ὁ)
- παλινδικία, ας (ἡ)
- παλινδρομέω-ῶ
- παλίνδρομος, ος, ον
- παλινόρμενος, ος, ον
- παλίνορσος, ος, ον
- παλίνορτος, ος, ον
- παλινστομέω-ῶ
- παλίντιτος, ος, ον
- παλιντοκία, ας (ἡ)
- παλίντονος, ος, ον
- παλιντριβής, ής, ές
- παλίντροπος, ος, ον
- παλιντυχής, ής, ές
- παλινῳδέω-ῶ
- παλινῳδία, ας (ἡ)
- παλίουρος, ου (ὁ)
- παλιρρόθιος, α, ον
- παλίρροθος, ος, ον
- παλίρροια, ας (ἡ)
- παλίρροος, ος, ον
- παλιρρύμη, ης (ἡ)
- παλίσσυτος, ος, ον
- παλίωξις, εως (ἡ)
- Παλλάδιον, ου (τό)
- παλλακεύω
- παλλακή, ῆς (ἡ)
- παλλακίδιον, ου (τό)
- παλλακίς, ίδος (ἡ)
- Παλλάντιος λόφος (ὁ)
- Παλλάς, άδος (ἡ)
- πάλλευκος, ος, ον
- Παλληναῖος, α, ον
- Παλλήνη, ης (ἡ)
- Παλληνίς, ίδος
- πάλλω
- παλλώβητος, ος, ον
- πάλος, ου (ὁ)
- πάλτο
- παλτόν, οῦ (τό)
- παλτός, ή, όν
- παλύνω
- πάμβορος, ος, ον
- πάμβοτος, ος, ον
- παμβῶτις, ιδος
- παμμάταιος, ος, ον
- παμμάχος, ος, ον
- πάμμεγας, -μεγάλη, -μεγα
- παμμεγέθης, ης, ες
- παμμέγιστος, η, ον
- παμμέλας, αινα, αν
- παμμήκης, ης, ες
- πάμμηνος1, ος, ον
- πάμμηνος2, ου
- παμμήτωρ, ορος
- παμμιγής, ής, ές
- πάμμικτος, ος, ον
- πάμμορος, ος, ον
- παμπάλαιος, ος, ον
- πάμπαν
- παμπήδην
- παμπησία, ας (ἡ)
- πάμπλειστος, η, ον
- παμπληθεί
- παμπληθής, ής, ές
- πάμπληκτος, ος, ον
- παμποίκιλος, ος
- πάμπολις, εως
- πάμπολλος, ος, ον
- πάμπολυς, παμπόλλη, πάμπο
- παμπόνηρος, ος, ον
- παμπονήρως
- παμπορθής, ής, ές
- πάμπρεπτος, ος, ον
- πάμπρωτος, η, ον
- παμφάγος, ος, ον
- παμφαής, ής, ές
- παμφαίνω
- παμφανάω-ῶ
- παμφεγγής, ής, ές
- πάμφθαρτος, ος, ον
- πάμφλεκτος, ος, ον
- πάμφορος, ος, ον
- Παμφυλία, ας (ἡ)
- Παμφύλιος, α, ον
- πάμφυλος, ος, ον
- Πάμφυλος1, ου
- Πάμφυλος2, ου (ὁ)
- πάμψυχος, ος, ον
- πᾶν
- Πάν, Πανός (ὁ)
- πάναβρος, ος, ον
- παναγής, ής, ές
- πάναγρος, ος, ον
- Παναθήναια, ων (τά)
- Παναθηναικός, ή, όν
- πανάθλιος, α, ον
- πάναιθος, η, ον
- παναίολος, ος, ον
- παναίτιος, ος, ον
- πανάκεια, ας (ἡ)
- παναληθής, ής, ές
- παναληθῶς
- παναλκής, ής, ές
- πανάλωτος, ος, ον
- πανάμερος
- πανάπαλος, ος, ον
- πανάποτμος, ος, ον
- πανάργυρος, ος, ον
- πανάρετος, ος, ον
- πανάρκετος, η, ον
- παναρμόνιος, ος, ον
- πάναρχος, ος, ον
- παναφῆλιξ, ικος
- Παναχαιοί, ῶν (οἱ)
- παναώριος, ος, ον
- πανδαισία, ας (ἡ)
- πανδακέτης, ου
- πανδάκρυτος, ος, ον
- πανδαμάτωρ, ορος (ὁ)
- πανδαμεί
- πανδαμί
- πάνδαμος, ος, ον
- πάνδεινος, ος, ον
- πανδημεί
- πανδημί
- πανδημία, ας (ἡ)
- πανδήμιος, ος, ον
- πάνδημος, ος, ον
- πάνδικος, ος, ον
- πανδίκως
- Πανδίων, ονος (ὁ)
- πανδοκεῖον, ου (τό)
- πανδοκεύς, έως (ὁ)
- πανδοκεύτρια, ας (ἡ)
- πανδοκεύω
- πανδοκέω-ῶ
- πάνδοκος, ος, ον
- πανδοχεῖον, ου (τό)
- πάνδυρτος, ος, ον
- Πανδώρα, ας (ἡ)
- Πανέλληνες, ων (οἱ)
- Πάνεμος, ου (ὁ)
- πανεργέτας, α
- πανέρημος, ος, ον
- πανέστιος, ος, ον
- πανευδαίμων, ων, ον
- πανευμαρής, ής, ές
- πανηγυριάρχης, ου (ὁ)
- πανηγυρίζω
- πανηγυρικός, ή, όν
- πανηγυρικῶς
- πανήγυρις, εως (ἡ)
- πανηγύρις
- πανηγυρισμός, οῦ (ὁ)
- πανηγυριστής, οῦ (ὁ)
- πανῆμαρ
- πανημέριος, α, ον,
- πανήμερος, ος, ον
- Πάνημος, ου (ὁ)
- πάνθηρ, ηρος (ὁ)
- Πανθοίδης, ου (ὁ)
- πανθοινία, α (ἡ)
- πάνθοινος, ος, ον
- πανθυμαδόν
- πάνθυτος, ος, ον
- Πανικός, ή, όν
- πανίμερος, ος, ον
- πανισμός, οῦ (ὁ)
- Πανιώνια, ων (τά)
- Πανιώνιον, ου (τό)
- πανλώβητος, ος, ον
- πάννυχα
- παννυχίζω
- παννύχιος, α, ον
- παννυχίς, ίδος (ἡ)
- πάννυχος, ος, ον
- πάνοιζυς, υς, υ
- πανοικεί
- πανοικησίᾳ
- πανοικία, ας (ἡ)
- πανοίμοι
- πάνολβος, ος, ον
- πανομιλεί
- πανομφαῖος, ου (ὁ)
- Πανοπεῖς, έων (οἱ)
- Πανοπεύς 1, έως (ὁ)
- Πανοπεύς 2, έως (ὁ)
- Πανοπηΐς, ΐδος (ἡ)
- πανοπλία, ας (ἡ)
- πάνοπλος, ος, ον
- πανόπτης, ου
- πάνορμος, ος, ον
- πανός, οῦ (ὁ)
- Πανός
- πανουργέω-ῶ
- πανούργημα, ατος (τό)
- πανουργία, ας (ἡ)
- πανοῦργος, ος, ον
- πανούργως
- πάνοψιος, ος, ον
- πανσαγία, ας (ἡ)
- πανσέληνος, ος, ον
- πάνσεμνος, ος, ον
- πανσπερμία, ας (ἡ)
- πανστρατιά, ᾶς (ἡ)
- πανσυδί
- πανσυδίᾳ,
- πάνσυρτος, ος, ον
- πάντα
- παντᾷ
- παντάλας, αίνα, αν
- παντάπασι(ν)
- πανταρκής, ής, ές
- πάνταρχος, ος, ον
- πανταχῇ
- πανταχόθεν
- πανταχόθι
- πανταχοῖ
- πανταχόσε
- πανταχοῦ
- πανταχῶς
- παντέλεια, ας (ἡ)
- παντελέως
- παντελής, ής, ές
- παντελῶς
- παντερπής, ής, ές
- παντευχία, ας (ἡ)
- πάντεχνος, ος, ον
- πάντῃ
- πάντιμος, ος, ον
- παντλήμων, ων, ον
- παντογήρως, ως, ων
- παντοδαπός, ή, όν
- πάντοθε
- παντοῖος, α, ον
- παντοῖως
- παντοκράτωρ, ορος
- πάντολμος, ος, ον
- παντόμιμος, ου (ὁ)
- παντομισής, ής, ές
- παντοπόρος, ος, ον
- παντόπτης
- πάντοσε
- παντοσέμνος, ος, ον
- πάντοτε
- παντότολμος, ος, ον
- παντουργός, ός, όν
- παντόφυρτος, ος, ον
- πάντρητος, ος, ον
- πάντρομος, ος, ον
- παντρόπος, ος, ον
- πάντως
- πάνυ
- πάνυγρος, ος, ον
- πανυπέρτατος, η, ον
- πανύστατος, η, ον
- πανωλεθρία, ας (ἡ)
- πανώλεθρος, ος, ον
- πανώλης, ης, ες
- πάνωρος, ος, ον
- πάομαι1
- πάομαι2
- παπαῖ
- παππάζω
- παππαπαππαπαῖ
- πάππας, ου (ὁ)
- πάππος, ου (ὁ)
- παππῷος, α, ον
- πάπραξ, ακος (ὁ)
- παπταίνω
- πάπτηνεν
- παπύρινος, η, ον
- πάπυρος, ου (ὁ, ἡ)
- πάρ
- παρά
- πάρα1
- πάρα2
- παραβαίνω
- παράβακχος, ος, ον
- παραβάλλω
- παραβάπτω
- παραβασία, ας (ἡ)
- παράβασις, εως (ἡ)
- παραβάσκω
- παραβάτης, ου (ὁ)
- παραβατός, ή, όν
- παραβεβασμένος
- παραβιάζομαι
- παραβιασμός, οῦ (ὁ)
- παραβλέπω
- παράβλεψις, εως (ἡ)
- παραβλήδην
- παράβλημα, ατος (τό)
- παραβλητέος, α, ον
- παραβλητός, ή, όν
- παραβλώσκω
- παραβλώψ, ῶπος
- παραβοηθέω-ῶ
- παραβολεύομαι
- παραβολή, ῆς (ἡ)
- παράβολος, ος, ον
- παραβόλως
- παραβουλεύομαι
- παράβουλος, ος, ον
- παραβραβεύω
- παράβυστος, ος, ον
- παραβύω
- παραβώμιος, ος, ον
- παραγγελία, ας (ἡ)
- παραγγέλλω
- παράγγελμα, ατος (τό)
- παράγγελσις, εως (ἡ)
- παραγεύω
- παραγηράω-ῶ
- παραγίγνομαι
- παραγιγνώσκω
- παραγίνομαι
- παραγινώσκω
- παραγκαλίζομαι
- παραγκάλισμα, ατος (τό)
- παραγκιστρόομαι-οῦμαι
- παραγκωνίζω
- παράγραμμα, ατος (τό)
- παραγραφή, ῆς (ἡ)
- παραγράφω
- παραγυμνόω-ῶ
- παράγω
- παραγωγή, ῆς (ἡ)
- παραγώγως
- παραδακρύω
- παραδαρθάνω
- παραδέδομαι
- παράδειγμα, ατος (τό)
- παραδειγματίζω
- παραδειγματώδης, ης, ες
- παραδείκνυμι
- παραδεικνύω
- παράδεισος, ου (ὁ)
- παραδέκομαι
- παραδεκτέος, α, ον
- παραδέχομαι
- παραδηλόω-ῶ
- παραδιαιτάομαι-ῶμαι
- παραδίδωμι
- παραδιηγέομαι-οῦμαι
- παραδιοικέω-ῶ
- παραδιόρθωσις, εως (ἡ)
- παραδολεσχέω-ῶ
- παραδοξολογία, ας (ἡ)
- παραδοξονίκης, ου (ὁ)
- παράδοξος, ος, ον
- παραδόξως
- παράδοσις, εως (ἡ)
- παραδοτέος, α, ον
- παράδοτος, ος, ον
- παραδοχή, ῆς (ἡ)
- παραδραθέειν
- παραδραμεῖν
- παραδράω-ῶ
- παραδρομή, ῆς (ἡ)
- παραδρώωσι
- παραδύμεναι
- παραδυναστεύω
- παράδυσις, εως (ἡ)
- παραδύομαι
- παραδωσείω
- παραείδω
- παραείρω
- παραζάω-ῶ
- παράζευξις, εως (ἡ)
- παραζηλόω-ῶ
- παραζητέω-ῶ
- παραζώννυμι
- παραθαλασσίδιος, α, ον
- παραθαλάσσιος, ος, ον
- παραθάλπω
- παραθαρρύνω
- παραθεῖναι
- παραθέλγω
- παραθερμαίνω
- παράθερμος, ος, ον
- παράθεσις, εως (ἡ)
- παραθέω
- παραθεωρέω-ῶ
- παραθεώρησις, εως (ἡ)
- παραθήγω
- παραθήκη, ης (ἡ)
- παραθητεύω
- παράθυρος, ου (ὁ)
- παραί
- παραιβάτης, ου (ὁ)
- παραίνεσις, εως (ἡ)
- παραινετέον
- παραινέω-ῶ
- παραιπεπίθῃσι
- παραίρεσις, εως (ἡ)
- παραιρέω-ῶ
- παραίρημα, ατος (τό)
- παραισθάνομαι
- παραίσιος, ος, ον
- παραΐσσω
- παραιτέομαι-οῦμαι
- παραίτησις, εως (ἡ)
- παραιτητής, οῦ
- παραιτητός, ή, όν
- παραιφάμενος, η, ον
- παραίφασις, εως (ἡ)
- παραιωρέω-ῶ
- παρακάββαλεν
- παρακαθέζομαι
- παρακαθεύδω
- παρακάθημαι
- παρακαθιδρύομαι
- παρακαθίζω
- παρακαθίημι
- παρακαθίστημι
- παρακαίριος, ος, ον
- παράκαιρος, ος, ον
- παρακαίρως
- παρακαίω
- παρακαλέω-ῶ
- παρακαλπάζω
- παρακάλυμμα, ατος (τό)
- παρακαλύπτω
- παρακαταβάλλω
- παρακαταθήκη, ης (ἡ)
- παρακατάκειμαι
- παρακατακλίνω
- παρακαταλέγομαι
- παρακαταλείπω
- παρακαταλογή, ῆς (ἡ)
- παρακαταπήγνυμι
- παρακατατίθεμαι
- παρακατέχω
- παρακατοικίζω
- παρακαττύομαι
- παράκειμαι
- παρακειμένως
- παρακέλευσις, εως (ἡ)
- παρακέλευσμα, ατος (τό)
- παρακελευσμός, οῦ (ὁ)
- παρακελευστός, ή, όν
- παρακελεύω
- παρακενόω-ῶ
- παρακινδύνευσις, εως (ἡ)
- παρακινδυνεύω
- παρακινέω-ῶ
- παρακινητικῶς
- παρακλαυσίθυρον, ου (τό)
- παρακλείω
- παρακλέπτω
- παρακληίω
- παράκλησις, εως (ἡ)
- παρακλητέος, α, ον
- παρακλητικός, ή, όν
- παράκλητος, ος, ον
- παρακλιδόν
- παρακλίνω
- παρακλίτης, ου (ὁ)
- παρακμάζω
- παρακμή, ῆς (ἡ)
- παρακοή, ῆς (ἡ)
- παρακοίτης, ου (ὁ)
- παράκοιτις, ιος (ἡ)
- παρακολουθέω-ῶ
- παρακολούθημα, ατος (τό)
- παρακολούθησις, εως (ἡ)
- παρακολουθητικός, ή, όν
- παρακολουθητικῶς
- παρακομιδή, ῆς (ἡ)
- παρακομίζω
- παρακονάω-ῶ
- παρακοντίζω
- παρακοπή, ῆς (ἡ)
- παράκοπος, ος, ον
- παρακόπτω
- παράκουσμα, ατος (τό)
- παρακουσμάτιον, ου (τό)
- παρακούω
- παρακρεμάννυνμι
- παράκρημνος, ος, ον
- παρακρίνω
- παρακροτέω-ῶ
- παράκρουσις, εως (ἡ)
- παρακρούω
- παρακτάομαι-ῶμαι
- παράκτιος, α, ον
- παρακύπτω
- παρακωχή, ῆς (ἡ)
- παραλαμβάνω
- παραλάμπω
- παραλανθάνω
- παραλέγω
- παραλειπτέον
- παραλείπω
- παραλείφω
- παράλειψις, εως (ἡ)
- παραλέχομαι
- παραλημφθήσομαι
- παραληπτός, ή, όν
- παραληρέω-ῶ
- παραλία, ας (ἡ)
- παράλιμνος, ος, ον
- παράλιος, α, ον
- παραλλαγή, ῆς (ἡ)
- παράλλαγμα, ατος (τό)
- παραλλάξ
- παράλλαξις, εως (ἡ)
- παραλλάσσω
- παραλληλεπίπεδος, ος, ον
- παραλληλόγραμμος, ος, ον
- παράλληλος, ος, ον
- παραλογίζομαι
- παραλογισμός, οῦ (ὁ)
- παραλογιστής, οῦ (ὁ)
- παραλογιστικός, ή, όν
- παράλογος, ος, ον
- πάραλος, ος, ον
- παραλουργός, ός, όν
- Παράλπιος, ος, ον
- παραλυπέω-ῶ
- παράλυσις, εως (ἡ)
- παραλυτικός, ή, όν
- παράλυτος, ος, ον
- παραλύω
- παραμαρτάνω
- παραμβλύνω
- παραμείβω
- παραμείγνυμι
- παραμελέω-ῶ
- παραμένω
- παραμετρέω-ῶ
- παραμηρίδιον, ου (τό)
- παραμίγνυμι
- παραμιμνῄσκομαι
- παραμίμνω
- παραμιξολυδιάζω
- παραμίσγω
- παραμόνιμος, ος, ον
- παράμουσος, ος, ον
- παραμπέχω
- παραμπίσχω
- παραμυθέομαι-οῦμαι
- παραμυθητικός, ός, όν
- παραμυθία, ας (ἡ)
- παραμύθιον, ου (τό)
- παραμυκάομαι-ῶμαι
- παραναγιγνώσκω
- παραναδύομαι
- παραναιετάω-ῶ
- παραναλίσκω
- παρανάλωμα, ατος (τό)
- παρανεάτη, ης (ἡ)
- παρανέμω
- παρανέω
- παρανηνέω
- παρανήτη, ης (ἡ)
- παρανήχομαι
- παρανίημι
- παρανικάω-ῶ
- παρανίστημι
- παρανίσχω
- παρανοέω-ῶ
- παρανοητέον
- παράνοια, ας (ἡ)
- παρανοίγω
- παρανομέω-ῶ
- παρανόμημα, ατος (τό)
- παρανομία, ας (ἡ)
- παράνομος, ος, ον
- παρανόμως
- παράνοος, ος, ον
- πάραντα
- παρανυκτερεύω
- παρανύσσω
- παράορος, ος, ον
- παραπαιδαγωγέω-ῶ
- παραπαίω
- παραπάλλομαι
- παράπαν
- παραπάσσω
- παραπατάω-ῶ
- παραπαφίσκω
- παραπείθω
- παραπειράομαι-ῶμαι
- παραπέμπω
- παραπέτασμα, ατος (τό)
- παράπηγμα, ατος (τό)
- παραπήγνυμι
- παραπηγνύω
- παραπηδάω-ῶ
- παραπικραίνω
- παραπικρασμός, οῦ (ὁ)
- παραπίπτω
- παραπλάζω
- παράπλειος, ος, ον
- παραπλέκω
- παραπλευρίδια, ων (τά)
- παραπλέω
- παράπληκτος, ος, ον
- παραπλήξ, ῆγος
- παραπλησιάζω
- παραπλήσιος, α, ον
- παραπλησίως
- παραπλήσσω
- παράπλοος, ου (ὁ)
- παραπλώω
- παραπνέω
- παραποιέω-ῶ
- παραπολαύω
- παραπόλλυμι
- παραπομπή, ῆς (ἡ)
- παραπορεύομαι
- παραποτάμιος, ος, ον
- παραπράσσω
- παραπρήσσω
- παραπταίω
- παράπτομαι
- παράπτωμα, ατος (τό)
- παραρθρέω-ῶ
- παράρθρησις, εως (ἡ)
- παραριθμέω-ῶ
- παραρραγείς, εῖσα, έν
- παραρράπτομαι
- παραρρέω
- παραρρήγνυμι
- παραρρηγνύω
- παράρρησις, εως (ἡ)
- παραρρητός, ή, όν
- παραρρίπτω
- παράρρυμα, ατος (τό)
- παραρτάω-ῶ
- παραρτύω
- παρασάγγης, ου (ὁ)
- παρασάττω
- παράσειρον, ου (τό)
- παράσειρος, ος, ον
- παραπασείω
- παρασημαίνω
- παράσημον, ου (τό)
- παράσημος, ος, ον
- παρασιτέω-ῶ
- παρασιτία, ας (ἡ)
- παρασιτικός, ή, όν
- παράσιτος, ος, ον
- παρασιωπάω-ῶ
- παρασκευάζω
- παρασκεύασμα, ατος (τό)
- παρασκευαστέος, α, ον
- παρασκευαστικός, ή, όν
- παρασκευή, ῆς (ἡ)
- παρασκηνέω-ῶ
- παρασκηνόω-ῶ
- παρασκήπτω
- παρασκιρτάω-ῶ
- παρασκοπέω-ῶ
- παρασκώπτω
- παρασοβέω-ῶ
- παρασοφίζομαι
- παρασπασμός, οῦ (ὁ)
- παρασπάω-ῶ
- παρασπονδέω-ῶ
- παράσπονδος, ος, ον
- παρασταδόν
- παραστάς, ᾶσα, άν
- παραστάς, άδος (ἡ)
- παράστασις, εως (ἡ)
- παραστατέω-ῶ
- παραστάτης, ου (ὁ)
- παραστατικός, ή, όν
- παραστάτις, ιδος
- παραστείχω
- παράστημα, ατος (τό)
- παραστρατηγέω-ῶ
- παραστρέφω
- παρασυκοφαντέω-ῶ
- παρασυμβαίνω
- παρασύμβαμα, ατος (τό)
- παρασύρω
- παρασφάλλω
- παρασχεθεῖν
- παρασχηματίζω
- παρασχήσω
- παρασχίζω
- παράταξις, εως (ἡ)
- παρατάσσω
- παρατείνω
- παρατείχισμα, ατος (τό)
- παρατεκταίνω
- παρατηρέω-ῶ
- παρατήρησις, εως (ἡ)
- παρατίθημι
- παρατίλλω
- παράτολμος, ος, ον
- παράτονος, ος, ον
- παρατόξευσις, εως (ἡ)
- παρατράγῳδος, ος, ον
- παρατρέπω
- παρατρέφω
- παρατρέχω
- παρατρέω
- παρατρίβω
- παράτριψις, εως (ἡ)
- παρατροπέω
- παρατροπή, ῆς (ἡ)
- παράτροπος, ος, ον
- παρατρωπάω-ῶ
- παρατυγχάνω
- παρατύπωσις, εως (ἡ)
- Παραυαῖοι, ων (οἱ)
- παραυδάω-ῶ
- πάραυλος1, ος, ον
- πάραυλος2, ος, ον
- παραυτά
- παραυτίκα
- παραφαγεῖν
- παραφαίνω
- παράφασις1, εως (ἡ)
- παράφασις2, εως (ἡ)
- παραφάσσω
- παραφέρω
- παραφεύγω
- παράφημι
- παραφθάνω
- παραφθέγγομαι
- παραφθείρω
- παραφθορά, ᾶς (ἡ)
- παραφορά, ᾶς (ἡ)
- παραφορέω-ῶ
- παράφορος, ος, ον
- παραφορτίζομαι
- παράφραγμα, ατος (τό)
- παραφρονέω-ῶ
- παραφρονία, ας (ἡ)
- παραφρόνιμος, ος, ον
- παραφροσύνη, ης (ἡ)
- παραφρυκτωρεύομαι
- παράφρων, ων, ον
- παραφυής, ής, ές
- παραφυλάσσω
- παραφυσάω-ῶ
- παραφυτεύω
- παραφύω
- παραφωνέω-ῶ
- παραχαράσσω
- παραχειμάζω
- παραχειμασία, ας (ἡ)
- παραχέω
- παραχναύω
- παραχράομαι-ῶμαι
- παραχρῆμα
- παράχροος, ος, ον
- παράχρωσις, εως (ἡ)
- παραχύτης, ου (ὁ)
- παραχώννυμι
- παραχωρέω-ῶ
- παραχώρησις, εως (ἡ)
- παραχωρητέος, α, ον
- παραχωρητικός, ή, όν
- παραψάλλω
- παράψαυσις, εως (ἡ)
- παραψαύω
- παραψήχω
- παραψυχή, ῆς (ἡ)
- παραψύχω
- παρβάτας
- παρβατός
- παρβεβαώς
- παρδαλέη, ης (ἡ)
- πάρδαλις, εως (ἡ)
- παρδεῖν
- παρδίας, ου (ὁ)
- πάρδος, ου (ὁ)
- πάρδω
- παρέασι
- παρέβαλον
- παρέβην
- παρέγγραπτος, ος, ον
- παρεγγράφω
- παρεγγυάω-ῶ
- παρεγγυή, ῆς (ἡ)
- παρεγγύησις, εως (ἡ)
- παρεγείρω
- παρεγενόμην
- παρεγκελεύομαι
- παρεγκλίνω
- παρέγκλισις, εως (ἡ)
- παρεγκόπτω
- παρεγχειρέω-ῶ
- παρεδίδοσαν, παρεδίδουν
- παρεδόθην
- παρεδρεύω
- πάρεδρος, ου
- παρέζομαι
- πάρει
- παρειά, ᾶς (ἡ)
- παρείας, ου (ὁ)
- παρεῖδον
- παρείθην, παρεῖκα
- παρεικάζω
- παρεικαθεῖν
- παρείκω
- παρείμην
- πάρειμι1
- πάρειμι2
- παρεῖπον
- παρειρύω
- παρείρω
- πάρεις
- παρείς
- παρεισάγω
- παρεισάδης, ου (ὁ)
- παρείσακτος, ος, ον
- παρεισγραφή, ῆς (ἡ)
- παρεισδέχομαι
- παρείσδυσις, εως (ἡ)
- παρεισδύω
- παρεισενέγκας
- παρεισέρχομαι
- παρείσθω
- παρεισοδεύω
- παρεισπέμπω
- παρεισρέω
- παρειστήκειν
- παρεισφέρω
- παρεῖχαν
- παρέκ
- παρεκβαίνω
- παρέκβασις, εως (ἡ)
- παρεκδέχομαι
- παρεκδύνω
- παρεκέσκετο
- παρεκκλίνω
- παρεκλέγω
- παρεκλήθην
- παρεκπίπτω
- παρεκπροφεύγω
- παρέκτασις, εως (ἡ)
- παρεκτείνω
- παρεκτέος, α, ον
- παρεκτός
- παρεκτρέπω
- παρεκτρέχω
- παρεκφέρω
- παρέλαβον, παρελάβοσαν
- παρέλασσε
- παρελαύνω
- παρελεύσομαι
- παρέλκετο
- παρέλκω
- παρεμβαίνω
- παρεμβάλλω
- παρεμβολή, ῆς (ἡ)
- παρεμβολικός, ή, όν
- παρεμβύω
- παρέμμεναι
- παρεμμίγνυμι
- παρεμπίπλημι
- παρεμπίπτω
- παρεμπολάω-ῶ
- παρεμπόρευμα, ατος (τό)
- παρεμπορεύομαι
- παρεμφαίνω
- παρεμφύομαι
- παρενδίδωμι
- παρενδύομαι
- παρένεγκε
- παρενεῖδον
- παρενείρω
- παρενήνεον
- παρενθεῖν
- παρενθήκη, ης (ἡ)
- παρενοράω-ῶ
- παρενοχλέω-ῶ
- παρενσαλεύω
- παρεντάσσω
- παρεντείνω
- παρορύττω
- παρεξάγω
- παρέξειμι
- παρεξειρεσία, ας (ἡ)
- παρεξελάαν
- παρεξελαύνω
- παρεξεληλάκεε
- παρεξέρχομαι
- παρευρίσκω 1
- παρέξῃ
- παρεξίασι
- παρεξίημι
- παρεξίστημι
- παρεπιδείκνυμι
- παρεπίδημος, ος, ον
- παρεπίκρανα
- παρεπισκοπέω-ῶ
- παρεπιστρέφω
- παρεπιστροφή, ῆς (ἡ)
- παρεπιψαύω
- παρέπλαξα
- παρέπλω
- παρέπομαι
- παρέπτην
- πάρεργον, ου (τό)
- παρέργως
- παρερύω
- παρέρχομαι
- πάρες
- πάρεσαν
- παρεσθίω
- πάρεσις, εως (ἡ)
- παρεσκευάδατο
- παρέσσομαι
- παρεστάμεναι
- παρεστάναι
- παρέστηκα, παρέστην
- πάρεστι
- παρέστιος, ος, ον
- παρέστιχον
- παρεστώς
- παρέσχον
- παρετοιμάζω
- παρευδοκιμέω-ῶ
- παρευθύνω
- παρευνάζω
- πάρευνος, ος, ον
- παρεύρεσις, εως (ἡ)
- παρευρίσκω 2
- παρευτρεπίζω
- παρεφάπτομαι
- παρεχέθην
- παρέχω
- παρέω
- παρεών
- παρεωσμένος
- παρῆ
- παρηβάω-ῶ
- παρηγορέατο
- παρηγορέω-ῶ
- παρηγόρημα, ατος (τό)
- παρηγορητέον
- παρηγορία, ας (ἡ)
- παρηγορικός, ή, όν
- παρήγορος, ος, ον
- παρῄειν
- παρήειρα
- παρῆεν
- παρηέρθην
- παρήιξα
- παρήιον, ου (τό)
- παρηίς, ίδος (ἡ)
- παρῆκα
- παρήκω
- παρῆλιξ, ικος
- πάρημαι
- παρῆν
- παρῄνει
- πάρηξις, εως (ἡ)
- παρηορία, ας (ἡ)
- παρήορος, ος, ον
- παρήπαφον
- παρῄς, ῄδος (ἡ)
- παρῃτημένος
- παρῆσαν
- παρῆσθα
- παρήσω
- παρθέμενος
- παρθένειος, ος, ον
- παρθένευμα, ατος (τό)
- παρθένευσις, εως (ἡ)
- παρθενεύω
- παρθενία, ας (ἡ)
- παρθενικός, ή, όν
- παρθένιος, α, ον
- παρθενοκτονία, ας (ἡ)
- παρθενοπίπης, ου
- παρθένος, ου (ἡ, ὁ)
- παρθενόσφαγος, ος, ον
