English Português
! Type in unicode polytonic Greek using beta code as indicated below:
/a => ά \a => ὰ =a => ᾶ )a => ἀ
(a => ἁ !a => ᾳ +i => ϊ h => η
q => θ x => χ c => ξ z = ζ
j => ψ w => ω s => σ, ς  
Combine punctuation marks when necessary e.g. )/a => ἄ
Resultados da busca:

  1. Α, α (ἄλφα) (τό)
  2. ἅ1
  3. ἅ2
  4. ἄ, ἅ, ἇ
  5. ἀάατος, ος, ον
  6. ἀαγής, ής, ές
  7. ἄαπτος, ος, ον
  8. ἄασα, ἀασάμην, ἀάσθην
  9. ἀάσχετος, ος, ον
  10. ἀᾶται
  11. ἄατος, ος, ον
  12. ἀάω
  13. ἀβακέω -ῶ
  14. ἀβάπτιστος, ος, ον
  15. ἀβαρής, ής, ές
  16. ἀβασάνιστος, ος, ον
  17. ἀβασανίστως
  18. ἀβασίλευτος, ος, ον
  19. ἀβάστακτος, ος, ον
  20. ἁβατάς
  21. ἄβατος, ος, ον
  22. ἀβαφής, ής, ές
  23. Ἄβδηρα, ων (τά)
  24. Ἀβδηρίτης, ου
  25. Ἀβδηριτικός, ή, όν
  26. Ἀβδηρόθεν
  27. ἀβέβαιος, ος, ον
  28. ἀβέβηλος, ος, ον
  29. ἀβελτερία, ας (ἡ)
  30. ἀβέλτερος, α, ον
  31. ἀβελτέρως
  32. ἄβιος, ος, ον
  33. ἀβίοτος, ος, ον
  34. ἀβίωτος, ος, ον
  35. ἀβιώτως
  36. ἀβλάβεια, ας (ἡ)
  37. ἀβλαβής, ής, ές
  38. ἀβλαβῶς
  39. ἀβλής, ῆτος
  40. ἄβλητος, ος, ον
  41. ἀβληχρός, ά, όν
  42. ἀβοήθητος, ος, ον
  43. ἀβόσχητος, ος, ον
  44. ἀβουκόλητος, ος, ον
  45. ἀβουλία, ας (ἡ)
  46. ἄβουλος, ος, ον
  47. ἀβούλως
  48. ἄβρεκτος, ος, ον
  49. ἁβροβάτης, ου
  50. ἁβρόβιος, ος, ον
  51. ἁβρόγοος, ος, ον
  52. ἁβροδίαιτα, ης (ἡ)
  53. ἁβροδίαιτος, ος, ον
  54. ἄβρομος, ος, ον
  55. ἁβροπενθής, ής, ές
  56. ἁβρόπλουτος, ος, ον
  57. ἁβρός, ά, όν
  58. ἀβροτάζω
  59. ἁβρότης, ητος (ἡ)
  60. ἄβροτος, ος, ον
  61. ἁβροχίτων, ωνος
  62. ἄβροχος, ος, ον
  63. ἁβρύνω
  64. ἁβρῶς
  65. Ἀβυδηνός, ή, όν
  66. Ἀβυδόθεν
  67. Ἀβυδόθι
  68. Ἄβυδος, ου (ἡ)
  69. ἄβυσσος, ος, ον
  70. ἄγα
  71. ἀγά
  72. ἀγάασθαι, ἀγάασθε
  73. Ἀγαβάτανα, ων (τά)
  74. ἀγαγεῖν
  75. ἄγαγον
  76. ἀγάζω
  77. ἀγάθεος
  78. ἀγαθοεργέω-ῶ
  79. ἀγαθοεργία, ας (ἡ)
  80. ἀγαθοεργός, ός, όν
  81. ἀγαθοποιέω-ῶ
  82. ἀγαθοποιΐα, ας (ἡ)
  83. ἀγαθοποιός, ός, όν
  84. ἀγαθός, ή, όν
  85. ἀγαθουργέω-ῶ
  86. ἀγαθουργία, ας (ἡ)
  87. ἀγαθουργός, ός, όν
  88. ἀγαθῶς
  89. ἀγαθωσύνη, ης (ἡ)
  90. ἀγαίομαι
  91. ἀγακλεής, ής, ές
  92. ἀγακλειτός, ή, όν
  93. ἀγακλυτός, ή, όν
  94. ἀγάλακτος, ος, ον
  95. ἀγαλλίασις, εως (ἡ)
  96. ἀγαλλιάω-ῶ
  97. ἀγάλλω
  98. ἄγαλμα, ατος (τό)
  99. ἀγαλμάτιον, ου (τό)
  100. ἀγαλματοποιός, οῦ (ὁ)
  101. ἄγαμαι
  102. Ἀγαμεμνόνειος, α, ον
  103. Ἀγαμεμνονίδης, ου (ὁ)
  104. Ἀγαμέμνων, ονος (ὁ)
  105. ἀγαμένως
  106. ἀγαμία, ας (ἡ)
  107. ἀγαμίου δίκη (ἡ)
  108. ἄγαμος, ος, ον
  109. ἄγαν
  110. ἀγανακτέω-ῶ
  111. ἀγανάκτησις, εως (ἡ)
  112. ἀγάννιφος, ος, ον
  113. ἀγανόρειος, α, ον
  114. ἀγανός, ή, όν
  115. ἀγανοφροσύνη, ης (ἡ)
  116. ἀγανόφρων, ων, ον
  117. ἀγανῶς
  118. ἀγάομαι
  119. ἀγαπάζω
  120. ἀγαπάω-ῶ
  121. ἀγάπη, ης (ἡ)
  122. ἀγαπήνωρ, ορος
  123. ἀγάπησις, εως (ἡ)
  124. ἀγαπητικός, ή, όν
  125. ἀγαπητός, ή, όν
  126. ἀγαπητῶς
  127. ἀγάρροος, ος, ον
  128. ἀγάστονος, ος, ον
  129. ἀγαστός, ή, όν
  130. ἀγαστῶς
  131. ἀγαυός, ή, όν
  132. ἀγαυρός, ά, όν
  133. ἀγάω
  134. Ἀγβάτανα, ων (τά)
  135. ἀγγαρεύω
  136. ἀγγαρήϊον, ου (τό)
  137. ἀγγαρήϊος, ου (ὁ)
  138. ἄγγαρος, ος, ον
  139. ἀγγεῖον, ου (τό)
  140. ἀγγελία, ας (ἡ)
  141. ἀγγελιαφόρος, ου (ὁ, ἡ)
  142. ἀγγελικός, ή, όν
  143. ἀγγέλλω
  144. ἄγγελμα, ατος (τό)
  145. ἄγγελος, ου (ὁ)
  146. ἄγγος, εος-ους (τό)
  147. ἄγδην
  148. ἄγε 1
  149. ἄγε 2
  150. ἆγε
  151. ἀγειρόντων
  152. ἀγείρω
  153. ἁγεῖτο
  154. ἀγείτων, ων, ον
  155. ἀγελαῖος, α, ον
  156. ἀγελάρχης, ου (ὁ)
  157. ἀγελαστί
  158. ἀγέλαστος, ος, ον
  159. ἀγελείη, ης (ἡ)
  160. ἀγέλη, ης (ἡ)
  161. ἀγεληδόν
  162. ἀγέληφι
  163. ἀγέλοιος, ος, ον
  164. ἀγελοίως
  165. ἀγέμεν
  166. ἀγεμονεύω
  167. ἀγεμών
  168. ἄγεν
  169. ἀγενεαλόγητος, ος, ον
  170. ἀγένεια, ας (ἡ)
  171. ἀγένειος, ος, ον
  172. ἀγενής, ής, ές
  173. ἀγένητος, ος, ον
  174. ἀγέννεια, ας (ἡ)
  175. ἀγεννής, ής, ές
  176. ἀγέννητος, ος, ον
  177. ἀγεννήτως
  178. ἀγεννῶς
  179. ἁγέομαι
  180. ἀγέραστος, ος, ον
  181. ἀγερέσθαι
  182. ἀγέρθη
  183. ἀγερμός, οῦ (ὁ)
  184. ἀγέροντο
  185. ἄγερσις, εως (ἡ)
  186. ἀγέρωχος, ος, ον
  187. Ἀγεσίλας
  188. ἄγεσκον
  189. ἄγευστος, ος, ον
  190. ἄγη1, ης (ἡ)
  191. ἄγη2
  192. ἅγη
  193. ἀγή, ῆς (ἡ)
  194. ἀγηγέρατο
  195. ἀγήγερμαι
  196. ἀγῆλαι
  197. ἀγηλατέω-ῶ
  198. ἄγημα, ατος (τό)
  199. ἅγημαι,
  200. ἀγηνορίη, ης (ἡ)
  201. ἀγήνωρ, ορος
  202. ἀγήοχα
  203. ἀγήραος, ος, ον
  204. ἀγήρατος, ος, ον
  205. ἀγήρως
  206. Ἀγησίλαος, ου (ὁ)
  207. ἀγητός, ή, όν
  208. ἁγήτωρ
  209. ἁγιάζω
  210. ἁγιασμός, οῦ (ὁ)
  211. ἁγίζω
  212. ἀγινέω
  213. ἅγιος, α, ον
  214. ἁγιότης, ητος (ἡ)
  215. Ἆγις, ιδος (ὁ)
  216. ἁγιστεία, ας (ἡ)
  217. ἁγιστεύω
  218. ἁγιωσύνη, ης (ἡ)
  219. ἀγκάζομαι
  220. ἄγκαθεν1
  221. ἄγκαθεν2
  222. ἀγκαλεῖσθε
  223. ἀγκαλέσαιτο
  224. ἀγκαλέω
  225. ἀγκάλη, ης (ἡ)
  226. ἀγκαλίζομαι
  227. ἀγκαλίς, ίδος (ἡ)
  228. ἀγκάς
  229. ἀγκίστριον, ου (τό)
  230. ἀγκιστροειδής, ής, ές
  231. ἄγκιστρον, ου (τό)
  232. ἀγκιστρόω-ῶ
  233. ἀγκλίνω
  234. ἄγκοινα, ης (ἡ)
  235. ἄγκος, εος-ους (τό)
  236. ἀγκρεμάννυμι
  237. ἄγκρισις, εως (ἡ)
  238. ἀγκροτέω
  239. ἀγκρούομαι
  240. ἀγκύλη, ης (ἡ)
  241. ἀγκυλογλώχιν, ινος
  242. ἀγκυλομήτης, ου
  243. ἀγκυλόπους, ους, ουν
  244. ἀγκύλος, η, ον
  245. ἀγκυλότοξος, ος, ον
  246. ἀγκυλοχείλης, ου
  247. ἄγκυρα, ας (ἡ)
  248. ἀγκυρουχία, ας (ἡ)
  249. ἀγκύψας
  250. ἀγκών, ῶνος (ὁ)
  251. ἀγλαΐα, ας (ἡ)
  252. ἀγλαΐζω
  253. ἀγλαΐη, ης (ἡ)
  254. ἀγλαΐηφι
  255. ἀγλάϊσμα, ατος (τό)
  256. ἀγλαόκαρπος, ος, ον
  257. ἀγλαός, ή, όν
  258. ἀγλαοφωτίς, ίδος (ἡ)
  259. ἀγλαώψ, ῶπος
  260. ἀγλευκής, ής, ές
  261. ἄγλις, ιθος (ἡ)
  262. ἄγλωσσος, ος, ον
  263. ἄγλωττος, ος, ον
  264. ἄγμα, ατος (τό)
  265. ἄγναμπτος, ος, ον
  266. ἄγναπτος, ος, ον
  267. ἄγναφος, ος, ον
  268. ἁγνεία, ας (ἡ)
  269. ἅγνευμα, ατος (τό)
  270. ἁγνεύω
  271. ἁγνίζω
  272. ἅγνισμα, ατος (τό)
  273. ἁγνισμός, οῦ (ὁ)
  274. ἁγνιστέος, α, ον
  275. ἀγνοεῦντες
  276. ἀγνοέω-ῶ
  277. ἀγνόημα, ατος (τό)
  278. ἄγνοια, ας (ἡ)
  279. ἀγνοιῇσι
  280. ἁγνόρυτος, ος, ον
  281. ἁγνός, ή, όν
  282. ἁγνότης, ητος (ἡ)
  283. ἄγνυμι
  284. ἀγνωμονέω-ῶ
  285. ἀγνωμόνως
  286. ἀγνωμοσύνη, ης (ἡ)
  287. ἀγνώμων, ων, ον
  288. ἀγνώς, ῶτος
  289. ἁγνῶς
  290. ἀγνώσασκε
  291. ἀγνωσία, ας (ἡ)
  292. ἄγνωστος, ος, ον
  293. ἄγνωτος, ος, ον
  294. ἀγξηράνῃ
  295. ἆγον
  296. ἀγονία, ας (ἡ)
  297. ἄγονος, ος, ον
  298. ἄγοος, ος, ον
  299. ἀγορά, ᾶς (ἡ)
  300. ἀγοράασθε
  301. ἀγοράζω
  302. ἀγοραῖος, ος, ον
  303. ἀγοραίως
  304. ἀγορανομέω-ῶ
  305. ἀγορανομία, ας (ἡ)
  306. ἀγορανομικός, ή, όν
  307. ἀγορανόμος, ου (ὁ)
  308. ἀγοράομαι-ῶμαι
  309. ἀγοράσθω
  310. ἀγόρασμα, ατος (τό)
  311. ἀγοραστής, οῦ (ὁ)
  312. ἀγορεύω
  313. ἀγορή, ῆς (ἡ)
  314. ἀγορῆθεν
  315. ἀγορήνδε
  316. ἀγορητής, οῦ (ὁ)
  317. ἀγορητύς, ύος (ἡ)
  318. ἄγορος, ου (ὁ)
  319. ἅγος, εος-ους (τό)
  320. ἀγός, οῦ (ὁ)
  321. ἀγοστός, οῦ (ὁ)
  322. ἄγρα, ας (ἡ)
  323. Ἀγραΐς, ΐδος (ἡ)
  324. ἀγραμματία, ας (ἡ)
  325. ἀγράμματος, ος, ον
  326. ἄγραπτος, ος, ον
  327. ἀγραυλέω-ῶ
  328. ἄγραυλος, ος, ον
  329. ἄγραφος, ος, ον
  330. ἄγρει, ἀγρεῖτε
  331. ἀγρεῖος, α, ον
  332. ἄγρευμα, ατος (τό)
  333. ἀγρεύς, έως (ὁ)
  334. ἀγρευτάν
  335. ἀγρευτήρ, ῆρος (ὁ)
  336. ἀγρευτής, οῦ (ὁ)
  337. ἀγρεύω
  338. ἀγρέω-ῶ
  339. ἄγρη, ης (ἡ)
  340. ἀγριαίνω
  341. ἀγριέλαιος, ος, ον
  342. ἄγριος, α, ον
  343. ἀγριότης, ητος (ἡ)
  344. ἀγριόφωνος, ος, ον
  345. ἀγριόω-ῶ
  346. Ἀγρίππας, α (ὁ)
  347. ἀγριωπός, ός, όν
  348. ἀγρίως
  349. ἀγροβάτης, ου (ὁ)
  350. ἀγροβότης, ου (ὁ)
  351. ἀγρόθε
  352. ἀγροικία, ας (ἡ)
  353. ἀγροικίζομαι
  354. ἀγροῖκος, ος, ον
  355. ἀγροίκως
  356. ἀγροιώτης, ου (ὁ)
  357. ἀγρόμενος
  358. ἀγρόνδε
  359. ἀγρονόμος, ος, ον
  360. ἀγρός, οῦ (ὁ)
  361. Ἀγροτέρα, ας
  362. ἀγρότερος, α, ον
  363. ἀγρότης1, ου (ὁ)
  364. ἀγρότης2, ου
  365. ἀγρυπνέω-ῶ
  366. ἀγρυπνητικός, ή, όν
  367. ἀγρυπνία, ας (ἡ)
  368. ἄγρυπνος, ος, ον
  369. ἀγρώσσω
  370. ἄγρωστις, εως (ἡ)
  371. ἀγυιά, ᾶς (ἡ)
  372. ἀγυιάτης, ου (ὁ)
  373. ἀγυιεύς, έως (ὁ)
  374. ἀγύμναστος, ος, ον
  375. ἀγυμνάστως
  376. ἄγυρις, εως (ἡ)
  377. ἀγυρμός, οῦ (ὁ)
  378. ἀγυρτάζω
  379. ἀγύρτης, ου (ὁ)
  380. ἀγυρτικός, ή, όν
  381. ἀγύρτρια, ας (ἡ)
  382. ἀγχέμαχος, ος, ον
  383. ἄγχι
  384. ἀγχίαλος, ος, ον
  385. ἀγχιβαθής, ής, ές
  386. ἀγχιγείτων, ων, ον
  387. ἀγχίθεος, ος, ον
  388. ἀγχίθυρος, ος, ον
  389. ἀγχιμαχητής, οῦ (ὁ)
  390. ἀγχίμολος, ος, ον
  391. ἀγχίνοια, ας (ἡ)
  392. ἀγχίνοος, ος, ον
  393. ἀγχίπλοος, ος, ον
  394. ἀγχίπολις, ιος (masc., fem.)
  395. Ἀγχίσης, ου (ὁ)
  396. Ἀγχισιάδης, ου (ὁ)
  397. ἄγχιστα
  398. ἀγχιστεία, ας (ἡ)
  399. ἀγχιστεῖον, ου (τό)
  400. ἀγχιστεύς, έως (ὁ)
  401. ἀγχιστεύω
  402. ἀγχιστήρ, ῆρος (ὁ)
  403. ἀγχιστῖνος, η, ον
  404. ἄγχιστος, η, ον
  405. ἀγχίστροφος, ος, ον
  406. ἀγχιτέρμων, ων, ον
  407. ἀγχόθεν
  408. ἀγχόθι
  409. ἀγχόνη, ης (ἡ)
  410. ἀγχότατα, ἀγχοτάτω
  411. ἀγχότερος, α, ον
  412. ἀγχοῦ
  413. ἄγχουσα, ης (ἡ)
  414. ἄγχω
  415. ἀγχώμαλος, ος, ον
  416. ἀγχωμάλως
  417. ἄγω
  418. ἀγῶ , ῇς, ῇ
  419. ἁγώ
  420. ἀγωγεύς, έως (ὁ)
  421. ἀγωγή, ῆς (ἡ)
  422. ἀγώγιμος, ος, ον
  423. ἀγώγιον, ου (τό)
  424. ἀγωγός, ός, όν
  425. ἀγών, ῶνος (ὁ)
  426. ἀγωνάρχης, ου (ὁ)
  427. ἀγωνία, ας (ἡ)
  428. ἀγωνιάω-ῶ
  429. ἀγωνίζομαι
  430. ἀγώνιος, ος, ον
  431. ἀγώνισις, εως (ἡ)
  432. ἀγώνισμα, ατος (τό)
  433. ἀγωνισμός, οῦ (ὁ)
  434. ἀγωνιστέον
  435. ἀγωνιστής, οῦ (ὁ)
  436. ἀγωνιστικός, ή, όν
  437. ἀγωνιστικῶς
  438. ἀγωνοθεσία, ας (ἡ)
  439. ἀγωνοθετέω-ῶ
  440. ἀγωνοθέτης, ου (ὁ)
  441. ἀδαγμός, οῦ (ὁ)
  442. ἀδαημονίη, ης (ἡ)
  443. ἀδαημοσύνη, ης (ἡ)
  444. ἀδαήμων, ων, ον
  445. ἀδαής, ής, ές
  446. ἄδαιτος, ος, ον
  447. ἄδακρυς, υς, υ
  448. ἀδακρυτί
  449. ἀδάκρυτος, ος, ον
  450. ἀδαμάντινος, ος, ον
  451. ἀδαμαντόδετος, ος, ον
  452. ἀδάμας, αντος (ὁ)
  453. ἀδάμαστος, ος, ον
  454. ἀδάματος, ος, ον
  455. ἀδάπανος, ος, ον
  456. ἄδαστος, ος, ον
  457. ἀδδεής, ής, ές
  458. ἀδδηκότες
  459. ἄδδην
  460. ἀδδήσειε
  461. ᾄδε
  462. ἅδε 1
  463. ἅδε 2
  464. ἀδεᾶ
  465. ἁδέα
  466. ἀδεής1, ής, ές
  467. ἀδεής2, ής, ές
  468. ἄδεια, ας (ἡ)
  469. ἀδείη, ης (ἡ)
  470. ἀδειής, ής, ές
  471. ἀδείμαντος, ος, ον
  472. ἀδειμάντως
  473. ἁδεῖν
  474. ἄδειπνος, ος, ον
  475. ἀδέκαστος, ος, ον
  476. ἀδεκάστως
  477. ἀδεκάτευτος, ος, ον
  478. ἄδεκτος, ος, ον
  479. ἀδελφεά
  480. ἀδελφειός
  481. ἀδελφεοκτόνος, ος, ον
  482. ἀδελφεός
  483. ἀδελφή, ῆς (ἡ)
  484. ἀδελφιδέος, ου (ὁ)
  485. ἀδελφιδῆ, ῆς (ἡ)
  486. ἀδελφίδιον, ου (τό)
  487. ἀδελφιδοῦς, οῦ (ὁ)
  488. ἀδελφίζω
  489. ἀδελφικός, ή, όν
  490. ἀδελφοκτόνος, ος, ον
  491. ἀδελφός, ή, όν
  492. ἀδελφότης, ητος (ἡ)
  493. ἀδέξιος, ος, ον
  494. ἄδερκτος, ος, ον
  495. ἀδέρκτως
  496. ἄδεσμος, ος, ον
  497. ἀδέσποτος, ος, ον
  498. ἀδευκής, ής, ές
  499. ἀδέψητος, ος, ον
  500. ἀδέω
  501. ἀδεῶς
  502. ἀδήϊος, ος, ον
  503. ἅδηκα
  504. ἀδηκότες
  505. ἄδηκτος, ος, ον
  506. ἀδήκτως
  507. ἀδηλέω-ῶ
  508. ἄδηλος, ος, ον
  509. ἀδηλότης, ητος (ἡ)
  510. ἀδήλως
  511. ἀδημονέω-ῶ
  512. ἀδημονία, ας (ἡ)
  513. ἀδήμων, ων, ον
  514. ἅδην
  515. ἀδήριτος, ος, ον
  516. ᾅδης
  517. ἁδήσω
  518. ἀδηφαγέω-ῶ
  519. ἀδηφάγος, ος, ον
  520. ἀδῄωτος, ος, ον
  521. ἀδιάβατος, ος, ον
  522. ἀδιάβλητος, ος, ον
  523. ἀδιακόντιστος, ος, ον
  524. ἀδιάκριτος, ος, ον
  525. ἀδιάλειπτος, ος, ον
  526. ἀδιαλείπτως
  527. ἀδιάλλακτος, ος, ον
  528. ἀδιάλυτος, ος, ον
  529. ἀδίαντος, ος, ον
  530. ἀδιάρθρωτος, ος, ον
  531. ἀδιάσπαστος, ος, ον
  532. ἀδιάστατος, ος, ον
  533. ἀδιάστροφος, ος, ον
  534. ἀδιάφθαρτος, ος, ον
  535. ἀδιαφθορία, ας (ἡ)
  536. ἀδιάφθορος, ος, ον
  537. ἀδιαφθόρως
  538. ἀδιαφορία, ας (ἡ)
  539. ἀδιάφορος, ος, ον
  540. ἀδίδακτος, ος, ον
  541. ἀδιεξέργαστος, ος, ον
  542. ἀδιέξοδος, ος, ον
  543. ἀδιέργαστος, ος, ον
  544. ἀδιερεύνητος, ος, ον
  545. ἀδιήγητος, ος, ον
  546. ἀδίκαστος, ος, ον
  547. ἀδικάστως
  548. ἀδικέω-ῶ
  549. ἀδίκημα, ατος (τό)
  550. ἀδικητέον
  551. ἀδικητικός, ή, όν
  552. ἀδικία, ας (ἡ)
  553. ἀδικίου (δίκη) (ἡ)
  554. ἀδικοπραγέω-ῶ
  555. ἄδικος, ος, ον
  556. ἀδίκως
  557. ἁδινός, ή, ον
  558. ἁδινῶς
  559. ἀδιοίκητος, ος, ον
  560. ἅδιον
  561. ἀδιόρθωτος, ος, ον
  562. ἀδμής, ῆτος
  563. ἄδμητος, η, ον
  564. ᾁδοβάτης, ου (ὁ)
  565. ἀδόκητος, ος, ον
  566. ἀδοκήτως
  567. ἀδοκίμαστος, ος, ον
  568. ἀδόκιμος, ος, ον
  569. ἀδολεσχέω-ῶ
  570. ἀδολέσχης, ου (ὁ)
  571. ἀδολεσχία, ας (ἡ)
  572. ἀδόλεσχος, ος, ον
  573. ἄδολος, ος, ον
  574. ἀδόλως
  575. ἅδον
  576. ἁδονά
  577. ἀδόξαστος, ος, ον
  578. ἀδοξέω-ῶ
  579. ἀδόξημα, ατος (τό)
  580. ἀδοξία, ας (ἡ)
  581. ἄδοξος, ος, ον
  582. ἀδόξως
  583. ἀδορυφόρητος, ος, ον
  584. ἅδος (τό)
  585. ἄδουλος, ος, ον
  586. ἀδούλωτος, ος, ον
  587. ἀδρανής, ής, ές
  588. Ἀδράστεια, ας (ἡ)
  589. ἄδραστος, ος, ον
  590. ἄδρεπτος, ος, ον
  591. Ἀδρήστεια, ας (ἡ)
  592. Ἀδρηστίνη, ης (ἡ)
  593. ἄδρηστος, ος, ον
  594. Ἀδριανός, ός, όν
  595. Ἀδρίας, ου (ὁ)
  596. Ἀδριατικός, ή, όν
  597. Ἀδριηνός, ός, όν
  598. Ἀδρίης, ου (ὁ)
  599. ἁδρός, ά, όν
  600. ἁδροτής, ῆτος (ἡ)
  601. ἁδρύνω
  602. ἀδυναμία, ας (ἡ)
  603. ἀδύναμος, ος, ον
  604. ἀδυνασία, ας (ἡ)
  605. ἀδυνατέω-ῶ
  606. ἀδύνατος, ος, ον
  607. ἀδυνάτως
  608. ἁδύπνοος
  609. ἁδύς
  610. ἄδυτος, ος, ον
  611. ἁδύφωνος, ος, ον
  612. ᾄδω
  613. Ἀδωνιάζω
  614. Ἀδωνιασμός, οῦ (ὁ)
  615. Ἀδώνιος, ος, ον
  616. Ἄδωνις, ιδος (ὁ)
  617. ἀδώρητος, ος, ον
  618. ἀδωροδόκητος, ος, ον
  619. ἀδωροδοκήτως
  620. ἄδωρος, ος, ον
  621. ἀεθλεύω
  622. ἀέθλιον, ου (τό)
  623. ἀέθλιος
  624. ἄεθλον, ου (τό)
  625. ἄεθλος, ου (ὁ)
  626. ἀεθλοφόρος, ος, ον
  627. ἄει
  628. ἀεί
  629. ἀειγενής, ής, ές
  630. ἀειδέμεναι
  631. ἀεῖδεν
  632. ἀειδής, ής, ές
  633. ἀείδῃσι
  634. ἄειδον
  635. ἀείδω
  636. ἀείζωος, ος, ον
  637. ἀεικείη, ης (ἡ)
  638. ἀεικέλιος, η, ον
  639. ἀεικελίως
  640. ἀεικέως
  641. ἀεικής, ής, ές
  642. ἀεικίζω
  643. ἀείμνηστος, ος, ον
  644. ἀείναος, ος, ον
  645. ἀειράμενος, ἀείρας
  646. ἀειρέσθην
  647. ἀείροντο
  648. ἀείρυτος, ος, ον
  649. ἀείρω
  650. ἀείς
  651. ἀείσκωψ, ωπος (ὁ)
  652. ἄεισμα, ατος (τό)
  653. ἀείφρουρος, ος, ον
  654. ἀειφυγία, ας (ἡ)
  655. ἀείφυλλος, ος, ον
  656. ἀεκαζόμενος, η, ον
  657. ἀεκήλιος, ος, ον
  658. ἀέκητι
  659. ἀεκούσιος, ος, ον
  660. ἀέκων, ουσα, ον
  661. ἄελλα, ης (ἡ)
  662. ἀελλάς, άδος (ἡ)
  663. ἀελλής
  664. ἀελλόπος, ος, ον
  665. ἀελλόπους, ους, ους
  666. ἀελπτέω-ῶ
  667. ἀελπτής, ής, ές
  668. ἄελπτος, ος, ον
  669. ἀέναος, ος, ον
  670. ἀενάων, ουσα, ον
  671. ἀέντος
  672. ἀεξίφυλλος, ος, ον
  673. ἀέξω
  674. ἄεπτος, ος, ον
  675. ἀεργία, ας (ἡ)
  676. ἀεργός, ός, όν
  677. ἀέρδην
  678. ἀερθείς
  679. ἄερθεν
  680. ἀερθῶ
  681. ἀέριος, ος, ον
  682. ἄερκτος, ος, ον
  683. ἀεροβατέω-ῶ
  684. ἀεροδρομέω-ῶ
  685. ἀεροειδής, ής, ές
  686. ἀεροκάρδακες, ων (οἱ)
  687. ἀεροκώνωπες, ων (οἱ)
  688. ἀερομαχία, ας (ἡ)
  689. ἀερομετρέω-ῶ
  690. ἀερσίπους, ους, ουν
  691. αέρσω
  692. ἀέρω, ῃς, ῃ
  693. ἀερῶ, εῖς, εῖ
  694. ἀερώδης, ης, ες
  695. ἄεσα
  696. ἀεσιφροσύνη, ης (ἡ)
  697. ἀεσίφρων, ων, ον
  698. ἀέσκω
  699. ἀετιδεύς, έως (ὁ)
  700. ἀετός, οῦ (ὁ)
  701. ἀετοφόρος, ου (ὁ)
  702. ἀετώδης, ης, ες
  703. ἄζα, ης (ἡ)
  704. ἀζαλέος, α, ον
  705. ἅζεο
  706. ἀζηλία, ας (ἡ)
  707. ἄζηλος, ος, ον
  708. ἀζηλότυπος, ος, ον
  709. ἀζήμιος, ος, ον
  710. ἀζηχής, ής, ές
  711. ἄζυμος, ος, ον
  712. ἄζυξ, υγος
  713. ἄζω
  714. ἅζω
  715. ἄζωστος, ος, ον
  716. ἄη
  717. ἀηδής, ής, ές
  718. ἀηδία, ας (ἡ)
  719. ἀηδονιδεύς, έως (ὁ)
  720. ἀηδονίς, ίδος (ἡ)
  721. ἀηδῶ, οῦς (ἡ)
  722. ἀηδών, όνος (ἡ)
  723. ἀηδῶς
  724. ἀήθεια, ας (ἡ)
  725. ἀηθέσσω
  726. ἀήθης, ης, ες
  727. ἀήθως
  728. ἄημα, ατος (τό)
  729. ἀήμεναι
  730. ἀήμενος
  731. ἄημι
  732. ἀῆναι
  733. ἀήρ, ἀέρος (ὁ)
  734. ἀήσσητος, ος, ον
  735. ἀήσυλος, ος, ον
  736. ἀήσυρος, ος, ον
  737. ἀήτης, ου (ὁ)
  738. ἄητος, ος, ον
  739. ἀθαλλής, ής, ές
  740. Ἀθαμαντίς, ίδος (ἡ)
  741. ἀθαμβής, ής, ές
  742. Ἀθάνα
  743. ἀθανασία, ας (ἡ)
  744. ἀθανατίζω
  745. ἀθάνατος, ος, ον
  746. ἄθαπτος, ος, ον
  747. ἀθάρα, ας (ἡ)
  748. ἀθαρσής, ής, ές
  749. ἀθαρσῶς
  750. ἀθέατος, ος, ον
  751. ἀθεεί
  752. ἀθείαστος, ος, ον
  753. ἀθέλεος, ος, ον
  754. ἄθελκτος, ος, ον
  755. ἀθεμίστιος, ος, ον
  756. ἀθέμιστος, ος, ον
  757. ἀθέμιτος, ος, ον
  758. ἄθεος, ος, ον
  759. ἀθεράπευτος, ος, ον
  760. ἀθερίζω
  761. ἀθέρμαντος, ος, ον
  762. ἄθερμος, ος, ον
  763. ἄθεσμος, ος, ον
  764. ἀθέσφατος, ος, ον
  765. ἀθετέω-ῶ
  766. ἀθέτησις, εως (ἡ)
  767. ἄθετος, ος, ον
  768. ἀθέτως
  769. ἀθεώρητος, ος, ον
  770. ἀθεωρήτως
  771. ἀθέως
  772. ἄθηλυς, υς, υ
  773. Ἀθηνᾶ, ᾶς (ἡ)
  774. Ἀθήναζε
  775. Ἀθῆναι, ῶν (αἱ)
  776. Ἀθηναία, ας (ἡ)
  777. Ἀθηναίη, ης (ἡ)
  778. Ἀθήναιον, ου (τό)
  779. Ἀθηναῖος, α, ον
  780. Ἀθήνη, ης (ἡ)
  781. Ἀθήνηθεν
  782. Ἀθήνησι(ν)
  783. Ἀθηνιάω-ῶ
  784. ἀθήρ, έρος (ὁ)
  785. ἀθήρατος, ος, ον
  786. ἀθήρευτος, ος, ον
  787. ἀθηρηλοιγός, οῦ (τό)
  788. ἀθηρία, ας (ἡ)
  789. ἄθηρος, ος, ον
  790. ἄθικτος, ος, ον
  791. ἀθλεύω
  792. ἀθλέω-ῶ
  793. ἄθλημα, ατος (τό)
  794. ἄθλησις, εως (ἡ)
  795. ἀθλητήρ, ῆρος (ὁ)
  796. ἀθλητής, οῦ (ὁ)
  797. ἀθλητικός, ή, όν
  798. ἀθλητικῶς
  799. ἄθλιος, α, ον
  800. ἀθλιότης, ητος (ἡ)
  801. ἀθλίως
  802. ἀθλοθέτης, ου (ὁ)
  803. ἆθλον, ου (τό)
  804. ἆθλος, ου (ὁ)
  805. ἀθλοφόρος, ος, ον
  806. ἄθολος, ος, ον
  807. ἀθόλωτος, ος, ον
  808. ἀθορύβητος, ος, ον
  809. ἆθος
  810. Ἀθόως
  811. ἄθραυστος, ος, ον
  812. ἀθρέω-ῶ
  813. ἀθρητέον
  814. ἀθροίζω
  815. ἄθροισις, εως (ἡ)
  816. ἀθροιστέον
  817. ἀθρόος, α, ον
  818. ἀθρόως
  819. ἄθρυπτος, ος, ον
  820. ἀθρυψία, ας (ἡ)
  821. ἀθυμέω-ῶ
  822. ἀθυμία, ας (ἡ)
  823. ἄθυμος, ος, ον
  824. ἀθύμως
  825. ἄθυρμα, ατος (τό)
  826. ἄθυρος, ος, ον
  827. ἀθυροστομία, ας (ἡ)
  828. ἀθυρόστομος, ος, ον
  829. ἄθυρσος, ος, ον
  830. ἀθύρω
  831. ἄθυτος, ος, ον
  832. ἀθῷος, ος, ον
  833. Ἀθῶος, η, ον
  834. ἀθωράκιστος, ος, ον
  835. Ἄθως, ω (ὁ)
  836. αἱ
  837. αἵ
  838. αἷ
  839. αἰ,
  840. ἄϊ
  841. αἷα, ας (ἡ)
  842. Αἷα, ας (ἡ)
  843. αἴαγμα, ατος (τό)
  844. αἰάζω
  845. αἰαῖ
  846. Αἰαῖος, η, ον
  847. Αἰάκειον, ου (τό)
  848. Αἰακίδης, ου (ὁ)
  849. Αἰακός, οῦ (ὁ)
  850. αἰακτός, ή, όν
  851. αἰανής1, ής, ές
  852. αἰανής2, ής, ές
  853. Αἰάντειος, ος, ον
  854. Αἰαντίδης1, ου
  855. Αἰαντίδης2, ου (ὁ)
  856. Αἰαντίς, ίδος (ἡ)
  857. Αἴας, Αἴαντος (ὁ)
  858. αἴγαγρος, ου (ὁ, ἡ)
  859. Αἰγαί, ῶν (αἱ)
  860. Αἰγαῖος, α, ον
  861. Αἰγαίων, ωνος
  862. αἰγανέη, ης (ἡ)
  863. αἰγέη, ης (ἡ)
  864. Αἰγείδης1, ου (ὁ)
  865. Αἰγείδης2, ου (ὁ)
  866. αἴγειος, α, ον
  867. αἴγειρος, ου (ἡ)
  868. αἰγελάτης, ου (ὁ)
  869. αἴγεος, α, ον
  870. αἴγεσι
  871. Αἰγεύς, έως (ὁ)
  872. Αἰγηΐς, ΐδος (ἡ)
  873. αἰγιαλός, οῦ (ὁ)
  874. αἰγίβοτος, ος, ον
  875. αἰγίθαλλος, ου (ὁ)
  876. Αἰγικορεῖς, έων (οἱ)
  877. αἰγίλιψ, ῖπος
  878. αἴγιλος, ου (ἡ)
  879. Αἴγινα, ης (ἡ)
  880. Αἰγιναῖος, α, ον
  881. Αἰγινήτης, ου (ὁ)
  882. Αἰγινητικός, ή, όν
  883. αἰγίοχος, ου (ὁ)
  884. Αἰγίπαν, ᾶνος (ὁ)
  885. αἰγίπλαγκτος, ος, ον
  886. αἰγίπους, ους, ουν
  887. αἰγίπυρος, ου (ὁ)
  888. αἰγίς, ίδος (ἡ)
  889. Αἴγισθος, ου (ὁ)
  890. αἰγλᾶς
  891. αἴγλη, ης (ἡ)
  892. αἰγλήεις, ήεσσα, ῆεν
  893. αἰγοθηρικός, ή, όν
  894. αἰγόκερως, ως, ων
  895. αἰγοπρόσωπος, ος, ον
  896. Αἰγὸς ποταμοί, ῶν (οἱ)
  897. αἰγυπιός, οῦ (ὁ)
  898. αἰγυπτιάζω
  899. Αἰγυπτιακός, ή, όν
  900. Αἰγύπτιος, α, ον
  901. Αἰγυπτιστί
  902. Αἰγυπτογενής, ής, ές
  903. Αἰγυπτόνδε
  904. Αἴγυπτος1, ου (ὁ)
  905. Αἴγυπτος2, ου (ἡ)
  906. Ἀίδας
  907. αἰδεῖο
  908. αἰδέομαι-οῦμαι
  909. αἴδεσθεν
  910. αἰδέσιμος, ος, ον
  911. αἰδεσίμως
  912. αἴδεσις, εως (ἡ)
  913. αἴδεσσαι
  914. αἰδέσσομαι
  915. αἰδεστός, ή, όν
  916. ἀΐδηλος, ος, ον
  917. ἀϊδήλως
  918. αἰδημόνως
  919. αἰδήμων, ων, ον
  920. Ἅιδης, ου (ὁ)
  921. ἀΐδιος, ος, ον
  922. ἀϊδής, ής, ές
  923. αἰδοῖος, α, ον
  924. αἰδοίως
  925. αἴδομαι
  926. Ἄϊδος, Ἄϊδι, Ἄϊδα
  927. αἰδόφρων, ων, ον
  928. ἀϊδρεΐη, ης (ἡ)
  929. ἀϊδρηΐη, ης (ἡ)
  930. ἄϊδρις, ις, ι
  931. αΐδω
  932. Ἀϊδωνεύς, έως (ὁ)
  933. αἰδώς, όος-οῦς (ἡ)
  934. ἄϊε, ἄϊεν
  935. αἰεί
  936. αἰειγενέτης, ου
  937. αἰείμνηστος, ος, ον
  938. αἰέλουρος, ου (ὁ, ἡ)
  939. αἰέν
  940. αἰετός, οῦ (ὁ)
  941. αἰζήϊος
  942. ἀΐζηλος, ος, ον
  943. αἰζηός, οῦ
  944. Αἰήτας, αο (ὁ)
  945. Αἰήτης, ου (ὁ)
  946. αἴητος, ος, ον
  947. αἴθ’
  948. Αἰθαιεύς, έως (ὁ)
  949. αἰθαλόεις, όεσσα, όεν
  950. αἴθαλος, ου (ὁ)
  951. αἰθαλόω-ῶ
  952. αἴθε
  953. αἰθέριος, α, ον
  954. αἰθεροειδής, ής, ές
  955. αἰθερώδης, ης, ες
  956. αἰθήρ, έρος (ὁ, ἡ)
  957. Αἰθιοπεύς, έως (ὁ)
  958. Αἰθιοπία, ας (ἡ)
  959. Αἰθιοπίη, ης (ἡ)
  960. Αἰθιοπικός, ή, όν
  961. Αἰθιόπιος, α, ον
  962. Αἰθιοπίς, ίδος
  963. Αἰθίοψ, οπος
  964. αἰθός, ή, όν
  965. αἴθουσα, ης (ἡ)
  966. αἶθοψ, οπος
  967. αἴθρα, ας (ἡ)
  968. αἰθρηγενέτης, ου (ὁ)
  969. αἰθρηγενής, ής, ές
  970. αἰθρία, ας (ἡ)
  971. αἰθριάζω
  972. αἴθριος, ος, ον
  973. αἶθρος, ου (ὁ)
  974. αἴθυγμα, ατος (τό)
  975. αἴθυια, ας (ἡ)
  976. αἰθύσσω
  977. αἴθω
  978. αἴθων, ονος ( masc., fem.)
  979. αἰκάλλω
  980. αἰκέλιος, ος, ον
  981. ἀϊκή, ῆς (ἡ)
  982. αἰκής, ής, ές
  983. αἰκία, ας (ἡ)
  984. αἰκίζω
  985. αἴκισμα, ατος (τό)
  986. αἰκῶς
  987. αἴλινος, ος, ον
  988. αἴλουρος, ου (ὁ, ἡ)
  989. αἷμα, ατος (τό)
  990. αἱμακουρία, ας (ἡ)
  991. αἱμακτός, ή, όν
  992. αἱμάς, άδος (ἡ)
  993. αἱμασιά, ᾶς (ἡ)
  994. αἱμάσσω
  995. αἱματεκχυσία, ας (ἡ)
  996. αἱματηρός, ά, όν
  997. αἱματηφόρος, ος, ον
  998. αἱματίζω
  999. αἱματόεις, όεσσα, όεν
  1000. αἱματολοιχός, ός, όν
  1001. αἱματορρόφος, ος, ον
  1002. αἱματόρρυτος, ος, ον
  1003. αἱματοσταγής, ής, ές
  1004. αἱματόω-ῶ
  1005. αἱματώδης, ης, ες
  1006. αἱμοβαρής, ής, ές
  1007. αἱμόδιψος, ος, ον
  1008. Αἱμονίδης, ου (ὁ)
  1009. αἱμορραγής, ής, ές
  1010. αἱμόρραντος, ος, ον
  1011. αἱμορροέω-ῶ
  1012. αἱμόρροος,ος, ον
  1013. αἱμοσφαγεῖος, ος, ον
  1014. αἱμυλία, ας (ἡ)
  1015. αἱμύλιος, ος, ον
  1016. αἱμύλλω
  1017. αἱμύλος, η, ον
  1018. αἱμώδης, ης, ες
  1019. αἵμων1, ων, ον
  1020. αἵμων2, ων, ον
  1021. αἰνά
  1022. αἰναρέτης, ου
  1023. Αἰνείας, ου (ὁ)
  1024. αἴνεσις, εως (ἡ)
  1025. αἰνετός, ή, όν
  1026. αἰνέω-ῶ
  1027. αἴνη, ης (ἡ)
  1028. Αἰνία, ας (ἡ)
  1029. Αἰνιάν, ᾶνος
  1030. αἴνιγμα, ατος (τό)
  1031. αἰνιγματώδης, ης, εν
  1032. αἰνιγμός, οῦ (ὁ)
  1033. αἰνίζομαι
  1034. αἰνικτηρίως
  1035. αἰνικτός, ή, όν
  1036. Αἴνιος, ου (ὁ)
  1037. αἰνίσσομαι
  1038. αἰνόθεν
  1039. Αἰνόθεν
  1040. αἰνολαμπής, ής, ές
  1041. αἰνόλεκτρος, ος, ον
  1042. αἰνόμορος, ος, ον
  1043. αἰνοπαθής, ής, ές
  1044. Αἰνόπαρις, ιδος (ὁ)
  1045. αἰνοπάτηρ
  1046. αἰνός, ή, όν
  1047. αἶνος, ου (ὁ)
  1048. Αἶνος, ου (ὁ, ἡ)
  1049. αἴνυμαι
  1050. αἰνῶς
  1051. αἴξ, αἰγός (ὁ, ἡ)
  1052. ἀΐξασθαι
  1053. ἀΐξω,
  1054. Αἰολεῖς, έων (οἱ)
  1055. Αἰολίδης, ου (ὁ)
  1056. αἰολίζω
  1057. Αἰολικός, ή, όν
  1058. Αἰόλιος, α, ον
  1059. Αἰολίς, ίδος
  1060. αἰόλλω
  1061. αἰολοθώρηξ, ηκος
  1062. Αἰολοκένταυρος, ου (ὁ)
  1063. αἰολόμητις, ιος
  1064. αἰολομίτρης, ου
  1065. αἰολόπωλος, ος, ον
  1066. αἰόλος, η, ον
  1067. αἰολόστομος, ος, ον
  1068. ἄϊον
  1069. αἰπεινός, ή, όν
  1070. αἵπερ 1
  1071. αἵπερ 2
  1072. αἰπήεις, ήεσσα, ῆεν
  1073. αἰπολέω-ῶ
  1074. αἰπόλιον, ου (τό)
  1075. αἰπόλος, ου (ὁ)
  1076. αἶπος, εος-ους (τό)
  1077. αἰπός, ή, όν
  1078. αἰπυμήτης, ου
  1079. αἰπύνωτος, ος, ον
  1080. αἰπύς, εῖα, ύ
  1081. Αἰπύτιος, α, ον
  1082. Αἴπυτος, ου (ὁ)
  1083. αἱρέσιμος, α, ον
  1084. αἵρεσις, εως (ἡ)
  1085. αἱρετέος, α, ον
  1086. αἱρετίζω
  1087. αἱρετικός, ή, όν
  1088. αἱρετός, ή, όν
  1089. αἱρεύμενος
  1090. αἱρέω-ῶ
  1091. ἄϊρος
  1092. αἴρω
  1093. Ἄϊς, Ἄϊδος (ὁ)
  1094. αἶσα, ης (ἡ)
  1095. αἰσθάνομαι
  1096. ἄϊσθε
  1097. αἴσθημα, ατος (τό)
  1098. αἴσθησις, εως (ἡ)
  1099. αἰσθήσομαι
  1100. αἰσθητήριον, ου (τό)
  1101. αἰσθητικός, ή, όν
  1102. αἰσθητικῶς
  1103. αἰσθητός, ή, όν
  1104. αἰσθητῶς
  1105. αἴσθομαι
  1106. ἀΐσθω
  1107. αἰσιμία, ας (ἡ)
  1108. αἴσιμος, ος, ον
  1109. αἰσιόομαι-οῦμαι
  1110. αἴσιος, ος, ον
  1111. ἀΐσσω
  1112. ἄϊστος, ος, ον
  1113. ἀϊστόω-ῶ
  1114. αἰσυλοεργός, ός, όν
  1115. αἴσυλος, ος, ον
  1116. Αἰσύμηθεν
  1117. αἰσυμνάω-ῶ
  1118. αἰσυμνητήρ, ῆρος (ὁ)
  1119. αἰσυμνήτης, ου (ὁ)
  1120. Αἰσχίνης, ου (ὁ)
  1121. αἴσχιστος, η, ον
  1122. αἰσχίων, ων, ον
  1123. αἶσχος, εος-ους (τό)
  1124. αἰσχροκέρδεια, ας (ἡ)
  1125. αἰσχροκερδής, ής, ές
  1126. αἰσχροκερδῶς
  1127. αἰσχρολογία, ας (ἡ)
  1128. αἰσχρόμητις, ιος
  1129. αἰσχροποιός, ός, όν
  1130. αἰσχρός, ά, όν
  1131. αἰσχρότης, ητος (ἡ)
  1132. αἰσχρουργία, ας (ἡ)
  1133. αἰσχρῶς
  1134. αἰσχυνέμεν
  1135. αἰσχυνέω
  1136. αἰσχύνη, ης (ἡ)
  1137. αἰσχυνοῦμαι
  1138. αἰσχυντέον
  1139. αἰσχυντηλία, ας (ἡ)
  1140. αἰσχυντηλός, ός, όν
  1141. αἰσχυντήρ, ῆρος (ὁ)
  1142. αἰσχυντικός, ή, όν
  1143. αἰσχύνω
  1144. Αἴσωπος, ου (ὀ)
  1145. αἴτε
  1146. αἰτεύμενος
  1147. αἰτέω-ῶ
  1148. αἴτημα, ατος (τό)
  1149. αἰτηματώδης, ης, ες
  1150. αἴτησις, εως (ἡ)
  1151. αἰτητικός, ή, όν
  1152. αἰτητός, ή, όν
  1153. αἰτία, ας (ἡ)
  1154. αἰτιάζομαι
  1155. αἰτίαμα, ατος (τό)
  1156. αἰτιάομαι-ῶμαι
  1157. αἰτιατέον
  1158. αἰτίζω
  1159. αἰτιολογέω-ῶ
  1160. αἴτιος, α, ον
  1161. αἰτίωμα, ατος (τό)
  1162. αἰτιόωνται
  1163. αἰτιόῳο
  1164. αἰτναῖος, ου (ὁ)
  1165. Αἰτναῖος, α, ον
  1166. Αἴτνη, ης (ἡ)
  1167. Αἰτωλία, ας (ἡ)
  1168. Αἰτωλικός, ή, όν
  1169. Αἰτωλίς, ιδος
  1170. Αἰτωλός, οῦ
  1171. αἴφνης
  1172. αἰφνίδιος, α, ον
  1173. αἰφνιδίως
  1174. ἀΐχθην
  1175. αἰχμά
  1176. αἰχμάεις
  1177. αἰχμάζω
  1178. αἰχμαλωσία, ας (ἡ)
  1179. αἰχμαλωτεύω
  1180. αἰχμαλωτίζω
  1181. αἰχμαλωτίς, ίδος
  1182. αἰχμάλωτος, ος, ον
  1183. αἰχμή, ῆς (ἡ)
  1184. αἰχμήεις, ήεσσα, ῆεν
  1185. αἰχμητά (ὁ)
  1186. αἰχμητής, οῦ (ὁ)
  1187. αἰχμοφόρος, ου (ὁ)
  1188. αἶψα
  1189. αἰψηρός, ά, όν
  1190. ἀΐω1
  1191. ἀΐω2
  1192. ἀϊών1, όνος (ἡ)
  1193. αἰών2, ῶνος (ὁ)
  1194. αἰώνιος, ος, ον
  1195. αἰώρα, ας (ἡ)
  1196. αἰωρέω-ῶ
  1197. Ἀκαδημαϊκός, ή, όν
  1198. Ἀκαδήμεια, ας (ἡ)
  1199. ἀκαθαρσία, ας (ἡ)
  1200. ἀκάθαρτος, ος, ον
  1201. ἀκαιρέω-ῶ
  1202. ἀκαιρία, ας (ἡ)
  1203. ἄκαιρος, ος, ον
  1204. ἀκαίρως
  1205. ἀκάκας
  1206. ἀκάκητα (ὁ)
  1207. ἀκακία, ας (ἡ)
  1208. ἄκακος, ος, ον
  1209. ἀκαλαρρείτης
  1210. ἀκαλάρροος, ος, ον
  1211. ἀκαλλής, ής, ές
  1212. ἀκαλλιέρητος, ος, ον
  1213. ἀκαλλώπιστος, ος, ον
  1214. ἀκαλός, ή, όν
  1215. ἀκάλυπτος, ος, ον
  1216. ἀκαλυφής, ής, ές
  1217. ἀκάμας, αντος
  1218. ἀκάματος, ος, ον
  1219. ἄκαμπτος, ος, ον
  1220. ἄκανθα, ης (ἡ)
  1221. ἀκανθίας, ου (ὁ)
  1222. ἀκάνθινος, η, ον
  1223. ἀκανθώδης, ης, ες
  1224. ἄκαπνος, ος, ον
  1225. ἀκάρδιος, ος, ον
  1226. ἀκαρής, ής, ές
  1227. Ἀκαρνάν, ᾶνος (ὁ)
  1228. Ἀκαρνανία, ας (ἡ)
  1229. Ἀκαρνανικός, ή, όν
  1230. ἀκαρπία, ας (ἡ)
  1231. ἄκαρπος, ος, ον
  1232. ἀκάρπως
  1233. ἀκάρπωτος, ος, ον
  1234. ἀκαρτέρητος, ος, ον
  1235. ἀκασκᾶ
  1236. ἀκασκαῖος, α, ον
  1237. ἀκατάβλητος, ος, ον
  1238. ἀκατάγγελτος, ος, ον
  1239. ἀκατάγνωστος, ος, ον
  1240. ἀκατακάλυπτος, ος, ον
  1241. ἀκατακόσμητος, ος, ον
  1242. ἀκατάκριτος, ος, ον
  1243. ἀκατάληπτος, ος, ον
  1244. ἀκατάλυτος, ος, ον
  1245. ἀκατάπαυστος, ος, ον
  1246. ἀκατάσκευος, ος, ον
  1247. ἀκαταστασία, ας (ἡ)
  1248. ἀκατάστατος, ος, ον
  1249. ἀκαταστάτως
  1250. ἀκατάσχετος, ος, ον
  1251. ἀκατασχέτως
  1252. ἀκατάψευστος, ος, ον
  1253. ἀκάτειος, ος, ον
  1254. ἀκάτιον, ου (τό)
  1255. ἀκατονόμαστος, ος, ον
  1256. ἄκατος, ου (ἡ)
  1257. ἄκαυστος, ος, ον
  1258. ἀκαχείατο, ἀκάχημαι, ἀκά
  1259. ἀκαχίζω
  1260. ἀκαχμένος, ος, ον
  1261. ἀκαχοίμην, ἀκαχόμην, ἀκα
  1262. ἀκειόμενος
  1263. ἀκείρατος, ος, ον
  1264. ἀκέλευστος, ος, ον
  1265. ἀκέντητος, ος, ον
  1266. ἀκέο
  1267. ἀκέομαι
  1268. ἀκέοντο
  1269. ἀκέραιος, ος, ον
  1270. ἀκερδής, ής, ές
  1271. ἀκερδῶς
  1272. ἀκερσεκόμης, ου
  1273. ἀκέσιμος, ος, ον
  1274. ἄκεσις, εως (ἡ)
  1275. ἄκεσμα, ατος (τό)
  1276. ἄκεσσαι, ἀκέσσαιο
  1277. ἀκεστήρ, ῆρος
  1278. ἀκεστικός, ή, όν
  1279. ἀκεστός, ή, όν
  1280. ἀκέστρα, ας (ἡ)
  1281. ἀκέστρια, ας (ἡ)
  1282. ἀκέφαλος, ος, ον
  1283. ἀκέω1
  1284. ἀκέω2
  1285. ἀκήδεστος, ος, ον
  1286. ἀκηδέστως
  1287. ἀκήδευτος, ος, ον
  1288. ἀκηδέω-ῶ
  1289. ἀκηδής, ής, ές
  1290. ἀκήκοα
  1291. ἀκηκόειν
  1292. ἀκήλητος, ος, ον
  1293. ἄκημα, ατος (τό)
  1294. ἀκήν
  1295. ἀκηράσιος, ος, ον
  1296. ἀκήρατος, ος, ον
  1297. ἀκήριος, ος, ον1
  1298. ἀκήριος, ος, ον2
  1299. ἀκηρυκτεί
  1300. ἀκήρυκτος, ος, ον
  1301. ἀκηρύκτως
  1302. ἀκηχέδαται, ἀκηχεμένος
  1303. ἀκίβδηλος, ος, ον
  1304. ἀκιβδήλως
  1305. ἀκιδνός, ή, όν
  1306. ἀκίθαρις, ις, ι
  1307. ἄκικυς, υος
  1308. ἀκινάκης, ου (ὁ)
  1309. ἀκίνδυνος, ος, ον
  1310. ἀκινδύνως
  1311. ἀκινησία, ας (ἡ)
  1312. ἀκίνητος, ος, ον
  1313. ἀκινήτως
  1314. ἀκίς, ίδος (ἡ)
  1315. ἀκίχητος, ος, ον
  1316. Ἀκκώ, οῦς (ἡ)
  1317. ἄκλαυστος, ος, ον
  1318. ἄκλαυτος, ος, ον
  1319. ἀκλεής, ής, ές
  1320. ἄκλειστος, ος, ον
  1321. ἀκλειῶς
  1322. ἀκλεῶς
  1323. ἀκληεῖς
  1324. ἄκληρος, ος, ον
  1325. ἀκλήρωτος, ος, ον
  1326. ἄκλῃστος, ος, ον
  1327. ἄκλητος, ος, ον
  1328. ἀκλινής, ής, ές
  1329. ἄκλυστος, ος, ον
  1330. ἄκλυτος, ος, ον
  1331. ἀκμά, ᾶς (ἡ)
  1332. ἀκμάζω
  1333. ἀκμαῖος, α, ον
  1334. ἀκμή, ῆς (ἡ)
  1335. ἀκμηνός, ή, όν
  1336. ἄκμηνος, ος, ον
  1337. ἀκμής, ῆτος
  1338. ἀκμόθετον, ου (τό)
  1339. ἀκμόνιον, ου (τό)
  1340. ἄκμων, ονος (ὁ)
  1341. ἄκνηστις, ιος (ἡ)
  1342. ἄκνισος, ος, ον
  1343. ἀκοή, ῆς (ἡ)
  1344. ἀκοίμητος, ος, ον
  1345. ἀκοινώνητος, ος, ον
  1346. ἀκοίτης, ου (ὁ)
  1347. ἄκοιτις, ιος (ἡ)
  1348. ἀκολάκευτος, ος, ον
  1349. ἀκολασία, ας (ἡ)
  1350. ἀκολασταίνω
  1351. ἀκολάστημα, ατος (τό)
  1352. ἀκόλαστος, ος, ον
  1353. ἀκολάστως
  1354. ἄκολος, ου (ἡ)
  1355. ἀκολουθέω-ῶ
  1356. ἀκολούθησις, εως (ἡ)
  1357. ἀκολουθητέον
  1358. ἀκολουθητικός, ή, όν
  1359. ἀκολουθία, ας (ἡ)
  1360. ἀκόλουθος, ος, ον
  1361. ἄκολπος, ος, ον
  1362. ἀκόλυμβος, ος, ον
  1363. ἀκομιστία, ας (ἡ)
  1364. ἄκομος, ος, ον
  1365. ἀκόμπαστος, ος, ον
  1366. ἄκομπος, ος, ον
  1367. ἄκομψος, ος, ον
  1368. ἀκόμψως
  1369. ἀκονάω-ῶ
  1370. ἀκόνδυλος, ος, ον
  1371. ἀκόνη, ης (ἡ)
  1372. ἀκονιτί
  1373. ἀκοντί
  1374. ἀκοντίζω
  1375. ἀκόντιον, ου (τό)
  1376. ἀκόντισις, εως (ἡ)
  1377. ἀκόντισμα, ατος (τό)
  1378. ἀκοντισμός, οῦ (ὁ)
  1379. ἀκοντιστήρ, ῆρος (ὁ)
  1380. ἀκοντιστής, οῦ (ὁ)
  1381. ἀκοντιστικός, ή, όν
  1382. ἀκοντιστύς, ύος (ἡ)
  1383. ἀκόντως
  1384. ἄκοπος, ος, ον
  1385. ἀκόρεστος, ος, ον
  1386. ἀκόρετος, ος, ον
  1387. ἀκορής, ής, ές
  1388. ἀκόρητος, ος, ον
  1389. ἀκορία, ας (ἡ)
  1390. ἄκορος, ος, ον
  1391. ἄκος, εος-ους (τό)
  1392. ἀκοσμέω-ῶ
  1393. ἀκόσμητος, ος, ον
  1394. ἀκοσμία, ας (ἡ)
  1395. ἄκοσμος, ος, ον
  1396. ἀκόσμως
  1397. ἀκοστάω
  1398. ἀκοστή, ῆς (ἡ)
  1399. ἀκουάζομαι
  1400. ἀκουέμεν, ἀκουέμεναι
  1401. ἀκουή, ῆς (ἡ)
  1402. ἄκουκα
  1403. ἄκουον
  1404. ἄκουρος, ος, ον
  1405. ἄκουσα1
  1406. ἄκουσα2
  1407. ἀκούσιος, ος, ον
  1408. ἀκουσίως
  1409. ἄκουσμα, ατος (τό)
  1410. ἀκουστέος, α, ον
  1411. ἀκουστικός, ή, όν
  1412. ἀκουστός, ή, όν
  1413. ἀκούω
  1414. ἄκρα, ας (ἡ)
  1415. ἀκράαντος, ος, ον
  1416. Ἀκραγαντῖνος, η, ον
  1417. Ἀκράγας, αντος (ὁ, ἡ)
  1418. ἀκραγής, ής, ές
  1419. ἀκραής, ής, ές
  1420. ἀκραῖος, α, ον
  1421. ἀκραιφνής, ής, ές
  1422. ἄκραντος, ος, ον
  1423. ἀκρασία, ας (ἡ)
  1424. ἀκράτεια, ας (ἡ)
  1425. ἀκρατεύομαι
  1426. ἀκρατευτικός, ή, όν
  1427. ἀκρατής, ής, ές
  1428. ἀκρατοποσία, ας (ἡ)
  1429. ἀκρατοπότης, ου (ὁ)
  1430. ἄκρατος, ος, ον
  1431. ἀκράτωρ, ορος
  1432. ἀκράτως
  1433. ἀκραχολέω-ῶ
  1434. ἀκραχολία, ας (ἡ)
  1435. ἀκράχολος, ος, ον
  1436. ἀκρεμών, όνος (ὁ)
  1437. ἄκρη, ης (ἡ)
  1438. ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης
  1439. ἀκρίβεια, ας (ἡ)
  1440. ἀκριβής, ής, ές
  1441. ἀκριβολογέομαι-οῦμαι
  1442. ἀκριβολογητέον
  1443. ἀκριβολογία, ας (ἡ)
  1444. ἀκριβόω-ῶ
  1445. ἀκριβῶς
  1446. ἀκρίς, ίδος (ἡ)
  1447. ἄκρις, ιος (ἡ)
  1448. ἀκρισία, ας (ἡ)
  1449. Ἀκρίσιος, ου (ὁ)
  1450. Ἀκρισιώνη, ης (ἡ)
  1451. ἀκριτόμυθος, ος, ον
  1452. ἄκριτος, ος, ον
  1453. ἀκριτόφυλλος, ος, ον
  1454. ἀκριτόφυρτος, ος, ον
  1455. ἀκρίτως
  1456. ἀκρόαμα, ατος (τό)
  1457. ἀκροαματικός, ή, όν
  1458. ἀκροάομαι-οῦμαι
  1459. ἀκρόασις, εως (ἡ)
  1460. ἀκροατήριον, ου (τό)
  1461. ἀκροατής, οῦ (ὁ)
  1462. ἀκροβατέω-ῶ
  1463. ἀκροβολίζω
  1464. ἀκροβόλισις, εως (ἡ)
  1465. ἀκροβολισμός, οῦ (ὁ)
  1466. ἀκροβολιστής, οῦ (ὁ)
  1467. ἀκρόβολος, ος, ον
  1468. ἀκροβυστία, ας (ἡ)
  1469. ἀκρόβυστος, ος, ον
  1470. ἀκρογωνιαῖος, α, ον
  1471. ἀκρόδρυον, ου (τό)
  1472. ἀκροθίνιον, ου (τό)
  1473. ἀκροθώραξ, ακος (ὁ)
  1474. ἀκροκελαινιάω-ῶ
  1475. ἀκροκνεφής, ής, ές
  1476. ἀκρόκομος, ος, ον
  1477. Ἀκροκόρινθος, ου (ὁ)
  1478. ἀκρόλοφος, ος, ον
  1479. ἀκρομανής, ής, ές
  1480. ἄκρον, ου (τό)
  1481. ἀκροπενθής, ής, ές
  1482. ἀκροποδητί
  1483. ἀκρόπολις, εως (ἡ)
  1484. ἀκροπόλος, ος, ον
  1485. ἀκροπόρος, ος, ον
  1486. ἄκρος, α, ον
  1487. ἀκροστόλιον, ου (τό)
  1488. ἀκροσφαλής, ής, ές
  1489. ἀκροσφαλῶς
  1490. ἀκροτελεύτιον, ου (τό)
  1491. ἀκροτομέω-ῶ
  1492. ἀκροχολέω-ῶ
  1493. ἀκροχορδών, όνος (ἡ)
  1494. ἀκρωνία, ας (ἡ)
  1495. ἀκρωνυχία, ας (ἡ)
  1496. ἀκρώνυχος, ος, ον
  1497. ἀκρώρεια, ας (ἡ)
  1498. ἄκρως
  1499. ἀκρωτηριάζω
  1500. ἀκρωτήριον, ου (τό)
  1501. ἀκτάζω
  1502. ἀκταίνω
  1503. ἀκταῖος, α, ον
  1504. ἀκτέα, ας (ἡ)
  1505. ἀκτένιστος, ος, ον
  1506. ἀκτέον
  1507. ἀκτέριστος, ος, ον
  1508. ἀκτή1, ῆς (ἡ)
  1509. ἀκτή2, ῆς (ἡ)
  1510. ἀκτῆ
  1511. ἀκτήμων, ων, ον
  1512. ἀκτίνεσσι
  1513. ἄκτιον, ου (τό)
  1514. ἀκτίς, ῖνος (ἡ)
  1515. Ἀκτορίδης, ου (ὁ)
  1516. Ἀκτορίων, ωνος (ὁ)
  1517. ἀκτός, ή, όν
  1518. ἄκτωρ, ορος (ὁ)
  1519. ἀκυβέρνητος, ος, ον
  1520. Ἀκύλας (ὁ)
  1521. ἄκυλος, ου (ὁ, ἡ)
  1522. ἀκύμαντος, ος, ον
  1523. ἀκύμων, ων, ον
  1524. ἄκυρος, ος, ον
  1525. ἀκυρόω-ῶ
  1526. ἀκωκή, ῆς (ἡ)
  1527. ἀκώλυτος, ος, ον
  1528. ἀκωλύτως
  1529. ἀκωμῳδήτως
  1530. ἄκων1, οντος (ὁ)
  1531. ἄκων2, ουσα, ον
  1532. ἀλάβαστρον, ου (τό)
  1533. ἀλάβαστρος, ου (ὁ, ἡ)
  1534. ἅλαδε
  1535. ἀλαζονεία, ας (ἡ)
  1536. ἀλαζονεύομαι
  1537. ἀλαζονικός, ή, όν
  1538. ἀλαζονικῶς
  1539. ἀλαζών, όνος
  1540. ἀλάθεα, ἀλάθεια
  1541. ἀλαθείς
  1542. ἀλαθέως
  1543. ἀλαθής
  1544. ἀλάθητος, ος, ον
  1545. ἀλαθινός
  1546. ἀλαίνω
  1547. ἀλακάτα
  1548. ἀλαλά
  1549. ἀλαλαγή, ῆς (ἡ)
  1550. ἀλάλαγμα, ατος (τό)
  1551. ἀλαλαγμός, οῦ (ὁ)
  1552. ἀλαλάζω
  1553. ἀλαλή, ῆς (ἡ)
  1554. ἀλάλημαι
  1555. ἀλάλητος, ος, ον
  1556. ἀλαλητός, οῦ (ὁ)
  1557. ἀλαλκεῖν
  1558. ἀλαλκέμεν, ἀλαλκέμεναι
  1559. Ἀλαλκομενηΐς, ΐδος
  1560. ἄλαλος, ος, ον
  1561. ἀλαλύκτημαι
  1562. ἀλάλυκτο
  1563. ἁλάμενος
  1564. ἀλαμπής, ής, ές
  1565. ἀλάομαι-ῶμαι
  1566. ἀλαός, ός, όν
  1567. ἀλαοσκοπίη, ης (ἡ)
  1568. ἀλαόω
  1569. ἀλαπαδνός, ή, όν
  1570. ἀλαπάζω
  1571. ἅλας, ατος (τό)
  1572. ἅλασθαι
  1573. ἀλαστέω-ῶ
  1574. Ἀλαστορίδης, ου (ὁ)
  1575. ἀλάστορος, ος, ον
  1576. ἄλαστος, ος, ον
  1577. ἀλάστωρ, ορος
  1578. ἀλάτας
  1579. ἀλάτεια
  1580. ἁλάτιον, ου (τό)
  1581. ἀλᾶτο
  1582. ἅλατο
  1583. ἀλαωτύς, ύος (ἡ)
  1584. ἀλγεινός, ή, όν
  1585. ἀλγεινῶς
  1586. ἀλγέω-ῶ
  1587. ἀλγηδών, όνος (ἡ)
  1588. ἄλγημα, ατος (τό)
  1589. ἄλγησις, εως (ἡ)
  1590. ἄλγιστος, η, ον
  1591. ἀλγίων, ων, ον
  1592. ἄλγος, εος-ους (τό)
  1593. ἀλγύνω
  1594. ἀλδαίνω
  1595. ἀλδήσκω
  1596. ἀλέα1, ας (ἡ)
  1597. ἀλέα2
  1598. ἁλέα
  1599. ἀλεαίνω
  1600. ἀλέαιτο
  1601. ἀλέασθαι, ἀλέασθε
  1602. ἀλεγεινός, ή, όν
  1603. ἀλεγίζω
  1604. ἀλεγύνω
  1605. ἀλέγω
  1606. ἀλεεινός, ή, όν
  1607. ἀλεείνω
  1608. ἀλέη, ης (ἡ)
  1609. ἀλεής, ής, ές
  1610. ἀλέηται
  1611. ἄλειαρ, ατος (τό)
  1612. ἄλειμμα, ατος (τό)
  1613. ἀλείπτης, ου (ὁ)
  1614. ἀλείς, εῖσα, έν
  1615. Ἀλείσιον, ου (τό)
  1616. ἄλεισον, ου (τό)
  1617. ἀλεῖται
  1618. ἁλεῖται
  1619. ἀλείτης, ου (ὁ)
  1620. ἀλειτούργητος, ος, ον
  1621. ἄλειφα, ατος (τό)
  1622. ἄλειφαρ, ατος (τό)
  1623. ἄλειφε
  1624. ἀλείφω
  1625. ἄλειψις, εως (ἡ)
  1626. ἀλεκτοριδεύς, έως (ὁ)
  1627. ἀλεκτορίς, ίδος (ἡ)
  1628. ἀλεκτορίσκος, ου (ὁ)
  1629. ἀλεκτοροφωνία, ας (ἡ)
  1630. ἄλεκτρος, ος, ον
  1631. ἀλεκτρυών, όνος (ὁ, ἡ)
  1632. ἀλέκτωρ, ορος (ὁ)
  1633. ἀλέκω
  1634. ἀλέματος
  1635. ἄλεν
  1636. ἀλέν
  1637. Ἀλεξάνδρεια, ας (ἡ)
  1638. Ἀλεξανδρεύς, έως (ὁ)
  1639. Ἀλεξανδριστής, οῦ (ὁ)
  1640. Ἀλέξανδρος, ου (ὁ)
  1641. ἀλεξανδρώδης, ης, ες
  1642. ἀλεξάνεμος, ος, ον
  1643. ἀλέξασθαι
  1644. ἀλεξέμεναι, ἀλεξέμεν
  1645. ἀλέξημα, ατος (τό)
  1646. ἀλέξησις, εως (ἡ)
  1647. ἀλεξητήρ, ῆρος (ὁ)
  1648. ἀλεξητήριος, α, ον
  1649. ἀλεξήτωρ, ορος (ὁ)
  1650. ἀλεξίκακος, ος, ον
  1651. ἀλεξίμορος, ος, ον
  1652. ἀλέξομαι
  1653. ἀλέξω
  1654. ἀλεξώμεσθα
  1655. ἀλέομαι
  1656. ἄλεπος, ος, ον
  1657. ἅλες
  1658. ἀλές
  1659. ἁλέσθαι
  1660. ἅλεται
  1661. ἀλέτης, ου
  1662. ἄλετος, ου (ὁ)
  1663. ἀλετρεύω
  1664. ἀλέτρια, ων (τά)
  1665. ἀλετρίβανος, ου (ὁ)
  1666. ἀλετρίς, ίδος (ἡ)
  1667. ἀλεῦ
  1668. ἄλευαι
  1669. ἀλευάμενος, ἀλεύασθαι
  1670. ἀλεύαντο, ἀλεύατο
  1671. ἀλεύεται
  1672. ἁλεῦμαι
  1673. ἄλευρον, ου (τό)
  1674. ἀλεύω
  1675. ἀλέω-ῶ
  1676. ἀλεώμεθα
  1677. ἀλεωρά, ᾶς (ἡ)
  1678. ἄλη, ης (ἡ)
  1679. ἀλήθεια, ας (ἡ)
  1680. ἀληθεύω
  1681. ἀληθέως
  1682. ἀλήθην
  1683. ἀληθής ής, ές
  1684. ἀληθίζω
  1685. ἀληθινός, ή, όν
  1686. ἀληθινῶς
  1687. ἀληθόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
  1688. ἀλήθω
  1689. ἀληθῶς
  1690. ἀλήϊος, ος, ον
  1691. ἄληκτος, ος, ον
  1692. ἀλήλεκα, ἀλήλεμαι, ἀλήλε
  1693. ἀλήλιμμαι, ἀλήλιφα
  1694. ἄλημα, ατος (τό)
  1695. ἀλήμεναι
  1696. ἀλήμων, ων, ον
  1697. ἀλῆναι
  1698. ἄληπτος, ος, ον
  1699. ἁλής, ής, ές
  1700. ἅληται
  1701. ἀλητεία, ας (ἡ)
  1702. ἀλητεύω
  1703. ἀλήτης, ου
  1704. ἀλῆτο
  1705. ἀλθαίνω
  1706. ἄλθετο
  1707. ἄλθομαι
  1708. ἁλία1, ας (ἡ)
  1709. ἁλία2
  1710. ἄλια
  1711. ἁλιάδαι, ῶν (οἱ)
  1712. ἁλιαής, ής, ές
  1713. ἀλίαστος, ος, ον
  1714. ἀλιβαντίς φύλη (ἡ)
  1715. ἀλίβας, αντος (ὁ)
  1716. ἁλιγενής, ής, ές
  1717. ἀλίγκιος, α ον
  1718. ἁλίδονος, ος, ον
  1719. ἁλιεία, ας (ἡ)
  1720. ἁλιεύς, έως (ὁ)
  1721. ἁλιευτικός, ή, όν
  1722. ἁλιεύω
  1723. ἁλίζω1
  1724. ἁλίζω2
  1725. ἁλίη, ης (ἡ)
  1726. ἁλιήρης, ης, ες
  1727. ἀλίθιος, α, ον
  1728. ἀλιθίως
  1729. ἄλιθος, ος, ον
  1730. Ἁλικαρνασός, οῦ (ὁ)
  1731. ἁλικία, ἁλικιώτας
  1732. ἁλίκλυστος, ος, ον
  1733. ἁλίκος
  1734. ἁλίκτυπος, ος, ον
  1735. ἁλιμέδων, οντος (ὁ)
  1736. ἀλίμενος, ος, ον
  1737. ἀλιμενότης, ητος (ἡ)
  1738. ἅλιμος, ος, ον
  1739. ἄλιμος, ος, ον
  1740. ἁλιμυρήεις, ήεσσα, ῆεν
  1741. ἀλινδέομαι-οῦμαι
  1742. ἅλινος, η, ον
  1743. ἇλιξ
  1744. ἅλιος1
  1745. ἅλιος 2, α, ον
  1746. ἅλιος3, α, ον
  1747. ἁλιοτρεφής, ής, ές
  1748. ἁλιόω-ῶ
  1749. ἀλιπαρής, ής, ές
  1750. ἁλίπλαγκτος, ος, ον
  1751. ἁλίπλακτος, ος, ον
  1752. ἁλίπλοος, ος, ον
  1753. ἁλίπλωος, ος, ον
  1754. ἁλίπορος, ος, ον
  1755. ἁλιπόρφυρος, ος, ον
  1756. ἁλίρροθος, ος, ον
  1757. ἁλίρρυτος, ος, ον
  1758. ἅλις
  1759. ἀλισγέω-ῶ
  1760. ἀλίσγημα, ατος (τό)
  1761. ἁλίσκομαι
  1762. ἁλίστονος, ος, ον
  1763. ἀλιταίνω
  1764. ἀλιτενής, ής, ές
  1765. ἀλιτήμενος, η, ον
  1766. ἀλιτήμων, ων, ον
  1767. ἀλιτήριος, ος, ον
  1768. ἀλιτόμην
  1769. ἀλιτρός, ός, όν
  1770. ἁλίτυπος, ος, ον
  1771. ἁλίως
  1772. ἀλκά
  1773. ἀλκαία, ας (ἡ)
  1774. Ἀλκαῖος, ου (ὁ)
  1775. ἄλκαρ (τό)
  1776. Ἀλκείδης, ου (ὁ)
  1777. ἀλκή, ῆς (ἡ)
  1778. Ἄλκηστις, ιδος (ἡ)
  1779. ἀλκί
  1780. Ἀλκιβιάδης, ου (ὁ)
  1781. ἄλκιμος, ος, ον
  1782. Ἀλκίνοος-ους, όου-ου (ὁ)
  1783. ἀλκίφρων, ων, ον
  1784. Ἀλκμήνη, ης (ἡ)
  1785. ἀλκτήρ, ῆρος (ὁ)
  1786. ἀλκυόνειος, α, ον
  1787. ἁλκυών, όνος (ἡ)
  1788. ἀλλ’
  1789. ἄλλ’
  1790. ἀλλά
  1791. ἄλλα
  1792. ἀλλᾷ
  1793. ἀλλαγή, ῆς (ἡ)
  1794. ἀλλαγήσομαι
  1795. ἀλλακτέον
  1796. ἀλλᾶς, ᾶντος (ὁ)
  1797. ἀλλάσσω
  1798. ἀλλάττα
  1799. ἀλλάττω
  1800. ἀλλαχῇ
  1801. ἀλλαχόθεν
  1802. ἀλλαχόθι
  1803. ἀλλαχόσε
  1804. ἀλλαχοῦ
  1805. ἄλλεγον, ἀλλέξαι
  1806. ἄλλῃ
  1807. ἀλληγορέω-ῶ
  1808. ἀλληγορία, ας (ἡ)
  1809. ἄλληκτος, ος, ον
  1810. ἀλληλοφαγία, ας (ἡ)
  1811. ἀλληλοφάγοι, οι, α
  1812. ἀλληλοφόνοι, οι, α
  1813. ἀλλήλων
  1814. Ἀλλόβριγες, ων (οἱ)
  1815. ἀλλογενής, ής, ές
  1816. ἀλλόγλωσσος, ος, ον
  1817. ἀλλογνοέω-ῶ
  1818. ἀλλογνώσας
  1819. ἀλλόγνωτος, ος, ον
  1820. ἀλλοδαπός, ός, όν
  1821. ἀλλοειδής, ής, ές
  1822. ἄλλοθε
  1823. ἄλλοθι
  1824. ἀλλόθροος, ος, ον
  1825. ἀλλοῖος, α, ον
  1826. ἀλλοιόω-ῶ
  1827. ἀλλοίως
  1828. ἀλλοίωσις, εως (ἡ)
  1829. ἄλλοκα
  1830. ἀλλόκοτος, ος, ον
  1831. ἅλλομαι
  1832. ἀλλοπρόσαλλος, ος, ον
  1833. ἄλλος, η, ο
  1834. ἀλλοσύνα
  1835. ἄλλοσε
  1836. ἄλλοτε
  1837. ἀλλότριος, α, ον
  1838. ἀλλοτριοεπίσκοπος, ος, ον
  1839. ἀλλοτριότης, ητος (ἡ)
  1840. ἀλλοτριόω-ῶ
  1841. ἀλλοτρίως
  1842. ἀλλοτρίωσις, εως (ἡ)
  1843. ἄλλοφος, ος, ον
  1844. ἀλλοφρονέω-ῶ
  1845. ἀλλόφυλος, ος, ον
  1846. ἀλλόχροος, ος, ον
  1847. ἄλλυδις
  1848. ἀλλύεσκεν
  1849. ἀλλύουσα
  1850. ἄλλως
  1851. ἅλμα1, ατος (τό)
  1852. ἅλμα2, ας (ἡ)
  1853. ἅλμη, ης (ἡ)
  1854. ἁλμήεις, ήεσσα, ῆεν
  1855. ἁλμυρός, ά, όν
  1856. ἁλμώδης, ης, ες
  1857. ἄλξ
  1858. ἀλοατός, οῦ (ὁ)
  1859. ἀλοάω-ῶ
  1860. ἄλοβος, ος, ον
  1861. ἀλογέω-ῶ
  1862. ἀλογία, ας (ἡ)
  1863. ἀλογιστέω-ῶ
  1864. ἀλογιστία, ας (ἡ)
  1865. ἀλόγιστος, ος, ον
  1866. ἀλογίστως
  1867. ἄλογος, ος, ον
  1868. ἀλόγως
  1869. ἀλόη, ης (ἡ)
  1870. ἀλοητός, οῦ (ὁ)
  1871. ἁλόθεν
  1872. ἀλοιάω
  1873. ἀλοιδόρητος, ος, ον
  1874. ἁλοίην
  1875. ἁλοίμαν
  1876. ἁλοίμην
  1877. ἀλοιφή, ῆς (ἡ)
  1878. ἁλόμενος
  1879. ἁλόντε
  1880. ἄλοξ, οκος (ἡ)
  1881. ἁλοπήγια, ων (τά)
  1882. ἁλός
  1883. ἇλος
  1884. ἁλοσύδνη, ης (ἡ)
  1885. ἁλοῦμαι
  1886. ἁλουργής, ής, ές
  1887. ἁλουργίς, ίδος (ἡ)
  1888. ἁλούς, οῦσα, όν
  1889. ἀλουσία, ας (ἡ)
  1890. ἄλουτος, ος, ον
  1891. ἄλοφος, ος, ον
  1892. ἄλοχος, ου (ἡ)
  1893. ἀλόω
  1894. ἅλς1, ἁλός (ἡ)
  1895. ἅλς2, ἁλός (ὁ)
  1896. ἆλσο
  1897. ἄλσος, εος-ους (τό)
  1898. ἀλσώδης, ης, ες
  1899. ἁλτῆρες, ων (οἱ)
  1900. ἁλτικός, ή, όν
  1901. ἆλτο
  1902. ἁλυκός, ή, όν
  1903. ἀλυκτάζω
  1904. ἀλυκτέω
  1905. ἄλυξα
  1906. ἀλυξέμεν
  1907. ἄλυξις, εως (ἡ)
  1908. ἀλύξω
  1909. ἀλύπητος, ος, ον
  1910. ἀλυπία, ας (ἡ)
  1911. ἄλυπος, ος, ον
  1912. ἀλύπως
  1913. ἄλυρος, ος, ον
  1914. ἄλυς, υος (ὁ)
  1915. Ἅλυς, υος (ὁ)
  1916. ἅλυσις, εως (ἡ)
  1917. ἀλυσιτελής, ής, ές
  1918. ἀλυσκάζω
  1919. ἀλυσκάνω
  1920. ἀλύσκω
  1921. ἄλυσσος, ος, ον
  1922. ἀλύσσω
  1923. ἄλυτος, ος, ον
  1924. ἀλύω
  1925. ἄλφα (τό)
  1926. Ἀλφαῖος, ου (ὁ)
  1927. ἀλφάνω
  1928. ἀλφεσίβοιος, α, ον
  1929. ἀλφηστής, οῦ (ὁ)
  1930. ἀλφιτεύς, έως (ὁ)
  1931. ἄλφιτον, ου (τό)
  1932. ἀλφιτοποιΐα, ας (ἡ)
  1933. ἀλφιτοσιτέω-ῶ
  1934. ἀλφιτοφάγος, ος, ον
  1935. ἀλφιτών, ῶνος (ὁ)
  1936. ἄλφοιν
  1937. ἀλφός, ή, όν
  1938. ἀλῶ
  1939. ἅλω
  1940. ἁλῶ
  1941. ἀλωά, ᾶς (ἡ)
  1942. ἀλωή, ῆς (ἡ)
  1943. ἁλώῃ, ἁλῴη
  1944. ἁλώκαντι
  1945. ἁλώμεναι
  1946. ἅλων, ωνος (ἡ)
  1947. ἁλῶναι
  1948. ἀλωπεκῆ, ῆς (ἡ)
  1949. ἀλωπεκιδεύς, έως (ὁ)
  1950. ἀλωπεκίζω
  1951. ἀλωπεκίς, ίδος (ἡ)
  1952. ἀλώπηξ, εκος (ἡ)
  1953. ἅλως, ω (ἡ)
  1954. ἁλώσει
  1955. ἁλώσιμος, ος, ον
  1956. ἅλωσις, εως (ἡ)
  1957. ἁλώσομαι
  1958. ἁλωτός, ή, όν
  1959. ἀλώφητος, ος, ον
  1960. ἁλώω
  1961. ἄμ
  1962. ἅμα
  1963. Ἀμαζών, όνος (ἡ)
  1964. ἀμαθής, ής, ές
  1965. ἀμαθία, ας (ἡ)
  1966. ἄμαθος, ου (ἡ)
  1967. ἀμαθύνω
  1968. ἀμαθῶς
  1969. ἀμαιμάκετος, η, ον
  1970. ἀμαλδύνω
  1971. Ἀμάλθεια, ας (ἡ)
  1972. ἄμαλλα, ης (ἡ)
  1973. ἀμαλλοδετήρ, ῆρος (ὁ)
  1974. ἀμαλλοδέτης, ου (ὁ)
  1975. ἀμαλός, ή, όν
  1976. ἀμάντεσσι
  1977. ἅμαξα, ης (ἡ)
  1978. ἁμαξεύω
  1979. ἁμαξήρης, ης, ες
  1980. ἁμαξιαῖος, α, ον
  1981. ἁμαξίς, ίδος (ἡ)
  1982. ἁμαξιτός, ός, όν
  1983. ἁμαξοπηγός, οῦ (ὁ)
  1984. ἁμαξοπληθής, ής, ές
  1985. ἆμαρ
  1986. ἀμάρα, ας (ἡ)
  1987. ἀμαράντινος, η, ον
  1988. ἀμάραντος, ος, ον
  1989. ἁμαρτάνω
  1990. ἁμαρτάς, άδος (ἡ)
  1991. ἁμαρτέω
  1992. ἀμαρτῆ
  1993. ἁμάρτημα, ατος (τό)
  1994. ἁμαρτήσομαι
  1995. ἁμαρτητικός, ή, όν
  1996. ἁμαρτία, ας (ἡ)
  1997. ἁμαρτίνοος, ος, ον
  1998. ἁμάρτιον, ου (τό)
  1999. ἁμαρτοεπής, ής, ές
  2000. ἅμαρτον
  2001. ἀμάρτυρος, ος, ον
  2002. ἁμαρτωλός, ός, όν
  2003. ἀμάσας, ἀμάσῃ
  2004. Ἀμασίας, ου (ὁ)
  2005. Ἀμαστριανός, οῦ (ὁ)
  2006. Ἄμαστρις, εως (ἡ)
  2007. ἁματροχάω
  2008. ἀμάτωρ
  2009. ἀμαυρός, ός, όν
  2010. ἀμαυρόω-ῶ
  2011. ἀμαύρωμα, ατος (τό)
  2012. ἀμαχανία, ας (ἡ)
  2013. ἀμαχεί
  2014. ἀμάχετος, ος, ον
  2015. ἀμαχητί
  2016. ἀμάχητος, ος, ον
  2017. ἄμαχος, ος, ον
  2018. ἀμάχως
  2019. ἀμάω 1 -ῶ
  2020. ἀμάω2-ῶ
  2021. ἀμβάλευ
  2022. ἀμβάλλω
  2023. ἄμβατε
  2024. ἄμβατος, ος, ον
  2025. ἀμβαύζω
  2026. ἀμβήσει
  2027. ἀμβλήδην
  2028. ἀμβλόω-ῶ
  2029. ἀμβλύνω
  2030. ἀμβλύς, εῖα, ύ
  2031. ἀμβλύτης, ητος (ἡ)
  2032. ἀμβλυωπία, ας (ἡ)
  2033. ἀμβλυώσσω
  2034. ἀμβόαμα, ατος (τό)
  2035. ἀμβοάω
  2036. ἀμβολάδην
  2037. ἀμβολάς, άδος (ἡ)
  2038. ἀμβολή, ῆς (ἡ)
  2039. Ἀμβρακία, ας (ἡ)
  2040. ἀμβροσία, ας (ἡ)
  2041. ἀμβρόσιος, α, ον
  2042. ἄμβροτος, ος, ον
  2043. ἄμβων, ωνος (ὁ)
  2044. ἀμβώσας
  2045. ἁμέ
  2046. ἀμέγαρτος, ος, ον
  2047. ἀμεθύστινος, η, ον
  2048. ἀμέθυστος, ος, ον
  2049. ἀμείβω
  2050. ἀμείλικτος, ος, ον
  2051. ἀμείλιχος, ος, ον
  2052. ἀμείνων, ων, ον
  2053. ἀμείφθην, ἀμειψάμεν
  2054. ἄμειψις, εως (ἡ)
  2055. ἀμέλγες
  2056. ἀμέλγω
  2057. ἀμέλει
  2058. ἀμέλεια, ας (ἡ)
  2059. ἀμελέτητος, ος, ον
  2060. ἀμελέω-ῶ
  2061. ἀμελής, ής, ές
  2062. ἀμελητέος, α, ον
  2063. ἀμελητί
  2064. ἀμέλητος, ος, ον
  2065. ἀμελία, ας (ἡ)
  2066. ἀμέλλητος, ος, ον
  2067. ἀμελῶς
  2068. ἄμεμπτος, ος, ον
  2069. ἀμέμπτως
  2070. ἀμεμφεία, ας (ἡ)
  2071. ἀμεμφής, ής, ές
  2072. ἄμεναι
  2073. ἀμενηνός, ός
  2074. ἀμενηνόω-ῶ
  2075. ἅμενος
  2076. ἁμέρα
  2077. ἀμέργω
  2078. ἀμέρδω
  2079. ἀμερής, ής, ές
  2080. ἀμεριαῖος, α, ον
  2081. ἀμεριμνία, ας (ἡ)
  2082. ἀμέριμνος, ος, ον
  2083. ἁμέριος
  2084. ἀμέριστος, ος, ον
  2085. ἅμερος
  2086. ἄμερσα
  2087. ἅμες
  2088. ἄμεσος, ος, ον
  2089. ἀμετάβλητος, ος, ον
  2090. ἀμετάβολος, ος, ον
  2091. ἀμεταδότως
  2092. ἀμετάθετος, ος, ον
  2093. ἀμεταμέλητος, ος, ον
  2094. ἀμεταμελήτως
  2095. ἀμετανόητος, ος, ον
  2096. ἀμετάπειστος, ος, ον
  2097. ἀμεταπείστως
  2098. ἀμετάπτωτος, ος, ον
  2099. ἀμεταπτώτως
  2100. ἀμετάστατος, ος, ον
  2101. ἀμεταστρεπτί
  2102. ἀμετάστρεπτος, ος, ον
  2103. ἀμετάτρεπτος ος, ον
  2104. ἁμέτερος
  2105. ἀμέτοχος, ος, ον
  2106. ἀμέτρητος, ος, ον
  2107. ἀμετρία, ας (ἡ)
  2108. ἀμετροεπής, ής, ές
  2109. ἄμετρος ος, ον
  2110. ἀμέτρως
  2111. ἄμη, ης (ἡ)
  2112. ἀμήν
  2113. ἀμήνιτος, ος, ον
  2114. ἀμηνίτως
  2115. ἀμητήρ, ῆρος (ὁ)
  2116. ἀμητικός, ή, όν
  2117. ἄμητος, ου (ὁ)
  2118. ἀμήτωρ, ορος
  2119. ἀμηχανέω-ῶ
  2120. ἀμηχανία, ας (ἡ)
  2121. ἀμήχανος, ος, ον
  2122. ἀμηχάνως
  2123. ἀμία, ας (ἡ)
  2124. ἀμίαντος, ος, ον
  2125. ἀμιγής, ής, ές
  2126. ἁμίθεος
  2127. ἄμικτος, ος, ον
  2128. ἅμιλλα, ης (ἡ)
  2129. ἁμιλλάομαι-ῶμαι
  2130. ἁμίλλημα, ατος (τό)
  2131. ἁμιλλητέον
  2132. ἁμιλλητήρ, ῆρος
  2133. ἀμιμητόβιος, ος, ον
  2134. ἀμίμητος, ος, ον
  2135. ἀμιμήτως
  2136. ἁμῖν
  2137. ἀμιξία, ας (ἡ)
  2138. ἅμιππος, ος, ον
  2139. ἀμίς, ίδος (ἡ)
  2140. ἀμισής, ής, ές
  2141. ἀμισθί
  2142. ἄμισθος, ος, ον
  2143. ἅμισυς
  2144. ἄμιτρος, ος, ον
  2145. ἀμιτροχίτωνες, ώνων
  2146. ἀμιχθαλόεις, όεσσα, όεν
  2147. ἅμμα, ατος (τό)
  2148. ἄμμε
  2149. ἀμμεμίξεται
  2150. ἀμμένω
  2151. ἄμμες
  2152. ἀμμέτερος
  2153. ἀμμέων
  2154. ἄμμι
  2155. ἄμμιγα
  2156. ἄμμιν
  2157. ἀμίξας
  2158. ἀμμοβάτης (ὁ)
  2159. ἀμμορία1, ας (ἡ)
  2160. ἀμμορία2 (ἡ)
  2161. ἄμμορος, ος, ον
  2162. ἄμμος, ου (ὁ)
  2163. Ἄμμων, ωνος (ὁ)
  2164. ἀμναστέω
  2165. ἄμναστος
  2166. ἀμνημόνευτος, ος, ον
  2167. ἀμνημονέω-ῶ
  2168. ἀμνήμων, ων, ον
  2169. ἀμνηστέω-ῶ
  2170. ἀμνηστία, ας (ἡ)
  2171. ἄμνηστος, ος, ον
  2172. ἀμνίον, ου (τό)
  2173. ἀμνός, οῦ (ὁ, ἡ)
  2174. ἀμογητί
  2175. ἀμοθεί
  2176. ἀμόθεν
  2177. ἀμόθι
  2178. ἀμοιβαῖος, ος, ον
  2179. ἀμοιβάς, άδος
  2180. ἀμοιβή, ῆς (ἡ)
  2181. ἀμοιβηδίς
  2182. ἀμοιβός, ή, όν
  2183. ἀμοιρέω-ῶ
  2184. ἄμοιρος, ος, ον
  2185. ἀμολγός, οῦ (ὁ)
  2186. ἄμομφος, ος, ον
  2187. ἀμόργη, ης (ἡ)
  2188. ἀμοργῆς, οῦ (ὁ)
  2189. ἀμόργινος, η, ον
  2190. ἄμορος, ος, ον
  2191. ἀμορφέστατος, η, ον
  2192. ἀμορφία, ας (ἡ)
  2193. ἄμορφος, ος, ον
  2194. ἀμόρφως
  2195. ἆμος
  2196. ἀμός, ή, όν
  2197. ἁμός, ή, όν
  2198. ἄμοτος, ος, ον
  2199. ἀμοῦ
  2200. ἄμουσος, ος, ον
  2201. ἀμούσως
  2202. ἀμοχθεί
  2203. ἀμόχθητος, ος, ον
  2204. ἀμοχθήτως
  2205. ἄμοχθος, ος, ον
  2206. ἀμπείρας
  2207. ἀμπελάνθη, ης (ἡ)
  2208. ἀμπέλινος, ος, ον
  2209. ἀμπελόεις, εσσα, εν
  2210. ἀμπελομιξία, ας (ἡ)
  2211. ἄμπελος, ου (ἡ)
  2212. ἀμπελουργεῖον, ου (τό)
  2213. ἀμπελουργέω-ῶ
  2214. ἀμπελουργός, οῦ (ὁ, ἡ)
  2215. ἀμπελών, ῶνος (ὁ)
  2216. ἀμπεπαλών
  2217. ἀμπέμπω
  2218. ἀμπείρω
  2219. ἀμπεπαρμένος
  2220. ἀμπέτασον, ἀμπετάσας
  2221. ἀμπετής
  2222. ἀμπεχόνη, ης (ἡ)
  2223. ἀμπέχω
  2224. ἀμπήδησε
  2225. ἀμπί
  2226. ἀμπίπτει
  2227. ἀμπισχνέομαι-οῦμαι
  2228. ἀμπίσχω
  2229. ἀμπλακεῖν
  2230. ἀμπλάκημα, ατος (τό)
  2231. ἀμπλάκητος, ος, ον
  2232. ἀμπλακία, ας (ἡ)
  2233. ἀμπλακίσκω
  2234. Ἀμπλιᾶτος, ου (ὁ)
  2235. ἀμπνεῦσαι
  2236. ἀμπνοή
  2237. ἄμπνυε
  2238. ἀμπνύνθη
  2239. ἄμπνυτο
  2240. Ἀμπρακία, ας (ἡ)
  2241. ἀμπτάμενος
  2242. ἀμπτᾶσα
  2243. ἀμπτυχή
  2244. ἀμπυκτήρ, ῆρος (ὁ)
  2245. ἀμπυκτήριον (τό)
  2246. ἄμπυξ, υκος (ὁ, ἡ)
  2247. ἄμπωτις, ιδος
  2248. ἀμυγδάλη, ης (ἡ)
  2249. ἀμυγδάλινος, η, ον
  2250. ἀμυγδαλίς, ίδος (ἡ)
  2251. ἀμύγδαλος, ου (ἡ)
  2252. ἄμυγμα, ατος (τό)
  2253. ἀμυγμός, οῦ (ὁ)
  2254. ἄμυδις
  2255. ἀμυδρός, ά, όν
  2256. ἀμύητος, ος, ον
  2257. ἀμύθητος, ος, ον
  2258. ἄμυθος, ος, ον
  2259. ἀμυκτικός, ή, όν
  2260. ἀμύλιον (τό)
  2261. ἀμύμων, ων, ον
  2262. ἄμυνα, ης (ἡ)
  2263. ἀμυνάθω
  2264. ἀμυνέμεν, ἀμυνέμεναι
  2265. ἀμυνεῦμαι
  2266. ἀμυνέω
  2267. ἀμυντέον
  2268. ἀμυντήριος, α, ον
  2269. ἀμυντικός, ή, όν
  2270. ἀμύντωρ, ορος (ὁ)
  2271. ἀμύνω
  2272. ἀμύριστος, ος, ον
  2273. ἀμύσσω
  2274. ἀμυστί
  2275. ἀμυστίζω
  2276. ἀμυσχρός, ός, όν
  2277. ἀμυχή, ῆς (ἡ)
  2278. ἀμφαγαπάζω
  2279. ἀμφαγείρομαι
  2280. ἀμφάδιος, α, ον
  2281. ἀμφαδός, ή, όν
  2282. ἀμφαίνω
  2283. ἀμφαραβέω-ῶ
  2284. ἀμφασίη, ης (ἡ)
  2285. ἀμφαφάασθαι
  2286. ἀμφαφάω-ῶ
  2287. ἀμφαφόων, όωσα
  2288. ἀμφαφόωντο
  2289. ἀμφεκάλυψα, ἀμφεκαλύφθην
  2290. ἀμφέξεσε
  2291. ἀμφέξω
  2292. ἀμφέπεσον
  2293. ἀμφεποτᾶτο
  2294. ἀμφέπω
  2295. ἀμφέρχομαι
  2296. ἀμφέρω
  2297. ἀμφέσταν, ἀμφεστᾶσι
  2298. ἀμφεύγω
  2299. ἀμφεφόβηθεν
  2300. ἀμφέχανε
  2301. ἀμφέχασκον
  2302. ἀμφεχύθην, ἀμφέχυτο
  2303. ἀμφήκης, ης, ες
  2304. ἀμφήλυθε
  2305. ἀμφηρεφής, ής, ές
  2306. ἀμφηρικός, ή, όν
  2307. ἀμφήριστος, ος, ον
  2308. ἀμφί
  2309. ἀμφιάζω
  2310. ἀμφίαλος, ος, ον
  2311. ἀμφίασμα, ατος (τό)
  2312. ἀμφιάχω
  2313. ἀμφιβαίνω
  2314. ἀμφιβαλεῦμαι
  2315. ἀμφιβάλλω
  2316. ἀμφίβασις, εως (ἡ)
  2317. ἀμφίβιος, ος, ον
  2318. ἀμφίβληστρον, ου (τό)
  2319. ἀμφιβολία, ας (ἡ)
  2320. ἀμφίβολος, ος, ον
  2321. ἀμφιβόλως
  2322. ἀμφιβόσκομαι
  2323. ἀμφίβουλος, ος, ον
  2324. ἀμφίβροτος, η, ον
  2325. ἀμφιγνοέω-ῶ
  2326. ἀμφιγυήεις, ήεσσα, ῆεν
  2327. ἀμφίγυος, ος, ον
  2328. ἀμφιδαίω
  2329. ἀμφίδασυς, εια, υ
  2330. ἀμφιδέδηε
  2331. ἀμφιδέξιος, ος, ον
  2332. ἀμφιδήριτος, ος, ον
  2333. ἀμφιδινέω-ῶ
  2334. ἀμφιδοξέω-ῶ
  2335. ἀμφίδοξος, ος, ον
  2336. ἀμφίδρομος, ος, ον
  2337. ἀμφιδρυφής, ής, ές
  2338. ἀμφίδρυφος, ος, ον
  2339. ἀμφίδυμος, ος, ον
  2340. ἀμφιδύομαι
  2341. ἀμφιέζω
  2342. ἀμφιέλισσα, ης
  2343. ἀμφιέννυμι
  2344. ἀμφιεννύω
  2345. ἀμφιέπω
  2346. ἀμφιεσθείς
  2347. ἀμφιέσομαι
  2348. ἀμφιέστηκα
  2349. ἀμφιζάνω
  2350. ἀμφίζευκτος, ος, ον
  2351. ἀμφιθαλής, ής, ές
  2352. ἀμφιθάλπω
  2353. ἀμφίθετος, ος, ον
  2354. ἀμφιθέω
  2355. ἀμφίθηκτος, ος, ον
  2356. ἀμφίθρεπτος, ος, ον
  2357. ἀμφίθυρος, ος, ον
  2358. ἀμφικαλύπτω
  2359. ἀμφικαρής, ής, ές
  2360. ἀμφικεάζω
  2361. ἀμφίκειμαι
  2362. ἀμφικίων, ων, ον
  2363. ἀμφίκλυστος, ος, ον
  2364. ἀμφίκρημνος, ος, ον
  2365. ἀμφικτίονες, ων (οἱ)
  2366. Ἀμφικτιονία, ας (ἡ)
  2367. Ἀμφικτιονικός, ή, όν
  2368. Ἀμφικτιονίς, ίδος
  2369. Ἀμφικτύονες, ων (οἱ)
  2370. Ἀμφικτυονία, ας (ἡ)
  2371. Ἀμφικτυονικός, ή, όν
  2372. Ἀμφικτυονίς, ίδος
  2373. ἀμφικύπελλος, ος, ον
  2374. ἀμφίκυρτος, ος, ον
  2375. ἀμφιλαφής, ής, ές
  2376. ἀμφιλαφῶς
  2377. ἀμφιλαχαίνω
  2378. ἀμφιλέγω
  2379. ἀμφίλεκτος, ος, ον
  2380. ἀμφιλέκτως
  2381. ἀμφιλογέω-ῶ
  2382. ἀμφιλογία, ας (ἡ)
  2383. ἀμφίλογος, ος, ον
  2384. ἀμφιλόγως
  2385. ἀμφίλοξος, ος, ον
  2386. ἀμφίλοφος, ος, ον
  2387. ἀμφιλύκη, ης
  2388. ἀμφίμαλλος, ος, ον
  2389. ἀμφιμάομαι
  2390. ἀμφιμάχομαι
  2391. ἀμφιμέλας, αινα, αν
  2392. ἀμφιμέμυκε
  2393. ἀμφιμυκάομαι
  2394. ἀμφινεικής, ής, ές
  2395. ἀμφινείκητος, ος, ον
  2396. ἀμφινέμομαι
  2397. ἀμφιξέω-ῶ
  2398. ἀμφιπέλομαι
  2399. ἀμφιπένομαι
  2400. ἀμφιπεριστέφομαι
  2401. ἀμφιπεριστρωφάω-ῶ
  2402. ἀμφιπίπτω
  2403. ἀμφίπλεκτος, ος, ον
  2404. ἀμφίπληκτος, ος, ον
  2405. ἀμφιπλήξ, ῆγος
  2406. ἀμφιπολεύω
  2407. ἀμφιπολέω-ῶ
  2408. Ἀμφίπολις, εως (ἡ)
  2409. ἀμφίπολος, ος, ον
  2410. ἀμφιπονέομαι-οῦμαι
  2411. ἀμφιποτάομαι-ῶμαι
  2412. ἀμφιπρόσωπος, ος, ον
  2413. ἀμφίπτολις
  2414. ἀμφίπυρος, ος, ον
  2415. ἀμφίρρυτος, ος, ον
  2416. ἀμφίρυτος, ος
  2417. ἀμφίς
  2418. ἀμφίσβαινα, ης (ἡ)
  2419. ἀμφισβασίη, ης (ἡ)
  2420. ἀμφισβατέω-ῶ
  2421. ἀμφισβητέω-ῶ
  2422. ἀμφισβήτημα, ατος (τό)
  2423. ἀμφισβητήσιμος, ος, ον
  2424. ἀμφισβήτησις, εως (ἡ)
  2425. ἀμφισβητητικός, ή, όν
  2426. ἀμφισβήτητος, ος, ον
  2427. ἀμφίστερνος, ος, ον
  2428. ἀμφίστημι
  2429. ἀμφίστομος, ος, ον
  2430. ἀμφιστρατάομαι
  2431. ἀμφιστρεφής, ής, ές
  2432. ἀμφιστρόγγυλος, ος, ον
  2433. ἀμφίστροφος, ος, ον
  2434. ἀμφιτειχής, ής, ές
  2435. ἀμφιτίθημι
  2436. ἀμφίτομος, ος, ον
  2437. ἀμφιτρής, ῆτος (ὁ, ἡ)
  2438. Ἀμφιτρίτη, ης, (ἡ)
  2439. ἀμφιτρομέω
  2440. Ἀμφιτρύων, ωνος (ὁ)
  2441. ἀμφίφαλος, ος, ον
  2442. ἀμφιφοβέομαι-οῦμαι
  2443. ἀμφιφορεύς, έως (ὁ)
  2444. ἀμφιχαίνω
  2445. ἀμφιχάσκω
  2446. ἀμφιχέω
  2447. ἀμφίχρυσος, ος, ον
  2448. ἀμφίχυτος, ος, ον
  2449. ἀμφίχωλος, ος, ον
  2450. ἀμφιῶ
  2451. Ἀμφίων, ονος (ὁ)
  2452. ἄμφοδον, ου (τό)
  2453. ἀμφορεύς, έως (ὁ)
  2454. ἀμφοτέρῃ
  2455. ἀμφοτερόγλωσσος, ος, ον
  2456. ἀμφότερος, α, ον
  2457. ἀμφοτέρωθεν
  2458. ἀμφοτέρωθι
  2459. ἀμφοτέρως
  2460. ἀμφοτέρωσε
  2461. ἀμφουδίς
  2462. ἀμφράσσαιτο
  2463. ἄμφω
  2464. ἀμφωτίς, ίδος (ἡ)
  2465. ἄμφωτος, ος, ον
  2466. ἀμῷεν
  2467. ἀμώμητος, ος, ον
  2468. ἀμωμήτως
  2469. ἄμωμον, ου (τό)
  2470. ἄμωμος, ος, ον
  2471. ἁμῶν
  2472. ἁμῶς
  2473. ἀμώων
  2474. ἄν1
  2475. ἄν2
  2476. ἄν3
  2477. ἀν
  2478. ἅν1
  2479. ἅν 2
  2480. ἀνά
  2481. ἄνα1
  2482. ἄνα2
  2483. ἀναβάδην
  2484. ἀναβαθμός, οῦ (ὁ)
  2485. ἀναβαίνω
  2486. ἀναβακχεύω
  2487. ἀναβάλλω
  2488. ἀναβαπτίζω
  2489. ἀνάβασις, εως e jôn. -ιος (ἡ)
  2490. ἀναβαστάζω
  2491. ἀναβατήριον, ου (τό)
  2492. ἀναβάτης, ου (ὁ)
  2493. ἀναβατικός, ή, όν
  2494. ἀναβατός, ός, όν
  2495. ἀναβαύζω
  2496. ἀναβέβρυχεν
  2497. ἀναβιβάζω
  2498. ἀναβιόω-ῶ
  2499. ἀναβίωσις, εως (ἡ)
  2500. ἀναβιώσκομαι
  2501. ἀναβλαστάνω
  2502. ἀναβλέπω
  2503. ἀνάβλεψις, εως (ἡ)
  2504. ἀναβλέψω
  2505. ἀναβλήδην
  2506. ἀνάβλησις, εως (ἡ)
  2507. ἀναβλύζω
  2508. ἀναβοάω-ῶ
  2509. ἀναβολεύς, έως (ὁ)
  2510. ἀναβολή, ῆς (ἡ)
  2511. ἀναβραχεῖν
  2512. ἀναβρόχω
  2513. ἀναβρυχάομαι-ῶμαι
  2514. ἀναβρύχω
  2515. ἀνάγαιον, ου (τό)
  2516. ἀναγγέλλω
  2517. ἀναγελάω-ῶ
  2518. ἀναγεννάω-ῶ
  2519. ἀναγηρύομαι
  2520. ἀναγιγνώσκω
  2521. ἀνάγκα
  2522. ἀναγκάζω
  2523. ἀναγκαίη, ης (ἡ)
  2524. ἀναγκαῖος, α, ον
  2525. ἀναγκαίως
  2526. ἀναγκαστικός, ή, όν
  2527. ἀναγκαστός, ή, όν
  2528. ἀναγκαστῶς
  2529. ἀνάγκη, ης (ἡ)
  2530. ἀναγνάμπτω
  2531. ἄναγνος, ος, ον
  2532. ἀναγνώσομαι, ἀναγνωσθήσο
  2533. ἀναγνωρίζω
  2534. ἀνάγνωσις, εως (ἡ)
  2535. ἀνάγνωσμα, ατος (τό)
  2536. ἀναγνώστης, ου (ὁ)
  2537. ἀναγνωστικός, ή, όν
  2538. ἀναγόρευσις, εως (ἡ)
  2539. ἀναγορεύω
  2540. ἀναγραπτέον
  2541. ἀνάγραπτος, ος, ον
  2542. ἀναγραφεύς, έως (ὁ)
  2543. ἀναγραφή, ῆς (ἡ)
  2544. ἀναγράφω
  2545. ἀναγρύζω
  2546. ἀνάγω
  2547. ἀναγωγεύς, έως (ὁ)
  2548. ἀναγωγή, ῆς (ἡ)
  2549. ἀναγώγια, ων (τά)
  2550. ἀναγωγία1, ας (ἡ)
  2551. ἀναγωγία2, ας (ἡ)
  2552. ἀναγώγιος, ος, ον
  2553. ἀνάγωγος, ος, ον
  2554. ἀναγωγός, ός, όν
  2555. ἀναγώνιστος, ος, ον
  2556. ἀναδαίω1
  2557. ἀναδαίω2
  2558. ἀναδασμός, οῦ (ὁ)
  2559. ἀνάδαστος, ος, ον
  2560. ἀναδέδρομα
  2561. ἀναδείκνυμι
  2562. ἀναδεικνύω
  2563. ἀνάδειξις, εως (ἡ)
  2564. ἀναδέκομαι
  2565. ἀνάδελφος, ος, ον
  2566. ἀνάδεξαι
  2567. ἀναδέξαι
  2568. ἀναδέρκομαι
  2569. ἀναδέρω
  2570. ἀνάδεσις, εως (ἡ)
  2571. ἀναδέσμη, ης (ἡ)
  2572. ἀνάδεσμος, ου (ὁ)
  2573. ἀνάδετος, ος, ον
  2574. ἀναδεύω
  2575. ἀναδέχομαι
  2576. ἀναδέω-ῶ
  2577. ἀνάδημα, ατος (τό)
  2578. ἀναδιδάσκω
  2579. ἀναδίδωμι
  2580. ἀναδιπλόω-ῶ
  2581. ἀνάδοσις, εως (ἡ)
  2582. ἀνάδοτος, ος, ον
  2583. ἀναδοχή, ῆς (ἡ)
  2584. ἀνάδοχος, ου (ὁ, ἡ)
  2585. ἀναδραμεῖν
  2586. ἀναδραμοῦμαι
  2587. ἀναδύομαι
  2588. ἀνάδυσις, εως (ἡ)
  2589. ἀνάεδνος, ος, ον
  2590. ἀναείρω
  2591. ἄναες
  2592. ἀναζάω-ῶ
  2593. ἀναζεύγνυμι
  2594. ἀναζευγνύω
  2595. ἀνάζευξις, εως (ἡ)
  2596. ἀναζέω
  2597. ἀναζητέω-ῶ
  2598. ἀναζυγή, ῆς (ἡ)
  2599. ἀναζώννυμι
  2600. ἀναζωπυρέω-ῶ
  2601. ἀναθάλλω
  2602. ἀναθάλπω
  2603. ἀναθαρρέω-ῶ
  2604. ἀναθαρρύνω
  2605. ἀναθαρσέω-ῶ
  2606. ἀναθεάομαι-ῶμαι
  2607. ἀνάθεμα, ατος (τό)
  2608. ἀναθεματίζω
  2609. ἀναθερμαίνω
  2610. ἀνάθεσις, εως (ἡ)
  2611. ἀναθετέον
  2612. ἀναθέω
  2613. ἀναθεωρέω-ῶ
  2614. ἀναθεώρησις, εως (ἡ)
  2615. ἀναθηλέω-ῶ
  2616. ἀνάθημα, ατος (τό)
  2617. ἀναθλίβω
  2618. ἄναθλος, ος, ον
  2619. ἀναθορεῖν
  2620. ἀναθόρνυμαι
  2621. ἀναθορυβέω-ῶ
  2622. ἀναθρέψω
  2623. ἀναθρέω-ῶ
  2624. ἀναθρῴσκω
  2625. ἀναθυμιάω-ῶ
  2626. ἀναίδεια, ας (ἡ)
  2627. ἀναιδής, ής, ές
  2628. ἀναιδῶς
  2629. ἀναίθω
  2630. ἀναίμακτος, ος, ον
  2631. ἀναίματος, ος, ον
  2632. ἄναιμος, ος ον
  2633. ἀναίμων, ων, ον
  2634. ἀναιμωτί
  2635. ἀναίνομαι
  2636. ἀναΐξειαν, ἀναΐξειεν
  2637. ἀναΐξω
  2638. ἀναίρεσις, εως (ἡ)
  2639. ἀναιρετικός, ή, όν
  2640. ἀναιρέω-ῶ
  2641. ἀναιρηκώς
  2642. ἀναισθησία, ας (ἡ)
  2643. ἀναισθητέω-ῶ
  2644. ἀναίσθητος, ος, ον
  2645. ἀναισθήτως
  2646. ἀναισιμόω-ῶ
  2647. ἀναισίμωμα, ατος (τό)
  2648. ἀναΐσσω
  2649. ἀναισχυντέω-ῶ
  2650. ἀναισχυντία, ας (ἡ)
  2651. ἀναίσχυντος, ος, ον
  2652. ἀναισχύντως
  2653. ἀναίτιος, ος, ον
  2654. ἀναιτίως
  2655. ἀνακαγχάζω
  2656. ἀνακαθαίρω
  2657. ἀνακάθημαι
  2658. ἀνακαθίζω
  2659. ἀνακαινίζω
  2660. ἀνακαινόω-ῶ
  2661. ἀνακαίνωσις, εως (ἡ)
  2662. ἀνακαίω
  2663. ἀνακαλέω-ῶ
  2664. ἀνακαλυπτήριον, ου (τό)
  2665. ἀνακαλύπτω
  2666. ἀνακάμπτω
  2667. ἀνάκανθος, ος, ον
  2668. ἀνακάπτω
  2669. ἀνάκαυσις, εως (ἡ)
  2670. ἀνακέαται
  2671. ἀνάκειμαι
  2672. ἀνακέομαι-οῦμαι
  2673. ἀνακεράννυμι
  2674. ἀνακέχηνα
  2675. ἀνακηκίω
  2676. ἀνακηρύσσω
  2677. ἀνακινδυνεύω
  2678. ἀνακινέω-ῶ
  2679. ἀνακίνησις, εως (ἡ)
  2680. ἀνακίρνημι
  2681. ἀνακλάζω
  2682. ἀνακλαίω
  2683. ἀνακλάω1-ῶ
  2684. ἀνακλάω2
  2685. ἀνάκλησις, εως (ἡ)
  2686. ἀνακλητικός, ή, όν
  2687. ἀνακλίνω
  2688. ἀνάκλισις, εως (ἡ)
  2689. ἀνάκλιτος, ος, ον
  2690. ἀνακλύζω
  2691. ἀνακλώθω
  2692. ἀνακοινόω-ῶ
  2693. ἀνακοινωνέομαι-οῦμαι
  2694. ἀνακομιδή, ῆς (ἡ)
  2695. ἀνακομίζω
  2696. ἀνακοντίζω
  2697. ἀνάκοος
  2698. ἀνακοπή, ῆς (ἡ)
  2699. ἀνακόπτω
  2700. ἀνακουφίζω
  2701. ἀνακούφισις, εως (ἡ)
  2702. ἀνακράζω
  2703. ἀνακραθείς
  2704. ἀνάκρασις, εως (ἡ)
  2705. ἀνακραυγάζω
  2706. ἀνακρεμάννυμι
  2707. ἀνακρίνω
  2708. ἀνάκρισις, εως (ἡ)
  2709. ἀνακροτέω-ῶ
  2710. ἀνάκρουσις, εως (ἡ)
  2711. ἀνακρουστέον
  2712. ἀνακρουστικός, ή, όν
  2713. ἀνακρούω
  2714. ἀνακτάομαι-ῶμαι
  2715. ἀνακτόριος, α, ον
  2716. ἀνάκτορον, ου (τό)
  2717. ἀνάκτωρ, ορος (ὁ)
  2718. ἀνακυκλέω-ῶ
  2719. ἀνακύκλησις, εως (ἡ)
  2720. ἀνακυλίω
  2721. ἀνακυμβαλιάζω
  2722. ἀνακύπτω
  2723. ἀνακωκύω
  2724. ἀνάκωλος, ος, ον
  2725. ἀνακωμῳδέω-ῶ
  2726. ἀνακῶς
  2727. ἀνακωχεύω
  2728. ἀνακωχή, ῆς
  2729. ἀναλαλάζω
  2730. ἀναλαμβάνω
  2731. ἀναλάμπω
  2732. ἀνάλαμψις, εως (ἡ)
  2733. ἀναλγής, ής, ές
  2734. ἀναλγησία, ας (ἡ)
  2735. ἀνάλγητος, ος, ον
  2736. ἀναλγήτως
  2737. ἀναλέγω
  2738. ἀναλείχω
  2739. ἀναλήθης, ης, ες
  2740. ἀναλήθως
  2741. ἀνάλημψις, εως (ἡ)
  2742. ἀνάληψις, εως (ἡ)
  2743. ἀνάλιος, ος, ον
  2744. ἀναλίσκω
  2745. ἀναλκεία, ας (ἡ)
  2746. ἄναλκις, ιδος
  2747. ἀναλλοίωτος, ος, ον
  2748. ἀνάλλομαι
  2749. ἄναλμος, ος, ον
  2750. ἀναλογέω-ῶ
  2751. ἀναλογία, ας (ἡ)
  2752. ἀναλογίζομαι
  2753. ἀναλογικός, ή, όν
  2754. ἀναλογισμός, οῦ (ὁ)
  2755. ἀνάλογος, ος, ον
  2756. ἀναλόγως
  2757. ἄναλος, ος, ον
  2758. ἀναλοῦμαι
  2759. ἀναλόω-ῶ
  2760. ἄναλτος, ος, ον
  2761. ἀναλύζω
  2762. ἀνάλυσις, εως (ἡ)
  2763. ἀναλυτήρ, ῆρος (ὁ)
  2764. ἀναλυτικός, ή, όν
  2765. ἀναλύω
  2766. ἀνάλωκα
  2767. ἀνάλωμα, ατος (τό)
  2768. ἀνάλωσα
  2769. ἀνάλωσις, εως (ἡ)
  2770. ἀναλώσω
  2771. ἀνάλωτος, ος, ον
  2772. ἀναμαιμάω
  2773. ἀναμανθάνω
  2774. ἀναμάξευτος, ος, ον
  2775. ἀναμάρτητος, ος, ον
  2776. ἀναμαρτήτως
  2777. ἀναμάσσω
  2778. ἀνάματος, ος, ον
  2779. ἀναμάττω
  2780. ἀναμάχομαι
  2781. ἀνάμβατος, ος, ον
  2782. ἀναμεμίχαται
  2783. ἀναμένω
  2784. ἀνάμεσος, ος, ον
  2785. ἀναμεστόω-ῶ
  2786. ἀναμετρέω-ῶ
  2787. ἀναμέτρησις, εως (ἡ)
  2788. ἀναμηρύομαι
  2789. ἀνάμιγδα
  2790. ἀναμίγνυμι
  2791. ἀναμιμνῄσκω
  2792. ἀναμίμνω
  2793. ἀναμίξ
  2794. ἀνάμιξις, εως (ἡ)
  2795. ἀναμίσγω
  2796. ἀναμισθαρνέω-ῶ
  2797. ἄναμμα, ατος (τό)
  2798. ἀναμμένος
  2799. ἀνάμνησις, εως (ἡ)
  2800. ἀναμνήσω
  2801. ἀναμολύνω
  2802. ἀναμορμύρω
  2803. ἀναμοχλεύω
  2804. ἀναμπλάκητος, ος, ον
  2805. ἀναμυχθίζομαι
  2806. ἀναμφιδόξως
  2807. ἀναμφίλογος, ος, ον
  2808. ἀναμφιλόγως
  2809. ἀναμφισβήτητος, ος, ον
  2810. ἀναμφισβητήτως
  2811. ἀνανδρία, ας (ἡ)
  2812. ἄνανδρος, ος, ον
  2813. ἀνάνδρως
  2814. ἀνάνδρωτος, ου
  2815. ἀνανέμω
  2816. ἀνανεόω-ῶ
  2817. ἀνανεύω
  2818. ἀνανέω
  2819. ἀνανέωσις, εως (ἡ)
  2820. ἀνανήφω
  2821. ἀνανήχομαι
  2822. ἀνάνιος, ος, ον
  2823. ἄναντα
  2824. ἀνανταγώνιστος, ος, ον
  2825. ἀνανταγωνίστως
  2826. ἀνάντης, ης, ες
  2827. ἀναντίβλεπτος, ος, ον
  2828. ἀναντίρρητος, ος, ον
  2829. ἀναντιρρήτως
  2830. ἀνάνυτα
  2831. ἄναξ, ἄνακτος (ὁ)
  2832. ἀναξαίνω
  2833. ἀναξηραίνω
  2834. ἀναξηραντικός, ή, όν
  2835. ἀνάξιος, ος, ον
  2836. ἀναξίως
  2837. ἀναξυρίς, ίδος (ἡ)
  2838. ἀναξύω
  2839. ἀνάξω
  2840. ἀναοίγω
  2841. ἀνάπαιστος, ος, ον
  2842. ἀναπαίω
  2843. ἀναπαλείς
  2844. ἀνάπαλιν
  2845. ἀναπάλλω
  2846. ἀναπαρείς
  2847. ἀνάπαυλα, ης (ἡ)
  2848. ἀνάπαυσις, εως (ἡ)
  2849. ἀναπαυστήριος, ος, ον
  2850. ἀναπαύω
  2851. ἀναπείθω
  2852. ἀναπειράομαι-ῶμαι
  2853. ἀναπείρω
  2854. ἀναπεμπάζω
  2855. ἀναπέμπω
  2856. ἀναπεπταμένος
  2857. ἀναπετάννυμι
  2858. ἀναπεταννύω
  2859. ἀναπέτομαι
  2860. ἀναπετῶ
  2861. ἀναπεύσομαι
  2862. ἀναπήγνυμι
  2863. ἀναπηδάω-ῶ
  2864. ἀναπηρία, ας (ἡ)
  2865. ἀνάπηρος, ος, ον
  2866. ἀναπιδύω
  2867. ἀναπίμπλημι
  2868. ἀναπίπτω
  2869. ἀναπλάκητος, ος, ον
  2870. ἀναπλασμός, οῦ (ὁ)
  2871. ἀναπλάσσω
  2872. ἀναπλέκω
  2873. ἀνάπλεος, α, ον
  2874. ἀναπλέω
  2875. ἀνάπλεως, ως, ον
  2876. ἀναπληρόω-ῶ
  2877. ἀναπλήρωσις, εως (ἡ)
  2878. ἀναπληρωτέον
  2879. ἀναπλήσω
  2880. ἀνάπλοος-ους, όου-ου (ὁ)
  2881. ἀναπλόω-ῶ
  2882. ἀναπλώω
  2883. ἀναπνείω
  2884. ἀνάπνευσις, εως (ἡ)
  2885. ἀναπνέω
  2886. ἀναπνοή, ῆς (ἡ)
  2887. ἀναπόδεικτος, ος, ον
  2888. ἀναποδείκτως
  2889. ἀναποδίζω
  2890. ἀναποδόω-ῶ
  2891. ἀναπόδραστος, ος, ον
  2892. ἀνάποινον
  2893. ἀναπόλαυστος, ος, ον
  2894. ἀναπολέω-ῶ
  2895. ἀναπολόγητος, ος, ον
  2896. ἀναπομπός, οῦ (ὁ)
  2897. ἀναπόστατος, ος, ον
  2898. ἀναπράσσω
  2899. ἀναπρήθω
  2900. ἀναπτάς, ἀναπτάμενος
  2901. ἀναπτερόω-ῶ
  2902. ἀναπτερυγίζω
  2903. ἀναπτέσθαι
  2904. ἀναπτῆναι
  2905. ἀναπτήσομαι
  2906. ἀναπτοέω-ῶ
  2907. ἀνάπτυξις, εως (ἡ)
  2908. ἀναπτύσσω
  2909. ἀναπτυχή, ῆς (ἡ)
  2910. ἀναπτύω
  2911. ἀνάπτω1
  2912. ἀνάπτω2
  2913. ἀναπυνθάνομαι
  2914. ἀνάπυστος, ος, ον
  2915. ἀνάπωτις
  2916. ἀναραιρέατο
  2917. ἀναραιρηκώς
  2918. ἀναρθείς
  2919. ἄναρθρος, ος, ον
  2920. ἀνάρθρως
  2921. ἀναρίθμητος, ος, ον
  2922. ἀνάριθμος, ος, ον
  2923. ἀνάριστος, ος, ον
  2924. ἄναρκτος, ος, ον
  2925. ἀναρμοστία, ας (ἡ)
  2926. ἀνάρμοστος, ος, ον
  2927. ἀναρπάζω
  2928. ἀναρπάξανδρος, ος, ον
  2929. ἀναρπάξας
  2930. ἀναρπάστος, ος, ον
  2931. ἀναρπαστός, ή, όν
  2932. ἀναρρήγνυμι
  2933. ἀναρρηθήσομαι
  2934. ἀνάρρηξις, εως (ἡ)
  2935. ἀνάρρησις, εως (ἡ)
  2936. ἀναρρίπτω
  2937. ἀναρριχάομαι-ῶμαι
  2938. ἀνάρριψις, εως (ἡ)
  2939. ἀναρροιβδέω-ῶ
  2940. ἀναρροιζέω-ῶ
  2941. ἀναρροφέω-ῶ
  2942. ἀναρρώννυμι
  2943. ἀνάρσιος, ος e α, ον
  2944. ἀναρτάω-ῶ
  2945. ἀνάρτιος, ος, ον
  2946. ἀναρχία, ας (ἡ)
  2947. ἄναρχος, ος, ον
  2948. ἀνασβέννυμι
  2949. ἀνασειράζω
  2950. ἀνασείω
  2951. ἀνασεύομαι
  2952. ἀνάσιλλος, ου (ὁ)
  2953. ἀνασκάπτω
  2954. ἀνασκεδάννυμι
  2955. ἀνασκέπτομαι
  2956. ἀνασκευάζω
  2957. ἀνάσκητος, ος, ον
  2958. ἀνασκήτως
  2959. ἀνασκιρτάω-ῶ
  2960. ἀνασκολοπίζω
  2961. ἀνασκοπέω-ῶ
  2962. ἀνασοβέω-ῶ
  2963. ἀνασπαστός, ός, όν
  2964. ἀνασπάω-ῶ
  2965. ἄνασσα, ης (ἡ)
  2966. ἀνασείασκε
  2967. ἀνασσέμεν
  2968. ἄνασσεν, ἄνασσες
  2969. ἀνάσσω
  2970. ἀνᾴσσω
  2971. ἀνασταδόν
  2972. ἀνασταλτικός, ή, όν
  2973. ἀνάστασις, εως (ἡ)
  2974. ἀναστατήρ, ῆρος (ὁ)
  2975. ἀναστάτης, ου (ὁ)
  2976. ἀνάστατος, ος, ον
  2977. ἀναστατόω-ῶ
  2978. ἀνασταυρόω-ῶ
  2979. ἀναστέλλω
  2980. ἀναστενάζω
  2981. ἀναστεναχίζω
  2982. ἀναστενάχω
  2983. ἀναστένω
  2984. ἀναστέφω
  2985. ἀναστηλόω-ῶ
  2986. ἀναστολή, ῆς (ἡ)
  2987. ἀναστομόω-ῶ
  2988. ἀναστόμωσις, εως (ἡ)
  2989. ἀναστρέφω
  2990. ἀναστροφή, ῆς (ἡ)
  2991. ἀναστρωφάω-ῶ
  2992. ἀνασύρω
  2993. ἀνασφάλλω
  2994. ἀνασχεθέειν-εῖν
  2995. ἀνασχεῖν
  2996. ἀνασχέμεν
  2997. ἀνάσχεο
  2998. ἀνασχέσθαι
  2999. ἀνάσχεσις, εως (ἡ)
  3000. ἀνασχετικός, ή, όν
  3001. ἀνασχετός, ός, όν
  3002. ἀνασχήσω
  3003. ἀνασχίζω
  3004. ἀνασῴζω
  3005. ἀναταράσσω
  3006. ἀνάτασις, εως (ἡ)
  3007. ἀνατάσσω
  3008. ἀνατείνω
  3009. ἀνατειχίζω
  3010. ἀνατειχισμός, οῦ (ὁ)
  3011. ἀνατέλλω
  3012. ἀνατέμνω
  3013. ἀνατήκω
  3014. ἀνατί
  3015. ἀνατίθημι
  3016. ἀνατίκτω
  3017. ἀνατιμάω-ῶ
  3018. ἀνατλῆναι
  3019. ἀνατολή, ῆς (ἡ)
  3020. ἀνατολικός, ή, όν
  3021. ἀνατολμάω-ῶ
  3022. ἄνατος, ος, ον
  3023. ἀνατρέπω
  3024. ἀνατρέφω
  3025. ἀνατρέχω
  3026. ἀνάτρησις, εως (ἡ)
  3027. ἀνατρίβω
  3028. ἀνατροπεύς, έως (ὁ)
  3029. ἀνατροπή, ῆς (ἡ)
  3030. ἀνατροφή, ῆς (ἡ)
  3031. ἀνᾴττω
  3032. ἀνατυλίσσω
  3033. ἀνατυπόω-ῶ
  3034. ἀναύγητος, ος, ον
  3035. ἀναύδατος
  3036. ἀνάυδητος, ος, ον
  3037. ἄναυδος, ος, ον
  3038. ἄναυλος, ος, ον
  3039. ἄναυς,
  3040. ἀναφαίνω
  3041. ἀναφαλαντίας, ου (ὁ)
  3042. ἀναφανδά
  3043. ἀναφέρω
  3044. ἀναφεύγω
  3045. ἀναφθέγγομαι
  3046. ἀναφθείς, εῖσα, έν
  3047. ἀναφλεγμαίνω
  3048. ἀναφλέγω
  3049. ἀνάφλεξις, εως (ἡ)
  3050. ἀναφορά, ᾶς (ἡ)
  3051. ἀναφορέω-ῶ
  3052. ἀναφράζομαι
  3053. ἀναφρόδιτος, ος, ον
  3054. ἀναφρονέω-ῶ
  3055. ἀναφυγή, ῆς (ἡ)
  3056. ἀνάφυξις, εως (ἡ)
  3057. ἀναφύρω
  3058. ἀναφυσάω-ῶ
  3059. ἀνάφυσις, εως (ἡ)
  3060. ἀναφύω
  3061. ἀναφωνέω-ῶ
  3062. ἀναφώνημα, ατος (τό)
  3063. ἀναφώνησις, εως (ἡ)
  3064. ἀναχάζω
  3065. ἀναχαίνω
  3066. ἀναχαιτίζω
  3067. ἀναχαίτισμα, ατος (τό)
  3068. ἀναχαλάω-ῶ
  3069. ἀναχάσκω
  3070. ἀναχασάμενος
  3071. ἀναχέω
  3072. ἀναχορεύω
  3073. ἀναχρώννυμι
  3074. ἀνάχρωσις, εως (ἡ)
  3075. ἀνάχυσις, εως (ἡ)
  3076. ἀναχώννυμι
  3077. ἀναχωρέω-ῶ
  3078. ἀναχώρησις, εως (ἡ)
  3079. ἀναχωρητέον
  3080. ἀναχωρίζω
  3081. ἄναψις, εως (ἡ)
  3082. ἀνάψυξις, εως (ἡ)
  3083. ἀναψύχω
  3084. ἀνδαίω
  3085. ἁνδάνω
  3086. ἄνδεμα, ατος (τό)
  3087. ἄνδεσμος
  3088. ἀνδέχομαι
  3089. ἄνδημα
  3090. ἄνδηρον, ου (ὁ)
  3091. ἄνδιχα
  3092. ἀνδραγαθέω-ῶ
  3093. ἀνδραγάθημα, ατος (τό)
  3094. ἀνδραγαθία, ας (ἡ)
  3095. ἀνδραγαθίζομαι
  3096. ἀνδράγρια, ων (τά)
  3097. ἀνδρακάς
  3098. ἀνδραπόδεσσι
  3099. ἀνδραποδίζω
  3100. ἀνδραπόδισις, εως (ἡ)
  3101. ἀνδραποδισμός, οῦ (ὁ)
  3102. ἀνδραποδιστής, οῦ (ὁ)
  3103. ἀνδράποδον, ου (τό)
  3104. ἀνδραποδώδης, ης, ες
  3105. ἀνδραποδωδία, ας (ἡ)
  3106. ἀνδράσι
  3107. ἀνδραχθής, ής, ές
  3108. ἀνδρεία1, ας (ἡ)
  3109. ἀνδρεία2
  3110. ἀνδρεῖα, ων (τά)
  3111. ἀνδρείκελος, ος, ον
  3112. ἀνδρεῖος, α, ον
  3113. ἀνδρειότης, ητος (ἡ)
  3114. ἀνδρειφόντης, ου (ὁ)
  3115. ἀνδρείως
  3116. ἄνδρες
  3117. ἀνδρεύμενος
  3118. ἀνδρεών
  3119. ἀνδρηΐη
  3120. ἀνδρήϊος
  3121. ἀνδρηλατέω-ῶ
  3122. ἀνδρηλάτης, ου (ὁ)
  3123. ἄνδρια, ων (τά)
  3124. ἀνδριαντίσκος, ου (ὁ)
  3125. ἀνδριαντοποιέω-ῶ
  3126. ἀνδριαντοποποιΐα, ας (ἡ)
  3127. ἀνδριαντοποιός, οῦ (τό)
  3128. ἀνδριάς, άντος (ὁ)
  3129. ἀνδρίζω
  3130. ἀνδρικός, ή, όν
  3131. ἀνδρικῶς
  3132. ἀνδριστέον
  3133. ἀνδρόβουλος, ος, ον
  3134. ἀνδρόγυνος, ος, ον
  3135. ἀνδροδάϊκτος, ος, ον
  3136. ἀνδροθνής, ῆτος (ὁ, ἡ)
  3137. ἀνδροκμής, ῆτος
  3138. ἀνδροκτασίη, ης (ἡ)
  3139. ἀνδροκτονέω-ῶ
  3140. ἀνδροκτόνος, ος, ον
  3141. ἀνδρολέτειρα, ας
  3142. ἀνδρομανής, ής, ές
  3143. ἀνδρόμεος, α, ον
  3144. ἀνδρομήκης, ης, ες
  3145. ἀνδρόπαις, -παιδος (ὁ)
  3146. ἀνδροπλήθεια, ας (ἡ)
  3147. ἀνδροποιός, ός, όν
  3148. ἀνδρός, ἀνδρί
  3149. ἀνδρόσφιγξ, ιγγος (ὁ)
  3150. ἀνδρότης, ητος (ἡ)
  3151. ἀνδροτυχής, ής, ές
  3152. ἀνδροφαγέω-ῶ
  3153. ἀνδροφάγος, ος, ον
  3154. ἀνδροφθόρος, ος, ον
  3155. ἀνδρόφθορος, ος, ον
  3156. ἀνδροφονία, ας (ἡ)
  3157. ἀνδροφόνος, ος, ον
  3158. ἀνδροφόντης, ου (ὁ)
  3159. ἀνδρόω-ῶ
  3160. ἀνδρώδης, ης, ες
  3161. ἀνδρωδῶς
  3162. ἀνδρῶν
  3163. ἀνδρών, ῶνος (ὁ)
  3164. ἀνδρωνῖτις, ιδος (ἡ)
  3165. ἀνδύεται
  3166. ἀνέβλαστον
  3167. ἀνέβραχε
  3168. ἀνέγγυος, ος, ον
  3169. ἀνεγείρω
  3170. ἀνέγερσις, εως (ἡ)
  3171. ἀνεγκλητί
  3172. ἀνέγκλητος, ος, ον
  3173. ἀνέγκλιτος, ος, ον
  3174. ἀνεγκωμίαστος, ος, ον
  3175. ἀνέγνων
  3176. ἀνεγρέσθαι, ἀνεγρόμενος
  3177. ἀνεδασάμην
  3178. ἀνεδέγμεθα
  3179. ἀνέδην
  3180. ἀνέδρακεν
  3181. ἀνέδραμον
  3182. ἀνέεδνος, ος, ον
  3183. ἀνέεργον
  3184. ἀνέζω
  3185. ἀνέηκα
  3186. ἀνέθαλον
  3187. ἀνεθέλητος, ος, ον
  3188. ἀνέθηλα
  3189. ἀνείδεος, ος, ον
  3190. ἀνειδωλοποιέω-ῶ
  3191. ἀνειλέω-ῶ
  3192. ἀνεῖλκον, ἀνείλκυσα, ἀνε
  3193. ἀνειλόμην, ἀνεῖλον
  3194. ἀνείμαρται
  3195. ἀνειμένως
  3196. ἄνειμι
  3197. ἀνείμων, ων, ον
  3198. ἀνεῖναι
  3199. ἀνεῖπον
  3200. ἀνεῖρα, ἀνείρας
  3201. ἀνείργω
  3202. ἀνείρηκα, ἀνείρημαι
  3203. ἀνειρήσθω
  3204. ἄνειρξις, εως (ἡ)
  3205. ἀνείρομαι
  3206. ἀνειρύω
  3207. ἀνείρω
  3208. ἀνειρώτευν
  3209. ἀνείς, ἀνεῖσα, ἀνέν
  3210. ἀνεῖσαν
  3211. ἀνεῖσε
  3212. ἀνείσοδος, ος, ον
  3213. ἀνεισφορία, ας (ἡ)
  3214. ἀνείσφορος, ος, ον
  3215. ἀνέκαθε
  3216. ἀνεκάς
  3217. ἀνέκαυσα
  3218. ἀνέκβατος, ος, ον
  3219. ἀνεκβίαστος, ος, ον
  3220. ἀνεκδήμητος, ος, ον
  3221. ἀνεκδιήγητος, ος, ον
  3222. ἀνέκδοτος, ος, ον
  3223. ἀνεκλάλητος, ος, ον
  3224. ἀνέκλειπτος, ος, ον
  3225. ἀνεκπίμπλημι
  3226. ἀνέκπληκτος, ος, ον
  3227. ἀνεκπλήκτως
  3228. ἀνέκραγον
  3229. ἀνεκτέος, α, ον
  3230. ἀνεκτός, ός, όν
  3231. ἀνεκτῶς
  3232. ἀνέκφευκτος, ος, ον
  3233. ἀνέκφραστος, ος, ον
  3234. ἀνέλεγκτος, ος, ον
  3235. ἀνελέγκτως
  3236. ἀνέλεος, ος, ον
  3237. ἀνελευθερία, ας (ἡ)
  3238. ἀνελεύθερος, ος, ον
  3239. ἀνελευθέρως
  3240. ἀνέλιξις, εως (ἡ)
  3241. ἀνελίσσω
  3242. ἀνελκύω
  3243. ἀνέλκω
  3244. ἀνέλλην, ηνος
  3245. ἀνελλιπής, ής, ές
  3246. ἄνελπις, ιδος
  3247. ἀνέλπιστος, ος, ον
  3248. ἀνελπίστως
  3249. ἀνέμβατος, ος, ον
  3250. ἀνεμέσητος, ος, ον
  3251. ἀνέμητος, ος, ον
  3252. ἀνεμίζω
  3253. ἀνεμόεις, όεσσα, όεν
  3254. ἄνεμος, ου (ὁ)
  3255. ἀνεμοσκεπής, ής, ές
  3256. ἀνεμοτρεφής, ής, ές
  3257. ἀνεμόομαι-οῦμαι
  3258. ἀνεμπλήκτως
  3259. ἀνέμπλοος, οος, οον
  3260. ἀνεμπόδιστος, ος, ον
  3261. ἀνέμφατος, ος, ον
  3262. ἀνεμώδης, ης, ες
  3263. ἀνεμώλιος, ος, ον
  3264. ἀνεμώνη, ης (ἡ)
  3265. ἀνενδεής, ής, ές
  3266. ἀνένδεκτος, ος, ον
  3267. ἀνένεικα, ἀνενεικάμην
  3268. ἀνένευσα
  3269. ἀνενθουσίαστος, ος, ον
  3270. ἀνενθουσιάστως
  3271. ἀνέντευκτος, ος, ον
  3272. ἀνεξάλειπτος, ος, ον
  3273. ἀνεξέλεγκτος, ος, ον
  3274. ἀνεξελέγκτως
  3275. ἀνεξεραύνητος, ος, ον
  3276. ἀνεξερεύνητος, ος, ον
  3277. ἀνεξέταστος, ος, ον
  3278. ἀνεξεύρετος, ος, ον
  3279. ἀνεξήρηνε
  3280. ἀνεξικακία, ας (ἡ)
  3281. ἀνεξίκακος, ος, ον
  3282. ἀνεξικάκως
  3283. ἀνεξιχνίαστος, ος, ον
  3284. ἀνέξοδος, ος, ον
  3285. ἀνέξοιστος, ος, ον
  3286. ἀνεόρταστος, ος, ον
  3287. ἀνεπαίσθητος, ος, ον
  3288. ἀνεπαίσχυντος, ος, ον
  3289. ἀνέπαλτο
  3290. ἀνεπανόρθωτος, ος, ον
  3291. ἀνεπάρην
  3292. ἀνέπαφος, ος, ον
  3293. ἀνεπαφρόδιτος, ος, ον
  3294. ἀνεπαχθής, ής, ές
  3295. ἀνεπαχθῶς
  3296. ἀνέπειρα
  3297. ἀνέπεσον
  3298. ἀνέπηλα
  3299. ἀνεπίβατος, ος, ον
  3300. ἀνεπιβούλευτος, ος, ον
  3301. ἀνεπιδεής, ής, ές
  3302. ἀνεπιεικής, ής, ές
  3303. ἀνεπίκλητος, ος, ον
  3304. ἀνεπικλήτως
  3305. ἀνεπίλημπτος, ος, ον
  3306. ἀνεπίληπτος, ος, ον
  3307. ἀνεπιλήπτως
  3308. ἀνεπίμικτος, ος, ον
  3309. ἀνεπίμονος, ος, ον
  3310. ἀνεπίσκεπτος, ος, ον
  3311. ἀνεπισκέπτως
  3312. ἀνεπιστημοσύνη, ης (ἡ)
  3313. ἀνεπιστήμων, ων, ον
  3314. ἀνεπιστρεπτί
  3315. ἀνεπιστρεφής, ής, ές
  3316. ἀνεπισχέτως
  3317. ἀνεπίτακτος, ος, ον
  3318. ἀνεπιτεχνήτως
  3319. ἀνεπιτήδειος, ος, ον
  3320. ἀνεπιτηδείως
  3321. ἀνεπιτήδεος, η, ον
  3322. ἀνεπιτήδευτος, ος, ον
  3323. ἀνεπιτίμητος, ος, ον
  3324. ἀνεπίφθονος, ος, ον
  3325. ἀνεπιφθόνως
  3326. ἀνεπιχείρητος, ος, ον
  3327. ἀνεπτάμαν
  3328. ἀνέπταν
  3329. ἀνεπτόμην
  3330. ἀνέραστος, ος, ον
  3331. ἀνερεθίζω
  3332. ἀνερείπομαι
  3333. ἀνέρεσθαι
  3334. ἀνερευνάω-ῶ
  3335. ἀνερεύνητος, ος, ον
  3336. ἀνερήσομαι
  3337. ἀνερμάτιστος, ος, ον
  3338. ἀνέρομαι
  3339. ἀνερπύζω
  3340. ἀνέρπω
  3341. ἀνερρήθην
  3342. ἀνέρρεξα, ἀνέρρογα, ἀνερ
  3343. ἀνερύω
  3344. ἀνέρχομαι
  3345. ἀνερῶ
  3346. ἀνερωτάω-ῶ
  3347. ἀνέσαιμι
  3348. ἄνεσαν
  3349. ἀνέσαντες
  3350. ἄνεσις, εως (ἡ)
  3351. ἀνέσσυτο
  3352. ἀνέστα
  3353. ἀνέστιος, ος, ον
  3354. ἀνέσχεθον
  3355. ἀνέσχηκα, ἀνέσχον
  3356. ἀνέσω
  3357. ἀνετάζω
  3358. ἀνέταιρος, ος, ον
  3359. ἄνετος, ος, ον
  3360. ἄνευ
  3361. ἄνευθε
  3362. ἀνεύθετος, ος, ον
  3363. ἀνεύθυνος, ος, ον
  3364. ἀνεύρεσις, εως (ἡ)
  3365. ἀνεύρετος, ος, ον
  3366. ἀνευρίσκω
  3367. ἀνευρύνω
  3368. ἀνευφημέω-ῶ
  3369. ἀνέφελος, ος, ον
  3370. ἀνέφικτος, ος, ον
  3371. ἀνέφυν
  3372. ἀνέχανον
  3373. ἀνεχέγγυος, ος, ον
  3374. ἀνέχῃσι
  3375. ἀνέχω
  3376. ἀνεψιά, ᾶς (ἡ)
  3377. ἀνεψιός, οῦ (ὁ)
  3378. ἀνέψυχθεν
  3379. ἄνεω
  3380. ἀνέῳγα, ἀνέῳγον, ἀνέῳξ
  3381. ἀνεῶνται
  3382. ἄνη, ης (ἡ)
  3383. ἀνηβάω-ῶ
  3384. ἄνηβος, ος, ον
  3385. ἀνήγειρα
  3386. ἀνηγεμόνευτος, ος, ον
  3387. ἀνηγέομαι-οῦμαι
  3388. ἀνηγρόμην
  3389. ἀνήδυντος, ος, ον
  3390. ἀνήδυστος, ος, ον
  3391. ἀνῄειν
  3392. ἄνηθον, ου (τό)
  3393. ἀνήῃ
  3394. ἀνήϊξα
  3395. ἀνήϊον
  3396. ἀνήκεστος, ος, ον
  3397. ἀνηκέστως
  3398. ἀνηκοΐα, ας (ἡ)
  3399. ἀνήκοος, ος, ον
  3400. ἀνηκουστέω-ῶ
  3401. ἀνηκουστία, ας (ἡ)
  3402. ἀνήκουστος, ος, ον
  3403. ἀνηκόως
  3404. ἀνήκω
  3405. ἀνηλάμην
  3406. ἀνηλέητος, ος, ον
  3407. ἀνηλεῶς
  3408. ἀνῆλθον
  3409. ἀνήλιος, ος, ον
  3410. ἀνήλουν
  3411. ἀνήλωκα, ἀνήλωσα
  3412. ἀνήμελκτος, ος, ον
  3413. ἀνήμερος, ος, ον
  3414. ἀνηνάμην
  3415. ἀνήνεγκα
  3416. ἀνηνείχθην
  3417. ἀνήνεμος, ος, ον
  3418. ἀνήνιος, ος, ον
  3419. ἀνήνυστος, ος, ον
  3420. ἀνήνυτος, ος, ον
  3421. ἀνήνωρ, ορος
  3422. ἀνῇξα
  3423. ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ)
  3424. ἀνῄρηκα, ἀνῄρημαι
  3425. ἀνηρόμην
  3426. ἀνήροτος, ος, ον
  3427. ἀνήρπαξα
  3428. ἀνηρώτευν
  3429. ἀνησιδώρα, ας (ἡ)
  3430. ἀνῃσίμωκα
  3431. ἄνησον, ου (τό)
  3432. ἀνήσω
  3433. ἀνήφθω
  3434. ἀνθ’
  3435. ἀνθαιρέομαι-οῦμαι
  3436. ἀνθαλίσκομαι
  3437. ἀνθαμιλλάομαι-ῶμαι
  3438. ἀνθάπτομαι
  3439. ἀνθέαλων
  3440. ἀνθελιγμός, οῦ (ὁ)
  3441. ἀνθειλόμην
  3442. ἀνθεινός, ή, όν
  3443. ἀνθεκτέον
  3444. ἀνθέλκω
  3445. ἄνθεμα
  3446. ἀνθεμίζομαι
  3447. ἀνθέμιον, ου (τό)
  3448. ἀνθεμόεις, όεσσα, όεν
  3449. ἄνθεμον, ου (τό)
  3450. ἀνθεμόρρυτος, ος, ον
  3451. ἀνθεμουργός, ός, όν
  3452. ἀνθεμώδης, ης, ες
  3453. ἀνθέξω
  3454. ἀνθερεών, ῶνος (ὁ)
  3455. ἀνθέριξ, ικος (ὁ)
  3456. ἀνθέστηκα
  3457. Ἀνθεστηριών, ῶνος (ὁ)
  3458. ἀνθεστιάω-ῶ
  3459. ἀνθεστώς
  3460. ἀνθεσφόρος, ος, ον
  3461. ἀνθεῦσα
  3462. ἀνθεῦσι
  3463. ἀνθέω-ῶ
  3464. ἄνθη1
  3465. ἄνθη2, ης (ἡ)
  3466. ἀνθηδών, όνος (ἡ)
  3467. ἀνθήλιος, ος ον
  3468. ἀνθηρός, ά, όν
  3469. ἀνθηρῶς
  3470. ἄνθησις, εως (ἡ)
  3471. ἀνθησσάομαι-ῶμαι
  3472. ἀνθίζω
  3473. ἀνθινός, ή, όν
  3474. ἀνθίστημι
  3475. ἀνθοβολέω-ῶ
  3476. ἀνθόκροκος, ος, ον
  3477. ἀνθολκή, ῆς (ἡ)
  3478. ἀνθολογέω-ῶ
  3479. ἀνθολογία, ας (ἡ)
  3480. ἀνθομολογέομαι-οῦμαι
  3481. ἀνθονομέω-ῶ
  3482. ἀνθονόμος, ος, ον
  3483. ἀνθοπλίζομαι
  3484. ἀνθορμέω-ῶ
  3485. ἄνθος, εος-ους (τό)
  3486. ἀνθοσμίας, ου
  3487. ἀνθοφόρος, ος, ον
  3488. ἀνθρακεύς, έως (ὁ)
  3489. ἀνθρακευτής, οῦ (ὁ)
  3490. ἀνθρακεύω
  3491. ἀνθρακιά, ᾶς (ἡ)
  3492. ἀνθρακίας, ου
  3493. ἀνθρακίζω
  3494. ἀνθρακόω-ῶ
  3495. ἄνθραξ, ακος (ὁ)
  3496. ἀνθρήνη, ης (ἡ)
  3497. ἀνθρήνιον, ου (τό)
  3498. ἀνθρηνιώδης, ης, ες
  3499. ἀνθρωπάριον, ου (τό)
  3500. ἀνθρώπειος, α, ον
  3501. ἀνθρωπείως
  3502. ἀνθροπεύομαι
  3503. ἀνθρωπήϊος, η, ον
  3504. ἀνθρωπικός, ή, όν
  3505. ἀνθροπικῶς
  3506. ἀνθρώπινος, η, ον
  3507. ἀνθρωπίνως
  3508. ἀνθρώπιον, ου (τό)
  3509. ἀνθρωπίσκος, ου (ὁ)
  3510. ἀνθρωποειδής, ής, ές
  3511. ἀνθρωποκτόνος, ος, ον
  3512. ἀνθρωπομάγειρος, ος, ον
  3513. ἀνθρωπόμορφος, ος, ον
  3514. ἀνθρωπόνοος, ος, ον
  3515. ἄνθρωπος, ου (ὁ, ἡ)
  3516. ἀνθρωποσφαγέω-ῶ
  3517. ἀνθροποφαγέω-ῶ
  3518. ἀνθρωποφαγία, ας (ἡ)
  3519. ἀνθρωποφάγος, ος, ον
  3520. ἀνθρωποφυής, ής, ές
  3521. ἀνθρῴσκω
  3522. ἀνθυβρίζω
  3523. ἀνθυλακτέω-ῶ
  3524. ἀνθυπάγω
  3525. ἀνθυπατεύω
  3526. ἀνθυπατικός, ή, όν
  3527. ἀνθύπατος, ος, ον
  3528. ἀνθυπείκω
  3529. ἀνθύπειξις, εως (ἡ)
  3530. ἀνθυποκρίνομαι
  3531. ἀνθυπόμνυμαι
  3532. ἀνθυποπτεύω
  3533. ἀνθυπουργέω-ῶ
  3534. ἀνθυποφέρω
  3535. ἀνθυφίσταμαι
  3536. ἀνία, ας (ἡ)
  3537. ἁνία
  3538. ἀνιάζω
  3539. ἀνιάομαι1
  3540. ἀνιάομαι2
  3541. ἀνιαρός, ά, όν
  3542. ἀνιαρῶς
  3543. ἀνίασα
  3544. ἀνίασι
  3545. ἀνιᾶσι
  3546. ἀνίατος, ος, ον
  3547. ἀνιάτως
  3548. ἀνιάω-ῶ
  3549. ἀνίδρυτος, ος, ον
  3550. ἀνιδρωτί
  3551. ἀνίδρωτος, ος, ον
  3552. ἀνίει, ἀνίεν
  3553. ἀνιεῖς
  3554. ἀνίεις
  3555. ἀνίερος, ος, ον
  3556. ἀνιερόω-ῶ
  3557. ἀνιεῦνται
  3558. ἀνίη
  3559. ἀνίημι
  3560. ἀνίην
  3561. ἀνιηρέστερος
  3562. ἀνιηρός
  3563. ἀνιήσω
  3564. ἁνίκα
  3565. ἀνίκανος, ος, ον
  3566. ἀνίκατος
  3567. ἀνικέτευτος, ος, ον
  3568. ἀνίκητος, ος, ον
  3569. ἄνικμος, ος, ον
  3570. ἀνίλαστος, ος, ον
  3571. ἀνίλεως, ως, ων
  3572. ἀνιμάω-ῶ
  3573. ἄνιος, ος, ον
  3574. ἁνίοχος
  3575. ἄνιππος, ος, ον
  3576. ἀνίπταμαι
  3577. ἀνιπτόπους, ποδος
  3578. ἄνιπτος, ος, ον
  3579. ἀνίρων
  3580. ἄνις
  3581. ἀνισόρροπος, ος, ον
  3582. ἄνισος, ος, ον
  3583. ἀνισότης, ητος (ἡ)
  3584. ἀνισόω-ῶ1
  3585. ἀνισόω-ῶ2
  3586. ἀνίστημι
  3587. ἀνιστορέω-ῶ
  3588. ἀνιστόρητος, ος, ον
  3589. ἀνιστορήτως
  3590. ἀνίστω
  3591. ἀνίσχω
  3592. ἀνίσως
  3593. ἀνίσωσις, εως (ἡ)
  3594. ἀνιχνεύω
  3595. ἀνιῴατο
  3596. ἀνιών
  3597. ἀννέομαι
  3598. ἀννέφελος
  3599. ἀννεώσασθαι
  3600. ἄννησον, ου (τό)
  3601. Ἀννίβας, ου
  3602. ἀνοδία, ας (ἡ)
  3603. ἄνοδος1, ος, ον
  3604. ἄνοδος2, ου (ἡ)
  3605. ἀνοδύρομαι
  3606. ἀνοήμων, ων, ον
  3607. ἀνόητος, ος, ον
  3608. ἀνοήτως
  3609. ἄνοια, ας (ἡ)
  3610. ἀνοίγνυμι
  3611. ἀνοιγνύω
  3612. ἀνοίγω
  3613. ἀνοιδέω-ῶ
  3614. ἀνοίκειος, ος, ον
  3615. ἀνοικίζω
  3616. ἀνοικοδομέω-ῶ
  3617. ἀνοικονόμητος, ος, ον
  3618. ἄνοικος, ος, ον
  3619. ἄνοικτος, ος, ον
  3620. ἀνοικτός, ή, όν
  3621. ἀνοίκτως
  3622. ἀνοιμώζω
  3623. ἀνοιμωκτί
  3624. ἀνοίμωκτος, ος, ον
  3625. ἀνοῖξαι
  3626. ἄνοιξις, εως (ἡ)
  3627. ἀνοῖσαι
  3628. ἀνοίσω
  3629. ἀνοιστέος, α, ον
  3630. ἀνοιχθήσομαι
  3631. ἀνοκωχή
  3632. ἄνολβος, ος, ον
  3633. ἀνόλεθρος, ος, ον
  3634. ἀνολκή, ῆς (ἡ)
  3635. ἀνολολύζω
  3636. ἀνολοφύρομαι
  3637. ἄνομαι
  3638. ἀνομαλίζω
  3639. ἄνομβρος, ος, ον
  3640. ἀνομέω-ῶ
  3641. ἀνομία, ας (ἡ)
  3642. ἀνομίλητος, ος, ον
  3643. ἀνόμματος, ος, ον
  3644. ἀνομοιοειδής, ής, ές
  3645. ἀνόμοιος, ος e α, ον
  3646. ἀνομοίως
  3647. ἀνομολογέω-ῶ
  3648. ἀνομολογία, ας (ἡ)
  3649. ἀνομόλογος, ος, ον
  3650. ἀνομολογούμενος, η, ον
  3651. ἄνομος, ος, ον
  3652. ἀνόμως
  3653. ἀνόνατα
  3654. ἀνόνητος, ος, ον
  3655. ἄνοος-ους, οος-ους, οον-ουν
  3656. ἄνοπλος, ος, ον
  3657. ἀνόργανος, ος, ον
  3658. ἀνοργίαστος, ος, ον
  3659. ἀνόρεκτος, ος, ον
  3660. ἀνορθόω-ῶ
  3661. ἄνορμος, ος, ον
  3662. ἀνορούω
  3663. ἀνορύσσω,
  3664. ἀνόσιος, ος, ον
  3665. ἀνοσιότης, ητος (ἡ)
  3666. ἀνοσιουργία, ας (ἡ)
  3667. ἀνοσίως
  3668. ἄνοσος, ος, ον
  3669. ἀνόστιμος, ος, ον
  3670. ἄνοστος1, ος, ον
  3671. ἄνοστος2, ος, ον
  3672. ἀνοτοτύζω
  3673. ἀνουθέτητος, ος, ον
  3674. ἀνούστερος, α, ον
  3675. ἄνους
  3676. ἄνουσος
  3677. ἀνούτατος, ος, ον
  3678. ἀνουτητί
  3679. ἀνούτητος, ος, ον
  3680. ἀνοχή, ῆς (ἡ)
  3681. ἀνόχυρος
  3682. ἀνοψία, ας (ἡ)
  3683. ἄνοψος, ος, ον
  3684. ἄνπερ
  3685. ἅνπερ
  3686. ἀνσπάσωμαι
  3687. ἄνστα, ἄνσταθι
  3688. ἀνστᾶσα
  3689. ἄνστατε
  3690. ἀνστήμεναι, ἀνστήσεσθαι
  3691. ἀνστήσω
  3692. ἀνστήτην
  3693. ἀνστρέψειαν
  3694. ἄνσχεο
  3695. ἄνσχετος
  3696. ἀνσχήσεσθαι
  3697. ἄντα
  3698. ἀνταγοράζω
  3699. ἀνταγωνίζομαι
  3700. ἀνταγωνιστής, οῦ (ὁ)
  3701. ἀντᾴδω
  3702. ἀνταείρω
  3703. ἀνταιδέομαι-οῦμαι
  3704. ἀνταῖος, α, ον
  3705. ἀνταίρω
  3706. ἀνταιτέω-ῶ
  3707. ἀντακολουθέω-ῶ
  3708. ἀντακούω
  3709. ἀνταλαλάζω
  3710. ἀνταλλάσσω,
  3711. ἀνταμείβομαι
  3712. ἀνταμύνομαι
  3713. ἀντανάγω
  3714. ἀνταναιρέω-ῶ
  3715. ἀντανάκλασις, εως (ἡ)
  3716. ἀντανακλάω-ῶ
  3717. ἀνταναμένω
  3718. ἀνταναπληρόω-ῶ
  3719. ἀνταναφέρω
  3720. ἄντανδρος, ου
  3721. ἀντάνειμι
  3722. ἀντανίστημι
  3723. ἀντάξιος, α, ον
  3724. ἀνταξιόω-ῶ
  3725. ἀνταπαιτέω-ῶ
  3726. ἀνταπαμείβομαι
  3727. ἀνταποδείκνυμι
  3728. ἀνταποδίδωμι
  3729. ἀνταπόδομα, ατος (τό)
  3730. ἀνταπόδοσις, εως (ἡ)
  3731. ἀνταποκρίνομαι
  3732. ἀνταποκτείνω
  3733. ἀνταπολαμβάνω
  3734. ἀνταπόλλυμι
  3735. ἀνταποστέλλω
  3736. ἀνταποφαίνω
  3737. ἀντάπτομαι
  3738. ἀντάπωσις, εως (ἡ)
  3739. ἀντᾶραι
  3740. ἀντάριθμος, ος, ον
  3741. ἀνταρκέω-ῶ
  3742. ἀνταρκτικός, ή, όν
  3743. ἀντασπάζομαι
  3744. ἀντατιμάζω
  3745. ἀνταύγεια, ας (ἡ)
  3746. ἀνταυγέω-ῶ
  3747. ἀνταυγής, ής, ές
  3748. ἀνταυδάω-ῶ
  3749. ἀνταφίημι
  3750. ἀντάχησε
  3751. ἀντάω-ῶ
  3752. ἀντεγκαλέω-ῶ
  3753. ἀντεικάζω
  3754. ἀντείληχα
  3755. ἀντείνω
  3756. ἀντεῖπον
  3757. ἀντειρόμην
  3758. ἀντείρω
  3759. ἀντεισάγω
  3760. ἀντεκκλέπτω
  3761. ἀντεκκόπτω
  3762. ἀντεκπέμπω
  3763. ἀντεκπλέω
  3764. ἀντεκπλήσσω
  3765. ἀντεκτείνω
  3766. ἀντεκτίθημι
  3767. ἀντεκτρέχω
  3768. ἀντέκυρσα
  3769. ἀντεκφέρω
  3770. ἀντελαύνω
  3771. ἀντελιγμός, οῦ (ὁ)
  3772. ἀντέλλοισα
  3773. ἀντέλλοντι
  3774. ἀντέλλω
  3775. ἀντελπίζω
  3776. ἀντεμβάλλω
  3777. ἀντεμβιβάζω
  3778. ἀντεμπήγνυμι
  3779. ἀντεμπίπλημι
  3780. ἀντεμπίπρημι
  3781. ἀντενδύομαι
  3782. ἀντεξάγω
  3783. ἀντεξαιτέω-ῶ
  3784. ἀντεξελαύνω
  3785. ἀντεξέρχομαι
  3786. ἀντεξετάζω
  3787. ἀντεξιππεύω
  3788. ἀντεξίσταμαι
  3789. ἀντεξόρμησις, εως (ἡ)
  3790. ἀντεπάγω
  3791. ἀντέπαθον
  3792. ἀντεπαινέω-ῶ
  3793. ἀντεπανάγομαι
  3794. ἀντεπαφίημι
  3795. ἀντέπειμι
  3796. ἀντεπεισάγω
  3797. ἀντεπείσοδος, ου (ἡ)
  3798. ἀντεπεισφέρομαι
  3799. ἀντεπεξάγω
  3800. ἀντεπέξειμι
  3801. ἀντεπεξελαύνω
  3802. ἀντεπεξέρχομαι
  3803. ἀντεπῄειν
  3804. ἀντεπιβουλεύω
  3805. ἀντεπιδείκνυμι
  3806. ἀντεπιθυμέω-ῶ
  3807. ἀντεπικρατέω-ῶ
  3808. ἀντεπιλαμβάνομαι
  3809. ἀντεπιμελέομαι-οῦμαι
  3810. ἀντεπινοέω-ῶ
  3811. ἀντεπιπλέω
  3812. ἀντεπιστρατεύω
  3813. ἀντεπιτάσσω,
  3814. ἀντεπιτειχίζομαι
  3815. ἀντεπιτίθημι
  3816. ἀντεπιχειρέω-ῶ
  3817. ἀντεραστής, οῦ (ὁ)
  3818. ἀντεράω-ῶ
  3819. ἀντερείδω
  3820. ἀντέρεισις, εως(ἡ)
  3821. ἀντερίζω
  3822. ἀντέρομαι
  3823. ἀντερῶ
  3824. ἀντερωτάω-ῶ
  3825. ἀντέστην, ἀντέστησα
  3826. ἀντευεργετέω-ῶ
  3827. ἀντευνοέω-ῶ
  3828. ἀντευποιέω-ῶ
  3829. ἀντεφορμέω-ῶ
  3830. ἀντέχρησε
  3831. ἀντέχω
  3832. ἀντέω
  3833. ἄντη, ης (ἡ)
  3834. ἀντήλιος, ος, ον
  3835. ἄντην
  3836. ἀντήνωρ, ορος
  3837. ἀντῆρα
  3838. ἀντηρέτης, ου (ὁ)
  3839. ἀντήρης, ης, ες
  3840. ἀντηρίς, ίδος (ἡ)
  3841. ἀντηρόμην, ἀντειρόμην
  3842. ἄντηστις (ἡ)
  3843. ἀντηχέω-ῶ
  3844. ἀντήχησις, εως (ἡ)
  3845. ἀντί
  3846. ἀντία
  3847. ἀντιάαν
  3848. ἀντίαασθε
  3849. ἀντιάζω
  3850. ἀντιάνειρα, ας
  3851. ἀντιάσω
  3852. ἀντιάω-ῶ
  3853. ἀντιβάδην
  3854. ἀντιβαίνω
  3855. ἀντιβάλλω
  3856. ἀντίβασις, εως (ἡ)
  3857. ἀντιβατικός ή, όν
  3858. ἀντιβίην
  3859. ἀντίβιος, α, ον
  3860. ἀντιβλέπω
  3861. ἀντίβλεψις, εως (ἡ)
  3862. ἀντιβοηθέω-ῶ
  3863. ἀντιβολέω-ῶ
  3864. ἀντιβόλησις, εως (ἡ)
  3865. ἀντιβολία, ας (ἡ)
  3866. ἀντιβροντάω-ῶ
  3867. ἀντιγενεηλογέω-ῶ
  3868. ἀντιγνωμονέω-ῶ
  3869. ἀντιγραφεύς, έως (ὁ)
  3870. ἀντιγραφή, ῆς (ἡ)
  3871. ἀντίγραφος ος, ον
  3872. ἀντιγράφω
  3873. ἀντιδάκνω
  3874. ἀντίδειπνος, ος, ον
  3875. ἀντιδεξιόομαι-οῦμαι
  3876. ἀντιδέχομαι
  3877. ἀντιδημαγωγέω-ῶ
  3878. ἀντιδιατίθημι
  3879. ἀντιδίδωμι
  3880. ἀντιδιέζειμι
  3881. ἀντιδικέω-ῶ
  3882. ἀντίδικος, ου (ὁ)
  3883. ἀντίδοσις, εως (ἡ)
  3884. ἀντίδοτος, ος, ον,
  3885. ἀντίδουλος, ος, ον
  3886. ἀντίδουπος, ος, ον
  3887. ἀντιδράω-ῶ
  3888. ἀντιδωρέομαι-οῦμαι
  3889. ἀντιζητέω-ῶ
  3890. ἀντίζυγος, ος, ον
  3891. ἀντιζωγρέω-ῶ
  3892. ἀντίθεος, ος, ον
  3893. ἀντιθεραπεύω
  3894. ἀντίθεσις, εως (ἡ)
  3895. ἀντίθετος, ος, ον
  3896. ἀντιθέω
  3897. ἀντίθημι
  3898. ἀντίθυρος, ος, ον
  3899. ἀντικαθεζόμην
  3900. ἀντικάθημαι
  3901. ἀντικαθίζω
  3902. ἀντικαθίστημι
  3903. ἀντικακουργέω-ῶ
  3904. ἀντικαλέω-ῶ
  3905. ἀντικαλλωπίζομαι
  3906. ἀντικαταθνῄσκω
  3907. ἀντικαταλλαγή, ῆς (ἡ)
  3908. ἀντικαταλλάσσομαι,
  3909. ἀντικατατείνω
  3910. ἀντικατηγορέω-ῶ
  3911. ἀντικάτημαι
  3912. ἀντικατθανεῖν
  3913. ἀντικατίζομαι
  3914. ἀντικατίστημι
  3915. ἀντίκειμαι
  3916. ἀντικειμένως
  3917. ἀντικελεύω
  3918. ἀντίκεντρον, ου (τό)
  3919. ἀντικλάζω
  3920. ἀντικλαίω
  3921. ἀντικνήμιον, ου (τό)
  3922. ἀντικολάζω
  3923. ἀντικολακεύω
  3924. ἀντικομίζω
  3925. ἀντικομπάζω
  3926. ἀντικοπή, ῆς (ἡ)
  3927. ἀντικόπτω
  3928. ἀντικοσμέω-ῶ
  3929. ἀντικρίνω
  3930. ἀντίκρουσις, εως (ἡ)
  3931. ἀντικρούω
  3932. ἀντικρύ
  3933. ἄντικρυς
  3934. ἀντίκτησις, εως (ἡ)
  3935. ἀντικτόνος, ος, ον
  3936. ἀντικυμαίνω
  3937. ἀντικύρω
  3938. ἀντικωμῳδέω-ῶ
  3939. ἀντιλαβή, ῆς (ἡ)
  3940. ἀντιλαγχάνω
  3941. ἀντιλάζομαι
  3942. ἀντιλακτίζω
  3943. ἀντιλαμβάνω
  3944. ἀντιλάμπω
  3945. ἀντιλέγω
  3946. ἀντίλεκτος, ος, ον
  3947. ἀντίλημψις, εως (ἡ)
  3948. ἀντιληπτέον
  3949. ἀντιληπτικός, ή, όν
  3950. ἀντίληψις, εως (ἡ)
  3951. ἀντιλογέω-ῶ
  3952. ἀντιλογία, ας (ἡ)
  3953. ἀντιλογίζομαι
  3954. ἀντιλογικός, ή, όν
  3955. ἀντιλοιδορέω-ῶ
  3956. ἀντιλυπέω-ῶ
  3957. ἀντιλύπησις, εως (ἡ)
  3958. ἀντίλυρος, ος, ον
  3959. ἀντίλυτρον, ου (τό)
  3960. ἀντιμαρτυρέω-ῶ
  3961. ἀντιμάχομαι
  3962. ἀντιμειρακιεύομαι
  3963. ἀντιμέλλω
  3964. ἀντιμέμφομαι
  3965. ἀντιμεσουρανέω-ῶ
  3966. ἀντιμεταβαίνω
  3967. ἀντιμετάβασις, εως (ἡ)
  3968. ἀντιμεταλαμβάνω
  3969. ἀντιμετάληψις, εως (ἡ)
  3970. ἀντιμέτειμι
  3971. ἀντιμετρέω-ῶ
  3972. ἀντιμέτωπος, ος, ον
  3973. ἀντιμηχανάομαι-ῶμαι
  3974. ἀντιμιμέομαι-οῦμαι
  3975. ἀντιμίμησις, εως (ἡ)
  3976. ἀντιμισθία, ας (ἡ)
  3977. ἀντίμισθος, ος, ον
  3978. ἀντίμολπος, ος, ον
  3979. ἀντίμορφος, ος, ον
  3980. ἀντιμόρφως
  3981. ἀντιναυπηγέω-ῶ
  3982. ἀντινικάω-ῶ
  3983. ἀντινομία, ας (ἡ)
  3984. Ἀντίνοος, ου (ὁ)
  3985. ἀντίξοος, ος, ον
  3986. ἀντίον, ου (τό)
  3987. ἀντιόομαι-οῦμαι
  3988. ἀντίος, α, ον
  3989. Ἀντιόχεια, ας (ἡ)
  3990. Ἀντιοχεύς, έως
  3991. ἀντιοστατέω-ῶ
  3992. ἀντιόω
  3993. ἀντιοώντων
  3994. ἀντιπάθεια, ας (ἡ)
  3995. ἀντιπαθής, ής, ές
  3996. ἀντίπαις, παιδος (ἡ, ὁ)
  3997. ἀντιπαλαιστής, οῦ (ὁ)
  3998. ἀντίπαλος, ος, ον
  3999. ἀντιπάλως
  4000. ἀντιπαραβάλλω
  4001. ἀντιπαραγγελία, ας (ἡ)
  4002. ἀντιπαραγγέλλω
  4003. ἀντιπαράγω
  4004. ἀντιπαραγωγή, ῆς (ἡ)
  4005. ἀντιπαραθέω
  4006. ἀντιπαρακαλέω-ῶ
  4007. ἀντιπαρακελεύομαι
  4008. ἀντιπαραλυπέω-ῶ
  4009. ἀντιπαραπλέω-ῶ
  4010. ἀντιπαρασκευάζω
  4011. ἀντιπαρασκευή, ῆς (ἡ)
  4012. ἀντιπαρατάσσομαι,
  4013. ἀντιπαρατίθημι
  4014. ἀντιπάρειμι
  4015. ἀντιπαρεξάγω
  4016. ἀντιπαρέξειμι
  4017. ἀντιπαρέρχομαι
  4018. ἀντιπαρέχω
  4019. ἀντιπαρηγορέω-ῶ
  4020. ἀντιπαρρησιάζομαι
  4021. ἀντιπάσχω
  4022. ἀντιπαταγέω-ῶ
  4023. Ἀντίπατρος, ου (ὁ)
  4024. ἀντιπείσομαι
  4025. ἀντιπέμπω
  4026. ἀντιπενθής, ής, ές
  4027. ἀντιπέρα
  4028. ἀντιπέραιος, ος, ον
  4029. ἀντιπέραν
  4030. ἀντιπέρας
  4031. ἀντιπεριχωρέω-ῶ
  4032. ἀντίπετρος, ος, ον
  4033. ἀντιπίπτω
  4034. ἀντιπλέω
  4035. ἀντιπλήξ, ῆγος
  4036. ἀντιπληρόω-ῶ
  4037. ἀντίπνοος, ος, ον
  4038. ἀντιποθέω-ῶ
  4039. ἀντιποιέω-ῶ
  4040. ἀντίποινος, ος, ον
  4041. ἀντιπολεμέω-ῶ
  4042. ἀντιπολέμιος, ος, ον
  4043. ἀντιπόλεμος, ος, ον
  4044. ἀντιπολιορκέω-ῶ
  4045. ἀντιπολιτεύομαι
  4046. ἀντιπορεύομαι
  4047. ἀντίπορος, ος, ον
  4048. ἀντίπους, ους, ουν
  4049. ἀντίπραξις, εως (ἡ)
  4050. ἀντιπράσσω
  4051. ἀντιπρεσβεύομαι
  4052. ἀντιπρήσσω
  4053. ἀντιπρόειμι
  4054. ἀντιπροκαλέομαι-οῦμαι
  4055. ἀντιπροσαγορεύω
  4056. ἀντιπρόσειμι
  4057. ἀντιπροσενεγκεῖν
  4058. ἀντιπροσερεῖν, ἀντιπροσε
  4059. ἀντιπρόσωπος, ος, ον
  4060. ἀντιπροτείνω
  4061. ἀντίπρῳρος, ος, ον
  4062. ἀντίπυλος, ος, ον
  4063. ἀντίπυργος, ος, ον
  4064. ἀντιπυργόω-ῶ
  4065. ἀντιρραγείς
  4066. ἀντιρρέπω
  4067. ἀντιρρήγνυμι
  4068. ἀντίρροπος, ος, ον
  4069. ἀντιρρόπως
  4070. ἀντισηκόω-ῶ
  4071. ἀντισήκωσις, εως (ἡ)
  4072. ἀντισκώπτω
  4073. ἀντισόω-ῶ
  4074. ἀντίσπαστος ος, ον
  4075. ἀντισπάω-ῶ
  4076. ἀντίσταθμος
  4077. ἀντιστάς
  4078. ἀντιστασιάζω
  4079. ἀντίστασις, εως (ἡ)
  4080. ἀντιστασιώτης, ου (ὁ)
  4081. ἀντιστατέω-ῶ
  4082. ἀντιστάτης, ου (ὁ)
  4083. ἀντίστημι
  4084. ἀντιστοιχέω-ῶ
  4085. ἀντίστοιχος, ος, ον
  4086. ἀντιστρατεύω
  4087. ἀντιστρατηγέω-ῶ
  4088. ἀντιστράτηγος, ου (ὁ)
  4089. ἀντιστρατοπεδεύω
  4090. ἀντιστρέφω
  4091. ἀντίστροφος, ος, ον
  4092. ἀντιστρόφως
  4093. ἀντισύγκλητος, ου (ἡ)
  4094. ἀντισφαιρίζω
  4095. ἀντισχυρίζομαι
  4096. ἀντίταγμα, ατος (τό)
  4097. ἀντίταξις, εως (ἡ)
  4098. ἀντιτάσσω,
  4099. ἀντιτείνω
  4100. ἀντιτείχισμα, ατος (τό)
  4101. ἀντιτέμνω
  4102. ἀντιτενῶ
  4103. ἀντιτεχνάομαι-ῶμαι
  4104. ἀντιτέχνησις, εως (ἡ)
  4105. ἀντιτεχνία, ας (ἡ)
  4106. ἀντίτεχνος, ος, ον
  4107. ἀντιτίθημι
  4108. ἀντιτιμάω-ῶ
  4109. ἀντιτιμωρέομαι-οῦμαι
  4110. ἀντιτίνω
  4111. ἀντιτολμάω-ῶ
  4112. ἀντίτολμος, ος, ον
  4113. ἀντίτονος, ος, ον
  4114. ἀντιτοξεύω
  4115. ἀντιτορέω-ῶ
  4116. ἄντιτος, ος, ον
  4117. ἀντιτρέφω
  4118. ἀντιτυγχάνω
  4119. ἀντίτυπος, ος, ον
  4120. ἀντιτύπτω
  4121. ἀντιφερίζω
  4122. ἀντίφερνος, ος, ον
  4123. ἀντιφέρω
  4124. ἀντιφεύγω
  4125. ἀντιφθέγγομαι
  4126. ἀντιφιλοτιμέομαι-οῦμαι
  4127. ἀντιφιλοφρονέομαι-οῦμαι
  4128. ἀντίφονος, ος, ον
  4129. ἀντιφυλακή, ῆς (ἡ)
  4130. ἀντιφυλάσσω,
  4131. ἀντιφωνέω-ῶ
  4132. ἀντίφωνος, ος, ον
  4133. ἀντιφωτισμός, οῦ (ὁ)
  4134. ἀντιχαίρω
  4135. ἀντιχαλεπαίνω
  4136. ἀντιχαρίζομαι
  4137. ἀντίχειρ, -χειρος (ὁ)
  4138. ἀντιχειροτονέω-ῶ
  4139. ἀντιχράω,
  4140. Ἀντίχριστος, ου (ὁ)
  4141. ἀντίψαλμος, ος, ον
  4142. ἀντιψηφίζομαι
  4143. ἀντλέω-ῶ
  4144. ἄντλημα, ατος (τό)
  4145. ἄντλησις, εως (ἡ)
  4146. ἀντλία, ας (ἡ)
  4147. ἄντλος, ου (ὁ)
  4148. ἀντοικοδομέω-ῶ
  4149. ἀντοικτίζω
  4150. ἀντολή
  4151. ἄντομαι
  4152. ἀντόμνυμι
  4153. ἀντονομάζω
  4154. ἀντοργίζομαι
  4155. ἀντορύσσω
  4156. ἀντοφείλω
  4157. ἀντοφθαλμέω-ῶ
  4158. ἀντρέπω
  4159. ἄντρον, ου (τό)
  4160. ἀντρώδης, ης, ες
  4161. ἄντυξ, υγος (ἡ)
  4162. ἀντυποκρίνομαι
  4163. ἀντυπουργέω
  4164. ἀντωμοσία, ας (ἡ)
  4165. ἀντωνέομαι-οῦμαι
  4166. ἀντωπός, ός, όν
  4167. ἀντωφελέω-ῶ
  4168. ἀνύβριστος, ος, ον
  4169. ἀνυγραίνω
  4170. ἀνυδρία, ας (ἡ)
  4171. ἄνυδρος, ος, ον
  4172. ἀνυμέναιος, ος, ον
  4173. ἄνυμι
  4174. ἀνύμφευτος, ος, ον
  4175. ἄνυμφος, ος, ον
  4176. ἀνύπαρκτος, ος, ον
  4177. ἀνυπέρβλητος, ος, ον
  4178. ἀνυποδητέω-ῶ
  4179. ἀνυπόδητος, ος, ον
  4180. ἀνυπόδικος, ος, ον
  4181. ἀνυπόθετος, ος, ον
  4182. ἀνυπόκριτος, ος, ον
  4183. ἀνυπονόητος, ος, ον
  4184. ἀνύποπτος, ος, ον
  4185. ἀνυπόπτως
  4186. ἀνυπόστατος, ος, ον
  4187. ἀνυπότακτος, ος, ον
  4188. ἀνυσάμαν
  4189. ἀνύσιμος, ος, ον
  4190. ἄνυσις, εως (ἡ)
  4191. ἀνύσσεσθαι
  4192. ἀνυστός, ή, όν
  4193. ἀνυτικός, ή, όν
  4194. ἀνύτω
  4195. ἀνυφαίνω
  4196. ἀνυψόω-ῶ
  4197. ἀνύψωμα, ατος (τό)
  4198. ἀνύω
  4199. ἀνῶ, ῇ, ῇ
  4200. ἄνω1
  4201. ἄνω2,
  4202. ἄνωγα
  4203. ἀνώγαιον, ου (τό)
  4204. ἀνώγει
  4205. ἀνωγέμεν
  4206. ἀνώγεων, ω (τό)
  4207. ἀνῷγμαι
  4208. ἄνωγον
  4209. ἀνῷγον
  4210. ἀνώγω
  4211. ἀνῷδηκα, ἀνῴδησα
  4212. ἀνωδυνία, ας (ἡ)
  4213. ἀνώδυνος, ος, ον
  4214. ἀνωδύνως
  4215. ἄνωθεν
  4216. ἀνωθέω-ῶ
  4217. ἀνωϊστί
  4218. ἀνώϊστος1, ος, ον
  4219. ἀνώιστος2, ος, ον
  4220. ἀνῴκισα
  4221. ἀνώλεθρος, ος, ον
  4222. ἀνωμαλία, ας (ἡ)
  4223. ἀνωμαλίσθαι
  4224. ἀνώμαλος, ος, ον
  4225. ἀνωμάλως
  4226. ἀνωμοτί
  4227. ἀνώμοτος, ος, ον
  4228. ἀνωνόμαστος, ος, ον
  4229. ἀνώνυμος, ος, ον
  4230. ἀνώξομεν
  4231. ἀνώξω
  4232. ἀνῷξα
  4233. ἀνωρίη, ης (ἡ)
  4234. ἄνωρος, ος, ον
  4235. ἀνῶσαι
  4236. ἀνώτατος, η, ον
  4237. ἀνωτάτω, ἀνωτέρω
  4238. ἀνωτερικός, ή, όν
  4239. ἀνώτερος, α, ον
  4240. ἀνωφελής, ής, ές
  4241. ἀνωφέλητος, ος, ον
  4242. ἀνωφερής, ής, ές
  4243. ἄνωχθε, ἄνωχθι, ἀνώχθω
  4244. ἀνώχυρος, ος, ον
  4245. ἆξαι
  4246. ᾄξας
  4247. ἄξεινος
  4248. Ἄξεινος πόντος (ὁ)
  4249. ἀξέμεν, ἀξέμεναι
  4250. ἄξενος, ος, ον
  4251. ἄξεστος, ος, ον
  4252. ἀξία, ας (ἡ)
  4253. ἀξιαπήγητος
  4254. ἀξιέπαινος, ος, ον
  4255. ἀξιέραστος, ος, ον
  4256. ἀξιεῦμαι
  4257. ἀξίνη, ης (ἡ)
  4258. ἀξιοεργός, ός, όν
  4259. ἀξιόζηλος, ος, ον
  4260. ἀξιοθαύμαστος, ος, ον
  4261. ἀξιοθέατος, ος, ον
  4262. ἀξιόθρηνος, ος, ον
  4263. ἀξιόκτητος, ος, ον
  4264. αξιόλογος, ος, ον
  4265. ἀξιολόγως
  4266. ἀξιομακάριστος, ος, ον
  4267. ἀξιόμαχος, ος, ον
  4268. ἀξιομάχως
  4269. ἀξιομίσητος, ος, ον
  4270. ἀξιομνημόνευτος, ος, ον
  4271. ἀξιόνικος, ος, ον
  4272. ἀξιοπενθής, ής, ές
  4273. ἀξιόπιστος, ος, ον
  4274. ἀξιοπρεπής, ής, ές
  4275. ἀξιοπρεπῶς
  4276. ἄξιος, ος, ον
  4277. ἀξιοσπούδαστος, ος, ον
  4278. ἀξιοστράτηγος, ος, ον
  4279. ἀξιοτέκμαρτος, ος, ον
  4280. ἀξιοφίλητος, ος, ον
  4281. ἀξιόχρεως, ως, ων
  4282. ἀξιόω-ῶ
  4283. ἀξίωμα, ατος (τό)
  4284. ἀξιωματικός, ή, όν
  4285. ἀξιωμάτιον, ου (τό)
  4286. ἀξίως
  4287. ἀξίωσις, εως (ἡ)
  4288. ἀξόανος, ος, ον
  4289. ἀξονήλατος, ος, ον
  4290. ἄξυλος, ος, ον
  4291. ἀξύμβατος, ἀξύμβλητος
  4292. ἀξύμμετρος, ἀξύμφωνος
  4293. ἄξω
  4294. ᾄξω
  4295. ἄξων, ονος (ὁ)
  4296. ἄοζος, ου (ὁ)
  4297. ἀοιδή, ῆς (ἡ)
  4298. ἀοιδιάω-ῶ
  4299. ἀοίδιμος, ος, ον
  4300. ἀοιδός, οῦ (ὁ, ἡ)
  4301. ἀοίκητος, ος, ον
  4302. ἄοικος, ος, ον
  4303. ἄοινος, ος, ον
  4304. ἀοκνία, ας (ἡ)
  4305. ἄοκνος, ος, ον
  4306. ἀόκνως
  4307. ἀολλής, ής, ές
  4308. ἀολλίζω
  4309. ἄοπλος, ος, ον
  4310. ἄορ, ἄορος (τό)
  4311. ἀόρατος, ος, ον
  4312. ἀοράτως
  4313. ἀοργησία, ας (ἡ)
  4314. ἀόργητος, ος, ον
  4315. ἀόριστος, ος, ον
  4316. ἄορνος, ος, ον
  4317. ἀορτήρ, ῆρος (ὁ)
  4318. ἀοσσητήρ, ῆρος (ὁ)
  4319. ἄουτος, ος, ον
  4320. ἀπαγγελία, ας (ἡ)
  4321. ἀπαγγέλλω
  4322. ἀπαγγελτικός, ή, όν
  4323. ἀπαγής, ής, ές
  4324. ἀπαγόρευμα, ατος (τό)
  4325. ἀπαγόρευσις, εως (ἡ)
  4326. ἀπαγορεύω
  4327. ἀπαγριόω-ῶ
  4328. ἀπαγχονίζω
  4329. ἀπάγχω
  4330. ἀπάγω
  4331. ἀπαγωγή, ῆς (ἡ)
  4332. ἀπαδέειν
  4333. ἀπᾴδω
  4334. ἀπαείρομαι
  4335. ἀπαθανατίζω
  4336. ἀπάθεια, ας (ἡ)
  4337. ἀπαθής, ής, ές
  4338. ἀπαθῶς
  4339. ἀπαιδευσία, ας (ἡ)
  4340. ἀπαίδευτος, ος, ον
  4341. ἀπαιδία, ας (ἡ)
  4342. ἀπαιθριάζω
  4343. ἀπαίνυμαι
  4344. ἀπαιολάω-ῶ
  4345. ἀπαιόλημα, ατος (τό)
  4346. ἀπαιρέεσκον
  4347. ἀπαίρεσκον
  4348. ἀπαίρω
  4349. ἄπαις, ἄπαιδος
  4350. ἀπαίσιος, ος, ον
  4351. ἀπαΐσσω
  4352. ἀπαιτέω-ῶ
  4353. ἀπαίτημα, ατος (τό)
  4354. ἀπαίτησις, εως (ἡ)
  4355. ἀπαιωρέω-ῶ
  4356. ἀπακριβόω-ῶ
  4357. ἀπακτέον
  4358. ἀπαλαλκεῖν
  4359. ἀπάλαμνος, ος, ον
  4360. ἀπαλγέω-ῶ
  4361. ἀπαλέξω
  4362. ἀπαληθεύω
  4363. ἀπαλθαίνομαι
  4364. ἀπαλλαγή, ῆς (ἡ)
  4365. ἀπαλλακτέον
  4366. ἀπαλλαξείω
  4367. ἀπάλλαξις, εως (ἡ)
  4368. ἀπαλλάσσω
  4369. ἀπαλλοτριόω-ῶ
  4370. ἀπαλοάω-ῶ
  4371. ἁπαλός, ή, όν
  4372. ἁπαλότης, ητος (ἡ)
  4373. ἁπαλοτρεφής, ής, ές
  4374. ἀπαμάω-ῶ
  4375. ἀπαμβλίσκω
  4376. ἀπαμβλύνω
  4377. ἀπαμείβομαι
  4378. ἀπαμμένος
  4379. ἀπαμπλακίσκω
  4380. ἀπαναστήσω, ἀπανέστην
  4381. ἀπάνευθε
  4382. ἀπανθέω-ῶ
  4383. ἀπανθίζω
  4384. ἀπανθρακόω-ῶ
  4385. ἀπανθρωπία, ας (ἡ)
  4386. ἀπάνθρωπος, ος, ον
  4387. ἀπανθρώπως
  4388. ἀπανίστημι
  4389. ἀπάνουργος, ος, ον
  4390. ἁπανταχόθεν
  4391. ἁπανταχόθι
  4392. ἁπανταχόσε
  4393. ἁπανταχοῦ
  4394. ἀπαντάω-ῶ
  4395. ἁπάντῃ
  4396. ἀπάντησις, εως (ἡ)
  4397. ἀπαντικρύ
  4398. ἀπαντίον
  4399. ἀπαντλέω-ῶ
  4400. ἀπάντλησις, εως (ἡ)
  4401. ἀπανύω
  4402. ἅπαξ
  4403. ἁπαξαπλῶς
  4404. ἀπαξιόω-ῶ
  4405. ἀπαπαί
  4406. ἄπαππος, ος, ον
  4407. ἀπαράβατος, ος, ον
  4408. ἀπαραβάτως
  4409. ἀπᾶραι
  4410. ἀπαραίρημαι
  4411. ἀπαραίτητος, ος, ον
  4412. ἀπαραιτήτως
  4413. ἀπαράκλητος, ος, ον
  4414. ἀπαράλλακτος, ος, ον
  4415. ἀπαραλλαξία, ας (ἡ)
  4416. ἀπαραμύθητος, ος, ον
  4417. ἀπαράμυθος, ος, ον
  4418. ἀπάρας
  4419. ἀπαρασκεύαστος, ος, ον
  4420. ἀπαράσκευος, ος, ον
  4421. ἀπαράσσω,
  4422. ἀπαραφυλάκτως
  4423. ἀπαρέσκω
  4424. ἀπαρηγόρητος, ος, ον
  4425. ἀπάρθενος, ος, ον
  4426. ἀπαριθμέω-ῶ
  4427. ἀπαρίθμησις, εως (ἡ)
  4428. ἀπαρκέω-ῶ
  4429. ἀπαρνέομαι-οῦμαι
  4430. ἄπαρνος, ος, ον
  4431. ἀπαρτάω-ῶ
  4432. ἀπαρτί
  4433. ἀπαρτίζω
  4434. ἀπαρτιλογία, ας (ἡ)
  4435. ἀπαρτιλογίη
  4436. ἀπάρτιον,
  4437. ἀπαρτισμός, οῦ (ὁ)
  4438. ἀπαρύτω
  4439. ἀπαρχή, ῆς (ἡ)
  4440. ἀπάρχω
  4441. ἀπαρῶ
  4442. ἅπας, ασα, αν
  4443. ἀπασπάζομαι
  4444. ἀπᾴσσω
  4445. ἄπαστος, ος, ον
  4446. ἀπασχολέω-ῶ
  4447. ἀπατάω-ῶ
  4448. ἀπάτερθε,
  4449. ἀπατεών, ῶνος (ὁ)
  4450. ἀπάτη, ης (ἡ)
  4451. ἀπατήλιος, ος, ον
  4452. ἀπατηλός, ή, όν
  4453. ἀπατιμάζω
  4454. ἀπατιμάω-ῶ
  4455. Ἀπατούρια, ων (τά)
  4456. ἀπᾴττω
  4457. ἀπάτωρ, ορος
  4458. ἀπαυγάζω
  4459. ἀπαύγασμα, ατος (τό)
  4460. ἀπαυδάω-ῶ
  4461. ἀπαυθημερίζω
  4462. ἀπαυράω-ῶ
  4463. ἄπαυστος, ος, ον
  4464. ἀπαυτομολέω-ῶ
  4465. ἀπαφίσκω
  4466. ἀπαφρίζω
  4467. ἀπέβριξα
  4468. ἀπεγενόμην
  4469. ἀπέγνων
  4470. ἀπεδέδεκτο
  4471. ἀπέδει
  4472. ἀπέδειξα
  4473. ἀπέδειρα
  4474. ἀπεδιῄτησα
  4475. ἀπεδεξάμην
  4476. ἀπεδέχθην
  4477. ἀπεδήδοκα
  4478. ἀπέδικεν
  4479. ἀπέδιλος, ος, ον
  4480. ἀπέδομαι
  4481. ἀπέδομεν
  4482. ἄπεδος, ος, ον
  4483. ἀπέδραμεν
  4484. ἀπέδραμον
  4485. ἀπέδραν, ἀπέδρασα
  4486. ἀπέδρυφθεν
  4487. ἀπέδυν
  4488. ἀπέδωκα
  4489. ἀπέεργεν
  4490. ἀπέην
  4491. ἀπέησι
  4492. ἀπέθανον
  4493. ἀπεθίζω
  4494. ἀπεῖδον
  4495. ἀπείθεια, ας (ἡ)
  4496. ἀπειθέω-ῶ