- παρθενών, ῶνος (ὁ)
- πάρθεσαν
- Παρθικός, ή, όν
- Παρθίς, ίδος
- Παρθιστί
- Πάρθοι, ων (οἱ)
- Παρθονικικά, ῶν (τά)
- Παρθυαῖος, α, ον
- Παριανοί, ῶν (οἱ)
- παριαύω
- παριδεῖν
- παριέρη, ης (ἡ)
- παρίζω
- παρίημι
- Παριηνοί, ῶν (οἱ)
- Πάριον, ου (τό)
- Πάριος, α, ον
- παριππεύω
- παρίπταμαι
- Πάρις, ιδος (ὁ)
- πάρισος, ος, ον
- παρισόω-ῶ
- παριστάνω
- παρίστημι
- παριστορέω-ῶ
- παρίσχω
- παρίσωσις, εως (ἡ)
- παριτητέον
- παρκατέλεκτο
- παρμέμβλωκεν
- Παρμενᾶς, ᾶ (ὁ)
- Παρμενίδης, ου (ὁ)
- παρμένω
- Παρμῖται, ῶν (οἱ)
- παρμόνιμος, ος, ον
- Παρνάσιος, α, ον
- Παρνασίς, ίδος
- Παρνασός, οῦ (ὁ)
- Πάρνης, ηθος (ἡ, ὁ)
- Παρνησίς, ίδος
- Παρνησόνδε
- Παρνησός, οῦ (ὁ)
- πάρνωψ, οπος (ὁ)
- παροδεύω
- παροδικός, ή, όν
- παρόδιος, ος, ον
- παροδοιπορέω
- πάροδος, ου (ἡ)
- παροίγνυμι
- πάροιθε
- παροικέω-ῶ
- παροίκησις, εως (ἡ)
- παροικία, ας (ἡ)
- παροικίζω
- παροικοδομέω-ῶ
- πάροικος, ος, ον
- παροιμία, ας (ἡ)
- παροιμιάζω
- παροιμιακός, ή, όν
- παροιμιώδης, ης, ες
- παροινέω-ῶ
- παροίνημα, ατος (τό)
- παροινία, ας (ἡ)
- παροίνιος, ος, ον
- πάροινος, ος, ον
- παροισθείς, εῖσα, έν
- παροίτερος, α, ον
- παροίχομαι
- παροιχώκεε
- παροκωχή, ῆς (ἡ)
- παρολιγωρέω-ῶ
- παρολισθαίνω
- παρολισθάνω
- παρορματέω-ῶ
- παρομοιάζω
- παρόμοιος, ος, ον
- παρομοίωσις, εως (ἡ)
- παρόν
- παροξυντικός, ή, όν
- παροξυντικῶς
- παροξύνω
- παροξυσμός, οῦ (ὁ)
- παροπλίζω
- παροπτάω-ῶ
- παροπτέος, α, ον
- παρόραμα, ατος (τό)
- παρόρασις, εως (ἡ)
- παρορατικός, ή, όν
- παροράω-ῶ
- παροργίζω
- παροργισμός, οῦ (ὁ)
- παρορέγω
- παρορίζω
- παρορμάω-ῶ
- παρορμέω-ῶ
- παρορμητικός, ή, όν
- παρορμίζω
- πάρορνις, ιθος
- παρορύσσω
- παρορχέομαι-οῦμαι
- πάρος
- Πάρος, ου (ἡ)
- παροτρύνω
- παρουσία, ας (ἡ)
- παροχετεύω
- παροχέομαι-οῦμαι
- παροχή, ης (ἡ)
- πάροχος1, ου (ὁ)
- πάροχος2, ου (ὁ)
- παροψάομαι-ῶμαι
- παροψίς, ίδος (ἡ)
- παρόψομαι
- παροψώνημα, ατος (τό)
- παρπεπιθών
- Παρρασική, ῆς (ἡ)
- Παρράσιος, α, ον
- παρρησία, ας (ἡ)
- παρρησιάζομαι
- παρρησιαστής, οῦ (ὁ)
- παρρησιαστικός, ή, όν
- παρστάς
- παρτιθεῖ
- Παρυσάτις, ιδος (ἡ)
- παρυφαίνω
- παρυφή, ῆς (ἡ)
- παρφάμενος
- πάρφασις, εως (ἡ)
- παρφυγέειν
- παρῶ, ῇς, ῇ
- παρῳδέω-ῶ
- παρῳδία, ας (ἡ)
- παρῳδός, ός, όν
- παρωθέω-ῶ
- παρῳχημένος
- παρωκεάνιος, ος, ον
- παρωκεανῖτις, ίτιδος
- παρῶμμαι
- παρών, οῦσα, όν
- παρωνυμία, ας (ἡ)
- παρωνύμιος, ος, ον
- παρώνυμος, ος, ον
- παρωνυχία, ας (ἡ)
- πάρωρα
- πάρωρος, ος, ον
- παρωροφίς, ίδος (ἡ)
- παρώσω
- παρώφθην
- παρῴχηκα, παρῴχημαι
- πάρωχρος, ος, ον
- πᾶς, πᾶσα, πᾶν
- πᾶσαι
- πασαμένα
- πασάμην
- πάσασθαι2
- πάσασθαι1
- πασάων
- πᾶσι
- πασιμέλων, οῦσα, ον
- Πασιφάη, ης (ἡ)
- πάσομαι
- πασσαλευτός, ή, όν
- πασσαλεύω
- πάσσαλος, ου (ὁ)
- πασσαλόφι(ν)
- πασσάμενος
- πάσσαξ, ακος (ὁ)
- πασσυδί
- πάσσω
- πάσσων
- παστάς, άδος (ἡ)
- παστέος, α, ον
- παστός, ή, όν
- πάσχα (τό)
- πάσχω
- πάσω
- πατά
- παταγέω-ῶ
- πάταγος, ου (ὁ)
- πατάϊκοι, ων (οἱ)
- Πάταρα, ων (τά)
- Παταρεύς, έως
- πάτασσε
- πατάσσω
- πατέομαι
- πατέριον, ου (τό)
- πατέω1-ῶ
- πατέω2-ῶ
- πατήρ, πατρός (ὁ)
- πατησμός, οῦ (ὁ)
- Πάτμος, ου (ὁ)
- πάτος, ου (ὁ)
- πάτρα, ας (ἡ)
- πατραγαθία, ας (ἡ)
- πατραδέλφεια, ας (ἡ)
- πατραλοίας, ου
- πάτρη, ης (ἡ)
- πατριά1, ᾶς (ἡ)
- πατρία2
- πατριάρχης, ου (ὁ)
- πατρικός, ή, όν
- πατρικῶς
- πάτριος, ος, ον
- πατρίς, ίδος
- πατριώτης, ου
- πατριῶτις, ιδος
- Πατροβᾶς, ᾶ (ὁ)
- πατρογένειος, ος, ον
- πατρογενής, ής, ές
- πατροδώρητος, ος, ον
- πατρόθεν
- πατροκασίγνητος, ου (ὁ)
- Πατρόκλεια, ας (ἡ)
- Πατροκλῆς, έους (ὁ)
- Πάτροκλος, ου (ὁ)
- πατροκτονέω-ῶ
- πατροκτονία, ας (ἡ)
- πατροκτόνος, ος, ον
- πατρομήτωρ, ορος (ὁ)
- πατρονομέομαι-οῦμαι
- πατρονομία, ας (ἡ)
- πατρονόμος, ος, ον
- πατροπαράδοτος, ος, ον
- πατροστερής, ής, ές
- πατροῦχος, ος, ον
- πατροφονέυς, έως (ὁ)
- πατροφόνος, ος, ον
- πατροφόντης, ου
- πατριώιος
- πάτρων, ωνος (ὁ)
- πατρωνύμιος, ος, ον
- πατρῷος, α, ον
- πατρωός, οῦ (ὁ)
- πάτρως, ωος (ὁ)
- πατταλεύω
- πάττω
- παυέμεναι
- παῦλα, ης (ἡ)
- Παῦλος, ου (ὁ)
- παῦρος, ον
- παυσάνεμος, ος, ον
- παύσῃσι
- παυσίπονος, ος, ον
- παύσομεν
- παυστέον
- παυστήρ, ῆρος
- παυστήριος, ος, ον
- παυσωλή, ῆς (ἡ)
- παύω
- Παφλαγονία, ας (ἡ)
- Παφλαγονικός, ή, όν
- Παφλαγών, όνος
- παφλάζω
- Πάφιος, α, ον
- Πάφος, ου (ἡ)
- πάχετος, ον
- πάχιστος, η, ον
- πάχνη, ης (ἡ)
- παχνόω-ῶ
- πάχος, εος-ους (τό)
- παχύδερμος, ος, ον
- παχύκνημος, ος, ον
- παχυμερής, ής, ές
- παχύνω
- παχύς, εῖα, ύ
- παχύτης, ητος (ἡ)
- παχύφρων, ων
- πεδά
- πεδάᾳ
- πεδαίχιμιος, ος, ον
- πεδάορος, ος, ον
- Πεδάριτος, ου (ὁ)
- πεδάρσιος, ος, ον
- πεδάω-ῶ
- πέδη, ης (ἡ)
- πεδητής, οῦ
- πεδήτης, ου (ὁ)
- πεδιακός, ή, όν
- πεδιάς, άδος
- Πεδιεύς, έως (ὁ)
- πεδιήρης, ης, ες
- πέδιλον, ου (τό)
- πεδινός, ή, όν
- πεδίον, ου (τό)
- πεδίονδε
- πεδιονόμος, ος, ον
- πεδιοπλόκτυπος, ος, ον
- πεδοβάμων, ων, ον
- πεδόθεν
- πέδοι
- πέδον, ου (τό)
- πέδονδε
- πεδοστιβής, ής, ές
- πεδότριψ, ιβος
- πέζα, ης (ἡ)
- πέζαρχος, ου (ὁ)
- πεζέταιροι, ων (οἱ)
- πεζεύω
- πεζῇ
- πεζικός, ή, όν
- πεζομαχέω-ῶ
- πεζομαχία, ας (ἡ)
- πεζομάχος, ος, ον
- πεζονόμος, ος, ον
- πεζοπορέω-ῶ
- πεζός, ή, όν
- πειθανάγκη, ης (ἡ)
- πειθάνωρ, ορος (ὁ, ἡ)
- πειθαρχέω-ῶ
- πειθαρχία, ας (ἡ)
- πείθαρχος, ος, ον
- πείθεο
- πειθήνιος, ος, ον
- πειθηνίως
- πειθός, ή, όν
- πείθω
- πειθώ, όος-οῦς (ἡ)
- πεῖν
- πεῖνα, ης (ἡ)
- πειναλέος, α, ον
- πεινᾶν
- πεινατικός, ή, όν
- πεινάω-ῶ
- πείνη, ης (ἡ)
- πεινήμεναι
- πεινῆν
- πεινητικός, ή, όν
- πεῖρα, ας (ἡ)
- πειρά, ᾶς (ἡ)
- Πειραεύς, έως (ὁ)
- πειράζω
- Πειραΐδης, ου (ὁ)
- Πειραιεύς 1, έως (ὁ)
- Πειραιεύς2, έως
- Πειραικός, ή, όν
- πειραίνω
- Πειραιοῖ
- πεῖραρ, ατος (τό)
- πείρας, ασα, αν
- πείρασις, εως (ἡ)
- πειρασμός, οῦ (ὁ)
- πειρατέον
- πειρατήριον1, ου (τό)
- πειρατήριον2, ου (τό)
- πειρατής, οῦ (ὁ)
- πειρατικός, ή, όν
- πειράω-ῶ
- πείρη, ης (ἡ)
- Πειρηναῖος, α, ον
- Πειρήνη, ης (ἡ)
- πειρήσω
- πειρητίζω
- Πειρίθοος, ου (ὁ)
- πείρινς, ινθος (ἡ)
- πείρω
- πειρῴατο
- πείση, ης (ἡ)
- πεῖσαι
- πείσεαι
- Πεισηνορίδης, ου (ὁ)
- πεισθῆναι
- πεισίβροτος, ος, ον
- Πεισιστρατίδαι, ῶν (οἱ)
- Πεισίστρατος, ου (ὁ)
- πεῖσμα1, ατος (τό)
- πεῖσμα2, ατος (τό)
- πεισμονή, ῆς (ἡ)
- πείσομαι
- πειστέον
- πειστήριος, α, ον
- πειστικός, ή, όν
- πείσω
- πέκω
- πέλα
- πελαγίζω
- πελαγικός, ή, όν
- πελάγιος, α, ον
- πέλαγος, εος-ους (τό)
- πελάζω
- πελᾶν
- πελανός, οῦ (ὁ)
- πελαργιδεύς, έως (ὁ)
- πελαργός, οῦ (ὁ)
- πέλας
- πελασαίατο
- Πελασγίη, ης (ἡ)
- Πελασγικός, ή, όν
- Πελάσγιος, α, ον
- Πελασγίς, ίδος
- Πελασγιῶτις, ιδος
- Πελασγός, όν
- πελάτης, ου (ὁ)
- πελάτις, ιδος (ἡ)
- πελάω-ῶ
- πέλεθρον, ου (τό)
- πέλεια, ας (ἡ)
- Πέλειαι, ῶν (αἱ)
- πελειάς, άδος (ἡ) 1 = π
- πελειοθρέμμων, ων, ον
- πελεκάν, ᾶνος (ὁ)
- πελεκάω-ῶ
- πελέκεσι
- πελεκίζω
- πελέκκησεν
- πέλεκκον, ου (τό)
- πέλεκυς, εως (ὁ)
- πελεμίζω
- πέλει
- Πελιάς, άδος
- Πελίας, ου (ὁ)
- πελιδνός, ή, όν
- Πελίης, ου (ὁ)
- πελιτνός, ή, όν
- πέλλα, ης (ἡ)
- Πελληνεύς, έως
- Πελλήνη, ης (ἡ)
- πελλός, ή, όν
- πέλμα, ατος (τό)
- πέλομαι
- Πελόπειος, α, ον
- Πελοπηιάδαι, ῶν (οἱ)
- Πελοπήιος, η, ον
- Πελοπίδης, ου (ὁ)
- Πελόπιος, α, ον
- Πελοποννησιακός, ή, όν
- Πελοποννήσιος, α, ον
- Πελοπόννησος, ου (ἡ)
- Πέλοψ, οπος (ὁ)
- πελτάζω
- πελτάριον, ου (τό)
- πελταστής, οῦ (ὁ)
- πελταστικός, ή, όν
- πελταστικώτατα
- πέλτη, ης (ἡ)
- πελτοφόρος, ος, ον
- πελῶ
- πέλω
- πέλωρ (τό)
- πελώριος, α, ον
- Πελωρίς, ίδος
- πέλωρον, ου (τό)
- πέλωρος, α, ον
- πέμμα, ατος (τό)
- πεμματουργός, οῦ (ὁ)
- πεμπάδαρχος, ου (ὁ)
- πεμπάζω
- πεμπάς, άδος (ἡ)
- πεμπαστής, οῦ (ὁ)
- πέμπε
- πεμπέμεν
- πεμπταῖος, α, ον
- πεμπτέος, α, ον
- πέμπτος, η, ον
- πεμπτός, ή, όν
- πέμπω
- πεμπώβολον, ου (τό)
- πεμψαίατο
- πέμψις, εως (ἡ)
- πένει
- πενέστατος, η, ον
- πενέστης, ου (ὁ)
- πένης, ητος
- πενθεία, ας (ἡ)
- πενθείετον
- πενθερά, ᾶς (ἡ)
- πενθερός, οῦ (ὁ)
- Πενθεύς, εως (ὁ)
- πενθέω-ῶ
- πένθημα, ατος (τό)
- πενθήμεναι
- πενθήμερος, ος, ον
- πενθημιποδιαῖος, α, ον
- πενθήμων, ων, ον
- πενθητήρ, ῆρος
- πενθητήριος, α, ον
- πενθητικῶς
- πενθήτρια, ας
- πενθικός, ή, όν
- πένθιμος, ος, ον
- πένθος, εος-ους (τό)
- πενία, ας (ἡ)
- πενίη, ης (ἡ)
- πενιχρός, ά, όν
- πένομαι
- πεντάγωνος, ος, ον
- πενταδραχμία, ας (ἡ)
- πεντάεθλον, ου (τό)
- πενταετηρικός, ή, όν
- πενταετηρίς, ίδος
- πενταέτηρος, ος, ον
- πενταετής, ής, ές
- πενταετία, ας (ἡ)
- πενταετίς, ίδος
- πένταθλον, ου (τό)
- πένταθλος, ου (ὁ)
- πεντάκις
- πεντακισμύριοι, αι, α
- πεντακισχίλιοι, αι, α
- πεντακοσίαρχος, ου (ὁ)
- πεντακόσιοι, αι, α
- πεντακοσιομέδιμνος, ος, ον
- πεντακοσιοστός, ή, όν
- πεντακυμία, ας (ἡ)
- πεντάμηνος, ος, ον
- πεντάπηχυς, υς, υ
- πενταπλάσιος, α, ον
- πενταπλήσιος, η, ον
- πεντάπολις, εως (ἡ)
- Πεντάπυλα, ων (τά)
- πεντάς, άδος (ἡ)
- πεντασταδιαῖος, α, ον
- πεντάστομος, ος, ον
- Πεντάτευχος, ου (ἡ)
- πέντε
- πεντεδραχμία, ας (ἡ)
- πεντέδραχμος, ος, ον
- πεντεκαίδεκα
- πεντεκαιδεκαετής, ής, ές
- πεντεκαιδεκαναία, ας (ἡ)
- πεντεκαιδεκαπλασίων, ων, ο
- πεντεκαιδέκατος, η, ον
- πεντεκαιδεκήρης, ης, ες
- Πεντελῆθεν
- Πεντελῇσι
- Πεντελικός, ή, όν
- πεντεσύριγγος, ος, ον
- πεντετάλαντος, ος, ον
- πεντετηρίς, ίδος (ἡ)
- πεντετής, ής, ές
- πεντήκοντα
- πεντηκονταέτης, ου
- πεντηκονταέτις, ιδος
- πεντεκοντάπαις, -παιδος
- πεντηκονταρχέω-ῶ
- πεντηκόνταρχος, ου (ὁ)
- πεντηκόντερος, ου (ἡ)
- πεντηκοντήρ, ῆρος (ὁ)
- πεντηκοντόγυος, ος, ον
- πεντηκοντόπαις, -παιδος
- πεντηκοστήρ, ῆρος (ὁ)
- πεπαθυῖα
- πεπαιδευµένως
- πεπαίνω
- πεπάλαγµαι
- πέπαλµαι
- πέπαµαι
- πεπᾶναι
- πέπαρµαι
- πεπαρῴνηκα
- πέπασµαι
- πεπάσομαι
- πέπαυμαι
- πέπειρα
- πεπείραµαι
- πέπειρoς, ος‚ ον
- πέπεισµαι
- πέπεµµαι
- πεπερηµένος
- πέπερι, εως (τό)
- πέπερις, ιδoς (ὁ, ἡ)
- πέπηγα
- πέπηλα
- πεπίασµαι
- πεπίεσµαι
- πεπιθεῖν
- πεπλανηµένως
- πεπλασµένως
- πέπληγα
- πέπληµαι
- πέπλα, ων (τά)
- πέπλωµα
- πέπνυµαι
- πεποίθησις, εως (ἡ)
- πέποµφα
- πέπον
- πεπονέαται
- πεπονηµένως
- πέπονθα
- πεπóταμαι
- πέπραγα
- πέπρακα, πέπραμαι
- πέπραχα
- πέπρηγα
- πέπρησµαι
- πέπρηχα
- πέπρωται
- πέπταµαι
- πεπτεώς
- πεπτηώς
- πεπτóς, ή, óν
- πέπτω
- πέπτωĸα
- πέπωĸα
- πέπων, ων, ον
- πέρ
- πέρα1, ας (ἡ)
- πέρα2
- περάαν
- περάασκε
- πέραθεν,
- περαία, ας (ἡ)
- περαίνω
- περαῖος, ος, ον
- περαιόω-ῶ
- περαίτερος, α, ον
- περαίτερον
- περαίωσις, εως (ἡ)
- περᾶν
- πέραν
- πέρας, ατος (τό)
- περάσιμος, ος, ον
- πέρασις, εως (ἡ)
- περάτη, ης (ἡ)
- περατός, ή, όν
- περατόω-ῶ
- περάω-ῶ1
- περάω-ῶ2
- περάω-ῶ3
- Περγαμηνός, ή, όν
- Πέργαμον, ου (τό)
- Πέργαμος, ου (ἡ)
- Περγασίδης, ου (ὁ)
- Πέργη, ης (ἡ)
- περδικοθήρας, ου (ὁ)
- πέρδιξ, ικος (ὁ, ἡ)
- πέρδομαι
- πέρηθεν
- πέρην
- περησέμεναι
- περητός, ή, όν
- πέρθαι
- πέρθω
- περί
- πέρι
- περιαγγέλλω
- περιαγείς, εῖσα, έν
- περιαγής, ής, ές
- περιαγνίζω
- περιάγνυμι
- περιάγω
- περιαγωγεύς, έως (ὁ)
- περιαγωγή, ῆς (ἡ)
- περιᾴδω
- περιαιρετός, ή, όν
- περιαιρέω-ῶ
- περιακοντίζω
- περιακτέον
- περίακτος, ος, ον
- περιαλγέω-ῶ
- περιαλγής, ής, ές
- περίαλλος, ος, ον
- περιαμπέχω
- περιαμύνω
- περιανθέω-ῶ
- περιαντλέω-ῶ
- πεπριαπλόω-ῶ
- περίαπτος, ος, ον
- περιάπτω
- περιαρμόζω
- περιαρόω-ῶ
- περιαρτάω-ῶ
- περίᾳσις, εως (ἡ)
- περιασχολέω-ῶ
- περιαύγεια, ας (ἡ)
- περιαυγή, ῆς (ἡ)
- περιαυτολογία, ας (ἡ)
- περιαυχένιος, ος, ον
- περιβάδην
- περιβαίνω
- περιβάλλω
- περίβαρυς, υς, υ
- περιβιάζομαι
- περιβιόω-ῶ
- περιβλαστάνω
- περίβλεπτος, ος, ον
- περιβλέπω
- περίβλεψις, εως (ἡ)
- περιβοάω-ῶ
- περιβόητος, ος, ον
- περιβοήτως
- περιβόλαιον, ου (τό)
- περιβολή, ῆς (ἡ)
- περίβολος, ος, ον
- περιβομβέω-ῶ
- περίβουνος, ος, ον
- περιβραχιόνιος, ος, ον
- περιβρύχιος, α, ον
- περιβρυχάομαι
- περιβύω
- περίγειος, ος, ον
- περιγενητικός, ή, όν
- περιγίγνομαι
- περιγλαγής, ής, ές
- περίγλυκυς, εια, υ
- περιγνάμπτω
- περίγραμμα, ατος (τό)
- περιγραπτέον
- περίγραπτος, ος, ον
- περιγραφή, ῆς (ἡ)
- περιγράφω
- περιδδείσας
- περιδεής, ής, ές
- περιδείδια
- περιδείδω
- περίδειπνον, ου (τό)
- περιδέξιος, ος, ον
- περιδέραιος, ος, ον
- περιδέω-ῶ
- περιδεῶς
- περιδινέω-ῶ
- περιδίνησις, εως (ἡ)
- περίδινος, ου (ὁ)
- περιδίω
- περιδραμεῖν
- περίδραξις, εως (ἡ)
- περιδράσσομαι
- περιδρομή, ῆς (ἡ)
- περίδρομος, ος, ον
- περιδρύπτω
- περιδύω
- περιδώμεθον
- περιέδραμον
- περιειδέναι
- περιεῖδον
- περιειλέω-ῶ
- περιείλησις, εως (ἡ)
- περιείλλω
- περίειμι1
- περίειμι2
- περιείργω
- περιείρω
- περιεκτικός, ή, όν
- περιέλασις, εως (ἡ)
- περιελαύνω
- περιελεῖν
- περιέλευσις, εως (ἡ)
- περιελεύσομαι
- περιελίσσω
- περιέλκω
- περιέπω
- περιεργάζομαι
- περιεργαστέον
- περιεργία, ας (ἡ)
- περίεργος, ος, ον
- περιέργω
- περιέργως
- περιέρπω
- περιέρχομαι
- περιεσθίω
- περιέσπον
- περιέστηκα, περίεστην
- περιέσχατος, η, ον
- περιέταμον
- περίεφθος, ος, ον
- περιέχω
- περιεών, εοῦσα, εόν
- περιζέω
- περίζυγα, ων (τά)
- περίζωμα, ατος (τό)
- περιζώννυμι
- περιηγέομαι-οῦμαι
- περιήγησις, εως (ἡ)
- περιηγητής, οῦ (ὁ)
- περιηγητικός, ή, όν
- περιῄδη
- περιῄειν
- περιήκω
- περιήλυσις, εως (ἡ)
- περιημεκτέω
- περιῆν
- περιήνεικα
- περιηχέω-ῶ
- περιήχησις, εως (ἡ)
- περιθαμβής, ής, ές
- περίθερμος, ος, ον
- περίθεσις, εως (ἡ)
- περίθετος, ος, ον
- περιθέω
- περιθεωρέω-ῶ
- περίθλασις, εως (ἡ)
- περιθλάω-ῶ
- Περιθοίδης, ου
- Περίθοος, ου (ὁ)
- περιθρηνέομαι-οῦμαι
- περιθριγκόω-ῶ
- περίθυμος, ος, ον
- περιθύμως
- περιθυρέω-ῶ
- περιιδεῖν
- περιίδμεναι
- περιίζομαι
- περιιππεύω
- περιίστημι
- περικαθαίρω
- περικαθάπτω
- περικάθαρμα, ατος (τό)
- περικαθέζομαι
- περικάθημαι
- περικαθίζω
- περικαίω
- περικαλίνδησις, εως (ἡ)
- περικαλλής, ής, ές
- περικαλύπτω
- περικάμπτω
- περικάρδιος, ος, ον
- περικάρπιον, ου (τό)
- περικαρφισμός, οῦ (ὁ)
- περικαταλαμβάνω
- περικαταρρέω
- περικαταρρήγνυμι
- περικάτημαι
- περίκαυσις, εως (ἡ)
- περικαῶς
- περίκειμαι
- περικείρω
- περικεράννυμι
- περικεφαλαία, ας (ἡ)
- περικήδομαι
- περίκηλος, ος, ον
- περικλαίω
- περίκλασις, εως (ἡ)
- περικλάω-ῶ
- Περικλέης, έους (ὁ)
- Περίκλειος, ος, ον
- περικλείω
- περικληίω
- Περικλῆς, έους (ὁ)
- περικλῄω
- περικλινής, ής, ές
- περικλύζω
- περίκλυσις, εως (ἡ)
- περίκλυστος, ος, ον
- περικλυτός, ή, όν
- περικνημίς, ῖδος (ἡ)
- περικνίζω
- περικολούω
- περικομίζω
- περίκομμα, ατος (τό)
- περικονδυλοπωροφίλα, ης
- περικοπή, ῆς (ἡ)
- περικοπτέος
- περικόπτω
- περικράνιος, α, ον
- περικρατέω-ῶ
- περικρατής, ής, ές
- περικρεμής, ής, ές
- περίκρημνος, ος, ον
- περικρούω
- περικρύβω
- περικρύπτω
- περικτίονες, ων (οἱ)
- περικτίται, ῶν (οἱ)
- περικυκλέω-ῶ
- περικυκλόω-ῶ
- περικύκλωσις, εως (ἡ)
- περιλαμβάνω
- περιλαμπής, ής, ές
- περιλάμπω
- περίλαμψις, εως (ἡ)
- περιλείπω
- περιλείχω
- περιλέπω
- περιλεσχήνευτος, ος, ον
- περιληπτικός, ή, όν
- περιληπτός, ός, όν
- περιλιμνάζω
- περιλιχμάομαι-ῶμαι
- περίλοιπος, ος, ον
- περιλούω
- περίλυπος, ος, ον
- περιμαιμάω
- περιμάκτρια, ας (ἡ)
- περιμανής, ής. ές
- περιμανῶς
- περιμάσσω
- περιμάχητος, ος, ον
- περιμάχομαι
- περιμελαίνομαι
- περιμένω
- περιμετρέω-ῶ
- περίμετρος, ος, ον
- περιμήκετος, ος, ον
- περιμήκης, ης, ες
- περιμηχανάομαι-ῶμαι
- περιμυκάομαι-ῶμαι
- περιναιετάω-ῶ
- περιναιέτης, ου
- περιναίω
- περινέμομαι
- περινέω1
- περινέω2
- περίνεως, ω (ὁ)
- περινήχομαι
- περινίσσομαι
- περινοέω-ῶ
- περινόησις, εως (ἡ)
- περίνοια, ας (ἡ)
- περινοστέω-ῶ
- πέριξ
- περιξεστός, ή, όν
- περιξυράω-ῶ
- περιξυρέω
- περιοδεύω
- περιοδικός, ή, όν
- περιοδικῶς
- περίοδος, ου (ἡ)
- περίοιδα
- περιοικέω-ῶ
- περιοικίς, ίδος
- περιοικοδομέω-ῶ
- περίοικος, ος, ον
- περιοίσω
- περιολισθάνω
- περιολίσθησις, εως (ἡ)
- περιοπτέος, α, ον
- περίοπτος, ος, ον
- περιόπτως
- περιοράω-ῶ
- περιοργής, ής, ές
- περιοργῶς
- περίορθρον, ου (τό)
- περιορίζω
- περιορισμός, οῦ (ὁ)
- περιορμέω-ῶ
- περιορμίζω
- περιορύσσω
- περιορχέομαι-οῦμαι
- περιουσία, ας (ἡ)
- περιουσιάζω
- περιούσιος, ος, ον
- περιοχή, ῆς (ἡ)
- περιπαθέω-ῶ
- περιπαθής, ής, ές
- περιπαθῶς
- περιπατέω-ῶ
- περιπατητικός, ή, όν
- περίπατος, ου (ὁ)
- περιπείρω
- περιπέλομαι
- περίπεμπτος, ος, ον
- περιπέμπω
- περιπέσσω
- περιπετάννυμι
- περιπέτεια, ας (ἡ)
- περιπετής, ής, ές
- περιπέτομαι
- περιπέττω
- περιπευκής, ής, ές
- περιπήγνυμι
- περιπηδάω-ῶ
- περιπίμπλημι
- περιπίμπρημι
- περιπίπτω
- περιπίτνω
- περιπλανάομαι-ῶμαι
- περιπλανής, ής, ές
- περιπλάνησις, εως (ἡ)
- περιπλάσσω
- περιπλέκω
- περίπλεος, ος, ον
- περιπλέω
- περίπλεως, ως, ων
- περιπληθής, ής, ές
- περιπλοκή, ῆς (ἡ)
- περιπλόμενος, η, ον
- περίπλοος, ος, ον
- περιπλύνω
- περιπλώω
- περιπνευμονία, ας (ἡ)
- περιπνευμονικός, ή, όν
- περιπόθητος, ος, ον
- περιποιέω-ῶ
- περιποίησις, εως (ἡ)
- περιπολάζω
- περιπόλαρχος, ου (ὁ)
- περιπολέω-ῶ
- περιπόλιος, ος, ον
- περίπολος, ου (ἡ, ὁ)
- περιπορεύομαι
- περιπόρφυρος, ος, ον
- περιποτάομαι-ῶμαι
- περιπρό
- περιπροχέομαι
- περιπταίω
- περίπτυξις, εως (ἡ)
- περιπτύσσω