  4497. ἀπείθην
  4498. ἀπειθής, ής, ές
  4499. ἀπειθικώς
  4500. ἀπειθῶς
  4501. ἀπεικάζω
  4502. ἀπεικαστέον
  4503. ἀπεικότως
  4504. ἀπεικώς, υῖα, ός
  4505. ἀπειλέω-ῶ
  4506. ἀπειλή, ῆς (ἡ)
  4507. ἀπείλημα, ατος (τό)
  4508. ἀπείλημμαι
  4509. ἀπειλήτην
  4510. ἀπειλητήρ
  4511. ἀπειλητήριος, α, ον
  4512. ἀπειλητικός, ά, όν
  4513. ἀπείληφα
  4514. ἀπείλλω
  4515. ἄπειμι1
  4516. ἄπειμι2
  4517. ἀπεῖπα, ἀπειπεῖν
  4518. ἀπειπέμεν
  4519. ἀπεῖπον
  4520. ἀπείραντος, ος, ον
  4521. ἀπειράκις
  4522. ἀπείρατος, ος, ον
  4523. ἀπείργαθον
  4524. ἀπειργασάμην, ἀπειργάσθη
  4525. ἀπείργασμαι
  4526. ἀπείργω
  4527. ἀπειρέσιος, α, ον
  4528. ἀπείρηκα, ἀπείρημαι
  4529. ἀπείρητος
  4530. ἀπειρία1, ας (ἡ)
  4531. ἀπειρία2, ας (ἡ)
  4532. ἀπείριτος, ος, ον
  4533. ἀπειρόδακρυς, υς, υ
  4534. ἀπειρόκακος, ος, ον
  4535. ἀπειροκαλία, ας (ἡ)
  4536. ἀπειρόκαλος, ος, ον
  4537. ἀπειροκάλως
  4538. ἄπειρος, ος, ον1
  4539. ἄπειρος, ος, ον2
  4540. ἄπειρος
  4541. ἀπειροσύνα, ας (ἡ)
  4542. ἀπείρων, ων, ον1
  4543. ἀπείρων, ων, ον2
  4544. ἀπείρως
  4545. ἀπείς
  4546. ἀπεκαόμην
  4547. ἀπεκάρην
  4548. ἀπεκαύθην, ἀπέκαυσα
  4549. ἀπεκδύομαι
  4550. ἀπέκειρα
  4551. ἀπεκλανθάνομαι
  4552. ἀπέκλαυσα
  4553. ἀπέκλῃσα
  4554. ἀπέκτανον
  4555. ἀπέκτονα, ἀπεκτόνηκα
  4556. ἀπέλα
  4557. ἀπελάμφθην
  4558. ἀπελαύνω
  4559. ἀπέλαυσα
  4560. ἀπέλαχον
  4561. ἀπελάω-ῶ1
  4562. ἀπελάω-ῶ2
  4563. ἀπελέγχω
  4564. ἀπέλεθρος, ος, ον
  4565. ἀπελέσθαι
  4566. ἀπελευθέρα, ας (ἡ)
  4567. ἀπελευθερία, ας (ἡ)
  4568. ἀπελευθερικός, ή, όν
  4569. ἀπελεύθερος, ου (ὁ)
  4570. ἀπελευθερόω-ῶ
  4571. ἀπελευθέρωσις, εως (ἡ)
  4572. ἀπελήφθην
  4573. ἀπέλκω
  4574. ἀπελλάζω
  4575. ἀπελπίζω
  4576. ἄπελπτος, ος, ον
  4577. ἀπελῶ
  4578. ἀπεμέω-ῶ
  4579. ἀπεμπολάω-ῶ
  4580. ἀπέναντι
  4581. ἀπεναντίον
  4582. ἀπεναντίως
  4583. ἀπενάσθην, ἀπένασσα
  4584. ἀπένειμα
  4585. ἀπενείχθην
  4586. ἀπενέπω
  4587. ἀπενθής, ής, ές
  4588. ἀπένθητος, ος, ον
  4589. ἀπενιαυτίζω
  4590. ἀπεννέπω
  4591. ἀπεξηρασμένος
  4592. ἀπέοικα
  4593. ἀπεοικότως
  4594. ἀπεπτέω-ῶ
  4595. ἄπεπτος, ος, ον
  4596. ἅπερ
  4597. ἀπεραντολογία, ας (ἡ)
  4598. ἀπέραντος, ος, ον
  4599. ἀπέρασις, εως (ἡ)
  4600. ἀπέρατος, ος, ον
  4601. ἀπεργάζομαι
  4602. ἀπέργω
  4603. ἀπέρδω
  4604. ἁπερεί
  4605. ἀπερείδω
  4606. ἀπερεῖν
  4607. ἀπερείσιος, ος, ον
  4608. ἀπερέω-ῶ
  4609. ἀπερίεργος, ος, ον
  4610. ἀπεριέργως
  4611. ἀπερίληπτος, ος, ον
  4612. ἀπερίοπτος, ος, ον
  4613. ἀπεριπτώτως
  4614. ἀπερίσκεπτος, ος, ον
  4615. ἀπερισκέπτως
  4616. ἀπερίσπαστος, ος, ον
  4617. ἀπερισπάστως
  4618. ἀπέρισσος, ος, ον
  4619. ἀπερίστατος, ος, ον
  4620. ἀπερίτμητος, ος, ον
  4621. ἀπερίτρεπτος, ος, ον
  4622. ἀπερίτροπος, ος, ον
  4623. ἀπέριττος, ος, ον
  4624. ἀπέρξαντες
  4625. ἀπερράγην
  4626. ἀπέρρευσα
  4627. ἀπερρήθην
  4628. ἀπέρρηξα
  4629. ἀπερρύην
  4630. ἀπέρρωγα
  4631. ἀπερυθριάω-ῶ
  4632. ἀπερύκω
  4633. ἀπέρχομαι
  4634. ἀπερῶ
  4635. ἀπερωεύς, έως,
  4636. ἀπερωέω-ῶ
  4637. ἀπέρωτος, ος, ον
  4638. ἄπες
  4639. ἄπεσαν
  4640. ἀπέσβην
  4641. ἀπεσθέομαι
  4642. ἀπεσθίω
  4643. ἀπέσομαι
  4644. ἀπέσπεισα
  4645. ἀπεσσεῖται
  4646. ἀπεσσύα, ἀπέσσυτο
  4647. ἀπέστασα
  4648. ἀπεστήκεε
  4649. ἀπέστην, ἀπέστησα
  4650. ἀπεστράφατο
  4651. ἀπεστραμμένως
  4652. ἀπεστώ, οῦς (ἡ)
  4653. ἀπέσχημαι, ἀπέσχον
  4654. ἀπετάκην
  4655. ἀπευθής, ής, ές
  4656. ἀπευθύνω
  4657. ἀπευκταῖος, α, ον
  4658. ἀπευκτός, ή, όν
  4659. ἀπευνάζω
  4660. ἀπεύχετος, ος, ον
  4661. ἀπεύχομαι
  4662. ἀπευωνίζω
  4663. ἀπέφθιθεν
  4664. ἀπέφθιτο
  4665. ἄπεφθος, ος, ον
  4666. ἀπεχθαίρω
  4667. ἀπεχθάνομαι
  4668. ἀπέχθεια, ας (ἡ)
  4669. ἀπεχθής, ής, ές
  4670. ἀπέχθομαι
  4671. ἀπεχθῶς
  4672. ἀπέχρη
  4673. ἀπέχω
  4674. ἀπεψύγην
  4675. ἀπέψω
  4676. ἀπεών
  4677. ἀπέωσα, ἀπεῶσθαι
  4678. ἀπηγγέλην, ἀπήγγελον
  4679. ἀπηγέομαι, ἀπήγημα, ἀπήγ
  4680. ἀπῆγξα
  4681. ἀπῄειν
  4682. ἀπῆκα
  4683. ἀπῄκαζον, ἀπῄκασα
  4684. ἀπηκριβωμένως
  4685. ἀπήλααν
  4686. ἀπηλάθην
  4687. ἀπήλαον
  4688. ἀπήλασα
  4689. ἀπήλαυον
  4690. ἀπηλεγέως
  4691. ἀπήλεγξα
  4692. ἀπῆλιξ
  4693. ἀπηλιώτης, ου (ὁ)
  4694. ἀπήμαντος, ος, ον
  4695. ἀπήμβλωσα
  4696. ἀπήμβροτεν
  4697. ἀπημείφθη
  4698. ἀπήμεσα
  4699. ἀπήμπλακον
  4700. ἀπημπόλων
  4701. ἀπήμων, ων, ον
  4702. ἀπῆν
  4703. ἀπήνεγκον, ἀπηνέχθην
  4704. ἀπήνη, ης (ἡ)
  4705. ἀπηνής, ής, ές
  4706. ἀπήντων
  4707. ἀπήραξα
  4708. ἀπήρεσα, ἀπήρεσκον
  4709. ἀπήρκεσα
  4710. ἀπηρνήθην, ἀπήρνημαι
  4711. ἄπηρος, ος, ον
  4712. ἀπηρτημένως
  4713. ἀπήρτησα
  4714. ἀπηρτίσθην, ἀπήρτισμαι
  4715. ἀπήρυξα
  4716. ἀπήρυσα
  4717. ἀπήσω
  4718. ἀπῄτησα, ἀπῄτουν
  4719. ἀπηύδηκα, ἀπηύδησα
  4720. ἀπηύρων, ἀπηύρω
  4721. ἀπηχής, ής, ές
  4722. ἀπήχησις, εως (ἡ)
  4723. ἀπήχθημαι
  4724. ἀπήχθηρα
  4725. ἀπηχθόμην
  4726. ἀπήωρος, ος, ον
  4727. ἀπιάλλω
  4728. ἀπίασι
  4729. ἀπιγμένος
  4730. ἀπίει
  4731. ἀπίεμεν
  4732. ἀπιέναι
  4733. ἀπίεσαν
  4734. ἀπίημι
  4735. ἀπίθανος, ος, ον
  4736. ἀπιθανότης, ητος (ἡ)
  4737. ἀπιθάνως
  4738. ἀπιθέω-ῶ
  4739. ἄπιθι
  4740. ἀπίκατο, ἀπικέατο, ἀπίκε
  4741. ἀπινύσσω
  4742. ἄπιξις
  4743. ἀπίξομαι
  4744. ἄπιος1, ου (ἡ)
  4745. ἄπιος2, α, ον
  4746. ἀπιπόω-ῶ
  4747. Ἆπις, ιδος
  4748. ἀπισόω-ῶ
  4749. ἀπιστέω-ῶ
  4750. ἀπίστημι
  4751. ἀπιστητικός, ή, όν
  4752. ἀπιστία, ας (ἡ)
  4753. ἄπιστος, ος, ον
  4754. ἀπιστοσύνα, ας (ἡ)
  4755. ἀπίστως
  4756. ἀπισχυρίζομαι
  4757. ἀπίσχω
  4758. ἄπιτε
  4759. ἀπιτέον
  4760. ἀπιτητέα
  4761. ἀπιών, οῦσα, όν
  4762. ἀπίων
  4763. ἀπλάκημα
  4764. ἀπλακών
  4765. ἀπλανής, ής, ές
  4766. ἀπλάνητος, ος, ον
  4767. ἄπλαστος, ος, ον
  4768. ἀπλατής, ής, ές
  4769. ἄπλατος, ος, ον
  4770. ἄπλετος, ος, ον
  4771. ἄπλευστος, ος, ον
  4772. ἄπληκτος, ος, ον
  4773. ἀπλήξ, ῆγος
  4774. ἀπλήρωτος, ος, ον
  4775. ἀπληστία, ας (ἡ)
  4776. ἄπληστος, ος, ον
  4777. ἀπλήστως
  4778. ἄπλητος, ος, ον
  4779. ἄπλοια, ας (ἡ)
  4780. ἁπλοΐζομαι
  4781. ἁπλοϊκός, ή, όν
  4782. ἁπλοΐς, ΐδος
  4783. ἁπλόος-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦν
  4784. ἄπλοος,-ους, οος-ους, οον-ου
  4785. ἁπλότης, ητος (ἡ)
  4786. ἄπλους
  4787. ἁπλοῦς
  4788. ἁπλούστατα
  4789. ἁπλούστατος, ἁπλούστερος
  4790. ἄπλουτος, ος, ον
  4791. ἁπλόω-ῶ
  4792. ἀπλοώτερος
  4793. ἁπλῶς
  4794. ἀπνευστί
  4795. ἄπνοος-ους, οος-ους, οον-ουν
  4796. ἀπό
  4797. ἀποαίνυμαι
  4798. ἀποαίρεο
  4799. ἀποαιρέομαι
  4800. ἀποβάθρα, ας (ἡ)
  4801. ἀποβαίνω
  4802. ἀποβάλλω
  4803. ἀποβάπτω
  4804. ἀπόβασις, εως (ἡ)
  4805. ἀποβάτης, ου (ὁ)
  4806. ἀποβηματίζω
  4807. ἀποβίαζομαι
  4808. ἀποβιβάζω
  4809. ἀποβίωσις, εως (ἡ)
  4810. ἀποβλάπτω
  4811. ἀποβλαστάνω
  4812. ἀπόβλεπτος, ος, ον
  4813. ἀποβλέπω
  4814. ἀποβλητέος, α, ον
  4815. ἀπόβλητος, ος
  4816. ἀποβλύζω
  4817. ἀποβολή, ῆς (ἡ)
  4818. ἀποβουκολέω-ῶ
  4819. ἀπόβρεγμα, ατος (τό)
  4820. ἀποβρίζω
  4821. ἀπόγειος, α, ον
  4822. ἀπογεισόω-ῶ
  4823. ἀπογέννημα, ατος (τό)
  4824. ἀπογεύω
  4825. ἀπογεφυρόω-ῶ
  4826. ἀπογίγνομαι
  4827. ἀπογιγνώσκω
  4828. ἀπογλαυκόομαι-οῦμαι
  4829. ἀπόγνοια, ας (ἡ)
  4830. ἀπόγνωσις, εως (ἡ)
  4831. ἀπογνωστικῶς
  4832. ἀπόγονος, ος, ον
  4833. ἀπογραφή, ῆς (ἡ)
  4834. ἀπογράφω
  4835. ἀπογυιόω-ῶ
  4836. ἀπογυμνάζω
  4837. ἀπογυμνόω-ῶ
  4838. ἀπογύμνωσις, εως (ἡ)
  4839. ἀποδαίομαι
  4840. ἀποδακρύω
  4841. ἀποδαρείς
  4842. ἀποδαρθάνω
  4843. ἀποδάσμιος, ος, ον
  4844. ἀποδασμός, οῦ (ὁ)
  4845. ἀποδάσσασθαι, ἀποδάσσομα
  4846. ἀποδεδέχαται
  4847. ἀποδέδρακα
  4848. ἀποδεής, ής, ές
  4849. ἀποδεήσω
  4850. ἀποδείκνυμι
  4851. ἀποδεικτέον
  4852. ἀποδεικτικός, ή, όν
  4853. ἀποδεικτός, ή, όν
  4854. ἀποδειλίασις, εως (ἡ)
  4855. ἀποδειλιάω-ῶ
  4856. ἀπόδειξις, εως (ἡ)
  4857. ἀποδειροτομέω-ῶ
  4858. ἀποδείρω
  4859. ἀποδεκατόω-ῶ
  4860. ἀποδέκομαι
  4861. ἀποδεκτέον
  4862. ἀποδεκτήρ, ῆρος (ὁ)
  4863. ἀποδεκτός, ή, όν
  4864. ἀποδέξασθαι
  4865. ἀπόδεξις
  4866. ἀποδέξομαι
  4867. ἀπόδερμα, ατος (τό)
  4868. ἀποδέρω
  4869. ἀπόδεσμος, ου (ὁ)
  4870. ἀποδέχομαι
  4871. ἀποδέω
  4872. ἀποδηλόω-ῶ
  4873. ἀποδημέω-ῶ
  4874. ἀποδημητής, οῦ (ὁ)
  4875. ἀποδημία, ας (ἡ)
  4876. ἀπόδημος, ος, ον
  4877. ἀποδιαιτάω-ῶ
  4878. ἀποδιατρίβω
  4879. ἀποδιδράσκω
  4880. ἀποδιδρήσκω
  4881. ἀποδίδωμι
  4882. ἀποδιΐστημι
  4883. ἀποδικεῖν
  4884. ἀποδινέω-ῶ
  4885. ἀποδίομαι
  4886. ἀποδιοπομπέομαι-οῦμαι
  4887. ἀποδιοπομπητέον
  4888. ἀποδιορίζω
  4889. ἀποδιώκω
  4890. ἀποδοκεῖ
  4891. ἀποδοκιμάζω
  4892. ἀποδοκιμαστέος, α, ον
  4893. ἀποδοκιμαστικός, ή, όν
  4894. ἀποδοκιμάω-ῶ
  4895. ἄποδος1
  4896. ἄποδος2
  4897. ἀπόδος
  4898. ἀπόδοσις, εως (ἡ)
  4899. ἀποδοτέος, α, ον
  4900. ἀποδοχή, ῆς (ἡ)
  4901. ἀποδοχμόω-ῶ
  4902. ἀποδραθεῖν
  4903. ἀπόδρασις, εως (ἡ)
  4904. ἀποδρέπω
  4905. ἀποδρῆναι
  4906. ἀπόδρησις
  4907. ἀποδρύπτω
  4908. ἀποδρύφω
  4909. ἀποδύνω
  4910. ἀποδύρομαι
  4911. ἀπόδυσις, εως (ἡ)
  4912. ἀποδυσπετέω-ῶ
  4913. ἀποδυτήριον, ου (τό)
  4914. ἀποδύω
  4915. ἀποδῷσι
  4916. ἀποείκω
  4917. ἀποειπεῖν
  4918. ἀποεργάθω
  4919. ἀποέργω
  4920. ἀπόερσε
  4921. ἀποζάω-ῶ
  4922. ἀποζεύγνυμι
  4923. ἀποζήω-ῶ
  4924. ἀπόζω
  4925. ἀποθανέομαι, ἀποθανεῦμαι
  4926. ἀποθαρρέω-ῶ
  4927. ἀποθαυμάζω
  4928. ἄποθεν
  4929. ἀποθεόω-ῶ
  4930. ἀποθεραπεύω
  4931. ἀποθερίζω
  4932. ἀπόθεσις, εως (ἡ)
  4933. ἀποθεσπίζω
  4934. ἀπόθεστος, ος, ον
  4935. ἀπόθετος, ος, ον
  4936. ἀποθέω
  4937. ἀποθεώρησις, εως (ἡ)
  4938. ἀποθεωρητέον
  4939. ἀποθέωσις, εως (ἡ)
  4940. ἀποθήκη, ης (ἡ)
  4941. ἀποθηλύνω
  4942. ἀποθηριόω-ῶ
  4943. ἀποθηρίωσις, εως (ἡ)
  4944. ἀποθησαυρίζω
  4945. ἀποθλίβω
  4946. ἀπόθλιψις, εως (ἡ)
  4947. ἀποθνῄσκω
  4948. ἀποθρηνέω-ῶ
  4949. ἀποθρίζω
  4950. ἀποθρῴσκω
  4951. ἀποθύμιος, ος
  4952. ἀπόθυμος, ος, ον
  4953. ἀποθύω
  4954. ἀποθωμάζω
  4955. ἀποίητος, ος, ον
  4956. ἀποικέω-ῶ
  4957. ἀποικία, ας (ἡ)
  4958. ἀποικίζω
  4959. ἀποικίς, ίδος
  4960. ἀποικοδομέω-ῶ
  4961. ἄποικος, ος, ον
  4962. ἀποικτίζομαι
  4963. ἀποιμώζω
  4964. ἄποινα, ων (τά)
  4965. ἀποινάω-ῶ
  4966. ἄποιος, ος, ον
  4967. ἀποίσω
  4968. ἀποίχομαι
  4969. ἀποκαθαίρω
  4970. ἀποκάθαρσις, εως (ἡ)
  4971. ἀποκάθημαι
  4972. ἀποκαθίζω
  4973. ἀποκαθιστάνω
  4974. ἀποκαθίστημι
  4975. ἀποκαίνυμαι
  4976. ἀποκαίριος, ος, ον
  4977. ἀποκαισαρόομαι-οῦμαι
  4978. ἀποκαίω
  4979. ἀποκαλέω-ῶ
  4980. ἀποκαλύπτω
  4981. ἀποκάλυψις, εως (ἡ)
  4982. ἀποκάμνω
  4983. ἀποκαραδοκέω-ῶ
  4984. ἀποκαραδοκία, ας (ἡ)
  4985. ἀποκαρτερέω-ῶ
  4986. ἀποκαταλλάσσω,
  4987. ἀποκατάστασις, εως (ἡ)
  4988. ἀποκατέαται
  4989. ἀποκαυλίζω
  4990. ἀποκάω
  4991. ἀπόκειμαι
  4992. ἀποκείρω
  4993. ἀποκεκαλυμμένως
  4994. ἀποκερδαίνω
  4995. ἀποκεφαλίζω
  4996. ἀποκεφαλισμός, οῦ (ὁ)
  4997. ἀποκηδεύω
  4998. ἀποκηδέω-ῶ
  4999. ἀποκήρυκτος, ος, ον
  5000. ἀποκήρυξις, εως (ἡ)
  5001. ἀποκηρύσσω,
  5002. ἀποκινδύνευσις, εως (ἡ)
  5003. ἀποκινδυνεύω
  5004. ἀποκινέω-ῶ
  5005. ἀποκλάζω
  5006. ἀποκλαίω
  5007. ἀπόκλαυμα, ατος (τό)
  5008. ἀποκλάω-ῶ1
  5009. ἀποκλάω2
  5010. ἀπόκλεισις,
  5011. ἀποκλεισμός, οῦ (ὁ)
  5012. ἀποκλείω
  5013. ἀποκληΐω
  5014. ἀποκληρονόμος, ος, ον
  5015. ἀποκληρόω-ῶ
  5016. ἀποκλήρωσις, εως (ἡ)
  5017. ἀπόκλῃσις
  5018. ἀποκλῄω
  5019. ἀποκλίνω
  5020. ἀπόκλισις, εως (ἡ)
  5021. ἀπόκλιτος, ος, ον
  5022. ἀποκναίω
  5023. ἀποκνέω-ῶ
  5024. ἀπόκνησις, εως (ἡ)
  5025. ἀποκνητέον
  5026. ἀποκνίζω
  5027. ἀποκοιμάομαι-ῶμαι
  5028. ἀποκοιτέω-ῶ
  5029. ἀπόκοιτος, ος, ον
  5030. ἀποκολυμβάω-ῶ
  5031. ἀποκομιδή, ῆς (ἡ)
  5032. ἀποκομίζω
  5033. ἀπόκομμα, ατος (τό)
  5034. ἀποκοπή, ῆς (ἡ)
  5035. ἀποκόπτω
  5036. ἀποκορυφόω-ῶ
  5037. ἀποκοσμέω-ῶ
  5038. ἀποκουφίζω
  5039. ἀποκραιπαλάω-ῶ
  5040. ἀποκρατέω-ῶ
  5041. ἀποκρεμάννυμι
  5042. ἀποκρεμάω-ῶ
  5043. ἀπόκρημνος, ος, ον
  5044. ἀπόκριμα, ατος (τό)
  5045. ἀποκρίνω
  5046. ἀπόκρισις, εως (ἡ)
  5047. ἀποκριτέον
  5048. ἀπόκροτος, ος, ον
  5049. ἀποκρουνίζω
  5050. ἀποκρούω
  5051. ἀποκρύπτω
  5052. ἀπόκρυφος, ος, ον
  5053. ἀποκτάμεν, ἀποκτάμεναι
  5054. ἀποκτείνω
  5055. ἀποκτενέω
  5056. ἀποκτέννω
  5057. ἀποκτίννυμι
  5058. ἀποκτιννύω
  5059. ἀποκυέω-ῶ
  5060. ἀποκύησις, εως (ἡ)
  5061. ἀποκυΐσκω
  5062. ἀποκυλίω
  5063. ἀποκυματίζω
  5064. ἀποκωκύω
  5065. ἀποκωλύω
  5066. ἀπολαγχάνω
  5067. ἀπολακτίζω
  5068. ἀπολακτισμός, οῦ (ὁ)
  5069. ἀπολαλέω-ῶ
  5070. ἀπολαμβάνω
  5071. ἀπολαμπρύνω
  5072. ἀπολάμπω
  5073. ἀπολαμφθείς
  5074. ἀπόλαυσις, εως (ἡ)
  5075. ἀπόλαυσμα, ατος (τό)
  5076. ἀπολαυστός, ή, όν
  5077. ἀπολαύω
  5078. ἀπολεαίνω
  5079. ἀπολέγω
  5080. ἀπολείβω
  5081. ἀπολείπω
  5082. ἀπολειτουργέω-ῶ
  5083. ἀπολείχω
  5084. ἀπόλειψις, εως (ἡ)
  5085. ἀπόλεκτος, ος, ον
  5086. ἀπόλεμος, ος, ον
  5087. ἀπολέομαι
  5088. ἀπολέσκετο
  5089. ἀπόλεσσα
  5090. ἀπολέσω
  5091. ἀπολευκαίνω
  5092. ἀπολεύμενοι
  5093. ἀπολήγω
  5094. ἀποληΐζομαι
  5095. ἀπολήξομαι
  5096. ἀποληρέω-ῶ
  5097. ἀπόληψις, εως (ἡ)
  5098. ἀπολήψομαι
  5099. ἀπολιγαίνω
  5100. ἀπολιμπάνω
  5101. ἀπολιόρκητος, ος, ον
  5102. ἄπολις, ιδος
  5103. ἀπολισθαίνω
  5104. ἀπολίτευτος, ος, ον
  5105. ἀπολιχμάω-ῶ
  5106. ἀπολλήγω
  5107. ἀπολλύασι
  5108. ἀπόλλυμι
  5109. ἀπολλύω
  5110. Ἀπόλλων, ωνος (ὁ)
  5111. Ἀπολλώνιον, ου (τό)
  5112. ἀπολογέομαι-οῦμαι
  5113. ἀπολόγημα, ατος (τό)
  5114. ἀπολογητέον
  5115. ἀπολογία, ας (ἡ)
  5116. ἀπολογίζομαι
  5117. ἀπολογισμός, οῦ (ὁ)
  5118. ἀπόλογος, ου (ὁ)
  5119. ἀπολοίατο
  5120. ἀπόλοντο
  5121. ἀπολοῦμαι
  5122. ἀπολούτρια, ων (τά)
  5123. ἀπολούω
  5124. ἀπολοφύρομαι
  5125. ἀπολυμαίνομαι
  5126. ἀπολυμαντήρ, ῆρος (ὁ)
  5127. ἀπολυπράγμων, ων, ον
  5128. ἀπόλυσις, εως (ἡ)
  5129. ἀπόλυτος, ος, ον
  5130. ἀπολυτρόω-ῶ
  5131. ἀπολύτρωσις, εως (ἡ)
  5132. ἀπολύω
  5133. ἀπολωβάω-ῶ
  5134. ἀπολωτίζω
  5135. ἀπομαγδαλιά, ᾶς
  5136. ἀπομαλακίζομαι
  5137. ἀπομαλακόομαι-οῦμαι
  5138. ἀπομαλθακίζομαι
  5139. ἀπομαλθακόομαι-οῦμαι
  5140. ἀπομανθάνω
  5141. ἀπόμαξις, εως (ἡ)
  5142. ἀπομαραίνω
  5143. ἀπομαρτυρέω-ῶ
  5144. ἀπομάσσω,
  5145. ἀπομαστιγόω-ῶ
  5146. ἀποματαΐζω
  5147. ἀπομάττω
  5148. ἀπομάχομαι
  5149. ἀπόμαχος, ος, ον
  5150. ἀπομέμφομαι
  5151. ἀπομένω
  5152. ἀπομετρέω-ῶ
  5153. ἀπομηνίω
  5154. ἀπομιμέομαι-οῦμαι
  5155. ἀπομίμησις, εως (ἡ)
  5156. ἀπομιμνῄσκομαι
  5157. ἀπόμισθος, ος, ον
  5158. ἀπομισθόω-ῶ
  5159. ἀπομνημόνευμα, ατος (τό)
  5160. ἀπομνημόνευσις, εως (ἡ)
  5161. ἀπομνημονεύω
  5162. ἀπομνησικακέω-ῶ
  5163. ἀπόμνυμι
  5164. ἀπομονόομαι-οῦμαι
  5165. ἀπομόργνυμι
  5166. ἀπομοῦμαι
  5167. ἀπόμουσος, ος, ον
  5168. ἀπομούσως
  5169. ἀπομυθέομαι-οῦμαι
  5170. ἀπόμυιος, ος, ον
  5171. ἀπόμυξις, εως (ἡ)
  5172. ἀπομύσσω,
  5173. ἀπόν
  5174. ἀποναίω
  5175. ἀποναρκάω-ῶ
  5176. ἀπονάρκησις, εως (ἡ)
  5177. ἀπονάσσωσι
  5178. ἀπονέμησις, εως (ἡ)
  5179. ἀπονεμητέος, α, ον
  5180. ἀπονέμω
  5181. ἀπονενοημένως
  5182. ἀπονέομαι
  5183. ἀπονέστερος
  5184. ἀπονεύω
  5185. ἀπονήμενος
  5186. ἀπονητί
  5187. ἀπόνητο
  5188. ἀπόνητος, ος, ον
  5189. ἀπονήχομαι
  5190. ἀπονία, ας (ἡ)
  5191. ἀπονίζω
  5192. ἀπόνιμμα, ατος (τό)
  5193. ἀπονίναμαι
  5194. ἀπονίπτω
  5195. ἀπονοέομαι-οῦμαι
  5196. ἀπόνοια, ας (ἡ)
  5197. ἄπονος, ος, ον
  5198. ἀπονοστέω-ῶ
  5199. ἀπονόσφι
  5200. ἀπονοσφίζω
  5201. ἀπονυκτερεύω
  5202. ἀπονυστάζω
  5203. ἀπονυχίζω
  5204. ἀπόνως
  5205. ἀπόξενος, ος, ον
  5206. ἀποξενόω-ῶ
  5207. ἀποξένωσις, εως (ἡ)
  5208. ἀποξηραίνω
  5209. ἀποξύνω
  5210. ἀποξυρέω-ῶ
  5211. ἀποξύω
  5212. ἀπόπαθε
  5213. ἀποπάλλω
  5214. ἀποπαπταίνω
  5215. ἀποπατέω-ῶ
  5216. ἀποπάτημα, ατος (τό)
  5217. ἀπόπατος, ου (ὁ)
  5218. ἀποπαύω
  5219. ἀπόπειρα, ας (ἡ)
  5220. ἀποπειρατέον
  5221. ἀποπειράω-ῶ
  5222. ἀποπεμπέμεν
  5223. ἀποπέμπω
  5224. ἀπόπεμψις, εως (ἡ)
  5225. ἀποπενθέω-ῶ
  5226. ἀποπεράω-ῶ
  5227. ἀποπέρδω
  5228. ἀποπέτομαι
  5229. ἀποπήγνυμι
  5230. ἀποπηδάω-ῶ
  5231. ἀποπήδησις, εως (ἡ)
  5232. ἀποπίμπλημι
  5233. ἀποπίνω
  5234. ἀποπίπτω
  5235. ἀποπλάζω
  5236. ἀποπλανάω-ῶ
  5237. ἀποπλάσσομαι,
  5238. ἀποπλείω
  5239. ἀποπλέω
  5240. ἀπόπληκτος, ος, ον
  5241. ἀποπληρόω-ῶ
  5242. ἀποπλήρωσις, εως (ἡ)
  5243. ἀποπλήσσω,
  5244. ἀποπλήσω
  5245. ἀπόπλοος-ους, όου-ου (ὁ)
  5246. ἀποπλύνω
  5247. ἀποπλώω
  5248. ἀποπνέω
  5249. ἀποπνίγω
  5250. ἀποποιέομαι-οῦμαι
  5251. ἀπόπολις, ιδος
  5252. ἀποπομπή, ῆς (ἡ)
  5253. ἀποπορεύομαι
  5254. ἀποπρεσβεύω
  5255. ἀποπρίω
  5256. ἀποπρό
  5257. ἀποπροαιρέω-ῶ
  5258. ἀποπροέηκε
  5259. ἀποπροελών
  5260. ἀπόπροθε
  5261. ἀπόπροθι
  5262. ἀποπροΐημι
  5263. ἀποπροτέμνω
  5264. ἀποπτάμενος
  5265. ἀποπτοέω-ῶ
  5266. ἀπόπτολις, ιδος
  5267. ἄποπτος, ος, ον
  5268. ἀπόπτυστος, ος, ον
  5269. ἀποπτύω
  5270. ἀποπυνθάνομαι
  5271. ἀπόρευτος, ος, ον
  5272. ἀπορέω1
  5273. ἀπορέω-ῶ2
  5274. ἀπορητικός, ή, όν
  5275. ἀπόρθητος, ος
  5276. ἀπορθόω-ῶ
  5277. ἀπορία, ας (ἡ)
  5278. ἀπορίπτω
  5279. ἀπόρνυμαι
  5280. ἄπορος, ος, ον
  5281. ἀπορούω
  5282. ἀπορρᾳθυμέω-ῶ
  5283. ἀπορραίνω
  5284. ἀπορραίω
  5285. ἀπορράπτω
  5286. ἀπορραψῳδέω-ῶ
  5287. ἀπορρέμβομαι
  5288. ἀπόρρευσις, εως (ἡ)
  5289. ἀπορρέω
  5290. ἀπόρρηγμα, ατος (τό)
  5291. ἀπορρήγνυμι
  5292. ἀπορρηθήσομαι
  5293. ἀπόρρησις, εως (ἡ)
  5294. ἀπόρρητος, ος, ον
  5295. ἀπορριγέω-ῶ
  5296. ἀπορριπτέω-ῶ
  5297. ἀπορρίπτω
  5298. ἀπορροή, ῆς (ἡ)
  5299. ἀπορροιβδέω-ῶ
  5300. ἀπορροφέω-ῶ
  5301. ἀπορρύπτω
  5302. ἀπορρώξ, ῶγος
  5303. ἀπορφανίζομαι
  5304. ἀπόρφυρος, ος, ον
  5305. ἀπορχέομαι-οῦμαι
  5306. ἀπόρως
  5307. ἀπορωτέρως
  5308. ἀποσαλεύω
  5309. ἀποσαπέντες
  5310. ἀποσαφέω-ῶ
  5311. ἀποσβέννυμι
  5312. ἀποσείω
  5313. ἀποσεμνύνω
  5314. ἀποσεύω
  5315. ἀποσημαίνω
  5316. ἀποσήπω
  5317. ἀπόσηψις, εως (ἡ)
  5318. ἀποσιμόω-ῶ
  5319. ἀποσιόομαι
  5320. ἀποσιτέω-ῶ
  5321. ἀπόσιτος, ος, ον
  5322. ἀποσιωπάω-ῶ
  5323. ἀποσιώπησις, εως (ἡ)
  5324. ἀποσκάπτω
  5325. ἀποσκεδάννυμι
  5326. ἀποσκεδῶ
  5327. ἀποσκέλλω
  5328. ἀποσκέπτομαι
  5329. ἀποσκευάζω
  5330. ἀποσκευή, ῆς (ἡ)
  5331. ἀποσκηνέω-ῶ
  5332. ἀπόσκηνος, ος, ον
  5333. ἀποσκηνόω-ῶ
  5334. ἀποσκήπτω
  5335. ἀποσκιάζω
  5336. ἀποσκίασμα, ατος (τό)
  5337. ἀποσκιασμός, οῦ (ὁ)
  5338. ἀποσκίδναμαι
  5339. ἀποσκλῆναι
  5340. ἀποσκοπέω-ῶ
  5341. ἀποσκορακίζω
  5342. ἀποσκοτίζω
  5343. ἀποσκοτόω-ῶ
  5344. ἀποσκυδμαίνω
  5345. ἀποσμάω-ῶ
  5346. ἀποσμικρύνω
  5347. ἀποσμύττω
  5348. ἀποσοβέω-ῶ
  5349. ἀπόσπασμα, ατος (τό)
  5350. ἀποσπασμός, οῦ (ὁ)
  5351. ἀποσπάω-ῶ
  5352. ἀποσπένδω
  5353. ἀποσπεύδω
  5354. ἀπόσπονδος, ος, ον
  5355. ἀποσσεύω
  5356. ἀπόστα
  5357. ἀποσταδά
  5358. ἀποστάζω
  5359. ἀποστάς
  5360. ἀποστασία, ας (ἡ)
  5361. ἀποστάσιον, ου (τό)
  5362. ἀπόστασις, εως (ἡ)
  5363. ἀποστατέον
  5364. ἀποστατέω-ῶ
  5365. ἀποστατήρ, ῆρος (ὁ)
  5366. ἀποστάτης, ου (ὁ)
  5367. ἀποστατικός, ός, όν
  5368. ἀποστατικῶς
  5369. ἀποσταυρόω-ῶ
  5370. ἀποστεγάζω
  5371. ἀποστέγω
  5372. ἀποστείχω
  5373. ἀποστέλλω
  5374. ἀποστέργω
  5375. ἀποστερέω-ῶ
  5376. ἀποστέρησις, εως (ἡ)
  5377. ἀποστερητέον
  5378. ἀποστερίσκω
  5379. ἀποστεφανόω-ῶ
  5380. ἀποστέωσι
  5381. ἀπόστημα, ατος (τό)
  5382. ἀποστήσω
  5383. ἀποστίλβω
  5384. ἀπόστιχε
  5385. ἀποστλεγγίζω
  5386. ἀποστολεύς, έως (ὁ)
  5387. ἀποστολή, ῆς (ἡ)
  5388. ἀπόστολος, ος, ον
  5389. ἀποστοματίζω
  5390. ἀποστομόω-ῶ
  5391. ἀπόστοργος, ος, ον
  5392. ἀποστράτηγος, ου (ὁ)
  5393. ἀποστρατοπεδεύομαι
  5394. ἀποστρέφω
  5395. ἀποστρέψασκε
  5396. ἀποστρέψῃσι
  5397. ἀποστροφή, ῆς (ἡ)
  5398. ἀπόστροφος, ος, ον
  5399. ἀποστυγέω-ῶ
  5400. ἀποστυφελίζω
  5401. ἀποσυλάω-ῶ
  5402. ἀποσυνάγωγος, ος, ον
  5403. ἀποσυρίζω
  5404. ἀποσύρω
  5405. ἀπόσφαγμα, ατος (τό)
  5406. ἀποσφάζω
  5407. ἀποσφακελίζω
  5408. ἀποσφάλλω
  5409. ἀποσφάττω
  5410. ἀποσφενδόνητος, ος, ον
  5411. ἀποσφραγίζω
  5412. ἀποσχεῖν, ἀποσχέσθαι
  5413. ἀπόσχεσις, εως (ἡ)
  5414. ἀποσχήσω
  5415. ἀποσχίζω
  5416. ἀπόσχισμα, ατος (τό)
  5417. ἀποσχοινίζω
  5418. ἀποσχολάζω
  5419. ἀποσῴζω
  5420. ἀποτάδην
  5421. ἀπότακτος, ος, ον
  5422. ἀποταμειόομαι-οῦμαι
  5423. ἀποτάμνω,
  5424. ἀπότασις, εως (ἡ)
  5425. ἀποτάσσω,
  5426. ἀποταυρόομαι-οῦμαι
  5427. ἀποταφρεύω
  5428. ἀποτέθνασαν
  5429. ἀποτεθνηώς
  5430. ἀποτείνω
  5431. ἀποτειχίζω
  5432. ἀποτείχισις, εως (ἡ)
  5433. ἀποτείχισμα, ατος (τό)
  5434. ἀποτειχισμός, οῦ (ὁ)
  5435. ἀποτέλεσμα, ατος (τό)
  5436. ἀποτελεστικός, ή, όν
  5437. ἀποτελέω-ῶ
  5438. ἀποτέμνω
  5439. ἀποτέταμαι
  5440. ἀποτευκτικός, ή, όν
  5441. ἀποτευκτικῶς
  5442. ἀποτεύξομαι
  5443. ἀποτήκω
  5444. ἀποτηλοῦ
  5445. ἀποτίβατος, ος, ον
  5446. ἀποτίθημι
  5447. ἀποτίλλω
  5448. ἀποτιμάω-ῶ
  5449. ἀποτίμησις, εως (ἡ)
  5450. ἀπότιμος, ος, ον
  5451. ἀποτινάσσω
  5452. ἀποτινέμεν
  5453. ἀποτίνυμαι
  5454. ἀποτίνω
  5455. ἀποτισέμεν
  5456. ἀποτμήγω
  5457. ἄποτμος, ος, ον
  5458. ἀποτολμάω-ῶ
  5459. ἀποτολμητέον
  5460. ἀποτομία, ας (ἡ)
  5461. ἀπότομος, ος, ον
  5462. ἀποτόμως
  5463. ἀποτοξεύω
  5464. ἀποτορνεύω
  5465. ἄποτος, ος, ον
  5466. ἀποτρέπω
  5467. ἀποτρέχω
  5468. ἀποτρίβω
  5469. ἀποτρόπαιος, ος, ον
  5470. ἀποτροπή, ῆς (ἡ)
  5471. ἀποτροπιάζω
  5472. ἀποτροπιασμός, οῦ (ὁ)
  5473. ἀποτρόπιος, ος, ον
  5474. ἀπότροπος, ος, ον
  5475. ἀπότροφος, ος, ον
  5476. ἀποτρυχόω-ῶ
  5477. ἀποτρύω
  5478. ἀποτρώγω
  5479. ἀποτρωπάω-ῶ
  5480. ἀποτυγχάνω
  5481. ἀποτυμπανίζω
  5482. ἀποτύπτω
  5483. ἀποτυφλόω-ῶ
  5484. ἀποτυχία, ας (ἡ)
  5485. ἀπουλόω-ῶ
  5486. ἀπουλώτιστος, ος, ον
  5487. ἀπουράω-ῶ
  5488. ἀπουρέω-ῶ
  5489. ἀπουρίζω
  5490. ἄπουρος, ος, ον
  5491. ἄπους, ους, ουν
  5492. ἀπουσία, ας (ἡ)
  5493. ἀποφαγεῖν
  5494. ἀποφαίνω
  5495. ἀπόφασθε
  5496. ἀπόφασις1, εως (ἡ)
  5497. ἀπόφασις2, εως (ἡ)
  5498. ἀποφάσκω
  5499. ἀποφέρβομαι
  5500. ἀποφέρω
  5501. ἀποφεύγω
  5502. ἀπόφημι
  5503. ἀπόφημος, ος, ον
  5504. ἀποφθέγγομαι
  5505. ἀπόφθεγκτος, ος, ον
  5506. ἀπόφθεγμα, ατος (τό)
  5507. ἀποφθεγματικός, ή, όν
  5508. ἀποφθείρω
  5509. ἀποφθίμην
  5510. ἀποφθινύθω
  5511. ἀποφθίνω
  5512. ἀποφθορά, ᾶς (ἡ)
  5513. ἀποφλαυρίζω
  5514. ἀποφλεγμαίνω
  5515. ἀποφορά, ᾶς (ἡ)
  5516. ἀποφορτίζομαι
  5517. ἀποφράγνυμι
  5518. ἀπόφραξις, εως (ἡ)
  5519. ἀποφράς, άδος
  5520. ἀποφράσσω,
  5521. ἀποφυγή, ῆς (ἡ)
  5522. ἀποφώλιος, ος, ον
  5523. ἀποχάζομαι
  5524. ἀποχαλάω-ῶ
  5525. ἀποχαλινόω-ῶ
  5526. ἀποχαρακόω-ῶ
  5527. ἀποχάραξις, εως (ἡ)
  5528. ἀποχειροβίοτος, ος, ον
  5529. ἀποχειροτονέω-ῶ
  5530. ἀποχετεύω
  5531. ἀποχέω
  5532. ἀποχή, ῆς (ἡ)
  5533. ἀποχράω-ῶ
  5534. ἀποχρέομαι
  5535. ἀπόχρη
  5536. ἀποχρήματος, ος, ον
  5537. ἀποχρῆν
  5538. ἀπόχρησις, εως (ἡ)
  5539. ἀποχρῶν
  5540. ἀποχρώντως
  5541. ἀπόχρωσις, εως (ἠ)
  5542. ἀποχυθείς
  5543. ἀποχυρόω-ῶ
  5544. ἀποχυλόω-ῶ
  5545. ἀποχωλεύω
  5546. ἀποχώννυμι
  5547. ἀποχωρέω-ῶ
  5548. ἀποχώρησις, εως (ἡ)
  5549. ἀποχωρίζω
  5550. ἀπόχωσις, εως (ἡ)
  5551. ἀποψάω-ῶ
  5552. ἀποψεύδομαι
  5553. ἀποψηφίζομαι
  5554. ἀποψιλόω-ῶ
  5555. ἄποψις, εως (ἡ)
  5556. ἀποψόφησις, εως (ἡ)
  5557. ἀποψύχω
  5558. ἀππέμψει
  5559. ἀπραγέω
  5560. ἀπραγία, ας (ἡ)
  5561. ἀπραγμόνως
  5562. ἀπραγμοσύνη, ης (ἡ)
  5563. ἀπράγμων, ων, ον
  5564. ἀπρακτέω-ῶ
  5565. ἄπρακτος, ος, ον
  5566. ἀπράκτως
  5567. ἀπραξία, ας (ἡ)
  5568. ἀπρεπής, ής, ές
  5569. ἄπρηκτος
  5570. ἀπριάτην
  5571. ἀπρίατος, η, ον
  5572. ἄπριγδα
  5573. ἀπρικτόπληκτος, ος, ον
  5574. ἀπρίξ
  5575. ἀπροβούλευτος, ος, ον
  5576. ἀπροβούλως
  5577. ἀπρόθυμος, ος, ον
  5578. ἄπροικος, ος, ον
  5579. ἀπρομήθητος, ος, ον
  5580. ἀπρονόητος, ος, ον
  5581. ἀπρονοήτως
  5582. ἀπρόξενος, ος, ον
  5583. ἀπροοιμίαστος, ος, ον
  5584. ἀπρόοπτος, ος, ον
  5585. ἀπροόπτως
  5586. ἀπροπτωσία, ας (ἡ)
  5587. ἀπροπτώτως
  5588. ἀπροσαύδητος, ος, ον
  5589. ἀπρόσβατος, ος, ον
  5590. ἀπροσδεής, ής, ές
  5591. ἀπροσδέητος, ος, ον
  5592. ἀπρόσδεικτος, ος, ον
  5593. ἀπροσδιόνυσος, ος, ον
  5594. ἀπροσδόκητος, ος, ον
  5595. ἀπροσδοκήτως
  5596. ἀπροσηγορία, ας (ἡ)
  5597. ἀπροσήγορος, ος, ον
  5598. ἀπρόσιτος, ος, ον
  5599. ἀπροσίτως
  5600. ἀπρόσκεπτος, ος, ον
  5601. ἀπρόσκοπος1, ος, ον
  5602. ἀπρόσκοπος2, ος, ον
  5603. ἀπρόσμαχος, ος, ον
  5604. ἀπρόσμικτος, ος, ον
  5605. ἀπρόσοιστος, ος, ον
  5606. ἀπροσοίστως
  5607. ἀπροσόμιλος, ος, ον
  5608. ἀπροσπέλαστος, ος, ον
  5609. ἀπροστάτευτος, ος, ον
  5610. ἀπροστάτητος, ος, ον
  5611. ἀπρόσφορος, ος, ον
  5612. ἀπροσφωνητί
  5613. ἀπροσφώνητος, ος, ον
  5614. ἀπροσωπόληπτος, ος, ον
  5615. ἀπροσωπολήμπτως
  5616. ἀπρόσωπος, ος, ον
  5617. ἀπροτίμαστος, ος, ον
  5618. ἀπροφάσιστος, ος, ον
  5619. ἀπροφασίστως
  5620. ἀπροφύλακτος, ος, ον
  5621. ἄπταιστος, ος, ον
  5622. ἄπτερος, ος, ον
  5623. ἀπτήν, ῆνος
  5624. ἀπτοεπής, ής, ές
  5625. ἀπτόλεμος
  5626. ἅπτω1
  5627. ἅπτω2
  5628. ἀπτώς, ῶτος
  5629. ἀπύλωτος, ος, ον
  5630. ἀπύργωτος, ος, ον
  5631. ἄπυρος, ος, ον
  5632. ἀπύρωτος, ος, ον
  5633. ἄπυστος, ος, ον
  5634. ἀπῳδέω-ῶ
  5635. ἄπωθεν
  5636. ἀπωθέω-ῶ
  5637. ἀπῴκηκα, ἀπῴκησα
  5638. ἀπῴκισα, ἀπῳκίσθην, ἀπῴ
  5639. ἀπώλεια, ας (ἡ)
  5640. ἀπώλεσα
  5641. ἀπώλισθον
  5642. ἀπώμαστος, ος, ον
  5643. ἀπώμοσα
  5644. ἀπώμοτος, ος, ον
  5645. ἀπῴμωξα
  5646. ἀπών, οῦσα, όν
  5647. ἀπωνάμην
  5648. ἄπωσα, ἀπωσέμεν
  5649. ἄπωσις, εως (ἡ)
  5650. ἀπωσμένος
  5651. ἀπωστός, ή, όν
  5652. ἀπώσω
  5653. ἀπωθώσω
  5654. ἀπωτέρω
  5655. ἄρ
  5656. ἄρ’
  5657. ἄρα
  5658. ἆρα
  5659. ἀρά, ᾶς (ἡ)
  5660. ἀραβέω-ῶ
  5661. Ἀραβία, ας (ἡ)
  5662. ἄραβος, ου (ὁ)
  5663. ἀραγμός, οῦ (ὁ)
  5664. Ἄραδος, ου (ἡ)
  5665. ἀράζω
  5666. ἆραι
  5667. ἀραίμην
  5668. ἀραιός, ά, όν
  5669. ἀραῖος, α, ον
  5670. ἀραιότης, ητος (ἡ)
  5671. ἀραιόω-ῶ
  5672. ἀραιρήκεε
  5673. ἀραιρηκώς
  5674. ἀραιρημένος
  5675. ἀραίρητο
  5676. ἄραιτο
  5677. ἀραίωμα, ατος (τό)
  5678. ἀράμενος, ἄρασθαι
  5679. ἀράομαι-ῶμαι
  5680. ἄραρα
  5681. ἀραρίσκω
  5682. ἄραρον
  5683. ἀραρότως
  5684. ἀραρώς
  5685. ἄρας
  5686. ἄρασθαι
  5687. ἀρᾶσθαι
  5688. ἀράσσω
  5689. ἀρατήριον, ου (τό)
  5690. ἀρατός, ή, όν
  5691. ἀράτω
  5692. ἄραφος, ος, ον
  5693. ἀράχνη, ης (ἡ)
  5694. ἀράχνης, ου (ὁ)
  5695. ἀράχνιον, ου (τό)
  5696. ἀραχνός, οῦ (ὁ)
  5697. ἀραχνώδης, ης, ες
  5698. Ἄραψ, Ἄραβος
  5699. ἀρβύλη, ης (ἡ)
  5700. ἀργαλέος, α, ον
  5701. Ἀργεῖος, α, ον
  5702. ἀργεϊφόντης, ου (ὁ)
  5703. ἀργεννός, ός, όν
  5704. ἀργεστής, οῦ
  5705. ἀργέω-ῶ
  5706. ἀργήεις, ήεσσα, ῆεν
  5707. ἀργής, ῆτος
  5708. ἀργῆς, οῦ (ὁ)
  5709. ἀργηστής, οῦ
  5710. ἀργία, ας (ἡ)
  5711. ἀργιβόειος, ος, ον
  5712. ἀργικέραυνος, ος, ον
  5713. ἄργιλος, ου (ἡ)
  5714. ἀργιλώδης, ης, ες
  5715. ἀργινόεις, όεσσα, όεν
  5716. Ἀργινοῦσσαι, ῶν (αἱ)
  5717. ἀργιόδους, όδοντος
  5718. ἀργίπους, ποδος
  5719. ἄργματα, ων (τά)
  5720. ἀργμένος
  5721. Ἀργόθεν
  5722. Ἀργολικός, ή, όν
  5723. Ἀργολίς, ίδος
  5724. ἀργοποιός, ός, όν
  5725. ἀργός1, ή, όν
  5726. ἀργός2, ός
  5727. Ἄργος1, ου (ὁ)
  5728. Ἄργος2, εος-ους (τό)
  5729. Ἄργοσδε
  5730. ἀργυραμοιβική, ῆς (ἡ)
  5731. ἀργυραμοιβικῶς
  5732. ἀργυραμοιβός, οῦ (ὁ)
  5733. ἀργύρειος, α, ον
  5734. ἀργύρεος-οῦς, έα-ᾶ, έον-ο
  5735. ἀργυρίδιον, ου (τό)
  5736. ἀργυρικός, ή, όν
  5737. ἀργύριον, ου (τό)
  5738. ἀργυρίτης, ου
  5739. ἀργυρογνωμονικός, ή, όν
  5740. ἀργυρογνώμων, ονος (ὁ)
  5741. ἀργυροδίνης, ου
  5742. ἀργυροειδής, ής, ές
  5743. ἀργυρόηλος, ος, ον
  5744. ἀργυροκόπος, ου (ὁ)
  5745. ἀργυρολογέω-ῶ
  5746. ἀργυρολόγος, ος, ον
  5747. ἀργυρόπεζα, ης
  5748. ἀργυρόπους, ους, ουν
  5749. ἄργυρος, ου (ὁ)
  5750. ἀργυροστερής, ής, ές
  5751. ἀργυρότοιχος, ος, ον
  5752. ἀργυρότοξος, ος, ον
  5753. ἀργυροῦς
  5754. ἀργυρώνητος, ος, ον
  5755. ἀργύφεος, η, ον
  5756. ἄργυφος, ος, ον
  5757. Ἀργώ, όος (ἡ)
  5758. ἀργώδης, ης, ες
  5759. Ἀργῷος, ῴα, ῷον
  5760. ἀργῶς
  5761. ἀρδεία, ας (ἡ)
  5762. ἄρδεσκε
  5763. ἀρδεύω
  5764. ἄρδην
  5765. ἄρδις, εως (ἡ)
  5766. ἀρδμός, οῦ (ὁ)
  5767. ἄρδω
  5768. Ἀρέθουσα, ης (ἡ)
  5769. ἀρειή, ῆς (ἡ)
  5770. Ἀρεία
  5771. ἄρειας
  5772. ἀρειμανής, ής, ές
  5773. ἀρειμάνιος, ος, ον
  5774. ἄρειον
  5775. Ἀρειοπαγίτης, Ἀρειοπαγιτ
  5776. ἄρειος, ος, ον
  5777. ἀρείφατος, ος, ον
  5778. ἀρείων, ων, ον
  5779. ἄρεκτος, ος, ο
  5780. ἀρέομαι
  5781. Ἀρεοπαγίτης, ου (ὁ)
  5782. Ἀρεοπαγιτικός, ή, όν
  5783. Ἄρεος
  5784. ἀρέσαι, ἀρέσασθαι
  5785. ἀρέσθαι
  5786. ἀρέσκεια, ας (ἡ)
  5787. ἀρέσκευμα, ατος (τό)
  5788. ἀρεσκεύομαι
  5789. ἀρεσκόντως
  5790. ἀρέσκω
  5791. ἀρεσσάμενος
  5792. ἀρεσσάσθω
  5793. ἀρεστός, ή, όν
  5794. ἀρεστῶς
  5795. ἀρέσω
  5796. ἀρετάω-ῶ
  5797. ἀρετή, ῆς (ἡ)
  5798. ἁρετή
  5799. Ἄρεως
  5800. ἀρή
  5801. Ἄρη
  5802. ἄρῃ
  5803. Ἄρηα
  5804. ἀρηγέμεν
  5805. ἀρήγω
  5806. ἀρηγών, όνος
  5807. Ἄρηϊ
  5808. ἀρηΐθοος, ος, ον
  5809. ἀρηϊκτάμενος, ος, ον
  5810. ἀρήϊος
  5811. ἀρηΐφατος, ος, ον
  5812. ἀρηΐφιλος, ος, ον
  5813. ἀρήμεναι
  5814. ἀρήν, ἀρνός (ὁ, ἡ)
  5815. Ἄρην
  5816. ἄρηξις, εως (ἡ)
  5817. Ἄρηος
  5818. ἄρηρα, ἀρήρειν
  5819. ἀρήρεμαι
  5820. ἀρήρομαι
  5821. Ἄρης
  5822. ἄρῃς
  5823. ἀρῇσιν
  5824. ἀρησαίατο
  5825. ἀρήσομαι
  5826. ἄρηται
  5827. ἀρητήρ, ῆρος (ὁ)
  5828. Ἀρητιάδης, ου (ὁ)
  5829. ἀρθείην, ἀρθείς
  5830. ἄρθεν
  5831. ἀρθῆναι
  5832. ἀρθήσομαι
  5833. ἀρθμέω-ῶ
  5834. ἄρθμιος, α, ον
  5835. ἀρθμός, οῦ (ὁ)
  5836. ἄρθρον, ου (τό)
  5837. ἀρθρόω-ῶ
  5838. ἄρθω
  5839. ἀρίγνωτος, η
  5840. ἀρίδακρυς, υς, υ
  5841. ἀριδείκετος, ος, ον
  5842. ἀρίδηλος, ος, ον
  5843. ἀρίζηλος, ος, ον
  5844. ἀριζήλως
  5845. ἀριθμέω-ῶ
  5846. ἀρίθμησις, εως (ἡ)
  5847. ἀριθμητικός, ή, όν
  5848. ἀριθμητικῶς
  5849. ἀριθμός, οῦ (ὁ)
  5850. ἄριμα
  5851. ἀριπρεπής, ής, ές
  5852. ἀριστάω-ῶ
  5853. ἀριστεία, ας (ἡ)
  5854. Ἀριστείδης, ου (ὁ)
  5855. ἀριστεῖον, ου (τό)
  5856. ἀριστερά
  5857. ἀριστερεών, ῶνος (ὁ)
  5858. ἀριστερός, ά, όν
  5859. ἀριστερόφιν
  5860. ἀριστεύεσκε
  5861. ἀριστεύς, έως (ὁ)
  5862. ἀριστευτικός, ή, όν
  5863. ἀριστεύω
  5864. ἀριστῆες
  5865. ἀριστήϊον
  5866. ἀριστίνδην
  5867. Ἀριστοβούλη, ης (ἡ)
  5868. ἀριστοκρατέομαι-οῦμαι
  5869. ἀριστοκρατία, ας (ἡ)
  5870. ἀριστοκρατικός, ή, όν
  5871. ἀριστοκρατικῶς
  5872. ἀριστόμαντις, εως (ὁ)
  5873. ἄριστον1
  5874. ἄριστον2, ου (τό)
  5875. ἀριστοποιέω-ῶ
  5876. ἄριστος, η, ον
  5877. ἀριστόχειρ, χειρος
  5878. ἀρισφαλής, ής, ές
  5879. ἀριφραδής, ής, ές
  5880. Ἀρκαδία, ας (ἡ)
  5881. Ἀρκαδικός, ή, όν
  5882. Ἀρκάς, άδος
  5883. Ἀρκεισιάδης, αο (ὁ)
  5884. Ἀρκείσιος, ου (ὁ)
  5885. ἄρκεσις, εως (ἡ)
  5886. ἀρκετός, ή, όν
  5887. ἀρκευθίς, ίδος (ἡ)
  5888. ἀρκέω-ῶ
  5889. ἄρκηλος, ου (ὁ)
  5890. ἄρκιος, α, ον
  5891. ἄρκος1, ου (ὁ, ἡ)
  5892. ἄρκος2, εος-ους (τό)
  5893. ἀρκούντως
  5894. ἀρκτέον
  5895. ἄρκτος, ου (ὁ, ἡ)
  5896. Ἀρκτοῦρος, ου (ὁ)
  5897. ἄρκυς, υος (ἡ)
  5898. ἀρκύστατος, ος, ον
  5899. ἀρκυωρέω-ῶ
  5900. ἅρμα, ατος (τό)
  5901. ἁρμάμαξα, ης (ἡ)
  5902. ἁρμάτειος, α, ον
  5903. ἁρματηλασία, ας (ἡ)
  5904. ἁρματηλατέω-ῶ
  5905. ἁρματηλάτης, ου (ὁ)
  5906. ἁρματόκτυπος, ος, ον
  5907. ἁρματοπηγός, οῦ (ὁ)
  5908. ἁρματοτροχιά, ᾶς (ἡ)
  5909. ἁρματροχιή, ῆς (ἡ)
  5910. Ἀρμένιος, ος, ον
  5911. ἄρμενος, η, ον
  5912. ἁρμόδιος, α, ον
  5913. ἁρμοδίως
  5914. ἁρμόζω
  5915. ἁρμοῖ
  5916. ἁρμονία, ας (ἡ)
  5917. ἁρμονίη, ης (ἡ)
  5918. ἁρμονικός, ή, όν
  5919. ἁρμός, οῦ (ὁ)
  5920. ἁρμοστήρ, ῆρος (ὁ)
  5921. ἁρμοστής, οῦ (ὁ)
  5922. ἁρμόστωρ, ορος (ὁ)
  5923. ἁρμοστῶς
  5924. ἁρμόττω
  5925. ἄρνα, ἄρνε
  5926. ἄρνειος, α, ον
  5927. ἀρνειός, οῦ (ὁ)
  5928. ἀρνέομαι-οῦμαι
  5929. ἄρνεσσι
  5930. ἀρνευτήρ, ῆρος (ὁ)
  5931. ἀρνεύω
  5932. ἀρνήσιμος, ος, ον
  5933. ἄρνησις, εως (ἡ)
  5934. ἀρνίον, ου (τό)
  5935. ἀρνός1
  5936. ἀρνός2, οῦ (ὁ)
  5937. ἄρνυμαι
  5938. ἄρξαι
  5939. ἀροίμην
  5940. ἆρον
  5941. ἄρος, εος (τό)
  5942. ἄροσις, εως (ἡ)
  5943. ἀροτήρ, ῆρος (ὁ)
  5944. ἀρότης, ου (ὁ)
  5945. ἄροτος, ου (ὁ)
  5946. ἀροτριάω-ῶ
  5947. ἄροτρον, ου (τό)
  5948. ἄρουρα, ας (ἡ)
  5949. ἀρουραῖος, α, ον
  5950. ἀρουρίτης, ου
  5951. ἀροῦσι
  5952. ἀρόω
  5953. ἀρόωσι
  5954. ἁρπαγή, ῆς (ἡ)
  5955. ἅρπαγμα, ατος (τό)
  5956. ἁρπαγμός, οῦ (ὁ)
  5957. ἁρπάζω
  5958. ἁρπακτήρ, ῆρος (ὁ)
  5959. ἁρπαλέος, α, ον
  5960. ἁρπαλέως
  5961. ἁρπαλίζω
  5962. ἅρπαξ, αγος
  5963. ἁρπάξω
  5964. ἅρπασμα, ατος (τό)
  5965. ἁρπασμός, οῦ (ὁ)
  5966. ἁρπάστιον, ου (τό)
  5967. ἁρπεδόνη, ης (ἡ)
  5968. ἅρπη, ης (ἡ)
  5969. Ἅρπυιαι, ῶν (αἱ)
  5970. ἀρραγής, ής, ές
  5971. ἀρράζω
  5972. ἄρραφος, ος, ον
  5973. ἄρρεν
  5974. ἀρρενικός, ής, όν
  5975. ἀρρενοποιός, ός, όν
  5976. ἀρρεπής, ής, ές
  5977. ἄρρηκτος, ος, ον
  5978. ἄρρην, ενος
  5979. ἄρρητος, ος, ον
  5980. ἄρρυθμος, ος, ον
  5981. ἀρρύθμως
  5982. ἀρρυσίαστος, ος, ον
  5983. ἀρρωδέω, ἀρρωδίη
  5984. ἀρρώξ, ῶγος
  5985. ἀρρωστέω-ῶ
  5986. ἀρρώστημα, ατος (τό)
  5987. ἀρρωστία, ας (ἡ)
  5988. ἄρρωστος, ος, ον
  5989. ἀρρώστως
  5990. ἄρσας
  5991. ἄρσε
  5992. ἄρσεν
  5993. ἀρσενο-
  5994. ἀρσενοκοίτης, ου
  5995. ἀρσενογενής, ής, ές
  5996. ἀρσενοπληθής, ής, ές
  5997. ἄρσην
  5998. ἄρσις, εως (ἡ)
  5999. ἄρσον
  6000. ἄρσω
  6001. ἀρτάβη, ης (ἡ)
  6002. ἀρταμέω-ῶ
  6003. ἄρταμος, ου (ὁ)
  6004. ἀρτάνη, ης (ἡ)
  6005. ἀρτάω-ῶ
  6006. ἀρτέαται
  6007. ἀρτέετο
  6008. ἀρτεμής, ής, ές
  6009. Ἄρτεμις, ιδος (ἡ)
  6010. Ἀρτεμίσιον, ου (τό)
  6011. ἀρτέμων, ωνος (ὁ)
  6012. ἀρτέον
  6013. ἀρτέοντο
  6014. ἀρτέομαι
  6015. ἄρτημα, ατος (τό)
  6016. ἀρτηρία, ας (ἡ)
  6017. ἀρτηριακός, ή, όν
  6018. ἄρτι
  6019. ἀρτιάζω
  6020. ἀρτιάκις
  6021. ἀρτιασμός, οῦ (ὁ)
  6022. ἀρτιγενής, ής, ές
  6023. ἀρτιγέννητος, ος, ον
  6024. ἀρτίδακρυς, υς, υ
  6025. ἀρτιεπής, ής, ές
  6026. ἀρτιζυγία, ας (ἡ)
  6027. ἀρτιθανής, ής, ές
  6028. ἀρτίκολλος, ος, ον
  6029. ἀρτιμαθής, ής, ές
  6030. ἄρτιος, ος, ον
  6031. ἀρτίπος
  6032. ἀρτίπους, ους, ουν
  6033. ἄρτισις, εως (ἡ)
  6034. ἀρτίστομος, ος, ον
  6035. ἀρτιτρεφής, ής, ές
  6036. ἀρτίφρων, ων, ον
  6037. ἀρτίχριστος, ος, ον
  6038. ἀρτίως
  6039. ἀρτοκόπος, ου (ὁ, ἡ)
  6040. ἀρτοποιΐα, ας (ἡ)
  6041. ἀρτοποιός, οῦ (ὁ)
  6042. ἀρτοπώλιον, ου (τό)
  6043. ἀρτόπωλις, ιδος (ἡ)
  6044. ἄρτος, ου (ὁ)
  6045. ἀρτοσιτέω-ῶ
  6046. ἀρτοφαγέω-ῶ
  6047. ἄρτυμα, ατος (τό)
  6048. ἀρτύνας, ου (ὁ)
  6049. ἀρτύνω
  6050. ἄρτυσις, εως (ἡ)
  6051. ἀρτύω
  6052. ἀρύσσω
  6053. ἀρυστήρ, ῆρος (ὁ)
  6054. ἀρυστικός, ή, όν
  6055. ἀρύω,
  6056. ἀρχάγγελος, ου (ὁ)
  6057. ἀρχαγός
  6058. ἀρχαΐζω
  6059. ἀρχαϊκός, ή, όν
  6060. ἀρχαικῶς
  6061. ἀρχαιόγονος, ος, ον
  6062. ἀρχαιολογέω-ῶ
  6063. ἀρχαῖον, ου (τό)
  6064. ἀρχαιόπλουτος, ος, ον
  6065. ἀρχαιοπρεπής, ής, ές
  6066. ἀρχαῖος, α, ον
  6067. ἀρχαιοτροπία, ας (ἡ)
  6068. ἀρχαιότροπος, ος, ον
  6069. ἀρχαιρεσία1, ας (ἡ)
  6070. ἀρχαιρέσια2, ων (τά)
  6071. ἀρχαιρεσιάζω
  6072. ἀρχαίως
  6073. ἀρχεῖον, ου (τό)
  6074. ἀρχέκακος, ος, ον
  6075. ἀρχέλαος, ος, ον
  6076. ἀρχέμεναι
  6077. ἀρχέπλουτος, ος, ον
  6078. ἀρχέτυπος, ος, ον
  6079. ἀρχεύω
  6080. ἀρχή, ῆς (ἡ)
  6081. ἀρχηγενής, ής, ές
  6082. ἀρχηγετεύω
  6083. ἀρχηγετέω-ῶ
  6084. ἀρχηγέτης, ου (ὁ)
  6085. ἀρχηγός, ός, όν
  6086. ἀρχῆθεν
  6087. ἀρχήϊον, ου (τό)
  6088. ἀρχιδικαστής, οῦ (ὁ)
  6089. ἀρχίδιον, ου (τό)
  6090. ἀρχιεράομαι-ῶμαι
  6091. ἀρχιερατικός, ός, όν
  6092. ἀρχιερεύς, έως (ὁ)
  6093. ἀρχιέρεως, ω (ὁ)
  6094. ἀρχιερωσύνη, ης (ἡ)
  6095. ἀρχίκλωψ, ωπος (ὁ)
  6096. ἀρχικός, ή, όν
  6097. ἀρχικυβερνήτης, ου (ὁ)
  6098. ἀρχιλῃστής, οῦ (ὁ)
  6099. ἀρχιμάγειρος, ου (ὁ)
  6100. Ἀρχιμήδης, ους (ὁ)
  6101. ἀρχίμιμος, ου (ὁ)
  6102. ἀρχιοινοχόος, όου (ὁ)
  6103. ἀρχιπειρατής, οῦ (ὁ)
  6104. ἀρχιποιμήν, ένος (ὁ)
  6105. ἀρχιρεύς, έως (ὁ)
  6106. ἀρχισυνάγωγος, ου (ὁ)
  6107. ἀρχιτεκτονέω-ῶ
  6108. ἀρχιτέκτων, ονος (ὁ)
  6109. ἀρχιτελώνης, ου (ὁ)
  6110. ἀρχιτρίκλινος, ου (ὁ)
  6111. ἀρχιυπασπιστής, οῦ (ὁ)
  6112. ἀρχοειδής, ής, ές
  6113. ἀρχός, οῦ (ὁ)
  6114. ἀρχοστάσια, ων (τό)
  6115. ἄρχω
  6116. ἄρχων, οντος (ὁ)
  6117. ἀρῶ1
  6118. ἀρῶ2
  6119. ἀρωγή, ῆς (ἡ)
  6120. ἀρωγός, ός, όν
  6121. ἄρωμα, ατος (τό)
  6122. ἄρωμαι
  6123. ἀρωματίζω
  6124. ἀρωματικός, ή, όν
  6125. ἀρωματοφόρος, ος, ον
  6126. ἀρώσιμος, ος, ον
  6127. ἅς
  6128. ἇς
  6129. ἆσα
  6130. ἆσαι
  6131. ᾆσαι
  6132. ἄσακτος, ος, ον
  6133. ἀσάλευτος, ος, ον
  6134. ἄσαλος, ος, ον
  6135. ἀσάμινθος, ου (ἡ)
  6136. ἄσαντος, ος, ον
  6137. ἀσαρκία, ας (ἡ)
  6138. ἄσαρκος, ος, ον
  6139. ἄσασθαι
  6140. ἄσατο
  6141. ἀσάφεια, ας (ἡ)
  6142. ἀσαφής, ής, ές
  6143. ἀσαφῶς
  6144. ἀσάω-ῶ
  6145. ἄσβεστος, ος, ον
  6146. ἀσβολάω-ῶ
  6147. ἀσβόλη, ης (ἡ)
  6148. ἀσβόλησις, εως (ἡ)
  6149. ἄσβολος, ου (ἡ)
  6150. ἀσβολόω-ῶ
  6151. ἆσε
  6152. ἀσέβεια, ας (ἡ)
  6153. ἀσεβέω-ῶ
  6154. ἀσέβημα, ατος (τό)
  6155. ἀσεβής, ής, ές
  6156. ἀσέβησις, εως (ἡ)
  6157. ἀσελγαίνω
  6158. ἀσέλγεια, ας (ἡ)
  6159. ἀσελγέω-ῶ
  6160. ἀσελγής, ής, ές
  6161. ἀσελγῶς
  6162. ἀσέληνος, ος, ον
  6163. ἀσεπτέω-ῶ
  6164. ἄσεπτος, ος, ον
  6165. ᾄσεσθαι
  6166. ἄση,ης (ἡ)
  6167. ᾄσῃ
  6168. ἀσηθείη
  6169. ἀσήμαντος, ος, ον
  6170. ἄσημος, ος, ον
  6171. ἀσήμων, ων, ον
  6172. ᾀσθείς, εῖσα, έν
  6173. ἀσθένεια, ας (ἡ)
  6174. ἀσθενέω-ῶ
  6175. ἀσθένημα, ατος (τό)
  6176. ἀσθενής, ής, ές
  6177. ἀσθενόω-ῶ
  6178. ἀσθενῶς
  6179. ᾀσθῆναι
  6180. ἆσθμα, ατος (τό)
  6181. ἀσθμαίνω
  6182. Ἀσία, ας (ἡ)
  6183. Ἀσιανός, ή, όν
  6184. ἀσιγησία, ας (ἡ)
  6185. ἄσικχος, ος, ον
  6186. ἀσινής, ής, ές
  6187. ἀσινῶς
  6188. ἄσις, ιος (ἡ)
  6189. ἀσιτέω-ῶ
  6190. ἀσιτία, ας (ἡ)
  6191. ἄσιτος, ος, ον
  6192. ἀσκαλαβώτης, ου (ὁ)
  6193. ἀσκάντης, ου (ὁ)
  6194. ἀσκαρδαμυκτί
  6195. ἀσκελέως
  6196. ἀσκελής1, ής, ές
  6197. ἀσκελής2, ής, ές
  6198. ἀσκέπαρνος, ος, ον
  6199. ἄσκεπτος, ος, ον
  6200. ἀσκέπτως
  6201. ἄσκευος, ος, ον
  6202. ἀσκέω-ῶ
  6203. ἀσκηθής, ής, ές
  6204. ἄσκημα, ατος (τό)
  6205. ἄσκηνος, ος, ον
  6206. ἄσκησις, εως (ἡ)
  6207. ἀσκητέος, α, ον
  6208. ἀσκητής, οῦ (ὁ)
  6209. ἀσκητός, ή, όν
  6210. ἄσκιος, ος, ον
  6211. Ἀσκληπιάδης
  6212. Ἀσκληπιεῖον
  6213. Ἀσκληπιός, οῦ (ὁ)
  6214. ἄσκοπος1, ος, ον
  6215. ἄσκοπος2, ος, ον
  6216. ἀσκόπως
  6217. ἀσκός, οῦ (ὁ)
  6218. ἀσκωλιάζω
  6219. ἀσμεναίτατα
  6220. ἀσμενίζω
  6221. ἄσμενος, η, ον
  6222. ἀσμένως
  6223. ᾄσομαι
  6224. ἀσοφία, ας (ἡ)
  6225. ἄσοφος, ος, ον
  6226. ἀσπάζομαι
  6227. ἀσπαίρω
  6228. ἀσπάλαξ, ακος (ὁ)
  6229. ἀσπάραγος, ου (ὁ)
  6230. ἄσπαρτος, ος, ον
  6231. ἀσπάσιος, α, ον
  6232. ἀσπασίως
  6233. ἄσπασμα, ατος (τό)
  6234. ἀσπασμός, οῦ (ὁ)
  6235. ἀσπαστός, ή, όν
  6236. ἀσπαστῶς
  6237. ἄσπειστος, ος, ον
  6238. ἄσπερμος ος, ον
  6239. ἀσπερχές
  6240. ἄσπετος, ος, ον
  6241. ἀσπιδηστρόφος, ος, ον
  6242. ἀσπιδηφόρος, ος, ον
  6243. ἀσπιδιώτης, ου (ὁ)
  6244. ἄσπιλος, ος, ον
  6245. ἀσπίς 1, ίδος (ἡ)
  6246. ἀσπίς 2, ίδος (ἡ)
  6247. ἀσπιστήρ, ῆρος (ὁ)
  6248. ἀσπιστής, οῦ (ὁ)
  6249. ἀσπίστωρ, ορος
  6250. ἄσπλαγχνος, ος, ον
  6251. ἄσπονδος, ος ον
  6252. ἄσπορος, ος, ον
  6253. ἀσπούδαστος, ος, ον
  6254. ἀσπουδάστως
  6255. ἀσπουδί
  6256. ἅσσα
  6257. ἄσσα
  6258. ἀσσάριον, ου (τό)
  6259. ἆσσον
  6260. ἀσσοτέρω
  6261. Ἀσσυρία, ας (ἡ)
  6262. Ἀσσύριος, α, ον
  6263. ᾄσσω
  6264. ἀστάθμητος, ος, ον
  6265. ἀστακτί
  6266. ἄστακτος, ος, ον
  6267. ἀστάλακτος, ος, ον
  6268. ἀστάνδης, ου (ὁ)
  6269. Ἀστάρτη, ης (ἡ)
  6270. ἀστασίαστος, ος, ον
  6271. ἀστατέω-ῶ
  6272. ἄστατος, ος, ον
  6273. ἀσταφίς, ίδος (ἡ)
  6274. ἄσταχυς, υος (ὁ)
  6275. ἀστέγαστος, ος, ον
  6276. ἀστεΐζομαι
  6277. ἀστεῖος, α, ον
  6278. ἄστειπτος, ος, ον
  6279. ἀστείως
  6280. ἀστεμφέως
  6281. ἀστεμφής, ής, ές
  6282. ἀστένακτος, ος, ον
  6283. ᾀστέον
  6284. ἀστεργάνωρ, ορος
  6285. ἀστεργής, ής, ές
  6286. ἀστερίζω
  6287. ἀστεροειδής, ής, ές
  6288. ἀστερόεις, όεσσα, όεν
  6289. ἀστεροπή, ῆς (ἡ)
  6290. ἀστεροπητής, οῦ (ὁ)
  6291. ἀστερωπός, ός, όν
  6292. ἀστέφανος, ος, ον
  6293. ἀστεφάνωτος, ος, ον
  6294. ἀστή, ῆς (ἡ)
  6295. ἀστήρ, έρος
  6296. ἀστήρικτος, ος, ον
  6297. ἀστιβής, ής, ές
  6298. ἀστικός, ή, όν
  6299. ἄστικτος, ος, ον ον
  6300. ἄστομος, ος, ον
  6301. ἀστόξενος, ου (ὁ)
  6302. ἄστοργος, ος, ον
  6303. ἀστός, οῦ (ὁ)
  6304. ἀστοχέω-ῶ
  6305. ἀστόχημα, ατος (τό)
  6306. ἀστοχία, ας(ἡ)
  6307. ἄστοχος, ος, ον
  6308. ᾀστόω-ῶ
  6309. ἀστράβη, ης (ἡ)
  6310. ἀστραβής, ής, ές
  6311. ἀστραβίζω
  6312. ἀστραγαλίζω
  6313. ἀστραγάλισις, εως (ἡ)
  6314. ἀστράγαλος, ου (ὁ)
  6315. ἀστραγαλωτός, ή, όν
  6316. ἀστραπαῖος, α, ον
  6317. ἀστραπή, ῆς (ἡ)
  6318. ἀστράπτω
  6319. ἀστράσι
  6320. ἀστρατεία, ας (ἡ)
  6321. ἀστράτευτος, ος, ον
  6322. ἀστρογείτων, ων, ον
  6323. ἀστρολογία, ας (ἡ)
  6324. ἀστρολόγος ου (ὁ)
  6325. ἄστρον, ου (τό)
  6326. ἀστρονομέω-ῶ
  6327. ἀστρονομία, ας (ἡ)
  6328. ἀστρονόμος, ου (ὁ)
  6329. ἄστροφος, ος, ον
  6330. ἄστυ, ἄστεως (τό)
  6331. Ἀστυάγης, ου (ὁ)
  6332. ἀστυάναξ, άνακτος
  6333. ἀστυβοώτης, ου (ὁ)
  6334. ἀστυγειτονέομαι-οῦμαι
  6335. ἀστυγειτονικός, ή, όν
  6336. ἀστυγείτων, ων, ον
  6337. ἄστυδε
  6338. ἀστύνικος
  6339. ἀστυνόμος, ος, ον
  6340. ἀσυγγνώμων, ων, ον
  6341. ἀσυγκατάθετος, ος, ον
  6342. ἀσυγκαταθέτως
  6343. ἀσυγκόμιστος, ος, ον
  6344. ἀσύγκρατος, ος, ον
  6345. ἀσύγκριτος, ος, ον
  6346. ἀσυγκρότητος, ος, ον
  6347. ἀσύγχυτος, ος, ον
  6348. ἀσυκοφάντητος, ος, ον
  6349. ἀσυκοφαντήτως
  6350. ἀσυλαῖος, α, ον
  6351. ἀσυλία, ας (ἡ)
  6352. ἀσυλλόγιστος, ος, ον
  6353. ἀσυλλογίστως
  6354. ἄσυλος, ος, ον
  6355. ἀσύμβατος, ος, ον
  6356. ἀσυμβάτως
  6357. ἀσύμβλητος, ος, ον
  6358. ἀσύμβολος, ος, ον
  6359. ἀσύμμετρος, ος, ον
  6360. ἀσυμπαθής, ής, ές
  6361. ἀσύμφορος, ος, ον
  6362. ἀσυμφόρως
  6363. ἀσυμφυής, ής, ές
  6364. ἀσύμφυλος, ος, ον
  6365. ἀσυμφωνία, ας (ἡ)
  6366. ἀσύμφωνος, ος, ον
  6367. ἀσύμψηφος, ος, ον
  6368. ἀσυνάλλακτος, ος, ον
  6369. ἀσυνάρμοστος, ος, ον
  6370. ἀσύνδετος, ος, ον
  6371. ἀσύνδηλος, ος, ον
  6372. ἀσυνειδήτως
  6373. ἀσύνεργος, ος, ον
  6374. ἀσυνεσία, ας (ἡ)
  6375. ἀσύνετος, ος, ον
  6376. ἀσυνέτως
  6377. ἀσυνήθεια, ας (ἡ)
  6378. ἀσυνήθης, ης, ες
  6379. ἀσυνήθως
  6380. ἀσυνήμων,
  6381. ἀσύνθετος, ος, ον
  6382. ἀσύνοπτος, ος, ον
  6383. ἀσύντακτος, ος, ον
  6384. ἀσυντάκτως
  6385. ἀσυντέλεστος, ος, ον
  6386. ἀσυντόνως
  6387. ἀσύστατος, ος, ον
  6388. ἀσύφηλος, ος, ον
  6389. ἅσυχα, ἁσυχία
  6390. ἅσυχος
  6391. ἀσφάδαστος, ος, ον
  6392. ἀσφάλεια, ας (ἡ)
  6393. ἀσφαλέως
  6394. ἀσφαλής, ής, ές
  6395. ἀσφαλίζω
  6396. ἀσφαλίη, ης (ἡ)
  6397. ἀσφάλιος, ου
  6398. ἄσφαλτος, ου (ὁ)
  6399. ἀσφαλῶς
  6400. ἀσφάραγος1, ου (ὁ)
  6401. ἀσφάραγος2, ου (ὁ)
  6402. ἀσφαραγωνία, ας (ἡ)
  6403. ἀσφόδελος, ου (ὁ)
  6404. ἀσφοδελός, οῦ
  6405. ἄσφυκτος, ος, ον
  6406. ἀσχαλάᾳ, ἀσχαλάαν
  6407. ἀσχαλάω-ῶ
  6408. ἀσχάλλω
  6409. ἀσχαλόων, ἀσχαλόωσι
  6410. ἀσχαλῶ
  6411. ἄσχετος, ος, ον
  6412. ἀσχημάτιστος, ος, ον
  6413. ἀσχημονέω-ῶ
  6414. ἀσχημοσύνη, ης (ἡ)
  6415. ἀσχήμων, ων, ον
  6416. ἀσχολέω-ῶ
  6417. ἀσχολία, ας (ἡ)
  6418. ἄσχολος, ος, ον
  6419. ἄσχυ (τό)
  6420. ἄσω
  6421. ἀσῶ
  6422. ᾄσω
  6423. ᾀσῶ
  6424. ἀσώδης1, ης, ες
  6425. ἀσώδης2, ης, ες
  6426. ἀσώματος, ος, ον
  6427. Ἀσώπιος, ος, ον
  6428. Ἀσωπός, οῦ (ὁ)
  6429. ἄσωστος, ος, ον
  6430. ἀσωτεύομαι
  6431. ἀσωτία, ας (ἡ)
  6432. ἄσωτος, ος, ον
  6433. ἀσώτως
  6434. ἀτακτέω-ῶ
  6435. ἄτακτος, ος, ον
  6436. ἀτάκτως
  6437. ἀταλαίπωρος, ος, ον
  6438. ἀτάλαντος, ος, ον
  6439. ἀταλάφρων, ων, ον
  6440. ἀτάλλω1
  6441. ἀτάλλω2
  6442. ἀταλός, ή, όν
  6443. ἀταμίευτος, ος, ον
  6444. ἀταξία, ας (ἡ)
  6445. ἀταπείνωτος, ος, ον
  6446. ἀτάρ
  6447. ἀτάρακτος, ος, ον
  6448. ἀταράκτως
  6449. ἀταραξία, ας (ἡ)
  6450. ἀτάραχος, ος, ον
  6451. ἀταρβής, ής, ές
  6452. ἀτάρβητος, ος, ον
  6453. ἀταρπιτός, οῦ (ἡ)
  6454. ἀταρπός, οῦ (ἡ)
  6455. ἀταρτηρός, ά, όν
  6456. ἀτασθαλία, ας (ἡ)
  6457. ἀτασθάλλω
  6458. ἀτάσθαλος, ος, ον
  6459. ἀταύρωτος, ου
  6460. ἀταφία, ας (ἡ)
  6461. ἄταφος, ος, ον
  6462. ἀτάομαι-ῶμαι
  6463. ἅτε
  6464. ἄτεγκτος, ος, ον
  6465. ἀτειρής, ής, ές
  6466. ἀτείχιστος, ος, ον
  6467. ἀτέκμαρτος, ος, ον
  6468. ἀτεκμάρτως
  6469. ἄτεκνος, ος, ον
  6470. ἀτέλεια, ας (ἡ)
  6471. ἀτέλεστος, ος, ον
  6472. ἀτελεύτητος, ος, ον
  6473. ἀτέλευτος, ος, ον
  6474. ἀτελής, ής, ές
  6475. ἀτελίη
  6476. ἀτελῶς
  6477. ἀτέμβω
  6478. ἀτενής, ής, ές
  6479. ἀτενίζω
  6480. ἄτερ
  6481. ἀτέραμνος, ος, ον
  6482. ἄτερθε
  6483. ἀτέρμων, ων, ον
  6484. ἅτερος, ἁτέρα
  6485. ἀτερπής, ής, ές
  6486. ἄτερπος, ος, ον
  6487. ἀτευκτέω-ῶ
  6488. ἄτευκτος, ος, ον
  6489. ἀτευχής, ής, ές
  6490. ἀτεύχητος, ος, ον
  6491. ἀτεχνής, ής, ές
  6492. ἀτεχνία, ας (ἡ)
  6493. ἄτεχνος, ος, ον
  6494. ἀτέχνως
  6495. ἀτεχνῶς
  6496. ἀτέω
  6497. ἄτη, ης (ἡ)
  6498. ἄτηκτος, ος, ον
  6499. ἀτημελής, ής, ές
  6500. ἀτημέλητος, ος, ον
  6501. ἀτημελῶς
  6502. ἀτηρός, ά, όν
  6503. Ἀτθίς, ίδος (ἡ)
  6504. ἀτίετος, ος, ον
  6505. ἀτίζω
  6506. ἀτιθάσευτος, ος, ον
  6507. ἀτιμάζω
  6508. ἀτιμαστέος, α, ον
  6509. ἀτιμαστήρ, ῆρος (ὁ)
  6510. ἀτιμάω-ῶ
  6511. ἀτιμητέον
  6512. ἀτίμητος, ος, ον
  6513. ἀτιμία, ας (ἡ)
  6514. ἀτιμοπενθής, ής, ές
  6515. ἄτιμος, ος, ον
  6516. ἀτιμόω-ῶ
  6517. ἀτιμώρητος, ος, ον
  6518. ἀτίμως
  6519. ἀτίμωσις, εως (ἡ)
  6520. ἀτιμωτέον
  6521. ἀτιστέον
  6522. ἀτιτάλλω
  6523. ἀτίτας
  6524. ἀτίτης, ου
  6525. ἄτιτος, ος, ον
  6526. Ἀτλαντικός, ή, όν
  6527. Ἀτλαντίς, ίδος (ἡ)
  6528. Ἄτλας, αντος (ὁ)
  6529. ἄτλατος
  6530. ἀτλητέω-ῶ
  6531. ἄτλητος, ος, ον
  6532. ἀτλήτως
  6533. ἄτμητος, ος, ον
  6534. ἀτμίζω
  6535. ἀτμίς, ίδος (ἡ)
  6536. ἀτμός, οῦ (ὁ)
  6537. ἄτοκος, ος, ον
  6538. ἀτόλμητος, ος, ον
  6539. ἀτολμία, ας (ἡ)
  6540. ἄτολμος, ος, ον
  6541. ἀτόλμως
  6542. ἄτομος, ος, ον
  6543. ἀτονέω-ῶ
  6544. ἀτονία, ας (ἡ)
  6545. ἄτονος, ος, ον
  6546. ἀτόνως
  6547. ἀτόξευτος, ος, ον
  6548. ἀτοπία, ας (ἡ)
  6549. ἄτοπος, ος, ον
  6550. ἀτόπως
  6551. ἆτος, ος, ον
  6552. ἄτρακτος, ου (ὁ, ἡ)
  6553. ἀτραπιτός, οῦ (ἡ)
  6554. ἀτραπός, οῦ (ἡ)
  6555. Ἀτρείδης, ου (ὁ)
  6556. Ἀτρείων, ωνος (ὁ)
  6557. ἀτρέκεια, ας (ἡ)
  6558. ἀτρεκέως
  6559. ἀτρεκής, ής, ές
  6560. ἀτρεκίη
  6561. ἀτρεκῶς
  6562. ἀτρέμα
  6563. ἀτρεμαῖος, α, ον
  6564. ἀτρέμας
  6565. ἀτρεμέω-ῶ
  6566. ἀτρεμής, ής, ές
  6567. ἀτρεμία, ας (ἡ)
  6568. ἀτρεμίζω
  6569. ἄτρεπτος, ος, ον
  6570. ἀτρέπτως
  6571. ἄτρεστος, ος, ον
  6572. ἀτρέστως
  6573. Ἀτρεύς, έως (ὁ)
  6574. ἀτρίακτος, ος, ον
  6575. ἀτριβής, ής, ές
  6576. ἄτριον
  6577. ἄτριπτος, ος, ον
  6578. ἄτρομος, ος, ον
  6579. ἀτρόμως
  6580. ἀτροφέω-ῶ
  6581. ἀτροφία, ας (ἡ)
  6582. ἄτροφος, ος, ον.
  6583. ἀτρύγετος, ος, ον
  6584. ἄτρυγος, ος, ον
  6585. ἀτρύμων, ων, ον
  6586. ἀτρύπητος, ος, ον
  6587. ἄτρυτος, ος, ον
  6588. ἀτρύφητος, ος, ον
  6589. ἄτρωτος, ος, ον
  6590. ἄττα1
  6591. ἄττα2, ἄσσα
  6592. ἅττα, ἅσσα
  6593. ἀτταταῖ
  6594. ἀττέλαβος,
  6595. ἀττικίζω
  6596. ἀττικισμός, οῦ (ὁ)
  6597. ἀττικιστί
  6598. Ἀττικός, ή, όν
  6599. ἀττικῶς
  6600. ᾄττω
  6601. ἀτύζω
  6602. ἀτύπωτος, ος, ον
  6603. ἀτυράννευτος, ος, ον
  6604. ἀτυφία, ας (ἡ)
  6605. ἄτυφος, ος, ον
  6606. ἀτύφως
  6607. ἀτυχέω-ῶ
  6608. ἀτύχημα, ατος (τό)
  6609. ἀτυχής, ής, ές
  6610. ἀτυχθείς
  6611. ἀτυχία, ας (ἡ)
  6612. ἀτυχῶς
  6613. ἀτῶμαι
  6614. αὖ
  6615. αὐαίνω
  6616. αὐγάζω
  6617. αὐγάσδεο
  6618. αὐγασμός, οῦ (ὁ)
  6619. αὐγή, ῆς (ἡ)
  6620. αὐγοειδής, ής, ές
  6621. αὐδά
  6622. αὐδάζω
  6623. αὐδαθείς
  6624. αὐδάξασθαι
  6625. αὔδασον
  6626. αὐδάω-ῶ
  6627. αὐδή, ῆς (ἡ)
  6628. αὐδήεις, ήεσσα, ῆεν
  6629. αὐδήσασκε
  6630. αὐερύω
  6631. αὖθ’1= αὖτε,
  6632. αὖθ’2
  6633. αὐθάδεια, ας (ἡ)
  6634. αὐθάδης, ης, ες
  6635. αὐθαδία
  6636. αὐθαδίζομαι
  6637. αὐθάδισμα, ατος (τό)
  6638. αὐθαδῶς
  6639. αὔθαιμος, ος, ον
  6640. αὐθαίμων, ων, ον
  6641. αὐθαίρετος, ος, ον
  6642. αὐθέκαστος, ος, ον
  6643. αὐθεκάστως
  6644. αὐθεντέω-ῶ
  6645. αὐθέντης, ου (ὁ)
  6646. αὐθήμερος, ος, ον
  6647. αὖθι
  6648. αὐθιγενής, ής, ές
  6649. αὖθις
  6650. αὐθόμαιμος, ος, ον
  6651. αὐθωρί
  6652. αὐΐαχος, ος, ον
  6653. αὐλά
  6654. αὐλαία, ας (ἡ)
  6655. αὖλαξ, ακος (ἡ
  6656. αὔλειος, α
  6657. αὐλέω-ῶ
  6658. αὐλή, ῆς (ἡ)
  6659. αὔλημα, ατος (τό)
  6660. αὔλησις, εως (ἡ)
  6661. αὐλητής, οῦ (ὁ)
  6662. αὐλητικός, ή, όν
  6663. αὐλητικῶς
  6664. αὐλητρίς, ίδος (ἡ)
  6665. αὐλίζομαι
  6666. αὐλικός, ή, όν
  6667. αὔλιον, ου (τό)
  6668. αὖλις, ιδος (ἡ)
  6669. αὔλισις, εως (ἡ)
  6670. αὐλός, οῦ (ὁ)
  6671. αὐλῳδία, ας (ἡ)
  6672. αὐλῳδικός, ή, όν
  6673. αὐλῳδός, οῦ (ὁ)
  6674. αὐλών, ῶνος (ὁ, ἡ)
  6675. αὐλωπίας, ου (ὁ)
  6676. αὐλῶπις, ιδος
  6677. αὐξάνω
  6678. αὔξη, ης (ἡ)
  6679. αὔξησις, εως (ἡ)
  6680. αὐξητικός, ή, όν
  6681. αὔξιμος, ος, ον
  6682. αὔξω
  6683. αὖον
  6684. αὐονή, ῆς,
  6685. αὖος, η, ον
  6686. ἀϋπνία, ας (ἡ)
  6687. ἄϋπνος, ος, ον
  6688. αὔρα, ας (ἡ)
  6689. αὔρη
  6690. αὔριον
  6691. αὔριος, ος, ον
  6692. ἄϋσα
  6693. αὐσταλέος, α, ον
  6694. αὐστηρός, ά, όν
  6695. αὐστηρότης, ητος (ἡ)
  6696. αὐτάγγελος, ος, ον
  6697. αὐτάγρετος, ος, ον
  6698. αὐτάδελφος, ος, ον
  6699. αὔτανδρος, ος, ον
  6700. αὐτανεψιός, οῦ (ὁ)
  6701. αὐτάρ
  6702. αὐτάρκεια, ας (ἡ)
  6703. αὐτάρκης, ης, ες
  6704. αὐτάρκως
  6705. αὖτε
  6706. αΰτει
  6707. αὐτεξούσιος, ος, ον
  6708. αὐτεπάγγελτος, ος, ον
  6709. αὐτερέτης, ου (ὁ)
  6710. ἀΰτευν
  6711. ἀϋτέω-ῶ
  6712. αὐτή1
  6713. αὑτή2
  6714. αὕτη3
  6715. ἀϋτή, ῆς (ἡ)
  6716. αὑτηΐ
  6717. αὐτήκοος, ος, ον
  6718. αὐτῆμαρ
  6719. αὐτημερόν
  6720. αὐτιγενής, ής, ές
  6721. αὐτίκα
  6722. αὖτις
  6723. ἀϋτμή, ῆς (ἡ)
  6724. ἀϋτμήν, ένος (ὁ)
  6725. αὐτό
  6726. αὐτοβοεί
  6727. αὐτόβουλος, ος, ον
  6728. αὐτογενής, ής, ές
  6729. αὐτογέννητος, ος, ον
  6730. αὐτόγλυφος, ος, ον
  6731. αὐτογνωμονέω-ῶ
  6732. αὐτογνωμόνως
  6733. αὐτογνώμων, ων, ον
  6734. αὐτόγνωτος, ος, ον
  6735. αὐτόγραφος, ος, ον
  6736. αὐτοδαής, ής, ές
  6737. αὐτοδάϊκτος, ος, ον
  6738. αὐτόδεκα
  6739. αὐτόδηλος, ος, ον
  6740. αὐτοδίδακτος, ος, ον
  6741. αὐτόδικος, ος, ον
  6742. αὐτόδιον
  6743. αὐτόδορος, ος, ον
  6744. αὐτοέντης, ης, ες
  6745. αὐτοετής, ής, ές
  6746. αὐτοθάνατος, ος, ον
  6747. αὐτόθεν
  6748. αὐτόθι
  6749. αὐτοκάβδαλος, ος, ον
  6750. αὐτοκαβδάλως
  6751. αὐτοκασιγνήτη, ης (ἡ)
  6752. αὐτοκασίγνητος, ου (ὁ)
  6753. αὐτοκατάκριτος, ος, ον
  6754. αὐτοκέλευστος, ος, ον
  6755. αὐτοκελής, ής, ές
  6756. αὐτοκίνητος, ος, ον
  6757. αὐτόκλητος, ος, ον
  6758. αὐτόκομος, ος, ον
  6759. αὐτοκρατής, ής, ές
  6760. αὐτοκρατορικῶς
  6761. αὐτοκράτωρ, ορος
  6762. αὐτόκτιτος, ος, ον
  6763. αὐτοκτονέω-ῶ
  6764. αὐτόκτονος, ος, ον
  6765. αὐτοκτόνως
  6766. αὐτόκωπος, ος, ον
  6767. αὐτολήκυθος, ου (ὁ)
  6768. αὐτομάθεια, ας (ἡ)
  6769. αὐτομαθής, ής, ές
  6770. αὐτομάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
  6771. αὐτοματίζω
  6772. αὐτόματος, η, ον
  6773. αὐτομάτως
  6774. αὐτομολέω-ῶ
  6775. αὐτομολία, ας (ἡ)
  6776. αὐτόμολος, ος, ον
  6777. αὐτονομέω-ῶ
  6778. αὐτονομία, ας (ἡ)
  6779. αὐτόνομος, ος, ον
  6780. αὐτόνοος-ους, οος-ους, οον-
  6781. αὐτονυχί
  6782. αὐτόξυλος, ος, ον
  6783. αὐτόπαις, παιδος (ὁ)
  6784. αὐτοπήμων, ων, ον
  6785. αὐτόποιος, ος, ον
  6786. αὐτόπολις, εως (ἡ)
  6787. αὐτοπραγία, ας (ἡ)
  6788. αὐτόπρεμνος, ος, ον
  6789. αὐτόπτης, ου (ὁ)
  6790. αὐτόριζος
  6791. αὐτόροφος, ος, ον
  6792. αὐτόρριζος, ος, ον
  6793. αὐτός, ή, ό
  6794. αὑτός
  6795. αὐτόσε
  6796. αὐτόσσυτος, ος, ον
  6797. αὐτοσταδίη
  6798. αὐτόστολος, ος, ον
  6799. αὐτόστονος, ος, ον
  6800. αὐτοσφαγής, ής, ές
  6801. αὐτοσχεδά
  6802. αὐτοσχεδιάζω
  6803. αὐτοσχεδιαστής, οῦ (ὁ)
  6804. αὐτοσχέδιος, ος
  6805. αὐτοσχεδόν
  6806. αὐτότατος
  6807. αὐτοτελής, ής, ές
  6808. αὐτότεχνος, ος, ον
  6809. αὐτότοκος, ος, ον
  6810. αὐτοτόκος, ος, ον
  6811. αὐτοτραγικός, ή, όν
  6812. αὐτοῦ
  6813. αὑτοῦ
  6814. αὐτουργία, ας (ἡ)
  6815. αὐτουργός, ός, όν
  6816. αὐτόφι
  6817. αὐτοφόνος, ος, ον
  6818. αὐτοφόντης, ου (ὁ)
  6819. αὐτοφόνως
  6820. αὐτόφορτος, ος, ον
  6821. αὐτοφυής, ής, ές
  6822. αὐτοφυῶς
  6823. αὐτόφωρος, ος, ον
  6824. αὐτόχειρ, χειρος
  6825. αὐτοχειρία, ας (ἡ)
  6826. αὐτόχθονος, ος, ον
  6827. αὐτόχθων, ων, ον
  6828. αὐτόχρημα
  6829. αὐτόχροος-ους, -οος-ους, οο
  6830. αὐτῷ
  6831. αὑτῷ
  6832. αὔτως
  6833. αὐχενίζω
  6834. αὐχέω-ῶ
  6835. αὔχημα, ατος (τό)
  6836. αὐχήν, ένος (ὁ)
  6837. αὔχησις, εως (ἡ)
  6838. αὐχθῆναι
  6839. αὐχμέω-ῶ
  6840. αὐχμηρός, ά, όν
  6841. αὐχμός, οῦ (ὁ)
  6842. αὐχμώδης, ης, ες
  6843. αὔω 1
  6844. αὔω2
  6845. ἀφ’
  6846. ἀφάβρωμα, ατος (τό)
  6847. ἀφαγνεύω
  6848. ἀφαγνίζω
  6849. ἀφαίρεσις, εως (ἡ)
  6850. ἀφαιρέω-ῶ
  6851. ἀφάλλομαι
  6852. ἄφαλος, ος, ον
  6853. ἀφαμαρτάνω
  6854. ἀφαμαρτοεπής, ής, ές
  6855. ἀφανδάνω
  6856. ἀφάνεια, ας (ἡ)
  6857. ἀφανής, ής, ές
  6858. ἀφανίζω
  6859. ἀφάνισις, εως (ἡ)
  6860. ἀφανισμός, οῦ (ὁ)
  6861. ἀφανιστέος, α, ον
  6862. ἀφανιστής, οῦ (ὁ)
  6863. ἀφαντασίωτος, ος, ον
  6864. ἄφαντος, ος, ον
  6865. ἀφανῶς
  6866. ἀφάπτω
  6867. ἄφαρ
  6868. ἀφάρμακτος, ος, ον
  6869. ἀφαρπάζω
  6870. ἀφάρτερος, ος, ον
  6871. ἀφασία, ας (ἡ)
  6872. ἄφασον
  6873. ἀφάσσω
  6874. ἄφατος, ος, ον
  6875. ἀφαυρός, ά, όν
  6876. ἀφαύω
  6877. ἁφάω-ῶ
  6878. ἀφεγγής, ής, ές
  6879. ἀφεδρών, ῶνος (ὁ)
  6880. ἀφέῃ
  6881. ἀφέηκα
  6882. ἀφεθῆναι, ἀφεθήσομαι
  6883. ἀφειδέω-ῶ
  6884. ἀφειδέως
  6885. ἀφειδής, ής, ές
  6886. ἀφειδία, ας (ἡ)
  6887. ἀφειδῶς
  6888. ἀφεῖεν, ἀφείην
  6889. ἀφείθην, ἀφεῖκα
  6890. ἀφεῖλον, ἀφειλόμην
  6891. ἀφεῖμαι, ἀφείμην,
  6892. ἀφεῖναι
  6893. ἀφείργω
  6894. ἀφείς, ἀφεῖσα, ἀφέν
  6895. ἀφεῖτε
  6896. ἀφεκτέον
  6897. ἀφέλεια, ας (ἡ)
  6898. ἀφελής, ής, ές
  6899. ἀφέλκω
  6900. ἀφελότης, ητος (ἡ)
  6901. ἀφελπίζω,
  6902. ἀφελῶς
  6903. ἀφέμενος
  6904. ἄφενος (τό)
  6905. ἀφέξεαι
  6906. ἀφέξω
  6907. ἄφερκτος, ος, ον
  6908. ἀφέρπω
  6909. ἄφερτος, ος, ον
  6910. ἄφες, ἀφέσθαι
  6911. ἄφεσις, εως (ἡ)
  6912. ἀφέστηκα
  6913. ἀφεστήρ, ῆρος (ὁ)
  6914. ἀφεστώς
  6915. ἀφετέος, α, ον
  6916. ἀφέτην
  6917. ἄφετος, ος, ον
  6918. ἀφέψω
  6919. ἁφή1, ῆς (ἡ)
  6920. ἁφή2, ῆς (ἡ)
  6921. ἀφῇ
  6922. ἀφηγέομαι-οῦμαι
  6923. ἀφήγημα, ατος (τό)
  6924. ἀφήγησις, εως (ἡ)
  6925. ἀφηδύνω
  6926. ἀφῆκα
  6927. ἀφηλάμην, ἀφηλόμην
  6928. ἀφῆλιξ, ικος
  6929. ἄφημαι
  6930. ἀφημερεύω
  6931. ἀφηνίαζω
  6932. ἀφηνιασμός, οῦ (ὁ)
  6933. ἀφῃρέθην, ἀφῄρηκα, ἀφῄρ
  6934. ἀφήρπασα
  6935. ἀφήσω
  6936. ἀφήτωρ, ορος (ὁ)
  6937. ἀφθαρσία, ας (ἡ)
  6938. ἄφθαρτος, ος, ον
  6939. ἄφθεγκτος, ος, ον
  6940. ἅφθην
  6941. ἄφθιτος, ος, ον
  6942. ἄφθογγος, ος, ον
  6943. ἀφθόνητος, ος, ον
  6944. ἀφθονία, ας (ἡ)
  6945. ἄφθονος, ος, ον
  6946. ἀφθόνως
  6947. ἀφθορία, ας (ἡ)
  6948. ἄφθορος, ος, ος
  6949. ἀφῖγμαι
  6950. ἀφίει, ἀφιεῖσαι
  6951. ἀφίεμαι
  6952. ἀφιερόω-ῶ
  6953. ἀφιέρωσις, εως (ἡ)
  6954. ἀφίεσαν
  6955. ἀφίετε
  6956. ἀφίετο
  6957. ἀφίημι
  6958. ἀφικάνω
  6959. ἀφίκεο, ἀφικέσθαι
  6960. ἀφικνέομαι-οῦμαι
  6961. ἀφικόμην
  6962. ἀφίκτωρ, ορος (ὁ)
  6963. ἀφιλάγαθος, ος, ον
  6964. ἀφιλάνθρωπος, ος, ον
  6965. ἀφιλάργυρος, ος, ον
  6966. ἀφίλαυτος, ος, ον
  6967. ἀφίλητος, ος, ον
  6968. ἀφιλόκαλος, ος, ον
  6969. ἀφιλόλογος, ος, ον
  6970. ἀφιλοπλουτία, ας (ἡ)
  6971. ἄφιλος, ος, ον
  6972. ἀφιλόστοργος, ος, ον
  6973. ἀφιλότιμος, ος, ον
  6974. ἀφιλοτίμως
  6975. ἀφιλοχρηματία, ας (ἡ)
  6976. ἀφίλως
  6977. ἀφίξεαι
  6978. ἄφιξις, εως (ἡ)
  6979. ἀφίξομαι
  6980. ἀφιππάζομαι
  6981. ἀφιππεύω
  6982. ἄφιππος, ος, ον
  6983. ἀφίπταμαι
  6984. ἀφίστημι
  6985. ἄφλαστον, ου (τό)
  6986. ἀφλέγμαντος, ος, ον
  6987. ἄφλοιος, ος, ον
  6988. ἀφλοισμός, οῦ (ὁ)
  6989. ἀφλύαρος, ος, ον
  6990. ἀφνειός, ός, όν
  6991. ἀφνεός, ά, όν
  6992. ἄφνω
  6993. ἀφόβητος, ος, ον
  6994. ἀφοβία, ας (ἡ)
  6995. ἄφοβος, ος, ον
  6996. ἀφόβως
  6997. ἄφοδος, ου (ἡ)
  6998. ἀφοίβαντος, ος, ον
  6999. ἀφομοιόω-ῶ
  7000. ἀφομοίωσις, εως (ἡ)
  7001. ἀφοπλίζω
  7002. ἀφοράω-ῶ
  7003. ἀφόρητος, ος, ον
  7004. ἀφορία, ας (ἡ)
  7005. ἀφορίζω
  7006. ἀφορμάω-ῶ
  7007. ἀφορμή, ῆς (ἡ)
  7008. ἀφορμίζομαι
  7009. ἀφόρμικτος, ος, ον
  7010. ἄφορμος, ος, ον
  7011. ἄφορος, ος, ον
  7012. ἀφοσιόω-ῶ
  7013. ἀφοσίωσις, εως (ἡ)
  7014. ἀφοῦ
  7015. ἁφόων
  7016. ἀφραδέω
  7017. ἀφραδέως
  7018. ἀφραδής, ής, ές
  7019. ἀφραδίη, ης (ἡ)
  7020. ἀφραίνω
  7021. ἄφρακτος, ος, ον
  7022. ἀφράσμων, ων, ον
  7023. ἄφραστος, ος, ον
  7024. ἀφράστως
  7025. ἀφρέω-ῶ
  7026. ἀφρήτωρ, ορος
  7027. ἀφρίζω
  7028. ἀφροδισιάζω
  7029. ἀφροδίσιος, α, ον
  7030. Ἀφροδίτη, ης (ἡ)
  7031. ἀφρονέω-ῶ
  7032. ἄφροντις, ιδος
  7033. ἀφρόντιστος, ος, ον
  7034. ἀφροντίστως
  7035. ἀφρόνως
  7036. ἀφρός, οῦ (ὁ)
  7037. ἀφροσύνη, ης (ἡ)
  7038. ἀφρούρητος, ος, ον
  7039. ἀφρώδης, ης, ες
  7040. ἄφρων, ων, ον
  7041. ἀφυβρίζω
  7042. ἀφύη, ης (ἡ)
  7043. ἀφυής, ής, ές
  7044. ἀφυΐα, ας (ἡ)
  7045. ἄφυκτος ος, ον
  7046. ἀφυλακτέω-ῶ
  7047. ἀφύλακτος, ος, ον
  7048. ἀφυλάκτως
  7049. ἀφυλαξία, ας (ἡ)
  7050. ἄφυλλος, ος, ον
  7051. ἀφυπνίζω
  7052. ἀφυπνόω-ῶ
  7053. ἀφυσγετός1, οῦ (ὁ)
  7054. ἀφυσγετός2, οῦ
  7055. ἀφυσσάμενος, ἀφύσσας
  7056. ἀφύσσατο, ἄφυσσε
  7057. ἄφυσσον
  7058. ἀφύσσω
  7059. ἀφυστερέω-ῶ
  7060. ἀφυῶς
  7061. ἀφῶ, ῇς, ῇ
  7062. ἀφώνητος, ος, ον
  7063. ἄφωνος, ος, ον
  7064. ἀφώνως
  7065. ἀφωρισμένως
  7066. Ἀχαία1, ας
  7067. Ἀχαΐα,
  7068. Ἀχαιΐη
  7069. ἀχαιΐνη, ης (ἡ)
  7070. Ἀχαιΐς
  7071. Ἀχαϊκός, ή, όν
  7072. Ἀχαιός, ά, όν
  7073. Ἀχαΐς, ίδος
  7074. ἀχαλίνωτος, ος, ον
  7075. ἀχάλκευτος, ος, ον
  7076. ἄχαλκος, ος, ον
  7077. ἀχάνεια, ας (ἡ)
  7078. ἀχάνη, ης (ἡ)
  7079. ἀχανής1, ής ές
  7080. ἀχανής2, ής ές
  7081. ἀχαράκωτος, ος, ον
  7082. ἄχαρι
  7083. ἄχαρις, ις, ι
  7084. ἀχαρίστερος, α, ον
  7085. ἀχαριστέω-ῶ
  7086. ἀχαριστία, ας (ἡ)
  7087. ἀχάριστος, ος, ον
  7088. ἀχαρίστως
  7089. ἀχάριτος, ος, ον
  7090. Ἀχαρναί, ῶν (αἱ)
  7091. ἄχει1
  7092. ἄχει2
  7093. ἀχείματος, ος, ον
  7094. ἄχειρ, ἄχειρος
  7095. ἀχείρητος, ος, ον
  7096. ἀχειροποίητος, ος, ον
  7097. ἀχείρωτος, ος, ον
  7098. Ἀχελώϊος, ου (ὁ)
  7099. Ἀχελωΐδες, ων (αἱ)
  7100. Ἀχελῷος, ου (ὁ)
  7101. ἄχερδος, ου (ἡ, ὁ)
  7102. Ἀχερόντιος, α, ον
  7103. Ἀχερουσιάς, άδος
  7104. Ἀχερούσιος, α, ον
  7105. ἀχερωΐς, ΐδος (ἡ)
  7106. Ἀχέρων, οντος (ὁ)
  7107. ἀχέτας
  7108. ἀχεύω
  7109. ἀχέω1
  7110. ἀχέω2-ῶ
  7111. ἀχηνία, α (ἡ)
  7112. ἀχθεινός, ή, όν
  7113. ἀχθηδών, όνος (ἡ)
  7114. ἀχθήσομαι
  7115. ἀχθίζω
  7116. ἄχθομαι
  7117. ἄχθος, εος-ους (τό)
  7118. ἀχθοφορέω-ῶ
  7119. ἀχθοφορία, ας (ἡ)
  7120. ἀχθοφόρος, ος, ον
  7121. Ἀχίλειος
  7122. Ἀχιλεύς
  7123. Ἀχίλλειος, ος, ον
  7124. Ἀχιλλεύς, έως (ὁ)
  7125. Ἀχιλλήϊον
  7126. ἀχίτων, ων, ον
  7127. ἀχλυόεις, όεσσα, όεν
  7128. ἀχλύς, ύος (ἡ)
  7129. ἀχλύω
  7130. ἄχνη, ης (ἡ)
  7131. ἄχνυμαι
  7132. ἀχολία, ας (ἡ)
  7133. ἄχολος, ος, ον
  7134. ἄχομαι
  7135. ἄχορδος, ος, ον
  7136. ἀχόρευτος, ος, ον
  7137. ἄχορος, ος, ον
  7138. ἄχος, εος-ους (τό)
  7139. ἆχος
  7140. ἀχρεῖος, ος ου α, ον
  7141. ἀχρειόω-ῶ
  7142. ἀχρηστία, ας (ἡ)
  7143. ἄχρηστος, ος, ον
  7144. ἄχρι
  7145. ἄχρονος, ος, ον
  7146. ἄχρυσος, ος, ον
  7147. ἀχρώματος, ος, ον
  7148. ἄχρωστος, ος, ον
  7149. ἄχυμος, ος, ον
  7150. ἀχύρινος, η, ον
  7151. ἀχυρμιά, ᾶς (ἡ)
  7152. ἄχυρον, ου (τό)
  7153. ἄχω
  7154. ἀχώ
  7155. ἀχώριστος, ος, ον
  7156. ἄψ
  7157. ἀψάμην
  7158. ἀψαυστί
  7159. ἄψαυστος, ος, ον
  7160. ἀψεγής, ής, ές
  7161. ἀψευδέω-ῶ
  7162. ἀψευδέως
  7163. ἀψευδής, ής, ές
  7164. ἀψευδῶς
  7165. ἄψευστος, ος, ον
  7166. ἁψικορία, ας (ἡ)
  7167. ἁψίκορος, ος, ον
  7168. ἁψιμαχέω-ῶ
  7169. ἁψιμαχία, ας (ἡ)
  7170. ἀψίνθιον, ου (τό)
  7171. ἁψίς, ῖδος (ἡ)
  7172. ἅψις, εως (ἡ)
  7173. ἀψόρροος-ους, οος-ους, οον-
  7174. ἄψορρος, ος, ον
  7175. ἅψος, εος-ους (τό)
  7176. ἀψοφητί
  7177. ἀψόφητος, ος, ον
  7178. ἄψοφος, ος, ον
  7179. ἄψυκτος, ος, ον
  7180. ἀψυχία, ας (ἡ)
  7181. ἄψυχος, ος, ον
  7182. ἄψω
  7183. ἀῶ
  7184. ἄω
  7185. ἀώδης, ης, ες
  7186. ἀῶθεν
  7187. ἀώϊος
  7188. ᾀών
  7189. ἀῷος
  7190. ἀωρί
  7191. ἀωρία, ας (ἡ)
  7192. ἀωρόλειος, ος, ον
  7193. ἀωρόνυκτος, ος, ον
  7194. ἄωρος, ος, ον
  7195. ἄωρτο
  7196. ἀώς
  7197. ἀωσφόρος
  7198. ἀωτέω-ῶ
  7199. ἄωτον, ου (τό)
  7200. ἄωτος1, ου (ὁ)
  7201. ἄωτος2, ος, ον
  7202. Β , β (βῆτα) (τό)
  7203. βᾶ
  7204. βαβύκα, ας (ἡ)
  7205. Βαβυλών, ῶνος (ἡ)
  7206. Βαβυλώνιος, α, ον
  7207. βάγμα, ατος (τό)
  7208. βάδην
  7209. βαδίζω
  7210. βαδιοῦμαι
  7211. βάδισις, εως (ἡ)
  7212. βάδισμα, ατος (τό)
  7213. βαδιστέον
  7214. βαδιστής, οῦ (ὁ)
  7215. βάζω
  7216. βαθέη
  7217. βαθέως
  7218. βᾶθι
  7219. βαθίων, βάθιστος
  7220. βαθμοειδής , ής, ές
  7221. βαθμός, οῦ (ὁ)
  7222. βάθος, εος-ους (τό)
  7223. βαθρεία, ας (ἡ)
  7224. βάθρον, ου (τό)
  7225. βαθύβουλος, ος, ον
  7226. βαθύγαιος
  7227. βαθύγειος, ος, ον
  7228. βαθυγνώμων, ων, ον
  7229. βαθύδενδρος, ος, ον
  7230. βαθυδινήεις, ήεσσα, ῆεν
  7231. βαθυδίνης, ου
  7232. βαθύζωνος, ου
  7233. βαθύκολπος, ος, ον
  7234. βαθύλειμος, ος, ον
  7235. βαθυλείμων, ων, ον
  7236. βαθυλήϊος, ος, ον
  7237. βαθύνω
  7238. βαθυπλήξ, ῆγος
  7239. βαθύπλουτος, ος, ον
  7240. βαθυπώγων, ωνος
  7241. βαθυρρείτης, ου
  7242. βαθύρριζος, ος, ον
  7243. βαθύρροος, ος, ον
  7244. βαθύς, εῖα, ύ
  7245. βαθυσκαφής, ής, ές
  7246. βαθύσκιος, ος ον
  7247. βαθύστρωτος, ος, ον
  7248. βαθύσχοινος, ος, ον
  7249. βαθύτης, ητος (ἡ)
  7250. βαθύφρων, ων, ον
  7251. βαθυχάϊος, ος, ον
  7252. βαθύχθων, ων ον
  7253. βαίην
  7254. βαίνω
  7255. βαΐον, ου (τό)
  7256. βαιός, ά, όν
  7257. βαίτη, ης (ἡ)
  7258. βάκλον, ου (τό)
  7259. βακτηρία, ας (ἡ)
  7260. βάκτρον, ου (τό)
  7261. βάκυλα, ων (τά)
  7262. βακχάω-ῶ
  7263. Βακχεία, ας (ἡ)
  7264. Βάκχειος, εία, ειον
  7265. Βακχεῖος, εία, εῖον
  7266. βακχεύματα, ων (τά)
  7267. Βακχεύς, έως (ὁ)
  7268. βάκχευσις, εως (ἡ)
  7269. βακχεύω
  7270. βάκχη, ης (ἡ)
  7271. Βακχικός, ή, όν
  7272. Βάκχιος, α, ον
  7273. βακχιόω-ῶ
  7274. βακχίς, ίδος (ἡ)
  7275. βακχιώτης, ου
  7276. Βάκχος, ου (ὁ)
  7277. βαλανάγρα, ας (ἡ)
  7278. βαλανεῖον, ου (τό)
  7279. βαλανεύς, έως (ὁ)
  7280. βαλανηφάγος, ος, ον
  7281. βαλανηφόρος ος, ον
  7282. βάλανος, ου (ἡ)
  7283. βαλάντιον, ου (τό)
  7284. βαλαντιοτομέω-ῶ
  7285. βαλαντιοτόμος, ου (ὁ)
  7286. βαλβίς, ῖδος (ἡ)
  7287. βαλέειν
  7288. βαλεῦ
  7289. βαλέω
  7290. βαλήν
  7291. βάλῃσθα, βάλῃσι
  7292. βαλιός, ά, όν
  7293. βάλλεαι
  7294. βάλλεο
  7295. βαλλέσκετο
  7296. βάλλευ
  7297. βαλλήν, ῆνος (ὁ)
  7298. βαλληναῖος, ος, ον
  7299. βάλλω
  7300. βάλοισθα
  7301. βαλόμεν
  7302. βαλός
  7303. βᾶμα
  7304. βαμβαίνω
  7305. βαμβακύζω
  7306. βάμμα, ατος (τό)
  7307. βάν
  7308. βαναυσία, ας (ἡ)
  7309. βαναυσικός, ή, όν
  7310. βάναυσος, ος, ον
  7311. βαναυσουργία, ας (ἡ)
  7312. βαναυσουργός, οῦ (τό)
  7313. βάξις, εως (ἡ)
  7314. βαπτίζω
  7315. βάπτισμα, ατος (τό)
  7316. βαπτισμός, οῦ (ὁ)
  7317. βαπτιστής, οῦ (ὁ)
  7318. βαπτός, ή, όν
  7319. βάπτω
  7320. βάραθρον, ου (τό)
  7321. βαραθρώδης, ης, ες
  7322. βαρβαρίζω
  7323. βαρβαρικός, ή, όν
  7324. βαρβαρικῶς
  7325. βαρβαρισμός, οῦ (ὁ)
  7326. βαρβαριστί
  7327. βάρβαρος, ος, ον
  7328. βαρβαρόφωνος, ος, ον
  7329. βαρβαρόω-ῶ
  7330. βάρδιστος
  7331. βαρέω-ῶ
  7332. βαρέως
  7333. βᾶρις, ιδος (ἡ)
  7334. βάρος, εος-ους (τό)
  7335. βαρυάλγετος, ος, ον
  7336. βαρυαχής, ής, ές
  7337. βαρύβρομος, ος, ον
  7338. βαρυβρώς, ῶτος
  7339. βαρυδαιμονία, ας (ἡ)
  7340. βαρυδαίμων, ων, ον
  7341. βαρύδικος, ος, ον
  7342. βαρυδότειρα, ας
  7343. βαρυεγκέφαλος, ος, ον
  7344. βαρυθυμέω-ῶ
  7345. βαρυθυμία, ας (ἡ)
  7346. βαρύθυμος, ος, ον
  7347. βαρύθω
  7348. βαρύκοτος, ος, ον
  7349. βαρύλυπος, ος, ον
  7350. βαρύμοχθος, ος, ον
  7351. βαρύνω
  7352. βαρυπαθέω-ῶ
  7353. βαρυπενθία, ας (ἡ)
  7354. βαρυπεσής, ής, ές
  7355. βαρύποτμος, ος, ον
  7356. βαρύς, εῖα, ύ
  7357. βαρυσίδηρος, ος, ον
  7358. βαρύστονος, ος, ον
  7359. βαρυστόνως
  7360. βαρυσύμφορος, ος, ον
  7361. βαρύτης, ητος (ἡ)
  7362. βαρύτιμος, ος, ον
  7363. βαρυφροσύνη, ης (ἡ)
  7364. βαρύψυχος, ος, ον
  7365. βάς
  7366. βασανίζω
  7367. βασανισμός, οῦ (ὁ)
  7368. βασανιστέος, α, ον
  7369. βασανιστής, οῦ (ὁ)
  7370. βάσανος, ου (ἡ)
  7371. βασιλεία, ας (ἡ)
  7372. βασίλεια1, ας (ἡ)
  7373. βασίλεια2
  7374. βασιλείδιον, ου (τό)
  7375. βασίλειος, ος, ον
  7376. βασιλεύς, έως (ὁ)
  7377. βασιλεύω
  7378. βασιληΐη
  7379. βασιλήϊος
  7380. βασιληΐς, ΐδος
  7381. βασιλίζω
  7382. βασιλικός, ή, όν
  7383. βασιλικῶς
  7384. βασιλίς, ίδος
  7385. βασιλίσκος, ου (ὁ)
  7386. βασίλισσα, ης (ἡ)
  7387. βάσιμος, ος, ον
  7388. βάσις, εως (ἡ)
  7389. βασκαίνω
  7390. βασκανία, ας (ἡ)
  7391. βάσκανος, ος, ον
  7392. βασκαντικός, ή, όν
  7393. βάσκω
  7394. βάσομαι
  7395. βᾶσσα
  7396. βασσάρα, ας (ἡ)
  7397. βασσάριον, ου (τό)
  7398. βάσσον
  7399. βάσταγμα, ατος (τό)
  7400. βαστάζω
  7401. βάταλος, ου (ὁ)
  7402. βατέω-ῶ
  7403. βάτην
  7404. βάτιον, ου (τό)
  7405. βάτος1, ου (ἡ, ὁ)
  7406. βάτος2, ου (ὁ)
  7407. βατός, ή, όν
  7408. βατραχίδιον, ου (τό)
  7409. Βατραχομυομαχία, ας (ἡ)
  7410. βάτραχος, ου (ὁ)
  7411. βάτταλος, ου (ὁ)
  7412. βατταρίζω
  7413. βαττολογέω-ῶ
  7414. βάτω
  7415. βαΰ, βαΰ
  7416. βαΰζω
  7417. βαυκαλάω-ῶ
  7418. βαφεύς, έως (ὁ)
  7419. βαφή, ῆς (ἡ)
  7420. βαφήσομαι
  7421. βαφικός, ή, όν
  7422. βδάλλω
  7423. βδέλλα, ης (ἡ)
  7424. βδέλυγμα, ατος (τό)
  7425. βδελυγμία, ας (ἡ)
  7426. βδελυκτός, ή, όν
  7427. βδελύκτροπος, ος, ον
  7428. βδελυρία, ας (ἡ)
  7429. βδελυρός, ά, όν
  7430. βδελύσσομαι
  7431. βδέω
  7432. βέβαα
  7433. βέβαιος, ος, ον
  7434. βεβαιότης, ητος (ἡ)
  7435. βεβαιόω-ῶ
  7436. βεβαίως
  7437. βεβαίωσις, εως (ἡ)
  7438. βεβαιωτής, οῦ (ὁ)
  7439. βεβαιωτικός, ή, όν
  7440. βέβακα
  7441. βέβακται
  7442. βεβάμεν
  7443. βέβαμμαι
  7444. βέβασαν
  7445. βεβᾶσι
  7446. βεβαῶς, βεβαυῖα
  7447. βέβηκα
  7448. βέβηλος, ος, ον
  7449. βεβηλόω-ῶ
  7450. βέβληαι, βεβλήαται
  7451. βεβλήατο
  7452. βέβληκα, βέβλημαι
  7453. βέβλητο
  7454. βεβολήατο, βεβολημένος
  7455. βέβριθα
  7456. βεβρώθοις
  7457. βέβρωκα
  7458. βεβρώς
  7459. βεβρώσομαι
  7460. βεβωμένος
  7461. βεβώς
  7462. βείομαι
  7463. βείω
  7464. βεκκεσέληνος, ου (ὁ, ἡ)
  7465. βεκός, οῦς (τό)
  7466. βέλεμνον, ου (τό)
  7467. Βελλεροφόντης, ου (ὁ)
  7468. Βελλεροφῶν, ῶντος (ὁ)
  7469. βελόνη, ης (ἡ)
  7470. βέλος, εος-ους (τό)
  7471. βελοσφενδόνη, ης (ἡ)
  7472. βελουλκέω-ῶ
  7473. βέλτατος, η, ον
  7474. βέλτερος, α, ον
  7475. βελτιόω-ῶ
  7476. βέλτιστος, η, ον
  7477. βελτίων, ων, ον
  7478. βελτίωσις, εως (ἡ)
  7479. βένθος, εος-ους (τό)
  7480. βένθοσδε
  7481. βέομαι
  7482. βέρεθρον, ου (τό)
  7483. βῆ
  7484. βῇ
  7485. βῆθι
  7486. βηλός, οῦ (ὁ)
  7487. βῆμα, ατος (τό)
  7488. βηματίζω
  7489. βήμεναι
  7490. βῆν
  7491. βῆναι
  7492. βήξ, βηχός (ἡ, ὁ)
  7493. βήξω
  7494. βήρυλλος, ου (ὁ, ἡ)
  7495. βῆσα
  7496. βήσετο
  7497. βήσομαι
  7498. βῆσσα, ης (ἡ)
  7499. βήσσω,
  7500. βητάρμων, ονος (ὁ)
  7501. βήτην
  7502. βία, ας (ἡ)
  7503. βιάζω
  7504. βιαιοθανατέω-ῶ
  7505. βίαιος, α, ον
  7506. βιαίως
  7507. βιασμός, οῦ (ὁ)
  7508. βιαστής, οῦ (ὁ)
  7509. βιάω-ῶ
  7510. βιβάζω
  7511. βιβάσθων
  7512. βίβημι
  7513. βιβλαρίδιον, ου (τό)
  7514. βιβλάριον, ου (τό)
  7515. βιβλιακός, ή, όν
  7516. βιβλιδάριον, ου (τό)
  7517. βιβλίδιον, ου (τό)
  7518. βιβλίον, ου (τό)
  7519. βίβλος, ου (ἡ)
  7520. βιβρώσκω
  7521. βιβῶν
  7522. βίη, ης (ἡ)
  7523. βιήσατο
  7524. βίηφι
  7525. βῖκος, ου (ὁ)
  7526. βιόδωρος, ος, ον
  7527. βίος, ου (ὁ)
  7528. βιός, οῦ (ὁ)
  7529. βιοστερής, ής, ές
  7530. βιοτεία, ας (ἡ)
  7531. βιοτεύω
  7532. βιοτή, ῆς (ἡ)
  7533. βιότιον, ου (τό)
  7534. βίοτος, ου (ὁ)
  7535. βιούς
  7536. βιόω-ῶ
  7537. βιόωνται, βιόωντο
  7538. βιῴατο
  7539. βιῶναι
  7540. βιώσιμος, ος, ον
  7541. βίωσις, εως (ἡ)
  7542. βιωτικός, ή, όν
  7543. βιωτός, ή, όν
  7544. βιώτω
  7545. βλάβεν
  7546. βλαβερός, ά, όν
  7547. βλαβερῶς
  7548. βλάβη, ης (ἡ)
  7549. βλαβήσομαι
  7550. βλάβος, εος-ους (τό)
  7551. βλαισός, ή, όν
  7552. βλαίσωσις, εως (ἡ)
  7553. βλακεία, ας (ἡ)
  7554. βλακεύω
  7555. βλακικός, ή, όν
  7556. βλακίστατος
  7557. βλακώδης, ης, ες
  7558. βλάξ, βλακός
  7559. βλάπτω
  7560. βλαστάνω
  7561. βλαστάω-ῶ
  7562. βλαστέω-ῶ
  7563. βλάστη, ης (ἡ)
  7564. βλάστημα, ατος (τό)
  7565. βλαστημός, οῦ (ὁ)
  7566. βλαστήσω
  7567. βλαστός, οῦ (ὁ)
  7568. βλασφημέω-ῶ
  7569. βλασφημία, ας (ἡ)
  7570. βλάσφημος, ος, ον
  7571. βλαχά
  7572. βλαψίφρων, ων, ον
  7573. βλεῖο
  7574. βλεμεαίνω
  7575. βλέμμα, ατος (τό)
  7576. βλέπος, εος-ους (τό)
  7577. βλεπτός, ή, όν
  7578. βλέπω
  7579. βλεφαρίς, ίδος (ἡ)
  7580. βλέφαρον, ου (τό)
  7581. βλήεται
  7582. βληθήσομαι, βληθῆναι
  7583. βλῆμα, ατος (τό)
  7584. βλήμενος
  7585. βλῇο
  7586. βλῆσθαι
  7587. βλητέος, α, ον
  7588. βλῆτο
  7589. βλητός, ή, όν
  7590. βλῆτρον, ου (τό)
  7591. βληχάομαι-ῶμαι
  7592. βληχή, ῆς (ἡ)
  7593. βληχηθμός, οῦ (ὁ)
  7594. βληχητός, ή, όν
  7595. βληχώ, οῦς (ἡ)
  7596. βληχώδης, ης, ες
  7597. βλιμάζω
  7598. βλίττω
  7599. βλοσυρός, ά, όν
  7600. βλοσυρόφρων, ων, ον
  7601. βλοσυρῶπις, ιδος
  7602. βλύζω
  7603. βλωθρός, ά, όν
  7604. βλώσκω
  7605. βοά
  7606. βοᾷ
  7607. βοάᾳ
  7608. βοάγριον, ου (τό)
  7609. βόαμα, ατος (τό)
  7610. βοᾶσε
  7611. βοᾶτις, ιδος
  7612. βοάω-βοῶ
  7613. βοέη
  7614. βοεικός, ή, όν
  7615. βόειος, α, ον
  7616. βόεος, α, ον
  7617. βόες
  7618. βοεύς, έως (ὁ)
  7619. βοή, ῆς (ἡ)
  7620. βοηδρομέω-ῶ
  7621. Βοηδρόμια, ων (τά)
  7622. Βοηδρομιών, ῶνος (ὁ)
  7623. βοηδρόμος, ος, ον
  7624. βοήθεια, ας (ἡ)
  7625. βοηθέω-ῶ
  7626. βοηθητέον
  7627. βοηθητικός, ή, όν
  7628. βοηθόος, ος, ον
  7629. βοηθός, ός, όν
  7630. βοηλασία, ας (ἡ)
  7631. βοηλάτης, ου (ὁ)
  7632. βοηνόμος, ου (ὁ)
  7633. βοητύς, ύος (ἡ)
  7634. βόθρος, ου (ὁ)
  7635. βόθυνος, ου (ὁ)
  7636. βοιωτάρχης, ου (ὁ)
  7637. βοιωταρχία, ας (ἡ)
  7638. βοιώταρχος, ου (ὁ)
  7639. Βοιωτία, ας (ἡ)
  7640. βοιωτιάζω
  7641. βοιωτίζω
  7642. Βοιωτικός, ή, όν
  7643. Βοιώτιος, α, ον
  7644. Βοιωτίς, ίδος
  7645. Βοιωτός, οῦ
  7646. Βοιωτουργής, ής, ές
  7647. βολαῖος, α, ον
  7648. βολέω-ῶ
  7649. βολή, ῆς (ἡ)
  7650. βολίζω
  7651. βολίς, ίδος (ἡ)
  7652. βολιστικός, ή, όν
  7653. βόλλα
  7654. βόλλομαι, βόλομαι
  7655. βόλος, ου (ὁ)
  7656. βομβέω-ῶ
  7657. βόμβος, ου (ὁ)
  7658. βομβυλιός, οῦ (ὁ)
  7659. βόμβυξ, υκος (ὁ)
  7660. βομβώδης, ης, ες
  7661. βοόων, βοόωσι
  7662. βορά, ᾶς (ἡ)
  7663. βόρβορος, ου (ὁ)
  7664. βορβορυγμός, οῦ (ὁ)
  7665. βορβορώδης, ης, ες
  7666. Βορέας, ου (ὁ)
  7667. Βορεάς, άδος
  7668. Βορέης
  7669. βόρειος, α, ον
  7670. βορήϊος
  7671. βορός, ά, όν
  7672. βορραῖος, α
  7673. Βορρᾶς
  7674. βόσις, εως (ἡ)
  7675. βοσκέσκοντο
  7676. βοσκή, ῆς (ἡ)
  7677. βόσκημα, ατος (τό)
  7678. βοσκός, οῦ (ὁ)
  7679. βόσκω
  7680. Βοσπόριος, α, ον
  7681. Βόσπορος, ου (ὁ)
  7682. βοστρυχηδόν
  7683. βόστρυχος, ου (ὁ)
  7684. βοτάμια, ων (τά)
  7685. βοτάνη, ης (ἡ)
  7686. βοτανικός, ή, όν
  7687. βοτήρ, ῆρος (ὁ)
  7688. βοτηρικός, ή, όν
  7689. βοτόν, οῦ (τό)
  7690. βοτρυδόν
  7691. βοτρυοστέφανος, ος, ον
  7692. βότρυς, υος (ἡ)
  7693. βούβαλις, ιος (ἡ)
  7694. βούβαλος, ου (ὁ)
  7695. βούβοτος, ος, ον
  7696. βούβρωστις, εως (ἡ)
  7697. βουβών, ῶνος (ὁ)
  7698. βουγάϊος
  7699. βουγενής, ής, ές
  7700. βουδόρος, ος, ον
  7701. βουζύγιος, ος, ον
  7702. βουθερής, ής, ές
  7703. βουθόρος, ος, ον
  7704. βουθρέμμων, ων, ον
  7705. βουθυτέω-ῶ
  7706. βούθυτος, ος, ον
  7707. βούκερως, ως, ων
  7708. βουκολέεσκες
  7709. βουκολέω-ῶ
  7710. βουκόλησις, εως (ἡ)
  7711. βουκολία, ας (ἡ)
  7712. βουκολικός, ή, όν
  7713. βουκόλιον, ου (τό)
  7714. βουκόλος, ου (ὁ)
  7715. βούκρανος, ος, ον
  7716. βουλά
  7717. βουλαῖος, α, ον
  7718. βούλαρχος, ου (ὁ)
  7719. βούλει
  7720. βουλευέμεν
  7721. βουλεύησθα
  7722. βούλευμα, ατος (τό)
  7723. βουλευσέμεν
  7724. βούλευσις, εως (ἡ)
  7725. βουλευτέον
  7726. βουλευτήριον, ου (τό)
  7727. βουλευτήριος, ος, ον
  7728. βουλευτής, οῦ (ὁ)
  7729. βουλευτικός, ή, όν
  7730. βουλευτός, ή, όν
  7731. βουλεύω
  7732. βουλή, ῆς (ἡ)
  7733. βουλήεις, ήεσσα, ῆεν
  7734. βούλημα, ατος (τό)
  7735. βούλησις, εως (ἡ)
  7736. βουλητός, ή, όν
  7737. βουληφόρος, ος, ον
  7738. βουλιμίασις, εως (ἡ)
  7739. βουλιμιάω-ῶ
  7740. βούλιμος, ου (ὁ)
  7741. βούλιος, ος, ον
  7742. βούλομαι
  7743. βουλυτόνδε
  7744. βουλυτός, οῦ (ὁ)
  7745. βούνεβρος, ου (ὁ)
  7746. βοῦνις
  7747. βουνοειδής, ής, ές
  7748. βούνομος, ος, ον
  7749. βουνόμος, ος, ον
  7750. βουνός, οῦ (ὁ)
  7751. βουνώδης, ης, ες
  7752. βουπλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ)
  7753. βουπόρος, ος, ον
  7754. βούπρῳρος, ος, ον
  7755. βοῦς, βοός (ὁ, ἡ)
  7756. βούσταθμον, ου (τό)
  7757. βούσταθμος, ου (ὁ)
  7758. βουστασία, ας (ἡ)
  7759. βούστασις, εως (ἡ)
  7760. βούταλις (ἡ)
  7761. βούτης, ου
  7762. βούτομον, ου (τό)
  7763. βούτομος, ου (ἡ, ὁ)
  7764. βούτυρον, ου (τό)
  7765. βουφονέω-ῶ
  7766. βουφόνος, ος, ον
  7767. βουφορβέω-ῶ
  7768. βουφόρβια, ων (τά)
  7769. βουφορβός, ός, όν
  7770. βούχιλος, ος, ον
  7771. βοῶν
  7772. βοῶπις, ιδος
  7773. βοώτης, ου (ὁ)
  7774. βραβεύς, έως (ὁ)
  7775. βραβευτής, οῦ (ὁ)
  7776. βραβεύω
  7777. βράβης, ου (ὁ)
  7778. βράγχιον, ου (τό)
  7779. βράγχος, ου (ὁ)
  7780. βραδεῖα
  7781. βραδέως
  7782. βραδίων, βράδιον
  7783. βραδύνω
  7784. βραδυπλοέω-ῶ
  7785. βραδυπορέω-ῶ
  7786. βραδυπόρος, ος, ον
  7787. βραδύπορος, ος, ον
  7788. βραδύπους, ους, ουν
  7789. βραδύς, εῖα, ύ
  7790. βραδυτής, ῆτος (ἡ)
  7791. βράσσω
  7792. βράσσων
  7793. βράττω
  7794. βράχεα
  7795. βραχέα
  7796. βραχέως
  7797. βραχιονιστήρ, ῆρος (ὁ)
  7798. βράχιστος
  7799. βραχίων, ονος (ὁ)
  7800. βράχος, εος-ους(τό)
  7801. βραχύβιος, ος, ον
  7802. βραχύκωλος, ος, ον
  7803. βραχυλογέω-ῶ
  7804. βραχυλογία, ας (ἡ)
  7805. βραχυλόγος, ος, ον
  7806. βραχύνω
  7807. βραχυόνειρος, ος, ον
  7808. βραχύπορος, ος, ον
  7809. βραχύς, εῖα, ύ
  7810. βραχύστομος, ος, ον
  7811. βραχύτης, ητος (ἡ)
  7812. βραχυχρόνιος, ος, ον
  7813. βράχω
  7814. βρεκεκεκέξ
  7815. βρέμω
  7816. βρενθύομαι
  7817. βρέτας, εος (τό)
  7818. βρέφος, εος-ους (τό)
  7819. βρεφύλλιον, ου (τό)
  7820. βρεχμός, οῦ (ὁ)
  7821. βρέχω
  7822. Βριάρεως, εω (ὁ)
  7823. βριαρός, ά, όν
  7824. βρίζω
  7825. βριήπυος, ος, ον
  7826. βρίθῃσι
  7827. βριθοσύνη, ης (ἡ)
  7828. βριθύς, εῖα, ύ
  7829. βρίθω
  7830. βριμάομαι-ῶμαι
  7831. βριμόομαι-οῦμαι
  7832. βρομέω-ῶ
  7833. Βρόμιος, ου (ὁ)
  7834. βρόμος, ου (ὁ)
  7835. βροντάω-ῶ
  7836. βροντή, ῆς (ἡ)
  7837. βρόντημα, ατος (τό)
  7838. βρότειος, ος, ον
  7839. βρότεος, α, ον
  7840. βροτόεις, όεσσα, όεν
  7841. βροτοκτονέω-ῶ
  7842. βροτοκτόνος, ος, ον
  7843. βροτολοιγός, ός, όν
  7844. βροτός, ός, όν
  7845. βρότος, ου (ὁ)
  7846. βροτοσκόπος, ος, ον
  7847. βροτοστυγής, ής, ές
  7848. βροτοφθόρος, ος, ον
  7849. βροτόω-ῶ
  7850. βρόχος, ου (ὁ)
  7851. βρυάζω
  7852. βρυασμός, οῦ (ὁ)
  7853. βρυγμός, οῦ (ὁ)
  7854. βρύκω
  7855. βρύον, ου (τό)
  7856. βρυχάομαι-ῶμαι
  7857. βρύχημα, ατος (τό)
  7858. βρύχιος, α, ον
  7859. βρύχω
  7860. βρύω
  7861. βρυώδης, ης, ες
  7862. βρωθήσομαι
  7863. βρῶμα, ατος (τό)
  7864. βρωμάομαι-ῶμαι
  7865. βρώμη, ης (ἡ)
  7866. βρώμησις, εως (ἡ)
  7867. βρώξω
  7868. βρώσιμος, ος, ον
  7869. βρῶσις, εως (ἡ)
  7870. βρωτήρ, ῆρος
  7871. βρωτικός, ή, όν
  7872. βρωτός, ή, όν
  7873. βρωτύς, ύος (ἡ)
  7874. βύας, ου (ὁ)
  7875. βύβλινος, η, ον
  7876. βύβλος, ου (ἡ)
  7877. Βυζάντιον, ου (τό)
  7878. Βυζάντιος, α, ον
  7879. βύζην
  7880. βύζω
  7881. βυθίζω
  7882. βύθιος, α, ον
  7883. βυθός, οῦ (ὁ)
  7884. βύκτης, ου
  7885. βύρσα, ης (ἡ)
  7886. βυρσεύς, έως (ὁ)
  7887. βυρσοδεψέω-ῶ
  7888. βυρσοπαγής, ής, ές
  7889. βύσσινος, η, ον
  7890. βυσσοδομεύω
  7891. βυσσόθεν
  7892. βύσσος, ου (ὁ)
  7893. βυσσός, οῦ (ὁ)
  7894. βυσσόφρων, ων, ον
  7895. βυττός, οῦ (ὁ)
  7896. βύω
  7897. βῶ
  7898. βωθέω
  7899. βωλά
  7900. βῶλος, ου (ἡ e ὁ)
  7901. βωμίς, ίδος (ἡ)
  7902. βωμοειδής, ής, ές
  7903. βωμολοχεύομαι
  7904. βωμολοχία, ας (ἡ)
  7905. βωμολόχος, ος, ον
  7906. βωμός, οῦ (ὁ)
  7907. βῶσαι, βώσας
  7908. βῶσι
  7909. βωστρέω-ῶ
  7910. βωτιάνειρα, ας
  7911. βώτωρ, ορος (ὁ)
  7912. Δ , δ (δέλτα) (τό)
  7913. δ᾽
  7914. δᾶ (ἡ)
  7915. δᾳδίον, ου (τό)
  7916. δᾳδίς, ίδος (ἡ)
  7917. δᾳδουχέω-ῶ
  7918. δᾳδουχία, ας (ἡ)
  7919. δᾳδοῦχος, ου (ὁ)
  7920. δᾳδοφορέω-ῶ
  7921. δᾳδώδης, ης, ες
  7922. δαείς
  7923. δαείω
  7924. δαήμεναι
  7925. δαήμων, ων, ον
  7926. δαῆναι
  7927. δαήρ, έρος (ὁ)
  7928. δαήσεαι
  7929. δαήσομαι
  7930. δάηται
  7931. δαί1
  7932. δαί2
  7933. δαιδάλεος, α, ον
  7934. δαιδάλλω
  7935. δαίδαλμα, ατος (τό)
  7936. δαίδαλος, ος, ον
  7937. δαῖε
  7938. δαϊζέμεναι
  7939. δαΐζω
  7940. δαϊκτάμενος, η, ον
  7941. δαϊκτήρ, ῆρος (ὁ)
  7942. δαΐκτωρ, ορος
  7943. δαιμονάω-ῶ
  7944. δαιμονίζομαι
  7945. δαιμονικός, ή, όν
  7946. δαιμόνιον, ου (τό)
  7947. δαιμόνιος, α, ον
  7948. δαιμονιώδης, ης, ες
  7949. δαιμονίως
  7950. δαίμων, ονος (ὁ, ἡ)
  7951. δαίνυ
  7952. δαίνυο
  7953. δαινύατο
  7954. δαινύῃ
  7955. δαίνυμι
  7956. δαΐνυντο
  7957. δαινῦτο
  7958. δαΐξαι, δαΐξας
  7959. δαίομαι
  7960. δάϊος1, α, ον
  7961. δάϊος2, α, ον
  7962. δαϊόφρων, ονος
  7963. δαΐς1, δαΐδος (ἡ)
  7964. δαΐσ2 (ἡ)
  7965. δαίς, δαιτός (ἡ)
  7966. δαίσω
  7967. δαιταλεύς, έως (ὁ)
  7968. δαίτη, ης (ἡ)
  7969. δαίτηθεν
  7970. δαιτρεύω
  7971. δαιτρόν, οῦ (τό)
  7972. δαιτρός, οῦ (ὁ)
  7973. δαιτροσύνη, ης (ἡ)
  7974. δαιτυμών, όνος (ὁ)
  7975. δαιτύς, ύος (ἡ)
  7976. δαΐφρων, ονος
  7977. δαϊχθείς
  7978. δαίω
  7979. δάκε, δακέειν
  7980. δακέθυμος, ος, ον
  7981. δακετόν, οῦ (τό)
  7982. δακνάζω
  7983. δάκνω
  7984. δάκος, εος-ους (τό)
  7985. δάκρυ (τό)
  7986. δάκρυμα, ατος (τό)
  7987. δακρυογόνος, ος, ον
  7988. δακρυόεις, όεσσα, όεν
  7989. δάκρυον, ου (τό)
  7990. δακρυοπετής, ής, ές
  7991. δακρυόφιν
  7992. δακρυπλώω
  7993. δακρυρροέω-ῶ
  7994. δακρυσίστακτος, ος, ον
  7995. δακρυτός, ός, όν
  7996. δακρυχέω
  7997. δακρύω
  7998. δακρυώδης, ης, ες
  7999. δακτυλήθρα, ας (ἡ)
  8000. δακτύλιος, ου (ὁ)
  8001. δακτυλόδεικτος, ος, ον
  8002. δάκτυλον, ου (τό)
  8003. δάκτυλος, ου (ὁ)
  8004. δαλέομαι
  8005. δαλερός, ά, όν
  8006. Δάλιος
  8007. δαλός, οῦ (ὁ)
  8008. δαμᾷ
  8009. δαμάζω
  8010. δαμάλη, ης (ἡ)
  8011. δαμάλης, ου (ὁ)
  8012. δαμαλίζω
  8013. δάμαλις, εως (ἡ)
  8014. δάμαρ, αρτος (ἡ)
  8015. δάμασα
  8016. δαμασαίατο
  8017. δαμάσδει
  8018. δαμασίμβροτος, ος, ον
  8019. δάμασσα, δαμάσσει
  8020. δαμάσσεται
  8021. δαμάσσομεν
  8022. Δαμάτηρ
  8023. δαμάω-ῶ
  8024. δάμειεν
  8025. δάμνα
  8026. δαμνᾷ
  8027. δάμνατο
  8028. δαμνάω-ῶ
  8029. δάμνημι
  8030. δαμογέρων
  8031. δᾶμος
  8032. δαμόσιος
  8033. δαμότις
  8034. δαμόωσι
  8035. δάμωμα, ατος (τό)
  8036. δᾶν
  8037. Δανάα
  8038. Δανάη , ης (ἡ)
  8039. Δαναΐδης , ου
  8040. Δαναΐς , ΐδος (ἡ)
  8041. Δαναοί, ῶν (οἱ)
  8042. Δαναός , οῦ (ὁ)
  8043. δανειακῶς
  8044. δανείζω
  8045. δάνειον, ου (τό)
  8046. δάνεισμα, ατος (τό)
  8047. δανεισμός, οῦ (ὁ)
  8048. δανειστής, οῦ (ὁ)
  8049. δανειστικός, ή, όν
  8050. δάνος 1, εος-ους (τό)
  8051. δάνος2, ου (ὁ)
  8052. δανός, ή, όν
  8053. δάος, εος-ους (τό)
  8054. δαπανάω-ῶ
  8055. δαπάνη, ης (ἡ)
  8056. δαπάνημα, ατος (τό)
  8057. δαπανηρός, ά, όν
  8058. δαπανηρῶς
  8059. δάπανος, ος, ον
  8060. δάπεδον, ου (τό)
  8061. δάπις, ιδος (ἡ)
  8062. δαπτέμεν
  8063. δάπτω
  8064. Δαρδανεύς , έως (ὁ)
  8065. Δαρδανία , ας (ἡ)
  8066. Δαρδανίδης , ου
  8067. Δαρδάνιος, α
  8068. Δαρδανίς, ίδος
  8069. Δαρδανίωνες, ων
  8070. Δάρδανοι , ων (οἱ)
  8071. Δάρδανος , ου (ὁ, ἡ)
  8072. Δάρδανος , ος , ον
  8073. δαρδάπτω
  8074. Δαρειάν
  8075. δαρεικός, οῦ
  8076. Δαρειογενής , ής , ές
  8077. Δαρεῖος , ου (ὁ)
  8078. δαρήσομαι
  8079. δαρθάνω
  8080. δαρόβιος, ος, ον
  8081. δαρός
  8082. δᾴς, δᾳδός (ἡ)
  8083. δασαίμεθα
  8084. δάσκιος, ος, ον
  8085. Δασκυλῖτις , ιδος
  8086. δάσμευσις, εως (ἡ)
  8087. δασμολογέω-ῶ
  8088. δασμολογία, ας (ἡ)
  8089. δασμός, οῦ (ὁ)
  8090. δασμοφορέω-ῶ
  8091. δασμοφόρος, ος, ον
  8092. δάσομαι
  8093. δάσος, εος-ους (τό)
  8094. δασπλής, ῆτος
  8095. δασπλῆτις, ιδος
  8096. δασσάμενος
  8097. δασύθριξ, τριχος
  8098. δασύκερκος, ος, ον
  8099. δασύμαλλος, ος, ον
  8100. δασύνω
  8101. δασύς, εῖα, ύ
  8102. δασύστερνος, ος, ον
  8103. δάσωμαι
  8104. δατέομαι-οῦμαι
  8105. δατεῦντο
  8106. δατήριος, α, ον
  8107. δατητής, οῦ (ὁ)
  8108. Δαυλιάς , άδος (ἡ)
  8109. Δαυλιεύς , έως (ὁ)
  8110. Δαύλιος , α , ον
  8111. Δαυλίς , ίδος (ἡ)
  8112. δαυλός, ός, όν
  8113. δάφνα
  8114. δάφνη, ης (ἡ)
  8115. δαφνηφορέω-ῶ
  8116. δαφνηφόρος, ος, ον
  8117. δαφοινεός, ός, όν
  8118. δαψιλέως
  8119. δαψιλής, ής, ές
  8120. δαψιλῶς
  8121. δέ
  8122. δὲ ἄρα
  8123. δέατο
  8124. δέγμενος
  8125. δέδαα, δεδάασθαι, δέδαε, δ
  8126. δεδαίαται
  8127. δεδάϊγμαι
  8128. δεδάρθαι, δεδαρμένος
  8129. δέδασται
  8130. δεδαώς
  8131. δέδεγμαι
  8132. δεδέηκα, δεδέημαι
  8133. δέδειγμαι
  8134. δέδεκα, δέδεμαι
  8135. δέδεντο
  8136. δέδεξο, δεδέξομαι
  8137. δέδετο
  8138. δέδευμαι
  8139. δέδηγμαι
  8140. δέδηα, δέδηε, δεδήει
  8141. δέδηκα, δεδήσομαι
  8142. δέδηχα
  8143. δεδῄωκα, δεδῄωμαι
  8144. δέδια
  8145. δεδίδαχα
  8146. δεδιῄτηκα
  8147. δέδιθι
  8148. δεδίσκομαι
  8149. δεδίσσομαι
  8150. δέδμανθαι
  8151. δεδιώς
  8152. δεδμήατο
  8153. δέδμημαι
  8154. δέδμητο, δέδμηντο
  8155. δέδογμαι
  8156. δέδοικα
  8157. δεδοίκω
  8158. δεδόκημαι
  8159. δέδοκται
  8160. δέδομαι
  8161. δέδορκα
  8162. δεδουπώς
  8163. δέδραγμαι
  8164. δέδρομα
  8165. δεδυκεῖν
  8166. δεδύνημαι
  8167. δέδωκα
  8168. δέελος
  8169. δέησις, εως (ἡ)
  8170. δεήσω
  8171. δεητικός, ή, όν
  8172. δεῖ
  8173. δεῖγμα, ατος (τό)
  8174. δείδεκτο
  8175. δειδέχαται, δειδέχατο
  8176. δειδήμων, ονος
  8177. δείδια
  8178. δείδιθι
  8179. δείδιμεν
  8180. δειδίμεν
  8181. δειδίξεσθαι, δειδίξασθαι
  8182. δειδίσκομαι
  8183. δειδίσσομαι
  8184. δειδιώς
  8185. δείδοικα, δειδυῖα
  8186. δείδω
  8187. δειελιάω-ῶ
  8188. δειελινός, ή, όν
  8189. δείελος, ος, ον
  8190. δεικανάω-ῶ
  8191. δεικηλίκτας, α (ὁ)
  8192. δείκηλον, ου (τό)
  8193. δείκνυμι
  8194. δεικνύω
  8195. δεικτέος, α, ον
  8196. δεικτικός, ή, όν
  8197. δεικτικῶς
  8198. δειλαίνω
  8199. δείλαιος, α, ον
  8200. δείλακρος, α, ον
  8201. δείλη, ης (ἡ)
  8202. δειλία, ας (ἡ)
  8203. δειλίασις, εως (ἡ)
  8204. δειλιάω-ῶ
  8205. δειλινός, ή, όν
  8206. δείλομαι
  8207. δειλός, ή, όν
  8208. δειλῶς
  8209. δεῖμα, ατος (τό)
  8210. δειμαίνω
  8211. δειμαλέος, α, ον
  8212. δείμας
  8213. δείματο
  8214. δειματοσταγής, ής, ές
  8215. δειματόω-ῶ
  8216. δείμομεν
  8217. Δεῖμος , ου
  8218. δεῖν
  8219. δεῖνα (ὁ, ἡ, τό)
  8220. δεινολογέομαι-οῦμαι
  8221. δεινοπαθέω-ῶ
  8222. δεινόπους, ους, ουν
  8223. δεινός, ή, όν
  8224. δεῖνος
  8225. δεινότης, ητος (ἡ)
  8226. δεινόω-ῶ
  8227. δεινῶς
  8228. δείνωσις, εως (ἡ)
  8229. δεινώψ, ῶπος
  8230. δεῖξαι
  8231. δεῖξις, εως (ἡ)
  8232. δεῖος (τό)
  8233. δειπνέω-ῶ
  8234. δείπνηστος, ου (ὁ)
  8235. δειπνητήριον, ου (τό)
  8236. δειπνίζω
  8237. δεῖπνον, ου (τό)
  8238. δειπνοποιέω-ῶ
  8239. δειπνοφόρος, ος, ον
  8240. δειράς, άδος (ἡ)
  8241. δειρή, ῆς (ἡ)
  8242. δειροκύπελλον, ου (τό)
  8243. δειροτομέω-ῶ
  8244. δείρω
  8245. δέν, δενός
  8246. δεῖσαι
  8247. δεισήνωρ, ορος
  8248. δεισιδαιμονία, ας (ἡ)
  8249. δεισιδαιμόνως
  8250. δεισιδαίμων, ων, ον
  8251. δέκα
  8252. δεκάβοιος, ος, ον
  8253. δεκαγονία, ας (ἡ)
  8254. δεκαδαρχία, ας (ἡ)
  8255. δεκάδαρχος, ου (ὁ)
  8256. δεκαδεύς, έως (ὁ)
  8257. δεκαδύο,
  8258. δεκαέξ
  8259. δεκαέτης, ης, ες
  8260. δεκαετία, ας (ἡ)
  8261. δεκάζω
  8262. δεκάκις
  8263. δεκάκλινος, ος, ον
  8264. δεκακυμία, ας (ἡ)
  8265. δεκαμηνιαῖος, α, ον
  8266. δεκάμηνος, ος, ον
  8267. δεκαμία, ᾶς (ἡ)
  8268. δεκαοκτώ
  8269. δεκαπέντε
  8270. δεκάπηχυς, υς, υ
  8271. δεκαπλάσιος, ος, ον
  8272. δεκάπλεθρος, ος, ον
  8273. Δεκάπολις, εως (ἡ)
  8274. δεκάρχης, ου (ὁ)
  8275. δεκαρχία, ας (ἡ)
  8276. δεκάς, άδος (ἡ)
  8277. δεκασμός, οῦ (ὁ)
  8278. δεκαταῖος, α, ον
  8279. δεκατάλαντος, ος, ον
  8280. δεκατεία, ας (ἡ)
  8281. δεκατέσσαρες, ες, α
  8282. δεκατευτήριον, ου (ὁ)
  8283. δεκατεύω
  8284. δέκατος, η, ον
  8285. δεκατόω-ῶ
  8286. δεκατρεῖς, τρεῖς, τρία
  8287. δεκάφυλος, ος, ον
  8288. δεκάχαλκον, ου (τό)
  8289. δεκάχιλοι, αι, α
  8290. Δεκελέη , ης
  8291. Δεκελεῆθεν
  8292. Δεκέλεια, ας (ἡ)
  8293. Δεκελειᾶσιν
  8294. Δεκελεικός , ή, όν
  8295. Δεκελεύς , έως (ὁ)
  8296. δεκέμβριος, α, ον
  8297. δεκέτης, ου
  8298. δεκήρης, ης, ες
  8299. δέκομαι
  8300. δεκτέος, α, ον
  8301. δέκτης, ου (ὁ)
  8302. δέκτο
  8303. δεκτός, ή, όν
  8304. δέκτωρ, ορος (ὁ)
  8305. δελεάζω
  8306. δέλεαρ, ατος (τό)
  8307. δέλτα (τό)
  8308. δελτίον, ου (τό)
  8309. δελτογράφος, ος, ον
  8310. δελτόομαι-οῦμαι
  8311. δέλτος, ου (ἡ)
  8312. δελφάκιον, ου (τό)
  8313. δέλφαξ, ακος (ἡ, ὁ)
  8314. Δελφικός , ή, όν
  8315. δελφινίζω
  8316. Δελφίνιον , ου (τό)
  8317. δελφινὶς τράπεζα (ἡ)
  8318. δελφινοφόρος, ος, ον
  8319. δελφίς, ῖνος (ὁ)
  8320. Δελφίς , ίδος
  8321. Δελφοί , ῶν (οἱ)
  8322. Δελφός , οῦ
  8323. δέμας (τό)
  8324. δέμνιον, ου (τό)
  8325. δεμνιοτήρης, ης, ες
  8326. δέμω
  8327. δενδίλλω
  8328. δένδρεον, ου (τό)
  8329. δένδρεσι
  8330. δενδρήεις, ήεσσα, ῆεν
  8331. δενδρίτης, ου
  8332. δενδροκομικός, ή, όν
  8333. δενδρόκομος, ος, ον
  8334. δενδροκόμος, ος, ον
  8335. δενδροκοπέω-ῶ
  8336. δένδρον, ου (τό)
  8337. δενδροπήμων, ων, ον
  8338. δένδρος, εος-ους (τό)
  8339. δενδροτομέω-ῶ
  8340. δενδροφόρος, ος, ον
  8341. δενδρόφυτος, ος, ον
  8342. δεννάζω
  8343. δέννος, ου (ὁ)
  8344. δέξαι
  8345. δεξαίατο
  8346. δεξαμενή, ῆς (ἡ)
  8347. δεξιά, ᾶς
  8348. δεξιή
  8349. δεξίμηλος, ος, ον
  8350. δεξιοβόλος, ου (ὁ)
  8351. δεξιόομαι-οῦμαι
  8352. δεξιός, ά, όν
  8353. δεξιόσειρος, ου
  8354. δεξιότης, ητος (ἡ)
  8355. δεξιοφανής, ής, ές
  8356. δεξιόφιν
  8357. δέξις, εως (ἡ)
  8358. δεξιτερῆφι
  8359. δεξιτερός, ά, όν
  8360. δεξίωμα, ατος (τό)
  8361. δεξιώνυμος, ος, ον
  8362. δεξιῶς
  8363. δεξίωσις, εως (ἡ)
  8364. δέξο
  8365. δεξοίατο
  8366. δέξομαι
  8367. δέξω
  8368. δεοίατο
  8369. δέομαι
  8370. δέον1
  8371. δέον2
  8372. δέον3, οντος
  8373. δέοντο
  8374. δέος, δέους (τό)
  8375. δέπας, δέπαος (τό)
  8376. δεράς, άδος (ἡ)
  8377. δέρας, ατος (τό)
  8378. δερβαῖος, α, ον
  8379. δέργμα, ατος (τό)
  8380. δέρη, ης (ἡ)
  8381. δερκέσκετο
  8382. δέρκομαι
  8383. δέρμα, ατος (τό)
  8384. δερμάτινος, η, ον
  8385. δέρξις, εως (ἡ)
  8386. δέρον
  8387. δέρος, ους (τό)
  8388. δέρρις, εως (ἡ)
  8389. δέρτρον, ου (τό)
  8390. δέρω
  8391. δεσμά, ῶν (τά)
  8392. δέσμα, ατος (τό)
  8393. δεσμεύω
  8394. δεσμέω-ῶ
  8395. δέσμη, ης (ἡ)
  8396. δέσμιος, ος, ον
  8397. δεσμός, οῦ (ὁ)
  8398. δεσμοφύλαξ, ακος (ὁ)
  8399. δεσμόω-ῶ
  8400. δέσμωμα, ατος (τό)
  8401. δεσμωτήριον, ου (τό)
  8402. δεσμώτης, ου (ὁ)
  8403. δεσμῶτις, ιδος
  8404. δεσπόζω
  8405. δέσποινα, ης (ἡ)
  8406. δεσπόσιος, ος, ον
  8407. δεσποσύνη, ης (ἡ)
  8408. δεσπόσυνος, ος, ον
  8409. δεσποτεία, ας (ἡ)
  8410. δεσποτέω-ῶ
  8411. δεσπότης, ου (ὁ)
  8412. δεσποτικός, ή, όν
  8413. δεσποτικῶς
  8414. δεσπότις, ιδος (ἡ)
  8415. δετή, ῆς (ἡ)
  8416. δεῦε
  8417. δεύεαι
  8418. δεύετο
  8419. δευήσεαι
  8420. Δευκαλίδης, ου (ὁ)
  8421. Δευκαλίων , ωνος (ὁ)
  8422. δευοίατο
  8423. δεύομαι
  8424. δευόμενος
  8425. δεύοντο
  8426. δευρί
  8427. δεῦρο
  8428. δεύρω
  8429. δευσοποιός, ός, όν
  8430. δεύτατος, η, ον
  8431. δεῦτε
  8432. δευτεραγωνιστής, οῦ (ὁ)
  8433. δευτεραῖος, α, ον
  8434. δευτερεῖος, ος, ον
  8435. δευτερεύω
  8436. δευτερόπρωτος, ος, ον
  8437. δεύτερος, α, ον
  8438. δευτέρως
  8439. δεύω1
  8440. δεύω2
  8441. δέχαται
  8442. δεχήμερος, ος, ον
  8443. δέχθαι
  8444. δέχομαι
  8445. δέψω
  8446. δέω1
  8447. δέω2
  8448. δή
  8449. δῃάλωτος
  8450. δῆγμα, ατος (τό)
  8451. δηγμός, οῦ (ὁ)
  8452. δηθά
  8453. δῆθε
  8454. δηθύνω
  8455. δηϊάλωτος, ος, ον
  8456. Δηϊάνειρα, ας (ἡ)
  8457. δήϊος, α, ον
  8458. δηϊοτής, ῆτος (ἡ)
  8459. δηϊόω-ῶ
  8460. δήκοτε
  8461. δηκτήριος, ος, ον
  8462. δήκτης, ου (ὁ)
  8463. δηκτικός, ή, όν
  8464. δηλαδή
  8465. δηλαυγῶς
  8466. δηλέομαι-οῦμαι
  8467. δήλημα, ατος (τό)
  8468. δηλήμων, ων, ον
  8469. δήλησις, εως (ἡ)
  8470. Δήλια , ων (τά)
  8471. Δηλιακός , ή, όν
  8472. Δηλιάς , άδος
  8473. Δήλιος , α
  8474. δήλομαι
  8475. δηλονότι
  8476. δηλοποιέω-ῶ
  8477. δῆλος, η, ον
  8478. Δῆλος, ου (ἡ)
  8479. δηλόω-ῶ
  8480. δήλωμα, ατος (τό)
  8481. δήλωσις, εως (ἡ)
  8482. δηλωτικός, ή, όν
  8483. δημαγωγέω-ῶ
  8484. δημαγωγία, ας (ἡ)
  8485. δημαγωγικός, ή, όν
  8486. δημαγωγός, οῦ (ὁ)
  8487. δημαρχία, ας (ἡ)
  8488. δημαρχικός, ή, όν
  8489. δήμαρχος, ου (ὁ)
  8490. δημεύω
  8491. δημηγορέω-ῶ
  8492. δημηγορία, ας (ἡ)
  8493. δημηγορικός, ή, όν
  8494. δημηγόρος, ος, ον
  8495. δημηλασία, ας (ἡ)
  8496. δημήλατος, ος, ον
  8497. Δημήτηρ , τρος
  8498. Δημήτριος , ος, ον
  8499. δημιοεργός, οῦ (ὁ)
  8500. δημιοπληθής, ής, ές
  8501. δήμιος, ος, ον
  8502. δημιουργέω-ῶ
  8503. δημιουργία, ας (ἡ)
  8504. δημιουργικός, ή, όν
  8505. δημιουργός, οῦ (ὁ)
  8506. δημοβόρος, ος, ον
  8507. δημογέρων, οντος (ὁ)
  8508. δημόθεν
  8509. δημοθοινία, ας (ἡ)
  8510. δημόθροος, ος, ον
  8511. δημοκηδής, οῦ
  8512. δημόκοινος, ου (ὁ)
  8513. δημοκόλαξ, ακος (ὁ)
  8514. δημοκοπέω-ῶ
  8515. δημοκοπία, ας (ἡ)
  8516. δημοκόπος, ου (ὁ)
  8517. δημόκραντος, ος, ον
  8518. δημοκρατέομαι-οῦμαι
  8519. δημοκρατία, ας (ἡ)
  8520. δημοκρατικός, ή, όν
  8521. δημόλευστος, ος, ον
  8522. δημόομαι-οῦμαι
  8523. δημοποίητος, ος, ον
  8524. δημόπρακτος, ος, ον
  8525. δημορριφής, ής, ές
  8526. δῆμος, ου (ὁ)
  8527. δημός, οῦ (ὁ)
  8528. Δημοσθένης , ους (ὁ)
  8529. Δημοστενίζω
  8530. Δημοσθενικός , ή, όν
  8531. δημοσίᾳ
  8532. δημοσιεύω
  8533. δημόσιος, α, ον
  8534. δημοσιόω-ῶ
  8535. δημοσιώνιον, ου (τό)
  8536. δημοτελής, ής, ές
  8537. δημοτεύομαι
  8538. δημότης, ου (ὁ)
  8539. δημοτικός, ή, όν
  8540. δημοτικῶς
  8541. δημότις, ιδος (ἡ)
  8542. δημοῦχος, ου (ὁ)
  8543. δημοχαριστής, οῦ (ὁ)
  8544. δημώδης, ης, ες
  8545. δημωφελής, ής, ές
  8546. δήν
  8547. δηναιός, ά, όν
  8548. δηνάριον, ου (τό)
  8549. δῆνος, εος-ους (τό)
  8550. δηξίθυμος, ος, ον
  8551. δῆξις, εως (ἡ)
  8552. δήξομαι
  8553. δῄουν
  8554. δῃόω
  8555. δήπουθε, δήπουθεν
  8556. δήποτε
  8557. δηποτοῦν
  8558. δήπου
  8559. δηριάω-ῶ
  8560. δῆρις, ιος (ἡ)
  8561. δηρίω
  8562. δηρός, ά, όν
  8563. δῆσαι
  8564. δησαίμην, δησάμενος
  8565. δησάντων
  8566. δήσασθαι
  8567. δησάσκετο
  8568. δῆσε(ν)
  8569. δήσω
  8570. δῆτα
  8571. δηχθήσομαι
  8572. δήω
  8573. δῃωθείς
  8574. δῃῶν
  8575. δῃώσας
  8576. Δί
  8577. δι᾽
  8578. διά
  8579. Δία 1
  8580. Δία 2, ας (ἡ)
  8581. διαβαδίζω
  8582. διαβάθρα, ας (ἡ)
  8583. διαβαίνω
  8584. διαβάλλω
  8585. διάβασις, εως (ἡ)
  8586. διαβαστάζω
  8587. διαβατέος, α, ον
  8588. διαβατήρια, ων (τά)
  8589. διαβατός, ή, όν
  8590. διαβεβαιόω-ῶ
  8591. διαβήμεναι
  8592. διαβήτης, ου (ὁ)
  8593. διαβιάζομαι
  8594. διαβιβάζω
  8595. διαβιβρώσκω
  8596. διαβιόω-ῶ
  8597. διαβλαστάνω
  8598. διαβλέπω
  8599. διαβοάω-ῶ
  8600. διαβόησις, εως (ἡ)
  8601. διαβόητος, ος, ον
  8602. διαβολή, ῆς (ἡ)
  8603. διάβολος, ος, ον
  8604. διαβόλως
  8605. διαβόρος, ος, ον
  8606. διάβορος, ος, ον
  8607. διαβουκολέω-ῶ
  8608. διαβουλεύω
  8609. διαβραβεύω
  8610. διαβρεχής, ής, ές
  8611. διαβρέχω
  8612. διάβροχος, ος, ον
  8613. διάβρωσις, εως (ἡ)
  8614. διαβυνέομαι
  8615. διαγανακτέω-ῶ
  8616. διαγανάκτησις, εως (ἡ)
  8617. διαγγέλλω
  8618. διάγγελος, ου (ὁ)
  8619. διαγελάω-ῶ
  8620. διαγεύω
  8621. διαγίγνομαι
  8622. διαγιγνώσκω
  8623. διαγίνομαι
  8624. διαγινώσκω
  8625. διαγκυλέομαι-οῦμαι
  8626. διαγκυλόομαι-οῦμαι
  8627. διαγκωνισμός, οῦ (ὁ)
  8628. διαγλάφω
  8629. διαγλύφω
  8630. διαγνώμη, ης (ἡ)
  8631. διαγνωρίζω
  8632. διάγνωσις, εως (ἡ)
  8633. διαγνώσομαι
  8634. διαγνωστέον
  8635. διαγνωστικός, ή, όν
  8636. διαγογγύζω
  8637. διαγορεύω
  8638. διάγραμμα, ατος (τό)
  8639. διαγραφή, ῆς (ἡ)
  8640. διαγράφω
  8641. διαγρηγορέω-ῶ
  8642. διαγριαίνω
  8643. διαγρυπνέω-ῶ
  8644. διάγχω
  8645. διάγω
  8646. διαγωγή, ῆς (ἡ)
  8647. διαγωνίζομαι
  8648. διαδαίομαι
  8649. διαδάκνω
  8650. διαδείκνυμι
  8651. διαδέξιος, ος, ον
  8652. διαδέρκομαι
  8653. διαδέχομαι
  8654. διαδέω
  8655. διαδηλέομαι-οῦμαι
  8656. διάδηλος, ος
  8657. διαδηλόω-ῶ
  8658. διάδημα, ατος (τό)
  8659. διαδηματοφόρος, ος, ον
  8660. διαδιδράσκω
  8661. διαδίδωμι
  8662. διαδικάζω
  8663. διαδικαιόω-ῶ
  8664. διαδικασία, ας (ἡ)
  8665. διαδίκασμα, ατος (τό)
  8666. διαδικέω-ῶ
  8667. διαδοκιμάζω
  8668. διαδορατίζομαι
  8669. διαδορατισμός, οῦ (ὁ)
  8670. διάδοσις, εως (ἡ)
  8671. διαδοτέος, α, ον
  8672. διαδοχή, ῆς (ἡ)
  8673. διάδοχος, ος, ον
  8674. διαδραμεῖν, διαδραμών
  8675. διαδράς
  8676. διαδρηστεύω
  8677. διαδρομή, ῆς (ἡ)
  8678. διάδρομος1, ος, ον
  8679. διάδρομος2, ου (ὁ)
  8680. διαδύνω
  8681. διάδυσις, εως (ἡ)
  8682. διαδύω
  8683. διᾴδω
  8684. διαδωρέομαι-οῦμαι
  8685. διάει
  8686. διαειδής, ής, ές
  8687. διαείδω1
  8688. διαείδω2
  8689. διαειπέμεν
  8690. διαείσεται
  8691. διαείσομαι
  8692. διαέριος, ος, ον
  8693. διαζάω-ῶ
  8694. διαζεύγνυμι
  8695. διαζευκτικός, ή, όν
  8696. διάζευξις, εως (ἡ)
  8697. διαζωγραφέω-ῶ
  8698. διάζωμα, ατος (τό)
  8699. διαζώννυμι
  8700. διαζώω
  8701. διάημι
  8702. διαθάλπω
  8703. διαθαρρέω-ῶ
  8704. διαθεάομαι-ῶμαι
  8705. διαθειόω-ῶ
  8706. διαθερμαίνω
  8707. διάθερμος, ος, ον
  8708. διάθεσις, εως (ἡ)
  8709. διαθέτης, ου (ὁ)
  8710. διαθέω
  8711. διαθήκη, ης (ἡ)
  8712. διαθηριόω-ῶ
  8713. διαθλάω-ῶ
  8714. διαθλέω-ῶ
  8715. διαθολόω-ῶ
  8716. διαθορυβέω-ῶ
  8717. διαθρέω-ῶ
  8718. διαθρυλέομαι-οῦμαι
  8719. διαθρύπτω
  8720. διαί
  8721. διαιθριάζω
  8722. δίαιθρος, ος, ον
  8723. δίαιμος, ος, ον
  8724. δίαινε, διαίνετο
  8725. διαίνω
  8726. διαίρεσις, εως (ἡ)
  8727. διαιρετέος, α, ον
  8728. διαιρετικός, ή, όν
  8729. διαιρετικῶς
  8730. διαιρετός, ή, όν
  8731. διαιρέω-ῶ
  8732. διαίρω
  8733. διαισθάνομαι
  8734. διαΐσσω
  8735. διαϊστόω-ῶ
  8736. διαισχύνομαι
  8737. δίαιτα, ης (ἡ)
  8738. διαιτάω-ῶ
  8739. διαίτημα, ατος (τό)
  8740. διαιτητήριον, ου (τό)
  8741. διαιτητής, οῦ (ὁ)
  8742. διακαής, ής, ές
  8743. διακαθαίρω
  8744. διακαθέζομαι
  8745. διακάθημαι
  8746. διακαθίζω
  8747. διακαίω
  8748. διακαλύπτω
  8749. διακαραδοκέω-ῶ
  8750. διακαρτερέω-ῶ
  8751. διακατελέγχομαι
  8752. διακατέχω
  8753. διάκαυσις, εως (ἡ)
  8754. διακέαται
  8755. διάκειμαι
  8756. διακείρω
  8757. διακελεύομαι
  8758. διακελευσμός, οῦ (ὁ)
  8759. διάκενος, ος, ον
  8760. διακέρσαι
  8761. διακηρυκεύομαι
  8762. διακηρύσσω
  8763. διακινδυνεύω
  8764. διακινέω-ῶ
  8765. διακλαπέν
  8766. διακλάω-ῶ
  8767. διακλείω
  8768. διακλέπτω
  8769. διακληρόω-ῶ
  8770. διακλίνω
  8771. διάκλισις, εως (ἡ)
  8772. διακλύζω
  8773. διακναίω
  8774. διακολακεύομαι
  8775. διακολλάω-ῶ
  8776. διακομιδή, ῆς (ἡ)
  8777. διακομίζω
  8778. διακονέω-ῶ
  8779. διακονία, ας (ἡ)
  8780. διακονικός, ή, όν
  8781. διακονίομαι
  8782. διάκονος, ου (ὁ, ἡ)
  8783. διακοντίζομαι
  8784. διακόντωσις, εως (ἡ)
  8785. διακοπή, ῆς (ἡ)
  8786. διακοπτέον
  8787. διακόπτω
  8788. διακορεύω
  8789. διακορής, ής, ές
  8790. διάκορος, ος, ον
  8791. Διακός , ή, όν
  8792. διακόσιοι, αι, α
  8793. διακοσμέω-ῶ
  8794. διακόσμησις, εως
  8795. διάκοσμος, ου (ὁ)
  8796. διακούω
  8797. διακρανάω-ῶ
  8798. διακρατέω-ῶ
  8799. διακριβόω-ῶ
  8800. διακριβωτέον
  8801. διακριδόν
  8802. διακρίνω
  8803. Διάκριοι , ων (οἱ)
  8804. διάκρισις, εως (ἡ)
  8805. διακριτέον
  8806. διάκριτος, ος, ον
  8807. διακροτέω-ῶ
  8808. διάκρουσις, εως (ἡ)
  8809. διακρούω
  8810. διάκτορος, ου
  8811. διακυβεύω
  8812. διακυκάω-ῶ
  8813. διακύπτω
  8814. διακωδωνίζω
  8815. διακωλυτής, οῦ (ὁ)
  8816. διακωλύω
  8817. διακωχή, ῆς (ἡ)
  8818. διαλαγχάνω
  8819. διαλακτίζω
  8820. διαλαλέω-ῶ
  8821. διαλαμβάνω
  8822. διαλαμπρύνω
  8823. διαλάμπτω
  8824. διαλανθάνω
  8825. διαλγέω-ῶ
  8826. διαλγής, ής, ές
  8827. διαλέγω
  8828. διαλείβομαι
  8829. διάλειμμα, ατος (τό)
  8830. διαλείπω
  8831. διαλείφω
  8832. διαλεκτέον
  8833. διαλεκτικός, ή, όν
  8834. διαλεκτικῶς
  8835. διάλεκτος, ου (ἡ)
  8836. διαλελαμμένος
  8837. διάλεξις, εως (ἡ)
  8838. διάλευκος, ος, ον
  8839. διαλιμπάνω
  8840. διαλλαγή, ῆς (ἡ)
  8841. διαλλάγηθι
  8842. διαλλάσσω
  8843. διάλλομαι
  8844. διαλοάω-ῶ
  8845. διαλογίζομαι
  8846. διαλογισμός, οῦ (ὁ)
  8847. διαλογιστική, ῆς (ἡ)
  8848. διάλογος, ου (ὁ)
  8849. διαλοιδορέω-ῶ
  8850. διαλυμαίνομαι
  8851. διαλυπέω-ῶ
  8852. διάλυσις, εως (ἡ)
  8853. διαλυτής, οῦ (ὁ)
  8854. διαλυτικός, ή, όν
  8855. διαλυτός, ή, όν
  8856. διαλύω
  8857. διαλωβάω-ῶ
  8858. διαμαθύνω
  8859. διαμαλάσσω
  8860. διαμαντεύομαι
  8861. διαμαρτάνω
  8862. διαμαρτία, ας (ἡ)
  8863. διαμαρτυρέω-ῶ
  8864. διαμαρτυρία, ας (ἡ)
  8865. διαμαρτύρομαι
  8866. διαμαστιγόω-ῶ
  8867. διαμαστίγωσις, εως (ἡ)
  8868. διαμαστροπεύω
  8869. διαμαχετέον
  8870. διαμάχη, ης (ἡ)
  8871. διαμαχητέον
  8872. διαμάχομαι
  8873. διαμάω-ῶ
  8874. διαμείβω
  8875. διαμειδιάω-ῶ
  8876. διαμειρακιεύομαι
  8877. διάμειψις, εως (ἡ)
  8878. διαμελαίνω
  8879. διαμελίζομαι
  8880. διαμελίζω
  8881. διαμελισμός, οῦ (ὁ)
  8882. διαμέλλησις, εως (ἡ)
  8883. διαμέλλω
  8884. διαμέμφομαι
  8885. διαμένω
  8886. διαμερίζω
  8887. διαμερισμός, οῦ (ὁ)
  8888. διαμετρέω-ῶ
  8889. διαμέτρησις, εως (ἡ)
  8890. διαμετρητός, ή, όν
  8891. διάμετρον, ου (τό)
  8892. διάμετρος, ου (ἡ) 1   [γρ
  8893. διαμηρισμός, οῦ (ὁ)
  8894. διαμηχανάομαι-ῶμαι
  8895. διαμηχανητέον
  8896. διαμίγνυμι
  8897. διαμικρολογέομαι-οῦμαι
  8898. διαμιλλάομαι-ῶμαι
  8899. διαμιλλητέον
  8900. διαμιμνῄσκω
  8901. διαμισέω-ῶ
  8902. διαμιστύλλω
  8903. διαμνημονεύω
  8904. διαμοιράω-ῶ
  8905. διαμολύνω
  8906. διαμονομαχέω-ῶ
  8907. διαμορφόω-ῶ
  8908. διαμόρφωσις, εως (ἡ)
  8909. διαμπάξ
  8910. διαμπερές
  8911. διαμπερής, ής, ές
  8912. διαμυδαλέος, α, ον
  8913. διαμυθολογέω-ῶ
  8914. διαμφίδιος, ος, ον
  8915. διαμφισβητέω-ῶ
  8916. διαμφισβήτησις, εως (ἡ)
  8917. διαναγιγνώσκω
  8918. διαναπαύω
  8919. διαναυμαχέω-ῶ
  8920. διανάω
  8921. διάνδιχα
  8922. διανέμησις, εως (ἡ)
  8923. διανεμητέον
  8924. διανεμητικός, ή, όν
  8925. διανεμόομαι-οῦμαι
  8926. διανέμω
  8927. διανέστην
  8928. διανεύω
  8929. διανέω
  8930. διανήχομαι
  8931. διανθίζω
  8932. διανιάομαι-ῶμαι
  8933. διανίστημι
  8934. διανοέομαι-οῦμαι
  8935. διανόημα, ατος (τό)
  8936. διανόησις, εως (ἡ)
  8937. διανοητικός, ή, όν
  8938. διάνοια, ας (ἡ)
  8939. διανοίγω
  8940. διανομεύς, έως (ὁ)
  8941. διανομή, ῆς (ἡ)
  8942. διανταῖος, α, ον
  8943. διαντλέω-ῶ
  8944. διανυκτερεύω
  8945. διανύω
  8946. διαξαίνω
  8947. διαξιφισμός, οῦ (ὁ)
  8948. διαξυράομαι-ῶμαι
  8949. διαπαγκρατιάζω
  8950. διαπαιδαγωγέω-ῶ
  8951. διαπαιδεύομαι
  8952. διαπαίζω
  8953. διαπάλη, ης (ἡ)
  8954. διαπάλλω
  8955. διαπαννυχίζω
  8956. διαπαπταίνω
  8957. διαπαρατριβή, ῆς (ἡ)
  8958. διαπαρείς
  8959. διαπαρθενεύω
  8960. διάπασμα, ατος (τό)
  8961. διαπασσαλεύω
  8962. διαπάσσω
  8963. διαπασῶν (ἡ)
  8964. διαπαύω
  8965. διαπειλέω-ῶ
  8966. διάπειρα, ας (ἡ)
  8967. διαπειράω-ῶ
  8968. διαπείρω
  8969. διαπέμπω
  8970. διαπενθέω-ῶ
  8971. διαπέντε (ἡ)
  8972. διαπεπονημένως
  8973. διαπεραίνω
  8974. διαπεραιόω-ῶ
  8975. διαπεράω-ῶ
  8976. διαπέρθω
  8977. διαπέτομαι
  8978. διαπεύθομαι
  8979. διαπήγνυμι
  8980. διαπηδάω-ῶ
  8981. διαπιαίνω
  8982. διαπιέζω
  8983. διαπικραίνομαι
  8984. διαπίμπλημι
  8985. διαπίνω
  8986. διαπιπράσκω
  8987. διαπίπτω
  8988. διαπιστεύω
  8989. διαπλανάω-ῶ
  8990. διαπλασμός, οῦ (ὁ)
  8991. διαπλάσσω
  8992. διαπλατύνω
  8993. διαπλέκω
  8994. διαπλέω
  8995. διάπλεως, ως, ων
  8996. διαπληκτίζομαι
  8997. διαπληκτισμός, οῦ (ὁ)
  8998. διαπλήσσω
  8999. διάπλοος, ος, ον
  9000. διάπλους
  9001. διαπνέω-ῶ
  9002. διαπνοή, ῆς (ἡ)
  9003. διαποικίλλω
  9004. διαποίκιλος, ος, ον
  9005. διαπολεμέω-ῶ
  9006. διαπολέμησις, εως (ἡ)
  9007. διαπολιορκέω-ῶ
  9008. διαπολιτεία, ας (ἡ)
  9009. διαπολιτεύομαι
  9010. διαπομπεύω
  9011. διαπομπή, ῆς (ἡ)
  9012. διαπονέω-ῶ
  9013. διαπόνησις, εως (ἡ)
  9014. διάπονος, ος, ον
  9015. διαπόντιος, ος, ον
  9016. διαπόνως
  9017. διαπορεύω
  9018. διαπορέω-ῶ
  9019. διαπορητικός, ή, όν