- περιπτυχής, ής, ές
- περίπτωσις, εως (ἡ)
- περιπτωτικός, η, ον
- περιρραίνω
- περιρραντήριον, ου (τό)
- περιρραντίζω
- περιρραπίζω
- περιρρέω
- περιρρήγνυμι
- περιρρηγνύω
- περιρρηδής, ής, ές
- περιρροή, ῆς (ἡ)
- περίρροια, ας (ἡ)
- περιρρομβέω-ῶ
- περίρροος, ος, ον
- περίρρυτος, ος, ον
- περισαλπίζω
- περισβέννυμι
- περισείομαι
- περίσεπτος, ος, ον
- περισθενέω
- περισκελής, ής, ές
- περισκελίς, ίδος (ἡ)
- περισκέπτομαι
- περίσκεπτος, ος, ον
- περισκιάζομαι
- περισκιασμός, οῦ (ὁ)
- περισκιρτάω-ῶ
- περισκοπέω-ῶ
- περισκυλακισμός, οῦ (ὁ)
- περισμαραγέω-ῶ
- περισοβέω-ῶ
- περισπασμός, οῦ (ὁ)
- περισπάω-ῶ
- περισπεῖν
- περισπειράω-ῶ
- περισπερχέω
- περισπερχής, ής, ές
- περισπέρχω
- περισπούδαστος, ος, ον
- περισσαίνω
- περισσάκις
- περισσεία, ας (ἡ)
- περισσείοντο
- περίσσευμα, ατος (τό)
- περισσεύω
- περισσολογία, ας (ἡ)
- περισσός, ή, όν
- περισσοτέρως
- περισσότης, ητος (ἡ)
- περισσόφρων, ων, ον
- περίσσωμα, ατος (τό)
- περισσῶς
- περισταδόν
- περιστάθη
- περισταῖεν
- περίστασις, εως (ἡ)
- περιστατικός, ή, όν
- περίστατος, ος, ον
- περισταυρόω-ῶ
- περιστείχω
- περιστείωσι
- περιστέλλω
- περιστενάζομαι
- περιστεναχίζομαι
- περιστένομαι
- περιστένω
- περιστερά, ᾶς (ἡ)
- περιστερός, οῦ (ὁ)
- περιστερών, ῶνος (ὁ)
- περιστεφανόω-ῶ
- περιστεφής, ής, ές
- περιστέφω
- περιστήωσι
- περιστίζω
- περιστίλβω
- περιστίξαι
- περιστιχίζω
- περιστίχω
- περιστοιχίζω
- περιστολή, ῆς (ἡ)
- περιστόμιος, α, ον
- περιστρατοπεδεύω
- περιστρέφω
- περιστροφή, ῆς (ἡ)
- περιστρωφάω-ῶ
- περίστυλος, ος, ον
- περιστύφω
- περισυλάω-ῶ
- περισύρω
- περισφαλής, ής, ές
- περισφύριος, ος, ον
- περίσχεο
- περισχίζω
- περισχισμός, οῦ (ὁ)
- περισχοινίζω
- περισχοίνισμα, ατος (τό)
- περισῴζω
- περισωρεύω
- περιτάμνω
- περίτασις, εως (ἡ)
- περιταφρεύω
- περιτείνω
- περιτειχίζω
- περιτείχισις, εως (ἡ)
- περιτείχισμα, ατος (τό)
- περιτειχισμός, οῦ (ὁ)
- περιτέλλω
- περιτέμνω
- περιτέχνησις, εως (ἡ)
- περίτηγμα, ατος (τό)
- περιτήκω
- περιτίθημι
- περιτίλλω
- περίτμημα, ατος (τό)
- περιτομή, ῆς (ἡ)
- περίτρανος, ος, ον
- περιτραχήλιον, ου (τό)
- περιτρέμω
- περιτρέπω
- περιτρέφω
- περιτρέχω
- περιτρέω-ῶ
- περιτρίβω
- περίτριμμα, ατος (τό)
- περιτρομέω-ῶ
- περιτροπέω-ῶ
- περιτροπή, ῆς (ἡ)
- περίτροπος, ος, ον
- περιτρόχαλος, ος, ον
- περίτροχος, ος, ον
- περιτρώγω
- περιττάκις
- περιτυγχάνω
- περιτυμπανίζομαι
- περιυβρίζω
- περιφαγεῖν
- περιφαίνω
- περιφάνεια, ας (ἡ)
- περιφανής, ής, ές
- περίφαντος, ος, ον
- περιφανῶς
- περιφέγγεια, ας (ἡ)
- περιφεγγής, ής, ές
- περιφερής, ής, ές
- περιφέρω
- περιφεύγω
- περιφθείρομαι
- περιφλεγής, ής, ές
- περιφλέγω
- περιφλεγῶς
- περιφλεύω
- περίφοβος, ος, ον
- περιφοβῶς
- περιφοίτησις, εως (ἡ)
- περιφορά, ᾶς (ἡ)
- περιφορέω-ῶ
- περιφόρητος, ος, ον
- περίφορος, ου (ἡ)
- περιφραδέως
- περιφραδής, ής, ές
- περιφράζω
- περίφρακτος, ος, ον
- περίφρασις, εως (ἡ)
- περιφράσσω
- περιφρονέω-ῶ
- περιπρόνησις, εως (ἡ)
- περιφρουρέω-ῶ
- περίφρων, ων, ον
- περιφυγή, ῆς (ἡ)
- περιφύω
- περιφωνέω-ῶ
- περίφωρος, ος, ον
- περιφωτίζω
- περιχαίνω
- περιχαρακόω-ῶ
- περιχαρής, ής, ές
- περιχέω
- περιχορεύω
- περίχριστος, ος, ον
- περιχρίω
- περίχρυσος, ος, ον
- περιχώομαι
- περιχωρέω-ῶ
- περίχωρος, ος, ον
- περιψάω-ῶ
- περίψημα, ατος (τό)
- περιψήχω
- περιψιλόω-ῶ
- περιψοφέω-ῶ
- περιψόφησις, εως (ἡ)
- περίψυκτος, ος, ον
- περίψυξις, εως (ἡ)
- περιωδευμένως
- περιῳδέω-ῶ
- περιωδυνία, ας (ἡ)
- περιώδυνος, ος, ον
- περιωθέω-ῶ
- περιών, οῦσα, όν
- περιωπή, ῆς (ἡ)
- περιῶπται
- περιώσιος, ος, ον
- περκάζω
- περκνός, ή, όν
- πέρκος, η, ον
- Περκώσιος, ου
- Περκώτη, ης (ἡ)
- πέρνας
- πέρνημι
- περονάω-ῶ
- περόνη, ης (ἡ)
- περονίς, ίδος (ἡ)
- περόωσι
- περπερεύομαι
- πέρπερος, ος, ον
- Πέρσαι, ῶν (οἱ)
- Περσᾶν
- περσέα, ας (ἡ)
- Περσείδης, ου (ὁ)
- περσέπολις, εως
- περσέπτολις, εως
- Περσεύς, έως (ὁ)
- Περσέφασσα, ης (ἡ)
- Περσεφόνεια, ας (ἡ)
- Περσεφόνη, ης (ἡ)
- Περσηϊάδης (ὁ)
- Πέρσης1, ου (ὁ)
- Πέρσης2, ου
- περσίζω
- Περσικός1, ή, όν
- Περσικός2, ή, όν
- Περσικῶς
- πέρσις, εως (ἡ)
- Περσίς, ίδος
- Περσιστί
- Περσοκτόνος, ος, ον
- περσονομέομαι-οῦμαι
- Περσονόμος, ος, ον
- πέρσω
- πέρυσι(ν)
- περυσινός, ή, όν
- Περφερέες, έων (οἱ)
- περῶ1, εῖς, εῖ
- περῶ2, ᾷς, ᾷ
- περῶν1, ῶσα, ῶν
- περῶν2
- πέσε
- πέσημα, ατος (τό)
- πέσῃσι
- πεσσευτικός ή, όν
- πεσσεύω
- πεσσός, οῦ (ὁ)
- πέσσω
- πέσω, ῃς, ῃ
- πέταλον, ου (τό)
- πετάννυμι
- πετάσαι
- πετασθείς, εῖσα, έν
- πέτασμα, ατος (τό)
- πετευρισμός, οῦ (ὁ)
- πέτευρον, ου (τό)
- πετεηνός, ή, όν
- πετεινός, ή, όν
- Πετηλία, ας (ἡ)
- πετηλίας καρκίνος (ὁ)
- Πετηλῖνος, η, ον
- πέτηλον, ου (τό)
- πετηνός, ή, όν
- πέτομαι
- πέτρα, ας (ἡ)
- πετραῖος, α, ον
- πέτρη
- πετρηδόν
- πετρήεις, ήεσσα, ῆεν
- πετρηρεφής, ής, ές
- πετρήρης, ης, ες
- πέτρινος, ος, ον
- πετροβολία, ας (ἡ)
- πετροβόλος, ος, ον
- πέτρος, ου (ὁ)
- πετρόω-ῶ
- πετρώδης, ης, ες
- πεττευτικός, ή, όν
- πευθήν, ῆνος (ὁ)
- πεύθομαι
- πευθώ, όος-οῦς (ἡ)
- πευκάεις, άεσσα, ᾶεν
- πευκάλιμος, η, ον
- πευκεδανός, ή, όν
- πεύκη, ης (ἡ)
- πευκήεις, ήεσσα, ῆεν,
- πεύκινος, η, ον
- πεῦσις, εως (ἡ)
- πεύσομαι
- πευστήριος, α, ον
- πέφανται
- πέφασμαι
- πεφασμένος, η, ον
- πεφασμένως
- πεφεισμένως
- πέφηνα
- πεφήσομαι
- πεφιδήσομαι
- πεφνεῖν
- πεφοβήατο
- πεφοβημένως
- πέφραδε
- πέφρικα
- πεφροντισμένως
- πεφύασι
- πέφυγμαι
- πέφυκα
- πεφυκότως
- πεφυλαγμένως
- πεφυῶτας
- πέψις, εως (ἡ)
- πῇ
- πῄ
- πηγαῖος, α, ον
- πήγανον, ου (τό)
- Πήγασος, ου (ὁ)
- πηγεσίμαλλος, ος, ον
- πηγή, ῆς (ἡ)
- πῆγμα, ατος (τό)
- πήγνυμι
- πηγνύω
- πηγός, ή, όν
- πηγυλίς, ίδος
- πηδάλιον, ου (τό)
- πηδάω-ῶ
- πήδημα, ατος (τό)
- πήδησις, εως (ἡ)
- πηδητικός, ή, όν
- πηδόν, οῦ (τό)
- πηκτίς, ίδος (ἡ)
- πηκτός, ή, όν
- πῆλαι
- Πηλεΐδης, ου
- Πήλειος, α, ον
- Πηλείων, ωνος
- Πηλεϊωνάδε
- Πηλεύς, έως (ὁ)
- Πηληϊάδης, ου
- πήληξ, ηκος (ἡ)
- Πηλιάς, άδος
- πηλίκος, η, ον
- πήλινος, η, ον
- Πήλιον, ου (τό)
- Πηλιῶτις, ιδος
- πηλοπλάθος, ου (ὁ)
- πηλός, οῦ (ὁ)
- πηλουργός, οῦ (ὁ)
- Πηλούσιον, ου (τό)
- Πηλούσιος, α, ον
- Πηλουσιώτης, ου
- πηλόω-ῶ
- πηλώδης, ης, ες
- πήλωσις, εως (ἡ)
- πῆμα, ατος (τό)
- πημαίνω
- πημονή, ῆς (ἡ) 1 = πῆμα
- πημοσύνη, ης (ἡ)
- Πηνειός, οῦ (ὁ)
- Πηνελόπεια, ας (ἡ)
- πήνη, ης (ἡ)
- πηνίκα
- πηνίον, ου (τό)
- πήνισμα, ατος (τό)
- πηνῖτις, ιδος (ἡ)
- πήξασθαι
- πηός, οῦ (ὁ)
- πήρα, ας (ἡ)
- πήρη, ης (ἡ)
- πηρός, ά, όν
- πηρόω-ῶ
- πήρωσις, εως (ἡ)
- πηχυαῖος, α, ον
- πῆχυς, εως (ὁ)
- πιάζω
- πιαίνω
- πῖαρ (τό)
- πίασμα, ατος (τό)
- πιασμός, οῦ (ὁ)
- πιδακώδης, ης, ες
- πῖδαξ, ακος (ἡ)
- πιδήεις, ήεσσα, ῆεν
- πιδύω
- πίε
- πιεζέω-ῶ
- πιέζω
- πιεῖν
- πίειρα, ας
- πιέμεν
- Πίερες, ων (οἱ)
- Πιερία, ας (ἡ)
- Πιερικός, ή, όν
- Πιερίς, ίδος
- πιθάκνη, ης (ἡ)
- πίθακος
- πιθανολογέω-ῶ
- πιθανολογία, ας (ἡ)
- πιθανολόγος, ος, ον
- πιθανός, ή, όν
- πιθανότης, ητος (ἡ)
- πιθανόω-ῶ
- πιθανῶς
- πιθηκιδεύς, έως (ὁ)
- πιθηκισμός, οῦ (ὁ)
- πίθηκος, ου (ὁ, ἡ)
- πιθηκοφαγέω-ῶ
- πιθηκοφόρος, ος, ον
- πιθηκώδης, ης, ες
- πῖθι
- πιθίσκος, ου (ὁ)
- πιθοιγία, ας (ἡ)
- πίθος, ου (ὁ)
- πιθοῦ
- πίθων, ωνος (ὁ)
- Πικηνίς, ίδος (ἡ)
- Πικηνοί, ῶν (οἱ)
- πικραίνω
- πικρία, ας (ἡ)
- πικρόγαμος, ος, ον
- πικρόγλωσσος, ος, ον
- πικρόκαρπος, ος, ον
- πικρός, ά, όν
- πικρότης, ητος (ἡ)
- πικρῶς
- Πιλᾶτος, ου (ὁ)
- πιλέω-ῶ
- πιλητός, ή, όν
- πιλίδιον, ου (τό)
- πιλίον, ου (τό)
- πίλναμαι
- πῖλος, ου (ὁ, ἡ)
- πιλοφορικός, ή, όν
- πιλόω-ῶ
- πιλωτός, ή, όν
- πιμελή, ῆς (ἡ)
- πιμελής, ής, ές
- πιμπλάνω
- πιμπλάω-ῶ
- πιμπλέω
- πίμπλη
- πίμπλημι
- πίμπρημι
- πινακίδιον, ου (τό)
- πινάκιον, ου (τό)
- πινακίς, ίδος (ἡ)
- πινακίσκος, ου (ὁ)
- πινάκωσις, εως (ἡ)
- πίναξ, ακος (ὁ)
- πιναρός, ά, όν
- πινάω-ῶ
- πίνη, ης (ἡ)
- πιννοτήρης, ου (ὁ)
- πίνος, ου (ὁ)
- πινόομαι-οῦμαι
- πινύσκω
- πινύσσω
- πινυτή, ῆς (ἡ)
- πινυτός, ή, όν
- πίνω
- πίομαι
- πῖον
- πιόομαι-οῦμαι
- πῖος, α, ον
- πιότης, ητος (ἡ)
- πιπίσκω
- πίπλημι
- πιπράσκω
- πιπρήσκω
- πίπτω
- πίρωμις (ὁ)
- Πῖσα, ης (ἡ)
- Πισαῖος, α, ον
- Πισᾶτις, ιδος
- Πισίδαι, ῶν (οἱ)
- Πισιδία, ας (ἡ)
- πῖσος, εος (τό)
- πίσσα, ης (ἡ)
- πισσήρης, ης, ες
- πίσσινος, η, ον
- πισσοτρόφος, ος, ον
- πισσόω-ῶ
- πίστευμα, ατος (τό)
- πιστευτικός, ή, όν
- πιστεύω
- πιστικός1, ή, όν
- πιστικός2, ή, όν
- πίστις, εως (ἡ)
- πιστός1, ή, όν
- πιστός2, ή, όν
- πιστότης, ητος (ἡ)
- πιστόω-ῶ
- πίστωμα, ατος (τό)
- πιστῶς
- πιστωτέος, α, ον
- πίσυνος, ος, ον
- πίσυρες
- πίσω
- Πιτανάτης, ου
- Πιτάνη, ης (ἡ)
- Πιτθεύς1, έως (ὁ)
- Πιτθεύς2, έως
- πιτνάω-ῶ
- πίτνημι
- πίτνω
- πίττα, ης (ἡ)
- πιττωτής, οῦ (ὁ)
- πιτύϊνος, η, ον
- πίτυλος, ου (ὁ)
- Πιτυόεις-οῦς, όεντος-οῦντ
- Πιτυοεσσηνοί, ῶν (οἱ)
- πιτυοκάμπτης, ου
- πίτυρον, ου (τό)
- πίτυς, υος (ἡ)
- πίτυσσιν
- πιτυώδης, ης, ες
- πιφαύσκω
- πίῶ, ῇς, ῇ
- πιών, οῦσα, όν
- πίων, πίων, πίον
- πλαγά
- πλαγιάζω
- πλάγιος, α, ον
- πλαγίως
- πλαγκτός, ή, όν
- πλαγκτοσύνη, ης (ἡ)
- πλάγξω
- πλάζω
- πλάθω
- πλαίσιον, ου (τό)
- πλακείς, εῖσα, έν
- πλακόεις, όεσσα, όεν
- πλακοῦς
- πλᾶκτρον
- πλανάτας
- πλανάω-ῶ
- πλανέονται
- πλάνη, ης (ἡ)
- πλάνημα, ατος (τό)
- πλάνης, ητος
- πλάνησις, εως (ἡ)
- πλανητέον
- πλανήτης, ου
- Πλανητιάδης, ου (ὁ)
- πλανητός, ή, όν
- πλάνος, ος, ον
- πλανοστιβής, ής, ές
- πλάξ, ακός (ἡ)
- πλάσαι
- πλάσις, εως (ἡ)
- πλάσμα, ατος (τό)
- πλασματίας, ου (ὁ)
- πλασματώδης, ης, ες
- πλάσσω
- πλάστης, ου (ὁ)
- πλάστιγξ1, ιγγος (ἡ)
- πλάστιγξ2, ιγγος (ἡ)
- πλαστικός, ή, όν
- πλάστις, ιδος (ἡ)
- πλαστός, ή, όν
- πλάτα
- πλαταγή, ῆς (ἡ)
- Πλάταια, ας (ἡ)
- Πλαταιᾶσι(ν)
- Πλαταιεύς, έως (ὁ)
- Πλαταιϊκός, ή, όν
- Πλαταιΐς, ΐδος
- πλαταμών, ῶνος (ὁ)
- πλατάνιστος, ου (ἡ)
- πλάτανος, ου (ἡ)
- πλατανώδης, ης, ες
- πλατέα
- πλατεῖα
- πλάτη, ης (ἡ)
- πλατός, ή, όν
- πλάτος, εος-ους (τό)
- πλάττω
- πλατυμέτωπος, ος, ον
- πλατύνω
- πλατυπρόσωπος, ος, ον
- πλατύρροος-ους, οος-ους, οο
- πλατύς, εῖα, ύ
- πλατύσημος, ου
- πλατύτης, ητος (ἡ)
- πλατυώνυχος, ος, ον
- Πλάτων, ωνος (ὁ)
- Πλατωνικός, ή, όν
- πλέα
- πλέας
- πλέγμα, ατος (τό)
- πλέες
- πλεθριαῖος, α, ον
- πλέθριον, ου (τό)
- πλέθρον, ου (τό)
- Πλειάς, άδος (ἡ)
- πλεῖν1
- πλεῖν2
- πλεῖον
- πλεῖος, η, ον
- πλειότερος, η, ον
- πλείους
- πλεῖστα
- πλειστάκις
- πλειστήρης, ης, ες
- πλειστηρίζομαι
- πλεῖστος, η, ον
- πλείω1
- πλείω2
- πλείων, ων, ον
- πλεκτανάω-ῶ
- πλεκτάνη, ης (ἡ)
- πλεκτή, ῆς (ἡ)
- πλεκτός, ή, όν
- πλέκω
- πλέον1
- πλέον2, ονος
- πλεονάζω
- πλεονάκις
- πλεονασμός, οῦ (ὁ)
- πλεονεκτέω-ῶ
- πλεονέκτημα, ατος (τό)
- πλεονέκτης, ου
- πλεονεκτικός, ή, όν
- πλεονεκτικῶς
- πλεονεκτίστατος
- πλεονεξία, ας (ἡ)
- πλεόνεσσι
- πλεόνως
- πλέος, α, ον
- πλεύμων
- πλεῦν
- πλεύνως
- πλευρά, ᾶς (ἡ)
- πλευρή, ῆς (ἡ)
- πλευρόθεν
- πλευροκοπέω-ῶ
- πλευρόν, οῦ (τό)
- πλεύρωμα, ατος (τό)
- πλεύσομαι, πλευσοῦμαι
- πλευστέον
- πλέω1
- πλέω2
- πλέω3
- πλέῳ
- πλέων1, ων, ον
- πλέων2, πλέουσα, πλέον
- πλέως, α, ον
- πληγή, ῆς (ἡ)
- πληγῆναι
- πλῆγμα, ατος (τό)
- πλῆθος, εος-ους (τό)
- πληθύνω
- πληθύς, ύος (ἡ)
- πληθύω
- πλήθω
- πληθώρη, ης (ἡ)
- Πληιάς, άδος (ἡ)
- πλήκτης, ου
- πληκτίζω
- πληκτικός, ή, όν
- πλῆκτρον, ου (τό)
- πλήμη, ης (ἡ)
- πλημμέλεια, ας (ἡ)
- πλημμελέω-ῶ
- πλημμέλημα, ατος (τό)
- πλημμελής, ής, ές
- πλημμελῶς
- πλήμυρα, ας (ἡ)
- πλημυρέω-ῶ
- πλημυρίς, ίδος (ἡ)
- πλήν
- πλῆντο
- πλῆξαι
- πλήξιππος, ος, ον
- πλῆξις, εως (ἡ)
- πλήρης, ης, ες
- πληροφορέω-ῶ
- πληροφορία, ας (ἡ)
- πληρόω-ῶ
- πλήρωμα, ατος (τό)
- πλήρωσις, εως (ἡ)
- πλῆσαι
- πλησθείς, εῖσα, έν
- πλησιάζω
- πλησιαίτατος, η, ον
- πλησίασις, εως (ἡ)
- πλησιασμός, οῦ (ὁ)
- πλησίον
- πλησίος, α, ον
- πλησιόχωρος, ος, ον
- πλησίστιος, ος, ον
- πλήσμιος, α, ον
- πλησμονή, ῆς (ἡ)
- πλήσσω
- πλῆτο
- πλήττω
- πλινθεύω
- πλινθηδόν
- πλίνθινος, η, ον
- πλινθίον, ου (τό)
- πλινθίς, ίδος (ἡ)
- πλίνθος, ου (ἡ)
- πλινθουργέω-ῶ
- πλινθουργός, οῦ (ὁ)
- πλινθυφής, ής, ές
- πλίσσομαι
- πλοιάριον, ου (τό)
- πλόϊμος, ος, ον
- πλοῖον, ου (τό)
- πλόκαμος, ου (ὁ)
- πλόκανον, ου (τό)
- πλοκή, ῆς (ἡ)
- πλόκιον, ου (τό)
- πλόκος, ου (ὁ)
- πλόμενος
- πλόος, ου (ὁ)
- πλουδοκέω-ῶ
- πλουθυγίεια, ας (ἡ)
- Πνυκός
- πλουσιακός, ή, όν
- πλούσιος, α, ον
- πλουσίως
- Πλούταρχος, ου (ὁ)
- Πλουτεύς, έως (ὁ)
- πλουτέω-ῶ
- πλουτηρός, ά, όν
- πλουτέον
- πλουτίζω
- πλουτίνδην
- Πλουτίς, ίδος (ἡ)
- πλουτογαθής, ής, ές
- πλουτοδότης, ου
- πλουτοκρατία, ας (ἡ)
- πλουτοποιός, ός, όν
- πλοῦτος, ου (ὁ)
- πλουτοφόρος, ος, ον
- πλουτόχθων, ονος
- Πλούτων, ωνος (ὁ)
- Πλουτώνιον, ου (τό)
- Πλουτωνίς, ίδος (ἡ)
- πλοχμός, οῦ (ὁ)
- πλύνα
- πλύνεσκον
- πλυνέω
- πλυνός, οῦ (ὁ)
- Πλυντήρια, ων (τά)
- πλύνω
- πλύσις, εως (ἡ)
- πλωάς, άδος
- πλωϊάς, άδος
- πλώϊζω
- πλώϊμος, ος, ον
- πλώσιμος, ος, ον
- πλωτήρ, ῆρος (ὁ)
- πλωτικός, ή, όν
- πλωτός, ή, όν
- πλώω
- πνείω
- πνεῦμα, ατος (τό)
- πνευματικός, ή, όν
- πνευμάτιον, ου (τό)
- πνευματόω-ῶ
- πνευματώδης, ης, ες
- πνευμάτωσις, εως (ἡ)
- πνευμονία, ας (ἡ)
- πνεύμων, ονος (ὁ)
- πνευστιάω-ῶ
- πνέω
- πνιγηρός, ά, όν
- πνῖγμα, ατος (τό)
- πνιγμός, οῦ (ὁ)
- πνῖγος, εος-ους (τό)
- πνίγω
- πνιγώδης, ης, ες
- πνικτός, ή, όν
- πνοή, ῆς (ἡ)
- πνοιή, ῆς (ἡ)
- Πνύξ, Πυκνός (ἡ)
- πόα, ας (ἡ)
- ποδαβρός, ός, όν
- ποδαγός, ός, όν
- ποδάγρα, ας (ἡ)
- ποδαγράω-ῶ
- ποδαγρικός, ή, όν
- ποδαγρός, ός, όν
- ποδανιπτήρ, ῆρος (ὁ)
- ποδάνιπτρον, ου (τό)
- ποδαπός, ή, όν
- ποδένδυτος, ος, ον
- πόδεσσι
- ποδεών, ῶνος (ὁ)
- ποδηγός, ός, όν
- ποδηνεκής, ής, ές
- ποδήνεμος, ος, ον
- ποδήρης, ης, ες
- ποδί
- ποδιαῖος, α, ον
- ποδίζω
- ποδιστήρ, ῆρος
- ποδῖιν
- ποδοκάκη, ης (ἡ)
- ποδοκτύπη, ης (ἡ)
- ποδονιπτήρ, ῆρος (ὁ)
- ποδοστράβη, ης (ἡ)
- ποδόψηστρον, ου (τό)
- ποδοψοφία, ας (ἡ)
- ποδώκεια, ας (ἡ)
- ποδώκης, ης, ες
- ποδωκία, ας (ἡ)
- ποθεινός, ή, όν
- ποθεινῶς
- ποθείς, εῖσα, έν
- πόθεν
- ποθέν1
- ποθέν2
- ποθέω-ῶ
- ποθή, ῆς (ἡ)
- ποθήμεναι
- ποθητός, ή, όν
- πόθι
- ποθί
- πόθος, ου (ὁ)
- ποῖ
- ποί
- ποῖα
- ποία1
- ποία2
- ποιάεις
- Ποιάντιος, α, ον
- Ποίας, αντος (ὁ)
- ποιέω-ῶ
- ποίη1, ης (ἡ)
- ποίη2
- ποιήεις, ήεσσα, ῆεν
- ποίημα, ατος (τό)
- ποιηματικός, ή, όν
- ποιημάτιον, ου (τό)
- ποίησις, εως (ἡ)
- ποιητέος, α, ον
- ποιητής, οῦ (ὁ)
- ποιητικός, ή, όν
- ποιητικῶς
- ποιητός, ή, όν
- ποιήτρια, ας (ἡ)
- ποιηφαγέω-ῶ
- ποικιλείμων, ονος
- Ποικίλη
- ποικιλία, ας (ἡ)
- ποικίλλω
- ποίκιλμα, ατος (τό)
- ποικιλμός, οῦ (ὁ)
- ποικιλοδέρμων, ων, ον
- ποικιλόθριξ, τριχος
- ποικιλόθροος, ος, ον
- ποικιλομήτης, ου
- ποικιλόμορφος, ος, ον
- ποικιλόνωτος, ος, ον
- ποικίλος, η, ον
- ποικιλόστολος, ος, ον
- ποικιλόφρων, ων, ον
- ποικιλτής, οῦ (ὁ)
- ποικιλῳδός, ός, όν
- ποικίλως
- ποιμαίνω
- ποιμανόριον, ου (τό)
- ποιμάνωρ, ορος (ὁ)
- ποιμενικός, ή, όν
- ποιμήν, ένος (ὁ)
- ποίμνη, ης (ἡ)
- ποιμνήϊος, η, ον
- ποίμνιον, ου (τό)
- ποιμνίτης, ου
- ποινάτωρ, ορος (ὁ)
- ποινάω-ῶ
- ποινή, ῆς (ἡ)
- ποίνιμος, ος, ον
- Ποινοί, ῶν (οἱ)
- ποινοποιός, ός, όν
- ποιόνομος, ος, ον
- ποιονόμος, ος, ον
- ποῖος, α, ον
- ποιός, ά, όν
- ποιότης, ητος (ἡ)
- ποιούντων
- ποιπνύω
- ποίφυγμα, ατος (τό)
- ποιφύσσω
- ποιώδης, ης, ες
- πόκος, ου (ὁ)
- πόλεε
- πολέες
- πολεμάρχειος, ος, ον
- πολεμαρχέω-ῶ
- πολέμαρχος, ου (ὁ)
- πολεμέω-ῶ
- πολεμήϊος, η, ον
- πολεμησείω
- πολεμητέον
- πολεμία, ας (ἡ)
- πολεμίζω
- πολεμικός, ή, όν
- πολεμικῶς
- πολέμιος, α, ον
- πολεμιστήριος, α, ον
- πολεμιστής, οῦ
- πολεμίως
- πολεμόκραντος, ος, ον
- πόλεμόνδε
- πολεμοποιέω-ῶ
- πολεμοποιός, ός, όν
- πόλεμος, ου (ὁ)
- πολεμόω-ῶ
- πολεμοφθόρος, ος, ον
- πολέος
- πολεύω
- πολέω-ῶ
- πόλεων
- πολέων
- πολιαίνομαι
- Πολιάς, άδος
- πολιάς, άδος
- πολίδιον, ου (τό)
- πολίζω
- πολιήτης, ου (ὁ)
- πολιῆτις, ιδος (ἡ)
- πόλινδε
- πολιοκρόταφος, ος, ον
- πολιορκέω-ῶ
- πολιορκητέος, α, ον
- πολιορκητής, οῦ
- πολιορκία, ας (ἡ)
- πολιός, ά, όν
- πολιοῦχος, α, ον
- πόλις, εως (ἡ)
- πόλισμα, ατος (τό)
- πολίσσαμεν
- πολισσονόμος, ος, ον
- πολισσόος, ος, ον
- πολισσοῦχος, ος, ον
- πολιτάρχης, ου (ὁ)
- πολιτεία, ας (ἡ)
- πολίτευμα, ατος (τό)
- πολιτεύω
- πολιτηΐη, ης (ἡ)
- πολίτης, ου
- πολιτικός, ή, όν
- πολιτικῶς
- πολῖτις, ιδος (ἡ)
- πολίχνη, ης (ἡ)
- πολίχνιον, ου (τό)
- πολιώδης, ης, ες
- πολίωσις, εως (ἡ)
- πολλά
- πολλάκις
- πολλάκι
- πολλαπλασιάζω
- πολλαπλασιασμός, οῦ (ὁ)
- πολλαπλάσιος, α, ον
- πολλαπλασιόω-ῶ
- πολλαπλασίων, ων, ον
- πολλαπλασίωσις, εως (ἡ)
- πολλαπλήσιος, ος, ον
- πολλαπλόος, η, ον
- πολλαχῇ
- πολλαχόθεν
- πολλαχόθι
- πολλαχόσε
- πολλαχοῦ
- πολλαχῶς
- πολλός, ή, όν
- πολλοστημόριος, ος, ον
- πολλοστός, ή, όν
- πολλοστῶς
- πολλοῦ
- πόλος, ου (ὁ)
- πόλτος, ου (ὁ)
- πολύ
- πολύαθλος, ος, ον
- πολυαίματος, ος, ον
- Πολυαιμονίδης, ου (ὁ)
- πολυαίμων, ων, ον
- πολύαινος, η, ον
- πολυάϊξ, ϊκος
- πολυανδρέω-ῶ
- πολυάνδριον, ου (τό)
- πολύανδρος, ος, ον
- πολυανθέα
- πολυανθής, ής, ές
- πολυανθρωπία, ας (ἡ)
- πολυάνθρωπος, ος, ον
- πολυάνωρ, ορος