  9020. διαπορθέω-ῶ
  9021. διαπορθμεύω
  9022. διαπορία, ας (ἡ)
  9023. διαπραγματεύομαι
  9024. διαπραθέειν
  9025. διαπρακτέος, α, ον
  9026. διάπρασις, εως (ἡ)
  9027. διαπράσσω
  9028. διαπρεπής, ής, ές
  9029. διαπρέπω
  9030. διαπρεπῶς
  9031. διαπρεσβεύομαι
  9032. διαπρήσσω
  9033. διαπρίω
  9034. διαπρό
  9035. διαπρύσιος, α, ον
  9036. διαπταίη
  9037. διαπταίω
  9038. διαπτάσθαι
  9039. διαπτοέω-ῶ
  9040. διαπτοιέω
  9041. διαπτύσσω
  9042. διαπτυχή, ῆς (ἡ)
  9043. διαπτύω
  9044. διάπτωμα, ατος (τό)
  9045. διάπτωσις, εως (ἡ)
  9046. διαπϋίσκω
  9047. διαπυκτεύω
  9048. διαπυνθάνομαι
  9049. διάπυρος, ος, ον
  9050. διαπυρόομαι-οῦμαι
  9051. διαπυρσεύω
  9052. διαπωλέω-ῶ
  9053. διαράσσω
  9054. διάργεμος, ος, ον
  9055. διαρθρόω-ῶ
  9056. διάρθρωσις, εως (ἡ)
  9057. διαριθμέω-ῶ
  9058. διαρίθμησις, εως (ἡ)
  9059. διαρκέω-ῶ
  9060. διαρκής, ής, ές
  9061. διαρκῶς
  9062. δίαρμα, ατος (τό)
  9063. διαρμόζω
  9064. διαρπαγή, ῆς (ἡ)
  9065. διαρπάζω
  9066. διαρραγείης
  9067. διαρραίνω
  9068. διαρραίω
  9069. διάρραμα, ατος (τό)
  9070. διαρράπτω
  9071. διαρρέω
  9072. διαρρήγνυμι
  9073. διαρρήδην
  9074. διαρρήσσω
  9075. διαρρίπτασκεν
  9076. διαρριπτέω-ῶ
  9077. διαρρίπτω
  9078. διάρριψις, εως (ἡ)
  9079. διαρροή, ῆς (ἡ)
  9080. διαρροθέω-ῶ
  9081. διάρροια, ας (ἡ)
  9082. διαρροιζέω-ῶ
  9083. διαρρύδαν
  9084. διαρρώξ, ῶγος
  9085. διαρταμέω-ῶ
  9086. διαρταμή, ῆς (ἡ)
  9087. διαρτάω-ῶ
  9088. διασαίρω
  9089. διασαλεύω
  9090. διασαφέω-ῶ
  9091. διασαφηνίζω
  9092. διάσειστος, ος, ον
  9093. διασείω
  9094. διασεύομαι
  9095. διασημαίνω
  9096. διάσημος, ος, ον
  9097. διασήπω
  9098. Διάσια , ων (τά)
  9099. διασίζω
  9100. διασιλλαίνω
  9101. διασιωπάω-ῶ
  9102. διασκαλεύω
  9103. διασκάλλω
  9104. διασκάπτω
  9105. διασκαριφάω-ῶ
  9106. διασκεδάννυμι
  9107. διασκεδῶ
  9108. διασκέπτομαι
  9109. διασκευάζω
  9110. διασκευή, ῆς (ἡ)
  9111. διάσκεψις, εως (ἡ)
  9112. διασκέω-ῶ
  9113. διασκηνέω-ῶ
  9114. διασκηνητέον
  9115. διασκηνόω-ῶ
  9116. διασκίδνημι
  9117. διασκιρτάω-ῶ
  9118. διασκοπέω-ῶ
  9119. διασκοπιάομαι-ῶμαι
  9120. διασκορπίζω
  9121. διασκώπτω
  9122. διασμάω-ῶ
  9123. διασμήχω
  9124. διασοβέω-ῶ
  9125. διασόβησις, εως (ἡ)
  9126. διασπαθάω-ῶ
  9127. διασπαρακτός, ή, όν
  9128. διασπαράσσω
  9129. διασπαρείς
  9130. διάσπασις, εως (ἡ)
  9131. διάσπασμα, ατος (τό)
  9132. διασπασμός, οῦ (ὁ)
  9133. διασπάω-ῶ
  9134. διασπείρω
  9135. διασπλεκόω-ῶ
  9136. διασπορά, ᾶς (ἡ)
  9137. διᾴσσω
  9138. διαστάς, διαστάν
  9139. διαστασιάζω
  9140. διάστασις, εως (ἡ)
  9141. διαστατικός, ή, όν
  9142. διαστατός, ός, όν
  9143. διασταυρόω-ῶ
  9144. διαστείχω
  9145. διαστέλλω
  9146. διάστημα, ατος (τό)
  9147. διαστήσω
  9148. διαστήτην
  9149. διαστίζω
  9150. διαστίλβω
  9151. διαστοιβάζω
  9152. διαστοιχίζομαι
  9153. διαστολή, ῆς (ἡ)
  9154. διαστρατηγέω-ῶ
  9155. διαστρεβλόω-ῶ
  9156. διαστρέφω
  9157. διαστροβέω-ῶ
  9158. διαστροφή, ῆς (ἡ)
  9159. διάστροφος, ος, ον
  9160. διασυγχέω
  9161. διασυνίστημι
  9162. διασύρω
  9163. διασφάλλω
  9164. διασφάξ, άγος (ἡ)
  9165. διασφενδονάω-ῶ
  9166. διασχηματίζω
  9167. διασχίζω
  9168. διασῴζω
  9169. διαταγείς
  9170. διαταγή, ῆς (ἡ)
  9171. διάταγμα, ατος (τό)
  9172. διάταξις, εως (ἡ)
  9173. διαταράσσω
  9174. διαταραχή, ῆς (ἡ)
  9175. διάτασις, εως (ἡ)
  9176. διατάσσω
  9177. διαταφρεύω
  9178. διαταχθείς
  9179. διατείνω
  9180. διατειχίζω
  9181. διατείχισμα, ατος (τό)
  9182. διατελέω-ῶ
  9183. διατελής, ής, ές
  9184. διατέμνω
  9185. διατεταμένως
  9186. διατετραίνω
  9187. διατήκω
  9188. διατηρέω-ῶ
  9189. διατηρητικός, ή, όν
  9190. διατίθημι
  9191. διατιμάω-ῶ
  9192. διατινάσσω
  9193. διατμήγω
  9194. διατμίζω
  9195. διατομή, ῆς (ἡ)
  9196. διατοξεύσιμος, ος, ον
  9197. διατοξεύω
  9198. διατορεύω
  9199. διατορνεύω
  9200. διάτορος, ος, ον
  9201. διατραγῳδέω-ῶ
  9202. διατραχηλίζω
  9203. διατραχύνω
  9204. διατρεπτικός, ή, όν
  9205. διατρέπω
  9206. διατρέφω
  9207. διατρέχω
  9208. διατρέω
  9209. διατριβή, ῆς (ἡ)
  9210. διατρίβω
  9211. διατριπτέον
  9212. διάτριχα
  9213. διάτροπος, ος, ον
  9214. διατροφή, ῆς (ἡ)
  9215. διατρύγιος, ος, ον
  9216. διατρυπάω-ῶ
  9217. διατρυφάω-ῶ
  9218. διατρυφέν
  9219. διατρώγω
  9220. διαττάω-ῶ
  9221. διάττησις, εως (ἡ)
  9222. δίαττος, ου (ὁ)
  9223. διᾴττω
  9224. διατυπόω-ῶ
  9225. διατύπωσις, εως (ἡ)
  9226. διαυγάζω
  9227. διαυγασμός, οῦ (ὁ)
  9228. διαύγεια, ας (ἡ)
  9229. διαυγέω-ῶ
  9230. διαυγής, ής, ές
  9231. δίαυλος1, ου (ὁ)
  9232. δίαυλος2, ου (ὁ)
  9233. διαφαγεῖν
  9234. διαφαίνω
  9235. διαφανής, ής, ές
  9236. διαφανῶς
  9237. διαφαρμακεύω
  9238. διάφασις, εως (ἡ)
  9239. διάφαυσις, εως (ἡ)
  9240. διαφαύσκω
  9241. διαφειμένος
  9242. διαφερόντως
  9243. διαφέρω
  9244. διαφεύγω
  9245. διαφευκτικός, ή, όν
  9246. διάφευξις, εως (ἡ)
  9247. διαφῆκα, διαφήσω
  9248. διαφημίζω
  9249. διαφθάνω
  9250. διαφθαρέεται
  9251. διαφθαρήσομαι
  9252. διαφθείρεσκε
  9253. διαφθείρω
  9254. διαφθέρσει
  9255. διαφθορά, ᾶς (ἡ)
  9256. διαφθορεύς, έως (ὁ)
  9257. διαφίημι
  9258. διαφιλονεικέω-ῶ
  9259. διαφιλοτιμέομαι-οῦμαι
  9260. διαφλέγω
  9261. διαφοιβάζω
  9262. διαφοιτάω-ῶ
  9263. διαφοιτέοντας
  9264. διαφορά, ᾶς (ἡ)
  9265. διαφορέω-ῶ
  9266. διαφόρησις, εως (ἡ)
  9267. διάφορος, ος, ον
  9268. διαφορότης, ητος (ἡ)
  9269. διαφόρως
  9270. διάφραγμα, ατος (τό)
  9271. διαφράγνυμι
  9272. διαφράζω
  9273. διαφράσσω
  9274. διαφρέω
  9275. διαφροντίζω
  9276. διαφυγγάνω
  9277. διαφυγή, ῆς (ἡ)
  9278. διαφυή, ῆς (ἡ)
  9279. διαφυλακτέος, α, ον
  9280. διαφυλακτικός, ή, όν
  9281. διαφυλάσσω
  9282. διαφυσάω-ῶ
  9283. διαφύσσω
  9284. διαφύω
  9285. διαφῶ, ῇς
  9286. διαφωνέω-ῶ
  9287. διάφωνος, ος, ον
  9288. διαφώσκω
  9289. διαφωτίζω
  9290. διαχάζω
  9291. διαχαίνω
  9292. διαχαλάω-ῶ
  9293. διαχαράσσω
  9294. διαχειμάζω
  9295. διαχειρίζω
  9296. διαχείρισις, εως (ἡ)
  9297. διαχειροτονέω-ῶ
  9298. διαχειροτονία, ας (ἡ)
  9299. διαχέω
  9300. διαχλευάζω
  9301. διαχλιδάω-ῶ
  9302. διαχόω
  9303. διαχράομαι-ῶμαι
  9304. διαχρέομαι
  9305. διάχρυσος, ος, ον
  9306. διάχυσις, εως (ἡ)
  9307. διαχωρέω-ῶ
  9308. διαχωρίζω
  9309. διαχώρισμα, ατος (τό)
  9310. διαχωρισμός, οῦ (ὁ)
  9311. διαψαύομαι
  9312. διαψέγω
  9313. διαψεύδω
  9314. διαψηφίζομαι
  9315. διαψήφισις, εως (ἡ)
  9316. διαψιθυρίζω
  9317. διάψυξις, εως (ἡ)
  9318. διαψύχω
  9319. διβολία, ας (ἡ)
  9320. διγαμία, ας (ἡ)
  9321. δίγαμμα (τό)
  9322. δίγαμος, ος, ον
  9323. δίγλωσσος, ος, ον
  9324. διδακτικός, ή, όν
  9325. διδακτός, ή, όν
  9326. δίδακτρον, ου (τό)
  9327. δίδαξις, εως (ἡ)
  9328. διδάξω
  9329. διδασκαλεῖον, ου (τό)
  9330. διδασκαλία, ας (ἡ)
  9331. διδασκαλικός, ή, όν
  9332. διδασκάλιον, ου (τό)
  9333. διδάσκαλος, ου (ὁ, ἡ)
  9334. διδασκέμεν, διδασκέμεναι
  9335. διδάσκω
  9336. διδαχή, ῆς (ἡ)
  9337. δίδημι
  9338. διδόασι
  9339. διδράσκω
  9340. δίδραχμος, ος, ον
  9341. Δίδυμα, ων (τά)
  9342. Διδυμαῖον , ου (τό)
  9343. διδυμάνωρ, ορος
  9344. διδυματόκος, ος, ον
  9345. διδυμάων, ονος
  9346. δίδυμος, η, ον
  9347. διδῴη
  9348. δίδωμι
  9349. δίε
  9350. διέβην
  9351. διεγγυάω-ῶ
  9352. διεγείρω
  9353. διεγερθείς
  9354. διέζωσα
  9355. διεδάσαντο
  9356. διέδεξε
  9357. διέδραμον
  9358. διέεργον
  9359. διεθείς, εῖσα, έν
  9360. διέθεμεν
  9361. διεθέμην
  9362. διέθηκα
  9363. διεθῆναι
  9364. δίει
  9365. διειδέναι
  9366. διειδής, ής, ές
  9367. διεῖδον
  9368. δίοιδα
  9369. διείλεγμαι
  9370. διειλέω-ῶ
  9371. διείλημμαι
  9372. διειλημμένως
  9373. διείληφα
  9374. διεῖλον
  9375. διειμένος
  9376. δίειμι1
  9377. δίειμι2
  9378. διεῖπον1
  9379. διεῖπον2
  9380. διεῖρα
  9381. διείργω
  9382. διείρηκα, διείρημαι
  9383. διείρομαι1
  9384. διείρομαι2
  9385. διειρύω
  9386. διείρω1
  9387. διείρω2
  9388. διείς, διεῖσα, διέν
  9389. διείσομαι
  9390. διέκ,
  9391. διέκδυσις, εως (ἡ)
  9392. διεκδύω
  9393. διεκθέω
  9394. διεκπαίω
  9395. διεκπεράω-ῶ
  9396. διεκπίπτω
  9397. διεκπλέω
  9398. διέκπλοος, όου (ὁ)
  9399. διεκπλώω
  9400. διεκπνοή, ῆς (ἡ)
  9401. διέκριθεν
  9402. διέκροος, όου (ὁ)
  9403. διεκφεύγω
  9404. διέλασις, εως (ἡ)
  9405. διελαύνω
  9406. διελεγκτέον
  9407. διελέγχω
  9408. διελεῖν
  9409. διελεύσομαι, διελήλυθα
  9410. διελέχθην
  9411. διελίσσω
  9412. διέλκω
  9413. διελών, οῦσα, όν
  9414. δίεμαι
  9415. διέμενος, η, ον
  9416. διεμπολάω-ῶ
  9417. διεμφαίνω
  9418. διενεγκεῖν
  9419. διενειλέω-ῶ
  9420. διενεκτέον
  9421. διενεχθείς
  9422. διενήνοχα
  9423. διενθυμέομαι-οῦμαι
  9424. διενιαυτίζω
  9425. δίενται
  9426. διέξ
  9427. διεξάγω
  9428. διεξαγωγή, ῆς (ἡ)
  9429. διεξαΐσσω
  9430. διέξειμι
  9431. διεξέλασις, εως (ἡ)
  9432. διεξελαύνω
  9433. διεξελέγχω
  9434. διεξελεύσομαι
  9435. διεξελίσσω
  9436. διεξερέομαι
  9437. διεξέρχομαι
  9438. διεξηγέομαι-οῦμαι
  9439. διεξήϊε
  9440. διεξιείς
  9441. διεξιέναι
  9442. διεξίημι
  9443. διεξίμεναι
  9444. διεξιών, οῦσα, όν
  9445. διεξοδικός, ή, όν
  9446. διέξοδος, ου (ἡ)
  9447. διεξυφαίνω
  9448. διεορτάζω
  9449. διεπέφραδε
  9450. διεπλήσθην
  9451. διέπραθον
  9452. διέπτατο
  9453. διέπω
  9454. διέραμα, ατος (τό)
  9455. διεράω-ῶ
  9456. διεργάζομαι
  9457. διερείδω
  9458. διερευνάω-ῶ
  9459. διερευνητής, οῦ (ὁ)
  9460. διερίζω
  9461. διερμηνευτής, οῦ (ὁ)
  9462. διερμηνεύω
  9463. διερός1, ά, όν
  9464. διερός2, ά, όν
  9465. διέρπω
  9466. διερρήθην
  9467. διέρρηξα
  9468. διερρύηκα, διερρύην
  9469. διέρρωγα
  9470. διερύκω
  9471. διέρχομαι
  9472. διερῶ
  9473. διερωτάω-ῶ
  9474. διέσει
  9475. δίεσθαι
  9476. διεσθίω
  9477. δίεσις, εως (ἡ)
  9478. διεσκεμμένως
  9479. διέσσυτο
  9480. διεσφαλμένως
  9481. διετής, ής, ές
  9482. διετήσιος, ος, ον
  9483. διετία, ας (ἡ)
  9484. διέτμαγεν
  9485. διευθύνω
  9486. διευκρινέω-ῶ
  9487. διευνάω-ῶ
  9488. διευσχημονέω-ῶ
  9489. διευτελίζω
  9490. διευτυχέω-ῶ
  9491. διεφθαρέατο
  9492. διεφθάρην, διέφθαρκα, διέ
  9493. διέχεα, διέχευα
  9494. διεχής, ής, ές
  9495. διέχω
  9496. διεψευσμένως
  9497. δίζημαι
  9498. δίζυξ, υγος
  9499. δίζω
  9500. δίζως
  9501. διηγέομαι-οῦμαι
  9502. διήγημα, ατος (τό)
  9503. διήγησις, εως (ἡ)
  9504. διῄειν
  9505. διηθέω-ῶ
  9506. διήθησις, εως (ἡ)
  9507. διῆκα
  9508. διηκονέω, διήκονος
  9509. διηκόσιοι
  9510. διήκω
  9511. διημερεύω
  9512. διηνεκέως
  9513. διηνεκής, ής, ές
  9514. διήνεμος, ος, ον
  9515. διῃρημένως
  9516. διήρης, ης, ες
  9517. δίηται
  9518. διήφυσε
  9519. διηχέω-ῶ
  9520. διηχής, ής, ές
  9521. διθάλασσος, ος, ον
  9522. δίθηκτος, ος, ον
  9523. δίθρονος, ου (ὁ)
  9524. διθυραμβικός, ή, όν
  9525. διθυραμβοποιός, οῦ (ὁ)
  9526. διθύραμβος, ου (ὁ)
  9527. δίθυρος, ος, ον
  9528. Διΐ
  9529. διϊδεῖν
  9530. διϊέναι
  9531. διΐημι
  9532. διϊκνέομαι-οῦμαι
  9533. Δίϊος, ος, ον
  9534. διϊπετής, ής, ές
  9535. διΐπτημι
  9536. διϊστέον
  9537. διΐστημι
  9538. διϊστορέω-ῶ
  9539. διϊσχυρίζομαι
  9540. διΐωμεν
  9541. δίκα
  9542. δικαζέμεν
  9543. δικάζω
  9544. δικαιεῦν
  9545. δικαϊκός, ή, όν
  9546. δικαιοδοτέω-ῶ
  9547. δικαιοκρισία, ας (ἡ)
  9548. δικαιοκρίτης, ου (ὁ)
  9549. δικαιολογέω-ῶ
  9550. δικαιολογία, ας (ἡ)
  9551. διακαιοπραγέω-ῶ
  9552. δικαιοπράγημα, ατος (τό)
  9553. δικαιοπραγία, ας (ἡ)
  9554. δίκαιος, α, ον
  9555. δικαιοσύνη, ης (ἡ)
  9556. δικαιότης, ητος (ἡ)
  9557. δικαιόω-ῶ
  9558. δικαίωμα, ατος (τό)
  9559. δικαίως
  9560. δικαίωσις, εως (ἡ)
  9561. δικαιωτής, οῦ (ὁ)
  9562. δικᾶν
  9563. δικανικός, ή, όν
  9564. δικάρδιος, ος, ον
  9565. δίκασα
  9566. δικασπόλος, ος, ον
  9567. δίκασσα
  9568. δικαστήρ, ῆρος (ὁ)
  9569. δικαστήριον, ου (τό)
  9570. δικαστής, οῦ (ὁ)
  9571. δικαστικός, ή, όν
  9572. δικαστικῶς à
  9573. δικάστρια, ας (ἡ)
  9574. δίκελλα, ης (ἡ)
  9575. δικελλίτης, ου (ὁ)
  9576. δίκεντρος, ος, ον
  9577. δίκερκος, ος, ον
  9578. δίκη, ης (ἡ)
  9579. δίκην
  9580. δικηφόρος, ου (ὁ)
  9581. δικλίς, ίδος
  9582. δικογραφία, ας (ἡ)
  9583. δικοδίφης, ου (ὁ)
  9584. δικολογέω-ῶ
  9585. δικολόγος, ου (ὁ)
  9586. δικόρυμβος, ος, ον
  9587. δικόρυφος, ος, ον
  9588. δίκρανος, ος, ον
  9589. δικρατής, ής, ές
  9590. δίκροτος, ος, ον
  9591. δικτατορία, ας (ἡ)
  9592. δικτάτωρ, ορος (ὁ)
  9593. δικτατωρία, ας (ἡ)
  9594. δικτυεία, ας (ἡ)
  9595. δικτυεύς, έως (ὁ)
  9596. Δίκτυννα , ης (ἡ)
  9597. δικτυόκλωστος, ος, ον
  9598. δίκτυον, ου (τό)
  9599. δικτυουλκός, οῦ (ὁ)
  9600. δικτυόω-ῶ
  9601. δίκτυς, υος (ὁ)
  9602. δίκω
  9603. δικωπία, ας (ἡ)
  9604. δίκωπος, ος, ον
  9605. δίλογος, ος, ον
  9606. δίλογχος, ος, ον
  9607. δίλοφος, ος, ον
  9608. δίμηνος, ος, ον
  9609. δίμιτρος, ος, ον
  9610. διμναῖος, α, ον
  9611. δίμνεως, εως, εων
  9612. διμοιρία, ας (ἡ)
  9613. διμοιρίτης, ου (ὁ)
  9614. δίμοιρος, ος, ον
  9615. Δινδυμήνη , ης (ἡ)
  9616. Δίνδυμον, ου (τό)
  9617. δινεύεσκον
  9618. δινεύω
  9619. δινέω-ῶ
  9620. δίνη, ης (ἡ)
  9621. δινήεις, ήεσσα, ῆεν
  9622. δῖνος, ου (ὁ)
  9623. δινώδης, ης, ες
  9624. δινωτός, ή, όν
  9625. διξός, ή, όν
  9626. διό
  9627. Διόβλητος , ος, ον
  9628. Διόβολος , ος, ον
  9629. διογενής, ής, ές
  9630. Διογένης , ους (ὁ)
  9631. διόγκωσις, εως (ἡ)
  9632. διόγονος, ος, ον
  9633. διοδεύω
  9634. διοδοιπορέω-ῶ
  9635. δίοδος, ου (ἡ)
  9636. Διόθεν
  9637. διοίγνυμι
  9638. διοιδέω-ῶ
  9639. διοικέω-ῶ
  9640. διοίκησις, εως (ἡ)
  9641. διοικητής, οῦ (ὁ)
  9642. διοικητικός, ή, όν
  9643. διοικίζω
  9644. διοικοδομέω-ῶ
  9645. διοίσομαι
  9646. διοϊστεύω
  9647. διοίσω
  9648. δίοιτο
  9649. διοίχηνται
  9650. διοιχνέω-ῶ
  9651. διοίχομαι
  9652. διοκωκή
  9653. διολέσω, διολέω
  9654. διολισθάνω
  9655. διόλλυμι
  9656. διόλου
  9657. διολῶ
  9658. δίομαι
  9659. διομαλίζω
  9660. διομαλύνω
  9661. Διομήδειος , ος
  9662. Διομήδης , εος-ους (ὁ)
  9663. διόμνυμι
  9664. διομολογέω-ῶ
  9665. διομολογία, ας (ἡ)
  9666. διονομάζω
  9667. Διονύσια , ων (τὰ)
  9668. Διονυσιάζω
  9669. Διονυσιακός , ή, όν
  9670. Διονύσιος , α, ον
  9671. Διονυσοκόλακες , ων (οἱ)
  9672. Διόνυσος , ου (ὁ)
  9673. διόπερ
  9674. διοπετής, ής, ές
  9675. δίοπος, ου (ὁ)
  9676. διοπτεύω
  9677. διοπτήρ, ῆρος (ὁ)
  9678. διορατικός, ή, όν
  9679. διοράω-ῶ
  9680. διοργίζομαι
  9681. διόργυιος, ος, ον
  9682. διορθόω-ῶ
  9683. διόρθωμα, ατος (τό)
  9684. διόρθωσις, εως (ἡ)
  9685. διορθωτής, οῦ (ὁ)
  9686. διορίζω
  9687. διορισμός, οῦ (ὁ)
  9688. διοριστέον
  9689. διόρνυμαι
  9690. διόρυγμα, ατος (τό)
  9691. διορύσσω
  9692. Διός
  9693. δῖος, α, ον
  9694. διόσδοτος, ος, ον
  9695. διοσημεία, ας (ἡ)
  9696. Διοσκόρειον
  9697. Διόσκοροι
  9698. διότι
  9699. διοτρεφής, ής, ές
  9700. διουρίζω
  9701. διοχλέω-ῶ
  9702. δίοψις, εως (ἡ)
  9703. διόψομαι
  9704. δίπαις, παιδος
  9705. δίπαλτος, ος, ον
  9706. δίπηχυς, υς, υ
  9707. διπλάζω
  9708. δίπλαξ, ακος
  9709. διπλασιάζω
  9710. διπλασιασμός, οῦ (ὁ)
  9711. διπλάσιος, α, ον
  9712. διπλασιόω-ῶ
  9713. διπλασίων, ων, ον
  9714. διπλασίως
  9715. δίπλεθρος, ος, ον
  9716. διπλῇ
  9717. διπλήσιος
  9718. διπλόη, ης (ἡ)
  9719. διπλοΐζω
  9720. διπλόος-οῦς, όη-ῆ, όον-οῦ
  9721. διπλοῦς, ῆ, οῦν
  9722. διπλόω-ῶ
  9723. δίπλωμα, ατος (τό)
  9724. δίπλωσις, εως (ἡ)
  9725. διπόδης, ου
  9726. δίπους, ους, ουν
  9727. διπρόσωπος, ος, ον
  9728. δίπτυχος, ος, ον
  9729. δίπυλος, ος, ον
  9730. Διρκαῖος , α, ον
  9731. Δίρκη, ης (ἡ)
  9732. δίρρυμος, ος, ον
  9733. δίς
  9734. δισθανής, ής, ές
  9735. δισκέω-ῶ
  9736. δίσκηπτρος, ος, ον
  9737. δισκοβόλος, ου (ὁ)
  9738. δισκοειδής, ής, ές
  9739. δισκόραξ, ακος (ὁ)
  9740. δίσκος, ου (ὁ)
  9741. δίσκουρα, ων (τά)
  9742. δισκοφόρος, ος, ον
  9743. δισμυριάς, άδος (ἡ)
  9744. δισμύριοι, αι, α
  9745. δισσάρχης, ου
  9746. δισσός, ή, όν
  9747. δισσύλλαβος, ος, ον
  9748. δισταγμός, οῦ (ὁ)
  9749. διστάζω
  9750. δίστιχος, ος, ον
  9751. διστοιχία, ας (ἡ)
  9752. δίστολος, ος, ον
  9753. δίστομος, ος, ον
  9754. δισύλλαβος
  9755. δισύπατος, ου (ὁ)
  9756. δισχίλιοι, αι, α
  9757. διτάλαντος, ος, ον
  9758. δίτονος, ος, ον
  9759. διυγιαίνω
  9760. δίυγρος, ος, ον
  9761. διυλίζω
  9762. διυπνίζω
  9763. διυφαίνω
  9764. διφάσιος, α, ον
  9765. διφάω
  9766. διφθέρα, ας (ἡ)
  9767. διφθερίας, ου
  9768. διφθέρινος, η, ον
  9769. διφρεία, ας (ἡ)
  9770. διφρευτής, οῦ (ὁ)
  9771. διφρεύω
  9772. διφρηλατέω-ῶ
  9773. διφρηλάτης, ου (ὁ)
  9774. δίφροντις, ιδος
  9775. δίφρος, ου (ὁ)
  9776. διφροφορέω-ῶ
  9777. διφροφόρος, ος, ον
  9778. διφυής, ής, ές
  9779. δίφυιος, ος, ον
  9780. δίχα
  9781. διχάζω
  9782. διχαλός
  9783. διχῇ
  9784. δίχηλος, ος, ον
  9785. διχθά
  9786. διχθάδιος, ος, ον
  9787. διχογνωμονέω-ῶ
  9788. διχογνώμων, ων, ον
  9789. διχόθεν
  9790. δίχολος, ος, ον
  9791. διχομηνία, ας (ἡ)
  9792. διχόμηνις, ιδος
  9793. διχόμηνος, ος, ον
  9794. διχόνοια, ας (ἡ)
  9795. διχορρόπως
  9796. διχοστασία, ας (ἡ)
  9797. διχοστατέω-ῶ
  9798. διχοτομέω-ῶ
  9799. διχοτομία, ας (ἡ)
  9800. διχοῦ
  9801. διχοφορέω-ῶ
  9802. διχοφρονέω-ῶ
  9803. διχοφροσύνη, ης (ἡ)
  9804. διχόφρων, ων, ον
  9805. δίχρονος, ος, ον
  9806. δίχρωμος, ος, ον
  9807. διχῶς
  9808. δίψα, ης (ἡ)
  9809. διψαλέος, α, ον
  9810. διψάς, άδος
  9811. διψάω-ῶ
  9812. δίψησις, εως (ἡ)
  9813. δίψιος, α, ον
  9814. δίψος, εος-ους (τό)
  9815. δίψυχος, ος, ον
  9816. διψώδης, ης, ες
  9817. δίω
  9818. δίωγμα, ατος (τό)
  9819. διωγμός, οῦ (ὁ)
  9820. διώδυνος, ος, ον
  9821. διωθέω-ῶ
  9822. διωθισμός, οῦ (ὁ)
  9823. διωκάθω
  9824. διωκτέος, α , ον
  9825. διωκτήρ, ῆρος (ὁ)
  9826. διώκτης, ου (ὁ)
  9827. διώκω
  9828. διώλλυτο
  9829. διωμοσία, ας (ἡ)
  9830. διώμοτος, ος, ον
  9831. διώνυμος, ος, ον
  9832. δίωξις, εως (ἡ)
  9833. διωρισμένως
  9834. διωρυγή, ῆς (ἡ)
  9835. διῶρυξ, υχος (ἡ)
  9836. διωρυχή, ῆς (ἡ)
  9837. δίωσις, εως (ἡ)
  9838. δμηθείς
  9839. δμῆσις, εως (ἡ)
  9840. δμήτειρα, ας
  9841. δμῳή, ῆς (ἡ)
  9842. δμωΐς, ΐδος (ἡ)
  9843. δμώς, δμωός (ὁ)
  9844. δνοπαλίζω
  9845. δνοφερός, ά, όν
  9846. δνόφος, ου (ὁ)
  9847. δνοφώδης, ης, ες
  9848. δοάζω1
  9849. δοάζω2
  9850. δοάσσατο
  9851. δόγμα, ατος (τό)
  9852. δογματίζω
  9853. δογματικός, ή, όν
  9854. δοθῆναι
  9855. δοθιήν, ῆνος (ὁ)
  9856. δοιδυκοποιός, οῦ (ὁ)
  9857. δοιδυκοφόβα (ἡ)
  9858. δοίδυξ, υκος (ὁ)
  9859. δοῖεν
  9860. δοιή, ῆς (ἡ)
  9861. δοίην
  9862. δοιός, ά, όν
  9863. δόκανα, ων (τά)
  9864. δοκεύω
  9865. δοκέω-ῶ
  9866. δόκησις, εως (ἡ)
  9867. δοκιμάζω
  9868. δοκιμασία, ας (ἡ)
  9869. δοκιμαστέος, α, ον
  9870. δοκιμαστής, οῦ (ὁ)
  9871. δοκιμεῖον, ου (τό)
  9872. δοκιμή, ῆς (ἡ)
  9873. δοκίμιον, ου (τό)
  9874. δόκιμος, ος, ον
  9875. δοκίμως
  9876. δοκός, οῦ (ἡ, ὁ)
  9877. δολερός, ά, όν
  9878. δολιόμητις, ιδος
  9879. δολιόπους, ποδος
  9880. δόλιος, α, ον
  9881. δολιόφρων, ων, ον
  9882. δολιόω-ῶ
  9883. δολίχαυλος, ος, ον
  9884. δολιχαύχην, ενος
  9885. δολιχεγχής, ής, ές
  9886. δολιχήρετμος, ος, ον
  9887. δολιχοδρομέω-ῶ
  9888. δολιχοδρόμος, ος, ον
  9889. δολιχός, ή, όν
  9890. δόλιχος, ου (ὁ)
  9891. δολιχόσκιος, ος, ον
  9892. δολιχόφρων, ων, ον
  9893. δολόεις, όεσσα, όεν
  9894. δολομήτης, ου
  9895. δολόμητις, ιος
  9896. δολόμυθος, ος, ον
  9897. δολοποιός, ός, όν
  9898. δόλος, ου (ὁ)
  9899. δολοφόνος, ος, ον
  9900. δολοφρονέων, έουσα, έον
  9901. δολοφροσύνη, ης (ἡ)
  9902. δολόφρων, ων, ον
  9903. δολόω-ῶ
  9904. δόλωμα, ατος (τό)
  9905. δόλων, ωνος (ὁ)
  9906. Δολωνία , ας (ἡ)
  9907. δολῶπις, ιδος
  9908. δόλωσις, εως (ἡ)
  9909. δόμα, ατος (τό)
  9910. δόμεν
  9911. δόμεναι
  9912. δόμονδε
  9913. δόμος, ου (ὁ)
  9914. δομοσφαλής, ής, ές
  9915. δονακεύς, έως (ὁ)
  9916. δονακοτρόφος, ος, ον
  9917. δονακόχλοος, οος, οον
  9918. δόναξ, ακος (ὁ)
  9919. δονέω-ῶ
  9920. δόνημα, ατος (τό)
  9921. δόξα, ης (ἡ)
  9922. δοξάζω
  9923. δόξαν
  9924. δοξάριον, ου (τό)
  9925. δόξασμα, ατος (τό)
  9926. δοξαστός, ή, όν
  9927. δοξοκομπέω-ῶ
  9928. δοξοκομπία, ας (ἡ)
  9929. δοξοκοπέω-ῶ
  9930. δοξοκοπία, ας (ἡ)
  9931. δοξομανία, ας (ἡ)
  9932. δοξοσοφία, ας (ἡ)
  9933. δοξόσοφος, ος, ον
  9934. δοξόω-ῶ
  9935. δόξω
  9936. δορά, ᾶς (ἡ)
  9937. δοράτιον, ου (τό)
  9938. δορατισμός, οῦ (ὁ)
  9939. δορατοπαχής, ής, ές
  9940. δόρατος
  9941. δόρει
  9942. δόρη
  9943. δορί
  9944. δοριάλωτος, ος, ον
  9945. δορίγαμβρος, ος, ον
  9946. δοριθήρατος, ος, ον
  9947. δορικανής, ής, ές
  9948. δορίκτητος, ος, ον
  9949. δορίληπτος, ος, ον
  9950. δορίμαργος, ος, ον
  9951. δοριμήστωρ, ορος
  9952. δορίπαλτος, ος, ον
  9953. δοριπετής, ής, ές
  9954. δορίπονος, ος, ον
  9955. δοριτίνακτος, ος, ον
  9956. δορίτμητος, ος, ον
  9957. δορκάς, άδος (ἡ)
  9958. δόρξ, δορκός (ἡ)
  9959. δορός1
  9960. δορός2, οῦ (ὁ)
  9961. δορπέω-ῶ
  9962. δορπηστός, οῦ (ὁ)
  9963. δορπία, ας (ἡ)
  9964. δόρπον, ου (τό)
  9965. δόρυ, δόρατος (τό)
  9966. δορυάλωτος, ος, ον
  9967. δορύξενος, ος, ον
  9968. δορυξόος-οῦς, όος-οῦς, όο
  9969. δορυπαγής, ής, ές
  9970. δορυσθενής, ής, ές
  9971. δορυσσόος-οῦς, όος-οῦς, ό
  9972. δορυσσόης, ητος
  9973. δορυφορέω-ῶ
  9974. δορυφόρημα, ατος (τό)
  9975. δορυφόρησις, εως (ἡ)
  9976. δορυφορία, ας (ἡ)
  9977. δορυφορικός, ή, όν
  9978. δορυφόρος, ος, ον
  9979. δός
  9980. δόσαν
  9981. δόσις, εως (ἡ)
  9982. δόσκον
  9983. δότε
  9984. δοτέος, α, ον
  9985. δοτήρ, ῆρος (ὁ)
  9986. δότης, ου (ὁ)
  9987. δοτικός, ή, όν
  9988. δουλαγωγέω-ῶ
  9989. δουλάριον, ου (τό)
  9990. δουλεία, ας (ἡ)
  9991. δούλειος, α, ον,
  9992. δούλευμα, ατος (τό)
  9993. δουλευτέον
  9994. δουλέυω
  9995. δούλη, ης (ἡ)
  9996. δουληΐη
  9997. δουλικός, ή, όν
  9998. δουλικῶς
  9999. δούλιος, ος, ον
  10000. Δουλιχιεύς , έως (ὁ)
  10001. Δουλίχιον , ου (τό)
  10002. Δουλιχίονδε
  10003. δουλιχόδειρος, ος, ον
  10004. δουλοπρέπεια, ας (ἡ)
  10005. δουλοπρεπής, ής, ές
  10006. δοῦλος, η, ον
  10007. δουλοσύνη, ης (ἡ)
  10008. δουλόσυνος, ος, ον
  10009. δουλόω-ῶ
  10010. δούλωσις, εως (ἡ)
  10011. δοῦναι
  10012. δουπέω-ῶ
  10013. δοῦπος, ου (ὁ)
  10014. δοῦρα
  10015. δούρατα
  10016. δουράτεος, α, ον
  10017. δουράτιον
  10018. δοῦρε
  10019. δούρειος, α, ον
  10020. δούρεσσι
  10021. δουρηνεκής, ής, ές
  10022. δουρί
  10023. δουριάλωτος
  10024. δουρικλειτός, οῦ
  10025. δουρικλυτός, οῦ
  10026. δουρικμής, ῆτος
  10027. δουρίκτητος
  10028. δουρίληπτος
  10029. δούριος, α, ον
  10030. δουρίπληκτος, ος, ον
  10031. δουροδόκη, ης (ἡ)
  10032. δουρός
  10033. δούς
  10034. δοχή, ῆς (ἡ)
  10035. δόχμιος, α, ον
  10036. δοχμόλοφος, ος, ον
  10037. δοχμός, ή, όν
  10038. δράγμα, ατος (τό)
  10039. δραγματηφόρος, ος, ον
  10040. δραγμεύω
  10041. δραίνω
  10042. δράκαινα, ης (ἡ)
  10043. δρακεῖν
  10044. δρακείς
  10045. δράκον
  10046. δρακονθόμιλος, ος, ον
  10047. δρακόντιον, ου (τό)
  10048. δρακοντόμαλλος, ος, ον
  10049. δρακοντώδης, ης, ες
  10050. δράκων, οντος (ὁ)
  10051. δρακών
  10052. δρᾶμα, ατος (τό)
  10053. δραματικός, ή, όν
  10054. δραμάτιον, ου (τό)
  10055. δραματοποιός, οῦ (ὁ)
  10056. δραματουργία, ας (ἡ)
  10057. δραμεῖν
  10058. δράμημα, ατος (τό)
  10059. δραμοῦμαι
  10060. δράξομαι
  10061. δραπετεύω
  10062. δραπέτης, ου
  10063. δραπετικός, ή, όν
  10064. δραπετίσκος, ου (ὁ)
  10065. δρασείω
  10066. δράσιμος, ος, ον
  10067. δρᾶσις, εως (ἡ)
  10068. δρασκάζω
  10069. δρασμός, οῦ (ὁ)
  10070. δράσσομαι
  10071. δραστέον
  10072. δραστήριος, ος, ον
  10073. δραστικός, ή, όν
  10074. δρατός, ή, όν
  10075. δράττομαι
  10076. δραχμή, ῆς (ἡ)
  10077. δράω-ῶ
  10078. δρεπάνη, ης (ἡ)
  10079. δρεπανηφόρος, ος, ον
  10080. δρεπανοειδής, ής, ές
  10081. δρέπανον, ου (τό)
  10082. δρέπω
  10083. δρεψεύμενος
  10084. δρηπέτης
  10085. δρησμός
  10086. δρήστειρα, ας (ἡ)
  10087. δρηστήρ, ῆρος (ὁ)
  10088. δρήστης, ου
  10089. δρηστοσύνη, ης (ἡ)
  10090. δρία
  10091. δριμέως
  10092. δριμύς, εῖα, ύ
  10093. δριμύτης, ητος (ἡ)
  10094. δρίος (τό)
  10095. δροίτη, ης (ἡ)
  10096. δρομαῖος, α, ον
  10097. δρομάς, άδος
  10098. δρομάω-ῶ
  10099. δρομεύς, έως (ὁ)
  10100. δρομίας, ου (ὁ)
  10101. δρομικός, ή, όν
  10102. δρομοκῆρυξ, υκος (ὁ)
  10103. δρόμος, ου (ὁ)
  10104. δροσερός, ά, όν
  10105. δροσίζω
  10106. δροσίη, ης (ἡ)
  10107. δρόσιμος, ος, ον
  10108. δροσοβολέω-ῶ
  10109. δροσοβόλος, ος, ον
  10110. δρόσος, ου (ἡ)
  10111. δροσώδης, ης, ες
  10112. δρυάς, άδος (ἡ)
  10113. δρύϊνος, η, ον
  10114. δρυκολάπτης, ου (ὁ)
  10115. δρυμά
  10116. δρυμός, οῦ (ὁ)
  10117. δρυμών, ῶνος (ὁ)
  10118. δρυοκολάπτης, ου (ὁ)
  10119. δρυός
  10120. δρυοτόμος, ου (ὁ)
  10121. δρύοχος, ου (ὁ)
  10122. δρύπτω
  10123. δρῦς, δρυός (ἡ)
  10124. δρύφακτος, ου (ὁ)
  10125. δρῷμι
  10126. δρωπακίζω
  10127. δρῶπαξ, ακος (ὁ)
  10128. δῦ
  10129. δύ᾽
  10130. δυάς, άδος (ἡ)
  10131. δυάω
  10132. δυέσθην
  10133. δύη1, ης (ἡ)
  10134. δύη2
  10135. δύη3
  10136. δῦθι
  10137. δύϊος, α, ον
  10138. δύμεναι
  10139. δύνᾳ
  10140. δῦναι
  10141. δύναμαι
  10142. δυνάμεσθα
  10143. δυνάμην
  10144. δυναμικός, ή, όν
  10145. δύναμις, εως (ἡ)
  10146. δυναμόω-ῶ
  10147. δύναντος
  10148. δύνασαι
  10149. δύνασις, εως (ἡ)
  10150. δυνάσομαι
  10151. δυναστεία, ας (ἡ)
  10152. δυναστευτικός, ός, όν
  10153. δυναστεύω
  10154. δυνάστης, ου (ὁ)
  10155. δυνάστωρ, ορος (ὁ)
  10156. δυνατέω-ῶ
  10157. δυνάτης, ου (ὁ)
  10158. δυνατός, ή, όν
  10159. δυνατῶς
  10160. δυνέαται
  10161. δυνεώμεθα, δυνέωνται
  10162. δύνῃ
  10163. δύνηαι
  10164. δυνησάμην
  10165. δυνήσομαι
  10166. δῦνον
  10167. δύντε
  10168. δύνω
  10169. δύο
  10170. δυοκαίδεκα
  10171. δυοκαιδεκάμηνος, ος, ον
  10172. δύομαι
  10173. δυόωσι
  10174. δύρομαι
  10175. δυσαγκόμιστος
  10176. δυσάγκριτος, ος, ον
  10177. δυσάγνος, ος, ον
  10178. δυσαγρέω-ῶ
  10179. δυσάγωγος, ος, ον
  10180. δυσάγων, ωνος
  10181. δυσάδελφος, ος, ον
  10182. δυσαής, ής, ές
  10183. δυσάθλιος, ος, ον
  10184. δυσαιανής, ής, ές
  10185. δυσαίατο
  10186. δυσαίων, ωνος
  10187. δυσαλγής, ής, ές
  10188. δυσάλγητος, ος, ον
  10189. δυσάλωτος, ος, ον
  10190. δυσαμερία
  10191. δυσάμμορος, ος, ον
  10192. δυσανάκλητος, ος, ον
  10193. δυσανακόμιστος, ος, ον
  10194. δυσανάκρατος, ος, ον
  10195. δυσανασχετέω-ῶ
  10196. δυσανάτρεπτος, ος, ον
  10197. δυσάνεκτος, ος, ον
  10198. δυσάνεμος
  10199. δυσανιῶν, ῶσα, ῶν
  10200. δυσάντητος, ος, ον
  10201. δυσαντίβλεπτος, ος, ον
  10202. δύσαντο
  10203. δυσάνωρ, ορος
  10204. δυσαπάλλακτος, ος, ον
  10205. δυσαπόκριτος, ος, ον
  10206. δυσαπόσπαστος, ος, ον
  10207. δυσαποσπάστως
  10208. δυσαπότρεπτος, ος, ον
  10209. δυσαπότριπτος, ος, ον
  10210. δυσαρεστέω-ῶ
  10211. δυσάρεστος, ος, ον
  10212. δυσαρέστως
  10213. δυσαριστοτόκεια, ας (ἡ)
  10214. δύσαρκτος, ος, ον
  10215. δυσαρμοστία, ας (ἡ)
  10216. δυσάρμοστος, ος, ον
  10217. δυσαυλία, ας (ἡ)
  10218. δύσαυλος1, ος, ον
  10219. δύσαυλος2, ος, ον
  10220. δυσαχής, ής, ές
  10221. δυσβάστακτος, ος, ον
  10222. δύσβατος, ος, ον
  10223. δυσβάϋκτος, ος, ον
  10224. δυσβουλία, ας (ἡ)
  10225. δύσβρωτος, ος, ον
  10226. δυσγάργαλις, ις, ι
  10227. δυσγένεια, ας (ἡ)
  10228. δυσγενής, ής, ές
  10229. δυσγνωσία, ας (ἡ)
  10230. δυσδαίμων, ων, ον
  10231. δυσδάκρυτος, ος, ον
  10232. δύσδαμαρ, αρτος
  10233. δυσδιάθετος, ος, ον
  10234. δυσδιαίτητος, ος, ον
  10235. δυσδιακόντιστος, ος, ον
  10236. δυσδιάκριτος, ος, ον
  10237. δυσδιάλυτος, ος, ον
  10238. δύσεδρος, ος, ον
  10239. δυσειδής, ής, ές
  10240. δυσειματέω-ῶ
  10241. δυσείσβολος, ος, ον
  10242. δυσεκβίαστος, ος, ον
  10243. δυσεκθέρματος, ος, ον
  10244. δυσέκθυτος, ος, ον
  10245. δυσέκλειπτος, ος, ον
  10246. δυσεκλύτως
  10247. δυσέκνιπτος, ος, ον
  10248. δυσεκπέρατος, ος, ον
  10249. δυσέκπλυτος, ος, ον
  10250. δυσέλεγκτος, ος, ον
  10251. Δυσελένα , ας (ἡ)
  10252. δυσέλικτος, ος, ον
  10253. δύσελπις, ις, ι
  10254. δυσέλπιστος, ος, ον
  10255. δυσέμβατος, ος, ον
  10256. δυσέμβολος, ος, ον
  10257. δυσεντερία, ας (ἡ)
  10258. δυσεντερικός, ή, όν
  10259. δυσεντέριον, ου (τό)
  10260. δυσέντευκτος, ος, ον
  10261. δυσεξαπάτητος, ος, ον
  10262. δυσέξαπτος, ος, ον
  10263. δυσεξαρίθμητος, ος, ον
  10264. δυσεξέλεγκτος, ος, ον
  10265. δυσεξέλικτος, ος, ον
  10266. δυσεξεύρετος, ος, ον
  10267. δυσεξημέρωτος, ος, ον
  10268. δυσεξήνυστος, ος, ον
  10269. δυσεξίλαστος, ος, ον
  10270. δυσεξίτηλος, ος, ον
  10271. δύσεο
  10272. δυσεπιβούλευτος, ος, ον
  10273. δυσεπιμίκτος, ος, ον
  10274. δυσεργία, ας (ἡ)
  10275. δύσεργος, ος, ον
  10276. δυσέργως
  10277. δύσερις, ις, ι
  10278. δυσέριστος, ος, ον
  10279. δυσερμήνευτος, ος, ον
  10280. δύσερως, ωτος
  10281. δυσέσβολος
  10282. δύσετο
  10283. δυσευνάτωρ, ορος
  10284. δυσεύρετος, ος, ον
  10285. δυσέφικτος, ος, ον
  10286. δύσζηλος, ος, ον
  10287. δυσζήλως
  10288. δυσηκοΐα, ας (ἡ)
  10289. δυσήκοος, ος, ον
  10290. δυσηλεγής, ής, ές
  10291. δυσήλιος, ος, ον
  10292. δυσημερέω-ῶ
  10293. δυσημερία, ας (ἡ)
  10294. δυσήνεμος, ος, ον
  10295. δυσηνιόχητος, ος, ον
  10296. δυσηχής, ής, ές
  10297. δυσθαλπής, ής, ές
  10298. δυσθανατάω-ῶ
  10299. δυσθέατος, ος, ον
  10300. δύσθεος, ος, ον
  10301. δυσθεράπευτος, ος, ον
  10302. δυσθετέω-ῶ
  10303. δυσθεώρητος, ος, ον
  10304. δυσθήρατος, ος, ον
  10305. δυσθρήνητος, ος, ον
  10306. δύσθροος, οος, οον
  10307. δυσθυμέω-ῶ
  10308. δυσθυμία, ας (ἡ)
  10309. δύσθυμος, ος, ον
  10310. δυσθύμως
  10311. δυσί
  10312. δυσίατος, ος, ον
  10313. δυσιερέω-ῶ
  10314. δύσιππος, ος, ον
  10315. δύσις, εως (ἡ)
  10316. δυσκαής, ής, ές
  10317. δυσκάθαρτος, ος, ον
  10318. δυσκάθεκτος, ος, ον
  10319. δυσκαμπής, ής, ές
  10320. δύσκαπνος, ος, ον
  10321. δυσκαρτέρητος, ος, ον
  10322. δυσκατάλλακτος, ος, ον
  10323. δυσκαταμάθητος, ος, ον
  10324. δυσκαταμαθήτως
  10325. δυσκατανόητος, ος, ον
  10326. δυσκατάπαυστος, ος, ον
  10327. δυσκατάπρακτος, ος, ον
  10328. δυσκατάσβεστος, ος, ον
  10329. δυσκατάστατος, ος, ον
  10330. δυσκαταφρόνητος, ος, ον
  10331. δυσκατέργαστος, ος, ον
  10332. δύσκεν
  10333. δυσκέλαδος, ος, ον
  10334. δυσκέραστος, ος, ον
  10335. δυσκηδής, ής, ές
  10336. δύσκηλος, ος, ον
  10337. δυσκινησία, ας (ἡ)
  10338. δυσκίνητος, ος, ον
  10339. δυσκλεής, ής, ές
  10340. δύσκλεια, ας (ἡ)
  10341. δυσκλεῶς
  10342. δυσκοίλιος, ος, ον
  10343. δυσκοινώνητος, ος, ον
  10344. δυσκολαίνω
  10345. δυσκολία, ας (ἡ)
  10346. δυσκόλλητος, ος, ον
  10347. δύσκολος, ος, ον
  10348. δυσκόλως
  10349. δυσκόμιστος, ος, ον
  10350. δυσκρασία, ας (ἡ)
  10351. δυσκρινής, ής, ές
  10352. δύσκριτος, ος, ον
  10353. δυσκρίτως
  10354. δυσκύμαντος, ος, ον
  10355. δύσλεκτος, ος, ον
  10356. δύσληπτος, ος, ον
  10357. δυσλόγιστος, ος, ον
  10358. δύσλοφος, ος, ον
  10359. δύσλυτος, ος, ον
  10360. δυσλύτως
  10361. δυσμαθέω-ῶ
  10362. δυσμαθής, ής, ές
  10363. δυσμάτωρ, ορος
  10364. δυσμαχέω-ῶ
  10365. δυσμαχητέον
  10366. δύσμαχος, ος, ον
  10367. δυσμείλικτος, ος, ον
  10368. δυσμεναίνω
  10369. δυσμένεια, ας (ἡ)
  10370. δυσμενέων, οντος
  10371. δυσμενής, ής, ές
  10372. δυσμενίδης, ου
  10373. δυσμενῶς
  10374. δυσμετάβλητος, ος, ον
  10375. δυσμετάθετος, ος, ον
  10376. δυσμεταχείριστος, ος, ον
  10377. δυσμή, ῆς (ἡ)
  10378. δυσμήτηρ, ερος (ἡ)
  10379. δυσμηχανέω-ῶ
  10380. δύσμικτος, ος, ον
  10381. δυσμίκτως
  10382. δυσμίμητος, ος, ον
  10383. δυσμνημόνευτος, ος, ον
  10384. δύσμοιρος, ος, ον
  10385. δύσμορος, ος, ον
  10386. δυσμορφία, ας (ἡ)
  10387. δύσμορφος, ος, ον
  10388. δυσμόρως
  10389. δυσνίκητος, ος, ον
  10390. δύσνιπτος, ος, ον
  10391. δυσνοέω-ῶ
  10392. δυσνόητος, ος, ον
  10393. δύσνοια, ας (ἡ)
  10394. δύσνοος, ος, ον
  10395. δύσνυμφος, ου
  10396. δυσξύμβολος, ος, ον
  10397. δυσξύνετος, ος, ον
  10398. δύσογκος, ος, ον
  10399. δυσοδέω-ῶ
  10400. δυσοδία, ας (ἡ)
  10401. δύσοδμος, ος, ον
  10402. δυσοδοπαίπαλος, ος, ον
  10403. δύσοδος, ος, ον
  10404. δυσοίζω
  10405. δυσοίκητος, ος, ον
  10406. δύσοιμος, ος, ον
  10407. δύσοιστος, ος, ον
  10408. δυσοιώνιστος, ος, ον
  10409. δυσόκνως
  10410. δύσομβρος, ος, ον
  10411. δυσόμιλος, ος, ον
  10412. δυσόμματος, ος, ον
  10413. δυσόνειρος, ος, ον
  10414. δυσόρατος, ος, ον
  10415. δυσόργητος, ος, ον
  10416. δύσοργος, ος, ον
  10417. δύσορμος, ος, ον
  10418. δύσορνις, ιθος
  10419. δυσοσμία, ας (ἡ)
  10420. δυσουρία, ας (ἡ)
  10421. δυσούριστος, ος, ον
  10422. δυσπάθεια, ας (ἡ)
  10423. δυσπαθέω-ῶ
  10424. δυσπαθής, ής, ές
  10425. δυσπάλαιστος, ος, ον
  10426. δυσπάλαμος, ος, ον
  10427. δυσπαλάμως
  10428. δυσπαλής, ής, ές
  10429. δυσπαράβλητος, ος, ον
  10430. δυσπαράβουλος, ος, ον
  10431. δυσπαράθελκτος, ος, ον
  10432. δυσπαραίτητος, ος, ον
  10433. δυσπαρακολούθετος, ος, ον
  10434. δυσπαρακόμιστος, ος, ον
  10435. δυσπαραμύθητος, ος, ον
  10436. δυσπάρευνος, ος, ον
  10437. δυσπαρηγόρητος, ος, ον
  10438. δυσπαρήγορος, ος, ον
  10439. Δύσπαρις, ιδος
  10440. δυσπάριτος, ος, ον
  10441. δυσπάτητος, ος, ον
  10442. δυσπειθής, ής, ές
  10443. δυσπειθῶς
  10444. δύσπειστος, ος, ον
  10445. δυσπείστως
  10446. δύσπεμπτος, ος, ον
  10447. δυσπέμφελος, ος, ον
  10448. δυσπενθέω-ῶ
  10449. δυσπέρατος, ος, ον
  10450. δυσπετέως
  10451. δυσπετής, ής, ές
  10452. δυσπετῶς
  10453. δυσπήμαντος, ος, ον
  10454. δυσπινής, ής, ές
  10455. δυσπιστέω-ῶ
  10456. δύσπλανος, ος, ον
  10457. δύσπνοος, ος, ον
  10458. δυσπολέμητος, ος, ον
  10459. δυσπόλεμος, ος, ον
  10460. δυσπολιόρκητος, ος, ον
  10461. δυσπολίτευτος, ος, ον
  10462. δυσπονής, ής, ές
  10463. δυσπόνητος, ος, ον
  10464. δύσπονος, ος, ον
  10465. δυσπόρευτος, ος, ον
  10466. δυσπορία, ας (ἡ)
  10467. δυσπόριστος, ος, ον
  10468. δύσπορος, ος, ον
  10469. δύσποτμος, ος, ον
  10470. δυσπότμως
  10471. δύσποτος, ος, ον
  10472. δυσπραγέω-ῶ
  10473. δυσπραγμάτευτος, ος, ον
  10474. δυσπραξία, ας (ἡ)
  10475. δυσπρόσβατος, ος, ον
  10476. δυσπρόσδεκτος, ος, ον
  10477. δυσπρόσιτος, ος, ον
  10478. δυσπρόσμαχος, ος, ον
  10479. δυσπρόσοδος, ος, ον
  10480. δυσπρόσοιστος, ος, ον
  10481. δυσπρόσοπτος, ος, ον
  10482. δυσπροσπέλαστος, ος, ον
  10483. δυσπρόσωπος, ος, ον
  10484. δυσραγής, ής, ές
  10485. δύσριγος, ος, ον
  10486. δυσσέβεια, ας (ἡ)
  10487. δυσσεβέω-ῶ
  10488. δυσσεβής, ής, ές
  10489. δυσσεβία, ας (ἡ)
  10490. δύσσηπτος, ος, ον
  10491. δύσσοος, οος, οον
  10492. δυσστατέω
  10493. δυσστίβευτος
  10494. δυσστόχαστος
  10495. δυσσύμβατος, ος, ον
  10496. δυσσύμβολος, ος, ον
  10497. δυσσύνετος, ος, ον
  10498. δυστάλας, αινα
  10499. δύστανος, ος, ον
  10500. δυστατέω
  10501. δυστέκμαρτος, ος, ον
  10502. δυστέκνος, ου
  10503. δυστερπής, ής, ές
  10504. δύστηνος, ος, ον
  10505. δυστήρητος, ος, ον
  10506. δυστίβευτος, ος, ον
  10507. δυστιθάσευτος, ος, ον
  10508. δύστλητος, ος, ον
  10509. δυστοκέω-ῶ
  10510. δυστομέω-ῶ
  10511. δύστονος, ος, ον
  10512. δυστόπαστος, ος, ον
  10513. δυστόχαστος, ος, ον
  10514. δυστράπελος, ος, ον
  10515. δυστραπέλως
  10516. δύστροπος, ος, ον
  10517. δύστρωτος, ος, ον
  10518. δυστυχέω-ῶ
  10519. δυστύχημα, ατος (τό)
  10520. δυστυχής, ής, ές
  10521. δυστυχία, ας (ἡ)
  10522. δυστυχῶς
  10523. δυσυπόστατος, ος, ον
  10524. δυσφαής, ής, ές
  10525. δυσφάνταστος, ος, ον
  10526. δύσφατος, ος, ον
  10527. δυσφημέω-ῶ
  10528. δυσφήμημα, ατος (τό)
  10529. δυσφημία, ας (ἡ)
  10530. δύσφημος, ος, ον
  10531. δυσφιλής, ής, ές
  10532. δυσφορέω-ῶ
  10533. δυσφόρμιγξ, ιγγος
  10534. δύσφορος, ος, ον
  10535. δυσφόρως
  10536. δυσφρόνως
  10537. δύσφρων, ων, ον
  10538. δυσφύλακτος, ος, ον
  10539. δύσφωνος, ος, ον
  10540. δυσφώρατος, ος, ον
  10541. δυσχείμερος, ος, ον
  10542. δυσχείρωμα, ατος (τό)
  10543. δυσχείρωτος, ος, ον
  10544. δυσχεραινόντως
  10545. δυσχεραίνω
  10546. δυσχεραντικός, ή, όν
  10547. δυσχέρεια, ας (ἡ)
  10548. δυσχερής, ής, ές
  10549. δυσχερῶς
  10550. δύσχιμος, ος, ον
  10551. δυσχλαινία, ας (ἡ)
  10552. δύσχορτος, ος, ον
  10553. δυσχρηστία, ας (ἡ)
  10554. δύσχρηστος, ος, ον
  10555. δυσχωρία, ας (ἡ)
  10556. δυσχώριστος, ος, ον
  10557. δυσώδης, ης, ες
  10558. δυσωδία, ας (ἡ)
  10559. δυσώνυμος, ος, ον
  10560. δυσωπέω-ῶ
  10561. δωσωπία, ας (ἡ)
  10562. δυσωρέω-ῶ
  10563. δύτης, ου (ὁ)
  10564. δύω 1
  10565. δύω 2
  10566. δυώδεκα
  10567. δυωδεκάβοιος, ος, ον
  10568. δυωδεκάπηχυς, υς, υ
  10569. δυωδέκατος, η, ον
  10570. δυωκαίδεκα
  10571. δυωκαιεικοσίπηχυς, υς, υ
  10572. δῶ1 (τό)
  10573. δῶ2, δῷς, δῷ
  10574. δώδεκα
  10575. δωδεκάδαρχος, ου (ὁ)
  10576. δωδεκάεδρος, ος, ον
  10577. δωδεκαετής, ής, ές
  10578. δωδεκάκις
  10579. δωδεκαπλάσιος, α, ον
  10580. δωδέκαρχος, ου (ὁ)
  10581. δωδεκάς, άδος (ἡ)
  10582. δωδεκάσκαλμος, ος, ον
  10583. δωδεκάσκυτος, ος, ον
  10584. δωδεκαταῖος, α, ον
  10585. δωδέκατος, η, ον
  10586. δωδεκαφόρος, ος, ον
  10587. δωδεκάφυλος, ος, ον
  10588. δωδεκέτης, ου
  10589. Δωδωναῖος , α, ον
  10590. Δωδώνη, ης (ἡ)
  10591. Δωδωνίς , ίδος
  10592. δώῃ
  10593. δῶκα, ας, ε,
  10594. δῶμα, ατος (τό)
  10595. δωμάτιον, ου (τό)
  10596. δωματῖτις, ιδος
  10597. δωματοφθορέω-ῶ
  10598. δωματόω-ῶ
  10599. δώομεν
  10600. δωρεά, ᾶς (ἡ)
  10601. δωρέω-ῶ
  10602. δώρημα, ατος (τό)
  10603. δωρητός, ή, όν
  10604. Δωριακός , ή, όν
  10605. Δωριεύς , έως
  10606. δωρίζω
  10607. Δωρικός , ή, όν
  10608. Δώριος, ος, ον
  10609. Δωρίς 1, ίδος
  10610. Δωρίς 2, ίδος (ἡ)
  10611. δωριστί
  10612. δωρίτης ἀγών (ὁ)
  10613. δωροδοκέω-ῶ
  10614. δωροδόκημα, ατος (τό)
  10615. δωροδοκία, ας (ἡ)
  10616. δωροδόκος, ος, ον
  10617. δῶρον, ου (τό)
  10618. δωροφορέω-ῶ
  10619. δωροφορία, ας (ἡ)
  10620. δωροφορικός, ή, όν
  10621. δωροφόρος, ος, ον
  10622. δωρύττομαι
  10623. δωσέμεναι, δυσέμεν
  10624. δῶσι
  10625. δῴσι
  10626. δωσίδικος, ος, ον
  10627. δώσω
  10628. δωτήρ, ῆρος (ὁ)
  10629. δώτης, ου (ὁ)
  10630. δωτινάζω
  10631. δωτίνη, ης (ἡ)
  10632. δώωσι
  10633. Ε, ε (ἔ ψιλόν) (τό)
  10634. ἔα1
  10635. ἔα2, ἔας, ἔατε
  10636. ἔα3
  10637. ἐᾷ
  10638. ἐάᾳ
  10639. ἔαγα, ἐάγην
  10640. ἔαδα
  10641. ἕαδε
  10642. ἕαδον
  10643. ἑαθῶ, ῆς, ῆ
  10644. ἐάλην
  10645. ἑάλωκα, ἑάλων
  10646. ἐᾶν
  10647. ἐάν
  10648. ἑάνδανον
  10649. ἑανός1, ή, όν
  10650. ἑανός2, οῦ (ὁ)
  10651. ἐάνπερ
  10652. ἔαξα
  10653. ἔαρ, ἔαρος (τό)
  10654. ἐαρίζω
  10655. ἐαρινός, ή, όν
  10656. ἐᾷς
  10657. ἔας
  10658. ἔασα
  10659. ἔασι
  10660. ἔασκον
  10661. ἐάσομαι
  10662. ἐάσομεν
  10663. ἕαται
  10664. ἔατε
  10665. ἐᾶτε
  10666. ἐατέος, α, ον
  10667. ἕατο
  10668. ἑαυτοῦ, ῆς, οῦ
  10669. ἑάφθη
  10670. ἐάω-ἐῶ
  10671. ἐάων
  10672. ἔβα
  10673. ἔβαλον
  10674. ἔβαν
  10675. ἔβασα
  10676. ἑβδομαγενής, ής, ές
  10677. ἑβδομαγέτης, ου (ὁ)
  10678. ἑβδομαῖος, α, ον
  10679. ἑβδομάς, άδος (ἡ)
  10680. ἑβδόματος, η, ον
  10681. ἑβδομήκοντα
  10682. ἑβδομηκοντάκις
  10683. ἑβδομηκοντούτης, ου
  10684. ἑβδομηκοντοῦτις, ιδος
  10685. ἕβδομος, η, ον
  10686. ἐβεβήκειν
  10687. ἐβεβλήκειν, ἐβεβλήμην
  10688. ἔβενος, ου (ἡ)
  10689. ἔβην
  10690. ἔβησα
  10691. ἐβήτη
  10692. ἐβίων
  10693. ἔβλαβεν
  10694. ἐβλάστηκα
  10695. ἐβλήθην
  10696. ἔβλητο
  10697. ἔβλωξα
  10698. ἐβουλέατο
  10699. Ἑβραϊκός, ή, όν
  10700. Ἑβραῖος, α, ον
  10701. ἑβραΐς, ίδος
  10702. ἑβραϊστί
  10703. ἔβραχε
  10704. ἐβράχην
  10705. ἔβρισα
  10706. ἔβρων
  10707. ἔβωσα, ἐβώσθην
  10708. ἔγγαιος, ος, ον
  10709. ἐγγέγαα
  10710. ἐγγέγραμμαι
  10711. ἐγγεγύηκα
  10712. ἐγγείνομαι
  10713. ἔγγειος, ος, ον
  10714. ἐγγελαστής, οῦ
  10715. ἐγγελάω-ῶ
  10716. ἐγγενής, ής, ές
  10717. ἐγγεννάω-ῶ
  10718. ἐγγενῶς
  10719. ἐγγήραμα, ατος (τό)
  10720. ἐγγηράσκω
  10721. ἐγγίγνομαι
  10722. ἐγγίζω
  10723. ἐγγίνομαι
  10724. ἔγγιον, ἔγγιστα
  10725. ἐγγλύσσω
  10726. ἐγγλύφω
  10727. ἔγγονος, ος, ον
  10728. ἐγγράμματος, ος, ον
  10729. ἔγγραπτος, ος, ον
  10730. ἔγγραυλις, εως (ἡ)
  10731. ἐγγραφή, ῆς (ἡ)
  10732. ἔγγραφος, ος, ον
  10733. ἐγγράφω
  10734. ἐγγυαλίζω
  10735. ἐγγυάω-ῶ
  10736. ἐγγύη, ης (ἡ)
  10737. ἐγγυητής, οῦ (ὁ)
  10738. ἐγγύθεν
  10739. ἐγγυθήκη, ης (ἡ)
  10740. ἐγγύθι
  10741. ἐγγυμνάζω
  10742. ἐγγυοθήκη, ης (ἡ)
  10743. ἔγγυος, ος, ον
  10744. ἐγγύς
  10745. ἐγγύτατος, η, ον
  10746. ἐγγύτατα, ἐγγυτάτω
  10747. ἐγγύτερον, ἐγγυτέρω
  10748. ἐγγώνιος, ος, ον
  10749. ἐγεγόνει,
  10750. ἐγεινάμην
  10751. ἐγείρῃσιν
  10752. ἐγείρομεν
  10753. ἐγείρω
  10754. ἐγέλαξα, ἐγέλασσα
  10755. ἐγενέατο
  10756. ἐγενήθην
  10757. ἐγενόμην
  10758. ἔγερθεν
  10759. ἐγερθήσομαι
  10760. ἐγέρσιμος, ος, ον
  10761. ἔγερσις, εως (ἡ)
  10762. ἐγερτήριον, ου (τό)
  10763. ἐγερτί
  10764. ἐγερτικός, ή, όν
  10765. ἐγερῶ
  10766. Ἔγεστα, ης (ἡ)
  10767. Ἐγεσταῖοι, ων (οἱ)
  10768. ἐγήγερκα, ἐγήγερμαι
  10769. ἔγημα
  10770. ἐγήρα
  10771. ἐγκαθέζομαι
  10772. ἐγκαθείργνυμι
  10773. ἐγκάθετος, ος, ον
  10774. ἐγκαθεύδω
  10775. ἐγκαθηβάω-ῶ
  10776. ἐγκάθημαι
  10777. ἐγκαθιδρύω
  10778. ἐγκαθίζω
  10779. ἐγκαθίημι
  10780. ἐγκαθίστημι
  10781. ἐγκαθοράω-ῶ
  10782. ἐγκαθορμίζομαι
  10783. ἐγκαίνια, ων (τά)
  10784. ἐγκαινίζω
  10785. ἐγκαίω
  10786. ἐγκακέω-ῶ
  10787. ἐγκαλέω-ῶ
  10788. ἐγκαλλωπίζομαι
  10789. ἐγκαλλώπισμα, ατος (τό)
  10790. ἐγκαλύπτω
  10791. ἐγκάλυψις, εως (ἡ)
  10792. ἐγκαναχάομαι-ῶμαι
  10793. ἐγκάπτω
  10794. ἐγκάρδιος, ος, ον
  10795. ἔγκαρπος, ος, ον
  10796. ἐγκάρσιος, α, ον
  10797. ἐγκαρτερέω-ῶ
  10798. ἐγκάς
  10799. ἔγκασι
  10800. ἐγκαταβιόω-ῶ
  10801. ἐγκαταβυσσόω-ῶ
  10802. ἐγκαταγέλαστος, ος, ον
  10803. ἐγκαταγηράσκω
  10804. ἐγκαταδαρθάνω
  10805. ἐγκαταδέω
  10806. ἐγκαταζεύγνυμι
  10807. ἐγκατάθοιτο
  10808. ἐγκατακαίω
  10809. ἐγκατάκειμαι
  10810. ἐγκατακλίνω
  10811. ἐγκατακοιμάομαι-ῶμαι
  10812. ἐγκαταλαμβάνω
  10813. ἐγκαταλέγω
  10814. ἐγκαταλείπω
  10815. ἐγκατάληψις, εως (ἡ)
  10816. ἐγκαταλιμπάνω
  10817. ἐγκαταμίγνυμι
  10818. ἐγκαταμιγνύω
  10819. ἐγκαταπήγνυμι
  10820. ἐγκαταπλέκω
  10821. ἐγκατασβέννυμι
  10822. ἐγκατασκήπτω
  10823. ἐγκατασπείρω
  10824. ἐγκαταστοιχειόομαι-οῦμαι
  10825. ἐγκατασφάζω
  10826. ἐγκαταταράσσω
  10827. ἐγκατατίθημι
  10828. ἐγκατεῖδον
  10829. ἐγκατέχω
  10830. ἐγκάτθεο
  10831. ἐγκατιλλώπτω
  10832. ἐγκατοικέω-ῶ
  10833. ἐγκατοικίζω
  10834. ἐγκατοικοδομέω-ῶ
  10835. ἔγκατον, ου (τό)
  10836. ἔγκαυμα, ατος (τό)
  10837. ἔγκαυσις, εως (ἡ)
  10838. ἐγκαυστής, οῦ (ὁ)
  10839. ἐγκαυχάομαι-ῶμαι
  10840. ἐγκαψικίδαλος, ου (ὁ)
  10841. ἔγκειμαι
  10842. ἐγκείσεαι
  10843. ἐγκέκαυμαι
  10844. ἐγκεκλῃμένος
  10845. ἐγκέλευστος, ος, ον
  10846. ἐγκελεύω
  10847. ἐγκεντρίζω
  10848. ἐγκεράννυμι
  10849. ἐγκέραστος, ος, ον
  10850. ἐγκερτομέω-ῶ
  10851. ἐγκέφαλος, ος, ον
  10852. ἐγκλάω
  10853. ἐγκλείω
  10854. ἐγκληθῆναι
  10855. ἐγκληΐω
  10856. ἔγκλημα, ατος (τό)
  10857. ἐγκλῄοι
  10858. ἔγκληρος, ος, ον
  10859. ἐγκληρόω-ῶ
  10860. ἐγκλῄσας
  10861. ἐγκλήσοι
  10862. ἐγκλητέος, α, ον
  10863. ἐγκλητός, ή, όν
  10864. ἐγκλῄω
  10865. ἐγκλίνω
  10866. ἔγκλισις, εως (ἡ)
  10867. ἔγκνισμα, ατος (τό)
  10868. ἐγκοιλαίνω
  10869. ἐγκοίλιος, ος, ον
  10870. ἔγκοιλος, ος, ον
  10871. ἐγκοιμάομαι-ῶμαι
  10872. ἐγκολάπτω
  10873. ἐγκολπίζω
  10874. ἐγκομβόομαι-οῦμαι
  10875. ἐγκόμβωμα, ατος (τό)
  10876. ἐγκονέω-ῶ
  10877. ἐγκονίομαι
  10878. ἐγκοπεύς, έως (ὁ)
  10879. ἐγκοπή, ῆς (ἡ)
  10880. ἐγκόπτω
  10881. ἐγκοσμέω-ῶ
  10882. ἐγκοτέω-ῶ
  10883. ἔγκοτος1, ος, ον
  10884. ἔγκοτος2, ου (ὁ)
  10885. ἐγκράζω
  10886. ἐγκραθείς
  10887. ἐγκρασίχολος, ου (ὁ)
  10888. ἐγκράτεια, ας (ἡ)
  10889. ἐγκρατέως
  10890. ἐγκρατεύομαι
  10891. ἐγκρατής, ής, ές
  10892. ἐγκρατῶς
  10893. ἐγκρίνω
  10894. ἔγκρισις, εως (ἡ)
  10895. ἐγκριτέον
  10896. ἐγκροτέω-ῶ
  10897. ἐγκρύπτω
  10898. ἐγκρυφίας ἄρτος (ὁ)
  10899. ἐγκτάομαι-ῶμαι
  10900. ἔγκτασις
  10901. ἔγκτησις, εως (ἡ)
  10902. ἐγκτίζω
  10903. ἐγκύκλιος, ος, ον
  10904. ἔγκυκλος, ος, ον
  10905. ἐγκυκλόω-ῶ
  10906. ἐγκυλίω
  10907. ἐγκύμων, ων, ον
  10908. ἔγκυος, ος, ον
  10909. ἐγκύπτω
  10910. ἐγκυρέω-ῶ
  10911. ἐγκύρω
  10912. ἐγκωμιάζω
  10913. ἐγκωμιαστής, οῦ (ὁ)
  10914. ἐγκωμιαστικός, ή, όν
  10915. ἐγκώμιον, ου (τό)
  10916. ἔγλυμμαι
  10917. ἔγνωκα, ἔγνων, ἐγνώσθην,
  10918. ἐγρεμάχας, ου
  10919. ἐγρεμάχη, ης
  10920. ἔγρεο
  10921. ἐγρήγορα
  10922. ἐγρηγοράω
  10923. ἐγρηγόρθαι
  10924. ἐγρηγορότως
  10925. ἐγρηγορόων
  10926. ἐγρήγορσις, εως (ἡ)
  10927. ἐγρηγορτί
  10928. ἐγρηγορώς, υῖα, ός
  10929. ἐγρηγόρως
  10930. ἐγρήσσω
  10931. ἔγροιτο
  10932. ἐγχαίνω
  10933. ἐγχαλάω-ῶ
  10934. ἐγχαλινόω-ῶ
  10935. ἐγχάραξις, εως (ἡ)
  10936. ἐγχαράσσω
  10937. ἐγχέαι, ἐγχέας
  10938. ἐγχείη, ης (ἡ)
  10939. ἐγχείῃ
  10940. ἐγχειρέω-ῶ
  10941. ἐγχείρημα, ατος (τό)
  10942. ἐγχείρησις, εως (ἡ)
  10943. ἐγχειρητέον
  10944. ἐγχειρητικός, ή, όν
  10945. ἐγχειρίδιος, ος, ον
  10946. ἐγχειρίζω
  10947. ἐγχειρίθετος, ος, ον
  10948. ἔγχελυς, υος (ἡ)
  10949. ἐγχελυωπός, ός, όν
  10950. ἐγχεσίμωρος, ος, ον
  10951. ἐγχέσπαλος, ος, ον
  10952. ἐγχεῦντα
  10953. ἐγχέω
  10954. ἐγχλίω
  10955. ἐγχορεύω
  10956. ἔγχος, εος-ους (τό)
  10957. ἔγχουσα, ης (ἡ)
  10958. ἐγχραύω
  10959. ἐγχράω
  10960. ἔγχρεμμα, ατος (τό)
  10961. ἐγχρέμπτομαι
  10962. ἐγχρῄζω
  10963. ἐγχρίμπτω
  10964. ἔγχρισις, εως (ἡ)
  10965. ἔγχριστος, ος, ον
  10966. ἐγχρίω
  10967. ἐγχρονίζω
  10968. ἐγχύνω
  10969. ἔγχυσις, εως (ἡ)
  10970. ἐγχωρέω-ῶ
  10971. ἐγχώριος, ος, ον
  10972. ἔγχωρος, ος, ον
  10973. ἐγώ
  10974. ἔγωγε
  10975. ἐγᾦδα
  10976. ἐγᾦμαι
  10977. ἐγών
  10978. ἔγωνγα
  10979. ἔδαε, ἐδάην
  10980. ἔδακον
  10981. ἐδάμασσα
  10982. ἐδάμην
  10983. ἐδανός, ή, όν
  10984. ἑδανός, ή, όν
  10985. ἐδάρην, ἐδάρθην
  10986. ἐδασάμην
  10987. ἐδάσσατο
  10988. ἐδαφίζω
  10989. ἔδαφος, εος-ους (τό)
  10990. ἔδδεισσα
  10991. ἔδεαι
  10992. ἐδέγμην
  10993. ἐδεδέατο
  10994. ἐδεδίειν
  10995. ἐδέδμητο
  10996. ἐδεδοίκειν
  10997. ἐδεδώκειν, ἐδίδουν
  10998. ἔδεε
  10999. ἐδεήθην, ἐδέησα
  11000. ἐδέθην
  11001. ἔδεθλον, ου (τό)
  11002. ἔδει
  11003. ἐδείδιμεν, ἐδείδισαν
  11004. ἔδειμα
  11005. ἔδειξα
  11006. ἔδειρα
  11007. ἔδεισα
  11008. ἔδεκτο
  11009. ἔδεον
  11010. ἔδεσκον
  11011. ἔδεσμα, ατος (τό)
  11012. Ἐδεσσαῖος, ου
  11013. Ἔδεσσα, ης (ἡ)
  11014. ἐδεστέον
  11015. ἐδεστής, οῦ (ὁ)
  11016. ἐδεστός, ή, όν
  11017. ἐδεύεο, ἐδεύετο
  11018. ἐδεύησα
  11019. ἐδεύθην
  11020. ἔδευσα
  11021. ἔδηδα
  11022. ἔδηδοκα
  11023. ἔδηξα
  11024. ἔδησα, ἐδησάμην
  11025. ἔδησε
  11026. ἐδητύς, ύος (ἡ)
  11027. ἐδήχθην
  11028. ἐδίανα
  11029. ἐδίδαξα, ἐδιδάχθην
  11030. ἐδίδουν
  11031. ἐδίηνα
  11032. ἔδμεναι
  11033. ἕδνα
  11034. ἕδνον, ον (τό)
  11035. ἑδνόω-ῶ
  11036. ἑδνωτής, οῦ (ὁ)
  11037. ἐδοκεῦμες
  11038. ἐδόθην
  11039. ἔδομαι
  11040. ἔδον
  11041. ἔδοντι
  11042. ἔδοξα
  11043. ἕδος, εος-ους (τό)
  11044. ἕδρα, ας (ἡ)
  11045. ἔδραθε
  11046. ἑδραῖος, α, ον
  11047. ἑδραιόω-ῶ
  11048. ἑδραίωμα, ατος (τό)
  11049. ἔδρακον
  11050. ἔδραμον
  11051. ἕδρανον, ου (τό)
  11052. ἕδρη
  11053. ἑδριάω-ῶ
  11054. ἑδριόωντο
  11055. ἑδροστρόφος, ου (ὁ)
  11056. ἔδυν
  11057. ἐδύνασο
  11058. ἐδυνέατο
  11059. ἐδυνήθην
  11060. ἐδύνω
  11061. ἐδύσετο
  11062. ἔδω
  11063. ἐδωδή, ῆς (ἡ)
  11064. ἐδώδιμος, ος, ον
  11065. ἔδωκα
  11066. ἑδώλιον, ου (τό)
  11067. ἑέ
  11068. ἔεδνα, ἐεδνόω, ἐεδνωτής
  11069. ἐείδομαι
  11070. ἐεικοσάβοιος, ος, ον
  11071. ἐείκοσι(ν)
  11072. ἐεικόσορος
  11073. ἐεικοστός
  11074. ἐείλεον
  11075. ἔειπα, ἔειπον
  11076. ἐεισάμενος
  11077. ἐεισάσθην
  11078. ἐέλδομαι
  11079. ἔελμαι, ἐελμένος
  11080. ἐέλπομαι
  11081. ἐέργαθεν
  11082. ἔεργε
  11083. ἐεργμένος
  11084. ἐέργνυν
  11085. ἐέργω
  11086. ἐερμένος
  11087. ἐέρση, ης (ἡ)
  11088. ἔερτο
  11089. ἐέρχατο
  11090. ἐέσσατο
  11091. ἑέσσατο
  11092. ἕζεαι
  11093. Ἐζεκίας, ου (ὁ)
  11094. ἕζεο,
  11095. ἔζευγμαι
  11096. ἔζη, ἔζηκα, ἔζησα
  11097. ἕζομαι
  11098. ἐζύγην
  11099. ἔζων
  11100. ἑῇ
  11101. ἔῃ
  11102. ἕηκε
  11103. ἔην
  11104. ἑήνδανον
  11105. ἑῆος
  11106. ἑῆς
  11107. ἕης
  11108. ἔησθα
  11109. ἑῇσι
  11110. ἔῃσι
  11111. ἔθ᾽
  11112. ἔθανον
  11113. ἐθάς, άδος
  11114. ἐθεησάμην
  11115. ἔθει
  11116. ἔθειρα, ας (ἡ)
  11117. ἐθειράζω
  11118. ἐθείρω
  11119. ἑθείς, εῖσα, έν
  11120. ἐθέλεσκον
  11121. ἐθέλησθα
  11122. ἐθελητός, ή, όν
  11123. ἐθελοδουλεία, ας (ἡ)
  11124. ἐθελοκακέω-ῶ
  11125. ἐθελοθρησκεία, ας (ἡ)
  11126. ἐθελοντηδόν
  11127. ἐθελοντήν
  11128. ἐθελοντήρ, ῆρος
  11129. ἐθελοντής, οῦ
  11130. ἐθελοντί
  11131. ἐθελοπονία, ας (ἡ)
  11132. ἐθελόπονος, ος, ον
  11133. ἐθελοπρόξενος, ος, ον
  11134. ἐθελουργέω-ῶ
  11135. ἐθελουργός, ός, όν
  11136. ἐθελούσιος, α, ον
  11137. ἐθελουσίως
  11138. ἐθέλω
  11139. ἐθέλωμι
  11140. ἔθεμεν, ετε, εσαν
  11141. ἕθεν
  11142. ἔθετο
  11143. ἐθηεύμεσθα, ἐθηεῦντο
  11144. ἔθηκα
  11145. ἕθην
  11146. ἔθιγον
  11147. ἐθίζω
  11148. ἐθικός, ή, όν
  11149. ἐθισμός, οῦ (ὁ)
  11150. ἐθιστέον
  11151. ἐθιστός, ή, όν
  11152. ἐθίχθην
  11153. ἐθιῶ
  11154. ἐθνάρχης, ου (ὁ)
  11155. ἐθνικός, ή, όν
  11156. ἐθνικῶς
  11157. ἔθνος, εος-ους (τό)
  11158. ἔθορον
  11159. ἔθος, εος-ους (τό)
  11160. ἔθου
  11161. ἔθραξα
  11162. ἔθρεξα
  11163. ἔθρεψα, ἐθρέφθην
  11164. ἔθω
  11165. ἑθῶ, ῇς, ῇ
  11166. εἰ
  11167. εἶ1
  11168. εἶ2
  11169. εἴα
  11170. εἶα
  11171. εἰάθην, εἴακα, εἴαμαι
  11172. εἱαμενή, ῆς (ἡ)
  11173. εἱανός, οῦ (ὁ)
  11174. εἶαρ
  11175. εἰαρινός
  11176. εἴας
  11177. εἴασα
  11178. εἴασκον
  11179. εἵαται
  11180. εἴατο
  11181. εἵατο
  11182. εἰάω-ῶ
  11183. εἴβω
  11184. εἰδάλιμος, η, ον
  11185. εἶδαρ, ατος (τό)
  11186. εἰδέα, ας (ἡ)
  11187. εἰδείην, εἰδέναι
  11188. εἴδεσθαι
  11189. εἴδετε
  11190. εἰδέω
  11191. εἴδησα
  11192. εἰδησέμεν
  11193. εἰδήσω
  11194. εἰδικός, ή, όν
  11195. εἰδοί, ῶν (αἱ)
  11196. εἴδομαι
  11197. εἰδόμαν
  11198. εἴδομεν
  11199. εἶδον
  11200. εἰδοποιέω-ῶ
  11201. εἰδοποιός, ός, όν
  11202. εἶδος, εος-ους (τό)
  11203. εἰδότως
  11204. εἰδῶ, ῇς, ῇ
  11205. εἰδωλεῖον, ου (τό)
  11206. εἰδωλόθυτον, ου (τό)
  11207. εἰδωλολατρεία, ας (ἡ)
  11208. εἰδωλολάτρης, ου (ὁ)
  11209. εἴδωλον, ου (τό)
  11210. εἰδωλοφανής, ής, ές
  11211. εἰδώς, υῖα, ός
  11212. εἶεν1
  11213. εἶεν2
  11214. εἴην
  11215. εἵην
  11216. εἴης,
  11217. εἴησαν, εἴητε
  11218. εἴθ᾽
  11219. εἶθ᾽
  11220. εἶθαρ
  11221. εἴθε
  11222. εἵθην
  11223. εἴθικα, εἴθισα, εἰσθίσθην
  11224. εἰθισμένος, η, ον
  11225. εἶκα
  11226. εἷκα
  11227. εἰκάζω
  11228. εἰκαθεῖν
  11229. εἰ καί
  11230. εἰκαῖος, α, ον
  11231. εἶκας
  11232. εἰκάς, άδος (ἡ)
  11233. εἰκασία, ας (ἡ)
  11234. εἴκασμα, ατος (τό)
  11235. εἰκασμός, οῦ (ὁ)
  11236. εἰκάσσαις
  11237. εἰκαστής, οῦ (ὁ)
  11238. εἰκαστικός, ή, όν
  11239. εἰκαστός, ή, όν
  11240. εἴκατι
  11241. εἴ κε
  11242. εἶκε
  11243. εἴκελος, ος, ον
  11244. εἴ κεν
  11245. εἰκῇ
  11246. εἶκον
  11247. εἰκονίζω
  11248. εἰκόνιον, ου (τό)
  11249. εἰκονισμός, οῦ (ὁ)
  11250. εἰκός
  11251. εἰκοσάεδρος, ος, ον
  11252. εἰκοσαετής, ής, ές
  11253. εἰκοσάκις
  11254. εἰκοσάπηχυς, υς, υ
  11255. εἰκοσαπλάσιος, ος, ον
  11256. εἰκοσαπλασίων, ων,
  11257. εἰκοσάς, άδος (ἡ)
  11258. εἴκοσι
  11259. εἰκόσι
  11260. εἰκοσιεπτά
  11261. εἴκοσιν
  11262. εἰκοσινήριτος, ος, ον
  11263. εἰκοσιπέντε
  11264. εἰκοσίπηχυς
  11265. εἰκόσορος, ος, ον
  11266. εἰκοστοέβδομος, ος, ον
  11267. εἰκοστός, ή, όν
  11268. εἰκοστοτέταρτος, η, ον
  11269. εἰκώς 1
  11270. εἰκότως
  11271. εἰκοῦς
  11272. ἐΐκτην
  11273. ἔϊκτο
  11274. ἔϊκτον
  11275. εἰκυῖα
  11276. εἴκω
  11277. εἰκών, όνος (ὁ)
  11278. εἰκώς 2
  11279. εἰλαδόν
  11280. εἱλάμην
  11281. εἰλαπινάζω
  11282. εἰλαπιναστής, οῦ (ὁ)
  11283. εἰλαπίνη, ης (ἡ)
  11284. εἶλαρ (τό)
  11285. εἰλάρχης, ου (ὁ)
  11286. εἰλάτινος
  11287. εἴλεγμαι
  11288. Εἰλείθυια, ας (ἡ)
  11289. εἰλεός, οῦ (ὁ)
  11290. εἵλευ
  11291. εἰλεύμενος
  11292. εἰλεῦντα
  11293. εἰλεῦντο
  11294. εἱλέω-ῶ
  11295. εἴλη, ης (ἡ)
  11296. εἵλη, ης (ἡ)
  11297. εἱληθερέω-ῶ
  11298. εἱληθερής, ής, ές
  11299. Εἰλήθυια, ας (ἡ)
  11300. εἰλήλουθα
  11301. εἴλημμαι
  11302. εἴληφα
  11303. εἴληχα
  11304. εἱλίγμην
  11305. εἰλικρίνεια, ας (ἡ)
  11306. εἰλικρινής, ής, ές
  11307. εἰλικρινῶς
  11308. εἵλιξα
  11309. εἰλίπους, ους, ουν
  11310. Εἰλισσός, οῦ (ὁ)
  11311. εἱλίσσω
  11312. εἱλιτενής, ής, ές
  11313. εἱλίχατο
  11314. εἷλκον
  11315. εἴλλω
  11316. εἱλοθερής, ής, ές
  11317. εἷλον, εἱλόμην
  11318. εἰλύαται
  11319. εἴλυμα, ατος (τό)
  11320. εἰλυσπάομαι
  11321. εἰλυφάζω
  11322. εἰλυφάω-ῶ
  11323. εἰλύω
  11324. εἴλω
  11325. εἵλως, ωτος (ὁ)
  11326. εἱλωτεύω
  11327. εἱλωτικός, ή, όν
  11328. εἱλωτίς, ίδος (ἡ)
  11329. εἰμ᾽, εἴμ᾽
  11330. εἶμ᾽
  11331. εἷμα, ατος (τό)
  11332. εἷμαι
  11333. εἱμαρμένος, εἵμαρται, εἵμ
  11334. εἱμαρτός, ήν, όν
  11335. εἰμέν
  11336. εἶμεν
  11337. εἷμεν
  11338. εἴμεναι
  11339. εἱμένος
  11340. εἰμές
  11341. εἰ μή
  11342. εἰμί
  11343. εἶμι
  11344. εἰν
  11345. εἰναετής, ής, ές
  11346. εἶναι
  11347. εἷναι
  11348. εἰνάκις, εἰνακισχίλιοι
  11349. εἰνάλιος
  11350. εἰνάνυχες
  11351. εἰνάτερες, ων (αἱ)
  11352. εἴνατος
  11353. εἵνεκα, εἵνεκεν
  11354. εἰνόδιος
  11355. εἰνοσίφυλλος, ος, ον
  11356. εἶξα
  11357. εἴξασι
  11358. εἴξασκε
  11359. εἶξις, εως (ἡ)
  11360. εἷο
  11361. εἰοικυῖα
  11362. εἷος
  11363. εἶπα, εἰπεῖν
  11364. εἶπε
  11365. εἴπερ
  11366. εἴπεσκον
  11367. εἰπόν
  11368. εἶπον
  11369. εἴ ποτε
  11370. εἴ που
  11371. εἴπω, εἰπών
  11372. εἴπωμι
  11373. εἴ πως
  11374. εἶρα
  11375. εἰράνα, Εἰράνα
  11376. εἰράων
  11377. εἰργαθεῖν
  11378. εἰργασάμην, εἰργάσθην, ε
  11379. εἷργμαι
  11380. εἶργμαι
  11381. εἱργμός, οῦ (ὁ)
  11382. εἱργμοφύλαξ, ακος (ὁ)
  11383. εἵργνυμι
  11384. εἴργω1
  11385. εἴργω2
  11386. εἴρεαι
  11387. εἰρέαται
  11388. εἰρέθην
  11389. εἴρεο
  11390. εἴρερος, ου (ὁ)
  11391. εἴρεσθαι
  11392. εἰρεσία, ας (ἡ)
  11393. εἰρεσιώνη, ης (ἡ)
  11394. εἴρετο
  11395. Εἰρέτρια
  11396. εἰρέω
  11397. εἴρη, ης (ἡ)
  11398. εἴρηκα, εἴρημαι
  11399. εἰρήν, ένος (ὁ)
  11400. εἰρηναῖος, α, ον
  11401. εἰρηναίως
  11402. εἰρηνεύω
  11403. εἰρήνη, ης (ἡ)
  11404. εἰρηνικός, ή, όν
  11405. εἰρηνικῶς
  11406. εἰρηνοποιέω-ῶ
  11407. εἰρηνοποιός, ός, όν
  11408. εἰρηνοφύλαξ, ακος (ὁ)
  11409. εἰρήσεται
  11410. εἰρήσομαι
  11411. εἴρητο
  11412. εἰρίνεος, η, ον
  11413. εἴριον, ου (τό)
  11414. εἰρκτέον
  11415. εἱρκτή, ῆς (ἡ)
  11416. εἰρμός, οῦ (ὁ)
  11417. εἰροκόμος, ος, ον
  11418. εἴρομαι
  11419. εἰρόμην
  11420. εἴροντο
  11421. εἰροπόκος, ος, ον
  11422. εἶρος, εος-ους (τό)
  11423. εἵρπον
  11424. εἵρπυζον, εἵρπυσα
  11425. εἰρύαται
  11426. εἴρυμαι
  11427. εἰρυμέναι
  11428. εἴρυσα, εἰρύσθην
  11429. εἴρυσμαι
  11430. εἴρυσο
  11431. εἴρυσσα
  11432. εἰρύσσατο
  11433. εἴρυτο
  11434. εἷρψα
  11435. εἴρω1
  11436. εἴρω2
  11437. εἴρων, ωνος
  11438. εἰρωνεία, ας (ἡ)
  11439. εἰρωνεύομαι
  11440. εἰρωνικῶς
  11441. εἰρωτάω
  11442. εἰρώτεον
  11443. εἰς
  11444. εἷς, μία, ἕν
  11445. εἴς
  11446. εἶς
  11447. εἷσα
  11448. εἰσαγγελεύς, έως (ὁ)
  11449. εἰσαγγελία, ας (ἡ)
  11450. εἰσαγγέλλω
  11451. εἰσαγήοχα
  11452. εἰσάγω
  11453. εἰσαγωγή, ῆς (ἡ)
  11454. εἰσαγώγιμος, ος, ον
  11455. εἰσαθρέω-ῶ
  11456. εἰσακοντίζω
  11457. εἰσακούω
  11458. εἰσακτέον
  11459. εἰσάλλομαι
  11460. εἰσαμείβω
  11461. εἱσάμην
  11462. εἷσαν
  11463. εἰσαναβαίνω
  11464. εἰσαναγκάζω
  11465. εἰσανάγω
  11466. εἰσανιδών
  11467. εἰσάνειμι
  11468. εἴσαντα
  11469. εἰσάπαξ
  11470. εἰσαρπάζω
  11471. εἴσατο
  11472. εἰσαφίημι
  11473. εἰσαφικάνω
  11474. εἰσαφικνέομαι-οῦμαι
  11475. εἰσβαίνω
  11476. εἰσβάλλω
  11477. εἴσβασις, εως (ἡ)
  11478. εἰσβιάζομαι
  11479. εἰσβιβάζω
  11480. εἰσβλέπω
  11481. εἰσβολή, ῆς (ἡ)
  11482. εἰσγράφω
  11483. εἰσδέρκομαι
  11484. εἰσδέχομαι
  11485. εἰσδραμών, οῦσα, όν
  11486. εἰσδρομή, ῆς (ἡ)
  11487. εἰσδύνω
  11488. εἰσδύομαι
  11489. εἴσδυσις, εως (ἡ)
  11490. εἴσεαι, εἴσει
  11491. εἰσέδρακον
  11492. εἰσέδραμον
  11493. εἰσέδυν
  11494. εἰσεῖδον
  11495. εἴσειμι
  11496. εἰσελαύνω
  11497. εἰσελάω
  11498. εἰσελεύσομαι
  11499. εἰσελκύω
  11500. εἰσενεγκεῖν
  11501. εἰσέπειτα
  11502. εἰσερπύζω
  11503. εἰσερρύη
  11504. εἰσερύω
  11505. εἰσέρχομαι
  11506. εἴσεται
  11507. εἰσέχω
  11508. ἐΐση, ης
  11509. εἴσῃ
  11510. εἰσήγαγον
  11511. εἰσηγέομαι-οῦμαι
  11512. εἰσήγημα, ατος (τό)
  11513. εἰσήγησις, εως (ἡ)
  11514. εἰσηγητέον
  11515. εἰσηγητής, οῦ (ὁ)
  11516. εἰσῄειν
  11517. εἰσήκω
  11518. εἰσῆλθον
  11519. εἰσήνεγκον
  11520. εἶσθα
  11521. εἰσθλίβω
  11522. εἰσθρῴσκω
  11523. εἰσί
  11524. εἶσι
  11525. εἰσίασι
  11526. εἰσιδόμαν
  11527. εἰσιδρύω
  11528. εἰσίημι
  11529. εἰσίθμη, ης (ἡ)
  11530. εἰσικνέομαι-οῦμαι
  11531. εἰσίπταμαι
  11532. εἰσιτήριος, ος, ον
  11533. εἰσιτητέον
  11534. εἰσκαλέω-ῶ
  11535. εἰσκηρύττω
  11536. εἰσκομιδή, ῆς (ἡ)
  11537. εἰσκομίζω
  11538. εἰσκυκλέω-ῶ
  11539. εἰσκυλίω
  11540. ἐΐσκω
  11541. εἰσκωμάζω
  11542. εἰσλάμπω
  11543. εἰσλεύσσω
  11544. εἰσμαίομαι
  11545. εἰσνέω
  11546. εἰσνήχομαι
  11547. εἰσνοέω-ῶ
  11548. εἴσοδος, ου (ἡ)
  11549. εἰσοικειόω-ῶ
  11550. εἰσοίκησις, εως (ἡ)
  11551. εἰσοικίζω
  11552. εἰσοιχνέω-ῶ
  11553. εἰσόκε
  11554. εἴσομαι
  11555. εἵσομαι
  11556. εἷσον
  11557. εἰσόπιν
  11558. εἰσοπίσω
  11559. εἰσοπτός, ός, όν
  11560. εἰσοπτρίζω
  11561. εἰσοράασθαι
  11562. εἰσοράω-ῶ
  11563. εἰσορμάω-ῶ
  11564. εἰσορμίζω
  11565. εἰσορόων
  11566. εἰσότε
  11567. εἰσόψομαι
  11568. εἰσπαίω
  11569. εἰσπέμπω
  11570. εἰσπέτομαι
  11571. εἰσπηδάω-ῶ
  11572. εἰσπίπτω
  11573. εἰσπλέω
  11574. εἴσπλοος, ου (ὁ)
  11575. εἰσπνέω
  11576. εἰσπνόη, ῆς (ἡ)
  11577. εἰσποιέω-ῶ
  11578. εἰσποίησις, εως (ἡ)
  11579. εἰσπορεύω
  11580. εἴσπραξις, εως (ἡ)
  11581. εἰσπράσσω
  11582. εἰσρέω
  11583. εἰσροή, ῆς (ἡ)
  11584. εἱστήκη
  11585. εἰστίθημι
  11586. εἰστοξεύω
  11587. εἰστρέχω
  11588. εἰσφέρω
  11589. εἰσφορά, ᾶς (ἡ)
  11590. εἰσφορέω-ῶ
  11591. εἰσφρέω-ῶ
  11592. εἰσχειρίζω
  11593. εἰσχέω
  11594. εἴσω
  11595. εἴσωθεν
  11596. εἰσωθέω-ῶ
  11597. εἰσωπός, ός, όν
  11598. εἶτα
  11599. εἷται
  11600. εἵτε
  11601. εἶτε
  11602. εἴτε
  11603. εἴτην
  11604. εἶφ᾽
  11605. εἴφ᾽
  11606. εἶχον
  11607. εἴχοσαν
  11608. εἰῶ
  11609. εἴωθα
  11610. εἰώθειν
  11611. εἰωθότως
  11612. εἰωθώς, υῖα, ός
  11613. εἰῶμεν
  11614. εἴων
  11615. εἵως
  11616. εἰῶσι
  11617. ἐκ
  11618. Ἑκάβη, ης (ἡ)
  11619. ἑκάεργος, ου
  11620. ἐκάην
  11621. ἐκαθέατο
  11622. ἐκαθεζόμην
  11623. ἕκαθεν
  11624. ἐκάθευδον
  11625. ἐκαθήμην
  11626. ἐκάθηρα
  11627. ἐκάθιζον, ἐκάθισα
  11628. Ἑκάλειος, ου (ὁ)
  11629. ἐκάλεσα,
  11630. Ἑκαλῆθεν
  11631. Ἑκαλήσιον, ου (τό)
  11632. Ἑκαλίνη, ης (ἡ)
  11633. Ἕκαλος, ου (ὁ)
  11634. ἔκαμον
  11635. ἔκανον
  11636. ἐκάρην
  11637. ἑκάς
  11638. ἑκαστάτω
  11639. ἑκασταχόθεν
  11640. ἑκασταχόθι
  11641. ἑκασταχοῖ
  11642. ἑκασταχόσε
  11643. ἑκασταχοῦ
  11644. ἑκαστέρω
  11645. ἑκάστοθι
  11646. ἕκαστος, η, ον
  11647. ἑκάστοτε
  11648. ἐκατέατο
  11649. ἑκατεράκις
  11650. ἑκάτερθε,
  11651. ἑκάτερος, α, ον
  11652. ἑκατέρωθεν
  11653. ἑκατέρωθι
  11654. ἑκατέρωσε
  11655. Ἑκάτη, ης (ἡ)
  11656. ἑκατηβελέτης, ου
  11657. ἑκατηβόλος, ος, ον
  11658. Ἑκατήσιον, ου (τό)
  11659. ἕκατι
  11660. ἑκατογκάρανος, ος, ον
  11661. ἑκατόγχειρ, χειρος
  11662. ἑκατόγχειρος, ος, ον
  11663. ἑκατόζυγος, ος, ον
  11664. Ἑκατομβαιών, ῶνος (ὁ)
  11665. ἑκατόμβη, ης (ἡ)
  11666. ἑκατόμβοιος, ος, ον
  11667. ἑκατόμπεδος, ος, ον
  11668. ἑκατόμποδος, ος, ον
  11669. ἑκατόμπολις, ις, ι
  11670. ἑκατόμπους, ους, ουν
  11671. ἑκατόμπυλος, ος, ον
  11672. ἑκατομφόνια, ων (τά)
  11673. ἑκατόν
  11674. ἑκατονταέτης, ης, ες
  11675. ἑκατονταπλασίων, ων, ον
  11676. ἑκατοντάρχης, ου (ὁ)
  11677. ἑκατόνταρχος, ου (ὁ)
  11678. ἑκατοντάς, άδος (ἡ)
  11679. ἑκατοντάχειρ, χειρος
  11680. ἑκατοντούτης, ου
  11681. ἕκατος, ου (ὁ)
  11682. ἑκατοστός, ή, όν
  11683. ἑκατοστύς, ύος (ἡ)
  11684. ἔκαυσα
  11685. ἐκβάζω
  11686. ἐκβαίνω
  11687. ἐκβακχεύω
  11688. ἐκβάλλω
  11689. ἐκβαρβαρόω-ῶ
  11690. ἐκβαρβάρωσις, εως (ἡ)
  11691. ἔκβασις, εως (ἡ)
  11692. Ἑκβάτανα, ων (τά)
  11693. ἐκβάω
  11694. ἐκβεβαιόομαι-οῦμαι
  11695. ἐκβεβαίωσις, εως (ἡ)
  11696. ἐκβεβλήκει
  11697. ἐκβιάζω
  11698. ἐκβιβάζω
  11699. ἐκβλαστάνω
  11700. ἐκβλέπω
  11701. ἐκβληθείς
  11702. ἐκβλύζω
  11703. ἐκβοήθεια, ας (ἡ)
  11704. ἐκβοηθέω-ῶ
  11705. ἐκβολή, ῆς (ἡ)
  11706. ἐκβόλιμος, ος, ον
  11707. ἐκβόλιον, ου (τό)
  11708. ἔκβολος, ος, ον
  11709. ἐκβράζω
  11710. ἐκβράσσω
  11711. ἐκβροντάω-ῶ
  11712. ἐκβρυχάομαι-ῶμαι
  11713. ἔκβρωμα, ατος (τό)
  11714. ἐκβῶντας
  11715. ἐκγαμίζω
  11716. ἐκγαυρόομαι-οῦμαι
  11717. ἐκγέγαα
  11718. ἐκγελάω-ῶ
  11719. ἐκγενής, ής, ές
  11720. ἐκγίγνομαι
  11721. ἐκγλυφή, ῆς (ἡ)
  11722. ἐκγλύφω
  11723. ἔκγονος, ος, ον
  11724. ἐκγυμνόω-ῶ
  11725. ἐκδαῆναι
  11726. ἐκδαπανάω-ῶ
  11727. ἐκδακρύω
  11728. ἔκδεια, ας (ἡ)
  11729. ἐκδείκνυμι
  11730. ἐκδειματόω-ῶ
  11731. ἐκδέκομαι
  11732. ἔκδεξις, εως (ἡ)
  11733. ἐκδέρω
  11734. ἐκδέχομαι
  11735. ἐκδέω
  11736. ἔκδηλος, ος, ον
  11737. ἐκδημέω-ῶ
  11738. ἐκδημία, ας (ἡ)
  11739. ἔκδημος, ος, ον
  11740. ἐκδιαβαίνω
  11741. ἐκδιαιτάω-ῶ
  11742. ἐκδιαίτησις, εως (ἡ
  11743. ἐκδιδάσκω
  11744. ἐκδιδόαται
  11745. ἐκδιδράσκω
  11746. ἐκδιδρήσκω
  11747. ἐκδίδωμι
  11748. ἐκδιηγέομαι-οῦμαι
  11749. ἐκδικάζω
  11750. ἐκδικέω-ῶ
  11751. ἐκδίκησις, εως (ἡ)
  11752. ἔκδικος, ος, ον
  11753. ἐκδικῶ
  11754. ἐκδίκως
  11755. ἐκδιφρεύω
  11756. ἐκδιψάω-ῶ
  11757. ἐκδιωκτέον
  11758. ἐκδιώκω
  11759. ἔκδοσις, εως (ἡ)
  11760. ἔκδοτος, ος, ον
  11761. ἐκδοχή, ῆς (ἡ)
  11762. ἐκδρακοντόω-ῶ
  11763. ἐκδραμεῖν
  11764. ἐκδράντες
  11765. ἐκδρομή, ῆς (ἡ)
  11766. ἔκδρομος, ου (ὁ)
  11767. ἐκδῦμεν
  11768. ἐκδύνω
  11769. ἔκδυσις, εως (ἡ)
  11770. ἐκδύω
  11771. ἐκδωριόομαι-οῦμαι
  11772. ἐκέδασθεν
  11773. ἐκέετο
  11774. ἐκεῖ
  11775. ἐκεῖθεν
  11776. ἐκεῖθι
  11777. ἐκείνῃ
  11778. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
  11779. ἐκεινοσί
  11780. ἐκείνως
  11781. ἐκεῖσε
  11782. ἐκεκάσμην
  11783. ἐκέκλετο
  11784. ἐκεκράγετε
  11785. ἐκέρασα
  11786. ἐκέρδησα
  11787. ἔκερσα
  11788. ἐκεχειρία, ας (ἡ)
  11789. ἐκζέω
  11790. ἐκζητέω-ῶ
  11791. ἐκζήτησις, εως (ἡ)
  11792. ἐκζωπυρέω-ῶ
  11793. ἐκζωπύρησις, εως (ἡ)
  11794. ἔκηα
  11795. ἑκηβολία, ας (ἡ)
  11796. ἑκηβόλος, ος, ον
  11797. ἕκηλος, ος, ον
  11798. ἕκητι
  11799. ἐκθαμβέω-ῶ
  11800. ἔκθαμβος, ος, ον
  11801. ἐκθαμνίζω
  11802. ἔκθανον
  11803. ἐκθαρρέω-ῶ
  11804. ἐκθάρσημα, ατος (τό)
  11805. ἐκθαυμάζω
  11806. ἐκθεάομαι-ῶμαι
  11807. ἐκθειάζω
  11808. ἐκθειόω-ῶ
  11809. ἐκθεόω-ῶ
  11810. ἐκθεραπεύω
  11811. ἐκθερμαίνω
  11812. ἔκθεσις, εως (ἡ)
  11813. ἔκθεσμος, ος, ον
  11814. ἐκθετέον
  11815. ἔκθετος, ος, ον
  11816. ἐκθέω
  11817. ἐκθηράομαι-ῶμαι
  11818. ἐκθηρεύω
  11819. ἐκθλίβω
  11820. ἐκθνῄσκω
  11821. ἐκθοινάομαι-ῶμαι
  11822. ἐκθορεῖν
  11823. ἐκθόρνυμαι
  11824. ἔκθρεψις, εως (ἡ)
  11825. ἐκθρηνέω-ῶ
  11826. ἐκθρῴσκω
  11827. ἔκθυμος, ος, ον
  11828. ἐκθύμως
  11829. ἐκθύσιμος, ος, ον
  11830. ἔκθυσις, εως (ἡ)
  11831. ἐκθύω
  11832. ἐκίνηθεν
  11833. ἔκιον
  11834. ἔκιχον
  11835. ἐκκαγχάζω
  11836. ἐκκαθαίρω
  11837. ἐκκαθεύδω
  11838. ἐκκάθηρα
  11839. ἑκκαίδεκα
  11840. ἑκκαιδεκάδωρος, ος, ον
  11841. ἑκκαιδεκαετής, ής, ές
  11842. ἑκκαιδεκάπηχυς, υς, υ
  11843. ἑκκαιδεκέτης, ης, ες
  11844. ἑκκαιδεκήρης, εος-ους (ἡ)
  11845. ἐκκαίω
  11846. ἐκκακέω-ῶ
  11847. ἐκκαλέω-ῶ
  11848. ἐκκάλυμμα, ατος (τό)
  11849. ἐκκαλύπτω
  11850. ἐκκάμνω
  11851. ἐκκαρπίζομαι
  11852. ἐκκαρπόομαι-οῦμαι
  11853. ἐκκαταπάλλω
  11854. ἐκκατιδών
  11855. ἐκκαυστικός, ή, όν
  11856. ἐκκάω
  11857. ἔκκειμαι
  11858. ἐκκεινόω
  11859. ἐκκενόω-ῶ
  11860. ἐκκεντέω-ῶ
  11861. ἐκκεχυμένως
  11862. ἐκκηραίνω
  11863. ἐκκηρύσσω
  11864. ἐκκινέω-ῶ
  11865. ἐκκλάω-ῶ
  11866. ἐκκλείω
  11867. ἐκκλέπτω
  11868. ἐκκληΐω
  11869. ἐκκλησία, ας (ἡ)
  11870. ἐκκλησιάζω
  11871. ἐκκλησιαστής, οῦ (ὁ)
  11872. ἐκκλησιαστικός, ή, όν
  11873. ἔκκλησις, εως (ἡ)
  11874. ἐκκλητεύω
  11875. ἔκκλητος, ος, ον
  11876. ἐκκλῄω
  11877. ἐκκλίνω
  11878. ἔκκλισις, εως (ἡ)
  11879. ἐκκλιτέον
  11880. ἐκκλύζω
  11881. ἔκκλυσμα, ατος (τό)
  11882. ἐκκνάω-ῶ
  11883. ἐκκολάπτω
  11884. ἐκκολυμβάω-ῶ
  11885. ἐκκομιδή, ῆς (ἡ)
  11886. ἐκκομίζω
  11887. ἐκκομπάζω
  11888. ἐκκομψεύομαι
  11889. ἐκκοπή, ῆς (ἡ)
  11890. ἐκκόπτω
  11891. ἐκκουφίζω
  11892. ἐκκράζω
  11893. ἐκκραυγάζω
  11894. ἐκκρέμαμαι
  11895. ἐκκρεμάννυμι
  11896. ἐκκρίνω
  11897. ἔκκριτος, ος, ον
  11898. ἐκκρουστικός, ή, όν
  11899. ἔκκρουστος, ος, ον
  11900. ἐκκρούω
  11901. ἐκκυβεύω
  11902. ἐκκυβιστάω-ῶ
  11903. ἐκκυκλέω-ῶ
  11904. ἐκκύκλημα, ατος (τό)
  11905. ἐκκυλίνδω
  11906. ἐκκυλίω
  11907. ἐκκυμαίνω
  11908. ἐκκυνηγετέω-ῶ
  11909. ἐκκύπτω
  11910. ἐκκωφόω-ῶ
  11911. ἔκλαγξα, ἔκλαγον
  11912. ἐκλαγχάνω
  11913. ἐκλαλέω-ῶ
  11914. ἐκλαμβάνω
  11915. ἐκλάμπω
  11916. ἐκλανθάνω
  11917. ἔκλαον
  11918. ἐκλαπάζω
  11919. ἐκλάπην
  11920. ἔκλασα
  11921. ἔκλαυσα, ἐκλαύσθην
  11922. ἐκλεαίνω
  11923. ἐκλέγω
  11924. ἐκλειπτικός, ή, όν
  11925. ἐκλείπω
  11926. ἐκλείσθην
  11927. ἔκλειψις, εως (ἡ)
  11928. ἐκλεκτός, ή, όν
  11929. ἐκλελαθέσθαι
  11930. ἐκλέλαθον
  11931. ἐκλελυμένως
  11932. ἔκλεο
  11933. ἔκλεον
  11934. ἐκλέπω
  11935. ἔκλευκος, ος, ον
  11936. ἐκλήγω
  11937. ἐκλήθην
  11938. ἔκλησα
  11939. ἔκλησις, εως (ἡ)
  11940. ἔκλινα, ἐκλίνην, ἐκλίνθη
  11941. ἐκλιπαίνω
  11942. ἐκλιπαρέω-ῶ
  11943. ἐκλιπής, ής, ές
  11944. ἐκλογή, ῆς (ἡ)
  11945. ἐκλογίζομαι
  11946. ἐκλογισμός, οῦ (ὁ)
  11947. ἔκλυσις, εως (ἡ)
  11948. ἐκλυτήριος, ος, ον
  11949. ἔκλυτος, ος, ον
  11950. ἐκλύτως
  11951. ἐκλύω
  11952. ἐκλωβάομαι-ῶμαι
  11953. ἐκμαίνω
  11954. ἐκμανθάνω
  11955. ἐκμαρτυρέω-ῶ
  11956. ἐκμάσσω
  11957. ἐκμαστεύω
  11958. ἐκμειλίσσομαι
  11959. ἐκμείρομαι
  11960. ἐκμελετάω-ῶ
  11961. ἐκμελής, ής, ές
  11962. ἐκμετρέω-ῶ
  11963. ἕκμηνος, ος, ον
  11964. ἐκμηνύω
  11965. ἐκμηρύομαι
  11966. ἐκμιμέομαι-οῦμαι
  11967. ἐκμισέω-ῶ
  11968. ἐκμισθόω-ῶ
  11969. ἔκμολε
  11970. ἐκμορφόω-ῶ
  11971. ἐκμουσόω-ῶ
  11972. ἐκμοχθέω-ῶ
  11973. ἐκμοχλεύω
  11974. ἐκμυζάω-ῶ
  11975. ἐκμυκτηρίζω
  11976. ἐκναρκάω-ῶ
  11977. ἐκνέμομαι
  11978. ἐκνευρίζω
  11979. ἐκνεύω
  11980. ἐκνέω
  11981. ἐκνηστεύω
  11982. ἐκνήφω
  11983. ἐκνήχομαι
  11984. ἐκνίζω
  11985. ἐκνικάω-ῶ
  11986. ἐκνίπτω
  11987. ἐκνόμιος, ος, ον
  11988. ἐκνομίως
  11989. ἔκνομος, ος, ον
  11990. ἐκνόμως
  11991. ἔκνοος, ος, ον
  11992. ἐκνοστέω-ῶ
  11993. ἐκόμισσα
  11994. ἑκοντί
  11995. ἐκόπην
  11996. ἑκούσιος, α, ον
  11997. ἑκουσίως
  11998. ἐκπαγλέομαι
  11999. ἔκπαγλος, ος, ον
  12000. ἐκπάγλως
  12001. ἐκπαιδεύω
  12002. ἐκπαιφάσσω
  12003. ἐκπαίω
  12004. ἔκπαλαι
  12005. ἐκπάλλομαι
  12006. ἐκπατάσσω
  12007. ἐκπάτιος, α, ον
  12008. ἐκπαύω
  12009. ἐκπείθω
  12010. ἐκπειράζω
  12011. ἐκπειράομαι-ῶμαι
  12012. ἐκπέλει é
  12013. ἐκπεμπτέος, α, ον
  12014. ἐκπέμπω
  12015. ἔκπεμψις, εως (ἡ)
  12016. ἐκπεπέτασμαι
  12017. ἐκπέποται
  12018. ἐκπέπραται
  12019. ἐκπεπταμένως
  12020. ἐκπεράᾳ
  12021. ἐκπεραίνω
  12022. ἐκπέραμα, ατος (τό)
  12023. ἐκπεράω-ῶ
  12024. ἐκπέρθω
  12025. ἐκπερίειμι
  12026. ἐκπεριέρχομαι
  12027. ἐκπεριϊέναι
  12028. ἐκπεριοδεύω
  12029. ἐκπεριπλέω
  12030. ἐκπερισσῶς
  12031. ἐκπερόωσι
  12032. ἐκπέρυσι
  12033. ἔκπεσε
  12034. ἐκπετάννυμι
  12035. ἐκπέτασις, εως (ἡ)
  12036. ἐκπετάσω
  12037. ἐκπετήσιμος, ος, ον
  12038. ἐκπεύθομαι
  12039. ἐκπεφυυῖαι
  12040. ἐκπήγνυμι
  12041. ἐκπηγνύω
  12042. ἐκπηδάω-ῶ
  12043. ἐκπηδέω
  12044. ἐκπήδημα, ατος (τό)
  12045. ἐκπιδύομαι
  12046. ἐκπιέζω
  12047. ἔκπιεν
  12048. ἐκπίμπλημι
  12049. ἐκπίνω
  12050. ἔκπιον
  12051. ἐκπιπράσκω
  12052. ἐκπίπτω
  12053. ἐκπίτνω
  12054. ἔκπλεος, ος, ον
  12055. ἐκπλέω
  12056. ἔκπλεως, ως, ων
  12057. ἔκπληγεν
  12058. ἐκπλήγνυμι
  12059. ἐκπληκτικός, ή, όν
  12060. ἐκπληκτικῶς
  12061. ἔκπληκτος, ος, ον
  12062. ἐκπλήκτως
  12063. ἔκπληξις, εως (ἡ)
  12064. ἐκπληρόω-ῶ
  12065. ἐκπλήσσω
  12066. ἐκπλήσω
  12067. ἔκπλοος, ου (ὁ)
  12068. ἐκπλύνω
  12069. ἔκπλυτος, ος, ον
  12070. ἐκπλώω
  12071. ἐκπνείω
  12072. ἐκπνευματόω-ῶ
  12073. ἐκπνέω
  12074. ἐκπνοή, ῆς (ἡ)
  12075. ἐκποδών
  12076. ἐκποιέω-ῶ
  12077. ἐκποίησις, εως (ἡ)
  12078. ἐκποίητος, ος, ον
  12079. ἐκπολεμέω-ῶ
  12080. ἐκπολεμόω-ῶ
  12081. ἐκπολέμωσις, εως (ἡ)
  12082. ἐκπολιορκέω-ῶ
  12083. ἐκπομπεύω
  12084. ἐκπομπή, ῆς (ἡ)
  12085. ἐκπονέω-ῶ
  12086. ἐκπορεύω
  12087. ἐκπορθέω-ῶ
  12088. ἐκπορίζω
  12089. ἐκπορνεύω
  12090. ἐκποτάομαι-ῶμαι
  12091. ἐκποτέονται
  12092. ἐκπράσσω
  12093. ἐκπραΰνω
  12094. ἐκπρεπής, ής, ές
  12095. ἐκπρεπῶς
  12096. ἔκπρησις, εως (ἡ)
  12097. ἐκπρήσσω
  12098. ἐκπρίασθαι
  12099. ἐκπρίω
  12100. ἐκπρόθεσμος, ος, ον
  12101. ἐκπροκαλέομαι-οῦμαι
  12102. ἐκπρολείπω
  12103. ἐκπροτιμάω-ῶ
  12104. ἐκπτερύσσομαι
  12105. ἐκπτήσσω
  12106. ἐκπτύω
  12107. ἐκπυνθάνομαι
  12108. ἐκπυρόω-ῶ
  12109. ἐκπύρωσις, εως (ἡ)
  12110. ἔκπυστος, ος, ον
  12111. ἔκπωμα, ατος (τό)
  12112. ἐκπωτάομαι-ῶμαι
  12113. ἐκραγήσομαι
  12114. ἔκραγον
  12115. ἐκράθην
  12116. ἐκραίνω
  12117. ἔκραξα
  12118. ἐκρέμω
  12119. ἐκρέω
  12120. ἐκρήγνυμι
  12121. ἐκριζόω-ῶ
  12122. ἐκρίθην
  12123. ἔκρικον
  12124. ἐκρινίζω
  12125. ἐκριπίζω
  12126. ἐκριπτέω
  12127. ἐκρίπτω
  12128. ἐκροή, ῆς (ἡ)
  12129. ἔκροος, ου (ὁ)
  12130. ἐκρύβην
  12131. ἐκσαγηνεύω
  12132. ἐκσαόω-ῶ
  12133. ἐκσείω
  12134. ἐκσεύομαι
  12135. ἐκσημαίνω
  12136. ἐκσκορπισμός, οῦ (ὁ)
  12137. ἐκσμάω-ῶ
  12138. ἐκσπασσαμένω
  12139. ἐκσπάω-ῶ
  12140. ἔκσπονδος, ος, ον
  12141. ἑκστάδιος, ος, ον
  12142. ἔκστασις, εως (ἡ)
  12143. ἐκστατικός, ή, όν
  12144. ἐκστατικῶς
  12145. ἐκστέλλω
  12146. ἐκστέφω
  12147. ἐκστρατεία, ας (ἡ)
  12148. ἐκστρατεύω
  12149. ἐκστρατοπεδεύω
  12150. ἐκστρέφω
  12151. ἐκστροφή, ῆς (ἡ)
  12152. ἐκσυρίττω
  12153. ἐκσῴζω
  12154. ἐκτάδην
  12155. ἐκτάδιος, α, ον
  12156. ἐκταθείς, εῖσα, έν
  12157. ἔκταθεν
  12158. ἑκταῖος, α, ον
  12159. ἐκτακείη
  12160. ἔκταμαι
  12161. ἔκταμε
  12162. ἐκτάμνω
  12163. ἐκτανύω
  12164. ἐκταπεινόω-ῶ
  12165. ἐκταράσσω
  12166. ἔκτασις, εως (ἡ)
  12167. ἐκτάσσω
  12168. ἐκτάσω
  12169. ἔκτατο
  12170. ἐκτέαται
  12171. ἐκτέετο
  12172. ἐκτείνω
  12173. ἐκτειχίζω
  12174. ἐκτελέεσθαι
  12175. ἐκτελείω
  12176. ἐκτελέσω
  12177. ἐκτελευτάω-ῶ
  12178. ἐκτελέω1-ῶ
  12179. ἐκτελέω2
  12180. ἐκτελής, ής, ές
  12181. ἐκτεμεῖν
  12182. ἐκτέμνω
  12183. ἐκτένεια, ας (ἡ)
  12184. ἐκτενής, ής, ές
  12185. ἐκτενῶς
  12186. ἑκτέος, α, ον
  12187. ἐκτέταμαι
  12188. ἐκτετμημένος, η, ον
  12189. ἐκτεφρόω-ῶ
  12190. ἐκτεχνάομαι-ῶμαι
  12191. ἐκτήκω
  12192. ἔκτημαι, ἐκτήμην
  12193. ἑκτημόριος, ος, ον
  12194. ἐκτίθημι
  12195. ἐκτιθηνέομαι-οῦμαι
  12196. ἐκτίκτω
  12197. ἐκτιμάω-ῶ
  12198. ἔκτιμος, ος, ον
  12199. ἐκτινάσσω
  12200. ἐκτίνω
  12201. ἔκτισα
  12202. ἔκτισις, εως (ἡ)
  12203. ἔκτισμαι
  12204. ἔκτισσα
  12205. ἐκτιτρώσκω
  12206. ἔκτοθεν
  12207. ἔκτοθι
  12208. ἔκτοκον, ου (τό)
  12209. ἐκτολυπεύω
  12210. ἐκτομή, ῆς (ἡ)
  12211. ἐκτομίας, ου (ὁ)
  12212. ἐκτοξεύω
  12213. ἐκτοπίζω
  12214. ἐκτόπιος, ος, ον
  12215. ἔκτοπος, ος, ον
  12216. ἐκτόπως
  12217. Ἑκτόρεος, α, ον
  12218. Ἑκτορίδης, ου (ὁ)
  12219. ἕκτος, η, ον
  12220. ἐκτός
  12221. ἔκτοσε
  12222. ἔκτοσθε
  12223. ἐκτραγῳδέω-ῶ
  12224. ἐκτράπεζος, ος, ον
  12225. ἐκπράπελος, ος, ον
  12226. ἐκτραπῆναι
  12227. ἐκτραχηλίζω
  12228. ἐκτραχύνω
  12229. ἐκτρέπω
  12230. ἐκτρέφω
  12231. ἐκτρέχω
  12232. ἐκτριαινόω-ῶ
  12233. ἐκτρίβω
  12234. ἐκτροπή, ῆς (ἡ)
  12235. ἐκτρυφάω-ῶ
  12236. ἐκτρυχόω-ῶ
  12237. ἐκτρώσω
  12238. ἔκτρωμα, ατος (τό)
  12239. ἐκτρωτικός, ή, όν
  12240. ἔκτυπον
  12241. ἔκτυπος, ος, ον
  12242. ἐκτυπόω-ῶ
  12243. ἐκτυφλόω-ῶ
  12244. ἐκτύφλωσις, εως (ἡ)
  12245. ἕκτωρ, ορος
  12246. Ἕκτωρ, ορος (ὁ)
  12247. ἐκυκλεῦντο
  12248. ἑκυρά, ᾶς (ἡ)
  12249. ἑκυρός, οῦ (ὁ)
  12250. ἔκυρσα
  12251. ἔκυσσα
  12252. ἐκφαίνω
  12253. ἐκφανής, ής, ές
  12254. ἐκφαντικός, ή, όν
  12255. ἐκφαντικῶς
  12256. ἐκφανῶς
  12257. ἐκφάσθαι
  12258. ἔκφασις, εως (ἡ)
  12259. ἐκφάτως
  12260. ἐκφαυλίζω
  12261. ἐκφερέμεν
  12262. ἐκφέρω
  12263. ἐκφεύγω
  12264. ἔκφημι
  12265. ἐκφθείρω
  12266. ἐκφθίνω
  12267. ἐκφλαυρίζω
  12268. ἐκφλέγω
  12269. ἐκφοβέω-ῶ
  12270. ἔκφοβος, ος, ον
  12271. ἐκφοιτάω-ῶ
  12272. ἐκφοιτέω
  12273. ἐκφορά, ᾶς (ἡ)
  12274. ἐκφορέω-ῶ
  12275. ἐκφόριον, ου (τό)
  12276. ἔκφορος, ος, ον
  12277. ἐκφορτίζομαι
  12278. ἐκφράζω
  12279. ἔκφρασις, εως (ἡ)
  12280. ἐκφρέω
  12281. ἐκφροντίζω
  12282. ἐκφρύγω
  12283. ἔκφρων, ων, ον
  12284. ἐκφυγγάνω
  12285. ἔκφυγε
  12286. ἐκφυγέειν
  12287. ἐκφυλάσσω
  12288. ἐκφυλλοφορέω-ῶ
  12289. ἔκφυλος, ος, ον
  12290. ἐκφῦναι
  12291. ἐκφυσάω-ῶ
  12292. ἐκφυσιάω-ῶ
  12293. ἐκφύω
  12294. ἐκφωνέω-ῶ
  12295. ἐκφώνησις, εως (ἡ)
  12296. ἐκχαλινόω-ῶ
  12297. ἐκχαράσσω
  12298. ἔκχεον
  12299. ἐκχεύατο
  12300. ἐκχέω
  12301. ἐκχράω1
  12302. ἐκχράω2
  12303. ἐκχρηματίζομαι
  12304. ἐκχύμενος
  12305. ἐκχύνω
  12306. ἐκχύτης, ου (ὁ)
  12307. ἔκχυτο
  12308. ἐκχώννυμι
  12309. ἐκχωρέω-ῶ
  12310. ἐκχώρησις, εως (ἡ)
  12311. ἐκψύχω
  12312. ἑκών, οῦσα, όν
  12313. ἐλᾷ
  12314. ἐλάα, άας (ἡ)
  12315. ἐλάαν
  12316. ἔλαβον
  12317. ἐλαθείς
  12318. ἔλαθον
  12319. ἐλαία, ας (ἡ)
  12320. ἐλαιάεις
  12321. Ἐλαιᾶτις, ιδος (ἡ)
  12322. ἐλαίη
  12323. ἐλαιήεις, ήεσσα, ῆεν
  12324. ἐλαΐνεος, η
  12325. ἐλάϊνος, η, ον
  12326. ἔλαιον, ου (τό)
  12327. ἐλαιοπώλης, ου (ὁ)
  12328. ἐλαιόφυτος, ος, ον
  12329. ἐλαιών, ῶνος (ὁ)
  12330. ἔλακον
  12331. Ἐλαμῖται, ων (οἱ)
  12332. ἐλάμφθην
  12333. ἕλανδρος, ος, ον
  12334. ἔλασα
  12335. ἐλασαίατο
  12336. ἐλάσαμες
  12337. ἐλάσασκε
  12338. ἐλασείω
  12339. ἐλάσιος, α, ον
  12340. ἔλασις, εως (ἡ)
  12341. ἔλασσα
  12342. ἐλασσάμενος
  12343. ἐλασσόω-ῶ
  12344. ἐλάσσωμα, ατος (τό)
  12345. ἐλάσσων, ων, ον
  12346. ἐλαστρέω-ῶ
  12347. Ἐλάτεια, ας (ἡ)
  12348. ἐλάτη, ης (ἡ)
  12349. ἐλατήρ, ῆρος (ὁ)
  12350. ἐλατήριος, ος, ον
  12351. Ἐλατικός, ή, όν
  12352. ἐλάτινος, η, ον
  12353. ἐλαττονέω-ῶ
  12354. ἐλαττόω-ῶ
  12355. ἐλάττωσις, εως (ἡ)
  12356. ἐλαττωτικός, ή, όν
  12357. ἐλαυνέμεν
  12358. ἐλαύνω
  12359. ἐλαφαβόλος
  12360. ἐλάφειος, ος, ον
  12361. ἐλαφηβολία, ας (ἡ)
  12362. ἐλαφηβόλια, ων (τά)
  12363. Ἐλαφηβολιών, ῶνος (ὁ)
  12364. ἐλαφηβόλος, ος, ον
  12365. ἐλαφοκτόνος, ος, ον
  12366. ἔλαφος, ου (ὁ, ἡ)
  12367. ἐλαφρία, ας (ἡ)
  12368. ἐλαφρίζω
  12369. ἐλαφρός, ά, όν
  12370. ἐλαφρύνω
  12371. ἐλαφρῶς
  12372. ἐλάχιστος, η, ον
  12373. ἔλαχον
  12374. ἐλάω1-ῶ
  12375. ἐλάω2
  12376. ἔλδομαι
  12377. ἔλδωρ (τό)
  12378. ἕλε
  12379. ἐλεαίρεσκον
  12380. ἐλεαίρω
  12381. ἐλεάω-ῶ
  12382. ἐλεγεία, ας (ἡ)
  12383. ἐλεγεῖον, ου (τό) 1   [μ
  12384. ἐλεγεῖος, α, ον
  12385. ἐλεγκτικός, ή, όν
  12386. ἐλεγκτικῶς
  12387. ἐλέγμην
  12388. ἐλεγμός, οῦ (ὁ)
  12389. ἐλέγξαι
  12390. ἔλεγξις, εως (ἡ)
  12391. ἔλεγος, ου (ὁ)
  12392. ἐλεγχείη, ης (ἡ)
  12393. ἐλεγχής, ής, ές
  12394. ἔλεγχος1, εος-ους (τό)
  12395. ἔλεγχος2, ου (ὁ)
  12396. ἐλέγχω
  12397. ἑλέειν
  12398. ἐλεεινός, ή, όν
  12399. ἐλεεινῶς
  12400. ἐλεέω-ῶ
  12401. ἐλεημοσύνη, ης (ἡ)
  12402. ἐλεήμων, ων, ον
  12403. ἐλέηνα
  12404. ἐλεητικός, ή, όν
  12405. ἐλεητύς, ύος (ἡ)
  12406. ἐλείηνα
  12407. ἑλεῖν
  12408. ἐλεινός, ἐλεινῶς
  12409. ἑλειοβάτης, ου
  12410. ἕλειος, α, ον
  12411. ἐλείφθην
  12412. ἔλεκτο
  12413. ἐλελεῦ
  12414. ἐλελήθεε
  12415. ἐλελίζω1
  12416. ἐλελίζω2
  12417. ἐλέλικτο
  12418. ἐλέλιχθεν
  12419. ἐλελίχθων, ων, ον
  12420. ἐλελόγχειν
  12421. ἐλελοίπειν
  12422. ἑλέναυς (ἡ)
  12423. Ἑλένη, ης (ἡ)
  12424. ἑλεόθρεπτος, ος, ον
  12425. ἐλεός, οῦ (ὁ)
  12426. ἔλεος, ου (ὁ)
  12427. ἑλέπολις, εως
  12428. ἑλέπτολις
  12429. ἑλέσθαι
  12430. ἕλεσκε
  12431. ἑλετός, ή, όν
  12432. ἕλευ
  12433. ἐλευθερία, ας (ἡ)
  12434. Ἐλευθέρια, ων (τά)
  12435. ἐλευθεριάζω
  12436. ἐλευθερίη
  12437. ἐλευθέριος, ος, ον
  12438. ἐλευθεριότης, ητος (ἡ)
  12439. ἐλευθερίως
  12440. ἐλεύθερος, α, ον
  12441. ἐλευθεροστομέω-ῶ
  12442. ἐλευθερόστομος, ος, ον
  12443. ἐλευθερόω-ῶ
  12444. ἐλευθέρως
  12445. ἐλευθέρωσις, εως (ἡ)
  12446. ἐλευθερωτής, οῦ (ὁ)
  12447. Ἐλευσινάδε
  12448. Ἐλευσίνια, Ἐλευσίνιον
  12449. Ἐλευσίνιος, α, ον
  12450. Ἐλευσινόθεν
  12451. ἔλευσις, εως (ἡ)
  12452. Ἐλευσίς, ῖνος (ἡ)
  12453. ἐλεύσομαι
  12454. ἐλεφαίρομαι
  12455. ἐλεφαντάρχης, ου (ὁ)
  12456. ἐλεφαντίασις, εως (ἡ)
  12457. ἐλεφάντινος, η, ον
  12458. ἐλεφαντίσκιον, ου (τό)
  12459. ἐλεφαντόδετος, ος, ον
  12460. ἐλεφαντοκομία, ας (ἡ)
  12461. ἐλεφαντόκωπος, ος, ον
  12462. ἐλεφαντομαχία, ας (ἡ)
  12463. ἐλεφαντόπους, ποδος
  12464. ἐλέφας, αντος (ὁ)
  12465. ἐλεφηράμενος
  12466. ἐλέχθην
  12467. ἕλῃ
  12468. ἐληλάδατο
  12469. ἐλήλακα
  12470. ἐληλάμην
  12471. ἐλήλεγμαι
  12472. ἐληλέδατο
  12473. ἐληλουθώς
  12474. ἐλήλυθα
  12475. ἐληλύθεε
  12476. ἕλῃσι
  12477. ἐλήφθην
  12478. ἐλθέ
  12479. ἑλίγδην
  12480. ἕλιγμα, ατος (τό)
  12481. ἑλιγμός, οῦ (ὁ)
  12482. ἑλίκη, ης (ἡ)
  12483. Ἑλικήσιοι, ων (οἱ)
  12484. ἑλικοειδής, ής, ές
  12485. ἑλικτός, ή, όν
  12486. ἑλικώδης, ης, ες
  12487. Ἑλικών, ῶνος (ὁ)
  12488. Ἑλικωνιάδες, ων (αἱ)
  12489. Ἑλικώνιος1, α, ον
  12490. Ἑλικώνιος2, α, ον
  12491. Ἑλικωνίς, ίδος
  12492. ἑλικῶπις, ιδος
  12493. ἑλίκωψ, ωπος
  12494. ἐλινύω
  12495. ἕλιξ1, ικος
  12496. ἕλιξ2, ικος (ἡ)
  12497. ἔλιπον
  12498. ἐλισάμην
  12499. ἑλισσέμεν
  12500. ἑλίσσω
  12501. ἑλίτροχος, ος, ον
  12502. ἑλίχρυσος, ου (ὁ)
  12503. ἑλκαίνω
  12504. ἑλκέμεν, ἑλκέμεναι
  12505. ἑλκεσίπεπλος, ος, ον
  12506. ἑλκεχίτων, ωνος
  12507. ἑλκέω-ῶ
  12508. ἑλκηθμός, οῦ (ὁ)
  12509. ἑλκόμην
  12510. ἑλκοποιέω-ῶ
  12511. ἑλκοποιός, ός, όν
  12512. ἕλκος, εος-ους (τό)
  12513. ἑλκόω-ῶ
  12514. ἑλκτικός, ή, όν
  12515. ἑλκυσμός, οῦ (ὁ)
  12516. ἑλκυστάζω
  12517. ἑλκυστέος, α, ον
  12518. ἑλκύω
  12519. ἕλκω
  12520. ἑλκώδης, ης, ες
  12521. ἕλκωσις, εως (ἡ)
  12522. ἑλκωτικός, ή, όν
  12523. Ἕλλα
  12524. ἔλλαβον
  12525. ἐλλαμπρύνομαι
  12526. ἐλλάμπω
  12527. ἔλλαμψις, εως (ἡ)
  12528. Ἕλλαν
  12529. Ἑλλάνιος, α, ον
  12530. Ἑλλανοδίκης, ου (ὁ)
  12531. Ἑλλάς, άδος
  12532. ἔλλαχον
  12533. ἑλλέβορος, ου (ὁ)
  12534. ἐλλεδανός, οῦ (ὁ)
  12535. ἔλλειμμα, ατος (τό)
  12536. ἐλλειπασμός, οῦ (ὁ)
  12537. ἐλλείπω
  12538. ἔλλεσχος, ος, ον
  12539. Ἕλλη, ης (ἡ)
  12540. Ἕλλην1, ηνος (ὁ)
  12541. Ἕλλην2, ηνος
  12542. ἑλληνίζω
  12543. ἑλληνικός, ή, όν
  12544. Ἑλληνικῶς
  12545. Ἑλλήνιος, α, ον
  12546. Ἑλληνίς, ίδος
  12547. Ἑλληνιστής, οῦ (ὁ)
  12548. ἑλληνιστί
  12549. Ἑλληνοταμίαι, ῶν (οἱ)
  12550. Ἑλλησποντιακός, ή, όν
  12551. Ἑλλησποντίας, ου (ὁ)
  12552. Ἑλλησπόντιος, α, ον
  12553. Ἑλλήσποντος, ου (ὁ)
  12554. ἐλλιπής, ής, ές
  12555. ἐλλισάμην
  12556. ἐλλιτάνευε
  12557. ἐλλόβιον, ου (τό)
  12558. ἐλλογέω-ῶ
  12559. ἐλλόγιμος, ος, ον
  12560. ἔλλογος, ος, ον
  12561. ἐλλός1, ή, όν
  12562. ἐλλός2
  12563. ἐλλοχάω-ῶ
  12564. ἐλλοχίζω
  12565. ἔλλυπος, ος, ον
  12566. ἐλλύχνιον, ου (τό)
  12567. ἕλοιμι, ἑλοίμην
  12568. ἑλόμενος
  12569. ἑλόμην
  12570. ἕλον
  12571. ἕλος, εος-ους (τό)
  12572. ἔλου
  12573. ἑλοῦ
  12574. ἐλοῦντο
  12575. ἐλόωσι
  12576. ἔλπεαι
  12577. ἐλπίζω
  12578. ἐλπίς, ίδος (ἡ)
  12579. ἔλπισμα, ατος (τό)
  12580. ἐλπιστικός, ή, όν
  12581. ἐλπιῶ
  12582. ἔλπω
  12583. ἐλπωρή, ῆς (ἡ)
  12584. ἔλσαι, ἔλσας
  12585. ἐλύμην
  12586. ἐλυσθείς, ἐλύσθη
  12587. ἔλυτρον, ου (τό)
  12588. ἐλύω
  12589. ἐλῶ
  12590. ἕλω, ῃς
  12591. ἔλων
  12592. ἑλών, οῦσα, όν
  12593. ἕλωρ (τό)
  12594. ἑλώριον, ου (τό)
  12595. ἐμάγην
  12596. ἔμαθον
  12597. ἐμάνην
  12598. ἔμαξα
  12599. ἔμαπον
  12600. ἐμάρανα
  12601. ἔμαρψα
  12602. ἐμαυτοῦ, ῆς
  12603. ἐμάχθην
  12604. ἔμβα
  12605. ἐμβαδίζω
  12606. ἐμβαδόν
  12607. ἐμβαθύνω
  12608. ἐμβαίνω
  12609. ἐμβαλέειν
  12610. ἐμβάλλω
  12611. ἔμβαμμα, ατος (τό)
  12612. ἐμβαπτίζω
  12613. ἐμβάπτω
  12614. ἐμβάς1, άδος (ἡ)
  12615. ἐμβάς2
  12616. ἐμβασιλεύω
  12617. ἔμβασις, εως (ἡ)
  12618. ἐμβαστάζω
  12619. ἐμβατεύω
  12620. ἐμβατήριος, ος, ον
  12621. ἐμβάτης, ου (ὁ)
  12622. Ἔμβατον, ου (τό)
  12623. ἐμβάφιον, ου (τό)
  12624. ἐμβέβαα
  12625. ἔμβη
  12626. ἐμβιβάζω
  12627. ἔμβιος, ος, ον
  12628. ἐμβιόω-ῶ
  12629. ἐμβίωσις, εως (ἡ)
  12630. ἐμβλέπω
  12631. ἔμβλημα, ατος (τό)
  12632. ἐμβοάω-ῶ
  12633. ἐμβολή, ῆς (ἡ)
  12634. ἐμβόλιμος, ος, ον
  12635. ἔμβολον, ου (τό)
  12636. ἔμβολος, ου (ὁ)
  12637. ἐμβραδύνω
  12638. ἐμβρέμομαι
  12639. ἐμβρέχω
  12640. ἐμβριθής, ής, ές
  12641. ἐμβριμάομαι-ῶμαι
  12642. ἐμβροντάω-ῶ
  12643. ἐμβροντησία, ας (ἡ)
  12644. ἐμβρόντητος, ος, ον
  12645. ἐμβροχή1, ῆς (ἡ)
  12646. ἐμβροχή2, ῆς (ἡ)
  12647. ἐμβρυοδόχος, ος, ον
  12648. ἔμβρυον, ου (τό)
  12649. ἐμβυθίζω
  12650. ἐμβύθιος, α, ον
  12651. ἐμβυρσόω-ῶ
  12652. ἐμέ
  12653. ἐμέγε
  12654. ἐμέθεν
  12655. ἔμεινα
  12656. ἔμειξα
  12657. ἐμεῖο
  12658. ἔμελε
  12659. ἐμεμνήμην
  12660. ἔμεν, ἔμεναι
  12661. ἕμεν
  12662. ἐμέο
  12663. ἐμετικός, ή, όν
  12664. ἔμετος, ου (ὁ)
  12665. ἐμεῦ
  12666. ἐμέω-ῶ
  12667. ἐμεωυτοῦ
  12668. ἐμηνάμην
  12669. ἐμησάμην
  12670. ἐμηχανέοντο
  12671. ἐμίανα
  12672. ἐμίγην
  12673. ἐμίν
  12674. ἔμιξα, ἐμίχθην
  12675. ἔμμαθον
  12676. ἐμμαίνομαι
  12677. ἔμμαλλος, ος, ον
  12678. ἐμμανής, ής, ές
  12679. ἐμμαπέως
  12680. ἐμμάχομαι
  12681. ἐμμέλεια, ας (ἡ)
  12682. ἐμμελετάω-ῶ
  12683. ἐμμελετητέον
  12684. ἐμμελέως
  12685. ἐμμελής, ής, ές
  12686. ἐμμελῶς
  12687. ἐμμεμαώς, υῖα, ός
  12688. ἐμμέμονα
  12689. ἔμμεν
  12690. ἐμμενετέος, α, ον
  12691. ἐμμενής, ής, ές
  12692. ἐμμένω
  12693. ἐμμεστόομαι-οῦμαι
  12694. ἔμμεστος, ος, ον
  12695. ἐμμέσῳ
  12696. ἐμμετρία ας (ἡ)
  12697. ἔμμετρος, ος, ον
  12698. ἐμμέτρως
  12699. ἔμμηνος, ος, ον
  12700. ἐμμί
  12701. ἐμμίγνυμι
  12702. ἔμμισθος, ος, ον
  12703. ἔμμονος, ος, ον
  12704. ἐμμόνως
  12705. ἔμμορε
  12706. ἔμμορος, ος, ον
  12707. ἔμμορφος, ος, ον
  12708. ἔμμοτος, ος, ον
  12709. ἐμμυέω-ῶ
  12710. ἔμνησα
  12711. ἐμνησάμην
  12712. ἐμνήσθην
  12713. ἐμοί
  12714. ἔμολον
  12715. ἐμός, ή, όν
  12716. ἐμοῦ
  12717. ἔμπα
  12718. ἐμπαγείς, εῖσα, έν
  12719. ἐμπάζομαι
  12720. ἐμπαθής, ής, ές
  12721. ἐμπαθῶς
  12722. ἐμπαιγμονή, ῆς (ἡ)
  12723. ἐμπαιγμός, οῦ (ὁ)
  12724. ἐμπαίζω
  12725. ἐμπαίκτης, ου (ὁ)
  12726. ἔμπαιος1, ος, ον
  12727. ἔμπαιος2, ος, ον
  12728. ἐμπαίω
  12729. ἐμπάλαγμα, ατος (τό)
  12730. ἐμπαλάσσω
  12731. ἔμπαλιν
  12732. ἐμπανηγυρίζω
  12733. ἐμπαρέχω
  12734. ἐμπαρίεμαι
  12735. ἐμπαροινέω-ῶ
  12736. ἔμπας
  12737. ἐμπάσσω
  12738. ἐμπατέω-ῶ
  12739. ἔμπεδα
  12740. ἐμπεδάω-ῶ
  12741. ἐμπεδορκέω-ῶ
  12742. ἔμπεδος1, ος, ον
  12743. ἔμπεδος2, ος, ον
  12744. ἐμπεδόφυλλος, ος, ον
  12745. ἐμπεδόω-ῶ
  12746. ἐμπέδως
  12747. ἐμπειρία ας (ἡ)
  12748. ἔμπειρος, ος, ον
  12749. ἐμπείρως
  12750. ἐμπελάζω
  12751. ἐμπέμπω
  12752. ἐμπεπλησμένος
  12753. ἐμπεριέχω
  12754. ἐμπεριλαμβάνω
  12755. ἐμπεριπατέω-ῶ
  12756. ἐμπεταννύω
  12757. ἐμπεφύασι
  12758. ἐμπήγνυμι
  12759. ἐμπηδάω-ῶ
  12760. ἔμπηρος, ος, ον
  12761. ἔμπης
  12762. ἐμπιέζω
  12763. ἐμπικραίνομαι
  12764. ἐμπίμπλημι
  12765. ἐμπίμπρημι
  12766. ἐμπίνω
  12767. ἐμπιπλάω-ῶ
  12768. ἐμπιπλέω
  12769. ἐμπίπλημι
  12770. ἐμπιπράω-ῶ
  12771. ἐμπίπρημι
  12772. ἐμπίπτω
  12773. ἐμπίς, ίδος (ἡ)
  12774. ἐμπιστεύω
  12775. ἐμπίτνω
  12776. ἐμπλακείς
  12777. ἐμπλάσσω
  12778. ἔμπλειος
  12779. ἐμπλέκω
  12780. ἔμπλεος, α, ον
  12781. ἐμπλέω
  12782. ἔμπλεως, ως, ων
  12783. ἐμπλήγδην
  12784. ἐμπληκτικός, ή, όν
  12785. ἔμπληκτος, ος, ον
  12786. ἐμπλήκτως
  12787. ἔμπλην
  12788. ἐμπληξία, ας (ἡ)
  12789. ἔμπληξις, εως (ἡ)
  12790. ἔμπληντο
  12791. ἐμπλῆσαι
  12792. ἐμπλήσσω
  12793. ἐμπληστέος, α, ον
  12794. ἔμπλητο
  12795. ἐμπλοκή, ῆς (ἡ)
  12796. ἐμπλόκιον, ου (τό)
  12797. ἐμπνείω
  12798. ἐμπνευματόω-ῶ
  12799. ἐμπνευμάτωσις, εως (ἡ)
  12800. ἐμπνέω
  12801. ἔμπνοια, ας (ἡ)
  12802. ἔμπνοος, ος, ον
  12803. ἐμποδίζω
  12804. ἐμπόδιος, ος, ον
  12805. ἐμπόδισμα, ατος (τό)
  12806. ἐμποδισμός, οῦ (ὁ)
  12807. ἐμποδιστικός, ή, όν
  12808. ἐμποδών
  12809. ἐμποιέω-ῶ
  12810. ἐμποικίλλω
  12811. ἐμπολάω-ῶ
  12812. ἐμπολεμέω-ῶ
  12813. ἐμπολέμιος, ος, ον
  12814. ἐμπολή, ῆς (ἡ)
  12815. ἐμπόλημα, ατος (τό)
  12816. ἐμπολητός, ή, όν
  12817. ἔμπολις, εως (ὁ, ἡ)
  12818. ἐμπολιτεύω
  12819. ἐμπολόωντο
  12820. ἐμπομπεύω
  12821. ἐμπορεύομαι
  12822. ἐμπορία, ας (ἡ)
  12823. ἐμπορικός, ή, όν
  12824. ἐμπόριος, α, ον
  12825. ἔμπορος, ου (ὁ)
  12826. ἐμπορπάω-ῶ
  12827. Ἔμπουσα, ης (ἡ)
  12828. ἐμπράκτως
  12829. ἐμπρεπής, ής, ές
  12830. ἐμπρέπω
  12831. ἐμπρήθω
  12832. ἔμπρησις, εως (ἡ)
  12833. ἐμπρησμός, οῦ (ὁ)
  12834. ἐμπρόθεσμος, ος, ον
  12835. ἔμπροσθε
  12836. ἐμπρόσθιος, ος, ον
  12837. ἐμπτύω
  12838. ἔμπυος, ος, ον
  12839. ἐμπυριβήτης, ου
  12840. ἐμπυροειδής, ής, ές
  12841. ἔμπυρος, ος, ον
  12842. ἔμυκον
  12843. ἐμφαγεῖν
  12844. ἐμφαίνω
  12845. ἐμφανέως
  12846. ἐμφανής, ής, ές
  12847. ἐμφανίζω
  12848. ἐμφαντικός, ή, όν
  12849. ἐμφαντικῶς
  12850. ἐμφανῶς
  12851. ἔμφασις, εως (ἡ)
  12852. ἐμφερής, ής, ές
  12853. ἐμφέρω
  12854. ἐμφεύγω
  12855. ἐμφθέγγομαι
  12856. ἐμφιληδονέω-ῶ
  12857. ἐμφιλοκαλέω-ῶ
  12858. ἐμφιλοχωρέω-ῶ
  12859. ἔμφοβος, ος, ον
  12860. ἐμφορέω-ῶ
  12861. ἐμφόρησις, εως (ἡ)
  12862. ἐμφορτόομαι-οῦμαι
  12863. ἔμφραγμα, ατος (τό)
  12864. ἐμφράσσω
  12865. ἐμφρόνως
  12866. ἐμφρουρέω-ῶ
  12867. ἔμφρουρος, ος, ον
  12868. ἐμφρύγω
  12869. ἔμφρων, ων, ον
  12870. ἐμφύλιος, ος, ον
  12871. ἔμφυλος, ος, ον
  12872. ἐμφυσάω-ῶ
  12873. ἐμφύσησις, εως (ἡ)
  12874. ἐμφυσιόω1-ῶ
  12875. ἐμφυσιόω2-ῶ
  12876. ἔμφυτος, ος, ον
  12877. ἐμφύω
  12878. ἐμφωλεύω
  12879. ἔμφωνος, ος, ον
  12880. ἐμψυχία, ας (ἡ)
  12881. ἔμψυχος, ος, ον
  12882. ἐμψύχως
  12883. ἐμῶ
  12884. ἐν
  12885. ἕν
  12886. ἐναγής, ής, ές
  12887. ἐναγίζω
  12888. ἐναγικός, ή, όν
  12889. ἐναγισμός, οῦ (ὁ)
  12890. ἐναγκαλίζομαι
  12891. ἐναγκυλάω-ῶ
  12892. ἔναγχος
  12893. ἐνάγω
  12894. ἐναγωνίζομαι
  12895. ἐναγώνιος, ος, ον
  12896. ἐναγωνίως
  12897. ἐναέριος, ος, ον
  12898. ἐνάερος, ος, ον
  12899. ἐναθλέω-ῶ
  12900. ἔναιμος, ος, ον
  12901. ἐναιρέμεν
  12902. ἐναίρω
  12903. ἐναίσιμος, ος, ον
  12904. ἐναισίμως
  12905. ἐναίσιος, ος, ον
  12906. ἐνάκις
  12907. ἐνακισχίλιοι, αι, α
  12908. ἐνακμάζω
  12909. ἐνακόσιοι, αι, α
  12910. ἐνακούω
  12911. ἐναλείφω
  12912. ἐναλήθης, ης, ες
  12913. ἐναλήθως
  12914. ἐναληλιμμένος
  12915. ἐναλίγκιος, ος, ον
  12916. ἐνάλιος, α, ον
  12917. ἐναλλάξ
  12918. ἐναλλάσσω
  12919. ἐνάλλομαι
  12920. ἐνάλλως
  12921. ἔναλος, ος, ον
  12922. ἐναλοῦμαι
  12923. ἐναμβλύνω
  12924. ἐναμέλγω
  12925. ἐνάμιλλος, ος, ον
  12926. ἐναμίλλως
  12927. ἔναμμα, ατος (τό)
  12928. ἐναμμένος
  12929. ἐνανθρωπέω-ῶ
  12930. ἔναντα
  12931. ἐναντία
  12932. ἐναντίβιον
  12933. ἐναντίον
  12934. ἐναντιόομαι-οῦμαι
  12935. ἐναντίος, α, ον
  12936. ἐναντιότης, ητος (ἡ)
  12937. ἐναντίωμα, ατος (τό)
  12938. ἐναντίως
  12939. ἐναντίωσις, εως (ἡ)
  12940. ἔναξε
  12941. ἐναξονίζω
  12942. ἐναπάρχομαι
  12943. ἐναπεργάζομαι
  12944. ἐναπερείδω
  12945. ἐνάπηκα
  12946. ἐναπογεννάομαι-ῶμαι
  12947. ἐναπογράφω
  12948. ἐναποδείκνυμαι
  12949. ἐναποθνῄσκω
  12950. ἐναποθραύω
  12951. ἐναπόκειμαι
  12952. ἐναποκλάω-ῶ
  12953. ἐναπολαύω
  12954. ἐναπολείπω
  12955. ἐναπόλειψις, εως (ἡ)
  12956. ἐναπόλλυμαι
  12957. ἐναπολογέομαι-οῦμαι
  12958. ἐναπομάσσω
  12959. ἐναπομύττομαι
  12960. ἐναπονίζομαι
  12961. ἐναποπνέω
  12962. ἐναποπνίγω
  12963. ἐναποσημαίνω
  12964. ἐναποτυπόω-ῶ
  12965. ἐναποφαίνω
  12966. ἐνάπτω1
  12967. ἐνάπτω2
  12968. ἔναρα, ων (τά)
  12969. ἐναραρίσκω
  12970. ἐναργέως
  12971. ἐναργής, ής, ές
  12972. ἐναργῶς
  12973. ἐνάρηρεν, ἐναρηρός
  12974. ἔναρθρος, ος, ον
  12975. ἐναρίζω
  12976. ἐναριθμέω-ῶ
  12977. ἐναρίθμιος, ος, ον
  12978. ἐνάριθμος, ος, ον
  12979. ἐναρμόζω
  12980. ἐναρμόνιος, ος, ον
  12981. ἐναρμόττω
  12982. ἐνάρχω
  12983. ἐνασελγαίνω
  12984. ἐνασκέω-ῶ
  12985. ἐνασπάζομαι
  12986. ἔνασσα
  12987. ἐνασχημονέω-ῶ
  12988. ἐναταῖος, α, ον
  12989. ἐνατενίζω
  12990. ἔνατος, η, ον
  12991. ἐναυγάζω
  12992. ἐναυλίζω
  12993. ἔναυλος1, ου (ὁ)
  12994. ἔναυλος2, ος, ον
  12995. ἔναυλος3, ος, ον
  12996. ἔναυσις, εως (ἡ)
  12997. ἐναύω
  12998. ἐναφανίζω
  12999. ἐναφίημι
  13000. ἔνδαις, ἔνδαιδος
  13001. ἐνδάκνω
  13002. ἔνδακρυς, υς, υ
  13003. ἐνδακρύω
  13004. ἐνδατέομαι-οῦμαι
  13005. ἐνδεεστέρως
  13006. ἐνδεής, ής, ές
  13007. ἐνδεῖ
  13008. ἔνδεια, ας (ἡ)
  13009. ἔνδειγμα, ατος (τό)
  13010. ἐνδείκνυμι
  13011. ἔνδειξις, εως (ἡ)
  13012. ἕνδεκα
  13013. ἑνδεκάκλινος, ος, ον
  13014. ἑνδεκάπηχυς, υς, υ
  13015. ἑνδεκαταῖος, α, ον
  13016. ἑνδέκατος, η, ον
  13017. ἐνδέκομαι
  13018. ἐνδελεχής, ής, ές
  13019. ἐνδελεχῶς
  13020. ἐνδέμω
  13021. ἐνδεξιόομαι-οῦμαι
  13022. ἐνδέξιος, α, ον
  13023. ἔνδεσις, εως (ἡ)
  13024. ἐνδέχομαι
  13025. ἐνδεχομένως
  13026. ἐνδέω 1- ῶ
  13027. ἐνδέω 2-ῶ
  13028. ἐνδεῶς
  13029. ἔνδηλος, ος, ον
  13030. ἐνδήλως
  13031. ἐνδημέω-ῶ
  13032. ἐνδημιουργέω-ῶ
  13033. ἔνδημος, ος, ον
  13034. ἐνδιαβάλλω
  13035. ἐνδιάζω
  13036. ἐνδιάθετος, ος, ον
  13037. ἐνδιαιτάομαι-ῶμαι
  13038. ἐνδιαίτημα, ατος (τό)
  13039. ἐνδιασπείρω
  13040. ἐνδιατάσσω
  13041. ἐνδιατρίβω
  13042. ἐνδιατριπτέον
  13043. ἐνδιατριπτικός, ή, όν
  13044. ἐνδιαφθείρω
  13045. ἐνδιδύσκω
  13046. ἐνδίδωμι
  13047. ἐνδίημι
  13048. ἔνδικος, ος, ον
  13049. ἐνδίκως
  13050. ἔνδινα, ων (τά)
  13051. ἔνδιος, ος, ον
  13052. ἐνδίφριος, ος, ον
  13053. ἔνδοθεν
  13054. ἔνδοθι
  13055. ἐνδοιάζω
  13056. ἐνδοιάσιμος, ος, ον
  13057. ἐνδοιαστός, ή, όν
  13058. ἐνδοιαστῶς
  13059. ἐνδομέω-ῶ
  13060. ἐνδόμησις, εως (ἡ)
  13061. ἐνδόμυχος, ος, ον
  13062. ἔνδον
  13063. ἐνδοξάζω
  13064. ἔνδοξος, ος, ον
  13065. ἐνδόξως
  13066. ἐνδόσιμος, ος, ον
  13067. ἐνδοτάτω, ἐνδοτέρω
  13068. ἐνδουπέω-ῶ
  13069. ἐνδρομή, ῆς (ἡ)
  13070. ἔνδροσος, ος, ον
  13071. ἐνδυκέως
  13072. ἔνδυμα, ατος (τό)
  13073. ἐνδυμάτια, ων (τά)
  13074. ἐνδύναμος, ος, ον
  13075. ἐνδυναμόω-ῶ
  13076. ἐνδυναστεύω
  13077. ἐνδυνέω
  13078. ἐνδύνω
  13079. ἔνδυσις, εως (ἡ)
  13080. ἐνδυστυχέω-ῶ
  13081. ἐνδυτήρ, ῆρος
  13082. ἐνδυτός, ός, όν
  13083. ἐνδύω
  13084. ἐνεαρίζω
  13085. ἐνέγκαι, ἐνεγκεῖν
  13086. ἐνεγύησα, ἐνεγύων
  13087. ἐνέδρα, ας (ἡ)
  13088. ἐνεδρεύω
  13089. ἔνεδρον, ου (τό)
  13090. ἔνεδρος, ος, ον
  13091. ἐνέζομαι
  13092. ἐνέηκα
  13093. ἐνέην
  13094. ἐνεθῆναι
  13095. ἐνεῖδον
  13096. ἐνείην
  13097. ἔνεικα
  13098. ἐνεικονίζω
  13099. ἐνειλέω-ῶ
  13100. ἐνειλίσσω
  13101. ἐνείλλω
  13102. ἔνειμα
  13103. ἔνειμεν
  13104. ἔνειμι
  13105. ἐνείρω
  13106. ἐνείς, εῖσα, έν
  13107. ἐνεῖσθαι
  13108. ἐνείχθην
  13109. ἐνεῖχον
  13110. ἕνεκα
  13111. ἐνεκάλεσα
  13112. ἐνέκαυσα
  13113. ἕνεκεν
  13114. ἐνεκέρασα
  13115. ἐνέκοπτον
  13116. ἐνεκότουν
  13117. ἐνέκοψα
  13118. ἐνέκρυψα
  13119. ἐνεκύρησα
  13120. ἐνέκυρσα
  13121. ἐνεκωμίασα
  13122. ἐνέλιπον
  13123. ἐνελίσσω
  13124. ἐνεμέω-ῶ
  13125. ἐνενήκοντα
  13126. ἐνενηκονταετής, ής, ές
  13127. ἐνενηκοστός, ή, όν
  13128. ἐνένιπον, ἐνένισπον
  13129. ἐνενόουν
  13130. ἐνενώμην
  13131. ἐνεορτάζω
  13132. ἐνεός, ά, όν
  13133. ἐνεπάγην
  13134. ἐνεπάγομαι
  13135. ἐνέπαιξα, ἐνεπαίχθην
  13136. ἐνέπεσον
  13137. ἐνέπηξα
  13138. ἐνεπιδείκνυμαι
  13139. ἐνεπιδημέω-ῶ
  13140. ἐνεπιορκέω-ῶ
  13141. ἐνέπλησα, ἐνέπλησθεν, ἐν
  13142. ἐνεπορπέατο
  13143. ἐνέπρησα
  13144. ἐνεργάζομαι
  13145. ἐνέργεια, ας (ἡ)
  13146. ἐνεργέω-ῶ
  13147. ἐνέργημα, ατος (τό)
  13148. ἐνεργής, ής, ές
  13149. ἐνεργητέος, α, ον
  13150. ἐνεργοβατέω-ῶ
  13151. ἐνεργολαβέω-ῶ
  13152. ἐνεργός, ός, όν
  13153. ἐνεργῶς
  13154. ἐνερείδω
  13155. ἐνερευθής, ής, ές
  13156. ἔνερθε
  13157. ἐνερμένος
  13158. ἔνεροι, ων (οἱ)
  13159. ἔνερσις, εως (ἡ)
  13160. ἐνέρτερος, α, ον
  13161. ἔνεσαν
  13162. ἐνεσθίω
  13163. ἐνέσταα, ἐνέστηκα
  13164. ἐνεστέασι
  13165. ἐνεστιάομαι-ῶμαι
  13166. ἐνεστώς
  13167. ἐνέτειλα
  13168. ἐνετή, ῆς (ἡ)
  13169. Ἐνέτης, ου
  13170. Ἐνετοί, ῶν (οἱ)
  13171. ἐνετός, ή, όν
  13172. ἐνέτραγον
  13173. ἐνέτυχον
  13174. ἐνευδαιμονέω-ῶ
  13175. ἐνευδοκιμέω-ῶ
  13176. ἐνεύδω
  13177. ἐνευημερέω-ῶ
  13178. ἐνευλογέω-ῶ
  13179. ἐνεύναιος, ος, ον
  13180. ἔνευσα
  13181. ἐνέφαγον
  13182. ἐνέφυν
  13183. ἐνέχεα
  13184. ἐνέχεις
  13185. ἐνεχθήσομαι
  13186. ἐνέχραυε
  13187. ἐνέχριμψα
  13188. ἐνεχυράζω
  13189. ἐνεχυρασία, ας (ἡ)
  13190. ἐνεχυρασμός, οῦ (ὁ)
  13191. ἐνέχυρον, ου (τό)
  13192. ἐνέχω
  13193. ἐνεχώρεε
  13194. ἐνέωσα
  13195. ἐνζεύγνυμι
  13196. ἐνζώννυμι
  13197. ἔνη,
  13198. ἐνηβάω-ῶ
  13199. ἐνηβητήριον, ου (τό)
  13200. ἐνηδύνω
  13201. ἐνηείη, ης (ἡ)
  13202. ἐνῆεν
  13203. ἐνηής, ής, ές
  13204. ἐνῆκα
  13205. ἐνηλάμην
  13206. ἐνήλατον, ου (τό)
  13207. ἐνήλικος, ος, ον
  13208. ἐνῆμαι
  13209. ἐνημμένος
  13210. ἐνήνεγμαι, ἐνήνοχα
  13211. ἐνήρατο
  13212. ἐνῆργμαι
  13213. ἐνήρης, ης, ες
  13214. ἐνήσω
  13215. ἐνηχέω-ῶ
  13216. ἔνθα
  13217. ἐνθάδε
  13218. ἐνθαδί
  13219. ἐνθακέω-ῶ
  13220. ἐνθάκησις, εως (ἡ)
  13221. ἐνθαλασσεύω
  13222. ἔνθαπερ
  13223. ἐνθάπτω
  13224. ἐνθεάζω
  13225. ἐνθέμεναι
  13226. ἔνθεν
  13227. ἐνθένδε
  13228. ἔνθεο
  13229. ἔνθεος, ος, ον
  13230. ἐνθερμαίνω
  13231. ἔνθερμος, ος, ον
  13232. ἔνθεσις, εως (ἡ)
  13233. ἔνθεσμος, ος, ον
  13234. ἐνθεῦτεν
  13235. ἔνθηρος, ος, ον
  13236. ἔνθλασις, εως (ἡ)
  13237. ἐνθλάω-ῶ
  13238. ἐνθνῄσκω
  13239. ἔνθορον
  13240. ἔνθου
  13241. ἐνθουσία, ας (ἡ)
  13242. ἐνθουσιάζω
  13243. ἐνθουσιαστικός, ή, όν
  13244. ἐνθουσιαστικῶς
  13245. ἐνθουσιάω-ῶ
  13246. ἐνθουσιώδης, ης, ες
  13247. ἔνθρυπτον, ου (τό)
  13248. ἐνθρῴσκω
  13249. ἐνθυμέω-ῶ
  13250. ἐνθύμημα, ατος (τό)
  13251. ἐνθυμηματικός, ή, όν
  13252. ἐνθυμηματικῶς
  13253. ἐνθύμησις, εως (ἡ)
  13254. ἐνθυμητέον
  13255. ἐνθυμία, ας (ἡ)
  13256. ἐνθύμιος, ος, ον
  13257. ἐνθυμιστός, ή, όν
  13258. ἐνθῶ, ῇς
  13259. ἐνθωρακίζω
  13260. ἐνί
  13261. ἑνί
  13262. ἔνι
  13263. ἐνιαύσιος, α, ον
  13264. ἐνιαυτός, οῦ (ὁ)
  13265. ἐνιαύω
  13266. ἐνιαχῆ
  13267. ἐνιδεῖν
  13268. ἐνιδρύω
  13269. ἐνίει
  13270. ἐνίημι
  13271. ἐνικλάω-ῶ
  13272. ἐνικλείω
  13273. ἔνιος, α, ον
  13274. ἐνίοτε
  13275. ἐνιπή, ῆς (ἡ)
  13276. ἐνίπλειος
  13277. ἐνιπλήσασθαι
  13278. ἐνιπλήσσω
  13279. ἐνιππάζομαι
  13280. ἐνιππεύω
  13281. ἐνιπρήθω
  13282. ἐνίπτω
  13283. ἐνισκίμπτω
  13284. ἐνισπέμεν
  13285. ἐνίσπω
  13286. ἐνισσέμεν
  13287. ἐνίσσω
  13288. ἐνίστημι
  13289. ἐνισχύω
  13290. ἐνίσχω
  13291. ἐνναετηρίς, ίδος (ἡ)
  13292. ἐννάκις
  13293. ἐννακόσιοι
  13294. ἐνναυμαχέω-ῶ
  13295. ἐνναυπηγέομαι-οῦμαι
  13296. ἐννέα
  13297. ἐννεάβοιος, ος, ον
  13298. ἐννεακαίδεκα
  13299. ἐννεακαιδεκαετηρίς, ίδος
  13300. ἐννεακαιδεκαπλασίων, ων, ο
  13301. ἐννεακισχίλιοι, αι, α
  13302. ἐννεάκρουνος, ος, ον
  13303. ἐννεάμηνος, ος, ον
  13304. ἐννεάπηχυς, υς, υ
  13305. ἐννεάς, άδος (ἡ)
  13306. ἐννεάχιλοι, αι, α
  13307. ἐννεκρόομαι-οῦμαι
  13308. ἐννενήκοντα, ἐννενηκοντα
  13309. ἐννενώκασι
  13310. ἔννεον
  13311. ἐννεόργυιος, ος, ον
  13312. ἐννεοσσεύω
  13313. ἐννέπω
  13314. ἐννεσίη, ης,
  13315. ἐννεύω
  13316. ἐννέωρος, ος, ον
  13317. ἐννήκοντα
  13318. ἐννῆμαρ
  13319. ἐννήφω
  13320. ἐννήχομαι
  13321. ἐννοέω-ῶ
  13322. ἐννόημα, ατος (τό)
  13323. ἐννόησις, εως (ἡ)
  13324. ἔννοια, ας (ἡ)
  13325. ἔννομος1, ος, ον
  13326. ἔννομος2, ος, ον
  13327. ἐννόμως
  13328. ἔννοος, ος, ον
  13329. ἐννοσίγαιος, ου (ὁ)
  13330. ἕννυμι
  13331. ἐννυχεύω
  13332. ἐννύχιος, α, ον
  13333. ἔννυχος, ος, ον
  13334. ἐννώσας
  13335. ἐνόδιος, ος, ον
  13336. ἐνοικειόω-ῶ
  13337. ἐνοικέω-ῶ
  13338. ἐνοίκησις, εως (ἡ)
  13339. ἐνοικίζω
  13340. ἐνοίκιος, ος, ον
  13341. ἐνοικοδομέω-ῶ
  13342. ἔνοικος, ος, ον
  13343. ἐνοικουρέω-ῶ
  13344. ἐνοινοφλύω
  13345. ἐνοινοχοέω-ῶ
  13346. ἐνολισθαίνω
  13347. ἐνομιλέω-ῶ
  13348. ἐνομόργνυμι
  13349. ἐνόν
  13350. ἐνοπή, ῆς (ἡ)
  13351. ἐνόπλιος, ος, ον
  13352. ἔνοπλος, ος, ον
  13353. ἐνοπτρίζω
  13354. ἔνοπτρον, ου (τό)
  13355. ἐνοράω-ῶ
  13356. ἐνορέω
  13357. ἐνορκίζω
  13358. ἔνορκος, ος, ον
  13359. ἐνόρνυμι
  13360. ἐνορούω
  13361. ἐνόρχης, ου
  13362. ἔνορχις, ιος
  13363. ἔνορχος, ος, ον
  13364. ἔνος, η, ον
  13365. ἑνός
  13366. ἐνοσίγαιος
  13367. ἔνοσις, εως (ἡ)
  13368. ἐνοσίχθων, ονος
  13369. ἑνότης, ητος (ἡ)
  13370. ἐνουρέω-ῶ
  13371. ἐνοφθαλμιάζομαι
  13372. ἐνοφθαλμισμός, οῦ (ὁ)
  13373. ἐνοχλέω-ῶ
  13374. ἔνοχος, ος, ον
  13375. ἑνόω-ῶ
  13376. ἐνράπτω
  13377. ἐνσείω
  13378. ἐνσημαίνω
  13379. ἐνσκευάζω
  13380. ἐνσκήπτω
  13381. ἐνσκιατροφέομαι-οῦμαι
  13382. ἐνσκίμπτω
  13383. ἔνσπονδος, ος, ον
  13384. ἐνστάζω
  13385. ἐνσταλάζω
  13386. ἔνστασις, εως (ἡ)
  13387. ἐνστάτης, ου
  13388. ἐνστατικός, ή, όν
  13389. ἐνστέλλω
  13390. ἔνστημα, ατος (τό)
  13391. ἐνστηρίζω
  13392. ἐνστήσομαι
  13393. ἐνστρατοπεδεύω
  13394. ἐνστρέφω
  13395. ἔνταλμα, ατος (τό)
  13396. ἐντάμνω
  13397. ἐντανύω
  13398. ἔντασις, εως (ἡ)
  13399. ἐντάσσω
  13400. ἐνταῦθα
  13401. ἐνταυθί
  13402. ἐνταυθοῖ
  13403. ἐνταφιάζω
  13404. ἐνταφιασμός, οῦ (ὁ)
  13405. ἐντάφιος, ος, ον
  13406. ἔντεα
  13407. ἐντεῖλαι
  13408. ἐντείνω
  13409. ἐντειχίδιος, ος, ον
  13410. ἐντειχίζω
  13411. ἐντεκνόομαι-οῦμαι
  13412. ἔντεκνος, ος, ον
  13413. ἐντελευτάω-ῶ
  13414. ἐντελής, ής, ές
  13415. ἐντέλλω
  13416. ἐντέμνω
  13417. ἔντερον, ου (τό)
  13418. ἐντεσιεργός, ός, όν
  13419. ἐντεταμένως
  13420. ἐντέτατο
  13421. ἐντεῦθεν
  13422. ἐντευθενί
  13423. ἐντευκτικός, ή, όν
  13424. ἔντευξις, εως (ἡ)
  13425. ἔντεχνος, ος, ον
  13426. ἐντήκω
  13427. ἐντί
  13428. ἐντιθέμεσθα
  13429. ἐντίθημι
  13430. ἐντίκτω
  13431. ἔντιμος, ος, ον
  13432. ἐντιμότης, ητος (ἡ)
  13433. ἐντίμως
  13434. ἕντο
  13435. ἐντολή, ῆς (ἡ)
  13436. ἔντομος, ος, ον
  13437. ἔντονος, ος, ον
  13438. ἐντόνως
  13439. ἐντόπιος, ος, ον
  13440. ἔντοπος, ος, ον
  13441. ἐντορεύω
  13442. ἔντος, εος-ους (τό)
  13443. ἐντός
  13444. ἔντοσθε
  13445. ἐντόσθια, ων (τά)
  13446. ἐντραγεῖν
  13447. ἐντραγῳδέω-ῶ
  13448. ἐντραπῇ, ἐντραπήσομαι
  13449. ἐντρεπτικός, ή, όν
  13450. ἐντρέπω
  13451. ἐντρέφω
  13452. ἐντρέχεια, ας (ἡ)
  13453. ἐντρεχής, ής, ές
  13454. ἐντρέχω
  13455. ἐντρεχῶς
  13456. ἐντριβής, ής, ές
  13457. ἐντρίβω
  13458. ἔντριμμα, ατος (τό)
  13459. ἐντρίχωμα, ατος (τό)
  13460. ἔντριψις, εως (ἡ)
  13461. ἔντρομος, ος, ον
  13462. ἐντροπαλίζομαι
  13463. ἐντροπή, ῆς (ἡ)
  13464. ἔντροφος, ος, ον
  13465. ἐντρυφάω-ῶ
  13466. ἐντρώγω
  13467. ἐντυγχάνω
  13468. ἐντυλίσσω
  13469. ἐντύνω
  13470. ἐντυπάς
  13471. ἐντυπόω-ῶ
  13472. ἐντυχία, ας (ἡ)
  13473. ἐντύω
  13474. Ἐνυάλιον, ου (τό)
  13475. Ἐνυάλιος, ου (ὁ)
  13476. ἐνυβρίζω
  13477. ἐνύβρισμα, ατος (τό)
  13478. ἔνυδρις, ιος (ἡ)
  13479. ἐνυδρίς, ίδος (ἡ)
  13480. ἔνυδρος, ος, ον
  13481. ἔνυξα
  13482. ἐνυπατεύω
  13483. ἐνυπνιάζω
  13484. ἐνύπνιον, ου (τό)
  13485. ἐνύπνιος, ος, ον
  13486. ἐνυπνιώδης, ης, ες
  13487. ἔνυπνος, ος, ον
  13488. ἐνυφαίνω
  13489. Ἐνυώ, όος-οῦς (ἡ)
  13490. ἐνωθέω-ῶ
  13491. ἐνωμοτάρχης, ου (ὁ)
  13492. ἐνωμόταρχος, ου (ὁ)
  13493. ἐνωμοτία, ας (ἡ)
  13494. ἐνώμοτος, ος, ον
  13495. ἐνωμότως
  13496. ἐνών, οῦσα, όν
  13497. ἐνωπαδίως
  13498. ἐνωπή, ῆς (ἡ)
  13499. ἐνώπιος, ος, ον
  13500. ἐνῶρσα
  13501. ἐνωτίζομαι
  13502. ἑνωτικός, ή, όν
  13503. ἐξ
  13504. ἕξ
  13505. ἐξαγγελία, ας (ἡ)
  13506. ἐξαγγέλλω
  13507. ἐξάγγελος, ου (ὁ)
  13508. ἐξάγγελσις, εως (ἡ)
  13509. ἐξαγγελτικός, ή, όν
  13510. ἐξάγγελτος, ος, ον
  13511. ἐξαγίζω
  13512. ἐξαγινέω
  13513. ἐξάγιστος, ος, ον
  13514. ἐξαγοράζω
  13515. ἐξαγορευτικός, ή, όν
  13516. ἐξαγορεύω
  13517. ἐξαγριαίνω
  13518. ἐξαγριόω-ῶ
  13519. ἐξάγω
  13520. ἐξαγωγή, ῆς (ἡ)
  13521. ἐξαγώνιος, ος, ον
  13522. ἑξάδαρχος, ου (ὁ)
  13523. ἐξαδυνατέω-ῶ
  13524. ἐξᾴδω
  13525. ἐξαείρω
  13526. ἐξαερόω-ῶ
  13527. ἑξάετες
  13528. ἑξαετής, ής, ές
  13529. ἔξαθλος, ος, ον
  13530. ἐξαθυμέω-ῶ
  13531. ἐξαιθερόω-ῶ
  13532. ἐξαιμάσσω
  13533. ἐξαιμάτωσις, εως (ἡ)
  13534. ἐξαίνυμαι
  13535. ἐξαίρεσις, εως (ἡ)
  13536. ἐξαιρετέος, α, ον
  13537. ἐξαιρετός, ή, όν
  13538. ἐξαίρετος, ος, ον
  13539. ἐξαιρέτως
  13540. ἐξαιρέω-ῶ
  13541. ἐξαίρω
  13542. ἐξαίσιος, ος, ον
  13543. ἐξαΐσσω
  13544. ἐξαϊστόω-ῶ
  13545. ἐξαιτέω-ῶ
  13546. ἔξαιτος, ος, ον
  13547. ἐξαίφνης
  13548. ἐξακέομαι-οῦμαι
  13549. ἑξάκι
  13550. ἑξακισμύριοι, αι, α
  13551. ἑξακισχίλιοι, αι, α
  13552. ἐξακολουθέω-ῶ
  13553. ἐξακοντίζω
  13554. ἑξακόσιοι, αι, α
  13555. ἐξακούω
  13556. ἐξακριβόω-ῶ
  13557. ἐξακτέον
  13558. ἐξαλαόω-ῶ
  13559. ἐξαλαπάζω
  13560. ἐξαλειπτέον
  13561. ἐξαλείφω
  13562. ἐξαλέομαι
  13563. ἐξαλεύομαι
  13564. ἐξαλήλιμμαι
  13565. ἐξαλλάσσω
  13566. ἐξάλλομαι
  13567. ἔξαλλος, ος, ον
  13568. ἐξάλμενος
  13569. ἔξαλος, ος, ον
  13570. ἐξαλύσκω
  13571. ἐξαμαρτάνω
  13572. ἐξαμαρτία, ας (ἡ)
  13573. ἐξαμαύρωσις, εως (ἡ)
  13574. ἐξαμάω-ῶ
  13575. ἐξαμβλόω-ῶ
  13576. ἐξαμβλύνω
  13577. ἐξαμβρῦσαι
  13578. ἐξαμείβω
  13579. ἐξάμειψις, εως (ἡ)
  13580. ἐξαμέλγω
  13581. ἐξαμελέω-ῶ
  13582. ἑξάμετρος, ος, ον
  13583. ἑξάμηνος, ος, ον
  13584. ἔξαμμα, ατος (τό)
  13585. ἐξαμύνω
  13586. ἐξαναβρύω
  13587. ἐξαναγιγνώσκω
  13588. ἐξαναγκάζω
  13589. ἐξανάγω
  13590. ἐξαναδύομαι
  13591. ἐξαναζέω
  13592. ἐξανακρούομαι
  13593. ἐξαναλίσκω
  13594. ἐξαναλύω
  13595. ἐξανάλωσις, εως (ἡ)
  13596. ἐξανάπτω1
  13597. ἐξανάπτω2
  13598. ἐξαναρπάζω
  13599. ἐξανασπάω-ῶ
  13600. ἐξανάστασις, εως (ἡ)
  13601. ἐξαναστέωμεν
  13602. ἐξαναστρέφω
  13603. ἐξανασχήσω
  13604. ἐξανατέλλω
  13605. ἐξαναφαίνω
  13606. ἐξαναφανδόν
  13607. ἐξαναφέρω
  13608. ἐξαναχωρέω-ῶ
  13609. ἐξανδραποδίζω
  13610. ἐξανδραπόδισις, εως (ἡ)
  13611. ἐξανδρόομαι-οῦμαι
  13612. ἐξανείς
  13613. ἐξανεμόω-ῶ
  13614. ἐξανεστώσας
  13615. ἐξανευρίσκω
  13616. ἐξανέχω
  13617. ἐξανθέω-ῶ
  13618. ἐξανθίζω
  13619. ἐξανθρωπίζω
  13620. ἐξανίημι
  13621. ἐξανίστημι
  13622. ἐξανοίγω
  13623. ἐξάντης, ου
  13624. ἐξαντλέω-ῶ
  13625. ἐξανύτω
  13626. ἐξανύω
  13627. ἑξαπάλαιστος, ος, ον
  13628. ἐξαπαλλάσσω
  13629. ἐξαπαντάω-ῶ
  13630. ἐξαπαρτάω-ῶ
  13631. ἐξαπατάω-ῶ
  13632. ἐξαπάτη, ης (ἡ)
  13633. ἐξαπατητέον
  13634. ἐξαπαφίσκω
  13635. ἑξάπεδος, ος, ον
  13636. ἐξαπεστάλην, ἐξαπέστειλα
  13637. ἐξαπεῖδον
  13638. ἑξάπηχυς, υς, υ
  13639. ἐξάπινα
  13640. ἐξαπιναῖος, α, ον
  13641. ἐξαπιναίως
  13642. ἐξαπίνης
  13643. ἑξαπλάσιος, α, ον
  13644. ἑξάπλεθρος, ος, ον
  13645. ἑξαπλήσιος
  13646. ἑξαπλόος, ος, ον
  13647. ἐξαπλόω-ῶ
  13648. ἐξαποβαίνω
  13649. ἐξαποδίομαι
  13650. ἐξαποδύνω
  13651. Ἑξάπολις, εως (ἡ)
  13652. ἐξαπόλλυμι
  13653. ἐξαπολοίατο
  13654. ἐξαπονέομαι
  13655. ἐξαπονίζω
  13656. ἐξαπορέω-ῶ
  13657. ἐξαποστέλλω
  13658. ἐξαποτίνω
  13659. ἑξάπους, ους, ουν
  13660. ἐξαποφαίνω
  13661. ἐξαποφθείρω
  13662. ἐξάπτω1
  13663. ἐξάπτω2
  13664. ἐξαράομαι-ῶμαι
  13665. ἐξαργέω-ῶ
  13666. ἐξαργυρίζω
  13667. ἐξαργυρόω-ῶ
  13668. ἐξαρέσκομαι
  13669. ἐξαριθμέω-ῶ
  13670. ἐξαρκέω-ῶ
  13671. ἐξαρκής, ής, ές
  13672. ἐξαρκούντως
  13673. ἔξαρμα, ατος (τό)
  13674. ἐξαρμόνιος, ος, ον
  13675. ἐξαρνέομαι-οῦμαι
  13676. ἐξάρνησις, εως (ἡ)
  13677. ἔξαρνος, ος, ον
  13678. ἐξαρπάζω
  13679. ἐξαρτάω-ῶ
  13680. ἐξαρτίζω
  13681. ἐξαρτύω
  13682. ἐξαρύω
  13683. ἔξαρχος, ος, ον
  13684. ἐξάρχω
  13685. ἑξάς, άδος (ἡ)
  13686. ἐξασκέω-ῶ
  13687. ἐξαστράπτω
  13688. ἐξατιμάζω
  13689. ἐξᾴττω
  13690. ἐξαυαίνω
  13691. ἐξαυδάω-ῶ
  13692. ἐξαυλίζομαι
  13693. ἐξαυτῆς
  13694. ἐξαῦτις
  13695. ἐξαυτομολέω-ῶ
  13696. ἐξαυχέω-ῶ
  13697. ἐξαφαιρέω-ῶ
  13698. ἐξαφίημι
  13699. ἐξαφίστημι
  13700. ἐξαφρίζω
  13701. ἐξαφύω
  13702. ἑξάχειρ, -χειρος
  13703. ἑξάχοος-ους, οος-ους, οον-ο
  13704. ἔξαψις, εως (ἡ)
  13705. ἐξεγγυάω-ῶ
  13706. ἐξεγείρω
  13707. ἐξέγερσις, εως (ἡ)
  13708. ἐξεγρήγορα
  13709. ἐξεδάην
  13710. ἐξεδήδοκα
  13711. ἐξέδομαι
  13712. ἐξεδόμην
  13713. ἐξέδρα, ας (ἡ)
  13714. ἔξεδρος, ος, ον
  13715. ἔξει
  13716. ἕξει1
  13717. ἕξει2
  13718. ἐξειδέναι
  13719. ἐξεῖδον
  13720. ἐξειδώς, υῖα, ός
  13721. ἐξείη
  13722. ἐξείην
  13723. ἑξείης
  13724. ἐξεικάζω
  13725. ἐξεικονίζω
  13726. ἐξειλέω-ῶ
  13727. ἐξειλόμην, ἐξεῖλον
  13728. ἔξειμι1
  13729. ἔξειμι2
  13730. ἕξειν
  13731. ἐξεῖναι
  13732. ἐξεῖπα
  13733. ἐξείρας
  13734. ἐξειργασμένως
  13735. ἐξείργω1
  13736. ἐξείργω2
  13737. ἐξείρετο
  13738. ἐξείρηκα, ἐξείρημαι
  13739. ἐξειρύσας
  13740. ἐξείρω
  13741. ἐξείς, εῖσα, έν
  13742. ἔξεισθα
  13743. ἐξεκέχυντο
  13744. ἐξεκλήϊσαν
  13745. ἐξελάαν
  13746. ἐξέλασις, εως (ἡ)
  13747. ἐξελαύνω
  13748. ἐξελάω
  13749. ἐξελέγχω
  13750. ἐξελεῖν, ἐξελέσθαι
  13751. ἐξελευθερικός, ή, όν
  13752. ἐξελεύθερος, ου (ὁ)
  13753. ἐξελευθεροστομέω-ῶ
  13754. ἐξελήλακα
  13755. ἐξελήλεγμαι
  13756. ἐξέλιπον
  13757. ἐξελίσσω
  13758. ἐξελκύω
  13759. ἐξέλκω
  13760. ἐξελληνίζω
  13761. ἐξέμεν, ἐξέμεναι
  13762. ἑξέμεν
  13763. ἐξεμέω-ῶ
  13764. ἐξέμμορε
  13765. ἐξεμπεδόω-ῶ
  13766. ἐξεμπολάω-ῶ
  13767. ἐξεμπολέω
  13768. ἐξεναρίζω
  13769. ἐξενεῖκαι
  13770. ἔξεντο
  13771. ἔξεο
  13772. ἐξεπᾴδω
  13773. ἐξεπαίρω
  13774. ἐξεπέρησεν
  13775. ἐξέπεσον
  13776. ἐξεπέτασα
  13777. ἐξεπεύχομαι
  13778. ἐξέπιον
  13779. ἐξεπιπολῆς
  13780. ἐξεπίσταμαι
  13781. ἐξεπίστεαι
  13782. ἐξεπίτηδες
  13783. ἐξεπόνασα
  13784. ἐξεπράθομεν
  13785. ἐξεπτάξας
  13786. ἐξέραμα, ατος (τό)
  13787. ἐξεράω-ῶ
  13788. ἐξεργάζομαι
  13789. ἐξεργασία, ας (ἡ)
  13790. ἐξεργαστικός, ή, όν
  13791. ἐξέργω
  13792. ἐξερεείνω
  13793. ἐξερέεσθαι
  13794. ἐξερέῃσι
  13795. ἐξερείδω
  13796. ἐξερείπω
  13797. ἐξερέομαι
  13798. ἐξερεύγω
  13799. ἐξερευνάω-ῶ
  13800. ἐξερέω1-ῶ
  13801. ἐξερέω2-ῶ
  13802. ἐξερημόω-ῶ
  13803. ἐξερήσομαι
  13804. ἐξερίζω
  13805. ἐξερμηνεύω
  13806. ἐξέρομαι
  13807. ἐξέρπω
  13808. ἐξέρρανα
  13809. ἐξερρίφην
  13810. ἐξέρρω
  13811. ἐξερρωγώς
  13812. ἐξερύκω
  13813. ἐξερύω
  13814. ἐξέρχομαι
  13815. ἐξερῶ
  13816. ἐξερωέω-ῶ
  13817. ἐξεσθίω
  13818. ἐξέσθω
  13819. ἐξεσίη, ης (ἡ)
  13820. ἔξεσις, εως (ἡ)
  13821. ἐξέσσυτο
  13822. ἔξεστι
  13823. ἐξεστραμμένος, η, ον
  13824. ἐξεσύθη
  13825. ἐξετάζω
  13826. ἕξεται
  13827. ἐξέτασις, εως (ἡ)
  13828. ἐξετασμός, οῦ (ὁ)
  13829. ἐξεταστέον
  13830. ἐξεταστής, οῦ (ὁ)
  13831. ἐξεταστικός, ή, όν
  13832. ἐξετέλεσσα
  13833. ἑξέτης, ης, ες
  13834. ἐξέτι
  13835. ἐξευμενίζω
  13836. ἐξευνουχίζω
  13837. ἐξεύρεσις, εως (ἡ)
  13838. ἐξευρετέος, α, ον
  13839. ἐξευρετικός, ή, ον
  13840. ἐξεύρημα, ατος (τό)
  13841. ἐξευρίσκω
  13842. ἐξευτελίζω
  13843. ἐξευτρεπίζω
  13844. ἐξεύχομαι
  13845. ἐξεφάανθεν, ἐξεφαάνθη
  13846. ἐξεφίημαι
  13847. ἐξέφρησα
  13848. ἐξέχεα
  13849. ἐξεχέοντο
  13850. ἐξέχυτο
  13851. ἐξέχω
  13852. ἐξέψω
  13853. ἐξέωσα, ἐξεώσθην
  13854. ἔξηβος, ου
  13855. ἐξηγέομαι-οῦμαι
  13856. ἐξήγησις, εως (ἡ)
  13857. ἐξηγητής, οῦ (ὁ)
  13858. ἐξηγητικός, ή, όν
  13859. ἐξηγρόμην
  13860. ἐξῄδη, ἐξῄδησθα
  13861. ἐξήϊα
  13862. ἐξῄκασμαι
  13863. ἑξήκοντα
  13864. ἑξηκονταετής, ής, ές
  13865. ἑξηκονταετία, ας (ἡ)
  13866. ἑξηκοστός, ή, όν
  13867. ἐξήκω
  13868. ἐξήλατος, ος, ον
  13869. ἐξηλιόω-ῶ
  13870. ἐξηλλαγμένως
  13871. ἐξήλου
  13872. ἐξήλυσις, εως (ἡ)
  13873. ἑξῆμαρ
  13874. ἐξημερόω-ῶ
  13875. ἐξημέρωσις, εως (ἡ)
  13876. ἐξήμεσα
  13877. ἐξημημένος
  13878. ἐξημοιβός, ός, όν
  13879. ἐξῆν
  13880. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, ἐξή
  13881. ἐξήνιος, ος, ον
  13882. ἐξήπαφον
  13883. ἐξηράμην
  13884. ἑξήρης, ης, ες
  13885. ἐξῇρον
  13886. ἐξήρου
  13887. ἑξῆς
  13888. ἐξητασμένως
  13889. ἐξηττάομαι-ῶμαι
  13890. ἐξηχέω-ῶ
  13891. ἐξιάομαι-ῶμαι
  13892. ἐξιδεῖν
  13893. ἐξιδοῦ
  13894. ἐξιδρύω
  13895. ἐξίδρωσις, εως (ἡ)
  13896. ἐξίημι
  13897. ἐξιθύνω
  13898. ἐξικετεύω
  13899. ἐξικνέομαι-οῦμαι
  13900. ἐξιλάσκομαι
  13901. ἐξιππάζομαι
  13902. ἐξιππεύω
  13903. ἐξίπταμαι
  13904. ἕξις, εως (ἡ)
  13905. ἐξισόω-ῶ
  13906. ἐξίστημι
  13907. ἐξιστορέω-ῶ
  13908. ἐξισχύω
  13909. ἐξίσχω
  13910. ἐξίσωσις, εως (ἡ)
  13911. ἐξισωτέον
  13912. ἐξισωτής, οῦ (ὁ)
  13913. ἐξίτηλος, ος, ον
  13914. ἐξιτητέον
  13915. ἐξιχνευτέος, α, ον
  13916. ἐξιχνεύω
  13917. ἐξιχνοσκοπέω-ῶ
  13918. ἑξκαίδεκα
  13919. ἐξογκόω-ῶ
  13920. ἐξοδία, ας (ἡ)
  13921. ἐξόδιον, ου (τό)
  13922. ἐξοδοιπορέω-ῶ
  13923. ἔξοδος, ου (ἡ)
  13924. ἔξοιδα
  13925. ἐξοιδέω-ῶ
  13926. ἐξοικειόω-ῶ
  13927. ἐξοικέω-ῶ
  13928. ἐξοικήσιμος, ος, ον
  13929. ἐξοικίζω
  13930. ἐξοικοδομέω-ῶ
  13931. ἐξοιμώζω
  13932. ἔξοινος, ος, ον
  13933. ἐξοιστράω-ῶ
  13934. ἐξοίσω
  13935. ἐξοιχνέω
  13936. ἐξοίχομαι
  13937. ἐξοιωνίζομαι
  13938. ἐξοκέλλω
  13939. ἐξολεθρεύω
  13940. ἐξολισθαίνω
  13941. ἐξόλλυμι
  13942. ἐξολοθρεύω
  13943. ἐξολῶ
  13944. ἐξομήρευσις, εως (ἡ)
  13945. ἐξομηρεύω
  13946. ἐξομιλέω-ῶ
  13947. ἐξόμιλος, ος, ον
  13948. ἐξομματόω-ῶ
  13949. ἐξόμνυμι
  13950. ἐξομοιόω-ῶ
  13951. ἐξομοίωσις, εως (ἡ)
  13952. ἐξομολογέω-ῶ
  13953. ἐξομολόγησις, εως (ἡ)
  13954. ἐξόν
  13955. ἐξονειδίζω
  13956. ἐξονειδιστικός, ή, όν
  13957. ἐξονομάζω
  13958. ἐξονομαίνω
  13959. ἐξονομακλήδην
  13960. ἐξόπιθε
  13961. ἐξόπιν
  13962. ἐξόπισθε
  13963. ἐξοπίσω
  13964. ἐξοπλίζω
  13965. ἐξοπλισία, ας (ἡ)
  13966. ἐξόπλισις, εως (ἡ)
  13967. ἐξοπτάω-ῶ
  13968. ἐξοράω-ῶ
  13969. ἐξοργάω-ῶ
  13970. ἐξοργίζω
  13971. ἐξορθίαζω
  13972. ἐξορθόω-ῶ
  13973. ἐξορίζω
  13974. ἐξορίνω
  13975. ἐξορισμός, οῦ (ὁ)
  13976. ἐξόριστος, ος, ον
  13977. ἐξορκίζω
  13978. ἐξορκιστής, οῦ (ὁ)
  13979. ἐξορκόω-ῶ
  13980. ἐξόρκωσις, εως (ἡ)
  13981. ἐξορμάω-ῶ
  13982. ἐξορμέω-ῶ
  13983. ἐξορμίζω
  13984. ἔξορμος, ος, ον
  13985. ἐξορύσσω
  13986. ἐξορχέομαι-οῦμαι
  13987. ἐξοσιόω-ῶ
  13988. ἐξοστρακίζω
  13989. ἐξοστρακισμός, οῦ (ὁ)
  13990. ἐξοτρύνω
  13991. ἐξουδενέω-ῶ
  13992. ἐξουδενίζω
  13993. ἐξουδενόω-ῶ
  13994. ἐξουθενέω-ῶ
  13995. ἐξουθενόω-ῶ
  13996. ἐξουρέω-ῶ
  13997. ἐξουσία, ας (ἡ)
  13998. ἐξουσιάζω
  13999. ἐξουσιαστικός, ή, όν
  14000. ἐξοφέλλω
  14001. ἔξοχα
  14002. ἐξοχή, ῆς (ἡ)
  14003. ἔξοχος, ος, ον
  14004. ἐξοχυρόω-ῶ
  14005. ἐξυβρίζω
  14006. ἐξυγραίνω
  14007. ἐξυλακτέω-ῶ
  14008. ἐξυπανίσταμαι
  14009. ἐξύπερθε
  14010. ἐξυπηρετέω-ῶ
  14011. ἐξυπνίζω
  14012. ἔξυπνος, ος, ον
  14013. ἐξυπτιάζω
  14014. ἐξυφαίνω
  14015. ἐξυφηγέομαι-οῦμαι
  14016. ἕξω
  14017. ἔξω
  14018. ἔξωθεν
  14019. ἐξωθέω-ῶ
  14020. ἐξώκοιτος, ου (ὁ)
  14021. ἐξώλεια, ας (ἡ)
  14022. ἐξώλης, ης, ες
  14023. ἐξωμίας, ου
  14024. ἐξωμιδοποιΐα, ας (ἡ)
  14025. ἐξωμίς, ίδος (ἡ)
  14026. ἐξωμοσία, ας (ἡ)
  14027. ἐξωνέομαι-οῦμαι
  14028. ἐξώπιος, ος, ον
  14029. ἐξωριάζω
  14030. ἔξωρος, ος, ον
  14031. ἐξώστης, ου
  14032. ἐξωτάτω, ἐξωτέρω
  14033. ἐξώτερος, α, ον
  14034. ἕο
  14035. ἔοι
  14036. ἑοῖ
  14037. ἔοιγμεν
  14038. ἔοικα
  14039. ἐοικότως
  14040. ἐοικώς, υῖα, ός
  14041. ἑοῖο
  14042. ἔοις
  14043. ἔολπα
  14044. ἔον
  14045. ἑόν
  14046. ἔοργα
  14047. ἐόργεε
  14048. ἑορτάζω
  14049. ἑορτάσιμος, ος, ον
  14050. ἑόρτασις, εως (ἡ)
  14051. ἑορτασμός, οῦ (ὁ)
  14052. ἑορτή, ῆς (ἡ)
  14053. ἑός, ἑή, ἑόν
  14054. ἐοῦσα
  14055. ἐπαγάλλομαι
  14056. ἐπαγανακτέω-ῶ
  14057. ἐπαγγείλῃσι
  14058. ἐπαγγελία, ας (ἡ)
  14059. ἐπαγγέλλω
  14060. ἐπάγγελμα, ατος (τό)
  14061. ἐπαγγελτικός, ή, όν
  14062. ἐπαγείρω
  14063. ἐπάγερσις, εως (ἡ)
  14064. ἐπάγην
  14065. ἐπαγινέω-ῶ
  14066. ἐπαγλαΐζω
  14067. ἐπαγρυπνέω-ῶ
  14068. ἐπάγω
  14069. ἐπαγωγή, ῆς (ἡ)
  14070. ἐπαγώγιμος, ος, ον
  14071. ἐπαγωγός, ός, όν
  14072. ἐπαγωνίζομαι
  14073. ἐπᾴδω
  14074. ἐπαείδω
  14075. ἐπάειραν
  14076. ἐπαείρω
  14077. ἔπαθλον, ου (τό)
  14078. ἔπαθον
  14079. ἐπαθροίζομαι
  14080. ἐπαιάζω
  14081. ἐπαιγίζω
  14082. ἐπαιδέομαι-οῦμαι
  14083. ἐπαινέτης, ου (ὁ)
  14084. ἐπαινετικός, ή, όν
  14085. ἐπαινετός, ή, όν
  14086. ἐπαινέω-ῶ
  14087. ἐπαινή, ῆς
  14088. ἔπαινος, ου (ὁ)
  14089. ἐπαΐξασκε
  14090. ἐπαίρω
  14091. ἔπαισα
  14092. ἐπαισθάνομαι
  14093. ἐπαίσθημα, ατος (τό)
  14094. ἐπαΐσσω
  14095. ἐπάϊστος, ος, ον
  14096. ἐπαισχύνομαι
  14097. ἐπαιτέω-ῶ
  14098. ἐπαιτήσειας
  14099. ἐπαιτιάζω
  14100. ἐπαιτιάομαι-ῶμαι
  14101. ἐπαίτιος, ος, ον
  14102. ἐπαίχθην
  14103. ἐπαΐω
  14104. ἐπαιωρέω-ῶ
  14105. ἐπακμάζω
  14106. ἔπακμος, ος, ον
  14107. ἐπακολουθέω-ῶ
  14108. ἐπακολούθημα, ατος (τό)
  14109. ἐπακολούθησις, εως (ἡ)
  14110. ἐπακουστός, ός, όν
  14111. ἐπακούω
  14112. ἐπακρίζω
  14113. ἐπακροάομαι-ῶμαι
  14114. ἐπακτέον
  14115. ἐπακτήρ, ῆρος (ὁ)
  14116. ἐπάκτιος, ος, ον
  14117. ἐπακτός, ός, όν
  14118. ἐπακτρίς, ίδος (ἡ)
  14119. ἐπακτροκέλης, ητος (ὁ)
  14120. ἐπαλαλάζω
  14121. ἐπαλάομαι-ῶμαι
  14122. ἐπαλαστέω-ῶ
  14123. ἐπαλέξω
  14124. ἐπαληθείς, ἐπαληθῇ
  14125. ἐπαληθεύω
  14126. ἐπαλκής, ής, ές
  14127. ἐπαλλαγή, ῆς (ἡ)
  14128. ἐπαλλάσσω
  14129. ἐπάλληλος, ος, ον
  14130. ἐπάλμενος
  14131. ἔπαλξις, εως (ἡ)
  14132. ἐπᾶλτο
  14133. ἐπαλώστης, ου (ὁ)
  14134. ἐπαμαξεύω
  14135. ἐπαμάω-ῶ
  14136. ἐπαμβατήρ, ῆρος
  14137. ἐπαμείβω
  14138. Ἐπαμεινώνδας, ου (ὁ)
  14139. ἐπαμμένος
  14140. ἐπαμμένω
  14141. ἐπαμοιβαδίς
  14142. ἐπαμοιβός, ός, όν
  14143. ἐπαμπέχω
  14144. ἐπαμυνέμεν
  14145. ἐπαμύντωρ, ορος (ὁ)
  14146. ἐπαμύνω
  14147. ἐπαμφέρω
  14148. ἐπαμφοτερίζω
  14149. ἐπάν
  14150. ἐπαναβαίνω
  14151. ἐπαναβάλλω
  14152. ἐπαναβιβάζω
  14153. ἐπαναβληδόν
  14154. ἐπαναβοάω-ῶ
  14155. ἐπαναγαγεῖν
  14156. ἐπαναγιγνώσκω
  14157. ἐπαναγκάζω
  14158. ἐπάναγκες
  14159. ἐπανάγω
  14160. ἐπαναγωγή, ῆς (ἡ)
  14161. ἐπαναθεάομαι-ῶμαι
  14162. ἐπαναιρέω-ῶ
  14163. ἐπαναίρω
  14164. ἐπανάκειμαι
  14165. ἐπανακύπτω
  14166. ἐπαναλαμβάνω
  14167. ἐπαναλίσκω
  14168. ἐπαναμένω
  14169. ἐπαναμιμνῄσκω
  14170. ἐπανανεόομαι-οῦμαι
  14171. ἐπαναπαύω
  14172. ἐπαναπίπτω
  14173. ἐπαναπλέω
  14174. ἐπαναρρήγνυμι
  14175. ἐπανάσεισις, εως (ἡ)
  14176. ἐπανασείω
  14177. ἐπανάστασις, εως (ἡ)
  14178. ἐπανατείνω
  14179. ἐπανατέλλω
  14180. ἐπανατίθημι
  14181. ἐπανατρέχω
  14182. ἐπαναφέρω
  14183. ἐπαναφύω
  14184. ἐπαναχωρέω-ῶ
  14185. ἐπαναχώρησις, εως (ἡ)
  14186. ἐπανδιπλάζω
  14187. ἐπανεγείρω
  14188. ἐπάνειμι
  14189. ἐπανειπεῖν
  14190. ἐπανείς
  14191. ἐπανείρομαι
  14192. ἐπανέρχομαι
  14193. ἐπανερωτάω-ῶ
  14194. ἐπανέσταα, ἐπανεστεώς
  14195. ἐπανέχω
  14196. ἐπανήκω
  14197. ἐπανθέμεναι
  14198. ἐπανθέω-ῶ
  14199. ἐπανθίζω
  14200. ἐπανιᾶσι
  14201. ἐπανίημι
  14202. ἐπανισόω-ῶ
  14203. ἐπανίστημι
  14204. ἐπάνοδος, ου (ἡ)
  14205. ἐπανοίγω
  14206. ἐπανορθόω-ῶ
  14207. ἐπανόρθωμα, ατος (τό)
  14208. ἐπανόρθωσις, εως (ἡ)
  14209. ἐπανορθωτέον
  14210. ἐπαντείλασαν
  14211. ἐπάντης, ης, ες
  14212. ἐπαντέλλω
  14213. ἐπαντλέω-ῶ
  14214. ἐπάνω
  14215. ἐπάνωθε
  14216. ἐπᾴξας
  14217. ἐπάξιος, ος, ον
  14218. ἐπαξιόω-ῶ
  14219. ἐπαξίως
  14220. ἐπάξω
  14221. ἐπᾴξω
  14222. ἐπαοιδή, ῆς (ἡ)
  14223. ἐπαοιδία, ας (ἡ)
  14224. ἐπαπειλέω-ῶ
  14225. ἐπαποδύω
  14226. ἐπαποθνῄσκω
  14227. ἐπαπολαύω
  14228. ἐπαπόλλυμι
  14229. ἐπαπολογέομαι-οῦμαι
  14230. ἐπαρά, ᾶς (ἡ)
  14231. ἐπᾶραι, ἐπάρας
  14232. ἐπαράομαι-ῶμαι
  14233. ἐπαραρίσκω
  14234. ἐπαράσσω
  14235. ἐπάρατος, ος, ον
  14236. ἐπάργεμος, ος, ον
  14237. ἐπάργυρος, ος, ον
  14238. ἐπάρδω
  14239. ἐπαρήγω
  14240. ἐπάρην
  14241. ἐπάρηρα
  14242. ἐπαρησάμενος
  14243. ἐπαρίστερος, ος, ον
  14244. ἐπαριστέρως
  14245. ἐπάρκεσις, εως (ἡ)
  14246. ἐπαρκέω-ῶ
  14247. ἐπαρκής, ής, ές
  14248. ἐπαρκούντως
  14249. ἐπάρμενος
  14250. ἐπάρουρος, ος, ον
  14251. ἐπαρτάω-ῶ
  14252. ἐπαρτής, ής, ές
  14253. ἐπαρτύνω
  14254. ἐπαρτύω
  14255. ἐπαρύτω
  14256. ἐπαρχία, ας (ἡ)
  14257. ἐπαρχικός, ή, όν
  14258. ἔπαρχος, ου (ὁ)
  14259. ἐπάρχω
  14260. ἐπαρωγή, ῆς (ἡ)
  14261. ἐπαρωγός, ός, όν
  14262. ἐπᾷσαι
  14263. ἐπασάμην
  14264. ἐπασκέω-ῶ
  14265. ἐπασσάμεθα
  14266. ἐπασσάμην
  14267. ἐπασσύτερος, α, ον
  14268. ἐπασσυτεροτριβής, ής, ές
  14269. ἐπαστράπτω
  14270. ἐπᾴττω
  14271. ἐπαυδάω-ῶ
  14272. ἔπαυλα
  14273. ἐπαυλέω-ῶ
  14274. ἐπαυλία, ας (ἡ)
  14275. ἐπαυλίζομαι
  14276. ἐπαύλιον, ου (τό)
  14277. ἔπαυλις, εως (ἡ)
  14278. ἔπαυλος, ου (ὁ)
  14279. ἐπαυξάνω
  14280. ἐπαύξησις, εως (ἡ)
  14281. ἐπαύξομαι
  14282. ἐπαυρέσθαι
  14283. ἐπαύρεσις, εως (ἡ)
  14284. ἐπαύριον
  14285. ἐπαυρίσκω
  14286. ἐπαϋτέω-ῶ
  14287. ἐπαυτομολέω-ῶ
  14288. ἐπαυχέω-ῶ
  14289. ἐπαΰω
  14290. ἐπαφάω-ῶ
  14291. ἐπαφή, ῆς (ἡ)
  14292. ἐπαφήσω
  14293. ἐπαφίημι
  14294. ἐπαφρίζω
  14295. ἐπαφρόδιτος, ος, ον
  14296. ἔπαφρος, ος, ον
  14297. ἐπαφύσσω
  14298. ἐπαχθής, ής, ές
  14299. ἐπεάν
  14300. ἐπέβαν
  14301. ἐπεβήσατο
  14302. ἐπεβίων
  14303. ἐπεβώσαντο
  14304. ἐπεγγελάω-ῶ
  14305. ἐπεγείρω
  14306. ἐπεγερτικός, ή, όν
  14307. ἐπεγκεράννυμι
  14308. ἐπέγρετο
  14309. ἐπεδέκοντο
  14310. ἐπεδεξάμην
  14311. ἐπέδομαι
  14312. ἐπέδραμον
  14313. ἐπέδρη, ης (ἡ)
  14314. ἐπέεσσι
  14315. ἐπέην
  14316. ἐπεί
  14317. ἐπείγετο
  14318. ἐπείγω
  14319. ἐπειδάν,
  14320. ἐπειδή
  14321. ἐπεῖδον
  14322. ἐπείη
  14323. ἐπειή
  14324. ἐπεικάζω
  14325. ἐπεικώς, υῖα, ός
  14326. ἔπειμι1
  14327. ἔπειμι2
  14328. ἐπεῖναι
  14329. ἐπείνυμι
  14330. ἔπειξις, εως (ἡ)
  14331. ἐπείπερ
  14332. ἐπεῖπον
  14333. ἔπειρα
  14334. ἐπείρα
  14335. ἐπείρομαι
  14336. ἐπειρυσάμενος
  14337. ἐπειρωτάω
  14338. ἐπειρώτεον
  14339. ἐπειρώτημα, ατος (τό)
  14340. ἔπεισα
  14341. ἐπεισάγω
  14342. ἐπεισαγωγή, ῆς (ἡ)
  14343. ἐπεισαγώγιμος, ος, ον
  14344. ἐπείσακτος, ος, ον
  14345. ἐπεισβαίνω
  14346. ἐπεισβάλλω
  14347. ἐπεισδέχομαι
  14348. ἐπείσειμι
  14349. ἐπεισέρχομαι
  14350. ἐπεισκαλέω-ῶ
  14351. ἐπεισκυκλέω-ῶ
  14352. ἐπεισκωμάζω
  14353. ἐπεισόδιος, ος, ον
  14354. ἐπεισοδιόω-ῶ
  14355. ἐπείσοδος, ου (ἡ)
  14356. ἐπεισπαίω
  14357. ἐπεισπηδάω-ῶ
  14358. ἐπεισπίπτω
  14359. ἐπεισπλέω
  14360. ἐπεισρέω
  14361. ἐπεισφέρω
  14362. ἐπεισφρέω-ῶ
  14363. ἔπειτα
  14364. ἔπειτεν
  14365. ἐπειχθῆναι
  14366. ἐπεῖχον
  14367. ἐπεκβαίνω
  14368. ἐπεκβοηθέω-ῶ
  14369. ἐπεκδιδάσκω
  14370. ἐπεκδιηγέομαι-οῦμαι
  14371. ἐπεκδρομή, ῆς (ἡ)
  14372. ἐπέκεινα
  14373. ἐπεκέκλετο
  14374. ἐπεκέκλητο
  14375. ἐπέκερσα
  14376. ἐπεκθέω
  14377. ἐπέκπλοος, ου (ὁ)
  14378. ἐπεκτείνω
  14379. ἐπεκτρέχω
  14380. ἐπεκφέρω
  14381. ἐπεκχωρέω-ῶ
  14382. ἐπέλασις, εως (ἡ)
  14383. ἐπελαύνω
  14384. ἐπελαφρύνω
  14385. ἐπέλευσις, εως (ἡ)
  14386. ἐπελεύσομαι
  14387. ἐπελευστικός, ή, όν
  14388. ἐπέλθῃσιν
  14389. ἐπελθόντοιν
  14390. ἐπέλκω
  14391. ἐπελπίζω
  14392. ἐπέλπομαι
  14393. ἐπεμάσσατο
  14394. ἐπεμβαίνω
  14395. ἐπεμβάλλω
  14396. ἐπεμβάσει
  14397. ἐπεμήνατο
  14398. ἐπέμολε
  14399. ἐπεμπίπτω
  14400. ἐπέμυξα
  14401. ἐπεναρίζω
  14402. ἐπενδίδωμι
  14403. ἐπένδυμα, ατος (τό)
  14404. ἐπενδύνω
  14405. ἐπενδύτης, ου (ὁ)
  14406. ἐπενδύω
  14407. ἐπενεῖκαι
  14408. ἐπενήνεον
  14409. ἐπενήνοθε(ν)
  14410. ἐπένησα
  14411. ἐπενθρῴσκω
  14412. ἐπεντανύω
  14413. ἐπεντείνω
  14414. ἐπεντέλλω
  14415. ἐπεντύνω
  14416. ἐπεντύω
  14417. ἐπεξάγω
  14418. ἐπεξαγωγή, ῆς (ἡ)
  14419. ἐπέξειμι
  14420. ἐπεξελαύνω
  14421. ἐπεξέλεγχος, ου (ὁ)
  14422. ἐπεξεργάζομαι
  14423. ἐπεξέρχομαι
  14424. ἐπεξέτασις, εως (ἡ)
  14425. ἐπεξευρίσκω
  14426. ἐπεξηγέομαι-οῦμαι
  14427. ἐπεξῄειν
  14428. ἐπεξήϊσαν
  14429. ἐπεξῆς
  14430. ἐπεξιακχάζω
  14431. ἐπεξόδιος, ος, ον
  14432. ἐπέξοδος, ου (ἡ)
  14433. ἕπεο
  14434. ἐπέοικα, ας, ε
  14435. ἐπεοικώς, υῖα, ός
  14436. ἐπεπήγειν
  14437. ἐπέπλως
  14438. ἐπεπόνθεε
  14439. ἐπέπταρον
  14440. ἐπέπτατο
  14441. ἐπέπτην, ἐπεπτόμην
  14442. ἐπεπτώκεε
  14443. ἐπεπτώκειν
  14444. ἐπέπυστο
  14445. ἐπέραστος, ος, ον
  14446. ἐπεργάζομαι
  14447. ἐπεργασία, ας (ἡ)
  14448. ἐπερεθίζω
  14449. ἐπερεθισμός, οῦ (ὁ)
  14450. ἐπερείδω
  14451. ἐπερέσθαι
  14452. ἐπέρρεον, ἐπερρύηκα, ἐπε
  14453. ἐπερύω
  14454. ἐπέρχεαι
  14455. ἐπέρχομαι
  14456. ἐπερωτάω-ῶ
  14457. ἐπερώτημα, ατος (τό)
  14458. ἐπερώτησις, εως (ἡ)
  14459. ἐπεσαγωγή
  14460. ἔπεσαν
  14461. ἐπεσβαίνω
  14462. ἐπεσβάλλω
  14463. ἐπεσβολία, ας (ἡ)
  14464. ἐπεσβόλος, ος, ον
  14465. ἐπέσειμι
  14466. ἐπεσέρχομαι
  14467. ἐπεσθίω
  14468. ἔπεσον
  14469. ἐπεσπίπτω
  14470. ἐπεσπλέω
  14471. ἔπεσπον
  14472. ἐπέσσεται
  14473. ἐπέσσευον
  14474. ἔπεσσι
  14475. ἐπεσσόμενοι
  14476. ἐπεσσύθην, ἐπέσσυμαι, ἐπ
  14477. ἐπεστάθην
  14478. ἐπεστάτεον
  14479. ἐπεστεώς
  14480. ἐπέστησα, ἐπέστην
  14481. ἐπεσφέρω
  14482. ἐπεσφρῶ
  14483. ἐπέσχον
  14484. ἐπετειᾶν
  14485. ἐπετείλατο
  14486. ἐπέτειος, ος, ον
  14487. ἐπετελέετο
  14488. ἐπέτεος
  14489. ἐπετήσιος, ος, ον
  14490. ἔπετος
  14491. ἐπέτραψα
  14492. ἕπευ
  14493. ἐπευθύνω
  14494. ἐπευφημέω-ῶ
  14495. ἐπευφρατίδιος, ου
  14496. ἐπεύχομαι
  14497. ἐπευωνίζω
  14498. ἔπεφνον
  14499. ἐπέφραδον
  14500. ἐπέφρακτο
  14501. ἐπεφράσατο
  14502. ἔπεχεν
  14503. ἐπέχευα
  14504. ἐπεχεύατο
  14505. ἐπέχραον
  14506. ἐπέχρησα
  14507. ἐπέχυντο
  14508. ἐπέχω
  14509. ἐπηβάω
  14510. ἐπήβολος, ος, ον
  14511. ἐπηγκενίδες, ων (αἱ)
  14512. ἐπηγορεύω
  14513. ἐπῄειν
  14514. ἐπῆεν
  14515. ἐπηετανός, ός, όν
  14516. ἐπήϊεν
  14517. ἐπήϊξα
  14518. ἐπήϊσα
  14519. ἐπήϊσαν
  14520. ἐπήϊσσον
  14521. ἐπήκοος, οος, οον
  14522. ἔπηλα
  14523. ἐπηλυγάζω
  14524. ἐπήλυθον
  14525. ἐπῆλυξ, υγος
  14526. ἔπηλυς, υς, υ
  14527. ἐπηλύτης, ου (ὁ)
  14528. ἐπήλυτος, ος, ον
  14529. ἐπημοιβός, ός, όν
  14530. ἐπήν
  14531. ἐπῆν
  14532. ἐπῄνεον, ἐπῄνεσα
  14533. ἔπηξα
  14534. ἐπῇξα
  14535. ἐπήντλησα, ἐπήντλουν
  14536. ἐπηπύω
  14537. ἐπῆρα
  14538. ἐπήραμαι
  14539. ἐπήρατος, ος, ον
  14540. ἐπηρεάζω
  14541. ἐπηρεασμός, οῦ (ὁ)
  14542. ἐπήρεια, ας (ἡ)
  14543. ἐπήρετμος, ος, ον
  14544. ἐπηρεφής, ής, ές
  14545. ἐπῆρξα
  14546. ἐπηρόμην
  14547. ἐπῆρσα
  14548. ἐπηρτημένος, ἐπήρτησα
  14549. ἐπήρτυε
  14550. ἐπήρυσα
  14551. ἐπῄσαν
  14552. ἐπῄσσον
  14553. ἐπῃσχύνθην
  14554. ἐπητής, οῦ
  14555. ἐπῃτιασάμην
  14556. ἐπῄτουν
  14557. ἐπήτριμος, ος, ον
  14558. ἐπητύς, ύος (ἡ)
  14559. ἐπηυρόμην
  14560. ἐπήφυσε
  14561. ἐπηχέω-ῶ
  14562. ἐπί
  14563. ἔπι
  14564. ἐπιάλλω
  14565. ἐπιάλμενος
  14566. ἐπιανδάνω
  14567. ἐπιαύω
  14568. ἐπιάχω
  14569. ἐπιβάθρα, ας (ἡ)
  14570. ἐπίβαθρον, ου (τό)
  14571. ἐπιβαῖεν
  14572. ἐπιβαίνω
  14573. ἐπιβάλλω
  14574. ἐπιβαρέω-ῶ
  14575. ἐπίβασις, εως (ἡ)
  14576. ἐπιβάσκω
  14577. ἐπιβατεύω
  14578. ἐπιβάτης, ου (ὁ)
  14579. ἐπιβατός, ός, όν
  14580. ἐπιβεβαιόω-ῶ
  14581. ἐπιβείομεν
  14582. ἐπιβήτωρ, ορος
  14583. ἐπιβιβάζω
  14584. ἐπιβιόω-ῶ
  14585. ἐπιβλαστάνω
  14586. ἐπιβλέπω
  14587. ἐπίβλεψις, εως (ἡ)
  14588. ἐπίβλημα, ατος (τό)
  14589. ἐπιβλής, ῆτος (ό)
  14590. ἐπιβλώσκω
  14591. ἐπιβοάω-ῶ
  14592. ἐπιβοήθεια, ας (ἡ)
  14593. ἐπιβοηθέω-ῶ
  14594. ἐπιβόημα, ατος (τό)
  14595. ἐπιβόησις, εως (ἡ)
  14596. ἐπιβόητος, ος, ον
  14597. ἐπιβολή, ῆς (ἡ)
  14598. ἐπιβομβέω-ῶ
  14599. ἐπιβουκόλος, ου (ὁ)
  14600. ἐπιβούλευμα, ατος (τό)
  14601. ἐπιβουλευτής, οῦ
  14602. ἐπιβουλεύω
  14603. ἐπιβουλή, ῆς (ἡ)
  14604. ἐπίβουλος, ος, ον
  14605. ἐπιβούλως
  14606. ἐπιβραβεύω
  14607. ἐπιβραδύνω
  14608. ἐπιβρέμω
  14609. ἐπιβριθής, ής, ές
  14610. ἐπιβρίθω
  14611. ἐπιβροντάω-ῶ
  14612. ἐπιβρόντητος, ος, ον
  14613. ἐπιβύστρα, ας (ἡ)
  14614. ἐπιβύω
  14615. ἐπιβωθέω
  14616. ἐπιβώσασθαι
  14617. ἐπιβώσομαι
  14618. ἐπιβώσωνθαι
  14619. ἐπιβώτωρ, ορος (ὁ)
  14620. ἐπίγαιος, ος, ον
  14621. ἐπιγαμβρεύω
  14622. ἐπιγαμέω-ῶ
  14623. ἐπιγαμία, ας (ἡ)
  14624. ἐπίγαμος, ος, ον
  14625. ἐπιγάστριος, ος, ον
  14626. ἐπιγαυρόω-ῶ
  14627. ἐπίγειος, ος, ον
  14628. ἐπιγελάω-ῶ
  14629. ἐπιγεννάω-ῶ
  14630. ἐπιγέννημα, ατος (τό)
  14631. ἐπιγεραίρω
  14632. ἐπιγεύομαι
  14633. ἐπιγηθέω-ῶ
  14634. ἐπιγίγνομαι
  14635. ἐπιγιγνώσκω
  14636. ἐπιγίνομαι
  14637. ἐπιγλωσσάομαι-ῶμαι
  14638. ἐπιγνάμπτω
  14639. ἐπιγνάπτω
  14640. ἐπιγνώμων, ων, ον
  14641. ἐπίγνωσις, εως (ἡ)
  14642. ἐπιγονή, ῆς (ἡ)
  14643. ἐπίγονος, ος, ον
  14644. ἐπιγουνίς, ίδος (ἡ)
  14645. ἐπιγράβδην
  14646. ἐπίγραμμα, ατος (τό)
  14647. ἐπιγραμμάτιον, ου (τό)
  14648. ἐπιγραφή, ῆς (ἡ)
  14649. ἐπιγράφω
  14650. ἐπίγρυπος, ος, ον
  14651. ἐπιδακρύω
  14652. ἐπίδαμος
  14653. ἐπιδανείζω
  14654. ἐπιδαψιλεύω
  14655. ἐπιδέδρομα
  14656. ἐπιδεής, ής, ές
  14657. ἐπίδειγμα, ατος (τό)
  14658. ἐπιδείκνυμι
  14659. ἐπιδεικνύω
  14660. ἐπιδεικτέον
  14661. ἐπιδεικτικός, ή, όν
  14662. ἐπιδεικτικῶς
  14663. ἐπιδεῖν1
  14664. ἐπιδεῖν2
  14665. ἐπίδειξις, εως (ἡ)
  14666. ἐπιδείπνιος, ος, ον
  14667. ἐπίδειπνον, ου (τό)
  14668. ἐπιδέκατος, η, ον
  14669. ἐπιδεκτικός, ή, όν
  14670. ἐπιδεκτικῶς
  14671. ἐπιδέμνιος, ος, ον
  14672. ἐπιδέξαι
  14673. ἐπιδέξιος, ος, ον
  14674. ἐπιδεξιότης, ητος (ἡ)
  14675. ἐπίδεξις, έως (ἡ)
  14676. ἐπιδέομαι-οῦμαι
  14677. ἐπίδεσμον, ου (τό)
  14678. ἐπίδεσμος, ου (ὁ)
  14679. ἐπιδεσμοχαρής, ής, ές
  14680. ἐπιδεσπόζω
  14681. ἐπιδευής, ής, ές
  14682. ἐπιδεύομαι
  14683. ἐπιδέχομαι
  14684. ἐπιδέω1-ῶ
  14685. ἐπιδέω2
  14686. ἐπίδηλος, ος, ον
  14687. ἐπιδηλοτέρως, ἐπιδηλοτάτ
  14688. ἐπιδήλως
  14689. ἐπιδημεύω
  14690. ἐπιδημέω-ῶ
  14691. ἐπιδημία, ας (ἡ)
  14692. ἐπιδήμιος, ος, ον
  14693. ἐπιδημιουργοί, ῶν (οἱ)
  14694. ἐπίδημος, ος, ον
  14695. ἐπιδιαβαίνω
  14696. ἐπιδιαγιγνώσκω
  14697. ἐπιδιαιρέω-ῶ
  14698. ἐπιδιατάσσομαι
  14699. ἐπιδιαφέρω
  14700. ἐπιδιδάσκω
  14701. ἐπιδίδωμι
  14702. ἐπιδιέξειμι
  14703. ἐπιδίζημαι
  14704. ἐπιδιήγησις, εως (ἡ)
  14705. ἐπιδικάζω
  14706. ἐπιδικάσιμος, ος, ον
  14707. ἐπίδικος, ος, ον
  14708. ἐπιδινέω-ῶ
  14709. ἐπιδιορθόω-ῶ
  14710. ἐπιδιπλοΐω
  14711. ἐπιδιφριάς, άδος (ἡ)
  14712. ἐπιδίφριος, ος, ον
  14713. ἐπιδιώκω
  14714. ἐπίδοξος, ος, ον
  14715. ἐπιδορατίς, ίδος (ἡ)
  14716. ἐπίδοσις, εως (ἡ)
  14717. ἐπιδουπέω-ῶ
  14718. ἐπιδούς
  14719. ἐπιδοχή, ῆς (ἡ)
  14720. ἐπιδραμεῖν
  14721. ἐπιδράσσομαι
  14722. ἐπιδρομή, ῆς (ἡ)
  14723. ἐπίδρομος, ος, ον
  14724. ἐπιδυσχεραίνω
  14725. ἐπιδύω
  14726. ἐπίδω
  14727. ἐπιδῶ, ῷς, ῷ
  14728. ἐπιδώτης, ου (ὁ)
  14729. ἐπιείκεια, ας (ἡ)
  14730. ἐπιείκελος, ος, ον
  14731. ἐπιεικέως
  14732. ἐπιεικής, ής, ές
  14733. ἐπιεικτός, ή, όν
  14734. ἐπιεικῶς
  14735. ἐπιειμένος
  14736. ἐπιεισαμένη
  14737. ἐπιείσομαι
  14738. ἐπιέλπομαι
  14739. ἐπιέναι
  14740. ἐπιέννυμι
  14741. ἐπιέσασθαι
  14742. ἐπιέσσαμεν
  14743. ἐπιζάφελος, ος, ον
  14744. ἐπιζαφελῶς
  14745. ἐπιζεύγνυμι
  14746. ἐπιζευγνύω
  14747. Ἐπιζεφύριος, ος, ον
  14748. ἐπιζέω
  14749. ἐπίζηλος, ος, ον
  14750. ἐπιζηλοτυπέω-ῶ
  14751. ἐπιζήμιος, ος, ον
  14752. ἐπιζημιόω-ῶ
  14753. ἐπιζητέω-ῶ
  14754. ἐπιζήω-ῶ
  14755. ἐπιζώννυμι
  14756. ἐπιζώω
  14757. ἐπίηλα
  14758. ἐπίημι
  14759. ἐπιήνδανον
  14760. ἐπίηρα, ων (τά)
  14761. ἐπιήρανος, ος, ον
  14762. ἐπίηρος, ος, ον
  14763. ἐπιθαλάμιος, ος, ον
  14764. ἐπιθαλασσίδιος, ος, ον
  14765. ἐπιθάλπω
  14766. ἐπιθανάτιος, ος, ον
  14767. ἐπιθανατίως
  14768. ἐπιθάνατος, ος, ον
  14769. ἐπιθαρρέω-ῶ
  14770. ἐπιθαρρύνω
  14771. ἐπιθαυμάζω
  14772. ἐπιθειάζω
  14773. ἐπιθείασις, εως (ἡ)
  14774. ἐπιθειασμός, οῦ (ὁ)
  14775. ἐπιθεῖναι
  14776. ἐπιθέλγω
  14777. ἐπιθεραπεύω
  14778. ἐπίθεσις, εως (ἡ)
  14779. ἐπιθεσπίζω
  14780. ἐπιθετέον
  14781. ἐπιθέτης, ου (ὁ)
  14782. ἐπιθετικός, ή, όν
  14783. ἐπίθετος, ος, ον
  14784. ἐπιθέω
  14785. ἐπιθεωρέω-ῶ
  14786. ἐπιθεώρησις, εως (ἡ)
  14787. ἐπιθεωρία, ας (ἡ)
  14788. ἐπιθήγω
  14789. ἐπίθημα, ατος (τό)
  14790. ἐπιθήσω
  14791. ἔπιθι
  14792. ἐπιθιγγάνω
  14793. ἐπιθλίβω
  14794. ἐπιθοάζω
  14795. ἐπιθολόω-ῶ
  14796. ἐπιθόρνυμαι
  14797. ἐπιθορυβέω-ῶ
  14798. ἐπιθρέξας
  14799. ἐπιθρηνέω-ῶ
  14800. ἐπιθρήνησις, εως (ἡ)
  14801. ἐπιθρύπτω
  14802. ἐπιθρῴσκω
  14803. ἐπιθυμέω-ῶ
  14804. ἐπιθύμημα, ατος (τό)
  14805. ἐπιθύμησις, εως (ἡ)
  14806. ἐπιθυμητής, οῦ
  14807. ἐπιθυμητικός, ή, όν
  14808. ἐπιθυμία, ας (ἡ)
  14809. ἐπιθυμίαμα, ατος (τό)
  14810. ἐπιθυμιάω-ῶ
  14811. ἐπιθυμόδειπνος, ος, ον
  14812. ἐπιθύνω
  14813. ἐπιθύω1
  14814. ἐπιθύω2
  14815. ἐπιθῶ
  14816. ἐπιθωρακίδιον, ου (τό)
  14817. ἐπιθωρακίζομαι
  14818. ἐπιθωΰσσω
  14819. ἐπιΐστωρ, ορος
  14820. ἐπικαθαιρέω-ῶ
  14821. ἐπικαθέζομαι
  14822. ἐπικάθημαι
  14823. ἐπικαθίζω
  14824. ἐπικαινόω-ῶ
  14825. ἐπικαίριος, ος, ον
  14826. ἐπίκαιρος, ος, ον
  14827. ἐπικαίω
  14828. ἐπικαλαμάομαι-ῶμαι
  14829. ἐπικαλεύμενος
  14830. ἐπικαλέω-ῶ
  14831. ἐπικάλυμμα, ατος (τό)
  14832. ἐπικαλύπτω
  14833. ἐπικάμνω
  14834. ἐπικάμπειον, ου (τό)
  14835. ἐπικαμπή, ῆς (ἡ)
  14836. ἐπικαμπής, ής, ές
  14837. ἐπικάμπτω
  14838. ἐπικαρπία, ας (ἡ)
  14839. ἐπικάρπιος, ος, ον
  14840. ἐπικάρσιος, α, ον
  14841. ἐπικαταβαίνω
  14842. ἐπικατάγω
  14843. ἐπικαταδαρθάνω
  14844. ἐπικαταδέω
  14845. ἐπικαταίρω
  14846. ἐπικατακλύζω
  14847. ἐπικατακοιμάομαι-ῶμαι
  14848. ἐπικαταλαμβάνω
  14849. ἐπικαταμένω
  14850. ἐπικαταπίπτω
  14851. ἐπικαταράομαι-ῶμαι
  14852. ἐπικατάρατος, ος, ον
  14853. ἐπικαταρρέω
  14854. ἐπικαταρρήγνυμαι
  14855. ἐπικαταρριπτέω-ῶ
  14856. ἐπικατασφάζω
  14857. ἐπικατασφάττω
  14858. ἐπικαταψεύδομαι
  14859. ἐπικάτειμι
  14860. ἐπικατέχω
  14861. ἐπικατηγορέω-ῶ
  14862. ἐπικατηγόρημα, ατος (τό)
  14863. ἐπικάτημαι
  14864. ἐπικατίων
  14865. ἐπίκαυτος, ος, ον
  14866. ἐπίκειμαι
  14867. ἐπικείρω
  14868. ἐπικέκλημαι
  14869. ἐπικέλευσις, εως (ἡ)
  14870. ἐπικελεύω
  14871. ἐπικέλλω
  14872. ἐπικέλομαι
  14873. ἐπικεράννυμι
  14874. ἐπικερδαίνω
  14875. ἐπικερδής, ής, ές
  14876. ἐπικέρδια, ων (τά)
  14877. ἐπικερτομέω-ῶ
  14878. ἐπικεύθω
  14879. ἐπικεφάλαιος, ος ον
  14880. ἐπικήδειος, ος, ον
  14881. ἐπικήριος, ος, ον
  14882. ἐπικηρυκεία, ας (ἡ)
  14883. ἐπικηρυκεύω
  14884. ἐπικηρύσσω
  14885. ἐπικήρως
  14886. ἐπικίδνημι
  14887. ἐπικίνδυνος, ος, ον
  14888. ἐπικινδύνως
  14889. ἐπικίρνημι
  14890. ἐπικίχρημι
  14891. ἐπικλαίω
  14892. ἐπικλάω1-ῶ
  14893. ἐπικλάω2
  14894. ἐπικλείω1
  14895. ἐπικλείω2
  14896. ἐπικληθείς
  14897. ἐπίκλημα, ατος (τό)
  14898. ἐπίκλην
  14899. ἐπίκληρος, ου (ἡ)
  14900. ἐπικληρόω-ῶ
  14901. ἐπίκλησις, εως (ἡ)
  14902. ἐπίκλητος, ος, ον
  14903. ἐπικλινής, ής, ές
  14904. ἐπικλίνω
  14905. ἐπίκλισις, εως (ἡ)
  14906. ἐπίκλοπος, ος, ον
  14907. ἐπικλύζω
  14908. ἐπίκλυσις, εως (ἡ)
  14909. ἐπικλύω
  14910. ἐπικλώθω
  14911. ἐπικνέομαι
  14912. ἐπικοιμάομαι-ῶμαι
  14913. ἐπίκοινος, ος, ον
  14914. ἐπικοινωνέω-ῶ
  14915. ἐπικόλπιος, ος, ον
  14916. ἐπικομπάζω
  14917. ἐπικομπέω-ῶ
  14918. ἐπίκοπος, ος, ον
  14919. ἐπικόπτω
  14920. ἐπικορύσσομαι
  14921. ἐπικοσμέω-ῶ
  14922. ἐπίκοτος, ος, ον
  14923. ἐπικότως
  14924. Ἐπικούρειος, ος, ον
  14925. ἐπικουρέω-ῶ
  14926. ἐπικούρημα, ατος (τό)
  14927. ἐπικούρησις, εως (ἡ)
  14928. ἐπικουρία, ας (ἡ)
  14929. ἐπικουρικός, ή, όν
  14930. ἐπίκουρος, ος, ον
  14931. Ἐπίκουρος, ου (ὁ)
  14932. ἐπικουφίζω
  14933. ἐπικράζω
  14934. ἐπικραιαίνω
  14935. ἐπικραίνω
  14936. ἐπικράνθην, ἐπικρανθῆναι
  14937. ἐπικρανίς, ίδος (ἡ)
  14938. ἐπίκρανον, ου (τό)
  14939. ἐπικράτεια, ας (ἡ)
  14940. ἐπικρατέω-ῶ
  14941. ἐπικρατέως
  14942. ἐπικρατής, ής, ές
  14943. ἐπικράτησις, εως (ἡ)
  14944. ἐπικρέμαμαι
  14945. ἐπικρήηνον
  14946. ἐπικρήνειε
  14947. ἐπικρῆσαι
  14948. ἐπικρίνω
  14949. ἐπίκριον, ου (τό)
  14950. ἐπίκρισις, εως (ἡ)
  14951. ἐπικροτέω-ῶ
  14952. ἐπικρούω
  14953. ἐπικρύπτω
  14954. ἐπίκρυφος, ος, ον
  14955. ἐπίκρυψις, εως (ἡ)
  14956. ἐπικτάομαι-ῶμαι
  14957. ἐπικτείνω
  14958. ἐπίκτησις, εως (ἡ)
  14959. ἐπίκτητος, ος, ον
  14960. ἐπικτίζω
  14961. ἐπικυδής, ής, ές
  14962. ἐπικυέω-ῶ
  14963. ἐπικυΐσκομαι
  14964. ἐπικυλίκειος, ος, ον
  14965. ἐπικυλινδέω-ῶ
  14966. ἐπικυλίνδω
  14967. ἐπικυλίω
  14968. ἐπικυμαίνω
  14969. ἐπικυματίζω
  14970. ἐπικυμάτωσις, εως (ἡ)
  14971. ἐπικύπτω
  14972. ἐπικυρέω-ῶ
  14973. ἐπικυρόω-ῶ
  14974. ἐπίκυρτος, ος, ον
  14975. ἐπικωκύω
  14976. ἐπικωλύω
  14977. ἐπικωμάζω
  14978. ἐπίκωμος, ος, ον
  14979. ἐπικωμῳδέω-ῶ
  14980. ἐπίκωπος, ος, ον
  14981. ἐπιλαβή, ης (ἡ)
  14982. ἐπιλαγχάνω
  14983. ἐπιλάθομαι
  14984. ἐπιλαμβάνω
  14985. ἐπιλαμπρύνω
  14986. ἐπίλαμπτος, ος, ον
  14987. ἐπιλάμπω
  14988. ἐπιλανθάνομαι
  14989. ἐπιλεαίνω
  14990. ἐπιλέγω
  14991. ἐπιλείβω
  14992. ἐπιλείχω
  14993. ἐπιλείπω
  14994. ἐπίλειψις, εως (ἡ)
  14995. ἐπιλεκτάρκης, ου (ὁ)
  14996. ἐπίλεκτος, ος, ον
  14997. ἐπιλευκία, ας (ἡ)
  14998. ἐπίλευκος, ος, ον
  14999. ἐπιλεύσσω
  15000. ἐπίληθος, ος, ον
  15001. ἐπιλήθω
  15002. ἐπιληΐς, ΐδος
  15003. ἐπιληκέω-ῶ
  15004. ἐπιληπτίζω
  15005. ἐπιληπτικός, ή, όν
  15006. ἐπίληπτος, ος, ον
  15007. ἐπιλήπτωρ, ορος
  15008. ἐπιλήσεται
  15009. ἐπιλησμονή, ῆς (ἡ)
  15010. ἐπιλήσμων, ων, ον
  15011. ἐπιληψία, ας (ἡ)
  15012. ἐπιλήψιμος, ος, ον
  15013. ἐπίληψις, εως (ἡ)
  15014. ἐπιλίγδην
  15015. ἐπιλίζω
  15016. ἐπιλιμνάζω
  15017. ἐπιλιπαίνω
  15018. ἐπιλιπής, ής, ές
  15019. ἐπιλιχμάω-ῶ
  15020. ἐπιλλίζω
  15021. ἐπιλλώπτω
  15022. ἐπιλογίζομαι
  15023. ἐπιλογισμός, οῦ (ὁ)
  15024. ἐπιλογιστέον
  15025. ἐπίλογος, ου (ὁ)
  15026. ἐπίλογχος, ος, ον
  15027. ἐπίλοιπος, ος, ον
  15028. ἐπίλουτρον, ου (τό)
  15029. ἐπιλυγίζομαι
  15030. ἐπιλυμαίνομαι
  15031. ἐπιλυπέω-ῶ
  15032. ἐπίλυπος, ος, ον
  15033. ἐπίλυσις, εως (ἡ)
  15034. ἐπιλύω
  15035. ἐπιλωβεύω
  15036. ἐπιμαίεο
  15037. ἐπιμαίνομαι
  15038. ἐπιμαίομαι
  15039. ἐπιμανής, ής, ές
  15040. ἐπιμανθάνω
  15041. ἐπιμαρτυρέω-ῶ
  15042. ἐπιμαρτυρία, ας (ἡ)
  15043. ἐπιμαρτύρομαι
  15044. ἐπιμάρτυρος, ου (ὁ, ἡ)
  15045. ἐπίμαρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
  15046. ἐπιμασσάμενος
  15047. ἐπιμαστίδιος, ος, ον
  15048. ἐπίμαστος, ος, ον
  15049. ἐπιμαχέω-ῶ
  15050. ἐπιμαχία, ας (ἡ)
  15051. ἐπίμαχος, ος, ον
  15052. ἐπιμειδάω-ῶ
  15053. ἐπιμειδίασις, εως (ἡ)
  15054. ἐπιμειδιάω-ῶ
  15055. ἐπιμέλεια, ας (ἡ)
  15056. ἐπιμελέομαι-οῦμαι
  15057. ἐπιμέλημα, ατος (τό)
  15058. ἐπιμελής, ής, ές
  15059. ἐπιμελητέον
  15060. ἐπιμελητής, οῦ (ὁ)
  15061. ἐπιμελητικός, ή, όν
  15062. ἐπιμέλομαι
  15063. ἐπιμέλπω
  15064. ἐπιμελῶς
  15065. ἐπιμέμονα
  15066. ἐπίμεμπτος, ος, ον
  15067. ἐπιμέμπτως
  15068. ἐπιμέμφομαι
  15069. ἐπιμένω
  15070. ἐπιμεταπέμπομαι
  15071. ἐπιμετρέω-ῶ
  15072. ἐπίμετρον, ου (τό)
  15073. ἐπιμήδομαι
  15074. ἐπιμήκης, ης, ες
  15075. ἐπιμήνιος, ος, ον
  15076. ἐπιμηνίω
  15077. ἐπιμηχανάομαι-ῶμαι
  15078. ἐπιμήχανος, ος, ον
  15079. ἐπιμίγνυμι
  15080. ἐπιμνησαίμεθα
  15081. ἐπιμιμνῄσκομαι
  15082. ἐπιμίμνω
  15083. ἐπιμίξ
  15084. ἐπιμιξία, ας (ἡ)
  15085. ἐπιμίσγω
  15086. ἐπιμοιχεύω
  15087. ἐπίμολος, ος, ον
  15088. ἐπίμομφος, ος, ον
  15089. ἐπιμονή, ῆς (ἡ)
  15090. ἐπίμονος, ος, ον
  15091. ἐπιμπλέετο
  15092. ἐπιμύζω
  15093. ἐπιμύθιον, ου (τό)
  15094. ἐπιμωκεύω
  15095. ἐπινεανιεύομαι
  15096. ἐπίνειον, ου (τό)
  15097. ἐπινέμησις, εως (ἡ)
  15098. ἐπινέμω
  15099. ἐπινεύω
  15100. ἐπινέφελος, ος, ον
  15101. ἐπινεφρίδιος, ος, ον
  15102. ἐπινένημαι
  15103. ἐπινενησμένος
  15104. ἐπινέω1
  15105. ἐπινέω2
  15106. ἐπινηνέω
  15107. ἐπινησθείς
  15108. ἐπινήφω
  15109. ἐπινίκειος, ος, ον
  15110. ἐπινίκιος, ος, ον
  15111. ἐπινίσσομαι
  15112. ἐπινοέω-ῶ
  15113. ἐπινοητής, οῦ
  15114. ἐπίνοια, ας (ἡ)
  15115. ἐπινομή, ῆς (ἡ)
  15116. ἐπινομία, ας (ἡ)
  15117. ἐπινυκτερεύω
  15118. ἐπινύμφειος, ος, ον
  15119. ἐπινύσσω
  15120. ἐπινυστάζω
  15121. ἐπινωμάω-ῶ
  15122. ἐπινῶς
  15123. ἐπιξενόομαι-οῦμαι
  15124. ἐπίξηνον, ου (τό)
  15125. ἐπίξυνος, ος, ον
  15126. ἔπιον
  15127. ἐπιόν
  15128. ἐπιορκέω-ῶ
  15129. ἐπιορκία, ας (ἡ)
  15130. ἐπίορκος, ος, ον
  15131. ἐπιόσσομαι
  15132. ἐπίουρος, ου (ὁ)
  15133. ἐπιοῦσα
  15134. ἐπιούσιος, ος, ον
  15135. ἐπιόψομαι
  15136. ἐπίπαγος, ου (ὁ)
  15137. ἐπιπαιανίζω
  15138. ἐπιπάλλω
  15139. ἐπίπαν
  15140. ἐπιπαρανέω
  15141. ἐπιπαρασκευάζομαι
  15142. ἐπιπάρειμι1
  15143. ἐπιπάρειμι2
  15144. ἐπιπαρορμάω-ῶ
  15145. ἐπιπάσσω
  15146. ἐπιπεδέστερος, α, ον
  15147. ἐπίπεδος, ος, ον
  15148. ἐπιπειθής, ής, ές
  15149. ἐπιπείθομαι
  15150. ἐπιπέλομαι
  15151. ἐπιπέμπω
  15152. ἐπίπεμψις, εως (ἡ)
  15153. ἐπιπεριτρέπω
  15154. ἐπιπέταμαι
  15155. ἐπιπέτομαι
  15156. ἐπιπηδάω-ῶ
  15157. ἐπιπήδησις, εως (ἡ)
  15158. ἐπιπίλναμαι
  15159. ἐπιπίνω
  15160. ἐπιπίπτω
  15161. ἔπιπλα, ων (τά)
  15162. ἐπιπλάζω
  15163. ἐπιπλάσσω
  15164. ἐπίπλαστος, ος, ον
  15165. ἐπιπλάστως
  15166. ἐπιπλείω
  15167. ἐπιπλέκω
  15168. ἐπίπλεος, η, ον
  15169. ἐπίπλευσις, εως (ἡ)
  15170. ἐπιπλέω
  15171. ἐπίπλεως, ως, ων
  15172. ἐπίπληξις, εως (ἡ)
  15173. ἐπιπληρόω-ῶ
  15174. ἐπιπλήσσω
  15175. ἐπίπλοα, ων (τά)
  15176. ἐπιπλοκή, ῆς (ἡ)
  15177. ἐπιπλόμενος
  15178. ἐπίπλοον, ου (τό)
  15179. ἐπίπλοος 1, ου (ὁ)
  15180. ἐπίπλοος 2, ου (ὁ)
  15181. ἐπίπλοος 3, ος, ον
  15182. ἐπιπλώς
  15183. ἐπιπλώω
  15184. ἐπιπνείω
  15185. ἐπιπνέω
  15186. ἐπίπνοια, ας (ἡ)
  15187. ἐπίπνοος-ους, οος-ους, οον-
  15188. ἐπιπόδιος, α, ον
  15189. ἐπιποθέω-ῶ
  15190. ἐπιπόθησις, εως (ἡ)
  15191. ἐπιπόθητος, ος, ον
  15192. ἐπιποθία, ας (ἡ)
  15193. ἐπιποιμήν, ένος (ἡ)
  15194. ἐπιπολάζω
  15195. ἐπιπόλαιος, ος, ον
  15196. ἐπιπολεύω
  15197. ἐπιπολή, ῆς (ἡ)
  15198. ἐπίπολος, ος, ον
  15199. ἐπιπομπεύω
  15200. ἐπιπονέω-ῶ
  15201. ἐπίπονος, ος, ον
  15202. ἐπιπόνως
  15203. ἐπιπορεύομαι
  15204. ἐπιπόρπημα, ατος (τό)
  15205. ἐπιπρεπής, ής, ές
  15206. ἐπιπρέπω
  15207. ἐπιπρεσβεύομαι
  15208. ἐπιπροβάλλω
  15209. ἐπιπροέμεν
  15210. ἐπιπροϊάλλω
  15211. ἐπιπροΐημι
  15212. ἐπίπροσθεν
  15213. ἐπιπροσθέω-ῶ
  15214. ἐπιπρόσθησις, εως (ἡ)
  15215. ἐπιπροωθέω-ω
  15216. ἐπιπταίρω
  15217. ἐπιπτύσσω
  15218. ἐπιπτυχή, ῆς (ἡ)
  15219. ἐπίπτωσις, εως (ἡ)
  15220. ἐπιπωλέομαι-οῦμαι
  15221. ἐπιπώλησις, εως (ἡ)
  15222. ἐπιπωρόομαι-οῦμαι
  15223. ἐπιπώρωσις, εως (ἡ)
  15224. ἐπιρρᾳθυμέω-ῶ
  15225. ἐπιρρακτός, ή, όν
  15226. ἐπιρράπτω
  15227. ἐπιρράσσω
  15228. ἐπιρραψῳδέω-ῶ
  15229. ἐπιρρέζω
  15230. ἐπιρρεπής, ής, ές
  15231. ἐπιρρέπω
  15232. ἐπιρρέω
  15233. ἐπιρρηκτέον
  15234. ἐπίρρημα, ατος (τό)
  15235. ἐπιρρήσεσκον
  15236. ἐπίρρησις, εως (ἡ)
  15237. ἐπιρρήσσω
  15238. ἐπιρρητέον
  15239. ἐπιρρητορεύω
  15240. ἐπίρρητος, ος, ον
  15241. ἐπίρρινος, ος, ον
  15242. ἐπιρριπτέω
  15243. ἐπιρρίπτω
  15244. ἐπιρροή, ῆς (ἡ)
  15245. ἐπιρροθέω-ῶ
  15246. ἐπίρροθος, ος, ον
  15247. ἐπίρροια, ας (ἡ)
  15248. ἐπιρροιζέω-ῶ
  15249. ἐπιρροφέω-ῶ
  15250. ἐπιρρυθμίζω
  15251. ἐπιρρύομαι
  15252. ἐπιρρυπαίνω
  15253. ἐπίρρυτος, ος, ον
  15254. ἐπιρρώννυμι
  15255. ἐπιρρώομαι
  15256. ἐπίρρωσις, εως (ἡ)
  15257. ἐπίσαγμα, ατος (τό)
  15258. ἐπισάττω
  15259. ἐπισβέννυμι
  15260. ἐπίσειστος, ος, ον
  15261. ἐπισείω
  15262. ἐπισεσυρμένος, η, ον
  15263. ἐπισεύω
  15264. ἐπίσημα, ατος (τό)
  15265. ἐπισημαίνω
  15266. ἐπισημασία, ας (ἡ)
  15267. ἐπισημειόομαι-οῦμαι
  15268. ἐπίσημον, ου (τό)
  15269. ἐπίσημος, ος, ον
  15270. ἐπισιμόω-ῶ
  15271. ἐπισιτίζομαι
  15272. ἐπισιτισμός, οῦ (ὁ)
  15273. ἐπισκαίρω
  15274. ἐπισκεδάννυμι
  15275. ἐπισκεπτέος, α, ον
  15276. ἐπισκέπτομαι
  15277. ἐπισκευάζω
  15278. ἐπισκευή, ῆς (ἡ)
  15279. ἐπίσκεψις, εως (ἡ)
  15280. ἐπίσκηνος, ος, ον
  15281. ἐπισκηνόω-ῶ
  15282. ἐπισκήπτω
  15283. ἐπίσκηψις, εως (ἡ)
  15284. ἐπισκιάζω
  15285. ἐπίσκιος, ος, ον
  15286. ἐπισκιρτάω-ῶ
  15287. ἐπισκοπέω-ῶ
  15288. ἐπίσκοπος1, ου (ο, ἡ)
  15289. ἐπίσκοπος2, ος, ον
  15290. ἐπισκοτέω-ῶ
  15291. ἐπισκότησις, εως (ἡ)
  15292. ἐπίσκοτος, ος, ον
  15293. ἐπισκύζομαι
  15294. ἐπισκυθίζω
  15295. ἐπισκυθρωπάζω
  15296. ἐπισκύνιον, ου (τό)
  15297. ἐπισκώπτω
  15298. ἐπίσκωψις, εως (ἡ)
  15299. ἐπισπαίρω
  15300. ἐπισπαστήρ, ῆρος (ὁ)
  15301. ἐπίσπαστος, ος, ον
  15302. ἐπισπάω-ῶ
  15303. ἐπισπεῖν
  15304. ἐπισπείρω
  15305. ἐπίσπεισις, εως (ἡ)
  15306. ἐπισπένδω
  15307. ἐπισπερχής, ής, ές
  15308. ἐπισπέρχω
  15309. ἐπισπερχῶς
  15310. ἐπισπέσθαι
  15311. ἐπισπεύδω
  15312. ἐπισπονδή, ῆς (ἡ)
  15313. ἐπίσπορος, ος, ον
  15314. ἐπισπουδάζω
  15315. ἐπισπών
  15316. ἐπισσείω
  15317. ἐπισσεύω
  15318. ἐπίσσυτος, ος, ον
  15319. ἐπίσσωτρον, ου (τό)
  15320. ἐπίστᾳ
  15321. ἐπισταδόν
  15322. ἐπιστάζω
  15323. ἐπισταθείς
  15324. ἐπισταθμάομαι-ῶμαι
  15325. ἐπισταθμεύω
  15326. ἐπισταθμία, ας (ἡ)
  15327. ἐπίσταθμος, ος, ον
  15328. ἐπισταλάζω
  15329. ἐπίσταμαι1
  15330. ἐπίσταμαι2
  15331. ἐπιστάμενος, ος, ον
  15332. ἐπισταμένως
  15333. ἐπιστάς, ᾶσα, άν
  15334. ἐπιστασία, ας (ἡ)
  15335. ἐπιστάσιος, ος, ον
  15336. ἐπίστασις, εως (ἡ)
  15337. ἐπίστασο
  15338. ἐπιστατέω-ῶ
  15339. ἐπιστάτης1, ου (ὁ)
  15340. ἐπιστάτης2, ου
  15341. ἐπιστατητέον
  15342. ἐπιστέαται
  15343. ἐπιστείβω
  15344. ἐπιστείχω
  15345. ἐπιστέλλω
  15346. ἐπιστενάζω
  15347. ἐπιστενάχω
  15348. ἐπιστένω
  15349. ἐπιστεφής, ής, ές
  15350. ἐπιστέφω
  15351. ἐπιστῇ, ἐπίστηθι
  15352. ἐπιστήμη, ης (ἡ)
  15353. ἐπίστημι
  15354. ἐπιστημόνως
  15355. ἐπιστήμων, ων, ον
  15356. ἐπιστηρίζω
  15357. ἐπιστήσομαι
  15358. ἐπιστήσω
  15359. ἐπιστητός, ή, όν
  15360. ἐπιστίζω
  15361. ἐπιστίλβω
  15362. ἐπίστιον1, ου (τό)
  15363. ἐπίστιον2, ου (τό)
  15364. ἐπίστιος, ος, ον
  15365. ἐπιστολεύς, έως (ὁ)
  15366. ἐπιστολή, ῆς (ἡ)
  15367. ἐπιστολιαφόρος, ου (ὁ)
  15368. ἐπιστολιμαῖος, ος, ον
  15369. ἐπιστόλιον, ου (τό)
  15370. ἐπιστομίζω
  15371. ἐπιστοναχέω-ῶ
  15372. ἐπιστοναχίζω
  15373. ἐπιστορέννυμι
  15374. ἐπιστρατεία, ας (ἡ)
  15375. ἐπιστράτευσις, εως (ἡ)
  15376. ἐπιστρατεύω
  15377. ἐπιστρατηΐη, ης (ἡ)
  15378. ἐπίστρεπτος, ος, ον
  15379. ἐπιστρεφέως
  15380. ἐπιστρεφής, ής, ές
  15381. ἐπιστρέφω
  15382. ἐπιστρεφῶς
  15383. ἐπιστροφάδην
  15384. ἐπιστροφή, ῆς (ἡ)
  15385. ἐπίστροφος, ος, ον
  15386. ἐπιστρώννυμι
  15387. ἐπιστρωφάω-ῶ
  15388. ἐπιστύλιον, ου (τό)
  15389. ἐπίστω
  15390. ἐπισυκοφαντέω-ῶ
  15391. ἐπισυλλαμβάνω
  15392. ἐπισύλληψις, εως (ἡ)
  15393. ἐπισύμενος
  15394. ἐπισυμμαχία, ας (ἡ)
  15395. ἐπισυνάγω
  15396. ἐπισυναγωγή, ῆς (ἡ)
  15397. ἐπισύνδεσις, εως (ἡ)
  15398. ἐπισυνδίδωμι
  15399. ἐπισυνίστημι
  15400. ἐπισυντρέχω
  15401. ἐπισυρίζω
  15402. ἐπισύρροια, ας (ἡ)
  15403. ἐπισύρω
  15404. ἐπισύστασις, εως (ἡ)
  15405. ἐπισυστέλλομαι
  15406. ἐπισφάζω
  15407. ἐπίσφαιρον, ου (τό)
  15408. ἐπισφαλής, ής, ές
  15409. ἐπισφάλλω
  15410. ἐπισφαλῶς
  15411. ἐπισφάττω
  15412. ἐπισφίγγω
  15413. ἐπισφοδρύνω
  15414. ἐπισφραγιστής, οῦ (ὁ)
  15415. ἐπισφύριος, ος, ον
  15416. ἐπισχέθοι
  15417. ἐπισχερώ
  15418. ἐπίσχες
  15419. ἐπισχεσίη, ης (ἡ)
  15420. ἐπίσχεσις, εως (ἡ)
  15421. ἐπισχοίης
  15422. ἐπισχύω
  15423. ἐπίσχω
  15424. ἐπισωρεύω
  15425. ἐπίσωτρον, ου (τό)
  15426. ἐπιταγή, ῆς (ἡ)
  15427. ἐπίταγμα, ατος (τό)
  15428. ἐπιτακτήρ, ῆρος (ὁ)
  15429. ἐπιτάκτης, ου (ὁ)
  15430. ἐπιτακτικός, ή, όν
  15431. ἐπίτακτος, ος, ον
  15432. ἐπιταλαιπωρέω-ῶ
  15433. ἐπιταλάριος, ου
  15434. ἐπίταμα, ατος (τό)
  15435. ἐπιτάμνω
  15436. ἐπιταμών
  15437. ἐπιτανύω
  15438. ἐπίταξις, εως (ἡ)
  15439. ἐπιταράσσω
  15440. ἐπιτάρροθος, ου (ὁ, ἡ)
  15441. ἐπίτασις, εως (ἡ)
  15442. ἐπιτάσσω
  15443. ἐπιτάφιος, ος, ον
  15444. ἐπιταχύνω
  15445. ἐπιτειλάμενος
  15446. ἐπιτείνεσκον
  15447. ἐπιτείνω
  15448. ἐπιτειχίζω
  15449. ἐπιτείχισις, εως (ἡ)
  15450. ἐπιτείχισμα, ατος (τό)
  15451. ἐπιτειχισμός, οῦ (ὁ)
  15452. ἐπιτελέειν
  15453. ἐπιτελειόω-ῶ
  15454. ἐπιτελείωσις, εως (ἡ)
  15455. ἐπιτέλεσις, εως (ἡ)
  15456. ἐπιτελεστέον
  15457. ἐπιτελεύμενος
  15458. ἐπιτελέω-ῶ
  15459. ἐπιτελής, ής, ές
  15460. ἐπιτέλλεαι
  15461. ἐπιτέλλω
  15462. ἐπιτέμνω
  15463. ἐπίτεξ
  15464. ἐπιτερπής, ής, ές
  15465. ἐπιτέρπομαι
  15466. ἐπιτερπῶς
  15467. ἐπιτετράφαται
  15468. ἐπίτευξις, εως (ἡ)
  15469. ἐπιτεχνάομαι-ῶμαι
  15470. ἐπιτέχνημα, ατος (τό)
  15471. ἐπιτέχνησις, εως (ἡ)
  15472. ἐπιτεχνητός, ή, όν
  15473. ἐπιτήδειος, α, ον
  15474. ἐπιτηδείως
  15475. ἐπιτήδεος
  15476. ἐπιτηδές
  15477. ἐπιτήδευμα, ατος (τό)
  15478. ἐπιτήδευσις, εως (ἡ)
  15479. ἐπιτηδεύω
  15480. ἐπιτηδέως
  15481. ἐπιτήκω
  15482. ἐπιτηρέω-ῶ
  15483. ἐπιτηρητικός, ή, όν
  15484. ἐπιτίθημι
  15485. ἐπιτίκτω
  15486. ἐπιτιμάω-ῶ
  15487. ἐπιτιμέω
  15488. ἐπιτίμημα, ατος (τό)
  15489. ἐπιτίμησις, εως (ἡ)
  15490. ἐπιτιμητής, οῦ (ὁ)
  15491. ἐπιτιμητικός, ή, όν
  15492. ἐπιτιμήτωρ, ορος (ὁ)
  15493. ἐπιτιμία, ας (ἡ)
  15494. ἐπιτίμιον, ου (τό)
  15495. ἐπίτιμος, ος, ον
  15496. ἐπιτίτθιος, ος, ον
  15497. ἐπιτλῆναι
  15498. ἐπιτόκιον, ου (τό)
  15499. ἐπίτοκος, ος, ον
  15500. ἐπιτολή, ῆς (ἡ)
  15501. ἐπιτολμάω-ῶ
  15502. ἐπιτομή, ῆς (ἡ)
  15503. ἐπίτομος, ος, ον
  15504. ἐπιτόνιον, ου (τό)
  15505. ἐπίτονος, ος, ον
  15506. ἐπιτοξάζομαι
  15507. Ἐπιτραγία, ας (ἡ)
  15508. ἐπιτραγῳδέω-ῶ
  15509. ἐπιτραπέζιος, ος, ον
  15510. ἐπιτραπέω
  15511. ἐπιτράπω
  15512. ἐπιτρέπω
  15513. ἐπιτρέφω
  15514. ἐπιτρέχω
  15515. ἐπιτρίβω
  15516. ἐπίτριπτος, ος, ον
  15517. ἐπιτροπαῖος, α, ον
  15518. ἐπιτρόπευσις, εως (ἡ)
  15519. ἐπιτροπευτικός, οῦ
  15520. ἐπιτροπεύω
  15521. ἐπιτροπή, ῆς (ἡ)
  15522. ἐπίτροπος, ος, ον
  15523. ἐπιτροχάδην
  15524. ἐπιτρόχαλος, ος, ον
  15525. ἐπίτροχος, ος, ον
  15526. ἐπιτρόχως
  15527. ἐπιτρύζω
  15528. ἐπιτρώγω
  15529. ἐπιτυγχάνω
  15530. ἐπιτυμβίδιος, ος, ον
  15531. ἐπιτύμβιος, ος
  15532. ἐπιτύφω
  15533. ἐπιτυχής, ής, ές
  15534. ἐπιτυχῶς
  15535. ἐπιτωθάζω
  15536. ἐπιφαίνω
  15537. ἐπιφάνεια, ας (ἡ)
  15538. ἐπιφανής, ής, ές
  15539. ἐπίφαντος, ος, ον
  15540. ἐπιφανῶς
  15541. ἐπιφαύσκω
  15542. ἐπιφαύω
  15543. ἐπιφέρω
  15544. ἐπίφημι
  15545. ἐπιφημίζω
  15546. ἐπιφήμισμα, ατος (τό)
  15547. ἐπιφθέγγομαι
  15548. ἐπιφθονέω-ῶ
  15549. ἐπίφθονος, ος, ον
  15550. ἐπιφθόνως
  15551. ἐπιφιλοπονέομαι-οῦμαι
  15552. ἐπιφλέγω
  15553. ἐπίφοβος, ος, ον
  15554. ἐπιφοινίσσω
  15555. ἐπιφοιτάω-ῶ
  15556. ἐπιφορά, ᾶς (ἡ)
  15557. ἐπιφορέω-ῶ
  15558. ἐπιφόρημα, ατος (τό)
  15559. ἐπίφορος, ος, ον
  15560. ἐπιφράζομαι
  15561. ἐπίφραξις, εως (ἡ)
  15562. ἐπιφρασσαίατο
  15563. ἐπιφράσσω
  15564. ἐπιφρίσσω
  15565. ἐπιφρονέω-ῶ
  15566. ἐπιφροσύνη, ης (ἡ)
  15567. ἐπίφρων, ων, ον
  15568. ἐπιφύω
  15569. ἐπιφωνέω-ῶ
  15570. ἐπιφώνημα, ατος (τό)
  15571. ἐπιφώνησις, εως (ἡ)
  15572. ἐπιφώσκω
  15573. ἐπιφωτίζω
  15574. ἐπιφωτισμός, οῦ (ὁ)
  15575. ἐπιχαίνω
  15576. ἐπιχαίρω
  15577. ἐπιχαλαζάω-ῶ
  15578. ἐπιχαλάω-ῶ
  15579. ἐπιχαλκεύω
  15580. ἐπίχαλκος, ος, ον
  15581. ἐπιχαράσσω
  15582. ἐπιχαρής, ής, ές
  15583. ἐπιχαριεντίζομαι
  15584. ἐπίχαρις, ις, ι
  15585. ἐπιχάριτος, ος, ον
  15586. ἐπίχαρτος, ος, ον
  15587. ἐπιχειμάζω
  15588. ἐπιχειρέω-ῶ
  15589. ἐπιχείρημα, ατος (τό)
  15590. ἐπιχείρησις, εως (ἡ)
  15591. ἐπιχειρητέος, α, ον
  15592. ἐπιχειρητής, οῦ
  15593. ἐπιχειρητικός, ή, όν
  15594. ἐπίχειρον, ου (τό)
  15595. ἐπιχειροτονέω-ῶ
  15596. ἐπιχειροτονία, ας (ἡ)
  15597. ἐπιχεῦαι
  15598. ἐπιχέω
  15599. ἐπιχθόνιος, ος, ον
  15600. ἐπιχλευάζω
  15601. ἐπιχλιαίνω
  15602. ἐπίχολος, ος, ον
  15603. ἐπιχορεύω
  15604. ἐπιχορηγέω-ῶ
  15605. ἐπιχορηγία, ας (ἡ)
  15606. ἐπιχραίνω
  15607. ἐπιχράομαι-ῶμαι
  15608. ἐπιχράω
  15609. ἐπιχρέμπτομαι
  15610. ἐπιχρεώμενος
  15611. ἐπίχριστος, ος, ον
  15612. ἐπιχρίω
  15613. ἐπίχρυσος, ος, ον
  15614. ἐπιχρώννυμι
  15615. ἐπίχρωσις, εως (ἡ)
  15616. ἐπίχυσις, εως (ἡ)
  15617. ἐπιχώννυμι
  15618. ἐπιχωρέω-ῶ
  15619. ἐπιχωριάζω
  15620. ἐπιχώριος, α, ον
  15621. ἐπιψακάζω
  15622. ἐπιψάλλω
  15623. ἐπίψαυσις, εως (ἡ)
  15624. ἐπιψαύω
  15625. ἐπιψεκάζω
  15626. ἐπιψεύδομαι
  15627. ἐπιψηφίζω
  15628. ἐπίψογος, ος, ον
  15629. ἐπιψόγως
  15630. ἐπιψύχω
  15631. ἐπίω
  15632. ἐπιωγαί, ῶν (αἱ)
  15633. ἐπιών, οῦσα, όν
  15634. ἐπλάγην
  15635. ἔπλαγξα
  15636. ἐπλάσθην
  15637. ἔπλε
  15638. ἐπλήγην
  15639. ἐπλήμην
  15640. ἔπληξα
  15641. ἔπλησα, ἐπλήσθην
  15642. ἔπλων
  15643. ἐποικέω-ῶ
  15644. ἐποικοδομέω-ῶ
  15645. ἔποικος, ος, ον
  15646. ἐποικτείρω
  15647. ἐποικτίζω
  15648. ἐποίκτιστος, ος, ον
  15649. ἔποικτος, ος, ον
  15650. ἐποιμώζω
  15651. ἐποίσω
  15652. ἐποίχομαι
  15653. ἐποκέλλω
  15654. ἐπολολύζω
  15655. ἕπομαι
  15656. ἐπομβρία, ας (ἡ)
  15657. ἐπόμβριος, ος, ον
  15658. ἔπομβρος, ος, ον
  15659. ἑπόμην
  15660. ἐπόμνυμι
  15661. ἐπομνύω
  15662. ἐπομφάλιος, ος, ον
  15663. ἕπον
  15664. ἐπονειδίζω
  15665. ἐπονείδιστος, ος, ον
  15666. ἐπονειδίστως
  15667. ἐπονομάζω
  15668. ἐποπίζω
  15669. ἐποποιΐα, ας (ἡ)
  15670. ἐποποιός, οῦ (ὁ)
  15671. ἐποπτάω-ῶ
  15672. ἐποπτεία, ας (ἡ)
  15673. ἐποπτεύεσκε
  15674. ἐποπτεύω
  15675. ἐποπτήρ, ῆρος
  15676. ἐπόπτης, ου
  15677. ἐποπτικός, ή, όν
  15678. ἐποράω-ῶ
  15679. ἐπορέγω
  15680. ἐπορθιάζω
  15681. ἐπορθρεύω
  15682. ἐπορθρισμός, οῦ (ὁ)
  15683. ἐπόρνυμι
  15684. ἐπορνύω
  15685. ἔπορον
  15686. ἐπορούω
  15687. ἔπορσον
  15688. ἐπορχέομαι-οῦμαι
  15689. ἔπος , εος-ους (τό)
  15690. ἐποτρύνω
  15691. ἐπουνομάζω
  15692. ἐπουράνιος, ος, ον
  15693. ἐπουριάζω
  15694. ἐπουρίζω
  15695. ἔπουρος, ος, ον
  15696. ἐπουρόω-ῶ
  15697. ἐπούρωσις, εως (ἡ)
  15698. ἐποφείλω
  15699. ἐποφθαλμέω-ῶ
  15700. ἐποφθαλμιάω-ῶ
  15701. ἐποχέομαι-οῦμαι
  15702. ἐποχετεύω
  15703. ἐποχή, ῆς (ἡ)
  15704. ἔποχος, ος, ον
  15705. ἔποψ, ἔποπος (ὁ)
  15706. ἐποψάομαι-ῶμαι
  15707. ἐπόψιμος, ος, ον
  15708. ἐπόψιος, α, ον
  15709. ἔποψις, εως (ἡ)
  15710. ἐπόψομαι
  15711. ἐπράθην
  15712. ἔπραθον
  15713. ἔπραξα
  15714. ἔπρησα
  15715. ἐπριάμην
  15716. ἑπτά
  15717. ἑπταβόειος, ος, ον
  15718. ἑπτάβοιος, ος, ον
  15719. ἑπτάετες
  15720. ἑπταετία, ας (ἡ)
  15721. ἑπτακαίδεκα
  15722. ἑπτακαιδέκατος, η, ον
  15723. ἑπτάκις
  15724. ἑπτακισμύριοι, αι, α
  15725. ἑπτακισχίλιοι, αι, α
  15726. ἑπτάκλινος, ος, ον
  15727. ἑπτακόσιοι, αι, α
  15728. ἑπτάλογχος, ος, ον
  15729. ἑπτάλοφος, ος, ον
  15730. ἐπτάμην
  15731. ἑπταμηνιαῖος, α, ον
  15732. ἑπτάμηνος, ος, ον
  15733. ἑπτάμιτος, ος, ον
  15734. ἑπταμόριον, ου (τό)
  15735. ἑπταπλάσιος, ος, ον
  15736. ἑπταπλασίων, ων, ον
  15737. ἑπτάπηχυς, υς, υ
  15738. ἑπταπόδης, ου
  15739. ἑπτάπορος, ος, ον
  15740. ἑπτάπυλος, ος, ον
  15741. ἔπταρον
  15742. ἑπτατειχής, ής, ές
  15743. ἑπτάτονος, ος, ον
  15744. ἑπτάφωνος, ος, ον
  15745. ἕπταχα
  15746. ἑπτέτης, ου
  15747. ἑπτέτις, ιδος
  15748. ἐπτόμην
  15749. ἔπυδρος
  15750. ἐπυθόμην
  15751. ἐπύλλιον, ου (τό)
  15752. ἕπω
  15753. ἐπῳδή, ῆς (ἡ)
  15754. ἐπῳδός, ός, όν
  15755. ἐπώδυνος, ος, ον
  15756. ἐπωθέω-ῶ
  15757. ἐπωθίζω
  15758. ἐπωμίζομαι
  15759. ἐπωμίς, ίδος (ἡ)
  15760. ἐπώμοτος, ος, ον
  15761. ἐπών, οῦσα, όν
  15762. ἐπωνυμία, ας (ἡ)
  15763. ἐπωνύμιον, ου (τό)
  15764. ἐπωνύμιος, α, ον
  15765. ἐπώνυμον, ου (τό)
  15766. ἐπώνυμος, ος, ον
  15767. ἐπωπάω-ῶ
  15768. ἐπωπή, ῆς (ἡ)
  15769. ἐπώπτον
  15770. ἐπῶρσα
  15771. ἐπωτίς, ίδος (ἡ)
  15772. ἐπωφελέω-ῶ
  15773. ἐπωφέλημα, ατος (ὁ)
  15774. ἐπώφλησα
  15775. ἐπώχατο
  15776. ἐράασθε
  15777. ἔραζε
  15778. ἔραμαι
  15779. ἐρανίζω
  15780. ἐραννός, ή, όν
  15781. ἔρανος, ου (ὁ)
  15782. ἐρασιχρήματος, ος, ον
  15783. ἐράσμιος, ος, ον
  15784. ἐραστεύω
  15785. ἐραστής, οῦ (ὁ)
  15786. ἐραστός, ή, όν
  15787. Ἔραστος, ου (ὁ)
  15788. ἐράστρια, ας (ἡ)
  15789. ἐρατεινός, ή, όν
  15790. ἐρατίζω
  15791. ἐρατός, ή, όν
  15792. ἐρατύοι
  15793. ἐραυνάω-ῶ
  15794. ἐράω-ῶ
  15795. ἐργάζομαι
  15796. ἐργαζόμην
  15797. ἔργαθεν
  15798. ἐργαλεῖον, ου (τό)
  15799. ἐργάνη, ης (ἡ)
  15800. ἐργασείω
  15801. ἐργασία, ας (ἡ)
  15802. ἐργάσιμος, ος, ον
  15803. ἔργασμαι
  15804. ἐργαστέος, α, ον
  15805. ἐργαστήρ, ῆρος (ὁ)
  15806. ἐργαστήριον, ου (τό)
  15807. ἐργαστικός, ή, όν
  15808. ἔργαστο
  15809. ἐργάτης, ου (ὁ)
  15810. ἐργατήσιος, α, ον
  15811. ἐργατικός, ή, όν
  15812. ἐργατικῶς
  15813. ἐργάτις, ιδος
  15814. ἔργετο 3   ª
  15815. ἔργμα, ατος (τό)
  15816. ἔργνυμι
  15817. ἐργοδότης, ου (ὁ)
  15818. ἐργολαβέω-ῶ
  15819. ἐργολαβία, ας (ἡ)
  15820. ἐργολάβος, ου (ὁ)
  15821. ἔργον, ου (τό)
  15822. ἐργοφόρος, ος, ον
  15823. ἔργω1
  15824. ἔργω2
  15825. ἐργώδης, ης, ες
  15826. ἔρδεσκεν
  15827. ἔρδομεν
  15828. ἔρδω
  15829. ἐρεβεννός, ή, όν
  15830. ἐρέβεσφι
  15831. ἐρέβινθος, ου (ὁ)
  15832. ἔρεβος, εος-ους (τό)
  15833. Ἐρεβόσδε
  15834. ἐρεβώδης, ης, ες
  15835. ἐρεείνω
  15836. ἐρέθῃσι
  15837. ἐρεθιζέμεν
  15838. ἐρεθίζω
  15839. ἐρέθισα
  15840. ἐρέθω
  15841. ἐρείδω
  15842. ἐρείκη
  15843. ἐρείκω
  15844. ἔρειο
  15845. ἐρείομεν
  15846. ἐρείπιον, ου (τό)
  15847. ἔρειπον
  15848. ἐρείπω
  15849. ἐρεισάμην
  15850. ἔρεισμα, ατος (τό)
  15851. ἐρείψιμος, ος, ον
  15852. ἐρειψίτοικος, ος, ον
  15853. ἐρεμνός, ή, όν
  15854. ἔρεξα
  15855. ἐρέπτω
  15856. ἐρέσθαι
  15857. ἐρεσσέμεναι
  15858. ἐρέσσω
  15859. ἐρεσχελέω-ῶ
  15860. ἐρέτης, ου (ὁ)
  15861. ἐρετικός, ή, όν
  15862. ἐρετμόν, οῦ (τό)
  15863. ἐρετμόω-ῶ
  15864. Ἐρέτρια, ας (ἡ)
  15865. Ἐρετριεύς, έως
  15866. Ἐρετρικός, ή, όν
  15867. ἐρέττω
  15868. ἐρεύγομαι
  15869. ἐρευθέδανον, ου (τό)
  15870. ἐρευθέω-ῶ
  15871. ἔρευθος, εος-ους (τό)
  15872. ἐρεύθω
  15873. ἔρευνα, ης (ἡ)
  15874. ἐρευνάω-ῶ
  15875. ἐρέφω
  15876. Ἐρεχθείδης, ου
  15877. Ἐρέχθειον, ου (τό)
  15878. Ἐρεχθεύς, έως (ὁ)
  15879. ἐρέχθω
  15880. ἔρεψα
  15881. ἔρεψις, εως (ἡ)
  15882. ἐρέω1
  15883. ἐρέω2
  15884. ἐρήμη, ης
  15885. ἐρημία, ας (ἡ)
  15886. ἔρημος, ος, ον
  15887. ἐρημόω-ῶ
  15888. ἐρήμωσις, εως (ἡ)
  15889. ἐρηρέδαται
  15890. ἐρήρεισμαι
  15891. ἐρήριγμαι
  15892. ἐρήρισμαι
  15893. ἐρήριμμαι, ἐρηρίμμην
  15894. ἐρήσομαι
  15895. ἐρήτυθεν
  15896. ἐρητύω
  15897. ἔρι (τό)
  15898. ἐριαύχην, ην, εν
  15899. ἐριβρεμέτης, ου
  15900. ἐριβῶλαξ, ακος
  15901. ἐρίβωλος, ος, ον
  15902. ἐρίγδουπος, ος, ον
  15903. ἐριδαινέμεν
  15904. ἐριδαίνω
  15905. ἐριδάντης, ου (ὁ)
  15906. ἐρίδιον, ου (τό)
  15907. ἐριδμαίνω
  15908. ἐρίδματος, ος, ον
  15909. ἐρίδουπος, ος, ον
  15910. ἐριζέμεν
  15911. ἐρίζω
  15912. ἐρίηρες, ων (οἱ)
  15913. ἐρίηρος, ος, ον
  15914. ἐριθεία, ας (ἡ)
  15915. ἐριθεύω
  15916. ἐριθηλής, ής, ές
  15917. ἔριθος, ου (ὁ, ἡ)
  15918. ἐρίκη, ης (ἡ)
  15919. ἐρικυδής, ής, ές
  15920. ἐρικύμων, ων, ον
  15921. ἐρίμυκος, ος, ον
  15922. ἐρινεός, οῦ (ὁ)
  15923. ἐρίνεος, η, ον
  15924. ἐρινός, οῦ (ὁ)
  15925. Ἐρινύς, ύος (ἡ)
  15926. ἐρινυώδης, ης, ες
  15927. ἔριον, ου (τό)
  15928. ἐριόστεπτος, ος, ον
  15929. ἐριούνης, ου (ὁ)
  15930. ἐριουργέω-ῶ
  15931. ἐρίπῃσι
  15932. ἔρις, ιδος (ἡ)
  15933. ἐρισθενής, ής, ές
  15934. ἐρίσκηπτρον, ου (τό)
  15935. ἔρισμα, ατος (τό)
  15936. ἐρισμάραγος, ος, ον
  15937. ἐρίσσειε
  15938. ἐριστάφυλος, ος, ον
  15939. ἐριστικός, ή, όν
  15940. ἐριστός, ή, όν
  15941. ἐρισφάραγος, ος, ον
  15942. ἐρίτιμος, ος, ον
  15943. ἐρίφειος, ος, ον
  15944. ἐρίφιον, ου (τό)
  15945. ἔριφος, ου (ὁ)
  15946. ἑρκεῖος, ος, ον
  15947. ἑρκίον, ου (τό)
  15948. ἕρκιος, ος, ον
  15949. ἕρκος, εος-ους (τό)
  15950. ἕρμα1, ατος (τό)
  15951. ἕρμα2, ατος (τό)
  15952. ἕρμαιον, ου (τό)
  15953. Ἑρμαῖος, α, ον
  15954. Ἑρμᾶς
  15955. Ἑρμαφρόδιτος, ου (ὁ)
  15956. Ἑρμέας
  15957. Ἑρμέης, έω
  15958. Ἑρμείας
  15959. Ἑρμείης, είω
  15960. Ἑρμέω
  15961. Ἑρμῆ
  15962. ἑρμηνεία, ας (ἡ)
  15963. ἑρμήνευμα, ατος (τό)
  15964. ἑρμηνεύς, έως (ὁ)
  15965. ἑρμηνευτής, οῦ (ὁ)
  15966. ἑρμηνευτικός, ή, όν
  15967. ἑρμηνεύω
  15968. Ἑρμῆς, οῦ (ὁ)
  15969. ἑρμίν
  15970. Ἑρμιόνη, ης (ἡ)
  15971. ἑρμίς, ῖνος (ὁ)
  15972. Ἑρμογένης, ους (ὁ)
  15973. ἑρμογλυφεύς, έως (ὁ)
  15974. Ἑρμογλύφαι, ων (οἱ)
  15975. ἑρμογλυφία, ας (ἡ)
  15976. ἑρμογλυφική, ῆς (ἡ)
  15977. ἑρμογλύφος, ου (ὁ)
  15978. ἑρμοκοπίδης, ου (ὁ)
  15979. Ἕρμος, ου (ὁ)
  15980. ἔρνος, εος-ους (τό)
  15981. ἔρξα
  15982. ἕρξα
  15983. Ἐρξείης, ου (ὁ)
  15984. ἐρξέμεν
  15985. ἔρξομαι
  15986. ἔρξω 1
  15987. ἔρξω 2
  15988. ἔροιτο
  15989. ἔρομαι
  15990. ἔρος, ου (ὁ)
  15991. ἐροῦ
  15992. ἑρπετόν, οῦ (τό)
  15993. ἑρπύζω
  15994. ἕρπυλλος, ου (ὁ, ἡ)
  15995. ἕρπω
  15996. ἐρράγην
  15997. ἐρράδαται
  15998. ἔρρανα
  15999. ἐρραντισμένος, η,ον
  16000. ἐρράπτω
  16001. ἔρρασμαι
  16002. ἔρρει
  16003. ἔρρεξα
  16004. ἔρρευσα
  16005. ἐρρήθην
  16006. ἔρρηξα
  16007. ἔρριγα
  16008. ἔρριμμαι
  16009. ἐρρύηκα, ἐρρύνη
  16010. ἐρρυσάμην, ἐρρύσθην
  16011. ἔρρυθμος, ος, ον
  16012. ἔρρω
  16013. ἔρρωγα
  16014. ἐρρωμένος, ος, ον
  16015. ἐρρωμένως
  16016. ἐρρωόμην
  16017. ἔρρωσα, ἔρρωσο
  16018. ἐρρωσάμην
  16019. ἕρση, ης (ἡ)
  16020. ἑρσήεις, ήεσσα, ῆεν
  16021. ἔρσην, ενος
  16022. ἐρύγγιον, ου (τό)
  16023. ἐρύγμηλος, ος, ον
  16024. ἐρύεσθαι
  16025. ἐρυθραίνω
  16026. ἐρυθραῖος, α, ον
  16027. ἐρυθριάω-ῶ
  16028. ἐρυθροδάκτυλος, ος, ον
  16029. ἐρυθρόπους, ους, ουν
  16030. ἐρυθρός, ά, όν
  16031. ἐρυκακέειν
  16032. ἐρυκανάω
  16033. ἐρυκάνω
  16034. ἐρυκέμεν
  16035. Ἐρυκῖνος, η, ον
  16036. ἔρυκον
  16037. ἐρύκω
  16038. ἔρυμα, ατος (τό)
  16039. Ἐρύμανθος, ου (ὁ)
  16040. ἐρυμνός, ή, όν
  16041. ἐρυμνότης, ητος (ἡ)
  16042. Ἔρυξ, υκος (ὁ)
  16043. ἔρυξα
  16044. ἔρυον
  16045. ἐρυσαίατο
  16046. ἐρυσάρματες
  16047. ἐρυσίβη, ης (ἡ)
  16048. ἐρυσίπτολις, ιος (ἡ)
  16049. ἐρυσίσκεπτρον, ου (τό)
  16050. ἔρυσο, ἔρυτο
  16051. ἔρυσσα
  16052. ἐρυστός, ή, όν
  16053. ἐρύω 1
  16054. ἐρύω 2
  16055. ἔρχαται, ἔρχατο
  16056. ἐρχατάω
  16057. ἔρχεαι
  16058. ἑρχθείς
  16059. ἔρχομαι
  16060. ἔρῳ
  16061. ἐρῶ
  16062. ἐρῳδιός, οῦ (ὁ)
  16063. ἐρωέω-ῶ
  16064. ἐρωή, ῆς (ἡ)
  16065. ἐρώμεθα
  16066. ἔρως, ωτος (ὁ)
  16067. ἐρωτάω-ῶ
  16068. ἐρώτημα, ατος (τό)
  16069. ἐρώτησις, εως (ἡ)
  16070. ἐρωτικός, ή, όν
  16071. ἐρωτικῶς
  16072. ἐρώτιον, ου (τό)
  16073. ἐρωτομανία, ας (ἡ)
  16074. ἐρωτύλος, ος, ον
  16075. ἐς
  16076. ἐσαγγελεύς, έως (ὁ)
  16077. ἐσβαίνω
  16078. ἐσαγείρομαι
  16079. ἐσάλλομαι
  16080. ἐσᾶλτο
  16081. ἔσαν
  16082. ἕσαν
  16083. ἔσαντα
  16084. ἐσαπάξ
  16085. ἐσάπην
  16086. ἐσαπικνέομαι
  16087. ἐσαράσσω
  16088. ἕσατο
  16089. ἐσάωθεν
  16090. ἐσβαίνω, ἐσβάλλω, ἔσβασι
  16091. ἐσβατός, ή, όν
  16092. ἔσβεσα, ἔσβην
  16093. ἐσβολή, ῆς (ἡ)
  16094. ἐσδέρκομαι
  16095. ἐσδίδωμι
  16096. ἐσδρομή, ῆς (ἡ)
  16097. ἔσεαι
  16098. ἐσέδρακον
  16099. ἔσει
  16100. ἔσειμι
  16101. ἐσεμάσσατο
  16102. ἐσέπτατο
  16103. ἐσέργνυμι
  16104. ἐσέρχομαι
  16105. ἐσεσάχατο
  16106. ἔσεσθαι
  16107. ἔσεται
  16108. ἐσέχυντο
  16109. ἐσέχω
  16110. ἔσῃ
  16111. ἐσηγέομαι, ἐσήγησις, ἐση
  16112. ἐσήκω
  16113. ἐσηθέω
  16114. ἐσήλατο
  16115. ἔσθ᾽
  16116. ἕσθαι
  16117. ἐσθέω-ῶ
  16118. ἔσθημα, ατος (τό)
  16119. ἐσθημένος
  16120. ἕσθην
  16121. ἐσθής, ῆτος (ἡ)
  16122. ἐσθίω
  16123. ἐσθλός, ή, όν
  16124. ἐσθλότης, ητος (ἡ)
  16125. ἔσθορε, ἐσθορεῖν
  16126. ἔσθος, εος-ους (τό)
  16127. ἔσθ᾽ ὅτε
  16128. ἐσθρῴσκω
  16129. ἔσθω
  16130. ἐσιδεῖν
  16131. ἐσίδεσθ᾽
  16132. ἐσιδέσθην
  16133. ἐσιδέεσκεν
  16134. ἐσιδρύω
  16135. ἐσιέμεναι
  16136. ἐσιέναι
  16137. ἐσίζομαι
  16138. ἐσίημι
  16139. ἐσικνέομαι
  16140. ἐσιτήριος, ος, ον
  16141. ἐσκαλέω
  16142. ἔσκαμμαι
  16143. ἐσκαταβαίνω
  16144. ἔσκε
  16145. ἔσκειμαι
  16146. ἔσκεμμαι, ἐσκεμμένος
  16147. ἐσκεμμένως
  16148. ἐσκηρύττω
  16149. ἐσκομιδή, ἐσκομίζω
  16150. ἔσκον
  16151. ἐσκυλίω
  16152. ἐσκυλμένος
  16153. ἐσλεύσσω
  16154. ἕσμαι
  16155. ἐσμαίομαι
  16156. ἑσμός, ου (ὁ)
  16157. ἐσνέω
  16158. ἔσοδος, ου (ἡ)
  16159. ἐσοικοδομέω-ῶ
  16160. ἔσοιτο
  16161. ἔσομαι
  16162. ἐσόμεσθα
  16163. ἔσοντ᾽
  16164. ἐσοπτός, ός, όν
  16165. ἐσοπτρικός, ή, όν
  16166. ἐσοπτρισμός, οῦ (ὁ)
  16167. ἐσοπτροειδής, ής, ές
  16168. ἔσοπτρον, ου (τό)
  16169. ἐσοράω-ῶ
  16170. ἐσόψομαι
  16171. ἔσπαρμαι
  16172. ἔσπεισα
  16173. ἐσπέμπω
  16174. ἕσπεο
  16175. ἑσπέρα, ας (ἡ)
  16176. ἑσπερινός, ή, όν
  16177. ἑσπέριος, α, ον
  16178. Ἑσπερίς, ίδος (ἡ)
  16179. ἕσπερος, ος, ον
  16180. ἑσπέσμαι
  16181. ἔσπετε
  16182. ἐσπέτομαι, ἐσπηδάω
  16183. ἐσπίπτω
  16184. ἑσποίμην
  16185. ἑσπόμην
  16186. ἔσπραξις, εως (ἡ)
  16187. ἕσπωνται
  16188. ἐσρέω
  16189. ἔσσ᾽
  16190. ἕσσα
  16191. ἕσσαι
  16192. ἕσσαντο
  16193. ἕσσας
  16194. ἔσσεαι
  16195. ἔσσεσθαι,
  16196. ἔσσεται,
  16197. ἔσσευα
  16198. ἐσσί
  16199. ἔσσο
  16200. ἕσσο
  16201. ἔσσομαι
  16202. ἐσσόμεθα
  16203. ἐσσόμενος
  16204. ἕσσον
  16205. ἔσσονται
  16206. ἑσσόομαι-οῦμαι
  16207. ἔσσυμαι
  16208. ἐσσύμενος, η, ον
  16209. ἐσσυμένως
  16210. ἐσσύμην, ἔσσυο, ἔσσυτο
  16211. ἕσσω
  16212. ἐσσώθην, ἔσσωμαι
  16213. ἐστάθην, ἕσταθι
  16214. ἔσται
  16215. ἑσταίην
  16216. ἕστακα
  16217. ἐσταλάδατο
  16218. ἕσταμαι
  16219. ἔστε
  16220. ἐστέ
  16221. ἔστειλα
  16222. ἕστηκα
  16223. ἐστί
  16224. ἑστία, ας (ἡ)
  16225. Ἑστίαια, ας (ἡ)
  16226. Ἑστιαιεύς, έως
  16227. Ἑστιαῶτις, ιδος (ἡ)
  16228. ἑστίαμα, ατος (τό)
  16229. ἑστιάρχης, ου (ὁ)
  16230. Ἑστιάς, άδος
  16231. ἑστίασις, εως (ἡ)
  16232. ἑστιατόριον, ου (τό)
  16233. ἑστιάτωρ, ορος (ὁ)
  16234. ἑστιάω-ῶ
  16235. ἐστίθημι
  16236. ἑστιοῦχος, ος, ον
  16237. ἔστιχον
  16238. ἐστιχόωντο
  16239. ἑστιῶτις, ιδος
  16240. ἕστο
  16241. ἔστον
  16242. ἐστοξεύω
  16243. ἔστραμμαι
  16244. ἐστρέχω
  16245. ἔστρωκα, ἔστρωμαι
  16246. ἑστῶ
  16247. ἔστω, ἔστων
  16248. ἕστωρ, ορος (ὁ)
  16249. ἑστώς
  16250. ἔστωσαν
  16251. ἐσφάγην
  16252. ἐσφέρω
  16253. ἐσφορά, ᾶς (ἡ)
  16254. ἔσχ᾽
  16255. ἐσχάρα, ας (ἡ)
  16256. ἐσχάρη, ης (ἡ)
  16257. ἐσχαρίς, ίδος (ἡ)
  16258. ἐσχαρόφι
  16259. ἐσχατάω
  16260. ἐσχατιά, ᾶς (ἡ)
  16261. ἔσχατος, η, ον
  16262. ἐσχατόων
  16263. ἐσχάτως
  16264. ἐσχεθέτην
  16265. ἐσχέω
  16266. ἔσω
  16267. ἕσω
  16268. ἔσωθεν
  16269. ἐσωτάτω
  16270. ἐσωτερικός, ή, όν
  16271. ἐσώτερος, α, ον
  16272. ἐσωτέρω
  16273. ἐτάγην
  16274. ἐτάθην
  16275. ἑταίρα, ας (ἡ)
  16276. ἑταιρεία, ας (ἡ)
  16277. ἑταιρεῖος, α, ον
  16278. ἑταιρεύομαι
  16279. ἑταιρέω-ῶ
  16280. ἑταιρηΐη, ης (ἡ)
  16281. ἑταίρησις, εως (ἡ)
  16282. ἑταιρία
  16283. ἑταιρίδιον, ου (τό)
  16284. ἑταιρίζω
  16285. ἑταιρικός, ή, όν
  16286. ἑταιρικῶς
  16287. ἑταίριος, ος, ον
  16288. ἐταιρίς, ίδος (ἡ)
  16289. ἑταιρίστρια, ας (ἡ)
  16290. ἑταῖρος, ου (ὁ)
  16291. ἐτάκην
  16292. ἐτάλασσα
  16293. ἔταμον
  16294. ἔταξα
  16295. ἑτάρη
  16296. ἑταρίζομαι
  16297. ἕταρος, ου (ὁ)
  16298. ἔταφε
  16299. ἐτάφην, ἔταφον
  16300. ἐτεθήλειν
  16301. ἐτέθην
  16302. ἐτεθήπεα
  16303. ἐτεθνήκειν
  16304. ἔτειλα
  16305. ἔτειος, α, ον
  16306. ἔτεκον
  16307. ἐτεοδμώς, ῶος (ὁ)
  16308. Ἐτεοκληεῖος, α, ον
  16309. Ἐτεοκλῆς, έους (ὁ)
  16310. Ἐτέοκλος, ου (ὁ)
  16311. Ἐτεόκρητες, ων (οἱ)
  16312. ἐτεός, ά, όν
  16313. ἐτεραλκέως
  16314. ἑτεραλκής, ής, ές
  16315. ἑτερήμερος, ος, ον
  16316. ἑτέρηφι
  16317. ἑτερόγλωσσος, ος, ον
  16318. ἑτεροδιδασκαλέω-ῶ
  16319. ἑτερόδοξος, ος, ον
  16320. ἑτεροειδής, ής, ές
  16321. ἑτεροζυγέω-ῶ
  16322. ἑτερόζυγος, ος, ον
  16323. ἑτερόζυξ, υγος
  16324. ἑτεροῖος, α, ον
  16325. ἑτεροιόω-ῶ
  16326. ἑτερόμορφος, ος, ον
  16327. ἐτερορρεπέω-ῶ
  16328. ἑτερορρεπής, ής, ές
  16329. ἕτερος, α, ον
  16330. ἑτεροσχήμων, ων, ον
  16331. ἑτερότης, ητος (ἡ)
  16332. ἑτερότροπος, ος, ον
  16333. ἑτερόφθαλμος, ος, ον
  16334. ἑτερόφυλος, ος, ον
  16335. ἑτερόφωνος, ος, ον
  16336. ἑτέρωθε
  16337. ἑτέρωθι
  16338. ἑτέρως
  16339. ἑτέρωσε
  16340. ἑτέρωσις, εως (ἡ)
  16341. ἐτέταλτο
  16342. ἐτετάχατο
  16343. ἐτετεύχατο
  16344. ἐτέχθην
  16345. ἔτης, ου (ὁ)
  16346. ἐτησίαι, ίων (οἱ) 1   [ἄ
  16347. ἐτήσιος, ος, ον
  16348. ἐτήτυμος, ος, ον
  16349. ἐτητύμως
  16350. ἔτι
  16351. ἐτίθεον, ἐτίθουν
  16352. ἔτλην, ἔτλαν
  16353. ἐτμάγην
  16354. ἐτμήθην
  16355. ἔτνος, εος-ους (τό)
  16356. ἑτοιμάζω
  16357. ἑτοιμασία, ας (ἡ)
  16358. ἕτοιμος, ος, ον
  16359. ἑτοιμότης, ητος (ἡ)
  16360. ἑτοίμως
  16361. ἔτος, εος-ους (τό)
  16362. ἐτός
  16363. ἔτραγον
  16364. ἐτράπην
  16365. ἐτράφην
  16366. ἔτρωσα
  16367. ἐτύθην
  16368. ἔτυμος, ος, ον
  16369. ἐτυμότης, ητος (ἡ)
  16370. ἐτύμως
  16371. ἐτύχθην
  16372. ἔτυχον
  16373. ἐτώσιος, ος, ον
  16374. εὖ
  16375. ἐΰ
  16376. εὗ
  16377. Εὔα, ας (ἡ)
  16378. εὐαγγελία, ας (ἡ)
  16379. εὐαγγελίζω
  16380. εὐαγγελικός, ή, όν
  16381. εὐαγγέλιον, ου (τό)
  16382. εὐαγγέλιος, ος, ον
  16383. εὐαγγελιστής, οῦ (ὁ)
  16384. εὐάγγελος, ος, ον
  16385. εὐαγής1, ής, ές
  16386. εὐαγής2, ής, ές
  16387. εὐαγής3, ής, ές
  16388. εὐάγκαλος, ος, ον
  16389. εὐαγρία, ας (ἡ)
  16390. εὔαγρος, ος, ον
  16391. εὐαγωγία, ας (ἡ)
  16392. εὐάγωγος, ος, ον
  16393. εὔαδεν
  16394. εὐαδίκητος, ος, ον
  16395. εὐαερία, ας (ἡ)
  16396. εὐάζω
  16397. εὐαής, ής, ές
  16398. εὐαί
  16399. εὐαίρετος, ος, ον
  16400. εὐαίσθητος, ος, ον
  16401. εὐαισθήτως
  16402. εὐαίων, ωνος
  16403. εὐαλαζόνευτος, ος, ον
  16404. εὐαλδής, ής, ές
  16405. εὐάλιος
  16406. εὐάλωτος, ος, ον
  16407. εὐάμερος
  16408. εὐανάγνωστος, ος, ον
  16409. εὐανάκλητος, ος, ον
  16410. εὐανακλήτως
  16411. εὐανακόμιστος, ος, ον
  16412. εὐανάπνευστος, ος, ον
  16413. εὐανδρέω-ῶ
  16414. εὐανδρία, ας (ἡ)
  16415. εὔανδρος, ος, ον
  16416. εὐάνεμος
  16417. εὐανθέω-ῶ
  16418. εὐανθής, ής, ές
  16419. εὐαπαντησία, ας (ἡ)
  16420. εὐαπήγητος
  16421. εὐαπόβατος, ος, ον
  16422. εὐαπολόγητος, ος, ον
  16423. εὐαποσείστως
  16424. εὐαποτείχιστος, ος, ον
  16425. εὐαρδής, ής, ές
  16426. εὐαρεστέω-ῶ
  16427. εὐάρεστος, ος, ον
  16428. εὐαρεστικός, ή, όν
  16429. εὐαρέστως
  16430. εὐαρίθμητος, ος, ον
  16431. εὔαρκτος, ος, ον
  16432. εὐάρματος, ος, ον
  16433. εὐαρμοστία, ας (ἡ)
  16434. εὐάρμοστος, ος, ον
  16435. εὐαρμόστως
  16436. εὔαρχος, ος, ον
  16437. εὐασμός, οῦ (ὁ)
  16438. εὐαφήγητος, ος, ον
  16439. εὐαφής, ής, ές
  16440. εὐαφῶς
  16441. εὐάχητος, ος, ον
  16442. εὐβάστακτος, ος, ον
  16443. εὔβατος, ος, ον
  16444. Εὐβοεικός, ή, όν
  16445. Εὐβοεύς, έως
  16446. Εὔβοια, ας (ἡ)
  16447. Εὐβοιΐς
  16448. Εὐβοϊκός, ή, όν
  16449. Ευβοΐς, ΐδος
  16450. εὔβοτος, ος, ον
  16451. εὔβοτρυς, υς, υ
  16452. εὐβουλεύς, έως (ὁ)
  16453. εὐβουλία, ας (ἡ)
  16454. εὔβουλος, ος, ον
  16455. εὐγάθητος, ος, ον
  16456. εὖγε
  16457. εὐγένεια, ας (ἡ)
  16458. εὐγένειος, ος, ον
  16459. εὐγενέτης, ου
  16460. εὐγενής, ής, ές
  16461. εὐγενῶς
  16462. εὔγεως, ως, ων
  16463. εὐγηρία, ας (ἡ)
  16464. εὔγηρως, ως, ων
  16465. εὐγλάγετος, ος, ον
  16466. εὐγλωσσία, ας (ἡ)
  16467. εὔγλωσσος, ος, ον
  16468. εὖγμα, ατος (τό)
  16469. εὖγμαι, εὔγμην
  16470. εὔγναμπτος, ος, ον
  16471. εὐγνωμονέω-ῶ
  16472. εὐγνωμόνως
  16473. εὐγνωμοσύνη, ης (ἡ)
  16474. εὐγνώμων, ων, ον
  16475. εὔγνωστος, ος, ον
  16476. εὔγομφος, ος, ον
  16477. εὐγονία, ας (ἡ)
  16478. εὔγραμμος, ος, ον
  16479. εὐγώνιος, ος, ον
  16480. εὐδαιμονέω-ῶ
  16481. εὐδαιμόνημα, ατος (τό)
  16482. εὐδαιμονία, ας (ἡ)
  16483. εὐδαιμονίζω
  16484. εὐδαιμονικός, ή, όν
  16485. εὐδαιμονικῶς
  16486. εὐδαιμονισμός, οῦ (ὁ)
  16487. εὐδαιμόνως
  16488. εὐδαίμων, ων, ον
  16489. εὐδάκρυτος, ος, ον
  16490. εὐδάπανος, ος, ον
  16491. εὐδείελος, ος, ον
  16492. εὔδειπνος, ος, ον
  16493. εὑδέμεναι
  16494. εὔδενδρος, ος, ον
  16495. εὕδεσκε
  16496. εὔδηλος, ος, ον
  16497. εὐδήλως
  16498. εὕδῃσθα
  16499. εὐδία, ας (ἡ)
  16500. εὐδιάβατος, ος, ον
  16501. εὐδιάβλητος, ος, ον
  16502. εὐδιάβολος, ος, ον
  16503. εὐδιαῖος, ου (ὁ)
  16504. εὐδιαίτερος, α, ον
  16505. εὐδίαιτος, ος, ον
  16506. εὐδιάλλακτος, ος, ον
  16507. εὐδιαλλάκτως
  16508. εὐδιάλυτος, ος, ον
  16509. εὐδιάναξ, άνακτος (ὁ)
  16510. εὐδιάχυτος, ος, ον
  16511. εὐδιήγητος, ος, ον
  16512. εὐδικία, ας (ἡ)
  16513. εὔδιος, ος, ον
  16514. εὔδμητος, ος, ον
  16515. εὐδοκέω-ῶ
  16516. εὐδοκία, ας (ἡ)
  16517. εὐδοκιμέω-ῶ
  16518. εὐδοκίμησις, εως (ἡ)
  16519. εὐδόκιμος, ος, ον
  16520. εὐδοξέω-ῶ
  16521. εὐδοξία, ας (ἡ)
  16522. εὔδοξος, ος, ον
  16523. εὐδρακής, ής, ές
  16524. εὐδρομέω-ῶ
  16525. εὐδρομίας, ου (ὁ)
  16526. εὔδροσος, ος, ον
  16527. εὐδυσώπητος, ος, ον
  16528. εὕδω
  16529. εὔεδρος, ος, ον
  16530. εὐειδής, ής, ές
  16531. εὐείμων, ων, ον
  16532. εὐέκτης, ου
  16533. εὐεκτικός, ή, όν
  16534. εὔεκτος, ος, ον
  16535. εὐέλεγκτος, ος, ον
  16536. εὔελπις, ις, ι
  16537. εὐελπιστία, ας (ἡ)
  16538. εὐεξάλειπτος, ος, ον
  16539. εὐεξαπάτητος, ος, ον
  16540. εὐέξαπτος, ος, ον
  16541. ἐυεξία, ας (ἡ)
  16542. εὐέξοδος, ος, ον
  16543. εὐεπακολούθητος, ος, ον
  16544. εὐέπεια, ας (ἡ)
  16545. εὐεπής, ής, ές
  16546. εὐεπίβατος, ος, ον
  16547. εὐεπιβούλευτος, ος, ον
  16548. εὐεπίθετος, ος, ον
  16549. εὐεργεσία, ας (ἡ)
  16550. εὐεργετέω-ῶ
  16551. εὐεργέτημα, ατος (τό)
  16552. εὐεργέτης, ου (ὁ)
  16553. εὐεργετητέον
  16554. εὐεργετικός, ή, όν
  16555. εὐεργέτις, ιδος (ἡ)
  16556. εὐεργής, ής, ές
  16557. εὐεργός, ός, όν
  16558. εὐερκῶς
  16559. εὐερμής, ής, ές
  16560. εὐερμία, ας (ἡ)
  16561. εὔερος, ον, ον
  16562. εὐεστώ (ἡ)
  16563. εὐετηρία, ας (ἡ)
  16564. εὐεύρετος, ος, ον
  16565. εὐέφοδος, ος, ον
  16566. εὐζηλία, ας (ἡ)
  16567. εὔζυγος, ος, ον
  16568. εὐζωέω-ῶ
  16569. εὔζωμον, ου (τό)
  16570. εὔζωνος, ος, ον
  16571. εὔζωρος, ος, ον
  16572. εὐηγενής, ής, ές
  16573. εὐηγεσίη, ης (ἡ)
  16574. εὐήθεια, ας (ἡ)
  16575. εὐήθης, ης, ες
  16576. εὐηθία, ας (ἡ)
  16577. εὐηθικός, ή, όν
  16578. εὐήθως
  16579. εὐήκης, ης, ες
  16580. εὐήκοος, οος, οον
  16581. εὐηκόως
  16582. εὐήλατος, ος, ον
  16583. εὐήλιος, ος, ον
  16584. εὐηλίως
  16585. εὐημερέω-ῶ
  16586. εὐημέρημα, ατος (τό)
  16587. εὐημερία, ας (ἡ)
  16588. εὐήμερος, ος, ον
  16589. εὐηνεμία, ας (ἡ)
  16590. εὐήνεμος, ος, ον
  16591. εὐήνιος, ος, ον
  16592. εὐηνίως
  16593. εὐήνωρ, ορος
  16594. εὐήρετμος, ος, ον
  16595. εὐήρης, ης, ες
  16596. εὐήτριος, ος, ον
  16597. εὐηφενής, ής, ές
  16598. εὐηχής, ής, ές
  16599. εὔηχος, ος, ον
  16600. εὐθάλασσος, ος, ον
  16601. εὐθαλέω-ῶ
  16602. εὐθαλής1, ής, ές
  16603. εὐθαλής2, ής, ές
  16604. εὐθαρσέω-ῶ
  16605. εὐθαρσής, ής, ές
  16606. εὐθαρσῶς
  16607. εὐθεῖα
  16608. εὐθενέω-ῶ
  16609. εὐθεράπευτος, ος, ον
  16610. εὐθετέω-ῶ
  16611. εὐθετίζω
  16612. εὔθετος, ος, ον
  16613. εὐθεώρητος, ος, ον
  16614. εὐθέως
  16615. εὔθηλος, ος, ον
  16616. εὐθημοσύνη, ης (ἡ)
  16617. εὐθήμων, ων, ον
  16618. εὐθηνέω
  16619. εὐθηνία, ας (ἡ)
  16620. εὐθήρατος, ος, ον
  16621. εὐθηρία, ας (ἡ)
  16622. εὔθηρος, ος, ον
  16623. εὐθνήσιμος, ος, ον
  16624. εὔθοινος, ος, ον
  16625. εὐθορύβητος, ος, ον
  16626. εὔθραυστος, ος, ον
  16627. εὔθριξ, -τριχος
  16628. εὔθρονος, ος, ον
  16629. εὔθρυπτος, ος, ον
  16630. εὐθύ
  16631. εὐθυβολέω-ῶ
  16632. εὐθυβολία, ας (ἡ)
  16633. εὐθυδίκαιος, ος, ον
  16634. εὐθύδικος, ος, ον
  16635. εὐθυδρομέω-ῶ
  16636. εὐθυδρόμος, ος, ον
  16637. εὐθυεργής, ής, ές
  16638. εὐθυθάνατος, ος, ον
  16639. εὐθυμαχία, ας (ἡ)
  16640. εὐθυμέω-ῶ
  16641. εὐθυμητέον
  16642. εὐθυμία, ας (ἡ)
  16643. εὔθυμος, ος, ον
  16644. εὐθύμως
  16645. εὔθυνα, ης (ἡ)
  16646. εὔθυνος, ου (ὁ)
  16647. εὐθυντήρ, ῆρος
  16648. εὐθυντηρία, ας (ἡ)
  16649. εὐθυντήριος, α, ον
  16650. εὐθύνω
  16651. εὐθυόνειρος, ος, ον
  16652. εὐθυπορέω-ῶ
  16653. εὐθυρρημονέω-ῶ
  16654. εὐθυρρημοσύνη, ης (ἡ)
  16655. εὐθυρρήμων, ων, ον
  16656. εὐθύς1, εῖα, ύ
  16657. εὐθύς2
  16658. εὐθυσκοπέω-ῶ
  16659. εὐθυτενής, ής, ές
  16660. εὐθύτης, ητος (ἡ)
  16661. εὐθύφρων, ων, ον
  16662. εὐθυωρία, ας (ἡ)
  16663. εὐθύωρος, ος, ον
  16664. εὐΐατος, ος, ον
  16665. εὔϊος, ος, ον
  16666. εὔϊππος, ος, ον
  16667. εὐκαθαίρετος, ος, ον
  16668. εὐκάθεκτος, ος, ον
  16669. εὐκαιρέω-ῶ
  16670. εὐκαιρία, ας (ἡ)
  16671. εὔκαιρος, ος, ον
  16672. εὐκαίρως
  16673. εὐκάματος, ος, ον
  16674. εὐκαμπής, ής, ές
  16675. εὐκάρδιος, ος, ον
  16676. εὐκαρδίως
  16677. εὔκαρπος, ος, ον
  16678. εὐκαταγώνιστος, ος, ον
  16679. εὐκαταλλάκτος, ος, ον
  16680. εὐκατάλυτος, ος, ον
  16681. εὐκατάφορος, ος, ον
  16682. εὐκαταφρόνητος, ος, ον
  16683. εὐκαταφρονήτως
  16684. εὐκατέργαστος, ος, ον
  16685. εὐκατηγόρητος, ος, ον
  16686. εὐκέατος, ος, ον
  16687. εὐκέραστος, ος, ον
  16688. εὔκερως, ως, ων
  16689. εὐκηλήτειρα, ας
  16690. εὔκηλος, ος, ον
  16691. εὐκίνητος, ος, ον
  16692. εὐκλεής, ής, ές
  16693. εὔκλεια, ας (ἡ)
  16694. Εὐκλείδης, ου (ὁ)
  16695. εὐκλεΐη, ης (ἡ)
  16696. ἐϋκλειῶς
  16697. εὐκλεῶς
  16698. εὐκλήϊς, ϊδος
  16699. εὐκληρία, ας (ἡ)
  16700. ἐϋκνήμις, ιδος
  16701. εὐκοίλιος, ος, ον
  16702. εὐκοινόμητις
  16703. εὐκοινωνησία, ας (ἡ)
  16704. εὐκοινώνητος, ος, ον
  16705. εὐκολία, ας (ἡ)
  16706. εὔκολος, ος, ον
  16707. εὐκόλως
  16708. εὐκομιδής, ής, ές
  16709. εὔκομος, ος, ον
  16710. εὔκοπος, ος, ον
  16711. εὐκοσμία, ας (ἡ)
  16712. εὔκοσμος, ος, ον
  16713. εὐκόσμως
  16714. εὔκραιρος, ος, ον
  16715. εὔκρατος, ος, ον
  16716. εὐκρινέω-ῶ
  16717. εὐκρινής, ής, ές
  16718. εὐκρινῶς
  16719. εὔκριτος, ος, ον
  16720. εὐκρότητος, ος, ον
  16721. εὐκταῖος, α, ον
  16722. εὐκτέανος1, ος, ον
  16723. εὐκτέανος2, ος, ον
  16724. εὐκτέον
  16725. εὐκτίμενος, η, ον
  16726. εὔκτιτος, ος, ον
  16727. εὐκτός, ή, όν
  16728. εὔκυκλος, ος, ον
  16729. εὐλάβεια, ας (ἡ)
  16730. εὐλαβέομαι-οῦμαι
  16731. εὐλαβής, ής, ές
  16732. εὐλαβητέον
  16733. εὐλαβουμένως
  16734. εὐλαβῶς
  16735. εὐλάζω
  16736. εὐλάκα (ἡ)
  16737. εὐλείμων, ων, ον
  16738. εὔλεκτρος, ος, ον
  16739. εὔλεξις, ις, ι
  16740. εὐλή, ῆς (ἡ)
  16741. εὔληκτος, ος, ον
  16742. εὔληπτος, ος, ον
  16743. εὐλήπτως
  16744. εὔληρα, ων (τά)
  16745. εὐλογέω-ῶ
  16746. εὐλογητός, ή, όν
  16747. εὐλογία, ας (ἡ)
  16748. εὐλογιστέω-ῶ
  16749. εὐλογιστία, ας (ἡ)
  16750. εὐλόγιστος, ος, ον
  16751. εὔλογος, ος, ον
  16752. εὔλογχος, ος, ον
  16753. εὐλόγως
  16754. εὐλοιδόρητος, ος, ον
  16755. εὔλοφος, ος, ον
  16756. εὔλοχος, ος, ον
  16757. εὐλύρας, α
  16758. εὔλυρος, ος, ον
  16759. εὔλυτος, ος, ον
  16760. εὐμάθεια, ας (ἡ)
  16761. εὐμαθής, ής, ές
  16762. εὐμαθία, ας (ἡ)
  16763. εὐμαθῶς
  16764. εὐμάκης
  16765. εὔμαλος
  16766. εὐμάρεια, ας (ἡ)
  16767. εὐμαρής, ής, ές
  16768. εὐμαρίη, ης (ἡ)
  16769. εὔμαρις, εως (ἡ)
  16770. εὐμαρῶς
  16771. εὐμεγέθης, ης, ες
  16772. εὐμέλεια, ας (ἡ)
  16773. εὐμένεια, ας (ἡ)
  16774. εὐμενέτης, ου
  16775. εὐμενέω-ῶ
  16776. εὐμενέως
  16777. εὐμενής, ής, ές
  16778. Εὐμενίδες, ων (αἱ)
  16779. εὐμενίζομαι
  16780. εὐμενῶς
  16781. εὐμετάβλητος, ος, ον
  16782. εὐμετάβολος, ος, ον
  16783. εὐμετάδοτος, ος, ον
  16784. εὐμετάθετος, ος, ον
  16785. εὐμετάστατος, ος, ον
  16786. εὐμεταχείριστος, ος, ον
  16787. εὔμετρος, ος, ον
  16788. εὐμήκης, ης, ες
  16789. εὔμηλος, ος, ον
  16790. εὐμήρυτος, ος, ον
  16791. εὐμηχανία, ας (ἡ)
  16792. εὐμήχανος, ος, ον
  16793. εὐμηχάνως
  16794. εὐμίμητος, ος, ον
  16795. εὐμίσητος, ος, ον
  16796. εὔμιτος, ος, ον
  16797. ἐϋμμελίης, ίω
  16798. εὐμνημονεστέρως
  16799. εὐμνημόνευτος, ος, ον
  16800. εὔμνηστος, ος, ον
  16801. εὐμοιρία, ας (ἡ)
  16802. εὔμοιρος, ος, ον
  16803. Εὐμολπίδαι, ῶν (οἱ)
  16804. εὐμορφία, ας (ἡ)
  16805. εὔμορφος, ος, ον
  16806. εὐμουσία, ας (ἡ)
  16807. εὔμουσος, ος, ον
  16808. εὐμούσως
  16809. ἐΰν
  16810. εὐνάζω
  16811. εὐναῖος, α, ον
  16812. εὐναστήριον, ου (τό)
  16813. εὐνάτειρα, ας (ἡ)
  16814. εὐνάω-ῶ
  16815. εὐνή, ῆς (ἡ)
  16816. εὐνῆθεν
  16817. εὐνήτειρα, ας (ἡ)
  16818. εὐνητήρ, ῆρος
  16819. εὔνητος, ος, ον
  16820. εὐνήτρια, ας (ἡ)
  16821. εὐνήτωρ, ορος (ὁ)
  16822. εὐνῆφι
  16823. Εὐνίκη, ης (ἡ)
  16824. εὖνις 1, ιδος
  16825. εὖνις2, ιδος (ἡ)
  16826. εΰννητος
  16827. εὐνοέω-ῶ
  16828. εὔνοια, ας (ἡ)
  16829. εὐνοϊκός, ός, όν
  16830. εὐνοϊκῶς
  16831. εὐνόμας
  16832. εὐνομέομαι-οῦμαι
  16833. εὐνόμημα, ατος (τό)
  16834. εὐνομία1, ας (ἡ)
  16835. εὐνομία2, ας (ἡ)
  16836. εὔνομος, ος, ον
  16837. εὔνοος, ος, ον
  16838. εὔξεινος, ος, ον
  16839. εὐνούστερος, εὐνούστατος
  16840. εὐνουχίζω
  16841. εὐνοῦχος, ου (ὁ)
  16842. εὐνόως
  16843. εὖντα
  16844. εὐνώμας, ου
  16845. εὔνως
  16846. εὐξάμην
  16847. εὔξεαι
  16848. εὔξενος, ος, ον
  16849. εὔξεστος, η, ον
  16850. εὔξοος, οος, οον
  16851. εὐξύμβλητος, ος, ον
  16852. εὐξυνετώτερον
  16853. εὔογκος, ος, ον
  16854. εὐοδέω-ῶ
  16855. εὐοδία, ας (ἡ)
  16856. εὔοδμος, ος, ον
  16857. εὔω
  16858. εὔοδος, ος, ον
  16859. εὐοδόω-ῶ
  16860. εὐοῖ
  16861. εὔολβος, ος, ον
  16862. εὐόλισθος, ος, ον
  16863. εὐόμιλος, ος, ον
  16864. εὐομολόγητος, ος, ον
  16865. εὐόνειρος, ος, ον
  16866. εὔοπλος, ος, ον
  16867. εὐοργησία, ας (ἡ)
  16868. εὐόργητος, ος, ον
  16869. εὐοργήτως
  16870. εὐόρεκτος, ος, ον
  16871. εὐορκέω-ῶ
  16872. εὔορκος, ος, ον
  16873. εὐόρκωμα, ατος (τό)
  16874. εὐόρκως
  16875. εὔορμος, ος, ον
  16876. εὐόφθαλμος, ος, ον
  16877. εὐπαγής, ής, ές
  16878. εὐπάθεια, ας (ἡ)
  16879. εὐπαθέω-ῶ
  16880. εὐπαθής, ής, ές
  16881. εὐπαθίη, ης (ἡ)
  16882. εὐπαιδία, ας (ἡ)
  16883. εὔπαις, παιδος
  16884. εὐπάλαμος, ος, ον
  16885. εὐπαραίτητος, ος, ον
  16886. εὐπαρακολούθητος, ος, ον
  16887. εὐπαρακόμιστος, ος, ον
  16888. εὐπαραμύθητος, ος, ον
  16889. εὐπαράπειστος, ος, ον
  16890. εὐπαρατύπωτος, ος, ον
  16891. εὐπάρεδρος, ος, ον
  16892. εὐπαρόξυντος, ος, ον
  16893. εὐπαρόρμητος, ος, ον
  16894. εὐπάρυφος, ος, ον
  16895. εὐπατέρεια, ας
  16896. εὐπατρίδης, ου
  16897. εὔπατρις, ιδος
  16898. εὐπάτωρ, ορος
  16899. εὐπείθεια, ας (ἡ)
  16900. εὐπειθής, ής, ές
  16901. εὐπειθῶς
  16902. εὔπειστος, ος, ον
  16903. εὐπέμπελος, ος, ον
  16904. εὔπεπλος, ος, ον
  16905. εὐπεριάγωγος, ος, ον
  16906. εὐπερίγραφος, ος, ον
  16907. εὐπερίθραυστος, ος, ον
  16908. εὐπερίπατος, ος, ον
  16909. εὐπερίσπαστος, ος, ον
  16910. εὐπερίστατος, ος, ον
  16911. εὐπερίτρεπτος, ος, ον
  16912. εὐπερίφωρος, ος, ον
  16913. εὐπερίχυτος, ος, ον
  16914. εὐπέταλος, ος, ον
  16915. εὐπέτεια, ας (ἡ)
  16916. εὐπετέως
  16917. εὐπετής, ής, ές
  16918. εὐπετῶς
  16919. εὐπηγής, ής, ές
  16920. εὔπηκτος, ος, ον
  16921. εὐπήληξ, ηκος
  16922. εὔπηνος, ος, ον
  16923. εὔπηχυς, υς, υ
  16924. εὐπιθής, ής, ές
  16925. εὔπιστος, ος, ον
  16926. εὔπλαστος, ος, ον
  16927. ἐΰπλειος, ος, ον
  16928. εὐπλεκής, ής, ές
  16929. εὔπλεκτος, ος, ον
  16930. εὐπλοέω-ῶ
  16931. εὔπλοια, ας (ἡ)
  16932. ἐϋπλοκαμίς, ῖδος
  16933. εὐπλόκαμος, ος, ον
  16934. εὔπλοος, ος, ον
  16935. εὐπλυνής, ής, ές
  16936. εὔπνοος, ος, ον
  16937. εὐποιητικός, ή, όν
  16938. εὐποιητικῶς
  16939. εὐποίητος, ος, ον
  16940. εὐποιΐα, ας (ἡ)
  16941. εὔποκος, ος, ον
  16942. εὐπόλεμος, ος, ον
  16943. εὔπομπος, ος, ον
  16944. εὐπορέω-ῶ
  16945. εὐπορία, ας (ἡ)
  16946. εὐπόριστος, ος, ον
  16947. εὔπορος, ος, ον
  16948. εὐπόρως
  16949. εὐποτμέω-ῶ
  16950. εὐποτμία, ας (ἡ)
  16951. εὔποτμος, ος, ον
  16952. εὔποτος, ος, ον
  16953. εὔπους, ους, ουν
  16954. εὐπραγέω-ῶ
  16955. εὐπραγία, ας (ἡ)
  16956. εὔπρακτος, ος, ον
  16957. εὐπραξία, ας (ἡ)
  16958. εὔπραξις, εως (ἡ)
  16959. εὐπρέπεια, ας (ἡ)
  16960. εὐπρεπής, ής, ές
  16961. εὔπρεπτος, ος, ον
  16962. εὐπρεπῶς
  16963. εὐπρηξίη, ης (ἡ)
  16964. εὔπρηστος, ος, ον
  16965. εὐπρόσδεκτος, ος, ον
  16966. εὐπρόσεδρος, ος, ον
  16967. εὐπροσηγορία, ας (ἡ)
  16968. εὐπροσήγορος, ος, ον
  16969. εὐπρόσιτος, ος, ον
  16970. εὐπροσίτως
  16971. εὐπρόσοδος, ος, ον
  16972. εὐπροσωπέω-ῶ
  16973. εὐπρόσωπος, ος, ον
  16974. εὐπροφάσιστος, ος, ον
  16975. εὐπρυμνής, ής, ές
  16976. εὔπρυμνος, ος, ον
  16977. εὔπρῳρος, ος, ον
  16978. εὔπτερος, ος, ον
  16979. εὐπτόητος, ος, ον
  16980. εὐπυνδάκωτος, ος, ον
  16981. εὔπυργος, ος, ον
  16982. εὔπωλος, ος, ον
  16983. Εὐρακύλων, ωνος (ὁ)
  16984. εὑράμην
  16985. εὐράξ
  16986. εὐρέα
  16987. εὐρεής
  16988. εὑρέθην
  16989. εὐρεῖα
  16990. εὑρεῖν
  16991. εὕρεμα, ατος (τό)
  16992. εὐρέμεναι
  16993. εὑρεσιλογέω-ῶ
  16994. εὑρεσιλογία, ας (ἡ)
  16995. εὕρεσις, εως (ἡ)
  16996. εὑρετέος, α, ον
  16997. εὑρετής, οῦ (ὁ)
  16998. εὑρετικός, ή, όν
  16999. εὑρετός, ή, όν
  17000. εὕρηκα
  17001. εὕρημα, ατος (τό)
  17002. εὕρῃσι
  17003. εὑρησιλογία, ας (ἡ)
  17004. εὑρήσω
  17005. εὔρητος, ος, ον
  17006. εὔρινος, ος, ον
  17007. Εὐριπίδειος, α, ον
  17008. Εὐριπίδης, ου (ὁ)
  17009. Εὔριπος, ου (ὁ)
  17010. εὔρις, ινος
  17011. εὑρίσκω
  17012. εὐροέω-ῶ
  17013. εὔροια, ας (ἡ)
  17014. Εὐροκλύδων, ωνος (ὁ)
  17015. εὑρόμην, εὗρον
  17016. εὔροος, ος, ον
  17017. εὖρος, εος-ους (τό)
  17018. Εὖρος, ου (ὁ)
  17019. εὔρους
  17020. ἐϋρραφής, ής, ές
  17021. ἐϋρρεής, ής, ές
  17022. ἐϋρρεῖος
  17023. ἐϋρρείτης, ου
  17024. ἐΰρροος, οος, οον
  17025. εὐρυάγυια, ας
  17026. Εὐρυδίκη, ης (ἡ)
  17027. εὐρυθμία, ας (ἡ)
  17028. εὔρυθμος, ος, ον
  17029. εὐρύθμως
  17030. Εὐρύκλεια, ας (ἡ)
  17031. εὐρυκρείων, οντος
  17032. εὐρυμέδων, οντος
  17033. εὐρυμέτωπος, ος, ον
  17034. εὐρύνω
  17035. εὐρύνωτος, ος, ον
  17036. εὐρυοδείη, ης
  17037. εὐρύοπα1
  17038. εὐρύοπα2
  17039. εὐρύπορος, ος, ον
  17040. εὐρυπυλής, ής, ές
  17041. εὐρυρέεθρος, ος, ον
  17042. εὐρυρέων, έουσα, έον
  17043. εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ
  17044. εὐρυσθενής, ής, ές
  17045. ευρύστερνος, ος, ον
  17046. Εὐρύτειος, α, ον
  17047. Εὐρυτίδης, ου (ὁ)
  17048. εὔρυτος, ος, ον
  17049. εὐρυφυής, ής, ές
  17050. εὐρυχαδής, ής, ές
  17051. εὐρύχορος, ος, ον
  17052. εὐρυχωρία, ας (ἡ)
  17053. εὕρω
  17054. εὐρώδης, ης, ες
  17055. εὐρώεις, ώεσσα, ῶεν
  17056. εὑρών
  17057. Εὐρωπαῖος, α, ον
  17058. Εὐρωπεύς, έως
  17059. Εὐρώπη, ης (ἡ)
  17060. Εὐρωπήϊος, η, ον
  17061. εὐρωπός, ή, όν
  17062. Εὐρωπός, οῦ (ἡ)
  17063. εὐρώς, ῶτος (ἡ)
  17064. εὐρωστία, ας (ἡ)
  17065. εὔρωστος, ος, ον
  17066. εὐρώστως
  17067. Εὐρώτας, α (ὁ)
  17068. εὐρωτιάω-ῶ
  17069. ἐΰς
  17070. εὗσα
  17071. εὔσαρκος, ος, ον
  17072. εὐσέβεια, ας (ἡ)
  17073. εὐσεβέω-ῶ
  17074. εὐσεβής, ής, ές
  17075. εὐσεβία, ας (ἡ)
  17076. εὐσεβῶς
  17077. εὔσελμος, ος, ον
  17078. εὔσεπτος, ος, ον
  17079. εὔσημος, ος, ον
  17080. εὐσήμως
  17081. εὔσηπτος, ος, ον
  17082. εὐσθενής, ής, ές
  17083. εὔσκαρθμος, ος, ον
  17084. εὐσκέπαστος, ος, ον
  17085. εὐσκευέω-ῶ
  17086. εὐσκίαστος, ος, ον
  17087. εὔσκιος, ος, ον
  17088. εὔσκοπος, ος, ον
  17089. εὔσοια, ας (ἡ)
  17090. εὔσπλαγχνος, ος, ον
  17091. εὔσπορος, ος, ον
  17092. ἐΰσσελμος, ος, ον
  17093. εὐστάθεια, ας (ἡ)
  17094. εὐσταθέω-ῶ
  17095. εὐσταθής, ής, ές
  17096. εὐσταλής, ής, ές
  17097. εὐσταλία, ας (ἡ)
  17098. εὐσταλῶς
  17099. εὐστέφανος, ος, ον
  17100. εὔστολος, ος, ον
  17101. εὐστόμαχος, ος, ον
  17102. εὐστομάχως
  17103. εὐστομέω-ῶ
  17104. εὐστομία, ας (ἡ)
  17105. εὔστομος, ος, ον
  17106. εὐστόμως
  17107. εὐστοχέω-ῶ
  17108. εὐστοχία, ας (ἡ)
  17109. εὔστοχος, ος, ον
  17110. εὐστόχως
  17111. εὔστρεπτος, ος, ον
  17112. εὐστρεφής, ής, ές
  17113. εὐστροφία, ας (ἡ)
  17114. εὔστροφος, ος, ον
  17115. εὔστυλος, ος, ον
  17116. εὐσυκοφάντητος, ος, ον
  17117. εὐσυλλόγιστος, ος, ον
  17118. εὐσύμβλητος, ος, ον
  17119. εὐσύμβολος, ος, ον
  17120. εὐσυνάλλακτος, ος, ον
  17121. εὐσυνείδητος, ος, ον
  17122. εὐσυνεσία, ας (ἡ)
  17123. εὐσύνετος, ος, ον
  17124. εὐσυνέτως
  17125. εὐσυνθετέω-ῶ
  17126. εὐσύνθετος, ος, ον
  17127. εὐσύνοπτος, ος, ον
  17128. εὐσχημονέω-ῶ
  17129. εὐσχημόνως
  17130. εὐσχημοσύνη, ης (ἡ)
  17131. εὐσχήμων, ων, ον
  17132. εὐσχήμως
  17133. εὐσχολέω-ῶ
  17134. εὔσχολος, ος, ον
  17135. εὐσωματέω-ῶ
  17136. εὐτακής, ής, ές
  17137. εὐτακτέω-ῶ
  17138. εὔτακτος, ος, ον
  17139. εὐτάκτως
  17140. εὐταξία, ας (ἡ)
  17141. εὐτάρακτος, ος, ον
  17142. εὖτε
  17143. εὐτείχεος, ος, ον
  17144. εὐτειχής, ής, ές
  17145. εὐτεκνέω-ῶ
  17146. εὐτεκνία, ας (ἡ)
  17147. εὔτεκνος, ος, ον
  17148. εὐτέλεια, ας (ἡ)
  17149. εὐτελής, ής, ές
  17150. εὐτελίζω
  17151. εὐτελῶς
  17152. Εὐτέρπη, ης (ἡ)
  17153. εὐτεχνία, ας (ἡ)
  17154. εὐτλήμων, ων, ον
  17155. ἐΰτμητος, ος, ον
  17156. εὐτοκέω-ῶ
  17157. εὐτοκία, ας (ἡ)
  17158. εὔτοκος
  17159. εὐτολμία, ας (ἡ)
  17160. εὔτολμος, ος, ον
  17161. εὐτόλμως
  17162. εὐτονέω-ῶ
  17163. εὐτονία, ας (ἡ)
  17164. εὔτονος, ος, ον
  17165. εὐτόνως
  17166. εὐτράπεζος, ος, ον
  17167. εὐτραπελία, ας (ἡ)
  17168. εὐτράπελος, ος, ον
  17169. εὐτραπέλως
  17170. εὐτραφής, ής, ές
  17171. εὐτρεπής, ής, ές
  17172. εὐτρεπίζω
  17173. εὐτρεπιστέον
  17174. εὔτρεπτος, ος, ον
  17175. εὐτρεπῶς
  17176. εὐτρεφής, ής, ές
  17177. εὔτρητος, ος, ον
  17178. εὔτριχος
  17179. εὐτροπία, ας (ἡ)
  17180. εὔτροπος, ος, ον
  17181. εὔτροχος, ος, ον
  17182. εὔτυκος, ος, ον
  17183. εὔτυκτος, ος, ον
  17184. εὔτυπος, ος, ον
  17185. εὐτύπωτος, ος, ον
  17186. εὐτυχέω-ῶ
  17187. εὐτυχέως
  17188. εὐτύχημα, ατος (τό)
  17189. εὐτυχής, ής, ές
  17190. εὐτυχία, ας (ἡ)
  17191. Εὔτυχος, ου (ὁ)
  17192. εὐτυχῶς
  17193. εὔυδρος, ος, ον
  17194. εὐφαμέω, εὐφαμία, εὔφαμο
  17195. εὐφαρέτρας
  17196. εὐφεγγής, ής, ές
  17197. εὐφημέω-ῶ
  17198. εὐφημία, ας (ἡ)
  17199. εὔφημος, ος, ον
  17200. εὐφήμως
  17201. εὔφθογγος, ος, ον
  17202. εὐφιλής, ής, ές
  17203. εὐφίλητος, η, ον
  17204. εὐφιλόπαις, παιδος
  17205. εὔφλεκτος, ος, ον
  17206. εὐφορέω-ῶ
  17207. ἐυφόρητος, ος, ον
  17208. εὔφορος, ος, ον
  17209. εὐφόρως
  17210. εὐφραδέως
  17211. εὐφραίνω
  17212. εὐφρανέεαι
  17213. εὔφραστος, ος, ον
  17214. Εὐφράτης, ου (ὁ)
  17215. εὔφρηνα
  17216. ἐϋφρονέων, έουσα
  17217. εὐφρόνη, ης (ἡ)
  17218. εὐφρόνως
  17219. εὐφροσύνη, ης (ἡ)
  17220. εὔφρων, ων, ον
  17221. εὐφυής, ής, ές
  17222. εὐφυΐα, ας (ἡ)
  17223. εὐφύλακτος, ος, ον
  17224. εὔφυλλος, ος, ον
  17225. εὐφυῶς
  17226. εὐφωνία, ας (ἡ)
  17227. εὔφωνος, ος, ον
  17228. εὐφώνως
  17229. εὐφώρατος, ος, ον
  17230. εὔχαλκος, ος, ον
  17231. εὔχαρις, ις, ι
  17232. εὐχαριστέω-ῶ
  17233. εὐχαριστία, ας (ἡ)
  17234. εὐχάριστος, ος, ον
  17235. εὐχάριτος, ος, ον
  17236. εὔχεαι
  17237. εὔχειρ, -χειρος
  17238. εὐχείρωτος, ος, ον
  17239. εὐχέρεια, ας (ἡ)
  17240. εὐχερής, ής, ές
  17241. εὐχερῶς
  17242. εὐχετάασθι
  17243. εὐχετάομαι-ῶμαι
  17244. εὐχετοῴμην
  17245. εὐχή, ῆς (ἡ)
  17246. εὔχλοος, οος, οον
  17247. εὔχομαι
  17248. εὖχος (τό)
  17249. εὐχρηστέω-ῶ
  17250. εὐχρηστία, ας (ἡ)
  17251. εὔχρηστος, ος, ον
  17252. εὐχρήστως
  17253. εὐχροής, ής, ές
  17254. εὔχροος, ος, ον
  17255. εὔχρυσος, ος, ον
  17256. εὔχρως, ως, ων
  17257. εὔχυμος, ος, ον
  17258. εὐχωλή, ῆς (ἡ)
  17259. εὐχωλιμαῖος, α, ον
  17260. εὐψυχέω-ῶ
  17261. εὐψυχία, ας (ἡ)
  17262. εὔψυχος, ος, ον
  17263. εὕω
  17264. εὐώδης, ης, ες
  17265. εὐωδία, ας (ἡ)
  17266. εὐῳδός, ός, όν
  17267. εὐώλενος, ος, ον
  17268. εὐωνίζω
  17269. εὔωνος, ος, ον
  17270. εὐώνυμος, ος, ον
  17271. εὐῶπις, ιδος
  17272. εὐωπός, ός, όν
  17273. εὐωχέω-ῶ
  17274. εὐωχία, ας (ἡ)
  17275. εὐώψ, ῶπος
  17276. ἔφα
  17277. ἐφαάνθην
  17278. ἐφαβικός, ά, ον
  17279. ἐφαγιστεύω
  17280. ἐφαγνίζω
  17281. ἔφαγον
  17282. ἐφαιρέομαι-οῦμαι
  17283. ἐφάλλομαι
  17284. ἔφαλμος, ος, ον
  17285. ἔφαλος, ος, ον
  17286. ἐφάμην,
  17287. ἐφάμιλλος, ος, ον
  17288. ἐφαμίλλως
  17289. ἔφαν
  17290. ἐφανδάνω
  17291. ἐφάνην
  17292. ἐφάπαξ
  17293. ἐφαπλόω-ῶ
  17294. ἐφάπτω
  17295. ἐφάπτωρ, ορος
  17296. ἐφαρμογή, ῆς (ἡ)
  17297. ἐφαρμόζω
  17298. ἐφαρμόσσειε
  17299. ἐφαρμοστέον
  17300. ἐφαρμόττω
  17301. ἐφαρξάμεσθα
  17302. ἐφάψεαι
  17303. ἔφαψις, εως (ἡ)
  17304. ἐφέδρα, ας (ἡ)
  17305. ἐφεδρεία, ας (ἡ)
  17306. ἐφεδρεύω
  17307. ἔφεδρος, ος, ον
  17308. ἐφέζω
  17309. ἐφέηκα
  17310. ἐφεθείς
  17311. ἐφείθη
  17312. ἐφειμένος
  17313. ἐφείμην
  17314. ἐφεῖναι
  17315. ἐφεισάμην
  17316. ἐφείω
  17317. ἐφελκύω
  17318. ἐφέλκω
  17319. ἐφέμεν
  17320. ἐφεξῆς
  17321. ἐφέπεσκον
  17322. ἐφέπω
  17323. ἐφερπύζω
  17324. ἐφέρπω
  17325. ἔφες
  17326. Ἐφεσία, ας (ἡ)
  17327. ἐφέσιμος, ος, ον
  17328. Ἐφέσιος, α, ον
  17329. ἔφεσις, εως (ἡ)
  17330. Ἔφεσος, ου (ἡ)
  17331. ἐφέσπερος, ος, ον
  17332. ἐφεσπόμην
  17333. ἐφέσσαι, ἔφεσσαι, ἐφεσσά
  17334. ἐφεστάναι
  17335. ἐφέστασαν
  17336. ἐφεσταώς, ότος
  17337. ἐφέστηκα
  17338. ἐφέστιος, ος, ον
  17339. ἐφεστρίδιον, ου (τό)
  17340. ἐφεστρίς, ίδος (ἡ)
  17341. ἐφεστώς, ῶσα, ός
  17342. ἐφετέον
  17343. ἐφέτης, ου (ὁ)
  17344. ἐφετμή, ῆς (ἡ)
  17345. ἐφευάζω
  17346. ἐφευρετής, οῦ (ὁ)
  17347. ἐφευρίσκω
  17348. ἐφεψιάομαι-ῶμαι
  17349. ἐφεωρᾶτο
  17350. ἐφηβάω-ῶ
  17351. ἐφηβικός, ή, όν
  17352. ἔφηβος, ου (ὁ)
  17353. ἐφήδομαι
  17354. ἐφηδύνω
  17355. ἐφῆκα
  17356. ἐφήκω
  17357. ἔφηλις, ιδος (ἡ)
  17358. ἔφηλος, ος, ον
  17359. ἐφηλόω-ῶ
  17360. ἔφημαι
  17361. ἐφημερία, ας (ἡ)
  17362. ἐφημέριος, ος, ον
  17363. ἐφημερίς, ίδος
  17364. ἐφήμερος, ος, ον
  17365. ἐφῆμμαι
  17366. ἐφημοσύνη, ης (ἡ)
  17367. ἔφην
  17368. ἔφηνα
  17369. ἐφῆπται
  17370. ἐφῃρημένος
  17371. ἔφης
  17372. ἐφῇς
  17373. ἔφησθα
  17374. ἐφησθῆναι
  17375. ἐφησίς, ίδος (ἡ)
  17376. ἐφήσομαι, ἐφήσω
  17377. ἐφῆψα
  17378. ἔφθαρκα
  17379. ἔφθασα
  17380. ἑφθήμερος, ος, ον
  17381. ἔφθην
  17382. ἐφθίατο
  17383. ἔφθορα
  17384. ἑφθός, ή, όν
  17385. Ἐφιάλτης, ου (ὁ)
  17386. ἐφῖγμαι
  17387. ἐφίδρωσις, εως (ἡ)
  17388. ἐφίει
  17389. ἐφίεμαι
  17390. ἐφιζάνω
  17391. ἐφίζεσκε
  17392. ἐφίζω
  17393. ἐφίημι
  17394. ἐφικνέομαι-οῦμαι
  17395. ἐφικτός, ή, όν
  17396. ἐφίλατο
  17397. ἐφίληθεν
  17398. ἐφίμερος, ος, ον
  17399. ἐφιππάζομαι
  17400. ἐφίππειος, ος, ον
  17401. ἐφιππεύω
  17402. ἐφίππιος, ος, ον
  17403. ἔφιππος, ος, ον
  17404. ἐφίπταμαι
  17405. ἐφιστάνω
  17406. ἐφίστατο
  17407. ἐφίστημι
  17408. ἔφλαδον
  17409. ἐφόβηθεν
  17410. ἐφοδεύω
  17411. ἐφοδιάζω
  17412. ἐφόδιον, ου (τό)
  17413. ἔφοδος1, ου (ἡ)
  17414. ἔφοδος2, ου (ὁ)
  17415. ἔφοδος3, ος, ον
  17416. ἐφοίτεον
  17417. ἐφόλκαιον, ου (τό)
  17418. ἐφόλκιον, ου (τό)
  17419. ἐφολκός, ός, όν
  17420. ἐφομαρτέω-ῶ
  17421. ἐφοπλίζω
  17422. ἐφορατικός, ή, όν
  17423. ἐφοράω-ῶ
  17424. ἐφορεία, ας (ἡ)
  17425. ἐφορεῖον, ου (τό)
  17426. ἐφορεύω
  17427. ἐφορικός, ή, όν
  17428. ἐφορμαίνω
  17429. ἐφορμάω-ῶ
  17430. ἐφορμέω-ῶ
  17431. ἐφορμή, ῆς (ἡ)
  17432. ἐφόρμησις, εως (ἡ)
  17433. ἐφορμίζω
  17434. ἔφορμος1, ος, ον
  17435. ἔφορμος2, ου (ὁ)
  17436. ἔφορος, ος, ον
  17437. ἐφράγην, ἔφραξα, ἐφράχθη
  17438. ἐφρασσα
  17439. ἐφυβρίζω
  17440. ἐφύβριστος, ος, ον
  17441. ἐφυβρίστως
  17442. ἔφυγον
  17443. ἔφυδρος, ος, ον
  17444. ἐφυλακτέω-ῶ
  17445. ἐφυμνέω-ῶ
  17446. ἔφυν
  17447. ἐφύπερθε
  17448. ἐφυπνόω-ῶ
  17449. Ἐφύρα, ας (ἡ)
  17450. Ἔφυροι, ων (οἱ)
  17451. ἐφυστερίζω
  17452. ἔχαδον
  17453. ἐχάρην
  17454. ἔχεα
  17455. ἐχέγγυος, ος, ον
  17456. ἐχεγλωττία, ας (ἡ)
  17457. ἐχέθυμος, ος, ον
  17458. ἔχει
  17459. ἐχέκολλος, ος, ον
  17460. ἐχέμεν
  17461. ἐχεμυθέω-ῶ
  17462. ἐχεμυθία, ας (ἡ)
  17463. ἐχενηΐς, ΐδος
  17464. ἔχεο
  17465. ἐχεπευκής, ής, ές
  17466. ἔχεσκον
  17467. ἐχέτλη, ης (ἡ)
  17468. ἔχετο
  17469. ἔχευα
  17470. ἐχέφρων, ων, ον
  17471. ἔχῃσθα
  17472. ἔχῃσί(ν)
  17473. ἐχθαιροίατο
  17474. ἐχθαίρω
  17475. ἐχθαρτέος, α, ον
  17476. ἐχθές
  17477. ἔχθηραι
  17478. ἐχθιόνως
  17479. ἐχθίστατος
  17480. ἔχθιστος, η, ον
  17481. ἐχθίων, ων, ον
  17482. ἐχθοδοπέω-ῶ
  17483. ἐχθοδοπός, ός, όν
  17484. ἔχθομαι
  17485. ἔχθος, εος-ους (τό)
  17486. ἔχθρα, ας (ἡ)
  17487. ἐχθραίνω
  17488. ἐχθρία, ας (ἡ)
  17489. ἐχθροδαίμων, ων, ον
  17490. ἐχθρόξενος, ος, ον
  17491. ἐχθρός, α, ον
  17492. ἐχθρῶς
  17493. ἔχθω
  17494. ἔχιδνα, ης (ἡ)
  17495. ἐχινέες, έων (οἱ)
  17496. ἐχινόπους, ποδος (ὁ)
  17497. ἐχῖνος, ου (ὁ)
  17498. ἔχις, εως (ὁ)
  17499. ἔχμα, ατος (τό)
  17500. ἐχόμην
  17501. ἔχον
  17502. ἐχόντων
  17503. ἐχόντως
  17504. ἐχρέοντο
  17505. ἐχρῆν
  17506. ἐχυρός, ά, όν
  17507. ἐχυρῶς
  17508. ἔχω
  17509. ἔχωντι
  17510. ἐψάλα
  17511. ἔψευσα, ἐψεύσθην, ἔψευσμα
  17512. ἑψέω-ῶ
  17513. ἔψηλα
  17514. ἕψησις, εως (ἡ)
  17515. ἑψητός, ή, όν
  17516. ἑψιάασθαι
  17517. ἑψιάομαι-ῶμαι
  17518. ἕψομαι
  17519. ἕψω
  17520. ἔω
  17521. ἕω 1
  17522. ἐῶ
  17523. ἐῷ
  17524. ἑῷ
  17525. ἕω 2
  17526. ἔωγμαι
  17527. ἐῷην
  17528. ἔωθα, ἐώθεα
  17529. ἕωθεν
  17530. ἑωθινός, ή, όν
  17531. ἐώθουν
  17532. ἐῴκειν
  17533. ἑωλοκρασία, ας (ἡ)
  17534. ἕωλος, ος, ον
  17535. ἐώλπειν
  17536. ἔωμεν
  17537. ἐῶμεν
  17538. ἕωμεν
  17539. ἐῷμι
  17540. ἐών
  17541. ἔων
  17542. ἐώνημαι
  17543. ἐῳνοχόει
  17544. ἑῷος, α, ον
  17545. ἐώρα, ας (ἡ)
  17546. ἑώρακα, ἑώραμαι
  17547. ἐώργειν
  17548. ἐωρέω-ῶ
  17549. ἑώρταζον, ἑώρτακα, ἑώρτα
  17550. ἔωρτο
  17551. ἕως 1 (ἡ)
  17552. ἕως 2
  17553. ἔωσα
  17554. ἐῶσι
  17555. ἔωσι
  17556. ἕωσπερ
  17557. ἑωσφόρος, ου (ὁ)
  17558. ἑωυτοῦ
  17559. Η, η (ἦτα) (τό)
  17560. ἦ1
  17561. ἦ2
  17562. ἦ3
  17563. ᾗ1
  17564. ᾗ2
  17565. ἦα
  17566. ᾖα1
  17567. ᾖα2
  17568. ἠβαιός, ά, όν
  17569. ἡβάσκω
  17570. ἡβάω-ῶ
  17571. ἥβη, ης (ἡ)
  17572. ἡβηδόν
  17573. ἥβηκα, ἥβησα
  17574. ἡβητήριον, ου (τό)
  17575. ἡβητής, οῦ
  17576. ἡβητικός, ή, όν
  17577. ἠβουλήθην, ἠβουλόμην
  17578. ἥβρυνα, ἡβρυνόμην
  17579. ἡβυλλιάω-ῶ
  17580. ἡβώοιμι
  17581. ἡγάασθε
  17582. ἠγαγόμην, ἤγαγον
  17583. ἠγάθεος, η, ον
  17584. ἠγάλθην
  17585. ἠγάμην
  17586. ἠγανάκτουν, ἠγανάκτησα
  17587. ἠγάπηκα, ἠγάπησα
  17588. ἠγασάμην,
  17589. ἤγγειλα, ἠγγέλθην, ἤγγελκ
  17590. ἠγγύηκα, ἠγγύησα, ἠγγύων
  17591. ἥγε
  17592. ἦγε
  17593. ἡγέαται
  17594. ἤγειρα
  17595. ἡγεμονεύω
  17596. ἡγεμονία, ας (ἡ)
  17597. ἡγεμονικός, ή, όν
  17598. ἡγεμονικῶς
  17599. ἡγεμόνιος, ος, ον 1   = ἡ
  17600. ἡγεμόσυνα, ων (τά)
  17601. ἡγεμών, όνος (ὁ, ἡ)
  17602. ἡγέομαι-οῦμαι
  17603. ἠγερέθομαι
  17604. ἡγερέομαι
  17605. ἤγερθεν
  17606. ἠγέρθην
  17607. ἡγεύμενος, ἡγεύμην
  17608. ἤγηλα
  17609. ἡγηλάζω
  17610. ἥγημαι
  17611. ἡγησίλεως, ως, ων
  17612. ἡγητέον
  17613. ἡγητήρ, ῆρος (ὁ)
  17614. ἡγητής, οῦ (ὁ)
  17615. ἡγήτωρ, ορος (ὁ)
  17616. ἦγμαι
  17617. ἠγνόησα,
  17618. ἦγξα
  17619. ἦγον
  17620. ἠγοράασθε
  17621. ἤγουν
  17622. ἤγρευσα
  17623. ἠγρίανα
  17624. ἠγριώμαι
  17625. ἠγρύπνησα
  17626. ἠγωνισάμην
  17627. ἠδέ
  17628. ἥδε
  17629. ἡδέα
  17630. ᾔδεα
  17631. ᾔδεεν
  17632. ἡδεῖα
  17633. ἠδέσθην
  17634. ᾐδέσθην
  17635. ἡδέως
  17636. ἤδη
  17637. ἡδί
  17638. ἥδιον, ἥδιστα
  17639. ἥδιστος, η, ον
  17640. ἡδίων, ων, ον
  17641. ἡδομένως
  17642. ᾖδον
  17643. ἡδονή, ῆς (ἡ)
  17644. ἦδος (τό)
  17645. ἡδυγνώμων, ων, ον
  17646. ἡδυεπής, ής, ές
  17647. ἡδυλόγος, ος, ον
  17648. ἥδυμος, ος, ον
  17649. ἠδυνάμην, ἠδυνήθην
  17650. ἡδύνω
  17651. ἡδύοινος, ος, ον
  17652. ἡδύοσμος, ος, ον
  17653. ἡδυπάθεια, ας (ἡ)
  17654. ἡδυπαθέω-ῶ
  17655. ἡδύπνοος-ους, οος-ους, οον-
  17656. ἡδύπολις,
  17657. ἡδύποτος, ος, ον
  17658. ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ
  17659. ἥδυσμα, ατος (τό)
  17660. ἡδυσώματος, ος, ον
  17661. ἡδυφωνία, ας (ἡ)
  17662. ἡδύφωνος, ος, ον
  17663. ἥδω
  17664. ἠέ1
  17665. ἠέ2
  17666. ᾖε
  17667. ἠείδει, ἠείδη, ἠείδης
  17668. ἤειρα, ἤειρον
  17669. ἠέλιος, ου (ὁ)
  17670. ἦεν
  17671. ἠέπερ
  17672. ἠερέθομαι
  17673. ἠέρθην
  17674. ἠέριος, η, ον
  17675. ἤερμαι
  17676. ἠεροειδής, ής, ές
  17677. ἠερόεις, όεσσα, όεν
  17678. ἠέρος
  17679. ἠεροφοῖτις, ιδος
  17680. ἠερόφωνος, ος, ον
  17681. ἤην
  17682. ἠήρ, ἠήρος (ὁ, ἡ)
  17683. ἠθάς, άδος
  17684. ἠθεῖος, α, ον
  17685. ἠθικός, ή, όν
  17686. ἠθικῶς
  17687. ἠθμοειδής, ής, ές
  17688. ἠθμός, οῦ (ὁ)
  17689. ἠθολόγος, ου (ὁ)
  17690. ᾖθον
  17691. ἠθοποιέω-ῶ
  17692. ἠθοποιός, ός, όν
  17693. ἦθος, εος-ους (τό)
  17694. ἤϊα1, ων (τά)
  17695. ἤϊα2
  17696. ἠΐθεος, ου
  17697. ἤϊκτο
  17698. ἤϊξα
  17699. ἠϊόεις, όεσσα, όεν
  17700. ἤϊον
  17701. ἤϊος, ου
  17702. ἤϊσαν
  17703. ἤϊσκον
  17704. ἤϊσσον
  17705. ἠΐστωσα
  17706. ἠΐχθην
  17707. ἠϊών, ονος (ἡ)
  17708. ἦκα
  17709. ἧκα
  17710. ἥκαμες
  17711. ἤκαχον
  17712. ἤκεστος, η, ον
  17713. ἠκηκόειν, ἠκηκόη
  17714. ᾐκιζόμην, ᾔκισμαι
  17715. ᾐκίσθην
  17716. ἥκιστα
  17717. ἤκιστος, η, ον
  17718. ἥκιστος, η, ον
  17719. ἠκολούθησα
  17720. ἠκόνημαι, ἠκόνησα
  17721. ἤκουσα, ἠκούσθην, ἤκουσμα
  17722. ἠκρόαμαι, ἠκροασάμην
  17723. ἥκω
  17724. ἠλάθην
  17725. ἠλαίνω
  17726. ἠλάκατα, ων (τά)
  17727. ἠλακάτη, ης (ἡ)
  17728. ἠλάλαξα
  17729. ἡλάμην
  17730. ἤλασα
  17731. ἠλασκάζω
  17732. ἠλάσκω
  17733. ἠλᾶτο
  17734. ἥλατο
  17735. ἤλγησα
  17736. ἤλδανον
  17737. ἠλέ
  17738. ἠλεάμην
  17739. ἤλεγξα, ἠλέγχθην
  17740. ἠλέημαι, ἠλέησα
  17741. ἠλείφθην, ἤλειψα
  17742. Ἠλέκτρα, ας (ἡ)
  17743. ἠλέκτρινος, ος, ον
  17744. ἤλεκτρον, ου (τό)
  17745. ἤλεκτρος, ου (ὁ e ἡ)
  17746. ἠλεκτροφαής, ής, ές
  17747. ἠλέλιξα
  17748. ἠλέματος, η, ον
  17749. ἠλέξησα
  17750. ἠλεός, ά, όν
  17751. ἤλεσα, ἠλέσθην
  17752. ἠλήθην
  17753. ἤληθον
  17754. ἠληλάμην
  17755. ἦλθον
  17756. ἡλιάζομαι
  17757. ἡλιάζω
  17758. Ἡλιαία, ας (ἡ)
  17759. ἡλιακός, ή, όν
  17760. ἡλιάς, άδος
  17761. Ἠλίας, ου (ὁ)
  17762. ἡλιαστής, οῦ (ὁ)
  17763. ἡλιαστικός, ή, όν
  17764. ἠλίβατος, ος, ον
  17765. ἤλιθα
  17766. ἠλίθιος, α, ον
  17767. ἠλιθιότης, ητος (ἡ)
  17768. ἠλιθιόω-ῶ
  17769. ἠλιθίως
  17770. ἡλικία, ας (ἡ)
  17771. ἡλικιώτης, ου
  17772. ἡλίκος, η, ον
  17773. ἧλιξ, ικος
  17774. ἡλιόβλητος, ος, ον
  17775. ἡλιοκαής, ής, ές
  17776. ἡλιόκτυπος, ος, ον
  17777. ἥλιος, ου (ὁ)
  17778. ἡλιοστερής, ής, ές
  17779. ἡλιοτρόπιον, ου (τό)
  17780. ἡλιόω-ῶ
  17781. ἥλισα, ἡλίσθην, ἥλισμαι
  17782. ἠλίτησα
  17783. ἠλιτόμηνος, ος, ον
  17784. ἤλιτον, ἀλιτεῖν
  17785. ἡλίωσα
  17786. ἡλιώτης, ου
  17787. ἡλιῶτις, ιδος,
  17788. ἥλκησα
  17789. ἥλκωσα
  17790. ἠλλάγην, ἤλλαγμαι, ἤλλαξα
  17791. ἡλλόμην
  17792. ἠλόησα, ἠλόημαι
  17793. ἡλόμην
  17794. ἧλος, ου (ὁ)
  17795. ἠλοσύνη, ης (ἡ)
  17796. ἤλουν, εις
  17797. ἤλπιζον, ἤλπισα
  17798. ἠλπόμην
  17799. ἠλύγη, ης (ἡ)
  17800. ἤλυθον
  17801. ἤλυξα
  17802. ἤλυσις, εως (ἡ)
  17803. ἦλφον
  17804. ἠλῶ
  17805. ἥλω
  17806. ἥλωκα, ἡλώκειν
  17807. ἠλώμην
  17808. ἥλων
  17809. ἧμα, ατος (τό)
  17810. ἠμαθόεις, όεις, όεν
  17811. ἧμαι, ἧσαι, ἧσται
  17812. ἦμαρ, ἤματος (τό)
  17813. ἡμάρτηκα, ἡμαρτήθην, ἡμά
  17814. ἡμᾶς
  17815. ἠμάτιος, η, ον
  17816. ᾑματωμένος
  17817. ἤμβλωσα
  17818. ἤμβροτον
  17819. ἠμέας
  17820. ἤμειμμαι
  17821. ἡμεῖς
  17822. ἠμείφθην, ἤμειψα
  17823. ἡμείων
  17824. ἠμέληκα
  17825. ἠμελημένως
  17826. ἠμέλησα
  17827. ἤμελλον
  17828. ἠμέν
  17829. ἦμεν
  17830. ᾖμεν
  17831. ἤμεναι
  17832. ἥμενος
  17833. ἡμέρα1
  17834. ἡμέρα2, ας (ἡ)
  17835. ἡμερεύω
  17836. ἡμέρη, ης (ἡ)
  17837. ἡμερήσιος, α, ον
  17838. ἠμέρθην
  17839. ἡμερία, ας (ἡ)
  17840. ἡμερίδης, ου (ὁ)
  17841. ἡμερινός, ή, όν
  17842. ἡμέριος, ος, ον
  17843. ἡμερίς, ίδος
  17844. ἡμεροδρομέω-ῶ
  17845. ἡμεροδρόμος, ος, ον
  17846. ἡμερολεγδόν
  17847. ἡμερολογέω-ῶ
  17848. ἡμερολόγιον, ου (τό)
  17849. ἥμερος, ος, ον
  17850. ἡμεροσκόπος, ος, ον
  17851. ἡμερότης, ητος (ἡ)
  17852. ἡμερόφαντος, ος, ον
  17853. ἡμεροφύλαξ, ακος (ὁ)
  17854. ἡμερόω-ῶ
  17855. ἤμερσα
  17856. ἡμέρως
  17857. ἡμέρωσις, εως (ἡ)
  17858. ἦμες
  17859. ἤμεσα
  17860. ἥμεσθα
  17861. ἡμέτερος, α, ον
  17862. ἡμέων
  17863. ἠμήθην
  17864. ἤμην
  17865. ἥμην
  17866. ἤμησα
  17867. ἠμί
  17868. ἡμίανδρος, ου (ὁ)
  17869. ἡμιάνθρωπος, ου (ὁ)
  17870. ἡμίβροτος, ος, ον
  17871. ἡμιδαής, ής, ές
  17872. ἡμιδακτύλιον, ου (τό)
  17873. ἡμιδαρεικόν, οῦ (τό)
  17874. ἡμιδεής, ής, ές
  17875. ἡμίεκτον, ου (τό)
  17876. ἡμιέλλην, ηνος
  17877. ἡμιεργής, ής, ές
  17878. ἡμίεργος, ος, ον
  17879. ἡμίεφθος, ος, ον
  17880. ἡμίθεος, ου (ὁ)
  17881. ἡμιθανής, ής, ές
  17882. ἡμιθνής, ῆτος
  17883. ἡμιθωράκιον, ου (τό)
  17884. ἡμίκαυτος, ος, ον
  17885. ἡμίκλαστος, ος, ον
  17886. ἡμικύκλιον, ου (τό)
  17887. ἡμίλευκος, ος, ον
  17888. ἡμίλιτρον, ου (τό)
  17889. ἡμιμανής, ής, ές
  17890. ἡμιμάραντος, ος, ον
  17891. ἡμιμναῖον, ου (τό)
  17892. ἡμίμνεον, ου (τό)
  17893. ἡμιμόχθηρος, ος, ον
  17894. ἡμῖν
  17895. ἡμιόλιος, α, ον
  17896. ἡμιόνειος, α, ον
  17897. ἡμιονικός, ή, όν
  17898. ἡμίονος, ου (ἡ, ὁ)
  17899. ἡμίονος, ος, ον
  17900. ἡμίοπτος, ος, ον
  17901. ἡμιπέλεκον, ου (τό)
  17902. ἡμίπεπτος, ος, ον
  17903. ἡμίπλεθρον, ου (τό)
  17904. ἡμιπλίνθιον, ου (τό)
  17905. ἡμίπυρος, ος, ον
  17906. ἡμίσεα, ἡμισέα, ἡμίσεια,
  17907. ἡμίσεως
  17908. ἡμίση
  17909. ἡμίσοφος, ος, ον
  17910. ἡμισταδιαῖος, α, ον
  17911. ἡμιστρατιώτης, ου (ὁ)
  17912. ἡμιστρόγγυλος, ος, ον
  17913. ἥμισυς, εια, υ
  17914. ἡμιτάλαντον, ου (τό)
  17915. ἡμιτάριχος, ος, ον
  17916. ἡμιτέλεια, ας (ἡ)
  17917. ἡμιτέλεστος, ος, ον
  17918. ἡμιτελής, ής, ές
  17919. ἡμίτομος, ος, ον
  17920. ἡμιτόνιον, ου (τό)
  17921. ἡμιτύβιον, ου (τό)
  17922. ἡμίφαυλος, ος, ον
  17923. ἡμίφλεκτος, ος, ον
  17924. ἡμιωβέλιον, ου (τό)
  17925. ἡμιωβολιαῖος, α, ον
  17926. ἡμιωβόλιον, ου (τό)
  17927. ἡμιώριον, ου (τό)
  17928. ἡμίωρον, ου (τό)
  17929. ἧμμαι
  17930. ἡμός, ή, όν
  17931. ἦμος
  17932. ἤμουν
  17933. ἠμπειχόμην, ἠμπεσχόμην
  17934. ἤμπισχον, ἠμπισχόμην
  17935. ἤμπλακον, ἠμπλάκηται
  17936. ἠμπόληκα
  17937. ἠμπόλημαι, ἠμπόλων
  17938. ἤμυξα
  17939. ἠμύω
  17940. ἠμφεγνόησα, ἠμφεγνόουν
  17941. ἠμφίεσα, ἠμφίεσμαι
  17942. ἤμων
  17943. ἡμῶν
  17944. ἥμων, ονος (ὁ)
  17945. ἤν1
  17946. ἤν2
  17947. ἦν1
  17948. ἦν2
  17949. ἥν1
  17950. ἥν2
  17951. ἠνάγκακα, ἠνάγκασα, ἠναγ
  17952. ἠναινόμην
  17953. ἤναιρον, ἤναρον
  17954. ἥνδανον
  17955. ἤνεγκα, ἤνεγκον
  17956. ᾐνέθην
  17957. ἤνεικα, ἠνεικάμην
  17958. ἠνειχόμην
  17959. ἠνεμόεις, όεσσα, όεν
  17960. ἠνεσχόμην
  17961. ἠνέχθην
  17962. ἠνηνάμην
  17963. ἠνθρακωμένος
  17964. ἡνία1, ων (τά)
  17965. ἡνία2, ας (ἡ)
  17966. ἠνιάθην, ἠνίακα, ἠνίασα
  17967. ἢν ἰδού
  17968. ἠνιήθην, ἠνίημαι
  17969. ἡνίκα
  17970. ἡνίον, ου (τό)
  17971. ἡνιοποιεῖον, ου (τό)
  17972. ἡνιοστροφέω-ῶ
  17973. ἡνιοστρόφος, ος, ον
  17974. ἡνιοχεία, ας (ἡ)