- πολυάρατος, ος, ον
- πολυάργυρος, ος, ον
- πολυάρητος
- πολυαρκής, ής, ές
- πολυάρματος, ος, ον
- πολύαρνι
- πολυαρχία, ας (ἡ)
- πολυάσχολος, ος, ον
- πολυάχητος, ος, ον
- πολυβαφής, ής, ές
- πολυβενθής, ής, ές
- πολυβλαβής, ής, ές
- πουλυβότειρα, ας
- πολύβοτος, ος, ον
- πολύβουλος, ος, ον
- πολυβούτης, ου
- πολύγελως, ωτος
- πολυγηθής, ής, ές
- πολύγλωσσος, ος, ον
- πολύγομφος, ος, ον
- πολυγονέω-ῶ
- πολύγονος, ος, ον
- πολυγράμματος, ος, ον
- πολυγύμναστος, ος, ον
- πολύγωνος, ος, ον
- πολυδαίδαλος, ος, ον
- πολυδάκρυος, ος, ον
- πολύδακρυς, υος
- πολυδάκρυτος, ος, ον
- πολυδάπανος, ος, ον
- πολυδειράς, άδος
- πολυδένδρεος, ος, ον
- πολύδεσμος, ος, ον
- Πολυδεύκης, εος-ους (ὁ)
- Πολυδεύκιον, ου (τό)
- πολυδίψιος, ος, ον
- πολύδονος, ος, ον
- πολύδρομος, ος, ον
- πολυδωρία, ας (ἡ)
- πολύδωρος, ος, ον
- πολύεδρος, ος, ον
- πολυειδής, ής, ές
- πολυεπαίνετος, ος, ον
- πολυεπής, ής, ές
- πολυέραστος, ος, ον
- πολύευκτος, ος, ον
- Πολυζήλειος αὐλή (ἡ)
- πολύζηλος, ος, ον
- πολυζήλωτος, ος, ον
- πολύζυγος, ος, ον
- πολυηγερής, ής, ές
- πολυήμερος, ος, ον
- πολυήρατος, ος, ον
- πολυηχής, ής, ές
- πολυήχητος, ος, ον
- πολυήχως
- πολυθαρσής, ής, έν
- πολύθεος, ος, ον
- πολύθερμος, ος, ον
- πολύθηρος, ος, ον
- πολυθρέμμων, ων, ον
- πολύθρηνος, ος, ον
- πολύθροος, ος, ον
- πολυθρύλητος, ος, ον
- πολύθυρος, ος, ον
- πολύθυτος, ος, ον
- πολυϊδρεία, ας (ἡ)
- πολύϊδρις, ιος
- πολύϊππος, ος, ον
- πολυκαγκής, ής, έν
- πολυκαισαρίη, ης (ἡ)
- πολυκαμπής, ής, ές
- πολυκανής, ής, ές
- πολυκαρπία, ας (ἡ)
- πολύκαρπος, ος, ον
- πολυκέλαδος, ος, ον
- πολυκερδείη, ης (ἡ)
- πολυκερδής, ής, ές
- πολύκερως, ως, ον
- πολύκεστος, ος, ον
- πολυκέφαλος, ος, ον
- πολυκηδής, ής, ές
- πολυκίνητος, ος, ον
- πολύκλαγγος, ος, ον
- πολύκλαυστος, ος, ον
- πολύκλαυτος, ος, ον
- πολυκλήϊς, ϊδος
- πολύκληρος, ος, ον
- πολύκλητος, ος, ον
- πολύκλυστος, ος, ον
- πολύκμητος, ος, ον
- πολύκνημος, ος, ον
- πολύκοινος, ος, ον
- πολυκοιρανία, ας (ἡ)
- πολυκρατής, ής, ές
- πολυκτήμων, ων, ον
- πολύκτητος, ος, ον
- πολυκτόνος, ος, ον
- πολύκωπος, ος, ον
- πολυλήϊος, ος, ον
- πολύλαλος, ος, ον
- πολύλιμος, ου (ὁ)
- πολύλλιστος, ος, ον
- πολυλογία, ας (ἡ)
- πολυλόγος, ος, ον
- πολυμάθεια, ας (ἡ)
- πολυμαθής, ής, ές
- πολυμαθία, ας (ἡ)
- πολυμάντευτος, ος, ον
- πολυμάχητος, ος, ον
- πολυμέρεια, ας (ἡ)
- πολυμερῶς
- πολυμηκάς, άδος
- πολύμηλος, ος, ον
- πολύμητις, ιος
- πολυμηχανία, ας (ἡ)
- πολυμήχανος, ος, ον
- πολυμιγία, ας (ἡ)
- πολυμιξία, ας (ἡ)
- πολυμισής, ής, ές
- πολύμιτος, ος, ον
- πολύμναστος, ος, ον
- πολυμνήμων, ων, ον
- πολυμνήστευτος, ος, ον
- πολυμνήστη, ης
- πολύμνηστος, ος, ον
- πολυμνήστωρ, ορος
- Πυλύμνια, ας (ἡ)
- πολύμουσος, ος, ον
- πολύμοχθος, ος, ον
- πολύμυθος, ος, ον
- πολυναύτης, ου
- πολυνεικής, ής, ές
- Πολυνείκης, ους (ὁ)
- πολυνίκης, ης, ες
- πολύξενος, ος, ον
- πολύξεστος, ος, ον
- πολυοινία, ας (ἡ)
- πολύοινος, ος, ον
- πολυόμματος, ος, ον
- πολυόνειρος, ος, ον
- πολυόρνιθος, ος, ον
- πολυοψία, ας (ἡ)
- πολύοψος, ος, ον
- πολυπάθεια, ας (ἡ)
- πολυπαθής, ής, ές
- πολυπαιδία, ας (ἡ)
- πολυπαίπαλος, ος, ον
- πολύπαις, παιδος
- πολυπάμων, ων, ον
- πολυπάτητος, ος, ον
- πολυπειρία, ας (ἡ)
- πολυπενθής, ής, ές
- πολυπευθής, ής, ές
- πολυπῖδαξ, ακος
- πολύπικρος, ος, ον
- πολύπλαγκτος, ος, ον
- πολυπλανής, ής, ές
- πολυπλάνητος, ος, ον
- πολύπλανος, ος, ον
- πολυπλασιάζω
- πολυπλασιασμός, οῦ (ὁ)
- πολυπλασίων, ονος
- πολύπλεθρος, ος, ον
- πολύπλευρος, ος, ον
- πολυπλήθεια, ας (ἡ)
- πολυπληθία, ας (ἡ)
- πολύπλοκος, ος, ον
- πολυποίκιλος, ος, ον
- πολύπονος, ος, ον
- πολυπόνως
- πολύπορος, ος, ον
- πολυπότης, ου
- πολυπότις, ιδος
- πολύπους, ους, ουν
- πολυπραγμονέω-ῶ
- πολυπραγμοσύνη, ης (ἡ)
- πολυπράγμων, ων, ον
- πολυπρηγμονέω
- πολυπρόβατος, ος, ον
- πολυπρόσωπος, ος, ον
- πολυπτόητος, ος, ον
- πολύπτυχος, ος, ον
- πολύπυρος, ος, ον
- πολύρραφος, ος, ον
- πολύρρην, ηνος
- πολύρρηνος, ος, ον
- πολύρροθος, ος, ον
- πολύρρυτος, ος, ον
- πολύς , πολλή, πολύ
- πολύσαθρος, ος, ον
- πολυσαρκία, ας (ἡ)
- πολύσαρκος, ος, ον
- πολυσθενής, ής, ές
- πολυσινής, ής, ές
- πολυσιτία, ας (ἡ)
- πολύσκαρθμος, ος, ον
- πολυσκεπής, ής, ές
- πολύσπαστον, ου (τό)
- πολυσπερής, ής, ές
- πολύσπλαγχνος, ος, ον
- πολυστάφυλος, ος, ον
- πολυστένακτος, ος, ον
- πολυστεφής, ής, ές
- πολύστονος, ος, ον
- πολύστυλος, ος, ον
- πολυσύλλαβος, ος, ον
- πολυσφόνδυλος, ος, ον
- πολυσχιδής, ής, ές
- πολύσχιστος, ος, ος
- πολυσώματος, ος, ον
- πολυτάλαντος, ος, ον
- πολυτεκνέω-ῶ
- πολυτεκνία, ας (ἡ)
- πολύτεκνος, ος, ος
- πολυτέλεια, ας (ἡ)
- πολυτελής, ής, ές
- πολυτελῶς
- πολύτεχνος, ος, ον
- πολυτίμητος, ος, ον
- πολύτιμος, ος, ον
- πολύτιτος, ος, ον
- πολύτλας, α
- πολυτλήμων, ονος
- πολύτλητος, ος, ον
- πολύτολμος, ος, ον
- πολύτρεπτος, ος, ον
- πολυτρήρων, ωνος
- πολύτρητος, ος, ον
- πολυτροπία, ας (ἡ)
- πολύτροπος, ος, ον
- πολυτρόπως
- πολύτροφος, ος, ον
- πολυύμνητος, ος, ον
- πολύυμνος, ος, ον
- πολυφαγία, ας (ἡ)
- πολυφάνταστος, ος, ον
- πολυφάρμακος, ος, ον
- πολύφημος, ος, ον
- Πολύφημος, ου (ὁ)
- πολύφθογγος, ος, ον
- πολύφθοος, ος, ον
- πολυφθόρος, ος, ον
- πολύφθορος, ος, ον
- πολυφιλία, ας (ἡ)
- πολύφιλος, ος, ον
- πολύφλοισβος, ος, ον
- πολύφορβος, ος, ον
- πολυφορία, ας (ἡ)
- πολυφόρος, ος, ον
- πολυφροσύνη, ης (ἡ)
- πολύφρων, ων, ον
- πολυφωνία, ας (ἡ)
- πολύφωνος, ος, ον
- πολύχαλκος, ος, ον
- πολύχειρ, χειρος
- πολυχειρία, ας (ἡ)
- πολύχοος, ος, ον
- πολύχορδος, ος, ον
- πολύχους, ους, ουν
- πολυχρόνιος, ος, ον
- πολύχρυσος, ος, ον
- πολύχυτος, ος, ον
- πολύχωρος ος, ος
- πολύχωστος, ος, ον
- πολύψαμμος, ος, ον
- πολυψηφία, ας (ἡ)
- πολυψήφις, ιδος
- πολύψηφος, ος, ον
- πολυώνυμος, ος, ον
- πολυωπός, ός, όν
- πολυωρέω-ῶ
- πολυωρητικός, ή, όν
- πολύωτος, ος, ον
- πολυωφελής, ής, ές
- πόμα, ατος (τό)
- πομπά, ᾶς (ἡ)
- πομπαῖος, α, ον
- πομπεία, ας (ἡ)
- πομπεύς, έως (ὁ)
- πομπευτής, οῦ (ὁ)
- πομπεύω
- πομπή, ῆς (ἡ)
- πομπικός, ή, όν
- πόμπιμος, ος, ον
- πομπός, οῦ (ὁ, ἡ)
- πονέεσθαι
- πονέω-ῶ
- πόνημα, ατος (τό)
- πονηρεύομαι
- πονηρία, ας (ἡ)
- πονηρόπολις, εως (ἡ)
- πονηρός, ά, όν
- πονηρῶς
- πονήσομαι
- πονητέον
- πόνος, ου (ὁ)
- ποντιάς, άδος
- ποντίζω
- Ποντικός, ή, όν
- πόντιος, α, ον
- ποντόθεν
- ποντομέδων, οντος (ὁ)
- πόντονδε
- ποντοπορεύω
- ποντοπορέω-ῶ
- ποντοπόρος, ος, ον
- Ποντοποσειδῶν, ῶνος (ὁ)
- πόντος, ου (ὁ)
- ποντόφιν
- πόπανον, ου (τό)
- πόπαξ
- Πόπλιος, ου (ὁ)
- πόποι1
- πόποι2 (οἱ)
- ποππύζω
- ποππυσμός, οῦ (ὁ)
- πορδαλέος, α, ον
- πόρδαλις, εως (ἡ)
- πορδή, ῆς (ἡ)
- πόρε
- πορεία, ας (ἡ)
- πορεῖν
- πορεῖον, ου (τό)
- πόρευμα, ατος (τό)
- πορεύσιμος, ος, ον
- πορευτέος, α, ον
- πορευτός, ή, όν
- πορεύω
- πορθέω-ῶ
- πόρθημα, ατος (τό)
- πόρθησις, εως (ἡ)
- πορθήτωρ, ορος
- πορθμεῖον, ου (τό)
- πόρθμευμα, ατος (τό)
- πορθμεύς, έως (ὁ)
- πορθμεύω
- πορθμήϊον, ου (τό)
- πορθμός, οῦ (ὁ)
- πορίζω
- πόριμος, ος, ον
- πόρις, ιος (ἡ)
- πορισμός, οῦ (ὁ)
- ποριστής, οῦ (ὁ)
- ποριστικός, ή, όν
- πόρκης, ου (ὁ)
- πόρκος, ου (ὁ)
- πορνεία, ας (ἡ)
- πορνεῖον, ου (τό)
- πορνεύω
- πόρνη, ης (ἡ)
- πόρνος, ου (ὁ)
- πόρος, ου (ὁ)
- πόρπαξ, ακος (ὁ)
- πορπάω-ῶ
- πόρπη, ης (ἡ)
- πόρρω1
- πόρρωθεν
- πορρατάτω
- πορρώτερον, πορρωτέρω
- πορρωτέρωθεν
- πορσαίνω
- πορσύνω
- πόρσω
- πόρταξ, ακος (ἡ)
- πόρτις, ιος (ὁ, ἡ)
- πορφύρα, ας (ἡ)
- πορφυράνθεμος, ος, ον
- πορφύρεος-οῦς, έα-ᾶ, εον-ο
- πορφυρεύς, έως (ὁ)
- πορφυρευτικός, ή, όν
- πορφυρέω-ῶ
- πορφυρίς, ίδος (ἡ)
- πορφυροειδής, ής, ές
- πορφυροπώλης, ου (ὁ)
- πορφυρόπωλις, ιδος (ἡ)
- πορφυρόστρωτος, ος, ον
- πορφυροῦς, ᾶ, οῦν
- πορφύρω
- πόσ’
- ποσάκις
- ποσαχῶς
- πόσε
- Ποσείδαν, Ποσειδᾶν
- Ποσειδαόνιος, α, ον
- Ποσειδάων, ωνος (ὁ)
- Ποσειδέων, ωνος (ὁ)
- Ποσειδεών, ῶνος (ὁ)
- Ποσειδήϊον, ου (τό)
- Ποσειδῶν, ῶνος (ὁ)
- Ποσειδωνιάτης, ου (ὁ)
- Ποσειδώνιος, α, ον
- ποσί
- Ποσιδήιος, ος, ον
- πόσις1, εως (ἡ)
- πόσις2, ιος (ὁ)
- πόσος, η, ον
- ποσός, ή, όν
- ποσσῆμαρ
- ποσσί
- ποσσίκροτος, ος, ον
- ποσταῖος, α, ον
- πόστος, η, ον
- πότ’ 1
- πότ’ 2
- ποτ’
- ποταίνιος, α, ον
- ποταμηδόν
- ποτάμιος, α, ον
- ποταμογείτων, ονος
- Ποταμοῖ
- ποταμόνδε
- ποταμός, οῦ (ὁ)
- ποταμοφόρητος, ος, ον
- ποτανός
- ποτάομαι-ῶμαι
- ποταπός, ή, όν
- πότε
- ποτέ
- Ποτείδαια, ας (ἡ)
- Ποτειδᾶν
- Ποτειδεάτης, ου (ὁ)
- Ποτειδεατικός, ή, όν
- ποτέομαι
- ποτέος, α, ον
- πότερος,
- ποτέρωθι
- ποτέρως
- ποτέρωσε
- ποτή, ῆς (ἡ)
- ποτηνός, ή, όν
- ποτήρ, ῆρος (ὁ)
- ποτήριον, ου (τό)
- ποτής, ῆτος (ἡ)
- ποτητός, ή, όν
- ποτί
- Ποτιδαίη, ης (ἡ)
- Ποτιδαιήτης, ου (ὁ)
- ποτίζω
- ποτικός, ή, όν
- ποτικῶς
- πότιμος, ος, ον
- πότμος, ου (ὁ)
- πότνα
- πότνια, ας (ἡ)
- ποτνιάομαι-ῶμαι
- πότος, ου (ὁ)
- ποτός, ή, όν
- ποῦ
- πού
- πουλυβότειρα
- πουλύς
- πούς, ποδός (ὁ)
- πρᾶγμα, ατος (τό)
- πραγματεία, ας (ἡ)
- πραγματεύομαι
- πραγματευτής, οῦ (ὁ)
- πραγματικός, ή, όν
- πραγματικῶς
- πραγματώδης, ης, ες
- πρᾶγος, εος-ους (τό)
- πραέα
- πραθέειν
- πραθείς, εῖσα, έν
- πραιτώριον, ου (τό)
- πρακτέος, α, ον
- πρακτήρ, ῆρος (ὁ)
- πρακτήριος, α, ον
- πρακτικός, ή, όν
- πρακτικῶς
- πράκτωρ, ορος (ὁ, ἡ)
- Πράμνειος οἶνος (ὁ)
- Πράμνιος, οῦ (ὁ)
- πρανής, ής, ές
- πρᾶξαι
- πρᾶξις, εως (ἡ)
- πρᾷον
- πραόνως
- πρᾷος, ος, ον
- πρᾳότης, ητος (ἡ)
- πραπίς, ίδος (ἡ)
- πρασιά, ᾶς (ἡ)
- πρασιή, ῆς (ἡ)
- πράσιμος, ος, ον
- πράσινος, ος, ον
- πρᾶσις, εως (ἡ)
- πράσον, ου (τό)
- πράσσω
- πρατήρ, ῆρος (ὁ)
- πρατήριον, ου (τό)
- πρατός, ή, όν
- πράττω
- πράϋνσις, εως (ἡ)
- πραϋντικός, ή, όν
- πραΰνω
- πραϋπαθής, ής, ές
- πραϋπαθία, ας (ἡ)
- πραΰς, πραεῖα, πραΰ
- πραΰτης, ητος (ἡ)
- πραΰτροπος, ος, ον
- πρᾴως
- πρεμνίζω
- πρέμνον, ου (τό)
- πρέπον
- πρεπόντως
- πρεπτός, ή, όν
- πρέπω
- πρεπώδης, ης, ες
- πρέπων, οντος (ὁ)
- πρέσβα, ης
- πρεσβεία, ας, (ἡ)
- πρεσβεῖον, ου (τό)
- πρέσβειρα, ας
- πρέσβευμα, ατος (τό)
- πρέσβευσις, εως (ἡ)
- πρεσβευτής, οῦ (ὁ)
- πρεσβεύω
- πρεσβήϊον, ου (τό)
- πρέσβις, εως (ἡ)
- πρέσβιστος
- πρέσβος, εος-ους (τό)
- πρεσβυγένεια, ας (ἡ)
- πρεσβυγενής, ής, ές
- πρέσβυς, εως
- πρεσβυτέριον, ου (τό)
- πρεσβύτερος
- πρεσβύτης, ου
- πρεσβυτίδιος, α, ον
- πρεσβυτικός, ή, όν
- πρεσβυτικῶς
- πρεσβῦτις, ιδος (ἡ)
- πρευμενής, ής, ές
- πρευμενῶς
- πρῆγμα, ατος (τό)
- πρηΰς, πρηεῖα, πρηΰ
- πρήθω
- πρηκτήρ, ῆρος (ὁ)
- πρηνής, ής, ές
- πρῆξαι
- πρῆσε
- πρεσθείς
- πρήσσω
- πρηστήρ, ῆρος (ὁ)
- πρητήριον, ου (τό)
- πρηΰνω
- πρίαμαι
- Πριαμίδης, ου (ὁ)
- Πρίαμος, ου (ὁ)
- Πρίαπος, ου (ὁ)
- πρίασθαι
- πρίζω
- Πρίηπος, ου (ὁ)
- πρίν
- πρίνινος, η, ον
- πρῖνος, ου (ἡ, ὁ)
- πρίου
- πρῖσις, εως (ἡ)
- πρίστις, εως (ἡ)
- πριστός, ή, όν
- πρίω1
- πρίω2
- πρίων1, ονος (ὁ)
- πρίων2, ουσα, ον
- πρό
- προαγαγεῖν
- προαγγέλλω
- προάγγελος, ος, ον
- προάγγελσις, εως (ἡ)
- προαγόρευσις, εως (ἡ)
- προαγορεύω
- προάγορος, ου (ὁ)
- προάγω
- προαγωγεία, ας (ἡ)
- προαγωγεύω
- προαγωγή, ῆς (ἡ)
- προαγωγός, ός, όν
- προάγων, ωνος (ὁ)
- προαγωνίζομαι
- προαγωνιστής, οῦ
- προαδικέω-ῶ
- προᾴδω
- προαιδέομαι-οῦμαι
- προαίρεσις, εως (ἡ)
- προαιρετέον
- προαιρετικός, ή, όν
- προαιρέω-ῶ
- προαίρω
- προαισθάνομαι
- προαίσθησις, εως (ἡ)
- προαιτιάομαι-ῶμαι
- προακοντίζω
- προακούω
- προαλής, ής, ές
- προαλίσκομαι
- προαμύνομαι
- προαναβαίνω
- προαναβάλλομαι
- προαναγιγνώσκω
- προανάγω
- προαναιρέω-ῶ
- προαναισιμόω-ῶ
- προανακινέω-ῶ
- προανακρούομαι
- προαναλίσκω
- προαναπνέω-ῶ
- προαναρπάζω
- προανασείω
- προαναστέλλω
- προανατέλλω
- προαναφωνέω-ῶ
- προαναχώρησις, εως (ἡ)
- προανέλκω
- προανίσχω
- προανοίγω
- προανύτω
- προαπαγορεύω
- προαπαντάω-ῶ
- προαπαυδάω-ῶ
- προάπειμι
- προαπεῖπον, προαπείρηκα
- προαπέρχομαι
- προαπεχθάνομαι
- προαπηγέομαι
- προαποδείκνυμι
- προαποθνῄσκω
- προαποθρηνέω-ῶ
- προαποκάμνω
- προαποκληρόω-ῶ
- προαποκτείνω
- προαπολαύω
- προαπολείπω
- προαπολήγω
- προαπόλλυμι
- προαπολλύω
- προαποπέμπω
- προαποπνίγομαι
- προαποστέλλω
- προαποσφάζω
- προαποτίθημι
- προαποτρέπομαι
- προαποφαίνω
- προαποφοιτάω-ῶ
- προαποχωρέω-ῶ
- προαρπάζω
- προασκέω-ῶ
- προασπίζω
- προάστειος, ος, ον
- προαστήϊον, ου (τό)
- προάστιον, ου (τό)
- προάστιος, α, ον
- προαυλέω-ῶ
- προαύλιον1, ου (τό)
- προαύλιον2, ου (τό)
- προαφηγέομαι-οῦμαι
- προαφικνέομαι-οῦμαι
- προαφίστημι
- πρόβα
- προβάδην
- προβαδίζω
- προβαίνω
- προβάλεσκε
- προβάλλω
- προβασανίζω
- πρόβασι
- πρόβασις, εως (ἡ)
- προβασκάνιον, ου (τό)
- προβατεία, ας (ἡ)
- προβατευτικός, ή, όν
- προβατικός, ή, όν
- προβάτιον, ου (τό)
- προβατογνώμων, ονος
- προβατοκάπηλος, ου (ὁ)
- πρόβατον, ου (τό)
- προβέβουλα
- πρόβημα, ατος (τό)
- προβιάζομαι
- προβιβάζω
- προβιβάς
- προβιβάω-ῶ
- προβίβημι
- προβιβῶ
- προβιόω-ῶ
- προβλέπω
- πρόβλημα, ατος (τό)
- προβληματώδης, ης, ες
- προβλής, ῆτος
- πρόβλητος, ος, ον
- προβλώσκω
- προβοάω-ῶ
- προβόλαιος, ος, ον
- προβολή, ῆς (ἡ)
- πρόβολος, ου (ὁ)
- προβοσκίς, ίδος (ἡ)
- προβοσκός, οῦ (ὁ)
- προβούλευμα, ατος (τό)
- προβουλευμάτιον, ου (τό)
- προβουλεύω
- προβουλόπαις, -παιδος (ἡ)
- πρόβουλος, ου
- προβωθέω
- προγάμιος, ος, ον
- προγαστρίδιος, ος, ον
- προγάστωρ, ορος
- προγενής, ής, ές
- προγεννήτωρ, ορος (ὁ)
- προγεύομαι
- προγεύστης, ου (ὁ)
- προγηράσκω
- προγίγνομαι
- προγιγνώσκω
- προγίνομαι
- προγινώσκω
- πρόγνωσις, εως (ἡ)
- προγνωστικός, ή, όν
- πρόγονος1, ος, ον
- πρόγονος2, ου (ὁ, ἡ)
- πρόγραμμα, ατος (τό)
- προγραφή, ῆς (ἡ)
- προγράφω
- προγυμνάζω
- προδάω
- προδανείζω
- προδαπανάω-ῶ
- προδείδω
- προδείκνυμι
- προδεικνύω
- προδειμαίνω
- προδειπνέω-ῶ
- προδέκτωρ, ορος (ὁ)
- προδέξας
- προδέρκομαι
- πρόδηλος, ος, ον
- προδηλόω-ῶ
- προδήλως
- προδήλωσις, εως (ἡ)
- προδιαβαίνω
- προδιαβάλλω
- προδιαγιγνώσκω
- προδιαγωγή, ῆς (ἡ)
- προδιαίτησις, εως (ἡ)
- προδιαλέγομαι
- προδιαλύω
- προδιασύρω
- προδιαφθείρω
- προδιαχωρέω-ῶ
- προδιδάσκω
- προδίδωμι
- προδιεξέρχομαι
- προδιεργάζομαι
- προδιερευνάω-ῶ
- προδιερευνητής, οῦ (ὁ)
- προδιέρχομαι
- προδιηγέομαι-οῦμαι
- προδιήγησις, εως (ἡ)
- προδικέω-ῶ
- προδικία, ας (ἡ)
- πρόδικος, ος, ον
- προδιοικέω-ῶ
- προδιοικητικός, ή, όν
- προδιώκω
- προδοκέω-ῶ
- προδοκή, ῆς (ἡ)
- πρόδομος, ος, ον
- προδοξάζω
- προδοσία, ας (ἡ)
- προδότης, ου (ὁ)
- προδοτικός, ή, όν
- προδοτικῶς
- προδότις, ιδος
- πρόδοτος, ος, ον
- πρόδουλος, ος, ον
- προδραμών
- προδρομή, ῆς (ἡ)
- πρόδρομος, ος, ον
- προδυστυχέω-ῶ
- προέγνων
- προεδρεύω
- προεδρία, ας (ἡ)
- πρόεδρος, ος, ον
- προέδωκα
- προεέργω
- προέηκα
- προεθέμην
- προεθίζω
- προεθιστέον
- προειδέναι, προεῖδον
- προεῖεν
- προεικάζω
- πρόειμι1
- πρόειμι2
- προεῖντο
- προεῖπον
- προείρω
- προεισάγω
- προεισπέμπω
- προεκθέω
- προεκκομίζω
- προεκλέγω
- προεκπέμπω
- προεκπίνω
- προεκπίπτω
- προεκπλέω
- προεκπλήσσω
- προεκτελέω-ῶ
- προεκτήκομαι
- προεκτίθημι
- προεκτρέχω
- προεκφεύγω
- προεκφοβέω-ῶ
- προεκφόβησις, εως (ἡ)
- προεκχέω
- προελαύνω
- προελκύω
- προελπίζω
- προεμβαίνω
- προεμβάλλω
- προέμεν
- προεμπίμπλημι
- προεμπίπτω
- προεμφορέω-ῶ
- προενάρχομαι
- προενδείκνυμαι
- προενδίδωμι
- προεννέπω
- προεννοέω-ῶ
- προενοίκησις, εως (ἡ)
- προενσείω
- προεντυγχάνω
- προεξαγκωνίζω
- προεξάγω
- προεξαιρέω-ῶ
- προεξαίσσω
- προεξαμαρτάνω
- προεξανθέω-ῶ
- προεξανίστημι
- προεξαπατάω-ῶ
- προεξέδρη, ης (ἡ)
- προέξειμι
- προεξελαύνω
- προεξεπίσταμαι
- προεξέρχομαι
- προεξετάζω
- προεξεφίεμαι
- προεξορμάω-ῶ
- προεπαγγέλλω
- προεπαινέω-ῶ
- προεπανασείω
- προεπαφίημι
- προεπιβουλεύω
- προεπιδείκνυμι
- προεπινοέω-ῶ
- προεπιξενόω-ῶ
- προεπιπλήσσω
- προεπισκοπέω-ῶ
- προεπίσταμαι
- προεπιχειρέω-ῶ
- προεργάζομαι
- προερέσσω
- προερευνάομαι-ῶμαι
- προερέω-ῶ
- προερρήθην
- προερύω
- προέρχομαι
- πρόες
- προεσάγω
- πρόεσαν
- προεσθίω
- προεστέατε
- προεστεώς
- προετικός, ή, όν
- προετοιμάζω
- προέτω
- προευαγγελίζομαι
- προευφραίνω
- προέφαγον
- προεφήτευσα
- προεφοράω-ῶ
- προέχω
- προήγαγον
- προηγεμών, όνος (ὁ)
- προηγέομαι-οῦμαι
- προηγητής, οῦ (ὁ)
- προηγορέω-ῶ
- προηγορία, ας (ἡ)
- προήγορος, ου (ὁ)
- προηγουμένως
- προῃδέατο
- προηδύνομαι
- προήκης, ης, ες
- προήκω
- προηρόσιος, α, ον
- προῆχα
- προθέεσκε
- προθέλυμνος, ος, ον
- προθεραπεύω
- προθερμαίνω
- πρόθεσις, εως (ἡ)
- προθέσμιος, α, ον
- προθεσπίζω
- προθέω
- προθνῄσκω
- προθορών
- προθρυλέω-ῶ
- προθρῴσκω
- πρόθυμα, ατος (τό)
- προθυμέομαι-οῦμαι
- προθυμητέον
- προθυμία, ας (ἡ)
- πρόθυμος, ος, ον
- προθύμως
- πρόθυρον, ου (τό)
- προθύω
- προϊάλλω
- προϊάπτω
- προϊδεῖν
- προΐει
- προΐειν, εις, ει
- προΐζω
- προΐημι
- προῖκα
- προικίδιον, ου (τό)
- προΐκτης, ου (ὁ)
- προΐξ, προϊκός (ἡ)
- πρόϊμον, ου (τό)
- προϊππεύω
- προΐστημι
- προίσχω
- Προιτίς, ίδος
- Προῖτος, ου (ὁ)
- πρόκα
- προκάθημαι
- προκαθίζω
- προκαθίημι
- προκάθισις, εως (ἡ)
- προκαθίστημι
- προκαθοράω-ῶ
- προκαίω
- προκακοπαθέω-ῶ
- πρόκακος, ος, ον
- προκαλέω-ῶ
- προκαλίζομαι
- προκαλινδέομαι
- προκάλυμμα, ατος (τό)
- προκαλύπτω
- προκάμνω
- προκαταγγέλλω
- προκαταγιγνώσκω
- προκατάγομαι
- προκαταθέω
- προκατακαίω
- προκατάκειμαι
- προκατακλίνω
- προκατακρίνω
- προκαταλαμβάνω
- προκαταλέγω
- προκατάληψις, εως (ἡ)
- προκαταλύω
- προκαταπίπτω
- προκαταρκτικός, ή, όν
- προκαταρτίζω
- προκαταρτύω
- προκατάρχω
- προκατασκευάζω
- προκαταφεύγω
- προκαταχράομαι-ῶμαι
- πρόκατε
- προκατέδω
- προκατεργάζομαι
- προκατέχω
- προκατήγγειλα
- προκατηγορέω-ῶ
- προκατηγορία, ας (ἡ)
- προκάτημαι
- προκατίζω
- προκατόψομαι
- πρόκειμαι
- προκενόω-ῶ
- προκήδομαι
- προκηραίνω
- προκηρυκεύομαι
- προκηρύσσω
- προκινδυνεύω
- προκινέω-ῶ
- προκλαίω
- πρόκλησις, εως (ἡ)
- προκλητικός, ή, όν
- προκλίνω
- πρόκλυτος, ος, ον
- προκλύω
- πρόκοιτος, ου
- προκολάζω
- προκολακεύω
- προκομία, ας (ἡ)
- προκομίζω
- προκόμιον, ου (τό)
- προκοπή, ῆς (ἡ)
- προκόπτω
- προκόσμιον, ου (τό)
- πρόκριμα, ατος (τό)
- προκρίνω
- πρόκροσσος, ος, ον
- προκυλίνδομαι
- προκύπτω
- προκυρόω-ῶ
- πρόκωπος, ος, ον
- προλαβόντως
- προλαμβάνω
- προλέγω
- προλείπω
- προλεσχηνεύομαι
- πρόλεσχος, ος, ον
- προλεύσσω
- προληπτικός, ή, όν
- πρόληψις, εως (ἡ)
- προλογίζω
- πρόλογος, ου (ὁ)
- προλοχίζω
- προλυπέομαι-οῦμαι
- προμαθεύς, έως
- προμαλάσσω
- προμανθάνω
- προμαντεία, ας (ἡ)
- προμαντεύω
- προμαντηΐη, ης (ἡ)
- πρόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
- προμαρτύρομαι
- προμάτωρ, ορος (ἡ)
- προμαχέω-ῶ
- προμαχεών, ῶνος (ὁ)
- προμαχίζω
- προμάχομαι
- πρόμαχος, ος, ον
- προμεθύσκω
- προμελετάω-ῶ
- προμεριμνάω-ῶ
- προμετωπίδιος, ος, ον
- προμήθεια, ας (ἡ)
- Προμήθειος, α, ον
- προμηθέομαι-οῦμαι
- προμηθεύς, έως
- προμηθής, ής, ές
- προμηθία, ας (ἡ)
- προμηνύω
- προμήτωρ, ορος (ἡ)
- προμηχανάομαι-ῶμαι
- προμίγνυμι
- προμισθόω-ῶ
- προμνάομαι-ῶμαι
- προμνηστεύομαι
- προμνηστῖνοι, αι
- προμνήστρια, ας (ἡ)
- προμνηστρίς, ίδος (ἡ)
- προμολών
- πρόμος, ου
- προμύησις, εως (ἡ)
- προμύσσω
- πρόναιος, α, ον
- πρόναος, ος, ον
- προναυμαχέω-ῶ
- προνέμω
- προνεύω
- προνέω1
- προνέω2
- προνηΐη
- προνηστέυω
- προνήχομαι
- προνικάω-ῶ
- προνοέω-οῶ
- προνοητέον
- προνοητικός, ή, όν
- προνοητικῶς
- πρόνοια, ας (ἡ)
- προνομαία, ας (ἡ)
- προνομεύω
- προνομή, ῆς (ἡ)
- προνομία, ας (ἡ)
- προνόμιον, ου (τό)
- πρόνομος, ος, ον
- πρόνοος, ος, ον
- πρόνους, ους, ουν
- προνωπής, ής, ές
- προνώπιος, ος, ον
- πρόξ, προκός (ἡ)
- πρόξεινος
- προξενέω-ῶ
- προξενία, ας (ἡ)
- πρόξενος, ου (ὁ, ἡ)
- προξυράω-ῶ
- προογκάομαι-ῶμαι
- προοδεύω
- προοδοιπορέω-ῶ
- προοδοποιέω-ῶ
- πρόοδος, ου (ἡ)
- πρόοιδα
- προοιμιάζω
- προοίμιον, ου (τό)
- προοῖντο
- προοίχομαι
- προόμνυμι
- προομολογέω-ῶ
- προοπτέον
- προόπτης, ου (ὁ)
- πρόοπτος, ος, ον
- προορατός, ή, όν
- προοράω-ῶ
- προορίζω
- προορμάω-ῶ
- προορμίζω
- προορχηστήρ, ῆρος (ὁ)
- προοφείλω
- πρόοψις, εως (ἡ)
- προόψομαι
- προπαγής, ής, ές
- προπάθεια, ας (ἡ)
- προπαιδεία, ας (ἡ)
- προπαιδεύω
- πρόπαλαι
- πρόπαππος, ου (ὁ)
- πρόπαρ
- προπαραβάλλω
- προπαρασκευάζω
- προπαρασκευαστέος, α, ον
- προπαρέχω
- προπάροιθε
- πρόπας, πασα, παν
- προπάσχω
- προπάτωρ, ορος (ὁ)
- προπείθω
- πρόπειρα, ας (ἡ)
- προπειράω-ῶ
- προπέμπω
- προπέρυσι(ν)
- προπέσω, ῃς, ῃ
- προπετάννυμι
- προπέτεια, ας (ἡ)
- προπετής, ής, ές
- προπετῶς
- προπεφραδμένος
- προπηδάω-ῶ
- προπηλακίζω
- προπηλακισμός, οῦ (ὁ)
- προπίνω
- προπίπτω
- προπιστεύω
- προπίτνω
- προπλέω
- πρόπλοος-ους, οος-ους, οον-ο
- προπλώω
- προποδηγός, οῦ
- προποδίζω
- προποιέω-ῶ
- προπολεμέω-ῶ
- πρόπολος, ου (ὁ, ἡ)
- πρόπομα, ατος (τό)
- προπομπεύω
- προπομπή, ῆς (ἡ)
- προπομπός, οῦ
- προπονέω-ῶ
- Προποντίς, ίδος (ἡ)
- προπορεύω
- προπορίζω
- πρόποσις, εως (ἡ)
- προπράσσω,
- προπρηνής, ής, ές
- προπροκυλίνδομαι
- πρόπρυμνα
- προπταίω
- προπτωτικός, ή, όν
- προπύλαιος, α, ον
- πρόπυλον, ου (τό)
- προπυνθάνομαι
- πρόπυργος, ος, ον
- προρέω
- προρρηθείς, εῖσα, έν
- πρόρρησις, εως (ἡ)
- πρόρρητος, ος, ον
- πρόρριζος, ος, ον
- πρός
- προσάββατον, ου (τό)
- προσαγαγεῖν
- προσαγγελία, ας (ἡ)
- προσαγγέλλω
- προσαγόρευσις, εως (ἡ)
- προσαγορευτέος, α, ον
- προσαγορεύω
- προσαγρυπνέω-ῶ
- προσάγω
- προσαγωγεύς, έως (ὁ)
- προσαγωγή, ῆς (ἡ)
- προσαγωγίδης, ου (ὁ)
- προσαγωγός, ός, όν
- προσᾴδω
- προσαιθρίζω
- προσαιρέομαι-οῦμαι
- προσαΐσσω
- προσαιτέω-ῶ
- προσαίτης, ου (ὁ)
- προσαίτησις, εως (ἡ)
- προσαιτιάομαι-ῶμαι
- προσακούω
- προσακτέος, α, ον
- προσαλείφω
- προσάλλομαι
- προσαμαρτάνω
- προσάμβασις, εως (ἡ)
- προσαμύνω
- προσαναβαίνω
- προσανάβασις, εως (ἡ)
- προσαναγιγνώσκω
- προσαναγκάζω
- προσαναγορεύω
- προσαναγράφω
- προσανάγω
- προσαναδίδωμι
- προσαναιρέω-ῶ
- προσαναισιμόω-ῶ
- προσανάκειμαι
- προσανακεράννυμι
- προσανακρίνω
- προσαναλαμβάνω
- προσαναλίσκω
- προσαναλογίζομαι
- προσαναπαύω
- προσαναπηδάω-ῶ
- προσαναπίμπλημι
- προσαναπληρόω-ῶ
- προσαναρρήγνυμι
- προσανασείω
- προσανατίθημι
- προσανατρέφω
- προσανατρίβω
- προσαναχρώννυμαι
- προσάνειμι
- προσανειπεῖν
- προσανέρπω
- προσανέχω
- προσανίημι
- προσάντης, ης, ες
- προσαπαγγέλλω
- προσαπαιτέω-ῶ
- προσαπειλέω-ῶ
- προσαπεῖπον
- προσαποβάλλω
- προσαποδείκνυμι
- προσαποδίδωμι
- προσαποδύομαι
- προσαποκτείνω
- προσαπολαμβάνω
- προσαπόλλυμι
- προσαπολλύω
- προσαποπέμπω
- προσαπορραίνω
- προσαποστέλλω
- προσαποτρίβω
- προσαποφαίνω
- προσάπτω
- προσάραρα, προσαραρέναι
- προσαραρίσκω
- προσαράσσω
- προσαρήρεται, προσαρηρώς
- προσαριθμέω-ῶ
- προσαρκέω-ῶ
- προσαρμόττω
- προσαρτάω-ῶ
- προσαυαίνομαι
- προσαυδάω-ῶ
- προσαυλέω-ῶ
- προσαύω
- προσαφικνέομαι-οῦμαι
- προσαφίστημι
- προσβαίνω
- προσβάλλω
- πρόσβασις, εως (ἡ)
- προσβατός, ή, όν
- προσβιάζομαι
- προσβιαστέον
- προσβιβάζω
- προσβιόω-ῶ
- προσβλέπω
- πρόσβλεψις, εως (ἡ)
- προσβλώσκω
- προσβοάομαι-οῶμαι
- προσβοηθέω-ῶ
- προσβολή, ῆς (ἡ)
- προσβράσσω
- προσβωθέω
- πρόσγειος, ος, ον
- προσγελάω-ῶ
- προσγίγνομαι
- πρόσγραφος, ος, ον
- προσγράφω
- προσγυμνάζω
- προσδανείζω
- προσδαπανάω-ῶ
- πρόσδεγμα, ατος (τό)
- προσδεής, ής, ές
- προσδεῖ
- προσδέκομαι
- προσδέομαι
- προσδέρκομαι
- προσδέχομαι
- προσδέω1
- προσδέω2
- προσδηλέομαι
- προσδιαβάλλω
- προσδιαιρέω-ῶ
- προσδιαιτάομαι-ῶμαι
- προσδιαλέγομαι
- προσδιανέμω
- προσδιαπορέω-ῶ
- προσδιαπράττομαι
- προσδιασαφέω-ῶ
- προσδιαστρέφω
- προσδιαφθείρω
- προσδιδάσκω
- προσδίδωμι
- προσδιέρχομαι
- προσδιηγέομαι-οῦμαι
- προσδιορίζω
- προσδοκάω-ῶ
- προσδόκητος, ος, ον
- προσδοκία, ας (ἡ)
- προσδόκιμος, ος, ον
- προσδυσκολαίνω
- προσεάω-ῶ
- προσεβήσετο
- προσεγγελάω-ῶ
- προσεγγίζω
- προσεγγράφω
- προσεγκαλέω-ῶ
- προσεγκελεύομαι
- προσεγχαλάω-ῶ
- προσεδαφίζω
- προσεδρεία, ας (ἡ)
- προσεδρεύω
- πρόσεδρος, ος, ον
- προσεθίζω
- προσέθου
- προσειδέναι
- προσεῖδον
- προσεῖκα
- προσεικάζω
- προσεικῶς, υῖα, ός
- προσειλέω-ῶ
- πρόσειλος, η, ον
- πρόσειμι1
- πρόσειμι2
- προσεῖπα
- προσείρηκα
- προσεισπράσσω
- προσείω
- προσεκβάλλω
- προσεκθρῷσκω
- προσεκκαίω
- προσεκλίθη
- προσεκλύω
- προσεκπέμπω
- προσεκπονέω-ῶ
- προσεκποτέον é
- προσεκταπεινόω-ῶ
- προσεκταράσσω
- προσεκτέον
- προσεκτικός, ή, όν
- προσεκτίνω
- προσεκτυφλόω-ῶ
- προσέκυρσα
- προσέλασις, εως (ἡ)
- προσελαύνω
- προσέλεκτο
- προσελεύσομαι
- προσέληνος, ος, ον
- προσέλκυσα
- προσέλκω
- προσεμβαίνω
- προσεμβάλλω
- προσεμπικραίνομαι
- προσεμφερής, ής, ές
- προσεμφορέω-ῶ
- προσεμφορητέον
- προσενέγκαι
- προσεννέπω
- προσεννοέω-ῶ
- προσεντείνω
- προσεντέλλομαι
- προσεξαιρέω-ῶ
- προσεξανίσταμαι
- προσεξαπατάω-ῶ
- προσεξασκέω-ῶ
- προσεξεμέω-ῶ
- προσεξεύρεσις, εως (ἡ)
- προσεξευρίσκω
- προσεξικμάζω
- προσεξίστημι
- προσέοικα
- προσεπαιτιάομαι-ῶμαι
- προσεπεῖπον
- προσεπεξευρίσκω
- προσέπεσον
- προσεπιβάλλω
- προσεπικτάομαι-ῶμαι
- προσεπιλαμβάνω
- προσεπιμετρέω-ῶ
- προσεπινοέω-ῶ
- προσεπιπλήσσω
- προσεπιπνέω-ῶ
- προσεπιρρίπτω
- προσεπισκώπτω
- προσεπιστέλλω
- προσεπισφάττω
- προσεπιτείνω
- προσεπιτίθημι
- προσεπιτρίβω
- προσεπιφέρω
- προσεπιφωνέω-ῶ
- προσεπιχώννυμι
- προσεργάζομαι
- προσερείδω
- προσερέσσω
- προσερεύγομαι
- προσερέων
- προσερπύζω
- προσέρπω
- προσερρήθην
- προσέρρηξα
- προσερυγγάνω
- προσέρχομαι
- προσείρω
- προσερωτάω-ῶ
- προσέσχον
- προσεταιρίζομαι
- προσεταιριστός, οῦ
- προσέτι
- προσευκαιρέω-ῶ
- προσευρίσκω
- προσευχή, ῆς (ἡ)
- προσεύχομαι
- προσεχής, ής, ές
- προσέχω
- προσζεύγνυμι
- προσζημιόω-ῶ
- πρόσηβος, ος, ον
- προσηγορέω-ῶ
- προσηγορία, ας (ἡ)
- προσηγορικός, ή, όν
- προσήγορος, ος, ον
- προσήϊξαι
- προσηκάμην
- προσηκόντως
- προσήκω
- προσηλόω-ῶ
- προσήλυτος, ου (ὁ)
- πρόσημαι
- προσημαίνω
- προσήνεμος, ος, ον
- προσηνής, ής, ές
- προσηχέω-ῶ
- προσηῷος, α, ον
- προσθακέω-ῶ
- πρόσθε
- πρόσθεν
- πρόσθεσις, εως (ἡ)
- προσθετέον
- πρόσθετον, ου (τό)
- πρόσθετος, ος, ον
- προσθέω
- προσθήκη, ης (ἡ)
- πρόσθημα, ατος (τό)
- προσθιγγάνω
- πρόσθιος, α, ον
- προσθλίβω
- προσθόδομος, ος, ον
- προσθροέω-ῶ
- προσιζάνω
- προσίζω
- προσίημι
- προσικνέομαι-οῦμαι
- προσίκτωρ, ορος (ὁ)
- προσιππεύω
- προσίπταμαι
- προσίστημι
- προσιστορέω-ῶ
- προσίσχω
- προσιτέον
- προσιτός, ή, όν
- προσκαθέζομαι
- προσκαθέλκω
- προσκάθημαι
- προσκαθίζω
- προσκάθισις, εως (ἡ)
- προσκαθίστημι
- πρόσκαιρος, ος, ον
- προσκαίω
- προσκαλέω-ῶ
- προσκαρτερέω-ῶ
- προσκαρτέρησις, εως (ἡ)
- προσκαταισχύνω
- προσκατακλείω
- προσκατακλύζω
- προσκαταλέγω
- προσκαταλείπω
- προσκαταλλάττω
- προσκατανέμω
- προσκαταπήγνυμι
- προσκαταπυκνόω-ῶ
- προσκαταριθμέω-ῶ
- προσκατηγορέω-ῶ
- προσκάτημαι
- πρόσκειμαι
- προσκέκοφα
- προσκέπτομαι
- προσκεφάλαιον, ου (τό)
- προσκηδής, ής, ές
- προσκήνιον, ου (τό)
- προσκηρυκεύομαι
- προσκηρύττω
- προσκινέω-ῶ
- προσκλαίω
- προσκληρόω-ῶ
- πρόσκλησις, εως (ἡ)
- προσκλητικός, ή, όν
- προσκλίνω
- πρόσκλισις, εως (ἡ)
- προσκλύζω
- προσκνάομαι-ῶμαι
- προσκνήθω
- προσκολλάω-ῶ
- προσκομίζω
- πρόσκομμα, ατος (τό)
- προσκοπέω-ῶ
- προσκοπή1, ῆς (ἡ)
- προσκοπή2, ῆς (ἡ)
- πρόσκοπος, ος, ον
- προσκόπτω
- προσκορής, ής, ές
- προσκοσμέω-ῶ
- πρόσκρουμα, ατος (τό)
- πρόσκρουσις, εως (ἡ)
- πρόσκρουσμα, ατος (τό)
- προσκρούω
- προσκτάομαι-ῶμαι
- προσκυλίω
- προσκυνέω-ῶ
- προσκύνησις, εως (ἡ)
- προσκυνητής, οῦ (ὁ)
- προσκύπτω
- προσκυρέω-ῶ
- πρόσκυσον
- πρόσκωπος, ος, ον
- προσλάβω, ῃς, ῃ
- προσλαγχάνω
- προσλάζυμαι
- προσλαλέω-ῶ
- προσλαμβάνω
- προσλάμπω
- προσλέγω
- προσλεύσσω
- προσλέχομαι
- πρόσληψις, εως (ἡ)
- προσλιπαρέω-ῶ
- προσλογίζομαι
- προσλογιστέον
- προσμαθητέον
- προσμανθάνω
- προσμαρτυρέω-ῶ
- προσμάσσω
- προσμάχομαι
- προσμειδιάω-ῶ
- προσμένω
- προσμεταπέμπομαι
- προσμηχανάομαι-ῶμαι
- προσμίγνυμι
- πρόσμιξις, εως (ἡ)
- προσμίσγω
- προσμισθόω-ῶ
- προσμολεῖν
- προσναυπηγέω-ῶ
- προσνέμω
- προσνέω1
- προσνέω2
- προσνήχω
- προσνίσσομαι
- προσνωμάω-ῶ
- προσξυλλαμβάνομαι
- προσξυνοικέω-ῶ
- προσόδιος, ος, ον
- πρόσοδος, ου (ἡ)
- πρόσοιδα
- προσοικειόω-ῶ
- προσοικέω-ῶ
- προσοικοδομέω-ῶ
- πρόσοικος, ος, ον
- προσοιστέος, α, ον
- προσοίσω
- προσοκέλλω
- προσολοφύρομαι
- προσομιλέω-ῶ
- προσόμνυμι
- προσομολογέω-ῶ
- προσόμουρος, ος, ον
- προσονομάζω
- προσορατός, ή, όν
- προσοράω-ῶ
- προσοργίζομαι
- προσορέγω
- προσορίζω
- προσορμίζω
- προσόρμισις, εως (ἡ)
- πρόσορος,
- προσορχέομαι-οῦμαι
- προσουδίζω
- πρόσουρος, ος, ον
- προσοφείλω
- προσοφλισκάνω
- προσοχή, ῆς (ἡ)
- προσοχθίζω
- προσόψιος, ος, ον
- πρόσοψις, εως (ἡ)
- προσόψομαι
- προσπαίζω
- πρόσπαιος, ος, ον
- προσπαιστέον
- προσπαίω
- προσπαίως
- προσπαλαίω
- προσπαρακαλέω-ῶ
- προσπαραμένω
- προσπαρασκευάζω
- προσπαρέχω
- προσπαροξύνω
- προσπασσαλεύω
- προσπάσχω
- προσπατταλεύω
- πρόσπεινος, ος, ον
- προσπελάζω
- προσπέμπω
- προσπεριβάλλω
- προσπερονάω-ῶ
- προσπέτομαι
- προσπεύθομαι
- προσπήγνυμι
- προσπίλναμαι
- προσπίπτω
- προσπίτνω
- προσπλάζω
- προσπλάσσω
- πρόσπλαστος, ος, ον
- πρόσπλατος, ος, ον
- προσπλάττω
- προσπλέκω
- προσπλέω
- προσπληρόω-ῶ
- προσπλωτός, ή, όν
- προσπλώω
- προσπνείω
- προσπνέω-ῶ
- προσποιέω-ῶ
- προσποίησις, εως (ἡ)
- προσποιητός, ή, όν
- προσποίητος, ος, ον
- προσπολεμέω-ῶ
- προσπολεμόομαι-οῦμαι
- προσπολέομαι-οῦμαι
- πρόσπολος, ου (ὁ, ἡ)
- προσπορεύομαι
- προσπορίζω
- προσπορπατός, ή, όν
- πρόσπταισμα, ατος (τό)
- προσπταίω
- προσπτῆναι
- προσπτύσσω
- πρόσπτυστος, ος, ον
- προσπτύω
- πρόσπτωσις, εως (ἡ)
- προσπυνθάνομαι
- προσραπτέον
- προσράπτω
- προσρέω
- προσρήγνυμι
- πρόσρησις, εως (ἡ)
- προσρήσσω
- προσρητέος, α, ον
- προσριπτέω-ῶ
- προσρίπτω
- προσσαίνω
- προσσέβω
- προσσημαίνω
- πρόσσοθεν
- προσσταυρόω-ῶ
- προσστείχω
- προσστέλλω
- προσσυκοφαντέω-ῶ
- προσσφάττω
- πρόσσω
- προσσωρεύω
- προσταγή, ῆς (ἡ)
- πρόσταγμα, ατος (τό)
- προστακτέον
- προστακτικός, ή, όν
- προστακτός, ή, όν
- προσταλαιπωρέω-ῶ
- πρόσταξις, εως (ἡ)
- προστασία, ας (ἡ)
- προστάσσω
- --προστάττω
- προστατεία, ας (ἡ)
- προστατεύω
- προστατέω-ῶ
- προστατήριος, α, ον
- προστάτης, ου (ὁ)
- προστατικός, ή, όν
- προστάτις, ιδος (ἡ)
- προστάττω
- προσταυρόω-ῶ
- προστειχίζω
- προστεκταίνομαι
- προστελέω-ῶ
- προστέλλω
- προστενάζω
- προστένω
- προστερνίδιον, ου (τό)
- πρόστερνος, ος, ον
- προστεχνάομαι-ῶμαι
- προστήκω
- πρόστηξις, εως (ἡ)
- προστίθημι
- προστιμάω-ῶ
- προστίμησις, εως (ἡ)
- προστραχηλίζω
- προστρέπω
- προστρέφω
- προστρέχω
- προστρίβω
- πρόστριμμα, ατος (τό)
- προστρόπαιος, ος, ον
- προστροπή, ῆς (ἡ)
- πρόστροπος, ος, ον
- προστυγχάνω
- προστῷον, ου (τό)
- προσυγγίγνομαι
- προσυμμίσγω
- προσυνίστημι
- προσυνοικέω-ῶ
- προσυπερβάλλω
- προσυπεργάζομαι
- προσυπισχνέομαι-οῦμαι
- προσυποβάλλω
- προσυποθήγω
- προσφαγεῖν
- προσφάγημα, ατος (τό)
- προσφάγιον, ου (τό)
- πρόσφαγμα, ατος (τό)
- προσφαίνομαι
- προσφάσθαι
- πρόσφατος, ος, ον
- προσφερής, ής, ές
- προσφέρτατος, η, ον
- προσφέρω
- προσφερῶς
- προσφεύγω
- πρόσφημι
- προσφθέγγομαι
- προσφθεγκτός, ή, όν
- πρόσφθεγμα, ατος (τό)
- προσφθείρομαι
- πρόσφθογγος, ος, ον
- προσφθονέω-ῶ
- προσφίλεια, ας (ἡ)
- προσφιλής, ής, ές
- προσφιλοσοφέω-ῶ
- προσφιλοσοφητέον
- προσφιλοτιμέομαι-οῦμαι
- προσφιλῶς
- προσφοιτάω-ῶ
- προσφορά, ᾶς (ἡ)
- προσφορέω-ῶ
- πρόσφορος, ος, ον
- πρόσφυγος, ου
- προσφυέως
- προσφυής, ής, ές
- πρόσφυξ, υγος (ὁ)
- προσφύω
- προσφυῶς
- προσφωνέω-ῶ
- προσφώνημα, ατος (τό)
- προσφώνησις, εως (ἡ)
- προσχαίνω
- προσχαίρω
- προσχαρίζομαι
- προσχεῖν
- προσχέω
- πρόσχημα, ατος (τό)
- προσχόω-ῶ
- προσχράομαι-ῶμαι
- προσχρῄζω
- προσχρηΐζω
- πρόσχρησις, εως (ἡ)
- πρόσχυσις, εως (ἡ)
- πρόσχω
- πρόσχωμα, ατος (τό)
- προσχώννυμι
- προσχωρέω-ῶ
- πρόσχωρος, ος, ον
- πρόσχωσις, εως (ἡ)
- προσψαύω
- πρόσω
- προσῳδία, ας (ἡ)
- προσῳδός, ός, όν
- πρόσωθεν
- προσωνυμία, ας (ἡ)
- προσώπατα, προσώπασι
- προσωπεῖον, ου (τό)
- προσωπολημπτέω-ῶ
- προσωπολήμπτης, ου (ὁ)
- προσωπολημψία, ας (ἡ)
- πρόσωπον, ου (τό)
- προσωτάτω, προσωτέρω
- προσωφελέω-ῶ
- προσωφέλημα, ατος (τό)
- προσωφέλησις, εως (ἡ)
- προσωφελητέον
- προτακτέον
- πρότακτος, ος, ον
- προτάμνω
- προταρβέω-ῶ
- προταριχεύω
- πρότασις, εως (ἡ)
- προτάσσω
- προτέγιον, ου (τό)
- προτείνω
- προτείχισμα, ατος (τό)
- προτέλειος, ος, ον
- προτελευτάω-ῶ
- προτελέω-ῶ
- προτελίζω
- προτεμένισμα, ατος (τό)
- προτέμνω
- προτένθης, ου
- προτεραῖος, α, ον
- προτερέω-ῶ
- πρότερον
- πρότερος, α, ον
- προτέρω
- προτετύχθαι
- προτεύχω
- προτί
- προτιάπτω
- προτιβάλλομαι
- προτιειλεῖν
- προτιείποι
- προτιθέαται
- πρότιθεν
- προτίθημι
- προτιμάω-ῶ
- προτίμησις, εως (ἡ)
- προτίμιον, ου (τό)
- πρότιμος, ος, ον
- προτιμυθέομαι
- προτιμωρέω-ῶ
- προτιόσσομαι
- προτίω
- πρότμησις, εως (ἡ)
- προτολμάω-ῶ
- πρότονος, ου (ὁ)
- προτοῦ
- προτρεπτικός, ή, όν
- προτρεπτικῶς
- προτρέπω
- προτρέχω
- πρότριτα
- προτροπάδην
- προτροπή, ῆς (ἡ)
- προτρυγαῖος, ου
- προτρυγάω-ῶ
- προτρυγητήρ, ῆρος (ὁ)
- προτυπόω-ῶ
- προτύπτω
- προτυχών, οῦσα, όν
- προὔβαινον
- προὐβαλόμην, προὔβαλον
- προὔβην
- προὐβλήθην
- προὔγραφον
- προὔδωκα
- προὔθηκα
- προὐθυμήθην
- προὔκαμον
- προὔκειτο
- προυκήρυξα
- προὔκλαιον
- προὔκοπτον
- προὔλαβον
- προὐλίγου
- προὔλιπον
- προὔμαθον
- προὐμόσας
- προὐννέπω
- προυνόησα
- προὐξεπίσταμαι
- προὐξεφίεσο
- προϋπάρχω
- προὔπεμψα
- προϋπεξορμάω-ῶ
- προϋπέστην
- προϋπηργμένα
- προὔπιον
- προϋποβάλλω
- προϋπογράφω
- προϋπόκειμαι
- προϋποτίθημι
- προϋποφαίνω
- προὖπτος, ος, ον
- προὐργιαίτερος, α, ον
- προὔργου
- προυρρήθην
- προυσελέω-ῶ
- προὔστηκα
- προὐτέθην
- προὔφαινε
- προϋφασιζόμην, προϋφασισά
- προὐφείλω
- προϋφίστημι
- προὔφυν
- προὔχοντες
- προὔχριον
- προὐχώρησε
- προφαίνω
- προφανής, ής, ές
- πρόφαντος, ος, ον
- προφασίζομαι
- πρόφασις, εως (ἡ)
- προφερής, ής, ές
- προφέρω
- προφεύγω
- προφητεία, ας (ἡ)
- προφητεύω
- προφήτης, ου (ὁ)
- προφητικός, ή, όν
- προφῆτις, ιδος (ἡ)
- προφθάνω
- προφιλοσοφέω-ῶ
- προφιλοσοφητέον
- προφορά, ᾶς (ἡ)
- προφορικός, ή, όν
- προφράζω
- πρόφρασσα, ης
- προφρονέως
- προφρόνως
- πρόφρων, ων, ον
- προφυλακή, ῆς (ἡ)
- προφυλακίς, ίδος
- προφυλακτέον
- προφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
- προφυλάσσω
- προφυτεύω
- προφύω
- προφωνέω-ῶ
- προχαίρω
- προχαλκεύω
- πρόχειλος, ος, ον
- προχειρίζω
- πρόχειρος, ος, ον