  17975. ἡνιοχεύς, έως,
  17976. ἡνιοχεύω
  17977. ἡνιοχέω-ῶ
  17978. ἡνίοχος, ου (ὁ)
  17979. ᾐνιξάμην
  17980. ἠνίπαπον
  17981. ἦνις, ιος
  17982. ᾐνίχθην
  17983. ἠνίων
  17984. ἠνοίγην, ἤνοιξα
  17985. ἦνον
  17986. ἠνορέη, ης (ἡ)
  17987. ἤνουν
  17988. ἦνοψ, οπος
  17989. ἤνπερ
  17990. ἠνσχόμην
  17991. ἧνται
  17992. ἤντεον
  17993. ἤντληκα, ἤντλησα, ἤντλουν
  17994. ἠντόμην
  17995. ἥνυκα, ἥνυσα, ἡνύσθην, ἥν
  17996. ἤνυτο
  17997. ἤνυτον
  17998. ἠνώγεα
  17999. ἤνωξα
  18000. ἠνώχληκα, ἠνώχλησα, ἠνώχ
  18001. ἦξα
  18002. ᾖξα
  18003. ἧξα
  18004. ἠξίουν
  18005. ἠοῖ
  18006. ἠοίη, ης (ἡ)
  18007. ἠοῖος, α, ον
  18008. ἧπαρ, ἥπατος (τό)
  18009. ἠπάτηκα, ἠπάτησα, ἠπάτων
  18010. ἡπατικός, ή, όν
  18011. ἤπαφον
  18012. ἠπάω-ῶ
  18013. ἠπεδανός, ή, όν
  18014. ἤπειγον
  18015. ἠπείθουν
  18016. ἠπείληκα, ἠπείλησα, ἠπεί
  18017. ἠπειρογενής, ής, ές
  18018. ἤπειρόνδε
  18019. ἤπειρος, ου (ἡ)
  18020. ἠπειρόω-ῶ
  18021. ἠπειρώτης, ου
  18022. ἠπειρωτικός, ή, όν
  18023. ἠπειρῶτις, ιδος
  18024. ἠπείχθην
  18025. ἤπερ
  18026. ἥπερ
  18027. ᾗπερ
  18028. ἠπεροπεύς, έως (ὁ)
  18029. ἠπεροπευτής, οῦ (ὁ)
  18030. ἠπεροπεύω
  18031. ἠπητής, οῦ (ὁ)
  18032. ἠπιόδωρος, ου
  18033. ἤπιος, α, ον
  18034. ἠπιστάμην
  18035. ἠπίστηκα, ἠπίστησα
  18036. ἠπίστω
  18037. ἠπίως
  18038. ἡπλώθην, ἥπλωμαι, ἥπλωσα
  18039. ἠπόρηκα, ἠπόρησα
  18040. ἤπου
  18041. ἦπου
  18042. ἧπτον
  18043. ἠπύτα
  18044. ἠπύω
  18045. ἦρ
  18046. ἤρα1
  18047. ἤρα2
  18048. ἦρα1
  18049. ἦρα2
  18050. ἦρα3
  18051. ἦρα4
  18052. Ἥρα, ας (ἡ)
  18053. Ἡραῖα
  18054. Ἡραία, ας (ἡ)
  18055. Ἡραιεύς, έως (ὁ)
  18056. Ἡραῖος, α, ον
  18057. Ἡρακλέης, έους (ὁ)
  18058. Ἡρακλεία
  18059. Ἡράκλεια1, ας (ἡ)
  18060. Ἡράκλεια2, ων (τά)
  18061. Ἡράκλειος, α, ον
  18062. Ἡράκλεις
  18063. Ἡρακλείως
  18064. Ἡρακλειώτης, ου
  18065. Ἡρακλεῶτις, ιδος
  18066. Ἡρακλήειος, α, ον
  18067. Ἡρακλῆς, έους (ὁ)
  18068. ἠράμην
  18069. ἠράνισα, ἠράνισμαι
  18070. ἤραξα
  18071. ἤραρον
  18072. ἠρασάμην
  18073. ἠράσθην
  18074. ἤρατο
  18075. ἤραχα
  18076. ἦργμαι
  18077. ᾑρέθην
  18078. ἠρέθιζον, ἠρέθισα, ἠρέθι
  18079. ἤρειδον
  18080. ἤρεικον, ἤρειξα, ἠρείχθην
  18081. ἤρειπον, ἤρειμμαι, ἠρείμμ
  18082. ἤρεισα, ἠρείσθην, ἤρεισμα
  18083. ἠρείφθην
  18084. ἠρέμα
  18085. ἠρεμαῖος, α, ον
  18086. ἠρεμεστέρως
  18087. ἠρεμέω-ῶ
  18088. ἠρεμέστερος, α, ον
  18089. ἠρεμία, ας (ἡ)
  18090. ἠρεμίζω
  18091. ἤρεμος, ος, ον
  18092. ἤρεσα
  18093. ἠρέσθην
  18094. ἤρεσσον,
  18095. ἠρευξάμην
  18096. ἤρευσα
  18097. ἤρεφον, ἤρεψα
  18098. ἠρήρειν
  18099. ἠρηρείμην
  18100. ἠρησάμην
  18101. ἤρθην
  18102. ἦρι
  18103. ἠριγένεια, ας
  18104. ἤριζον, ἤρικα
  18105. ἤρικε
  18106. ἠρίον, ου (τό)
  18107. ἤριπον
  18108. ἤρισα
  18109. ἦρκα
  18110. ἤρκεσα, ἠρκέσθην
  18111. ἦρμαι, ἠρμένος
  18112. ἠρνήθην, ἤρνημαι
  18113. ἦρξα
  18114. Ἡρόδοτος, ου (ὁ)
  18115. ἠρόθην
  18116. ἠρόμην
  18117. ᾖρον
  18118. ἤροσα
  18119. ἥρπακα
  18120. ἥρπαξα,
  18121. ἤρρησα
  18122. ἦρσα
  18123. ἠρύγγιον, ου (τό)
  18124. ἠρυγγίτης, ου (ὁ)
  18125. ἤρυγγος, ου (ὁ)
  18126. ἤρυγον
  18127. ἤρυκα
  18128. ἠρύκακον
  18129. ἤρυξα
  18130. ἤρυον
  18131. ἤρυσα
  18132. ἠρχόμην
  18133. ἤρω
  18134. ἥρω, ἥρῳ
  18135. ἠρώησα
  18136. Ἡρῴδης, ου (ὁ)
  18137. Ἡρωδιάς, άδος (ἡ)
  18138. ἡρωϊκός, ή, όν
  18139. ἡρωΐνη, ης (ἡ)
  18140. ἡρωΐς, ίδος
  18141. ἠρώμην
  18142. ἤρων
  18143. ἡρῷον, ου (τό)
  18144. ἡρῷος, ος, ον
  18145. ἥρως, ωος (ὁ)
  18146. ἠρώτηκα, ἠρώτησα, ἠρώτων
  18147. ἦς
  18148. ἧς
  18149. ᾖς
  18150. ᾗς
  18151. ἧσα
  18152. ᾖσα
  18153. ἧσαι
  18154. ἦσαν
  18155. ἧσαν
  18156. ᾖσαν 1   3ª
  18157. ἥσατο
  18158. ἦσθα
  18159. ᾐσθανόμην
  18160. ἧσθε
  18161. ᾔσθημαι
  18162. ἥσθην
  18163. ἡσθήσομαι
  18164. ἤσθιον
  18165. ᾐσθόμην
  18166. ἦσθον
  18167. ᾖσι
  18168. ᾗσι1
  18169. ᾗσι2
  18170. Ἡσίοδος, ου (ὁ)
  18171. ἤσκειν
  18172. ἠσκήθην, ἤσκημαι
  18173. ᾖσμαι
  18174. ᾖσμεν
  18175. ἧσσα, ης (ἡ)
  18176. ἡσσάω-ῶ
  18177. ἡσσητέος, α, ον
  18178. ἧσσον
  18179. ἦσσον
  18180. ἥττω
  18181. ἥσσων, ων, ον
  18182. ἧσται
  18183. ἦστε
  18184. ἤστην
  18185. ἥσυχα
  18186. ἡσυχάζω
  18187. ἡσυχαῖος, α, ον
  18188. ἡσυχαίτατα
  18189. ἡσυχαίτερος
  18190. ἡσυχῆ
  18191. ἡσυχία, ας (ἡ)
  18192. ἡσύχιος, ος, ον
  18193. ἡσυχιότης, ητος (ἡ)
  18194. ἥσυχος, ος, ον
  18195. ἡσύχως
  18196. ἥσω
  18197. ἦτα (τό)
  18198. ἠτἄν
  18199. ἤτε
  18200. ἦτε1
  18201. ἦτε2
  18202. ᾖτε
  18203. ἥτε
  18204. ἡτέρα
  18205. ᾐτήθην, ᾔτηκα, ἤτημαι, ᾔτ
  18206. ᾐτιάασθε
  18207. ᾐτιάθην
  18208. ᾐτίαμαι, ᾐτιασάμην
  18209. ἥτις
  18210. ἤτοι
  18211. ἦτορ (τό)
  18212. ἠτριαῖος, α, ον
  18213. ἤτριον, ου (τό)
  18214. ἦτρον, ου (τό)
  18215. ἠτρίον, ου (τό)
  18216. ἥττημα, ατος (τό)
  18217. ἥττων, ων, ον
  18218. ἠΰ
  18219. ἠϋγένειος
  18220. ηὔγμην
  18221. ηὔδατο, ηὐδήθην
  18222. ηὔδησα, ηὔδων
  18223. ἠΰζωνος
  18224. ηὕηνα
  18225. ἠΰκομος
  18226. ηὐλάβεια
  18227. ηὔλησα
  18228. ηὐλίσθην
  18229. ηὐξάμην
  18230. ηὔξανον, ηὐξήθην, ηὔξημαι
  18231. ηὐξόμην, ηὖξον
  18232. ηὑράμην
  18233. ἠΰς, ἠΰ
  18234. ἤϋσα
  18235. ηὑσέβεια
  18236. ἠΰτε
  18237. ηὐτομόλησα
  18238. ηὐχένιζον
  18239. Ἡφαιστεῖον, ου (τό)
  18240. Ἡφαίστειος, ος, ον
  18241. Ἡφαιστιεύς, έως
  18242. Ἡφαιστόπονος, ος, ον
  18243. Ἥφαιστος, ου (ὁ)
  18244. Ἡφαιστότευκτος, ος, ον
  18245. ἤφασα
  18246. ἠφείθην
  18247. ἥφθην
  18248. ᾗφι
  18249. ἠφίει
  18250. ἠφιέμην, ἠφίετο
  18251. ἠφίην
  18252. ἦχα
  18253. ἠχεῖον, ου (τό)
  18254. ἠχέτα
  18255. ἠχέτης, ου
  18256. ἠχέω-ῶ
  18257. ἠχή, ῆς (ἡ)
  18258. ἠχήεις, ήεσσα, ῆεν
  18259. ἤχημα, ατος (τό)
  18260. ἤχθαρα
  18261. ἠχθέσθην
  18262. ἤχθην
  18263. ἤχθηρα
  18264. ἠχθόμην
  18265. ἧχι
  18266. ἤχλυσα
  18267. ἦχος, ου (ὁ)
  18268. ἠχώ, οῦς (ἡ)
  18269. ἧψα
  18270. ἡψήθην, ἥψημαι, ἥψησα
  18271. ἠῶ
  18272. ἠῶθεν
  18273. ἠῶθι
  18274. ᾐών
  18275. ἠῷος, α, ον
  18276. ᾐωρήθην, ᾐώρημαι, ᾐώρησα
  18277. ᾐώρουν
  18278. ἠώς, ἠοῦς (ἡ)
  18279. Γ, γ (γάμα) (τό)
  18280. γ᾽
  18281. Γαβηνοί, ῶν (οἱ)
  18282. Γάβιοι, ων (οἱ)
  18283. γάγγαμον, ου (τό)
  18284. γάγγραινα, ης (ἡ)
  18285. Γάδειρα, ων (τά)
  18286. Γαδειραῖος, α, ον
  18287. Γαδειρικός, ή, όν
  18288. γάζα, ης (ἡ)
  18289. γαζοφυλακεῖον, ου (τό)
  18290. γαζοφύλαξ, ακος (ὁ)
  18291. γαῖα, ας (ἡ)
  18292. γαίη, ης (ἡ)
  18293. γαιήϊος, ος, ον
  18294. γαιήοχος, ος, ον
  18295. γαίω
  18296. γάλα, γάλακτος (τό)
  18297. γαλαθηνός, ή, όν
  18298. γαλακτοειδής, ής, ές
  18299. γαλακτόομαι-οῦμαι
  18300. γαλακτοπότης, ου (ὁ)
  18301. γαλακτουχέω-ῶ
  18302. γαλάνα, γαλάνεια
  18303. γαλαξίας, ου
  18304. Γαλάτης, ου
  18305. Γαλατία, ας (ἡ)
  18306. Γαλατικός, ή, όν
  18307. γαλεαγκών, ῶνος
  18308. γαλέη, ης (ἡ)
  18309. γαλεώτης, ου (ἡ)
  18310. γαλῆ
  18311. γαλήνη, ης (ἡ)
  18312. γαληνός, ός, όν
  18313. Γαλιλαία, ης (ἡ)
  18314. Γαλιλαῖος, α, ον
  18315. Γαλλία, ας (ἡ)
  18316. γαλόως, ω (ἡ)
  18317. γαμβρός, οῦ (ὁ)
  18318. γαμέσσεται
  18319. γαμετή, ῆς (ἡ)
  18320. γαμέτης, ου (ὁ)
  18321. γαμέω-ῶ
  18322. γαμήλευμα, ατος (τό)
  18323. γαμήλιος, ος, ον
  18324. γαμητέον
  18325. γαμίζω
  18326. γαμικός, ή, όν
  18327. γαμίσκω
  18328. γάμμα (τό)
  18329. γαμοδαίσια, ων (τά)
  18330. γαμόρος
  18331. γάμος, ου (ὁ)
  18332. γαμφηλαί, ῶν (αἱ)
  18333. γαμψῶνυξ, υχος
  18334. γανάεις, άεσσα, άεν
  18335. γανάω-ῶ
  18336. γάνος, εος-ους (τό)
  18337. γανόω-ῶ
  18338. γανόωντες, γανόωσαι
  18339. γάνυμαι
  18340. Γανυμήδης, εος-ους (ὁ)
  18341. γανύσσομαι
  18342. γάνωμα, ατος (τό)
  18343. γάνωσις, εως (ἡ)
  18344. γάποτος, ος, ον
  18345. γάρ
  18346. γαργαλίζω
  18347. γαργαλισμός, οῦ (ὁ)
  18348. γάργαλος, ου (ὁ)
  18349. Γαργήττιος, ου (ὁ)
  18350. Γαργηττός, οῦ (ὁ)
  18351. γαστήρ, γαστρός (ἡ)
  18352. γάστρα, ας (ἡ)
  18353. γαστρίζω
  18354. γαστριμαργία, ας (ἡ)
  18355. γάστρις, ιδος
  18356. γαστροειδής, ής, ές
  18357. γαστροκνημία, ας (ἡ)
  18358. γαστρώδης, ης, ες
  18359. γαυλικός, ή, όν
  18360. γαῦλος, ου (ὁ)
  18361. γαυλός, οῦ (ὁ)
  18362. γαυρίαμα, ατος (τό)
  18363. γαυριάω-ῶ
  18364. γαῦρος, ος, ον
  18365. γαυρότης, ητος (ἡ)
  18366. γαυρόω-ῶ
  18367. γδουπέω
  18368. γε
  18369. γέγαα, γεγάατε, γεγάασι
  18370. γεγαῶτα, ῶτας
  18371. γεγένημαι
  18372. γεγέννημαι
  18373. γέγηθα
  18374. γέγονα
  18375. γέγωνα
  18376. γέγωνε
  18377. γεγωνέμεν
  18378. γεγώνευν, ἐγεγώνευν
  18379. γεγωνέω-ῶ
  18380. γεγώνησις, εως (ἡ)
  18381. γεγωνίσκω
  18382. γεγωνός1
  18383. γεγωνός2, ός, όν
  18384. γεγωνώς, υῖα, ός
  18385. γεγώς, ώσα
  18386. Γεδρωσία, ας (ἡ)
  18387. Γεδρώσιοι, ων (οἱ)
  18388. γεηρός, ά, όν
  18389. γείνατο
  18390. γείνομαι
  18391. γεῖσον, ου (τό)
  18392. γειτνίασις, εως (ἡ)
  18393. γειτνιάω-ῶ
  18394. γειτονεύω
  18395. γειτονέω-ῶ
  18396. γειτόνημα, ατος (τό)
  18397. γειτόνησις, εως (ἡ)
  18398. γειτονία, ας (ἡ)
  18399. γείτων, ων, ον
  18400. γέλασα
  18401. γελασείω
  18402. γελάσιμος, ος, ον
  18403. γέλασμα, ατος (τό)
  18404. γέλασσα
  18405. γελαστής, οῦ (ὁ)
  18406. γελαστικός, ός, όν
  18407. γελαστός, ή, όν
  18408. γελάω-ῶ
  18409. γέλγεα-η, ων (τά)
  18410. γελοιάζω
  18411. γελοίϊος
  18412. γελοῖος, α, ον
  18413. γελοίως
  18414. γελόω, γελοώντες
  18415. γέλω, γέλῳ
  18416. γελῶν
  18417. γέλων
  18418. γελώοντες
  18419. Γελῷος, ου (ὁ)
  18420. γέλως, ωτος (ὁ)
  18421. γελωτοποιέω-ῶ
  18422. γελωτοποιΐα, ας (ἡ)
  18423. γελωτοποιός, ός, όν
  18424. γελώων
  18425. γεμίζω
  18426. γέμος (τό)
  18427. γέμω
  18428. γενεά, ᾶς (ἡ)
  18429. γενεαλογέω-ῶ
  18430. γενεαλογία, ας (ἡ)
  18431. γενεή, ῆς (ἡ)
  18432. γενεηλογέω
  18433. γενεῆφι
  18434. γενέθλη, ης (ἡ)
  18435. γενέθλια, ων (τά)
  18436. γενέθλιος, ος, ον
  18437. γένεθλον, ου (τό)
  18438. γενειάς, άδος (ἡ)
  18439. γενειάσκω
  18440. γενειήτης, έω
  18441. γενειάω-ῶ
  18442. γένειον, ου (τό)
  18443. γενέσθαι
  18444. γενέσιος, ος, ον
  18445. γένεσις, εως (ἡ)
  18446. γενέσκετο
  18447. γενέτας
  18448. γενετή, ῆς (ἡ)
  18449. γενέτης, ου
  18450. γενέτωρ, ορος (ὁ)
  18451. γένευ
  18452. γενηΐς, γενηΐδος (ἡ)
  18453. γένημα, ατος (τό)
  18454. γενήσῃ
  18455. γενήσομαι
  18456. γενικός, ή, όν
  18457. γέννα, ης (ἡ)
  18458. γεννάδας, ου
  18459. γενναῖος, α, ον
  18460. γενναιότης, ητος (ἡ)
  18461. γενναίως
  18462. γεννάσω
  18463. γεννάω-ῶ
  18464. γέννημα, ατος (τό)
  18465. γέννησις, εως (ἡ)
  18466. γεννήτης, ου (ὁ)
  18467. γεννητός, ή, όν
  18468. γεννήτωρ, ορος (ὁ)
  18469. γεννικός, ή, όν
  18470. γενικῶς
  18471. γενοίατο
  18472. γένος, εος-ους (τό)
  18473. γέντο1
  18474. γέντο2
  18475. γένυς, υος (ἡ)
  18476. γέρα, γεράεσσι
  18477. γεραιός, ά, όν
  18478. γεραιόφρων, ονος
  18479. γεραίρω
  18480. γεραίτερος, γεραίτατος
  18481. γεράνδρυον, ου (τό)
  18482. γέρανος, ου (ἡ, ὁ)
  18483. γεραός, ά, όν
  18484. γεραρός, ά, όν
  18485. γέρας, αος-ως (τό)
  18486. γέρεα
  18487. Γερήνιος, ου (ὁ)
  18488. γέρον
  18489. γερονταγωγέω
  18490. γεροντία, ας (ἡ)
  18491. γεροντικός, ή, όν
  18492. γεροντικῶς
  18493. γερόντιον, ου (τό)
  18494. γεροντομανία, ας (ἡ)
  18495. γερουσία, ας (ἡ)
  18496. γερούσιος, α, ον
  18497. γέρρον, ου (τό)
  18498. γερροφόρος, ος, ον
  18499. γέρων, οντος (ὁ)
  18500. γέρως
  18501. γεῦμα, ατος (τό)
  18502. γεύμεθα
  18503. γευσαίατο
  18504. γεύσεται
  18505. γευσόμεθα
  18506. γεῦσις, εως (ἡ)
  18507. γευστός, ή, όν
  18508. γεύω
  18509. γέφυρα, ας (ἡ)
  18510. γεφυρίζω
  18511. γεφύριον, ου (τό)
  18512. γεφυριστής, οῦ (τό)
  18513. γεφυροποιός, οῦ (ὁ)
  18514. γεφυρόω-ῶ
  18515. γεφυρωτής, οῦ (ὁ)
  18516. γεωγραφία, ας (ἡ)
  18517. γεωγράφος, ου (ὁ)
  18518. γεώδης, ης, ες
  18519. γεώλοφος, ος, ον
  18520. γεωμετρέω-ῶ
  18521. γεωμέτρης, ου (ὁ)
  18522. γεωμετρία, ας (ἡ)
  18523. γεωμετρικός, ή, όν
  18524. γεωμιγής, ής, ές
  18525. γεωμόρος, ου (ὁ, ἡ)
  18526. γεωπέδιον, ου (τό)
  18527. γεωπείνης, ου
  18528. γεωπόνος, ου (ὁ)
  18529. γεωργέω-ῶ
  18530. γεωργία, ας (ἡ)
  18531. γεωργικός, ή, όν
  18532. γεώργιον, ου (τό)
  18533. γεωργός, ός, όν
  18534. γεωργώδης, ης, ες
  18535. γεωρυχέω-ῶ
  18536. γεωρυχία, ας (ἡ)
  18537. γῆ, γῆς (ἡ)
  18538. γηγενέτης, ου (ὁ)
  18539. γηγενής, ής, ές
  18540. Γήδειρα
  18541. γῄδιον, ου (τό)
  18542. γῆθεν
  18543. γηθέω-ῶ
  18544. γῆθος, εος-ους (τό)
  18545. γηθοσύνη, ης (ἡ)
  18546. γηθόσυνος, ος, ον
  18547. γήϊνος, η, ον
  18548. γηΐτης, ου (ὁ)
  18549. γήλοφος, ος, ον
  18550. γήμασθαι
  18551. γηοχέω-ῶ
  18552. γηπάτταλος, ου (ὁ)
  18553. γήπεδον, ου (τό)
  18554. γήποτος, ος, ον
  18555. γηραιός, ά, όν
  18556. γηραλέος, α, ον
  18557. γηράναι
  18558. γῆρας, αος-ως (τό)
  18559. γερασκέμεν
  18560. γηράσκω
  18561. γηράω-ῶ
  18562. γηροβοσκέω-ῶ
  18563. γηροβοσκία, ας (ἡ)
  18564. γηροβοσκός, ός, όν
  18565. γηροκομέω
  18566. γηροτροφέω-ῶ
  18567. γηροτροφία
  18568. γηροτρόφος, ος, ον
  18569. γηροφορέω-ῶ
  18570. γήρυμα, ατος (τό)
  18571. γῆρυς, υος (ἡ)
  18572. γηρύω
  18573. Γηρυών, όνος (ὁ)
  18574. γήρως
  18575. γῄτης, ου (ὁ)
  18576. γιγάντειος, α, ον
  18577. γιγαντικός, ή, όν
  18578. γιγαντολέτης, ου (ὁ)
  18579. γιγαντολέτις, ιδος (ἡ)
  18580. γιγαντολέτωρ, ορος (ὁ)
  18581. γιγαντομαχία, ας (ἡ)
  18582. γίγαρτον, ου (τό)
  18583. Γίγας, αντος (ὁ)
  18584. γίγνομαι
  18585. γιγνώσκω
  18586. γίνομαι
  18587. γινώσκω
  18588. γλάγος, εος (τό)
  18589. γλακτοφάγος, ος, ον
  18590. γλάμων, ωνος
  18591. γλαυκιάω-ῶ
  18592. γλαύκινος, η, ον
  18593. γλαυκιόων
  18594. γλαυκόμματος, ος, ον
  18595. γλαυκός1
  18596. γλαυκός2, ή, όν
  18597. γλαυκότης, ητος (ἡ)
  18598. γλαυκῶπις, ιδος
  18599. γλαυκωπός, ός, όν
  18600. γλαύξ, γλαυκός (ἡ)
  18601. γλαφυρία, ας (ἡ)
  18602. γλαφυρός, ά, όν
  18603. γλαφυρότης, ητος (ἡ)
  18604. γλαφυρῶς
  18605. γλεῦκος, εος-ους (τό)
  18606. γλήνη, ης (ἡ)
  18607. γλῆνος, εος-ους (τό)
  18608. γλίσχρος, α, ον
  18609. γλισχρότης, ητος (ἡ)
  18610. γλίσχρως
  18611. γλίχομαι
  18612. γλοιός, οῦ (ὁ)
  18613. γλουτός, οῦ (ὁ)
  18614. γλυκαίνω
  18615. γλυκεῖα
  18616. γλυκερός, ά, ον
  18617. γλύκιστος, γλυκίων
  18618. γλυκυθυμία, ας (ἡ)
  18619. γλυκύθυμος, ος, ον
  18620. γλυκύκαρπος, ος, ον
  18621. γλυκύμηλον, ου (τό)
  18622. γλυκύπικρος, ος, ον
  18623. γλυκύς, εῖα, ύ
  18624. γλυκυσίδη, ης (ἡ)
  18625. γλυκύτης, ητος (ἡ)
  18626. γλύφανος, ου (ὁ)
  18627. γλυφεῖον, ου (τό)
  18628. γλυφή, ῆς (ἡ)
  18629. γλυφίς, ίδος (ἡ)
  18630. γλύφω
  18631. γλῶσσα, ης (ἡ)
  18632. γλωσσαλγία, ας (ἡ)
  18633. γλωσσαργία, ας (ἡ)
  18634. γλωσσίς, ίδος (ἡ)
  18635. γλωσσόκομον, ου (τό)
  18636. γλωσσοτομέω-ῶ
  18637. γλῶττα, γλωτταρχία, γλωττ
  18638. γλωχίς, ῖνος (ἡ)
  18639. γναθμός, οῦ (ὁ)
  18640. γνάθος, ου (ἡ)
  18641. Γνάθων, ωνος (ὁ)
  18642. γναθώνειος, α, ον
  18643. Γναθωνίδης, ου (ὁ)
  18644. γναμπτός, ή, όν
  18645. γνάμπτω
  18646. γναφεύς, έως (ὁ)
  18647. γνήσιος, α, ον
  18648. γνησιότης, ητος (ἡ)
  18649. γνησίως
  18650. γνοῖεν, γνοίην
  18651. γνούς, γνόντος
  18652. γνόφος, γνοφώδης
  18653. γνύξ
  18654. γνῶ, γνῷς
  18655. γνώῃς, γνώῃ
  18656. γνῶθι
  18657. γνώμα
  18658. γνῶμα, ατος (τό)
  18659. γνωμέναι
  18660. γνώμη, ης (ἡ)
  18661. γνωμίδιον, ου (τό)
  18662. γνωμολογέω-ῶ
  18663. γνωμολογία, ας (ἡ)
  18664. γνωμονικός, ή, όν
  18665. γνωμοτύπος, ος, ον
  18666. γνώμων, ονος
  18667. γνῶν
  18668. γνῶναι
  18669. γνώομεν
  18670. γνωρίζω
  18671. γνώριμος, ος, ον
  18672. γνωρίμως
  18673. γνώρισμα, ατος (τό)
  18674. γνωριστέον
  18675. γνωριστικός, ή, όν
  18676. γνωριῶ
  18677. γνώσεαι
  18678. γνωσιμαχέω-ῶ
  18679. γνῶσις, εως (ἡ)
  18680. γνωσοίατο
  18681. γνώσομαι
  18682. γνωστήρ, ῆρος (ὁ)
  18683. γνωστικός, ή, όν
  18684. γνωστός, ή, όν
  18685. γνῶτε
  18686. γνωτή, ῆς (ἡ)
  18687. γνώτην
  18688. γνωτόσ1, ή, όν
  18689. γνωτός2, οῦ (ὁ)
  18690. γνώω
  18691. γοάασκεν
  18692. γοάοιεν
  18693. γοᾶσθ᾽
  18694. γοᾶται
  18695. γοᾶτο
  18696. γοάω-γοῶ
  18697. γογγροκτόνος, ος, ον
  18698. γόγγρος, ου (ὁ)
  18699. γογγύζω
  18700. γογγύλος, η, ον
  18701. γογγυσμός, οῦ (ὁ)
  18702. γογγυστής, οῦ
  18703. γοεδνός, ή, όν
  18704. γοερός, ά, όν
  18705. γοήμεναι
  18706. γόης, ητος (ὁ)
  18707. γοήσομαι
  18708. γοητεία, ας (ἡ)
  18709. γοήτευμα, ατος (τό)
  18710. γοητεύω
  18711. γοητής, οῦ (ὁ)
  18712. γόμος, ου (ὁ)
  18713. γομόω-ῶ
  18714. γομφίος, ου (ὁ)
  18715. γομφόδετος, ος, ον
  18716. γόμφος, ου (ὁ)
  18717. γομφόω-ῶ
  18718. γόμφωμα, ατος (τό)
  18719. γόνατα
  18720. γονάτιον, ου (τό)
  18721. γόνατος
  18722. γονεύς, έως (ὁ)
  18723. γονεύω
  18724. γονή, ῆς (ἡ)
  18725. γόνιμος, ος, ον
  18726. γονοκτονέω -ῶ
  18727. γόνος, ου (ὁ)
  18728. γόνυ, γόνατος (τό)
  18729. γονυκαμψεπίκυρτος, ος, ον
  18730. γονυκλαυσάγρυπνα, ης
  18731. γονυπετέω-ῶ
  18732. γονυπετής, ής, ές
  18733. γόον
  18734. γόος, ου (ὁ)
  18735. γοόῳεν
  18736. γοόων, γοόωσα
  18737. Γόργειος, α, ον
  18738. Γοργόνειος, ος, ον
  18739. γοργός, ή, όν
  18740. γόργυρα, ας (ἡ)
  18741. Γοργώ, οῦς (ἡ)
  18742. γοργῶπις, ιδος
  18743. γοργωπός, ός, όν
  18744. γοργώψ, ῶπος
  18745. γοῦν
  18746. γοῦνα, γούνων
  18747. γουνάζομαι
  18748. γούνατα
  18749. γούνατος
  18750. γουνόομαι-οῦμαι
  18751. γουνός1
  18752. γουνός2, οῦ (ὁ)
  18753. γοώδης, ης, ες
  18754. γόων
  18755. γοῶν, γοῶσα
  18756. γρᾴδιον
  18757. γραῖα, ας (ἡ)
  18758. γραΐδιον, ου (τό)
  18759. γραμμά
  18760. γράμμα, ατος (τό)
  18761. γραμματεία, ας (ἡ)
  18762. γραμματεῖον, ου (τό)
  18763. γραμματεύς, έως (ὁ)
  18764. γραματεύω
  18765. γραμματίδιον, ου (τό)
  18766. γραμματικός, ή, όν
  18767. γραμματικῶς
  18768. γραμμάτιον, ου (τό)
  18769. γραμματιστής, οῦ (ὁ)
  18770. γραμματοδιδασκαλεῖον, ου (
  18771. γραμματοδιδάσκαλος, ου (τό
  18772. γραμματοκύφων, ωνος (ὁ)
  18773. γραμματοφόρος, ου (ὁ)
  18774. γραμματοφυλακεῖον, ου (τό)
  18775. γραμμή, ῆς (ἡ)
  18776. γραμμικός, ή, όν
  18777. γραπτέος, α, ον
  18778. γραπτός, ή, όν
  18779. γραπτύς, ύος (ἡ)
  18780. γράσος, ου (ὁ)
  18781. γραῦς, γραός (ἡ)
  18782. γραφεῖον, ου (τό)
  18783. γραφεύς, έως (ὁ)
  18784. γραφή, ῆς (ἡ)
  18785. γραφικός, ή, όν
  18786. γραφικῶς
  18787. γραφίς, ίδος (ἡ)
  18788. γράφω
  18789. γραώδης, ης, ες
  18790. γρηγορέω-ῶ
  18791. γρηῦς
  18792. γρῖφος, ου (ὁ)
  18793. γριφώδης, ης, ες
  18794. γρῦ
  18795. γρύζω
  18796. γρυλίζω
  18797. γρυμέα, ας (ἡ)
  18798. γρυμεοπώλης, ου (ὁ)
  18799. γρυπός, ή, όν
  18800. γρυπότης, ητος (ἡ)
  18801. γρύψ, γρυπός (ὁ)
  18802. γύαλον, ου (τό)
  18803. Γυγάδας1, ου (ὁ)
  18804. Γυγάδας2, ου
  18805. Γυγαίη, ης
  18806. Γύγης, ου (ὁ)
  18807. γύης, ου (ὁ)
  18808. γυιοβαρής, ής, ές
  18809. γυῖον, ου (τό)
  18810. γυιοπέδη, ης (ἡ)
  18811. γυιός, ή, όν
  18812. γυιόω-ῶ
  18813. γυμνάζω
  18814. γυμνάς, άδος
  18815. γυμνασία, ας (ἡ)
  18816. γυμνασιαρχέω-ῶ
  18817. γυμνασιαρχία, ας (ἡ)
  18818. γυμνασιαρχικός, ή, όν
  18819. γυμνασίαρχος, ου (ὁ)
  18820. γυμνάσιον, ου (τό)
  18821. γύμνασμα, ατος (τό)
  18822. γυμναστέον
  18823. γυμναστής, οῦ (ὁ)
  18824. γυμναστικός, ή, όν
  18825. γυμνής, ῆτος
  18826. γυμνητεία, ας (ἡ)
  18827. γυμνητεύω
  18828. γυμνήτης, ου
  18829. γυμνητικός, ή, όν
  18830. γυμνῆτις, ιδος
  18831. γυμνικός, ή, όν
  18832. γυμνοπαιδία, ας (ἡ)
  18833. γυμνός, ή, όν
  18834. Γυμνοσοφισταί, ῶν (οἱ)
  18835. γυμνότης, ητος (ἡ)
  18836. γυμνόω-ῶ
  18837. γύμνωσις, εως (ἡ)
  18838. γύναι
  18839. γυναικάριον, ου (τό)
  18840. γυναικεῖος, α, ον
  18841. γυναικήϊος, η, ον
  18842. γναικίας, ου (ὁ)
  18843. γυναικίζω
  18844. γυναικισμός, οῦ (ὁ)
  18845. γυναικόβουλος, ος, ον
  18846. γυναικογήρυτος, ος, ον
  18847. γυναικοκρατέομαι-οῦμαι
  18848. γυναικοκρατία, ας (ἡ)
  18849. γυναικομανής, ής, ές
  18850. γυναικόμιμος, ος, ον
  18851. γυναικοπληθής, ής, ές
  18852. γυναικόποινος, ος, ον
  18853. γυναικοπρεπής, ής, ές
  18854. γυναικοφίλης, ου
  18855. γυναικώδης, ης, ες
  18856. γυναικών, ῶνος (ὁ)
  18857. γυναικωνῖτις, ιδος (ἡ)
  18858. γυναιμανής, ής, ές
  18859. γύναιον, ου (τό)
  18860. γύναιος, α, ον
  18861. γυνή, γυναικός (ἡ)
  18862. γύννις, ιδος (ὁ)
  18863. γύπεσσι
  18864. γυπιάς, άδος
  18865. Γυραί, ῶν (αἱ)
  18866. Γυραίη πέτρη (ἡ)
  18867. γυρεύω
  18868. γυρίνη, ης (ἡ)
  18869. γυρῖνος
  18870. γυρός, ά, όν
  18871. γῦρος, ου (ὁ)
  18872. Γυρτιάδης, ου (ὁ)
  18873. Γυρτώνιος, ου (ὁ)
  18874. Γυρτών, ῶνος (ἡ)
  18875. γύψ, γυπός (ὁ)
  18876. γύψος, ου (ἡ)
  18877. γυψόω-ῶ
  18878. γῶν
  18879. γωνία, ας (ἡ)
  18880. γωνίδιον, ου (τό)
  18881. γωνιώδης, ης, ες
  18882. γωρυτός, οῦ (ὁ)
  18883. Ι, ι (ἰῶτα) (τό)
  18884. ἰά1, ᾶς (ἡ)
  18885. ἰά2, ἰῶν (τά)
  18886. ἴα1
  18887. ἴα2
  18888. ἰάζω
  18889. ἰάθην, ἰαθήσομαι
  18890. ἰαῖ
  18891. ἰαίνω
  18892. ἰακχάζω
  18893. Ἰακχεῖον, ου (τό)
  18894. ἰακχέω-ῶ
  18895. ἰακχή, ῆς (ἡ)
  18896. Ἴακχος, ου (ὁ)
  18897. Ἰακώβ (ὁ)
  18898. ἰάλεμος1, ου (ὁ)
  18899. ἰάλεμος2, ος, ον
  18900. ἰάλλω
  18901. ἰαλτός, ή, όν
  18902. ἴαμα, ατος (τό)
  18903. ἴαμαι
  18904. ἰαμβεῖος, ος, ον
  18905. ἰαμβειοφάγος, ου (ὁ)
  18906. ἰαμβικός, ή, όν
  18907. ἴαμβος, ου (ὁ)
  18908. ἴαν
  18909. Ἰάν,  Ἰᾶνος
  18910. Ἰανουάριος, ου (ὁ)
  18911. ἰάομαι-ῶμαι
  18912. Ἰαόνιος, α, ον
  18913. Ἰαπετός, οῦ (ὁ)
  18914. ἰάπτω
  18915. Ἰάς, Ἰάδος
  18916. ἴασι(ν)
  18917. ἱᾶσι
  18918. Ἰασίδης, ου (ὁ)
  18919. Ἰασικός, ή, όν
  18920. ἰάσιμος, ος, ον
  18921. ἴασις, εως (ἡ)
  18922. Ἰασόνιος, α, ον
  18923. Ἴασος, ου (ἡ)
  18924. ἴασπις, ιδος (ἡ)
  18925. Ἰαστί
  18926. Ἰασώ, οῦς (ἡ)
  18927. Ἰάσων, ονος (ὁ)
  18928. ἰατήρ, ῆρος (ὁ)
  18929. ἰατορία, ας (ἡ)
  18930. ἰατρεῖον, ου (τό)
  18931. ἰατρεύματα, ων (τά)
  18932. ἰάτρευσις, εως (ἡ)
  18933. ἰατρεύω
  18934. ἰατρικός, ή, όν
  18935. ἰατρόμαντις, εως (ὁ)
  18936. ἰατρός, οῦ (ὁ, ἡ)
  18937. ἰαύω
  18938. ἰαχέω-ῶ
  18939. ἰαχή, ῆς (ἡ)
  18940. ἰάχω
  18941. Ἰαωλκός, οῦ (ἡ)
  18942. Ἰάων,  Ἰάονος
  18943. Ἴβηρ,  Ἴβηρος (ὁ)
  18944. Ἰβηρία, ας (ἡ)
  18945. Ἰβερικός, ή, όν
  18946. ἶβις, ἴβιος (ὁ)
  18947. ἷγμαι
  18948. ἰγνύα, ας (ἡ)
  18949. Ἰδαῖος, α, ον
  18950. ἰδέ1
  18951. ἰδέ2
  18952. ἰδέα, ας (ἡ)
  18953. ἰδέειν
  18954. ἰδεῖν
  18955. ἴδεσκε
  18956. ἰδέω
  18957. ἴδη1, ης (ἡ)
  18958. Ἴδη2, ης (ἡ)
  18959. ἴδηαι
  18960. Ἴδηθεν
  18961. ἰδίᾳ
  18962. ἰδιάζω
  18963. ἰδιοβουλέυω
  18964. ἰδιόμορφος, ος, ον
  18965. ἰδιόξενος, ος, ον
  18966. ἴδιος, α, ον
  18967. ἰδιόστολος, ος, ον
  18968. ἰδιότης, ητος (ἡ)
  18969. ἰδιόομαι-οῦμαι
  18970. ἰδίω
  18971. ἰδίωμα, ατος (τό)
  18972. ἰδίως
  18973. ἰδίωσις, εως (ἡ)
  18974. ἰδιωτεία, ας (ἡ)
  18975. ἰδιωτεύω
  18976. ἰδιώτης, ου (ὁ)
  18977. ἰδιωτικός, ή, όν
  18978. ἰδιωτικῶς
  18979. ἴδμεν1
  18980. ἴδμεν2
  18981. ἰδνόω-ῶ
  18982. ἰδοί, ῶν (αἱ)
  18983. ἰδοίατο
  18984. Ἰδομενεύς, έως (ὁ)
  18985. ἴδον
  18986. ἶδος, εος-ους (τό)
  18987. ἰδού
  18988. ἰδοῦ
  18989. ἰδρεία, ας (ἡ)
  18990. ἰδρείη, ης (ἡ)
  18991. ἴδρις, ιος
  18992. ἱδρόω-ῶ
  18993. ἵδρυμα, ατος (τό)
  18994. ἵδρυμαι
  18995. ἱδρύνω
  18996. ἵδρυσις, εως (ἡ)
  18997. ἱδρυτέον
  18998. ἱδρύω
  18999. ἱδρῶ, ἱδρῷ
  19000. ἱδρώων
  19001. ἱδρώς, ῶτος (ὁ)
  19002. ἱδρώω-ῶ
  19003. ἰδυῖα
  19004. ἴδω,
  19005. ἰείη
  19006. ἱεισῖ
  19007. ἵεμαι
  19008. ἱέμεν, ἱέμεναι
  19009. ἱέμεσθα
  19010. ἴεν
  19011. ἵεν
  19012. ἰέναι
  19013. ἱέναι
  19014. ἱέντας
  19015. ἱερά
  19016. ἱερακίζω
  19017. ἱερακοβοσκός, οῦ (ὁ)
  19018. ἱέραξ, ακος (ὁ)
  19019. ἱεράομαι-ῶμαι
  19020. ἱερατεία, ας (ἡ)
  19021. ἱεράτευμα, ατος (τό)
  19022. ἱερατεύω
  19023. ἱερατικός, ή, όν
  19024. ἱεραφόρος, ος, ον
  19025. ἱέρεια, ας (ἡ)
  19026. ἱερεῖον, ου (τό)
  19027. ἱερεύς, έως (ὁ)
  19028. ἱερευσέμεν
  19029. ἱερεύσιμος, ος, ον
  19030. ἱερεύω
  19031. ἱέρη, ης (ἡ)
  19032. ἱερή
  19033. ἱερήϊον, ου (τó)
  19034. ἱερία, ας (ἡ)
  19035. ἱερίς, ίδος (ἡ)
  19036. ἱερογλυφικός, ή, όν
  19037. ἱερογραμματεύς, έως (ὁ)
  19038. ἱεροδόκος, ος, ον
  19039. ἱερόδουλος, ου (ὁ, ἡ)
  19040. ἱερόθυτος, ος, ον
  19041. ἱερολογέω-ῶ
  19042. ἱερολογία, ας (ἡ)
  19043. ἱερομηνία, ας (ἡ)
  19044. ἱερομήνια, ων (τά)
  19045. ἱερομνήμων, ονος (ὁ)
  19046. ἱερόν, οῦ (τό)
  19047. ἱερονίκης, ου (ὁ)
  19048. ἱεροποιέω-ῶ
  19049. ἱεροποιός, ός, όν
  19050. ἱεροπρεπής, ής, ές
  19051. ἱερός, ά, όν
  19052. Ἱεροσόλυμα, ων (τά)
  19053. Ἱεροσολυμίτης, ου
  19054. ἱερόστολος, ου (ὁ)
  19055. ἱεροσυλέω-ῶ
  19056. ἱεροσυλία, ας (ἡ)
  19057. ἱερόσυλος, ος, ον
  19058. ἱερουργέω-ῶ
  19059. ἱερουργία, ας (ἡ)
  19060. ἱεροφαντέω-ῶ
  19061. ἱεροφάντης, ου (ὁ)
  19062. ἱεροφαντία, ας (ἡ)
  19063. ἱεροφαντικός, ή, όν
  19064. ἱεροφαντικῶς
  19065. ἱερόφαντις, ιδος (ἡ)
  19066. ἱεροφύλαξ, ακος (ὁ)
  19067. ἱερόω-ῶ
  19068. Ἱέρων, ωνος (ὁ)
  19069. ἱερώνυμος, ος, ον
  19070. ἱερῶς
  19071. ἱερωσύνη, ης (ἡ)
  19072. ἱζάνω
  19073. ἵζεσκον
  19074. ἵζημα, ατος (τό)
  19075. ἵζω
  19076. ἰή1
  19077. ἰή2
  19078. ἴῃ
  19079. ἵη
  19080. ἰῇ
  19081. ἱῇ
  19082. ἰήϊος, ος, ον
  19083. ἴηλα
  19084. ἰηλεμίζω
  19085. ἰηλεμίστρια, ας (ἡ)
  19086. ἰήλεμος, ος, ον
  19087. ἴημα, ατος (τό)
  19088. ἵημι
  19089. ἴηνα
  19090. ἰῆς
  19091. ἴῃς
  19092. ἰησάμεν
  19093. ἴησθα
  19094. ἴῃσι
  19095. ἵησι
  19096. ἵῃσι
  19097. ἴησις
  19098. Ἰησονίδης, ου (ὁ)
  19099. ἰήσομαι
  19100. Ἰησοῦς, οῦ (ὁ)
  19101. Ἰήσων
  19102. ἴητε
  19103. ἰητήρ, ῆρος (ὁ)
  19104. ἰῆτο
  19105. ἰθαγενής, ής, ές
  19106. Ἰθάκη, ης (ἡ)
  19107. Ἰθάκηνδε
  19108. Ἰθακήσιος, α, ον
  19109. Ἴθακος, ου
  19110. ἰθεῖα
  19111. ἰθέως
  19112. ἴθι
  19113. ἴθμα, ατος (τό)
  19114. ἰθύ
  19115. ἰθύθριξ, ἰθύτριχος
  19116. ἰθυμαχίη, ης (ἡ)
  19117. ἰθύντατα
  19118. ἰθύνετε
  19119. ἰθύνω
  19120. ἰθυπτίων, ωνος
  19121. ἰθύς1, εῖα, ύ
  19122. : ἰθείῃ Διός
  19123. ἰθύς2
  19124. ἰθύς3 (ἡ)
  19125. : ἄριστοι πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν
  19126. ἰθύτριχες, ἰθύτριχος
  19127. ἰθύω
  19128. Ἰθώμη, ης (ἡ)
  19129. Ἰθωμήτας, α
  19130. ἱκανός, ή, όν
  19131. ἱκανέμεν
  19132. ἱκανότης, ητος (ἡ)
  19133. ἱκανόω-ῶ
  19134. ἱκάνω
  19135. ἱκανῶς
  19136. Ἰκάριος, α, ον
  19137. Ἴκαρος, ου (ὁ)
  19138. ἴκελος, η, ον
  19139. ἵκεο
  19140. ἱκέσθαι
  19141. ἱκεσία, ας (ἡ)
  19142. ἱκέσιος, α, ον
  19143. ἱκεταδόκος, ος, ον
  19144. ἱκετεία, ας (ἡ)
  19145. ἱκέτευμα, ατος (τό)
  19146. ἱκετευτέος, α, ον
  19147. ἱκετεύω
  19148. ἱκετηρία, ας (ἡ)
  19149. ἱκετήριος, α, ον
  19150. ἱκέτης, ου (ὁ)
  19151. ἱκετήσιος, α, ον
  19152. ἱκέτις, ιδος (ἡ)
  19153. ἵκευ
  19154. ἵκηαι
  19155. ἰκμάζω
  19156. ἰκμάς, άδος (ἡ)
  19157. ἴκμενος
  19158. ἱκνέομαι-οῦμαι
  19159. ἱκνεύμεναι
  19160. ἱκνευμένως
  19161. ἱκνούμενος,
  19162. ἱκνουμένως
  19163. ἱκοίατο
  19164. ἱκόμην
  19165. Ἰκόνιον, ου (τό)
  19166. ἴκριον, ου (τό)
  19167. ἰκριόφι(ν)
  19168. ἱκταῖος, α, ον
  19169. ἴκταρ
  19170. ἰκτεριάω-ῶ
  19171. ἴκτερος, ου (ὁ)
  19172. ἱκτήρ, ῆρος (ὁ)
  19173. ἱκτήριος, α, ον
  19174. ἰκτῖνος, ου (ὁ)
  19175. ἵκτιος, α, ον
  19176. ἴκτις, ιδος (ἡ)
  19177. ἵκτωρ, ορος (ὁ)
  19178. ἵκω
  19179. ἵκωμι
  19180. ἴλα
  19181. ἰλαδόν
  19182. ἱλάειρα, ας
  19183. ἱλάομαι
  19184. ἵλαος, ος, ον
  19185. ἱλαρός, ά, όν
  19186. ἱλαρότης, ητος (ἡ)
  19187. ἱλαρῶς
  19188. ἱλάσιμος, ος, ον
  19189. ἱλάσκομαι
  19190. ἱλασμός, οῦ (ὁ)
  19191. ἱλασσάμενος
  19192. ἱλαστήριος, ος, ον
  19193. ἱλέομαι
  19194. ἱλεόομαι-οῦμαι
  19195. ἵλεως, ως, ων
  19196. ἱλέως
  19197. ἴλη, ης (ἡ)
  19198. ἵληθι
  19199. Ἰλήϊον, ου
  19200. ἱλήκῃσι, ἱλήκοις
  19201. ἵλημι
  19202. Ἰλιάδης, ου
  19203. Ἰλιάς, άδος
  19204. ἰλιγγιάω-ῶ
  19205. ἴλιγγος, ου (τό)
  19206. Ἰλιεύς, έως
  19207. Ἰλιόθεν
  19208. Ἰλιόθι
  19209. Ἴλιον, ου (τό)
  19210. Ἴλιος1, ου (ἡ)
  19211. Ἴλιος 2, α, ον
  19212. Ἰλιόφι
  19213. Ἱλισός, οῦ (ὁ)
  19214. ἰλλάς, άδος (ἡ)
  19215. ἰλλός, οῦ
  19216. ἴλλοψ, οπος
  19217. Ἰλλυρία, ας (ἡ)
  19218. Ἰλλυρικός, ή, όν
  19219. ἴλλω
  19220. Ἶλος, ου (ὁ)
  19221. ἰλύς, ύος (ἡ)
  19222. ἰλυσπάομαι-ῶμαι
  19223. ἰλυώδης, ης, ες
  19224. ἷμα, ατος (τό)
  19225. ἱμαντελίκτης, ου
  19226. ἱμάντινος, η, ον
  19227. ἱμαντώδης, ης, ες
  19228. ἱμάς, άντος (ὁ)
  19229. ἱμάσθλη, ης (ἡ)
  19230. ἱμάσσω
  19231. ἱματίδιον, ου (τό)
  19232. ἱματίζω
  19233. ἱματιοκάπηλος, ου (ὁ)
  19234. ἱμάτιον, ου (τό)
  19235. ἱματιοφυλακέω-ῶ
  19236. ἱματισμός, οῦ (ὁ)
  19237. Ἴμβριος, ου
  19238. Ἴμβρος, ου (ἡ)
  19239. ἱμείρω
  19240. ἴμεν
  19241. ἴμεναι
  19242. Ἱμέρα, ας (ἡ)
  19243. Ἱμεραῖος, α, ον
  19244. ἱμηρόεις, όεσσα, όεν
  19245. ἵμερος, ου (ὁ)
  19246. ἱμερτός, ή, όν
  19247. ἴμμεναι
  19248. ἵν᾽
  19249. ἵνα
  19250. Ἰνάχειος, α, ον
  19251. Ἰναχίδης, ου (ὁ)
  19252. Ἴναχος, ου (ὁ)
  19253. ἰνδάλλομαι
  19254. ἴνδαλμα, ατος (τό)
  19255. Ἰνδία, ας (ἡ)
  19256. Ἰνδικός, ή, όν
  19257. Ἰνδός1, οῦ (ὁ)
  19258. Ἰνδός2, ή, όν
  19259. ἴνεσι
  19260. ἰνίον, ου (τό)
  19261. ἶνις (ὁ, ἡ)
  19262.  Ἴνσομβροι, ων (οἱ)
  19263. ἷξα
  19264. ἴξαλος, ος, ον
  19265. ἵξεαι
  19266. ἰξευτήριος, α, ον
  19267. ἰξεύτρια, ας
  19268. Ἰξιόνιος, α, ον
  19269. ἷξις, εως (ἡ)
  19270. Ἰξίων, ονος (ὁ)
  19271. ἵξομαι
  19272. ἷξον
  19273. ἰξός, οῦ (ὁ)
  19274. ἰξύς, ύος (ἡ)
  19275. ἰξώδης, ης, ες
  19276. Ἰόβας, α (ὁ)
  19277. ἰοβλέφαρος, ος, ον
  19278. Ἰογόρθας, α (ὁ)
  19279. ἰοδνεφής, ής, ές
  19280. ἰοδόκος1, ος, ον
  19281. ἰοδόκος2, ος, ον
  19282. ἰοειδής1, ής, ές
  19283. ἰοειδής2, ής, ές
  19284. ἰόεις, ἰόεσσα, ἰόεν
  19285. ἴοι
  19286. ἴοιμι
  19287. Ἰοκάστη, ης (ἡ)
  19288. ἴομεν
  19289. ἰόμωρος, ος, ον
  19290. ἴον1, ου (τό)
  19291. ἴον2
  19292. ἰόν
  19293. ἰονθάς, άδος
  19294. ἴονθος, ου (ὁ)
  19295. Ἰόνιος, α, ον
  19296. ἰόντων
  19297. Ἰορδάνης, ου (ὁ)
  19298. ἰός1, ἰοῦ (ὁ)
  19299. ἰός2, ἰοῦ (ὁ)
  19300. ἰός, ἴα, ἰόν
  19301. ἰοστέφανος, ος, ον
  19302. ἰότης, ητος (ἡ)
  19303. ἰού
  19304. Ἰουγούρθας, α (ὁ)
  19305. Ἰουδαία, ας (ἡ)
  19306. ἰουδαΐζω
  19307. Ἰουδαϊκός, ή, όν
  19308. Ἰουδαϊκῶς
  19309. Ἰουδαῖος, α, ον
  19310. Ἰουδαϊσμός, οῦ (ὁ)
  19311. Ἰούδας, α (ὁ)
  19312. Ἰουλία, ας (ἡ)
  19313. Ἰουλιήτης, ου
  19314. Ἰούλιος, ου (ὁ)
  19315. Ἰούλιος, α, ον
  19316. Ἰουλίς, ίδος (ἡ)
  19317. ἴουλος, ου (ὁ)
  19318. Ἰούνιος, α, ον
  19319. ἰόφ
  19320. ἰοχέαιρα, ας
  19321. Ἰπνοί, ῶν (οἱ)
  19322. ἰπνοκαής, ής, ές
  19323. ἰπνολέβης, ητος (ὁ)
  19324. ἰπνοποιός, οῦ (ὁ)
  19325. ἰπνός, οῦ (ὁ)
  19326. ἶπος, ου (ἡ)
  19327. ἰπόω-ῶ
  19328. ἱππαγρέτης, ου (ὁ)
  19329. ἱππαγωγός, ός, όν
  19330. ἱππάζω
  19331. ἱππαλεκτρυών, όνος (ὁ)
  19332. ἱππάριον, ου (τό)
  19333. ἱππαρμοστής, οῦ (ὁ)
  19334. ἱππαρχέω-ῶ
  19335. ἱππάρχης, ου (ὁ)
  19336. ἱππαρχία, ας (ἡ)
  19337. ἵππαρχος, ου (ὁ)
  19338. ἱππάς, άδος
  19339. ἱππασία, ας (ἡ)
  19340. Ἱππασίδης, ου (ὁ)
  19341. ἱππάσιμος, ος, ον
  19342. Ἵππασος, ου (ὁ)
  19343. ἱππαστικός, ή, όν
  19344. ἱππάστριαι, ῶν
  19345. ἱππεία, ας (ἡ)
  19346. ἵππειος, α, ον
  19347. ἱππεραστής, οῦ (ὁ)
  19348. ἵππευμα, ατος (τό)
  19349. ἱππεύς, έως (ὁ)
  19350. ἱππεύω
  19351. ἱππηγός, ός, όν
  19352. ἱππηδόν
  19353. ἱππηλάσιος, α, ον
  19354. ἱππηλάτα (ὁ)
  19355. ἱππηλάτας
  19356. ἱππηλατέω-ῶ
  19357. ἱππηλάτης, ου (ὁ)
  19358. ἱππήλατος, ος, ον
  19359. ἱππημολγός, ός, όν
  19360. ἱππιάναξ, ακτος (ὁ)
  19361. Ἱππίας, ου (ὁ)
  19362. ἱππικός, ή, όν
  19363. ἱππικῶς
  19364. ἵππιος, α, ον
  19365. ἱππιοχαίτης, ου
  19366. ἱππιοχάρμης, ου (ὁ)
  19367. ἱπποβάμων, ων, ον
  19368. ἱπποβάτης, ου (ὁ)
  19369. ἱπποβοσκός, οῦ (ὁ)
  19370. ἱπποβότης, ου (ὁ)
  19371. ἱππογέρανοι, ων (οἱ)
  19372. ἱππόγυποι, ων (οἱ)
  19373. Ἱπποδάμεια, ας (ἡ)
  19374. ἱππόδαμος, ος, ον
  19375. ἱπποδάσεια, ας
  19376. ἱππόδεσμα, ων (τά)
  19377. ἱπποδέτης, ου
  19378. ἱπποδρομία, ας (ἡ)
  19379. ἱπποδρόμιος, α, ον
  19380. ἱππόδρομος, ου (ὁ)
  19381. ἱπποδρόμος, ου (ὁ)
  19382. ἱππόθεν
  19383. ἱπποθόρος νόμος (ὁ)
  19384. ἱππόκαμπος, ου (ὁ)
  19385. ἱπποκέλευθος, ος, ον
  19386. ἱπποκένταυρος, ου (ὁ)
  19387. ἱππόκομος, ος, ον
  19388. ἱπποκόμος, ου (ὁ)
  19389. ἱπποκορυστής, οῦ (ὁ)
  19390. ἱπποκρατέω-ῶ
  19391. Ἱπποκράτης, ους (ὁ)
  19392. ἱπποκρατία, ας (ἡ)
  19393. ἱππόκροτος, ος, ον
  19394. Ἱππόλυτος, ου (ὁ)
  19395. ἱππομανές, οῦς (τό)
  19396. ἱππομανής, ής, ές
  19397. ἱππομανία, ας (ἡ)
  19398. ἱππομαχέω-ῶ
  19399. ἱππόμαχος, ος, ον
  19400. ἱππομιγής, ής, ές
  19401. ἱππομύρμηξ, ηκος (ὁ)
  19402. ἱππονώμας, ου (ὁ)
  19403. ἱπποπόλος, ος, ον
  19404. ἵππος, ου (ὁ, ἡ)
  19405. ἱππόστασις, εως (ἡ)
  19406. ἱπποσύνη, ης (ἡ)
  19407. ἱππότα1
  19408. ἱππότα2
  19409. Ἱπποτάδης, ου (ὁ)
  19410. ἱππότας
  19411. ἱππότης, ου (ὁ)
  19412. ἱπποτροφέω-ῶ
  19413. ἱπποτροφία, ας (ἡ)
  19414. ἱπποτρόφος, ος, ον
  19415. ἱπποτυφία, ας (ἡ)
  19416. ἵππουρις, ιδος
  19417. ἵππουρος, ος, ον
  19418. ἱπποφόρβιον, ου (τό)
  19419. ἱππόομαι-οῦμαι
  19420. ἱππών, ῶνος (ὁ)
  19421. ἵπτημι
  19422. ἴπτομαι
  19423. ἱράομαι
  19424. ἱρεύς, ἱρεύω
  19425. ἰρηΐη, ἱρήϊον
  19426. ἰρήν, ἰρένος (ὁ)
  19427. ἴρηξ
  19428. ἰριοειδής, ής, ές
  19429. ἶρις, ἴριδος (ἡ)
  19430. Ἶρις,    Ἴριδος (ἡ)
  19431. ἴρισσιν
  19432. ἱρολογέω
  19433. ἱρός, ή, όν
  19434. ἱροφάντης
  19435. ἱρωσύνη
  19436. ἴς, ἰνός (ἡ)
  19437. ἴσα
  19438. ἰσάγγελος, ος, ον
  19439. ἰσάζω
  19440. ἰσαίτερος, ἰσαίτατος
  19441. ἰσαίτατα
  19442. ἰσάκις
  19443. ἴσαμι (ἴσᾳς, ἴσατι, ἴσαμε
  19444. ἴσαν
  19445. ἰσάνεμος, ος, ον
  19446. ἰσάργυρος, ος, ον
  19447. ἰσάριθμος, ος, ον
  19448. ἴσασι
  19449. ἰσάσκετο
  19450. ἰσαύδης, ης, ες
  19451. Ἰσεῖον, ου (τό)
  19452. ἰσηγορία, ας (ἡ)
  19453. ἰσῆλιξ, ικος
  19454. ἰσημερία, ας (ἡ)
  19455. ἰσημερινός, ή, όν
  19456. ἰσήρετμος, ος, ον
  19457. ἰσήρης, ης, ες
  19458. ἴσθι
  19459. Ἴσθμια, ων (τά)
  19460. Ἰσθμιάς, άδος
  19461. ἴσθμιον, ου (τό)
  19462. ἴσθμιος, α, ον
  19463. ἰσθμοῖ
  19464. ἰσθμός, οῦ (ὁ, ἡ)
  19465. ἰσθμώδης, ης, ες
  19466. Ἰσιακός, ή, όν
  19467. Ἶσις,    Ἴσιδος (ἡ)
  19468. ἶσκον
  19469. ἴσκω1
  19470. ἴσκω2
  19471. Ἴσμαρίς, ίδος
  19472. Ἴσμαρος, ου (ἡ)
  19473. ἴσμεν
  19474. Ἰσμήνιος, α, ον
  19475. Ἰσμηνός, οῦ (ὁ)
  19476. ἰσοβαρής, ής, ές
  19477. ἰσοβασιλεύς, έως (ὁ)
  19478. ἰσόγαιος, α, ον
  19479. ἰσοδαίμων, ων, ον
  19480. ἰσοδαίτης, ου
  19481. ἰσοδίαιτος, ος, ον
  19482. ἰσόθεος, ος, ον
  19483. ἰσοθεόω-ῶ
  19484. ἰσοκίνδυνος, ος, ον
  19485. ἰσόκληρος, ος, ον
  19486. ἰσόκοιλος, ος, ον
  19487. ἰσοκρατής, ής, ές
  19488. Ἰσοκράτης, ους (ὁ)
  19489. ἰσοκρατία, ας (ἡ)
  19490. ἰσόκωλος, ος, ον
  19491. ἰσομέτρητος, ος, ον
  19492. ἰσομετρία, ας (ἡ)
  19493. ἰσόμετρος, ος, ον
  19494. ἰσομέτωπος, ος, ον
  19495. ἰσομοιρέω-ῶ
  19496. ἰσομοιρία, ας (ἡ)
  19497. ἰσόμοιρος, ος, ον
  19498. ἰσόμορος, ος, ον
  19499. ἶσον
  19500. ἰσόνειρος, ος, ον
  19501. ἰσονομέομαι-οῦμαι
  19502. ἰσονομία, ας (ἡ)
  19503. ἰσόπαις, -παιδος
  19504. ἰσοπαλής, ής, ές
  19505. ἰσόπεδος, ος, ον
  19506. ἰσοπλατής, ής, ές
  19507. ἰσοπληθής, ής, ές
  19508. ἰσόπρεσβυς
  19509. ἰσορροπέω-ῶ
  19510. ἰσορροπία, ας (ἡ)
  19511. ἰσόρροπος, ος, ον
  19512. ἰσορρόπως
  19513. ἴσος, η, ον
  19514. ἴσον, ἴσα
  19515. ἰσοστάσιος, ος, ον
  19516. ἰσοσύλλαβος, ος, ον
  19517. ἰσοτέλεια, ας (ἡ)
  19518. ἰσοτέλεστος, ος, ον
  19519. ἰσοτελής, ής, ές
  19520. ἰσότης, ητος (ἡ)
  19521. ἰσοτιμία, ας (ἡ)
  19522. ἰσότιμος, ος, ον
  19523. ἰσοτριβής, ής, ές
  19524. ἰσοφαρίζω
  19525. ἰσοφόρος, ος, ον
  19526. ἰσοχειλής, ής, ές
  19527. ἰσοχρονέω-ῶ
  19528. ἰσόχρονος, ος, ον
  19529. ἰσόχωρος, ος, ον
  19530. ἰσοψηφία, ας (ἡ)
  19531. ἰσόψηφος, ος, ον
  19532. ἰσόψυχος, ος, ον
  19533. ἰσόω-ῶ
  19534. Ἰσραήλ (ὁ)
  19535. Ἰσραηλῖται, ῶν (οἱ)
  19536. ἵσταμαι
  19537. ἱστάνω
  19538. ἵστασκε
  19539. ἱστάω-ῶ
  19540. ἰστέος, α, ον
  19541. ἵστη
  19542. ἵστημι
  19543. ἵστην
  19544. ἱστία
  19545. Ἱστίαια, ας (ἡ)
  19546. Ἱστιαιεύς, έως (ὁ)
  19547. Ἱστιαιῆτις, ιδος (ἡ)
  19548. Ἱστιαῖος, ου (ὁ)
  19549. ἱστιάω
  19550. ἱστίη,   Ἱστίη
  19551. ἱστιῆσθαι
  19552. ἱστιητόριον, ου (τό)
  19553. ἱστίον, ου (τό)
  19554. ἱστοδόκη, ης (ἡ)
  19555. ἱστοπέδη, ης (ἡ)
  19556. ἱστορέω-ῶ
  19557. ἱστορία, ας (ἡ)
  19558. ἱστοριογράφος, ου (ὁ)
  19559. ἱστός, οῦ (ὁ)
  19560. ἱστουργέω-ῶ
  19561. Ἰστριανός1, ή, όν
  19562. Ἰστριανός2, ή, όν
  19563. Ἰστρίη, ης (ἡ)
  19564. Ἰστριηνός
  19565. Ἴστρος, ου (ὁ)
  19566. ἴστω
  19567. ἵστω
  19568. ἴστωρ, ορος
  19569. ἰσχάδιον, ου (τό)
  19570. ἴσχαιμος, ος, ον
  19571. ἰσχαλέος, α, ον
  19572. ἰσχανάᾳ, ἰσχανάᾳς
  19573. ἰσχανάω-ῶ
  19574. ἰσχανόων
  19575. ἰσχάνω
  19576. ἰσχάς1, άδος (ἡ)
  19577. ἰσχάς2, άδος (ἡ)
  19578. ἰσχέμεν, ἰσχεμέναι
  19579. ἴσχιον, ου (τό)
  19580. ἰσχναίνω
  19581. ἰσχνός, ή, όν
  19582. ἰσχνόφωνος, ος, ον
  19583. ἰσχνῶς
  19584. ἰσχυρίζω
  19585. ἰσχυρογνώμων, ων, ον
  19586. ἰσχυροποιέω-ῶ
  19587. ἰσχυρός, ά, όν
  19588. ἰσχυρῶς
  19589. ἰσχύς, ύος (ἡ)
  19590. ἰσχύω
  19591. ἴσχω
  19592. ἴσως
  19593. Ἰταλίη, ης (ἡ)
  19594. Ἰταλικός, ή, όν
  19595. Ἰταλιώτης, ου
  19596. ἰταλιωτικός, ή, όν
  19597.  Ἰταλός1, οῦ (ὁ)
  19598.  Ἰταλός2, ή, όν
  19599. ἰταμός, ή, όν
  19600. ἰταμότης, ητος (ἡ)
  19601. ἰταμῶς
  19602. ἴτε
  19603. ἰτέα, ας (ἡ)
  19604. ἰτέη, ης (ἡ)
  19605. ἰτέϊνος, η, ον
  19606. ἰτέον
  19607. ἴτην
  19608. ἴτης, ου (ὁ)
  19609. ἴτον
  19610. ἴττω
  19611. ἴτυς, υος (ἡ)
  19612. ἴτω
  19613. ἴτων
  19614. Ἴτων, ωνος (ἡ)
  19615. Ἰτωνεῖς, έων (οἱ)
  19616. ἴτωσαν
  19617. ἰυγή, ῆς (ἡ)
  19618. ἰυγμός, οῦ (ὁ)
  19619. ἴυγξ, ἴυγγος (ἡ)
  19620. ἰύζω
  19621. ἴφθιμος, η, ον
  19622. ἶφι
  19623. Ἰφιγένεια, ας (ἡ)
  19624. Ἰφικλέης, έους (ὁ)
  19625. Ἰφικλήειος, η, ον
  19626. Ἴφικλος, ου (ὁ)
  19627. ἴφιος, α, ον
  19628. Ἰφιτίδης, ου (ὁ)
  19629. Ἴφιτος, ου (ὁ)
  19630. ἰχανάω-ῶ
  19631. ἴχαρ (τό)
  19632. ἰχθυάω-ῶ
  19633. ἰχθυβόλος, ος, ον
  19634. ἰχθύδιον, ου (τό)
  19635. ἰχθυηρός, ά, όν
  19636. ἰχθύϊνος, η, ον
  19637. ἰχθύοβρωτος, ος, ον
  19638. ἰχθυοειδής, ής, ές
  19639. ἰχθυόεις, όεσσα, όεν
  19640. ἰχθυοπώλης, ου (ὁ)
  19641. ἰχθυοπωλία, ας (ἡ)
  19642. ἰχθυοπώλιον, ου (τό)
  19643. ἰχθυόπωλις, ιδος (ἡ)
  19644. ἰχθυοτρόφος, ος, ον
  19645. ἰχθυοφάγος, ος, ον
  19646. ἰχθύς, ύος (ὁ)
  19647. ἰχθυώδης, ης, ες
  19648. ἰχνεύμων, ονος (ὁ)
  19649. ἰχνευτής, οῦ
  19650. ἰχνεύω
  19651. ἰχνηλάτης, ου (ὁ)
  19652. ἴχνιον, ου (τό)
  19653. ἴχνος, εος-ους (τό)
  19654. ἰχνοσκοπέω-ῶ
  19655. ἰχνοσκοπία, ας (ἡ)
  19656. ἰχῶ
  19657. ἰχώρ, ἰχῶρος (ὁ)
  19658. ἶψ, ἰπός (ὁ)
  19659. ἴψαο
  19660. ἴω
  19661. ἰῶ, ἰῆς, ἰῇ
  19662. ἱῶ, ἱῆς, ἱῇ
  19663. ἰῶ
  19664. Ἰώ,  Ἰοῦς (ἡ)
  19665. Ἰωάννης, ου (ὁ)
  19666. ἰωγή, ῆς (ἡ)
  19667. ἰώδης1, ης, ες
  19668. ἰώδης2, ης, ες
  19669. ἰωή, ῆς (ἡ)
  19670. ἰῶκα
  19671. ἰωκή, ῆς (ἡ)
  19672. Ἰωλκός, οῦ (ὁ)
  19673. ἰῶμαι
  19674. ἱῶμαι
  19675. ἴωμεν
  19676. ἱῶμεν
  19677. ἰῴμην
  19678. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν
  19679. Ἴων,  Ἴωνος
  19680. Ἰωνᾶς, ᾶ (ὁ)
  19681. Ἰωνία, ας (ἡ)
  19682. Ἰωνικός, ή, όν
  19683. Ἰωνικῶς
  19684. ἰωνοκάμπτης, ου (ὁ)
  19685. Ἰωξίδαι, ῶν (οἱ)
  19686. Ἰωξίδες, ων (αἱ)
  19687. Ἴωξος, ου (ὁ)
  19688. ἴωσι
  19689. ἰῶτα (τό)
  19690. ἰωχμός, οῦ (ὁ)
  19691. Κ, κ (κάππα) (τό)
  19692. κα
  19693. καβάλλης, ου (ὁ)
  19694. κάββαλε (ν)
  19695. καββαλλικός, ή, όν
  19696. Καββαλοῦσα, ης (ἡ)
  19697. Κάβειροι, ων (οἱ)
  19698. Καβησόθεν
  19699. Καβησός, οῦ (ὁ)
  19700. κάβος, ου (ὁ)
  19701. κάγ
  19702. κἀγαθός
  19703. κἀγάμους
  19704. κἀγγύθεν
  19705. κἀγένοντο
  19706. κάγκανος, ος, ον
  19707. κἀγκύψας
  19708. κἀγορᾶς
  19709. κἀγρίοις
  19710. καγχάζω
  19711. καγχαλάω-ῶ
  19712. κἀγώ, κἄγωγε
  19713. κάδ
  19714. κἀδάκρυτος
  19715. καδδέβαλε
  19716. καδδίζω
  19717. κάδδιχος, ου (ὁ)
  19718. καδδραθέτην
  19719. καδδῦσαι
  19720. κἄδει
  19721. κἀδελφήν
  19722. καδίσκος, ου (ὁ)
  19723. κἀδήλωσε
  19724. κἀδίκου
  19725. Καδμεία, ας (ἡ)
  19726. Καδμεῖος, α, ον
  19727. Καδμείωνες, ων (οἱ)
  19728. Καδμήϊος, η, ον
  19729. Καδμογενής, ής, ές
  19730. Κάδμος, ου (ὁ)
  19731. κἀδόκει, κἀδόκουν
  19732. κάδος, ου (ὁ)
  19733. κᾶδος, εος (τό)
  19734. κἀδούλωσεν
  19735. κἄδρων
  19736. Κάειρα, ας
  19737. κἄζευξα
  19738. κάζω
  19739. καήμεναι
  19740. καθ’
  19741. κἆθ’
  19742. καθαγίζω
  19743. καθαγισμός, οῦ (ὁ)
  19744. καθαγνίζω
  19745. καθαιμάσσω
  19746. καθαιματόω-ῶ
  19747. κάθαιμος, ος, ον
  19748. καθαίρεσις, εως (ἡ)
  19749. καθαιρετέος, α, ον
  19750. καθαιρέτης, ου (ὁ)
  19751. καθαιρέω-ῶ
  19752. καθαίρω
  19753. καθάλλομαι
  19754. κάθαμμα, ατος (τό)
  19755. καθάπαξ
  19756. καθάπερ
  19757. καθαπερανεί
  19758. καθαπερεί
  19759. καθάπτω
  19760. καθάρειος, ος, ον
  19761. καθαρείως
  19762. καθαρεύω
  19763. καθάριος, ος, ον
  19764. καθαρίζω
  19765. καθαριότης, ητος (ἡ)
  19766. καθαρισμός, οῦ (ὁ)
  19767. καθαρίως
  19768. κάθαρμα, ατος (τό)
  19769. καθαρμόζω
  19770. καθαρμός, οῦ (ὁ)
  19771. καθαρός, ά, όν
  19772. καθαρότης, ητος (ἡ)
  19773. καθάρσιος, ος, ον
  19774. κάθαρσις, εως (ἡ)
  19775. καθαρτήρ, ῆρος (ὁ)
  19776. καθαρτής, οῦ (ὁ)
  19777. καθαρτικός, ή, όν
  19778. καθαρῶ
  19779. καθαρῶς
  19780. καθεδοῦμαι
  19781. καθέδρα, ας (ἡ)
  19782. καθέζομαι
  19783. καθέηκα
  19784. καθείατο
  19785. καθεῖκα
  19786. καθειλόμην, καθεῖλον
  19787. καθεῖμαι
  19788. καθειμαρμένος
  19789. καθείμαρται
  19790. καθειμένος
  19791. καθεῖναι,
  19792. καθείργνυμι
  19793. κάθειρξις, εως (ἡ)
  19794. καθείς
  19795. καθεῖς
  19796. καθεῖσε
  19797. καθεκτέον
  19798. καθεκτός, ή, όν
  19799. καθελίσσω
  19800. καθελκύω
  19801. καθέλκω
  19802. καθελών
  19803. κάθεμεν
  19804. καθεξῆς
  19805. κάθεξις, εως (ἡ)
  19806. καθέξω
  19807. καθερπύζω
  19808. καθέρπω
  19809. καθέστακα, καθέστηκα
  19810. καθεστηκῶς, υῖα, ός
  19811. καθεστήξω
  19812. καθεστώς, ῶσα, ός
  19813. καθέσωσι
  19814. κάθετον
  19815. κάθετος, ος, ον
  19816. καθεύδω
  19817. καθευρίσκω
  19818. καθεψέω-ῶ
  19819. καθεψιάομαι-ῶμαι
  19820. καθέψω
  19821. κἄθεον, κἀθέων
  19822. καθεώρων, ας, α
  19823. κἀθέως
  19824. κάθῃ
  19825. καθηγεμών, όνος (ὁ)
  19826. καθηγέομαι-οῦμαι
  19827. καθηγητής, οῦ (ὁ)
  19828. καθηδυπαθέω-ῶ
  19829. καθῆκα
  19830. κἄθηκα, κἄθηκας
  19831. καθῆκον, οντος (τό)
  19832. καθηκόντως
  19833. καθήκω
  19834. καθηλόω-ῶ
  19835. κάθημαι
  19836. καθημερινός, ή, όν
  19837. καθημέριος, α, ον
  19838. καθῆραι
  19839. καθῇρημαι
  19840. καθῆσο, καθῆστο, καθῆτο
  19841. καθῆψα
  19842. καθιδρύω
  19843. καθίει
  19844. καθιέρευσις, εως (ἡ)
  19845. καθιερεύω
  19846. καθιερόω-ῶ
  19847. καθιέρωσις, εως (ἡ)
  19848. καθιζάνω
  19849. καθίζον
  19850. καθίζω
  19851. καθίημι
  19852. καθίκεο
  19853. καθικετεύω
  19854. καθικνέομαι
  19855. καθιμάω-ῶ
  19856. καθίμησις, εως (ἡ)
  19857. καθιξῶ
  19858. καθιππάζω
  19859. κάθισα
  19860. κάθισις, εως (ἡ)
  19861. καθίσσας
  19862. καθίστα
  19863. καθιστάνω
  19864. κάθισον
  19865. καθίστημι
  19866. καθιῶ
  19867. καθό
  19868. καθοδηγέω-ῶ
  19869. κάθοδος, ου (ἡ)
  19870. καθοίμην
  19871. καθολικός, ή, όν
  19872. καθόλου
  19873. καθομιλέω-ῶ
  19874. καθομολογέω-ῶ
  19875. καθοπλίζω
  19876. καθόπλισις, εως (ἡ)
  19877. καθοράω-ῶ
  19878. καθορμίζω
  19879. καθοσιόω-ῶ
  19880. καθόσον
  19881. καθότι
  19882. κάθου
  19883. καθυβρίζω
  19884. καθυγραίνω
  19885. κάθυδρος, ος, ον
  19886. καθυλακτέω-ῶ
  19887. καθυμνέω-ῶ
  19888. καθυπάρχω
  19889. καθύπερθε
  19890. καθυπέρτατος, α, ον
  19891. καθυπέρτερος, α, ον
  19892. καθυπισχνέομαι-οῦμαι
  19893. καθυπνόω-ῶ
  19894. καθυποκρίνομαι
  19895. καθυστερέω-ῶ
  19896. καθυστερίζω
  19897. καθυφίημι
  19898. καθῶμμαι
  19899. καθώς
  19900. καθώσπερ
  19901. καθώφθην
  19902. καί
  19903. Καιάδας, α (ὁ)
  19904. Καϊάφας, α (ὁ)
  19905. καιέμεν
  19906. καίεο
  19907. καιετάεις, άεσσα, άεν
  19908. καικίας, ου (ὁ)
  19909. Καινείδης (ὁ)
  19910. Καινεύς, έως (ὁ)
  19911. καινίζω
  19912. καινολογία, ας (ἡ)
  19913. καινοπαθέω-ῶ
  19914. καινοπαθής, ής, ές
  19915. καινοπηγής, ής, ές
  19916. καινοπήμων, ων, ον
  19917. καινοποιέω-ῶ
  19918. καινοποιητής, οῦ (ὁ)
  19919. καινοπρεπής, ης, ές
  19920. καινός, ή, όν
  19921. καινότης, ητος (ἡ)
  19922. καινοτομέω-ῶ
  19923. καινοτομία, ας (ἡ)
  19924. καινοτόμος, ος, ον
  19925. καινουργέω-ῶ
  19926. καινουργία, ας (ἡ)
  19927. καινουργός, ός, όν
  19928. καινόω-ῶ
  19929. καίνυμι
  19930. καίνω
  19931. καινῶς
  19932. καίπερ
  19933. καίριος, α, ον
  19934. καιρίως
  19935. καιρός, οῦ (ὁ)
  19936. καιροσέων
  19937. καιροφυλακέω
  19938. καιροφυλακτέω
  19939. Καῖσαρ, αρος (ὁ)
  19940. Καισάρεια, ας (ἡ)
  19941. καἰσχρῶν
  19942. καίτοι
  19943. καίω
  19944. κἀκ
  19945. κάκ
  19946. κακαγγελέω-ῶ
  19947. κακάγγελος, ος, ον
  19948. κακάγγελτος, ος, ον
  19949. κακανδρία, ας (ἡ)
  19950. κακάνειν
  19951. κἀκβαλεῖν
  19952. κἀκδίκου
  19953. κἀκεῖ
  19954. κάκη, ης (ἡ)
  19955. κακηγορέω-ῶ
  19956. κακηγορία, ας (ἡ)
  19957. κακήγορος, ος, ον
  19958. κἀκθρέψας
  19959. κακία, ας (ἡ)
  19960. κακίζω
  19961. κάκιον
  19962. κακιστέος, α, ον
  19963. κάκιστος
  19964. κακίων
  19965. κακκανῆν
  19966. κακκείοντες
  19967. κακκεφαλῆς
  19968. κακκῆαι
  19969. κἀκκινήσεις
  19970. κἀκκομιζόντων
  19971. κακκόρυθα
  19972. κακκορυφήν
  19973. κἀκκυνηγετῶ
  19974. κἀκλελοιπότα
  19975. κἀκλιπών
  19976. κακόβιος, ος, ον
  19977. κακοβόρος, ος, ον
  19978. κακογάμιον, ου (τό)
  19979. κακογείτων, ονος
  19980. κακόγλωσσος, ος, ον
  19981. κακογνωμοσύνη, ης (ἡ)
  19982. κακοδαιμονάω-ῶ
  19983. κακοδαιμονέω-ῶ
  19984. κακοδαιμονία, ας (ἡ)
  19985. κακοδαίμων, ων, ον
  19986. κακοδοξέω-ῶ
  19987. κακοδοξία, ας (ἡ)
  19988. κακόδοξος, ος, ον
  19989. κακόδουλος, ου (ὁ)
  19990. κακοείμων, ων, ον
  19991. κακοεργία, ας (ἡ)
  19992. κακοεργός, ός, όν
  19993. κακοζηλία, ας (ἡ)
  19994. κακόζηλος, ος, ον
  19995. κακοήθεια, ας (ἡ)
  19996. κακοήθευμα, ατος (τό)
  19997. κακοήθης, ης, ες
  19998. κακοηθιστέον
  19999. κακοηθίζομαι
  20000. κακοήθως
  20001. κακοθάνατος, ος, ον
  20002. κακόθροος, ος, ον
  20003. κακοθυμία, ας (ἡ)
  20004. Κακοΐλιος, ου (ἡ)
  20005. κακολογέω-ῶ
  20006. κακολογία, ας (ἡ)
  20007. κακολόγος, ος, ον
  20008. κακόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
  20009. κακομαχέω-ῶ
  20010. κακομέλετος, ος, ον
  20011. κακομετρέω-ῶ
  20012. κακόμετρος, ος, ον
  20013. κακομηχανάομαι-ῶμαι
  20014. κακομηχανία, ας (ἡ)
  20015. κακομήχανος, ος, ον
  20016. κακομουσία, ας (ἡ)
  20017. κακόν, οῦ (τό)
  20018. κακονοέω-ῶ
  20019. κακόνοια, ας (ἡ)
  20020. κακόνομος, ος, ον
  20021. κακόνοος, ος, ον
  20022. κακόνυμφος, ος, ον
  20023. κακόξεινος, ος, ον
  20024. κακοξενία, ας (ἡ)
  20025. κακόξενος, ος, ον
  20026. κακοξύνετος, ος, ον
  20027. κακοπάθεια, ας (ἡ)
  20028. κακοπαθέω-ῶ
  20029. κακοπαθία, ας (ἡ)
  20030. κακοπαθής, ής, ές
  20031. κακόπατρις, ιδος
  20032. κακοπινής, ής, ές
  20033. κακοποιέω-ῶ
  20034. κακοποιΐα, ας (ἡ)
  20035. κακοποιός, ός, όν
  20036. κακοπολιτεία, ας (ἡ)
  20037. κακόποτμος, ος, ον
  20038. κακόπους, οδος
  20039. κακοπραγέω-ῶ
  20040. κακοπραγία, ας (ἡ)
  20041. κακοπραγμονέω-ῶ
  20042. κακοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
  20043. κακοπράγμων, ων, ον
  20044. κακοπρόσωπος, ος, ον
  20045. κακορραφίη, ης (ἡ)
  20046. κακορρήμων, ων, ον
  20047. κακορροθέω-ῶ
  20048. κακόρρυπος, ος, ον
  20049. κακός, ή, όν
  20050. κακόσιτος, ος, ον
  20051. κακοσκελής, ής, ές
  20052. κἀκόσμησα
  20053. κακόσπλαγχνος, ος, ον
  20054. κακοστομέω-ῶ
  20055. κακόστομος, ος, ον
  20056. κακόστρωτος, ος, ον
  20057. κακοσύνθετος, ος, ον
  20058. κακοσχολέω-ῶ
  20059. κακοσχολία, ας (ἡ)
  20060. κακόσχολος, ος, ον
  20061. κακοτεχνέω-ῶ
  20062. κακοτεχνής, ής, ές
  20063. κακοτεχνία, ας (ἡ)
  20064. κακότεχνος, ος, ον
  20065. κακότης, ητος (ἡ)
  20066. κακοτροπία, ας (ἡ)
  20067. κακοτυχέω-ῶ
  20068. κακοτυχής, ής, ές
  20069. κακουργέω-ῶ
  20070. κακούργημα, ατος (τό)
  20071. κακουργία, ας (ἡ)
  20072. κακουργικός, ή, όν
  20073. κακοῦργος, ος, ον,
  20074. κακούργως
  20075. κακουχέω-ῶ
  20076. κακουχία, ας (ἡ)
  20077. κακόφατις, ιδος
  20078. κακοφημία, ας (ἡ)
  20079. κακοφραδής, ής, ές
  20080. κακοφρονέω-ῶ
  20081. κακόφρων, ων, ον
  20082. κακόω-ῶ
  20083. κἀκπεπληγμένη
  20084. κἀκπεφόρτισμαι
  20085. κἀκποδών
  20086. κἄκρινα
  20087. κἀκροθίνια
  20088. κἄκρυπτα
  20089. κάκτανε
  20090. κἀκτείνασα
  20091. κἀκτός
  20092. κἀκτρτέποιτο
  20093. κακύνω
  20094. κἀκφύλασσε
  20095. κἀκφυσιῶν
  20096. κἀκχέω
  20097. κακῶς
  20098. κάκωσις, εως (ἡ)
  20099. κἄλαβες
  20100. καλαθίσκος, ου (ὁ)
  20101. κάλαθος, ου (ὁ)
  20102. καλαμάομαι-ῶμαι
  20103. καλάμη, ης (ἡ)
  20104. καλαμήτρια, ας (ἡ)
  20105. καλαμίνθη, ης (ἡ)
  20106. καλάμινος, η, ον
  20107. καλαμοβόας, ου
  20108. καλαμοδύτης, ου
  20109. καλαμόεις, όεσσα, όεν
  20110. κάλαμος, ου (ὁ)
  20111. καλάνδαι, ῶν (αἱ)
  20112. Καλασίριες, ων (οἱ)
  20113. καλάσιρις, ιος (ἡ)
  20114. καλαῦροψ, οπος (ἡ)
  20115. κἀλγεινῶς
  20116. καλέεσκον
  20117. καλεῖ
  20118. καλέσκετο
  20119. καλεῦντες
  20120. καλέω-ῶ
  20121. καλήμεναι
  20122. καλήτωρ, ορος (ὁ)
  20123. καλιά, ᾶς (ἡ)
  20124. καλιάς, άδος (ἡ)
  20125. καλινδέομαι-οῦμαι
  20126. καλινδήθρα, ας (ἡ)
  20127. κἀλιτηρίου
  20128. καλλαπάρην
  20129. καλλείπω
  20130. καλλιβόας, ου
  20131. καλλίβοτρυς, υς, υ
  20132. καλλιγραφία, ας (ἡ)
  20133. καλλιγύναιξ, αικος
  20134. καλλίδιφρος, ος, ον
  20135. καλλιέλαιος, ος, ον
  20136. καλλιεπέω-ῶ
  20137. καλλιερέω-ῶ
  20138. Καλλιεύς, έως (ὁ)
  20139. καλλίζωνος, ος, ον
  20140. καλλίθριξ, καλλίτριχος
  20141. καλλίκαρπος, ος,ον
  20142. καλλικόμας, ου
  20143. καλλίκομος, ος, ον
  20144. καλλικρήδεμνος, ος, ον
  20145. καλλιλογέω-ῶ
  20146. Καλλίμακος, ου (ὁ)
  20147. κάλλιμος, ος, ον
  20148. καλλίναος, ος, ον
  20149. καλλίνικος, ος, ον
  20150. κάλλιον1
  20151. Κάλλιον2, ου (τό)
  20152. Καλλιόπη, ης (ἡ)
  20153. καλλίπαις, παιδος
  20154. καλλιπάρῃος, ος, ον
  20155. καλλιπάρθενος, ος, ον
  20156. καλλιπλόκαμος, ος, ον
  20157. καλλίπολις, εως (ἡ)
  20158. κάλλιπον, κάλλιπε
  20159. καλλίπρῳρος, ος, ον
  20160. καλλιρέεθρος, ος, ον
  20161. καλλίροος, ος, ον
  20162. καλλιρρημοσύνη, ης (ἡ)
  20163. Καλλιρροή, ῆς (ἡ)
  20164. καλλίρροος-ους, οος-ους, οο
  20165. κάλλιστα
  20166. καλλιστάδιος, ος, ον
  20167. καλλιστεῖον, ου (τό)
  20168. καλλιστεύω
  20169. κάλλιστος, ος, ον
  20170. καλλίσφυρος, ος, ον
  20171. καλλίτεκνος, ον
  20172. καλλιτεχνία, ας (ἡ)
  20173. καλλίτριχον, ου (τό)
  20174. καλλίτριχος
  20175. κάλλιφ’
  20176. καλλιφεγγής, ής, ές
  20177. καλλιφωνία, ας (ἡ)
  20178. καλλίφωνος, ος, ον
  20179. καλλίχορος, ος, ον
  20180. καλλίων, ων, ον
  20181. καλλιώνυμος, ου (ὁ)
  20182. κἄλλο, κἄλλοι
  20183. καλλονή, ῆς (ἡ)
  20184. κάλλος, εος-ους (τό)
  20185. κἄλλος,
  20186. κάλλυντρον, ου (τό)
  20187. καλλύνω
  20188. καλλωπίζω
  20189. καλλώπισμα, ατος (τό)
  20190. καλλωπισμός, οῦ (ὁ)
  20191. καλλωπιστής, οῦ
  20192. καλλωπίστρια, ας (ἡ)
  20193. καλοδιδάσκαλος, ου
  20194. καλοήθης, ης, ες
  20195. κἀλοιδόρησα
  20196. καλοκἀγαθία, ας (ἡ)
  20197. καλοκἀγαθικός, ή, όν
  20198. καλοκἀγαθικῶς
  20199. κᾶλον, ου (τό)
  20200. καλοποιέω-ῶ
  20201. καλοποιός, ός, όν
  20202. καλός, ή, όν
  20203. κάλος, ου (ὁ)
  20204. καλότης, ητος (ἡ)
  20205. κάλπη1, ης (ἡ)
  20206. κάλπη2, ης (ἡ)
  20207. κάλπις, ιδος (ἡ)
  20208. καλτίκιος, ου (ὁ)
  20209. κάλτιος, ου (ὁ)
  20210. καλύβη, ης (ἡ)
  20211. καλύβιον, ου (τό)
  20212. Καλυδών, ῶνος (ἡ)
  20213. Καλυδώνιος, α, ον
  20214. καλυκοστέφανος, ος, ον
  20215. κάλυμμα, ατος (τό)
  20216. κάλυξ, υκος (ἡ)
  20217. καλυπτός, ή, όν
  20218. καλύπτρα, ας (ἡ)
  20219. καλύπτω
  20220. Καλυψώ, οῦς (ἡ)
  20221. καλχαίνω
  20222. κάλχη, ης (ἡ)
  20223. Κάλχας, αντος (ὁ)
  20224. καλῴδιον, ου (τό)
  20225. κάλως, ω (ὁ)
  20226. καλῶς
  20227. καλωοτρόφος, ου (ὁ)
  20228. κάμ
  20229. κἀμάνθανον
  20230. κάμαξ, ακος (ἡ)
  20231. καμάρα, ας (ἡ)
  20232. Καμάρινα, ης (ἡ)
  20233. Καμαριναῖος, α, ον
  20234. καμασήν, ῆνος (ὁ)
  20235. κἀμάτευες
  20236. καματηρός, ά, όν
  20237. κάματος, ου (ὁ)
  20238. κἀμαυτῆς, κἀμαυτήν
  20239. κἀμβοᾷ
  20240. Καμβύσης, ου (ὁ)
  20241. κἀμέ
  20242. κἀμείβεσθε
  20243. Καμειραῖος, α, ον
  20244. Κάμειρος, ου (ἡ)
  20245. κάμηλος, ου (ὁ, ἡ)
  20246. κάμῃσι
  20247. καμινευτής, οῦ (ὁ)
  20248. κάμιλος, ου (ὁ)
  20249. κάμινος, ου (ἡ)
  20250. καμινώ, οῦς
  20251. καμμέν
  20252. κἄμμες
  20253. καμμέσον
  20254. καμμίξας
  20255. καμμονίη, ης (ἡ)
  20256. κάμμορος, ος, ον
  20257. καμμῦσαι
  20258. κάμνω
  20259. κἀμοί, κἄμοιγε
  20260. καμόμην
  20261. κἀμός
  20262. κἀμοῦ
  20263. καμοῦμαι
  20264. κἄμπαλιν
  20265. κἀμπεφόρτισμαι
  20266. κάμπη, ης (ἡ)
  20267. καμπή, ῆς (ἡ)
  20268. κάμπιμος, ος, ον
  20269. κἀμπλάκω
  20270. κἀμπνέοντα
  20271. κάμπτει
  20272. καμπτήρ, ῆρος (ὁ)
  20273. καμπτός, ή, όν
  20274. κάμπτω
  20275. καμπύλη, ης (ἡ)
  20276. καμπυλοειδής, ής, ές
  20277. καμπύλος, η, ον
  20278. κἀμφανῆ
  20279. καμψίπους, ποδος
  20280. κάμψις, εως (ἡ)
  20281. κἀν
  20282. κἄν1
  20283. κἄν2
  20284. κἀνά
  20285. κἀνάγει
  20286. κἀναγκαῖα
  20287. κἀνάγκῃ
  20288. κἄναγνον
  20289. κἀναδεικνύναι
  20290. κἀναθεῖσα
  20291. κἀναθήματα
  20292. κἀνάθρησον
  20293. κάναθρον, ου (τό)
  20294. κἀνακηρύσσων
  20295. κἀνακίνησις
  20296. κἀνακούσωμεν
  20297. κἀνακουφίσαι
  20298. κἀνακωκύει
  20299. κἀνακωχεύει
  20300. κἀναμοχλεύεις
  20301. κἀναμυχθίζω
  20302. Κανά (ἡ)
  20303. Καναναῖος, α, ον
  20304. κἀνάπαυλαν
  20305. κἀναρίθμητος
  20306. κἀναστήσεις
  20307. Καναστραῖος, α, ον
  20308. Κάναστρον, ου (τό)
  20309. καναχέω-ῶ
  20310. καναχή, ῆς (ἡ)
  20311. καναχήπους, ποδος
  20312. καναχής, ής, ές
  20313. καναχίζω
  20314. Κανδάκη, ης (ἡ)
  20315. κάνδαυλος, ου (ὁ)
  20316. κάνδυς, υος (ὁ)
  20317. κάνειον, ου (τό)
  20318. κἀνεκουφίσθην
  20319. κἀνέλπιστον
  20320. κἀνεμοέντων, κἀνέμων
  20321. κάνεον, ου (τό)
  20322. κἀνέπιπτε
  20323. κἀνέπνευσε
  20324. κἀνέπτυε
  20325. κἀνεστήσατε
  20326. κἀνεσώσατο
  20327. κἄνευ
  20328. κἀνεχαίτισεν
  20329. κἀνήρετο
  20330. κάνης, ητος (ὁ)
  20331. κανηφορέω-ῶ
  20332. κανηφόρος, ος, ον
  20333. κἀνθάδε
  20334. κανθάριον, ου (τό)
  20335. κάνθαρος, ου (ὁ)
  20336. Κανθαρώλεθρον, ου (τό)
  20337. κἄνθεν, κἀντεῦθεν
  20338. κανθήλια, ων (τά)
  20339. κανθήλιος, ου
  20340. κἀνθρώπων
  20341. κἀνιαύσιος
  20342. κάννα, ης (ἡ)
  20343. κάνναβις, εως (ἡ)
  20344. κάνναθρον
  20345. καννεύσας
  20346. κἀννεώσασθαι
  20347. κἀνόνητα
  20348. κανονίζω
  20349. κανονιστέον
  20350. κἀνταῦθα
  20351. κἀντεδεξάμην
  20352. κἀντεῦθεν
  20353. κἀντί
  20354. κἀντιβάς
  20355. κἀντιδώσεις
  20356. κανῶ
  20357. κανών, όνος (ὁ)
  20358. κἄξ
  20359. κἀξάγγελλε
  20360. κἀξακριβῶσαι
  20361. κἀξαμῶν
  20362. κἀξαναγκάζεις
  20363. κἀξανευρίσκεις
  20364. κἀξαρκοῦντα
  20365. κἀξέβαλλες
  20366. κἀξεθρεψάμην
  20367. κἀξεκηρύχθην
  20368. κἀξέλεγχε
  20369. κἀξελευθεροστομεῖς
  20370. κἀξελήλακεν
  20371. κἀξενέγκωμαι
  20372. κἀξεπεύξασθαι
  20373. κἀξεπίστασθον
  20374. κἀξερημῶσαι
  20375. κἄξεστιν
  20376. κἀξέσωσα
  20377. κἀξευρίσκετε
  20378. κἀξίδρυσον
  20379. κἀξισώσαντε
  20380. κἀξιχνοσκοπούμενος
  20381. κἀξίως
  20382. κἀξομοιοῦσθαι
  20383. κἀξονειδισθείς
  20384. κἀξορθιάζων
  20385. κἀξορμώμενον
  20386. κἄξω
  20387. κάπ
  20388. κἀπό 1
  20389. κἀπαναίρονται, κἀπαναιρο
  20390. κἀπαναστάσεις
  20391. Καπανεύς, έως (ὁ)
  20392. Καπανηϊός, α, ον
  20393. κἀπάξομαι
  20394. κἀπαπειλῶν
  20395. κἀπαράσασθαι
  20396. κἀπάτωρ
  20397. κἀπέδειξαν
  20398. κἀπεί
  20399. κἄπειτα
  20400. κἀπέκλεισε
  20401. κἀπεκύρωσεν
  20402. κἀπελύσατο
  20403. κἀπεμπόμην
  20404. κἀπέσκηψε
  20405. κἀπεστέναξεν
  20406. κἀπεστράτευσα
  20407. κἀπεσύλησεν
  20408. κάπετος, ου (ἡ)
  20409. κἀπεύχεται
  20410. κἀπεχειρήσας
  20411. κἀπεχώρησεν
  20412. κάπη, ης (ἡ)
  20413. καπηλεῖον, ου (τό)
  20414. καπηλεύω
  20415. καπηλικός, ή, όν
  20416. καπηλικῶς
  20417. καπηλίς, ίδος (ἡ)
  20418. κάπηλος, ου (ὁ)
  20419. κἀπί
  20420. κἀπιβοᾶται
  20421. κἀπιβουλευτοῦ
  20422. κἀπιδαυρίας
  20423. κἀπιδεῆ
  20424. κἀπιδεσπόζει
  20425. κἀπιθές
  20426. καπίθη, ης (ἡ)
  20427. κἀπιθοάζουσα
  20428. κἀπιθοάζω
  20429. κἀπιθυμιάματα
  20430. κἀπιθωΰζω
  20431. κἀπικηρεύμασι
  20432. κἀπικινδύνως
  20433. κἀπικουρίας
  20434. κἀπικωκύω
  20435. κἀπίληπτος
  20436. κἀπίμομφα
  20437. κἀπιπείσομαι
  20438. κἀπίσημος
  20439. κἀπιστρατεύειν
  20440. κἀπιτηδεύειν
  20441. κἀπιτιμία
  20442. κἀπιτυμβίους
  20443. Καπιτώλιον, ου (τό)
  20444. καπιτώλιος, α, ον
  20445. κἀπιχωρίοις
  20446. καπνιάω-ῶ
  20447. καπνίζω
  20448. καπνοδόκη, ης (ἡ)
  20449. καπνοειδής, ής, ές
  20450. καπνός, οῦ (ὁ)
  20451. καπνώδης, ης, ες
  20452. κἀπό 2
  20453. κἀποδύρασθαι
  20454. κἀποδύρομαι
  20455. κἀποθαυμάσαι
  20456. κἀποθραύει
  20457. κἀποκλαύσασθαι
  20458. κἀπολακτίσασα
  20459. κἀπολολύξω
  20460. κἀπόλωλα
  20461. κἀπονείδιστον
  20462. κἀπονοσφίσαι
  20463. κἀπόνῳ
  20464. κἀπόπληκτος
  20465. κἀποστήσομαι
  20466. κἀποσῴζοντας
  20467. κἀποτρέπομαι
  20468. κἀπόφημι
  20469. κἀποφθίνει
  20470. κἀποφράγνυμαι
  20471. Καππαδόκης, ου (ὁ)
  20472. Καππαδοκία, ας (ἡ)
  20473. Καππάδοξ, οκος
  20474. καππάριον, ου (τό)
  20475. κάππαρις, εως (ἡ)
  20476. καππεδίον
  20477. κάππεσον
  20478. κἀπράϋνεν
  20479. καπράω-ῶ
  20480. κάπριος, ος, ον
  20481. κἀπρομηθήτων
  20482. κάπρος, ου (ὁ)
  20483. κἀπροσήγορον
  20484. κάπτω
  20485. καπυρός, ά, όν
  20486. κἀσθενῆ
  20487. κάρ1 (τό)
  20488. κάρ2
  20489. κάρ3
  20490. Κάρ4,
  20491. κάρα (τό)
  20492. κάρᾳ, κάραν
  20493. κάραβος, ου (ὁ)
  20494. καραβοπρόσωπος, ος, ον
  20495. καραδοκέω-ῶ
  20496. καραδοκία, ας (ἡ)
  20497. κάρανον, ου (τό)
  20498. κάρανος, ου (ὁ)
  20499. καρανόω-ῶ
  20500. κάρατομος, ος, ον
  20501. καρβάν, ᾶνος
  20502. κάρβανος, ος, ον
  20503. καρβατίνη, ης (ἡ)
  20504. κἀργήστης
  20505. κἀργόθεν
  20506. κἀργυροστερῇ
  20507. καρδαμίς, ίδος (ἡ)
  20508. κάρδαμον, ου (τό)
  20509. καρδία, ας (ἡ)
  20510. καρδίη, ης (ἡ)
  20511. καρδιογνώστης, ου
  20512. καρδιόδηκτος, ος, ον
  20513. καρδιουλκέω-ῶ
  20514. κάρδοπος, ου (ἡ)
  20515. Καρδοῦχοι, ων (οἱ)
  20516. κἀρετήν
  20517. κάρη
  20518. κάρηαρ, καρήατος (τό)
  20519. καρηβαρέω-ῶ
  20520. καρηκομάω
  20521. κάρηνον, ου (τό)
  20522. κάρητος, κάρητι
  20523. Καρία, ας (ἡ)
  20524. Καρικός, ή, όν
  20525. Καρίνη, ης (ἡ)
  20526. Κάριος, ου (ὁ)
  20527. κάρις, ῖδος (ἡ)
  20528. Καρίων, ωνος (ὁ)
  20529. καρκαίρω
  20530. καρκινάς, άδος (ἡ)
  20531. καρκινοειδής, ής, ές
  20532. καρκίνος, ου (ὁ)
  20533. καρκινόχειρ, -χειρος
  20534. καρκινώδης, ης, ες
  20535. καρκίνωμα, ατος (τό)
  20536. Κάρνεια, ων (τά)
  20537. Καρνεῖος, ου (ὁ)
  20538. καρός1, ου (ὁ)
  20539. καρός2
  20540. Καρός3
  20541. καρόω-ῶ
  20542. καρπαία, ας (ἡ)
  20543. καρπάλιμος, ος, ον
  20544. καρπαλίμως
  20545. κάρπιμος, ος, ον
  20546. καρπογονέω-ῶ
  20547. καρπογονία, ας (ἡ)
  20548. καρπογόνος, ος, ον
  20549. καρπόδεσμα, ων (τά)
  20550. Κάρπος, ου (ὁ)
  20551. καρπός1, οῦ (ὁ)
  20552. καρπός2, οῦ (ὁ)
  20553. καρποτελής, ής, ές
  20554. καρποφορέω-ῶ
  20555. καρποφόρος, ος, ον
  20556. καρπόω-ῶ
  20557. κάρπωμα, ατος (τό)
  20558. κάρπωσις, εως (ἡ)
  20559. κάρρα
  20560. κἀρράχιζε
  20561. καρρέζουσα
  20562. κἄρριψεν
  20563. κἀρρυσιάστους
  20564. κἀρσένων
  20565. κάρσιος, α, ον
  20566. κάρτα
  20567. καρτάζωνος, ου (ὁ)
  20568. καρτερέω-ῶ
  20569. καρτερία, ας (ἡ)
  20570. καρτερικός, ή, όν
  20571. καρτερόθυμος, ος, ον
  20572. καρτερός, ά, όν
  20573. καρτερῶς
  20574. κάρτιστος, η, ον
  20575. κάρτος, εος-ους (τό)
  20576. καρτύνω
  20577. καρύα, ας (ἡ)
  20578. Καρύαι, ῶν (αἱ)
  20579. καρυατίζω
  20580. Καρυᾶτις, ιδος
  20581. καρυκεία, ας (ἡ)
  20582. καρυκεύω
  20583. καρύκη, ης (ἡ)
  20584. καρύκινος, η, ον
  20585. κάρυον, ου (τό)
  20586. καρυοναύτης, ου
  20587. καρφαλέος, α, ον
  20588. κάρφη, ης (ἡ)
  20589. κάρφος, εος-ους (τό)
  20590. κάρφω
  20591. καρχαλέος, α, ον
  20592. καρχαρόδους, ους, ουν
  20593. κάρχαρος, ος, ον
  20594. καρχηδονίζω
  20595. Καρχηδόνιος, α, ον
  20596. Καρχηδών, όνος (ἡ)
  20597. καρχήσιον, ου (τό)
  20598. κάρψε
  20599. κασαλβάς, άδος (ἡ)
  20600. Κασάνδρα, Κασάνδρη, Κάσαν
  20601. κασᾶς, οῦ (ὁ)
  20602. κἀσαφῆ
  20603. κἀσήμηνεν
  20604. κἀσθενεῖς
  20605. κἀσθλός
  20606. κασία, ας (ἡ)
  20607. κασιγνήτη, ης (ἡ)
  20608. κασίγνητος, ου (ὁ, ἡ)
  20609. κασίγνητος, ος, ον
  20610. κάσις, ιος (ὁ, ἡ)
  20611. Κάσπιος, α, ον
  20612. Κασσάνδρα, ας (ἡ)
  20613. Κασάνδρα, ας (ἡ)
  20614. κασσιτέρινος, η, ον
  20615. κασσίτερος, ου (ὁ)
  20616. κάσσυμα, ατος (τό)
  20617. κασσύω,
  20618. κἀστ’
  20619. Κασταλία, ας (ἡ)
  20620. κἄστεψα
  20621. κἄστην
  20622. κἄστιν
  20623. κἀστόν
  20624. Καστόρειος, ος, ον
  20625. καστορίς, ίδος (ἡ)
  20626. καστορνύσα
  20627. κάστωρ, ορος (ὁ)
  20628. κἀσφαλῆ
  20629. κάσχεθε
  20630. κἀσχρῶν
  20631. κἆτ’
  20632. κατά
  20633. κάτα
  20634. κἆτα
  20635. κατάβα
  20636. καταβαίνω
  20637. καταβάλλω
  20638. καταβάπτω
  20639. καταβαρέω-ῶ
  20640. καταβαρύνω
  20641. καταβάς
  20642. καταβασία, ας (ἡ)
  20643. κατάβασις, εως (ἡ)
  20644. καταβασκαίνω
  20645. καταβασμός, οῦ (ὁ)
  20646. καταβατέον
  20647. καταβαυκαλάω-ῶ
  20648. καταβεβαιόομαι-οῦμαι
  20649. καταβεβαίωσις, εως (ἡ)
  20650. καταβεβλημένως
  20651. καταβείομεν
  20652. κατάβηθι
  20653. καταβιάζω
  20654. καταβιβάζω
  20655. καταβιβαστέος, α, ον
  20656. καταβιβρώσκω
  20657. καταβιόω-ῶ
  20658. καὐτοῦ
  20659. καταβλάπτω
  20660. καταβλέπω
  20661. καταβλώσκω
  20662. καταβοάω-ῶ
  20663. καταβοή, ῆς (ἡ)
  20664. καταβόησις, εως (ἡ)
  20665. καταβολή, ῆς (ἡ)
  20666. καταβορβορόω-ῶ
  20667. καταβορβόρωσις, εως (ἡ)
  20668. καταβραβεύω
  20669. καταβρόχω
  20670. καταβυρσόω-ῶ
  20671. καταβυσσόω-ῶ
  20672. καταβώσομαι
  20673. καταγαγεῖν
  20674. κατάγαιος, ος, ον
  20675. καταγγελεύς, έως (ὁ)
  20676. καταγγελία, ας (ἡ)
  20677. καταγγέλλω
  20678. κατάγγελτος, ος, ον
  20679. κατάγειος, ος, ον
  20680. καταγείς
  20681. καταγέλαστος, ος, ον
  20682. καταγελάστως
  20683. καταγελάω-ῶ
  20684. κατάγελως, ωτος (ὁ)
  20685. καταγέμω
  20686. καταγηράσκω
  20687. καταγηράω-ῶ
  20688. καταγίγνομαι
  20689. καταγιγνώσκω
  20690. καταγίζω
  20691. καταγινέω
  20692. καταγίνομαι
  20693. καταγινώσκω
  20694. κατάγλωσσος, ος, ον
  20695. κάταγμα, ατος (τό)
  20696. κατάγνυμι
  20697. καταγνύω
  20698. καταγνυπόω-ῶ
  20699. κατάγνωσις, εως (ἡ)
  20700. καταγνωστέον
  20701. καταγοητεύω
  20702. καταγόρευσις, εως (ἡ)
  20703. καταγορεύω
  20704. καταγραφή, ῆς (ἡ)
  20705. κατάγραφος, ος, ον
  20706. καταγράφω
  20707. καταγυμνάζω
  20708. κατάγχω
  20709. κατάγω
  20710. καταγωγή, ῆς (ἡ)
  20711. καταγώγιον, ου (τό)
  20712. καταγωνίζομαι
  20713. καταδαίνυμαι
  20714. καταδαίομαι
  20715. καταδακρύω
  20716. καταδαμάζω
  20717. καταδαπανάω-ῶ
  20718. καταδάπτω
  20719. καταδαρθάνω
  20720. καταδεής, ής, ές
  20721. καταδείκνυμι
  20722. καταδειλιάω-ῶ
  20723. καταδειπνέω-ῶ
  20724. κατάδειπνον, ου (τό)
  20725. καταδέξας
  20726. καταδέομαι1
  20727. καταδέομαι2-οῦμαι
  20728. καταδέρκομαι
  20729. κατάδεσις, εως (ἡ)
  20730. καταδεύω
  20731. καταδέχομαι
  20732. καταδέω1-ῶ
  20733. καταδέω2-ῶ
  20734. καταδεῶς
  20735. κατάδηλος, ος, ον
  20736. καταδημαγωγέω-ῶ
  20737. καταδημοβορέω-ῶ
  20738. καταδιαιτάω-ῶ
  20739. καταδιαφθείρω
  20740. καταδίδωμι
  20741. καταδικάζω
  20742. καταδίκη, ης (ἡ)
  20743. καταδιφθερόω-ῶ
  20744. καταδιώκω
  20745. καταδοκέω-ῶ
  20746. καταδολεσχέω-ῶ
  20747. καταδοξάζω
  20748. καταδουλόω-ῶ
  20749. καταδούλωσις, εως (ἡ)
  20750. κατάδουπος, ου (ὁ)
  20751. καταδραθῶ
  20752. καταδραμεῖν
  20753. καταδρέπω
  20754. καταδρομή, ῆς (ἡ)
  20755. καταδυναστεύω
  20756. καταδύνω
  20757. καταδύσεο
  20758. κατάδυσις, εως (ἡ)
  20759. καταδυσωπέω-ῶ
  20760. καταδύω
  20761. κατᾴδω
  20762. καταδωροδοκέω-ῶ
  20763. καταείδω
  20764. καταειμένος
  20765. καταείσατο
  20766. καταέννυμι
  20767. καταζαίνω
  20768. καταζάω-ῶ
  20769. καταζεύγνυμι
  20770. κατάζευξις, εως (ἡ)
  20771. καταζήνασκον
  20772. καταζώννυμι
  20773. καταθάλπω
  20774. καταθαμβέομαι-οῦμαι
  20775. καταθάπτω
  20776. καταθαρσύνω
  20777. καταθεάομαι-ῶμαι
  20778. καταθεῖναι
  20779. καταθέλγω
  20780. κατάθελξις, εως (ἡ)
  20781. κατάθεμα, ατος (τό)
  20782. καταθεματίζω
  20783. κατάθεσθαι
  20784. καταθέω
  20785. καταθήκη, ης (ἡ)
  20786. καταθηλύνω
  20787. καταθλέω-ῶ
  20788. καταθλίβω
  20789. καταθνῄσκω
  20790. καταθνητός, ή, όν
  20791. καταθοινάομαι-ῶμαι
  20792. καταθρασύνομαι
  20793. καταθραύω
  20794. καταθρηνέω-ῶ
  20795. καταθρῴσκω
  20796. καταθυμέω-ῶ
  20797. καταθύμιος, α, ον
  20798. καταθύω
  20799. καταθωρακίζω
  20800. καταιβασία, ας (ἡ)
  20801. καταιβάτης, ου
  20802. καταιβατός, ή, όν
  20803. καταιγίζω
  20804. καταιγίς, ίδος (ἡ)
  20805. καταιγισμός, οῦ (ὁ)
  20806. καταιδέω-ῶ
  20807. καταιθαλόω-ῶ
  20808. καταίθω
  20809. καθαικίζω
  20810. καταίνεσις, εως (ἡ)
  20811. καταινέω-ῶ
  20812. καταιονάω-ῶ
  20813. καταιόνημα, ατος (τό)
  20814. καταιόνησις, εως (ἡ)
  20815. καταιρέω-ῶ
  20816. καταίρω
  20817. καταισθάνομαι
  20818. καταίσιος, ος, ον
  20819. καταΐσσω
  20820. καταισχυντήρ, ῆρος (ὁ)
  20821. καταισχύνω
  20822. καταΐσχω
  20823. καταιτιάομαι-ῶμαι
  20824. καταιτίασις, εως (ἡ)
  20825. καταῖτυξ, υγος (ἡ)
  20826. κατακαήσομαι
  20827. κατακαίνω
  20828. κατακαίω
  20829. κατακαλέω-ῶ
  20830. κατακαλύπτω
  20831. κατακάμπτω
  20832. κατακάρφω
  20833. κατακαύσω
  20834. κατακαύτης, ου (ὁ)
  20835. κατακαυχάομαι-ῶμαι
  20836. κατακάω
  20837. κατακεαίνω
  20838. κατακείαται
  20839. κατάκειμαι
  20840. κατακείρω
  20841. κατακείω
  20842. κατακεκονότες
  20843. κατεκέκριτο
  20844. κατακεντάννυμι
  20845. κατακεντίζω
  20846. κατακεράννυμι
  20847. κατακεραυνόω-ῶ
  20848. κατακερδαίνω
  20849. κατακερτομέω-ῶ
  20850. κατακῆαι
  20851. κατακηλέω-ῶ
  20852. κατακηλητικός, ή, όν
  20853. κατακήομεν
  20854. κατακηρόω-ῶ
  20855. κατακηρύσσω
  20856. κατακλᾴζω
  20857. κατακλαίω
  20858. κατακλάω1-ῶ
  20859. κατακλάω2
  20860. κατακλείς, εῖδος (ἡ)
  20861. κατάκλειστος, ος, ον
  20862. κατακλείω
  20863. κατακληΐω
  20864. κατακληροδοτέω-ῶ
  20865. κατακληρονομέω-ῶ
  20866. κατακληρουχέω-ῶ
  20867. κατακληρόω-ῶ
  20868. κατακλῄω
  20869. κατακλινοβατής, ής, ές
  20870. κατακλίνω
  20871. κατάκλισις, εως (ἡ)
  20872. κατακλύζω
  20873. κατακλυσμός, οῦ (ὁ)
  20874. κατακνίζω
  20875. κατακοιμάσει
  20876. κατακοιμάω-ῶ
  20877. κατακοιμίζω
  20878. κατακοιμιστής, οῦ (ὁ)
  20879. κατακοινωνέω-ῶ
  20880. κατακολουθέω-ῶ
  20881. κατακολπίζω
  20882. κατακολυμβάω-ῶ
  20883. κατακομιδή, ῆς (ἡ)
  20884. κατακομίζω
  20885. κατάκομος, ος, ον
  20886. κατακονά, ᾶς (ἡ)
  20887. κατακονδυλίζω
  20888. κατακοντίζω
  20889. κατάκοπος, ος, ον
  20890. κατακόπτω
  20891. κατακορέννυμι
  20892. κατακορής, ής, ές
  20893. κατάκορος, ος, ον
  20894. κατακόρως
  20895. κατακοσμέω-ῶ
  20896. κατακόσμησις, εως (ἡ)
  20897. κατακούω
  20898. κατάκρας
  20899. κατακράσις, εως (ἡ)
  20900. κατακρατέω-ῶ
  20901. κατακρέμαμαι
  20902. κατακρεμάννυμι
  20903. κατακρεουργέω-ῶ
  20904. κρῆθεν
  20905. κατακρημνίζω
  20906. κατάκριμα, ατος (τό)
  20907. κατακρίνω
  20908. κατάκρισις, εως (ἡ)
  20909. κατάκριτος, ος, ον
  20910. κατακρύπτω
  20911. κατακρυφή, ῆς (ἡ)
  20912. κατακτάμεν, κατακτάμεναι
  20913. κατακτάομαι-ῶμαι
  20914. κατακτείνω
  20915. κατάκτησις, εως (ἡ)
  20916. κατακυβεύω
  20917. κατακυβιστάω-ῶ
  20918. κατακυκλόω-ῶ
  20919. κατακυλίνδω
  20920. κατακύπτω
  20921. κατακυριεύω
  20922. κατακυρόω-ῶ
  20923. κατακωλύω
  20924. κατακωχή, ῆς (ἡ)
  20925. κατακώχιμος, ος, ον
  20926. καταλαγχάνω
  20927. καταλαζονεύομαι
  20928. καταλαλέω-ῶ
  20929. καταλαλία, ας (ἡ)
  20930. κατάλαλος, ος, ον
  20931. καταλαμβάνω
  20932. καταλαμπτέος, α, ον
  20933. καταλάμπω
  20934. καταλαμφθείς
  20935. καταλάμψομαι
  20936. καταλγέω-ῶ
  20937. καταλεαίνω
  20938. καταλέγμενος
  20939. καταλέγομαι
  20940. καταλέγω
  20941. καταλείβω
  20942. κατάλειμμα, ατος (τό)
  20943. καταλίπεσκε
  20944. καταλείπω
  20945. καταλείφω
  20946. καταλελάβηκα
  20947. καταλελειμμένος
  20948. καταλεύω
  20949. καταλήγω
  20950. καταλήθομαι
  20951. καταληκτικῶς
  20952. καταληπτέος
  20953. καταληπτικός, ή, όν
  20954. καταληπτικῶς
  20955. καταληπτός, ή, όν
  20956. κατάληψις, εως (ἡ)
  20957. καταλιθάζω
  20958. καταλιπαρέω-ῶ
  20959. καταλλαγή, ῆς (ἡ)
  20960. καταλλακτικός, ός, όν
  20961. καταλλάσσω
  20962. καταλοάω-ῶ
  20963. καταλογάδην
  20964. καταλογεύς, έως (ὁ)
  20965. καταλογίζομαι
  20966. κατάλογος, ου (ὁ)
  20967. κατάλοιπος, ος, ον
  20968. καταλοφάδεια
  20969. καταλοχίζω
  20970. καταλοχισμός, οῦ (ὁ)
  20971. καταλυμαίνομαι
  20972. κατάλυμα, ατος (τό)
  20973. καταλύσιμος, ος, ον
  20974. κατάλυσις, εως (ἡ)
  20975. καταλύτης, ου (ὁ)
  20976. καταλύω
  20977. καταμαγεύω
  20978. καταμαλακίζω
  20979. καταμαλάσσω
  20980. καταμανθάνω
  20981. καταμαντεύομαι
  20982. καταμάομαι-ῶμαι
  20983. καταμαραίνω
  20984. καταμαργέω
  20985. καταμάρπτω
  20986. καταμαρτυρέω-ῶ
  20987. καταμάσσω
  20988. καταμάχομαι
  20989. καταμβλύνω
  20990. καταμεθύσκω
  20991. καταμελέω-ῶ
  20992. κατάμεμπτος, ος, ον
  20993. καταμέμφομαι
  20994. κατάμεμψις, εως (ἡ)
  20995. καταμένω
  20996. καταμερίζω
  20997. καταμετρέω-ῶ
  20998. καταμηνύω
  20999. καταμιαίνω
  21000. καταμίγνυμι
  21001. καταμιγνύω
  21002. κατάμιξις, εως (ἡ)
  21003. καταμίσγω
  21004. καταμισθοφορέω-ῶ
  21005. καταμνημονεύω
  21006. κατάμομφος, ος, ον
  21007. καταμόνας
  21008. καταμονομαχέω-ῶ
  21009. καταμπέχω
  21010. καταμύνομαι
  21011. κατάμυσις, εως (ἡ)
  21012. καταμύσσω
  21013. καταμύω
  21014. καταναγκάζω
  21015. κατανάθημα, ατος (τό)
  21016. καταναθεματίζω
  21017. Καταναῖοι, ων (οἱ)
  21018. καταναίω
  21019. καταναλίσκω
  21020. κατανάλωσις, εως (ἡ)
  21021. καταναρκάω-ῶ
  21022. κατανασκύλλω
  21023. κατανάσσω
  21024. καταναυμαχέω-ῶ
  21025. κατανείφω
  21026. κατανέμω
  21027. κατανεύω
  21028. κατανεφόω-ῶ
  21029. κατανέω-ῶ
  21030. κατάνη, ης (ἡ)
  21031. κατανθρακόω-ῶ
  21032. κατανίφω
  21033. κατανοέω-ῶ
  21034. κατανόησις, εως (ἡ)
  21035. κατάνομαι
  21036. κάταντα
  21037. καταντάω-ῶ
  21038. κατάντης, ης, ες
  21039. καταντία
  21040. καταντικρύ
  21041. καταντίον
  21042. καταντιπέραν
  21043. καταντιπέρας
  21044. καταντλέω-ῶ
  21045. κατάνυξις, εως (ἡ)
  21046. κατανύσσω
  21047. κατανυστάζω
  21048. κατανύτω
  21049. κατανύω
  21050. κατανωτίζομαι
  21051. καταξαίνω
  21052. καταξέμεν
  21053. καταξενόω-ῶ
  21054. καταξέω
  21055. κατάξηρος, ος, ον
  21056. κατάξιος, ος, ον
  21057. καταξιόω-ῶ
  21058. καταξίως
  21059. καταξύω
  21060. καταπαγίως
  21061. καταπακτή, ῆς
  21062. καταπαλαίω
  21063. καταπάλλω
  21064. καταπάλτης, ου (ὁ)
  21065. καταπάσσω
  21066. καταπατέω-ῶ
  21067. καταπάττω
  21068. κατάπαυμα, ατος (τό)
  21069. κατάπαυσις, εως (ἡ)
  21070. καταπαύω
  21071. καταπειθής, ής, ές
  21072. καταπείθω
  21073. καταπειλέω-ῶ
  21074. καταπειράζω
  21075. καταπειρητηρίη, ης (ἡ)
  21076. καταπέλτης, ου (ὁ)
  21077. καταπεμπτέος, α, ον
  21078. καταπέμπω
  21079. καταπεπταμένος
  21080. κατάπερ
  21081. καταπέρδω
  21082. καταπέσσω
  21083. καταπεσών
  21084. καταπετάννυμι
  21085. καταπέτασμα, ατος (τό)
  21086. καταπέτομαι
  21087. καταπετρόω-ῶ
  21088. καταπέττω
  21089. καταπεφνεῖν
  21090. καταπεφρονηκότως
  21091. καταπήγνυμι
  21092. καταπηδάω-ῶ
  21093. καταπιαίνω
  21094. καταπιεῖν, καταπίῃ
  21095. καταπίμπρημι
  21096. καταπίνω
  21097. καταπιπράσκω
  21098. καταπίπτω
  21099. καταπισσόω-ῶ
  21100. καταπιστεύω
  21101. καταπιστόομαι-οῦμαι
  21102. καταπίστωσις, εως (ἡ)
  21103. καταπιττόω-ῶ
  21104. κατάπλασμα, ατος (τό)
  21105. καταπλάσσω
  21106. καταπλαστός, ή, όν
  21107. καταπλαστύς, ύος (ἡ)
  21108. καταπλέκω
  21109. καταπλέω
  21110. κατάπλεως, ως, ων
  21111. καταπληκτικός, ή, όν
  21112. καταπλήξ, ῆγος
  21113. καταπλήσσω
  21114. κατάπλοος-ους, όου-ου (ὁ)
  21115. καταπλουτίζω
  21116. καταπλύνω
  21117. καταπλώω
  21118. καταπνέω
  21119. καταπνίγω
  21120. καταποθῆναι
  21121. καταπολεμέω-ῶ
  21122. καταπολιτεύομαι
  21123. καταπονέω-ῶ
  21124. κατάπονος, ος, ον
  21125. καταποντίζω
  21126. καταποντισμός, οῦ (ὁ)
  21127. καταποντιστής, οῦ (ὁ)
  21128. καταποντόω-ῶ
  21129. καταπόρνευσις, εως (ἡ)
  21130. καταπορνεύω
  21131. καταπράσσω
  21132. καταπραΰνω
  21133. καταπρηνής, ής, ές
  21134. καταπρίω
  21135. καταπροδίδωμι
  21136. καταπροΐξομαι
  21137. καταπτακών
  21138. καταπτάμενος
  21139. κατάπτερος, ος, ον
  21140. καταπτήσσω
  21141. καταπτήσομαι
  21142. καταπτίσσω
  21143. καταπτοέω-ῶ
  21144. καταπτοῖο
  21145. κατάπτομαι
  21146. κατάπτυστος, ος, ον
  21147. καταπτύω
  21148. κατάπτωμαι
  21149. καταπτώσσω
  21150. καταπτωχεύω
  21151. καταπύθω
  21152. κατάρα, ας (ἡ)
  21153. καταράομαι-ῶμαι
  21154. κατάρας
  21155. καταράσσω
  21156. κατάρατος, ος, ον
  21157. καταργέω-ῶ
  21158. κάταργμα, ατος (τό)
  21159. κατάργυρος, ος, ον
  21160. καταργυρόω-ῶ
  21161. καταρέομαι
  21162. καταριγηλός, ή, όν
  21163. καταριθμέω-ῶ
  21164. καταρκέω-ῶ
  21165. καταρκτικός, ή, όν
  21166. καταρνέομαι-οῦμαι
  21167. καταρρᾳθυμέω-ῶ
  21168. καταρραίνω
  21169. καταρρακόω-ῶ
  21170. καταρράκτης, ου
  21171. καταρράπτω
  21172. καταρράσσω
  21173. κατάρραφος, ος, ον
  21174. καταρρέζω
  21175. καταρρεπής, ής, ές
  21176. καταρρέπω
  21177. καταρρέω
  21178. καταρρήγνυμι
  21179. καταρρηγνύω
  21180. καταρρητορεύω
  21181. κατάρριζος, ος, ον
  21182. καταρριζόω-ῶ
  21183. καταρρινάω-ῶ
  21184. καταρρίπτω
  21185. καταρροή, ῆς (ἡ)
  21186. κατάρροια, ας (ἡ)
  21187. κατάρροος, ος, ον
  21188. καταρροφέω-ῶ
  21189. καταρρυής, ής, ές
  21190. καταρρυπαίνω
  21191. κατάρρυτος, ος, ον
  21192. καταρρωδέω-ῶ
  21193. καταρρώξ, ῶγος
  21194. κάταρσις, εως (ἡ)
  21195. καταρτάω-ῶ
  21196. καταρτίζω
  21197. κατάρτισις, εως (ἡ)
  21198. καταρτισμός, οῦ (ὁ)
  21199. κατάρτυσις, εως (ἡ)
  21200. καταρτύω
  21201. καταρχαιρεσιάζω
  21202. κατάρχω
  21203. κατασβέννυμι
  21204. κατασβεστέον
  21205. κατασβολόω-ῶ
  21206. κατασείω
  21207. κατασεύομαι
  21208. κατασημαίνω
  21209. κατασήπω
  21210. κατασθμαίνω
  21211. κατασιγάζω
  21212. κατασιγάω-ῶ
  21213. κατασιτέομαι-οῦμαι
  21214. κατασιωπάω-ῶ
  21215. κατασιωπητέον
  21216. κατασκάπτω
  21217. κατασκαφή, ῆς (ἡ)
  21218. κατασκαφής, ής, ές
  21219. κατασκεδάννυμι
  21220. κατασκεδῶ
  21221. κατασκελετεύω
  21222. κατασκελής, ής, ές
  21223. κατασκέλλω
  21224. κατασκέπτομαι
  21225. κατασκευάζω
  21226. κατασκευαστέος, α, ον
  21227. κατασκευαστικός, ή, όν
  21228. κατασκευαστός, ή, όν
  21229. κατασκευή, ῆς (ἡ)
  21230. κατασκέω-ῶ
  21231. κατασκηνάω-ῶ
  21232. κατασκηνόω-ῶ
  21233. κατασκήνωμα, ατος (τό)
  21234. κατασκήνωσις, εως (ἡ)
  21235. κατασκήπτω
  21236. κατασκιάζω
  21237. κατασκιάω-ῶ
  21238. κατασκίδναμαι
  21239. κατασκιρτάω-ῶ
  21240. κατασκοπέω-ῶ
  21241. κατασκοπή, ῆς (ἡ)
  21242. κατασκοπικός, ή, όν
  21243. κατάσκοπος, ου (ὁ)
  21244. κατασκώπτω
  21245. κατασμικρύνω
  21246. κατασμύχω
  21247. κατασοφίζομαι
  21248. κατασπάζομαι
  21249. κατασπαράσσω
  21250. κατασπασμός, οῦ (ὁ)
  21251. κατασπάω-ῶ
  21252. κατασπείρω
  21253. κατάσπεισις, εως (ἡ)
  21254. κατασπένδω
  21255. κατασπέρχω
  21256. κατασπεύδω
  21257. κατασποδέω-ῶ
  21258. κατασπουδάζω
  21259. καταστάζω
  21260. κατασταθήσομαι
  21261. καταστασιάζω
  21262. κατάστασις, εως (ἡ)
  21263. καταστατέον
  21264. καταστάτης, ου
  21265. καταστατικός, ή, όν
  21266. καταστεγάζω
  21267. καταστέγασμα, ατος (τό)
  21268. κατάστεγος, ος, ον
  21269. καταστέλλω
  21270. καταστένω
  21271. καταστερίζω
  21272. καταστεφής, ής, ές
  21273. καταστέφω
  21274. κατάστημα, ατος (τό)
  21275. καταστηματικός, ή, όν
  21276. καταστίζω
  21277. καταστοιχειόω-ῶ
  21278. καταστοιχίζω
  21279. καταστολή, ῆς (ἡ)
  21280. καταστολίζω
  21281. καταστομίζω
  21282. καταστορέννυμι
  21283. καταστόρνυμι
  21284. καταστράπτω
  21285. καταστρατηγέω-ῶ
  21286. καταστρατοπεδεία, ας (ἡ)
  21287. καταστρατοπεδεύω
  21288. καταστρεβλόω-ῶ
  21289. καταστρέφω
  21290. καταστρηνιάω-ῶ
  21291. καταστροφή, ῆς (ἡ)
  21292. κατάστρωμα, ατος (τό)
  21293. καταστρώννυμι
  21294. καταστυγέω-ῶ
  21295. καταστύφω
  21296. κατασυβωτέω-ῶ
  21297. κατασύρω
  21298. κατασφάζω
  21299. κατασφάττω
  21300. κατασφίγγω
  21301. κατασφραγίζω
  21302. κατασχεῖν
  21303. κατάσχεσις, εως (ἡ)
  21304. κατάσχετος, ος, ον
  21305. κατασχηματίζω
  21306. κατασχίζω
  21307. κατασχολάζω
  21308. κατασχολέομαι-οῦμαι
  21309. κατασωρεύω
  21310. κατασώχω
  21311. κατάταξις, εως (ἡ)
  21312. καταταράσσω
  21313. κατάτασις, εως (ἡ)
  21314. κατατάσσω
  21315. καταταχέω-ῶ
  21316. κατατείνω
  21317. κατατέμνω
  21318. κατάτεχνος, ος, ον
  21319. κατατήκω
  21320. κατατίθημι
  21321. κατατιτράω-ῶ
  21322. κατατιτρώσκω
  21323. κατατομή, ῆς (ἡ)
  21324. κατατοξεύω
  21325. κατατραυματίζω
  21326. κατατρέχω
  21327. κατάτρησις, εως (ἡ)
  21328. κατατρίβω
  21329. κατατροπόω-ῶ
  21330. κατατρυφάω-ῶ
  21331. κατατρύχω
  21332. κατατρύω
  21333. κατατρώγω
  21334. κατατρωματίζω
  21335. καταυγάζω
  21336. καταυγασμός, οῦ (ὁ)
  21337. καταυδάω-ῶ
  21338. καταῦθι
  21339. καταυλέω-ῶ
  21340. καταυλίζομαι
  21341. καταυτόθι
  21342. καταυχέω-ῶ
  21343. καταφαίνω
  21344. καταφάνεια, ας (ἡ)
  21345. καταφανής, ής, ές
  21346. καταφανῶς
  21347. κατάφαρκτος, ος, ον
  21348. καταφαρμακεύω
  21349. καταφαρμάσσω
  21350. καταφατίζω
  21351. καταφατικός, ή, όν
  21352. καταφαυλίζω
  21353. καταφερής, ής, ές
  21354. καταφέρω
  21355. καταφεύγω
  21356. καταφευκτέον
  21357. κατάφημι
  21358. καταφημίζω
  21359. καταφθάνω
  21360. καταφθατέομαι-οῦμαι
  21361. καταφθείρω
  21362. καταφθίμενος
  21363. καταφθίνω
  21364. καταφθίω
  21365. καταφθορά, ᾶς (ἡ)
  21366. καταφιλέω-ῶ
  21367. καταφιλοσοφέω-ῶ
  21368. καταφλέγω
  21369. κατάφλεξις, εως (ἡ)
  21370. καταφοβέω-ῶ
  21371. κατάφοβος, ος, ον
  21372. καταφοιτάω-ῶ
  21373. καταφονεύω
  21374. καταφορά, ᾶς (ἡ)
  21375. καταφορέω-ῶ
  21376. καταφράζω
  21377. κατάφρακτος, ος, ον
  21378. καταφράσσω
  21379. καταφρονέω-ῶ
  21380. καταφρόνημα, ατος (τό)
  21381. καταφρόνησις, εως (ἡ)
  21382. καταφρονητής, οῦ (ὁ)
  21383. καταφρονητικός, ή, όν
  21384. καταφρονητικῶς
  21385. καταφρυάττομαι
  21386. καταφυγγάνω
  21387. καταφυγή, ῆς (ἡ)
  21388. καταφυτεύω
  21389. κατάφυτος, ος, ον
  21390. καταφύω
  21391. καταφωράω-ῶ
  21392. κατάφωρος, ος, ον
  21393. καταχαίρω
  21394. καταχαλαζάω-ῶ
  21395. καταχαλκεύω
  21396. κατάχαλκος, ος, ον
  21397. καταχαρίζομαι
  21398. καταχειροτονέω-ῶ
  21399. καταχέω
  21400. καταχθείς
  21401. καταχθόνιος, ος, ον
  21402. καταχορδεύω
  21403. καταχορεύω
  21404. καταχορηγέω-ῶ
  21405. καταχράω-ῶ
  21406. καταχρήσασθαι
  21407. κατάχρυσος, ος, ον
  21408. καταχρυσόω-ῶ
  21409. καταχρώννυμι
  21410. καταχωνεύω
  21411. καταχώννυμι
  21412. καταχωρέω-ῶ
  21413. καταχωρίζω
  21414. καταψάλλω
  21415. καταψάω-ῶ
  21416. καταψεκάζω
  21417. καταψεύδομαι
  21418. καταψευδομαρτυρέω-ῶ
  21419. καταψηλαφάω-ῶ
  21420. καταψηφίζω
  21421. καταψήφισις, εως (ἡ)
  21422. καταψηφιστέον
  21423. καταψήχω
  21424. καταψιθυρίζω
  21425. κατάψυξις, εως (ἡ)
  21426. καταψύχω
  21427. κατέαγα, κατεάγην, κατέαξ
  21428. κατέαται
  21429. κατέβαν
  21430. κατεβλακευμένως
  21431. καταβλακεύω
  21432. κατεγγυάω-ῶ
  21433. κατεγήρα
  21434. κατεδάρθην
  21435. κατεδήδοκα, κατέδομαι
  21436. κατέδραθον
  21437. κατέδραμον
  21438. κατέδυν
  21439. κατεδύσετο
  21440. κατέδω
  21441. κατεηγώς
  21442. κατείβω
  21443. κατεῖδον
  21444. κατείδωλος, ος, ον
  21445. κατεικάζω
  21446. κατειλέω-ῶ
  21447. κατειλημμένος
  21448. κατειλίχατο
  21449. κατείλοχα
  21450. κάτειμι
  21451. κατεῖναι
  21452. κατεῖπα
  21453. κατειργαθόμην
  21454. κατείργνυμι
  21455. κατείργω
  21456. κατειρύω
  21457. κατειρωνεύομαι
  21458. κατεκάην
  21459. κατέκανον
  21460. κατεκέατο
  21461. κατέκταθεν
  21462. κατελάμφθην
  21463. κατελαύνω
  21464. κατελεέω-ῶ
  21465. κατέλεκτο
  21466. κατελεύσομαι
  21467. κἀτελεύτητος
  21468. κατελίσσω
  21469. κἀτελῆ
  21470. κατελπίζω
  21471. κατεμέω-ῶ
  21472. κατεναίρω
  21473. κατέναντι
  21474. κατεναντίον
  21475. κατεναρίζω
  21476. κατένασσα, κατενασσάμην
  21477. κατενεχθείς
  21478. κατένηρα, κατενηράμην
  21479. κατενιαύσιος, ου (ὁ)
  21480. κατεντείνομαι
  21481. κατενώπιον
  21482. κατεξαναστατικός, ή, όν
  21483. κατεξανίσταμαι
  21484. κατεξουσία, ας (ἡ)
  21485. κατεξουσιάζω
  21486. κατεπαγγέλλομαι
  21487. κατεπάγω
  21488. κατεπάλμενος, κατέπαλτο
  21489. κατεπείγω
  21490. κατεπέστησαν
  21491. κατέπεφνον
  21492. κατέπηκτο
  21493. κατεπιδείκνυμαι
  21494. κατεπιορκέω-ῶ
  21495. κατεπλάγην
  21496. κατεπόθην
  21497. κατέπτην
  21498. κατεργάζομαι
  21499. κατερείκω
  21500. κατερείπω
  21501. κατέρεξα
  21502. κατερέφω
  21503. κατερέω
  21504. κατερημόω-ῶ
  21505. κατερήριπα
  21506. κατερητύω
  21507. κατερυκάνω
  21508. κατερύκω
  21509. κατερύω
  21510. κατέρχομαι
  21511. κατερῶ
  21512. κατεσθίω
  21513. κατέσκληκα
  21514. κατεσπευσμένως
  21515. κατέσσυτο
  21516. κατεστραμμένος
  21517. κατεστραμμένως
  21518. κατεστράφατο
  21519. κατέσχεθον
  21520. κατέσχον
  21521. κάτευγμα, ατος (τό)
  21522. κατευημερέω-ῶ
  21523. κατευθύνω
  21524. κατευλογέω-ῶ
  21525. κατευνάζω
  21526. κατευνασμός, οῦ (ὁ)
  21527. κατευναστής, οῦ
  21528. κατευνάω-ῶ
  21529. κατευορκέω-ῶ
  21530. κατευστοχέω-ῶ
  21531. κατευτελίζω
  21532. κατευτρεπίζω
  21533. κατευτυχέω-ῶ
  21534. κατευφημέω-ῶ
  21535. κατευχή, ῆς (ἡ)
  21536. κατεύχομαι
  21537. κατευωχέω-ῶ
  21538. κατεφάλλομαι
  21539. κατεφίστημ
  21540. κατέχευα
  21541. κατέχυντο
  21542. κατέχω
  21543. κατηγεμών, κατηγέομαι
  21544. κατηγορέω-ῶ
  21545. κατηγόρημα, ατος (τό)
  21546. κατηγορητέον
  21547. κατηγορία, ας (ἡ)
  21548. κατηγορικός, ή, όν
  21549. κατήγορος, ου (ὁ)
  21550. κατήγωρ, ορος (ὁ)
  21551. κατῆκα
  21552. κατήκοος, οος, οον
  21553. κατήκω
  21554. κατῆλιψ, ιφος (ὁ)
  21555. κατήλεσα
  21556. κατηλογέω-ῶ
  21557. κάτημαι
  21558. κατήνεγκα
  21559. κατήνεμος, ος, ον
  21560. κατηπιάομαι-ῶμαι
  21561. κατῆρα
  21562. κατηρεμίζω
  21563. κατηρεφής, ής, ές
  21564. κατήρης, ης, ες
  21565. κατήριπον
  21566. κατῆστο
  21567. κατήφεια, ας (ἡ)
  21568. κατηφέω-ῶ
  21569. κατηφής, ής, ές
  21570. κατηφών, όνος
  21571. κατηφιάω-ῶ
  21572. κατηχέω-ῶ
  21573. κάτθανον
  21574. καθᾶψαι
  21575. κατθέμεθα
  21576. κἄτι
  21577. κατίεμαι
  21578. κατίζω
  21579. κατίημι
  21580. κατιθύνω
  21581. κατικετεύω
  21582. κατιλλώπτω
  21583. κατιλύω
  21584. κατίμεν
  21585. κατιόομαι-οῦμαι
  21586. κατιππάζομαι
  21587. κατιρόω
  21588. κατίστημι
  21589. κατίσχεαι
  21590. κατισχναίνω
  21591. κατισχύω
  21592. κατίσχω
  21593. κατίσω
  21594. κάτοδος, ου (ἡ)
  21595. κάτοιδα
  21596. κατοίησις, εως (ἡ)
  21597. κατοικέω-ῶ
  21598. κατοίκησις, εως (ἡ)
  21599. κατοικητήριον, ου (τό)
  21600. κατοικία, ας (ἡ)
  21601. κατοικίδιος, ος, ον
  21602. κατοικίζω
  21603. κατοίκισις, εως (ἡ)
  21604. κατοικισμός, οῦ (ὁ)
  21605. κατοικοδομέω-ῶ
  21606. κατοικονομέω-ῶ
  21607. κάτοικος, ου (ὁ, ἡ)
  21608. κατοικοφθορέω-ῶ
  21609. κατοικτείρω
  21610. κατοικτίζω
  21611. κατοικτίρω
  21612. κατοίκτισις, εως (ἡ)
  21613. κατοίσω
  21614. κατοκνέω-ῶ
  21615. κατολιγωρέω-ῶ
  21616. κατολολύζω
  21617. κατολοφύρομαι
  21618. κατόμνυμι
  21619. κατόνομαι
  21620. κατόπιν
  21621. κατόπισθεν,
  21622. κατοπτάω-ῶ
  21623. κατοπτεύω
  21624. κατοπτήρ, ῆρος (ὁ)
  21625. κατόπτης, ου (ὁ)
  21626. κάτοπτος1, ος, ον
  21627. κάτοπτος2, ος, ον
  21628. κατοπτρίζω
  21629. κατοπτρικός, ή, όν
  21630. κατοπτρικῶς
  21631. κατοπτροειδής, ής, ές
  21632. κάτοπτρον, ου (τό)
  21633. κατοράω
  21634. κατοργιάζω
  21635. κατορθόω-ῶ
  21636. κατόρθωμα, ατος (τό)
  21637. κατόρθωσις, εως (ἡ)
  21638. κατορρωδέω-ῶ
  21639. κατορύσσω
  21640. κατορχέομαι-οῦμαι
  21641. κατότι
  21642. κατουρίζω
  21643. κατοφρυόομαι-οῦμαι
  21644. κατοχή, ῆς (ἡ)
  21645. κατόχιμος, ος, ον
  21646. κάτοχος, ος, ον
  21647. κατόχως
  21648. κατόψιος, ος, ον
  21649. κατόψομαι
  21650. κατοψοφαγέω-ῶ
  21651. κατρεύς, έως (ἡ)
  21652. κάτροπτον, ου (τό)
  21653. κὰτ τάδε
  21654. κάττυμα, ατος (τό)
  21655. κατύπερθε
  21656. κατυπνόω-ῶ
  21657. κἄτυφε
  21658. κἄτυχον
  21659. κάτω
  21660. κατώβλεπον, οντος (ὁ)
  21661. κάτωθε
  21662. κατωμάδιος, ος, ον
  21663. κατωμαδόν
  21664. κατωμοσία, ας (ἡ)
  21665. κατώρα
  21666. κατῶρυξ, υκος
  21667. κατώτατος, η, ον
  21668. κατωτάτω
  21669. κατώτερος, α, ον
  21670. κατωχριάω-ῶ
  21671. καὖθις
  21672. Καυκάσιος, α, ον
  21673. Καύκασις, ιος (ὁ)
  21674. Καύκασος, ου (ὁ)
  21675. καύλινος, η, ον
  21676. Καυλομύκητες, ων (τό)
  21677. καυλός, οῦ (ὁ)
  21678. καῦμα, ατος (τό)
  21679. καυματίζω
  21680. καυματόω-ῶ
  21681. Καυνικός, ή, όν
  21682. Καύνιος, ου
  21683. Καῦνος, ου (ὁ, ἡ)
  21684. καυσία, ας (ἡ)
  21685. καύσιμος, ος, ον
  21686. καῦσις, εως (ἡ)
  21687. καῦσος, ου (ὁ)
  21688. καυσόω-ῶ
  21689. καυστείρη, ης
  21690. καυστήρ, ῆρος (ὁ)
  21691. καυστηριάζω
  21692. καυστικός, ή, όν
  21693. καυστός, ή, όν
  21694. Καΰστριον πεδίον (τό)
  21695. Καΰστριος, ου (ὁ)
  21696. Καΰστρος, ου (ὁ)
  21697. καύσω
  21698. καύσων, ωνος (ὁ)
  21699. καυτήρ, ῆρος (ὁ)
  21700. καυτηριάζω
  21701. καυτήριον, ου (τό)
  21702. καὐτός
  21703. καυχάομαι-ῶμαι
  21704. καύχη, ης (ἡ)
  21705. καύχημα, ατος (τό)
  21706. καυχήμων, ων, ον
  21707. καύχησις, εως (ἡ)
  21708. κἀφ’
  21709. κἀφαγιστεύσας
  21710. κἀφανής
  21711. κἄφερον
  21712. κἀφίλησα
  21713. κἄφιλον
  21714. κἀφρόνως
  21715. κἀφύσαμεν
  21716. καχάζω
  21717. καχασμός, οῦ (ὁ)
  21718. καχεξία, ας (ἡ)
  21719. κἀχθές
  21720. καχλάζω
  21721. κάχληξ, ηκος (ὁ)
  21722. καχύποπτος, ος, ον
  21723. κέ
  21724. Κεάδης, ου (ὁ)
  21725. κεάζω
  21726. κέαντες
  21727. κέαρ, κέατος (τό)
  21728. Κέας, ου (ὁ)
  21729. κέαται
  21730. Κεγχρεαί, ῶν (αἱ)
  21731. κεγχριαῖος, α, ον
  21732. κεγχρίς, ίδος (ἡ)
  21733. κεγχροβόλος, ος, ον
  21734. κέγχρος, ου (ὁ)
  21735. κεδάννυμι
  21736. κεδνός, ή, όν
  21737. κεδρία, ας (ἡ)
  21738. κέδρος, ου (ἡ)
  21739. κέεσθαι
  21740. κεἰ
  21741. κείατο
  21742. κειέμεν
  21743. κεῖθεν
  21744. κεῖθι
  21745. κεῖμαι
  21746. κειμήλιον, ου (τό)
  21747. κεῖνος, κείνη, κεῖνο
  21748. κεινός, ή, όν
  21749. κεινόω-ῶ
  21750. κειρία, ας (ἡ)
  21751. κείρω
  21752. κεἰς
  21753. κεῖσε
  21754. κείσεαι
  21755. κεἰσήκουσας
  21756. κείω1
  21757. κείω2
  21758. κεκαδδίσθαι
  21759. κεκαδήσομαι, κεκαδήσω
  21760. κέκαδον, κεκάδοντο
  21761. κεκάλυμμαι
  21762. κεκάμω
  21763. κέκαρμαι
  21764. κέκασμαι
  21765. κάκαυμαι
  21766. κεκαφηώς, ότος
  21767. κέκευθα
  21768. κέκλαγα
  21769. κεκλέαται
  21770. κέκλεισμαι
  21771. κέκλεμμαι
  21772. κεκλήατο
  21773. κεκλήγοντες
  21774. κέκληκα, κέκλημαι
  21775. κέκλῃμαι
  21776. κεκλῇο
  21777. κεκλίαται
  21778. κεκλοίμαν
  21779. κεκλόμην
  21780. κέκλυθι, κέκλυτε
  21781. κέκλωσμαι
  21782. κέκμηκα
  21783. κεκμηώς, ῶτος
  21784. κεκολασμένως
  21785. κέκομμαι
  21786. κέκονα
  21787. κεκοπώς
  21788. κεκόρεσμαι
  21789. κεκορυθμένος
  21790. κεκοσμημένως
  21791. κεκοτηώς
  21792. κεκράανται, κεκράαντο
  21793. κέκραγα
  21794. κέκραγμα, ατος (τό)
  21795. κεκραγμός, οῦ (ὁ)
  21796. κεκράκτης, ου (ὁ)
  21797. κέκραμαι
  21798. κεκραμένως
  21799. κέκρανται
  21800. κεκράξομαι
  21801. κέκριγα
  21802. κέκρικα
  21803. κεκριμένως
  21804. κέκρυμμαι
  21805. Κεκροπία, ας (ἡ)
  21806. Κεκροπίδης, ου
  21807. Κεκρόπιος, α, ον
  21808. Κεκροπίς, ίδος
  21809. Κέκροψ, οπος (ὁ)
  21810. κέκρυφα
  21811. κεκρύφαλος, ου (ὁ)
  21812. κεκρύφαται
  21813. κεκτήμην
  21814. κεκύθωσι
  21815. κέκυφα
  21816. κελαδεινός, ή, όν
  21817. κελαδέω-ῶ
  21818. κελάδημα, ατος (τό)
  21819. κέλαδος, ου (ὁ)
  21820. κελάδω
  21821. κελαινεφής, ής, ές
  21822. κελαινόβρωτος, ος, ον
  21823. κελαινός, ή, όν
  21824. κελαινόφρων, ων, ον
  21825. κελαινόομαι-οῦμαι
  21826. κελαινώπας, α
  21827. κελαρύζω
  21828. κέλεαι
  21829. κέλευθα
  21830. κελευθοποιός, ός, όν
  21831. κέλευθος, ου (ἡ)
  21832. κελεύομεν
  21833. κέλευσις, εως (ἡ)
  21834. κέλευσμα, ατος (τό)
  21835. κελευσμός, οῦ (ὁ)
  21836. κελευσμοσύνη, ης (ἡ)
  21837. κελευστής, οῦ (ὁ)
  21838. κελευστικός, ή, όν
  21839. κελευστός, ή, όν
  21840. κελευτιάω-ῶ
  21841. κελεύω
  21842. κέλης, ητος
  21843. κελήσομαι
  21844. κελητίζω
  21845. κελήτιον ου (τό)
  21846. κέλλω
  21847. κέλομαι
  21848. Κέλται, ῶν (οἱ)
  21849. Κελτικός, ή, όν
  21850. κελτιστί
  21851. Κελτός, οῦ
  21852. κέλυφος, εος-ους (τό)
  21853. κεμάς, άδος (ἡ)
  21854. κέμμα, ατος (τό)
  21855. κέν
  21856. κεναγγής, ής, ές
  21857. κενανδρία, ας (ἡ)
  21858. κένανδρος, ος, ον
  21859. κεναυχής, ής, ές
  21860. κενέβρειος, ος, ον
  21861. κενεμβατέω-ῶ
  21862. κενεός, ή, όν
  21863. κενεών, ῶνος (ὁ)
  21864. κενοδοξία, ας (ἡ)
  21865. κενόδοξος, ος, ον
  21866. κενοκοπέω-ῶ
  21867. κενολογία, ας (ἡ)
  21868. κενός, ή, όν
  21869. κενόσπουδος, ος, ον
  21870. κενοσπούδως
  21871. κενοταφέω-ῶ
  21872. κενότης, ητος (ἡ)
  21873. κενοφροσύνη, ης (ἡ)
  21874. κενόφρων, ων, ον
  21875. κενοφωνία, ας (ἡ)
  21876. κενόω-ῶ
  21877. κένσαι
  21878. Κενταύρειος, α, ον
  21879. κενταυρίδης, ου
  21880. Κένταυρος, ου (ὁ)
  21881. κεντάω-ῶ
  21882. κεντέω-ῶ
  21883. κεντητήριον, ου (τό)
  21884. κεντουρίων, ωνος (ὁ)
  21885. κεντρηνεκής, ής, ές
  21886. κεντρίζω
  21887. κεντρίς, ίδος (ἡ)
  21888. κεντρίτης, ου (ὁ)
  21889. κεντροδάλητις, ιδος
  21890. κέντρον, ου (τό)
  21891. κεντρόω-ῶ
  21892. κεντρωτός, ή, όν
  21893. κεντυρίων, ωνος (ὁ)
  21894. κέντωρ, ορος
  21895. κένωμα, ατος (τό)
  21896. κενῶς
  21897. κένωσις, εως (ἡ)
  21898. κενωτικός, ή, όν
  21899. κέονται
  21900. κέπφος, ου (ὁ)
  21901. κεπφόω-ῶ
  21902. κέρα
  21903. κεραία, ας (ἡ)
  21904. κεραϊζέμεν
  21905. κεραΐζω
  21906. κεραίω
  21907. κεραμεία, ας (ἡ)
  21908. Κεραμεικός, οῦ (ὁ)
  21909. κεραμεῖον, ου (τό)
  21910. κεράμειος, α, ον
  21911. κεραμεοῦς, εᾶ, εοῦν
  21912. κεραμεύς, έως (ὁ)
  21913. κεραμήϊος
  21914. κεραμικός, ή, όν
  21915. κεράμιος, α, ον
  21916. κεραμίς, ίδος
  21917. κεραμῖτις, ιδος
  21918. κέραμος, ου (ὁ)
  21919. Κεραμῶν ἄγορα (ἡ)
  21920. κεράννυμι
  21921. κεραοξόος, όος, όον
  21922. κεραός, αά, αόν
  21923. κέρας, κέρατος (τό)
  21924. κερασβόλος, ος, ον
  21925. κέρασσα
  21926. κεράστης, ου
  21927. κεραστίς, ίδος
  21928. κερασφόρος, ος, ον
  21929. κεράτινος, η, ον
  21930. κεράτιον, ου (τό)
  21931. κερατοξόος, ος, ον
  21932. κερατόω-ῶ
  21933. κερατών, ῶνος
  21934. κεραύλης, ου (ὁ)
  21935. κεραύνιος, α, ον
  21936. κεραυνοβολέω-ῶ
  21937. κεραυνοβολία, ας (ἡ)
  21938. κεραυνοβόλος, ος, ον
  21939. κεραυνός, οῦ (ὁ)
  21940. κεραυνοφόρος, ος, ον
  21941. κεραυνόω-ῶ
  21942. κεραύνωσις, εως (ἡ)
  21943. κεράω1-ῶ
  21944. κεράω2-ῶ
  21945. κεράω3-ῶ
  21946. Κέρβερος, ου (ὁ)
  21947. κερδαίνω
  21948. κερδαλέη, ης (ἡ)
  21949. κερδαλέος, α, ον
  21950. κερδαλεόφρων, ων, ον
  21951. κερδαλέως
  21952. κερδαλῆ, ῆς (ἡ)
  21953. κερδαντέον
  21954. κέρδιστος, η, ον
  21955. κερδίων, ων, ον
  21956. κέρδος, εος-ους (τό)
  21957. κερδοσύνη, ης (ἡ)
  21958. κερδώ, όος-οῦς (ἡ)
  21959. κερδῷος1, ῷου
  21960. κερδῷος2, ῴα, ῷον
  21961. κέρεα
  21962. κερέω
  21963. κερκίς, ίδος (ἡ)
  21964. κερκίων, ονος (ὁ)
  21965. κερκορῶνος, ου (ὁ)
  21966. κέρκος, ου (ἡ)
  21967. κέρκουρος, ου (ὁ)
  21968. Κέρκυρα, ας (ἡ)
  21969. Κερκυραϊκός, ή, όν
  21970. Κερκυραῖος, α, ον
  21971. κερκώπη, ης (ἡ)
  21972. Κερκώπων ἕδραι
  21973. κέρκωψ, ωπος (ὁ)
  21974. κέρμα, ατος (τό)
  21975. κερματίζω
  21976. κερμάτιον, ου (τό)
  21977. κερματιστής, οῦ (ὁ)
  21978. κερόεις, όεσσα-οῦσα, όεν
  21979. κεροίαξ, ακος (ὁ)
  21980. κεροτυπέομαι-οῦμαι
  21981. κεροῦσα
  21982. κεροῦχος, ος, ον
  21983. κερόωντο
  21984. κέρσας
  21985. Κέρσικα νῆσος (ἡ)
  21986. κερτομέω-ῶ
  21987. κερτόμησις, εως (ἡ)
  21988. κερτομία, ας (ἡ)
  21989. κερτόμιος, ος, ον
  21990. κέρτομος, ος, ον
  21991. κερῶ, εῖς, εῖ
  21992. κερῶ, ᾶς, ᾶ
  21993. κέσκετο
  21994. κεστός, ή, όν
  21995. κεὐγένειαν
  21996. κευθάνω
  21997. κευθμός, οῦ (ὁ)
  21998. κευθμών, ῶνος (ὁ)
  21999. κεῦθος, εος-ους (τό)
  22000. κεύθω
  22001. κεὐσταλής
  22002. κεφάλαιον, ου (τό)
  22003. κεφάλαιος, α, ον
  22004. κεφαλαιόω-ῶ
  22005. κεφαλαιώδης, ης, ες
  22006. κεφαλαιωδῶς
  22007. κεφαλαίωμα, ατος (τό)
  22008. κεφαλαλγής, ής, ές
  22009. κεφαλαλγία, ας (ἡ)
  22010. κεφαλή, ῆς (ἡ)
  22011. κεφαληγερέτας, ου
  22012. κεφαλῆφι
  22013. κεφάλιον, ου (τό)
  22014. κεφαλίς, ίδος (ἡ)
  22015. Κεφαλλήν, ῆνος
  22016. Κεφαλληνία, ας (ἡ)
  22017. Κεφαλληνίς, ίδος
  22018. κέχανδα
  22019. κεχάρηκα
  22020. κεχαρισμένος, η, ον
  22021. κεχαρισμένως
  22022. κέχηνα
  22023. κέχρηκα
  22024. κέχρημαι
  22025. κέω
  22026. Κέως, ω (ἡ)
  22027. κῄ
  22028. κῆ
  22029. κήσι
  22030. κήαιεν
  22031. κήας
  22032. κἠγώ
  22033. κηδεία, ας (ἡ)
  22034. κήδειος, ος, ον
  22035. κηδεμονία, ας (ἡ)
  22036. κηδεμονικός, ή, όν
  22037. κηδεμονικῶς
  22038. κηδεμών, όνος
  22039. κήδεος, ος, ον
  22040. κηδέσκετο
  22041. κηδεστής, οῦ (ὁ)
  22042. κηδεστία, ας (ἡ)
  22043. κήδευσις, εως (ἡ)
  22044. κηδεύω
  22045. κήδιστος, η, ον
  22046. κῆδος, εος-ους (τό)
  22047. κήδω
  22048. κἤδωκε
  22049. κῆεν
  22050. κἠκ
  22051. κηκίς, ῖδος (ἡ)
  22052. κηκίω
  22053. κήλας, ου (ὁ)
  22054. κήλειος, ος, ον
  22055. κήλεος, α, ον
  22056. κηλέω-ῶ
  22057. κηληθμός, οῦ (ὁ)
  22058. κηληκτάς, ᾶ (ὁ)
  22059. κήλησις, εως (ἡ)
  22060. κηλητήριος, ος, ον
  22061. κηλίς, ῖδος (ἡ)
  22062. κῆλον, ου (τό)
  22063. κηλώνειον, ου (τό)
  22064. κἠμαυτόν
  22065. κἠμέ
  22066. κἠμοί
  22067. κημός, οῦ (ὁ)
  22068. κημόω-ῶ
  22069. Κηναῖον, ου (τό)
  22070. Κηναῖος, α, ον
  22071. κῆνσος, ου (ὁ)
  22072. κήξ, κηκός (ἡ)
  22073. κήομεν
  22074. κῆον
  22075. κηπίδιον, ου (τό)
  22076. κῆπος, ου (ὁ)
  22077. κηπουρός, οῦ (ὁ)
  22078. κῆρ (τό)
  22079. Κήρ, Κηρός (ἡ)
  22080. κηραίνω1
  22081. κηραίνω2
  22082. κηρεσσιφόρητος, ος, ον
  22083. κήρινος, η, ον
  22084. κηρίον, ου (τό)
  22085. κηρίων, ωνος (ὁ)
  22086. κηροδέτας, α
  22087. κηρόδετος, ος, ον
  22088. κηρόθι
  22089. κηροπλάστης, ου (ὁ)
  22090. κηρόπλαστος, ος, ον
  22091. κηρός, ου (ὁ)
  22092. κήρυγμα, ατος (τό)
  22093. κηρυκεία, ας (ἡ)
  22094. κηρύκειον, ου (τό)
  22095. κηρύκειος, α, ον
  22096. Κήρυκες, ων (οἱ)
  22097. κηρύκευμα, ατος (τό)
  22098. κηρυκεύω
  22099. κηρυκηΐη
  22100. κηρυκήϊον
  22101. κῆρυξ, υκος (ὁ, ἡ)
  22102. κηρύσσω
  22103. κήρωμα, ατος (τό)
  22104. κηρωτή, ῆς (ἡ)
  22105. κῆται
  22106. κητεία, ας (ἡ)
  22107. κητοθηρεῖον, ου (τό)
  22108. κητόομαι-οῦμαι
  22109. κῆτος, εος-ους (τό)
  22110. κητώεις, ώεσσα, ῶεν
  22111. κἦφ’
  22112. Κηφεύς, έως (ὁ)
  22113. κηφήν, ῆνος (ὁ)
  22114. Κηφισίς, ίδος
  22115. Κήφισος, ου (ὁ)
  22116. κηώδης, ης, ες
  22117. κηώεις, ώεσσα, ῶεν
  22118. κιβδηλεύω
  22119. κίβδηλος, ος, ον
  22120. κιβώριον, ου (τό)
  22121. κιβώτιον, ου (τό)
  22122. κιβωτοποιός, οῦ (ὁ)
  22123. κιβωτός, οῦ (ὁ)
  22124. κιγκλίς, ίδος (ἡ)
  22125. κίγκλος, ου (ὁ)
  22126. κιγχάνω
  22127. κίδαρις, εως (ἡ)
  22128. κίδναμαι
  22129. Κιθαιρών, ῶνος (ὁ)
  22130. κιθάρα, ας (ἡ)
  22131. κιθαραοιδός, οῦ (ὁ)
  22132. κιθάρη, ης (ἡ)
  22133. κιθαρίζω
  22134. κίθαρις, ιος (ἡ)
  22135. κιθάρισις, εως (ἡ)
  22136. κιταριστής, οῦ (ὁ)
  22137. κιθαριστικός, ή, όν
  22138. κιθαριστικῶς
  22139. κιθαρῳδέω-ῶ
  22140. κιθαρῳδικός, ή, όν
  22141. κλήθρη, ης (ἡ)
  22142. κιθών, ῶνος (ὁ)
  22143. κίκι, κίκεως (τό)
  22144. κικλήσκω
  22145. κῖκυς, υος (ἡ)
  22146. Κιλικία, ας (ἡ)
  22147. Κιλίκιος, α, ον
  22148. Κίλιξ, ικος (ὁ)
  22149. Κίλισσα, ης
  22150. Κιλλικύριοι, ων (οἱ)
  22151. Κιλλύριοι, ων (οἱ)
  22152. Κιμμερικός, ή, όν
  22153. Κιμμέριος, α, ον
  22154. Κιμώλιος , α, ον,
  22155. Κίμων, ωνος (ὁ)
  22156. Κιμώνειος, ος, ον
  22157. κινάβρα, ας (ἡ)
  22158. κιναβράω-ῶ
  22159. κίναδος, εος-ους (τό)
  22160. κινάθισμα, ατος (τό)
  22161. κιναιδεία, ας (ἡ)
  22162. κίναιδος, ου (ὁ)
  22163. Κινδυεύς, έως
  22164. κινδύνευμα, ατος (τό)
  22165. κινδυνευτέον
  22166. κινδυνευτής, οῦ
  22167. κινδυνεύω
  22168. κίνδυνος, ου (ὁ)
  22169. κινδυνώδης, ης, ες
  22170. κινέω-ῶ
  22171. κίνημα, ατος (τό)
  22172. κίνησις, εως (ἡ)
  22173. κινητέος, α, ον
  22174. κινητήριος, α, ον
  22175. κινητικός, ή, όν
  22176. κινητός, ή
  22177. κιννάβαρι, εως (τό)
  22178. κινναμώμινος, η, ον
  22179. κιννάμωμον, ου (τό)
  22180. κίνυγμα, ατος (τό)
  22181. κίνυμαι
  22182. κινύρομαι
  22183. κινυρός, ά, όν
  22184. κινύσσομαι
  22185. κιόκρανον, ου (τό)
  22186. κιονόκρανον, ου (τό)
  22187. Κίος, ου (ἡ)
  22188. κίρκη, ης (ἡ)
  22189. Κίρκη, ης (ἡ)
  22190. κιρκήλατος, ος, ον
  22191. κίρκος, ου (ὁ)
  22192. κιρκόω-ῶ
  22193. κίρνας
  22194. κιρνάω-ῶ
  22195. κίρνη
  22196. κίρνημι
  22197. κίσηρις, εως (ἡ)
  22198. κισηροειδής, ής, ές
  22199. κισηρώδης, ης, ες
  22200. κίσθος, ου (ὁ)
  22201. κίσσα, ης (ἡ)
  22202. κισσάω-ῶ
  22203. Κισσεύς, έως (ὁ)
  22204. Κισσηΐς, ίδος
  22205. κίσσηλις, εως (ἡ)
  22206. κισσήρης, ης, ες
  22207. κίσσηρις, εως (ἡ)
  22208. Κισσόεσσα, ης (ἡ)
  22209. κισσοποίητος, ος, ον
  22210. κισσός, οῦ (ὁ)
  22211. Κισσοῦσα, ης (ἡ)
  22212. κισσοφορέω-ῶ
  22213. κισσοφόρος, ος, ον
  22214. κισσύβιον, ου (τό)
  22215. κίστη, ης (ἡ)
  22216. κιστοφόρος, ος, ον
  22217. κίταρις, εως (ἡ)
  22218. Κιτιεύς, έως
  22219. Κίτιον, ου (τό)
  22220. κίτριον, ου (τό)
  22221. κίτρον, ου (τό)
  22222. κίττα, κιττάω, κιττοποίητ
  22223. κιχάνω
  22224. κιχείην
  22225. κιχήλα, ας (ἡ)
  22226. κιχήμεναι
  22227. κίχλη, ης (ἡ)
  22228. κίχρημι
  22229. κίω
  22230. κίων, ονος (ὁ)
  22231. κλαγγαίνω
  22232. κλαγγή, ῆς (ἡ)
  22233. κλαγγηδόν
  22234. κλαγγόν
  22235. κλαδαρόρυγχος, ου (ὁ)
  22236. κλάδος, ου (ὁ)
  22237. Κλαζομεναί, ῶν (αἱ)
  22238. Κλαζομένιοι, ων (οἱ)
  22239. κλάζω
  22240. κλαήσω
  22241. κλαίῃσι
  22242. κλαίω
  22243. κλαρίον, ου (τό)
  22244. κλάριος, ος, ον
  22245. κλᾶρος
  22246. κλασαυχενεύομαι
  22247. κλάσις, εως (ἡ)
  22248. κλάσμα, ατος (τό)
  22249. Κλαυδία, ας (ἡ)
  22250. Κλαύδιος, ου (ὁ)
  22251. κλαυθμός, οῦ (ὁ)
  22252. κλαυθμυρίζω
  22253. κλαυθμυρισμός, οῦ (ὁ)
  22254. κλαύματα, ων (τά)
  22255. κλαῦσε
  22256. κλαυσιάω-ῶ
  22257. κλαυσίγελως, ωτος (ὁ)
  22258. κλαύσομαι, κλαυσοῦμαι
  22259. κλαυστός, ή, όν
  22260. κλαυτός, ή, όν
  22261. κλάω1
  22262. κλάω2-ῶ
  22263. Κλέαρχος, ου (ὁ)
  22264. κλεηδών, όνος (ὁ)
  22265. κλειδίον, ου (τό)
  22266. κλειδουχέω-ῶ
  22267. κλειδοῦχος, ου (ὁ, ἡ)
  22268. κλειθρία, ας (ἡ)
  22269. κλεῖθρον, ου (τό)
  22270. κλεινός, ή, όν
  22271. κλείς, κλειδός (ἡ)
  22272. Κλεισθένης, ους (ὁ)
  22273. κλεισιάς
  22274. κλεισίον, ου (τό)
  22275. κλεῖσις, εως (ἡ)
  22276. κλειστός, ή, όν
  22277. κλεῖστρον, ου (τό)
  22278. κλειτορίς, ίδος (ἡ)
  22279. κλειτός, ή, όν
  22280. κλείω1
  22281. κλείω2
  22282. Κλειώ, οῦς (ἡ)
  22283. κλέμμα, ατος (τό)
  22284. Κλεοπάτρα, ας (ἡ)
  22285. κλέος (τό)
  22286. κλεπτέον
  22287. κλέπτης, ου (ὁ)
  22288. κλεπτικός, ή, όν
  22289. κλεπτίστατος, η, ον
  22290. κλεπτοσύνη, ης (ἡ)
  22291. κλέπτω
  22292. κλεψίχωλος, ος, ον
  22293. κλεψύδρα, ας (ἡ)
  22294. κλέω
  22295. Κλεώνυμος, ου (ὁ)
  22296. κλῇδας
  22297. κλήδην
  22298. κληδόνισμα, ατος (τό)
  22299. κλῃδουχέω
  22300. κλῃδοῦχος, ου (ὁ, ἡ)
  22301. κληδών, όνος (ὁ)
  22302. κλῄζω
  22303. κληηδών, όνος (ὁ)
  22304. κλήθρα, ας (ἡ)
  22305. κλῇθρον
  22306. Κληῗδες, ων (αἱ)
  22307. κληΐζω
  22308. κληΐθρον
  22309. κληΐς, ῗδος (ἡ)
  22310. κληϊστός
  22311. κληΐω
  22312. κλῆμα, ατος (τό)
  22313. κληματίς, ίδος (ἡ)
  22314. κληρίον, ου (τό)
  22315. κληρονομέω-ῶ
  22316. κληρονόμημα, ατος (τό)
  22317. κληρονομία, ας (ἡ)
  22318. κληρονόμος, ου (ὁ, ἡ)
  22319. κλῆρος1, ου (ὁ)
  22320. κλῆρος2, ου (ὁ)
  22321. κληρουχέω-ῶ
  22322. κληρουχία, ας (ἡ)
  22323. κληρουχικός, ή, όν
  22324. κληροῦχος, ου
  22325. κληρόω-ῶ
  22326. κλήρωσις, εως (ἡ)
  22327. κληρωτήριον, ου (τό)