- προχειροτονέω-ῶ
- προχείρως
- προχέω
- πρόχνυ
- προχοή, ῆς (ἡ)
- προχοΐς, ΐδος (ἡ)
- πρόχοος, ου (ἡ)
- Πρόχορος, ου (ὁ)
- προχρίω
- πρόχρονος, ος, ον
- πρόχυσις, εως (ἡ)
- προχύται, ῶν (αἱ)
- προχύτης, ου (ὁ)
- πρόχωλος, ος, ον
- προχωννύω
- προχωρέω-ῶ
- πρόχωσις, εως (ἡ)
- προψύχω
- προωθέω-ῶ
- πρόωρος, ος, ον
- πρυλέες, έων (οἱ)
- πρύμνα, ης (ἡ)
- πρύμνη, ης (ἡ)
- πρύμνηθεν
- πρυμνήσιος, α, ον
- πρυμνήτης, ου
- πρυμνόθεν
- πρυμνός, ή, όν
- πρυμνώρεια, ας (ἡ)
- πρυτανεία, ας (ἡ)
- πρυτανεῖον, ου (τό)
- πρυτανεύω
- πρυτανηΐη, ης (ἡ)
- πρύτανις, εως (ὁ)
- πρῴ
- πρώην
- πρωθήβη, ης
- πρωθήβης, ου
- πρωΐ
- πρωΐα, ας (ἡ)
- πρωϊαίτατα
- πρωϊζός, ή, όν
- πρώϊμος, ος, ον
- πρωϊνός, ή, όν
- πρώϊος, α, ον
- πρωΐτατα
- πρωκτός, οῦ (ὁ)
- πρών, πρῶνος (ὁ)
- πρῷος, α, ον
- πρῴρα, ας (ἡ)
- πρῳρατεύω
- πρῳράτης, ου (ὁ)
- πρῳρεύς, έως (ὁ)
- πρῶσας
- πρῶτα
- πρωταγωνιστέω-ῶ
- πρωταγωνιστής, οῦ (ὁ)
- πρώταρχος, ος, ον
- πρωτεῖον, ου (τό)
- Πρωτεύς, έως (ὁ)
- πρωτεύω
- πρωτιστεύω
- πρώτιστος, η, ον
- πρωτοβολέω-ῶ
- πρωτοβόλος, ος, ον
- πρωτόβολος, ος, ον
- πρωτογένεια, ας
- πρωτογενής, ής, ές
- πρωτόγονος, ος, ον
- πρωτοκαθεδρία, ας (ἡ)
- πρωτοκλισία, ας (ἡ)
- πρωτοκτόνος, ος, ον
- πρωτόμαντις, εως (ἡ)
- πρωτομάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
- πρωτόμορος, ος, ον
- πρωτοπαγής, ής, ές
- πρωτοπήμων, ονος
- πρωτόπλοος, ος, ον
- πρωτόπολις, εως
- πρῶτος, η, ον
- πρωτοστάτης, ου (ὁ)
- πρωτοτοκεῖα, ων (τά)
- πρωτότοκος, ος, ον
- πρωτοτόκος, ου
- πρώτως
- πρώων, πρώονος (ὁ)
- πταίην
- πταίρω
- πταῖσμα, ατος (τό)
- πταίω
- πτάμενος, η, ον
- πτανός
- πτάξ, ακός (ἡ)
- πταρμός, οῦ (ὁ)
- πτάρνυμι
- πτάς
- πτελέα, ας (ἡ)
- Πτερίη, ης (ἡ)
- πτερίσκος, ου (ὁ)
- πτέρνα, ης (ἡ)
- πτέρνη, ης (ἡ)
- πτερόεις, εσσα, εν
- πτερόν, οῦ (τό)
- πτεροφόρος, ος, ον
- πτεροφυέω-ῶ
- πτεροφυής, ής, ές
- πτερόω-ῶ
- πτερύγεσσιν
- πτερυγίζω
- πτερύγιον, ου (τό)
- πτερυγωκής, ής, ές
- πτέρυξ, υγος (ἡ)
- πτερύσσομαι
- πτέρωμα, ατος (τό)
- πτερωτός, ή, όν
- πτέσθαι, πτῆναι
- πτηνός, ή, όν
- πτῆσις, εως (ἡ)
- πτήσσω
- πτητικῶς
- πτίλον, ου (τό)
- πτίλωσις, εως (ἡ)
- πτίσσω
- πτοία, ας (ἡ)
- πτοέω-ῶ
- πτόησις, εως (ἡ)
- πτοιέω-ῶ
- Πτολεμαῖος, ου (ὁ)
- Πτολεμαῖς, ΐδος (ἡ)
- πτολεμίζω
- πτολεμιστής, οῦ (ὁ)
- πτόλεμόνδε
- πτόλεμος, ου (ὁ)
- πτολίεθρον, ου (τό)
- πτολιπόρθης, ου
- πτολιπόρθιος, ος, ον
- πτολίπορθος, ος, ον
- πτόλις, ιος (ἡ)
- πτόρθος, ου (ὁ)
- πτυάς, άδος (ἡ)
- πτύγμα, ατος (τό)
- πτυκτός, ή, όν
- πτύξ, πτυχός (ἡ)
- πτύον, ου (τό)
- πτύρομαι
- πτύσμα, ατος (τό)
- πτύσσω
- πτυχή, ῆς (ἡ)
- πτύω
- πτωκάς, άδος
- πτῶμα, ατος (τό)
- πτώξ, πτωκός
- πτώσιμος, ος, ον
- πτῶσις, εως (ἡ)
- πτωσκάζω
- πτώσσω
- πτωχεία, ας (ἡ)
- πτωχεύω
- πτωχηΐη, ης (ἡ)
- πτωχικός, ή, όν
- πτωχόμουσος, ου
- πτωχοποιός, ός, όν
- πτωχός, ή, ον
- πτωχῶς
- Πυανέψια, ων (τά)
- Πυανεψιών, ῶνος (ὁ)
- πύανος, ου (ὁ)
- πυγαῖος, α, ον
- πυγάργος, ου (ὁ)
- πυγή, ῆς (ἡ)
- πυγμαῖος, α, ον
- πυγμαχέω-ῶ
- πυγμαχία, ας (ἡ)
- πυγμάχος, ος, ον
- πυγμή, ῆς (ἡ)
- πυγούσιος, α, ον
- πυγών, όνος (ἡ)
- πύελος, ου (ἡ)
- Πυθαγόρας, ου (ὁ)
- Πυθαγόρειος, ος, ον
- Πυθαγόρης, ου (ὁ)
- Πυθαγορικός, ή, όν
- πυθαγορικῶς
- πυθαγοριστής, οῦ (ὁ)
- πύθεσθαι
- πυθέσθαι
- πύθευ
- Πυθία, ας (ἡ)
- Πύθια, ων (τά)
- Πυθιάς, άδος
- Πυθικός, ή, όν
- Πύθιον, ου (τό)
- Πυθιονίκης, ου (ὁ)
- Πύθιος, α, ον
- πυθμήν, ένος (ὁ)
- Πυθοῖ
- πυθοίατο
- πύθω
- Πυθώ, οῦς (ἡ)
- Πυθώδε
- Πύθων, ωνος (ὁ)
- Πυθών, ῶνος (ἡ)
- πύκα
- πυκάζω
- πυκιμήδης, ης, ες
- πυκινός, ή, όν
- πυκινῶς
- πυκνά
- Πύκνα
- πυκνοκίνδυνος, ος, ον
- πυκνόπτερος, ος, ον
- Πυκνός
- πυκνός, ή, όν
- πυκνόστικτος, ος, ον
- πυκνότης, ητος (ἡ)
- πυκνόω-ῶ
- πύκνωμα, ατος (τό)
- πυκνῶς
- πύκνωσις, εως (ἡ)
- πυκτεύω
- πύκτης, ου (ὁ)
- πυκτικός, ή, όν
- Πυλαγόρας, ου (ὁ)
- πυλαγορέω-ῶ
- Πυλάγορος, ου (ὁ)
- Πυλάδειος, ος, ον
- Πυλάδης, ου (ὁ)
- Πύλαι, ῶν (αἱ)
- Πυλαία, ας (ἡ)
- Πυλαϊκός, ή, όν
- Πύλαιος, α, ον
- πυλάοχος, ου (ὁ)
- πυλάρτης, ου
- πυλαωρός, οῦ (ὁ)
- πύλη, ης (ἡ)
- Πύλιος, α, ον
- πυλίς, ίδος (ἡ)
- Πυλόθεν
- Πυλοιγενής, ής, ές
- Πυλόνδε
- Πύλος, ου (ὁ, ἡ)
- πυλουρός, οῦ (ὁ)
- πυλόω-ῶ
- πύλωμα, ατος (τό)
- πυλών, ῶνος (ὁ)
- πυλωρέω-ῶ
- πυλωρός, οῦ
- πύματος, η, ον
- πύνδαξ, ακος (ὁ)
- πυνθάνομαι
- πύξ
- πύξινος, η, ον
- πυξίον, ου (τό)
- πυξίς, ίδος (ἡ)
- πύξος, ου (ἡ)
- πύον, ου (τό)
- πῦος, ου (ὁ)
- πῦρ, πυρός (τό)
- πυρά1, ῶν (τά)
- πυρά2, ᾶς (ἡ)
- πυράγρα, ας (ἡ)
- πυρακτέω-ῶ
- πυρακτόω-ῶ
- πυραμίς, ίδος (ἡ)
- πυραμοῦς, οῦντος (ὁ)
- πυργηδόν
- πυργηρέω-ῶ
- πύργινος, η, ον
- πυργίον, ου (τό)
- πυργοδάϊκτος, ος, ον
- πυργομαχέω-ῶ
- πύργος, ου (ὁ)
- πυργοφορέω-ῶ
- πυργοφόρος, ος, ον
- πυργοφύλαξ, ακος (ὁ)
- πυργόω-ῶ
- πυργώδης, ης, ες
- πύργωμα, ατος (τό)
- πυργῶτις, ιδος
- πυρδαής, ής, ές
- πυρεῖον, ου (τό)
- πυρέσσω
- πυρετός, οῦ (ὁ)
- πυρή, ῆς (ἡ)
- πυρήν, ῆνος (ὁ)
- πυρηφόρος, ος, ον
- πυρία, ας (ἡ)
- πυριάτη, ης (ἡ)
- πυριατήριον, ου (τό)
- πυριγενέτας, ου
- πυριγενής, ής, ές
- πυρίγονος, ος, ον
- πυρίδαπτος, ος, ον
- πυρίδιον1, ου (τό)
- πυρίδιον2, ου (τό)
- πυριήκης, ης, ες
- πυρίκαυστος, ος, ον
- πυρίκαυτος, ος, ον
- πυριλαμπής, ής, ές
- πυριμανέω-ῶ
- πύρινος1, η, ον
- πύρινος2, η, ον
- πυρίτης, ου
- πυριφλεγέθων, ον
- πυριφλεγής, ής, ές
- πυρίχρως, ωτος,
- πυρκαϊά, ᾶς (ἡ)
- πυρκόοι, ων (οἱ)
- πυρνόν, οῦ (τό)
- πυροβόλος, ος, ον
- πυροειδής, ής, ές
- πυροειδῶς
- πυροῖς
- πυρός1
- πυρός2, οῦ (ὁ)
- πυροφόρος, ος, ον
- πυρόω-ῶ
- πύρπνοος, ος, ον
- πυρπολέω-ῶ
- πύρρα, ας (ἡ)
- πυρράζω
- πυρρίχη, ης (ἡ)
- πυρριχίζω
- πυρρίχιος, ος, ον
- Πύρριχος, ου (ὁ)
- πυρρόθριξ, -τριχος
- πυρρός, ά, όν
- Πύρρος, ου (ὁ)
- πυρρόχροος , ους , οος-ους, οον-ουν
- πυρρόχρως , ως , ων
- πυρσεία, ας (ἡ)
- πυρσεύω
- πυρσός1, οῦ (ὁ)
- πυρσός 2, ή, όν
- πυρφορέω-ῶ
- πυρφόρος, ος, ον
- πυρώδης, ης, ες
- πυρωπός, ός, όν
- πύρωσις, εως (ἡ)
- πύσμα, ατος (τό)
- πυστιάομαι-ῶμαι
- πύστις, εως (ἡ)
- πυτία, ας (ἡ)
- πυώδης, ης, ες
- πῶ
- πώγων, ωνος (ὁ)
- πωγωνίας, ου
- πωγώνιον, ου (τό)
- πωγωνοτροφέω-ῶ
- πωγωνοτροφία, ας (ἡ)
- πώεα
- πώλε’
- πωλέεσκε
- πώλεο
- πωλέομαι-οῦμαι
- πωλέσκετο
- πωλεῦμαι, πωλεύμην
- πωλεύτης, ου (ὁ)
- πωλευτικός, ή, όν
- πωλεύω
- πωλέω-ῶ
- πώλησις, εως (ἡ)
- πωλητής, οῦ (ὁ)
- πωλικός, ή, όν
- πωλίον, ου (τό)
- πωλοδαμνέω-ῶ
- πωλοδάμνης, ου (ὁ)
- πωλοδαμνική, ῆς (ἡ)
- πῶλος, ου (ὁ, ἡ)
- πωλοτροφική, ῆς (ἡ)
- πωλοτρόφος, ος, ον
- πῶμα1, ατος (τό)
- πῶμα2, ατος (τό)
- πωμάζω
- πώμαλα
- πώποτε
- πώρινος, η, ον
- πῶρος, ου (ὁ)
- πωρόω-ῶ
- πώρωσις, εως (ἡ)
- πῶς
- πώς
- πωτάομαι-ῶμαι
- πώτημα, ατος (τό)
- πῶϋ, πώεος (τό)
- Ρ, ῥ (ῥῶ) (τό)
- ῥά
- ῥαβδίζω
- ῥαβδίον, ου (τό)
- ῥαβδομαχία, ας (ἡ)
- ῥαβδονομέω-ῶ
- ῥαβδονόμος, ου (ὁ)
- ῥάβδος, ου (ἡ)
- ῥαβδουχέω-ῶ
- ῥαβδουχία, ας (ἡ)
- ῥαβδοῦχος, ου (ὁ, ἡ)
- ῥαβδωτός, ή, όν
- ῥᾶγα
- ῥαγδαῖος, α, ον
- ῥάγδην
- ῥαγείς, εῖα, έν
- ῥαγή, ῆς (ἡ)
- ῥαδαλός, ή, όν
- ῥαδινάκη, ης (ἡ)
- ῥαδινός, ή, όν
- ῥᾴδιος, α, ον
- ῥᾳδιουργέω-ῶ
- ῥᾳδιούργημα, ατος (τό)
- ῥᾳδιουργία, ας (ἡ)
- ῥᾳδιουργός, ός, όν
- ῥᾳδίως
- ῥαθάμιγξ, ιγγος (ἡ)
- ῥᾳθυμέω-ῶ
- ῥᾳθυμία, ας (ἡ)
- ῥᾴθυμος, ος, ον
- ῥᾳθύμως
- ῥαΐζω
- ῥαίῃσι
- ῥαίνω
- ῥαισέμεναι
- ῥαιστήρ, ῆρος (ὁ, ἡ)
- ῥάϊστος, η, ον
- ῥαίω
- ῥακά
- ῥάκιον, ου (τό)
- ῥάκος, εος-ους (τό)
- ῥακόω-ῶ
- ῥάμφος, εος (τό)
- ῥανίς, ίδος (ἡ)
- ῥαντήριος, α, ον
- ῥαντίζω
- ῥαντισμός, οῦ (ὁ)
- ῥαντός, ή, όν
- ῥάξ, ῥαγός (ἡ)
- ῥᾷον
- ῥαπίζω
- ῥάπισμα, ατος (τό)
- ῥαπτός, ή, όν
- ῥάπτω
- ῥάσσατε
- ῥάσσω
- ῥᾷστα
- ῥᾴστος, η, ον
- ῥᾳστωνεύω
- ῥᾳστώνη, ης (ἡ)
- ῥαφανίς, ῖδος (ἡ)
- ῥάφανος, ου (ἡ)
- ῥαφεύς, έως (ὁ)
- ῥαφή, ῆς (ἡ)
- ῥαφίς, ίδος (ἡ)
- ῥαχία, ας (ἡ)
- ῥαχίζω
- ῥάχις, ιος (ἡ)
- ῥαχός, οῦ (ἡ)
- ῥαψῳδέω-ῶ
- ῥαψῳδία, ας (ἡ)
- ῥαψῳδός, οῦ (ὁ)
- ῥᾴων, ων, ον
- ῥέα
- ῥέγκω
- ῥέδη, ης (ἡ)
- ῥέεθρον, ου (τό)
- ῥέζεσκον
- ῥέζω1
- ῥέζω2
- ῥέθος, εος-ους (τό)
- ῥεῖα
- ῥεῖθρον, ου (τό)
- ῥέκτης, ου
- ῥέμβος, ου (ὁ)
- ῥεμβός, ός, όν
- ῥέμβω
- ῥεμβώδης, ης, ες
- ῥέξα
- ῥέος (τό)
- ῥέπω
- ῥέραμμαι
- ῥεραντισμένος
- ῥεράπισμαι
- ῥεριμμένος
- ῥερυπωμένος
- ῥεῦμα, ατος (τό)
- ῥευματίζω
- ῥευματικός, ή, όν
- ῥευμάτιον, ου (τό)
- ῥευστικός, ή, όν,
- ῥευστικῶς
- ῥευστός, ή, όν
- ῥεχθείς, εῖσα, έν
- ῥέω
- ῥῆγμα, ατος (τό)
- ῥηγμίν, ῖνος (ἡ)
- ῥήγνυμι
- ῥήγνυσκε
- ῥῆγος, εος-ους (τό)
- ῥῄδιος, η, ον
- ῥηθείς, εῖσα, έν
- ῥηθήσομαι
- ῥηΐδιος, η, ον
- ῥήϊστος, η, ον
- ῥήϊστα
- ῥηΐτερος, η, ον
- ῥηκτός, ή, όν
- ῥῆμα, ατος (τό)
- ῥημάτιον, ου (τό)
- ῥηματίσκον, ου (τό)
- ῥήμων, ονος (ὁ)
- ῥηξηνορίη, ης (ἡ)
- ῥηξήνωρ, ορος
- ῥῆξις, εως (ἡ)
- ῥήξω
- ῥησιμετρέω-ῶ
- ῥῆσις, εως (ἡ)
- ῥήσσω
- ῥήττω
- ῥητέος, α, ον
- ῥητήρ, ῆρος (ὁ)
- ῥητόν, οῦ (τό)
- ῥητόρεια, ας (ἡ)
- ῥητορεύω
- ῥητορικός, ή, όν
- ῥητορικῶς
- ῥητός, ή, όν
- ῥήτρα, ας (ἡ)
- ῥήτρη, ης (ἡ)
- ῥήτωρ, ορος (ὁ, ἡ)
- ῥητῶς
- ῥινῆ, ῆς (ἡ)
- ῥίγιστος, η, ον
- ῥιγεδανός, ή, όν
- ῥιγέω-ῶ
- ῥιγηλός, ή, όν
- ῥίγιον
- ῥῖγος, εος-ους (τό)
- ῥιγόω-ῶ
- ῥιγῶν
- ῥιγωσέμεν
- ῥίζα, ης (ἡ)
- ῥιζόθεν
- ῥιζοτόμος, ος, ον
- ῥιζοφάγος, ος, ον
- ῥιζόω-ῶ
- ῥιζώδης, ης, ες
- ῥίζωμα, ατος (τό)
- ῥιζωρυχέω-ῶ
- ῥίζωσις, εως (ἡ)
- ῥικνός, ή, όν
- ῥικνόω-ῶ
- ῥῖμμα, ατος (τό)
- ῥίμφα
- ῥιμφάρματος, ος, ον
- ῥιναυλέω-ῶ
- ῥινάω-ῶ
- ῥίνη, ης (ἡ)
- ῥινηλατέω-ῶ
- ῥινόκερως, ωτος (ὁ)
- ῥινόν, οῦ (τό)
- ῥινός1, οῦ (ἡ, ὁ)
- ῥινός2
- ῥινόσιμος, ος, ον
- ῥινοτόρος, ος, ον,
- ῥίον, ου (τό)
- ῥιπή, ῆς (ἡ)
- ῥιπίζω
- ῥιπίς, ίδος (ἡ)
- ῥῖπος, εος-ους (τό)
- ῥιπτάζεσκεν
- ῥιπτάζω
- ῥίπτασκον
- ῥιπτασμός, οῦ (ὁ)
- ῥιπταστικός, ή, όν
- ῥιπτεῦσι
- ῥιπτέω-ῶ
- ῥιπτός, ή, όν
- ῥίπτω
- ῥίς, ῥινός (ἡ)
- ῥιφέσομαι
- ῥίψ, ῥιπός (ἡ)
- ῥίψαι, ῥίψω
- ῥίψασπις, ιδος
- ῥῖψις, εως (ἡ)
- ῥιψοκίνδυνος, ος, ον
- ῥίψοπλος, ος, ον
- ῥοά, ᾶς (ἡ)
- ῥοδανός, ή, όν
- ῥόδεος, α, ον
- ῥοδοδάκτυλος, ος, ον
- ῥοδοδάφνη, ης (ἡ)
- ῥοδόεις, όεσσα, όεν
- ῥόδον, ου (τό)
- ῥοδόπαχυς
- ῥοδόπηχυς, υς, υ
- ῥοδωνιά, ᾶς (ἡ)
- ῥοή, ῆς (ἡ)
- ῥοθέω-ῶ
- ῥοθιάς, άδος
- ῥόθιος, ος, ον
- ῥόθος, ου (ὁ)
- ῥοιά, ᾶς (ἡ)
- ῥοιβδέω-ῶ
- ῥοίβδησις, εως (ἡ)
- ῥοῖβδος, ου (ὁ)
- ῥοιζέω-ῶ
- ῥοιζηδόν
- ῥοίζημα, ατος (τό)
- ῥοῖζος, ου (ὁ)
- ῥοιζώδης, ης, ες
- ῥοιή, ῆς (ἡ)
- ῥοικός1, ή, όν
- ῥοικός2, ή, όν
- ῥομβέω-ῶ
- ῥομβοειδής, ής, ές
- ῥόμβος, ου (ὁ)
- ῥομβώδης, ης, ες
- ῥομφαία, ας (ἡ)
- ῥόος, ου (ὁ)
- ῥόπαλον, ου (τό)
- ῥοπή, ῆς (ἡ)
- ῥόπτρον, ου (τό)
- ῥοῦς, ῥοῦ (ὁ)
- ῥοφέω-ῶ
- ῥόφημα, ατος (τό)
- ῥοχθέω-ῶ
- ῥοώδης, ης, ες
- ῥύαξ, ακος (ὁ)
- ῥυάς, άδος
- ῥύατο
- ῥυάχετος, ου (ὁ)
- ῥύγχος, εος-ους (τό)
- ῥυγχίον, ου (τό)
- ῥύδην
- ῥυδόν
- ῥυείς, εῖσα, έν
- ῥύη, ῥυῆναι
- ῥυθμίζω
- ῥυθμικός, ή, όν
- ῥυθμοποιΐα, ας (ἡ)
- ῥυθμοποιός, ός, όν
- ῥυθμός, οῦ (ὁ)
- ῥῦμα1, ατος (τό)
- ῥῦμα2, ατος (τό)
- ῥῦμα3, ατος (τό)
- ῥύμη, ης (ἡ)
- ῥύμμα, ατος (τό)
- ῥυμός, οῦ (ὁ)
- ῥυντάκης, ου (ὁ)
- ῥυοίατο
- ῥύομαι
- ῥυπαίνω
- ῥυπαρεύομαι
- ῥυπαρία, ας (ἡ)
- ῥυπαρός, ά, όν
- ῥυπάω-ῶ
- ῥύπον, ου (τό)
- ῥύπος1, ου (ὁ)
- ῥύπος2, εος -ους (τό)
- ῥυπόω1-ῶ
- ῥυπόω2
- ῥυπτικός, ή, όν
- ῥύπτω
- ῥυσάμην
- ῥυσιάζω
- ῥυσίβωμος, ος, ον
- ῥύσιον, ου (τό)
- ῥύσιος, ος, ον
- ῥυσίπολις, εως
- ῥύσις, εως (ἡ)
- ῥυσμός, οῦ (ὁ)
- ῥυσός, ή, όν
- ῥυσότης, ητος (ἡ)
- ῥυστάζω
- ῥυστακτύς, ύος (ἡ)
- ῥύστης, ου (ὁ)
- ῥυτήρ1, ῆρος (ὁ)
- ῥυτήρ2, ῆρος (ὁ)
- ῥυτιδόω-ῶ
- ῥυτίς, ίδος (ἡ)
- ῥυτός1, ή, όν
- ῥυτός2, ή, όν
- ῥύτωρ, ορος (ὁ)
- ῥυῶ, ῆς, ῆ
- ῥῶ
- ῥωγαλέος, α, ον
- ῥωγάς, άδος
- ῥωγμή, ῆς (ἡ)
- ῥώθων, ωνος (ὁ)
- ῥωμαικῶς
- ῥωμαϊστί
- ῥωμαλέος, η, ον
- ῥώμη1, ης (ἡ)
- ῥώννυμι
- ῥώξ1, ῥωγός (ἡ)
- ῥώξ2, ῥωγός (ἡ)
- ῥώομαι
- ῥωπήϊον, ου (τό)
- ῥωπικός, ή, όν
- ῥωπογραφία, ας (ἡ)
- ῥωποπερπερήθρα, ας (ἡ)
- ῥῶπος, ου (ὁ)
- ῥωχμός1, οῦ (ὁ)
- ῥωχμός2, οῦ (ὁ)
- ῥώχω
- ῥώψ, ῥωπός (ἡ)
- ἄχωρ , ορος (ὁ)
- ἀχώρ, ἀχῶρος (ὁ)
- ἀχωρέω e ἀχωριάω
- ἀφρόνιτρον , ου (τό)
- ἀνά
- Κίμολος , ου (ἡ)
- ὀβελός2, οῦ (ὁ)
- Ῥηγῖνος, η, ον
- Ῥήγιον, ου (τό)
- ἀνατεί
- Ὕλη , ἡ
- ἀμφί
- ἀβολέω-ῶ
- Ἀβροκόμας, ου (ὁ)
- Ἀγάθων, ωνος (ὁ)
- Ἀγγίτης, ου (ὁ)
- Ἀγησιστράτα, ας (ἡ)
- ἀγησίλαος, ου (masc.)
- ἀγχόνιος, α, ον
- Ἀδρήστη, ης (ἡ) jôn.
- ἁδύπολις dór.
- ἅδω dór.
- Ἀέλιος
- Αἴσηπος, ου (ὁ)
- Αἰσονίδης, ου (ὁ)
- Αἴσχυλος, ου (ὁ)
- Αἴσων, ωνος e ονος (ὁ)
- Ἀκάμας, αντος (ὁ)
- ἄκανθος, ου (ὁ)
- ἀκέρως, ως, ων
- ἀκή, ῆς (ἡ)
- ἄκρυπτος, ος, ον
- Ἀλαζῶνες, ων (οἱ)
- ἀλθαία, ας (ἡ)
- Ἀλίαρτος
- Ἁλίαρτος, ου (ὁ e ἡ)
- Ἀλκμεωνῖδαι, ων (οἱ)
- Ἀλκμέων, ωνος (ὁ)
- Ἀλυάττης, ου (ὁ)
- Ἄλπις, ιος (ὁ e ἡ)
- Ἄμασις, ιδος (ὁ)
- ἄμεικτος, ος, ον
- Ἀμίλκας, ου (ὁ)
- ἀμοιβαδίς
- ἀμπελίς, ίδος (ἡ)
- ἀμπολέω-ῶ
- Ἀμπρακιῶτις, ίδος (fem.)
- Ἀμύντας, ου (ὁ)
- Ἀμφάρης, ου (ὁ)
- Ἀμφιάραος, ου (ὁ)
- Ἀμφιάρεως, εω (ὁ)
- ἀμφιτιττυβίζω
- ἀναίρω
- Ἀναξαγόρας, ου (ὁ)
- ἀνατραπῆναι
- ἀνεπιστρεπτέω-ῶ
- ἀνεπίστρεπτος, ος, ον
- ἀνεπιστρέπτως
- ἀνορέα
- Ἀντίγονος, ου (ὁ)
- ἀντιβρίθω
- ἀντισχῶσι
- Ἀντωνῖνος, ου (ὁ)
- ἀντωνυμία, ας (ἡ)
- ἀντώνυμον, ου (τό)
- ἀνυποδησία, ας (ἡ)
- ἀξιοπίστως
- ἀπαγινέω-ῶ
- ἀπελπισμός, οῦ (ὁ)
- ἀπικνέομαι
- ἀποδιαιτάω-ῶ
- ἀποθορών
- ἀποθραύω
- ἀπόλωλα
- ἀποστολικός, ή, όν
- ἀραρυία
- Ἀράσπας, ου (ὁ)
- ἄργεμον, ου τό
- Ἀρδιαῖος, ου (ὁ)
- ἀρθμέω-ῶ
- ἀρθμός, οῦ (ὁ)
- Ἀριαῖος, ου (ὁ)
- Ἀρίγνωτος, ου (ὁ)
- Ἀρισταγόρας, ου (ὁ)
- Ἀριστοτέλης, ους (ὁ)
- Ἀριστοτέλειος, α, ον
- Ἀριστοφάνης, ους (ὁ)
- Ἀρίστων, ωνος (ὁ)
- Ἀρμενιακός, ή, όν
- Ἅρπαγος, ου (ὁ)
- Ἀρραβαῖος , ου (ὁ)
- Ἀρριβαῖος, ου (ὁ)
- Ἀρταξέρξης, ου (ὁ)
- Ἀρτεμβάρης, εος (ὁ)
- ἀρύτω
- Ἀρχίας, ου (ὁ)
- ἀρχιδεσμώτης, ου (ὁ)
- Ἀσδρούβας, α (ὁ)
- Ἀσίας, ου (ὁ)
- Ἀσιάς, άδος (fem.)
- Ἀσιᾶτις, ιδος´(fem.)
- Ἀσιῆτις, ιδος (fem.)
- Ἀσίς, ίδος (fem.)
- ᾆσμα, ατος (τό)
- Ἀσπασία, ας (ἡ)
- Ἀστύμαχος, ου (ὁ)
- Ἀστυόχεια, ας (ἡ)
- Ἀστύοχος, ου (ὁ)
- Ἀσωπίς, ίδος (ἡ)
- ἄτα
- Ἄτταλος, ου (ὁ)
- αὐταρχέω-ῶ
- αὔταρχος, ος, ον
- Αὐτόλυκος, ου (ὁ)
- αὐχή, ῆς (ἡ)
- αὔχη,ης (ἡ)
- Ἀφαρεύς, έως (ὁ)
- Ἄφυτις, ιος (ὁ)
- Ἀχαιϊκός, ή, όν
- ἄχνα
- Βαγαῖος, ου (ὁ)
- Βάλακρος, ου (ὁ)
- βάρβιτος, ου (ὁ e ἡ)
- Βαρκαῖος, α, ον
- Βάρκη, ης (ἡ)
- Βάτος, ου (ὁ)
- Βιθυνία, ας (ἡ)
- Βιθυνίς, ίδος (ἡ)
- Βιθυνός, ή, όν
- βινέω-ῶ
- βοιώτιον, ου (τό)
- βορβορόω-ῶ
- Βοττία, ας (ἡ)
- Βοττιαῖος, α, ον
- Βρασίδας, ου (ὁ)
- βρῖθος, εος -ους (τό)
- βρόξαι
- βρῦν
- βυρσόω-ῶ
- Γάβαιδος, ου (ὁ)
- Γάδατας, ου (ὁ)
- Γαμηλιών, ῶνος (ὁ)
- Γέλων, ωνος (ὁ)
- Γελάνωρ, ορος (ὁ)
- Γλαύκων, ωνος (ὁ)
- γλέφαρον, ου (τό)
- γνάφαλος , ου (ὁ)
- Γοργίας, ου (ὁ)
- γόων
- γροσφομάχος, ος, ον
- Γωβρύας, ου (ὁ)
- Δαμαρέτιος, ου (masc.)
- Δαρεῖται, ων (οἱ)
- δεκάμνους, ους, ουν
- Δεξίθεος, ου (ὁ)
- Δερκυλίδας, ου (ὁ)
- Δερκυλίς, ίδος (ἡ)
- Δηΐφοβος, ου (ὁ)
- Δᾶλος, ου (ἡ)
- Δημαρέτη, ης (ἡ)
- Δημάρατος, ου (ὁ)
- Δημάρητος, ου (ὁ)
- Δημοκήδης, ου (ὁ)
- διασφάττω
- διοικισμός, οῦ (ὁ)
- Διώνυσος, ου (ὁ)
- δοτός, ή, όν
- δρόμημα, ατος (τό)
- Δρύας, αντος (ὁ)
- Δρυάς, άδος (ἡ)
- δωδεκάβοιος, ος, ον
- δωδεκάμενος, ος, ον
- ἔβροξε
- εἱλικτός, ή, όν
- Ἑκατώνυμος, ου (ὁ)
- ἐκλελοιπώς
- ἐκτάμην
- ἔκταν
- ἐλατός, ή, όν
- ἐλάφιον, ου (τό)
- Ἕλενος, ου (ὁ)
- ἐμφορτίζομαι
- ἔμφορτος, ος, ον
- ἐξαγκωνίζω
- ἐξήλου
- ἐξομόργνυμι
- Ἐπειοί, ῶν (οἱ)
- ἐπιγραφεύς, έως (ὁ)
- Ἐπιδάμνος, ου (ὁ)
- ἐπιδεξίως adv.
- ἐπικρήηνον
- ἐπιφυλάττω
- Ἐπύαξα, ης (ἡ)
- ἐπωβελία, ας (ἡ)
- ἐρκτή, ῆς (ἡ)
- Ἕρμιππος, ου (ὁ)
- Ἕρμων, ωνος (ὁ)
- Ἐτέαρχος, ου (ὁ)
- ἔτετμον
- εὐθύτομος, ος, ον
- Εὔπολις, ιδος (ὁ)
- Εὐρυνόμη, ης (ἡ)
- Εὐρυσθεύς, έως (ὁ)
- Ζάγκλη, ης (ἡ)
- Ζέλεια, ας (ἡ)
- ζεφύριος, α e ος, ον
- Ἠλεῖος, α, ον
- Ἦλις, ιδος ac.-ιν e -ιδα (ἡ)
- ἧος
- Ἡρακλείδης, ου (ὁ)
- Ἡριππίδας, ου (ὁ)
- ἡσεῖτε
- ἡρῶσσα, ης (ἡ)
- ἡρῷσσα, ης (ἡ)
- ἥφθα
- Θάψακος, ου (ἡ)
- θέλυμνα, ων (τά)
- Θεογένης, ους (ὁ)
- Θεόδωρος, ου (ὁ)
- θεώτερος, α, ον
- θερμαντήριος, ος, ον
- Θεραῖος, α, ον
- θηρευτήρ, ῆρος (ὁ)
- θηρόκτονος, ος, ον
- Θήρων, ωνος (ὁ)
- θνατός
- θοινάτωρ, ορος (ὁ)
- Θοώτης, ου (ὁ)
- Θρασύμαχος, ου (ὁ)
- θρονίζω
- θρόνωσις, εως (ἡ)
- Θυρεά, ᾶς (ἡ)
- θωμαστóς
- Ἰδάντυρσος, ου (ὁ)
- ἰλλώπτω
- Ἱπποκλείδης, ου (ὁ)
- Ἱππόμαχος, ου (ὁ)
- Ἰσχόμαχος, ου (ὁ)
- καλλίας, ου (ὁ)
- Κάλυνδα, ων (τά)
- Καλυνδεῖς, έων (οἱ)
- Κανδαύλης, ου (ὁ)
- κᾶρυξ
- Καρύστιος, α, ον
- Κάρυστος, ου (ἡ)
- Κάσσιος, ου (ὁ)
- καυματώδης, ης, ες
- καχλάζω
- Κέβης, ητος (ὁ)
- Κιρκαῖον, ου (τό)
- Κίσσιος, α, ον
- Κλεάνωρ, ορος (ὁ)
- Κλεομένης, ους (ὁ)
- Κλέων, ωνος (ὁ)
- κλύς, κλυδός (ἡ)
- κορίαννον, ου (τό)
- κορίζω
- Κόροιβος, ου (ὁ)
- Κράτυλος, ου (ὁ)
- κρέσσων
- Κρῖσα, ης (ἡ)
- Κρισαῖος, α, ον
- Κριτόβουλος, ου (ὁ)
- κρυπτάδιος, α e ος, ον
- Κυαξάρης, ου (ὁ)
- Λευκίππη, ης (ἡ)
- Λευτυχίδης, ου (ὁ)
- Λεωνίδας, α (ὁ)
- Λεωνίδης, έω (ὁ)
- Λεωτυχίδης, ου (ὁ)
- Ληναϊτης, ου (masc.)
- Μαίων, ονος (ὁ)
- Μάγος, ου (ὁ)
- Μαλέα, ας (ἡ)
- Μάλεια, ας (ἡ)
- Μαλέη, ης (ἡ)
- Μανδάνη, ης (ἡ)
- μᾶνις
- μαντήϊος
- μαρικᾶς, ᾶ (ὁ)
- Μασίστης, ου (ὁ)
- Μάσκας, α (ὁ)
- Μασσαγέτης, ου (masc.)
- Μαχάων, ονος (ὁ)
- Μελέαγρος, ου (ὁ)
- Μεταποντῖνοι, ων (οἱ)
- Μεταπόντιον, ου (τό)
- Μέτελλος, ου (ὁ)
- μυκή, ῆς (ἡ)
- Μυρτάλη, ης (ἡ)
- Μύρκινος, ου (ἡ)
- νεκροθήκη, ης (ἡ)
- νῆνις
- νεᾶνις, ιδος (ἡ)
- Νήϊον, ου (τό)
- νηός
- Ξάνθιππος, ου (ὁ)
- Ξέναρχος, ου (ὁ)
- ξενοδόχος, ος, ον
- ξεινοδόχος
- Ξενοκλέης, ους (ὁ)
- Ξενοκλῆς
- ξυμφορέω-ῶ
- ξυνέβη
- Ὀδρύσαι, ῶν (οἱ)
- Οἰνιάδης, ου (ὁ)
- Ὀκτάβιος, ου (ὁ)
- ὀρνίθαρχος, ου (ὁ)
- Ὀροίτης, ου (ὁ)
- ὄσχος, ου (ὁ)
- ὁτιοῦν
- ὀφρυόω-ῶ
- παιδογονία, ας (ἡ)
- παιδογόνος, ος, ον
- Παλαμήδης, ους (ὁ)
- Πανταλέων, οντος (ὁ)
- Παντίμαθοι, ων (οἱ)
- Παυσίκαι, ῶν (οἱ)
- πέλεθος, ου (ὁ)
- Πέρκαλος, ου (ἡ)
- Περραιβία, ας (ἡ)
- Περραιβοί, ῶν (οἱ)
- πέτρωμα, ατος (τό)
- Πηρώ, οῦς (ἡ)
- πῖ (τό)
- Πλάκος, ου (ἡ)
- πλαταγέω-ῶ
- ποδάρκης, ης, ες
- Πολυκράτης, ους (ὁ)
- πολύφαμος
- Πομπήϊος, ου (ὁ)
- προβατεύω
- προεισέρχομαι
- Πρόξενος, ου (ὁ)
- προτυγχάνω
- πώλης, ου (ὁ)
- ῥήν (ἡ)
- ῥόδινος, η, ον
- Ῥοῖκος, ου (ὁ)
- Ῥώμυλος, ου (ὁ)
- ἀνά
- ἀνθεμίζομαι
- ἱστορικόσ, ή, όν
- μᾶλον1 - 2
- φιλοπροσηνῶς
- τυφόω-ῶ
- ὑπό
- ὑπομίγνυμι
- ὑποτελέω-ῶ
- ὑποφθέγγομαι
- ὑφέρπω
- ὑφορμέω-ῶ
- ὑψόω-ῶ
- πεντηκοντόργυıοσ, οσ, ον
- πεντηκόντοροσ, ου (ἡ)
- πεντηκοντούτης
- πεντηκόσιοι, αι, α
- πεντηκοστόσ, ή, όν
- πεντηκοστύσ, ύοσ (ἡ)
- πεντήπησ, ησ, ες
- προσκυλίνδω
- αἰβοῖ
- περαιτέρω
- πεπερασµένοσ, η, ον
- πέπλος , ου (ὁ)
- πέποιθα
- πέπορδα
- πέποσθε
- πεπρωµένοσ, η, ον
- πεπύθοιτο
- περιδίδομαι
- Μακρόβιοι, ων (οἱ)
- φθισίβροτος, ος, ον
- τιθασσεύω
- θύμoς 1, ου (ὁ)
- θύμος1, ου (ὁ)
- Αἴθων , ωνος
- Ἀγαμέμνων, ονος (ὁ)
- Ἀρηίθοος, ος, ον (ὁς)
- Aἰακός , οῦ (ὁ)
- Νημερτής
- Αἰθιοπίς, ίδος
- Αἰθιοπίς, ίδος
- Αἰθιοπίς, ίδος
- Αἰθιοπίς, ίδος
- Θάλεια, ας (ἡ)
- Ἀγήνωρ, ορος
- Διώνη, ης (ἡ)
- Γαῖα, ας (ἡ)
- Φέρουσα, ης (ἡ)
- Σπειώ, οῦς (ἡ)
- Φέρουσα, ης (ἡ)
- Φθία, ας (ἠ)
- Πρωτώ, οῦς (ἡ)
- Κυμοθόη, ης (ἡ)
- Κυμοδόκη, ης (ἡ)
- Κλυμένη, ης (ἡ)
- κλύμενος, η, ον
- Ἰάνειρα, ας (ἡ)
- Ὠρείθυια, ας (ἡ)
- Χρομίος, ου (ὁ)
- Ὑπείροχος, ου (ὀ)
- Ὕλη, ης (ἡ)
- Ῥίγμος, ου (ὁ)
- Πρύτανις, ιδος ου ιος (ὁ)
- Ποδάρκης, εος (ὁ)
- ποδάρκης, ης, ες
- Πόδαργος, ου (ὁ)
- πόδαργος, ος, ον
- Ποδάργη, ης (ἡ)
- Πανόπη, ης (ἡ)
- Ὄσσα, ης (ἡ)
- Δαμάγητος, ου (ὁ)
- Δίρκα (ἡ)
- Διαγόρας, ου (ὁ)
- Γλαῦκος, ου (ὁ)
- Γλαυκῶπις, ιδος
- Αὐγέας, ου (ὁ)
- Αἴτνα (ἡ)
- Ἀριστέας, ου ου α (ὁ)
- ἀγαλματογλύφος, ου (ὁ)
- ἀγαλματοπώλης, ου (ὁ)
- ἀδιόριστος, ος, ον
- αἴγαγρος, ου (ὁ, ἡ)
- αἰγοβοσκός, οῦ (ὁ)
- Αἰσώπειος, ος, ον
- ἀκατάλλακτος, ος, ον
- ἀκροκώλιον, ου (τό)
- ἀλεκτροφωνία, ας (ἡ)
- ἀμελετήτως
- ἀμύγδαλον, ου (τό)
- ἀμφινοέω-ῶ
- ἀναδενδράς, άδος (ἡ)
- ἀναξιοπαθέω-ῶ
- ἀνεπαισθήτως
- ἀντευεργέτης, ου (ὁ)
- ἀντιβουκολέω-ῶ
- ἀντίφημι
- ἀπαρακάλυπτος, ος, ον
- ἀπαρακαλύπτως
- ἀπαρεγχείρητος, ος, ον
- ἀπομερίζω
- ἀπρέπεια, ας (ἡ)
- ἀπροσκέπτως
- ἀπροφυλάκτως
- ἄσχημος, ος, ον
- ἀταράχως
- ἀτημελήτως
- ἄτριχος, ος, ον
- ἄθριξ, ἄτριχος
- αὐξύνω
- αὐτοδεσπότης, ου (ὁ)
- ἀφόδευμα, ατος (τό)
- ἀφοδεύω
- βαβαῖ
- βιοποριστέω-ῶ
- βραβεῖον, ου (τό)
- βρέγμα, ατος (τό)
- βρυχηθμός, οῦ (ὁ)
- βυρσοδέψης, ου (ὁ)
- βωταλίς (ἡ)
- γαληνιάω-ῶ
- γεωπονέω-ῶ
- δεῖπνος, ου (ὁ)
- Δημάδης, ου (ὁ)
- Δήμετρα, ας (ἡ)
- δημιούργημα, ατος (τό)
- διακολυμβάω-ῶ
- διαναβάλλομαι
- διαπαντός
- διενοχλέω-ῶ
- διερεθίζω
- δρυτόμος, ου (ὁ)
- δωρητικός, ή, όν
- ἀμφίνοος, ος, ον
- ἀμφίνους, ους, ουν
- Νύξ, ός (ἡ)
- Ὁλμειός, οῦ (ὁ)
- Σελήνη, ης (ἡ)
- Ὠκεανός, ῦ (ὁ)
- Δωτώ, οῦς (ἡ)
- Δυναμένη, ης (ἡ)
- Κοῖος, ου (ὁ)
- Ἀβαρβαρέη, ης (ἡ)
- Ἄβας, αντος (ὁ)
- Ἄβληρος, ου (ὁ)
- Ἀγακλέης, ῆος (ὁ)
- Ἀγαμήδη, ης (ἡ)
- Ἀγαπήνωρ, ορος (ὁ)
- Ἀγασθήνες, εος -ους (ὁ)
- Ἅλιος, ου (ὁ)
- Ἑστία, ας (ἡ)
- Ἥλιος, ου (ὁ)
- Ἥβη, ης (ἡ)
- Ἴσχυς, υος (ὁ)
- Ὄλβια, ας (ἡ)
- Ἀκάμας, αντος (ὁ)
- Ἀγάστροφος, ου (ὁ)
- Ἀγαυή, ῆς (ἡ)
- Ἀγέλαος, ου (ὁ)
- Ἀγήνωρ, ορος (ὁ)
- Ἀγκαῖος, ου (ὁ)
- Ἀγλαΐα, ας (ἡ)
- Ἄγριος, ου (ὁ)
- Ἀγχίαλος, ου (ὁ)
- Ἀδάμας, αντος (ὁ)
- Ἄδμητος, ου (ὁ)
- Ἄδραστος, ου (ὁ)
- Aἴας ου Αἶας, αντος (ὁ)
- Aἰγαί, ῶν (αἱ)
- Aἰγιαλός, οῦ (ὁ)
- Aἰγιάλεια, ας (ἡ)
- Aἴγινα, ης (ἡ)
- Aἴθη, ης (ἡ)
- Aἴθρα, ας (ἡ)
- Aἰνείας, ου (ὁ)
- Ἰώ, ῦς (ἡ)
- Ὀρθία, ας (ἡ)
- Αἴολος, ου (ὁ)
- Βίας, αντος (ὁ)
- Δίδυμα, ων (τὰ)
- Εὔμηλος, ου (ὁ)
- Κράτης, ητος (ὁ)
- Ναίς, ιδος (ἡ)
- Μεγάρα, ας (ἡ)
- Νικεύς (ὁ)
- Πάτραι, ῶν (αἱ)
- Πατρέες, ἑων (οἱ)
- Θόας, αντος (ὁ)
- Χάρις, ιτος (ἡ)
- Aἴτνη, ης (ἡ)
- Aὐγέας, ου (ὁ)
- Δῖα, ας (ἡ)
- Δίρκη, ης (ἡ)
- Δαμαῖος, ου (ὁ)
- Δαναἴς, ἴδος (ἡ)
- Δαναός, οῦ (ὁ)
- Δάρδανος 1, ου (ὁ)
- Δελφοἰ, ῶν (οἱ)
- AἴΘων, ωνος (ὁ)
- Aἵμων, ονος (ὁ)
- Αἴπεια, ας (ἡ)
- Ἀκταίη, ης (ἡ)
- Ἁλίη, ῆς (ἡ)
- Ἀκάστη, ης (ἡ)
- Ῥόδεια, ας (ἡ)
- Γλαύκη , ης (ἡ)
- Δωρίς 2, ιδος (ἡ)
- Θάλεια, ας (ἡ)
- Θόη, ης (ἡ)
- Ἀλάστωρ, ορος (ὁ)
- Ἀλθαία, ας (ἡ)
- Ἁλίαρτος, ου (ὁ)
- Ἀλκάθοος -ους, όου -ου (ὁ)
- Ἄλκανδρος, ου (ὁ)
- Ἄλκιμος, ου (ὁ)
- Ἄλτης (ὁ)
- Ἀμάθεια, ας (ἡ)
- Ἀμφιθόη, ης (ἡ)
- Ἀμφινόμη, ης (ἡ)
- Ἀμφοτερός, οῦ (ὁ)
- ἐγχυματίζω
- ἔγχυμα, ατος (τό)
- ἐκπέταμαι
- εἰκῆ
- ἐκτελειόω-ῶ
- ἔκτοτε
- ἐναποτίθεμαι
- ἐνάρετος, ος, ον
- ἐντινάσσω
- ἐπαλαζονεύομαι
- ἐπεκχέομαι
- ἐπευθύς
- ἐπιβλαβής, ής, ές
- ἐπικαχλάζω
- εὐεκτέω-ῶ
- εὐθηνεια, ας (ἡ)
- εὐκαρπία, ας (ἡ)
- εὐμεθόδως
- εὐμελής, ής, ές
- εὐπρόφορος, ος, ον
- θεραπαινίς, ίδος (ἡ)
- ἰδιοποιέω-ῶ
- ἰξευτής, οῦ (ὁ)
- ἰξεύω
- ἰξοφόρος, ος, ον
- Γαλάτεια, ας (ἡ)
- Ῥόδη, ης (ἡ)
- κακότροπος, ος, ον
- καταβαπτίζω
- καταδάκνω
- καταθαρρέω-ῶ
- κατάσκιος, ος, ον
- κατοπτάζομαι
- κερατίζω
- κηπωρός, οῦ (ὁ)
- κίχλα, ης (ἡ)
- κνίσμα, ατος (τό)
- κοίλωμα, ατος (τό)
- κοιλόω-ῶ
- κομπαστής, οῦ (ὁ)
- κυματόω-ῶ
- κυνόδηκτος, ος, ον
- κωδωνοφορέω-ῶ
- κωδωνοφόρος, ος, ον
- λιποθυμέω-ῶ
- λιτῶς
- λυκίδιον, ου (τό)
- λυκιδεύς, έως (ὁ)
- μακελλάριος, ου (ὁ)
- ματαιολογέω-ῶ
- μεγαλοφώνως
- Μελιταῖος, α, ον
- μεμπτέος, α, ον
- μεταπεριάγω
- μηδαμῆ
- μηναγύρτης, ου (ὁ)
- μικροφυής, ής, ές
- μυρσινών, ῶνος (ὁ)
- μυρρινών, ῶνος (ὁ)
- ναυπήγιον, ου (τό)
- νεοττοποιΐα, ας (ἡ)
- νυχιέστερος, α, ον
- ξυλεύομαι
- ὀπτάζω
- οἰκτίστως
- ὁμόροφος, ος, ον
- ὀξύπτερος, ος, ον
- Ἀλφειός , οῦ (ὁ)
- ἀπαράττω
- ἀπᾴττω
- ἀφροδίσιος, ος, ον
- Εὔρωπος, ου (ἡ)
- Ἰάκωβος, ου (ὁ)
- Ἱππίης, ου (ὁ)
- Κηφισός, οῦ (ὁ)
- Λάρισσα, ης (ἡ)
- Λύδιος, ος, ον
- μόρσιμος, η, ον
- Ὁποῦς, Ὀποῦντος (ὁ, ἡ)
- ὀστοῦν, οῦ (τό)
- Δημήτηρ, τρος (ἡ)
- Δημήτριος, ος, ον
- Δημοσθένης, ους (ὁ)
- Διογένης , ους (ὁ)
- Παρνασσός, οῦ (ὁ)
- πρᾶος, ος, ον
- Ῥαχήλ (ἡ)
- Ῥεβέκκα (ἡ)
- Ῥοῦφος, ου (ὁ)
- Ῥώμη2, ης (ἡ)
- Ῥωμινάλιος ἐρινεός (ὁ)
- Σύβαρις, ιδος (ἡ)
- Ὑστάσπης, ου (ὁ)
- χερρόνησος, ου (ἡ)
- Ἀράσπης, ου (ὁ)
- Γαδάτας, ου (ὁ)
- Δημαρέτη, ης (ἡ)
- ἆτος, ος, ον
- ἄβατος, η, ον
- ἄβροτος, η, ον
- ἀγαθουργέω-ῶ
- Ἀγαμεμνόνεος, η, ον
- ἀγλαός, ός, όν
- ἀγοραῖος, α, ον
- ἄγος, εος-ους (τό)
- ἄγριος, ος, ον
- ἄγροικος, ος, ον
- ἀγρονόμος, η, ον
- ἄγρωστις, ίδος (ἡ)
- ἄγυια, ας (ἡ)
- ἀγχίπτολις, εως (masc., fem.)
- ἀδελφεή
- ἀδῇος, ος, ον
- ἄδδην
- ἄδην
- ἀδίαντος, η, ον
- ἀδικίη, ης (ἡ)
- ἀδινός, ή, ον
- ἀδινῶς
- ἀείζως, ως, ων
- ἀεικίη, ης (ἡ)
- ἀεικέλιος, ος, ον
- ἀείνως, ως, ων
- ἀελπής, ής, ές
- ἀέριος, α, ον
- ἁθροίζω
- ἅθροισις, εως (ἡ)
- ἁθρόος, α, ον
- ἁθρόως
- ἀΐ
- Αἶας, Αἴαντος (ὁ)
- αἰγίθαλος , ου (ὁ)
- ᾅδης, ου (ὁ)
- Ἀΐδης, ου (ὁ)
- αἰές
- ἀϊκῶς
- αἱμακορία, ας (ἡ)
- Αἰνέας, ου (ὁ)
- ἄττω
- αἶστος, ος, ον
- ἀΐων, ονος (ἡ)
- Ἀκαδημία, ας (ἡ)
- ἄκασκα
- ἀκηρυκτί
- κάνναβις, εως (ἡ)
- ἀρδευτής , οῦ (ο)
- ἀρδευτός , ή , όν
- μέταξις , εως (ἡ)
- στυφώδης , ες
- β (βῆτα) (τό)
- γ (γάμα) (τό)
- μυλίτης ,-ου (ὁ)
- γαγάτης , -ου (ὁ )
- Γάγαι , -ῶν, (αἱ)
- κλαυδιανός , (ὁ)
- σάμφειρος ( ὁ)
- μαγνήτης , ‑ου, ὁ
- ὑγράσφαλτος ,- ου ὁ
- σάκχαρ, ‑αρος, (τό )
- ἀμμωνιακόν , ‑οῦ, (τό )
- στίμμι , ‑εως, ( τό)
- χία , ‑ας,( ἡ)
- χάνδρα , ‑ας, (ἡ)
- ἔμπρακτ-ος , ον
- δευτερογαμέω
- Διόσκοροι, -ων (οἱ)
- Ἀσπίς , -íδος (ἡ)
- πορφύρα, -ας (ἡ)
- Παπρημίτης , ‑ου (ὁ)
- Πάπρημις ( ἡ)
- Πολύμνια , ‑ας , (ἡ)
- ἰξίνη , (ἡ)
- Ἡλιοπολίτης , ‑ου, ( ὁ)
- αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν
- αἱμόρρους, ους, ουν
- ἄχρις
- ἀχρήϊος, ος, ον
- Ἀχαιά, ᾶς (ἡ)
- Ἀχαῖα, ας (ἡ)
- Ἀχαιΐα, ας (ἡ)
- αὐχμάω-ῶ
- αὐτόχροος, ος, ον
- αὐτόνοος, ος, ον
- αὐτόνους, ους, ουν
- αὖτις
- ἀτρέμας
- ἀξυγκρότητος, ος, ον
- ἀξύμβατος, ος, ον
- ἀξύμμετρος, ος, ον
- ἀξύμφωνος, ος, ον
- ἀξύνετος, ος, ον
- ἀξύντακτος, ος, ον
- ἀξύστατος, ος, ον
- ἀσφάραγος, ου (ὁ)
- ἄρτυνος, ου (ὁ)
- ἀροτριόω-ῶ
- ἀρεσκεία, ας (ἡ)
- ἀργύρεος, α, ον
- ἀργυροῦς, ᾶ, οῦν
- ἀποχειροβίωτος, ος, ον
- ἀποχωλόω-ῶ
- ἀποσταδόν
- ἀποσμύχω
- ἀποπτοιέω-ῶ
- ἀπολισθάνω
- ἀποκλάω
- ἀποκνάω
- ἀποκαθιστάω-ῶ
- ἀποθωυμάζω
- ἀπογίνομαι
- ἀπογινώσκω
- ἄπλοος, ος, ον
- ἀπαρύω
- ἀπαππαπαῖ
- ἆορ, ἄορος (τό)
- ἀξιαφήγητος, ος, ον
- ἀξιοζήλωτος, ος, ον
- ἀξιόμισος, ος, ον
- ἀντίπνους, ους, ουν
- ἀντίξους, ους, ουν
- ἀνθρωπόνους, ους, ουν
- ἀνατεί
- ἀνάσιλος, ου (ὁ)
- ἀναιδεία, ας (ἡ)
- ἀναγινώσκω
- Τήνιος , α, ον
- ἄμφωτις, ιδος (ἡ)
- ἁλύω
- ἀλῳά, ᾶς (ἡ)
- ἀλῳή, ῆς (ἡ)
- ἄμαξα, ης (ἡ)
- ἀμαξιτός, ός, όν
- ἁμαρτῇ
- ἀμέ
- ἁμίς, ίδος (ἡ)
- ἅμμος, ου (ὁ)
- ἁμόθεν
- ἁμοῦ
- ἀλκυονίς, ίδος (ἡ)
- ἀλκυονίς, ίδος (ἡ)
- ἀλκυόνειος, α, ον
- Ἁλικαρνασσός, οῦ (ὁ)
- Ἁλικαρνησός, οῦ (ὁ)
- ἀλετός, οῦ (ὁ)
- ἀκηρυκτί
- ἄδην
- ἀδινός, ή, ον
- ἀδινῶς
- ἀγχίνους, ους, ουν
- ἀγχίπλους, ους, ουν
- ἀγρόθεν
- ἀγάρρους, ους, ουν
- Ἀγαμεμνόνεος, η, ον
- πράξις / πρῆξις , εως (ἡ)
- βαθύρρους, ους, ουν
- βέκος, ους (τό)
- βείομαι
- βωμολοχέω-ῶ
- γαζοφυλάκιον, ου (τό)
- γαλῆ, ῆς (ἡ)
- γάλως, γάλω (ἡ)
- γεῖσσον, ου (τό)
- γέλοιος, α, ον
- Γελῶος, ου (ὁ)
- γεώπεδον, ου (τό)
- γαρύω
- γιγαντιαῖος, α, ον
- γληχώ, οῦς (ἡ)
- γλήχων, ωνος (ἡ)
- βλήχων, ωνος (ἡ)
- γλωχίν, ῖνος (ἡ)
- γνώστης, ου (ὁ)
- γονυκαυσάγρυπνα, ης
- γραμματοφυλάκιον, ου (τό)
- γράσσος, ου (ὁ)
- γρῆϋς
- γρυλλίζω
- γρυμαία, ας (ἡ)
- γρυμαιοπώλης, ου (ὁ)
- Γυρτώνη, ης (ἡ)
- δᾷος, α, ον
- δήϊος, α, ον
- δᾴς, δᾳδός (ἡ)
- δάκετον, ου (τό)
- Δαρδάνιος, α, ον
- δᾷς, δᾳδός (ἡ)
- δαφοινός, ός, όν
- Δεῖμος, ου (ὁ)
- Δειμός, οῦ (ὁ)
- δεκαετής, ής, ές
- δεξιολάβος, ου (ὁ)
- δεσμή, ῆς (ἡ)
- δῃάλωτος, ος, ον
- Δήλιος, α, ον
- ἀκατασκεύαστος, ος, ον
- δουλεύω
- ὑποζύγιος, ος, ον
- δεκάλογος, ου (ἡ)
- Δικαιόπολις, ιδος (ὁ)
- ἐσβαίνω
- ἐσοικίζω
- Εὐτρόπιος, ου (ὁ)
- Ζηνόθεμις, ιδος (ὁ)
- δημόθρους, ους, ουν
- διαβύνομαι
- διάττω
- διακορέω-ῶ
- διαμιγνύω
- διαπατταλεύω
- διάπλους, ους, ουν
- διαρμόττω
- δίγλωττος, ος, ον
- διεξᾴττω
- διεξάττω
- διηνεκῶς
- διθάλαττος, ος, ον
- δικτατορεία, ας (ἡ)
- διολισθαίνω
- Διομήδειος, α, ον
- Διομήδης, εος -ους (ὁ)
- διορύττω
- Διοσκόρειον, ου (τό)
- Διοσκούρειον, ου (τό)
- Διόσκουροι, ων (οἱ)
- διπλοίζω
- διπλόος, η, ον
- δίποδος, ου
- διττός, ή, όν
- δισύλλαβος, ος, ον
- δορυξόος, ος, ον
- δορυξοῦς, οῦς, οῦν
- δορυσσόος, ος, ον
- δορυσσοῦς, οῦς, οῦν
- δραγματοφόρος, ος, ον
- δυσθανατέω-ῶ
- δύσνους, ους, ουν
- Δύσπαρις, ιδος (ὁ)
- δύσπνους, ους, ουν
- χέδροψ, οπος
- Θάλης, ητος (ὁ)
- ἱνατί
- κραδίη, ης (ἡ)
- σμικρός, ά, όν
- τέτταρες, ες, α
- χοεύς, χοέως (ὁ)
- σῆς, σητός (ὁ)
- σῆς, σεός (ὁ)
- Ἰαολκός, οῦ (ὁ)
- Ἡγέστρατος, ου (ὁ)
- κάτωθεν
- Μαμωνᾶς, ᾶ (ὁ)
- πατρίκιος, ου (ὁ)
- Πιττακός, ου (ὁ)
- Παρθενών, ῶνος (ὁ)
- συνειδός, óτος (τό)
- Χῖος, ου (ἡ)
- Χρυσόστομος, ος, ον
- οἶδα
- ἑ
- ἐθελοθρησκία, ας (ἡ)
- εἰκοσαέτης, ης, ες
- εἰλέω
- εἱλίπους, ους, ουν
- εἱλίττω
- εἵλλω
- εἰναέτης, ης, ες
- εἵργω
- ἐσαγγέλλω
- ἐσάγω
- ἐσαθρέω-ῶ
- ἐσακοντίζω
- ἐσακούω
- ἐσάλλομαι
- ἔσαντα
- ἐσαπικνέομαι
- ἐσβάλλω
- ἔσβασις, εως (ἡ)
- ἐσβιάζομαι
- ἐσβιβάζω
- ἐσβλέπω
- ἐσγράφω
- ἐσδέχομαι
- ἐσδέκομαι
- ἐσδύνω
- ἐσδύομαι
- ἐσηγέομαι
- ἐσήγησις, εως (ἡ)
- ἐσηγητέον
- ἐσηγητής, οῦ (ὁ)
- ἐσίπταμαι
- ἐσκομίζω
- ἐσκυκλέω-ῶ
- εἰσόκεν
- ἐσοπτρίζω
- ἐσορμάω-ῶ
- ἐσπηδάω
- ἐσπλέω
- εἴσπλους, ου (ὁ)
- ἔσπλοος, ου (ὁ)
- ἔσπλους, ου (ὁ)
- ἐσποιέω-ῶ
- ἐσποίησις, εως (ἡ)
- εἰσπράττω
- ἐσπράσσω
- ἐσφορέω-ῶ
- ἐσωθέω
- ἕκας
- ἐκκαιδεκαέτης, ης, ες
- ἐκκάω
- ἐκκηρύττω
- ἐκμάττω
- ἔκνους, ους, ουν
- ἐκπλήττω
- ἔκπλους, ου (ὁ)
- ἐκπράττω
- ἔκρους, ου (ὁ)
- ἐκταράττω
- ἐκτάττω
- ἐκχαράττω
- ἐλάττωμα, ατος (τό)
- ἐλάττων, ων, ον
- ἐέλδωρ (τό)
- ἑλίττω
- Ἑλλανίς, ίδος
- ἐλλέβορος, ου (ὁ)
- ἑλύω
- τἄμπαλιν
- τοὔπαλιν
- ἐμπάττω
- ἐμπιτνέω
- ἐμπλάττω
- ἐμπλήττω
- ἔμπνους, ους, ουν
- ἐμφράττω
- ἔναντι
- ἐνελίττω
- ἐννεός, ά, όν
- Ἑνετοί, ῶν (οἱ)
- ἐνθαλαττεύω
- ἐνιαχοῦ
- ἐννενήκοντα
- ἐννενηκονταετής, ής, ές
- ἐννενηκοστός, ή, όν
- ἐννεοττεύω
- ἐνέπω
- ἔννους, ους, ουν
- ἕνος, η, ον
- ἐντάττω
- ἐντυλίττω
- ἐξαιμάττω
- ἑξάκις
- ἐξαλλάττω
- ἐξαπαλλάττω
- ἐξαπίνας
- ἑξάχοος, ος, ον
- ἑξάχους, ους, ουν
- ἑξηκονταέτης, ης, ες
- ἐξολισθάνω
- ἐπᾴσσω
- ἐπαλλάττω
- ἐπαράττω
- ἐπειρώτησις, εως (ἡ)
- ἐπέκπλους, ου (ὁ)
- ἐπιγλωττάομαι-ῶμαι
- ἐπιδιαγινώσκω
- ἐπιδιπλοΐζω
- ἐπιδράττομαι
- ἐπιθαλαττίδιος, ος, ον
- ἐπιθαρσύνω
- ἐπικάω
- ἐπικηρύττω
- ἐπιπλάττω
- ἐπιπλήττω
- ἐπίπλους 1, ου (ὁ)
- ἐπίπλους 2, ου (ὁ)
- ἐπίπνοος, ος, ον
- ἐπίπνους, ους, ουν
- ἐπίπλους 3, ους, ουν
- ἐπίπνοος, ος, ον
- ἐπίσσωτρον, ου (τό)
- ἐπιταράττω
- ἐπιτάττω
- ἐπίτηδες
- ἐπιφράττω
- ἐπιφρίττω
- ἐπιχαράττω
- ἐποικτίρω
- ἕρδω
- ἐρεσχηλέω-ῶ
- ἐρῆμος, η, ον
- ἕρκειος, ος, ον
- ἑρμίν, ῖνος (ὁ)
- Ἐρξίης, ου (ὁ)
- ἐερσήεις , ήεσσα, ῆεν
- ἑταιρία, ας (ἡ)
- ἑταιρήϊος, α, ον
- ἑτερόγλωττος, ος, ον
- ἑτοῖμος, ος, ον
- εὐγλωττία, ας (ἡ)
- εὔγλωττος, ος, ον
- ἐΰγναμπτος, ος, ον
- ἐΰζυγος, ος, ον
- ἐΰζωνος, ος, ον
- εὐθάλαττος, ος, ον
- ἐΰθρονος, ος, ον
- ἐϋκλεής, ής, ές
- ἐϋκλεΐη, ης (ἡ)
- ἐϋκλήϊς, ϊδος
- ἐϋκλήϊς, ϊδος
- ἐϋκτίμενος, η, ον
- εὐνατήρ, ῆρος
- εὐνάτωρ, ορος (ὁ)
- ἐΰνητος, ος, ον
- ἐΰννητος, ος, ον
- εὔνους, ους, ουν
- εὐξύμβολος, ος, ον
- εὐξύνετος, ος, ον
- εὐξύνθετος, ος, ον
- ἐϋπλεκής, ής, ές
- ἐϋπλόκαμος, ος, ον
- εὔπνους, ους, ουν
- εὔρους, ους, ουν
- ἐΰσκοπος, ος, ον
- ἐϋσταθής, ής, ές
- ἐϋστέφανος, ος, ον
- ἐΰστρεπτος, ος, ον
- ἐϋστρεφής, ής, ές
- ἐΰστροφος, ος, ον
- εὐτλάμων, ων, ον
- ἐϋτρεφής, ής, ές
- ἐΰτρητος, ος, ον
- ἐΰτροχος, ος, ον
- ἐΰτυκτος, ος, ον
- εὐφαμέω
- εὐφαμία, ας (ἡ)
- εὔφαμος, ος, ον
- ἐϋφροσύνη, ης (ἡ)
- ἐΰφρων, ων, ον
- εὔχρους, ους, ουν
- εὐωδίη, ης (ἡ)
- ἐπεξῆς
- ἐχηνῇς, -ῇδος
- ἐχίνος, ου (ὁ)
- ἡδύπνοος, ος, ον
- ἡδύπνους, ους, ουν
- ἡδύπνοος, ος, ον
- ἡλικίη, ης (ἡ)
- Ἡρακλεώτης, ου
- Ἡρακλήϊος, α, ον
- ἡρῴνη, ης (ἡ)
- ἧττα, ης (ἡ)
- ἡττάω-ῶ
- ᾔτουν
- θαλάττιος, α, ον
- θαλαττοκράτωρ, ορος
- θαλαττόω-ῶ
- θάττων, ων, ον
- θωῦμα, ατος (τό)
- θωμάζω
- θερμόνους, ους, ουν
- θερμόνους, ους, ουν
- θεσμοθετεῖον, ου (τό)
- Θετταλιῶτις, ιδος (ἡ)
- Θετταλός, ή, όν
- θηλύνους, ους, ουν
- Θρηΐκιος
- Θρῆϊξ
- θρίδαξ, ακος (ἡ)
- θρίναξ, ακος (ὁ)
- θροῦς, οῦ (ὁ)
- θρυλλέω-ῶ
- θρυγατιδοῦς, οῦ (ὁ)
- θυγατριδῆ, ῆς (ἡ)
- θυμιητήριον, ου (τό)
- θυσσανόεις, όεσσα, όεν
- θωή, ῆς (ἡ)
- ἴ
- ᾿Ιάκωβος, ου (ὁ)
- ἴβις, ἴβιος (ὁ)
- ἰδέη, ης (ἡ)
- ἰδιοβουλέω-ῶ
- ἰδρίη, ης (ἡ)
- ἱρολογίη, ης (ἡ)
- ἰθαιγενής, ής, ές
- Ἰθωμάτας, α
- ἰκρίον, ου (τό)
- Ἰλισσός, οῦ (ὁ)
- ἴνις (ὁ, ἡ)
- ἵξις, εως (ἡ)
- Ἴσειον, ου (τό)
- ἱστμοῖ
- ἶσος, η, ον
- ἔϊσος, η, ον
- ἵστωρ, ορος
- εἰσφοιτάω-ῶ
- ἐσφοιτάω-ῶ
- εἰσοχή, ῆς (ἡ)
- ἐσοχή, ῆς (ἡ)
- κατυπέρτατος, α, ον
- κατυπέρτερος, α, ον
- κᾀσκρῶν
- κἀκβολάς
- κἀκεῖθεν
- κἀκεῖνος
- κἀκεῖσε
- κακόνους, ους, ουν
- καλλίρροος, ος, ον
- καλλίρρους, ους, ουν
- καλώδιον, ου (τό)
- κάνναθρον, ου (τό)
- κἀνακούφισιν
- κἀνακωκύσας
- κάνδυλος, ου (ὁ)
- κανοῦν, οῦ (τό)
- κἀνέσωσεν
- κἀξελέγχεται
- κἀπαναίρονται
- κἀπαναιροῦνται
- κἀπεδείξατο
- κἄπεμψα
- κάπηλις, ιδος (ἡ)
- κἀποπλήσσομαι
- κἀποσώσοντας
- κασσία, ας (ἡ)
- καττιτέρινος, η, ον
- καττύω
- κἀστίν
- κᾆτα
- καταθαρρύνω
- κατακρῆθεν
- κατακυλίω
- κατοκωκή, ῆς (ἡ)
- κατοκώχιμος, ος, ον
- καταλλάττω
- καταλοφάδια
- καταμάττω
- καταμύττω
- καταπέπτω