  22328. κληρωτός, ή, όν
  22329. κλῄς, κλῃδός (ἡ)
  22330. κλήσιον
  22331. κλῆσις, εως (ἡ)
  22332. κλῇσις, εως (ἡ)
  22333. κλῄσω
  22334. κλητέος, α, ον
  22335. κλητεύω
  22336. κλητήρ, ῆρος (ὁ)
  22337. κλητός, ή, όν
  22338. κλήτωρ, ορος (ὁ)
  22339. κλῄω
  22340. κλίβανος, ου (ὁ)
  22341. κλίμα, ατος (τό)
  22342. κλιμάκιον, ου (τό)
  22343. κλιμακίς, ίδος (ἡ)
  22344. κλῖμαξ, ακος (ἡ)
  22345. κλινάριον, ου (τό)
  22346. κλίνη, ης (ἡ)
  22347. κλινήρης, ης, ες
  22348. κλίνῃσι
  22349. κλινίδιον, ου (τό)
  22350. κλινοπετής, ής, ές
  22351. κλινοποιός, οῦ (ὁ)
  22352. κλινοχαρής, ής, ές
  22353. κλιντήρ, ῆρος (ὁ)
  22354. κλίνω
  22355. κλισία, ας (ἡ)
  22356. κλισιάς, άδος
  22357. κλισίη, ης (ἡ)
  22358. κλισίηθεν
  22359. κλισίηνδε
  22360. κλίσιον, ου (τό)
  22361. κλισίον, ου (τό)
  22362. κλίσις, εως (ἡ)
  22363. κλισμός, οῦ (ὁ)
  22364. κλιτύς, ύος (ἡ)
  22365. κλοιός, οῦ (ὁ)
  22366. κλονέω-ῶ
  22367. κλόνος, ου (ὁ)
  22368. κλοπαῖος, α, ον
  22369. κλοπεύς, έως (ὁ)
  22370. κλοπή, ῆς (ἡ)
  22371. κλοπιμαῖος, α, ον
  22372. κλόπιος, α, ον
  22373. κλοτοπεύω
  22374. κλύδων, ωνος (ὁ)
  22375. κλυδωνίζομαι
  22376. κλυδώνιον, ου (τό)
  22377. κλύζω
  22378. κλῦθι
  22379. κλύμενος, η, ον
  22380. κλύσμα, ατος (τό)
  22381. κλυστήρ, ῆρος (ὁ)
  22382. Κλυταιμνήστρα, ας (ἡ)
  22383. κλῦτε
  22384. κλυτός, ή, όν
  22385. κλυτοτέχνης, ου
  22386. κλυτότοξος, ος, ον
  22387. κλύω
  22388. κλωγμός, οῦ (ὁ)
  22389. κλώδωνες, ων (αἱ)
  22390. κλώζω
  22391. Κλῶθες, ων (αἱ)
  22392. κλώθω
  22393. Κλωθώ, οῦς (ἡ)
  22394. κλωμακόεις, όεσσα, όεν
  22395. κλῶμαξ, ακος (ὁ)
  22396. κλών, κλωνός (ὁ)
  22397. κλωνίον, ου (τό)
  22398. κλῳός
  22399. κλωπεία, ας (ἡ)
  22400. κλωπεύω
  22401. κλωσμός, οῦ (ὁ)
  22402. κλωστήρ, ῆρος (ὁ)
  22403. κλώψ, κλωπός (ὁ)
  22404. κνάπτω
  22405. κνάσω
  22406. κναφεῖον, ου (τό)
  22407. κναφεύς, έως (ὁ)
  22408. κναφεύω
  22409. κναφήϊον, ου (τό)
  22410. κνάφος
  22411. κνάω-ῶ
  22412. κνεφάζω
  22413. κνεφαῖος, α, ον
  22414. κνέφας (τό)
  22415. κνήθω
  22416. κνηκίας, ου (ὁ)
  22417. κνηκίς, ίδος (ἡ)
  22418. κνηκός, ή, όν
  22419. κνήμη, ης (ἡ)
  22420. κνημιδοφόρος, ος, ον
  22421. κνημίς, ῖδος (ἡ)
  22422. κνημός, οῦ (ὁ)
  22423. κνῆν
  22424. κνησθείην
  22425. κνησιάω-ῶ
  22426. κνῆσις, εως (ἡ)
  22427. κνησμός, οῦ (ὁ)
  22428. κνήστι
  22429. κνῆστις, ιος (ἡ)
  22430. κνηστίς, ίδος (ἡ)
  22431. κνίδη, ης (ἡ)
  22432. Κνίδιος, α, ον
  22433. Κνίδοθεν
  22434. Κνίδος, ου (ἡ)
  22435. κνίζω
  22436. κνῖσα, ης (ἡ)
  22437. κνισάω-ῶ
  22438. κνίση
  22439. κνισήεις, ήεσσα, ῆεν
  22440. κνισμός, οῦ (ὁ)
  22441. κνισόω-ῶ
  22442. κνίσσα, ης (ἡ)
  22443. κνισώδης, ης, ες
  22444. κνισωτός, ή, όν
  22445. κνύζα1, ης (ἡ)
  22446. κνύζα2, ης (ἡ)
  22447. κνύζα3, ης
  22448. κνυζέω-ῶ
  22449. κνύζημα, ατος (τό)
  22450. κνύζομαι
  22451. κνυζόω-ῶ
  22452. κνύω
  22453. κνώδαλον, ου (τό)
  22454. κνώδων, οντος (ὁ)
  22455. Κνώσιος, α, ον
  22456. Κνωσός, οῦ (ὁ)
  22457. κνώσσω
  22458. κοάλεμος, ου (ὁ)
  22459. κοάξ
  22460. κόγχη, ης (ἡ)
  22461. κόγχος, ου (ὁ, ἡ)
  22462. κογχύλη, ης (ἡ)
  22463. κογχυλιάτης, ου
  22464. κογχύλιον, ου (τό)
  22465. κοδράντης, ου (ὁ)
  22466. Κοδρίδαι, ῶν (οἱ)
  22467. Κόδρος, ου (ὁ)
  22468. κοέω-ῶ
  22469. κόθεν
  22470. κόθορνος, ου (ὁ)
  22471. κοικυλίων, ωνος (ὁ)
  22472. Κοῖλα, ων (τά)
  22473. κοιλαίνω
  22474. Κοίλη Συρία (ἡ)
  22475. κοιλία, ας (ἡ)
  22476. κοιλογάστωρ, ορος
  22477. κοῖλος, η, ον
  22478. κοιλώδης, ης, ες
  22479. κοιλωπός, ός, όν
  22480. κοιμάω-ῶ
  22481. κοιμέω-ῶ
  22482. κοίμημα, ατος (τό)
  22483. κοίμησις, εως (ἡ)
  22484. κοιμητήριον, ου (τό)
  22485. κοιμίζω
  22486. κοινανέω-ῶ
  22487. κοινῇ
  22488. κοινοβουλέω-ῶ
  22489. κοινοβωμία, ας (ἡ)
  22490. κοινόλεκτρος, ου
  22491. κοινολεχής, ής, ές
  22492. κοινολογέομαι-οῦμαι
  22493. κοινολογία, ας (ἡ)
  22494. κοινονοημοσύνη, ης (ἡ)
  22495. κοινόπλοος-ους, οος-ους, οο
  22496. κοινόπους, ους, ουν
  22497. κοινοπραγέω-ῶ
  22498. κοινός, ή, όν
  22499. κοινότης, ητος (ἡ)
  22500. κοινότοκος, ος, ον
  22501. κοινοφιλής, ής, ές
  22502. κοινόφρων, ων, ον
  22503. κοινόω-ῶ
  22504. κοίνωμα, ατος (τό)
  22505. κοινών, ῶνος (ὁ)
  22506. κοινωνέω-ῶ
  22507. κοινώνημα, ατος (τό)
  22508. κοινωνητέον
  22509. κοινωνία, ας (ἡ)
  22510. κοινωνικός, ή, όν
  22511. κοινωνικῶς
  22512. κοινωνός, οῦ (ὁ, ἡ)
  22513. κοινῶς
  22514. κοῖος, η, ον
  22515. κοιρανέω-ῶ
  22516. κοιρανίδης, ου (ὁ)
  22517. κοίρανος, ου (ὁ)
  22518. κοιτάζω
  22519. κοιταῖος, α, ον
  22520. κοίτη, ης (ἡ)
  22521. κοιτίς, ίδος (ἡ)
  22522. κοῖτος, ου (ὁ)
  22523. κοιτών, ῶνος (ὁ)
  22524. κόκκινος, η, ον
  22525. κοκκοβαφής, ής, ές
  22526. κόκκος, ου (ὁ)
  22527. κόκκυ
  22528. κόκκυξ, υγος (ὁ)
  22529. κολάζω
  22530. κολακεία, ας (ἡ)
  22531. κολάκευμα, ατος (τό)
  22532. κολακευτέος, α, ον
  22533. κολακευτικός, ή, όν
  22534. κολακικός, ή, όν
  22535. κολακεύω
  22536. κόλαξ, ακος (ὁ)
  22537. κολαπτήρ, ῆρος (ὁ)
  22538. κολάπτω
  22539. κόλασις, εως (ἡ)
  22540. κόλασμα, ατος (τό)
  22541. κολασμός, οῦ (ὁ)
  22542. κολαστέος, α, ον
  22543. κολαστήριον, ου (τό)
  22544. κολαστής, οῦ
  22545. κολαστικός, ή, όν
  22546. κολαφίζω
  22547. κόλαφος, ου (ὁ)
  22548. κολεόν, οῦ (τό)
  22549. κολεός, οῦ (ὁ)
  22550. κόλλα, ης (ἡ)
  22551. κόλλαβος, ου (ὁ)
  22552. κολλάω-ῶ
  22553. κολλήεις, ήεσσα, ῆεν
  22554. κόλλησις, εως (ἡ)
  22555. κολλητικός, ή, όν
  22556. κολλητός, ή, όν
  22557. κολλούριον, ου (τό)
  22558. κόλλοψ, οπος (ὁ)
  22559. κολλυβιστής, οῦ (ὁ)
  22560. κόλλυβον, ου (τό)
  22561. κόλλυβος, ου (ὁ)
  22562. κολλύρα, ας (ἡ)
  22563. κολλύριον, ου (τό)
  22564. κολλώδης, ης, ες
  22565. κόλλωτες, ων (οἱ)
  22566. κολοβός, ή, όν
  22567. κολοβότης, ητος (ἡ)
  22568. κολοβόω-ῶ
  22569. κολοιός, οῦ (ὁ)
  22570. κολοιώδης, ης, ες
  22571. κολοκύνθη, ης (ἡ)
  22572. κολοκύνθινος, η, ον
  22573. κολοκυνθοπειρατής, οῦ (ὁ)
  22574. κολοκύντη, ης (ἡ)
  22575. κόλος, ος, ον
  22576. Κολοσσαί, ῶν (αἱ)
  22577. κολοσσιαῖος, α, ον
  22578. κολοσσικός, ή, όν
  22579. κολοσσός, οῦ (ὁ)
  22580. κολοσυρτός, οῦ (ὁ)
  22581. κόλουρις (ἡ)
  22582. κόλουρος, ος, ον
  22583. κόλουσις, εως (ἡ)
  22584. κολούω
  22585. κολοφών, ῶνος (ὁ)
  22586. Κολοφών, ῶνος (ἡ)
  22587. Κολοφώνιος, α, ον
  22588. κολπίας, ου
  22589. κολποειδής, ής, ές
  22590. κόλπος, ου (ὁ)
  22591. κολπόω-ῶ
  22592. κολπώδης, ης, ες
  22593. κόλπωμα, ατος (τό)
  22594. κολπωτός, ή, όν
  22595. κολυμβάω-ῶ
  22596. κολυμβήθρα, ας (ἡ)
  22597. κολυμβητήρ, ῆρος (ὁ)
  22598. κολυμβητής, οῦ (ὁ)
  22599. κόλυμβος, ου (ὁ)
  22600. Κολχικός, ή, όν
  22601. Κολχίς, ίδος
  22602. Κόλχος, ος, ον
  22603. κολῳάω-ῶ
  22604. κολώνη, ης (ἡ)
  22605. κολωνία, ας (ἡ)
  22606. κολωνός, οῦ (ὁ)
  22607. Κολωνός, οῦ (ὁ)
  22608. κολῳός, οῦ (ὁ)
  22609. κομάω-ῶ
  22610. κόμβος, ου (ὁ)
  22611. κομβόω-ῶ
  22612. κομέω1-ῶ
  22613. κομέω2-ῶ
  22614. κόμη, ης (ἡ)
  22615. κομήτης, ου
  22616. κομιδή, ῆς (ἡ)
  22617. κομίζω
  22618. κομιστέος, α, ον
  22619. κομιστήρ, ῆρος (ὁ)
  22620. κόμιστρον, ου (τό)
  22621. κόμμα, ατος (τό)
  22622. κομματικός, ή, όν
  22623. κόμμι (τό)
  22624. κομμός, οῦ (ὁ)
  22625. κομμόω-ῶ
  22626. κόμμωμα, ατος (τό)
  22627. κομμωτής, οῦ (ὁ)
  22628. κομμωτικός, ή, όν
  22629. κομμώτρια, ας (ἡ)
  22630. κομόων
  22631. κομπάζω
  22632. κόμπασμα, ατος (τό)
  22633. κομπασμός, οῦ (ὁ)
  22634. κομπέω-ῶ
  22635. κόμπος, ου (ὁ)
  22636. κομπώδης, ης, ες
  22637. κομψεία, ας (ἡ)
  22638. κομψεύω
  22639. κομψολόγος, ος, ον
  22640. κομψός, ή, όν
  22641. κομψότης, ητος (ἡ)
  22642. κομψῶς
  22643. κοναβέω-ῶ
  22644. κοναβίζω
  22645. κόναβος, ου (ὁ)
  22646. κόνδυλος, ου (ὁ)
  22647. κονέω-ῶ
  22648. κονία, ας (ἡ)
  22649. κονίαμα, ατος (τό)
  22650. κονιατός, ή, όν
  22651. κονιάω-ῶ
  22652. κονίη, ης (ἡ)
  22653. κόνικλος, ου (ὁ)
  22654. κονιορτός, οῦ (ὁ)
  22655. κονίπους, ποδος
  22656. κόνις, εως (ἡ)
  22657. κονίσαλος, ου (ὁ)
  22658. κονίστρα, ας (ἡ)
  22659. κονίω
  22660. κοννέω-ῶ
  22661. κόννος, ου (ὁ)
  22662. κοντός, οῦ (ὁ)
  22663. κοντοφόρος, ος, ον
  22664. κόντωσις, εως (ἡ)
  22665. κοπάζω
  22666. κόπανον, ου (τό)
  22667. κοπείς, εῖσα, έν
  22668. κοπετός, οῦ (ὁ)
  22669. κοπεύς, έως (ὁ)
  22670. κοπή, ῆς (ἡ)
  22671. κοπῆναι
  22672. κοπιάω-ῶ
  22673. κόπις, εως (ὁ)
  22674. κοπίς, ίδος (ἡ)
  22675. κόπος, ου (ὁ)
  22676. κοπόω-ῶ
  22677. κόππα (τό)
  22678. κοππαφόρος, ος, ον
  22679. κόπρανον, ου (τό)
  22680. κοπρεαῖος, ου (ὁ)
  22681. κοπρέω-ῶ
  22682. κοπρία, ας (ἡ)
  22683. κόπριον, ου (τό)
  22684. κόπρος, ου (ἡ)
  22685. κοπροφόρος, ος, ον
  22686. κοπρών, ῶνος (ὁ)
  22687. κόπτω
  22688. κοπώδης, ης, ες
  22689. Κόρα, ας (ἡ)
  22690. κόρακος, ου (ὁ)
  22691. κόραξ, ακος (ὁ)
  22692. κοραξός, ή, όν
  22693. κοράσιον, ου (τό)
  22694. κορασιώδης, ης, ες
  22695. κορβᾶν (ὁ)
  22696. κορβανᾶς, ᾶ (ὁ)
  22697. κορδακικός, ή, όν
  22698. κορδακισμός, οῦ (ὁ)
  22699. κόρδαξ, ακος (ὁ)
  22700. κορδυβαλλώδης, ης, ες
  22701. κορδύλη, ης (ἡ)
  22702. Κόρεια, ων (τά)
  22703. κορέννυμι
  22704. κορεσσάμεθα
  22705. κόρευμα, ατος (τό)
  22706. κορέω1-ῶ
  22707. κορέω2
  22708. κόρη, ης (ἡ)
  22709. κόρηθρον, ου (τό)
  22710. κόρημα, ατος (τό)
  22711. κορθύνω
  22712. κορικῶς
  22713. Κορινθιακός, ή, όν
  22714. Κορίνθιος, α, ον
  22715. Κορινθόθι
  22716. Κορινθόνδε
  22717. Κόρινθος, ου (ἡ, ὁ)
  22718. κόρις, εως (ὁ)
  22719. κορκορυγή, ῆς (ἡ)
  22720. κορκορυγμός, οῦ (ὁ)
  22721. κορμός, οῦ (ὁ)
  22722. Κορνήλιος, ου (ὁ)
  22723. κοροπλάθος, ου (ὁ, ἡ)
  22724. κόρος1, ου (ὁ)
  22725. κόρος2, ου (ὁ)
  22726. κόρος3, ου (ὁ)
  22727. κόρρα, ας (ἡ)
  22728. κόρρη, ης (ἡ)
  22729. κορυβαντιάω-ῶ
  22730. κορυβαντικός, ή, όν
  22731. Κορυβαντιώδης, ης, ες
  22732. Κορύβας, αντος (ὁ)
  22733. κορυδαλή, ῆς (ἡ)
  22734. Κορυδαλλεύς, έως
  22735. Κορυδαλλός, οῦ (ὁ)
  22736. κόρυζα, ης (ἡ)
  22737. κορυζάω-ῶ
  22738. κορυθάϊξ, άϊκος
  22739. κορυθαίολος, ος, ον
  22740. κόρυθος
  22741. κόρυμβα, ων (τά)
  22742. κόρυμβος, ου (ὁ)
  22743. κορύνη, ης (ἡ)
  22744. κορυνήτης, ου (ὁ)
  22745. κορυνηφόρος, ου
  22746. κορύπτω
  22747. κόρυς, υθος (ἡ)
  22748. κορύσσεαι
  22749. κορύσσω
  22750. κορυστής, οῦ (ὁ)
  22751. κορυφά, ᾶς (ἡ)
  22752. κορυφαγενής, ής, ές
  22753. κορυφαία, ας (ἡ)
  22754. κορυφαῖος, α, ον
  22755. κορυφή, ῆς (ἡ)
  22756. κορυφόω-ῶ
  22757. Κορωναῖοι, ων (οἱ)
  22758. Κορώνεια, ας (ἡ)
  22759. κορώνη1, ης (ἡ)
  22760. κορώνη2, ης (ἡ)
  22761. κορωνίζω
  22762. κορωνίς, ίδος
  22763. κορωνιστής, οῦ (ὁ)
  22764. κορωνός, ή, όν
  22765. κοσκινεύω
  22766. κοσκινηδόν
  22767. κόσκινον, ου (τό)
  22768. κοσμέω-ῶ
  22769. κόσμημα, ατος (τό)
  22770. κόσμησις, εως (ἡ)
  22771. κοσμητάς
  22772. κοσμητήρ, ῆρος (ὁ)
  22773. κοσμητής, οῦ (ὁ)
  22774. κοσμητός, ή, όν
  22775. κοσμήτωρ, ορος (ὁ)
  22776. κοσμικός, ή, όν
  22777. κόσμιον, ου (τό)
  22778. κόσμιος, α, ον
  22779. κοσμιότης, ητος (ἡ)
  22780. κοσμίως
  22781. κοσμογονία, ας (ἡ)
  22782. κοσμοκράτωρ, ορος (ὁ)
  22783. κοσμοποιέω-ῶ
  22784. κοσμοποιός, ός, όν
  22785. κόσμος, ου (ὁ)
  22786. κόσος, η, ον
  22787. κόσσυφος, ου (ὁ)
  22788. κοταίνω
  22789. κότε
  22790. κότερος, η, ον
  22791. κοτέω-ῶ
  22792. κοτήεις, ήεσσα, ῆεν
  22793. κότινος, ου (ὁ)
  22794. κότος, ου (ὁ)
  22795. κοτταβίζω
  22796. κοττάβιον, ου (τό)
  22797. κοττάβισις, εως (ἡ)
  22798. κότταβος, ου (ὁ)
  22799. κοττάνη, ης (ἡ)
  22800. κόττυφος, ου (ὁ)
  22801. κοτύλη, ης (ἡ)
  22802. κοτυληδονόφι(ν)
  22803. κοτυληδών, όνος (ἡ)
  22804. κοτυλήρυτος, ος, ον
  22805. κοτυλαῖος, α, ον
  22806. κοτύλων, ωνος (ὁ)
  22807. κοὐ
  22808. κοῦ
  22809. κοὐδέ, κοὐδείς
  22810. κοὐκ
  22811. κοὐκέτι
  22812. κουλεόν, οῦ (τό)
  22813. κούνικλος, ου (ὁ)
  22814. κοὔποτε, κοὔπω
  22815. κουρά, ᾶς (ἡ)
  22816. κουρεῖον, ου (τό)
  22817. κουρεύς, έως (ὁ)
  22818. κουρεύτρια, ας (ἡ)
  22819. κούρη, ης (ἡ)
  22820. κουρή, ῆς (ἡ)
  22821. κούρητες, ων (οἱ)
  22822. Κουρῆτες, ων (οἱ)
  22823. Κουρητικός, ή, όν
  22824. κουρίας, ου
  22825. κουριάω-ῶ
  22826. κουρίδιος, α, ον
  22827. κουρίζω
  22828. κουρικός, ή, όν
  22829. κούριμος, η, ον
  22830. κούριξ
  22831. κουρίς, ίδος
  22832. κουροβόρος, α, ον
  22833. κοῦρος, ου (ὁ)
  22834. κουρότερος, α, ον
  22835. κουροτρόφος, ος, ον
  22836. κουστωδία, ας (ἡ)
  22837. κοὔτε
  22838. κοὔτοι
  22839. κουφίζω
  22840. κούφισις, εως (ἡ)
  22841. κούφισμα, ατος (τό)
  22842. κουφισμός, οῦ (ὁ)
  22843. κουφολογία, ας (ἡ)
  22844. κουφολόγος, ος, ον
  22845. κουφόνοος, ος, ον
  22846. κοῦφος, η, ον
  22847. κουφότης, ητος (ἡ)
  22848. κούφως
  22849. κοὐχ
  22850. κόφινος, ου (ὁ)
  22851. κοχλίας, ου (ὁ)
  22852. κοχλίδιον, ου (τό)
  22853. κοχλιώδης, ης, ες
  22854. κόχλος, ου (ὁ)
  22855. κοχώνη, ης (ἡ)
  22856. Κόωνδε
  22857. Κόως, ω (ἡ)
  22858. κράββατος, ου (ὁ)
  22859. κραγγάνομαι
  22860. κραδαίνω
  22861. κραδάω-ῶ
  22862. κράδη, ης (ἡ)
  22863. κραδηφορία, ας (ἡ)
  22864. κραδίη, ης (ἡ)
  22865. κράζω
  22866. κραιαίνω
  22867. κραίνω
  22868. κραιπαλάω-ῶ
  22869. κραιπάλη, ης (ἡ)
  22870. κραιπαλώδης, ης, ες
  22871. κραιπνός, ή, όν
  22872. κραιπνόσυτος, ος, ον
  22873. κραιπνοφόρος, ος, ον
  22874. κραιπνῶς
  22875. κραῖρα, ας (ἡ)
  22876. κρακτικός, ή, όν
  22877. κρᾶμα, ατος (τό)
  22878. κράμβη, ης (ἡ)
  22879. κραμβίς, ίδος (ἡ)
  22880. κράμβος, η, ον
  22881. Κραναοί, ῶν (οἱ)
  22882. κραναός, ή, όν
  22883. Κραναός, οῦ (ὁ)
  22884. κρανέεσθαι
  22885. κράνεια, ας (ἡ)
  22886. κρανέϊνος, η, ον
  22887. κράνειος, α, ον
  22888. κρανίον, ου (τό)
  22889. κράνος, εος- ους (τό)
  22890. κρανῶ
  22891. κράς, κρατός (ὁ, ἡ, τό)
  22892. κρᾶσις, εως (ἡ)
  22893. κρασπεδίτης, ου (ὁ)
  22894. κράσπεδον, ου (τό)
  22895. κρᾶτα
  22896. κραταιγύαλος, ος, ον
  22897. κραταιΐς, ΐδος (ἡ)
  22898. κραταίλεως, ως, ων
  22899. κραταιός, ά, όν
  22900. κραταιόω-ῶ
  22901. κραταίπεδος, ος, ον
  22902. κραταίρινος, ος, ον
  22903. κρατερός, ά, όν
  22904. κρατερόφρων, ων, ον
  22905. κρατερῶνυξ, υχος
  22906. κρατερῶς
  22907. κράτεσφι
  22908. κρατευταί, ῶν (οἱ)
  22909. κρατέω-ῶ
  22910. κρατήρ, ῆρος (ὁ)
  22911. κρατηρίζω
  22912. κρατί
  22913. κρατιστεύω
  22914. κράτιστος, η, ον
  22915. κρατός
  22916. κράτος, εος-ους (τό)
  22917. κρατύνω
  22918. κρατύς
  22919. κραυγάζω
  22920. κραυγάνομαι
  22921. κραυγή, ῆς (ἡ)
  22922. κρέα
  22923. κρεάγρα, ας (ἡ)
  22924. κρεᾴδιον, ου (τό)
  22925. κρεανομέω-ῶ
  22926. κρεανομία, ας (ἡ)
  22927. κρέας, κρέατος (τό)
  22928. κρεῖον, ου (τό)
  22929. Κρειοντιάδης, ου (ὁ)
  22930. κρείουσσα, ης (ἡ)
  22931. κρεισσόνως
  22932. κρείσσων, ων, ον
  22933. κρειττόνως
  22934. κρείττων, ων, ον
  22935. κρείων, οντος (ὁ)
  22936. Κρείων
  22937. κρειῶν
  22938. κρέκα
  22939. κρεκτός, ή, όν
  22940. κρέκω
  22941. κρέμαμαι
  22942. κρεμάννυμι
  22943. κρεμάς, άδος
  22944. κρεμαστός, ή, όν
  22945. κρεμάστρα, ας (ἡ)
  22946. κρεμόω
  22947. κρέξ, κρεκός (ἡ)
  22948. κρεοβόρος, ος, ον
  22949. κρεοδαισία, ας (ἡ)
  22950. κρεοδαίτης, ου (ὁ)
  22951. κρεοδοσία, ας (ἡ)
  22952. κρεοκοπέω-ῶ
  22953. Κρεόντειος, α, ον
  22954. κρεοπώλης, ου (ὁ)
  22955. κρεοπωλικός, ή, όν
  22956. κρεοπώλιον, ου (τό)
  22957. κρεουργέω-ῶ
  22958. κρεουργηδόν
  22959. κρεουργία, ας (ἡ)
  22960. κρεουργός, ός, όν
  22961. κρεοφαγία, ας (ἡ)
  22962. κρεοφάγος, ος, ον
  22963. κρεωδαισία, ας (ἡ)
  22964. κρεώδης, ης, ες
  22965. κρέων, οντος (ὁ)
  22966. Κρέων, οντος (ὁ)
  22967. κρεωπώλης, ου (ὁ)
  22968. κρήγυος, ος, ον
  22969. κρήδεμνον, ου (τό)
  22970. κρηῆναι, κρήηνον
  22971. κρηθείς, έσσα, έν
  22972. κρήμναμαι
  22973. κρημνίζω
  22974. Κρημνοί, ῶν (οἱ)
  22975. κρημνός, οῦ (ὁ)
  22976. κρημνώδης, ης, ες
  22977. κρῆναι
  22978. κρηναῖος, α, ον
  22979. κρήνη, ης (ἡ)
  22980. κρήνηνδε
  22981. κρηνίς, ῖδος (ἡ)
  22982. κρῆνον
  22983. κρηπιδόω-ῶ
  22984. κρηπίς, ῖδος (ἡ)
  22985. Κρής, Κρητός
  22986. Κρήσιος, α, ον
  22987. Κρῆσσα, ης
  22988. κρησφύγετον, ου (τό)
  22989. Κρήτα, ας (ἡ)
  22990. Κρῆται, άων (αἱ)
  22991. Κρήτη, ης (ἡ)
  22992. Κρήτηθεν
  22993. Κρήτηνδε
  22994. κρητήρ, ῆρος (ὁ)
  22995. κρητίζω
  22996. Κρητικός, ή, όν
  22997. κρητισμός, οῦ (τό)
  22998. κρῖ (τό)
  22999. κρίβανος, ου (ὁ)
  23000. κριβανωτός, ή, όν
  23001. κρίζω
  23002. κριθάω-ῶ
  23003. κριθή, ῆς (ἡ)
  23004. κριθῆναι
  23005. κριθιάω-ῶ
  23006. κριθίδιον, ου (τό)
  23007. κριθίζω
  23008. κρίθινος, η, ον
  23009. κριθολόγος, ου (ὁ)
  23010. κριθοφόρος, ος, ον
  23011. κρίκε
  23012. κρικοειδής, ής, ές
  23013. κρίκος, ου (ὁ)
  23014. κρῖμα, ατος (τό)
  23015. κρινθείς
  23016. κρίνον, ου (τό)
  23017. κρίνω
  23018. κριοπρόσωπος, ος, ον
  23019. κριός, οῦ (ὁ)
  23020. κρίσις, εως (ἡ)
  23021. Κρίσπος, ου (ὁ)
  23022. κριτέον
  23023. κριτήριον, ου (τό)
  23024. κριτής, οῦ (ὁ)
  23025. Κριτίας, ου (ὁ)
  23026. κριτικός, ή, όν
  23027. κριτός, ή, όν
  23028. Κρίτων, ωνος (ὁ)
  23029. κροαίνω
  23030. Κροίσειος, ου
  23031. Κροῖσος, ου (ὁ)
  23032. κροκάλη, ης (ἡ)
  23033. κρόκεος, ος, ον
  23034. κρόκη, ης (ἡ)
  23035. κροκίας, ου
  23036. κροκόβαπτος, ος, ον
  23037. κροκοβαφής, ής, ές
  23038. κροκόδειλος, ου (ὁ)
  23039. κροκόεις, όεσσα, όεν
  23040. κροκόπεπλος, ος, ον
  23041. κρόκος, ου (ὁ)
  23042. κροκύς, ύδος (ἡ)
  23043. κροκωτός, ή, όν
  23044. κροκωτοφόρος, ος, ον
  23045. κρόμμυον, ου (τό)
  23046. κρόμυον, ου (τό)
  23047. Κρόνια, ων (τά)
  23048. Κρονιάς, άδος
  23049. Κρονίδης, ου (ὁ)
  23050. Κρονικός, ή, όν
  23051. Κρόνιον, ου (τό)
  23052. Κρόνιος, α, ον
  23053. Κρονίων, ωνος (ὁ)
  23054. κρονόληρος, ου (ὁ)
  23055. Κρόνος, ου (ὁ)
  23056. κρόσσαι, ῶν (αἱ)
  23057. Κροσσαίη, ης (ἡ)
  23058. κροσσός, οῦ (ὁ)
  23059. κροσσωτός, ή, όν
  23060. κροταλίζω
  23061. κρόταλον, ου (τό)
  23062. κρόταφος, ου (τό)
  23063. κροτέω-ῶ
  23064. κροτησμός, οῦ (ὁ)
  23065. κροτητός, ή, όν
  23066. κροτοθόρυβος, ου (τό)
  23067. κρότος, ου (ὁ)
  23068. κροτών, ῶνος (ὁ)
  23069. Κρότων, ωνος (ἡ)
  23070. Κροτωνιᾶται, ῶν (οἱ)
  23071. Κροτωνιᾶτις, ιδος
  23072. Κροτωνιῆται, ῶν (οἱ)
  23073. κροῦμα, ατος (τό)
  23074. κρουματικός, ή, όν
  23075. Κρουνοί, ῶν (οἱ)
  23076. κρουνός, οῦ (ὁ)
  23077. κροῦσις, εως (ἡ)
  23078. κρουσματικός, ή, όν
  23079. κρουστέον
  23080. κρουστικός, ή, όν
  23081. κρούω
  23082. κρύβδα
  23083. κρύβδην
  23084. κρυβῆναι
  23085. κρύβω
  23086. κρυερός, ά, όν
  23087. κρυμός, οῦ (ὁ)
  23088. κρυόεις, όεσσα, όεν
  23089. κρύος, εος-ους (τό)
  23090. κρύπτασκε
  23091. κρυπτεία, ας (ἡ)
  23092. κρυπτέον
  23093. κρυπτεύω
  23094. κρυπτή, ῆς (ἡ)
  23095. κρυπτός, ή, όν
  23096. κρύπτω
  23097. κρυσταλλίζω
  23098. κρυσταλλοειδής, ής, ές
  23099. κρυσταλλοειδῶς
  23100. κρυσταλλοπήξ, -πῆγος
  23101. κρύσταλλος, ου (ὁ)
  23102. κρύφα
  23103. κρυφαῖος, α, ον
  23104. κρυφαίως
  23105. κρυφείς
  23106. κρυφῇ
  23107. κρυφηδόν
  23108. κρύφθην
  23109. κρύφιος, α, ον
  23110. κρυφίως
  23111. κρύψα
  23112. κρυψιμέτωπος, ος, ον
  23113. κρυψίνοος, ος, ον
  23114. κρύψις, εως (ἡ)
  23115. κρυώδης, ης, ες
  23116. κρωβύλος, ου (τό)
  23117. κρωβυλώδης, ης, ες
  23118. κρώζω
  23119. κρωσσός, οῦ (ὁ)
  23120. κτάμεναι
  23121. κταέοντα
  23122. κτάομαι-ῶμαι
  23123. κτάς, κτᾶσα, κτάν
  23124. κτᾶσθαι
  23125. κτέανον, ου (τό)
  23126. κτέαρ (τό)
  23127. κτεάτειρα, ας
  23128. κτεατίζω
  23129. κτείνεσκε
  23130. κτείνω
  23131. κτείνωμι
  23132. κτείς, κτενός (ὁ)
  23133. κτενέω
  23134. κτενίζω
  23135. κτένιον, ου (τό)
  23136. κτενῶ
  23137. κτέομαι
  23138. κτέρας (τό)
  23139. κτέρεα, έων (τά)
  23140. κτερείζω
  23141. κτερίζω
  23142. κτερίσματα, ων (τά)
  23143. κτέωμεν
  23144. κτῆμα, ατος (τό)
  23145. κτηματικός, ή, όν
  23146. κτηνηδόν
  23147. κτῆνος, εος-ους (τό)
  23148. κτηνοτροφία, ας (ἡ)
  23149. κτήσιος, α, ον
  23150. κτήσιππος, ος, ον
  23151. κτῆσις, εως (ἡ)
  23152. κτητέος, α, ον
  23153. κτητικός, ή, όν
  23154. κτητός, ή, όν
  23155. κτήτωρ, ορος (ὁ)
  23156. κτίδεος, α, ον
  23157. κτιζοίατο
  23158. κτίζω
  23159. κτίλος, ος, ον
  23160. κτιλόομαι-οῦμαι
  23161. κτίσις, εως (ἡ)
  23162. κτίσμα, ατος (τό)
  23163. κτίσσα
  23164. κτίστης, ου (ὁ)
  23165. κτυπέω-ῶ
  23166. κτύπημα, ατος (τό)
  23167. κτύπησε
  23168. κτύπος, ου (ὁ)
  23169. κύαθος, ου (ὁ)
  23170. κυαμευτός, ή, όν
  23171. κυαμιστός, ή, όν
  23172. Κυαμῖτις, ιδος (ἡ)
  23173. κύαμος, ου (ὁ)
  23174. κυαμοφαγία, ας (ἡ)
  23175. κυαναυγής, ής, ές
  23176. Κυάνεαι, εῶν (αἱ)
  23177. κυάνεος, α, ον
  23178. κυανίζω
  23179. κυανόπεζα, ης
  23180. κυανόπεπλος, ος, ον
  23181. κυανοπρῴρειος, ος, ον
  23182. κυανόπρῳρος, ος, ον
  23183. κύανος, ου (ὁ)
  23184. κυανός1, οῦ (ὁ)
  23185. κυανός2, ή, όν
  23186. κυανοῦς, ῆ, οῦν
  23187. κυανοχαῖτα
  23188. κυανοχαίτης, ου
  23189. κυανῶπις, ιδος
  23190. κυανωπός, ός, όν
  23191. κυάνωσις, εως (ἡ)
  23192. κυβεία, ας (ἡ)
  23193. κυβεῖον, ου (τό)
  23194. Κυβέλη, ης (ἡ)
  23195. κυβερνάω-ῶ
  23196. κυβερνήσια, ων (τά)
  23197. κυβέρνησις, εως (ἡ)
  23198. κυβερνητήρ, ῆρος (ὁ)
  23199. κυβερνητήριος, ος, ον
  23200. κυβερνήτης, ου (ὁ)
  23201. κυβερνητικός, ή, όν
  23202. κυβεύω
  23203. κυβία, ας (ἡ)
  23204. κυβιστάω-ῶ
  23205. κυβίστημα, ατος (τό)
  23206. κυβίστησις, εως (ἡ)
  23207. κύβος, ου (ὁ)
  23208. κυδάζω
  23209. Κυδαθηναιεύς, έως
  23210. κυδαίνω
  23211. κυδάλιμος, ος, ον
  23212. κυδάνω
  23213. κυδιάω
  23214. κυδιόων
  23215. κύδιστος, η, ον
  23216. κυδίων, ων, ον
  23217. κυδοιμέω-ῶ
  23218. κυδοιμός, οῦ (ὁ)
  23219. κῦδος, εος-ους (τό)
  23220. κυδρός, ά, όν
  23221. κυδρόομαι-οῦμαι
  23222. Κυδωνία, ας (ἡ)
  23223. κυδώνιος, α, ον
  23224. Κυδώνιος, α, ον
  23225. κυέω-ῶ
  23226. Κυζικηνός, ή, όν
  23227. Κύζικος, ου (ἡ)
  23228. κύημα, ατος (τό)
  23229. κύθε
  23230. Κυθέρεια, ας (ἡ)
  23231. Κύθηρα, ων (τά)
  23232. Κυθήρη, ης (ἡ)
  23233. Κυθήριος, α, ον
  23234. Κυθηροδίκης, ου (ὁ)
  23235. κυΐσκω
  23236. κυκάω-ῶ
  23237. κυκειῶ
  23238. κυκεών, ῶνος (ὁ)
  23239. κυκήθησαν
  23240. κύκλα
  23241. κυκλάς, άδος
  23242. κυκλεύω
  23243. κυκλέω-ῶ
  23244. κυκλικός, ή, όν
  23245. κύκλιος, α, ον
  23246. κυκλίσκος, ου (ὁ)
  23247. κυκλοειδής, ής, ές
  23248. κυκλόεις, όεσσα, όεν
  23249. κυκλόθεν
  23250. κύκλος, ου (ὁ)
  23251. κυκλόσε
  23252. κυκλοτερής, ής, ές
  23253. κυκλοτερῶς
  23254. κυκλοφορέομαι-οῦμαι
  23255. κυκλοφορητικός, ή, όν
  23256. κυκλοφορικῶς
  23257. κυκλόω-ῶ
  23258. Κυκλωπεία, ας (ἡ)
  23259. Κυκλώπειος, α, ον
  23260. Κυκλωπικῶς
  23261. Κυκλώπιος, α, ον
  23262. Κυκλωπίς, ίδος
  23263. κύκλωσις, εως (ἡ)
  23264. κυκλωτός, ή, όν
  23265. Κύκλωψ, ωπος (ὁ)
  23266. κύκνειος, ος, ον
  23267. κυκνόμορφος, ος, ον
  23268. κύκνος, ου (ὁ)
  23269. κυκόωντι
  23270. Κυλάραβις (ἡ)
  23271. κυλικεῖον, ου (τό)
  23272. κυλινδέω-ῶ
  23273. κυλίνδησις, εως (ἡ)
  23274. κυλινδρικός, ή, όν
  23275. κυλινδρικῶς
  23276. κυλινδροειδής, ής, ές
  23277. κύλινδρος, ου (ὁ)
  23278. κυλίνδω
  23279. κύλιξ, ικος (ἡ)
  23280. κύλισις, εως (ἡ)
  23281. κυλίσθην
  23282. κύλισμα, ατος (τό)
  23283. κυλισμός, οῦ (ὁ)
  23284. κυλίστρα, ας (ἡ)
  23285. κυλίω
  23286. Κυλλάνα, ας (ἡ)
  23287. Κυλλάραβις (ἡ)
  23288. κυλλᾶστις, ιος (ὁ)
  23289. Κυλλήνη, ης (ἡ)
  23290. Κυλλήνιος, α, ον
  23291. κυλλῆστις, ιος (ὁ)
  23292. κυλλοποδίων, ονος
  23293. κυλλός, ή, όν
  23294. κῦμα, ατος (τό)
  23295. κυμαίνω
  23296. Κυμαῖος, α, ον
  23297. κυματίας, ου
  23298. κυματωγή, ῆς (ἡ)
  23299. κυμβαλίζω
  23300. κύμβαλον, ου (τό)
  23301. κύμβαχος, ος, ον
  23302. Κύμη, ης (ἡ)
  23303. κύμινδις, ιος (ὁ)
  23304. κυμινεύω
  23305. κύμινον, ου (τό)
  23306. κυμονδέγμων, ων, ον
  23307. κύνα
  23308. Κυναίγειρος, ου (ὁ)
  23309. κυναλώπηξ, πεκος (ἡ)
  23310. κυνάμυια, ας (ἡ)
  23311. κυνάριον, ου (τό)
  23312. κυνάς, άδος
  23313. κυνάω-ῶ
  23314. κυνέη, ης (ἡ)
  23315. κύνει
  23316. κύνειος, α, ον
  23317. κύνεον
  23318. κύνεος, ος, ον
  23319. κυνέω-ῶ
  23320. κυνῆ, ῆς (ἡ)
  23321. κυνηγεσία, ας (ἡ)
  23322. κυνηγέσιον, ου (τό)
  23323. κυνηγετέω-ῶ
  23324. κυνηγέτης, ου (ὁ)
  23325. κυνηγετικός, ή, όν
  23326. κυνηγέω-ῶ
  23327. κυνηγία, ας (ἡ)
  23328. κυνήγιον, ου (τό)
  23329. κυνηγός, οῦ (ὁ, ἡ)
  23330. κυνδόν
  23331. Κύνθιος, α, ον
  23332. Κύνθος, ου (ὁ)
  23333. κυνίδιον, ου (τό)
  23334. κυνίζω
  23335. κυνικός, ή, όν
  23336. κυνικῶς
  23337. κυνίσκος, ου (ὁ)
  23338. κυνισμός, οῦ (ὁ)
  23339. Κυνοβάλανοι, ων (οἱ)
  23340. κυνόδους, όδοντος (ὁ)
  23341. κυνοδρομέω-ῶ
  23342. κυνοθαρσής, ής, ές
  23343. κυνοκέφαλος, ου (ὁ)
  23344. κυνόμυια, ας (ἡ)
  23345. κυνοπρόσωπος, ος, ον
  23346. κυνοραιστής, οῦ (ὁ)
  23347. κυνός
  23348. Κυνόσαργες, ους (τό)
  23349. Κυνὸς κεφαλαί (οἱ)
  23350. κυνοσπάρακτος, ος, ον
  23351. Κυνὸς σῆμα, ατος (τό)
  23352. κυνοτροφική, ῆς (ἡ)
  23353. κυνοτρόφος, ου (ὁ)
  23354. κύνουρα, ων (τά)
  23355. Κυνούριος, α, ον
  23356. κυνόφρων, ων, ον
  23357. κύντατος, η, ον
  23358. κύντερος, α, ον
  23359. κυνώπης, ου
  23360. κυνῶπις, ιδος
  23361. κύον
  23362. κύος, εος-ους (τό)
  23363. κύουρα, ας (ἡ)
  23364. κυοφορέω-ῶ
  23365. κυπαρίσσινος, η, ον
  23366. κύπειρον, ου (τό)
  23367. κύπειρος, ου (ὁ)
  23368. κύπελλον, ου (τό)
  23369. κύπερος, ου (ὁ)
  23370. Κύπριος, α, ον
  23371. Κύπρις, ιδος (ἡ)
  23372. Κυπρογένεια, ας
  23373. Κυπρογενής, ής, ές
  23374. Κύπρονδε
  23375. Κύπρος, ου (ἡ)
  23376. κύπρος, ου (ἡ)
  23377. κυπτάζω
  23378. κύπτω
  23379. κυρβασία, ας (ἡ)
  23380. κύρβις, εως (ἡ, ὁ)
  23381. κῦρε
  23382. Κυρεῖος, α, ον
  23383. κυρέω-ῶ
  23384. Κυρηναϊκός, ή, όν
  23385. Κυρηναῖος, α, ον
  23386. Κυρήνη, ης (ἡ)
  23387. κυρία, ας (ἡ)
  23388. κυριακός, ή, όν
  23389. κυριεύω
  23390. κύριξις, εως (ἡ)
  23391. κύριος, α, ον
  23392. κυριότης, ητος (ἡ)
  23393. κυρίσσω
  23394. κυρίως
  23395. κύρμα (τό)
  23396. Κύρνος, ου (ὁ, ἡ)
  23397. Κῦρος, ου (ὁ)
  23398. κῦρος, εος-ους (τό)
  23399. κυρόω-ῶ
  23400. κύρσαι
  23401. κυρτεία, ας (ἡ)
  23402. κυρτεύς, έως (ὁ)
  23403. κύρτη, ης (ἡ)
  23404. κύρτος, ου (ὁ)
  23405. κυρτός, ή, όν
  23406. κυρτότης, ητος (ἡ)
  23407. κυρτόω-ῶ
  23408. κύρτωμα, ατος (τό)
  23409. κύρω
  23410. κύρωσις, εως (ἡ)
  23411. κύσα
  23412. κυσί
  23413. κύσσα
  23414. κύσσαι
  23415. κύσσων
  23416. κύστις, εως (ἡ)
  23417. κύτισος, ου (ἡ)
  23418. κυτμίς, ίδος (ἡ)
  23419. κύτος, εος-ους (τό)
  23420. κύτταρος, ου (ὁ)
  23421. κῦφι, εως (τό)
  23422. κυφός, ή, όν
  23423. κύφων, ωνος (ὁ)
  23424. Κυχρεῖος, α, ον
  23425. Κυχρεύς, έως (ὁ)
  23426. κυψέλη, ης (ἡ)
  23427. Κυψελίδαι, ῶν (οἱ)
  23428. κυψελίς, ίδος (ἡ)
  23429. κυψελόβυστος, ος, ον
  23430. κύψελος, ου (ὁ)
  23431. κύω
  23432. κύων, κυνός (ὁ, ἡ)
  23433. κώ
  23434. κῶας (τό)
  23435. κωβιός, οῦ (ὁ)
  23436. κωβιώδης, ης, ες
  23437. κώδεια, ας (ἡ)
  23438. κῴδιον, ου (τό)
  23439. κὠδυνωμένη
  23440. κὠδύρεται
  23441. κώδων, ωνος (ὁ)
  23442. κώεα
  23443. κώθων, ωνος (ὁ)
  23444. Κώϊος, α, ον
  23445. κώκυμα, ατος (τό)
  23446. κωκυτός, οῦ (ὁ)
  23447. Κώκυτος, ου (ὁ)
  23448. κωκύω
  23449. κωλακρέτης, ου (ὁ)
  23450. κωλέα, ας (ἡ)
  23451. κώληψ, ηπος (ἡ)
  23452. κῶλον, ου (τό)
  23453. κωλοτομέω-ῶ
  23454. κώλυμα, ατος (τό)
  23455. κωλύμη, ης (ἡ)
  23456. κωλυσίδειπνος, ος, ον
  23457. κωλυσιδρόμα, ας
  23458. κωλυτέον
  23459. κωλυτής, οῦ (ὁ)
  23460. κωλυτικός, ή, όν
  23461. κωλυτός, ή, όν
  23462. κωλύω
  23463. κῶμα, ατος (τό)
  23464. κωμάζω
  23465. κωμάρχης, ου (ὁ)
  23466. κωμάρχιος νόμος (ὁ)
  23467. κωμαστής, οῦ (ὁ)
  23468. κωμαστικός, ή, όν
  23469. κωμαστικῶς
  23470. κώμη, ης (ἡ)
  23471. κωμήτης, ου (ὁ)
  23472. κωμῆτις, ιδος (ἡ)
  23473. κωμικεύομαι
  23474. κωμικός, ή, όν
  23475. κώμιον, ου (τό)
  23476. κωμόπολις, εως (ἡ)
  23477. κῶμος, ου (ὁ)
  23478. κωμῳδέω-ῶ
  23479. κωμῳδία, ας (ἡ)
  23480. κωμῳδικός, ή, όν
  23481. κωμῳδοποΐα, ας (ἡ)
  23482. κωμῳδοποιός, οῦ (ὁ)
  23483. κωμῳδός, οῦ (ὁ)
  23484. κώνειον, ου (τό)
  23485. κωνικός, ή, όν
  23486. κωνοειδής, ής, ές
  23487. κωνοειδῶς
  23488. κῶνος, ου (ὁ)
  23489. κώνωψ, ωπος (ὁ)
  23490. Κῷος, α, ον
  23491. Κῶπαι, ῶν (αἱ)
  23492. Κωπαίς, αΐδος (ἡ)
  23493. κωπεύς, έως (ὁ)
  23494. κώπη, ης (ἡ)
  23495. κωπήεις, ήεσσα, ῆεν
  23496. κωπηλατέω-ῶ
  23497. κωπηλάτης, ου (ὁ)
  23498. κωπήρης, ης, ες
  23499. κωπίον, ου (τό)
  23500. Κωρύκιος1, α, ον
  23501. Κωρύκιος2, α, ον
  23502. Κωρυκίς, ίδος
  23503. κώρυκος, ου (ὁ)
  23504. Κῶς, Κῶ (ἡ)
  23505. κῶς
  23506. κωτίλλω
  23507. κωτίλος, η, ον
  23508. κωφίας, ου (ὁ)
  23509. κωφός, ή, όν
  23510. κωφότης, ητος (ἡ)
  23511. κᾤχεθ’, κᾤχετ’, κᾤχετο
  23512. κώψ, κωπός (ὁ)
  23513. Χ, χ (χῖ) (τό)
  23514. χ᾽
  23515. χἀ
  23516. χάδον
  23517. χάζεο
  23518. χάζω
  23519. χαἰ
  23520. χαίνω
  23521. χάϊος, α, ον
  23522. χαῖρε
  23523. χαίρεσκον
  23524. χαίρω
  23525. Χαιρώνεια, ας (ἡ)
  23526. Χαιρωνεύς, έως
  23527. Χαιρωνικός, ή, όν
  23528. χαίτη, ης (ἡ)
  23529. χαίτωμα, ατος (τό)
  23530. χάλαζα, ης (ἡ)
  23531. χαλαζάω-ῶ
  23532. χαλαζοβόλος, ος, ον
  23533. χαλαζοφύλαξ, ακος (ὁ)
  23534. χαλαζώδης, ης, ες
  23535. χαλαργός, ός, όν
  23536. χαλαρός, ά, όν
  23537. χάλασμα, ατος (τό)
  23538. χαλαστικός, ή, όν
  23539. Χαλαστραῖος, α, ον
  23540. χαλάω-ῶ
  23541. χαλβάνη, ης (ἡ)
  23542. Χαλδαϊκός, ή, όν
  23543. Χαλδαῖος, α, ον
  23544. χαλεπαίνω
  23545. χαλεπός, ή, όν
  23546. χαλεπότης, ητος (ἡ)
  23547. χαλέπτω
  23548. χαλεπῶς
  23549. Χαλεστραῖος, α, ον
  23550. χαλιναγωγέω-ῶ
  23551. χαλιναγωγός, οῦ
  23552. χαλινοποιητική, ῆς (ἡ)
  23553. χαλινός, οῦ (ὁ)
  23554. χαλινόω-ῶ
  23555. χαλινωτήρια, ων (τά)
  23556. χάλιξ, ικος (ὁ, ἡ)
  23557. χαλιφρονέω-ῶ
  23558. χαλιφροσύνη, ης (ἡ)
  23559. χαλίφρων, ων, ον
  23560. χάλκασπις, ιδος
  23561. χαλκεῖον, ου (τό)
  23562. χάλκειος, α, ον
  23563. χαλκεμβολάς, άδος
  23564. χαλκέμβολος, ος, ον
  23565. χαλκεοθώρηξ, ηκος
  23566. χάλκεος, α, ον
  23567. χαλκεόφωνος, ος, ον
  23568. χάλκευμα, ατος (τό)
  23569. χαλκεύς, έως (ὁ)
  23570. χαλκευτικός, ή, όν
  23571. χαλκεύω
  23572. χαλκεών, ῶνος (ὁ)
  23573. χαλκῆ
  23574. Χαλκηδόνιος, α, ον
  23575. Χαλκηδών, όνος (ἡ)
  23576. χαλκήϊον, ου (τό)
  23577. χαλκήϊος, η, ον
  23578. χαλκήλατος, ος, ον
  23579. χαλκήρης, ης, ες
  23580. Χαλκιδεύς, έως (ὁ)
  23581. Χαλκιδικός, ή, όν
  23582. χαλκίοικος, ος, ον
  23583. χαλκίον, ου (τό)
  23584. χαλκίς, ίδος (ἡ)
  23585. χαλκῖτις, εως
  23586. χαλκοβάρεια, ας
  23587. χαλκοβαρής, ής, ές
  23588. χαλκοβατής, ής, ές
  23589. χαλκοβόας, ου
  23590. χαλκογλώχιν, ινος
  23591. χαλκόδετος, ος, ον
  23592. χαλκοειδής, ής, ές
  23593. χαλκοθώραξ, ακος
  23594. χαλκοκνήμις, ιδος
  23595. χαλκοκορυστής, οῦ
  23596. χαλκολίβανον, ου (τό)
  23597. χαλκοπάρᾳος, ος, ον
  23598. χαλκοπάρῃος, ος, ον
  23599. χαλκόπλακτος, ος, ον
  23600. χαλκόπλευρος, ος, ον
  23601. χαλκόπους, ους, ουν
  23602. χαλκόπυλος, ος, ον
  23603. χαλκοπώγων, ωνος (ὁ)
  23604. χαλκός, οῦ (ὁ)
  23605. χαλκόστομος, ος, ον
  23606. χαλκότευκτος, ος, ον
  23607. χαλκοτυπέω-ῶ
  23608. χαλκοτυπική, ῆς (ἡ)
  23609. χαλκοτύπος, ος, ον
  23610. χαλκότυπος, ος, ον
  23611. χαλκοῦν
  23612. χαλκουργός, ός, όν
  23613. χαλκοῦς, ῆ, οῦν
  23614. Χαλκοῦς (ὁ)
  23615. Χαλκόφι
  23616. χαλκοχίτων, ωνος
  23617. χαλκόω-ῶ
  23618. χάλκωμα, ατος (τό)
  23619. χαλκωρυχεῖον, ου (τό)
  23620. χαλκωρύχιον, ου (τό)
  23621. Χάλυβες, ων (οἱ)
  23622. χάλυψ, υβος (ὁ)
  23623. χαμάδις
  23624. χαμᾶζε
  23625. χαμᾶθεν
  23626. χαμαί
  23627. χαμαιευνάς, άδος
  23628. χαμαιεύνης, ου
  23629. χαμαίζηλος, ος, ον
  23630. χαμαῖθεν
  23631. χαμαικοίτης, ου
  23632. χαμαιλέων, οντος (ὁ)
  23633. χαμαιπετής, ής, ές
  23634. χαμαιπετῶς
  23635. χαμαιτυπεῖον, ου (τό)
  23636. χαμαιτύπη, ης (ἡ)
  23637. χαμεύνη, ης (ἡ)
  23638. χαμεύνιον, ου (τό)
  23639. χαμευνίς, ίδος (ἡ)
  23640. χαμόθεν
  23641. χάμψαι, ῶν (οἱ)
  23642. χἄν
  23643. Χανάαν (ἡ)
  23644. Χαναναῖος, α, ον
  23645. χανδάνω
  23646. χανδόν
  23647. χάννη, ης (ἡ)
  23648. χάνοι
  23649. χάος, χάεος-χάους (τό)
  23650. χαρά, ᾶς (ἡ)
  23651. χάραγμα, ατος (τό)
  23652. χαράδρα, ας (ἡ)
  23653. χαραδριός, οῦ (ὁ)
  23654. χαραδρόομαι-οῦμαι
  23655. χαρακόω-ῶ
  23656. χαρακτήρ, ῆρος
  23657. χαράκωμα, ατος (τό)
  23658. χαράκωσις, εως (ἡ)
  23659. χάραξ, ακος (ἡ, ὁ)
  23660. χαραξίποντος, ος, ον
  23661. χάραξις, εως (ἡ)
  23662. χαράσσω
  23663. χαρείς
  23664. Χάρης, ητος (ὁ)
  23665. χαρήσομαι
  23666. χαριδότης, ου (ὁ)
  23667. χαριεῖ
  23668. χαρίεις, ίεσσα, ίεν
  23669. χαριεντίζομαι
  23670. χαριεντισμός, οῦ (ὁ)
  23671. χαριεντότης, ητος (ἡ)
  23672. χαριέντως
  23673. χαριέστατος, η, ον
  23674. χαριέστερος, α, ον
  23675. χαριεστέρως
  23676. χαρίζομαι
  23677. Χαρίλαος, ου (ὁ)
  23678. χάριν 1
  23679. χάρις , ιτος (ἡ)
  23680. χάριν 2
  23681. χαρίσιος, α, ον
  23682. χάρισμα, ατος (τό)
  23683. χαριστέος, α, ον
  23684. χαριστήριος, ος, ον
  23685. χαριστικός, ή, όν
  23686. χάριτα
  23687. χαριτία, ας (ἡ)
  23688. χαριτογλωσσέω-ῶ
  23689. χαριτοδότης, ου (ὁ)
  23690. χαριτόω-ῶ
  23691. Χαρίτων, ωνος (ὁ)
  23692. χάρμα, ατος (τό)
  23693. χάρμη, ης
  23694. χαρμονή, ῆς (ἡ)
  23695. χαρμοσύνη, ης (ἡ)
  23696. χαρμόσυνος, η, ον
  23697. χαροποιός, ός, όν
  23698. χαροπός, ή, όν
  23699. χαροπότης, ητος (ἡ)
  23700. χἀρπάσαι
  23701. χάρτης, ου (ὁ)
  23702. χαρτίον, ου (τό)
  23703. χαρτός, ή, όν
  23704. Χάρυβδις, εως (ἡ)
  23705. χαρῶ, ῇς, ῇ
  23706. Χάρων, ονος (ὁ)
  23707. Χαρώνειος, ος, ον
  23708. Χαρωνίτης, ου
  23709. χασκάζω
  23710. χάσκω
  23711. χάσμα, ατος (τό)
  23712. χασμάομαι-ῶμαι
  23713. χάσμη, ης (ἡ)
  23714. χασμώδης, ης, ες
  23715. χἄτερος
  23716. χατέω-ῶ
  23717. χατίζω
  23718. χαυλιόδους / χαυλιόδων , -όδοντος (ἡ, ὁ )
  23719. χαῦνος, η, ον
  23720. χαυνότης, ητος
  23721. χαυνόω-ῶ
  23722. χαύνωμα, ατος (τό)
  23723. χαύνωσις, εως (ἡ)
  23724. χαυνωτικός, ή, όν
  23725. χαὐτῇ, χαὐτοῦ
  23726. χέαι
  23727. χέε
  23728. χεζητιάω-ῶ
  23729. χέζω
  23730. χειά, ᾶς (ἡ)
  23731. χεῖλος, εος-ους (τό)
  23732. χεῖμα, ατος (τό)
  23733. χειμάδιος, ο, ον
  23734. χειμάζω
  23735. χειμαίνω
  23736. χειμάρροος, ος, ον
  23737. χείμαρρος, ος, ον
  23738. χειμασία, ας (ἡ)
  23739. χειμερίζω
  23740. χειμερινός, ή, όν
  23741. χειμέριος, α, ον
  23742. χειμοθνής, ῆτος
  23743. χειμών, ῶνος (ὁ)
  23744. χείρ, χειρός (ἡ)
  23745. χειραγωγέω-ῶ
  23746. χειραγωγός, ός, όν
  23747. χειραπτάζω
  23748. χειραψία, ας (ἡ)
  23749. χείρεσι, χείρεσσι
  23750. χειριδωτός, ός, όν
  23751. χειρίζω
  23752. χείριος, α, ον
  23753. χειρίς, ῖδος (ἡ)
  23754. χείριστος, η, ον
  23755. χειροβλημάομαι-ῶμαι
  23756. χειροβολέω-ῶ
  23757. χειρόγραφον, ου (τό)
  23758. χειροδάϊκτος, ος, ον
  23759. χειρόδεικτος, ος, ον
  23760. χειροήθης, ης, ες
  23761. χειρόκμητος, ος, ον
  23762. χειρκοπέω-ῶ
  23763. χειροκρασία, ας (ἡ)
  23764. χειροκρατία, ας (ἡ)
  23765. χειρόμακτρον, ου (τό)
  23766. χειρομάχα, ας
  23767. χειρομάχος, ος, ον
  23768. χειρομύλη, ης (ἡ)
  23769. χειρονομέω-ῶ
  23770. χειρονομία, ας (ἡ)
  23771. χειροπέδη, ης (ἡ)
  23772. χειροπληθής, ής, ές
  23773. χειροποιέομαι-οῦμαι
  23774. χειροποίητος, ος, ον
  23775. χειρόσοφος, ος, ον
  23776. χειρότερος, α, ον
  23777. χειροτέχνημα, ατος (τό)
  23778. χειροτέχνης, ης, ες
  23779. χειροτεχνία, ας (ἡ)
  23780. χειροτεχνικός, ή, όν
  23781. χειροτονέω-ῶ
  23782. χειροτονητός, ή, όν
  23783. χειροτονία, ας (ἡ)
  23784. χειροτόνος, ος, ον
  23785. χειρουργέω-ῶ
  23786. χειρουργία, ας (ἡ)
  23787. χειρουργικός, ή, όν
  23788. χειρουργός, ός, όν
  23789. χείρους
  23790. χειρόω-ῶ
  23791. χείρωμα, ατος (τό)
  23792. χείρων, ων, ον
  23793. Χείρων, ωνος (ὁ)
  23794. χειρῶναξ, ακτος (ὁ)
  23795. χειρωναξία, ας (ἡ)
  23796. χεῖσθαι
  23797. χείσομαι
  23798. χελιδοῖ
  23799. Χελιδόνεαι
  23800. χελιδών, όνος (ἡ)
  23801. χέλυμνα, ης (ἡ)
  23802. χελύνη, ης (ἡ)
  23803. χέλυς, υος (ἡ)
  23804. χελώνη, ης (ἡ)
  23805. χελώνιον, ου (τό)
  23806. χενόσιρις (ὁ)
  23807. χέρας
  23808. χέραδος (τό)
  23809. χερειότερος, α, ον
  23810. χερείων, ων, ον
  23811. χέρης
  23812. χερμάδιον, ου (τό)
  23813. χερμάδιος, ος, ον
  23814. χερμάς, άδος (ἡ)
  23815. χερνής, ῆτος
  23816. χερνήτης, ου (ὁ)
  23817. χερνῆτις, ιδος (ἡ)
  23818. χέρνιβα
  23819. χερνίβεσσι
  23820. χέρνιβον, ου (τό)
  23821. χερνίπτω
  23822. χέρνιψ, ιβος (ἡ)
  23823. χεροῖν
  23824. χερόπληκτος, ος, ον
  23825. Χερρονήσιος, α, ον
  23826. Χερρόνησος, ου (ὁ)
  23827. χέρρος, ος, ον
  23828. χερσαῖος, α, ον
  23829. χερσεύω
  23830. χερσί
  23831. χέρσονδε
  23832. Χερσονήσιος, α, ον
  23833. χερσονησοειδής, ής, ές
  23834. χερσόνησος, ου (ἡ)
  23835. χέρσος, ος, ον
  23836. χερσόω-ῶ
  23837. χεσείω
  23838. χεῦα
  23839. χεῦμα, ατος (τό)
  23840. χεύομεν
  23841. χεύω1, εις, ει
  23842. χεύω2, ῃς, ῃ
  23843. χέω
  23844. χέω, χεῖς, χεῖ
  23845. χέω, ῃς, ῃ
  23846. χἠ
  23847. χηλευτός, ή, όν
  23848. χηλεύω
  23849. χηλή, ῆς (ἡ)
  23850. χηλός, οῦ (ἡ)
  23851. χἠμεῖς
  23852. χἠμέρα
  23853. χήμη, ης (ἡ)
  23854. χήν, χηνός (ὁ, ἡ)
  23855. χηναλωπεκιδεύς, έως (ὁ)
  23856. χηναλώπηξ, εκος (ὁ)
  23857. χήνειος, α, ον
  23858. χηνιδεύς, έως (ὁ)
  23859. χηνίσκος, ου (ὁ)
  23860. χήρα, ας (ἡ)
  23861. χηραμός, οῦ (ὁ, ἡ)
  23862. χήρατο
  23863. χηρεία, ας (ἡ)
  23864. χηρεύω
  23865. χήρη
  23866. χῆρος, α, ον
  23867. χηρόω-ῶ
  23868. χηρωσταί, ῶν (οἱ)
  23869. χἠσεῖτε
  23870. χῆτος (τό)
  23871. χἤφθα
  23872. χθαμαλοπτήτης, ου
  23873. χθαμαλός, ή, όν
  23874. χθές
  23875. χθεσινός, ή, όν
  23876. χθιζά
  23877. χθιζινός, ή, όν
  23878. χθιζός, ή, όν
  23879. χθόνιος, α, ον
  23880. χθονοστιβής, ής, ές
  23881. χθονοτρεφής, ής, ές
  23882. χθών, χθονός (ἡ)
  23883. χῖ (τό)
  23884. χιλιαρχέω-ῶ
  23885. χιλιάρχης, ου (ὁ)
  23886. χιλιαρχία, ας (ἡ)
  23887. χιλίαρχος, ου (ὁ)
  23888. χιλιάς, άδος (ἡ)
  23889. χιλιέτης, ης, ες
  23890. χίλιοι, αι, α
  23891. χιλιόναυς, εως
  23892. χιλιοναύτας, ου
  23893. χιλιοστός, ή, όν
  23894. χιλιοστύς, ύος (ἡ)
  23895. χιλιοτάλαντος, ος, ον
  23896. χιλός, οῦ (ὁ)
  23897. χιλόω-ῶ
  23898. χίμαιρα, ας (ἡ)
  23899. χίμαρος, ου (ὁ, ἡ)
  23900. χίμεθλον, ου (τό)
  23901. χιονίζω
  23902. χιονόβλητος, ος, ον
  23903. χιονοβόλος, ος, ον
  23904. χιονόκτυπος, ος, ον
  23905. χιονώδης, ης, ες
  23906. Χίος, ου (ἡ)
  23907. Χῖος, α, ον
  23908. χιτών, ῶνος (ὁ)
  23909. χιτώνιον, ου (τό)
  23910. χιτωνίσκος, ου (ὁ)
  23911. χιών, όνος (ἡ)
  23912. χλαῖνα, ης (ἡ)
  23913. χλαμύδιον, ου (τό)
  23914. χλαμυδουργία, ας (ἡ)
  23915. χλαμύς, ύδος
  23916. χλανίδιον, ου (τό)
  23917. χλανιδοποιΐα, ας (ἡ)
  23918. χλανίς, ίδος (ἡ)
  23919. χλευάζω
  23920. χλευασμός, οῦ (ὁ)
  23921. χλεύη, ης (ἡ)
  23922. χλιαίνω
  23923. χλιαρός, ά,
  23924. χλιδανός, ή, όν
  23925. χλιδάω-ῶ
  23926. χλιδή, ῆς (ἡ)
  23927. χλίδημα, ατος (τό)
  23928. χλιδών, ῶνος (ὁ)
  23929. χλίδωσις, εως (ἡ)
  23930. χλίω
  23931. χλόα
  23932. χλοάζω
  23933. χλοαυγής, ής, ές
  23934. χλοερός , ά, όν
  23935. χλόη, ης (ἡ)
  23936. χλοητόκος, ος, ον
  23937. χλούνης, ου
  23938. χλοῦνις (ἡ)
  23939. χλωρεύς, έως (ὁ)
  23940. χλωρηΐς, ΐδος
  23941. χλωρίς, ίδος (ἡ)
  23942. χλωρίων, ωνος (ὁ)
  23943. χλωρόκομος, ος, ον
  23944. χλωρόπτιλος, ος, ον
  23945. χλωρός, ά,
  23946. χλωρότης, ητος (ἡ)
  23947. χνοάζω
  23948. χνοάω-ῶ
  23949. χνόη, ης (ἡ)
  23950. χνόος, ου (ὁ)
  23951. χοάνη, ης (ἡ)
  23952. χόανος, ου (ὁ)
  23953. χοάς
  23954. χόας
  23955. Χοάσπης, ου (ὁ)
  23956. χόες, χοεύς
  23957. χοή, ῆς (ἡ)
  23958. χοήρης, ης, ες
  23959. χοηφόρος, ου
  23960. χοἴδε
  23961. χοϊκός, ή, όν
  23962. χοῖνιξ , ικος (ἡ)
  23963. χοἶον
  23964. χοιραδώδης, ης, ες
  23965. χοιράς, άδος
  23966. χοίρειος, α, ον
  23967. χοίρεος, α, ον
  23968. χοιρίδιον, ου (τό)
  23969. χοιρίνη, ης (ἡ)
  23970. χοίρινος, η, ον
  23971. χοιρίον, ου (τό)
  23972. χοιρόθλιψ, ιβος
  23973. χοιροκομεῖον, ου (τό)
  23974. χοιρόκτονος, ος, ον
  23975. χοιροπώλας, α (ὁ)
  23976. χοῖρος, ου (ὁ, ἡ)
  23977. Χολαργεῖς, έων (οἱ)
  23978. Χολαργεύς, έως
  23979. χολάς, άδος (ἡ)
  23980. χολάω-ῶ
  23981. χολέρα, ας (ἡ)
  23982. χολεριάω-ῶ
  23983. χολερικός, ή, όν
  23984. χολή, ῆς (ἡ)
  23985. χολημεσία, ας (ἡ)
  23986. χολικός, ή, όν
  23987. χόλιξ, ικος (ἡ)
  23988. χόλος, ου (ὁ)
  23989. χολόω-ῶ
  23990. χολώδης, ης, ες
  23991. χολώσεαι
  23992. χολωτός, ή, όν
  23993. χόνδρος, ου (ὁ)
  23994. χοῦς 1, χοός (ὁ, ἡ)
  23995. χόος, ου (ὁ, ἡ)
  23996. χοραγός
  23997. χοραύλης, ου (ὁ)
  23998. χορδή, ῆς (ἡ)
  23999. χορδολογέω-ῶ
  24000. χορδοστροφία, ας (ἡ)
  24001. χορεία, ας (ἡ)
  24002. χορεῖος, α, ον
  24003. χορευτής, οῦ (ὁ)
  24004. χορευτικός, ή, όν
  24005. χορεύω
  24006. χορηγέω-ῶ
  24007. χορηγία, ας (ἡ)
  24008. χορηγικός, ή, όν
  24009. χορηγός, οῦ (ὁ)
  24010. χορικός, ή, όν
  24011. χορικῶς
  24012. χοροδιδάσκαλος, ου (ὁ)
  24013. χοροιτυπία, ας (ἡ)
  24014. χορολέκτης, ου (ὁ)
  24015. χορόνδε
  24016. χοροποιός, ός, όν
  24017. χορός, οῦ (ὁ)
  24018. χορτάζω
  24019. χορταῖος, α, ον
  24020. χόρτασμα, ατος (τό)
  24021. χόρτος, ου (ὁ)
  24022. χοῦν
  24023. χοῦς 2, χοῦ (ὁ, ἡ)
  24024. χουσί
  24025. χοῦσι
  24026. χοὖτος, χοὖτω
  24027. χόω
  24028. χρᾷ
  24029. χραίνω
  24030. χραισμέω-ῶ
  24031. χραισμησέμεν
  24032. χράομαι
  24033. χρᾶσθαι
  24034. χρᾶται
  24035. χραύω
  24036. χράω1
  24037. χράω2
  24038. χράω3
  24039. χράω4
  24040. χρέα
  24041. χρέεσθαι
  24042. χρεία, ας (ἡ)
  24043. χρείη
  24044. χρεῖος1
  24045. χρεῖος2, ος, ον
  24046. χρειώ, όος-οῦς (ἡ)
  24047. χρειώδης, ης, ες
  24048. χρείων
  24049. χρεμετίζω
  24050. χρεμετισμός, οῦ (ὁ)
  24051. χρεμετιστικός, ή, όν
  24052. χρέμης, ητος (ὁ)
  24053. χρέμπτομαι
  24054. χρεοκοπέω-ῶ
  24055. χρεοκοπία, ας (ἡ)
  24056. χρεοκοπίδαι, ῶν (οἱ)
  24057. χρεολυτέω-ῶ
  24058. χρέομενος
  24059. χρεόν
  24060. χρέονται
  24061. χρέος, χρέεος-χρέους (τό)
  24062. χρέουσα
  24063. χρέω, εοῦς
  24064. χρεώ, χρεόος (ἡ)
  24065. χρεώμενος, η, ον
  24066. χρεών,
  24067. χρέωνται
  24068. χρέως (τό)
  24069. χρεώστης, ου (ὁ)
  24070. χρεωφειλέτης, ου (ὁ)
  24071. χρή
  24072. χρῇ
  24073. χρῄζω1
  24074. χρῄζω2
  24075. χρηΐζω
  24076. χρηΐσκομαι
  24077. χρηΐσσω
  24078. χρῆμα, ατος (τό)
  24079. χρηματίζω
  24080. χρηματικός, ή, όν
  24081. χρημάτισις, εως (ἡ)
  24082. χρηματισμός, οῦ (ὁ)
  24083. χρηματιστέον
  24084. χρηματιστήριον, ου (τό)
  24085. χρηματιστής, οῦ (ὁ)
  24086. χρηματιστικός, ή, όν
  24087. χρηματοδαίτης, ου (ὁ)
  24088. χρηματοποιός, ός, όν
  24089. χρημοσύνη, ης (ἡ)
  24090. χρῆν
  24091. χρῇς
  24092. χρῆσαι
  24093. χρησάμενος, η, ον
  24094. χρῆσθα
  24095. χρήσθων
  24096. χρησιμεύω
  24097. χρήσιμος, η, ον
  24098. χρησίμως
  24099. χρῆσις, εως (ἡ)
  24100. χρησμαγόρης, ου (ὁ)
  24101. χρησμηγορέω-ῶ
  24102. χρησμηγόρος, ος, ον
  24103. χρησμολογέω-ῶ
  24104. χρησμολογία, ας (ἡ)
  24105. χρησμολόγος, ος, ον
  24106. χρησμοποιός, ός, όν
  24107. χρησμός, οῦ (ὁ)
  24108. χρησμοσύνη, ης (ἡ)
  24109. χρησμοφύλαξ, ακος (ὁ)
  24110. χρησμῳδέω-ῶ
  24111. χρησμῳδία, ας (ἡ)
  24112. χρησμῳδικός, ή, όν
  24113. χρησμῳδός, ός, όν
  24114. χρῆσται
  24115. χρηστέον
  24116. χρηστεύομαι
  24117. χρηστηριάζω
  24118. χρηστήριοσ1, α, ον
  24119. χρηστήριος2, α, ον
  24120. χρήστης, ου (ὁ)
  24121. χρηστικός, ή, όν
  24122. χρηστικῶς
  24123. χρηστογραφία, ας (ἡ)
  24124. χρηστοήθης, ης, ες
  24125. χρηστολογία, ας (ἡ)
  24126. χρηστολόγος, ος, ον
  24127. χρηστομάθεια, ας (ἡ)
  24128. χρηστομαθής, ής, ές
  24129. χρηστός, ή, όν
  24130. χρηστότης, ητος (ἡ)
  24131. χρηστοφιλία, ας (ἡ)
  24132. χρηστόφιλος, ος, ον
  24133. χρηστῶς
  24134. χρῖμα, ατος (τό)
  24135. χρίμπτω
  24136. χρῖσις, εως (ἡ)
  24137. χρῖσμα, ατος (τό)
  24138. χριστιανισμός, οῦ (ὁ)
  24139. χριστιανός, οῦ (ὁ)
  24140. χριστός, ή, όν
  24141. χρίω
  24142. χρόα1, ας (ἡ)
  24143. χρόα2
  24144. χροΐ
  24145. χροιά
  24146. χρόμαδος, ου (ὁ)
  24147. χρονίζω
  24148. χρονικός, ή, όν
  24149. χρόνιος, α, ον
  24150. χρονιστέον
  24151. χρονιστός, ή, όν
  24152. χρονογράφος, ου (ὁ)
  24153. χρόνος, ου (ὁ)
  24154. χρονοτριβέω-ῶ
  24155. χροός
  24156. χρυσᾶ
  24157. Χρῦσα, ης (ἡ)
  24158. χρυσαίετος, ου (ὁ, ἡ)
  24159. χρυσαμοιβός, ός, όν
  24160. χρυσάμπυξ, υκος
  24161. χρυσάνιος
  24162. χρυσάορος, ος, ον
  24163. χρυσαυγής, ής, ές
  24164. χρυσεῖον, ου (τό)
  24165. χρύσειος, α, ον
  24166. χρυσελεφαντήλεκτρος, ος, ο
  24167. χρυσένδετος, ος, ον
  24168. χρυσεόδμητος, ος, ον
  24169. χρυσεόκμητος, ος, ον
  24170. χρυσεοκόμης, ου
  24171. χρύσεος, έα, εον
  24172. χρυσεοσάνδαλος, ος, ον
  24173. χρυσεόστολμος, ος, ον
  24174. χρυσεραστής, οῦ (ὁ)
  24175. Χρύση, ης (ἡ)
  24176. χρυσῆ
  24177. Χρυσηΐς, ΐδος (ἡ)
  24178. χρυσηλάκατος, ος, ον
  24179. χρυσήλατος, ος, ον
  24180. χρυσήνιος, ος, ον
  24181. χρυσήρης, ης, ες
  24182. Χρύσης, ου (ὁ)
  24183. χρυσίδιον, ου (τό)
  24184. χρύσινος, η, ον
  24185. χρυσίον, ου (τό)
  24186. χρυσίς, ίδος (ἡ)
  24187. χρυσῖτις, ιδος (ἡ)
  24188. χρυσοβαφής, ής, ές
  24189. χρυσόγονος, ος, ον
  24190. χρυσοδαίδαλτος, ος, ον
  24191. χρυσοδακτύλιος, α, ον
  24192. χρυσόδετος, ος, ον
  24193. χρυσοειδής, ής, ές
  24194. χρυσόζυγος, ος, ον
  24195. χρυσόθρονος, ος, ον
  24196. χρυσόκερως, ως, ων
  24197. χρυσοκόλλητος, ος, ον
  24198. χρυσοκόμης, ου
  24199. χρυσόκομος, ος, ον
  24200. χρυσόλιτος, ου (ὁ)
  24201. χρυσολύρης, ου
  24202. χρυσόμαλλος, ος, ον
  24203. χρυσομηλολόνθιον, ου (τό)
  24204. χρυσομίτρης, ου
  24205. χρυσόνωτος, ο, ον
  24206. χρυσόπαστος, ος, ον
  24207. χρυσοπέδιλος, ος, ον
  24208. χρυσοπήληξ, ηκος
  24209. χρυσοποιός, οῦ (ὁ)
  24210. χρυσόπολις, εως (ἡ)
  24211. χρυσόπρασος, ου (ὁ)
  24212. χρυσόπρυμνος, ος, ον
  24213. χρυσόπτερος, ος, ον
  24214. χρυσόροφος, ος, ον
  24215. χρυσόρραπις, ιδος
  24216. χρυσορρόης, ου
  24217. χρυσόρρυτος, ος, ον
  24218. χρυσόρυτος, ος, ον
  24219. χρυσός, οῦ (ὁ)
  24220. χρυσοστέφανος, ος, ον
  24221. χρυσόστροφος, ος, ον
  24222. χρυσότευκτος, ος, ον
  24223. χρυσοτόκος, ος, ον
  24224. χρυσοῦς, ῆ, οῦν
  24225. χρυσοφαής, ής, ές
  24226. χρυσοφανής, ής, ές
  24227. χρυσοφεγγής, ής, ές
  24228. χρυσοφορέω-ῶ
  24229. χρυσοφόρος, ος, ον
  24230. χρυσοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  24231. χρυσοχάλινος, ος, ον
  24232. χρυσόχειρ, χειρος
  24233. χρυσοχοέω-ῶ
  24234. χρυσοχόος, όου (ὁ)
  24235. χρυσόω-ῶ
  24236. χρυσωνέω-ῶ
  24237. χρυσῶπις, ιδος
  24238. χρυσωπός, ός, όν
  24239. χρυσωρυχέω-ῶ
  24240. χρυσωρύχος, ος, ον
  24241. χρύσωσις, εως (ἡ)
  24242. χρυσωτής, οῦ (ὁ)
  24243. χρῶ
  24244. χρῷ
  24245. χρώζω
  24246. χρῶμα, ατος (τό)
  24247. χρωματικός, ή, όν
  24248. χρώννυμι
  24249. χρώς, χρωτός (τό)
  24250. χρωτίζω
  24251. Χτησιφών, ῶντος (ὁ)
  24252. χυδαῖος, ος, ον
  24253. χύδην
  24254. χυλός, οῦ (ὁ)
  24255. χυλόω-ῶ
  24256. χύλωσις, εως
  24257. χύμενος
  24258. χυμός, οῦ (ὁ)
  24259. χύντο
  24260. χύσις, εως (ἡ)
  24261. χύτλον, ου (τό)
  24262. χυτλόω-ῶ
  24263. χύτο
  24264. χυτός, ή, όν
  24265. χύτρα, ας (ἡ)
  24266. χυτρεύς, έως (ὁ)
  24267. χυτρίδιον, ου (τό)
  24268. χυτρίς, ίδος (ἡ)
  24269. χυτρόπους, -ποδος (ὁ)
  24270. χύτρος, ου (ὁ)
  24271. χυτροτομέω-ῶ
  24272. χὠ
  24273. χᾠ
  24274. χᾦ
  24275. χώεο
  24276. χωλεία, ας (ἡ)
  24277. χωλεύω
  24278. χωλοποιός, ός, όν
  24279. χωλός, ή, όν
  24280. χωλότης, ητος (ἡ)
  24281. χῶμα, ατος (τό)
  24282. χῶν
  24283. χωνεύω
  24284. χώνη, ης (ἡ)
  24285. χώννυμι
  24286. χὦνπερ
  24287. χώομαι
  24288. χὤπῃ
  24289. χὠπόσος
  24290. χὠπόταν
  24291. χὤπου
  24292. χὤπως
  24293. χώρα, ας (ἡ)
  24294. χωρέω-ῶ
  24295. χώρη, ης (ἡ)
  24296. χωρητικός, ή, όν
  24297. χωρητός, ή, όν
  24298. χωρίδιον, ου (τό)
  24299. χωρίζω
  24300. χωρίον, ου (τό)
  24301. χωρίς
  24302. χωρισμός, οῦ (ὁ)
  24303. χωριστός, ή, όν
  24304. χωρίτης, ου (ὁ)
  24305. χωριτικός, ή, όν
  24306. χωριτικῶς
  24307. χωρίτις, ιδος (ἡ)
  24308. χωροθεσία, ας (ἡ)
  24309. χῶρος, ου (ὁ)
  24310. χὠς
  24311. χώσατο
  24312. χώσεται
  24313. χῶσις, εως (ἡ)
  24314. χώσομαι
  24315. χὤσους
  24316. χὤσπερ
  24317. χὤταν
  24318. χὤτι
  24319. χὤτε
  24320. Ξ, ξ (ξῖ) (τό)
  24321. ξαίνω
  24322. ξανθόγεως, ως, ων
  24323. ξανθόθριξ, τριχος
  24324. ξανθοκόμης, ου
  24325. ξανθός, ή, όν
  24326. Ξάνθος1, ου (ὁ)
  24327. Ξάνθος2, ου (ἡ)
  24328. ξεινήϊος, ος, ον
  24329. ξεινίζω, ξεινικός, ξείνιο
  24330. ξεναγέω-ῶ
  24331. ξεναγός, οῦ (ὁ)
  24332. ξεναγωγός, ός, όν
  24333. ξεναπάτας, ου
  24334. ξένη, ης
  24335. ξενηλασία, ας (ἡ)
  24336. ξενηλατέω-ῶ
  24337. ξενία, ας (ἡ)
  24338. ξένια, ων (τά)
  24339. ξενίζω
  24340. ξενικός, ή, όν
  24341. ξένιος, α, ον
  24342. ξένισις, εως (ἡ)
  24343. ξενισμός, οῦ (ὁ)
  24344. ξενιτεία, ας (ἡ)
  24345. ξενιτεύω
  24346. ξενοδοκέω-ῶ
  24347. ξεινοδόκος, ος, ον
  24348. ξενοδοκία, ας (ἡ)
  24349. ξενοδοχεῖον, ου (τό)
  24350. ξενοδόχος, ος, ον
  24351. ξενόεις, όεσσα, όεν
  24352. ξενοκτονέω-ῶ
  24353. ξενοκτονία, ας (ἡ)
  24354. ξενοκτόνος, ος, ον
  24355. ξενολογέω-ῶ
  24356. ξενολόγος, ος, ον
  24357. ξενομανέω-ῶ
  24358. ξενοπαθέω-ῶ
  24359. ξένος, η, ον
  24360. ξενόστασις, εως (ἡ)
  24361. ξενοσύνη, ης (ἡ)
  24362. ξενότιμος, ος, ον
  24363. ξενοτροφέω-ῶ
  24364. ξενοφονέω-ῶ
  24365. ξενοφονία, ας (ἡ)
  24366. ξενοφόνος, ος, ον
  24367. Ξενοφῶν, ῶντος (ὁ)
  24368. ξενόω-ῶ
  24369. ξενών, ῶνος (ὁ)
  24370. ξένως
  24371. Ξέρξης, ου (ὁ)
  24372. ξερόν, οῦ (τό)
  24373. ξέσμα, ατος (τό)
  24374. ξέσσα
  24375. ξέστης, ου (ὁ)
  24376. ξεστός, ή, όν
  24377. ξέω
  24378. ξηρά, ᾶς (ἡ)
  24379. ξηραίνω
  24380. ξηραλοιφέω-ῶ
  24381. ξήρανσις, εως (ἡ)
  24382. ξηραντικός, ή, όν
  24383. ξηρός, ά, όν
  24384. ξηρότης, ητος (ἡ)
  24385. ξιφηφόρος, ος, ον
  24386. ξιφίδιον, ου (τό)
  24387. ξιφίζω
  24388. ξιφιστήρ, ῆρος (ὁ)
  24389. ξιφοδήλητος, ος, ον
  24390. ξιφοκτόνος, ος, ον
  24391. ξίφος, εος-ους (τό)
  24392. ξιφουλκία, ας (ἡ)
  24393. ξιφουλκός, ός, όν
  24394. ξόανον, ου (τό)
  24395. ξοανουργία, ας (ἡ)
  24396. ξουθός, ή, όν
  24397. ξυγγενής, ής, ές
  24398. ξυήλη, ης (ἡ)
  24399. ξυηρός, ά, όν
  24400. ξυλεία, ας (ἡ)
  24401. ξυλία, ας (ἡ)
  24402. ξυλίζομαι
  24403. ξύλινος, η, ον
  24404. ξυλλαμβάνω
  24405. ξυλοκόπος, ος, ον
  24406. ξύλον, ου (τό)
  24407. ξυλουργέω-ῶ
  24408. ξυλουργία, ας (ἡ)
  24409. ξυλοφορέω-ῶ
  24410. ξύλοχος, ου (ὁ)
  24411. ξυλώδης, ης, ες,
  24412. ξύλωσις, εως (ἡ)
  24413. ξυμβαίνω, ξυμβάλλω, ξυμβλ
  24414. ξυμβλήμεναι
  24415. ξύμπας, ξυμπίπτω
  24416. ξύν
  24417. ξυνάγνυμι, ξυνάγω, ξυνέρδ
  24418. ξυνέαξε
  24419. ξυνεείκοσι
  24420. ξυνέηκα
  24421. ξύνειμι1
  24422. ξύνες
  24423. ξύνεσις, εως (ἡ)
  24424. ξύνετο
  24425. ξύνηθες, ξυνήθης
  24426. ξυνῇ
  24427. ξυνήϊος, α, ον
  24428. ξυνθήκη, ης (ἡ)
  24429. ξύνιε
  24430. ξυνιέναι
  24431. ξυνίημι
  24432. ξύνιον
  24433. ξύνισαν
  24434. ξύνοδος, ου (ἡ)
  24435. ξυνός, ή, όν
  24436. ξυντίθημι
  24437. Ξυπεταίων, όνος
  24438. ξυράω-ῶ
  24439. ξυρεῦνται
  24440. ξυρέω-ῶ
  24441. ξυρήκης, ης, ες
  24442. ξύρησις, εως (ἡ)
  24443. ξυρόν, οῦ (τό)
  24444. ξυρρέω, ξυρρήγνυμι, ξυρρί
  24445. ξύρω
  24446. ξυσσιτέω-ῶ
  24447. ξυστήρ, ῆρος (ὁ)
  24448. ξυστίς, ίδος (ἡ)
  24449. ξυστόν, οῦ (τό)
  24450. ξυστός, ή, όν
  24451. ξυστοφόρος, ος, ον
  24452. ξύστρα, ας (ἡ)
  24453. ξυστρέφω
  24454. ξύω
  24455. Λ, λ (λάμβδα) (τό)
  24456. λᾶας, λάαος (ὁ)
  24457. λάβδα (τό)
  24458. Λαβδάκειος, α, ον
  24459. Λαβδακίδαι, ῶν (οἱ)
  24460. Λάβδακος, ου (ὁ)
  24461. λάβε
  24462. λαβή, ῆς (ἡ)
  24463. λάβῃσι
  24464. λαβραγόρης, ου (ὁ)
  24465. λαβρεύομαι
  24466. λάβρος, ος, ον
  24467. λαβροστομέω-ῶ
  24468. λαβρόσυτος, ος, ον
  24469. λάβρυς, υος (ἡ)
  24470. λάβρως
  24471. λαβύρινθος, ου (ὁ)
  24472. λαβυρινθώδης, ης, ες
  24473. λάβω, λαβών
  24474. λαγαρός, ά, όν
  24475. Λαγίδας, α (ὁ)
  24476. λαγιδεύς, έως (ὁ)
  24477. λάγινος, η, ον
  24478. λαγνεία, ας (ἡ)
  24479. λαγνεύω
  24480. λάγνης, ου (ὁ)
  24481. λάγνος, η, ον
  24482. λαγοδαίτης, ου (ὁ)
  24483. λαγός, οῦ (ὁ)
  24484. Λᾶγος, ου (ὁ)
  24485. λαγυνίς, ίδος (ἡ)
  24486. λάγυνος, ου (ὁ)
  24487. λαγχάνω
  24488. λαγῶ
  24489. λαγών, όνος (ἡ)
  24490. λαγωός, οῦ (ὁ)
  24491. λαγῷος, α, ον
  24492. λαγώς, ώ (ὁ)
  24493. λάδανον, ου (τό)
  24494. λάε
  24495. λᾶε
  24496. Λαέρτας, α (ὁ)
  24497. λαέρτης, ου (ὁ)
  24498. Λαέρτης, ου (ὁ)
  24499. Λαερτιάδης, ου (ὁ)
  24500. Λαέρτιος, α, ον
  24501. Λάζαρος, ου (ὁ)
  24502. λάζετο
  24503. λαζοίατο
  24504. λάζομαι
  24505. λάζυμαι
  24506. λάθα
  24507. λαθεῖν
  24508. λάθῃσι
  24509. λαθητικός, ή, όν
  24510. λαθικήδης, ης, ες
  24511. λαθίπονος, ος, ον
  24512. λαθοίατο
  24513. λαθοσύνα, ας (ἡ)
  24514. λάθρα
  24515. λαθραῖος, α, ον
  24516. λαθραίως
  24517. λάθρῃ
  24518. λαθρηδά
  24519. λάθριος, ος, ον
  24520. λάθυρα, ων (τά)
  24521. λάθυρος, ου (ὁ)
  24522. λάθω, λαθών
  24523. λᾶϊ
  24524. λᾶϊγξ, ϊγγος (ἡ)
  24525. Λαΐειος, α, ον
  24526. λαῖλαψ, λαίλαπος (ἡ)
  24527. λαιμαργία, ας (ἡ)
  24528. λαίμαργος, ος, ον
  24529. λαιμήτομος, ος, ον
  24530. λαιμός, οῦ (ὁ)
  24531. λαιμοτομέω-ῶ
  24532. λαιμοτόμος, ος, ον
  24533. λαιμότομος, ος, ον
  24534. λαΐνεος, α, ον
  24535. λάϊνος, η, ον
  24536. Λάϊος, ου (ὁ)
  24537. λαιός, ά, όν
  24538. Λαΐς, ΐδος (ἡ)
  24539. λαισήϊον, ου (τό)
  24540. Λαισποδίας, ου (ὁ)
  24541. Λαιστρυγών, όνος (ὁ)
  24542. Λαιστρυγόνιος, α, ον
  24543. λαῖτμα, ατος (τό)
  24544. λαῖφος, εος-ους (τό)
  24545. λαιψηρόδρομος, ος, ον
  24546. λαιψηρός, ά, όν
  24547. λακάζω
  24548. Λάκαινα, ης
  24549. λακάω-ῶ
  24550. Λακεδαιμόνιος, α, ον
  24551. Λακεδαίμων, ονος (ἡ)
  24552. λακεῖν
  24553. λακέρυζα, ης
  24554. λακέτας, ου (ὁ)
  24555. λακίζω
  24556. λακίς, ίδος (ἡ)
  24557. λακιστός, ή, όν
  24558. λακκόπλουτος, ου (ὁ)
  24559. λάκκος, ου (ὁ)
  24560. λακπάτητος
  24561. λακτίζω
  24562. λάκτισμα, ατος (τό)
  24563. λακτιστής, οῦ
  24564. λάκω, λακών
  24565. Λάκων, ωνος
  24566. λακωνίζω
  24567. Λακωνικός, ή, όν
  24568. λακωνικῶς
  24569. λακωνισμός, οῦ (ὁ)
  24570. λακωνιστής, οῦ (ὁ)
  24571. λαλαγέω-ῶ
  24572. λαλαγή, ῆς (ἡ)
  24573. λαλέω-ῶ
  24574. λάλη, ης (ἡ)
  24575. λάλημα, ατος (τό)
  24576. λαλιά, ᾶς (ἡ)
  24577. λαλίστατος, η, ον
  24578. λάλος, ος, ον
  24579. λᾶμα, ατος (τό)
  24580. λαμβάνω
  24581. λάμβδα (τό)
  24582. Λάμια, ας (ἡ)
  24583. λάμπα
  24584. λαμπαδηδρομία, ας (ἡ)
  24585. λαμπαδηφορία, ας (ἡ)
  24586. λαμπαδηφόρος, ος, ον
  24587. λαμπάδιον, ου (τό)
  24588. λαμπαδοῦχος, ος, ον
  24589. λαμπάς1, άδος (ἡ)
  24590. λαμπάς2, άδος
  24591. λαμπετάω-ῶ
  24592. Λαμπετίδης, ου (ὁ)
  24593. λαμπέτις, ιδος
  24594. λαμπετόων
  24595. λάμπη, ης (ἡ)
  24596. λαμπηδών, όνος (ἡ)
  24597. λαμπρός, ά, όν
  24598. λαμπρότης, ητος (ἡ)
  24599. λαμπροφωνία, ας (ἡ)
  24600. λαμπρόφωνος, ος, ον
  24601. λαμπρύνω
  24602. λαμπρῶς
  24603. λαμπτήρ, ῆρος (ὁ)
  24604. λαμπτηρουχία, ας (ἡ)
  24605. λάμπω
  24606. λαμυρία, ας (ἡ)
  24607. λαμυρός, ά, όν
  24608. λαμυρῶς
  24609. Λαμψακηνός, ή, όν
  24610. Λάμψακος, ου (ἡ)
  24611. λάμψομαι
  24612. λανθάνω
  24613. λάξ
  24614. λαξευτός, ή, όν
  24615. λαξεύω
  24616. λάξις, ιος (ἡ)
  24617. λάξομαι
  24618. λαξπάτητος, ος, ον
  24619. λαοδάμας, αντος (ὁ)
  24620. Λαοδίκεια, ας (ἡ)
  24621. Λαοδικεύς, έως
  24622. Λαοκόων, όωντος (ὁ)
  24623. Λαομεδοντιάδης, ου (ὁ)
  24624. Λαομέδων, οντος (ὁ)
  24625. λαοπαθής, ής, ές
  24626. λαοπόρος, ος, ον
  24627. λαός, οῦ (ὁ)
  24628. λᾶος
  24629. λαοσσόος, όος, όον
  24630. λαοφόρος, ος, ον
  24631. λαπαδνός, ή, όν
  24632. λαπάρα, ας (ἡ)
  24633. λαπάσσω
  24634. Λαπίθαι, ῶν (οἱ)
  24635. λάπτω
  24636. Λάρισα, ης (ἡ)
  24637. Λαρισαῖος, α, ον
  24638. λάρναξ, ακος (ἡ)
  24639. λάρος, ου (ὁ)
  24640. λαρός, ός, όν
  24641. λαρυγγίζω
  24642. λαρυγγισμός, οῦ (ὁ)
  24643. λάρυγξ, υγγος (ὁ)
  24644. λᾶς
  24645. Λασαία, ας (ἡ)
  24646. λάσανα, ων (τά)
  24647. λασανοφόρος, ου (ὁ)
  24648. λάσθη, ης (ἡ)
  24649. λασιαύχην, ενος
  24650. λάσιος, α, ον
  24651. λάσκω
  24652. λαταγέω-ῶ
  24653. λάταξ, αγος (ἡ)
  24654. Λάτμος, ου (ὁ)
  24655. Λατογένεια, ας (ἡ)
  24656. λατομέω-ῶ
  24657. λατομία, ας (ἡ)
  24658. λατόμος, ου (ὁ)
  24659. λατρεία, ας (ἡ)
  24660. λάτρευμα, ατος (τό)
  24661. λατρεύω
  24662. λάτρις, ιος (ὁ, ἡ)
  24663. λάτρον, ου (τό)
  24664. λατύπη, ης (ἡ)
  24665. Λατώ
  24666. Λατῷος, α, ον
  24667. λαυκανίη, ης (ἡ)
  24668. λαύρα, ας (ἡ)
  24669. Λαύρειον, ου (τό)
  24670. Λαυρεωτικός, ή, όν
  24671. λαύρη, ης (ἡ)
  24672. Λαύριον, ου (τό)
  24673. λαφυραγωγέω-ῶ
  24674. λάφυρον, ου (τό)
  24675. λαφυροπωλέω-ῶ
  24676. λαφυροπώλης, ου (ὁ)
  24677. λαφύσσω
  24678. Λαφύστιος, ου (ὁ)
  24679. λαχανεύω
  24680. λαχανισμός, οῦ (ὁ)
  24681. λάχανον, ου (τό)
  24682. λαχανόπτερος, ος, ον
  24683. λαχανοπώλης, ου (ὁ)
  24684. λάχε
  24685. λάχεσις, ιος (ἡ)
  24686. Λάχεσις, εως (ἡ)
  24687. λαχή, ῆς (ἡ)
  24688. λάχῃσιν
  24689. λάχνη, ης (ἡ)
  24690. λαχνήεις, ήεσσα, ῆεν
  24691. λάχνος, ου (ὁ)
  24692. λάχον
  24693. λάχος, εος-ους (τό)
  24694. λαχών
  24695. λάω1
  24696. λάω2-λῶ
  24697. λαώδης, ης, ες
  24698. λέαινα, ης (ἡ)
  24699. λεαίνω
  24700. λέβης, ητος (ὁ)
  24701. λεγεών, ῶνος (ἡ)
  24702. λέγω1
  24703. λέγω2
  24704. λεηλασία, ας (ἡ)
  24705. λεηλατέω-ῶ
  24706. λεία, ας (ἡ)
  24707. λειαίνω
  24708. λείβω
  24709. λείη
  24710. λείηνα
  24711. λεῖμμα, ατος (τό)
  24712. λειμών, ῶνος (ὁ)
  24713. λειμωνιάς, άδος
  24714. λειμώνιος, α, ον
  24715. λειμωνόθε
  24716. λειογένειος, ος, ον
  24717. λειοκύμων, ων, ον
  24718. λεῖος, α, ον
  24719. λειότης, ητος (ἡ)
  24720. λείουσι
  24721. λειόω-ῶ
  24722. λειποβοτανέω-ῶ
  24723. λειπτέον
  24724. λείπω
  24725. λειριόεις, όεσσα, όεν
  24726. λείριον, ου (τό)
  24727. λεϊστός, ή, όν
  24728. λειτουργέω-ῶ
  24729. λειτούργημα, ατος (τό)
  24730. λειτουργία, ας (ἡ)
  24731. λειτουργικός, ή, όν
  24732. λειτουργός, ός, όν
  24733. λείχω
  24734. λείψανον, ου (τό)
  24735. λειψόθριξ, τριχος
  24736. λειψύδριον, ου (τό)
  24737. λείως
  24738. λείωσις, εως (ἡ)
  24739. λεκάνη, ης (ἡ)
  24740. λεκάνιον, ου (τό)
  24741. λεκανίς, ίδος (ἡ)
  24742. λεκιθόπωλις, ιδος (ἡ)
  24743. λέκιθος1, ου (ὁ)
  24744. λέκιθος2, ου (ἡ)
  24745. λέκος, εος-ους (τό)
  24746. λεκτέος, α, ον
  24747. λεκτικός, ή, όν
  24748. λέκτο
  24749. λεκτός, ή, όν
  24750. λέκτρον, ου (τό)
  24751. λελαβέσθαι
  24752. λελαθόμην
  24753. λέλασμαι
  24754. λελάχητε
  24755. λελαχυῖα
  24756. λελάχωσι
  24757. λελέασμαι
  24758. λέλειμμαι
  24759. λέληθα
  24760. λεληθώς, υῖα, ός
  24761. λεληκώς, υῖα, ός
  24762. λέλημμαι
  24763. λέλησμαι
  24764. λελήσομαι
  24765. λελίασμαι
  24766. λελίημαι, λελίητο
  24767. λελιμμένος, η, ον
  24768. λελογισμένως
  24769. λέλογχα
  24770. λέλοιπα
  24771. λελῦντο
  24772. λέμβος, ου (ὁ)
  24773. λέμμα, ατος (τό)
  24774. λέντιον, ου (τό)
  24775. λέξεο
  24776. λέξις, εως (ἡ)
  24777. λέξο
  24778. λέξομαι
  24779. λέξον
  24780. λεοντέη, έης (ἡ)
  24781. λεόντειος, α, ον
  24782. λεοντιδεύς, έως (ὁ)
  24783. λεοντοειδής, ής, ές
  24784. λεοντοκέφαλος, ος, ον
  24785. λεοντοτροφία, ας (ἡ)
  24786. λεοντοφόνος, ος, ον
  24787. λεοντοφόρος, ος, ον
  24788. λεοντώδης, ης, ες
  24789. λέπαδνον, ου (τό)
  24790. λεπαῖος, α, ον
  24791. λέπαργος, ος, ον
  24792. λέπας (τό)
  24793. λεπάς, άδος (ἡ)
  24794. λεπιδωτός, ή, όν
  24795. λεπίζω
  24796. λεπίς, ίδος (ἡ)
  24797. λέπος, εος-ους (τό)
  24798. λέπρα , ας (ἡ)
  24799. Λεπρεᾶται, ῶν (οἱ)
  24800. Λέπρεον, ου (τό)
  24801. Λέπρεος, ου (ὁ)
  24802. λέπρη, ης (ἡ)
  24803. λεπρός, ά, όν
  24804. λεπρώδης, ης, ες
  24805. λεπταλέος, α, ον
  24806. λεπτόγεως, ως, ων
  24807. λεπτογνώμων, ων, ον
  24808. λεπτόγραμμος, ος, ον
  24809. λεπτόγραφος, ος, ον
  24810. λεπτόδομος, ος, ον
  24811. λεπτολογέω-ῶ
  24812. λεπτολόγος, ος, ον
  24813. λεπτός, ή, όν
  24814. λεπτότης, ητος (ἡ)
  24815. λεπτουργέω-ῶ
  24816. λεπτοψάμαθος, ος, ον
  24817. λεπτύνω
  24818. λεπτῶς
  24819. λεπύχανον, ου (τό)
  24820. λέπω
  24821. Λερναῖος, α, ον
  24822. Λέρνη, ης (ἡ)
  24823. Λεσβιάζω
  24824. Λέσβιος, α, ον
  24825. Λεσβίς, ίδος
  24826. Λεσβόθεν
  24827. Λέσβος, ου (ἡ)
  24828. λέσχη, ης (ἡ)
  24829. λεσχηνόριος, ου (ὁ)
  24830. λευγαλέος, α, ον
  24831. λευγαλέως
  24832. Λευΐτης, ου (ὁ)
  24833. Λευϊτικός, ή, όν
  24834. Λευκαδία, ας (ἡ)
  24835. Λευκάδιοι, ων (οἱ)
  24836. λευκαίνω
  24837. λευκανθής, ής, ές
  24838. λευκανθίζω
  24839. λευκανία, ας (ἡ)
  24840. Λευκάς, άδος (ἡ)
  24841. λεύκασπις, ιδος
  24842. λεύκη, ης (ἡ)
  24843. λευκήρετμος, ος, ον
  24844. λευκήρης, ης, ες
  24845. λεύκιππος, ος, ον
  24846. λευκοθέα, ας (ἡ)
  24847. λευκοθώραξ, ακος
  24848. λευκόϊον, ου (τό)
  24849. λευκόλινον, ου (τό)
  24850. λευκοπάρυφος, ος, ον
  24851. λευκόπους, ους, ουν
  24852. λευκόπτερος, ος, ον
  24853. λευκόπωλος, ος, ον
  24854. λευκός, ή, όν
  24855. λευκοστεφής, ής, ές
  24856. λευκόστικτος, ος, ον
  24857. λευκότης, ητος (ἡ)
  24858. λευκοφαής, ής, ές
  24859. λευκόφρυς, υος
  24860. λευκόχροια, ας (ἡ)
  24861. λευκόχρως, ωτος
  24862. λευκόω-ῶ
  24863. Λεῦκτρα, ων (τά)
  24864. Λευκτρικός, ή, όν
  24865. λευκώλενος, ος, ον
  24866. λεύκωμα, ατος (τό)
  24867. λευρός, ά, όν
  24868. λεύσιμος, ος, ον
  24869. λευσμός, οῦ (ὁ)
  24870. λεύσσω
  24871. λευστήρ, ῆρος
  24872. λεύσω
  24873. λευχειμονέω-ῶ
  24874. λεύω
  24875. λεχαῖος, α, ον
  24876. λεχεποίης, ου
  24877. λέχος, εος-ους (τό)
  24878. λέχοσδε
  24879. λέχριος, α, ον
  24880. λέχω
  24881. λεχώ, όος-οῦς (ἡ)
  24882. λεψέμεν
  24883. λέων, οντος (ὁ)
  24884. λεωργός, ός, όν
  24885. λεώς
  24886. λεωσφέτερος, ος, ον
  24887. λεωφόρος, ος, ον
  24888. λῆ
  24889. λήγω
  24890. Λήδα, ης (ἡ)
  24891. λήδανον, ου (τό)
  24892. λῄζομαι
  24893. ληθεδανός, ή, όν
  24894. λήθη, ης (ἡ)
  24895. ληθώ, οῦς (ἡ)
  24896. λήθω
  24897. ληϊάς, άδος
  24898. ληϊβότειρα, ας
  24899. ληΐζω
  24900. ληΐη, ης (ἡ)
  24901. λήϊον, ου (τό)
  24902. ληΐς, ΐδος (ἡ)
  24903. ληϊσσάμην
  24904. ληϊστήρ, ῆρος (ὁ)
  24905. ληϊστής, οῦ (ὁ)
  24906. ληϊστός, ή, όν
  24907. ληϊστύς, ύος (ἡ)
  24908. ληΐστωρ, ορος (ὁ)
  24909. ληῗτις, ιδος
  24910. λήϊτον, ου (τό)
  24911. ληκαλέος, α, ον
  24912. ληκάω-ῶ
  24913. ληκέω-ῶ
  24914. ληκίνδα
  24915. ληκύθιον, ου (τό)
  24916. ληκυθισμός, οῦ (ὁ)
  24917. λήκυθος, ου (ἡ)
  24918. λῆμα, ατος (τό)
  24919. λημαλέος, α, ον
  24920. λημάω-ῶ
  24921. λήμη, ης (ἡ)
  24922. λῆμμα, ατος (τό)
  24923. Λημνιάς, άδος
  24924. Λήμνιος, α, ον
  24925. λημνίσκος, ου (ὁ)
  24926. Λημνόθεν
  24927. Λῆμνος, ου (ἡ)
  24928. λῆμψις, εως (ἡ)
  24929. λήμψομαι
  24930. λήν
  24931. λῆν
  24932. Λήναια, ων (τά)
  24933. Ληναϊκός, ή, όν
  24934. Λήναιον, ου (τό)
  24935. Ληναῖος, ου (ὁ)
  24936. Ληναιών, ῶνος (ὁ)
  24937. ληνός, οῦ (ἡ)
  24938. λῆνος, εος-ους (τό)
  24939. ληξιαρχικόν, οῦ (τό)
  24940. ληξίαρχος, ου (ὁ)
  24941. λῆξις1, εως (ἡ)
  24942. λῆξις2, εως (ἡ)
  24943. ληπτέος, α, ον
  24944. ληπτός, ή, όν
  24945. ληραίνω
  24946. ληρέω-ῶ
  24947. λήρησις, εως (ἡ)
  24948. Λήρισα
  24949. λῆρος, ου (ὁ)
  24950. ληρώδης, ης, ες
  24951. λῇς
  24952. λησμοσύνη, ης (ἡ)
  24953. λῃστάρχης, ου (ὁ)
  24954. λῃστεία, ας (ἡ)
  24955. λῃστείρα, ας
  24956. λῃστεύω
  24957. λῃστήριον, ου (τό)
  24958. λῃστής, οῦ (ὁ)
  24959. λῃστικός, ή, όν
  24960. λῃστικῶς
  24961. λῆστις (ἡ)
  24962. λῃστρικός, ή, όν
  24963. λῃστρικῶς
  24964. λῃστρίς, ίδος
  24965. λήσω, λήσομαι
  24966. Λητογένεια,
  24967. Λητοΐδης, ου (ὁ)
  24968. λῃτουργέω-ῶ
  24969. λῃτουργία, ας (ἡ)
  24970. Λητώ, οῦς (ἡ)
  24971. Λητῷος, α, ον
  24972. ληφθῆναι
  24973. λῆψις, εως (ἡ)
  24974. λήψομαι
  24975. λιάζω
  24976. λίαν
  24977. λιαρός, ά, όν
  24978. λίασθεν
  24979. λίβα
  24980. λιβάδιον, ου (τό)
  24981. Λιβανῖτις, ιδος (ἡ)
  24982. λίβανος, ου (ὁ, ἡ)
  24983. λιβανωτός, οῦ (ὁ)
  24984. λιβανωτοφόρος, ος, ον
  24985. λιβανωτρίς, ίδος (ἡ)
  24986. λιβάς, άδος (ἡ)
  24987. λιβερτῖνος, ου (ὁ)
  24988. λίβος, εος-ους (τό)
  24989. λιβός
  24990. Λιβύα
  24991. Λιβύη, ης (ἡ)
  24992. Λιβύηθε
  24993. Λιβυκός, ή, όν
  24994. Λίβυς, υος
  24995. Λιβυστικός, ή, όν
  24996. Λιβυστῖνος, ος, ον
  24997. λίγα
  24998. λιγαίνω
  24999. λίγγω
  25000. λίγδην
  25001. λίγεια
  25002. λιγέως
  25003. λιγνύς, ύος (ἡ)
  25004. λίγξε
  25005. λιγυπνείων, οντος
  25006. λιγυρίζω
  25007. λιγυρός, ά, όν
  25008. λιγυρῶς
  25009. λιγύς, λίγεια, λιγύ
  25010. Λίγυς, υος (ὁ)
  25011. Λιγυστῖνος, η, ον
  25012. λιγύφθογγος, ος, ον
  25013. λιγύφωνος, ος, ον
  25014. λίην
  25015. λιθάζω
  25016. λίθαξ, ακος
  25017. λιθάς, άδος (ἡ)
  25018. λίθεος, α, ον
  25019. λιθίδιον, ου (τό)
  25020. λίθινος, η, ον
  25021. λιθίνως
  25022. λιθοβολέω-ῶ
  25023. λιθοβόλος, ος, ον
  25024. λιθογλύφος, ου (ὁ)
  25025. λιθόδερμος, ος, ον
  25026. λιθοδόμος, ου (ὁ)
  25027. λιθοκόλλητος, ος, ον
  25028. λιθόλευστος, ος, ον
  25029. λιθολόγημα, ατος (τό)
  25030. λιθολόγος, ου (ὁ)
  25031. λιθοξόος, ου (ὁ)
  25032. λιθοποιός, ός, όν
  25033. λίθος, ου (ὁ)
  25034. λιθοσπαδής, ής, ές
  25035. λιθόστρωτος, ος, ον
  25036. λιθοτομέω-ῶ
  25037. λιθοτομία, ας (ἡ)
  25038. λιθουργός, ός, όν
  25039. λιθοφορέω-ῶ
  25040. λιθόω-ῶ
  25041. λιθώδης, ης, ες
  25042. λίθωσις, εως (ἡ)
  25043. λιθωτός, ή, όν
  25044. λικμάω-ῶ
  25045. λικμητήρ, ῆρος (ὁ)
  25046. λικμός, οῦ (ὁ)
  25047. λικνίτης, ου (ὁ)
  25048. λῖκνον, ου (τό)
  25049. λικνοφόρος, ος, ον
  25050. λικριφίς
  25051. Λικύμνιος, ου (ὁ)
  25052. λιλαίομαι
  25053. λιμαίνω
  25054. λιμήν, ένος (ὁ)
  25055. λιμηρός, ά, όν
  25056. λίμνα
  25057. λιμνάζω
  25058. Λίμναι, ῶν (αἱ)
  25059. λιμναῖος, α, ον
  25060. λιμνάς, άδος
  25061. λίμνη, ης (ἡ)
  25062. λιμνόβιος, ος, ον
  25063. λιμνουργός, ός, όν
  25064. λιμνώδης, ης, ες
  25065. Λιμοδωριεῖς, έων (οἱ)
  25066. λιμοθνής, ῆτος
  25067. λιμοκτονέω-ῶ
  25068. λιμός, οῦ (ὁ)
  25069. λιμώδης, ης, ες
  25070. λιμώσσω
  25071. λῖν
  25072. λίνεος, α, ον
  25073. λινόδεσμος, ος, ον
  25074. λινόδετος, ος, ον
  25075. λινοθώρηξ, ηκος
  25076. λινόκροκος, ος, ον
  25077. λίνον, ου (τό)
  25078. λινόπληκτος, ος, ον
  25079. λινοπόρος, ος, ον
  25080. λινόπτερος, ος, ον
  25081. λινορραφής, ής, ές
  25082. Λίνος, ου (ὁ)
  25083. λινοστολία, ας (ἡ)
  25084. λινουργός, οῦ (ὁ)
  25085. λινοῦς, ῆ, οῦν
  25086. λινοφθόρος, ος, ον
  25087. λίπα
  25088. λιπαίνω
  25089. Λιπαρεῖς, έων (οἱ)
  25090. λιπαρέω-ῶ
  25091. λιπαρής, ής, ές
  25092. λιπαρητέον
  25093. λιπαρία, ας (ἡ)
  25094. λιπαρόθρονος, ος, ον
  25095. λιπαροκρήδεμνος, ος, ον
  25096. λιπαροπλόκαμος, ος, ον
  25097. λιπαρός, ά, όν
  25098. λιπαρότης, ητος (ἡ)
  25099. λιπαρῶς
  25100. λίπασμα, ατος (τό)
  25101. λιπάω-ῶ
  25102. λιπεῖν
  25103. λιποβοτανέω-ῶ
  25104. λιπογνώμων, ων, ον
  25105. λιπόθριξ, τριχος
  25106. λιποθυμία, ας (ἡ)
  25107. λιπόναυς, αος
  25108. λιπονέως, ω (ὁ)
  25109. λίπος, εος-ους (τό)
  25110. λιποστρατία, ας (ἡ)
  25111. λιποστρατίου γραφή
  25112. λιποτακτέω-ῶ
  25113. λιποταξία, ας (ἡ)
  25114. λιποψυχέω-ῶ
  25115. λιποψυχία, ας (ἡ)
  25116. λίπτω
  25117. λίς 1, λιός (ὁ)
  25118. λίς2
  25119. λίς3
  25120. λῖσαι
  25121. λίσομαι
  25122. λισσάς, άδος
  25123. λίσσασθαι
  25124. λίσσεαι
  25125. λίσσομαι
  25126. λισσός, ή, όν
  25127. λιστρεύω
  25128. λίστρον, ου (τό)
  25129. λῖτα
  25130. λιτανεύω
  25131. λίτανος, η, ον
  25132. λιτέσθαι
  25133. λιτή, ῆς (ἡ)
  25134. λιτί
  25135. λιτοίμην
  25136. λίτομαι
  25137. λιτός, ή, όν
  25138. λιτότης, ητος (ἡ)
  25139. λίτρα, ας (ἡ)
  25140. λίτρον, ου (τό)
  25141. λίτυον, ου (τό)
  25142. λιχανός, οῦ (ὁ)
  25143. λίχανος, ου (ἡ)
  25144. Λίχας, ου (ὁ)
  25145. Λίχης, ου (ὁ)
  25146. λιχμάζω
  25147. λιχμάω-ῶ
  25148. λιχνεία, ας (ἡ)
  25149. λιχνεύω
  25150. λίχνος, η, ον
  25151. λίψ1, λιβός (ὁ)
  25152. λίψ2, λιβός (ἡ)
  25153. λιψουρία, ας (ἡ)
  25154. λοβός, οῦ (ὁ)
  25155. λογάδην
  25156. λογάριον, ου (τό)
  25157. λογάς, άδος
  25158. λογάω-ῶ
  25159. λογεία, ας (ἡ)
  25160. λογεῖον, ου (τό)
  25161. λογεύς, έως (ὁ)
  25162. λογίδιον, ου (τό)
  25163. λογίζομαι
  25164. λογικός, ή, όν
  25165. λόγιμος, η, ον
  25166. λόγιον, ου (τό)
  25167. λόγιος, α, ον
  25168. λογιότης, ητος (ἡ)
  25169. λογισμός, οῦ (ὁ)
  25170. λογιστέος, α, ον
  25171. λογιστήριον, ου (τό)
  25172. λογιστής, οῦ (ὁ)
  25173. λογιστικός, ή, όν
  25174. λογίως
  25175. λογογραφέω-ῶ
  25176. λογογράφος, ου (ὁ)
  25177. λογοειδής, ής, ές
  25178. λογομαχέω-ῶ
  25179. λογομαχία, ας (ἡ)
  25180. λογονεχόντως
  25181. λογοποιέω-ῶ
  25182. λογοποιός, ός, όν
  25183. λόγος, ου (ὁ)
  25184. λόγχη, ης (ἡ)
  25185. λογχήρης, ης, ες
  25186. λόγχιμος, η, ον
  25187. λογχοφόρος, ος, ον
  25188. λόε
  25189. λόεον, λοέσσαι, λοεσσάμεν
  25190. λοετρόν, οῦ (τό)
  25191. λοετροχόος
  25192. λοέω
  25193. λοιβεῖον, ου (τό)
  25194. λοιβή, ῆς (ἡ)
  25195. λοίγιος, ος, ον
  25196. λοιγός, οῦ (ὁ)
  25197. λοιδορέω-ῶ
  25198. λοιδόρημα, ατος (τό)
  25199. λοιδορία, ας (ἡ)
  25200. λοίδορος, ος, ον
  25201. λοιμός, οῦ (ὁ)
  25202. λοιμώδης, ης, ες
  25203. λοιμώσσω
  25204. λοιπασμός, οῦ (ὁ)
  25205. λοιπός, ή, όν
  25206. λοισθήϊος, ος, ον
  25207. λοίσθιος, ος, ον
  25208. λοῖσθος, ος, ον
  25209. Λοκρικός, ή, όν
  25210. Λοκρίς, ίδος
  25211. Λοκρός, ά, όν
  25212. Λοξίας, ου (ὁ)
  25213. λοξοπορέω-ῶ
  25214. λοξός, ή, όν
  25215. λοξότης, ητος (ἡ)
  25216. λοξῶς
  25217. λόξωσις, εως (ἡ)
  25218. λοπάδιον, ου (τό)
  25219. λοπάς, άδος (ἡ)
  25220. λοπός, οῦ (ὁ)
  25221. Λουκᾶς, ᾶ (ὁ)
  25222. Λούκιος, ου (ὁ)
  25223. λούμενος
  25224. λούστης, ου (ὁ)
  25225. λουτιάω-ῶ
  25226. λούτριον, ου (τό)
  25227. λουτροδάϊκτος, ος, ον
  25228. λουτρόν, οῦ (τό)
  25229. λουτροχόος, ος, ον
  25230. λουτρών, ῶνος (ὁ)
  25231. λούω
  25232. λοφάω-ῶ
  25233. λοφηφόρος, ος, ον
  25234. λοφιά, ᾶς (ἡ)
  25235. λοφίδιον, ου (τό)
  25236. λοφιή, ῆς (ἡ)
  25237. λόφος, ου (ὁ)
  25238. λοχαγέτης, ου (ὁ)
  25239. λοχαγέω-ῶ
  25240. λοχαγία, ας (ἡ)
  25241. λοχαγός, οῦ (ὁ)
  25242. λοχάω-ῶ
  25243. λοχεία, ας (ἡ)
  25244. λοχεῖος, α, ον
  25245. λόχευμα, ατος (τό)
  25246. λοχεύω
  25247. λοχηγέω
  25248. λοχίζω
  25249. λόχιος, α, ον
  25250. λοχισμός, οῦ (ὁ)
  25251. λοχίτης, ου (ὁ)
  25252. λόχμη, ης (ἡ)
  25253. λόχμιος, ος, ον
  25254. λοχμώδης, ης, ες
  25255. λόχονδε
  25256. λόχος, ου (ὁ)
  25257. λόω
  25258. λυαῖος, α
  25259. λυγαῖος, α, ον
  25260. λύγδην
  25261. λύγδινος, η, ον
  25262. λύγδος, ου (ἡ)
  25263. λυγίζω
  25264. λυγισμός, οῦ (ὁ)
  25265. λυγμός, οῦ (ὁ)
  25266. λύγξ1, λυγκός (ὁ)
  25267. λύγξ2, λυγγός (ἡ)
  25268. λύγος, ου (ἡ)
  25269. λυγρός, ά, όν
  25270. λυγρῶς
  25271. Λυδία, ας (ἡ)
  25272. λυδίζω
  25273. Λυδικός, ή, όν
  25274. Λύδιος, α, ον
  25275. λυδιστί
  25276. Λυδός, ή, όν
  25277. λύζω
  25278. λύθεν
  25279. λύθρον, ου (τό)
  25280. λυκάβας, αντος (ὁ)
  25281. Λύκαια, ων (τά)
  25282. λύκαινα, ης (ἡ)
  25283. Λυκαῖον, ου (τό)
  25284. Λύκαιον, ου (τό)
  25285. Λύκαιος, α, ον
  25286. Λυκαῖος, α, ον
  25287. Λυκαονία, ας (ἡ)
  25288. λυκαονιστί
  25289. λυκαυγής, ής, ές
  25290. Λυκάων, ονος (ὁ)
  25291. λυκέη, έης (ἡ)
  25292. Λύκειον, ου (τό)
  25293. λύκειος, ος, ον
  25294. Λύκειος, ος, ον
  25295. λυκῆ, ῆς (ἡ)
  25296. λυκηγενής, εος
  25297. Λυκία, ας (ἡ)
  25298. Λυκιακός, ή, όν
  25299. λυκιδεύς, έως (ὁ)
  25300. Λυκίηθεν
  25301. Λυκίηνδε
  25302. λυκιοεργής, ής, ές
  25303. Λύκιος, α, ον
  25304. λυκόβρωτος, ος, ον
  25305. λυκοδίωκτος, ος, ον
  25306. λυκοεργής, ής, ές
  25307. λυκοκτόνος, ος, ον
  25308. Λυκόοργος, ου (ὁ)
  25309. λύκος, ου (ὁ, ἡ)
  25310. λυκοσπάς, άδος
  25311. λυκόστομος, ος, ον
  25312. Λυκούργειος, ος, ον
  25313. Λυκουργίδες, ων (αἱ)
  25314. Λυκοῦργος, ου (ὁ)
  25315. Λυκουρία, ας (ἡ)
  25316. λυκοφιλία, ας (ἡ)
  25317. λυκόφρων, ων, ον
  25318. λυκόφων (ὁ)
  25319. λυκόφως, ωτος (τό)
  25320. λυκόω-ῶ
  25321. Λυκωρεύς, έως (ὁ)
  25322. λῦμα, ατος (τό)
  25323. λυμαίνω
  25324. λυμαντήρ, ῆρος (ὁ)
  25325. λυμαντήριος, α, ον
  25326. λυμαντής, οῦ (ὁ)
  25327. λυμεών, ῶνος (ὁ)
  25328. λύμη, ης (ἡ)
  25329. λύντο
  25330. λυπεῦσα
  25331. λυπέω-ῶ
  25332. λύπη, ης (ἡ)
  25333. λύπημα, ατος (τό)
  25334. λυπηρός, ά, όν
  25335. λυπηρῶς
  25336. λυπητέον
  25337. λυπητικός, ή, όν
  25338. λυποίατο
  25339. λυπρός, ά, όν
  25340. λυπρῶς
  25341. λύρα, ας (ἡ)
  25342. λυραοιδός, οῦ (ὁ, ἡ)
  25343. λυρίζω
  25344. λυρικός, ή, όν
  25345. Λυρναῖος, ου
  25346. Λυρνησσίς, ίδος
  25347. Λυρνησσός, οῦ (ἡ)
  25348. λυροποιός, οῦ (ὁ)
  25349. λυρῳδός, οῦ (ὁ, ἡ)
  25350. Λυσάνδρια, ων (τά)
  25351. Λύσανδρος, ου (ὁ)
  25352. λυσανίας, ου
  25353. Λυσίας, ου (ὁ)
  25354. λυσίζωνος, ος, ον
  25355. λυσίμαχος, ος, ον
  25356. λυσιμελής, ής, ές
  25357. λύσιμος, ος, ον
  25358. λύσιος, ος, ον
  25359. λυσίπονος, ος, ον
  25360. λύσις, εως (ἡ)
  25361. Λυσιτανία, ας (ἡ)
  25362. Λυσιτανοί, ῶν (οἱ)
  25363. λυσιτέλεια, ας (ἡ)
  25364. λυσιτελέω-ῶ
  25365. λυσιτελής, ής, ές
  25366. λυσιτελούντως
  25367. λυσιτελῶς
  25368. Λῦσις, ιδος (ὁ)
  25369. λυσιῳδός, οῦ (ὁ, ἡ)
  25370. λύσσα, ης (ἡ)
  25371. λυσσαίνω
  25372. λυσσάω-ῶ
  25373. λυσσητήρ, ῆρος
  25374. λυσσητικός, ή, όν
  25375. λυσσώδης, ης, ες
  25376. λυτήρ, ῆρος (ὁ)
  25377. λυτήριος, ος, ον
  25378. λυτικός, ή, όν
  25379. λύτο
  25380. λυτός, ή, όν
  25381. λύτρον, ου (τό)
  25382. λυτρόω-ῶ
  25383. λύτρωσις, εως (ἡ)
  25384. λυτρωτής, οῦ (ὁ)
  25385. λύττα, ης (ἡ)
  25386. λυχνεών, ῶνος (ὁ)
  25387. λυχνία, ας (ἡ)
  25388. λυχνίδιον, ου (τό)
  25389. λυχνίον, ου (τό)
  25390. λυχνίς, ίδος (ἡ)
  25391. λυχνίσκος, ου (ὁ)
  25392. λυχνοκαία, ας (ἡ)
  25393. Λυχνόπολις, εως (ἡ)
  25394. λύχνος, ου (ὁ)
  25395. λυχνοῦχος, ου (ὁ)
  25396. λυχνοφόρος, ος, ον
  25397. λύω
  25398. λῶ, λῇς, λῇ, λῶμες, λῆτε, λ
  25399. λώβα
  25400. λωβατός
  25401. λωβάομαι-ῶμαι
  25402. λωβεύω
  25403. λώβη, ης (ἡ)
  25404. λωβητήρ, ῆρος
  25405. λωβητός, ή, όν
  25406. λωγάνιον, ου (τό)
  25407. λωΐτερος, α, ον
  25408. λωΐων, ων, ον
  25409. λώϊστος, η, ον
  25410. λῶντι
  25411. λῷον
  25412. Λῷος, ου (ὁ)
  25413. λώπη, ης (ἡ)
  25414. λωποδυτέω-ῶ
  25415. λωποδύτης, ου (ὁ)
  25416. λῶπος, εος-ους (τό)
  25417. λῷστος, η, ον
  25418. λωτεῦντα
  25419. λωτέω-ῶ
  25420. λωτίζω
  25421. λώτινος, η, ον
  25422. λωτός, οῦ (ὁ)
  25423. Λωτοφάγοι, ων (οἱ)
  25424. λωφάω-ῶ
  25425. λώφησις, εως (ἡ)
  25426. λῴων, ων, ον
  25427. Μ, μ (μῦ)
  25428. μ’
  25429. μά
  25430. μᾶ
  25431. μαγάδιον, ου (τό)
  25432. μάγαδις, ιδος (ἡ, ὁ)
  25433. μαγάς, άδος (ἡ)
  25434. μαγγανεία, ας (ἡ)
  25435. μαγγάνευμα, ατος (τό)
  25436. μαγγανεύω
  25437. μάγγανον, ου (τό)
  25438. Μαγδαλά (ἡ)
  25439. Μαγδαληνή, ῆς (ἡ)
  25440. μαγεία, ας (ἡ)
  25441. μαγειρεῖον, ου (τό)
  25442. μαγειρεύω
  25443. μαγειρικός, ή, όν
  25444. μαγειρικῶς
  25445. μάγειρος, ου (ὁ)
  25446. μάγευμα, ατος (τό)
  25447. μαγεύω
  25448. μαγία, ας (ἡ)
  25449. μαγικός, ή, όν
  25450. Μάγνης, ητος
  25451. Μαγνησία, ας (ἡ)
  25452. Μαγνήσιος, α, ον
  25453. Μάγνησσα, ης
  25454. Μαγνητικός, ή, όν
  25455. Μαγνῆτις, ιδος
  25456. Μάγοι, ων (οἱ)
  25457. μάγος1, ου (ὁ)
  25458. μάγος2, ου (ὁ, ἡ)
  25459. μάγος3, ου
  25460. Μᾶγος, ου
  25461. μαγοφόνια, ων (τά)
  25462. μαδάω-ῶ
  25463. μᾶζα, ης (ἡ)
  25464. μαζός, οῦ (ὁ)
  25465. μαθεῖν
  25466. μάθημα, ατος (τό)
  25467. μαθηματικός, ή, όν
  25468. μαθηματικῶς
  25469. μάθησις, εως (ἡ)
  25470. μαθήσομαι
  25471. μαθητέος, α, ον
  25472. μαθητεύω
  25473. μαθητής, οῦ (ὁ)
  25474. μαθητικός, ή, όν
  25475. μαθητός, ή, όν
  25476. μαθήτρια, ας (ἡ)
  25477. Μαθθαῖος, ου (ὁ)
  25478. μαθών
  25479. μαῖα, ας (ἡ)
  25480. Μαιάνδριος, α, ον
  25481. Μαίανδρος, ου (ὁ)
  25482. Μαιάς, άδος (ἡ)
  25483. μαιεύομαι
  25484. μαίευσις, εως (ἡ)
  25485. μαιευτικός, ή, όν
  25486. Μαιήτης, ου (ὁ)
  25487. Μαιῆτις, ιδος (ἡ)
  25488. Μαιμακτηριών, ῶνος (ὁ)
  25489. μαιμάω-ῶ
  25490. μαιμώων, μαιμώωσα, μαιμώω
  25491. Μαινάλιος, α, ον
  25492. Μαίναλον, ου (τό)
  25493. Μαίναλος, ου (ὁ)
  25494. μαινάς, άδος (ἡ)
  25495. μαινόλας, ου
  25496. μαινόλης, ου
  25497. μαινόλιος, ου
  25498. μαινόλις, ιδος
  25499. μαίνω
  25500. μαίομαι
  25501. Μαίονες, ων (οἱ)
  25502. Μαιονία, ας (ἡ)
  25503. Μαιόνιος, α, ον
  25504. Μάϊος, ου (ὁ)
  25505. Μαΐα, ας
  25506. μαιόω-ῶ
  25507. μαίωσις, εως (ἡ)
  25508. Μαιώται, ῶν (οἱ)
  25509. Μαιώτης, ου
  25510. μαιωτικός, ή, όν
  25511. Μαιωτικός, ή, όν
  25512. Μαιῶτις, ιδος
  25513. μαίωτρα, ων (τά)
  25514. μάκαιρα
  25515. μάκαρ
  25516. μακαρία, ας (ἡ)
  25517. μακαρίζω
  25518. μακάριος, α, ον
  25519. μακαρισμός, οῦ (ὁ)
  25520. μακαριστός, ή, όν
  25521. μακαρίτης, ου
  25522. μακαρῖτις, ιδος
  25523. μακαριῶ
  25524. μακαρίως
  25525. Μακεδνὸν ἔθνος (τό)
  25526. μακεδνός, ή, όν
  25527. Μακεδονία, ας (ἡ)
  25528. μακεδονίζω
  25529. Μακεδονικός, ή, όν
  25530. Μακεδονικῶς
  25531. Μακεδονίς, ίδος
  25532. Μακεδονιστί
  25533. Μακεδονῖτις, ιδος
  25534. Μακεδών, όνος
  25535. μακέλη, ης (ἡ)
  25536. μάκελλα, ης (ἡ)
  25537. μακελλεῖον, ου (τό)
  25538. μακέλλη, ης (ἡ)
  25539. μάκελλον, ου (τό)
  25540. μακιστήρ, ῆρος
  25541. μᾶκος
  25542. μακραίων, ωνος
  25543. μακράν,
  25544. μακρηγορέω-ῶ
  25545. μακρημερίη, ης (ἡ)
  25546. μακρόβιος, ος, ον
  25547. μακροβιότης, ητος (ἡ)
  25548. μακροβίοτος, ος, ον
  25549. μακρόθεν
  25550. μακροθυμέω-ῶ
  25551. μακροθυμία, ας (ἡ)
  25552. μακροθύμως
  25553. μακρόκωλος, ος, ον
  25554. μακρολογέω-ῶ
  25555. μακροπονία, ας (ἡ)
  25556. μακρός, ά, όν
  25557. μακρότατος
  25558. μακροτάτω
  25559. μακρότερος
  25560. μακροτέρω
  25561. μακροτέρως
  25562. μακρότης, ητος (ἡ)
  25563. μακρόχειρ, χειρος
  25564. μακροχρόνιος, ος, ον
  25565. Μάκρων, ωνος (ὁ)
  25566. μακρῶς
  25567. μακτήριον, ου (τό)
  25568. μάκτρα, ας (ἡ)
  25569. μακύνω
  25570. μακών
  25571. μάκων
  25572. μάλα
  25573. μᾶλλον
  25574. μάλιστα
  25575. μάλαγμα, ατος (τό)
  25576. μαλακία, ας (ἡ)
  25577. μαλακιάω-ῶ
  25578. μαλακιέω-ῶ
  25579. μαλακίζω
  25580. μαλακογνώμων, ων, ον
  25581. μαλακός, ή, όν
  25582. μαλακότης, ητος (ἡ)
  25583. μαλακτήρ, ῆρος
  25584. μαλακτικός, ή, όν
  25585. μαλακύνω
  25586. μαλακῶς
  25587. μάλαξις, εως (ἡ)
  25588. μαλάσσω
  25589. μαλάχη, ης (ἡ)
  25590. μάλβαξ, ακος (ὁ)
  25591. μαλερός, ά, όν
  25592. μάλη, ης (ἡ)
  25593. μαλθακίζομαι
  25594. μαλθακός, ή, όν
  25595. μαλθακῶς
  25596. μαλθάσσω
  25597. μάλθη, ης (ἡ)
  25598. Μαλιακὸς κόλπος (ὁ)
  25599. μάλιστα
  25600. μαλκίω
  25601. μἀλλά
  25602. μᾶλλον
  25603. μαλλός, οῦ (ὁ)
  25604. μαλόεις, όεντος
  25605. μαλοφόρος
  25606. μάμμα, ης (ἡ)
  25607. μαμμίδιον, ου (τό)
  25608. μαμωνᾶς, ᾶ (ὁ)
  25609. μάν
  25610. Μανασσῆς, ῆ (ὁ)
  25611. μἀνατραπῆναι
  25612. μάνδρα, ας (ἡ)
  25613. μανδραγόρας, ου (ὁ)
  25614. Μανδρόβουλος, ου (ὁ)
  25615. μανέρως, ωτος (ὁ)
  25616. μανθάνω
  25617. μανία, ας (ἡ)
  25618. μανιάκης, ου (ὁ)
  25619. μανιάς, άδος
  25620. μανικός, ή, όν
  25621. μανικῶς
  25622. μανιώδης, ης, ες
  25623. μάννα1, ης (ἡ)
  25624. μάννα2 (τό)
  25625. μανός, ή, όν
  25626. μανόω-ῶ
  25627. μαντεία, ας (ἡ)
  25628. μαντεῖον, ου (τό)
  25629. μαντεῖος, α, ον
  25630. μάντευμα, ατος (τό)
  25631. μαντευτική, ῆς (ἡ)
  25632. μαντευτός, ή, όν
  25633. μαντεύω
  25634. μαντηΐη, μαντήϊον, μαντήϊ
  25635. μαντικός, ή, όν
  25636. μαντικῶς
  25637. Μαντινέη, ης (ἡ)
  25638. Μαντίνεια, ας (ἡ)
  25639. Μαντινεύς, έως
  25640. Μαντινικός, ή, όν
  25641. μαντιπολέω-ῶ
  25642. μαντιπόλος, ος, ον
  25643. μάντις, εως (ὁ, ἡ)
  25644. μαντοσύνη, ης (ἡ)
  25645. μαντόσυνος, η, ον
  25646. μαντῷος, η, ον
  25647. μανυτάς, ᾶ (ὁ)
  25648. μανῶς
  25649. μάνωσις, εως (ἡ)
  25650. μάραγνα, ης (ἡ)
  25651. μάραθον, ου (τό)
  25652. Μαραθών, ῶνος (ὁ)
  25653. Μαραθῶνι
  25654. Μαραθώνιος, α, ον
  25655. μαραίνω
  25656. μαραυγέω-ῶ
  25657. μαργαίνω
  25658. μαργαρίτης, ου (ὁ)
  25659. μάργαρος, ου (ὁ)
  25660. μαργάω-ῶ
  25661. μαργόομαι-οῦμαι
  25662. μάργος, η, ον
  25663. μαργοσύνη, ης (ἡ)
  25664. μαργότης, ητος (ἡ)
  25665. Μαρδόνιος, ου (ὁ)
  25666. μάρη, ης (ἡ)
  25667. Μάρθα, ης (ἡ)
  25668. Μαρία, ας (ἡ)
  25669. Μαριανδυνός, ή, όν
  25670. Μαριανός, ή, όν
  25671. Μάριος, ου (ὁ)
  25672. Μᾶρκος, ου (ὁ)
  25673. μαρμαίρω
  25674. μαρμάρεος, α, ον
  25675. μαρμάρινος, η, ον
  25676. μαρμαρόεις, όεσσα, όεν
  25677. μάρμαρος, ος, ον
  25678. μαρμαρυγή, ῆς (ἡ)
  25679. μαρμαρύσσω
  25680. μάρναμαι
  25681. μάρναο
  25682. μαπέειν
  25683. μάρπτῃσι
  25684. μάρπτις, ιος (ὁ)
  25685. μάρπτω
  25686. μάρσιπος, ου (ὁ)
  25687. Μαρσύας, ου (ὁ)
  25688. Μάρτιος, ου
  25689. μαρτυρέω-ῶ
  25690. μαρτυρία, ας (ἡ)
  25691. μαρτύριον, ου (τό)
  25692. μαρτύρομαι
  25693. μάρτυρος, ου (ὁ)
  25694. μάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
  25695. μασάομαι-ῶμαι
  25696. μασᾶσθαι
  25697. μασθός, οῦ (ὁ)
  25698. μάσομαι
  25699. Μασσαλία, ας (ἡ)
  25700. Μασσαλίηθεν
  25701. Μασσαλιήτης, ου
  25702. Μασσαλιώτης, ου
  25703. Μασσανάσσης, ου (ὁ)
  25704. Μασσινισσᾶς
  25705. μάσσομαι
  25706. μᾶσσον
  25707. μάσσω
  25708. μάσσων, ων, ον
  25709. μάσταξ, ακος (ἡ)
  25710. μαστευτής, οῦ (ὁ)
  25711. μαστεύω
  25712. μαστήρ, ῆρος (ὁ)
  25713. μαστήριος, α, ον
  25714. μάστι
  25715. μαστιγέω-ῶ
  25716. μαστιγίας, ου (ὁ)
  25717. μάστιγμα, ατος (τό)
  25718. μαστιγονόμος, ου (ὁ)
  25719. μαστιγοφόρος, ος, ον
  25720. μαστιγόω-ῶ
  25721. μαστιγώσιμος, ος, ον
  25722. μαστίζω
  25723. μαστίκτωρ, ορος (ὁ)
  25724. μάστιν
  25725. μάστιξ, ιγος (ἡ)
  25726. μάστις, ιος (ἡ)
  25727. μαστίω
  25728. μαστός, οῦ (ὁ)
  25729. μαστροπεία, ας (ἡ)
  25730. μαστροπεύω
  25731. μαστροπέω-ῶ
  25732. μαστροπός, οῦ
  25733. μασχάλη, ης (ἡ)
  25734. μασχαλίζω
  25735. μασχαλιστήρ, ῆρος (ὁ)
  25736. μάτα
  25737. ματᾴζω
  25738. ματαΐζω
  25739. ματαιολογία, ας (ἡ)
  25740. ματαιολόγος, ος, ον
  25741. ματαιοπονία, ας (ἡ)
  25742. μάταιος, α, ον
  25743. ματαιότης, ητος (ἡ)
  25744. ματαιόω-ῶ
  25745. ματαίως
  25746. ματάω-ῶ
  25747. ματεύω
  25748. μάτη, ης (ἡ)
  25749. μάτην
  25750. ματήρ, ῆρος (ὁ)
  25751. μάτηρ
  25752. Ματθαῖος, ου (ὁ)
  25753. ματία, ας (ἡ)
  25754. ματροκασιγνήτα, ας (ἡ)
  25755. ματρυλεῖον, ου (τό)
  25756. ματρωνάλια, ων (τά)
  25757. ματίη, ης (ἡ)
  25758. Μαῦρος, ου
  25759. Μαυρούσιος, α, ον
  25760. μαυρόω-ῶ
  25761. μαυσώλειον, ου (τό)
  25762. Μαύσωλος, ου (ὁ)
  25763. μἀφελῇς
  25764. μάχα
  25765. μάχαιρα, ας (ἡ)
  25766. μαχαιρίδιον, ου (τό)
  25767. μαχαίριον, ου (τό)
  25768. μαχαιρίς, ίδος (ἡ)
  25769. μαχαιροποιός, οῦ (ὁ)
  25770. μαχαιροπώλης, ου (ὁ)
  25771. μαχαιροπώλιον, ου (τό)
  25772. μαχαιροφόρος, ος, ον
  25773. μαχανά
  25774. μαχανάομαι
  25775. μάχει
  25776. μαχείομαι
  25777. μαχέοιντο
  25778. μαχέομαι
  25779. μαχεούμενος
  25780. μαχέσκετο
  25781. μαχέσομαι
  25782. μάχη, ης (ἡ)
  25783. μαχήμων, ων, ον
  25784. μαχησάμην
  25785. μαχητής, οῦ
  25786. μαχητικός, ή, όν
  25787. μαχητός, ή, όν
  25788. μάχιμος, η, ον
  25789. μάχλος, ος, ον
  25790. μαχλοσύνη, ης (ἡ)
  25791. μαχοίατο
  25792. μάχομαι
  25793. μαχοῦμαι
  25794. μάψ
  25795. μαψίδιος, ος, ον
  25796. μαψιδίως
  25797. με
  25798. μέγα
  25799. Μεγαβάτης, ου (ὁ)
  25800. μέγαθος
  25801. μεγάθυμος, ος, ον
  25802. Μέγαιρα, ας (ἡ)
  25803. μεγαίρω
  25804. μεγακήτης, ης, ες
  25805. μεγάλα
  25806. μεγαλάδικος, ος, ον
  25807. μεγαλαλκής, ής, ές
  25808. μεγαλαυχέω-ῶ
  25809. μεγάλαυχος, ος, ον
  25810. μεγαλεῖος, α, ον
  25811. μεγαλειότης, ητος (ἡ)
  25812. μεγαλείως
  25813. μεγαληγορέω-ῶ
  25814. μεγαληγορία, ας (ἡ)
  25815. μεγαληγόρος, ος, ον
  25816. μεγαλήτωρ, ορος
  25817. μεγαλίζομαι
  25818. μεγαλογνωμοσύνη, ης (ἡ)
  25819. μεγαλογνώμων, ων, ον
  25820. μεγαλόδοξος, ος, ον
  25821. μεγαλοδωρεά, ᾶς (ἡ)
  25822. μεγαλοδωρία, ας (ἡ)
  25823. μεγαλόδωρος, ος, ον
  25824. μεγαλοεργία, ας (ἡ)
  25825. μεγαλοεργός, ός, όν
  25826. μεγαλόθυμος, ος, ον
  25827. μεγαλοκόρυφος, ος, ον
  25828. μεγαλόμητις, ιος
  25829. μεγαλόμισθος, ος, ον
  25830. μεγαλόνοια, ας (ἡ)
  25831. μεγαλόνοοσ-ους, οος-ους, οο
  25832. μεγαλοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
  25833. μεγαλοπράγμων, ων, ον
  25834. μεγαλοπρέπεια, ας (ἡ)
  25835. μεγαλοπρεπής, ής, ές
  25836. μεγαλοπρεπῶς
  25837. μεγαλοσμάραγος, ος, ον
  25838. μεγαλόσπλαγχος, ος, ον
  25839. μεγαλόστονος, ος, ον
  25840. μεγαλοσχήμων, ων, ον
  25841. μεγαλότης, ητος (ἡ)
  25842. μεγαλότολμος, ος, ον
  25843. μεγαλουργής, ής, ές
  25844. μεγαλουργία, ας (ἡ)
  25845. μεγαλουργός, ός, όν
  25846. μεγαλοφρονέω-ῶ
  25847. μεγαλοφρόνως
  25848. μεγαλοφροσύνη, ης (ἡ)
  25849. μεγαλόφρων, ων, ον
  25850. μεγαλοφωνία, ας (ἡ)
  25851. μεγαλόφωνος, ος, ον
  25852. μεγαλοψυχία, ας (ἡ)
  25853. μεγαλόψυχος, ος, ον
  25854. μαγαλοψύχως
  25855. μεγαλύνω
  25856. μεγαλώνυμος, ος, ον
  25857. μεγάλως
  25858. μεγαλωστί
  25859. μεγαλωσύνη, ης (ἡ)
  25860. μεγαλωφελής, ής, ές
  25861. Μέγαρα, ων (τά)
  25862. Μεγαρεύς1, έως (ὁ)
  25863. Μεγαρεύς2, έως
  25864. Μεγαρικός, ή, όν
  25865. Μεγαρίς, ίδος
  25866. Μεγαρόθεν
  25867. Μεγαροῖ
  25868. μέγαρον, ου (τό)
  25869. μέγαρόνδε
  25870. μέγας, μεγάλη, μέγα
  25871. μεγάλα
  25872. μεγασθενής, ής, ές
  25873. μεγάτιμος, ος, ον
  25874. μεγαυχής, ής, ές
  25875. μέγεθος, εος-ους (τό)
  25876. μεγιστάν, ᾶνος (ὁ)
  25877. μέγιστος, η, ον
  25878. μεγιστότιμος, ος, ον
  25879. μεδέω
  25880. μέδιμνος, ου (ὁ, ἡ)
  25881. μεδοίατο
  25882. μέδομαι
  25883. μέδω
  25884. μέδων, οντος
  25885. μεζόνως
  25886. μεθ’
  25887. μεθαιρέω-ῶ
  25888. μεθάλλομαι
  25889. μεθαρμόζω
  25890. μεθέηκα
  25891. μεθείην
  25892. μεθεῖλον
  25893. μεθεῖμαι
  25894. μεθειστήκειν
  25895. μεθεκτέον
  25896. μεθέλεσκε
  25897. μεθέμεν
  25898. μέθεξις, εως (ἡ)
  25899. μεθέορτος, ος, ον
  25900. μεθέπω
  25901. μεθερμηνεύω
  25902. μέθες
  25903. μεθέστηκα
  25904. μέθη, ης (ἡ)
  25905. μεθήῃ
  25906. μεθῆκα
  25907. μέθημαι
  25908. μεθημερινός, ή, όν
  25909. μεθημοσύνη, ης (ἡ)
  25910. μεθήμων, ων, ον
  25911. μεθησέμεν
  25912. μεθιᾶσι
  25913. μεθίδρυσις, εως (ἡ)
  25914. μεθιδρύω
  25915. μεθιεῖ
  25916. μεθιέμεν
  25917. μεθίημι
  25918. μεθίῃσι
  25919. μεθιστάνω
  25920. μεθίστημι
  25921. μεθό
  25922. μεθοδεία, ας (ἡ)
  25923. μεθοδεύω
  25924. μεθοδικός, ή, όν
  25925. μέθοδος, ου (ἡ)
  25926. μεθολκή, ῆς (ἡ)
  25927. μεθομιλέω-ῶ
  25928. μεθορία, ας (ἡ)
  25929. μεθόριος, α, ον
  25930. μεθορμάομαι-ῶμαι
  25931. μεθορμέω-ῶ
  25932. μεθορμίζω
  25933. μέθυ, υος (τό)
  25934. μεθυμναῖος, ου (ὁ)
  25935. μεθύσκω
  25936. μέθυσος, η, ον
  25937. μεθύστερος, α, ον
  25938. μεθύω
  25939. Μεθωναῖος, ου
  25940. Μεθώνη, ης (ἡ)
  25941. μείγνυμι
  25942. μειγνύω
  25943. μειδάω-ῶ
  25944. μειδίαμα, ατος (τό)
  25945. μειδιάω-ῶ
  25946. μειδιόων, όωσα
  25947. μεῖζον
  25948. μειζότερος, α, ον
  25949. μειζόνως,
  25950. μείζων, ων, ον
  25951. μείλανι
  25952. μείλιγμα, ατος (τό)
  25953. μειλικτήρια, ων (τά)
  25954. μείλινος1, η, ον
  25955. μείλινος2, η, ον
  25956. μείλιον, ου (τό)
  25957. μειλίσσω
  25958. μειλίχια, ων (τά)
  25959. μειλιχίη, ης (ἡ)
  25960. μειλίχιος, α, ον
  25961. μείλιχος, ος, ον
  25962. μεῖναι, μεῖνον
  25963. μεῖον1, ονος
  25964. μεῖον2, ου (τό)
  25965. μειονεκτέω-ῶ
  25966. μειονεξία, ας (ἡ)
  25967. μειόνως
  25968. μείουρος, ος ον
  25969. μειόω-ῶ
  25970. μειρακιεύομαι
  25971. μειράκιον, ου (τό)
  25972. μειρακιόομαι-οῦμαι
  25973. μειρακίσκη, ης (ἡ)
  25974. μειρακίσκος, ου (ὁ)
  25975. μειρακιώδης, ης, ες
  25976. μειρακύλλιον, ου (τό)
  25977. μεῖραξ, ακος (ἡ, ὁ)
  25978. μείρομαι
  25979. μείς (ὁ)
  25980. μείωμα, ατος (τό)
  25981. μείων, ων, ον
  25982. μείωσις, εως (ἡ)
  25983. μελάγγαιος, ος, ον
  25984. μελάγκαρπος, ος, ον
  25985. μελάγκερως, ως, ων
  25986. μελάγκροκος, ος, ον
  25987. μελαγχαίτης, ου
  25988. μελάγχιμος, ος, ον
  25989. μελαγχίτων, ωνος
  25990. Μελάγχλαινοι, ων (οἱ)
  25991. μελαγχολάω-ῶ
  25992. μελαγχολία, ας (ἡ)
  25993. μελαγχολικός, ή, όν
  25994. μελάγχολος, ος, ον
  25995. μελαγχροιής, ής, ές
  25996. μελάγχροοσ-ους, οος-ους, οο
  25997. μελάγχρως1, χροος
  25998. μελάγχρως2, ωτος
  25999. μέλαθρον, ου (τό)
  26000. μελαθρόφιν
  26001. μέλαινα
  26002. μελαίνετο
  26003. μελαίνω
  26004. μελαμβαθής, ής, ές
  26005. μελαμπαγής, ής, ές
  26006. μελάμπεπλος, ος, ον
  26007. μελαμπῦγος, ος, ον
  26008. μελάμφυλλος, ος, ον
  26009. μέλαν
  26010. μελάναιγις, ιδος
  26011. μελαναυγής, ής, ές
  26012. μελάνδετος, ος, ον
  26013. μελανείμων, ων, ον
  26014. μελανθέα, ας (ἡ)
  26015. μελανία, ας (ἡ)
  26016. μελανόζυξ, υγος
  26017. μελανόπτερος, ος, ον
  26018. μελανοπτέρυξ, υγος
  26019. μελανόστολος, ος, ον
  26020. μελάνοστος, ος, ον
  26021. μελάνουρος, ου (ὁ)
  26022. μελανοφορέω-ῶ
  26023. μελανόχροος-ους, οος-ους, ο
  26024. μελανόχρως, ως, ων
  26025. μελάντατος, μελάντερος
  26026. μελαντηρία, ας (ἡ)
  26027. μελάνυδρος, ος, ον
  26028. μελάνω
  26029. μέλας, αινα, αν
  26030. μέλασμα, ατος (τό)
  26031. μελασμός, οῦ (ὁ)
  26032. μέλδω
  26033. μέλε1, ῶ μέλε
  26034. μέλε2
  26035. μελεαγρίς, ίδος (ἡ)
  26036. μελεδαίνω
  26037. μελέδη, ης (ἡ)
  26038. μελέδημα, ατος (τό)
  26039. μελεδών, ῶνος (ἡ)
  26040. μελεδώνη, ης (ἡ)
  26041. μελεδωνός, οῦ (ὁ, ἡ)
  26042. μέλει
  26043. μελεΐζω
  26044. μελεϊστί
  26045. μελέμεν
  26046. μελεοπαθής, ής, ές
  26047. μελεόπονος, ος, ον
  26048. μέλεος, α, ον
  26049. μελεόφρων, ων, ον
  26050. μελετάω-ῶ
  26051. μελέτη, ης (ἡ)
  26052. μελέτημα, ατος (τό)
  26053. μελετηρός, ά, όν
  26054. μελετητέον
  26055. μελετητήριον, ου (τό)
  26056. μελέτωρ, ορος
  26057. μέλημα, ατος (τό)
  26058. μελησέμεν
  26059. Μέλητος, ου (ὁ)
  26060. μέλι, ιτος (τό)
  26061. μελία, ας (ἡ)
  26062. μελίγηρυς, υος
  26063. μελίγλωσσος, ος, ον
  26064. μελίζω1
  26065. μελίζω2,
  26066. μελίη
  26067. μελιηδής, ής, ές
  26068. μελίκηρον, ου (τό)
  26069. μελικός, ή, όν
  26070. μελίκρατον, ου (τό)
  26071. μελίκρητον, ου (τό)
  26072. μελίνη, ης (ἡ)
  26073. μέλινος, η, ον
  26074. Μελινοφάγοι, ων (οἱ)
  26075. μελίπηκτον, ου (τό)
  26076. μελίπνοος, ος, ον
  26077. μελίσδω
  26078. μελίσπονδα, ων (τά)
  26079. μέλισσα, ης (ἡ)
  26080. μελίσσιος, α, ον
  26081. μελισσονόμος, ος, ον
  26082. μελισσουργεῖον, ου (τό)
  26083. μελισσουργός, οῦ (ὁ)
  26084. μελισταγής, ής, ές
  26085. μελίστακτος, ος, ον
  26086. μελίτειον, ου (τό)
  26087. Μελίτη, ης (ἡ)
  26088. μελιτίτης, ου
  26089. μελιτόεις, όεσσα, όεν
  26090. μελιτοπώλης, ου (ὁ)
  26091. μελιτοῦττα
  26092. μελιτόω-ῶ
  26093. μέλιττα, ης (ἡ)
  26094. μελιτώδης, ης, ες
  26095. μελίφρων, ονος
  26096. μελίχλωρος, ος, ον
  26097. μελιχρός, ά, όν
  26098. μελλείρην, ενος (ὁ)
  26099. μέλλημα, ατος (τό)
  26100. μέλλησις, εως (ἡ)
  26101. μελλήσω
  26102. μελλητέον
  26103. μελλητής, οῦ (ὁ)
  26104. μελλιέρη, ης (ἡ)
  26105. μελλόγαμος, ος, ον
  26106. μελλόνυμφος, ου
  26107. μέλλω
  26108. μελλώ, οῦς (ἡ)
  26109. μέλομαι
  26110. μελόμεσθα
  26111. μελοποιέω-ῶ
  26112. μελοποιΐα, ας (ἡ)
  26113. μελοποιός, οῦ (ὁ, ἡ)
  26114. μέλος, εος-ους (τό)
  26115. μελοτυπέω-ῶ
  26116. μέλπηθρον, ου (τό)
  26117. Μελπομένη, ης (ἡ)
  26118. μελπομένῃσι
  26119. μέλπω
  26120. μελύδριον, ου (τό)
  26121. μέλω
  26122. μελῳδέω-ῶ
  26123. μελῴδημα, ατος (τό)
  26124. μελῳδητός, ή, όν
  26125. μελῳδία, ας (ἡ)
  26126. μελῳδός, ός, όν
  26127. μέμαα
  26128. μεμάθηκα
  26129. μεμακυῖα
  26130. μέμαμεν, μέματε, μεμάασι
  26131. μεμάνημαι
  26132. μέμαρτον, μεμαρπώς
  26133. μέμασαν, μεμαώς
  26134. μέμβλεται, μέμβλετο
  26135. μέμβλωκα
  26136. μεμβράνα, ης (ἡ)
  26137. μέμβραξ, ακος (ὁ)
  26138. μεμένηκα
  26139. μεμετιμένος
  26140. μεμετρημένως
  26141. μεμηκώς
  26142. μέμηλε
  26143. μεμίαγκα
  26144. μέμιχα
  26145. μέμναμαι
  26146. Μεμνόνιος, α, ον
  26147. μέμνον, ονος (ὁ)
  26148. Μέμνων, ονος (ὁ)
  26149. μέμονα
  26150. μεμορμένος
  26151. μεμπτός, ή, όν
  26152. μεμπτῶς
  26153. μέμυκα
  26154. μεμυκώς
  26155. Μέμφις, ιδος (ἡ)
  26156. Μεμφίτης, ου
  26157. μέμφομαι
  26158. μεμψιμοιρέω-ῶ
  26159. μεμψίμοιρος, ος, ον
  26160. μέμψις, εως (ἡ)
  26161. μέν
  26162. Μένδης1, ητος (ὁ)
  26163. Μένδης2, ητος (ἡ)
  26164. Μενδήσιος, α, ον
  26165. μενεαίνω
  26166. μενεδήϊος, ος, ον
  26167. Μενέλαος, ου (ὁ)
  26168. Μενέλεως
  26169. μενέμεν
  26170. μενεπτόλεμος, ος, ον
  26171. μένεσκον
  26172. μενετέον
  26173. μενετός, ή, όν
  26174. μενεχάρμης, ου
  26175. μενέχαρμος, ος, ον
  26176. μενέω
  26177. μένῃσι
  26178. μενητέον
  26179. Μενίππειος, ος, ον
  26180. Μένιππος, ου (ὁ)
  26181. μενοεικής, ής, ές
  26182. μενοινάᾳ
  26183. μενοινάω-ῶ
  26184. μενοίνεον
  26185. μενοινέω-ῶ
  26186. μενοινήῃσι
  26187. μενοινώω
  26188. Μενοιτιάδης, ου (ὁ)
  26189. Μενοίτιος, ου (ὁ)
  26190. μένος, εος-ους (τό)
  26191. μεντἄν
  26192. μέντοι
  26193. Μεντορουργής, ής, ές
  26194. Μέντωρ, ορος (ὁ)
  26195. μένω
  26196. μερίζω
  26197. μέριμνα, ης (ἡ)
  26198. μεριμνάω-ῶ
  26199. μερίμνημα, ατος (τό)
  26200. μερίς, ίδος (ἡ)
  26201. μερισμός, οῦ (ὁ)
  26202. μεριστής, οῦ (ὁ)
  26203. Μερμερίδης, ου (ὁ)
  26204. μερμέριος, α, ον
  26205. μέρμερος, ος, ον
  26206. Μέρμερος, ου (ὁ)
  26207. μέρμηρα, ας (ἡ)
  26208. μερμηρίζω
  26209. μέρμις, ιθος (ἡ)
  26210. μερμνός, οῦ (ὁ)
  26211. Μέροπες, ων (οἱ)
  26212. Μεροπίς, ίδος (ἡ)
  26213. μέρος, εος-ους (τό)
  26214. μέροψ, οπος (ὁ)
  26215. μεσάγκυλον, ου (τό)
  26216. μεσάζω
  26217. μεσαιπόλιος, ος, ον
  26218. μεσαίτατος, η, ον
  26219. μεσαίτερος, α, ον
  26220. μέσακτος, ος, ον
  26221. μεσαμβρίη, Μεσαμβρίη
  26222. μέσατος
  26223. μέσαυλον, ου (τό)
  26224. μέσαυλος, ος, ον
  26225. μέσδων
  26226. μεσεγγυάω-ῶ
  26227. μεσεγγύημα, ατος (τό)
  26228. μεσέγγυος, ου (ὁ, ἡ)
  26229. μεσεγγύωμα, ατος (τό)
  26230. μεσεύω
  26231. μεσηγύ
  26232. μεσήεις, ήεσσα, ῆεν
  26233. μεσημβρία, ας (ἡ)
  26234. μεσημβρινός, ή, όν
  26235. Μεσήνη, ης (ἡ)
  26236. Μεσήνιος, α, ον
  26237. μεσήρης, ης, ες
  26238. μεσιτεύω
  26239. μεσίτης, ου (ὁ)
  26240. μεσίδιος, ου (ὁ)
  26241. μεσιτεία, ας (ἡ)
  26242. μεσιτεύω
  26243. μεσίτης, ου (ὁ)
  26244. μεσοβασιλεία, ας (ἡ)
  26245. μεσοβασιλεύς, έως (ὁ)
  26246. μεσόγαια, ας (ἡ)
  26247. μεσόγαιος, ος, ον
  26248. μεσόγεια, ας (ἡ)
  26249. μεσόγραφος, ος, ον
  26250. μεσόδμη, ης (ἡ)
  26251. μεσόκοιλος, ος, ον
  26252. μεσολαβέω-ῶ
  26253. μεσολαβής, ής, ές
  26254. μεσόλευκος, ος, ον
  26255. μεσόμφαλος, ος, ον
  26256. μεσονύκτιος, ος, ον
  26257. μεσοπόλιος, ος, ον
  26258. μεσοπόρφυρος, ος, ον
  26259. μεσοποτάμιος, α, ον
  26260. Μεσοποταμίτης, ου
  26261. μεσοπτερύγια, ων (τά)
  26262. μεσοπύργιον, ου (τό)
  26263. μεσορί (τό)
  26264. μέσος, η, ον
  26265. μεσότης, ητος (ἡ)
  26266. μεσότοιχον, ου (τό)
  26267. μεσοτομέω-ῶ
  26268. μεσουρανέω-ῶ
  26269. μεσουράνημα, ατος (τό)
  26270. μεσόω-ῶ
  26271. μέσσατος, ος, ον
  26272. μέσσαυλος, ος, ον
  26273. μεσσηγύ
  26274. Μεσσήνη, ης (ἡ)
  26275. Μεσσηνία, ας (ἡ)
  26276. Μεσσηνιακός, ή, όν
  26277. Μεσσηνίς, ίδος
  26278. μεσσήρης, ης, ες
  26279. Μεσσίας, ου (ὁ)
  26280. μεσσόθι
  26281. μεσσοπαλής, ής, ές
  26282. μέσσος
  26283. μεσσότομος, ος, ον
  26284. μεστός, ή, όν
  26285. μεστόω-ῶ
  26286. μέσφα
  26287. μέσως
  26288. μέτα1
  26289. μέτα2
  26290. μετά
  26291. μετάβα
  26292. μεταβαίνω
  26293. μεταβάλλω
  26294. μεταβάπτω
  26295. μετάβασις, εως (ἡ)
  26296. μεταβατικῶς
  26297. μεταβιβάζω
  26298. μεταβιόω-ῶ
  26299. μεταβλητέον
  26300. μεταβλητός, ή, όν
  26301. μεταβολή, ῆς (ἡ)
  26302. μεταβολικός, ή, όν
  26303. μετάβολος, ος, ον
  26304. μεταβουλεύω
  26305. μετάγγελος, ου
  26306. Μεταγείτνια, ων (τά)
  26307. Μεταγειτνιών, ῶνος (ὁ)
  26308. μεταγενής, ής, ές
  26309. μεταγιγνώσκω
  26310. μεταγινώσκω
  26311. μετάγνοια, ας (ἡ)
  26312. μετάγνωσις, εως (ἡ)
  26313. μεταγραπτέον
  26314. μεταγράφω
  26315. μετάγω
  26316. μεταδαίνυμαι
  26317. μεταδήμιος, ος, ον
  26318. μεταδιαιτάω-ῶ
  26319. μεταδιδάσκω
  26320. μεταδίδωμι
  26321. μεταδίωκτος, η, ον
  26322. μεταδιώκω
  26323. μεταδοκέω-ῶ
  26324. μεταδόρπιος, ος, ον
  26325. μετάδοσις, εως (ἡ)
  26326. μεταδοτέον
  26327. μεταδραμεῖν
  26328. μεταδρομάδην
  26329. μεταδρομή, ῆς (ἡ)
  26330. μετάδρομος, ος, ον
  26331. μεταζεύγνυμι
  26332. μετάθεσις, εως (ἡ)
  26333. μεταθέω
  26334. μεταΐζω
  26335. μεταίρω
  26336. μεταΐσσω
  26337. μεταιτέω-ῶ
  26338. μεταίτης, ου (ὁ)
  26339. μεταίτιος, ος, ον
  26340. μεταίχμιος, ος, ον
  26341. μετακαθέζομαι
  26342. μετακαλέω-ῶ
  26343. μετακεράννυμι
  26344. μετακέρασμα, ατος (τό)
  26345. μετακιάθω
  26346. μετακινέω-ῶ
  26347. μετακινητέος, α, ον
  26348. μετακινητός, ή, όν
  26349. μετακλαίω
  26350. μετακλίνω
  26351. μετακοιμίζω
  26352. μετάκοινος, ος, ον
  26353. μετακομίζω
  26354. μετακομιστέος, α, ον
  26355. μετακοσμέω-ῶ
  26356. μετακόσμησις, εως (ἡ)
  26357. μετακόσμιος, ος, ον
  26358. μετακρούω
  26359. μετακύμιος, ος, ον
  26360. μεταλαγχάνω
  26361. μεταλαμβάνω
  26362. μεταλγέω-ῶ
  26363. μετάλημψις, εως (ἡ)
  26364. μεταληπτικός, ή, όν
  26365. μεταληπτός, ή, όν
  26366. μετάληψις, εως (ἡ)
  26367. μεταλλαγή, ῆς (ἡ)
  26368. μεταλλακτός, ή, όν
  26369. μεταλλάσσω
  26370. μεταλλάω-ῶ
  26371. μετάλλεια, ας (ἡ)
  26372. μεταλλεύς, έως (ὁ)
  26373. μεταλλεύω
  26374. μεταλλήγω
  26375. μεταλλικός, ή, όν
  26376. μέταλλον, ου (τό)
  26377. μετάλμενος
  26378. μεταμάζιος, ος, ον
  26379. μεταμανθάνω
  26380. μεταμέλει
  26381. μεταμέλεια, ας (ἡ)
  26382. μεταμελέομαι-οῦμαι
  26383. μετάμελος, ου (ὁ)
  26384. μεταμέλω
  26385. μεταμίγνυμι
  26386. μεταμίσγω
  26387. μεταμορφόω-ῶ
  26388. μεταμόρφωσις, εως (ἡ)
  26389. μεταμπίσχω
  26390. μεταμύνω
  26391. μεταμφιάζω
  26392. μεταμφιέζω
  26393. μεταμφιέννυμι
  26394. μεταμώνιος, ος, ον
  26395. μεταναγιγνώσκω
  26396. μετανάστασις, εως (ἡ)
  26397. μετανάστης, ου
  26398. μετανίσσομαι
  26399. μετανίστημι
  26400. μετανοέω-ῶ
  26401. μετάνοια, ας (ἡ)
  26402. μεταξύ
  26403. μεταπαιδεύω
  26404. μεταπαύομαι
  26405. μεταπαυσωλή, ῆς (ἡ)
  26406. μεταπείθω
  26407. μεταπεμπτέος, α, ον
  26408. μετάπεμπτος, ος, ον
  26409. μεταπέμπω
  26410. μετάπεμψις, εως (ἡ)
  26411. μεταπέτομαι
  26412. μεταπηδάω-ῶ
  26413. μεταπήδησις, εως (ἡ)
  26414. μεταπίπτω
  26415. μεταπλασμός, οῦ (ὁ)
  26416. μεταπλάσσω
  26417. μεταποιέω-ῶ
  26418. μεταπομπή, ῆς (ἡ)
  26419. μεταπορεύομαι
  26420. μεταπρεπής, ής, ές
  26421. μεταπρέπω
  26422. μεταπτοιέω-ῶ
  26423. μετάπτωσις, εως (ἡ)
  26424. μεταπτωτικός, ή, όν
  26425. μετάπτωτος, ος, ον
  26426. μεταπτώτως
  26427. μεταπύργιον, ου (τό)
  26428. μετάρροια, ας (ἡ)
  26429. μεταρρυθμίζω
  26430. μεταρσιολεσχία, ας (ἡ)
  26431. μετάρσιος, ος, ον
  26432. μεταρσιόω-ῶ
  26433. μετασκευάζω
  26434. μετασπάω-ῶ
  26435. μετασπόμενος, μετασπών
  26436. μέτασσαι, ῶν (αἱ)
  26437. μετασσεύομαι
  26438. μετάστασις, εως (ἡ)
  26439. μεταστατέον
  26440. μεταστείχω
  26441. μεταστέλλομαι
  26442. μεταστένω
  26443. μεταστήσομαι
  26444. μεταστοιχί
  26445. μεταστρατοπεδεύω
  26446. μεταστρέφω
  26447. μετάσχεσις, εως (ἡ)
  26448. μετασχηματίζω
  26449. μετασχηματισμός, οῦ (ὁ)
  26450. μετατάσσω
  26451. μετατίθημι
  26452. μετατρέπω
  26453. μετατροπαλίζομαι
  26454. μετατροπή, ῆς (ἡ)
  26455. μετάτροπος, ος, ον
  26456. μεταυδάω-ῶ
  26457. μεταῦθις
  26458. μέταυλος, ος, ον
  26459. μεταυτίκα
  26460. μεταῦτις
  26461. μεταφέρω
  26462. μετάφημι
  26463. μεταφορά, ᾶς (ἡ)
  26464. μεταφορέω-ῶ
  26465. μεταφορικός, ή, όν
  26466. μεταφορικῶς
  26467. μεταφράζω
  26468. μετάφρασις, εως (ἡ)
  26469. μετάφρενον, ου (τό)
  26470. μεταφυτεύω
  26471. μεταφωνέω-ῶ
  26472. μεταχειρίζω
  26473. μεταχρόνιος, α, ον
  26474. μετάχρονος, ος, ον
  26475. μεταχωρέω-ῶ
  26476. μετέβη
  26477. μετέειπον
  26478. μετέῃσι
  26479. μέτειμι1
  26480. μέτειμι2
  26481. μετεῖπον
  26482. μετεισάμενος
  26483. μετείω
  26484. μετεκβαίνω
  26485. μετεκδίδωμι
  26486. μετεκδύομαι
  26487. μετελευστέον
  26488. μετεμβαίνω
  26489. μετεμβιβάζω
  26490. μετεμμέναι
  26491. μετενδύω
  26492. μετεξέτεροι, αι, α
  26493. μετεόν
  26494. μετέπειτα
  26495. μετεπιγράφω
  26496. μετέρχομαι
  26497. μετέσπον
  26498. μετεσσεύοντο
  26499. μετέσσομαι
  26500. μετέσσυτο
  26501. μετεστάθην
  26502. μετεστεώς