- καταπλάττω
- καταπλήττω
- καταπράττω
- καταπροίξομαι
- κατάρη, ης (ἡ)
- καταράττω
- κατάρρους, ους, ουν
- κατασπαράττω
- καταστρατοπεδία, ας (ἡ)
- καταταράττω
- κατατάττω
- καταφοιτέω
- κατεῖπον
- κατορύττω
- κατωτέρω
- κηλωνήϊον, ου (τό)
- κᾶπος, ου (ὁ)
- κήρυξ, υκος (ὁ, ἡ)
- κηρύττω
- καρύσσω
- κιθαρῳδός, οῦ (ὁ)
- κιννάβαρις, εως (ὁ)
- κισσηρώδης, ης, ες
- κίττα, ης (ἡ)
- κιττάω-ῶ
- κισσηροειδής, ής, ές
- κιττοποίητος, ος, ον
- κιττός, οῦ (ὁ)
- κιττοφορέω-ῶ
- κλιβανωτός, ή, όν
- Κλυταιμήστρα, ας (ἡ)
- γναφεῖον, ου (τό)
- γναφεύω
- κνισσάω-ῶ
- κνισσήεις, ήεσσα, ῆεν
- κνισσόω-ῶ
- κνισσώδης, ης, ες
- κνισσωτός, ή, όν
- Κνωσσός, οῦ (ὁ)
- κοινόπλοος, ος, ον
- κοινόπλους, ους, ουν
- κοινόπους, ους, ουν
- κόρση, ης (ἡ)
- κοτέ
- κού
- κουφόνους, ους, ουν
- κουφοτής, ῆτος (ἡ)
- κοὐχί
- κρανείη, ης (ἡ)
- κρεωδαίτης, ου (ὁ)
- κρεωδοσία, ας (ἡ)
- κρεωπωλικός, ή, όν
- κρεωπώλιον, ου (τό)
- κρεωφαγία, ας (ἡ)
- Κροτωνιῆτις, ιδος
- κρυψίνους, ους, ουν
- Κυθήρα, ας (ἡ)
- Κυλλάνιος, α, ον
- κυνορραιστής, οῦ (ὁ)
- κυπαρίττινος, η, ον
- κυρίττω
- κωβίος, ου (ὁ)
- Κῷος, α, ον
- κωλῆ, ῆς (ἡ)
- κως
- λᾶς, λᾶος (ὁ)
- Λαγίδης, ου (ὁ)
- λάθρᾳ
- λαλίστερος, α, ον
- λεωπόρος, ος, ον
- λαπάρη, ης (ἡ)
- λαπάττω
- Λαρισσαῖος, α, ον
- λατρόν, οῦ (τό)
- λαφύττω
- λειπογνώμων, ων, ον
- λεοντῆ, ῆς (ἡ)
- λευκανίη, ης (ἡ)
- Λήδη, ης (ἡ)
- Ληρισαῖος
- λιπαρίη, ης (ἡ)
- λοιμώττω
- λυττάω-ῶ
- ἀργυρολογία, ας (ἡ)
- ἀργυρολόγος, ος, ον
- συνορμίζω
- ξυνωρίς, ίδος (ἡ)
- διαθροέω-ῶ
- διωβελία, ας (ἡ)
- διωβολία, ας (ἡ)
- ἀποδικέω-ῶ
- ἀπολυτικῶς
- ὀρεοκόμος, ος, ον
- ὀρεωκόμος, ος, ον
- ἀξιόσκεπτος, ος, ον
- κυβευτής, οῦ (ὁ)
- λιμώττω
- λινοῦς, ῆ, οῦν
- μάζα, ης (ἡ)
- μάκαρ, μάκαιρα, μάκαρ
- μαλάττω
- μάμμη, ης (ἡ)
- μαντηΐη, ης (ἡ)
- μαντήϊος, η, ον
- μαντήϊον, ου (τό)
- γλαμυρός, ά, όν
- βοτρυώδης , ης , ες
- κίσσινος, ‑η, ‑ον
- κίσσῐνος , η, ον,
- μανύω
- μάττω
- μεγαλόνοος, ος, ον
- μεγαλόνοος, ος, ον
- μεγαλόνους, ους, ουν
- μέζων, ων, ον
- μεζόνεσσι
- μεθαρμόττω
- μειλίττω
- μελάγχροος, ος, ον
- μελάγχρους, ους, ουν
- μελανόχροος, ος, ον
- μελανόχρους, ους, ουν
- μελίπνους, ους, ουν
- μελιττουργεῖον, ου (τό)
- μελιττουργός, οῦ (ὁ)
- μελιτοῦς, οῦσσα, οῦν
- βροτήσιος , α, ον
- Βάκτριος , α, ον
- Μεμνόνειος, α, ον
- μέσσαυλος, ος, ον
- μεσηγύς
- μεσσηγύς
- Μεσσήνιος, α, ον
- Μεσηνίς, ίδος
- μεταλλάττω
- μεταμπέχω
- μεταπλάττω
- μετατάττω
- μέχρις
- μηθέν
- μήτι
- μίγμα, ατος (τό)
- σμικρολογία, ας (ἡ)
- σμικρολόγος, ος, ον
- σμικρολογέω-ῶ
- μίνθη, ης (ἡ)
- μυστίλη, ης (ἡ)
- μογισαψεδάφη, ης
- Μολοττία, ας (ἡ)
- Μολοττικός, ή, ον
- Μολοττίς, ίδος
- Μολοττός, ός, όν
- μόνιος, ος, ον
- μορμολύκειον, ου (τό)
- Μοσύνοικοι, ων (οἱ)
- μουναρχέω
- μουναρχίη, ης (ἡ)
- μούναρχος, ου (ὁ)
- Μουνυχία, ας (ἡ)
- Μουνυχίαζε
- Μουνυχιών, ῶνος (ὁ)
- μουνόκωλος, ος, ον
- μουνόλιθος, ος, ον
- μουνόω
- μουσουργίη, ης (ἡ)
- μυγαλῆ, ῆς (ἡ)
- μυρίοι, αι, α
- μυρίπνους, ους, ουν
- μῶρος, α, ον
- Ναζαρέτ (ἡ)
- ναυηγέω
- ναυηγίη, ης (ἡ)
- ναυήγιον, ου (τό)
- ναυηγός, ός, όν
- ναυηγός, οῦ (ὁ)
- νεηνίσκος, ου (ὁ)
- νεηνίης, ου (ὁ)
- νέκυια, ας (ἡ)
- νέμεσσις, εως (ἡ)
- νεοττιά, ᾶς (ἡ)
- νεοττίον, ου (τό)
- νεοττός, οῦ (ὁ)
- νεοττοτροφία, ας (ἡ)
- νασιώτας, ου (ὁ)
- νηττάριον, ου (τό)
- νίσομαι
- νοῦς, νοῦ (ὁ)
- νωχελίη, ης (ἡ)
- ξεινίζω
- ξεινικός, ή, όν
- ξείνιος, α, ον
- ξεῖνος, η, ον
- ξεινοκτονέω
- ξυγγνώμη, ης (ἡ)
- ξυλλέγω
- ξυμβαίνω
- ξυμβάλλω
- ξύμμαχος, ος, ον
- ξύμπας, -πασα, -παν
- ξυμπίπτω
- ξυρρέω
- ξυρρήγνυμι
- ξυρρίπτω
- Ὀδύσσεια, ας (ἡ)
- ὁθούνεκεν
- Οἰδιπόδας, α (ὁ)
- οἰζυρός, ά, όν
- οἰζύς, ύος (ἡ)
- οἰζύω
- οἷμος, ου (ὁ, ἡ)
- οἰστός, οῦ (ὁ)
- ὀΐω
- οἴομαι
- ὅκῃ
- ὅπῃ
- ὀπίστερος, α, ον
- Ὁπόεις, Ὁπόεντος (ὁ, ἡ)
- ὁπποῖος, η, ον
- ὁππόσος, η, ον
- ὁππότε
- ὁππόθι
- ὁππόσε
- ὅκου
- ὅππως
- ὁκοῖος, η, ον
- ὁκόσος, η, ον
- ὁκότε
- ὁκότερος, η, ον
- ὀργυιά, ᾶς (ἡ)
- ὀρύττω
- ὁσίη, ης (ἡ)
- ὁσσάκις
- οὔκως
- ὀλαί, ῶν (αἱ)
- οὐμενοῦν
- οὕνεκεν
- οὔνομα, ατος (τό)
- οὐνομάζω
- οὐνομαίνω
- οὐνομάκλυτος, ος, ον
- οὐνομάκλυτος, ος, ον
- οὐνομάκλυτος, ος, ον
- οὐνομάκλυτος, ος, ον
- ὀψιαίτερον
- παιδεῖος, ος, ον
- παλίμπλοος, ος, ον
- παλίμπλους, ους, ουν
- παλίρρους, ους, ουν
- πανδοχεύς, έως (ὁ)
- πανοικί
- πανταχῆ
- παντλάμων, ων, ον
- παραθαλαττίδιος, α, ον
- παραθαλάττιος, ος, ον
- παραθαρσύνω
- παρᾴσσω
- παραλίη, ης (ἡ)
- παραλλάττω
- παραμειγνύω
- παράνους, ους, ουν
- παρανύττω
- παραπάττω
- παραπλήττω
- παράπλους, ου (ὁ)
- παραπράττω
- πάραυτα
- παραχαράττω
- παράχρους, ους, ουν
- παρέξ
- πάτταλος, ου (ὁ)
- πασσυδίᾳ
- πατρώϊος, ος, ον
- πεδοῖ
- πέλλος, η, ον
- πενέστερος, α, ον
- πεντάδραχμος, ος, ον
- πεντάεθλος, ου (ὁ)
- περιβρύχομαι
- περιδράττομαι
- περιείλω
- περιθετός, ή, όν
- περιελίττω
- Πειρίθους, ου (ὁ)
- Περίθους, ου (ὁ)
- περιμάττω
- περιορύττω
- περιπεταννύω
- περιπηγνύω
- περιπλάττω
- περίπλους, ους, ουν
- περίρρους, ους, ουν
- περίττευμα, ατος (τό)
- περιττεύω
- περιττολογία, ας (ἡ)
- περιττός, ή, όν
- περίττωμα, ατος (τό)
- περιττῶς
- περιφράττω
- Περσέφαττα, ης (ἡ)
- πεττεύω
- πεττός, οῦ (ὁ)
- πέττω
- κῇ
- κῄ
- Πηλήϊος, η, ον
- πινοτήρης, ου (ὁ)
- πίττινος, η, ον
- πιττόω-ῶ
- πλατύρροος, ος, ον
- πλατύρρους, ους, ουν
- πλησιαίτερος, α, ον
- πλησιαιτέρω
- πλοῦς, οῦ (ὁ)
- πολλαπλοῦς, ῆ, οῦν
- πολύγλωττος, ος, ον
- πολύθρους, ους, ουν
- πολυϊδρείη, ης (ἡ)
- πολυκοιρανίη ης (ἡ)
- πορφύρεος, α, ον
- Ποτιδαιάτης, ου (ὁ)
- Ποτιδαιατικός, ή, όν
- πρηγματεύομαι
- πρῆξις, εως (ἡ)
- προαιδεῦμαι
- προαναγινώσκω
- προεπιπλήττω
- προθυμίη, ης (ἡ)
- προκηρύττω
- προμαθής, ής, ές
- προμύττω
- φροιμιάζομαι
- προσαράττω
- προσεῖπον
- προσεισπράττω
- προσεπιπλήττω
- προσερέττω
- προσθετόν, οῦ (τό)
- πρόστῳον, ου (τό)
- πόρρω2
- προτάττω
- προφυλάττω
- πρόχους, ου (ἡ)
- πρυτανῄϊον, ου (τό)
- πρῳαίτερον
- πρῳαίτατα
- πρωϊαίτερον
- πρῳζός, ή, όν
- πρωΐτερον
- πρῷρα, ας (ἡ)
- πρωτόπλους, ους, ουν
- πτάρω
- πτεροῦς, οῦσσα, οῦν
- πτερύττομαι
- πτίττω
- Πυθοί
- πῦον, ου (τό)
- πυός, οῦ (ὁ)
- πυρέττω
- πυρκαιά, ᾶς (ἡ)
- πύρπνους, ους, ουν
- πυρρόχροος, ος, ον
- πυρρόχρους, ους, ουν
- κῶ
- κῶ
- ῥαθυμέω-ῶ
- ῥάττω
- ῥῃστώνη, ης (ἡ)
- ῥηχίη, ης (ἡ)
- ῥηχός, οῦ (ἡ)
- Ῥέα , ας (ἡ)
- Ῥέη , ης (ἡ)
- Ῥείη, ης (ἡ)
- ῥέγχω
- ῥηγμίς, ῖνος (ἡ)
- ῥηϊδίως
- ῥηΐτατος, η, ον
- ῥύμβος, ου (ὁ)
- Ῥώμα, ας (ἡ)
- Ῥωμαϊκός, ή, όν
- Ῥωμαῖος, α, ον
- γλάφω
- γοργύρη, ης (ἡ)
- ἐμπεδέω
- ἐξορύττω
- ἐπιπόρπαμα, ατος (τό)
- ἐπωνυμίη, ης (ἡ)
- ἐργασίη, ης (ἡ)
- ἐριούνιος, ου (ὁ)
- ἐσχατεύω
- ἐΰκραιρος, ος, ον
- ἔφαβος, ου (ὁ)
- ᾽Εφέσια, ων (τά)
- θιασεύω
- τρίκορους, ῠθος (ὁ)
- θαλάμευμα , ατος (τό)
- τρίλοφος , ον
- βυρσότονος , ον
- κύκλωμα , ατος (τό)
- ἡδυβόης , ου (ὁ)
- ἁδυβόας , ου (ὁ)
- Βάκχη , ης (ἡ)
- τραγόκτονος , ον
- κακόθρους, ους, ουν
- εὔιος , ον, α
- ταχύπους , ουν
- παῖγμα , ατος (τό)
- Διογενέτωρ , ορος (ὁ)
- σύνοχος , ον
- σταμίς, ῖνος (ὁ)
- ξυνέμπορος, ος, ον
- σάττω
- ἀίσσω
- Ὑμέν
- Ὑμησσός, οῦ (ὁ)
- Ὑμήττιος, α, ον
- Ὑμηττός, οῦ (ὁ)
- Ὑρκανία, ας (ἡ)
- Ὑρκανικός, ή, όν
- Ὑρκάνιος, α, ον
- Ὑρκανός, ή, όν
- Κασάνδρα, ας (ἡ)
- Κασάνδρη, ης (ἡ)
- Κάσανδρος, ου (ὁ)
- Κάσσανδρος, ου (ὁ)
- κατάπλους, ου (ὁ)
- κεδρίη, ης (ἡ)
- Κεφαλληνίη, ης (ἡ)
- κλῇτρον, ου (τό)
- κληΐτρον, ου (τό) κλεῖτρον.
- κοθέν
- ματρυλλεῖον, ου (τό)
- μυροπώλιον, ου (τό)
- ξείνιος, η, ον
- ξενίη, ης (ἡ)
- ὀλιγοδρανίη, ης (ἡ)
- ὀλοίτροχος, ος, ον
- ὁμαιχμίη, ης (ἡ)
- ὁμαρτῇ
- ὁμιλίη, ης (ἡ)
- ὀμίχλη, ης (ἡ)
- ὁμόγλωττος, ος, ον
- ὁμοδρομίη, ης (ἡ)
- ὁμοῖος, α, ον
- ὀμοκλή, ῆς (ἡ)
- ὁμόνους, ους, ουν
- ὁμόνοος, ος, ον
- ὀνειρώττω
- ὀτοτοῖ
- οὐδοτιοῦν
- Ῥηναίη, ης (ἡ)
- Ῥήνεια, ας (ἡ)
- Σαβός, οῦ (ὁ)
- σαλπίττω
- σαμπῖ (τό)
- Σεράπειον, ου (τό)
- σεύ
- σᾶμα, ατος (τό)
- σιγύννης, ου (ὁ)
- σιδάρεος, α, ον
- σίκινις, ιδος (ἡ)
- σικυός, οῦ (ὁ)
- σιτοδηΐη, ης (ἡ)
- σκιητροφέω
- σκόπαρχος, ου (ὁ)
- σοὐστί
- σπαράττω
- Σπερχηϊός, οῦ (ὁ)
- Στάγειρος, ου (ἡ)
- σταῖς, σταιτός (τό)
- στείρη, ης (ἡ)
- στροῦθος, ου (ὁ, ἡ)
- στυπτηρίη, ης (ἡ)
- στυπεῖον, ου (τό)
- Στυμφήλιος, η, ον
- Στυμφηλίς, ίδος
- Στύμφηλος, ου (ἡ)
- ξυγγένεια, ας (ἡ)
- ξυγγίγνομαι
- ξύγγνοια, ας (ἡ)
- ξυγγνώμων, ων, ον
- ξυγγραφεύς, έως (ὁ)
- ξυγγραφή, ῆς (ἡ)
- ξυγγράφω
- ξυγκαθέλκω
- ξυγκάω
- ξυγκάμπτω
- ξυγκαταδιώκω
- συγκατακάω
- ξυγκατάκειμαι
- ξυγκατακλίνω
- ξυγκατακτείνω
- ξυγκαταλείπω
- ξυγκαταλύω
- συγκατατάττω
- συγκατορύττω
- ξύγκειμαι
- ξυγκεράννυμι
- ξυγκλείω
- ξυγκλύζω
- ξυγκομίζω
- ξυγκόπτω
- ξύγκρασις, εως (ἡ)
- ξυγκωμῳδέω-ῶ
- σύγχρους, ους, ουν
- ξυζάω-ῶ
- ξυζεύγνυμι
- ξυζυγέω-ῶ
- συκέη, ης (ἡ)
- ξυλλαβή, ῆς (ἡ)
- ξυλλήβδην
- ξύλληψις, εως (ἡ)
- ξυλλογή, ῆς (ἡ)
- ξυμβάλλω
- ξυμβολέω-ῶ
- ξυμμαρτυρέω-ῶ
- ξυμμαχία, ας (ἡ)
- ξυμμαχίς, ίδος
- ξυμμένω
- ξυμμετίσχω
- ξυμμετρέω-ῶ
- ξυμμέτρησις, εως (ἡ)
- ξυμμετρία, ας (ἡ)
- ξύμμετρος, ος, ον
- ξυμμίγνυμι
- ξύμμικτος, ος, ον
- ξύμμιξις, εως (ἡ)
- ξύμμορος, ος, ον
- ξυμπαθέω-ῶ
- ξυμπαίζω
- ξυμπαραβύω
- ξυμπαραμένω
- συμπαρατάττομαι
- ξυμπαρίστημι
- ξυμπάσχω
- ξυμπεραίνω
- ξυμπήγνυμι
- ξυμπλέκω
- ξυμπλέω
- ξυμπληγάς, άδος (ἡ)
- συμπλήττω
- σύμπλους, οῦ (ὁ)
- ξύμπλους, οῦ (ὁ)
- σύμπνους, ους, ουν
- ξύμπνοος, ος, ον
- ξύμπνους, ους, ουν
- συμπράττω
- ξυμπράττω
- ξυμφέρω
- ξυμφεύγω
- ξύμφημι
- ξυμφορά, ᾶς (ἡ)
- ξυμφορέω-ῶ
- ξύμφορος, ος, ον
- ξυμφράζω
- ξυμφράττω
- συμφράττω
- ξυμφράσσω
- ξύμφρουρος, ος, ον
- συμφυλάττω
- ξύμφυτος, ος, ον
- ξυμφύω
- ξυμφωνέω-ῶ
- ξυμφωνία, ας (ἡ)
- ξύμφωνος, ος, ον
- ξυναγείρω
- ξυνάγνυμι
- ξυνάγω
- ξυναγωνίζομαι
- ξυναθροίζω
- ξύναιμος, ος, ον
- ξυναινέω-ῶ
- ξυναιρέω-ῶ
- ξυναίρω
- ξυναίτιος, ος, ον
- ξυναλγέω-ῶ
- ξυναλλαγή, ῆς (ἡ)
- ξυναλλάττω
- συναλλάττω
- ξυναμπέχω
- ξυναμφότερος, α, ον
- συναναγινώσκω
- ξυναναιρέω-ῶ
- ξυναναμίγνυμι
- συναναπράττω
- συναράττω
- ξυνανύτω
- ξυνάορος, ος, ον
- ξυνάπας, -άπασα, -άπαν
- ξυναποδιδράσκω
- ξυναπόκειμαι
- ξυναπόλλυμι
- ξυναρμόζω
- ξυναρπάζω
- ξυναρτάω-ῶ
- ξυνάρχω
- ξυνασχαλάω-ῶ
- ξυναυδάω-ῶ
- ξυναυλία, ας (ἡ)
- ξύναυλος, ος, ον
- ξυναφίστημι
- ξύνδεσμος, ου (ὁ)
- ξυνδέω
- ξυνδιαγιγνώσκω
- συνδιαλλάττω
- συνδιαπράττω
- ξυνδιαταλαιπωρέω-ῶ
- συνδιαταράττω
- ξυνδιαφέρω
- συνδιαφυλάττω
- ξυνδίδωμι
- ξύνδικος, ου (ὁ, ἡ)
- ξυνδοκέω-ῶ
- ξυνδράω-ῶ
- ξύνδρομος, ος, ον
- ξύνεγγυς
- ξύνεδρος, ος, ον
- Τμῶλος , ου (ὁ)
- διαγκυλίζομαι
- διαπρηστεύω
- Διακός, ή, όν
- Δῖοι, ων (οἱ)
- ἀνέρρηξα
- ἀνέρρωγα
- ξυνίστημι
- ξυντείνω
- ξυνυφαίνω
- συνείργω
- ξύνειμι 2
- ξυνείρω
- ξυνεισβαίνω
- συνεκπέττω
- συνεκπλήττω
- συνεκπρήσσομαι
- συνεκτάττω
- ξυνεκτρέφω
- ξυνελαύνω
- ξυνέλκω
- ξυνεμβολή, ῆς (ἡ)
- ξυνεπαινέω-ῶ
- ξυνεπείγω
- ξυνέπειμι
- ξυνεπιμελέομαι-οῦμαι
- ξυνέπομαι
- ξυνεράω-ῶ
- ξυνεργάζομαι
- ξυνεργάτης, ου (ὁ)
- ξυνεργέω-ῶ
- ξυνεργός, ός, όν
- ξυνέρχομαι
- ξυνέστιος, ος, ον
- συνεστηκώς, υῖα, ός
- ξυνετός, ή, όν
- ξυνεύδω
- ξυνεύχομαι
- ξυνέχεια, ας (ἡ)
- ξυνεχής, ής, ές
- ξυνέχω
- ξυνεχῶς
- ξυνηγορέω-ῶ
- ξυνήγορος, ος, ον
- ξυνήθεια, ας (ἡ)
- ξυνήθης, ης, ες
- ξυνηρεμόω-ῶ
- ξυνηρεμόω-ῶ
- ξύνθακος, ος, ον
- ξυνθάλπω
- συνθεσίη, ης (ἡ)
- ξύνθετος, ος, ον
- ξυνίημι
- ξυνισχναίνω
- ξυννεφέω-ῶ
- ξύννομος, ος, ον
- σύννους, ους, ουν
- ξυνοικέω-ῶ
- ξυνοίκησις, εως (ἡ)
- ξυνοικία, ας (ἡ)
- ξυνοικίζω
- ξυνοικοδομέω-ῶ
- ξύνοικος, ος, ον
- ξυνόμνυμι
- ξυνομολογέω-ῶ
- ξυνουσία, ας (ἡ)
- ξυνοφρυόομαι-οῦμαι
- ξυνοχή, ῆς (ἡ)
- ξυνταράσσω
- συνταράττω
- συντάττω
- ξυντάττω
- ξυντεκμαίρομαι
- ξυντελέω-ῶ
- δώῃσι
- Δωριακός , ή, όν
- Δωριεύς , έως
- Δωρικός, ή, όν
- Δώριος , ος , ον
- Δωρίς 1, ίδος
- Διός
- Ἑκάλη, ης (ἡ)
- εὐδίαιος, ου (ὁ)
- ᾕρουν
- ἡσυχῇ
- τροπαῖος, α, ον
- ξυντελής, ής, ές
- συντάμνω
- ξυντίθημι
- ξύντομος, ος, ον
- ξύντονος, ος, ον
- ξυντρίβω
- ξύντροφος, ος, ον
- ξυντυγχάνω
- ξυντυχία, ας (ἡ)
- ξυνυπουργέω-ῶ
- ξυνῳδός, ός, όν
- ξυνωθέω-ῶ
- ξυνωμοσία, ας (ἡ)
- ξυνωμόθης, ου (ὁ)
- ξυνώνυμος, ος, ον
- ξυνωρίζω
- Συράκοσαι
- Συράκοσσαι
- Συρηκούσιος, α, ον
- Συρήκουσαι, ῶν (αἱ)
- συρράττω
- ξυρράσσω
- ξυσσιτέω-ῶ
- ξύστασις, εως (ἡ)
- ξυστέλλω
- ξυστρατεύω
- σφαίρη, ης (ἡ)
- ταλικοῦτος
- τᾶν
- τἆρα
- ταράττω
- τἄργα
- ταρρόω-ῶ
- ταχίων, ων, ον
- Τειρεσίης, ου (ὁ)
- Τελμησσεύς, έως
- Τελμισσεύς, έως
- Τελμησσός, οῦ (ἡ)
- Τέμπη, ῶν (τά)
- τετταράκοντα
- τεσσερακοντόργυιος, ος, ον
- τετταρακοστός, ή, όν
- τεσσερεσκαίδεκα
- τεσσερεσκαιδέκατος, η, ον
- τετραετής, ής, ές
- τετραπλοῦς, ῆ, οῦν
- τῆος
- τηθή, ῆς (ἡ)
- τιθασσός, ός, όν
- Τῖρυνς, υνθος (ἡ)
- Τισαφέρνης, ους (ὁ)
- τιττυβίζω
- τοπρόσθεν
- τοπρότερον
- τοπρῶτον
- τοτέταρτον
- τοτηνίκα
- τοτηνικαῦτα
- τρηχύς, εῖα, ύ
- τρῖγλα, ας (ἡ)
- τριγλώχις, ινος
- τριέτης, ης, ες
- τριήκοντα
- τριηκονταέτις, ιδος
- τριηκόσιοι, αι, α
- τριηκοστός, ή, όν
- τρῖμμα, ατος (τό)
- τριπλοῦς, ῆ, οῦν
- Τροίηθεν
- Τροίηνδε
- τροπαῖον, ου (τό)
- τρυγητός, οῦ (ὁ)
- Τρῳάς, άδος
- τρωματίζω
- τρωματίης, ου
- τυρόεις, όεσσα, όεν
- τυροῦς, οῦσσα, οῦν
- Τυρσηνία, ας (ἡ)
- Τυρσηνικός, ή, όν
- Τυρσηνίς, ίδος
- Τυρσηνός, οῦ
- τρῶμα, ατος (τό)
- ὕ ὗ
- Ὑάδες, ων (αἱ)
- Ὕης, ου (ὁ)
- Ὑῆς, οῦ (ὁ)
- ὕννις, εως (ἡ)
- ὑπαίθριος, ος, ον
- ὑπεκκάω
- ὑπερβασίη, ης (ἡ)
- ὑπερεκπλήττω
- ὑπέρμεγας, -μεγάλη, -μεγα
- ὑπερπεριττεύω
- ὑποπιττόω-ῶ
- ὑπόπλεως, ως, ων
- ὑπορύττω
- ὑποταράττω
- ὑποτάττω
- ὑποφρίττω
- ὑποχαράττω
- ὑπωρείη, ης (ἡ)
- ὑψηλόνους, ους, ουν
- Ὑψιπύλη, ης (ἡ)
- φαλαρός, ά, όν
- φαρμακός 1, οῦ (ὁ)
- φαρμάττω
- φάρος, εος-ους (τό)
- φάττα, ης (ἡ)
- Φερσέφασσα, ης (ἡ)
- Φερσέφαττα, ης (ἡ)
- φηλήτης, ου
- φθοῖς, φθοῖος (ὁ)
- φιλαίτερος, α, ον
- φιλαρχαῖος, ος, ον
- φίλτερος, α, ον
- φλοῦς, οῦ (ὁ)
- αὑαίνω
- ἀφείργνυμι
- βαληναῖος, ος, ον
- ὑποφαύσκω
- Ὑστάσπης, ου (ὁ)
- φοινικοῦς, ῆ, οῦν
- ψαλάττω
- Ὡπόλλων
- ὡρᾴζω
- Ὡττικοί
- τυροκνῆστις, εως (ἡ)
- φονόρυτος, ος, ον
- φονόρυτος, ος, ον
- φρήτρη, ης (ἡ)
- φρίττω
- φυλακός, οῦ (ὁ)
- φυλάττω
- φύμα, ατος (τό)
- φυσαλλίς, ίδος (ἡ)
- φωσώνιον, ου (τό)
- Χαναάν (ἡ)
- χαράττω
- Χαρίλεως, ω (ὁ)
- χαριτογλωττέω-ῶ
- χειμάρρους, ους, ουν
- χήνεος, η, ον
- χιλιετής, ής, ές
- χίμετλον, ου (τό)
- χνοῦς, οῦ (ὁ)
- χρυσολύρας
- ᾔθεος, ου
- Ἡλίας, ου (ὁ)
- θηλύτερος, α, ον
- θηρητήρ, ῆρος (ὁ)
- θηρήτωρ, ορος (ὁ)
- Θρῄξ
- θυΐα, ας (ἡ)
- θυΐδιον, ου (τό)
- θυοσκοέω-ῶ
- ἰητρός, οῦ (ὁ)
- ἰκτίς, ίδος (ἡ)
- ἰτείη, ης (ἡ)
- Δάρδανος2, ος, ον
- ἀήττητος, ος, ον
- Ἀθᾶναι
- Ἀθαναία
- ἀθάρη, ης (ἡ)
- αἰνίττομαι
- ἀκροχολία, ας (ἡ)
- ἀκρόχολος, ος, ον
- ἀλκυών, όνος (ἡ)
- ἁλοητός, οῦ (ὁ)
- ἀμάχανος, ος, ον
- ἁμές
- Διόνυσος , ου (ὁ)
- Διονύσιος , α, ον
- Διονυσιάζω
- νιν
- πορία, ας (ἡ)
- γνάφαλλον, ου (τό)
- σίνηπι , ιος / εως (τό)
- σίναπι, εως (τὸ)
- Μελικέρτης, ου (ὁ)
- Μελικέρτειος, ‑α, ‑ον
- ἀρκτόχειρ , χειρος , (ὁ, ἡ)
- μακρόγηρως , ως, ων
- Περσηΐς, ΐδος (ἡ)
- κάταξις, εως (ἡ)
- Ἰώλκιος, α, ον
- νυστακτής , οῦ (ὁ)
- βαθύκρημνος , ος, ον
- Ὑπέρεια, ας (ἡ)
- ἀρημένος, η, ον
- κανονικός, ή, όν
- συνεγγισμός , οῦ (ὁ)
- καθά
- ἀπερίπτωτος , ‑ον
- Ἀνάχαρσις , ‑ιδος (ὁ)
- ἱδρώς , ῶτος (ὁ)
- κωφάω-ῶ
- Εὔμαιος, ου (ὁ)
- πραότης
- Πόντος, ου (ὁ)
- Ἠλειακός , ή, όν
- Ἐλέα, ας (ἡ)
- Ἐλαία, ας (ἡ)
- Ἐλεατικός , ή, όν
- ὁστισοῦν
- Φιλοῦργος, ου (ὁ)
- Ἀγασίας , ου (ὁ)
- εὐφορία , ας (ἡ)
- ἐπίσης
- κωλόϐαθρον ,ου (τὸ)
- ἀπαγορευτικός , ή , όν
- διασυρμός , οῦ ( ὁ)
- Μελάμπους , ποδος (ὁ)
- μελάμπους, -ποδος (ὁ), (ἡ)
- Ἀτταλεύς , έως, (ὁ)
- Ἀπολλώνιος , α, ον
- ἱπποτρόφος , ος, ον
- κατάρτιος , ου (ἡ)
- ἐλπιδιφόρος, ον
- Θράσυλος , ου (ὁ)
- Ἁλόννησος , ου (ὁ)
- Σκυθῖνος , ου (ὁ)
- Σκυθηνοί , ῶν (οἱ)
- Ἠϊόνη, ης (ἡ)
- περιποιητικός , ή, όν
- ἀρκυστασία, -ας (ἡ)
- αἰγωλιός , οῦ (ὁ)
- νυκτικόραξ, ακος
- Μνησαρχίδης , ου (ὁ)
- Μνήσαρχος , ου (ὁ)
- Ἱκέσιος , ου (ὁ)
- πωλάριον, ου (τὸ)
- ὀψαρτυτής, οῦ (ὁ)
- ὀψαρτυτικός, ή, όν
- ὀψαρτύω
- ἀποβρέχω
- Χαλκίς, ίδος (ἡ)
- κιθάρισμα, ατος (τὸ)