  26503. μετεύχομαι
  26504. μετέφη
  26505. μετέχω
  26506. μετέω
  26507. μετεωρίζω
  26508. μετεώρισις, εως (ἡ)
  26509. μετεωρολεσχέω-ῶ
  26510. μετεωρολέσχης, ου (ὁ)
  26511. μετεωρολογέω-ῶ
  26512. μετεωρολογία, ας (ἡ)
  26513. μετεωρολόγος, ος, ον
  26514. μετεωροπορέω-ῶ
  26515. μετέωρος, ος, ον
  26516. μετεωροσκόπος, ος, ον
  26517. μετεώρως
  26518. μετῆκα
  26519. μετήλλαξα
  26520. μετήορος, ος, ον
  26521. μετῆρα
  26522. μετῆσομαι
  26523. μετίημι
  26524. μετίστημι
  26525. μετίσχω
  26526. μετοιακίζομαι
  26527. μετοικεσία, ας (ἡ)
  26528. μετοικέω-ῶ
  26529. μετοίκησις, εως (ἡ)
  26530. μετοικία, ας (ἡ)
  26531. μετοικίζω
  26532. μετοικικός, ός, όν
  26533. μετοίκιον, ου (τό)
  26534. μετοικισμός, οῦ (ὁ)
  26535. μετοικιστέον
  26536. μετοικιστής, οῦ (ὁ)
  26537. μετοικιῶ
  26538. μετοικοδομέω-ῶ
  26539. μέτοικος, ου (ὁ, ἡ)
  26540. μετοιστέον
  26541. μετοίσω
  26542. μετοίχομαι
  26543. μετοκλάζω
  26544. μετόν
  26545. μετονομάζω
  26546. μετόπισθε
  26547. μετοπωρινός, ή, όν
  26548. μετόπωρον, ου (τό)
  26549. μετορμίζω
  26550. μετουσία, ας (ἡ)
  26551. μετοχή, ῆς (ἡ)
  26552. μετοχλίζω
  26553. μέτοχος, ος, ον
  26554. μετρέω-ῶ
  26555. μέτρημα, ατος (τό)
  26556. μέτρησις, εως (ἡ)
  26557. μετρητέον
  26558. μετρητής, οῦ (ὁ)
  26559. μετριάζω
  26560. μετρικός, ή, όν
  26561. μέτριον, ου (τό)
  26562. μετριοπάθεια, ας (ἡ)
  26563. μετριοπαθέω-ῶ
  26564. μετριοπότης, ου (ὁ)
  26565. μέτριος, α, ον
  26566. μετριότης, ητος (ἡ)
  26567. μετρίως
  26568. μέτρον, ου (τό)
  26569. μετωνυμία, ας (ἡ)
  26570. μετωπηδόν
  26571. μέτωπον, ου (τό)
  26572. μετωποσώφρων, ων, ον
  26573. μευ
  26574. μέχρι
  26575. μή
  26576. μὴ
  26577. -- μή
  26578. μηδαμά
  26579. μηδαμῇ
  26580. μηδαμόθεν
  26581. μηδαμόθι
  26582. μηδαμοῖ
  26583. μηδαμός, ή, όν
  26584. μηδαμόσε
  26585. μηδαμοῦ
  26586. μηδαμῶς
  26587. μηδέ
  26588. Μήδεια, ας (ἡ)
  26589. μηδείς, μηδεμία, μηδέν
  26590. μηδεμία
  26591. μηδέποτε
  26592. μηδέπω
  26593. μηδεπώποτε
  26594. μηδέτερος, α, ον
  26595. μηδετέρωσε
  26596. μὴ δή
  26597. Μηδία, ας (ἡ)
  26598. μηδίζω
  26599. Μηδικός, ή, όν
  26600. Μηδικῶς
  26601. Μήδιος, α, ον
  26602. Μηδίς, ίδος (ἡ)
  26603. μηδισμός, οῦ (ὁ)
  26604. μήδομαι
  26605. μῆδος1, εος-ους (τό)
  26606. μῆδος2, εος-ους (τό)
  26607. Μῆδος 2, ου (ὁ)
  26608. Μῆδος 1, ου (ὁ)
  26609. Μηδοφόνος, ος, ον
  26610. μηθαμῶς
  26611. μηθείς
  26612. μηκάζω
  26613. μηκάομαι-ῶμαι
  26614. μηκάς, άδος
  26615. μηκασμός, οῦ (ὁ)
  26616. μηκέτι
  26617. Μηκιστεύς, έως (ὁ)
  26618. Μηκιστηϊάδης, ου (ὁ)
  26619. μήκιστος, η, ον
  26620. μηκόθεν
  26621. μῆκος, εος-ους (τό)
  26622. μήκοτε
  26623. Μηκύβερνα, ης (ἡ)
  26624. Μηκυβερναῖος, ου
  26625. μηκύνω
  26626. μήκων, ωνος (ἡ, ὁ)
  26627. μηλέα, ας (ἡ)
  26628. μήλειος1, ος, ον
  26629. μήλειος2, ος, ον
  26630. Μηλιακὸς κόλπος (ὁ)
  26631. Μηλιάς1, άδος
  26632. Μηλιάς2, άδος
  26633. Μηλιεύς, έως
  26634. μήλινος, η, ον
  26635. Μήλιος, α, ον
  26636. μηλίς, ίδος (ἡ)
  26637. Μηλίς1, ίδος
  26638. Μηλίς2, ίδος
  26639. μηλίτης οἶνος (ὁ)
  26640. μηλοβοτήρ, ῆρος (ὁ)
  26641. μηλόβοτος, ος, ον
  26642. μηλοθύτης, ου
  26643. μηλολόνθη, ης (ἡ)
  26644. μῆλον1, ου (τό)
  26645. μῆλον2, ου (τό)
  26646. μηλονόμας, ου (ὁ)
  26647. Μῆλος, ου (ἡ)
  26648. μηλόσπορος, ος, ον
  26649. μηλοσφαγέω-ῶ
  26650. μηλοτρόφος, ος, ον
  26651. μηλοφόνος, ος, ον
  26652. μηλοφόρος, ος, ον
  26653. μηλωτή, ῆς (ἡ)
  26654. μήλωψ, οπος
  26655. μήν1
  26656. μήν2, μηνός (ὁ)
  26657. μήνη, ης (ἡ)
  26658. μηνιαῖος, α, ον
  26659. μηνιάω-ῶ
  26660. μηνιθμός, οῦ (ὁ)
  26661. μήνιμα, ατος (τό)
  26662. μῆνις, ιος (ἡ)
  26663. μηνίω
  26664. μηνοειδής, ής, ές
  26665. μήνυμα, ατος (τό)
  26666. μήνυσις, εως (ἡ)
  26667. μηνυτήρ, ῆρος (ὁ)
  26668. μηνυτής, οῦ (ὁ)
  26669. μήνυτρον, ου (τό)
  26670. μηνύω
  26671. Μῄονες, ων (οἱ)
  26672. Μῃόνιος, η, ον
  26673. Μῃονίς, ίδος
  26674. μήποτε, μήπου
  26675. μήπω, μηπώποτε, μήπως
  26676. μῆρα
  26677. μήρινθος, ου (ἡ)
  26678. μηρίον, ου (τό)
  26679. Μηριόνης, ου (ὁ)
  26680. μῆρον, ου (τό)
  26681. μηρός, οῦ (ὁ)
  26682. μήρυγμα, ατος (τό)
  26683. μηρυκάομαι-ῶμαι
  26684. μηρυκίζω
  26685. μήρυμα, ατος (τό)
  26686. μηρύω
  26687. μήσαο
  26688. μήστωρ, ορος (ὁ)
  26689. μήτε
  26690. μητέρι
  26691. μήτηρ, μητρός (ἡ)
  26692. μήτι1
  26693. μήτι2
  26694. μητιάασθε
  26695. μητιάω-ῶ
  26696. μητίετα
  26697. μητιόεις, όεσσα, όεν
  26698. μητίομαι
  26699. μητιόων
  26700. μήτις
  26701. μῆτις, ιος (ἡ)
  26702. μητίσομαι
  26703. μητίω
  26704. μήτρα, ας (ἡ)
  26705. μητραγύρτης, ου (ὁ)
  26706. μητραλοίας, ου (ὁ)
  26707. μητρικός, ή, όν
  26708. μητρίς, ίδος (ἡ)
  26709. μητρόθε
  26710. μητροκτονέω-ῶ
  26711. μητροκτονία, ας (ἡ)
  26712. μητροκτόνος, ος, ον
  26713. μητρομήτωρ, ορος (ἡ)
  26714. μητροπάτωρ, ορος (ὁ)
  26715. μητρόπολις, εως (ἡ)
  26716. μητροφόνος, ος, ον
  26717. μητροφόντης, ου (ὁ)
  26718. μητρυιά, ᾶς (ἡ)
  26719. μητρυιώδης, ης, ες
  26720. μητρώϊος, η, ον
  26721. μητρῷος1, α, ον
  26722. μητρῷος2, η, ον
  26723. μήτρως, ωος (ὁ)
  26724. μηχανάασθε
  26725. μηχανάω-ῶ
  26726. μηχανέομαι
  26727. μηχανεύω
  26728. μηχανεώμενοι
  26729. μηχανή, ῆς (ἡ)
  26730. μηχάνημα, ατος (τό)
  26731. μηχανικός, ή, όν
  26732. μηχανόεις, όεσσα, όεν
  26733. μηχανοίατο
  26734. μηχανοποιός, οῦ (ὁ)
  26735. μηχανορραφέω-ῶ
  26736. μηχανορράφος, ος, ον
  26737. μηχανοφόρος, ος, ον
  26738. μηχανόων
  26739. μῆχαρ (τό)
  26740. μῆχος, εος-ους (τό)
  26741. μία
  26742. μιαίνω
  26743. μιανθῶ
  26744. μιαιφονέω-ῶ
  26745. μιαιφονία, ας (ἡ)
  26746. μιαιφόνος, ος, ον
  26747. μιαρία, ας (ἡ)
  26748. μιαρός, ά, όν
  26749. μίασμα, ατος (τό)
  26750. μιασμός, οῦ (ὁ)
  26751. μιάστωρ, ορος (ὁ, ἡ)
  26752. μιγάζομαι
  26753. μιγάς, άδος
  26754. μίγδα
  26755. μιγείς, εῖσα, έν
  26756. μίγεν
  26757. μιγήμεναι
  26758. μῖγμα, ατος (τό)
  26759. μίγνυμι
  26760. Μίδας, ου (ὁ)
  26761. Μιθριδάτης, ου (ὁ)
  26762. Μιθριδατικός, ή, όν
  26763. μικκός, ά, όν
  26764. μικραδικητής, οῦ
  26765. μικραίτιος, ος, ον
  26766. μικρέμπορος, ου (ὁ)
  26767. μικροθυμία, ας (ἡ)
  26768. μικρολογέω-ῶ
  26769. μικρολογητέον
  26770. μικρολογία, ας (ἡ)
  26771. μικρολόγος, ος, ον
  26772. μικρολόγως
  26773. μικρόλυπος, ος, ον
  26774. μικροπολίτης, ου (ὁ)
  26775. μικροπρέπεια, ας (ἡ)
  26776. μιροπρεπής, ής, ές
  26777. μικρός, ά, όν
  26778. μικρόστομος, ος, ον
  26779. μικρότης, ητος (ἡ)
  26780. μικροφροσύνη, ης (ἡ)
  26781. μικροψυχία, ας (ἡ)
  26782. μικρόψυχος, ος, ον
  26783. μικρῶς
  26784. μίκτο
  26785. μικτός, ή, όν
  26786. Μιλησιακός, ή, όν
  26787. Μιλήσιος, α, ον
  26788. Μίλητος, ου (ἡ)
  26789. μίλιον, ου (τό)
  26790. μιλτηλιφής, ής, ές
  26791. Μιλτιάδης, ου (ὁ)
  26792. μίλτινος, η, ον
  26793. μιλτοπάρῃος, ος, ον
  26794. μίλτος, ου (ἡ)
  26795. μιλτόω-ῶ
  26796. μιλτώ, οῦ (ἡ)
  26797. μιλτώδης, ης, ες
  26798. Μίλων, ωνος (ὁ)
  26799. μιμέομαι-οῦμαι
  26800. μιμηλός, ή, όν
  26801. μίμησις, εως (ἡ)
  26802. μιμητέος, α, ον
  26803. μιμητής, οῦ (ὁ)
  26804. μιμητικός, ή, όν
  26805. μιμητικῶς
  26806. μιμητός, ή, όν
  26807. μιμνάζω
  26808. μιμνῄσκεο
  26809. μιμνῄσκω
  26810. μιμνόντεσσι
  26811. μίμνω
  26812. μῖμος, ου (ὁ)
  26813. μιμῳδός, οῦ (ὁ)
  26814. μίν1
  26815. μίν2
  26816. μίνθα, ης (ἡ)
  26817. μίνθος1, ου (ὁ)
  26818. μίνθος2, ου (ἡ)
  26819. Μιντοῦρναι, ῶν (αἱ)
  26820. Μιντούρνη, ης (ἡ)
  26821. Μιντουρνήσιοι, ων (οἱ)
  26822. Μινύαι, ῶν (οἱ)
  26823. Μινύας, ου (ὁ)
  26824. Μινυάς, άδος (ἡ)
  26825. Μινύειος, α, ον
  26826. Μινυήϊος, η, ον
  26827. Μινύης, ου
  26828. μινύθεσκον
  26829. μινύθω
  26830. μίνυνθα
  26831. μινυνθάδιος, α, ον
  26832. μινυρίζω
  26833. μινύρομαι
  26834. μινυρός, ά, όν
  26835. Μίνως, ωος (ὁ)
  26836. Μινώταυρος, ου (ὁ)
  26837. μίξ
  26838. μιξαρχαγέτας, α (ὁ)
  26839. μῖξις, εως (ἡ)
  26840. μιξοβάρβαρος, ος, ον
  26841. μιξόθροος, οος, οον
  26842. μιξόλευκος, ος, ον
  26843. μίξομαι
  26844. μιξόμβροτος, ος, ον
  26845. μιξοπάρθενος, ου
  26846. μίξω
  26847. μισαγαθία, ας (ἡ)
  26848. μισαδελφία, ας (ἡ)
  26849. μισάδελφος, ος, ον
  26850. μισαλάζων, ων, ον
  26851. μισαλέξανδρος, ος, ον
  26852. μισανθρωπία, ας (ἡ)
  26853. μισάνθρωπος, ος, ον
  26854. μισγάγκεια, ας (ἡ)
  26855. μίσγεαι
  26856. μίσγω
  26857. μισέλλην, ηνος
  26858. μισέω-ῶ
  26859. μίσημα, ατος (τό)
  26860. Μισηνοί, ῶν (οἱ)
  26861. μισητέος, α, ον
  26862. μισητία, ας (ἡ)
  26863. μισητικός, ή, όν
  26864. μισητός, ή, όν
  26865. μισθαποδοσία, ας (ἡ)
  26866. μισθαποδότης, ου (ὁ)
  26867. μισθαρνέω-ῶ
  26868. μισθάρνης, ου
  26869. μισθαρνία, ας (ἡ)
  26870. μισθεῦνται
  26871. μίσθιος, α, ον
  26872. μισθοδοσία, ας (ἡ)
  26873. μισθοδοτέω-ῶ
  26874. μισθοδότης, ου (ὁ)
  26875. μισθός, οῦ (ὁ)
  26876. μισθοφορά, ᾶς (ἡ)
  26877. μισθοφορέω-ῶ
  26878. μισθοφορητέον
  26879. μισθοφορία, ας (ἡ)
  26880. μισθοφορικός, ή, όν
  26881. μισθοφόρος, ος, ον
  26882. μισθόω-ῶ
  26883. μίσθωμα, ατος (τό)
  26884. μίσθωσις, εως (ἡ)
  26885. μισθωτική, ῆς (ἡ)
  26886. μισθωτός, ή, όν
  26887. μισοβάρβαρος, ος, ον
  26888. μισοβασιλεύς, έως
  26889. μισογόης, ου
  26890. μισογύνης, ου
  26891. μισοδημία, ας (ἡ)
  26892. μισόδημος, ος, ον
  26893. μισόθεος, ος, ον
  26894. μισοκαῖσαρ, αρος
  26895. μισολογία, ας (ἡ)
  26896. μισόλογος, ος, ον
  26897. μισόπαις, παιδος
  26898. μισοπάρθενος, ος, ον
  26899. μισοπέρσης, ου
  26900. μισοπονέω-ῶ
  26901. μισοπονηρέω-ῶ
  26902. μισοπόνηρος, ος, ον
  26903. μισοπονήρως
  26904. μισοπονία, ας (ἡ)
  26905. μισορώμαιος, ου
  26906. μῖσος, εος-ους (τό)
  26907. μισόσοφος, ος, ον
  26908. μισοσύλλας, α (ὁ)
  26909. μισοτεκνία, ας (ἡ)
  26910. μισότεκνος, ος, ον
  26911. μισοτύραννος, ος, ον
  26912. μισότυφος, ος, ον
  26913. μισοφίλιππος, ος, ον
  26914. μισόχρηστος, ος, ον
  26915. μισοψευδής, ής, ές
  26916. μιστυλάομαι-ῶμαι
  26917. μιστύλη, ης (ἡ)
  26918. μιστύλλω
  26919. μίτος, ου (ὁ)
  26920. μίτρα, ας (ἡ)
  26921. μιτρηφόρος, ος, ον
  26922. μιτροφόρος, ος, ον
  26923. Μιτυληναῖος, α, ον
  26924. Μιτυλήνη, ης (ἡ)
  26925. μιτώδης, ης, ες
  26926. μιχθείς
  26927. μνᾶ, ᾶς (ἡ)
  26928. μνάᾳ
  26929. μνᾶμα, ατος (τό)
  26930. μνάμα
  26931. μνᾶμων, ων, ον
  26932. μνάομαι1-ῶμαι
  26933. μνάομαι2-ῶμαι
  26934. μνασάμην
  26935. μνάσκετο
  26936. μναστεύω
  26937. Μνάσων, ωνος (ὁ)
  26938. μνέα
  26939. μνεία, ας (ἡ)
  26940. μνεώμενος
  26941. μνῆμα, ατος (τό)
  26942. μνημεῖον, ου (τό)
  26943. μνήμη, ης (ἡ)
  26944. μνημήϊον, ου (τό)
  26945. μνημόνευμα, ατος (τό)
  26946. μνημονευτός, ή, όν
  26947. μνημονεύω
  26948. μνημονικός, ή, όν
  26949. μνημονικῶς
  26950. μνημόνως
  26951. μνημοσύνη, ης (ἡ)
  26952. μνημόσυνος, η, ον
  26953. μνήμων, ων, ον
  26954. Μνήμων, ονος (ὁ)
  26955. μνῆσαι
  26956. μνησαίατο
  26957. μνησάσκετο
  26958. μνησθῆναι
  26959. μνησικακέω-ῶ
  26960. μνησικακία, ας (ἡ)
  26961. μνησίκακος, ος, ον
  26962. μνησιπήμων, ων, ον
  26963. μνήσομαι
  26964. μνηστεία, ας (ἡ)
  26965. μνηστεύω
  26966. μνηστὴ ἄλοχος (ἡ)
  26967. μνηστήρ, ῆρος (ὁ)
  26968. μνηστηροφονία, ας (ἡ)
  26969. μνῆστις, εως (ἡ)
  26970. μνηστύς, ύος (ἡ)
  26971. μνήστωρ, ορος
  26972. μνωόμενος
  26973. μογερός, ά, όν
  26974. μογέω-ῶ
  26975. μογιλάλος, ος, ον
  26976. μόγις
  26977. μογισαψεδάφα, ης
  26978. μόγος, ου (ὁ)
  26979. μογοστόκος, ος, ον
  26980. μόδιος, ου (ὁ)
  26981. μόθαξ, ακος (ὁ)
  26982. μόθος, ου (ὁ)
  26983. μόθων, ωνος (ὁ) 1   = μόθ
  26984. μοθωνικός, ή, όν
  26985. μοί
  26986. μοῖρα, ας (ἡ)
  26987. Μοῖρα, ας (ἡ)
  26988. μοιράδιος, α, ον
  26989. μοιράω-ῶ
  26990. μοίρη, ης (ἡ)
  26991. μοιρηγενής, ής, ές
  26992. μοιρίδιος, α, ον
  26993. Μοῖρις, ιος (ὁ)
  26994. μοιρόκραντος, ος, ον
  26995. Μοῖσα
  26996. μοιχαλίς, ίδος (ἡ)
  26997. μοιχάγρια, ων (τά)
  26998. μοιχάω-ῶ
  26999. μοιχεία, ας (ἡ)
  27000. μοιχεύτρια, ας (ἡ)
  27001. μοιχεύω
  27002. μοιχίδιος, α, ον
  27003. μοιχικός, ή, όν
  27004. μοιχός, οῦ (ὁ)
  27005. μολεῖν
  27006. μολίβδινος, η, ον
  27007. μολιβδίς, ίδος (ἡ)
  27008. μόλιβδος, ου (ὁ, ἡ)
  27009. Μολιονίδαι, ῶν (οἱ)
  27010. μόλις
  27011. Μολίων, ονος (ὁ)
  27012. μολόβριον, ου (τό)
  27013. μολοβρίτης ὗς (ὁ)
  27014. μολοβρός, οῦ (ὁ)
  27015. Μολοσσία, ας (ἡ)
  27016. Μολοσσικός, ή, ον
  27017. Μολοσσίς, ίδος
  27018. Μολοσσός, ός, όν
  27019. μολοῦμαι
  27020. μολπάζω
  27021. μολπή, ῆς (ἡ)
  27022. μολπηδόν
  27023. μολύβδαινα, ης (ἡ)
  27024. μολύβδινος, η, ον
  27025. μολυβδίς, ίδος (ἡ)
  27026. μόλυβδος, ου (ὁ)
  27027. Μολύκρειον, ου (τό)
  27028. Μολυκρικός, ή, όν
  27029. μολύνω
  27030. μολυσμός, οῦ (ὁ)
  27031. μόλω, ῃς, ῃ
  27032. μομφή, ῆς (ἡ)
  27033. μοναδικός, ή, όν
  27034. μοναδικῶς
  27035. μονάμπυξ, υκος
  27036. μοναρχέω-ῶ
  27037. μοναρχία, ας (ἡ)
  27038. μοναρχικός, ή, όν
  27039. μοναρχικῶς
  27040. μόναρχος, ος, ον
  27041. μονάς, άδος
  27042. μοναυλέω-ῶ
  27043. μοναχῆ
  27044. μοναχός, ή, όν
  27045. μονή, ῆς (ἡ)
  27046. μονήμερος, ος, ον
  27047. μονήρης, ης, ες
  27048. μονίας, ου (ὁ)
  27049. μόνιμος, ος, ον
  27050. μονιός, ός, όν
  27051. μόνιππος, ος, ον
  27052. μονογενής, ής, ές
  27053. μονοδάκτυλος, ος, ον
  27054. μονόδους, όδοντος
  27055. μονοειδής, ής, ές
  27056. μονόζυξ, υγος
  27057. μονόθεν
  27058. μονόκερως
  27059. μονόκλαυτος, ος, ον
  27060. μονόκωλος, ος, ον
  27061. μονολεχής, ής, ές
  27062. μονόλιθος, ος, ον
  27063. μονόλυκος, ου (ὁ)
  27064. μονομαχέω-ῶ
  27065. μονομαχία, ας (ἡ)
  27066. μονομάχος, ος, ον
  27067. μονομερής, ής, ές
  27068. μονόξυλος, ος, ον
  27069. μονόπαις, παιδος (ὁ, ἡ)
  27070. μονόπεπλος, ος, ον
  27071. μονόρρυθμος, ος, ον
  27072. μόνος, η, ον
  27073. μονοσιτέω-ῶ
  27074. μονοστιβής, ής, ές
  27075. μονόστιχος, ος, ον
  27076. μονόστολος, ος, ον
  27077. μονοτράπεζος, ος, ον
  27078. μονότροπος, ος, ον
  27079. μονοφάγος, ος, ον
  27080. μονόφθαλμος, ος, ον
  27081. μονόφρουρος, ος, ον
  27082. μονόφρων, ων, ον
  27083. μονοφυής, ής, ές
  27084. μονόχαλος, ος, ον
  27085. μονόψηφος, ος, ον
  27086. μονόω-ῶ
  27087. μονῳδέω-ῶ
  27088. μονῳδία, ας (ἡ)
  27089. μόνως
  27090. μόνωσις, εως (ἡ)
  27091. μονώψ, ῶπος
  27092. μόνωψ, ωπος (ὁ)
  27093. μόρα, ας (ἡ)
  27094. μόρε
  27095. μορία, ας (ἡ)
  27096. μόριμος, ος, ον
  27097. μόριον, ου (τό)
  27098. μόριος Ζεύς (ὁ)
  27099. μορμολυκεῖον, ου (τό)
  27100. μορμολύττω
  27101. μορμύρω
  27102. μορμώ, όος-οῦς (ἡ)
  27103. μορμών, ονος
  27104. μορόεις, όεσσα, όεν
  27105. μόρον, ου (τό)
  27106. μόρος, ου (ὁ)
  27107. μόρσιμος, ος, ον
  27108. μορύσσω
  27109. μορφά
  27110. μορφάζω
  27111. μορφή, ῆς (ἡ)
  27112. μόρφνος, η, ον
  27113. μορφοειδής, ής, ές
  27114. μορφόω-ῶ
  27115. μόρφωμα, ατος (τό)
  27116. μόρφωσις, εως (ἡ)
  27117. μόσσυν, υνος (ὁ)
  27118. Μοσσύνοικοι, ων (οἱ)
  27119. μόσυν, υνος (ὁ)
  27120. μοσύνοις
  27121. μόσχειος, ος, ον
  27122. μοσχοποιέω-ῶ
  27123. μόσχος, ου (ὁ, ἡ)
  27124. μοτός, οῦ (ὁ)
  27125. μοῦ
  27126. μουνάξ
  27127. μουναρχέω, μουναρχίη, μού
  27128. Μουνιχία, ας (ἡ)
  27129. Μουνιχίαζε
  27130. Μουνιχίασι
  27131. Μουνιχιών, ῶνος (ὁ)
  27132. Μούνιχος, ου (ὁ)
  27133. μουνογενής, ής, ές
  27134. μοῦνος, η, ον
  27135. Μουνυχίασι
  27136. μουνώψ, ῶπος
  27137. Μοῦσα, ης (ἡ)
  27138. μουσαῖος, α, ον
  27139. μουσεῖον, ου (τό)
  27140. Μουσηγέτης, ου (ὁ)
  27141. μουσικός, ή, όν
  27142. μουσικῶς
  27143. μουσόληπτος, ος, ον
  27144. μουσομανέω-ῶ
  27145. μουσομανής, ής, ές
  27146. μουσομανία, ας (ἡ)
  27147. μουσομήτωρ, ορος (ἡ)
  27148. μουσοποιός, ός, όν
  27149. μουσοπόλος, ος, ον
  27150. μουσουργία, ης (ἡ)
  27151. μουσουργός, ός, όν
  27152. μουσόω-ῶ
  27153. μοὖστι
  27154. μοχθέω-ῶ
  27155. μόχθημα, ατος (τό)
  27156. μοχθηρία, ας (ἡ)
  27157. μοχθηρός, ά, όν
  27158. μοχθηρῶς
  27159. μοχθίζω
  27160. μόχθος, ου (ὁ)
  27161. μοχλεύω
  27162. μοχλέω-ῶ
  27163. μοχλίον, ου (τό)
  27164. μοχλός, οῦ (ὁ)
  27165. μῦ (τό)
  27166. μυγαλέη, έης (ἡ)
  27167. Μυγδονία, ας (ἡ)
  27168. Μυγδονικός, ή, όν
  27169. Μυγδόνιος, α, ον
  27170. μυδαλέος, α, ον
  27171. μυδάω-ῶ
  27172. μύδησις, εως (ἡ)
  27173. μύδος, ου (ὁ)
  27174. μυδροκτυπέω-ῶ
  27175. μύδρος, ου (ὁ)
  27176. Μυεκφορίτης νόμος (ὁ)
  27177. μυελόεις, όεσσα, όεν
  27178. μυελός, οῦ (ὁ)
  27179. μυέω-ῶ
  27180. μύζω
  27181. μύησις, εως (ἡ)
  27182. μυθάριον, ου (τό)
  27183. μυθέαι
  27184. μυθέομαι
  27185. μυθέσκοντο
  27186. μύθευμα, ατος (τό)
  27187. μυθεῦσαι
  27188. μυθεύω
  27189. μυθέω-ῶ
  27190. μυθήσεαι
  27191. μυθιάζομαι
  27192. μυθίαμβος, ου (ὁ)
  27193. μυθίδιον, ου (τό)
  27194. μυθίζω
  27195. μυθικός, ή, όν
  27196. μυθογράφος, ου (ὁ)
  27197. μυθολογεύω
  27198. μυθολογέω-ῶ
  27199. μυθολόγημα, ατος (τό)
  27200. μυθολογητέον
  27201. μυθολογία, ας (ἡ)
  27202. μυθολογικός, ή, όν
  27203. μυθολόγος, ος, ον
  27204. μυθοποίημα, ατος (τό)
  27205. μυθοποιΐα, ας (ἡ)
  27206. μυθοποιός, ός, όν
  27207. μῦθος, ου (ὁ)
  27208. μυθώδης, ης, ες
  27209. μυῖα, ας (ἡ)
  27210. μυίη, ης (ἡ)
  27211. μυιΐδιον, ου (τό)
  27212. μυιοσόβη, ης (ἡ)
  27213. Μυκάλη, ης (ἡ)
  27214. μυκάομαι-ῶμαι
  27215. μυκάσομαι
  27216. μυκηθμός, οῦ (ὁ)
  27217. μύκημα, ατος (τό)
  27218. Μυκηναῖος, α, ον
  27219. Μυκήνη, ης (ἡ)
  27220. Μυκήνηθεν
  27221. Μυκηνίς, ίδος
  27222. μύκης, ητος (ὁ)
  27223. μυκήτινος, η, ον
  27224. μύκον
  27225. Μύκονος, ου (ὁ)
  27226. μυκτήρ, ῆρος (ὁ)
  27227. μυκτηρίζω
  27228. μυκτηρόκομπος, ος, ον
  27229. μύλαξ, ακος (ὁ)
  27230. μύλη, ης (ἡ)
  27231. μυλήφατος, ος, ον
  27232. μυλικός, ή, όν
  27233. μύλινος, η, ον
  27234. μύλλος, ου (ὁ)
  27235. μυλοειδής, ής, ές
  27236. μύλος, ου (ὁ)
  27237. μυλωθρικός, ή, όν
  27238. μυλωθρός, ός, όν
  27239. μυλών, ῶνος (ὁ)
  27240. μυλωνικός, οῦ (ὁ)
  27241. Μύνδιος, α, ον
  27242. Μύνδος, ου (ἡ)
  27243. μύνη, ης (ἡ)
  27244. μύξα, ης (ἡ)
  27245. μυξάριον, ου (τό)
  27246. μυξωτήρ, ῆρος (ὁ)
  27247. μυομαχία, ας (ἡ)
  27248. μυοπάρων, ωνος (ὁ)
  27249. Μύρα, ων (τά)
  27250. μύραινα, ης (ἡ)
  27251. μυραλοιφία, ας (ἡ)
  27252. μυρεψέω-ῶ
  27253. μυρεψικός, ή, όν
  27254. μυρεψός, ά, όν
  27255. μυριάκις
  27256. μυρίανδρος, ος, ον
  27257. μυριάρχης, ου (ὁ)
  27258. μυρίαρχος, ου (ὁ)
  27259. μυριάς, άδος (ἡ)
  27260. μυριετής, ής, ές
  27261. μυρίζω
  27262. μυρίκη, ης (ἡ)
  27263. μυρίκινος, η, ον
  27264. μυρίνης οἶνος (ὁ)
  27265. μύριοι, αι, α
  27266. μυριόκαρπος, ος, ον
  27267. μυριόλεκτος, ος, ον
  27268. μυριόνεκρος, ος, ον
  27269. μυριόνταρχος, ος, ον
  27270. μυριοπλάσιος, ος, ον 10
  27271. μυριοπληθής, ής, ές
  27272. μυρίος, α, ον
  27273. μυριοστός, ή, όν
  27274. μυριοστύς, ύος (ἡ)
  27275. μυριοτευχής, ής, ές
  27276. μυριοφόρος, ος, ον
  27277. μυρίπνοος, ος, ον
  27278. μυριώνυμος, ος, ον
  27279. μυριωπός, ός, όν
  27280. μυρμηκία, ας (ἡ)
  27281. μυρμηκώδης, ης, ες
  27282. μύρμηξ, ηκος (ὁ)
  27283. μυρμιδόνες, ων (οἱ)
  27284. μύρον, ου (τό)
  27285. μῦρον
  27286. μυροπωλεῖον, ου (τό)
  27287. μυροπώλης, ου (ὁ)
  27288. μύρρα, ας (ἡ)
  27289. μυρρίνη, ης (ἡ)
  27290. μυρρινίτης οἶνος (ὁ)
  27291. μύρρινος, η, ον
  27292. μυρρινούσιος, ου
  27293. μυρσίνη, ης (ἡ)
  27294. μυρσινίτης
  27295. μύρτον, ου (τό)
  27296. μύρτος, ου (ἡ)
  27297. μύρτων, ωνος
  27298. μύρω
  27299. μῦς, μυός (ὁ)
  27300. μύσαγμα, ατος (τό)
  27301. μυσαρός, ά, όν
  27302. μυσάττομαι
  27303. Μυσία, ας (ἡ)
  27304. Μύσιος, α, ον
  27305. μύσος, εος-ους (τό)
  27306. Μυσός, οῦ
  27307. μυσταγωγέω-ῶ
  27308. μυσταγωγία, ας (ἡ)
  27309. μυσταγωγός, οῦ (ὁ)
  27310. μύσταξ, ακος (ὁ)
  27311. μυστήριον, ου (τό)
  27312. μυστηριώδης, ης, ες
  27313. μυστηριῶτις, ιδος
  27314. μύστης, ου
  27315. μυστικός, ή, όν
  27316. μυστικῶς
  27317. μυστιλάομαι
  27318. μυσώδης, ης, ες
  27319. Μυτιληναῖος, α, ον
  27320. Μυτιλήνη, ης (ἡ)
  27321. μύτις, ιδος (ἡ)
  27322. μύχιος, α, ον
  27323. μυχμός, οῦ (ὁ)
  27324. μυχόθεν
  27325. μυχοίτατος, η, ον
  27326. μυχόνδε
  27327. μυχός, οῦ (ὁ)
  27328. μύω
  27329. μυώδης, ης, ες
  27330. μυών, ῶνος (ὁ)
  27331. μυωπάζω
  27332. μυωπία1, ας (ἡ)
  27333. μυωπία2, ας (ἡ)
  27334. μύωψ, ωπος (ἡ)
  27335. μυώψ, ῶπος (ὁ, ἡ)
  27336. μωκάω-ῶ
  27337. μωκία, ας (ἡ)
  27338. μῶκος, ου (ὁ)
  27339. μωκός, οῦ (ὁ)
  27340. μῶλος, ου (ὁ)
  27341. μῶλυ, υος (τό)
  27342. μωλωπίζω
  27343. μώλωψ, ωπος (ὁ)
  27344. μῶμαι
  27345. μωμάομαι-ῶμαι
  27346. μωμεύω
  27347. μωμητός, ή, όν
  27348. μῶμος, ου (ὁ)
  27349. μῶν
  27350. μῶνυξ, υχος
  27351. μώνυχος, ος, ον
  27352. μώομαι
  27353. μωραίνω
  27354. μωρία, ας (ἡ)
  27355. μωροκλέπτης, ου (ὁ)
  27356. μωρολογέω-ῶ
  27357. μωρολόγημα, ατος (τό)
  27358. μωρός, ά, όν
  27359. μωρόσοφος, ος, ον
  27360. μωρῶς
  27361. Μωσῆς, ῆος (ὁ)
  27362. μώμενος, μῶσθαι
  27363. Ν, ν (νῦ) (τό)
  27364. ναέτης, ου (ὁ, ἡ)
  27365. Ναζαρά (ἡ)
  27366. Ναζαρηνός, οῦ (ὁ)
  27367. Ναζωραῖος, ου
  27368. ναί
  27369. ναΐ
  27370. Ναιάς, άδος (ἡ)
  27371. ναιέμεν
  27372. ναιετάασκον
  27373. ναιετάω-ῶ
  27374. ναῖον
  27375. νάϊος
  27376. Ναΐς, ΐδος (ἡ)
  27377. ναίχι
  27378. ναίω1
  27379. ναίω2
  27380. νάκη1, ης (ἡ)
  27381. νάκη2, ῶν (τά)
  27382. νάκος, εος-ους (τό)
  27383. νακτός, ή, όν
  27384. νᾶμα, ατος (τό)
  27385. ναματιαῖος, α, ον
  27386. ναμέρτεια, ας (ἡ)
  27387. νᾶνος, ου (ὁ)
  27388. νανώδης, ης, ες
  27389. Νάξιος, α, ον
  27390. Νάξος, ου (ἡ)
  27391. ναοποιός, οῦ (ὁ)
  27392. ναός1, οῦ (ὁ)
  27393. ναός2
  27394. ναοφύλαξ1, ακος (ὁ)
  27395. ναοφύλαξ2, ακος (ὁ)
  27396. ναπαῖος, α, ον
  27397. νάπη, ης (ἡ)
  27398. νάπος, εος-ους (τό)
  27399. νᾶπυ, υος (τό)
  27400. νάρδος, ου (ἡ)
  27401. ναρθηκοπλήρωτος, ος, ον
  27402. ναρθηκοφόρος, ος, ον
  27403. νάρθηξ, ηκος (ὁ)
  27404. ναρκάω-ῶ
  27405. νάρκη, ης (ἡ)
  27406. νάρκισσος, ου (ὁ, ἡ)
  27407. ναρκώδης, ης, ες
  27408. νασμός, οῦ (ὁ)
  27409. νᾶσος, ου (ἡ)
  27410. νάσσα
  27411. νάσσω
  27412. ναστός, ή, όν
  27413. νάττω
  27414. ναυαγέω-ῶ
  27415. ναυαγία, ας (ἡ)
  27416. ναυάγιον, ου (τό)
  27417. ναυαγός1, ός, όν
  27418. ναυαγός2, οῦ (ὁ)
  27419. ναυαρχέω-ῶ
  27420. ναυαρχία, ας (ἡ)
  27421. ναυαρχίς, ίδος (ἡ)
  27422. ναύαρχος, ου (ὁ)
  27423. ναυβάτης, ου
  27424. Ναυβολίδης, ου,
  27425. Ναύβολος, ου (ὁ)
  27426. ναυηγέω, ναυηγίη, ναυήγιο
  27427. ναυκληρέω-ῶ
  27428. ναυκληρία, ας (ἡ)
  27429. ναυκληρικός, ή, όν
  27430. ναυκλήριον, ου (τό)
  27431. ναύκληρος, ου (ὁ)
  27432. ναυκραρία, ας (ἡ)
  27433. ναύκραρος, ου (ὁ)
  27434. ναυκρατέω-ῶ
  27435. ναυκράτης, ης, ες
  27436. ναυκράτωρ, ορος
  27437. ναῦλον, ου (τό)
  27438. ναῦλος, ου (ὁ)
  27439. ναυλοχέω-ῶ
  27440. ναύλοχος, ος, ον
  27441. ναυλόω-ῶ
  27442. ναυμαχέω-ῶ
  27443. ναυμαχησείω
  27444. ναυμαχητέον
  27445. ναυμαχία, ας (ἡ)
  27446. ναυμάχος, ος, ον
  27447. ναύμαχος, ος, ον
  27448. Ναύπακτος, ου (ἡ)
  27449. ναυπηγεύμενος
  27450. ναυπηγέω-ῶ
  27451. ναυπηγήσιμος, ος, ον
  27452. ναυπηγία, ας (ἡ)
  27453. ναυπηγικός, ή, όν
  27454. ναυπηγός, οῦ (ὁ)
  27455. Ναυπλία, ας (ἡ)
  27456. ναύπορος, ος, ον
  27457. ναυπόρος, ος, ον
  27458. ναῦς, νηός (ἡ)
  27459. ναυσθλόω-ῶ
  27460. Ναυσικάα, ας (ἡ)
  27461. ναυσικλειτός, ή, όν
  27462. ναυσικλυτός, ός, όν
  27463. ναυσιπέδη, ης (ἡ)
  27464. ναυσιπέρατος, ος, ον
  27465. ναυσίπορος, ος, ον
  27466. ναυσιπόρος, ος, ον
  27467. ναύσταθμον, ου (τό)
  27468. ναύσταθμος, ου (ὁ)
  27469. ναυστολέω-ῶ
  27470. ναύστολος, ος, ον
  27471. ναύτας
  27472. ναύτης, ου (ὁ)
  27473. ναυτία, ας (ἡ)
  27474. ναυτιάω-ῶ
  27475. ναυτικός, ή, όν
  27476. ναυτιλία, ας (ἡ)
  27477. ναυτίλλομαι
  27478. ναυτίλος, ου (ὁ)
  27479. ναυτιώδης, ης, ες
  27480. ναυτοδίκαι, ῶν (οἱ)
  27481. ναῦφι(ν)
  27482. ναύφρακτος, ος, ον
  27483. νάφθα (τό)
  27484. νάφθας, ου (ὁ)
  27485. νάω
  27486. νέα1
  27487. νέα2
  27488. νεάγγελτος, ος, ον
  27489. νεαγενής, ής, ές
  27490. νεάζω
  27491. νέαιρα, ας
  27492. νεαίρετος, ος, ον
  27493. νεακόνητος, ος, ον
  27494. νεαλής1, ής, ές
  27495. νεαλής2, ής, ές
  27496. νεανίας, ου
  27497. νεανίευμα, ατος (τό)
  27498. νεανιεύομαι
  27499. νεανίζω
  27500. νεανικός, ή, όν
  27501. νεανικῶς
  27502. νεῆνις, ιδος
  27503. νεανισκεύομαι
  27504. νεανίσκος, ου (ὁ)
  27505. Νεάπολις, εως (ἡ)
  27506. νεαροποιέω-ῶ
  27507. νεαρός, ά, όν
  27508. νεαρῶς
  27509. νέας
  27510. νεάτη, ης (ἡ)
  27511. νεατός, οῦ (ὁ)
  27512. νέατος, η, ον
  27513. νεάω-ῶ
  27514. νέβρειος, ος, ον
  27515. νεβρίζω
  27516. νεβρίς, ίδος (ἡ)
  27517. νεβρόγονος, ος, ον
  27518. νεβρός, οῦ (ὁ, ἡ)
  27519. νέες
  27520. νέηαι
  27521. νεηγενής, ής, ές
  27522. νεήκης, ης, ες
  27523. νεηκονής, ής, ές
  27524. νεήλατος, ος, ον
  27525. νέηλυς, υδος
  27526. νεηνίης, νεῆνις, νεηνίσκο
  27527. νεῖ
  27528. νεῖαι
  27529. νείαιρα, ας
  27530. νείατος, η, ον
  27531. νεικείεσκον
  27532. νεικέω-ῶ
  27533. νείκη, ης (ἡ)
  27534. νεῖκος, εος-ους (τό)
  27535. Νείλεως, ω (ὁ)
  27536. Νειλοθερής, ής, ές
  27537. Νεῖλος, ου (ὁ)
  27538. Νειλῷος, η, ον
  27539. Νειλῶτις, ιδος
  27540. νεῖμα
  27541. νεῖμαι
  27542. νεῖν
  27543. νειόθεν
  27544. νειόθι
  27545. νειοποιέω-ῶ
  27546. νειός, οῦ (ἡ)
  27547. νεῖρος, εος-ους (τό)
  27548. νεῖται
  27549. νείφω
  27550. νεκάς, άδος (ἡ)
  27551. νεκράγγελος, ου (ὁ, ἡ)
  27552. νεκραγωγέω-ῶ
  27553. νεκρακαδημία, ας (ἡ)
  27554. νεκρικός, ή, όν
  27555. νεκρικῶς
  27556. νεκριμαῖος, α, ον
  27557. νεκροδέγμων, ων, ον
  27558. νεκροδοχεῖον, ου (τό)
  27559. νεκρόκοσμος, ος, ον
  27560. νεκρόπολις, εως (ἡ)
  27561. νεκροπομπός, ός, όν
  27562. νεκρός, ά, όν
  27563. νεκροστολέω-ῶ
  27564. νεκροφόρος, ος, ον
  27565. νεκρόω-ῶ
  27566. νεκρώδης, ης, ες
  27567. νέκρωσις, εως (ἡ)
  27568. νέκταρ, αρος (τό)
  27569. νεκτάρεος, α, ον
  27570. νεκυία, ας (ἡ)
  27571. νεκυομαντεία, ας (ἡ)
  27572. νεκυομαντεῖον, ου (τό)
  27573. νέκυς, υος
  27574. Νεμέα, ας (ἡ)
  27575. νέμεαι
  27576. Νεμεαῖος, α, ον
  27577. Νεμέηθε
  27578. νεμέθω
  27579. Νεμεῖος, α, ον
  27580. Νεμεῖς, έων (οἱ)
  27581. νεμεσάω-ῶ
  27582. νεμεσήσεαι
  27583. νεμεσητικός, ή, όν
  27584. νεμεσητός, ή, όν
  27585. νεμεσίζομαι
  27586. νέμεσις, εως (ἡ)
  27587. νεμεσσάω
  27588. νεμέσσηθεν
  27589. νεμεσσητός, ή, όν
  27590. νεμέτωρ, ορος (ὁ)
  27591. νέμηαι
  27592. νέμησις, εως (ἡ)
  27593. νέμος, εος-ους (τό)
  27594. νέμω
  27595. νένασμαι
  27596. νένησμαι
  27597. νένιπται
  27598. νένωμαι
  27599. νεοάλωτος, ος, ον
  27600. νεοαρδής, ής, ές
  27601. νεόγαμος, ος, ον
  27602. νεογενής, ής, ές
  27603. νεογιλός, ή, όν
  27604. νεογνός, ός, όν
  27605. νεοδαμώδης, ης, εν
  27606. νεόδαρτος, ος, ον
  27607. νεοδίδακτος, ος, ον
  27608. νεοδμής, ῆτος
  27609. νεόδμητος1, ος, ον
  27610. νεόδμητος2, ος, ον
  27611. νεοδρεπής, ής, ές
  27612. νεόδρεπτος, ος, ον
  27613. νεόδρομος, ος, ον
  27614. νεόδροπος, ος, ον
  27615. νεοζυγής, ής, ές
  27616. νεόζυγος, ος, ον
  27617. νεοθαλής, ής, ές
  27618. νεόθεν
  27619. νεόθηκτος, ος, ον
  27620. νεοθηλής1, ής, ές
  27621. νεοθηλής2, ής, ές
  27622. νεοθηλός, ός, όν
  27623. νεοίατο
  27624. νεοίη, ης (ἡ)
  27625. νεοκατάστατος, ος, ον
  27626. νεοκόνητος, ος, ον
  27627. νεόκοτος, ος, ον
  27628. νεοκράς, άτος
  27629. νεόκρατος, ος, ον
  27630. νεόκτιστος, ος, ον
  27631. νεολαία, ας (ἡ)
  27632. νέομαι
  27633. νεομηνία, ας (ἡ)
  27634. νεόνυμφος, ος, ον
  27635. νεοπαγής, ής, ές
  27636. νεοπαθής, ής, ές
  27637. νεοπενθής, ής, ές
  27638. νεόπλουτος, ος, ον
  27639. νεόπλυτος, ος, ον
  27640. νεόποκος, ος, ον
  27641. νεοπρεπής, ής, ές
  27642. νεόπριστος, ος, ον
  27643. Νεοπτόλεμος, ου (ὁ)
  27644. νεόπτολις, εως (ἡ)
  27645. νεόρραντος, ος, ον
  27646. νεόρρυτος, ος, ον
  27647. νέορτος, ος, ον
  27648. νέος, α, ον
  27649. νεός1, οῦ (ἡ)
  27650. νεός2
  27651. νεόσμηκτος, ος, ον
  27652. νεοσπαδής, ής, ές
  27653. νεοσπάς, άδος
  27654. νεόσπορος, ος, ον
  27655. νεοσσεύω
  27656. νεοσσιά, ᾶς (ἡ)
  27657. νεοσσίον, ου (τό)
  27658. νεοσσός, οῦ (ὁ)
  27659. νεοσσοτροφία, ας (ἡ)
  27660. νεοσταθής, ής, ές
  27661. νεόστροφος, ος, ον
  27662. νεοσφαγής, ής, ές
  27663. νεοτελής, ής, ές
  27664. νεότευκτος, ος, ον
  27665. νεοτευχής, ής, ές
  27666. νεότης, ητος (ἡ)
  27667. νεότμητος, ος, ον
  27668. νεοτόκος, ος, ον
  27669. νεότομος, ος, ον
  27670. νεοτρεφής, ής, ές
  27671. νεότροφος, ος, ον
  27672. νεοττεία, ας (ἡ)
  27673. νεοττεύω
  27674. νεοττοποιέω-ῶ
  27675. νεουργός, ός, όν
  27676. νεούτατος, ος, ον
  27677. νεόφυτος, ος, ον
  27678. νεοχάρακτος, ος, ον
  27679. νεοχμός, ός, όν
  27680. νεοχμόω-ῶ
  27681. νεόω-ῶ
  27682. νέπους, ποδος
  27683. νέρθε, νέρθεν
  27684. νερτεροδρόμος, ου (ὁ)
  27685. νέρτερος, α, ον
  27686. Νέρων, ωνος (ὁ)
  27687. Νεστόρεος, α, ον
  27688. Νεστορίδης, ου (ὁ)
  27689. Νέστωρ, ορος (ὁ)
  27690. νεῦμα, ατος (τό)
  27691. νεῦμαι
  27692. νευρά, ᾶς (ἡ)
  27693. νευρή, ῆς (ἡ)
  27694. νευρῆφιν
  27695. νεῦρον, ου (τό)
  27696. νευρορραφέω-ῶ
  27697. νευρορράφος, ος, ον
  27698. νευροσπαδής, ής, ές
  27699. νευροσπαστέω-ῶ
  27700. νευροσπαστία, ας (ἡ)
  27701. νευρόσπαστος, ος, ον
  27702. νεῦσις1, εως (ἡ)
  27703. νεῦσις2, εως (ἡ)
  27704. νεύσομαι
  27705. νευστάζω
  27706. νευστός, ή, όν
  27707. νεύω
  27708. νεφέλη, ης (ἡ)
  27709. νεφεληγερέτα, αο (ὁ)
  27710. νεφεληγερέτης, ου (ὁ)
  27711. νεφέλιον, ου (τό)
  27712. νεφελοειδής, ής, ές
  27713. νεφελοκένταυρος, ου (ὁ)
  27714. νεφελωτός, ός, όν
  27715. νέφος, εος-ους (τό)
  27716. νεφρῖτις, ιδος
  27717. νεφρός, οῦ (ὁ)
  27718. νέω1
  27719. νέω2
  27720. νέω3
  27721. νέω4
  27722. νεώ
  27723. νεωκορέω-ῶ
  27724. νεωκορία, ας (ἡ)
  27725. νεωκόρος, ου (ἡ, ὁ)
  27726. νεωλκέω-ῶ
  27727. νεωλκός, ός, όν
  27728. νεώνητος, ος, ον
  27729. νεώρης, ης, ες
  27730. νεώριον, ου (τό)
  27731. νεωρός, οῦ (ὁ)
  27732. νεώς1, ώ (ὁ)
  27733. νεώς2
  27734. νέως
  27735. νεώσοικοι, ων (οἱ)
  27736. νεωστί
  27737. νέωτα
  27738. νεώτατα
  27739. νεωτερίζω
  27740. νεωτερικός, ή, όν
  27741. νεωτερικῶς
  27742. νεωτερισμός, οῦ (ὁ)
  27743. νευτεριστής, οῦ (ὁ)
  27744. νεωτεροποιΐα, ας (ἡ)
  27745. νεωτεροποιός, ός, όν
  27746. νεώτερος, α, ον
  27747. νεωτέρως
  27748. νή
  27749. νῆα, νῆας
  27750. νῆαδε
  27751. νηάς, άδος (ἡ)
  27752. νηγάτεος, η, ον
  27753. νήγρετος, ος, ον
  27754. νήδυια, ων (τά)
  27755. νήδυμος, ος, ον
  27756. νηδύς, ύος (ἡ)
  27757. νήεον
  27758. νῆες, νήεσσι
  27759. νηέω-ῶ
  27760. νήθω
  27761. νηΐ
  27762. Νηϊάς, άδος (ἡ)
  27763. νήϊος, α, ον
  27764. νῆϊς, ϊδος
  27765. Νηΐς, ΐδος (ἡ)
  27766. Νήϊσται πύλαι (αἱ)
  27767. νηΐτης, ου
  27768. Νήϊτις, ιδος (ἡ)
  27769. νηκερδής, ής, ές
  27770. νηκουστέω-ῶ
  27771. νήκουστος, ος, ον
  27772. νηκτός, ή, όν
  27773. νηλεής, ής, ές
  27774. Νηλείδης, ου (ὁ)
  27775. νηλειής
  27776. νηλείτης, ου
  27777. νηλεῖτις, ιδος
  27778. Νηλεύς, εως (ὁ)
  27779. νηλεῶς
  27780. Νηληϊάδης, εω (ὁ)
  27781. Νηλήϊος, α, ον
  27782. νηλής, ής, ές
  27783. νηλίπους, ποδος
  27784. νηλιτής, ής, ές
  27785. νῆμα, ατος (τό)
  27786. νηματώδης, ης, ες
  27787. νημερτέως
  27788. νημερτής, ής, ές
  27789. νηνεμία, ας (ἡ)
  27790. νήνεμος, ος, ον
  27791. νήξις, εως (ἡ)
  27792. νηός
  27793. νηπενθέως
  27794. νηπενθής, ής, ές
  27795. νηπιάα, ας (ἡ)
  27796. νηπιάζω
  27797. νηπιαχεύω
  27798. νηπίαχος, ου
  27799. νηπιέη, ης (ἡ)
  27800. νήπιος, α, ον
  27801. νηπιότης, ητος (ἡ)
  27802. νηποινεί
  27803. νηποινί
  27804. νήποινος, ος, ον
  27805. νηπτικός, ή, όν
  27806. νηπύτιος, ου (ὁ)
  27807. Νηρεΐς, ΐδος (ἡ)
  27808. Νηρεύς, έως (ὁ)
  27809. Νηρηΐς, ΐδος (ἡ)
  27810. νήριθμος, ος, ον
  27811. νηρίτης, ου (ὁ)
  27812. νήριτος, ος, ον
  27813. Νήσαιον πεδίον (τό)
  27814. νησαῖος, α, ον
  27815. νήσαντο
  27816. νησιάρχης, ου (ὁ)
  27817. νησίδιον, ου (τό)
  27818. νησίον, ου (τό)
  27819. νῆσις, εως (ἡ)
  27820. νῆσις, εως (ἡ)
  27821. νησίς, ῖδος (ἡ)
  27822. νησιώτης, ου (ὁ)
  27823. νησιωτικός, ή, όν
  27824. νησιῶτις, ιδος
  27825. νησομαχία, ας (ἡ)
  27826. νῆσος, ου (ἡ)
  27827. νῆσσα, ης (ἡ)
  27828. νησσάριον, ου (τό)
  27829. νηστεία, ας (ἡ)
  27830. νηστεύω
  27831. νῆστις, ιος
  27832. νησύδριον, ου (τό)
  27833. νήτη
  27834. νητός, ή, όν
  27835. νῆττα, ης (ἡ)
  27836. νηῦς
  27837. νηυσί
  27838. νηυσιπέρητος
  27839. νηφαλέος, ος, ον
  27840. νηφάλιος, α, ον
  27841. νήφω
  27842. νηχέμεναι
  27843. νήχω
  27844. νηῶν
  27845. νίζω
  27846. νίκα
  27847. Νικάνωρ, ορος (ὁ)
  27848. νικάσκομεν
  27849. νικάω-ῶ
  27850. νίκη, ης (ἡ)
  27851. νίκημα, ατος (τό)
  27852. νικήσεμεν
  27853. νικητήριος, α, ον
  27854. νικητικός, ή, όν
  27855. νικηφόρος, ος, ον
  27856. Νικίας, ου (ὁ)
  27857. Νικίειος, ος, ον
  27858. Νικόδημος, ου (ὁ)
  27859. Νικόλαος, ου (ὁ)
  27860. Νικόπολις, εως (ἡ)
  27861. νῖκος, εος-ους (τό)
  27862. νικώῃ
  27863. νίν
  27864. Νινευή, ῆς (ἡ)
  27865. Νινευῖται, ῶν (οἱ)
  27866. Νίνιοι, ων (οἱ)
  27867. Νίνος, ου (ὁ, ἡ)
  27868. Νίοβη, ης (ἡ)
  27869. νιπτήρ, ῆρος (ὁ)
  27870. νίπτρον, ου (τό)
  27871. νίπτω
  27872. νίσσομαι
  27873. νίτρον, ου (τό)
  27874. νίφα
  27875. νιφάς, άδος (ἡ)
  27876. νιφέμεν
  27877. νιφετός, οῦ (ὁ)
  27878. νιφετώδης, ης, ες
  27879. νιφόβολος, ος, ον
  27880. νιφόεις, όεσσα, όεν
  27881. νιφοστιβής, ής, ές
  27882. νίφω
  27883. νίψ (ἡ)
  27884. νίψις, εως (ἡ)
  27885. νίψω
  27886. νοερός, ά, όν
  27887. νοεῦντες
  27888. νοέω-ῶ
  27889. νόημα, ατος (τό)
  27890. νοήμων, ων, ον
  27891. νόησις, εως (ἡ)
  27892. νοητός, ή, όν
  27893. νοθαγενής, ής, ές
  27894. νοθεία, ας (ἡ)
  27895. νοθεύω
  27896. νόθος, η, ον
  27897. Νομαδία, ας (ἡ)
  27898. Νομαδικός, ή, όν
  27899. νόμαιος, α, ον
  27900. νομαῖος, α, ον
  27901. νομάρχης, ου (ὁ)
  27902. νομάς, άδος
  27903. Νομάς, άδος
  27904. Νομᾶς, ᾶ (ὁ)
  27905. νόμευμα, ατος (τό)
  27906. νομεύς, έως (ὁ)
  27907. νομευτικός, ή, όν
  27908. νομεύω
  27909. νομή, ῆς (ἡ)
  27910. Νομήτωρ, ορος (ὁ)
  27911. νομίζω
  27912. νομικός, ή, όν
  27913. νομικῶς
  27914. νόμιμος, η, ον
  27915. νομίμως
  27916. νόμιος, ος, ον
  27917. νόμισις, εως (ἡ)
  27918. νόμισμα, ατος (τό)
  27919. νομιστέος, α, ον
  27920. νομιστί
  27921. νομοδείκτης, ου (ὁ)
  27922. νομοδιδάκτης, ου (ὁ)
  27923. νομοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
  27924. νομοθεσία, ας (ἡ)
  27925. νομοθετέω-ῶ
  27926. νομοθέτης, ου (ὁ)
  27927. νομοθετέος, α, ον
  27928. νομοθετικός, ή, όν
  27929. νομόνδε
  27930. νομός, οῦ (ὁ)
  27931. νόμος, ου (ὁ)
  27932. νομοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  27933. νόος, νόου (ὁ)
  27934. νοσερός, ά, όν
  27935. νοσέω-ῶ
  27936. νοσηλεία, ας (ἡ)
  27937. νοσηλεύω
  27938. νόσημα, ατος (τό)
  27939. νοσηματικός, ή, όν
  27940. νοσημάτιον, ου (τό)
  27941. νοσηρός, ά, όν
  27942. νόσος, ου (ἡ)
  27943. νοσοτροφία, ας (ἡ)
  27944. νοσσεύω
  27945. νοσσιά, ᾶς (ἡ)
  27946. νοσσίον, ου (τό)
  27947. νοσσός, οῦ (ὁ)
  27948. νοστέω-ῶ
  27949. νόστιμος, ος, ον
  27950. νόστος, ου (ὁ)
  27951. νόσφι
  27952. νοσφίζω
  27953. νόσφιν
  27954. νοσφισμός, οῦ (ὁ)
  27955. νοσφισσάμην
  27956. νοσώδης, ης, ες
  27957. νοτερός, ά, όν
  27958. νοτίζω
  27959. νότιος, α, ον
  27960. νοτίς, ίδος (ἡ)
  27961. νότος, ου (ὁ)
  27962. νουθεσία, ας (ἡ)
  27963. νουθετέω-ῶ
  27964. νουθέτημα, ατος (τό)
  27965. νουθετικός, ή, όν
  27966. Νουμᾶς, ᾶ (ὁ)
  27967. νουμηνία, ας (ἡ)
  27968. νουμήνιος, ος, ον
  27969. νοῦμμος, ου (ὁ)
  27970. νοῦν
  27971. νουνεχής, ής, ές
  27972. νουνεχόντως
  27973. νουνεχῶς
  27974. νοῦσος, ου (ἡ)
  27975. νυγμή, ῆς (ἡ)
  27976. νυγμός, οῦ (ὁ)
  27977. νυκτεγερτέω-ῶ
  27978. νυκτέλιος, ος, ον
  27979. νυκτερευτικός, ή, όν
  27980. νυκτερεύω
  27981. νυκτερινός, ή, όν
  27982. νυκτέριος, α, ον
  27983. νυκτερίς, ίδος (ἡ)
  27984. νύκτερος, ος, ον
  27985. νυκτηγορέω-ῶ
  27986. νυκτηρεφής, ής, ές
  27987. νυκτίνομος, ος, ον
  27988. νυκτίπλαγκτος, ος, ον
  27989. νυκτίπλανος, ος, ον
  27990. νυκτιπόλος, ος, ον
  27991. νυκτίσεμνος, ος, ον
  27992. νυκτιφαής, ής, ές
  27993. νυκτίφοιτος, ος, ον
  27994. νυκτιφρούρητος, ος, ον
  27995. νυκτογραφία, ας (ἡ)
  27996. νυκτοθήρας, ου (ὁ)
  27997. νυκτομαχέω-ῶ
  27998. νυκτομαχία, ας (ἡ)
  27999. νυκτοπορέω-ῶ
  28000. νυκτοπορία, ας (ἡ)
  28001. νυκτουργός, ός, όν
  28002. νυκτοῦρος, ου (ὁ)
  28003. νυκτοφυλακέω-ῶ
  28004. νυκτοφύλαξ, ακος (ὁ)
  28005. νυκτῷον, ου (τό)
  28006. νυκτωπός, ός, όν
  28007. νύκτωρ
  28008. νύμφα
  28009. νυμφαγωγέω-ῶ
  28010. νυμφαγωγία, ας (ἡ)
  28011. νυμφαγωγός, οῦ (ὁ)
  28012. νυμφαῖος, α, ον
  28013. νυμφεῖος, α, ον
  28014. νύμφευμα, ατος (τό)
  28015. νυμφευτρία, ας (ἡ)
  28016. νυμφεύω
  28017. νύμφη, ης (ἡ)
  28018. νυμφήϊος
  28019. νυμφίδιος, α, ον
  28020. νυμφικός, ή, όν
  28021. νύμφιος, ος, ον
  28022. νυμφίος, ου (ὁ)
  28023. νυμφόκλαυτος, ος, ον
  28024. νυμφοκομέω-ῶ
  28025. νυμφοκόμος, ος, ον
  28026. νυμφόληπτος, ος, ον
  28027. νυμφοστολέω-ῶ
  28028. νυμφότιμος, ος, ον
  28029. νυμφών, ῶνος (ὁ)
  28030. νῦν
  28031. νύν
  28032. νυνί
  28033. νύξ, νυκτός (ἡ)
  28034. νύξαι
  28035. νύξις, εως (ἡ)
  28036. νυός, οῦ (ἡ)
  28037. Νῦσα, ης (ἡ)
  28038. Νυσαῖος, α, ον
  28039. Νυσήϊος, α, ον
  28040. Νύσιος, α, ον
  28041. νύσσα, ης (ἡ)
  28042. νύσσω
  28043. νυστάζω
  28044. νύττω
  28045. νυχθήμερος, ος, ον
  28046. νύχιος, α, ον
  28047. νώ
  28048. νῷ
  28049. νωδός, ή, όν
  28050. νώδυνος, ος, ον
  28051. Νῶε
  28052. νώθεια, ας (ἡ)
  28053. νωθής, ής, ές
  28054. νωθρός, ά, όν
  28055. νωθρότης, ητος (ἡ)
  28056. νῶϊ
  28057. νωΐτερος, α, ον
  28058. νωλεμές
  28059. νωλεμέως
  28060. νωμάω-ῶ
  28061. νῷν
  28062. νώνυμος, ος, ον
  28063. νῶροψ, οπος
  28064. νωσάμενος, νώσασθαι
  28065. νωτιαῖος, α, ον
  28066. νωτίζω
  28067. νῶτον, ου (τό)
  28068. νῶτος, ου (ὁ)
  28069. νωτοφόρος, ος, ον
  28070. νωχελής, ής, ές
  28071. νωχελία, ας (ἡ)
  28072. Ω, ω (ὦ μέγα) (τό)
  28073. ὦ, ᾖς, ᾖ
  28074. ᾠά
  28075. ὠβάζω
  28076. ὠβά, ᾶς (ἡ)
  28077. ὠγαθέ
  28078. ὤγκωσα
  28079. ὠγμός, οῦ (ὁ)
  28080. ὠγύγιος, α, ον
  28081. ὧδε
  28082. ᾠδεῖον, ου (τό)
  28083. ᾠδή, ῆς (ἡ)
  28084. ᾤδηκα, ᾤδησα
  28085. ὡδί
  28086. ᾠδικός, ή, όν
  28087. ᾠδικῶς
  28088. ὠδίν, ῖνος (ἡ)
  28089. ὠδίνω
  28090. ὠδίς, ῖνος (ἡ)
  28091. ᾠδός, οῦ (ὁ,
  28092. ᾤδουν
  28093. ὠδύρατο
  28094. ὠδυσάμην
  28095. ὠδώδειν
  28096. ᾤετο
  28097. ὤζησα, ὦζον
  28098. ὤζω
  28099. ὠή
  28100. ᾠήθην
  28101. ὤθεσκε
  28102. ὤθετο
  28103. ὠθέω-ῶ
  28104. ὠθίζω
  28105. ὠθισμός, οῦ (ὁ)
  28106. ὠΐγνυντο
  28107. ὠϊόμην
  28108. ὤϊξα
  28109. ὤϊον
  28110. ὠΐσθην
  28111. ὠΐχθην
  28112. ὦκ᾽
  28113. ὦκα
  28114. ὠκέα
  28115. ὠκειάων
  28116. ᾤκεον
  28117. ὠκέως
  28118. ᾤκηθεν
  28119. ᾤκηκα, ᾤκησα
  28120. ᾤκιζον, ᾤκικα
  28121. ὡκινάκης
  28122. ᾠκίσθην, ᾤκισμαι
  28123. ὤκιστα
  28124. ὤκιστος
  28125. ᾠκούρουν
  28126. ᾤκτισα
  28127. ὠκύαλος, ος, ον
  28128. ὠκυβόλος, ος, ον
  28129. ὠκύμορος, ος, ον
  28130. ὠκυπέτης, ου
  28131. ὠκυπόδεσσι
  28132. ὠκύποινος, ος, ον
  28133. ὠκυπομπός, ός, όν
  28134. ὠκύπορος, ος, ον
  28135. ὠκύπους, ους, ουν
  28136. ὠκύπτερος, ος, ον
  28137. ὠκύροος, ος, ον
  28138. ὠκύς, εῖα, ύ
  28139. ὠκυτόκιος, ος, ον
  28140. ὠκυτόκος, ος, ον
  28141. ὠλάφιον
  28142. ὤλβισα
  28143. ὠλένη, ης (ἡ)
  28144. ὤλεσα
  28145. ὠλεσίκαρπος, ος, ον
  28146. ὤλετο
  28147. ὡλεύθερος
  28148. ὠλίσθηκα
  28149. ὦλκα
  28150. ὧλλος, ὧλλοι
  28151. ὠλλύμαν
  28152. ὡλοκαύτουν
  28153. ὡλοκαύτωσα
  28154. ὠλόμαν
  28155. ὤλοντο
  28156. ὠλοφυράμην, ὠλοφύρθην
  28157. ὠμηστής, οῦ
  28158. ὡμίληκα
  28159. ὦμμαι
  28160. ὤμνυν
  28161. ὠμοβοέη
  28162. ὠμοβόειος, α, ον
  28163. ὠμοβόεος, α, ον
  28164. ὠμοβόϊνος, ος, ον
  28165. ὠμοβόρος, ος, ον
  28166. ὠμόβυρσος, ος, ον
  28167. ὠμογέρων, οντος (ὁ, ἡ)
  28168. ὠμοδακής, ής, ές
  28169. ὠμοθετέω-ῶ
  28170. ὠμόθην
  28171. ὠμόθυμος, ος, ον
  28172. ὤμοι
  28173. ὡμοιωθήμεναι
  28174. ὡμοιώθην, ὡμοίωμαι, ὡμοίωσα
  28175. ὠμοκρατής, ής, ές
  28176. ὠμόλινος, ος, ον
  28177. ὡμολόγηκα
  28178. ὠμοπλάτη, ης (ἡ)
  28179. ὤμορξα, ὠμορξάμην
  28180. ὦμος, ου
  28181. ὠμός, ή, όν
  28182. ὤμοσα
  28183. ὠμόσιτος, ος, ον
  28184. ὠμότης, ητος (ἡ)
  28185. ὠμοφαγία, ας (ἡ)
  28186. ὠμοφάγος, ος,
  28187. ὠμοφρόνως
  28188. ὠμόφρων, ονος
  28189. ᾤμωγμαι, ᾤμωζον
  28190. ὠμωμόκειν
  28191. ᾤμωξα
  28192. ὠμῶς
  28193. ὤν, οὖσα, ὄν
  28194. ὦν
  28195. ὧν
  28196. ὠνάμην
  28197. ὦναξ
  28198. ὤνατο
  28199. ὦνδρες
  28200. ὠνείδικα, ὠνείδισα, ὠνει
  28201. ὥνεκα
  28202. ὥνεμος
  28203. ὠνέομαι
  28204. ὤνευον
  28205. ὠνέω-ῶ
  28206. ὠνή, ῆς (ἡ)
  28207. ὠνήμην
  28208. ὡνήρ
  28209. ὤνησα
  28210. ὠνησάμην
  28211. ὠνητής, οῦ (ὁ)
  28212. ὠνητός, ή, όν
  28213. ὤ᾽ νθρωπε
  28214. ὥνθρωπος, ὥνθρωποι
  28215. ὤνιος, ος
  28216. ὤνομα
  28217. ὠνομάδαται
  28218. ὠνομασμένως
  28219. ὠνόμηνα
  28220. ὦνος, ου (ὁ)
  28221. ᾧνος
  28222. ὠνοσάμην
  28223. ᾠνοχόει
  28224. ᾠνώθην, ᾤνωμαι
  28225. ὡξ
  28226. ὦξα
  28227. ὤξυνα, ὠξύνθην
  28228. ᾠοειδής, ής, ές
  28229. ᾠόμην
  28230. ᾠόν, οῦ (τό)
  28231. ὠόπ
  28232. ᾠοτοκέω-ῶ
  28233. ᾠοτοκία, ας (ἡ)
  28234. ᾠοτόκος, ος, ον
  28235. ᾠοῦ
  28236. ᾤου
  28237. ᾠοφόρος, ος, ον
  28238. ᾠοφυλακέω-ῶ
  28239. ὤπαζον, ὤπασα
  28240. ᾧπερ
  28241. ὠπισάμην
  28242. ὥπλισσα
  28243. ὦπται
  28244. ὠπτήθην, ὤπτημαι, ὤπτησα,
  28245. ὤπυιον
  28246. ὤπυον
  28247. ὤπωπα
  28248. ὦρ
  28249. ὤρα, ας (ἡ)
  28250. ὥρα, ας (ἡ)
  28251. ὡραία, ας (ἡ)
  28252. ὡραΐζω
  28253. ὡραῖος, α, ον
  28254. ὡραιότης, ητος (ἡ)
  28255. ὡραϊσμός, οῦ (ὁ)
  28256. ὡρακιάω-ῶ
  28257. ὠρανός
  28258. ὥρασι
  28259. ὤργανα
  28260. ὤργασα, ὤργασμαι
  28261. ὤργισα, ὠργίσθην, ὤργισμα
  28262. ὤρεα
  28263. ὤρεγμαι, ὤρεξα
  28264. ὥρεον
  28265. ὤρεσσι
  28266. ὠρέχθην
  28267. ὡρέων
  28268. ὤρη
  28269. ὥριζον, ὥρικα
  28270. ὡρικός, ή, όν
  28271. ὡρικῶς
  28272. ὤρινα, ὠρίνθην
  28273. ὥριος, α, ον
  28274. ὥριστος
  28275. ὠρίων, ωνος (ὁ)
  28276. ὡρμάθην
  28277. ὡρμεόμην
  28278. ὥρμηνα
  28279. ὥρμισα
  28280. ὥρμων
  28281. ὤρνυον
  28282. ὤρνυτο
  28283. ὡρογράφος, ου (ὁ)
  28284. ὡρολόγιον, ου (τό)
  28285. ὡρόμαντις, εως (ὁ)
  28286. ὠρόμην
  28287. ὧρος, ου (ὁ)
  28288. ὤρουν, ὤρουσα
  28289. ὠρρώδουν
  28290. ὦρσε
  28291. ὦρτο
  28292. ὠρυγή, ῆς (ἡ)
  28293. ὠρυγμός, οῦ (ὁ)
  28294. ὤρυξα
  28295. ὠρυσάμην
  28296. ὤρυσσον, ὠρύχθην
  28297. ὠρύω
  28298. ὡρχαῖοι
  28299. ὠρχεῦντο
  28300. ὥρχων
  28301. ὠρωρύγμην, ὠρωρύχειν
  28302. ὥς1
  28303. ὥς2
  28304. ὡς1
  28305. ὡς2
  28306. ὦσα
  28307. ὡσάν
  28308. ὡσανεί
  28309. ὤσασκε
  28310. ὡσαύτως
  28311. ὦσδε
  28312. ὡσεί
  28313. ὤσθην
  28314. ὠσί
  28315. ὦσι
  28316. ὡσίουν
  28317. ὦσις, εως (ἡ)
  28318. ὠσιώθην
  28319. ὦσμαι
  28320. ὥσπερ
  28321. ὡσπερεί
  28322. ὡσπεροῦν
  28323. ὥστε 1
  28324. ὥστε 2
  28325. ὠστίζομαι
  28326. ὠστράκιζον, ὠστρακισμένο
  28327. ὤσφραντο
  28328. ὠσφρησάμην, ὠσφρόμην
  28329. ὦσχος, ου (ὁ)
  28330. ὠσχοφόρια, ων (τά)
  28331. ὤσω
  28332. ὦτα
  28333. ὠτακουστέω-ῶ
  28334. ὠτακουστής, οῦ (ὁ)
  28335. ὦ τᾶν
  28336. ὠτάριον, ου (τό)
  28337. ᾧτε
  28338. ὠτειλή, ῆς (ἡ)
  28339. ὥτερος
  28340. ᾧτινι
  28341. ὠτίον, ου (τό)
  28342. ὠτίς, ίδος (ἡ)
  28343. ὠτοκάταξις, ιος (ὁ)
  28344. ὠτός
  28345. ὦτος, ου (ὁ)
  28346. ὤτρυνα, ὠτρύνθην, ὤτρυνον
  28347. ὠτώεις, ώεσσα, ῶεν
  28348. ὠτῶν
  28349. ωὑτός
  28350. ὤφειλα
  28351. ὠφειλήθην, ὠφείληκα, ὠφε
  28352. ὤφειλον
  28353. ὠφέλεια, ας (ἡ)
  28354. ὠφελέω-ῶ
  28355. ὠφέλημα, ατος (τό)
  28356. ὠφελήσιμος, ος, ον
  28357. ὠφέλησις, εως (ἡ)
  28358. ὠφελητέος, α, ον
  28359. ὠφελία, ας (ἡ)
  28360. ὠφελίη, ης (ἡ)
  28361. ὠφέλιμος, ος, ον
  28362. ὠφελίμως
  28363. ὤφελλον
  28364. ὤφελον
  28365. ὦφθαι
  28366. ὤφληκα, ὤφλησα, ὦφλον
  28367. ὡφρόντιστος
  28368. ὠφρυωμένος, η, ον
  28369. ὦχ᾽
  28370. ὤχει, ὠχεῖτο
  28371. ᾤχετο
  28372. ὤχευμαι, ὤχευσα
  28373. ᾤχεμαι
  28374. ὤχησα
  28375. ᾤχθην
  28376. ὤχθησαν
  28377. ὤχμασα
  28378. ᾠχόμην
  28379. ὤχουν
  28380. ὤχρα
  28381. ὠχρά
  28382. ὠχράω-ῶ
  28383. ὠχρίασις, εως (ἡ)
  28384. ωχριάω-ῶ
  28385. ὠχρός, ά, όν
  28386. ὦχρος, ου (ὁ)
  28387. ὠχρότης, ητος (ἡ)
  28388. ᾤχωκα
  28389. ὤψ, ὠπός (ἡ)
  28390. ὦψαι
  28391. ᾠῶν
  28392. Ο, ο (ὂ μικρόν) (τό)
  28393. ὁ , ἡ , τό
  28394. ὅ 1, ἥ, τό
  28395. ὅ2, ἥ, τό
  28396. ὅ3
  28397. ὀά
  28398. ὄαρ, ὄαρος (ἡ)
  28399. ὀαρίζω
  28400. ὀαριστής, οῦ (ὁ)
  28401. ὀαριστύς, ύος (ἡ)
  28402. ὄαρος, ου (ὁ)
  28403. ὄασις, εως (ἡ)
  28404. ὀβελίσκος, ου (ὁ)
  28405. ὀβελός1, οῦ (ὁ)
  28406. ὀβολός, οῦ (ὁ)
  28407. ὀβολοστατέω-ῶ
  28408. ὀβολοστάτης, ου (ὁ)
  28409. ὄβρια, ων (τά)
  28410. ὀβρίκαλα, ων (τά)
  28411. ὀβριμοεργός, ός, όν
  28412. ὀβριμοπάτρα, ας
  28413. ὄβριμος, ος, ον
  28414. ὀγδοαῖος, α, ον
  28415. ὀγδοάς, άδος (ἡ)
  28416. ὀγδόατος, η, ον
  28417. ὀγδοήκοντα
  28418. ὀγδοηκοντατάλαντος, ος, ον
  28419. ὀγδοηκοντούτης, ης, ες
  28420. ὀγδοηκοστός, ή, όν
  28421. ὄγδοος, η, ον
  28422. ὀγδώκοντα
  28423. ὅγε, ἥγε, τόγε
  28424. ὀγκάομαι-ῶμαι
  28425. ὀγκηθμός, οῦ (ὁ)
  28426. ὀγκηρός, ά, όν
  28427. ὀγκηρῶς
  28428. ὄγκησις, εως (ἡ)
  28429. ὄγκιον, ου (τό)
  28430. ὄγκος1, ου (ὁ)
  28431. ὄγκος2, ου (ὁ)
  28432. ὀγκόω-ῶ
  28433. ὀγκώδης1, ης, ες
  28434. ὀγκώδης2, ης, ες
  28435. ὀγμεύω
  28436. ὄγμος, ου (ὁ)
  28437. ὄγχνη, ης (ἡ)
  28438. ὁδαῖος, α, ον
  28439. ὀδάξ
  28440. ὀδαξάω-ῶ
  28441. ὀδαξησμός, οῦ (ὁ)
  28442. ὀδάξω
  28443. ὅδε, ἥδε, τόδε
  28444. ὁδεύω
  28445. ὁδηγέω-ῶ
  28446. ὁδηγός, οῦ (ὁ)
  28447. ὁδί, ἡδί, τοδί
  28448. ὅδιος, ος, ον
  28449. ὅδισμα, ατος (τό)
  28450. ὁδίτας
  28451. ὁδίτης, ου
  28452. ὀδμή, ῆς (ἡ)
  28453. ὁδοιπορέω-ῶ
  28454. ὁδοιπορία, ας (ἡ)
  28455. ὁδοιπορικῶς
  28456. ὁδοιπόριον, ου (τό)
  28457. ὁδοιπόρος, ου (ὁ)
  28458. ὀδοντάγρα, ας (ἡ)
  28459. ὀδοντωτός, ή, όν
  28460. ὁδοποιέω-ῶ
  28461. ὁδοποίησις, εως (ἡ)
  28462. ὁδοποιΐα, ας (ἡ)
  28463. ὁδοποιός, οῦ (ὁ)
  28464. ὀδός
  28465. ὁδός, οῦ (ἡ)
  28466. ὀδούς, ὀδόντος (ὁ)
  28467. ὁδοφύλαξ, ακος (ὁ)
  28468. ὁδόω-ῶ
  28469. ὀδυνάω-ῶ
  28470. ὀδύνη, ης (ἡ)
  28471. ὀδυνηρός, ά, όν
  28472. ὀδυνηρῶς
  28473. ὀδυνήφατος, ος, ον
  28474. ὀδύρεαι
  28475. ὄδυρμα, ατος (τό)
  28476. ὀδυρμός, οῦ (ὁ)
  28477. ὀδύρομαι
  28478. ὀδυρτικός, ή, όν
  28479. ὀδυρτός, ή, όν
  28480. ὀδύσαντο
  28481. Ὀδυσεύς
  28482. Ὀδυσήϊος, ος, ον
  28483. ὀδυσσάμενος
  28484. Ὀδυσσεία, ας (ἡ)
  28485. Ὀδύσσειος, ος, ον
  28486. Ὀδυσσεύς, έως (ὁ)
  28487. ὀδύσσομαι
  28488. ὄδωδα, ὀδώδειν
  28489. ὀδωδή, ῆς (ἡ)
  28490. ὀδώδυσται
  28491. ὀδών, όντος (ὁ)
  28492. ὁδωτός, ή, όν
  28493. ὄεσσι
  28494. ὄζος, ου (ὁ)
  28495. ὀζόστομος, ος, ον
  28496. ὄζω
  28497. ὅθεν
  28498. ὁθενδή
  28499. ὅθι
  28500. ὀθνεῖος, α, ον
  28501. ὄθομαι
  28502. ὀθόνη, ης (ἡ)
  28503. ὀθόνινος, η, ον
  28504. ὀθόνιον, ου (τό)
  28505. ὁθούνεκα
  28506. ὄθριξ, ὄτριχος
  28507. οἴ
  28508. οἱ
  28509. οἵ
  28510. οἷ1
  28511. οἷ2
  28512. οἷ’
  28513. οἷα
  28514. οἰακίζω
  28515. οἰακονόμος, ου (ὁ)
  28516. οἰακοστροφέω-ῶ
  28517. οἰακοστρόφος, ος, ον
  28518. οἴαξ, ακος (ὁ)
  28519. οἶβος, ου (ὁ)
  28520. οἴγνυμι
  28521. οἴγω
  28522. οἶδα (οἶσθα, οἶδε, ἴσμεν,
  28523. οἰδαίνω
  28524. οἰδάνω
  28525. οἶδας
  28526. οἰδάω-ῶ
  28527. οἰδέω-ῶ
  28528. οἴδημα, ατος (τό)
  28529. Οἰδιπόδειος, ος, ον
  28530. Οἰδιπόδης, ου (ὁ)
  28531. Οἰδίπος, ου (ὁ)
  28532. Οἰδίπους, ποδος (ὁ)
  28533. οἶδμα, ατος (τό)
  28534. οἴεσσιν
  28535. οἰέτης, ης, ες
  28536. ὀΐζυος, ος, ον
  28537. ὀϊζυρός, ά, όν
  28538. ὀϊζύς, ύος (ἡ)
  28539. ὀϊζύω
  28540. οἴη, ης
  28541. οἰήϊον, ου (τό)
  28542. οἰηκίζω
  28543. οἴημα, ατος (τό)
  28544. οἴηξ, ηκος (ὁ)
  28545. οἴησις, εως (ἡ)
  28546. οἶκα
  28547. οἴκαδε
  28548. οἰκέαται
  28549. οἰκειακός, ή, όν
  28550. οἰκειεῦνται
  28551. οἰκειοπραγία, ας (ἡ)
  28552. οἰκεῖος, α, ον
  28553. οἰκειότης, ητος (ἡ)
  28554. οἰκειόω-ῶ
  28555. οἰκείω
  28556. οἰκείως
  28557. οἰκείωσις, εως (ἡ)
  28558. οἰκειωτικός, ή, όν
  28559. οἴκεον
  28560. οἰκετεία, ας (ἡ)
  28561. οἰκετεύω
  28562. οἰκέτης, ου (ὁ)
  28563. οἰκετικός, ή, όν
  28564. οἰκέτις, ιδος (ἡ)
  28565. οἰκεύς, έως (ὁ)
  28566. οἰκέω-ῶ
  28567. οἰκηϊεύμενος
  28568. οἰκήϊος, η, ον
  28569. οἴκημα, ατος (τό)
  28570. οἴκημαι
  28571. οἰκημάτιον, ου (τό)
  28572. οἰκήσιμος, ος, ον
  28573. οἴκησις, εως (ἡ)
  28574. οἰκητήρ, ῆρος (ὁ)
  28575. οἰκητήριον, ου (τό)
  28576. οἰκητής, οῦ (ὁ)
  28577. οἰκητός, ή, όν
  28578. οἰκήτωρ, ορος (ὁ)
  28579. οἰκία, ας (ἡ)
  28580. οἰκιακός, ή, όν
  28581. οἰκίδιον, ου (τό)
  28582. οἰκίζω
  28583. οἰκίη, ης (ἡ)
  28584. οἰκίον, ου (τό)
  28585. οἴκισα
  28586. οἴκισις, εως (ἡ)
  28587. οἰκίσκος, ου (ὁ)
  28588. οἴκισμαι
  28589. οἰκισμός, οῦ (ὁ)
  28590. οἰκιστήρ, ῆρος (ὁ)
  28591. οἰκιστής, οῦ (ὁ)
  28592. οἰκογενής, ής, ές
  28593. οἰκοδέσποινα, ης (ἡ)
  28594. οἰκοδεσποτέω-ῶ
  28595. οἰκοδεσπότης, ου (ὁ)
  28596. οἰκοδομέαται
  28597. οἰκοδομέω-ῶ
  28598. οἰκοδομή, ῆς (ἡ)
  28599. οἰκοδόμημα, ατος (τό)
  28600. οἰκοδόμησις, εως (ἡ)
  28601. οἰκοδομητέον
  28602. οἰκοδομητική, ῆς (ἡ)
  28603. οἰκοδομία, ας (ἡ)
  28604. οἰκοδομικός, ή, όν
  28605. οἰκοδόμος, ου (ὁ)
  28606. οἴκοθεν
  28607. οἴκοθι
  28608. οἴκοι
  28609. οἶκόνδε
  28610. οἰκονομέω-ῶ
  28611. οἰκονομία, ας (ἡ)
  28612. οἰκονομικός, ή, όν
  28613. οἰκονομικῶς
  28614. οἰκονόμος, ος, ον
  28615. οἰκόπεδον, ου (τό)
  28616. οἰκοποιός, ός, όν
  28617. οἶκος, ου (ὁ)
  28618. οἰκόσιτος, ος, ον
  28619. οἰκότριψ, ιβος
  28620. οἰκότως
  28621. οἰκουμένη, ης (ἡ)
  28622. οἰκουργός, ός, όν
  28623. οἰκουρέω-ῶ
  28624. οἰκούρημα, ατος (τό)
  28625. οἰκουρία, ας (ἡ)
  28626. οἰκουρικός, ή, όν
  28627. οἰκούριος, α, ον
  28628. οἰκουρός, ός, όν
  28629. οἰκοφθορέω-ῶ
  28630. οἰκοφθορία, ας (ἡ)
  28631. οἰκοφθόρος, ος, ον
  28632. οἰκοφυλακέω-ῶ
  28633. οἰκοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  28634. οἰκτείρω
  28635. οἰκτίζω
  28636. οἰκτιρμός, οῦ (ὁ)
  28637. οἰκτίρμων, ων, ον
  28638. οἰκτίρω
  28639. οἴκτισμα, ατος (τό)
  28640. οἰκτισμός, οῦ (ὁ)
  28641. οἴκτιστος, η, ον
  28642. οἶκτος, ου (ὁ)
  28643. οἰκτρός, ά, όν
  28644. οἰκτρῶς
  28645. οἰκώς
  28646. οἰκωφελής, ής, ές
  28647. οἰκωφελία, ας (ἡ)
  28648. Ὀϊλεύς, έως (ὁ)
  28649. Ὀϊλιάδης, ου (ὁ)
  28650. οἶμα, ατος (τό)
  28651. οἶμαι
  28652. οἰμάω-ῶ
  28653. οἴμη, ης (ἡ)
  28654. οἴμοι
  28655. οἶμος, ου (ὁ, ἡ)
  28656. οἰμωγή, ῆς (ἡ)
  28657. οἴμωγμα, ατος (τό)
  28658. οἰμώζω
  28659. οἶν
  28660. οἰναδοθήρας, ου (ὁ)
  28661. οἰνάνθη, ης (ἡ)
  28662. οἰνάριον, ου (τό)
  28663. οἴναρον, ου (τό)
  28664. οἰνάς, άδος
  28665. Οἰνείδης, ου (ὁ)
  28666. οἰνεραστής, οῦ
  28667. Οἰνεύς, έως (ὁ)
  28668. οἴνη, ης (ἡ)
  28669. οἰνηρός, ά, όν
  28670. οἰνίζω
  28671. οἰνοβαρείων
  28672. οἰνοβαρέω-ῶ
  28673. οἰνοβαρής, ής, ές
  28674. οἰνόεις, όεσσα, όεν
  28675. οἰνόληπτος, ος, ον
  28676. Οἰνόμαος, ου (ὁ)
  28677. οἰνόπεδον, ου (τό)
  28678. οἰνόπεδος, ος, ον
  28679. Οἰνοπίδης, ου (ὁ)
  28680. οἰνοπληθής, ής, ές
  28681. οἰνοποιέω-ῶ
  28682. οἰνοποσία, ας (ἡ)
  28683. οἰνοποτήρ, ῆρος (ὁ)
  28684. οἰνοπότης, ου (ὁ)
  28685. οἶνος, ου (ὁ)
  28686. οἰνοῦττα, ης (ἡ)
  28687. οἰνοφαγία, ας (ἡ)
  28688. οἰνοφλυγία, ας (ἡ)
  28689. οἰνόφλυξ, υγος
  28690. οἰνοχοεύω
  28691. οἰνοχοέω-ῶ
  28692. οἰνοχόη, ης (ἡ)
  28693. οἰνοχόημα, ατος (τό)
  28694. οἰνοχόος, όου (ὁ)
  28695. οἰνόχυτος, ος, ον
  28696. οἶνοψ, οπος
  28697. οἰνόω-ῶ
  28698. οἰνώδης, ης, ες
  28699. οἰνών, ῶνος (ὁ)
  28700. οἰνωπός, ός, όν
  28701. οἴνωσις, εως (ἡ)
  28702. Οἰνωτρία, ας (ἡ)
  28703. οἰνώψ, ῶπος
  28704. οἴξω
  28705. οἷο
  28706. οἰοβουκόλος, ος, ον
  28707. οἰοβώτας, ου (ὁ)
  28708. οἰόζωνος, ος, ον
  28709. οἰόθεν
  28710. ὀΐομαι
  28711. οἷον
  28712. οἶον
  28713. οἱονεί
  28714. οἷόντε
  28715. οἰοπόλος1, ος, ον
  28716. οἰοπόλος2, ος, ον
  28717. οἶος, η, ον
  28718. οἷος, α, ον
  28719. οἷον, οἷα
  28720. οἰός,
  28721. οἱόσπερ, οἱάπερ, οἱόνπερ
  28722. οἱόστε, οἱάτε, οἱόντε
  28723. οἰόφρων, ων, ον
  28724. οἰοχίτων, ωνος
  28725. οἰόω-ῶ
  28726. ὄϊς, ὄϊος (ὁ, ἡ)
  28727. οἶς, οἰός (ὁ, ἡ)
  28728. οἷς
  28729. ὀΐσατο
  28730. οἶσε
  28731. οἶσθα
  28732. οἰσθείς, εῖσα, έν
  28733. οἴσομαι
  28734. οἶσον
  28735. οἴσπη, ης (ἡ)
  28736. οἰστέος, α, ον
  28737. ὀΐστευμα, ατος (τό)
  28738. ὀϊστεύω
  28739. ὀϊστοδέγμων, ων, ον
  28740. οἰστός, ή, όν
  28741. ὀϊστός, οῦ (ὁ)
  28742. οἰστράω-ῶ
  28743. οἰστρέω-ῶ
  28744. οἰστρηλατέω-ῶ
  28745. οἰστρήλατος, ος, ον
  28746. οἴστρημα, ατος (τό)
  28747. οἰστροδίνητος, ος, ον
  28748. οἰστροδόνητος, ος, ον
  28749. οἰστρόδονος, ος, ον
  28750. οἰστροπλήξ, ῆγος
  28751. οἶστρος, ου (ὁ)
  28752. οἰστρώδης, ης, ες
  28753. οἰσύα, ας (ἡ)
  28754. οἰσύϊνος, η, ον
  28755. οἴσω
  28756. Οἰταῖος, α, ον
  28757. Οἴτη, ης (ἡ)
  28758. οἶτος, ου (ὁ)
  28759. οἴφω
  28760. Οἰχαλία, ας (ἡ)
  28761. Οἰχαλιεύς, έως
  28762. Οἰχαλίηθεν
  28763. οἴχεαι
  28764. οἴχνεσκον
  28765. οἰχνέω-ῶ
  28766. οἴχομαι
  28767. οἰχόμην
  28768. οἰχώκεε
  28769. ὄκρις, ιος (ἡ)
  28770. οἴω
  28771. οἰωνίζομαι
  28772. οἰωνισμός, οῦ (ὁ)
  28773. οἰωνιστήριον, ου (τό)
  28774. οἰωνιστής, οῦ (ὁ)
  28775. οἰωνιστικός, ή, όν
  28776. οἰωνοθέτης, ου (ὁ)
  28777. οἰωνόθροος, ος, ον
  28778. οἰωνοκτόνος, ος, ον
  28779. οἰωνοπόλος, ου (ὁ)
  28780. οἰωνός, οῦ (ὁ)
  28781. οἵως
  28782. ὀκέλλω
  28783. ὅκη
  28784. ὀκλαδίας, ου
  28785. ὀκλαδιστί
  28786. ὀκλαδόν
  28787. ὀκλάζω
  28788. ὀκλάξ
  28789. ὄκλασις, εως (ἡ)
  28790. ὀκνείω
  28791. ὀκνέω-ῶ
  28792. ὀκνηρός, ά, όν
  28793. ὀκνηρῶς
  28794. ὀκνητέον
  28795. ὄκνος, ου (ὁ)
  28796. ὁκοδαπός
  28797. ὁκόθεν
  28798. ὁκοῖος, ὁκόσος, ὁκότε, ὁ
  28799. ὁκοσῃσιῶν
  28800. ὀκριάομαι-ῶμαι
  28801. ὀκρίβας, αντος (ὁ)
  28802. ὀκριόεις, όεσσα, όεν
  28803. ὀκριόωντο
  28804. ὀκρίς, ίδος
  28805. ὀκρυόεις, όεσσα, όεν
  28806. ὀκτάεδρος, ος, ον
  28807. ὀκταετηρίς, ίδος (ἡ)
  28808. ὀκταέτης, ης, ες
  28809. ὀκταήμερος, ος, ον
  28810. ὀκτάκις
  28811. ὀκτακισχίλιοι, αι, α
  28812. ὀκτάκνημος, ος, ον
  28813. ὀκτακόσιοι, αι, α
  28814. ὀκταμηνιαῖος, α, ον
  28815. ὀκτάμηνος, ος, ον
  28816. ὀκταπλάσιος, α, ον
  28817. ὀκτάπους, ους, ουν
  28818. ὀκτάρρυμος, ος, ον
  28819. ὀκτάχορδος, ον, ον
  28820. ὀκτήρης, ης, ες
  28821. ὀκτώ
  28822. ὀκτώβριος, α, ον
  28823. ὀκτωκαίδεκα
  28824. ὀκτωκαιδεκαέτης, ης, ες
  28825. ὀκτωκαιδεκαπλασίων, ων, ον
  28826. ὀκτωκαιδέκατος, ος, ον
  28827. ὀκτωκαιδεκέτης, ης, ες
  28828. ὀκτωκαιδεκέτις, ιδος
  28829. ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ων,
  28830. ὅκως
  28831. ὀλβίζω
  28832. ὀλβιοδαίμων, ων, ον
  28833. ὀλβιόδωρος, ος, ον
  28834. ὄλβιος, α, ον
  28835. ὀλβιόφρων, ων
  28836. ὀλβίως
  28837. ὄλβος, ου (ὁ)
  28838. ὀλβοφόρος, ος, ον
  28839. ὀλέεσκον
  28840. ὀλέθριος, ος, ον
  28841. ὄλεθρος, ου (ὁ)
  28842. ὀλεῖ
  28843. ὀλέκω
  28844. ὀλέομαι-οῦμαι
  28845. ὄλεσα
  28846. ὀλέσαι
  28847. ὀλέσθαι
  28848. ὄλεσσα
  28849. ὀλετήρ, ῆρος
  28850. ὀλέω-ῶ
  28851. ὀλή, ῆς (ἡ)
  28852. ὄληαι, ὄληται
  28853. ὀλιγάκις
  28854. ὀλιγανδρέω-ῶ
  28855. ὀλιγανδρία, ας (ἡ)
  28856. ὀλιγανθρωπία, ας (ἡ)
  28857. ὀλιγάνθρωπος, ος, ον
  28858. ὀλιγαριστία, ας (ἡ)
  28859. ὀλιγαρκής, ής, ές
  28860. ὀλιγαρχέω-ῶ
  28861. ὀλιγάρχης, ου (ὁ)
  28862. ὀλιγαρχία, ας (ἡ)
  28863. ὀλιγαρχικός, ή, όν
  28864. ὀλιγαρχικῶς
  28865. ὀλιγαχόθεν
  28866. ὀλιγαχοῦ
  28867. ὀλιγηπελέω
  28868. ὀλιγηπελής, ής, ές
  28869. ὀλιγηπελίη, ης (ἡ)
  28870. ὀλίγιστος
  28871. ὀλιγόγονος, ος, ον
  28872. ὀλιγοδρανέω
  28873. ὀλιγοδρανία, ας (ἡ)
  28874. ὀλιγοετία, ας (ἡ)
  28875. ὀλιγοπιστία, ας (ἡ)
  28876. ὀλιγόπιστος, ος, ον
  28877. ὀλιγοποσία, ας (ἡ)
  28878. ὀλιγοποτέω-ῶ
  28879. ὀλιγοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
  28880. ὀλιγοπράγμων, ων, ον
  28881. ὀλίγος, η, ον
  28882. ὀλιγόσαρκος, ος, ον
  28883. ὀλιγοστός, ή, όν
  28884. ὀλιγότης, ητος (ἡ)
  28885. ὀλιγοτροφέω-ῶ
  28886. ὀλιγοφιλία, ας (ἡ)
  28887. ὀλιγόφρων, ων, ον
  28888. ὀλιγοχορδία, ας (ἡ)
  28889. ὀλιγοχρόνιος, ος, ον
  28890. ὀλιγοψυχέω-ῶ
  28891. ὀλιγόψυχος, ος, ον
  28892. ὀλιγωρέω-ῶ
  28893. ὀλιγωρητέον
  28894. ὀλιγωρία, ας (ἡ)
  28895. ὀλίγωρος, ος, ον
  28896. ὀλιγώρως
  28897. ὀλίγως
  28898. ὀλισθάνω
  28899. ὀλίσθημα, ατος (τό)
  28900. ὀλισθηρός, ά, όν
  28901. ὀλισθηρῶς
  28902. ὀλίσθησις, εως (ἡ)
  28903. ὀλισθογνωμονέω-ῶ
  28904. ὄλισθον
  28905. ὄλισθος, ου (ὁ)
  28906. ὁλκάς, άδος (ἡ)
  28907. ὁλκεῖον, ου (τό)
  28908. ὁλκή, ῆς (ἡ)
  28909. ὅλκιμος, ος, ον
  28910. ὅλκιον, ου (τό)
  28911. ὁλκός1, οῦ (ὁ)
  28912. ὁλκός2, ή, όν
  28913. ὄλλυμι
  28914. ὅλμος, ου (ὁ)
  28915. ὁλογραφέω-ῶ
  28916. ὀλόεις, όεσσα, όεν
  28917. ὀλοθρευτής, οῦ (ὁ)
  28918. ὀλοθρεύω
  28919. ὀλοίατο
  28920. ὀλοιός, ή, όν
  28921. ὁλοίτροχος, ος, ον
  28922. ὁλοκαυτέω-ῶ
  28923. ὁλοκαυτόω-ῶ
  28924. ὁλοκαύτωμα, ατος (τό)
  28925. ὁλοκληρία, ας (ἡ)
  28926. ὁλόκληρος, ος, ον
  28927. ὀλολυγή, ῆς (ἡ)
  28928. ὀλολυγμός, οῦ (ὁ)
  28929. ὀλολυγών, ῶνος (ἡ)
  28930. ὀλολύζω
  28931. ὀλόμην
  28932. ὁλοοίτροχος, ος, ον
  28933. ὀλοός, ή, όν
  28934. ὀλοόφρων, ων, ον
  28935. ὁλοπόρφυρος, ος, ον
  28936. Ὄλορος, ου (ὁ)
  28937. ὅλος, ὅλη, ὅλον
  28938. ὁλοσίδηρος, ος, ον
  28939. ὁλοσχερής, ής, ές
  28940. ὁλοσχερῶς
  28941. ὁλόσχοινος, ου (ὁ)
  28942. ὁλοτελής, ής, ές
  28943. ὀλοῦμαι
  28944. ὀλοφυδνός, ή, όν
  28945. ὀλοφυρμός, οῦ (ὁ)
  28946. ὀλοφύρομαι
  28947. ὀλόφυρσις, εως (ἡ)
  28948. ὀλοφώϊος, ος, ον
  28949. ὁλόχρυσος, ος, ον
  28950. ὄλπη, ης (ἡ)
  28951. Ὀλυμπία, ας (ἡ)
  28952. Ὀλύμπια, ων (τά)
  28953. Ὀλυμπίαζε
  28954. Ὀλυμπιακός, ή, όν
  28955. Ὀλυμπιάς, άδος
  28956. Ὀλυμπίασι(ν)
  28957. Ὀλυμπιεῖον, ου (τό)
  28958. Ὀλυμπικός, ή, όν
  28959. Ὀλυμπικῶς
  28960. Ὀλυμπιονίκης, ου (ὁ)
  28961. Ὀλύμπιος, α, ον
  28962. Ὀλυμπόνδε
  28963. Ὄλυμπος, ου (ὁ)
  28964. Ὀλυνθιακός, ή, όν
  28965. Ὀλύνθιος, α, ον
  28966. ὄλυνθος, ου (ὁ)
  28967. Ὄλυνθος, ου (ἡ)
  28968. ὄλυρα, ας (ἡ)
  28969. ὀλῶ
  28970. ὄλωλα, ὀλωλεκα
  28971. ὅλως
  28972. ὁμαδέω-ῶ
  28973. ὅμαδος, ου (ὁ)
  28974. ὅμαιμος, ος, ον
  28975. ὁμαίμων, ων, ον
  28976. ὁμαιχμία, ας (ἡ)
  28977. ὅμαιχμος, ος, ον
  28978. ὁμαλής, ής, ές
  28979. ὁμαλιεῖται
  28980. ὁμαλίζω
  28981. ὁμᾶλιξ
  28982. ὁμαλισμός, οῦ (ὁ)
  28983. ὁμαλός, ή, όν
  28984. ὁμαλότης, ητος (ἡ)
  28985. ὁμαλῶς
  28986. ὁμαρτέω-ῶ
  28987. ὁμαρτῆ
  28988. ὁμαρτήδην
  28989. ὁμαρτήτην
  28990. ὁμαυλία, ας (ἡ)
  28991. ὅμαυλος1, ος, ον
  28992. ὅμαυλος2, ος, ον
  28993. ὄμβριος, ος, ον
  28994. ὀμβροκτύπος, ος, ος
  28995. ὄμβρος, ου (ὁ)
  28996. ὀμβροφόρος, ος, ον
  28997. ὁμείρομαι
  28998. ὀμεῖται
  28999. ὁμευνέτης, ου
  29000. ὁμευνέτις, ιδος
  29001. ὅμευνος, ος, ον
  29002. ὁμηγερής, ής, ές
  29003. ὁμηγυρίζομαι
  29004. ὁμήγυρις, ιος (ἡ)
  29005. ὁμηλικία, ας (ἡ)
  29006. ὁμῆλιξ, ικος
  29007. ὁμηρεία, ας (ἡ)
  29008. Ὁμήρειος, ος, ον
  29009. Ὁμηρείως
  29010. ὁμήρευμα, ατος (τό)
  29011. ὁμηρεύω1
  29012. ὁμηρεύω2
  29013. ὁμηρέω-ῶ
  29014. ὁμήρης, ης, ες
  29015. Ὁμηρίδης, ου (ὁ)
  29016. Ὁμηρικός, ή, όν
  29017. Ὁμηρικῶς
  29018. ὅμηρον, ου (τό)
  29019. ὅμηρος1, ου (ὁ)
  29020. ὅμηρος2, ου
  29021. Ὅμηρος, ου (ὁ)
  29022. ὂ μικρόν (τό)
  29023. ὁμιλαδόν
  29024. ὁμιλέω-ῶ
  29025. ὁμιλητέον
  29026. ὁμιλητής, οῦ (ὁ)
  29027. ὁμιλητικός, ή, όν
  29028. ὁμιλητός, ή, όν
  29029. ὁμιλία, ας (ἡ)
  29030. ὅμιλος, ου (ὁ)
  29031. ὁμίχλη, ης (ἡ)
  29032. ὄμμα, ατος (τό)
  29033. ὀμματοστερής, ής, ές
  29034. ὀμματόω-ῶ
  29035. ὄμνυ
  29036. ὄμνυμι
  29037. ὀμνύω
  29038. ὁμοβουλέω-ῶ
  29039. ὁμοβώμιος, ος, ον
  29040. ὁμογάστριος, ος, ον
  29041. ὁμογενής, ής, ές
  29042. ὁμόγλωσσος, ος, ον
  29043. ὁμόγνιος, ος, ον
  29044. ὁμογνωμονέω-ῶ
  29045. ὁμογνωμόνως
  29046. ὁμογνώμων, ων, ον
  29047. ὁμόγονος, ος, ον
  29048. ὁμόγραμμος, ος, ον
  29049. ὁμοδέμνιος, ος, ον
  29050. ὁμοδημέω-ῶ
  29051. ὁμοδίαιτος, ος, ον
  29052. ὁμοδοξέω-ῶ
  29053. ὁμοδοξία, ας (ἡ)
  29054. ὁμόδοξος, ος, ον
  29055. ὁμόδουλος, ος, ον
  29056. ὁμοδρομέω-ῶ
  29057. ὁμοδρομία, ας (ἡ)
  29058. ὁμόδρομος,ος, ον
  29059. ὁμοεθνής, ής, ές
  29060. ὁμοέστιος, ος, ον
  29061. ὁμόζυγος, ος, ον
  29062. ὁμόθεν
  29063. ὁμοθυμαδόν
  29064. ὁμοθυμέω-ῶ
  29065. ὁμοιάζω
  29066. ὁμοίϊος, ος, ον
  29067. ὁμοιογενής, ής, ές
  29068. ὁμοιοειδής, ής, ές
  29069. ὁμοιομέρεια, ας (ἡ)
  29070. ὁμοιοπαθέω-ῶ
  29071. ὁμοιοπαθής, ής, ές
  29072. ὁμοιοπρεπής, ής, ές
  29073. ὁμοιόπτωτος, ος, ον
  29074. ὅμοιος , α, ον
  29075. ὁμοιοτέλευτος , ος , ον
  29076. ὁμοιότης, ητος (ἡ)
  29077. ὁμοιότροπος, ος, ον
  29078. ὁμοιοτρόπως
  29079. ὁμοιόω-ῶ
  29080. ὁμοιωθήμεναι
  29081. ὁμοίωμα, ατος (τό)
  29082. ὁμοίως
  29083. ὁμοίωσις, εως (ἡ)
  29084. ὁμοκλάω-ῶ
  29085. ὁμοκλέω
  29086. ὁμοκλή, ῆς (ἡ)
  29087. ὁμόκλησα
  29088. ὁμοκλητήρ, ῆρος (ὁ)
  29089. ὁμόκλινος, ος, ον
  29090. ὁμολογέω-ῶ
  29091. ὁμολόγημα, ατος (τό)
  29092. ὁμολογητέον
  29093. ὁμολογία, ας (ἡ)
  29094. ὁμόλογος, ος, ον
  29095. ὁμολογουμένως
  29096. ὁμολόγως
  29097. Ὁμολωΐδες πύλαι (αἱ)
  29098. ὁμομήτριος, α, ον
  29099. ὁμόνεκρος, ος, ον
  29100. ὁμονοέω-ῶ
  29101. ὁμονοητικός, ή, όν
  29102. ὁμονοητικῶς
  29103. ὁμόνοια, ας (ἡ)
  29104. ὁμόνομος, ος, ον
  29105. ὁμόνοος-ους, οος-ους, οον-ο
  29106. ὁμονόως
  29107. ὁμοπαθέω-ῶ
  29108. ὁμοπαθής, ής, ές
  29109. ὁμοπάτριος, ος, ον
  29110. ὁμόπολις, εως
  29111. ὁμόπτερος, ος, ον
  29112. ὁμόπτολις, εως
  29113. ὀμόργνυμι
  29114. ὁμορέω-ῶ
  29115. ὅμορος, ος, ον
  29116. ὁμοροφέω-ῶ
  29117. ὁμορόφιος, ος, ον
  29118. ὁμορροθέω-ῶ
  29119. ὁμός, ή, όν
  29120. ὀμόσαι
  29121. ὁμόσε
  29122. ὀμοσθήσομαι
  29123. ὁμοσιτέω-ῶ
  29124. ὁμόσιτος, ος, ον
  29125. ὁμόσκευος, ος, ον
  29126. ὁμοσκηνία, ας (ἡ)
  29127. ὁμοσκηνόω-ῶ
  29128. ὁμόσπλαγχνος, ος, ον
  29129. ὁμόσπονδος, ος, ον
  29130. ὁμόσπορος, ος, ον
  29131. ὄμοσσα, ὀμόσσαι, ὀμόσσας
  29132. ὁμοστιχάω-ῶ
  29133. ὁμόστολος, ος, ον
  29134. ὀμόσω
  29135. ὁμόταφος, ος, ον
  29136. ὁμότεχνος, ος, ον
  29137. ὁμοτιμία, ας (ἡ)
  29138. ὁμότιμος, ος, ον
  29139. ὁμότοιχος, ος, ον
  29140. ὁμοτράπεζος, ος, ον
  29141. ὁμότροπος, ος, ον
  29142. ὁμότροφος, ος, ον
  29143. ὁμοῦ
  29144. ὀμοῦμαι
  29145. ὀμοῦντες
  29146. ὁμουρέω-ῶ
  29147. ὅμουρος, ος, ον
  29148. ὁμοφρονέω-ῶ
  29149. ὁμοφροσύνη, ης (ἡ)
  29150. ὁμόφρων, ων, ον
  29151. ὁμοφυής, ής, ές
  29152. ὁμοφυλία, ας (ἡ)
  29153. ὁμόφυλος, ος, ον
  29154. ὁμοφωνέω-ῶ
  29155. ὁμοφωνία, ας (ἡ)
  29156. ὁμόφωνος, ος, ον
  29157. ὁμοφώνως
  29158. ὁμοχοῖνιξ, ικος
  29159. ὁμόχορος, ος, ον
  29160. ὁμοχρονέω-ῶ
  29161. ὁμόψηφος, ος, ον
  29162. ὁμόω-ῶ
  29163. ὀμόω-ῶ
  29164. ὀμφακίας, ου
  29165. ὀμφακίτης, ου
  29166. ὀμφαλόεις, όεσσα, όεν
  29167. ὀμφαλός, οῦ (ὁ)
  29168. ὄμφαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  29169. ὀμφή, ῆς (ἡ)
  29170. ὄμωμι
  29171. ὀμώμοκα, ὀμώμομαι, ὀμώμο
  29172. ὁμωνυμία, ας (ἡ)
  29173. ὁμώνυμος, ος, ον
  29174. ὁμωρόφιος, ος, ον
  29175. ὁμώροφος, ος, ον
  29176. ὁμῶς
  29177. ὅμως
  29178. ὁμωχέτας, α
  29179. ὄν, ὄντος
  29180. ὅν1
  29181. ὅν2
  29182. ὄναγρος, ου (ὁ)
  29183. ὀναίμην, ὄναιο
  29184. ὄναρ (τό)
  29185. ὀνάριον, ου (τό)
  29186. ὄνασθαι
  29187. ὄνασις
  29188. ὅνδε
  29189. ὀνεία
  29190. ὄνειαρ, ὀνείατος (τό)
  29191. ὀνείδειος, ος, ον
  29192. ὀνειδίζω
  29193. ὀνειδιοῦμαι
  29194. ὀνείδισμα, ατος (τό)
  29195. ὀνειδισμός, οῦ (ὁ)
  29196. ὀνειδιστήρ, ῆρος
  29197. ὀνειδιστής, οῦ
  29198. ὀνειδιστικός, ή, όν
  29199. ὀνειδιῶ
  29200. ὄνειδος, εος-ους (τό)
  29201. ὄνειος, α, ον
  29202. ὄνειραρ, ὀνείρατος (τό)
  29203. ὀνείρειος, α, ον
  29204. ὀνειροκρίτης, ου (ὁ)
  29205. ὁνειροκριτικός, ός, όν
  29206. ὀνειρόμαντις, εως (ὁ)
  29207. ὄνειρον, ου (τό)
  29208. ὀνειροπολέω-ῶ
  29209. ὀνειροπολικός, ή, όν
  29210. ὀνειροπόλος, ος, ον
  29211. ὄνειρος, ου (ὁ)
  29212. ὀνειρόφαντος, ος, ον
  29213. ὀνειρόφρων, ων, ον
  29214. ὀνειρώσσω
  29215. ὀνεύω
  29216. ὀνέω-ῶ
  29217. ὀνήϊος, ος, ον
  29218. ὀνηλάτης, ου (ὁ)
  29219. ὀνήμενος
  29220. ὄνησα
  29221. ὀνησίδωρος, ος, ον
  29222. ὀνήσιμος, ος, ον
  29223. ὄνησις, εως (ἡ)
  29224. ὀνησιφόρος, ος, ον
  29225. ὀνησιφόρως
  29226. ὄνησο, ὀνήσομαι, ὀνήσω
  29227. Ὀνητορίδης, ου (ὁ)
  29228. Ὀνήτωρ, ορος (ὁ)
  29229. ὄνθος, ου (ὁ)
  29230. ὀνικός, ή, όν
  29231. ὀνίνημι
  29232. ὀνοβάτις, ιδος
  29233. ὀνοκενταύρα, ας (ἡ)
  29234. ὀνόκλεια, ας (ἡ)
  29235. ὄνομα, ατος (τό)
  29236. ὀνομάζω
  29237. ὄνομαι
  29238. ὀνομαίνω
  29239. ὀνομακλήδην
  29240. ὀνομακλήτωρ, ορος (ὁ)
  29241. ὀνομάκλυτος, ος, ον
  29242. ὀνομασία, ας (ἡ)
  29243. ὀνομαστέον
  29244. ὀνομαστί
  29245. ὀνομαστικός, ή, όν
  29246. ὀνομαστός, ή, όν
  29247. ὀνοματολόγος, ου (ὁ)
  29248. ὄνος, ου (ὁ, ἡ)
  29249. ὄνοσαι
  29250. ὀνοσκελής, ής, ές
  29251. ὀνόσαιτο
  29252. ὀνόσομαι
  29253. ὀνοσσάμενος
  29254. ὀνοστός, ή, όν
  29255. ὀνοτάζω
  29256. ὀνοφορβός, οῦ (ὁ)
  29257. ὄντα, ων (τά)
  29258. ὄντως
  29259. ὀνυμαίνω
  29260. ὀνυμέω
  29261. ὄνυξ, υχος (ὁ)
  29262. ὀνύχεσσι
  29263. ὀνύχινος, η, ον
  29264. ὀνώδης, ης, ες
  29265. ὄνωνις, ιδος (ἡ)
  29266. ὀξάλμη, ης (ἡ)
  29267. ὀξέη
  29268. ὀξέως
  29269. ὀξίνης, ου
  29270. ὀξίς, ίδος (ἡ)
  29271. ὄξος, εος-ους (τό)
  29272. ὀξύ
  29273. ὀξύα, ας (ἡ)
  29274. ὀξυβελής, ής, ές
  29275. ὀξυβόης, ου
  29276. ὀξύγαλα, ακτος (τό)
  29277. ὀξύγοος, οος, οον
  29278. ὀξυδερκής, ής, ές
  29279. ὀξυδερκία, ας (ἡ)
  29280. ὀξυδορκέω-ῶ
  29281. ὀξυδορκικός, ή, όν
  29282. ὀξύθηκτος, ος, ον
  29283. ὀξυθυμέω-ῶ
  29284. ὀξύθυμος, ος, ον
  29285. ὀξυκάρδιος, ος, ον
  29286. ὀξυκίνητος, ος, ον
  29287. ὀξυκώκυτος, ος, ον
  29288. ὀξυλαβέω-ῶ
  29289. ὀξυμήνιτος, ος, ον
  29290. ὀξύμολπος, ος, ον
  29291. ὀξύνω
  29292. ὀξυόεις, όεσσα, όεν
  29293. ὀξυόστρακος, ος, ον
  29294. ὀξύπεινος, ος, ον
  29295. ὀξυπετής, ής, ές
  29296. ὀξυπευκής, ής, ές
  29297. ὀξύπρῳρος, ος, ον
  29298. ὀξύρροπος, ος, ον
  29299. ὀξύς, εῖα, ύ
  29300. ὀξύστομος, ος, ον
  29301. ὀξύτατος, η, ον
  29302. ὀξύτερος, α, ον
  29303. ὀξυτέρως
  29304. ὀξύτης, ητος (ἡ)
  29305. ὀξύτονος, ος, ον
  29306. ὀξύφρων, ων, ον
  29307. ὀξύφωνος, ος, ον
  29308. ὀξύχειρ, χειρος
  29309. ὀξύχολος, ος, ον
  29310. ὀξυχόλως
  29311. ὀξυωπής, ής, ές
  29312. ὅου
  29313. ὄπα1
  29314. ὅπα2
  29315. ὀπαδέω-ῶ
  29316. ὀπάζω
  29317. ὀπαῖος, α, ον
  29318. ὄπασσα
  29319. ὄπατρος, ος, ον
  29320. ὀπάων, ονος (ὁ, ἡ)
  29321. ὄπεας, ατος (τό)
  29322. ὅπερ
  29323. ὀπέων
  29324. ὀπή, ῆς (ἡ)
  29325. ὅπη
  29326. ὀπηδέω
  29327. ὀπηδός, οῦ (ὁ, ἡ)
  29328. ὁπηλίκος, η, ον
  29329. ὁπηνίκα
  29330. ὁπηοῦν, ὅπηπερ
  29331. ὀπίζεο
  29332. ὀπίζω1
  29333. ὀπίζω2
  29334. ὄπιθε
  29335. ὀπιπεύω
  29336. ὄπις1, ὄπιδος
  29337. ὄπις2
  29338. ὄπισθεν
  29339. ὀπίσθιος, ος, ον
  29340. ὀπισθόγραφος, ος, ον
  29341. ὀπισθόδετος, ος, ον
  29342. ὀπισθόδομος, ου (ὁ)
  29343. ὀπισθονόμος, ος, ον
  29344. ὀπισθόπους, ους, ουν
  29345. ὀπισθοφυλακέω-ῶ
  29346. ὀπισθοφυλακία, ας (ἡ)
  29347. ὀπισθοφύλαξ, ακος (ὁ)
  29348. ὀπίσσω
  29349. ὀπίστατος, η, ον
  29350. ὀπίσω
  29351. ὁπλάριον, ου (τό)
  29352. ὁπλέω-ῶ
  29353. ὁπλή, ῆς (ἡ)
  29354. ὁπλίζω
  29355. ὅπλισθεν
  29356. ὅπλισις, εως (ἡ)
  29357. ὅπλισμα, ατος (τό)
  29358. ὁπλισμός, οῦ (ὁ)
  29359. ὁπλισόμεσθα
  29360. ὁπλιταγωγός, ός, όν
  29361. ὁπλιτεύω
  29362. ὁπλίτης, ου
  29363. ὁπλιτικός, ή, όν
  29364. ὁπλοθήκη, ης (ἡ)
  29365. ὅπλομαι
  29366. ὁπλομαχέω-ῶ
  29367. ὁπλομαχία, ας (ἡ)
  29368. ὁπλομάχος, ος, ον
  29369. ὅπλον, ου (τό)
  29370. ὁπλοποιΐα, ας (ἡ)
  29371. ὁπλοποιός, οῦ (ὁ)
  29372. ὁπλότατος, η, ον
  29373. ὁπλότερος, α, ον
  29374. ὁπλοφορέω-ῶ
  29375. ὁπλοφόρος, ος, ον
  29376. ὁποδαπός, ή, όν
  29377. Ὀπόεις,  Ὀπόεντος (ὁ, ἡ)
  29378. ὁπόθεν
  29379. ὁπόθι
  29380. ὅποι
  29381. ὁποῖος, α, ον
  29382. ὁποιοσδή, αδή, ονδή
  29383. ὁποῖόσπερ, άπερ, όνπερ
  29384. ὁποιοστισοῦν, τισοῦν, τιο
  29385. ὅποιπερ
  29386. ὁποίποτε
  29387. ὁποίως
  29388. ὀπός1, οῦ (ὁ)
  29389. ὀπός2
  29390. ὁποσάκις
  29391. ὁποσάπους, ους, ουν
  29392. ὁπόσε
  29393. ὁπόσος, η, ον
  29394. ὁποσοσοῦν, ηοῦν, ονοῦν
  29395. ὁπόσοσπερ, ηπερ, ονπερ
  29396. ὁποσοστισοῦν, ητισοῦν, ον
  29397. ὁπόσσος, η, ον
  29398. ὁπόστος, η, ον
  29399. ὁποστοσοῦν, ηοῦν, ονοῦν
  29400. ὁπόταν
  29401. ὁπότε
  29402. ὁπότερος,
  29403. ὁποτεροσοῦν, αοῦν, ονοῦν
  29404. ὁποτέρωθε(ν),
  29405. ὁποτέρως
  29406. ὁποτέρωσε
  29407. ὅπου
  29408. Ὀπούντιος, ου
  29409. ὅπουπερ
  29410. Ὀποῦς, Ὁποῦντος (ὁ, ἡ)
  29411. ὅππη
  29412. ὁππόθεν
  29413. ὀπτάζομαι
  29414. ὀπταλέος, α, ον
  29415. ὀπτανεῖον, ου (τό)
  29416. ὀπτάνιον, ου (τό)
  29417. ὀπτάνομαι
  29418. ὀπτασία, ας (ἡ)
  29419. ὀπτάω-ῶ
  29420. ὀπτήρ, ῆρος (ὁ)
  29421. ὄπτησις, εως (ἡ)
  29422. Ὀπτιλέτις, ιδος (ἡ)
  29423. ὀπτίλος, ω (ὁ)
  29424. ὀπτίων, ονος (ὁ)
  29425. ὀπτός1, ή, όν
  29426. ὀπτός2, ή, όν
  29427. ὀπυιέμεν
  29428. ὀπυίω
  29429. ὀπύω
  29430. ὄπωπα
  29431. ὀπώπει
  29432. ὀπωπή, ῆς (ἡ)
  29433. ὀπώρα, ας (ἡ)
  29434. ὀπώρη, ης (ἡ)
  29435. ὀπωριεῦντες
  29436. ὀπωρίζω
  29437. ὀπωρώνης, ου (ὁ)
  29438. ὅπως
  29439. ὁπωσοῦν
  29440. ὄπωσπερ
  29441. ὁπωστιοῦν
  29442. ὅρα
  29443. ὁράᾳς
  29444. ὁράασθαι
  29445. ὅραμα, ατος (τό)
  29446. ὅρασις, εως (ἡ)
  29447. ὁρατής, οῦ (ὁ)
  29448. ὁρατικός, ή, όν
  29449. ὁρατός, ή, όν
  29450. ὁρατῶς
  29451. ὁράω-ῶ
  29452. ὀργά
  29453. ὀργάζω
  29454. ὀργαίνω
  29455. ὀργανικός, ή, όν
  29456. ὄργανον, ου (τό)
  29457. ὀργάς, άδος (ἡ)
  29458. ὀργάω-ῶ
  29459. ὀργή, ῆς (ἡ)
  29460. ὀργιάζω
  29461. ὀργιασμός, οῦ (ὁ)
  29462. ὀργιαστής, οῦ (ὁ)
  29463. ὀργίζω
  29464. ὀργίλος, η, ον
  29465. ὀργιλότης, ητος (ἡ)
  29466. ὀργίλως
  29467. ὄργιον, ου (τό)
  29468. ὀργιοῦμαι
  29469. ὀργιστέον
  29470. ὄργυια, ας (ἡ)
  29471. ὀρεᾶνες, ων (οἱ)
  29472. ὄρεγμα, ατος (τό)
  29473. ὀρέγνυμι
  29474. ὀρέγω
  29475. ὀρειάνες, ων (οἱ)
  29476. ὀρειβασία, ας (ἡ)
  29477. ὀρειβατέω-ῶ
  29478. ὀρειβάτης, ου (ὁ)
  29479. ὀρειδρόμος, ος, ον
  29480. ὀρειλεχής, ής, ές
  29481. ὀρεινόμος, ος, ον
  29482. ὀρεινός, ή, όν
  29483. ὄρειος, α, ον
  29484. ὀρείτης, ου (ὁ)
  29485. ὀρειτρεφής, ής, ές
  29486. ὀρείτροφος, ος, ον
  29487. ὀρειφοίτης, ου
  29488. ὀρείχαλκος, ου (ὁ)
  29489. ὀρεκτικός, ή, όν
  29490. ὀρεκτός, ή, όν
  29491. ὀρεμπόται, ῶν (οἱ)
  29492. ὄρεξις, εως (ἡ)
  29493. ὀρέομαι
  29494. ὀρέοντο
  29495. ὀρεοπολέω-ῶ
  29496. Ὀρέσβιος, ου (ὁ)
  29497. ὀρεσίτροφος, ος, ον
  29498. ὀρέσκοος, οος, οον
  29499. ὀρεσκῷος, ος, ον
  29500. ὀρεσσιβάτης, ου
  29501. ὀρεσσίνομος, ος, ον
  29502. Ὀρέστεια, ας (ἡ)
  29503. Ὀρέστειον, ου (τό)
  29504. Ὀρέστειος, α, ον
  29505. Ὀρέστης, ου (ὁ)
  29506. ὀρεστιάς, άδος
  29507. ὄρεσφι(ν)
  29508. ὀρεύς, έως (ὁ)
  29509. ὀρεχθέω-ῶ
  29510. ὁρέω
  29511. ὄρηαι
  29512. ὄρημι
  29513. ὁρητός, ή, όν
  29514. ὄρθαι
  29515. ὄρθια
  29516. ὀρθιάδε
  29517. ὀρθιάζω
  29518. ὄρθιος, α, ον
  29519. ὀρθόβουλος, ος, ον
  29520. ὀρθοδαής, ής, ές
  29521. ὀρθοδίκαιος, ος, ον
  29522. ὀρθοδίκας, ου
  29523. ὀρθόθριξ, τριχος
  29524. ὀρθόκραιρος, α, ον
  29525. ὀρθόκρανος, ος, ον
  29526. ὀρθολογέω-ῶ
  29527. ὀρθομαντεία, ας (ἡ)
  29528. ὀρθονόμος, ος, ον
  29529. ὀρθοπαγής, ής, ές
  29530. ὀρθοπάλη, ης (ἡ)
  29531. ὀρθοποδέω-ῶ
  29532. ὀρθόπους, ους, ουν
  29533. ὀρθός, ή, όν
  29534. ὀρθοστάδην
  29535. ὀρθότης, ητος (ἡ)
  29536. ὀρθοτομέω-ῶ
  29537. ὀρθόω-ῶ
  29538. ὀρθρεύω
  29539. ὀρθρίζω
  29540. ὀρθρινός, ή, όν
  29541. ὄρθριος, α, ον
  29542. ὄρθρος, ου (ὁ)
  29543. ὀρθῶς
  29544. ὄρθωσις, εως (ἡ)
  29545. ὁρίζω
  29546. ὁρίζων, οντος (ὁ)
  29547. ὀρικός, ή, όν
  29548. ὀρίνω
  29549. ὅριον , ου (τὸ)
  29550. ὅριος , ος, ον
  29551. ὅρισμα, ατος (τό)
  29552. ὁρισμός, οῦ (ὁ)
  29553. ὁριστής, οῦ (ὁ)
  29554. ὁριστικός, ή, όν
  29555. ὁριστός, ή, όν
  29556. ὀρίτροφος, ος, ον
  29557. ὁριῶ
  29558. ὁρκάνη, ης (ἡ)
  29559. ὁρκίζω
  29560. ὁρκιοτομέω-ῶ
  29561. ὅρκιος, α, ον
  29562. ὁρκισμός, οῦ (ὁ)
  29563. ὅρκος, ου (ὁ)
  29564. ὁρκόω-ῶ
  29565. ὄρκυνος, ου (ὁ)
  29566. ὅρκωμα, ατος (τό)
  29567. ὁρκωμοσία, ας (ἡ)
  29568. ὁρκωμόσιον, ου (τό)
  29569. ὁρκωμοτέω-ῶ
  29570. ὁρκώμοτος, ος, ον
  29571. ὁρκωτής, οῦ (ὁ)
  29572. ὁρμαθός, οῦ (ὁ)
  29573. ὁρμαθῶ
  29574. ὁρμαίνω
  29575. ὁρμάω-ῶ
  29576. ὁρμέαται
  29577. Ὀρμενίδης, ου (ὁ)
  29578. Ὄρμενος, ου (ὁ)
  29579. ὄρμενος
  29580. ὁρμέομαι
  29581. ὁρμέω-ῶ
  29582. ὁρμή, ῆς (ἡ)
  29583. ὅρμημα1, ατος (τό)
  29584. ὅρμημα2, ατος (τό)
  29585. ὁρμητήριον, ου (τό)
  29586. ὁρμητικός, ή, όν
  29587. ὁρμιά, ᾶς (ἡ)
  29588. ὁρμίζω
  29589. ὁρμίσσομεν
  29590. ὅρμος, ου (ὁ)
  29591. ὄρνεον, ου (τό)
  29592. ὀρνεώδης, ης, ες
  29593. ὀρνίθειος, α, ον
  29594. ὀρνιθεύω
  29595. ὀρνιθικός, ή, όν
  29596. ὀρνίθιον, ου (τό)
  29597. ὀρνιθογνώμων, ων, ον
  29598. ὀρνιθοθήρας, ου (ὁ)
  29599. ὀρνιθολόχος, ου (ὁ)
  29600. ὀρνιθοσκόπος, ος, ον
  29601. ὀρνιθοτροφία, ας (ἡ)
  29602. ὄρνις, ιθος (ὁ, ἡ)
  29603. ὀρνίφιον, ου (τό)
  29604. ὄρνυθι
  29605. ὄρνυμι
  29606. ὀρνύφιον, ου (τό)
  29607. ὀρνύω
  29608. ὄροβος, ου (ὁ)
  29609. ὀρόδαμνος, ου (ὁ)
  29610. ὁροθεσία, ας (ἡ)
  29611. ὀροθύνω
  29612. ὄρομαι
  29613. Ὀρόντας, ου (ὁ)
  29614. ὄρος, εος-ους (τό)
  29615. ὀρός, οῦ (ὁ)
  29616. ὅρος, ου (ὁ)
  29617. Ὀροσάγγαι, ῶν (οἱ)
  29618. ὀροτύπος, ος, ον
  29619. ὀρούω
  29620. ὀροφή, ῆς (ἡ)
  29621. ὄροφος, ου (ὁ)
  29622. ὀροφόω-ῶ
  29623. ὁρόω-ῶ
  29624. ὄρπαξ, ακος (ὁ)
  29625. ὅρπηξ, ηκος (ὁ)
  29626. ὄρρος, ου (ὁ)
  29627. ὀρρωδέω-ῶ
  29628. ὀρρωδία, ας (ἡ)
  29629. ὄρσασκε
  29630. ὄρσεο, ὄρσευ
  29631. ὀρσιγύναικα
  29632. ὄρσο
  29633. ὀρσοθύρη, ης (ἡ)
  29634. ὀρσολοπεύω
  29635. ὀρσολοπέω-ῶ
  29636. ὄρσομεν
  29637. ὄρσω
  29638. ὁρτάζω
  29639. ὀρτάλιχος, ου (ὁ)
  29640. ὁρτή, ῆς (ἡ)
  29641. Ὀρτυγία, ας (ἡ)
  29642. ὀρτυγοκοπέω-ῶ
  29643. ὀρτυγοκόπος, ου (ὁ)
  29644. ὀρτυγοτροφέω-ῶ
  29645. ὄρτυξ, υγος (ὁ)
  29646. ὄρυγμα, ατος (τό)
  29647. ὄρυζα, ης (ἡ)
  29648. ὀρυκτός, ή, όν
  29649. ὀρυμαγδός, οῦ (ὁ)
  29650. ὄρυξ, υγος (ὁ)
  29651. ὄρυς, υος (ὁ)
  29652. ὀρύσσω
  29653. ὀρυχή, ῆς (ἡ)
  29654. ὀρφανεύω
  29655. ὀρφανία, ας (ἡ)
  29656. ὀρφανίζω
  29657. ὀρφανικός, ή, όν
  29658. ὀρφανιστής, οῦ (ὁ)
  29659. ὀρφανός, ή, όν
  29660. Ὄρφειος, α, ον
  29661. ὀρφεοτελεστής, οῦ (ὁ)
  29662. Ὀρφεύς, έως (ὁ)
  29663. ὀρφεωτελεστής, οῦ (ὁ)
  29664. Ὀρφικός, ή, όν
  29665. ὄρφνα
  29666. ὀρφναῖος, α, ον
  29667. ὄρφνη, ης (ἡ)
  29668. ὄρφνινος, η, ον
  29669. ὄρφνιος, ος, ον
  29670. ὄρχαμος, ου (ὁ)
  29671. ὄρχατος, ου (ὁ)
  29672. ὀρχέω-ῶ
  29673. ὀρχηδόν
  29674. ὀρχηθμός, οῦ (ὁ)
  29675. ὄρχημα, ατος (τό)
  29676. ὄρχησις, εως (ἡ)
  29677. ὀρχησμός, οῦ (ὁ)
  29678. ὀρχηστήρ, ῆρος (ὁ)
  29679. ὀρχηστής, οῦ (ὁ)
  29680. ὀρχηστικός, ή, όν
  29681. ὀρχηστικῶς
  29682. ὀρχηστοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
  29683. ὀρχηστομανέω-ῶ
  29684. ὀρχήστρα, ας (ἡ)
  29685. ὀρχηστρίς, ίδος (ἡ)
  29686. ὀρχηστύς, ύος (ἡ)
  29687. ὀρχίλος, ου (ὁ)
  29688. ὀρχίπεδον, ου (τό)
  29689. ὄρχις, ιος (ὁ)
  29690. Ὀρχομενός, οῦ (ὁ)
  29691. ὄρχος, ου (ὁ)
  29692. ὁρώμην
  29693. ὄρωρα
  29694. ὀρώρεγμαι
  29695. ὀρώρει
  29696. ὀρώρειν
  29697. ὀρώρεται
  29698. ὀρωρέχαται
  29699. ὀρώρῃ
  29700. ὀρώρηται
  29701. ὄρωρον
  29702. ὀρώρυγμαι
  29703. ὅς1, ἥ, ὅ
  29704. ὅς2, ἥ, ὅν
  29705. ὁσάκις
  29706. ὅσγε, ἥγε, ὅγε
  29707. ὄσδω
  29708. ὁσημέραι
  29709. ὁσία, ας (ἡ)
  29710. ὅσιος, α, ον
  29711. ὁσιότης, ητος (ἡ)
  29712. ὁσιόω-ῶ
  29713. Ὄσιρις, ιδος (ὁ)
  29714. ὁσίως
  29715. ὁσιωτήρ, ῆρος
  29716. ὀσμάομαι-ῶμαι
  29717. ὀσμή, ῆς (ἡ)
  29718. ὀσμύλη, ης (ἡ)
  29719. ὅσον
  29720. ὁσονῶν
  29721. ὅσος , η, ον
  29722. ὁσοσδή , ὁσηδή , ὁσονδή
  29723. ὁσοσδήποτε
  29724. ὅσοσπερ, ὅσηπερ, ὅσονπερ
  29725. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ
  29726. ὄσπριον, ου (τό)
  29727. ὄσσα, ης (ἡ)
  29728. ὅσσα
  29729. ὁσσάκι
  29730. ὁσσάτιος, α, ον
  29731. ὄσσε, ων (τώ)
  29732. ὄσσετο
  29733. ὀσσεύομαι
  29734. ὄσσομαι
  29735. ὄσσοντο
  29736. ὅσσος, η, ον
  29737. ὀστᾶ, ῶν (τά)
  29738. ὅστε, ἥτε, ὅτε
  29739. ὀστέϊνος, η, ον
  29740. ὀστέον, ου (τό)
  29741. ὀστεόφιν
  29742. ὀστεώδης, ης, ες
  29743. ὅστις, ἥτις, ὅτι
  29744. ὁστισδή, ὁστισδήποτε, ὁσ
  29745. ὀστά, ῶν (τά)
  29746. οὔκων
  29747. ὀστρακίζω
  29748. ὀστρακίνδα
  29749. ὀστράκινος, η, ον
  29750. ὀστράκιον, ου (τό)
  29751. ὀστρακισμός, οῦ (ὁ)
  29752. ὄστρακον, ου (τό)
  29753. ὀστρακόνωτος, ος, ον
  29754. ὀστρακοφορία, ας (ἡ)
  29755. ὄστρειον, ου (τό)
  29756. ὄστρεον, ου (τό)
  29757. ὀσφραίνω
  29758. ὀσφράομαι-ῶμαι
  29759. ὄσφρησις, εως (ἡ)
  29760. ὀσφρήσομαι
  29761. ὀσφρόμενος
  29762. ὀσφυαλγής, ής, ές
  29763. ὀσφύς, ύος (ἡ)
  29764. ὄσχος, ου (ὁ)
  29765. ὀσχοφόρια, ων (τά)
  29766. ὅταν
  29767. Ὀτάνης, ου (ὁ)
  29768. ὅτανπερ
  29769. ὅτε1
  29770. ὅτε2
  29771. ὁτέ
  29772. ὅτευ
  29773. ὁτέοισι
  29774. ὅ τι
  29775. ὅτι
  29776. ὁτιή
  29777. ὅτινα
  29778. ὀτλεύω
  29779. ὀτλέω-ῶ
  29780. ὄτλος, ου (ὁ)
  29781. ὀτοβέω-ῶ
  29782. ὄτοβος, ου (ὁ)
  29783. ὀτοτοῖ, ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοτ
  29784. ὀτοτύζω
  29785. ὅτου
  29786. ὀτραλέος, α, ον
  29787. ὀτραλέως
  29788. ὀτρηρός, ά, όν
  29789. ὀτρηρῶς
  29790. ὄτριχος
  29791. ὀτρυνέμεν
  29792. ὀτρύνῃσι
  29793. ὀτρύνομεν
  29794. Ὀτρυντείδης, ου (ὁ)
  29795. Ὀτρυντεύς, έως (ὁ)
  29796. ὀτρυντύς, ύος (ἡ)
  29797. ὀτρύνω
  29798. ὄττα, ης (ἡ)
  29799. ὅττεο, ὅττευ
  29800. ὀττεύομαι
  29801. ὅττι
  29802. ὅτῳ, ὅτων
  29803. οὗ, οἷ, ἕ
  29804. οὗ
  29805. οὐ, οὐκ
  29806. οὐαί
  29807. οὖας, οὔατος (τό)
  29808. οὑγώ
  29809. οὐδαμά
  29810. οὐδαμῇ
  29811. οὐδαμόθεν
  29812. οὐδαμόθι
  29813. οὐδαμοῖ
  29814. οὐδαμός, ή, όν
  29815. οὐδαμόσε
  29816. οὐδαμοῦ
  29817. οὐδαμῶς
  29818. οὖδας, οὔδεος (τό)
  29819. οὖδάσδε
  29820. οὐδέ
  29821. οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν
  29822. οὐδέκοτε
  29823. οὐδέν
  29824. οὐδένεια, ας (ἡ)
  29825. οὐδένες
  29826. οὐδενία, ας (ἡ)
  29827. οὐδενόσωρος, ος, ον
  29828. οὔδεος
  29829. οὐδέπῃ
  29830. οὐδέποθι
  29831. οὐδέποτε,
  29832. οὐδέπω
  29833. οὐδεπώποτε
  29834. οὐδέτερος, α, ον
  29835. οὐδετέρωθεν
  29836. οὐδετέρωσε
  29837. οὐδήεις, ήεσσα, ῆεν
  29838. οὐδοπωστιοῦν
  29839. οὐδός1, οῦ (ὁ)
  29840. οὐδός 2 , οῦ (ἡ)
  29841. οὐδοστισοῦν, -οστισοῦν, -οτιοῦν
  29842. Οὑδυσσεύς
  29843. Οὐηϊεντανοί, ῶν (οἱ)
  29844. Οὐήϊοι, ων (οἱ)
  29845. οὐθ’
  29846. οὐθαμῶς
  29847. οὖθαρ, ατος (τό)
  29848. οὐκ
  29849. οὑκ
  29850. οὑκείνου
  29851. οὐκέτι
  29852. οὔκῃ
  29853. οὐκί
  29854. οὔκουν
  29855. οὐκοῦν
  29856. οὑκφύσας
  29857. οὔκω
  29858. οὐλαί, ῶν (αἱ)
  29859. οὐλαμός, οῦ (ὁ)
  29860. οὖλε
  29861. οὐλή, ῆς (ἡ)
  29862. οὔλιος, α, ον
  29863. οὐλόθριξ, -ότριχος
  29864. οὐλοκάρηνος1, ος, ον
  29865. οὐλοκάρηνος2, ος, ον
  29866. οὐλοκόμης, ου
  29867. οὐλομελής, ής, ές
  29868. οὐλόμενος, η, ον
  29869. οὖλον, ου (τό)
  29870. οὖλος1, η, ον
  29871. οὖλος2, η, ον
  29872. οὖλος3, η, ον
  29873. οὐλόφρων, ονος
  29874. οὐλοχύται, ῶν (αἱ)
  29875. Οὔλυμπος
  29876. οὐ μέν, οὐ μὲν οῦν
  29877. οὑμός
  29878. οὑμπολητός
  29879. οὖν
  29880. οὑν
  29881. οὕνεκα
  29882. οὔνομα, οὐνομάζω, οὐνομα
  29883. οὐνομανέω
  29884. οὐνομαστός, ή, όν
  29885. οὑξ
  29886. οὔπερ
  29887. οὗπερ
  29888. οὔπῃ
  29889. οὑπί
  29890. οὔποθι
  29891. οὔποτε
  29892. οὔπω
  29893. οὐπώποτε
  29894. οὔπως
  29895. οὐρά, ᾶς (ἡ)
  29896. οὐραγός, οῦ (ὁ)
  29897. οὐραίη, ης (ἡ)
  29898. οὐραῖος, α, ον
  29899. οὐράνιος, α, ον
  29900. οὐρανίσκος, ου (ὁ)
  29901. Οὐρανίωνες, ων (οἱ)
  29902. οὐρανογνώμων, ονος
  29903. οὐρανόθεν
  29904. οὐρανόθι
  29905. οὐρανομήκης, ης, ες
  29906. οὐρανόνικος, ος, ον
  29907. οὐρανοπετής, ής, ές
  29908. οὐρανός, οῦ (ὁ)
  29909. οὐρανοῦχος, ος, ον
  29910. οὐραχός, οῦ (ὁ)
  29911. οὑργάτης
  29912. οὐρειβάτας
  29913. οὔρειος, ος, ον
  29914. οὐρεσιβώτας, ου
  29915. οὐρεύς, ῆος (ὁ)
  29916. οὐρέω-ῶ
  29917. οὐρίαχος, ου (ὁ)
  29918. οὐρίζω1
  29919. οὐρίζω2
  29920. οὐρίθρεπτος, ος, ον
  29921. οὔριος, α, ον
  29922. οὐριοστάτας, ου
  29923. οὔρισμα, ατος (τό)
  29924. οὐριῶ
  29925. οὖρον1, ου (τό)
  29926. οὖρον2, ου (τό)
  29927. οὖρος1, ου (ὁ)
  29928. οὖρος2, ου (ὁ)
  29929. οὖρος3, ου (ὁ)
  29930. οὖρος4, ου (ὁ)
  29931. οὖρος5, εος (τό)
  29932. οὐρός, οῦ (ὁ)
  29933. οὖς, ὠτός (τό)
  29934. οὖσα, ης
  29935. οὐσία, ας (ἡ)
  29936. οὐσιώδης, ης, ες
  29937. οὖτα
  29938. οὔταε
  29939. οὐτάζω
  29940. οὔτασα, οὐτάσθην
  29941. οὔτασκε
  29942. οὐτασμένος
  29943. οὔτασται
  29944. οὐτάμεν, οὐτάμεναι
  29945. οὐτάμενος
  29946. οὐτάω-ῶ
  29947. οὔτε
  29948. οὗτε
  29949. οὕτερος
  29950. οὐτήσασκε
  29951. οὔτι
  29952. οὐτιδανός, ή, όν
  29953. οὔτινος
  29954. οὗτινος
  29955. οὔτι που
  29956. οὔτι πω
  29957. οὔτις, οὔτις, οὔτι
  29958. Οὖτις (ὁ)
  29959. οὔτοι
  29960. οὗτος, αὕτη, τοῦτο
  29961. οὕτω
  29962. οὕτως
  29963. οὑτωσί
  29964. οὕφις
  29965. οὑφόρει
  29966. οὐχ
  29967. οὑχθρός
  29968. οὐχί
  29969. οὑχῖνος
  29970. ὄφ’
  29971. ὀφειλέτης, ου (ὁ)
  29972. ὀφειλή, ῆς (ὁ)
  29973. ὀφείλημα, ατος (τό)
  29974. ὀφείλω
  29975. ὀφέλλειε
  29976. ὀφέλλω1
  29977. ὀφέλλω2
  29978. ὄφελος (τό)
  29979. ὀφθαλμία, ας (ἡ)
  29980. ὀφθαλμιάω-ῶ
  29981. ὀφθαλμίζομαι
  29982. ὀφθαλμοδουλεία, ας (ἡ)
  29983. ὀφθαλμός, οῦ (ὁ)
  29984. ὀφθαλμόσοφος, ου (ὁ, ἡ)
  29985. ὀφθαλμότεγκτος, ος, ον
  29986. ὀφθαλμώρυχος, ος, ον
  29987. ὀφθέω
  29988. ὀφθῆναι
  29989. ὀφίδιον, ου (τό)
  29990. ὀφιοβόρος, ος, ον
  29991. ὀφιογενής, ής, ές
  29992. ὀφιόπους, ποδος
  29993. ὄφις, ὄφεως (ὁ)
  29994. ὀφλεῖν
  29995. ὄφλημα, ατος (τό)
  29996. ὀφλήσω
  29997. ὀφλισκάνω
  29998. ὄφρα
  29999. ὀφρύα
  30000. ὀφρύη, ης (ἡ)
  30001. ὀφρυόεις, όεσσα, όεν
  30002. ὀφρύς, ύος (ἡ)
  30003. ὄχα
  30004. ὀχάνη, ης (ἡ)
  30005. ὄχανον, ου (τό)
  30006. ὀχέεσκον
  30007. ὀχεία, ας (ἡ)
  30008. ὀχεῖον, ου (τό)
  30009. ὄχεσφι(ν)
  30010. ὀχετεύω
  30011. ὀχετηγός, ός, όν
  30012. ὀχετός, οῦ (ὁ)
  30013. ὀχεύς, έως (ὁ)
  30014. ὀχεύω
  30015. ὀχέω-ῶ
  30016. ὄχημα, ατος (τό)
  30017. ὄχησις, εως (ἡ)
  30018. ὀχθέω-ῶ
  30019. ὄχθη, ης (ἡ)
  30020. ὄχθος, ου (ὁ)
  30021. ὀχλαγωγία, ας (ἡ)
  30022. ὀχλαγωγός, οῦ (ὁ)
  30023. ὀχλεῦνται
  30024. ὀχλέω-ῶ
  30025. ὀχληρός, ά, όν
  30026. ὄχλησις, εως (ἡ)
  30027. ὀχλίζω
  30028. ὀχλικός, ή, όν
  30029. ὀχλικῶς
  30030. ὀχλίσσειαν
  30031. ὀχλοκοπέω-ῶ
  30032. ὀχλοκόπος, ος, ον
  30033. ὀχλοκρατία, ας (ἡ)
  30034. ὀχλομανέω-ῶ
  30035. ὀχλοποιέω-ῶ
  30036. ὄχλος, ου (ὁ)
  30037. ὀχλοχαρής, ής, ές
  30038. ὀχλώδης, ης, ες
  30039. ὀχμάζω
  30040. ὄχος1, ου (ὁ)
  30041. ὄχος2, εος (τό)
  30042. ὀχυρός, ά, όν
  30043. ὀχυρόω-ῶ
  30044. ὀχύρωμα, ατος (τό)
  30045. ὀχυρωτέος, α, ον
  30046. ὄψ1, ὀπός (ἡ)
  30047. ὄψ2, ὀπός (ἡ)
  30048. ὄψαιντο
  30049. ὄψανον, ου (τό)
  30050. ὀψάομαι-ῶμαι
  30051. ὀψάριον, ου (τό)
  30052. ὀψέ
  30053. ὄψεαι
  30054. ὄψει1
  30055. ὄψει2
  30056. ὀψείω
  30057. ὄψεσθαι
  30058. ὀψιαίτατα
  30059. ὀψιγαμίου γραφή
  30060. ὀψίγαμος, ου
  30061. ὀψίγονος, ος, ον
  30062. ὀψίζω
  30063. ὀψίκοιτος, ος, ον
  30064. ὀψιμαθέω-ῶ
  30065. ὀψιμαθής, ής, ές
  30066. ὀψιμαθία, ας (ἡ)
  30067. ὄψιμος, ος, ον
  30068. ὄψιος1, α, ον
  30069. ὄψιος2
  30070. ὄψις, εως (ἡ)
  30071. ὀψιτέλεστος, ος, ον
  30072. ὀψίτερον
  30073. ὀψίτερος
  30074. ὀψοίατο
  30075. ὄψομαι
  30076. ὄψον, ου (τό)
  30077. ὀψοποιέω-ῶ
  30078. ὀψοποιΐα, ας (ἡ)
  30079. ὀψοποιϊκός, ή, όν
  30080. ὀψοποιός, οῦ (ὁ)
  30081. ὀψόπωλις, ιδος (ἡ)
  30082. ὀψοφαγία, ας (ἡ)
  30083. ὀψοφαγίστατος
  30084. ὀψοφάγος, ος, ον
  30085. ὀψωνέω-ῶ
  30086. ὀψώνης, ου (ὁ)
  30087. ὀψωνία, ας (ἡ)
  30088. ὀψώνιον, ου (τό)
  30089. Φ , φ (φῖ) (τό)
  30090. φαάνθεν
  30091. φαάντατος, η, ον
  30092. φαβίον, ου (τό)
  30093. φαγέδαινα, ης (ἡ)
  30094. φαγεδαινικός, ή, όν
  30095. φαγεῖν
  30096. φαγέω-ῶ
  30097. φάγῃσι
  30098. φάγιλος, ου (ὁ)
  30099. φάγομαι
  30100. φάγος, ου
  30101. φαγός
  30102. φάε
  30103. Φαέθουσα, ης (ἡ)
  30104. φαέθων, οντος
  30105. φαεινός, ή,
  30106. φαείνω
  30107. φαεσίμβροτος, ος, ον
  30108. φάεσσι
  30109. φάθι
  30110. Φαίακες, ων (οἱ)
  30111. φαιδιμόεις, όεσσα, όεν
  30112. φαίδιμος, ος, ον
  30113. Φαίδρα, ας (ἡ)
  30114. φαιδρόνους, ους, ουν
  30115. φαιδρός, ά, όν
  30116. φαιδρότης, ητος (ἡ)
  30117. φαιδρόομαι-οῦμαι
  30118. φαιδρύντρια, ας (ἡ)
  30119. φαιδρύνω
  30120. φαιδρῶς
  30121. Φαίδων, ωνος (ὁ)
  30122. Φαίηκες, ων (οἱ)
  30123. φαικάσιον, ου (τό)
  30124. φαιλόνης, ου (ὁ)
  30125. φαινέμεν
  30126. φαινέσκετο
  30127. φαινόλης, ου (ὁ)
  30128. φαινομένῃφιν
  30129. φαίνω
  30130. φαιός, ά, όν
  30131. φαιοχίτων, ωνος
  30132. φακέα, ας (ἡ)
  30133. φάκελος, ου (ὁ)
  30134. φακῆ, ῆς (ἡ)
  30135. φακοειδής, ής, ές
  30136. φακός, οῦ (ὁ)
  30137. φαλαγγηδόν
  30138. φαλάγγιον, ου (τό)
  30139. φαλαγγομαχέω-ῶ
  30140. φάλαγξ, αγγος
  30141. φάλαινα, ης (ἡ)
  30142. φαλακρός, ή, όν
  30143. φαλακρότης, ητος (ἡ)
  30144. φαλάκρωσις, εως (ἡ)
  30145. φαλαντίας, ου (ὁ)
  30146. φάλαρα, ων (τά)
  30147. φαλαρίς, ίδος (ἡ)
  30148. Φάλαρις, ιδος (ὁ)
  30149. φάλαρος, α, ον
  30150. φαληριάω-ῶ
  30151. φαληρίς, ίδος (ἡ)
  30152. Φάληροι, ων (οἱ)
  30153. Φαληροῖ
  30154. Φάληρον, ου (τό)
  30155. Φαληρόνδε
  30156. φαληρός, ή, όν
  30157. Φαλῖνος, ου (ὁ)
  30158. φάλος, ου (ὁ)
  30159. φάμα
  30160. φάμεν
  30161. φάμενος
  30162. φαμί
  30163. φάν
  30164. φάνεν
  30165. φανερόμισος, ος, ον
  30166. φανερός, ά, όν
  30167. φανερόω-ῶ
  30168. φανερῶς
  30169. φανέρωσις, εως (ἡ)
  30170. φάνεσκε
  30171. Φάνης, ητος (ὁ)
  30172. φανθείς, εῖσα, έν
  30173. φανός1, ή, όν
  30174. φανός2, οῦ (ὁ)
  30175. φαντάζω
  30176. φαντασία, ας (ἡ)
  30177. φαντασιαστικός, ή, όν
  30178. φαντασιοπλήκτως
  30179. φαντασιόω-ῶ
  30180. φάντασμα, ατος (τό)
  30181. φαντασμάτιον, ου (τό)
  30182. φανταστικός, ή, όν
  30183. φανταστικῶς
  30184. φανταστός, ή, όν
  30185. φανῶ, εῖς, εῖ
  30186. φανῶ, ῇς, ῇ
  30187. φανῶς
  30188. φάο
  30189. φάος, φάεος-φάους (τό)
  30190. φαραγγώδης, ης, ες
  30191. φάραγξ, αγγος (ἡ)
  30192. Φαραώ (ὁ)
  30193. φαρέτρα, ας (ἡ)
  30194. φαρετρεών, ῶνος (ὁ)
  30195. φαρέτρη, ης (ἡ)
  30196. Φαρισαῖος, ου (ὁ)
  30197. φαρμακάω-ῶ
  30198. φαρμακεία, ας (ἡ)
  30199. φαρμάκεια, ας (ἡ)
  30200. φαρμακεύς, έως (ὁ)
  30201. φαρμακευτικός, ή, όν
  30202. φαρμακεύω
  30203. φαρμάκιον, ου (τό)
  30204. φαρμακίς, ίδος
  30205. φάρμακον, ου (τό)
  30206. φαρμακοποσία, ας (ἡ)
  30207. φαρμακοπώλης, ου (ὁ)
  30208. φάρμακος, ου (ὁ)
  30209. φαρμακός2, οῦ (ὁ)
  30210. φαρμακοτρίβης, ου (ὁ)
  30211. φαρμακόω-ῶ
  30212. φαρμακώδης, ης, ες
  30213. φάρμαξις, εως (ἡ)
  30214. φαρμάσσω
  30215. Φαρνάβαζος, ου (ὁ)
  30216. φάρξαι
  30217. φᾶρος, εος-ους (τό)
  30218. Φάρος, ου (ἡ)
  30219. Φαρσάλιος, α, ον
  30220. Φάρσαλος1, ου (ἡ)
  30221. Φάρσαλος2, ος, ον
  30222. φάρσος, εος-ους (τό)
  30223. φάρυγξ, υγγος (ὁ, ἡ)
  30224. φάς, φᾶσα, φάν
  30225. φάσγανον, ου (τό)
  30226. φάσθαι
  30227. φασί
  30228. Φασιανικός, ή, όν
  30229. Φασιανός, ή, όν
  30230. φασίν
  30231. φάσις1, εως (ἡ)
  30232. φάσις2, εως (ἡ)
  30233. Φᾶσις, ιδος (ὁ)
  30234. φάσκω
  30235. φάσμα, ατος (τό)
  30236. φάσσα, ης (ἡ)
  30237. φασσοφόνος, ος, ον
  30238. φασσοφόντης, ου (ὁ)
  30239. φατέον
  30240. φατίζω
  30241. φάτις (ἡ)
  30242. φάτνη, ης (ἡ)
  30243. φατνόω-ῶ
  30244. φάτνωμα, ατος (τό)
  30245. φατνωματικός
  30246. φάτο
  30247. φατός, ή, όν
  30248. φάττα
  30249. φαττάγης, ου (ὁ)
  30250. φάττιον, ου (τό)
  30251. φαυλίζω
  30252. φαύλιος, α, ον
  30253. φαῦλος, η, ον
  30254. φαυλότης, ητος (ἡ)
  30255. φαύλως
  30256. φάψ, φαβός (ἡ)
  30257. φάω
  30258. φέβομαι
  30259. Φεβρουάριος, ου (ὁ)
  30260. φέγγος, εος-ους (τό)
  30261. Φειδίας, ου (ὁ)
  30262. φειδίτιον, ου (τό)
  30263. φείδομαι
  30264. φειδομένως
  30265. φειδώ, όος -οῦς (ἡ)
  30266. φειδωλή, ῆς (ἡ)
  30267. φειδωλία, ας (ἡ)
  30268. φειδωλός, ή, όν
  30269. φείδων, ωνος (ὁ)
  30270. φείσομαι
  30271. φειστέον
  30272. φελλεύς, έως (ὁ)
  30273. φέλλινος, η, ον
  30274. Φελλόποδες, ων (οἱ)
  30275. φελλός, οῦ (ὁ)
  30276. Φελλώ (ἡ)
  30277. φενάκη, ης (ἡ)
  30278. φενακίζω
  30279. φενακισμός, οῦ (ὁ)
  30280. φέναξ, ακος
  30281. Φεραί, ῶν (αἱ)
  30282. Φεραῖος, α, ον
  30283. φέρασπις, ιδος
  30284. Φεραύλας, α (ὁ)
  30285. φέρβω
  30286. φέρε
  30287. φερέγγυος, ος, ον
  30288. φερέδειπνος, ος, ον
  30289. φερέκαρπος, ος, ον
  30290. φερέμεν
  30291. Φερένικος, ου (ὁ)
  30292. φερέοικος, ος, ον
  30293. φέρεσκον
  30294. φέρετρον, ου (τό)
  30295. Φερεφάττια, ων (τά)
  30296. Φέρης, ητος (ὁ)
  30297. Φερητιάδης, ου (ὁ)
  30298. φέριστος, η, ον
  30299. φερνή, ῆς (ἡ)
  30300. φερνίον, ου (τό)
  30301. Φερρέφαττα, ης (ἡ)
  30302. φέρτατος, η, ον
  30303. φέρτερος, α, ον
  30304. φερτός, ή, όν
  30305. φέρτρον, ου (τό)
  30306. φέρω
  30307. φερώνυμος, ος, ον
  30308. φεῦ
  30309. φευγέμεν
  30310. φεύγεσκον
  30311. φεύγω
  30312. φεύζω
  30313. φευκτέον
  30314. φευκτός, ή, όν
  30315. φεύξιμος, ος, ον
  30316. φεῦξις, εως (ἡ)
  30317. φέψαλος, ου (ὁ)
  30318. φεψαλόω-ῶ
  30319. φεψάλυξ, υγος (ὁ)
  30320. φῇ
  30321. φήγινος, η, ον
  30322. φηγός, οῦ (ἡ)
  30323. φήῃ
  30324. φηλητής, οῦ
  30325. Φῆλιξ, ικος (ὁ)
  30326. φηλόω-ῶ
  30327. φήμη, ης (ἡ)
  30328. φημί
  30329. φημίζω
  30330. φῆμις, ιος (ἡ)
  30331. φήνη, ης (ἡ)
  30332. φήρ, φηρός (ὁ)
  30333. Φηρητιάδης, ου (ὁ)
  30334. φῄς
  30335. φῇσθα
  30336. φησί
  30337. Φῆστος, ου (ὁ)
  30338. φθαίρω
  30339. φθάμενος, η, ον
  30340. φθάν
  30341. φθάνω
  30342. φθαρείς, εῖσα, έν
  30343. φθαρτικός, ή, όν
  30344. φθαρτός, ή, όν
  30345. φθάς, ᾶσα, άν
  30346. φθάσω
  30347. φθέγγομαι
  30348. φθεγκτός, ή, όν
  30349. φθέγμα, ατος (τό)
  30350. φθείμην, εῖο, εῖτο
  30351. φθείρ, φθειρός (ὁ)
  30352. φθειρίασις, εως (ἡ)
  30353. φθειριάω-ῶ
  30354. φθειροποιός, ός, όν
  30355. φθειροτραγέω-ῶ
  30356. φθείρω
  30357. Φθειρῶν ὄρος (τό)
  30358. φθερσιγενής, ής, ές
  30359. φθέωμεν
  30360. φθήσομαι
  30361. Φθία, ας (ἡ)
  30362. φθιάς, άδος
  30363. Φθίη, ης (ἡ)
  30364. Φθίηνδε
  30365. Φθιήτης, ου (ὁ)
  30366. Φθιῆτις, ιδος
  30367. Φθίηφι
  30368. φθίμενος
  30369. φθινάς, άδος
  30370. φθίνασμα, ατος (τό)
  30371. φθινόπωρον, ου (τό)
  30372. φθινοπωρινός, ή, όν
  30373. φθινύθεσκε
  30374. φθινύθω
  30375. φθίνω
  30376. Φθῖος, ου
  30377. φθισήνωρ, ορος
  30378. φθίσθαι
  30379. φθισιάω-ῶ
  30380. φθισικός, ή, όν
  30381. φθίσιμβροτος, ος, ον
  30382. φθίσις, εως (ἡ)
  30383. φθῖτο
  30384. φθιτός, ή, όν
  30385. φθίω
  30386. Φθιώτης, ου
  30387. Φθιῶτις, ιδος
  30388. φθογγή, ῆς (ἡ)
  30389. φθόγγος, ου (ὁ)
  30390. φθόη, ης (ἡ)
  30391. φθόϊς, ϊος (ὁ)
  30392. φθονερός, ά, όν
  30393. φθονέω-ῶ
  30394. φθόνησις, εως (ἡ)
  30395. φθονητικός, ή, όν
  30396. φθονητικῶς
  30397. φθόνος, ου (ὁ)
  30398. φθορά, ᾶς (ἡ)
  30399. φθορεύς, έως (ὁ)
  30400. φθορή, ῆς (ἡ)
  30401. φθορία, ας (ἡ)
  30402. φθόριος, ος, ον
  30403. φθοροποιός, ός, όν
  30404. φθόρος, ου
  30405. φῖ (τό)
  30406. φιάλη, ης (ἡ)
  30407. φιάλλω
  30408. φιδίτιον, ου (τό)
  30409. φιλάγαθος, ος, ον
  30410. Φιλαδέλφεια, ας (ἡ)
  30411. φιλαδελφία, ας (ἡ)
  30412. φιλάδελφος, ος, ον
  30413. φιλαθήναιος, ος, ον
  30414. φιλαθλητής, οῦ (ὁ)
  30415. φίλαθλος, ος, ον
  30416. φῖλαι
  30417. φιλαίματος, ος, ον
  30418. φιλαίτατος, η, ον
  30419. φιλαίτιος, ος, ον
  30420. φιλαλέξανδρος, ος, ον
  30421. φιλαλήθης, ης, ες
  30422. φιλαλήθως
  30423. φιλάλληλος, ος, ον
  30424. φιλαναγνώστης, ου
  30425. φίλανδρος, ος, ον
  30426. φιλανθρώπευμα, ατος (τό)
  30427. φιλανθρωπία, ας (ἡ)
  30428. φιλάνθρωπος, ος, ον
  30429. φιλανθρώπως
  30430. φιλάνωρ
  30431. φιλαπεχθημόνως
  30432. φιλαπεχθημοσύνη, ης (ἡ)
  30433. φιλαπεχθήμων, ων, ον
  30434. φιλαπλοϊκός, ή, όν
  30435. φιλαπόδημος, ος, ον
  30436. φιλαργυρία, ας (ἡ)
  30437. φιλάργυρος, ος, ον
  30438. φιλάρχαιος, ος, ον
  30439. φιλαρχέω-ῶ
  30440. φιλαρχία, ας (ἡ)
  30441. φίλαρχος, ος, ον
  30442. φίλατο
  30443. φίλαυλος, ος, ον
  30444. φιλαυτία, ας (ἡ)
  30445. φίλαυτος, ος, ον
  30446. φιλέεσκον
  30447. φιλέῃσι
  30448. φιλελεύθερος, ος, ον
  30449. φιλέλλην, ηνος
  30450. φιλεπιτιμητής, οῦ
  30451. φιλεραστής, οῦ
  30452. φιλεργέω-ῶ
  30453. φιλεργία, ας (ἡ)
  30454. φιλεργός, ός, όν
  30455. φιλεργῶς
  30456. φιλεταιρία, ας (ἡ)
  30457. φιλέταιρος, ος, ον
  30458. φιλεῦντας
  30459. φιλευριπίδης, ου (ὁ)
  30460. φιλέω-ῶ
  30461. φίλη, ης (ἡ)
  30462. φιληδέω-ῶ
  30463. φιληδής, ής, ές
  30464. φιληδία, ας (ἡ)
  30465. φιληδονέω-ῶ
  30466. φιληδονία, ας (ἡ)
  30467. φιλήδονος, ος, ον
  30468. φιληκοΐα, ας (ἡ)
  30469. φιλήκοος, οος, οον
  30470. φιληλιαστής, ου
  30471. φίλημα, ατος (τό)
  30472. φιλήμεναι
  30473. φιλήμων, ων, ον
  30474. φιλήνεμος, ος, ον
  30475. φιλήνιος, ος, ον
  30476. φιλήνωρ, ορος
  30477. φιλήρετμος, ος, ον
  30478. φιλησέμεν
  30479. φίλησις, εως (ἡ)
  30480. φιλητέον
  30481. Φίλητος, ου (ὁ)
  30482. φιλητός, ή, όν
  30483. φιλήτωρ, ορος (ὁ, ἡ)
  30484. φιλία, ας1 (ἡ)
  30485. φιλία2
  30486. φιλιατρέω-ῶ
  30487. φιλίη, ης (ἡ)
  30488. φιλικός, ή, όν
  30489. φιλικῶς
  30490. Φιλῖνος, ου (ὁ)
  30491. φίλιος, α, ον
  30492. φιλιόομαι-οῦμαι
  30493. Φιλίππειος, ος, ον
  30494. Φιλιππήσιος, ου (ὁ)
  30495. φιλιππιδόομαι-οῦμαι
  30496. φιλιππίζω
  30497. Φιλιππικός, ή, όν
  30498. Φίλιπποι, ων (οἱ)
  30499. φίλιππος, ος, ον
  30500. φίλιστος, η, ον
  30501. φιλίτιον, ου (τό)
  30502. φιλίων, ων, ον
  30503. φιλίως
  30504. φιλοβάρβαρος, ος, ον
  30505. φιλοβασιλεύς, έως (ὁ)
  30506. φιλοβοιωτός, οῦ (ὁ)
  30507. φιλόβοτρυς, υς, υ
  30508. φιλογαθής, ής, ες
  30509. φιλόγαμος, ος, ον
  30510. φιλογέλοιος, ος, ον
  30511. φιλόγελως, ωτος
  30512. φιλογεωργία, ας (ἡ)
  30513. φιλογέωργος, ος, ον
  30514. φιλογηθής, ής, ές
  30515. φιλόγλυκυς, υς, υ
  30516. φιλογραμματέω-ῶ
  30517. φιλογράμματος, ος, ον
  30518. φιλογραφέω-ῶ
  30519. φιλογυμναστέω-ῶ
  30520. φιλογυνία, ας (ἡ)
  30521. φιλόδειπνος, ος, ον
  30522. φιλοδέσποτος, ος, ον
  30523. φιλόδημος, ος, ον
  30524. φιλοδίκαιος, ος, ον
  30525. φιλοδικέω-ῶ
  30526. φιλόδικος, ος, ον
  30527. φιλοδοξέω-ῶ
  30528. φιλοδοξία, ας (ἡ)
  30529. φιλόδοξος, ος, ον
  30530. φιλοδωρία, ας (ἡ)
  30531. φιλόδωρος, ος, ον
  30532. φιλόζωος, ος, ον
  30533. φιλόζῳος, ος, ον
  30534. φιλοθεάμων, ων, ος
  30535. φιλόθεος, ος, ον
  30536. φιλόθερμος, ος, ον
  30537. φιλοθέωρος, ος, ον
  30538. φιλόθηλυς, υς, υ
  30539. φιλοθηρέω-ῶ
  30540. φιλοθηρία, ας (ἡ)
  30541. φιλόθηρος, ος, ον
  30542. φιλοθύτης, ου
  30543. φιλόθυτος, ος, ον
  30544. φιλοικοδόμος, ος, ον
  30545. φιλοικτίρμων, ων, ον
  30546. φιλοίκτιστος, ος, ον
  30547. φιλοινία, ας (ἡ)
  30548. φίλοινος, ος, ον
  30549. φιλόκαινος, ος, ον
  30550. φιλοκαλέω-ῶ
  30551. φιλόκαλος, ος, ον
  30552. φιλοκερδέω-ῶ
  30553. φιλοκερδής, ής, ές
  30554. φιλοκέρτομος, ος, ον
  30555. φιλοκιθαριστής, οῦ
  30556. φιλοκίνδυνος, ος, ον
  30557. φιλοκινδύνως
  30558. φιλοκόλαξ, ακος
  30559. φιλόκοσμος, ος, ον
  30560. φιλοκτέανος, ος, ον
  30561. Φιλοκτήτης, ου (ὁ)
  30562. φιλόκυβος, ος, ον
  30563. φιλοκύνηγος, ος, ον
  30564. φιλολάκων, ωνος
  30565. φιλόλαος, ος, ον
  30566. φιλόλιθος, ος, ον
  30567. φιλολογέω-ῶ
  30568. φιλολογία, ας (ἡ)
  30569. φιλόλογος, ος, ον
  30570. φιλολοίδορος, ος, ον
  30571. φιλόλουτρος, ος, ον
  30572. φιλόλυπος, ος, ον
  30573. φιλομαθέω-ῶ
  30574. φιλομαθής, ής, ές
  30575. φιλόμαντις, εως
  30576. φιλομαχέω-ῶ
  30577. φιλόμαχος, ος, ον
  30578. φιλομειδής, ής, ές
  30579. φιλομεμφής, ής, ές
  30580. Φιλομήλα, ας (ἡ)
  30581. φιλομήτωρ, ορος
  30582. φιλομμειδής, ής, ές
  30583. φιλομουσία, ας (ἡ)
  30584. φιλόμουσος, ος, ον
  30585. φιλόμυρος, ος, ον
  30586. φιλονεικέω-ῶ
  30587. φιλονεικητέον
  30588. φιλονεικία, ας (ἡ)
  30589. φιλόνεικος, ος, ον
  30590. φιλονείκως
  30591. φιλόνικος, ος, ον
  30592. φιλόξεινος
  30593. φιλοξενία, ας (ἡ)
  30594. φιλόξενος, ος, ον
  30595. φιλοξένως
  30596. φιλοπαίγμων, ων, ον
  30597. φιλοπαίσμων, ων, ον
  30598. φιλοπαίστης, ου
  30599. φιλοπατρία, ας (ἡ)
  30600. φιλόπατρις, ις, ι
  30601. φιλοπάτωρ, ορος
  30602. φιλοπενθής, ής, ές
  30603. φιλοπευθής, ής, ές
  30604. φιλοπευστία, ας (ἡ)
  30605. φιλοπλουτέω-ῶ
  30606. φιλοπλουτία, ας (ἡ)
  30607. φιλόπλουτος, ος, ον
  30608. Φιλοποίμην, μενος (ὁ)
  30609. φιλοποιός, ός, όν
  30610. φιλοπόλεμος, ος, ον
  30611. φιλοπολέμως
  30612. φιλόπολις, ις, ι
  30613. φιλοπολίτης, ου
  30614. φιλοπονέω-ῶ
  30615. φιλοπόνηρος, ος, ον
  30616. φιλοπονία, ας (ἡ)
  30617. φιλόπονος, ος, ον
  30618. φιλοπόνως
  30619. φιλοποσία, ας (ἡ)
  30620. φιλοπότης, ου
  30621. φιλοπότις, ιδος
  30622. φιλοπραγμοσύνη, ης (ἡ)
  30623. φιλοπράγμων, ων, ον
  30624. φιλοπροσηγορία, ας (ἡ)
  30625. φιλοπροσήγορος, ος, ον
  30626. φιλοπρωτεύω
  30627. φιλόπρωτος, ος, ον
  30628. φιλοπτόλεμος, ος, ον
  30629. φίλορνις, ιθος
  30630. φιλόρρυθμος, ος, ον
  30631. φίλος, η, ον
  30632. φιλόσιτος, ος, ον
  30633. φιλοσκώμμων, ων, ον
  30634. φιλοσοφέω-ῶ
  30635. φιλοσόφημα, ατος (τό)
  30636. φιλοσοφητέον
  30637. φιλοσοφία, ας (ἡ)
  30638. φιλόσοφος, ος, ον
  30639. φιλοσόφως
  30640. φιλοστεφανέω-ῶ
  30641. φιλοστέφανος, ος, ον
  30642. φιλοστοργέω-ῶ
  30643. φιλοστοργία, ας (ἡ)
  30644. φιλόστοργος, ος, ον
  30645. φιλοστόργως
  30646. φιλοστρατιώτης, ου
  30647. φιλόσυκος, ος, ον
  30648. φιλοσυνήθης, ης, ες
  30649. φιλοσύντομος, ος, ον
  30650. φιλοσώματος, ος, ον
  30651. φιλοτεκνία, ας (ἡ)
  30652. φιλότεκνος, ος, ον
  30653. φιλοτεχνέω-ῶ
  30654. φιλοτέχνημα, ατος (τό)
  30655. φιλότεχνος, ος, ον
  30656. φιλοτέχνως
  30657. φιλότης, ητος (ἡ)
  30658. φιλοτήσιος, α, ον
  30659. φιλοτιμέομαι-οῦμαι
  30660. φιλοτίμημα, ατος (τό)
  30661. φιλοτιμητέον
  30662. φιλοτιμία, ας (ἡ)
  30663. φιλότιμος, ος, ον
  30664. φιλοτίμως
  30665. φιλοτροφέω-ῶ
  30666. φιλοτύραννος, ος, ον
  30667. φιλόφθονος, ος, ον
  30668. φιλόφιλος, ος, ον
  30669. φιλοφρονέω-ῶ
  30670. φιλοφρόνησις, εως (ἡ)
  30671. φιλοφρόνως
  30672. φιλοφροσύνη, ης (ἡ)
  30673. φιλόφρων, ων, ον
  30674. φιλόφωνος, ος, ον
  30675. φιλόχορος, ος, ον
  30676. φιλοχρηματέω-ῶ
  30677. φιλοχρηματία, ας (ἡ)
  30678. φιλοχρήματος, ος, ον
  30679. φιλοχρημάτως
  30680. φιλόχρηστος, ος, ον
  30681. φιλόχρυσος, ος, ον
  30682. φιλοχωρέω-ῶ
  30683. φιλοχωρία, ας (ἡ)
  30684. φιλοψευδής, ής, ές
  30685. φιλοψευδία, ας (ἡ)
  30686. φιλοψία, ας (ἡ)
  30687. φιλόψογος, ος, ον
  30688. φίλοψος, ος, ον
  30689. φιλοψυχέω-ῶ
  30690. φιλοψυχητέον
  30691. φιλοψυχία, ας (ἡ)
  30692. φιλόψυχος, ος, ον
  30693. φιλόψυχρος, ος, ον
  30694. φίλτατος, η, ον
  30695. φίλτρον, ου (τό)
  30696. φιλύρα, ας (ἡ)
  30697. φιλύριον, ου (τό)
  30698. φιλῳδός, ός, όν
  30699. φίλως
  30700. φιμός, οῦ (ὁ)
  30701. φιμόω-ῶ
  30702. Φινείδης, ου (ὁ)
  30703. Φινεΐς, ΐδος
  30704. Φινεύς, έως (ὁ)
  30705. φιτρός, οῦ (ὁ)
  30706. φῖτυ (τό)
  30707. φίτυμα, ατος (τό)
  30708. φιτύω
  30709. φλαγέλλιον, ου (τό)
  30710. φλαγελλόω-ῶ
  30711. φλάζω
  30712. φλάμεν, μινος (ὁ)
  30713. φλαυρίζω
  30714. φλαῦρος, α, ον
  30715. φλαυρότης, ητος (ἡ)
  30716. φλαυρουργός, ός, όν
  30717. φλαύρως
  30718. φλάω-ῶ
  30719. φλεβοτόμος, ος, ον
  30720. φλεγεθοίατο
  30721. φλεγέθω
  30722. φλέγμα, ατος (τό)
  30723. φλεγμαίνω
  30724. φλεγματώδης, ης, ες
  30725. φλεγμονή, ῆς (ἡ)
  30726. φλέγω
  30727. Φλέγων, οντος (ὁ)
  30728. φλέδων, ονος
  30729. φλεδών, όνος (ἡ)
  30730. Φλειάσιος, α, ον
  30731. Φλειοῦς, οῦντος (ὁ)
  30732. φλέψ, φλεβός (ἡ, ὁ)
  30733. φλέω
  30734. φλέως, ω (ὁ)
  30735. φληναφάω-ῶ
  30736. φλήναφος, ου (ὁ)
  30737. φλιά, ᾶς (ἡ)
  30738. Φλιάσιος, α, ον
  30739. φλίβω
  30740. φλιδάω-ῶ
  30741. Φλιοῦς, οῦντος (ὁ)
  30742. φλόγεος, α, ον
  30743. φλογερός, ά, όν
  30744. φλογίζω
  30745. φλόγινος, η, ον
  30746. φλογιστός, ή, όν
  30747. φλογμός, οῦ (ὁ)
  30748. φλογοειδής, ής, ές
  30749. φλογώδης, ης, ες
  30750. φλογωπός, ός, όν
  30751. φλόγωσις, εως (ἡ)
  30752. φλογώψ, ῶπος
  30753. φλόϊνος, η, ον
  30754. φλοιός, οῦ (ὁ)
  30755. φλοῖσβος, ου (ὁ)
  30756. φλοίω
  30757. φλοιώδης, ης, ες
  30758. φλόξ, φλογός (ἡ)
  30759. φλόος, ου (ὁ)
  30760. φλυαρέω-ῶ
  30761. φλυαρία, ας (ἡ)
  30762. φλύαρος, ος, ον
  30763. φλυαρώδης, ης, ές
  30764. φλυηρέω
  30765. φλύκταινα (ἡ)
  30766. φλύω
  30767. φόβεαι
  30768. φοϐέεσκον
  30769. φοβερός, ά, όν
  30770. φοβερότης, ητος (ἡ)
  30771. φοβερῶς
  30772. φοβεῦ
  30773. φοβέω-ῶ
  30774. φόβη, ης (ἡ)
  30775. φόβηθεν
  30776. φόβημα, ατος (τό)
  30777. φοβητέος, α, ον
  30778. φοβητός, ή, όν
  30779. φόβητρον, ου (τό)
  30780. φόβονδε
  30781. φόβος, ου (ὁ)
  30782. φοιβάς, άδος (ἡ)
  30783. φοιβαστικός, ή, όν
  30784. Φοίβειος, α, ον
  30785. Φοίβη, ης (ἡ)
  30786. Φοιβήϊος, α, ον
  30787. φοιβόλαμπτος, ος, ον
  30788. φοιβόληπτος, ος, ον
  30789. φοιβονομέομαι-οῦμαι
  30790. φοῖβος, η, ον
  30791. φοινήεις, ήεσσα, ῆεν
  30792. φοινίκειος, ος, ον
  30793. φοινίκεος, έα, εον
  30794. Φοινίκη, ης
  30795. φοινικήϊος1, η, ον
  30796. Φοινικήϊος 2, η, ον
  30797. φοινικικός 1, ή, όν
  30798. Φοινικικός2, ή, όν
  30799. φοινίκινος1, η, ον
  30800. φοινίκινος2, η, ον
  30801. φοινίκιος1, α, ον
  30802. Φοινίκιος2, α, ον
  30803. φοινικίς, ίδος (ἡ)
  30804. φοινικιστής, οῦ (ὁ)
  30805. φοινικοβάλανος, ου (ἡ)
  30806. φοινικόεις, όεσσα, όεν
  30807. φοινικοπάρῃος, ος, ον
  30808. φοινικοῦς, ῆ, οῦν
  30809. φοινικών, ῶνος (ὁ)
  30810. φοῖνιξ1, ικος (ὁ, ἡ)
  30811. φοῖνιξ2, ικος
  30812. Φοῖνιξ3, ικος
  30813. φοίνιος, α, ον
  30814. φοίνισσα, ης
  30815. φοινίσσω
  30816. φοινός, ή, όν
  30817. φοιταλέος, α, ον
  30818. φοιτάς, άδος
  30819. φοιτάω-ῶ
  30820. φοίτησις, εως (ἡ)
  30821. φοιτητής, οῦ (ὁ)
  30822. φοῖτος, ου (ὁ)
  30823. φολιδωτός, ή, όν
  30824. φολίς, ίδος (ἡ)
  30825. φολκός, οῦ
  30826. φονάω-ῶ
  30827. φονεύς, έως
  30828. φονεύω
  30829. φονή, ῆς (ἡ)
  30830. φονικός, ή, όν
  30831. φόνιος, α, ον
  30832. φονολιβής, ής, ές
  30833. φονόρρυτος, ος, ον
  30834. φόνος, ου (ὁ)
  30835. φοξός, ή, όν
  30836. φορά, ᾶς (ἡ)
  30837. φοράδην
  30838. φορβαδικός, ή, όν
  30839. φορβάς, άδος
  30840. φορβειά, ᾶς (ἡ)
  30841. φορβή, ῆς (ἡ)
  30842. φορέεσκον
  30843. φορεῖον, ου (τό)
  30844. φορεύς, έως (ὁ)
  30845. φορέω-ῶ
  30846. φορηδόν
  30847. φόρημα, ατος (τό)
  30848. φορήμεναι
  30849. φορητός, ή, όν
  30850. φορίνη, ης (ἡ)
  30851. Φορκίδες, ων (αἱ)
  30852. Φόρκυνος, ου (ὁ)
  30853. Φόρκυς, υος (ὁ)
  30854. φορμηδόν
  30855. φόρμιγξ, ιγγος (ἡ)
  30856. φορμίζω
  30857. φορμικτής, οῦ (ὁ)
  30858. φορμίς, ίδος (ἡ)
  30859. Φορμίων, ωνος (ὁ)
  30860. φορμός, οῦ (ὁ)
  30861. φορολογέω-ῶ
  30862. φορολόγος, ος, ον
  30863. φόρος, ου
  30864. φορός, ός,
  30865. φορτηγέω-ῶ
  30866. φορτηγικός, ή, όν
  30867. φορτηγός, ός, όν
  30868. φορτίζω
  30869. φορτικός, ή, όν
  30870. φορτικότης, ητος (ἡ)
  30871. φορτικῶς
  30872. φορτίον, ου (τό)
  30873. φορτίς, ίδος (ἡ)
  30874. φόρτος, ου (ὁ)
  30875. φορτοφορέω-ῶ
  30876. φορύνω
  30877. φορύσσω
  30878. φορυτός, οῦ (ὁ)
  30879. φόως (τό)
  30880. φόωσδε
  30881. φραγέλλιον, ου (τό)
  30882. φραγελλόω-ῶ
  30883. φραγῆναι
  30884. φράγμα, ατος (τό)
  30885. φραγμός, οῦ (ὁ)
  30886. φράγνυμι
  30887. φραδής, ής, ές
  30888. φραδμοσύνη, ης (ἡ)
  30889. φράδμων, ων, ον
  30890. φράζεο
  30891. φράζω
  30892. φράξαι
  30893. φράσις, εως (ἡ)
  30894. φράσσω
  30895. φραστήρ, ῆρος (ὁ)
  30896. φραστικός, ή, όν
  30897. φράτηρ, ερος (ὁ)
  30898. φράτρα, ας (ἡ)
  30899. φρατρία, ας (ἡ)
  30900. φρατρίαρχος, ου (ὁ)
  30901. φράττω
  30902. φράτωρ, ορος (ὁ)
  30903. φρέαρ, ατος (τό)
  30904. φρεατιαῖος, α, ον
  30905. φρεῖαρ, ατος (τό)
  30906. φρεναπατάω-ῶ
  30907. φρεναπάτης, ου (ὁ)
  30908. φρενήρης, ης, ες
  30909. φρενιτιάω-ῶ
  30910. φρενιτίζω
  30911. φρενῖτις, ιδος (ἡ)
  30912. φρενοβλαβής, ής, ές
  30913. φρενοδαλής, ής, ές
  30914. φρενόθεν
  30915. φρενομανής, ής, ές
  30916. φρενομόρως
  30917. φρενοπληγής, ής, ές
  30918. φρενόπληκτος, ος, ον
  30919. φρενόω-ῶ
  30920. φρεωρυχέω-ῶ
  30921. φρεωρύχος, ος, ον
  30922. φρήν, φρενός
  30923. φρήτρη, ης (ἡ)
  30924. φρίκη, ης (ἡ)
  30925. φρικτός, ή, όν
  30926. φρικώδης, ης, ες
  30927. φριμάσσομαι
  30928. φρίξ, φρικός (ἡ)
  30929. φριξαύχην, χενος
  30930. φρίσσω
  30931. φροιμιάζομαι
  30932. φροίμιον, ου (τό)
  30933. φρονέω-ῶ
  30934. φρόνημα, ατος (τό)
  30935. φρόνησις, εως (ἡ)
  30936. φρονητέον
  30937. φρόνιμος, ος, ον
  30938. φρονίμως
  30939. φρόνις, εως (ἡ)
  30940. φρονούντως
  30941. φροντίζω
  30942. φροντίς, ίδος (ἡ)
  30943. φρόντισμα, ατος
  30944. φροντιστέον
  30945. φροντιστήριον, ου (τό)
  30946. φροντιστής, οῦ (ὁ)
  30947. φροντιστικός, ή, όν
  30948. φροντιστικῶς
  30949. φροῦδος, η, ον
  30950. φρουρά, ᾶς (ἡ)
  30951. φρουραρχία, ας (ἡ)
  30952. φρούραρχος, ου (ὁ)
  30953. φρουρέω-ῶ
  30954. φρούρημα, ατος (τό)
  30955. φρούριον, ου (τό)
  30956. φρουρίς, ίδος (ἡ)
  30957. φρουρός, οῦ (ὁ)
  30958. φρύαγμα, ατος (τό)
  30959. φρυαγματίας, ου
  30960. φρυάσσω
  30961. φρυγανισμός, οῦ (ὁ)
  30962. φρύγανον, ου (τό)
  30963. Φρυγία, ας (ἡ)
  30964. Φρύγιος, α, ον
  30965. φρύγω
  30966. φρυκτός, ή, ον
  30967. φρυκτωρέω-ῶ
  30968. φρυκτωρία, ας (ἡ)
  30969. φρυκτώριον, ου (τό)
  30970. φρυκτωρός, οῦ (ὁ)
  30971. φρύνη, ης (ἡ)
  30972. φρῦνος, ου (ο, ἡ)
  30973. Φρύξ, Φρυγός
  30974. φῦ
  30975. φύγαδε
  30976. φυγαδευτήριον, ου (τό)
  30977. φυγαδεύω
  30978. φυγαδικός, ή, όν
  30979. φυγαδοθήρας, ου
  30980. φυγαίχμης, ου
  30981. φυγάς, άδος
  30982. φυγγάνω
  30983. φύγδα
  30984. φυγέειν
  30985. Φύγελος, ου (ὁ)
  30986. φυγή, ῆς (ἡ)
  30987. φύγῃσι
  30988. φυγομαχέω-ῶ
  30989. φυγοπτόλεμος, ος, ον
  30990. φύζα, ης (ἡ)
  30991. φυζακινός, ή, όν
  30992. φυή, ῆς (ἡ)
  30993. φύη
  30994. φύκης, ου (ὁ)
  30995. φυκιόεις, όεσσα, όεν
  30996. φυκίον, ου (τό)
  30997. φυκίς, ίδος (ἡ)
  30998. φῦκος, εος-ους (τό)
  30999. φυκόω-ῶ
  31000. φυκτός, ή, όν
  31001. φυλάζω
  31002. φυλακή, ῆς
  31003. Φυλάκη, ης (ἡ)
  31004. φυλακίζω
  31005. φυλακικός, ή,
  31006. Φυλάκιος, ου (ὁ)
  31007. φύλακος, ου (ὁ)
  31008. φυλακτέος, α, ον
  31009. φυλακτήρ, ῆρος (ὁ)
  31010. φυλακτήριος, α, ον
  31011. φυλάκτης, ου (ὁ)
  31012. φυλακτικός, ή, όν
  31013. φύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  31014. φυλάξομεν
  31015. φυλαρχέω-ῶ
  31016. φύλαρχος, ου (ὁ)
  31017. φυλάσσω
  31018. φυλέτης, ου (ὁ)
  31019. φυλετικός, ή, όν
  31020. Φυλεύς, έως (ὁ)
  31021. φυλή, ῆς (ἡ)
  31022. φυλίη, ης (ἡ)
  31023. φυλλάριον, ου (τό)
  31024. φυλλάς, άδος (ἡ)
  31025. φυλλεῖον, ου (τό)
  31026. φύλλινος, η, ον
  31027. φυλλίτης, ου
  31028. φυλλοβολέω-ῶ
  31029. φύλλον, ου (τό)
  31030. φυλλορροέω-ῶ
  31031. φυλλοχοέω-ῶ
  31032. φυλλοχόος, ος, ον
  31033. φυλοκρινέω-ῶ
  31034. φῦλον, ου (τό)
  31035. φύλοπις, ιδος (ἡ)
  31036. φῦμα, ατος (τό)
  31037. φῦναι
  31038. φύξηλις, ιδος
  31039. φυξίμηλα, ων (τά)
  31040. φύξιμος, ος, ον
  31041. φύξιος, ος, ον
  31042. φύξις, εως (ἡ)
  31043. φύραμα, ατος (τό)
  31044. φυράω-ῶ
  31045. φύρδην
  31046. φυρμός, οῦ (ὁ)
  31047. φύρω
  31048. φύς, φῦσα
  31049. φῦσα, ης (ἡ)
  31050. φυσαλίς, ίδος (ἡ)
  31051. φύσαλος, ου (ὁ)
  31052. φυσάω-ῶ
  31053. φυσέω
  31054. φύση, ης (ἡ)
  31055. φύσημα, ατος (τό)
  31056. φυσητήρ, ῆρος
  31057. φυσίαμα, ατος (τό)
  31058. φυσιάω-ῶ
  31059. φυσίζοος, ος, ον
  31060. φυσικός, ή, όν
  31061. φυσικῶς
  31062. φυσιολογέω-ῶ
  31063. φισιολογία, ας (ἡ)
  31064. φισιολόγος, ου (ὁ)
  31065. φυσιόω1-ῶ
  31066. φυσιόω2-ῶ
  31067. φυσιόων
  31068. φυσιόωντες
  31069. φύσις, εως (ἡ)
  31070. φυσίωσις1, εως (ἡ)
  31071. φυσίωσις2, εως (ἡ)
  31072. φύσκη, ης (ἡ)
  31073. φύσκων, ωνος
  31074. φυστή, ῆς (ἡ)
  31075. φύστις, εως (ἡ)
  31076. φυταλιή, ῆς (ἡ)
  31077. φυτάλμιος, ος, ον
  31078. φυτάς, αδός (ἡ)
  31079. φυτεία, ας (ἡ)
  31080. φύτευμα, ατος (τό)
  31081. φυτευτήριον, ου (τό)
  31082. φυτεύω
  31083. φυτηκομία, ας (ἡ)
  31084. φυτηκόμος, ου (ὁ)
  31085. φυτόν, οῦ (τό)
  31086. φυτός, ή, όν
  31087. φυτοσπόρος, ου (ὁ)
  31088. φυτουργέω-ῶ
  31089. φυτουργός, ός, όν
  31090. φύω
  31091. φῶ, ῇ, ῇς, ῶμεν
  31092. φώγω
  31093. φωΐς, φωΐδος (ἡ)
  31094. Φωκαεύς, έως (ὁ)
  31095. Φώκαια, ας (ἡ)
  31096. Φωκαιεύς, έως
  31097. Φωκαιῆθεν
  31098. Φωκαΐς, ΐδος
  31099. Φωκαΐτης, ου
  31100. Φωκεύς, έως (ὁ)
  31101. φώκη, ης (ἡ)
  31102. Φωκικός, ή, όν
  31103. Φωκίς, ίδος
  31104. Φωκίων, ωνος (ὁ)
  31105. φῶκται, ῶν (αἱ)
  31106. φωλάς, άδος
  31107. φωλεία, ας (ἡ)
  31108. φωλεός, οῦ (ὁ)
  31109. φώλευσις, εως (ἡ)
  31110. φωλεύω
  31111. φωλεώδης, ης, ες
  31112. φωλία, ας (ἡ)
  31113. φωνάεις, άεσσα, ᾶεν
  31114. φωνᾶντα
  31115. φωνασκέω-ῶ
  31116. φωνασκία, ας (ἡ)
  31117. φωνασκικός, ή, όν
  31118. φωνασκός, οῦ (ὁ)
  31119. φωνέω-ῶ
  31120. φωνή, ῆς (ἡ)
  31121. φωνήεις, ήεσσα, ῆεν
  31122. φώνημα, ατος (τό)
  31123. φωνητικός, ή, όν
  31124. φώρ, φωρός (ὁ)
  31125. φωράω-ῶ
  31126. φωριαμός, οῦ (ὁ, ἡ)
  31127. φώριος, ος, ον
  31128. φῷς, φῳδός (ἡ)
  31129. φῶς, φωτός (τό)
  31130. φώς, φωτός (ὁ, ἡ)
  31131. φῴς, φῳδός (ἡ)
  31132. φωστήρ, ῆρος (ὁ)
  31133. φωσσώνιον, ου (τό)
  31134. φωσφόρεια, ων (τά)
  31135. φωσφόρος, ος, ον
  31136. φωσώνιον
  31137. φωταγωγός, ός, όν
  31138. φωτεινός, ή, όν
  31139. φωτίγγιον, ου (τό)
  31140. φῶτιγξ, ιγγος (ὁ, ἡ)
  31141. φωτίζω
  31142. φωτισμός, οῦ (ὁ)
  31143. φωτοειδής, ής, ές
  31144. Ψ, ψ (ψῖ)
  31145. ψαίρω
  31146. ψαιστός, ή, όν
  31147. ψαίω
  31148. ψάκαλον, ου (τό)
  31149. ψακάς, άδος (ἡ)
  31150. ψαλάσσω
  31151. ψαλίζω
  31152. ψάλιον, ου (τό)
  31153. ψαλίς, ίδος (ἡ)
  31154. ψάλλω
  31155. ψαλμός, οῦ (ὁ)
  31156. ψαλτήριον, ου (τό)
  31157. ψάλτης, ου (ὁ)
  31158. ψάμαθος, ου (ἡ)
  31159. ψάμμα
  31160. ψάμμη, ης (ἡ)
  31161. ψάμμινος, η, ον
  31162. ψάμμιος, α, ον
  31163. ψάμμος, ου (ἡ)
  31164. ψαμμώδης, ης, ες
  31165. ψάρ, ψαρός (ὁ)
  31166. ψᾶρος, ου (ὁ)
  31167. ψαρός, ά, όν
  31168. ψαῦσις, εως (ἡ)
  31169. ψαύω
  31170. ψαφαρός, ά, όν
  31171. ψάω-ῶ
  31172. ψέγω
  31173. ψεδνός, ή, όν
  31174. ψεκάς, άδος (ἡ)
  31175. ψεκτέος, α, ον
  31176. ψέκτης, ου (ὁ)
  31177. ψεκτός, ή, όν
  31178. ψέλιον, ου (τό)
  31179. ψελιοφόρος, ος, ον
  31180. ψελλίζω
  31181. ψελλισμός, οῦ (ὁ)
  31182. ψελλός, ή, όν
  31183. ψελλότης, ητος (ἡ)
  31184. ψευδάγγελος, ου (ὁ)
  31185. ψευδάδελφος, ου (ὁ)
  31186. ψευδαλέξανδρος, ου (ὁ)
  31187. ψευδαπόστολος, ου (ὁ)
  31188. ψευδαττικός, ή, όν
  31189. ψευδενέδρα, ας (ἡ)
  31190. ψευδεπίγραφος, ος, ον
  31191. ψεύδη
  31192. ψευδῆ
  31193. ψευδηγορέω-ῶ
  31194. ψευδηλογέω-ῶ
  31195. ψευδηρακλῆς, έους (ὁ)
  31196. ψευδής, ής, ές
  31197. ψευδοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
  31198. ψευδοδοξία, ας (ἡ)
  31199. ψευδοκῆρυξ, υκος (ὁ)
  31200. ψευδοκλητεύω
  31201. ψευδολογέω-ῶ
  31202. ψευδολογία, ας (ἡ)
  31203. ψευδολογιστής, οῦ (ὁ)
  31204. ψευδολόγος, ος, ον
  31205. ψευδόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
  31206. ψευδομαρτυρέω-ῶ
  31207. ψευδομαρτυρία, ας (ἡ)
  31208. ψευδομαρτύριον, ου (τό)
  31209. ψευδόμαρτυς, υρος (ὁ)
  31210. ψευδονέρων, ωνος (ὁ)
  31211. ψευδοπάρθενος, ου (ἡ)
  31212. ψευδοποιέω-ῶ
  31213. ψευδοπροφήτης, ου (ὁ)
  31214. ψευδόρκιος, ος, ον
  31215. ψεύδορκος, ος, ον
  31216. ψεῦδος, εος-ους (τό)
  31217. ψευδοσοφιστής, οῦ (ὁ)
  31218. ψευδοστομέω-ῶ
  31219. ψευδοφανής, ής, ές
  31220. ψευδόφημος, ος, ον
  31221. ψευδοφίλιππος, ου (ὁ)
  31222. ψευδόχριστος, ου (ὁ)
  31223. ψευδόχρυσος, ος, ον
  31224. ψεύδω
  31225. ψευδώνυμος, ος, ον
  31226. ψευδωνύμως
  31227. ψευδῶς
  31228. ψεῦσμα, ατος (τό)
  31229. ψευστέω-ῶ
  31230. ψεύστης, ου (ὁ)
  31231. ψεύσω
  31232. ψῇς, ψῇ
  31233. ψῆγμα, ατος (τό)
  31234. ψηγμάτιον, ου (τό)
  31235. ψῆλαι
  31236. ψηλαφάω-ῶ
  31237. ψηλάφησις, εως (ἡ)
  31238. ψηλαφόων
  31239. ψήν, ψηνός (ὁ)
  31240. ψήρ
  31241. ψῆττα, ης (ἡ)
  31242. Ψηττόποδες, ων (οἱ)
  31243. ψηφιδοφόρος, ος, ον
  31244. ψηφίζω
  31245. ψηφίς, ῖδος (ἡ)
  31246. ψήφισμα, ατος (τό)
  31247. ψηφοποιός, οῦ
  31248. ψηφοφόρος, ος, ον
  31249. ψῆφος, ου
  31250. ψηφοφορέω-ῶ
  31251. ψηφοφορία, ας (ἡ)
  31252. ψήχω
  31253. ψίαθος, ου (ἡ)
  31254. ψιάς, άδος (ἡ)
  31255. ψιθυρίζω
  31256. ψιθυρισμός, οῦ (ὁ)
  31257. ψιθυριστής, οῦ
  31258. ψίθυρος,α,ον
  31259. ψιλικός, ή, όν
  31260. ψιλός, ή, όν
  31261. ψιλότης, ητος
  31262. ψιλόω-ῶ
  31263. ψιλῶς
  31264. ψίλωσις, εως (ἡ)
  31265. ψιμύθιον, ου (τό)
  31266. ψιμυθιόω-ῶ
  31267. ψίμυθος, ου (ὁ)
  31268. ψίν
  31269. ψίξ, ψιχός (ἡ, ὁ)
  31270. ψιττακός, οῦ (ὁ)
  31271. ψιχίον, ου (τό)
  31272. ψίω
  31273. ψογερός, ά, όν
  31274. ψόγος, ου (ὁ)
  31275. ψολόεις, όεσσα, όεν
  31276. ψόλος, ου (ὁ)
  31277. ψοφέω-ῶ
  31278. ψοφοδεής, ής, ές
  31279. ψοφοδεῶς
  31280. ψόφος, ου (ὁ)
  31281. ψοφώδης, ης, ες
  31282. ψυγήσομαι
  31283. ψυγῶ, ῇς, ῇ
  31284. ψύθος, εος-ους (τό)
  31285. ψυκτήρ, ῆρος (ὁ)
  31286. ψυκτικός, ή, όν
  31287. ψύλλα, ης (ἡ)
  31288. ψύλλον, ου (τό)
  31289. ψυλλοτοξότης, ου (ὁ)
  31290. ψύττα
  31291. ψυχά
  31292. ψυχαγωγέω-ῶ
  31293. ψυχαγωγία, ας
  31294. ψυχαγωγός, ός,
  31295. ψυχάζω
  31296. ψυχάω-ῶ
  31297. ψυχεινός, ή, όν
  31298. ψυχή, ῆς
  31299. ψυχήϊος, α, ον
  31300. ψυχικός, ή, όν
  31301. ψυχογονία, ας (ἡ)
  31302. ψυχομαντεῖον, ου (τό)
  31303. ψυχοπομπεῖον, ου (τό)
  31304. ψυχοπομπός, οῦ (ὁ)
  31305. ψυχορραγέω-ῶ
  31306. ψυχορραγής, ής, ές
  31307. ψῦχος, εος-ους (τό)
  31308. ψυχοστασία, ας (ἡ)
  31309. ψυχόω-ῶ
  31310. ψυχρήλατος, ος, ον
  31311. ψυχρία, ας (ἡ)
  31312. ψυχροβαφής, ής, ές
  31313. ψυχροδόχος, ος, ον
  31314. ψυχρολογέω-ῶ
  31315. ψυχρολογία, ας (ἡ)
  31316. ψυχρολουτέω-ῶ
  31317. ψυχρομιγής, ής, ές
  31318. ψυχροποσία, ας (ἡ)
  31319. ψυχροποτέω-ῶ
  31320. ψυχροπότης, ου
  31321. ψυχρός, ά, όν
  31322. ψυχρότης, ητος (ἡ)
  31323. ψυχρῶς
  31324. ψύχω
  31325. ψῶ
  31326. ψωλή, ῆς (ἡ)
  31327. ψωμίζω
  31328. ψωμίον, ου (τό)
  31329. ψώμισμα, ατος (τό)
  31330. ψωμός, οῦ (ὁ)
  31331. ψώρα, ας (ἡ)
  31332. ψωραλέος, α, ον
  31333. ψωριάω-ῶ
  31334. ψωρικός, ή, όν
  31335. ψώχω
  31336. --Ρ, ῥ (ῥῶ) (τό)
  31337. Σ, σ, ς (σίγμα
  31338. σ᾽
  31339. σά
  31340. σᾶ
  31341. Σαβάζιος, ου (ὁ)
  31342. σαββατίζω
  31343. σαββατισμός, οῦ (ὁ)
  31344. σάββατον, ου (τό)
  31345. σαβοῖ
  31346. Σάβος, ου (ὁ)
  31347. σάγαρις, εως (ἡ)
  31348. σάγη, ης (ἡ)
  31349. σαγηνεία, ας (ἡ)
  31350. σαγηνεύς, έως (ὁ)
  31351. σαγηνευτής, οῦ (ὁ)
  31352. σαγηνεύω
  31353. σαγήνη, ης (ἡ)
  31354. σάγμα, ατος (τό)
  31355. σάγος, ου (ὁ)
  31356. Σαδδουκαῖος, ου (ὁ)
  31357. Σαδυάττης, ου (ὁ)
  31358. σαθρός, ά, όν
  31359. σαίνω
  31360. σαίρω1
  31361. σαίρω2
  31362. Σάϊς, εως (ἡ)
  31363. Σαΐτης, ου (ὁ)
  31364. Σαϊτικός, ή, όν
  31365. σακέσπαλος, ος, ον
  31366. σακεσφόρος, ος, ον
  31367. σάκιον, ου (τό)
  31368. σακκέω-ῶ
  31369. σάκκιον, ου (τό)
  31370. σάκκος, ου (ὁ)
  31371. σακκοφόρος, ος, ον
  31372. σάκος1, εος-ους (τό)
  31373. σάκος2
  31374. σάκτας, ου (ὁ)
  31375. σάκτωρ, ορος (ὁ)
  31376. σαλάκων, ωνος (ὁ)
  31377. σαλαμάνδρα, ας (ἡ)
  31378. Σαλαμίν, ῖνος (ἡ)
  31379. Σαλαμινιάς, άδος
  31380. Σαλαμίνιος, α, ον
  31381. Σαλαμίς, ῖνος (ἡ)
  31382. σαλεύω
  31383. Σαλμώνη, ης (ἡ)
  31384. Σαλμώνιον, ου (τό)
  31385. Σαλμωνίς, ίδος
  31386. σάλος, ου (ὁ)
  31387. σάλπιγξ, ιγγος (ἡ)
  31388. σαλπίζω
  31389. σαλπιγκτής, οῦ (ὁ)
  31390. σαλπικτής, οῦ (ὁ)
  31391. σαλπίσσω
  31392. σαλπιστής, οῦ (ὁ)
  31393. σαλώμη, ης (ἡ)
  31394. Σαλωμών, ῶντος (ὁ)
  31395. Σάμαινα, ας (ἡ)
  31396. Σαμάρεια, ας (ἡ)
  31397. Σαμαρίτης, ου
  31398. Σαμαρίτις, ιδος
  31399. σαμβύκη, ης (ἡ)
  31400. σαμβυκιστής, οῦ (ὁ)
  31401. σαμβυκίστρια, ας (ἡ)
  31402. Σαμία, ας (ἡ)
  31403. Σαμιακός, ή, όν
  31404. Σάμιος, α, ον
  31405. Σαμνῖται, ων (οἱ)
  31406. Σαμοθρᾴκη, ης (ἡ)
  31407. Σαμοθρᾴκιος, α, ον
  31408. Σαμοθρᾴξ, ᾷκος
  31409. Σαμοθρήϊκες
  31410. Σαμοθρηΐκη, ης (ἡ)
  31411. Σαμοθρηΐκιος, η, ον
  31412. σάμος, ου (ἡ)
  31413. σάμπι (τό)
  31414. Σαμψών (ὁ)
  31415. σάν (τό)
  31416. σανδάλιον, ου (τό)
  31417. σάνδαλον, ου (τό)
  31418. σανδαράκη, ης (ἡ)
  31419. σανδαράκινος, ος, ον
  31420. σανδαράχη, ης (ἡ)
  31421. σανίδωμα, ατος (τό)
  31422. σανίς, ίδος
  31423. σαοῖ
  31424. σάος, σάος, σάον
  31425. σαοφροσύνη, ης (ἡ)
  31426. σαόφρων, ων, ον
  31427. σαόω-ῶ
  31428. σαπείην
  31429. σαπρός, ά, όν
  31430. σαπρότης, ητος (ἡ)
  31431. Σαπφικός, ή, όν
  31432. σάπφιρος, ου (ὁ)
  31433. Σαπφώ, οῦς (ἡ)
  31434. σαπών, οῦσα, όν
  31435. Σάρα, ης (ἡ)
  31436. Σαραπεῖον, ου (τό)
  31437. Σάραπις, ιδος (ὁ)
  31438. σαργάνη, ης (ἡ)
  31439. σάρδα, ης (ἡ)
  31440. Σαρδάνιος, α, ον
  31441. Σάρδεις, εων (αἱ)
  31442. Σαρδιανός, ή, όν
  31443. Σάρδιες, ίων (αἱ)
  31444. Σαρδιηνός, ή, όν
  31445. σαρδίνη, ης (ἡ)
  31446. σαρδῖνος, ου (ὁ)
  31447. σάρδιον, ου (τό)
  31448. Σάρδιος, ου
  31449. Σαρδονικός, ή, όν
  31450. Σαρδόνιος1, α, ον
  31451. Σαρδόνιος2, α, ον
  31452. σαρδόνυξ, υχος (ὁ)
  31453. Σαρδώ, οῦς (ἡ)
  31454. Σαρδώνιος, α, ον
  31455. Σαρδῷος, α, ον
  31456. Σάραπτα, ων (τά)
  31457. Σάρεπτα, ων (τά)
  31458. σάρισα, ης (ἡ)
  31459. σαρκίδιον, ου (τό)
  31460. σαρκίζω
  31461. σαρκικός, ή, όν
  31462. σάρκινος, η, ον
  31463. σαρκίον, ου (τό)
  31464. σαρκοβόρος, ος, ον
  31465. σαρκοποιέω-ῶ
  31466. σαρκοποιός, ός, όν
  31467. σαρκοφαγέω-ῶ
  31468. σαρκοφαγία, ας (ἡ)
  31469. σαρκοφάγος, ος, ον
  31470. σαρκόω-ῶ
  31471. σαρκώδης, ης, ες
  31472. σάρκωσις, εως (ἡ)
  31473. σάρξ, σαρκός (ἡ)
  31474. σαρόω-ῶ
  31475. σάρον, ου (τό)
  31476. Σάρρα, ης (ἡ)
  31477. Σαρματία, ας (ἡ)
  31478. σαρῶ
  31479. σατάν (ὁ)
  31480. σατανᾶς, ᾶ (ὁ)
  31481. σάτον, ου (τό)
  31482. σατραπεία, ας (ἡ)
  31483. σατραπεύω
  31484. σατραπηΐη, ης (ἡ)
  31485. σατράπης, ου (ὁ)
  31486. σατραπικός, ή, όν
  31487. σάσσω
  31488. σατυρικός, ή, όν
  31489. σατύριον, ου (τό)
  31490. σατυρίσκος, ου (ὁ)
  31491. σάτυρος, ου (ὁ)
  31492. σατυρώδης, ης, ες
  31493. σαυλόομαι-οῦμαι
  31494. σαῦλος, η, ον
  31495. Σαυνῖται, ῶν (οἱ)
  31496. Σαυνιτικός, ή, όν
  31497. Σαυνῖτις, ιδος
  31498. σαύρα, ας (ἡ)
  31499. σαύρη, ης (ἡ)
  31500. Σαυρομάται, ῶν (οἱ)
  31501. Σαυροματίς, ίδος
  31502. σαῦρος, ου (ὁ)
  31503. σαυρωτήρ, ῆρος (ὁ)
  31504. σαυτοῦ, ῆς
  31505. σάφα
  31506. σαφέως
  31507. σαφήνεια, ας (ἡ)
  31508. σαφηνέως
  31509. σαφηνής, ής, ές
  31510. σαφηνίζω
  31511. σαφηνιστικός, ή, όν
  31512. σαφηνῶς
  31513. σαφής, ής, ές
  31514. σαφῶς
  31515. σαχθείς, εῖσα, έν
  31516. σάω1
  31517. σάω2
  31518. σαωθῆναι
  31519. σαῷς
  31520. σαωσέμεν
  31521. σαώτερος, α, ον
  31522. σβέννυμι
  31523. σβέσις, εως (ἡ)
  31524. σβέσσαι
  31525. σβεστήρ, ῆρος
  31526. σβεστήριος, α, ον
  31527. σβέσω
  31528. σέ
  31529. σέας
  31530. σεαυτοῦ, ῆς
  31531. σεβάζω
  31532. σέβας (τό)
  31533. σέβασις, εως (ἡ)
  31534. σέβασμα, ατος (τό)
  31535. σεβάσμιος, ος, ον
  31536. σεβασμός, οῦ (ὁ)
  31537. σεβαστός, ή, όν
  31538. σεβίζω
  31539. σέβω
  31540. σέθεν
  31541. σεῖ᾽
  31542. Σειληνός, οῦ (ὁ)
  31543. σεῖο
  31544. σεῖον
  31545. σειρά, ᾶς (ἡ)
  31546. σειραῖος, α, ον
  31547. σειραφόρος, ος, ον
  31548. σειρή, ῆς (ἡ)
  31549. Σειρήν, ῆνος (ἡ)
  31550. σείριος, α, ον
  31551. σειρός, οῦ (ὁ)
  31552. σείσατο
  31553. σεισάχθεια, ας (ἡ)
  31554. σεισματίας, ου
  31555. σεισμός, οῦ (ὁ)
  31556. σεῖστρον, ου (τό)
  31557. σεῖστρος, ου (ὁ)
  31558. σείω
  31559. Σεκοῦνδος, ου (ὁ)
  31560. σέλᾳ
  31561. σελαγέω-ῶ
  31562. σελάννα
  31563. σέλας, αος (τό)
  31564. σελασφόρος, ος, ον
  31565. σελάχιον, ου (τό)
  31566. σέλαχος, εος-ους (τό)
  31567. Σελεύκεια, ας (ἡ)
  31568. Σελευκεύς, έως (ὁ)
  31569. σελευκίς, ίδος (ἡ)
  31570. Σέλευκος, ου (ὁ)
  31571. σεληναία, ας (ἡ)
  31572. σεληναῖος, α, ον
  31573. σελήνη, ης (ἡ)
  31574. σεληνιάζομαι
  31575. σεληνιακός, ή, όν
  31576. σεληνίς, ίδος (ἡ)
  31577. σεληνίτης, ου
  31578. σέλινον, ου (τό)
  31579. Σελινούντιος, α, ον
  31580. Σελινοῦς, οῦντος (ὁ, ἡ)
  31581. Σελινούσιος, α, ον
  31582. σελίς, ίδος (ἡ)
  31583. σέλμα, ατος (τό)
  31584. Σεμέλη, ης (ἡ)
  31585. σεμίδαλις, εως (ἡ)
  31586. Σεμίραμις, εως (ἡ)
  31587. σεμνολογέω-ῶ
  31588. σεμνολογία, ας (ἡ)
  31589. σεμνολόγος, ος, ον
  31590. σεμνόμαντις, εως (ὁ)
  31591. σεμνομυθέω-ῶ
  31592. σεμνοπροσωπέω-ῶ
  31593. σεμνός, ή, όν
  31594. σεμνόστομος, ος, ον
  31595. σεμνότης, ητος (ἡ)
  31596. σεμνότιμος, ος, ον
  31597. σεμνοτυφία, ας (ἡ)
  31598. σεμνόω-ῶ
  31599. σεμνύνω
  31600. σεμνῶς
  31601. σέο
  31602. Σεπτέμβριος1, ου (ὁ)
  31603. Σεπτέμβριος2, α, ον
  31604. σεπτήριον, ου (τό)
  31605. σεπτός, ή, όν
  31606. Σέραπις, ιδος (ὁ)
  31607. Σεραπεῖον, ου (τό)
  31608. Σέργιος, ου (ὁ)
  31609. Σερίφιος, ου
  31610. Σέριφος, ου (ἡ)
  31611. Σερτώριος, ου (ὁ)
  31612. σέρφος, ου (ὁ)
  31613. σέσαγμαι
  31614. σέσελις, εως (ἡ)
  31615. σεσήμανται
  31616. σεσήμασμαι
  31617. σέσηπα
  31618. σεσηρώς, υῖα, ός
  31619. σέσησμαι
  31620. Σέσωστρις, ιος (ὁ)
  31621. σεῦ
  31622. σεῦα
  31623. Σεύθης, ου (ὁ)
  31624. σεῦται,
  31625. σευτλίον, ου (τό)
  31626. σεῦτλον, ου (τό)
  31627. σεύω
  31628. σεφθείς εῖσα, έν
  31629. σεωυτοῦ
  31630. σήθω
  31631. σηκάζω
  31632. σήκασθεν
  31633. σηκοκόρος, ου (ὁ)
  31634. σηκός, οῦ (ὁ)
  31635. σηκόω-ῶ
  31636. σηκώδης, ης, ες
  31637. σῆμα, ατος (τό)
  31638. σημαίνω
  31639. σημαιοφόρος, ου (ὁ)
  31640. σημανέω
  31641. σημαντήριον, ου (τό)
  31642. σημαντικός, ή, όν
  31643. σημαντικῶς
  31644. σημαντρίς, ίδος
  31645. σήμαντρον, ου (τό)
  31646. σημάντωρ, ορος (ὁ)
  31647. σημασία, ας (ἡ)
  31648. σηματουργός, οῦ (ὁ)
  31649. σημειογράφος, ου (ὁ)
  31650. σημεῖον, ου (τό)
  31651. σημειοφόρος, ου (ὁ)
  31652. σημειόω-ῶ
  31653. σημειώδης, ης, ες
  31654. σημείωσις, εως (ἡ)
  31655. σήμερον
  31656. σημήϊον, ου (τό)
  31657. σημικίνθιον, ου (τό)
  31658. σηπεδών, όνος (ἡ)
  31659. σηπία, ας (ἡ)
  31660. Σηπιάς, άδος (ἡ)
  31661. σήπω
  31662. σήρ, σηρός (ὁ)
  31663. σηραγγώδης, ης, ες
  31664. σῆραγξ, αγγος (ἡ)
  31665. σηρικός, ή, όν
  31666. σής, σεός (ὁ)
  31667. σῇς
  31668. σησαμαῖος, α, ον
  31669. σησάμη, ης (ἡ)
  31670. σησαμῆ, ῆς (ἡ)
  31671. σησάμινος, η, ον
  31672. σήσαμον, ου (τό)
  31673. σητάνειος, α, ον
  31674. σητάνιος, α, ον
  31675. σητόβρωτος, ος, ον
  31676. σήψ, σηπός (ἡ, ὁ)
  31677. σθεναρός, ά, όν
  31678. σθένεια, ων (τά)
  31679. σθένος, εος-ους (τό)
  31680. σθενόω-ῶ
  31681. σθένω
  31682. σιαγών, όνος (ἡ)
  31683. σιαίνω
  31684. σίαλον, ου (τό)
  31685. σίαλος, ου (ὁ)
  31686. σιβρίται, ῶν (οἱ)
  31687. σίβυλλα, ης (ἡ)
  31688. σιβύλλειος, α, ον
  31689. σιβυλλιστής, οῦ (ὁ)
  31690. σῖγα
  31691. σιγά
  31692. σίγα
  31693. σιγᾷ
  31694. σιγάζω
  31695. σιγαλόεις, όεσσα, όεν
  31696. σιγάω-ῶ
  31697. Σίγειον, ου (τό)
  31698. σιγή, ῆς (ἡ)
  31699. σιγηλός, ή, όν
  31700. σίγλος, ου (ὁ)
  31701. σῖγμα, ατος (τό)
  31702. σιγμός, οῦ (ὁ)
  31703. σιγύνης, ου (ὁ)
  31704. σιδάρειος, α, ον
  31705. σιδαρονόμος, ος, ον
  31706. σιδαρόπλακτος, ος, ον
  31707. σίδαρος
  31708. σίδη, ης (ἡ)
  31709. σιδηρεία, ας (ἡ)
  31710. σιδηρεῖον, ου (τό)
  31711. σιδήρειος, α, ον
  31712. σιδήρεος, α, ον
  31713. σιδηρεύς, έως (ὁ)
  31714. σιδήριον, ου (τό)
  31715. σιδηρῖτις, ιδος
  31716. σιδηροβρώς, ῶτος
  31717. σιδηρόδετος, ος, ον
  31718. σιδηροκμής, ῆτος
  31719. σιδηρομήτωρ, ορος (ἡ)
  31720. σιδηρόπλαστος, ος, ον
  31721. σίδηρος dór. σίδαρος, ου (ὁ)
  31722. σιδηρόσπαρτος, ος, ον
  31723. σιδηροτέκτων, ονος (ὁ)
  31724. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν
  31725. σιδηροφορέω-ῶ
  31726. σιδηρόφρων, ων, ον
  31727. σιδηρόχαλκος, ος, ον
  31728. σιδηρόω-ῶ
  31729. σίδιον, ου (τό)
  31730. Σιδονίηθεν
  31731. Σιδόνιος, α, ον
  31732. Σιδών1, ῶνος (ἡ)
  31733. Σιδών2, όνος (ὁ)
  31734. Σιδώνιος, α, ον,
  31735. σίζω
  31736. Σιθωνίη, ης (ἡ)
  31737. Σικανία, ας (ἡ)
  31738. Σικανικός, ή, όν
  31739. Σικανός, οῦ (ὁ)
  31740. σικάριος, ου (ὁ)
  31741. Σικελία, ας (ἡ)
  31742. Σικελικός, ή, όν
  31743. Σικελιώτης, ου (ὁ)
  31744. Σικελός, ή, όν
  31745. σίκερα (τό)
  31746. σίκιννις, ιδος (ἡ)
  31747. σίκλος, ου (ὁ)
  31748. σικύα, ας (ἡ)
  31749. σίκυον, ου (τό)
  31750. σίκυος, ου (ὁ)
  31751. Σικυών, ῶνος (ὁ, ἡ)
  31752. σικυωνία, ας (ἡ)
  31753. Σικυώνιος, α, ον
  31754. σικχαίνω
  31755. σικχός, οῦ
  31756. Σιλᾶς, ᾶ (ὁ)
  31757. Σιληνός, οῦ (ὁ)
  31758. σιληπορδέω-ῶ
  31759. σιληπορδία, ας (ἡ)
  31760. σιλλαίνω
  31761. σιλλικύπριον, ου (τό)
  31762. σίλλος, ου
  31763. Σιλουανός, οῦ (ὁ)
  31764. σίλουρος, ου (ὁ)
  31765. σίλφη, ης (ἡ)
  31766. σίλφιον, ου (τό)
  31767. σίμβλος, ου (ὁ)
  31768. σιμικίνθιον, ου (τό)
  31769. Σιμμίας, ου (ὁ)
  31770. σιμοειδής, ής, ές
  31771. Σιμόεις, όεντος (ὁ)
  31772. Σιμοεντίς, ίδος
  31773. σιμός, ή, όν
  31774. σιμότης, ητος (ἡ)
  31775. Σιμουντίς, ίδος
  31776. σιμόω-ῶ
  31777. σίμωμα, ατος (τό)
  31778. Σίμων, ωνος (ὁ)
  31779. Σιμωνίδειος, α, ον
  31780. Σιμωνίδης, ου (ὁ)
  31781. σιναμωρέω-ῶ
  31782. σινάμωρος, ος, ον
  31783. σινδονίσκη, ης (ἡ)
  31784. σινδών, όνος (ἡ)
  31785. σινέομαι
  31786. σινέσκοντο
  31787. σινιάζω
  31788. σινίον, ου (τό)
  31789. σίνις, ιδος (ὁ)
  31790. σίνομαι
  31791. σίνος, εος-ους (τό)
  31792. σίντης, ου (ὁ)
  31793. σίνω
  31794. Σινωπεύς, έως (ὁ)
  31795. Σινώπη, ης (ἡ)
  31796. Σινωπικός, ή, όν
  31797. σίπυδνος, ου (ἡ)
  31798. σιπύη, ης (ἡ)
  31799. σίραιον, ου (τό)
  31800. σιρός, οῦ (ὁ)
  31801. σίστρος, ου (ἡ)
  31802. σισύρα, ας (ἡ)
  31803. σίσυρνα, ης (ἡ)
  31804. σισυρνοφόρος, ος, ον
  31805. Σισύφειος, α, ον
  31806. Σισυφίδης, ου (ὁ)
  31807. Σίσυφος, ου (ὁ)
  31808. σῖτα, ων (τά)
  31809. σιταγωγέω-ῶ
  31810. σιταγωγία, ας (ἡ)
  31811. σιταγωγός, ός, όν
  31812. σιτάριον, ου (τό)
  31813. σιτέσκοντο
  31814. σιτεύεσκον
  31815. σιτευτής, οῦ (ὁ)
  31816. σιτευτός, ή, όν
  31817. σιτεύω
  31818. σιτέω-ῶ
  31819. σιτηρέσιον, ου (τό)
  31820. σιτηρός, ά, όν
  31821. σίτησις, εως (ἡ)
  31822. σιτιεῦμαι
  31823. σιτίζω
  31824. σιτικός, ή, όν
  31825. σιτίον, ου (τό)
  31826. σιτιστός, ή, όν
  31827. σιτοβόλιον, ου (τό)
  31828. σιτοδεία, ας (ἡ)
  31829. σιτοδοτέω-ῶ
  31830. σιτολογία, ας (ἡ)
  31831. σιτομετρέω-ῶ
  31832. σιτομέτρης, ου (ὁ)
  31833. σιτομετρία, ας (ἡ)
  31834. σιτομέτριον, ου (τό)
  31835. σιτόμετρον, ου (τό)
  31836. σῖτον, ου (τό)
  31837. σιτονόμος, ος, ον
  31838. σιτοποιέω-ῶ
  31839. σιτοποιΐα, ας (ἡ)
  31840. σιτοποιϊκός, ή, όν
  31841. σιτοποιός, ός, όν
  31842. σιτοπομπία, ας (ἡ)
  31843. σῖτος, ου (ὁ)
  31844. σιτοφάγος, ος, ον
  31845. σιτοφόρος, ος, ον
  31846. Σιτώ, οῦς (ἡ)
  31847. σιτών, ῶνος (ὁ)
  31848. σιτώνης, ου (ὁ)
  31849. σιφλόω-ῶ
  31850. Σίφνος, ου (ἡ)
  31851. σίφων, ωνος (ὁ)
  31852. Σιών (ἡ)
  31853. σιωπάω-ῶ
  31854. σιωπή, ῆς (ἡ)
  31855. σιωπηλός, ή, όν
  31856. σιωπητέος, α, ον
  31857. σκάζω
  31858. Σκαιαί, ῶν (αἱ)
  31859. σκαιός, ά, όν
  31860. σκαιοσύνη, ης (ἡ)
  31861. σκαιότης, ητος (ἡ)
  31862. σκαίρω
  31863. σκαιῶς
  31864. σκαλεύς, έως (ὁ)
  31865. σκαλεύω
  31866. σκαληνία, ας (ἡ)
  31867. σκαληνός, ή, όν
  31868. σκαληνόομαι-οῦμαι
  31869. σκάλλω
  31870. σκαλμός, οῦ (ὁ)
  31871. σκάλοψ, οπος (ὁ)
  31872. Σκαμάνδριος, ος, ον
  31873. Σκάμανδρος, ου (ὁ)
  31874. σκανδαλίζω
  31875. σκάνδαλον, ου
  31876. σκαπανεύς, έως (ὁ)
  31877. σκαπάνη, ης (ἡ)
  31878. σκᾶπτον
  31879. σκαπτός, ή, όν
  31880. σκᾶπτρον
  31881. σκάπτω
  31882. σκαρδαμυκτέω-ῶ
  31883. σκαρδαμύσσω
  31884. σκατός
  31885. σκατοφάγος, ος, ον
  31886. σκαφεῖον, ου (τό)
  31887. σκαφεύω
  31888. σκάφη, ης (ἡ)
  31889. σκαφηφορέω-ῶ
  31890. σκαφίδιον, ου (τό)
  31891. σκαφίον, ου (τό)
  31892. σκαφίς, ίδος (ἡ)
  31893. σκαφοειδής, ής, ές
  31894. σκάφος, εος-ους (τό)
  31895. σκεδάννυμι
  31896. σκέδασις, εως (ἡ)
  31897. σκεθρῶς
  31898. Σκείρων, ωνος (ὁ)
  31899. Σκειρωνίς, ίδος
  31900. σκελετός, ή, όν
  31901. σκελετώδης, ης, ες
  31902. σκελέω-ῶ
  31903. σκελλίς, ίδος (ἡ)
  31904. σκέλλω
  31905. σκέλος, εος-ους (τό)
  31906. σκέμμα, ατος (τό)
  31907. σκεπάζω
  31908. σκέπαρνον, ου (τό)
  31909. σκέπας, αος (τό)
  31910. σκέπασμα, ατος (τό)
  31911. σκεπαστήριος, α, ον
  31912. σκεπάω-ῶ
  31913. σκέπη, ης (ἡ)
  31914. σκεπόωσι
  31915. σκεπτέος, α, ον
  31916. σκεπτικός, ή, όν
  31917. σκεπτικῶς
  31918. σκέπτομαι
  31919. σκέπω
  31920. σκευά
  31921. σκευαγωγέω-ῶ
  31922. σκευαγωγός, ός, όν
  31923. σκευάζω
  31924. σκευάριον, ου (τό)
  31925. Σκευᾶς, ᾶ (ὁ)
  31926. σκευασία, ας (ἡ)
  31927. σκευαστός, ή, όν
  31928. σκευή, ῆς (ἡ)
  31929. σκευοποιέω-ῶ
  31930. σκευοποίημα, ατος (τό)
  31931. σκευοποιός, οῦ (ὁ, ἡ)
  31932. σκεῦος, εος-ους (τό)
  31933. σκευοφορέω-ῶ
  31934. σκευοφορικός, ή, όν
  31935. σκευοφόρος, ος, ον
  31936. σκευοφυλακέω-ῶ
  31937. σκευωρέω-ῶ
  31938. σκευωρία, ας (ἡ)
  31939. σκέψις, εως (ἡ)
  31940. σκῆλαι
  31941. σκηνάω-ῶ
  31942. σκηνέω-ῶ
  31943. σκηνή, ῆς (ἡ)
  31944. σκήνημα, ατος (τό)
  31945. σκηνίδιον, ου (τό)
  31946. σκηνικός, ή, όν
  31947. σκηνίς, ίδος (ἡ)
  31948. σκηνίτης, ου
  31949. σκηνοπηγία, ας (ἡ)
  31950. σκηνοποιός, ός, όν
  31951. σκηνορράφος, ου (ὁ)
  31952. σκῆνος, εος-ους (τό)
  31953. σκηνοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  31954. σκηνόω-ῶ
  31955. σκηνύδριον, ου (τό)
  31956. σκήνωμα, ατος (τό)
  31957. σκηπάνιον, ου (τό)
  31958. Σκηπίων, ωνος (ὁ)
  31959. σκηπτός, οῦ (ὁ)
  31960. σκηπτουχία, ας (ἡ)
  31961. σκηπτοῦχος, ου (ὁ)
  31962. σκῆπτρον, ου (τό)
  31963. σκήπτω
  31964. σκηρίπτω
  31965. σκῆψις, εως (ἡ)
  31966. σκιά, ᾶς (ἡ)
  31967. σκιαγραφέω-ῶ
  31968. σκιαγραφία, ας (ἡ)
  31969. σκιαδηφορέω-ῶ
  31970. σκιαδηφόρος, ος, ον
  31971. σκιάζω
  31972. σκίαινα, ης (ἡ)
  31973. σκιαμαχέω-ῶ
  31974. σκιαμαχία, ας (ἡ)
  31975. σκιάς, άδος (ἡ)
  31976. σκίασμα, ατος (τό)
  31977. σκιατραφέω-ῶ
  31978. σκιατραφία, ας (ἡ)
  31979. σκιατροφέω-ῶ
  31980. σκιατροφία, ας (ἡ)
  31981. σκιάω-ῶ
  31982. σκιδναμένα
  31983. σκίδνημι
  31984. σκιερός, ά, όν
  31985. σκιή, ῆς (ἡ)
  31986. σκίλλα, ης (ἡ)
  31987. σκιμπόδιον, ου (τό)
  31988. σκίμπους, -ποδος (ὁ)
  31989. σκίμπτομαι
  31990. σκίνδαφος, ου (ἡ)
  31991. σκινδαψός, οῦ (ὁ)
  31992. σκιοειδής, ής, ές
  31993. σκιόεις, όεσσα, όεν
  31994. σκιόθηρον, ου (τό)
  31995. σκιόωντο
  31996. Σκιπίων, ωνος (ὁ)
  31997. σκίπων, ωνος (ὁ)
  31998. Σκίρα, ων (τά)
  31999. σκιραφεῖον, ου (τό)
  32000. σκίραφος, ου (ὁ)
  32001. Σκιρῖται, ῶν (οἱ)
  32002. Σκιρῖτις, ιδος (ἡ)
  32003. σκίρον, ου (τό)
  32004. σκῖρον, ου (τό)
  32005. σκιρός, ά, όν
  32006. Σκιροφοριών, ῶνος (ὁ)
  32007. σκιρρός, ά, όν
  32008. σκιρτάω-ῶ
  32009. σκίρτημα, ατος (τό)
  32010. σκίρτησις, εως (ἡ)
  32011. σκιρτητικός, ή, όν
  32012. Σκίρων, ωνος (ὁ)
  32013. Σκιρωνίς, ίδος
  32014. σκλαίην
  32015. σκληραύχην, ενος
  32016. σκληρία, ας (ἡ)
  32017. σκληροκαρδία, ας (ἡ)
  32018. σκληροποιός, ός, όν
  32019. σκληρός, ά, όν
  32020. σκληρότης, ητος (ἡ)
  32021. σκληροτράχηλος, ος, ον
  32022. σκληρύνω
  32023. σκληρῶς
  32024. σκνίψ, ιπός (ὁ, ἡ)
  32025. σκόλιον, ου (τό)
  32026. σκολιός, ά, όν
  32027. σκολιότης, ητος (ἡ)
  32028. σκολόπενδρα, ας (ἡ)
  32029. σκόλοψ, οπος (ὁ)
  32030. σκόμβρος, ου (ὁ)
  32031. Σκοπάδαι, ῶν (οἱ)
  32032. Σκοπάδειος, α, ον
  32033. Σκόπας, α (ὁ)
  32034. σκοπάρχης, ου (ὁ)
  32035. σκόπελος, ου (ὁ)
  32036. σκοπεύω
  32037. σκοπέω-ῶ
  32038. σκοπή, ῆς (ἡ)
  32039. σκοπιά, ᾶς (ἡ)
  32040. σκοπιάζω
  32041. σκοπιή, ῆς (ἡ)
  32042. σκοπιωρέομαι-οῦμαι
  32043. σκοπός, οῦ (ὁ, ἡ)
  32044. σκορακίζω
  32045. σκορακισμός, οῦ (ὁ)
  32046. σκορδινάομαι-ῶμαι
  32047. σκοροδάλμη, ης (ἡ)
  32048. σκορόδιον, ου (τό)
  32049. Σκοροδομάχοι, ων (οἱ)
  32050. σκόροδον, ου (τό)
  32051. σκορπίζω
  32052. σκορπίος, ου (ὁ)
  32053. σκοταῖος, α, ον
  32054. σκοτεινός, ή, όν
  32055. σκοτία, ας (ἡ)
  32056. σκοτίζω
  32057. σκότιος, α, ον
  32058. σκοτοδινέω-ῶ
  32059. σκοτοδίνη, ης (ἡ)
  32060. σκοτοδινιάω-ῶ
  32061. σκοτοειδής, ής, ές
  32062. σκοτόεις, όεσσα, όεν
  32063. σκοτομήνιος, ος, ον
  32064. σκότος, ου (ὁ)
  32065. σκότος, εος-ους (τό)
  32066. σκοτόω-ῶ
  32067. σκοτώδης, ης, ες
  32068. σκότωμα, ατος (τό)
  32069. σκότωσις, εως (ἡ)
  32070. σκυβαλικός, ή, όν
  32071. σκύβαλον, ου (τό)
  32072. σκυδμαίνω
  32073. σκύζευ
  32074. σκύζομαι
  32075. Σκύθαι, ῶν (οἱ)
  32076. Σκύθαινα, ης (ἡ)
  32077. Σκύθης, ου
  32078. Σκυθία, ας (ἡ)
  32079. σκυθίζω
  32080. σκυθικός, ή, όν
  32081. σκυθικῶς,
  32082. σκυθίς, ίδος,
  32083. σκυθιστί
  32084. σκυθοτοξόται, ῶν (οἱ)
  32085. σκυθρός, ά, όν
  32086. σκυθρωπάζω
  32087. σκυθρωπασμός, οῦ (ὁ)
  32088. σκυθρωπός, ός, όν
  32089. σκυθρωπῶς
  32090. σκυλακεία, ας (ἡ)
  32091. σκυλακεύω
  32092. σκυλάκιον, ου (τό)
  32093. σκυλακοτροφικός, ή, όν
  32094. σκυλακώδης, ης, ες
  32095. σκύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  32096. σκύλευμα, ατος (τό)
  32097. σκυλεύω
  32098. Σκύλλη, ης (ἡ)
  32099. Σκύλλα
  32100. σκύλλω
  32101. σκυλοδεψέω-ῶ
  32102. σκυλοδέψης, ου (ὁ)
  32103. σκῦλον, ου (τό)
  32104. σκύλος, εος-ους (τό)
  32105. σκύμνος, ου (ὁ, ἡ)
  32106. σκύνιον, ου (τό)
  32107. σκύριος, α, ον
  32108. σκυρόθεν
  32109. Σκῦρος, ου (ἡ)
  32110. σκυτάλη, ης (ἡ)
  32111. σκυταλίς, ίδος (ἡ)
  32112. σκυταλισμός, οῦ (ὁ)
  32113. σκύταλον, ου (τό)
  32114. σκυτεύς, έως (ὁ)
  32115. σκυτεύω
  32116. σκυτικός, ή, όν
  32117. σκύτινος, η, ον
  32118. σκυτοδέψης, ου (ὁ)
  32119. σκυτοδεψός, οῦ (ὁ)
  32120. σκῦτος, εος-ους (τό)
  32121. σκυτοτομεῖον, ου (τό)
  32122. σκυτοτομέω-ῶ
  32123. σκυτοτομία, ας (ἡ)
  32124. σκυτοτομικός, ή, όν
  32125. σκυτοτόμος, ου
  32126. σκυτοτραγέω-ῶ
  32127. σκύφος, ου (ὁ)
  32128. σκωληκόβρωτος, ος, ον
  32129. σκώληξ, ηκος (ὁ)
  32130. σκῶλος, ου (ὁ)
  32131. σκῶμμα, ατος (τό)
  32132. σκωπτικός, ή, όν
  32133. σκώπτω
  32134. σκώρ, σκατός (τό)
  32135. σκωραμίς, ίδος (ἡ)
  32136. σκώψ, σκωπός (ὁ)
  32137. σμαράγδινος, ος, ον
  32138. σμάραγδος, ου (ἡ)
  32139. σμαραγέω-ῶ
  32140. σμάω-ῶ
  32141. σμερδαλέος, α, ον
  32142. Σμέρδις, ιος (ὁ)
  32143. σμερδνός, ή, όν
  32144. σμῆγμα, ατος (τό)
  32145. σμῆν
  32146. σμῆνον, ου (τό)
  32147. σμῆνος, εος-ους (τό)
  32148. σμηνουργός, οῦ (ὁ)
  32149. σμήχω
  32150. σμικρογραφέω
  32151. Σμῖκρος, ου (ὁ)
  32152. σμικρύνω
  32153. σμικρῶς
  32154. σμίλαξ, ακος (ἡ)
  32155. σμίλη, ης (ἡ)
  32156. σμιλίον, ου (τό)
  32157. σμινύη, ης (ἡ)
  32158. σμυγερός, ά, όν
  32159. σμυγερῶς
  32160. σμύρνα, ης (ἡ)
  32161. Σμυρναϊκός, ή, όν
  32162. σμυρναῖος, α, ον
  32163. Σμυρναῖος, α, ον
  32164. Σμύρνη, ης (ἡ)
  32165. σμυρνίζω
  32166. σμύχω
  32167. σμῶδιξ, ιγγος (ἡ)
  32168. σοβαρός, ά, όν
  32169. σοβαρῶς
  32170. σοβέω-ῶ
  32171. σόβησις, εως (ἡ)
  32172. Σογδιανή, ῆς (ἡ)
  32173. Σογδιανοί, ῶν (οἱ)
  32174. Σόγδοι, ων (οἱ)
  32175. Σόδομα, ων (τά)
  32176. σόῃ, σόῃς
  32177. σοί
  32178. σοῖο
  32179. Σόλοι, ων (οἱ)
  32180. σολοικία, ας (ἡ)
  32181. σολοικίζω
  32182. σολοικισμός, οῦ (ὁ)
  32183. σολοικιστής, οῦ (ὁ)
  32184. σόλοικος, ος, ον
  32185. Σολομών, όνος (ὁ)
  32186. σόλος, ου (ὁ)
  32187. Σόλων, ωνος (ὁ)
  32188. Σολώνειος, ος, ον
  32189. σόος
  32190. σορός, οῦ (ἡ)
  32191. σοροδαίμων, ονος (ὁ)
  32192. σός, σή, σόν
  32193. σοῦ1
  32194. σοῦ2
  32195. σοῦ3
  32196. σοῦ4
  32197. σουδάριον, ου (τό)
  32198. σοῦμαι
  32199. σοὔνεκα
  32200. Σουνιακός, ή, όν
  32201. Σουνιάρατος, ος, ον
  32202. Σουνιέρακος, ου (ὁ)
  32203. Σουνιεύς, έως
  32204. Σούνιον, ου (τό)
  32205. σοῦνται
  32206. σοὐρίζει
  32207. Σοῦσα, ων (τά)
  32208. σοῦσθαι
  32209. Σουσιανός, ή, όν
  32210. Σουσιγενής, ής, ές
  32211. Σουσίδαι, ῶν (οἱ)
  32212. Σούσιος, α, ον
  32213. Σουσίς, ίδος
  32214. σοῦσον, ου (τό)
  32215. σοὔστι
  32216. σοφία, ας (ἡ)
  32217. σοφίζω
  32218. σοφίη, ης (ἡ)
  32219. σόφισμα, ατος (τό)
  32220. σοφισμάτιον, ου (τό)
  32221. σοφιστεία, ας (ἡ)
  32222. σοφιστεύω
  32223. σοφιστής, οῦ (ὁ)
  32224. σοφιστιάω-ῶ
  32225. σοφιστικός, ή, όν
  32226. σοφιστικῶς
  32227. Σοφοκλέης, έους (ὁ)
  32228. Σοφόκλειος, α, ον
  32229. Σοφοκλῆς, έους (ὁ)
  32230. σοφόνοος, ος, ον
  32231. σοφός, ή, όν
  32232. σοφῶς
  32233. σόω
  32234. σπαδίζω
  32235. σπάδιξ, ικος (ἡ)
  32236. σπάδων, οντος (ὁ)
  32237. σπαθάω-ῶ
  32238. σπάθη, ης (ἡ)
  32239. σπαίρω
  32240. σπάλαξ, ακος (ἡ
  32241. Σπανία, ας (ἡ)
  32242. σπανιάκις
  32243. σπανίζω
  32244. σπάνιος, α, ον
  32245. σπανιότης, ητος (ἡ)
  32246. σπάνις, εως (ἡ)
  32247. σπανιστός, ή, όν
  32248. σπανίως
  32249. Σπανός, ή, όν
  32250. σπανοσιτία, ας (ἡ)
  32251. σπάξ, σπακός (ἡ)
  32252. σπάραγμα, ατος (τό)
  32253. σπαραγματώδης, ης, ες
  32254. σπαραγμός, οῦ (ὁ)
  32255. σπαράσσω
  32256. σπαργανίζω
  32257. σπάργανον, ου (τό)
  32258. σπαργανόω-ῶ
  32259. σπαργάω-ῶ
  32260. σπαρνός, ή, όν
  32261. σπάρτη, ης (ἡ)
  32262. Σπάρτηθεν
  32263. Σπάρτηνδε
  32264. Σπαρτιάτης, ου (ὁ)
  32265. Σπαρτιατικός, ή, όν
  32266. Σπαρτιᾶτις, ιδος
  32267. Σπαρτιήτης, ου (ὁ)
  32268. σπάρτινος, η, ον
  32269. σπάρτον, ου (τό)
  32270. σπάρτος, ου (ὁ)
  32271. σπαρτός, ή, όν
  32272. σπάσμα, ατος (τό)
  32273. σπασμός, οῦ (ὁ)
  32274. σπαταλάω-ῶ
  32275. σπατάλη, ης (ἡ)
  32276. σπάω-ῶ
  32277. σπεῖο
  32278. σπεῖος, εος-ους (τό)
  32279. σπεῖρα, ας (ἡ)
  32280. σπείραμα, ατος (τό)
  32281. σπείρασις, εως (ἡ)
  32282. σπειράομαι-ῶμαι
  32283. σπείρεσκον
  32284. σπειρίον, ου (τό)
  32285. σπεῖρον, ου (τό)
  32286. σπείρω
  32287. σπεῖσαι
  32288. σπείσασκε
  32289. σπείσομεν
  32290. σπεκουλάτωρ, ορος (ὁ)
  32291. σπέλεθος, ου (ὁ)
  32292. σπένδεσκον
  32293. σπένδῃσθα
  32294. σπένδω
  32295. σπέος (τό)
  32296. σπέρμα, ατος (τό)
  32297. σπερμαίνω
  32298. σπερματικός, ή, όν
  32299. σπερμολογέω-ῶ
  32300. σπερμολογία, ας (ἡ)
  32301. σπερμολογικός, ή, όν
  32302. σπερμολόγος, ος, ον
  32303. Σπερχειός, οῦ (ὁ)
  32304. σπερχνός, ή, όν
  32305. σπερχοίατο
  32306. σπέρχω
  32307. σπέσθαι
  32308. σπέσσι
  32309. σπευδέμεν
  32310. σπεύδω
  32311. σπεύσομεν
  32312. σπήεσσι, σπῆϊ
  32313. σπήλαιον, ου (τό)
  32314. σπῆλυγξ, υγγος (ἡ)
  32315. σπιδής, ής, ές
  32316. σπιθαμή, ῆς (ἡ)
  32317. σπιλάς, άδος (ἡ)
  32318. σπίλος1, ου (ὁ)
  32319. σπίλος2, ου (ἡ)
  32320. σπιλόω-ῶ
  32321. σπινθήρ, ῆρος (ὁ)
  32322. σπινθηρίζω
  32323. σπίνος, ου (ὁ)
  32324. σπλαγχνεύω
  32325. σπλαγχνίζω
  32326. σπλάγχνον, ου (τό)
  32327. σπλαγχνοφάγος, ος, ον
  32328. σπλήν, σπληνός (ὁ)
  32329. σπληνιάω-ῶ
  32330. σπλήνιον, ου (τό)
  32331. σπογγάριον, ου (τό)
  32332. σπογγιά, ᾶς (ἡ)
  32333. σπογγίζω
  32334. σπογγοθήρας, ου (ὁ)
  32335. σπόγγος, ου (ὁ)
  32336. σπογγοτήρας, ου (ὁ)
  32337. σποδέω-ῶ
  32338. σποδιά, ᾶς (ἡ)
  32339. σποδίζω
  32340. σποδιή, ῆς (ἡ)
  32341. σποδός, οῦ (ἡ)
  32342. σπολάς, άδος (ἡ)
  32343. σπόμενος, η, ον
  32344. σπονδαρχία, ας (ἡ)
  32345. σπονδειάζω
  32346. σπονδειακός, ή, όν
  32347. σπονδειασμός, οῦ (ὁ)
  32348. σπονδεῖος, α, ον
  32349. σπονδή, ῆς (ἡ)
  32350. σπονδηφορέω-ῶ
  32351. σπονδοφόρος, ου (ὁ)
  32352. σπορά, ᾶς (ἡ)
  32353. Σποράδες
  32354. σποράδην
  32355. σποραῖος, α, ον
  32356. σποράς, άδος
  32357. σπορεύς, έως (ὁ)
  32358. σπορητός, οῦ (ὁ)
  32359. σπόριμος, ος, ον
  32360. σπόρος, ου (ὁ)
  32361. σποῦ
  32362. σπουδάζω
  32363. σπουδαιολογέω-ῶ
  32364. σπουδαῖος, α, ον
  32365. σπουδαίως
  32366. σπουδαρχία, ας (ἡ)
  32367. σπουδαστέος, α, ον
  32368. σπουδαστής, οῦ (ὁ)
  32369. σπουδαστικός, ή, όν
  32370. σπουδαστικῶς
  32371. σπουδή, ῆς (ἡ)
  32372. σπυρίς, ίδος (ἡ)
  32373. Σταγειρίτης, ου
  32374. στάγες, ων (αἱ)
  32375. Σταγιρίτης
  32376. Στάγιρος, ου (ἡ)
  32377. στάγμα, ατος (τό)
  32378. σταγών, όνος (ἡ)
  32379. σταδαῖος, α, ον
  32380. στάδην
  32381. σταδιαῖος, α, ον
  32382. σταδίη
  32383. σταδιοδρομέω-ῶ
  32384. σταδιοδρόμος, ου (ὁ)
  32385. στάδιον, ου (τό)
  32386. στάδιος1, ου (ὁ)
  32387. στάδιος 2, α, ον
  32388. στάζω
  32389. σταθείς, εῖσα, έν
  32390. στάθεν
  32391. σταθερός, ά, όν
  32392. σταθευτός, ά, όν
  32393. σταθεύω
  32394. σταθῆναι
  32395. σταθμάω-ῶ
  32396. σταθμέομαι
  32397. στάθμη, ης (ἡ)
  32398. σταθμίον, ου (τό)
  32399. σταθμοδότης, ου (ὁ)
  32400. σταθμόν, οῦ (τό)
  32401. σταθμόνδε
  32402. σταθμός, οῦ (ὁ)
  32403. σταθμόομαι-οῦμαι
  32404. στᾶθος
  32405. σταθῶ
  32406. σταίην
  32407. σταῖμεν, σταῖτε, σταῖεν 1ª,
  32408. σταίς, σταιτός (τό)
  32409. σταίτινος, η, ον
  32410. στακτός, ή, όν
  32411. στάλα
  32412. στάλαγμα, ατος (τό)
  32413. σταλαγμός, οῦ (ὁ)
  32414. σταλάζω
  32415. σταλάω-ῶ
  32416. σταλῆναι
  32417. σταλῶ, ῇς, ῇ
  32418. σταμίν, ῖνος (ὁ)
  32419. στάμνος, ου (ὁ)
  32420. στάν
  32421. στάξ᾽
  32422. στάξε
  32423. στάς, ᾶσα, άν
  32424. στασιάζω
  32425. στασίαρχος, ου (ὁ)
  32426. στασιασμός, οῦ (ὁ)
  32427. στασιαστής, οῦ (ὁ)
  32428. στασιαστικός, ή, όν
  32429. στασιαστικῶς
  32430. στάσιμος, ος, ον
  32431. στάσις, εως (ἡ)
  32432. στασιώδης, ης, ες
  32433. στασιώτης, ου (ὁ)
  32434. στασιωτικός, ή, όν
  32435. στάσκεν
  32436. στατέον
  32437. στατήρ, ῆρος (ὁ)
  32438. στατίζω
  32439. στατός, ή, όν
  32440. σταυρός, οῦ (ὁ)
  32441. σταυρόω-ῶ
  32442. σταύρωμα, ατος (τό)
  32443. σταύρωσις, εως (ἡ)
  32444. σταφίς, ίδος (ἡ)
  32445. σταφυλή, ῆς (ἡ)
  32446. σταφύλη, ης (ἡ)
  32447. σταφυλίτης, ου (ὁ)
  32448. στάχυς, υος (ὁ)
  32449. στέαρ, στέατος (τό)
  32450. στεάτινος, η, ον
  32451. στεγάζω
  32452. στεγανός, ή, όν
  32453. στεγανῶς
  32454. στέγαρχος, ου (ὁ)
  32455. στέγασμα, ατος (τό)
  32456. στεγαστρίς, ίδος
  32457. στέγαστρον, ου (τό)
  32458. στέγη, ης (ἡ)
  32459. στεγνός, ή, όν
  32460. στέγος, εος-ους (τό)
  32461. στέγω
  32462. στείβω
  32463. στεῖλαι
  32464. στειλεά, ᾶς (ἡ)
  32465. στειλειή, ῆς (ἡ)
  32466. στειλειόν, οῦ (τό)
  32467. στειλειός, οῦ (ὁ)
  32468. στειλεός, οῦ (ὁ)
  32469. στεινόπορος, ος, ον
  32470. στεινός, ή, όν
  32471. στεῖνος, εος-ους (τό)
  32472. στείνω
  32473. στεινωπός, ός, όν
  32474. στειπτός, ή, όν
  32475. στεῖρα1, ας (ἡ)
  32476. στεῖρα2, ας
  32477. στυπτηρίη, ης (ἡ)
  32478. στείχω
  32479. στελγίς, ίδος (ἡ)
  32480. στελεά, ᾶς (ἡ)
  32481. στελεόν, οῦ (τό)
  32482. στελεός, οῦ (ὁ)
  32483. στέλεχος1, ου (ὁ)
  32484. στέλεχος2, εος-ους (τό)
  32485. στελέω
  32486. στελίδιον, ου (τό)
  32487. στέλλω
  32488. στέμμα, ατος (τό)
  32489. Στενά, ῶν (τά)
  32490. στέναγμα, ατος (τό)
  32491. στεναγμός, οῦ (ὁ)
  32492. στενάζω
  32493. στενακτός, ή, όν
  32494. στενάχεσκε
  32495. στενάχεσχ᾽
  32496. στεναχίζω
  32497. στενάχω
  32498. στενή, ῆς (ἡ)
  32499. στενόπορθμος, ος, ον
  32500. στενόπορος, ος, ον
  32501. στενός, ή, όν
  32502. στένος, εος-ους (τό)
  32503. στενότης, ητος (ἡ)
  32504. στενοχωρέω-ῶ
  32505. στενοχωρία, ας (ἡ)
  32506. στενοχώρος, ος, ον
  32507. στένω
  32508. στενωπή, ῆς (ἡ)
  32509. στενωπός, ός, όν
  32510. Στεπτήριον, ου (τό)
  32511. στέργηθρον, ου (τό)
  32512. στέργημα, ατος (τό)
  32513. στέργω
  32514. στερείς, εῖσα, έν
  32515. στερεός, ά, όν
  32516. στερεότης, ητος (ἡ)
  32517. στερεόφρων, ων, ον
  32518. στερεόω-ῶ
  32519. στερέω-ῶ
  32520. στερέωμα, ατος (τό)
  32521. στερεῶς
  32522. στέρησις, εως (ἡ)
  32523. στερητικός, ή, όν
  32524. στερίσκω
  32525. στέριφος, η, ον
  32526. στερκτικός, ή, όν
  32527. στερκτός, ή, όν
  32528. στερνοκοπέομαι-οῦμαι
  32529. στέρνον, ου (τό)
  32530. στερνοτυπέομαι-οῦμαι
  32531. στερνοκτυπέω-ῶ
  32532. στερνοτυπία, ας (ἡ)
  32533. στερνοῦχος, ος, ον
  32534. στέρομαι
  32535. στεροπή, ῆς (ἡ)
  32536. στεροπηγερέτα (ὁ)
  32537. στέροψ, οπος
  32538. στερρός, ά, όν
  32539. στερρότης, ητος (ἡ)
  32540. στερρῶς
  32541. στερχθείς, εῖσα, έν
  32542. στερῶ
  32543. στεῦμαι
  32544. στεφάνη, ης (ἡ)
  32545. στεφανηπλοκέω-ῶ
  32546. στεφανηπλόκος, ος, ον
  32547. στεφανηφορία, ας (ἡ)
  32548. στεφανηφόρος, ος, ον
  32549. στεφανίας, ου (ὁ)
  32550. στεφανίτης, ου
  32551. στεφανόπωλις, ιδος (ἡ)
  32552. στέφανος, ου (ὁ)
  32553. στεφανόω-ῶ
  32554. στεφανώδης, ης, ες
  32555. στεφάνωμα, ατος (τό)
  32556. στεφανωτρίς, ίδος
  32557. στεφηπλόκος, ος, ον
  32558. στέφος, εος-ους (τό)
  32559. στέφω
  32560. στέωμεν
  32561. στῆ
  32562. στῇ
  32563. στήῃς, στήῃ
  32564. στήθεσσιν
  32565. στέθεσφιν
  32566. στῆθι
  32567. στῆθος, εος-ους (τό)
  32568. στήκω
  32569. στήλη, ης (ἡ)
  32570. στηλιτεύω
  32571. στηλίτης, ου
  32572. στήμεναι
  32573. στημονώδης, ης, ες
  32574. στημορραγέω-ῶ
  32575. στήμων, ονος (ὁ)
  32576. στῆν
  32577. στήριγμα, ατος (τό)
  32578. στηριγμός, οῦ (ἡ)
  32579. στῆριγξ, ιγγος (ἡ)
  32580. στηρίζω
  32581. στησάμην
  32582. στῆσαι
  32583. Στήσιος, ου (ὁ)
  32584. στήσομαι
  32585. στήωσι
  32586. στιβάδιον, ου (τό)
  32587. στιβαρός, ά, όν
  32588. στιβαρῶς
  32589. στιβάς, άδος (ἡ)
  32590. στιβεύω
  32591. στιβέω-ῶ
  32592. στίβη, ης (ἡ)
  32593. στίβος, ου (ὁ)
  32594. στιγεύς, έως (ὁ)
  32595. στίγμα, ατος (τό)
  32596. στιγμαῖος, α, ον
  32597. στιγματηφορέω-ῶ
  32598. στιγματίας, ου (ὁ)
  32599. στιγμή, ῆς (ἡ)
  32600. στιγμιαῖος, α, ον
  32601. στιγμός, οῦ (ὁ)
  32602. στίζω
  32603. στικτός, ή, όν
  32604. στιλβηδών, όνος (ἡ)
  32605. στιλβός, ή, όν
  32606. στιλβότης, ητος (ἡ)
  32607. στίλβω
  32608. Στίλβων, οντος (ὁ)
  32609. στίλη, ης (ἡ)
  32610. στιλπνός, ή, όν
  32611. στιλπνότης, ητος (ἡ)
  32612. στίξ, στιχός (ἡ)
  32613. στιπτός, ή, όν
  32614. στῖφος, εος-ους (τό)
  32615. στιχάω-ῶ
  32616. στιχίδιον, ου (τό)
  32617. στιχοποιΐα, ας (ἡ)
  32618. στιχοποιός, οῦ (ὁ)
  32619. στίχος, ου (ὁ)
  32620. στλεγγίς, ίδος (ἡ)
  32621. στοά, ᾶς (ἡ)
  32622. στοιβάζω
  32623. στοιβή, ῆς (ἡ)
  32624. Στοϊκός, ή, όν
  32625. στοιχεῖον, ου (τό)
  32626. στοιχειόω-ῶ
  32627. στοιχειώδης, ης, ες
  32628. στοιχέω-ῶ
  32629. στοιχηγορέω-ῶ
  32630. στοιχίδιον, ου (τό)
  32631. στοιχίζω
  32632. στοῖχος, ου (ὁ)
  32633. στολά
  32634. στολάς, άδος
  32635. στολή, ῆς (ἡ)
  32636. στολιδωτός, ή, όν
  32637. στολίζω
  32638. στολίς, ίδος (ἡ)
  32639. στόλισμα, ατος (τό)
  32640. στολιστήριον, ου (τό)
  32641. στολιστής, οῦ (ὁ)
  32642. στολμός, οῦ (ὁ)
  32643. στόλος, ου (ὁ)
  32644. στόμα, ατος (τό)
  32645. στόμαργος, ος, ον
  32646. στομαχικός, ή, όν
  32647. στόμαχος, ου (ὁ)
  32648. στόμιον, ου (τό)
  32649. στομόω-ῶ
  32650. στόμωμα, ατος (τό)
  32651. στόμωσις, εως (ἡ)
  32652. στοναχέω-ῶ
  32653. στοναχή, ῆς (ἡ)
  32654. στοναχίζω
  32655. στονόεις, όεσσα, όεν
  32656. στόνος, ου (ὁ)
  32657. στοργή, ῆς (ἡ)
  32658. στορέννυμι
  32659. στόρνυμι
  32660. στοχάζομαι
  32661. στοχασμός, οῦ (ὁ)
  32662. στοχαστικός, ή, όν
  32663. στοχαστικῶς
  32664. στόχος, ου (ὁ)
  32665. στραγγάλη, ης (ἡ)
  32666. στραγγαλιάω-ῶ
  32667. στραγγαλλίζω
  32668. στραγγαλίς, ίδος (ἡ)
  32669. στράγγευμα, ατος (τό)
  32670. στραγγεύομαι
  32671. στραγγουρία, ας (ἡ)
  32672. στραγγουρικός, ή, όν
  32673. στράγξ, στραγγός (ἡ)
  32674. στράπτω
  32675. στρατάρχης, ου (ὁ)
  32676. στρατάομαι
  32677. στρατεία, ας (ἡ)
  32678. στράτευμα, ατος (τό)
  32679. στρατεύσιμος, ος, ον
  32680. στράτευσις, εως (ἡ)
  32681. στρατευτέον
  32682. στρατεύω
  32683. στρατηγεῖον, ου (τό)
  32684. στρατηγέτης, ου (ὁ)
  32685. στρατηγέω-ῶ
  32686. στρατήγημα, ατος (τό)
  32687. στρατηγία, ας (ἡ)
  32688. στρατηγιάω-ῶ
  32689. στρατηγίη, ης (ἡ)
  32690. στρατηγικός, ή, όν
  32691. στρατήγιον, ου (τό)
  32692. στρατηγίς, ίδος
  32693. στρατηγός, οῦ (ὁ, ἡ)
  32694. στρατηΐη, ης (ἡ)
  32695. στρατηλασία, ας (ἡ)
  32696. στρατηλατέω-ῶ
  32697. στρατηλάτης, ου (ὁ)
  32698. στρατιά, ᾶς (ἡ)
  32699. στρατίαρχος, ου (ὁ)
  32700. στρατιή, ῆς (ἡ)
  32701. στράτιος, α, ον
  32702. στρατιώτης, ου (ὁ)
  32703. στρατιωτικός, ή, όν
  32704. στρατιωτικῶς
  32705. στρατιῶτις, ιδος
  32706. στρατολογέω-ῶ
  32707. στρατόμαντις, εως (ὁ)
  32708. Στρατόπεδα, ων (τά)
  32709. στρατοπεδάρχης, ου (ὁ)
  32710. στρατοπεδεία, ας (ἡ)
  32711. στρατοπέδευσις, εως (ἡ)
  32712. στρατοπεδεύω
  32713. στρατόπεδον, ου (τό)
  32714. στρατός, οῦ (ὁ)
  32715. στρατόφι
  32716. στρατόομαι-οῦμαι
  32717. στραφείς, στραφῆναι
  32718. στρέβλη, ης (ἡ) 
  32719. στρεβλός, ή, όν
  32720. στρεβλότης, ητος (ἡ)
  32721. στρεβλόω-ῶ
  32722. στρέβλωσις, εως (ἡ)
  32723. στρέμμα, ατος (τό)
  32724. στρέπταιγλος, ος, ον
  32725. στρεπτός, ή, όν
  32726. στρεπτοφόρος, ος, ον
  32727. στρεύγομαι
  32728. στρεφεδινέω-ῶ
  32729. στρέφω
  32730. στρέψασκον
  32731. στρηνιάω-ῶ
  32732. στρῆνος, εος-ους (τό)
  32733. στριφνός, ή, όν
  32734. στροβέω-ῶ
  32735. στροβητός, ή, όν
  32736. στροβιλοειδής, ής, ές
  32737. στρόβιλος, ου (ὁ)
  32738. στροβιλόω-ῶ
  32739. στροβιλώδης, ης, ες
  32740. στρόβος, ου (ὁ)
  32741. στρογγυλαίνω
  32742. στρογγυλοειδής, ής, ές
  32743. στρογγύλος, η, ον
  32744. στρογγυλόω-ῶ
  32745. στρογγύλως
  32746. στρόμβος, ου (ὁ)
  32747. στρουθίον, ου (τό)
  32748. Στρουθοβάλανοι, ων (οἱ)
  32749. στρουθοκέφαλος, ος, ον
  32750. στρουθός, οῦ (ὁ, ἡ)
  32751. στροφαῖος, α, ον
  32752. στροφάλιγξ, ιγγος (ἡ)
  32753. στροφαλίζω
  32754. στροφάς, άδος
  32755. στροφεῖον, ου (τό)
  32756. στροφή, ῆς (ἡ)
  32757. στρόφιγξ, ιγγος (ὁ)
  32758. στρόφιον, ου (τό)
  32759. στροφοδινέω-ῶ
  32760. στρόφος, ου (ὁ)
  32761. Στρυμονίας, ου
  32762. Στρυμόνιος, α, ον
  32763. Στρυμών, όνος (ὁ)
  32764. στρυφνός, ή, όν
  32765. στρυφνότης, ητος (ἡ)
  32766. στρυφνόω-ῶ
  32767. στρῶμα, ατος (τό)
  32768. στρωμάτιον, ου (τό)
  32769. στρωματόδεσμον, ου (τό)
  32770. στρωματόδεσμος, ου (ὁ)
  32771. στρωματοφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  32772. στρωμνή, ῆς (ἡ)
  32773. στρώννυμι
  32774. στρωννύω
  32775. στρῶσον
  32776. στρώτης, ου (ὁ)
  32777. στρωτός, ή, όν
  32778. στρωφάω-ῶ
  32779. στυγάνωρ, ορος
  32780. στυγέῃσι
  32781. στυγερός, ά, όν
  32782. στυγερῶς
  32783. στυγέω-ῶ
  32784. στύγημα, ατος (τό)
  32785. στυγητός, ή, όν
  32786. Στύγιος, α, ον
  32787. στυγνάζω
  32788. στυγνός, ή, όν
  32789. στυγνότης, ητος (ἡ)
  32790. στύγος, εος-ους (τό)
  32791. στυλίς, ίδος (ἡ)
  32792. στῦλος, ου (ὁ)
  32793. Στυμφάλιος, α, ον
  32794. Στυμφαλίς, ίδος
  32795. Στύμφαλος, ου (ἡ)
  32796. Στυμφήλιος, η, ον
  32797. στύξ, στυγός (ἡ)
  32798. στύξαι
  32799. στυππεῖον, ου (τό)
  32800. στυπτηρία, ας (ἡ)
  32801. στυράκιον, ου (τό)
  32802. στύραξ1, ακος (ὁ)
  32803. στύραξ2, ακος (ὁ)
  32804. στυφελίζω
  32805. στυφελός, ή, όν
  32806. στυφλός, ός, όν
  32807. στυφότης, ητος (ἡ)
  32808. στύφω
  32809. στύω
  32810. Στωϊκός, ή, όν
  32811. στωμυλία, ας (ἡ)
  32812. στωμύλλω
  32813. στώμυλμα, ατος (τό)
  32814. στωμύλος, ος, ον
  32815. σύ
  32816. Σύβαρις, εως (ἡ)
  32817. Συβαρίτης, ου (ὁ)
  32818. συβαριτικός, ή, όν
  32819. Συβαρῖτις, ιδος
  32820. συβόσιον, ου (τό)
  32821. συβώτης, ου (ὁ)
  32822. συβωτικός, ή, όν
  32823. συγγάμος, ος, ον
  32824. συγγένεια, ας (ἡ)
  32825. συγγενής, ής, ές
  32826. συγγενικός, ή, όν
  32827. συγγενίς, ίδος (ἡ)
  32828. συγγέρων, οντος (ὁ)
  32829. συγγέωργος, ου (ὁ)
  32830. συγγηράσκω
  32831. συγγίγνομαι
  32832. συγγιγνώσκω
  32833. συγγίνομαι
  32834. συγγινώσκω
  32835. σύγγνοια, ας (ἡ)
  32836. συγγνώμη, ης (ἡ)
  32837. συγγνωμονικός, ή, όν
  32838. συγγνωμοσύνη, ης (ἡ)
  32839. συγγνώμων, ων, ον
  32840. συγγνωστός, ός, όν
  32841. συγγομφόω-ῶ
  32842. σύγγονος, ος, ον
  32843. σύγγραμμα, ατος (τό)
  32844. συγγραφεύς, έως (ὁ)
  32845. συγγραφή, ῆς (ἡ)
  32846. συγγραφικός, ή, όν
  32847. συγγραφικῶς
  32848. συγγράφω
  32849. συγγυμνάζω
  32850. συγγυμνασία, ας (ἡ)
  32851. συγγυμναστής, οῦ (ὁ)
  32852. σύγε
  32853. συγκαθαγίζω
  32854. συγκαθαιρέω-ῶ
  32855. συγκαθαρμόζω
  32856. συγκαθέζομαι
  32857. συγκαθείργω
  32858. συγκαθέλκω
  32859. συγκαθεύδω
  32860. συγκάθημαι
  32861. συγκαθιδρύω
  32862. συκαθιερόω-ῶ
  32863. συγκαθίζω
  32864. συγκαθίημι
  32865. συγκαθίστημι
  32866. συγκαθοσιόω-ῶ
  32867. συγκαίω
  32868. συγκακοπαθέω-ῶ
  32869. συγκακουχέομαι-οῦμαι
  32870. συγκαλέω-ῶ
  32871. συγκαλινδέομαι-οῦμαι
  32872. συγκαλυπτέος, α, ον
  32873. συγκαλυπτός, ή, όν
  32874. συγκαλύπτω
  32875. συγκάμνω
  32876. συγκάμπτω
  32877. συγκασιγνήτη, ης (ἡ)
  32878. σύγκασις, ιος (ἡ)
  32879. συγκαταβαίνω
  32880. συγκαταβάλλω
  32881. συγκαταβιόω-ῶ
  32882. συγκαταγηράσκω
  32883. συγκαταγομφόω-ῶ
  32884. συγκατάγω
  32885. συγκαταδιώκω
  32886. συγκαταδουλόω-ῶ
  32887. συγκαταδύνω
  32888. συγκαταδύομαι
  32889. συγκαταζάω-ῶ
  32890. συγκαταζεύγνυμι
  32891. συγκαταθάπτω
  32892. συγκατάθεσις, εως (ἡ)
  32893. συγκαταθετικός, ή, όν
  32894. συγκαταθέω
  32895. συγκαταίθω
  32896. συγκαταινέω-ῶ
  32897. συγκάταινος, ος, ον
  32898. συγκαταιρέω
  32899. συγκατακαίω
  32900. συγκατάκειμαι
  32901. συγκατακλείω
  32902. συγκατακληΐω
  32903. συγκατακλίνω
  32904. συγκατάκλισις, εως (ἡ)
  32905. συγκατακόπτω
  32906. συγκατακοσμέω-ῶ
  32907. συγκατακτάομαι-ῶμαι
  32908. συγκατακτείνω
  32909. συγκαταλαμβάνω
  32910. συγκαταλέγω
  32911. συγκαταλείπω
  32912. συγκαταλύω
  32913. συγκαταμίγνυμι
  32914. συγκατανέμω
  32915. συγκατανεύω
  32916. συγκαταπλέκω
  32917. συγκαταριθμέω-ῶ
  32918. συγκαταρρίπτω
  32919. συγκατασβέννυμι
  32920. συγκατασκεδάννυμαι
  32921. συγκατασκευάζω
  32922. συγκατασκηνόω-ῶ
  32923. συγκατασκήπτω
  32924. συγκατασπάω-ῶ
  32925. συγκαταστασιάζω
  32926. συγκαταστρέφω
  32927. συγκατασχηματίζομαι
  32928. συγκατατάσσω
  32929. συγκατατήκομαι
  32930. συγκατατίθημι
  32931. συγκατατρώγω
  32932. συγκαταφαγεῖν
  32933. συγκαταφέρω
  32934. συγκαταφλέγω
  32935. συγκαταψηφίζομαι
  32936. συγκατέδομαι
  32937. συγκάτειμι
  32938. συγκατείργω
  32939. συγκατεξανίσταμαι
  32940. συγκατεργάζομαι
  32941. συγκατεσθίω
  32942. συγκατευθύνω
  32943. συγκατεύχομαι
  32944. συγκατηγορέω-ῶ
  32945. συγκάτημαι
  32946. συγκατοικέω-ῶ
  32947. συγκατοικίζω
  32948. συγκατοικτίζομαι
  32949. συγκατορθόω-ῶ
  32950. συγκατορύσσω
  32951. συγκαττύω
  32952. συγκάω
  32953. σύγκειμαι
  32954. συγκέκλημαι
  32955. συγκέκλῃμαι
  32956. συγκεκροτημένως
  32957. συγκελεύω
  32958. συγκεντέω-ῶ
  32959. συγκεράννυμι
  32960. συγκεχυμένος
  32961. συγκεφαλαιόω-ῶ
  32962. συγκηδεύω
  32963. συγκινδυνεύω
  32964. συγκινέω-ῶ
  32965. συγκλαίω
  32966. σύγκλεισις, εως (ἡ)
  32967. συγκλειστός, ός, όν
  32968. συγκλείω
  32969. συγκληΐω
  32970. συγκληρονόμος, ος, ον
  32971. σύγκληρος, ος, ον
  32972. συγκληρόω-ῶ
  32973. συγκλητικός, ή, όν
  32974. σύγκλητος, ος, ον
  32975. συγκλινίαι, ῶν (αἱ)
  32976. συγκλίνω
  32977. σύγκλισις, εως (ἡ)
  32978. συγκλίτης, ου (ὁ)
  32979. συγκλονέω-ῶ
  32980. συγκλύζω
  32981. σύγκλυς, υδος
  32982. συγκοιμάομαι-ῶμαι
  32983. σύγκοινος, ος, ον
  32984. συγκοινόομαι-οῦμαι
  32985. συγκοινωνέω-ῶ
  32986. συγκοινωνός, ός, όν
  32987. σύγκοιτος, ος, ον
  32988. συγκολλάω-ῶ
  32989. συγκομιδή, ῆς (ἡ)
  32990. συγκομίζω
  32991. συγκονιόομαι-οῦμαι
  32992. συγκοπή, ῆς (ἡ)
  32993. συγκόπτω
  32994. συγκοσμέω-ῶ
  32995. συγκουφίζω
  32996. σύγκραμα, ατος (τό)
  32997. συγκραματικός, ή, όν
  32998. σύγκρασις, εως (ἡ)
  32999. συγκρατέω-ῶ
  33000. συγκρατύνω
  33001. συγκρέκω
  33002. συγκρητίζω
  33003. συγκρητισμός, οῦ (ὁ)
  33004. σύγκριμα, ατος (τό)
  33005. συγκριμάτιον, ου (τό)
  33006. συγκρίνω
  33007. σύγκρισις, εως (ἡ)
  33008. συγκριτικός, ή, όν
  33009. συγκροτέω-ῶ
  33010. σύγκρουσις, εως (ἡ)
  33011. συγκρουσμός, οῦ (ὁ)
  33012. συγκρούω
  33013. συγκρύπτω
  33014. συγκτάομαι-ῶμαι
  33015. συγκτίζω
  33016. συγκτίστης, ου (ὁ)
  33017. συγκυβεύω
  33018. συγκυκάω-ῶ
  33019. συγκυναγός
  33020. συγκυνηγετέω-ῶ
  33021. συγκυνηγέω-ῶ
  33022. συγκυνηγός, οῦ (ὁ, ἡ)
  33023. συγκύπτω
  33024. συγκυρέω-ῶ
  33025. συγκυρία, ας (ἡ)
  33026. συγκωμῳδέω
  33027. συγξαίνω
  33028. συγξέω
  33029. συγχαίρω
  33030. συγχειμάζω
  33031. συγχειροπονέω-ῶ
  33032. συγχέω
  33033. συγχορεύω
  33034. συγχορηγέω-ῶ
  33035. συγχόω
  33036. συγχράομαι-ῶμαι
  33037. σύγχροος, ος, ον
  33038. συγχρώζω
  33039. συγχύνω
  33040. σύγχυσις, εως (ἡ)
  33041. συγχυτικός, ή, όν
  33042. σύγχυτο
  33043. συγχώννυμι
  33044. συγχωρέω-ῶ
  33045. συγχώρημα, ατος (τό)
  33046. συγχώρησις, εως (ἡ)
  33047. συγχωρετέος, α, ον
  33048. σύδην
  33049. σύειος, α, ον
  33050. σύεσσι
  33051. συζάω-ῶ
  33052. συζεύγνυμι
  33053. σύζευξις, εως (ἡ)
  33054. συζῆν
  33055. συζητέω-ῶ
  33056. συζήτησις, εως (ἡ)
  33057. συζητητής, οῦ (ὁ)
  33058. συζυγέω-ῶ
  33059. συζυγία, ας (ἡ)
  33060. συζύγιος, α, ον
  33061. σύζυγος, ος, ον
  33062. σύζυξ, υγος
  33063. συζωοποιέω-ῶ
  33064. Συέννεσις, ιος (ὁ)
  33065. συηνία, ας (ἡ)
  33066. σύθην
  33067. συκαλίς, ίδος (ἡ)
  33068. συκαμινέα, ας (ἡ)
  33069. συκάμινον, ου (τό)
  33070. συκάμινος, ου (ὁ, ἡ)
  33071. συκέα, ας (ἡ)
  33072. συκῆ, ῆς (ἡ)
  33073. σύκινος, η, ον
  33074. συκομορέα, ας (ἡ)
  33075. σῦκον, ου (τό)
  33076. συκοτράγος, ος, ον
  33077. συκοφαντέω-ῶ
  33078. συκοφάντημα, ατος (τό)
  33079. συκοφάντης, ου (ὁ)
  33080. συκοφαντία, ας (ἡ)
  33081. συκοφαντικῶς
  33082. συκοφάντρια, ας (ἡ)
  33083. σύλα1
  33084. σῦλα2, ων (τά)
  33085. συλαγωγέω-ῶ
  33086. συλάω-ῶ
  33087. συλεύω
  33088. σύλη, ης (ἡ)
  33089. συλήτωρ, ορος (ὁ)
  33090. συλλαβή, ῆς (ἡ)
  33091. συλλαβίζω
  33092. συλλαγχάνω
  33093. συλλαλέω-ῶ
  33094. συλλαμβάνω
  33095. συλλάμπω
  33096. σύλλαμψις, εως (ἡ)
  33097. Σύλλας, α (ὁ)
  33098. συλλατρεύω
  33099. συλλέγω
  33100. συλλείβω
  33101. σύλλεκτρος, ος, ον
  33102. συλλήβδην
  33103. σύλληξις, εως (ἡ)
  33104. συλληπτέος, α, ον
  33105. συλλήπτρια, ας (ἡ)
  33106. συλλήπτωρ, ορος (ὁ)
  33107. σύλληψις, εως (ἡ)
  33108. συλλιπαίνομαι
  33109. συλλογή, ῆς (ἡ)
  33110. συλλογίζομαι
  33111. συλλογιμαῖος, α, ον
  33112. συλλογισμός, οῦ (ὁ)
  33113. σιλλογιστικός, ή, όν
  33114. συλλογιστικῶς
  33115. σύλλογος, ου (ὁ)
  33116. συλλούομαι
  33117. συλλοχία, ας (ἡ)
  33118. συλλοχίζω
  33119. συλλοχίτης, ου (ὁ)
  33120. συλλυπέω-ῶ
  33121. συλλύω
  33122. σῦλον, ου (τό)
  33123. Συλοσῶν, ῶντος (ὁ)
  33124. σῦμα, ατος (τό)
  33125. συμβαδίζω
  33126. συμβαίνω
  33127. συμβάλλω
  33128. σύμβαμα, ατος (τό)
  33129. συμβάς, ᾶσα, άν
  33130. συμβασείω
  33131. συμβασιλεύω
  33132. σύμβασις, εως (ἡ)
  33133. συμβατήριος, ος, ον
  33134. συμβατικός, ή, όν
  33135. συμβατικῶς
  33136. συμβατός, ή, όν
  33137. συμβεβάναι
  33138. συμβιβάζω
  33139. συμβιβαστικός, ή, όν
  33140. συμβιβῶ
  33141. σύμβιος, ος, ον
  33142. συμβιόω-ῶ
  33143. συμβίωσις, εως (ἡ)
  33144. συμβιωτής, οῦ (ὁ)
  33145. συμβλήμην, ησο, ητο
  33146. συμβλήσεαι
  33147. συμβλητός, ή, όν
  33148. συμβοάω-ῶ
  33149. συμβοήθεια, ας (ἡ)
  33150. συμβοηθέω-ῶ
  33151. συμβόλαιον, ου (τό)
  33152. συμβόλαιος, α, ον
  33153. συμβολεύω
  33154. συμβολέω-ῶ
  33155. συμβολή, ῆς (ἡ)
  33156. συμβολικός, ή, όν
  33157. συμβολικῶς
  33158. σύμβολον, ου (τό)
  33159. σύμβολος, ου (ὁ)
  33160. συμβούλευμα, ατος (τό)
  33161. συμβουλευτέος, α, ον
  33162. συμβουλευτικός, ή, όν
  33163. συμβουλεύω
  33164. συμβουλή, ῆς (ἡ)
  33165. συμβουλία, ας (ἡ)
  33166. συμβούλιον, ου (τό)
  33167. συμβούλομαι
  33168. σύμβουλος, ου (ὁ, ἡ)
  33169. σύμβωμος, ος, ον
  33170. Συμεών, ῶνος (ὁ)
  33171. Σύμη, ης (ἡ)
  33172. Σύμηθεν
  33173. συμμαθητής, οῦ (ὁ)
  33174. συμμαίνομαι
  33175. συμμανθάνω
  33176. συμμάρπτω
  33177. συμμαρτυρέω-ῶ
  33178. συμμάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
  33179. συμμαστιγόω-ῶ
  33180. συμμαχέω-ῶ
  33181. συμμαχία, ας (ἡ)
  33182. συμμαχικός, ή, όν
  33183. συμμαχικῶς
  33184. συμμαχίς, ίδος
  33185. συμμάχομαι
  33186. σύμμαχος, ος, ον
  33187. συμμεθίστημι
  33188. συμμεθύσκομαι
  33189. σύμμεικτος, ος, ον
  33190. συμμελαίνομαι
  33191. συμμελής, ής, ές
  33192. συμμένω
  33193. συμμερίζω
  33194. συμμεταβαίνω
  33195. συμμεταβάλλω
  33196. συμμετακοσμέω-ῶ
  33197. συμμετασχηματίζω
  33198. συμμεταφέρω
  33199. συμμετέχω
  33200. συμμετίσχω
  33201. συμμετοικέω-ῶ
  33202. συμμέτοχος, ος, ον
  33203. συμμετρέω-ῶ
  33204. συμμέτρησις, εως (ἡ)
  33205. συμμετρία, ας (ἡ)
  33206. σύμμετρος, ος, ον
  33207. συμμέτρως
  33208. συμμητιάομαι-ῶμαι
  33209. συμμηχανάομαι-ῶμαι
  33210. σύμμιγα
  33211. συμμιγής, ής, ές
  33212. σύμμιγμα, ατος (τό)
  33213. συμμίγνυμι
  33214. συμμιγνύω
  33215. σύμμικτος, ος, ον
  33216. συμμιμέομαι-οῦμαι
  33217. συμμιμητής, οῦ (ὁ)
  33218. σύμμιξις, εως (ἡ)
  33219. συμμίσγω
  33220. συμμνημονεύω
  33221. συμμοιράω-ῶ
  33222. συμμονή, ῆς (ἡ)
  33223. συμμορία, ας (ἡ)
  33224. σύμμορος, ος, ον
  33225. συμμορφίζομαι
  33226. σύμμορφος, ος, ον
  33227. συμμορφόομαι-οῦμαι
  33228. συμμοχθέω-ῶ
  33229. συμμυέω-ῶ
  33230. συμμύω
  33231. συμπάθεια, ας (ἡ)
  33232. συμπαθέω-ῶ
  33233. συμπαθής, ής, ές
  33234. συμπαθῶς
  33235. συμπαιδεύω
  33236. συμπαίζω
  33237. συμπαιστής, οῦ (ὁ)
  33238. συμπαίω
  33239. συμπαλαίω
  33240. συμπανουργέω-ῶ
  33241. συμπαραβύω
  33242. συμπαραγγέλλω
  33243. συμπαραγίγνομαι
  33244. συμπαραθέω-ῶ
  33245. συμπαρακαλέω-ῶ
  33246. συμπαρακαλεύομαι
  33247. συμπαρακολουθέω-ῶ
  33248. συμπαρακομίζω
  33249. συμπαρακύπτω
  33250. συμπαραλαμβάνω
  33251. συμπαραμένω
  33252. συμπαραμειγνύω
  33253. συμπαρανεύω
  33254. συμπαρανήχομαι
  33255. συμπαραπέμπω
  33256. συμπαρασκευάζω
  33257. συμπαραστατέω-ῶ
  33258. συμπαραστάτης, ου (ὁ)
  33259. συμπαρατάσσομαι
  33260. συμπαρατρέφω
  33261. συμπαρατρέχω
  33262. συμπαρατροχάζω
  33263. συμπαραφέρω
  33264. συμπάρειμι1
  33265. συμπάρειμι2
  33266. συμπαρεισέρχομαι
  33267. συμπαρέπομαι
  33268. συμπαρέχω
  33269. συμπαρήκω
  33270. συμπάρθενος, ου (ἡ)
  33271. συμπαρίπταμαι
  33272. συμπαρίστημι
  33273. συμπαρολισθαίνω
  33274. συμπαρομαρτέω-ῶ
  33275. συμπαροξύνω
  33276. συμπαρορμάω-ῶ
  33277. σύμπας, -πασα, -παν
  33278. συμπάσσω
  33279. συμπάσχω
  33280. συμπατέω-ῶ
  33281. συμπατριώτης, ου (ὁ)
  33282. συμπεδάω-ῶ
  33283. συμπείθω
  33284. συμπείρω
  33285. συμπέμπω
  33286. συμπενθέω-ῶ
  33287. συμπεραίνω
  33288. συμπέρασμα, ατος (τό)
  33289. συμπεριάγω
  33290. συμπεριαγωγός, ός, όν
  33291. συμπεριέλκω
  33292. συμπεριέχω
  33293. συμπεριθέω
  33294. συμπεριλαμβάνω
  33295. συμπερινοστέω-ῶ
  33296. συμπεριπατέω-ῶ
  33297. συμπεριπλέκω
  33298. συμπεριπλοκή, ῆς (ἡ)
  33299. συμπεριπολέω-ῶ
  33300. συμπεριστρέφω
  33301. συμπεριτειχίζω
  33302. συμπεριτίθημι
  33303. συμπεριτρέχω
  33304. συμπεριτυγχάνω
  33305. συμπεριφαντάζομαι
  33306. συμπεριφέρω
  33307. συμπεριφθείρομαι
  33308. συμπεριφορά, ᾶς (ἡ)
  33309. συμπερονάω-ῶ
  33310. συμπέτομαι
  33311. συμπήγνυμι
  33312. σύμπηκτος, ος, ον
  33313. σύμπηξις, εως (ἡ)
  33314. συμπιέζω
  33315. συμπιλέω-ῶ
  33316. συμπίλησις, εως (ἡ)
  33317. συμπίνω
  33318. συμπίπρημι
  33319. συμπίπτω
  33320. συμπίτνω
  33321. συμπλανάομαι-ῶμαι
  33322. συμπλαταγέω-ῶ
  33323. συμπλέκω
  33324. συμπλέω
  33325. σύμπλεως, ως, ων
  33326. συμπληγάς, άδος (ἡ)
  33327. συμπληθύνω
  33328. συμπληθύω
  33329. σύμπληξις, εως (ἡ)
  33330. συμπληρόω-ῶ
  33331. συμπληρωτικός, ή, όν
  33332. συμπλήσσω
  33333. συμπλοκή, ῆς
  33334. σύμπλοος, ου (ὁ)
  33335. συμπλώω
  33336. συμπνέω
  33337. συμπνίγω
  33338. σύμπνοος, ος, ον
  33339. συμποδίζω
  33340. συμπολεμέω-ῶ
  33341. συμπολιορκέω-ῶ
  33342. συμπολιτεύω
  33343. συμπολίτης, ου (ὁ)
  33344. συμπομπεύω
  33345. συμπονέω-ῶ
  33346. συμπονηρεύομαι
  33347. συμπορεύομαι
  33348. συμπορίζω
  33349. συμποσία, ας (ἡ)
  33350. συμποσιακός, ή, όν
  33351. συμποσιαρχέω-ῶ
  33352. συμποσιάρχης, ου (ὁ)
  33353. συμποσιαρχία, ας (ἡ)
  33354. συμποσίαρχος, ου (ὁ)
  33355. συμπόσιον, ου (τό)
  33356. συμπότης, ου (ὁ)
  33357. συμποτικός, ή, όν
  33358. συμπραγματεύομαι
  33359. συμπράκτωρ, ορος (ὁ)
  33360. συμπράσσω
  33361. συμπρεπής, ής, ές
  33362. συμπρέπω
  33363. συμπρεσβευτής, οῦ (ὁ)
  33364. συμπρεσβεύω
  33365. σύμπρεσβυς, εως (ὁ)
  33366. συμπρεσβύτερος, ου (ὁ)
  33367. συμπρήκτωρ, ορος (ὁ)
  33368. συμπρήσσω
  33369. συμπρίω
  33370. συμπροάγω
  33371. συμπροθυμέομαι-οῦμαι
  33372. συμπροπέμπω
  33373. συμπροσίσχομαι
  33374. συμπροφητεύω
  33375. συμπτύσσω
  33376. σύμπτωμα, ατος (τό)
  33377. σύμπτωσις, εως (ἡ)
  33378. συμφάναι
  33379. συμφαντάζομαι
  33380. συμφέρει, συμφέρον
  33381. συμφερόντως
  33382. συμφερτός, ή, όν
  33383. συμφέρω
  33384. συμφεύγω
  33385. σύμφημι
  33386. συμφθέγγομαι
  33387. συμφθείρω
  33388. συμφθίνω
  33389. σύμφθογγος, ος, ον
  33390. συμφιλέω-ω
  33391. συμφιλοκαλέω-ῶ
  33392. συμφιλονικέω-ῶ
  33393. συμφιλοσοφέω-ῶ
  33394. συμφιλοτιμέομαι-οῦμαι
  33395. συμφλέγω
  33396. συμφλυαρέω-ῶ
  33397. συμφοβέω-ῶ
  33398. συμφοιτάω-ῶ
  33399. συμφοίτησις, εως (ἡ)
  33400. συμφοιτητής, οῦ (ὁ)
  33401. συμφονεύω
  33402. συμφορά, ᾶς (ἡ)
  33403. συμφορεύς, έως (ὁ)
  33404. συμφορέω-ῶ
  33405. συμφορή, ῆς (ἡ)
  33406. συμφόρημα, ατος (τό)
  33407. συμφόρησις, εως (ἡ)
  33408. συμφορητός, ή, όν
  33409. σύμφορος, ος, ον
  33410. συμφορτίζω
  33411. συμφόρως
  33412. συμφράδμων, ονος
  33413. συμφράζω
  33414. συμφράσσατο
  33415. συμφράσσω
  33416. συμφρονέω-ῶ
  33417. συμφροντίζω
  33418. σύμφρουρος, ος, ον
  33419. σύμφρων, ων, ον
  33420. συμφυγάς, άδος (ὁ, ἡ)
  33421. συμφυής, ής, ές
  33422. συμφυΐα, ας (ἡ)
  33423. συμφύλαξ, ακος (ὁ)
  33424. συμφυλάσσω
  33425. σύμφυλος, ος, ον
  33426. συμφυλέτης, ου (ὁ)
  33427. συμφῦναι
  33428. συμφυράω-ῶ
  33429. σύμφυρτος, ος, ον
  33430. συμφύρω
  33431. συμφυσάω-ῶ
  33432. σύμφυσις, εως (ἡ)
  33433. συμφυτεύω
  33434. σύμφυτος, ος, ον
  33435. συμφύω
  33436. συμφυῶς
  33437. συμφωνέω-ῶ
  33438. συμφώνησις, εως (ἡ)
  33439. συμφωνία, ας (ἡ)
  33440. σύμφωνος, ος, ον
  33441. συμφωτίζομαι
  33442. συμψάω-ῶ
  33443. συμψεύδομαι
  33444. συμψηφίζω
  33445. σύμψηφος, ος, ον
  33446. συμψιθυρίζω
  33447. σύμψυχος, ος, ον
  33448. σύν
  33449. συναβολέω-ῶ
  33450. συναγανακτέω-ῶ
  33451. συνάγγελος, ου (ὁ)
  33452. συναγγία, ας (ἡ)
  33453. συναγείρω
  33454. συναγελάζω
  33455. συναγελασμός, οῦ (ὁ)
  33456. συναγελαστικός, ή, όν
  33457. συνάγκεια, ας (ἡ)
  33458. συνάγνυμι
  33459. συναγοράζω
  33460. συναγορεύω
  33461. συναγρόμενοι
  33462. συνάγχη, ης (ἡ)
  33463. συνάγω
  33464. συναγωγεύς, έως (ὁ)
  33465. συναγωγή, ῆς (ἡ)
  33466. συναγωγία, ας (ἡ)
  33467. συναγωγός, ός, όν
  33468. συναγωνιάω-ῶ
  33469. συναγωνίζομαι
  33470. συναγωνιστής, οῦ
  33471. συνάδελφος, ος, ον
  33472. συναδικέω-ῶ
  33473. συναδοξέω-ῶ
  33474. συνᾴδω
  33475. συναείδω
  33476. συναείρω
  33477. συναθλέω-ῶ
  33478. συναθροίζω
  33479. συναθροισμός, ου (ὁ)
  33480. συναιθριάζω
  33481. σύναιμος, ος, ον
  33482. συναίνεσις, εως (ἡ)
  33483. συναινέω-ῶ
  33484. συναίνυμαι
  33485. συναίρεσις, εως (ἡ)
  33486. συναιρέω-ῶ
  33487. συναίρω
  33488. συναισθάνομαι
  33489. συναίσθησις, εως (ἡ)
  33490. συναιτιάομαι-ῶμαι
  33491. συναίτιος, ος, ον
  33492. συναιχμάλωτος, ος, ον
  33493. συναιωρέομαι-οῦμαι
  33494. συνακμάζω
  33495. συνακολασταίνω
  33496. συνακολουθέω-ῶ
  33497. συνακούω
  33498. συνακτέον
  33499. συνακτικός, ή, όν
  33500. συναλγέω-ῶ
  33501. συναλεαίνω
  33502. συναλγηδών, όνος
  33503. συναλείφω
  33504. συναληθεύω
  33505. συναλίζω
  33506. συναλίσκομαι
  33507. συναλλαγή, ῆς (ἡ)
  33508. συνάλλαγμα, ατος (τό)
  33509. συναλλάσσω
  33510. συνάλλομαι
  33511. συναλοάω-ῶ
  33512. συναλύω
  33513. συνάμα
  33514. συναμαρτάνω
  33515. συναμιλλάομαι-ῶμαι
  33516. σύναμμα, ατος (τό)
  33517. συναμπέχω
  33518. συναμύνω
  33519. συναμφότερος, α, ον
  33520. συνάμφω
  33521. συναναβαίνω
  33522. συναναβοάω-ῶ
  33523. συναναβόσκομαι
  33524. συναναγιγνώσκω
  33525. συναναγκάζω
  33526. συνανάγνωσις, εως (ἡ)
  33527. συναναγυμνόω-ῶ
  33528. συνανάγω
  33529. συναναζεύγνυμι
  33530. συναναιρέω-ῶ
  33531. συνανάκειμαι
  33532. συνανακεράννυμαι
  33533. συνανακλίνομαι
  33534. συναναλαμβάνομαι
  33535. συναναλίσκω
  33536. συναναμέλπω
  33537. συναναμίγνυμι
  33538. συναναμιμνῄσκω
  33539. συναναπαύομαι
  33540. συναναπείθω
  33541. συναναπέμπω
  33542. συναναπλέκω
  33543. συναναπληρόω-ῶ
  33544. συναναπράσσω
  33545. συναναρριπτέω-ῶ
  33546. συνανασπάω-ῶ
  33547. συναναστρέφω
  33548. συνανατέλλω
  33549. συνανατήκω
  33550. συνανατίθημι
  33551. συνανατρέχω
  33552. συναναφαίνω
  33553. συναναφέρω
  33554. συναναφθέγγομαι
  33555. συναναφορά, ᾶς (ἡ)
  33556. συναναφύρω
  33557. συναναχρέμπτομαι
  33558. συναναχρώννυμι
  33559. συνανάχρωσις, εως (ἡ)
  33560. συνάνειμι
  33561. συνανθρωπέω-ῶ
  33562. συνανίστημι
  33563. συνανίσχω
  33564. συνανιχνεύω
  33565. συναντάω-ῶ
  33566. συναντέλλω
  33567. συναντέσθην
  33568. συνάντησις, εως (ἡ)
  33569. συναντιάζω
  33570. συναντιλαμβάνομαι
  33571. συνάντομαι
  33572. συνανύτω
  33573. συνανύω
  33574. συναξιόω-ῶ
  33575. συνάορος, ος, ον
  33576. συναπάγω
  33577. συναπαίρω
  33578. συνάπας, -άπασα, -άπαν
  33579. συναπατάω-ῶ
  33580. συναπειλέω-ῶ
  33581. συνάπειμι
  33582. συναπεργάζομαι
  33583. συναπευθύνω
  33584. συναπεχθάνομαι
  33585. συναπίσταμαι
  33586. συναποβαίνω
  33587. συναποβάλλω
  33588. συναπογράφομαι
  33589. συναπόδειξις, εως (ἡ)
  33590. συναποδημέω-ῶ
  33591. συναποδιδράσκω
  33592. συναποδοκιμάζω
  33593. συναποδύομαι
  33594. συναποθνῄσκω
  33595. συναποίσω
  33596. συναποκαλέω-ῶ
  33597. συναποκάμνω
  33598. συναπόκειμαι
  33599. συναποκλίνω
  33600. συναποκόπτω
  33601. συναπολαμβάνω
  33602. συναπολάμπω
  33603. συναπολαύω
  33604. συναπόλλυμι
  33605. συναπομαραίνομαι
  33606. συναπονεύω
  33607. συναποπέμπω
  33608. συναπορρέω
  33609. συναπορρήγνυμι
  33610. συναποσβέννυμι
  33611. συναποστέλλω
  33612. συναποστῆναι
  33613. συναποτίθημαι
  33614. συναποτίκτω
  33615. συναποφαίνω
  33616. συναποφέρω
  33617. συναπτικός, ή, όν
  33618. συνάπτω
  33619. συναπωθέω-ῶ
  33620. συνᾶραι
  33621. συνάραρα
  33622. συναραρίσκω
  33623. συναράσσω
  33624. συναρέσκω
  33625. συνάρηρα
  33626. συναριθμέω-ῶ
  33627. συναριστάω-ῶ
  33628. συνάριστος, ος, ον
  33629. συναρμογή, ῆς (ἡ)
  33630. συναρμόζω
  33631. συναρμολογέω-ῶ
  33632. συναρμοστής, οῦ (ὁ)
  33633. συναρπάζω
  33634. συναρτάω-ῶ
  33635. συνάρτησις, εως (ἡ)
  33636. συναρχαιρεσιάζω
  33637. συνάρχω
  33638. συνασκέω-ῶ
  33639. συνασπιδόω-ῶ
  33640. συνασπίζω
  33641. συνασπισμός, οῦ (ὁ)
  33642. συνασπιστής, οῦ (ὁ)
  33643. συνασχαλάω-ῶ
  33644. συνασχημονέω-ῶ
  33645. συνασχολέομαι-οῦμαι
  33646. συνατιμάζω
  33647. συνατιμόω-ῶ
  33648. συνατυχέω-ῶ
  33649. συναυαίνω
  33650. συναυγασμός, οῦ (ὁ)
  33651. συναύγεια, ας (ἡ)
  33652. συναυδάω-ῶ
  33653. συναυλέω-ῶ
  33654. συναυλία, ας (ἡ)
  33655. συναυλίζομαι
  33656. σύναυλος, ος, ον
  33657. συναυξάνω
  33658. συναύξω
  33659. συναφαιρέω-ῶ
  33660. συνάφεια, ας (ἡ)
  33661. συναφή, ῆς (ἡ)
  33662. συναφίημι
  33663. συναφίστημι
  33664. συναφομοιόω-ῶ
  33665. συναφορίζω
  33666. συναχθῆναι
  33667. συνάχθομαι
  33668. σύναψις, εως (ἡ)
  33669. συνδαΐζω
  33670. συνδαίνυμι
  33671. συνδαίτης, ου (ὁ)
  33672. συνδαίτωρ, ορος (ὁ)
  33673. συνδακρύω
  33674. συνδανείζομαι
  33675. συνδειπνέω-ῶ
  33676. σύνδειπνον, ου (τό)
  33677. σύνδειπνος, ος, ον
  33678. συνδεκάζω
  33679. σύνδενδρος, ος, ον
  33680. συνδέομαι
  33681. σύνδεσις, εως (ἡ)
  33682. σύνδεσμα, ων (τά)
  33683. σύνδεσμος, ου (ὁ)
  33684. συνδεσμώτης, ου (ὁ)
  33685. συνδετικός, ή, όν
  33686. σύνδετος, ος, ον
  33687. συνδέω
  33688. σύνδηλος, ος, ον
  33689. συνδηλόω-ῶ
  33690. συνδημαγωγέω-ῶ
  33691. συνδιαβαίνω
  33692. συνδιαβάλλω
  33693. συνδιαβιβάζω
  33694. συνδιαγιγνώσκω
  33695. συνδιάγω
  33696. συνδιαιρέω-ῶ
  33697. συνδιαιτάω-ῶ
  33698. συνδιαίτησις, εως (ἡ)
  33699. συνδιακαίω
  33700. συνδιακινδυνεύω
  33701. συνδιακομίζω
  33702. συνδιακοσμέω-ῶ
  33703. συνδιάκτορος, ου (ὁ)
  33704. συνδιάληψις, εως (ἡ)
  33705. συνδιαλλάσσω
  33706. συνδιαλύω
  33707. συνδιαμαρτάνω
  33708. συνδιαμένω
  33709. συνδιανέμω
  33710. συνδιαπλέω
  33711. συνδιαπολεμέω-ῶ
  33712. συνδιαπορέω-ῶ
  33713. συνδιαπράσσω
  33714. συνδιασκοπέω-ῶ
  33715. συνδιαστρέφω
  33716. συνδιασῴζω
  33717. συνδιαταλαιπωρέω-ῶ
  33718. συνδιαταράσσω
  33719. συνδιατείνω
  33720. συνδιατελέω-ῶ
  33721. συνδιατίθημι
  33722. συνδιατρέπομαι
  33723. συνδιατρέφω
  33724. συνδιατρίβω
  33725. συνδιαφέρω
  33726. συνδιαφθείρω
  33727. συνδιαφυλάσσω
  33728. συνδιαχειμάζω
  33729. συνδιαχειρίζω
  33730. συνδιαχέω
  33731. συνδίδωμι
  33732. συνδιεκπίπτω
  33733. συνδιέξειμι
  33734. συνδιημέρευσις, εως (ἡ)
  33735. συνδιημερεύω
  33736. συνδιήνεικα
  33737. συνδικέω-ῶ
  33738. σύνδικος, ου (ὁ, ἡ)
  33739. συνδίκως
  33740. συνδιοράω-ῶ
  33741. συνδισκεύω
  33742. συνδιώκω
  33743. συνδοκέω-ῶ
  33744. συνδοκιμάζω
  33745. συνδοξάζω
  33746. συνδόξαν
  33747. συνδουλεύω
  33748. συνδούλη, ης (ἡ)
  33749. σύνδουλος, ου (ὁ, ἡ)
  33750. συνδραμεῖν
  33751. συνδράω-ῶ
  33752. συνδρομάς, άδος
  33753. συνδρομή, ῆς (ἡ)
  33754. σύνδρομος, ος, ον
  33755. συνδρόμως
  33756. συνδυάζω
  33757. συνδυάς, άδος
  33758. συνδυασμός, οῦ (ὁ)
  33759. σύνδυο
  33760. συνέαξαν
  33761. συνεαρίζω
  33762. συνέβησαν
  33763. συνέγγιστα
  33764. συνεγγράφω
  33765. συνεγγυάω-ῶ
  33766. σύνεγγυς
  33767. συνεγείρω
  33768. συνεδρεύω
  33769. συνεδρία, ας (ἡ)
  33770. συνέδριον, ου (τό)
  33771. σύνεδρος, ος, ον
  33772. συνεείκοσι,
  33773. συνεέργω
  33774. συνέζευξα
  33775. συνεζήτουν
  33776. συνέηκα
  33777. συνεθέλω
  33778. συνεθίζω
  33779. συνεθιστέον
  33780. συνειδέναι
  33781. συνείδησις, εως (ἡ)
  33782. συνειδήσω
  33783. συνειδώς, υῖα, ός
  33784. συνεῖεν
  33785. συνείκοσι
  33786. συνείλας, ασα, αν
  33787. συνείλεγμαι
  33788. συνειλέω-ῶ
  33789. συνείλησις, εως (ἡ)
  33790. συνείληφα
  33791. συνείληχα
  33792. συνείλκυσα
  33793. συνείλλω
  33794. συνείλοχα
  33795. συνείμαρμαι
  33796. σύνειμι1
  33797. σύνειμι2
  33798. συνειπόμην
  33799. συνεῖπον
  33800. συνείργνυμι
  33801. συνείρηκα
  33802. συνείρω
  33803. συνείς, εῖσα, έν
  33804. συνεισάγω
  33805. συνεισβαίνω
  33806. συνεισβάλλω
  33807. συνείσειμι
  33808. συνεισελαύνω
  33809. συνεισέρχομαι
  33810. συνεισηγέομαι-οῦμαι
  33811. συνεισκρίνομαι
  33812. συνείσομαι
  33813. συνεισπέμπω
  33814. συνεισπίπτω
  33815. συνεισπλέω
  33816. συνεισποιέω-ῶ
  33817. συνεισρέω
  33818. συνεισφέρω
  33819. συνεκβαίνω
  33820. συνεκβάλλω
  33821. συνεκβιβάζω
  33822. συνεκδέχομαι
  33823. συνεκδημέω-ῶ
  33824. συνέκδημος, ου (ὁ)
  33825. συνεκδίδωμι
  33826. συνεκδύομαι
  33827. συνεκθειάζω
  33828. συνεκθερμαίνω
  33829. συνεκκαίδεκα
  33830. συνεκκαίω
  33831. συνεκκαλέομαι-οῦμαι
  33832. συνεκκλησιάζω
  33833. συνεκκομίζω
  33834. συνεκκόπτω
  33835. συνεκκρίνω
  33836. συνεκκρούω
  33837. συνεκλάμπω
  33838. συνεκλέγομαι
  33839. συνεκλείπω
  33840. συνεκλεκτός, ή, όν
  33841. συνεκλύω
  33842. συνεκπέμπω
  33843. συνεκπεπαίνω
  33844. συνεκπέσσω
  33845. συνεκπικραίνω
  33846. συνεκπίνω
  33847. συνεκπίπτω
  33848. συνεκπλέω
  33849. συνεκπλήσσω
  33850. συνεκπλώω
  33851. συνεκπνέω
  33852. συνεκπολεμόω-ῶ
  33853. συνεκπονέω-ῶ
  33854. συνεκπορεύομαι
  33855. συνεκπορίζω
  33856. συνεκποτέα
  33857. συνεκπράσσομαι
  33858. συνεκρήθην
  33859. συνεκσῴζω
  33860. συνεκταπεινόω-ῶ
  33861. συνεκτάσσω
  33862. συνεκτείνω
  33863. συνεκτέμνω
  33864. συνεκτέον
  33865. συνεκτίθημι
  33866. συνεκτιθηνέομαι-οῦμαι
  33867. συνεκτικός, ή, όν
  33868. συνεκτίνω
  33869. συνεκτραχηλίζομαι
  33870. συνεκτραχύνομαι
  33871. συνεκτρέφω
  33872. συνεκτρέχω
  33873. συνέκυρσα
  33874. συνεκφαίνω
  33875. συνεκφέρω
  33876. συνεκφωτίζω
  33877. συνέλασσα
  33878. συνελαύνω
  33879. συνελευθερόω-ῶ
  33880. συνέλευσις, εως (ἡ)
  33881. συνελεύσομαι
  33882. συνελευστικός, ή, όν
  33883. συνέλκω
  33884. συνελών, οῦσα, όν
  33885. συνεμβάλλω
  33886. συνεμβολή, ῆς (ἡ)
  33887. συνεμπίπτω
  33888. συνεμπλέκω
  33889. συνέμπορος, ος, ον
  33890. συνεμφαίνω
  33891. συνεμφέρω
  33892. συνενδίδωμι
  33893. συνένδοσις, εως (ἡ)
  33894. συνενθουσιάω-ῶ
  33895. συνέντασις, εως (ἡ)
  33896. συνεξάγω
  33897. συνεξαιρέω-ῶ
  33898. συνεξαίρω
  33899. συνεξακούω
  33900. συνεξαλείφω
  33901. συνεξαμαρτάνω
  33902. συνεξαμείβω
  33903. συνεξαμιλλάομαι-ῶμαι
  33904. συνεξανθέω-ῶ
  33905. συνεξανίστημι
  33906. συνεξανύτω
  33907. συνεξανύω
  33908. συνεξάπτω
  33909. συνεξατονέω-ῶ
  33910. συνέξειμι
  33911. συνεξελαύνω
  33912. συνεξέρχομαι
  33913. συνεξεσμένος, η, ον
  33914. συνεξετάζω
  33915. συνεξευρίσκω
  33916. συνεξημερόω-ῶ
  33917. συνεξιχνεύω
  33918. συνεξοκέλλω
  33919. συνεξομοιόω-ῶ
  33920. συνεξορθιάζω
  33921. συνεξορμάω-ῶ
  33922. συνεξυγραίνω
  33923. συνεξωθέω-ῶ
  33924. συνεορτάζω
  33925. συνεοχμός, οῦ (ὁ)
  33926. συνεπάγω
  33927. συνεπᾴδω
  33928. συνεπαείδω
  33929. συνεπαινέω-ῶ
  33930. συνέπαινος, ος, ον
  33931. συνεπαίρω
  33932. συνεπαιτιάομαι-ῶμαι
  33933. συνεπαιωρέομαι-οῦμαι
  33934. συνεπακολουθέω-ῶ
  33935. συνεπαμύνω
  33936. συνεπανίσταμαι
  33937. συνεπανορθόω-ῶ
  33938. συνεπάπτομαι
  33939. συνεπείγω
  33940. συνεπεῖδον
  33941. συνέπειμι
  33942. συνεπεισπίπτω
  33943. συνεπεισφέρομαι
  33944. συνεπελαφρύνω
  33945. συνεπερείδω
  33946. συνέπεσον
  33947. συνεπευθύνω
  33948. συνεπεύχομαι
  33949. συνεπευχέω-ῶ
  33950. συνεπιβαίνω
  33951. συνεπιβουλεύω
  33952. συνεπιγαυρόω-ῶ
  33953. συνεπιγραφεύς, έως (ὁ)
  33954. συνεπιγράφω
  33955. συνεπιδίδωμι
  33956. συνεπιθειάζω
  33957. συνεπιθήγω
  33958. συνεπιθορυβέω-ῶ
  33959. συνεπιθρηνέω-ῶ
  33960. συνεπιθρήνησις, εως (ἡ)
  33961. συνεπίθρυψις, εως (ἡ)
  33962. συνεπιθωύσσω
  33963. συνεπικλάω
  33964. συνεπικουρέω-ῶ
  33965. συνεπικουφίζω
  33966. συνεπικρίνω
  33967. συνεπικροτέω-ῶ
  33968. συνεπικρύπτω
  33969. συνεπικυρόω-ῶ
  33970. συνεπιλαμβάνω
  33971. συνεπιλαμπρύνω
  33972. συνεπιμαρτυρέω-ῶ
  33973. συνεπιμαρτύρησις, εως (ἡ)
  33974. συνεπιμειδιάω-ῶ
  33975. συνεπιμελέομαι-οῦμαι
  33976. συνεπιμελητής, οῦ (ὁ)
  33977. συνεπινεύω
  33978. συνεπιορκέω-ῶ
  33979. συνεπιπάσχω
  33980. συνεπιπονέω-ῶ
  33981. συνεπιρρέπω
  33982. συνεπιρρέω
  33983. συνεπιρρώννυμι
  33984. συνεπισημαίνω
  33985. συνεπισκέπτομαι
  33986. συνεπισκοπέω-ῶ
  33987. συνεπίσκοπος, ου (ὁ)
  33988. συνεπισκυθρωπάζω
  33989. συνεπισπάω-ῶ
  33990. συνεπισπεύδω
  33991. συνεπίσταμαι
  33992. συνεπιστρατεύω
  33993. συνεπιστρέφω
  33994. συνεπισχύω
  33995. συνεπιτείνω
  33996. συνεπιτελέω-ῶ
  33997. συνεπιτίθημι
  33998. συνεπιτιμάω-ῶ
  33999. συνεπιτρίβω
  34000. συνεπιτυφόω-ῶ
  34001. συνεπιφαίνω
  34002. συνεπιφάσκω
  34003. συνεπιφέρω
  34004. συνεπιφθέγγομαι
  34005. συνεπιφορτίζω
  34006. συνεποκέλλω
  34007. συνέπομαι
  34008. συνεπόμνυμι
  34009. συνεπωθέω-ῶ
  34010. συνερανίζω
  34011. συνερανισμός, οῦ (ὁ)
  34012. συνεράω-ῶ1
  34013. συνεράω2-ῶ
  34014. συνεργάζομαι
  34015. συνεργάθω
  34016. συνεργάτης, ου (ὁ)
  34017. συνεργέω-ῶ
  34018. συνεργός, ός, όν
  34019. συνέργω
  34020. συνέρδω
  34021. συνερείδω
  34022. συνερειστικός, ή, όν
  34023. συνερέσθαι
  34024. συνερέω-ῶ
  34025. συνέριθος, ου (ὁ, ἡ)
  34026. συνέρρουν
  34027. συνέρρωγα
  34028. συνέρχομαι
  34029. συνερῶ
  34030. συνερωτάω-ῶ
  34031. σύνες
  34032. συνεσθίω
  34033. σύνεσις, εως (ἡ)
  34034. συνεκευασμένως
  34035. συνεσταλμένως
  34036. συνεστεώς
  34037. συνεστηκῶς, υῖα, ός
  34038. συνέστην
  34039. συνεστιάω-ῶ
  34040. συνέστιος, ος, ον
  34041. συνεστώ, οῦς (ἡ)
  34042. συνέταιρος, ου (ὁ)
  34043. σύνετε
  34044. σύνετο
  34045. συνετός, ή, όν
  34046. συνετῶς
  34047. συνευδοκέω-ῶ
  34048. συνεύδω
  34049. συνευνάζω
  34050. συνευνάομαι-ῶμαι
  34051. συνευνέτης, ου (ὁ)
  34052. σύνευνος, ος, ον
  34053. συνευσχημονέω-ῶ
  34054. συνευτυχέω-ῶ
  34055. συνευφημέω-ῶ
  34056. συνεύχομαι
  34057. συνευωχέομαι-οῦμαι
  34058. συνεφάπτομαι
  34059. συνεφέλκω
  34060. συνεφέπομαι
  34061. συνεφηβεύω
  34062. συνέφηβος, ου (ὁ)
  34063. συνεφίστημι
  34064. συνεφοράω-ῶ
  34065. συνέχεια, ας (ἡ)
  34066. συνεχέως
  34067. συνεχής, ής, ές
  34068. συνεκθραίνω
  34069. συνέχθω
  34070. συνέχω
  34071. συνεχῶς
  34072. συνέψω
  34073. συνηβάω-ῶ
  34074. συνηβολέω-ῶ
  34075. συνηβόλησαν
  34076. συνηβολίη, ης (ἡ)
  34077. συνηγορέω-ῶ
  34078. συνήγορος, ος, ον
  34079. συνῃδέατε, συνῄδειν
  34080. συνήδομαι
  34081. συνηδύνω
  34082. συνήθεια, ας (ἡ)
  34083. συνήθης, ης, ες
  34084. συνηθῶς
  34085. συνήκαμες
  34086. συνήκοος, οος, οον
  34087. συνήκω
  34088. συνηλικιώτης, ου (ὁ)
  34089. συνῆλιξ, ικος
  34090. συνημερεύω
  34091. συνημοσύνη, ης (ἡ)
  34092. συνήορος, ος, ον
  34093. συνηρεμόω-ῶ
  34094. συνηρετέω-ῶ
  34095. συνηρετμέω-ῶ
  34096. συνηρεφής, ής, ές
  34097. συνῆρσα
  34098. συνῆτε
  34099. συνηττάομαι-ῶμαι
  34100. συνηχέω-ῶ
  34101. συνήχησις, εως (ἡ)
  34102. συνήωρ, ορος (ὁ, ἡ)
  34103. σύνθακος, ος, ον
  34104. συνθάλπω
  34105. συνθάπτω
  34106. συνθεάομαι-ῶμαι
  34107. συνθέλω
  34108. σύνθεο
  34109. συνθεσία, ας (ἡ)
  34110. σύνθεσις, εως (ἡ)
  34111. συνθετικός, ή, όν
  34112. σύνθετο
  34113. σύνθετος, ος, ον
  34114. συνθέω
  34115. συνθήγω
  34116. συνθήκη, ης (ἡ)
  34117. σύνθημα, ατος (τό)
  34118. συνθηρατής, οῦ (ὁ)
  34119. συνθηράω-ῶ
  34120. συνθηρευτής, οῦ (ὁ)
  34121. σύνθηρος, ος, ον
  34122. συνθιασώτης, ου (ὁ)
  34123. συνθλάω-ῶ
  34124. συνθλίβω
  34125. συνθνῄσκω
  34126. συνθραύω
  34127. συνθριαμβεύω
  34128. συνθρύπτω
  34129. συνθρῴσκω
  34130. συνθύω
  34131. συνιδεῖν
  34132. συνίει
  34133. συνιεῖ
  34134. συνιεῖν,
  34135. συνιείς,
  34136. συνιέμεν,
  34137. συνιέναι,
  34138. συνιεράομαι-ῶμαι
  34139. συνιερεύς, έως (ὁ)
  34140. συνίερος, ος, ον
  34141. συνιζάνω
  34142. συνίζησις, εως (ἡ)
  34143. συνίζω
  34144. συνίημι
  34145. συνικετεύω
  34146. συνίλλω
  34147. συνίμεν
  34148. συνιππάζομαι
  34149. συνίππαρχος, ου (ὁ)
  34150. σύνισαν
  34151. συνίστημι
  34152. συνίστωρ, ορος
  34153. συνισχναίνω
  34154. συνισχυρίζω
  34155. συνίω
  34156. συνιών, οῦσα, όν
  34157. συνναίω
  34158. σύνναος, ος, ον
  34159. συννάσσω
  34160. συνναυβάτης, ου (ὁ)
  34161. συνναύκληρος, ου (ὁ)
  34162. συνναυμαχέω-ῶ
  34163. συνναυστολέω-ῶ
  34164. συνναύτης, ου (ὁ)
  34165. συννέμησις, εως (ἡ)
  34166. συννέμω
  34167. συννενέαται
  34168. σύννευσις, εως (ἡ)
  34169. συννεύω
  34170. συννέφελος, ος, ον
  34171. συννεφέω-ῶ
  34172. συννεφής, ής, ές
  34173. συννέω1
  34174. συννέω2
  34175. συννέω3,
  34176. συννήχομαι
  34177. συννικάω-ῶ
  34178. συννοέω-ῶ
  34179. σύννοια, ας (ἡ)
  34180. συννομέομαι-οῦμαι
  34181. σύννομος, ος, ον
  34182. σύννοος, ος, ον
  34183. συννοσέω-ῶ
  34184. ξύνοιδα
  34185. συννυμφοκόμος, ος, ον
  34186. συνοδεύω
  34187. συνοδία, ας (ἡ)
  34188. συνοδοιπορία, ας (ἡ)
  34189. συνοδοιπόρος, ου (ὁ, ἡ)
  34190. σύνοδος, ου (ἡ)
  34191. συνοδύρομαι
  34192. σύνοιδα
  34193. συνοικειόω-ῶ
  34194. συνοικέω-ῶ
  34195. συνοίκημα, ατος (τό)
  34196. συνοίκησις, εως (ἡ)
  34197. συνοικήτωρ, ορος (ὁ)
  34198. συνοικία, ας (ἡ)
  34199. συνοικίζω
  34200. συνοίκισις, εως (ἡ)
  34201. συνοικισμός, οῦ (ὁ)
  34202. συνοικοδομέω-ῶ
  34203. σύνοικος, ος, ον
  34204. συνοικουρέω-ῶ
  34205. συνοικουρός, ός, όν
  34206. συνοικτίζω
  34207. συνοίσω
  34208. συνολισθάνω
  34209. συνολισθαίνω
  34210. συνολολύζω
  34211. σύνολος, ος, ον
  34212. συνόλως
  34213. συνομαίμων, ονος
  34214. συνομαρτέω-ῶ
  34215. συνομιλέω-ῶ
  34216. συνόμιλος, ου (ὁ)
  34217. συνόμνυμι
  34218. συνομοιόομαι-οῦμαι
  34219. συνομολογέω-ῶ
  34220. συνομορέω-ῶ
  34221. συνομοπαθέω-ῶ
  34222. συνοπτικός, ή, όν
  34223. σύνοπτος, ος, ον
  34224. συνορατικός, ή, όν
  34225. συνοράω-ῶ
  34226. συνοργιάζω
  34227. συνοργίζομαι
  34228. σύνορθρος, ος, ον
  34229. συνορία, ας (ἡ)
  34230. συνορίνω
  34231. συνορμάω-ῶ
  34232. σύνορος, ος, ον
  34233. συνορχέομαι-οῦμαι
  34234. σύνουρος, ος, ον
  34235. συνουσία, ας (ἡ)
  34236. συνουσιάζω
  34237. συνουσιασμός, οῦ (ὁ)
  34238. συνουσιαστής, οῦ (ὁ)
  34239. συνουσίη, ης (ἡ)
  34240. συνοφρυόομαι-οῦμαι
  34241. συνοχή, ῆς (ἡ)
  34242. συνοχμάζω
  34243. συνόχωκα
  34244. σύνοψις, εως (ἡ)
  34245. συνόψομαι
  34246. συνοψοφαγέω-ῶ
  34247. σύνταγμα, ατος (τό)
  34248. συνταγματάρχης, ου (ὁ)
  34249. συνταλαιπωρέω-ῶ
  34250. συντάμνω
  34251. σύνταξις, εως (ἡ)
  34252. συντάραξις, εως (ἡ)
  34253. συνταράσσω
  34254. συντάσσω
  34255. ξυντέλεια, ας (ἡ)
  34256. συνταχύνω
  34257. συντείνω
  34258. συντειχίζω
  34259. συντεκμαίρομαι
  34260. συντεκνοποιέω-ῶ
  34261. συντέλεια1, ας (ἡ)
  34262. συντέλεια2, ας (ἡ)
  34263. συντελέω-ῶ
  34264. συντελής, ής, ές
  34265. συντέμνω
  34266. συντεταγμένως
  34267. συντεταμένως
  34268. συντετραίνω
  34269. συντέτριμμαι
  34270. συντεχνάζω
  34271. συντεχνίτης, ου (ὁ)
  34272. σύντεχνος, ος, ον
  34273. συντήκω
  34274. συντηρέω-ῶ
  34275. συντίθημι
  34276. συντινάσσω
  34277. συντιτράω-ῶ
  34278. συντιτρώσκω
  34279. συντλάω
  34280. συντομία, ας (ἡ)
  34281. σύντομος, ος, ον
  34282. συντόμως
  34283. συντονία, ας
  34284. σύντονος, ος, ον
  34285. συντόνως
  34286. συντραγῳδέω-ῶ
  34287. συντράπεζος, ος, ον
  34288. σύντρεις, εις, ια
  34289. συντρέφω
  34290. συντρέχω
  34291. συντρίβω
  34292. συντριηραρχέω-ῶ
  34293. σύντριμμα, ατος (τό)
  34294. σύντροφος, ος, ον
  34295. συντυγχάνω
  34296. συντύραννος, ου (ὁ)
  34297. συντυχία, ας (ἡ)
  34298. συντυχικός, ή, όν
  34299. συνυβρίζω
  34300. συνυμεναιόω-ῶ
  34301. συνυπατεύω
  34302. συνυποδύομαι
  34303. συνυποκρίνομαι
  34304. συνυπουργέω-ῶ
  34305. συνυποφύομαι
  34306. συνυποχωρέω-ῶ
  34307. συνυφαίνω
  34308. συνωδίνω
  34309. συνῳδός, ός, όν
  34310. συνωθέω-ῶ
  34311. συνώμεθα
  34312. συνωμοσία, ας (ἡ)
  34313. συνωμότης, ου (ὁ)
  34314. συνωμοτικῶς
  34315. συνώμοτον, ου (τό)
  34316. συνών, οῦσα, όν
  34317. συνωνέομαι-οῦμαι
  34318. συνωνυμία, ας (ἡ)
  34319. συνώνυμος, ος, ον
  34320. συνωνύμως
  34321. συνῶπται
  34322. συνωρίζω
  34323. συνωρίς, ίδος (ἡ)
  34324. συνωφελέω-ῶ
  34325. Σύρα, ας (ἡ)
  34326. Συράκοσα, ας (ἡ)
  34327. Συρακόσιος, α, ον
  34328. Συράκουσα, ης (ἡ)
  34329. Συράκουσαι, ῶν (αἱ)
  34330. Συρακούσιος, α, ον
  34331. σύρδην
  34332. Συρηκόσιος, α, ον
  34333. Συρία, ας (ἡ)
  34334. συρίγγιον, ου (τό)
  34335. συριγμός, οῦ (ὁ)
  34336. σῦριγξ, ιγγος (ἡ)
  34337. συρίζω1
  34338. συρίζω2
  34339. Συρίη, ης (ἡ)
  34340. Συριηγενής, ής, ές
  34341. Σύριος1, α, ον
  34342. Σύριος2, ου (ὁ)
  34343. συρισμός, οῦ (ὁ)
  34344. συριστί
  34345. συρίττω
  34346. σύρμα, ατος (τό)
  34347. συρμαία, ας (ἡ)
  34348. συρμαΐζω
  34349. συρμαίη, ης (ἡ)
  34350. συρμός, οῦ (ὁ)
  34351. συροπέρδιξ, ικος (ὁ)
  34352. Σύρος, ου (ὁ)
  34353. Συροφοίνιξ, ικος (ὁ)
  34354. Συροφοινίκισσα, ης (ἡ)
  34355. σύρραγμα, ατος (τό)
  34356. συρρᾳδιουργέω-ῶ
  34357. σύρραξις, εως (ἡ)
  34358. συρράπτω
  34359. συρράσσω
  34360. συρρέω
  34361. σύρρηγμα, ατος (τό)
  34362. συρρήγνυμι
  34363. συρριζόομαι-οῦμαι
  34364. συρρίπτω
  34365. συρροή, ῆς (ἡ)
  34366. Σύρτις, ιδος (ἡ)
  34367. σύρφαξ, ακος (ὁ)
  34368. συρφετός, οῦ (ὁ)
  34369. συρφετώδης, ης, ες
  34370. σύρω
  34371. σῦς, συός (ὁ, ἡ)
  34372. συσκευάζω
  34373. συσκευασία, ας (ἡ)
  34374. συσκευοφορέω-ῶ
  34375. συσκευωρέομαι-οῦμαι
  34376. συσκηνέω-ῶ
  34377. συσκήνιον, ου (τό)
  34378. σύσκηνος, ος, ον
  34379. συσκηνόω-ῶ
  34380. σύσκιος, ος, ον
  34381. συσκιρτάω-ῶ
  34382. συσκοπέω-ῶ
  34383. συσκοτάζω
  34384. συσκυθρωπάζω
  34385. συσπαράσσω
  34386. συσπάω-ῶ
  34387. συσπειράω-ῶ
  34388. συσπεύδω
  34389. συσπουδάζω
  34390. σύσσημον, ου (τό)
  34391. συσσήπω
  34392. συσσιτέω-ῶ
  34393. συσσίτησις, εως (ἡ)
  34394. συσσιτία, ας (ἡ)
  34395. συσσίτιον, ου (τό)
  34396. σύσσιτος, ος, ον
  34397. συσσῴζω
  34398. σύσσωμος, ος, ον
  34399. συσσωφρονέω-ῶ
  34400. συσταδόν
  34401. συστάς, ᾶσα, άν
  34402. συστασιάζω
  34403. συστασιαστής, οῦ (ὁ)
  34404. σύστασις, εως (ἡ)
  34405. συστασιώτης, ου (ὁ)
  34406. συστατικός, ή, όν
  34407. συσταυρόω-ῶ
  34408. συστεγάζω
  34409. συστέλλω
  34410. συστενάζω
  34411. συστενοχωρέω-ῶ
  34412. σύστημα, ατος (τό)
  34413. συστοιχέω-ῶ
  34414. σύστοιχος, ος, ον
  34415. συστολή, ῆς (ἡ)
  34416. συστρατεύω
  34417. συστράτηγος, ου (ὁ)
  34418. συστρατιώτης, ου (ὁ)
  34419. συστρέφω
  34420. συστροφή, ῆς (ἡ)
  34421. συσφάζω
  34422. συσφαιρίζω
  34423. συσχηματίζω
  34424. συσχολάζω
  34425. συσχολαστής, οῦ (ὁ)
  34426. σύτο
  34427. σῦφαρ (τό)
  34428. συφειός, οῦ (ὁ)
  34429. συφεόνδε
  34430. συφεός, οῦ (ὁ)
  34431. συφορβός, οῦ (ὁ)
  34432. συχνάκις
  34433. συχνός, ή, όν
  34434. συώδης, ης, ες
  34435. σφαγεῖον, ου (τό)
  34436. σφαγεύς, έως (ὁ)
  34437. σφαγή, ῆς (ἡ)
  34438. σφαγιάζω
  34439. σφάγιον, ου (τό)
  34440. σφάγιος, α, ον
  34441. σφαδᾴζω
  34442. σφάζω
  34443. σφαῖρα, ας (ἡ)
  34444. σφαιρηδόν
  34445. σφαιρικός, ή, όν
  34446. σφαιρικῶς
  34447. σφαίρισις, εως (ἡ)
  34448. σφαιριστικός, ή, όν
  34449. σφαιροειδής, ής, ές
  34450. σφαιροποιέω-ῶ
  34451. σφακελίζω
  34452. σφάκελος, ου (ὁ)
  34453. σφάκος, ου (ὁ)
  34454. Σφακτηρία, ας (ἡ)
  34455. σφακτός, ή, όν
  34456. σφαλερός, ά, όν
  34457. σφαλερῶς
  34458. σφάλλω
  34459. σφάλμα, ατος (τό)
  34460. σφάξαι
  34461. σφαραγέομαι
  34462. σφᾶς
  34463. σφάς
  34464. σφάττω
  34465. σφε
  34466. σφέα
  34467. σφέας
  34468. σφεδανός, ή, όν
  34469. σφεῖς, σφέα
  34470. σφείων
  34471. σφέλας
  34472. σφενδικίζω
  34473. σφενδονάω-ῶ
  34474. σφενδόνη, ης (ἡ)
  34475. σφενδονήτης, ου (ὁ)
  34476. σφετερίζω
  34477. σφετερισμός, οῦ (ὁ)
  34478. σφέτερος, α, ον
  34479. σφέων
  34480. σφῇ
  34481. σφηκιά, ᾶς (ἡ)
  34482. σφηκίσκος, ου (ὁ)
  34483. σφηκόω-ῶ
  34484. σφηκώδης, ης, ες
  34485. σφῆλαι
  34486. σφῆλε(ν)
  34487. σφήν, σφηνός (ὁ)
  34488. σφηνόω-ῶ
  34489. σφήνωσις, εως (ἡ)
  34490. σφήξ, σφηκός (ὁ)
  34491. Σφήττιος, ος, ον
  34492. σφι
  34493. σφίγγω
  34494. Σφίγξ, ίγγος (ἡ)
  34495. σφίγξις, εως (ἡ)
  34496. σφιν
  34497. σφίσιν
  34498. σφόδρα
  34499. σφοδρός, ά, όν
  34500. σφοδρότης, ητος (ἡ)
  34501. σφοδρύνω
  34502. σφοδρῶς
  34503. σφονδύλη, ης (ἡ)
  34504. σφονδύλιος, ου (ὁ)
  34505. σφόνδυλος, ου (ὁ)
  34506. σφός, ή, όν
  34507. σφραγίδιον, ου (τό)
  34508. σφραγίζω
  34509. σφραγίς, ῖδος (ἡ)
  34510. σφράγισμα, ατος (τό)
  34511. σφραγιστής, οῦ (ὁ)
  34512. Σφραγίτιδες, ων (αἱ)
  34513. σφρηγίς, ῖδος (ἡ)
  34514. σφριγάω-ῶ
  34515. σφυγματώδης, ης, ες
  34516. σφυγμός, οῦ (ὁ)
  34517. σφυδόω-ῶ
  34518. σφυδρόν, οῦ (τό)
  34519. σφύζω
  34520. σφῦρα, ας (ἡ)
  34521. σφυρήλατος, ος, ον
  34522. σφυρίς, ίδος (ἡ)
  34523. σφυρόν, οῦ (τό)
  34524. σφυροπρησιπύρα, ας
  34525. σφώ
  34526. σφωέ
  34527. σφῶϊ
  34528. σφωΐτερος, α, ον
  34529. σφῶν
  34530. σφῷν
  34531. σχάζω
  34532. σχέδην
  34533. σχεδία, ας (ἡ)
  34534. σχεδίη, ης (ἡ)
  34535. σχεδίην
  34536. σχέδιος, ος, ον
  34537. σχεδόθεν
  34538. σχεδόν
  34539. σχέθε
  34540. σχεθείς, εῖσα, έν
  34541. σχεθεῖν
  34542. σχεῖν
  34543. σχέμεν
  34544. σχέο
  34545. σχερός, οῦ (ὁ)
  34546. σχές
  34547. σχέσθαι
  34548. σχέσις, εως (ἡ)
  34549. σχετικός, ή, όν
  34550. σχετλιάζω
  34551. σχετλιασμός, οῦ (ὁ)
  34552. σχέτλιος, α, ον
  34553. σχετλίως
  34554. σχέτο
  34555. σχῆμα, ατος (τό)
  34556. σχηματίζω
  34557. σχημάτιον, ου (τό)
  34558. σχηματισμός, οῦ (ὁ)
  34559. σχήσομαι
  34560. σχίζα, ης (ἡ)
  34561. σχίζω
  34562. σχινοκέφαλος, ου
  34563. σχῖνος, ου (ὁ)
  34564. σχινοτρώκτης, ου
  34565. σχίσις, εως (ἡ)
  34566. σχίσμα, ατος (τό)
  34567. σχισμός, οῦ (ὁ)
  34568. σχιστός, ή, όν
  34569. σχοίατο
  34570. σχοίην
  34571. σχοινίον, ου (τό)
  34572. σχοινισμός, οῦ (ὁ)
  34573. σχοινίων, ωνος (ὁ)
  34574. σχοινοπλόκος, ου (ὁ)
  34575. σχοῖνος, ου (ὁ, ἡ)
  34576. σχοινοστρόφος, ου (ὁ)
  34577. σχοινοτενής, ής, ές
  34578. σχολάζω
  34579. σχολαῖος, α, ον
  34580. σχολαιότης, ητος (ἡ)
  34581. σχολαίως
  34582. σχολαστήριον, ου (τό)
  34583. σχολαστής, οῦ
  34584. σχολαστικός, ή, όν
  34585. σχολή, ῆς (ἡ)
  34586. σχόλιον, ου (τό)
  34587. σχόμενος, η, ον
  34588. σχοῦ
  34589. σχῶ
  34590. σχών, οῦσα, όν
  34591. σχῶνται
  34592. σῷ
  34593. σώεσκον
  34594. σῴζω
  34595. σωκέω-ῶ
  34596. σῶκος, ου
  34597. Σωκράτης, ους (ὁ)
  34598. Σωκρατικός, ή, όν
  34599. σωκρατικῶς
  34600. σωλήν, ῆνος (ὁ)
  34601. σῶμα, ατος (τό)
  34602. σωμασκέω-ῶ
  34603. σωμασκία, ας (ἡ)
  34604. σωματικός, ή, όν
  34605. σωματικῶς
  34606. σωμάτιον, ου (τό)
  34607. σωματοειδής, ής, ές
  34608. σωματοφυλάκιον, ου (τό)
  34609. σῶν
  34610. σωόμην
  34611. σῶος, α, ον
  34612. Σώπατρος, ου (ὁ)
  34613. σώρακος, ου (ὁ)
  34614. σωρείτης, ου (ὁ)
  34615. σώρευμα, ατος (τό)
  34616. σωρεύω
  34617. σωρηδόν
  34618. σωρός, οῦ (ὁ)
  34619. σῶς, σῶς, σῶν
  34620. Σωσθένης, ους (ὁ)
  34621. Σωσίπατρος, ου (ὁ)
  34622. σῷστρον, ου (τό)
  34623. σώσω
  34624. σώτειρα, ας
  34625. σωτήρ, ῆρος
  34626. σωτηρία, ας (ἡ)
  34627. σωτήρια, ων (τά)
  34628. σωτήριος, ος, ον
  34629. σωτηρίως
  34630. σῶτρον, ου (τό)
  34631. σωφρονεστέρως
  34632. σωφρονέω-ῶ
  34633. σωφρόνημα, ατος (τό)
  34634. σωφρονητέον
  34635. σωφρονητικός, ή, όν
  34636. σωφρονίζω
  34637. σωφρονικός, ή, όν
  34638. σωφρονισμός, οῦ (ὁ)
  34639. σωφρονιστήρ, ῆρος
  34640. σωφρονιστής, οῦ (ὁ)
  34641. σωφρόνως
  34642. σωφροσύνη, ης (ἡ)
  34643. σώφρων, ων, ον
  34644. σώω
  34645. Τ, τ (ταῦ) (τό)
  34646. τ᾽
  34647. τά
  34648. τᾷ
  34649. ταβέρνα, ης (ἡ)
  34650. τἀγαθόν, τἀγαθά
  34651. τάγε
  34652. ταγείς
  34653. ταγεύω
  34654. ταγέω-ῶ
  34655. ταγή, ῆς (ἡ)
  34656. τάγηνον, ου (τό)
  34657. τἄγκιστρα
  34658. τάγμα, ατος (τό)
  34659. ταγός, οῦ (ὁ)
  34660. ταγοῦχος, ου (ὁ)
  34661. τάδε
  34662. τᾷδε
  34663. ταδί
  34664. τἄδικον
  34665. ταθείς
  34666. τάθη
  34667. ταί
  34668. Ταίναρον, ου (τό)
  34669. ταινία, ας (ἡ)
  34670. ταινιόω-ῶ
  34671. ταῖσι
  34672. ταἴτιον
  34673. τἀκ
  34674. τἀκάτειον
  34675. τἀκεῖ
  34676. τἀκείνων
  34677. τακείς
  34678. τακερός, ά, όν
  34679. τακερῶς
  34680. τακῆναι
  34681. τακτικός, ή, όν
  34682. τακτός, ή, όν
  34683. τάκω
  34684. ταλαεργός, ός, όν
  34685. Ταλαϊονίδης, ου (ὁ)
  34686. ταλαιπωρέω-ῶ
  34687. ταλαιπωρία, ας (ἡ)
  34688. ταλαίπωρος, ος, ον
  34689. ταλαιπώρως
  34690. ταλαίφρων, ων, ον
  34691. ταλακάρδιος, ος, ον
  34692. τάλαν
  34693. ταλανίζω
  34694. ταλάντατος, η, ον
  34695. ταλαντεύω
  34696. ταλαντιαῖος, α, ον
  34697. τάλαντον, ου (τό)
  34698. Ταλαός, οῦ (ὁ)
  34699. ταλαπείριος, ος, ον
  34700. ταλαπενθής, ής, ές
  34701. τάλαρος, ου (ὁ)
  34702. τάλας, τάλαινα, τάλαν
  34703. ταλασία, ας (ἡ)
  34704. ταλάσιος, ος, ον
  34705. ταλασιουργέω-ῶ
  34706. ταλασιουργικός, ή, όν
  34707. ταλασιουργός, ός, όν
  34708. ταλασίφρων, ων, ον
  34709. ταλαύρινος, ος, ον
  34710. ταλάφρων, ων, ον
  34711. τἄλγος
  34712. τἀληθές
  34713. Ταλθύβιος, ου (ὁ)
  34714. ταλίκος
  34715. τᾶλις, ιδος (ἡ)
  34716. τἄλλα
  34717. τἀμά
  34718. τἄματα
  34719. ταμέειν
  34720. τἄμεινον
  34721. ταμεῖον, ου (τό)
  34722. ταμέσθαι
  34723. ταμεσίχρως, οος
  34724. τάμῃσι
  34725. ταμία, ας (ἡ)
  34726. ταμίας, ου (ὁ)
  34727. ταμιεία, ας (ἡ)
  34728. ταμιεῖον, ου (τό)
  34729. ταμίευμα, ατος (τό)
  34730. ταμίευσις, εως (ἡ)
  34731. ταμιευτικός, ή, όν
  34732. ταμιεύω
  34733. ταμίη, ης (ἡ)
  34734. ταμίης, ου (ὁ)
  34735. τάμνω
  34736. ταμῶ, ταμῇς, ταμῇ
  34737. τάμω, τάμῃς, τάμῃ
  34738. ταμών, οῦσα, όν
  34739. τἀν
  34740. τἄν
  34741. τᾶν
  34742. τάν
  34743. Τάναγρα, ας (ἡ)
  34744. Ταναγραϊκή, ῆς (ἡ)
  34745. Ταναγραῖος, α, ον
  34746. Ταναγρικός, ή, όν
  34747. ταναήκης, ης, ες
  34748. τἀναντία
  34749. ταναός, ός, όν
  34750. ταναΰπους, ους, ουν
  34751. ταναϋφής, ής, ές
  34752. τἆνδον
  34753. τἀνδρός, τἀνδρί
  34754. τανηλεγής, ής, ές
  34755. τανίκα
  34756. Ταντάλειος, ος, ον
  34757. Τανταλίδης, ου (ὁ)
  34758. Τάνταλος, ου (ὁ)
  34759. τανταλόω-ῶ
  34760. τἀνταῦθα
  34761. τἀντεῦθεν
  34762. τανύγλωσσος, ος, ον
  34763. τανυγλώχιν, ινος
  34764. τανυήκης, ης, ες
  34765. τάνυμαι
  34766. τανύπεπλος, ος, ον
  34767. τανύπους, ποδος
  34768. τανυπτέρυξ, υγος
  34769. τανύσθεν
  34770. τανυσίπτερος, ος, ον
  34771. τάνυσσα
  34772. τανυστύς, ύος (ἡ)
  34773. τανύφλοιος, ος, ον
  34774. τανύφυλλος, ος, ον
  34775. τανύω
  34776. ταξιαρχέω-ῶ
  34777. ταξιάρχης, ου (ὁ)
  34778. ταξίαρχος, ου (ὁ)
  34779. ταξίλαι, ῶν (οἱ)
  34780. τάξις, εως (ἡ)
  34781. ταοί
  34782. ταπεινός, ή, όν
  34783. ταπεινότης, ητος (ἡ)
  34784. ταπεινοφροσύνη, ης (ἡ)
  34785. ταπεινόφρων, ονος
  34786. ταπεινόω-ῶ
  34787. ταπείνωμα, ατος (τό)
  34788. ταπεινῶς
  34789. ταπείνωσις, εως (ἡ)
  34790. τάπης, ητος (ὁ)
  34791. τἀπί
  34792. τἀπίλοιπα
  34793. τάπις, ιδος (ἡ)
  34794. τἀπό
  34795. τἄπορον
  34796. τἀπόρρητα
  34797. τἄρ
  34798. τἄρα
  34799. ταραγμός, οῦ (ὁ)
  34800. ταρακτικός, ή, όν
  34801. τάρανδος, ου (ὁ)
  34802. Ταραντῖνος, η, ον
  34803. τάραξις, εως (ἡ)
  34804. Τάρας, αντος (ὁ)
  34805. ταράσσω
  34806. ταραχή, ῆς (ἡ)
  34807. ταραχοποιός, ός, όν
  34808. τάραχος, ου (ὁ)
  34809. ταραχώδης, ης, ες
  34810. ταραχωδῶς
  34811. ταρβαλέος, α, ον
  34812. ταρβέω-ῶ
  34813. τάρβος, εος-ους (τό)
  34814. ταρβοσύνη, ης (ἡ)
  34815. τἆργα
  34816. τἀργύριον
  34817. ταριχεία, ας (ἡ)
  34818. ταρίχευσις, εως (ἡ)
  34819. ταριχευτός, ή, όν
  34820. ταριχευτής, οῦ (ὁ)
  34821. ταριχεύω
  34822. ταριχηΐη, ης (ἡ)
  34823. ταριχοπωλέω-ῶ
  34824. ταριχοπώλης, ου (ὁ)
  34825. τάριχος1, ου (ὁ)
  34826. τάριχος2, εος-ους (τό)
  34827. τάριχος3, ος, ον
  34828. ταρπήμεναι
  34829. Τάρπιος λόφος (ὁ)
  34830. ταρρός, οῦ (ὁ)
  34831. ταρσά, ῶν (τά)
  34832. Ταρσεύς, έως (ὁ)
  34833. Ταρσόθεν
  34834. Ταρσοί, ῶν (οἱ)
  34835. ταρσός, οῦ (ὁ)
  34836. Ταρσός, οῦ (ἡ)
  34837. Τάρταρα
  34838. Ταρτάρειος, α, ον
  34839. ταρταρίζω
  34840. Τάρταρος, ου (ὁ)
  34841. ταρταρόω-ῶ
  34842. ταρφέες, ταρφειαί
  34843. τάρφθεν
  34844. τάρφος, εος-ους (τό)
  34845. ταρφύς, ύς, ύ
  34846. τἀρχαῖα
  34847. ταρχύω
  34848. τάσις, εως (ἡ)
  34849. τάσσω
  34850. τάττω
  34851. Ταΰγετον, ου (τό)
  34852. Ταΰγετος, ου (ὁ)
  34853. ταύρειος, α, ον
  34854. ταύρεος, α, ον
  34855. ταυρηδόν
  34856. Ταυρικός, ή, όν
  34857. ταυρόκερως, ω
  34858. ταυροκτονέω-ῶ
  34859. ταυροκτόνος, ος, ον
  34860. ταυροπόλα, ας
  34861. ταυροπόλος, ου
  34862. ταυρόπους, ποδος
  34863. ταῦρος, ου (ὁ)
  34864. ταυροσφάγος, ος, ον
  34865. ταυρόομαι-οῦμαι
  34866. ταῦτα
  34867. ταὐτά
  34868. ταύτῃ
  34869. ταύτης
  34870. ταυτί
  34871. ταὐτό
  34872. ταὐτολογία, ας (ἡ)
  34873. ταὐτόματον, ου (τό)
  34874. ταὐτόν
  34875. ταὐτότης, ητος (ἡ)
  34876. τάφε
  34877. ταφείς
  34878. ταφεύς, έως (ὁ)
  34879. ταφή, ῆς (ἡ)
  34880. ταφήϊος, α, ον
  34881. Τάφιος, α, ον
  34882. τἀφόδια
  34883. τάφος1, ου (ὁ)
  34884. Τάφος2, ου (ὁ)
  34885. τάφος3, εος-ους (τό)
  34886. ταφρεία, ας (ἡ)
  34887. τάφρευσις, εως (ἡ)
  34888. ταφρεύω
  34889. τάφρη, ης (ἡ)
  34890. τάφρος, ου (ἡ)
  34891. ταφών
  34892. τάχα
  34893. τάχει
  34894. ταχεῖ
  34895. ταχεῖα
  34896. ταχέως
  34897. ταχθῆναι
  34898. ταχίνας, ου (ὁ)
  34899. τάχιστος, η, ον
  34900. τάχος, εος-ους (τό)
  34901. ταχύ
  34902. ταχυάλωτος, ος, ον
  34903. ταχύδακρυς, υς, υ
  34904. ταχυεργία, ας (ἡ)
  34905. ταχυναυτέω-ῶ
  34906. ταχύνω
  34907. ταχύπτερος, ος, ον
  34908. ταχύπωλος, ος, ον
  34909. ταχύρρωστος, ος, ον
  34910. ταχύς, εῖα, ύ
  34911. ταχυτής, ῆτος (ἡ)
  34912. ταώ
  34913. ταῴ
  34914. τάων
  34915. ταῶν, ῶνος (ὁ)
  34916. ταώνειος, ος, ον
  34917. ταώς, ώ (ὁ)
  34918. τε
  34919. τέ᾽
  34920. τεά
  34921. τέγγω
  34922. Τεγέα, ας (ἡ)
  34923. Τεγεάτης, ου (ὁ)
  34924. Τεγεᾶτις, ιδος
  34925. Τεγέη, ης (ἡ)
  34926. Τεγεητικός, ή, όν
  34927. τέγεος, ος, ον
  34928. τέγος, εος-ους (τό)
  34929. τεθαλυῖα
  34930. τέθαμμαι
  34931. τεθάφαται
  34932. τεθέαμαι
  34933. τέθεικα, τέθειμαι
  34934. τεθέληκα
  34935. τέθηλα
  34936. τεθηλημένος, η, ον
  34937. τεθῆναι
  34938. τέθηπα
  34939. τέθλιμμαι
  34940. τέθναθι
  34941. τεθορεῖν
  34942. τεθορυβημένως
  34943. τέθραμμαι
  34944. τεθριπποβάτης, ου
  34945. τέθριππος, ος, ον
  34946. τεθριπποτροφέω-ῶ
  34947. τεθριπποτρόφος, ου
  34948. τέθρυμμαι
  34949. τεθρυμμένως
  34950. τεΐν
  34951. τείνω
  34952. τείρεα (τά)
  34953. Τειρεσίας, ου (ὁ)
  34954. τείρω
  34955. τειχεσιπλήτης, ου (ὁ)
  34956. τειχέω-ῶ
  34957. τειχήρης, ης, ες
  34958. τειχίζω
  34959. τειχιόεις, όεσσα, όεν
  34960. τειχίον, ου (τό)
  34961. τείχισις, εως (ἡ)
  34962. τείχισμα, ατος (τό)
  34963. τειχισμός, οῦ (ὁ)
  34964. τειχοδομία, ας (ἡ)
  34965. τειχολέτις, ιδος
  34966. τειχομαχέω-ῶ
  34967. τειχομαχία, ας (ἡ)
  34968. τειχοποιέω-ῶ
  34969. τειχοποιΐα, ας (ἡ)
  34970. τειχοποιός, οῦ
  34971. τεῖχος, εος-ους (τό)
  34972. τειχοφυλακέω-ῶ
  34973. τειχοφύλαξ, ακος (ὁ)
  34974. τειχύδριον, ου (τό)
  34975. τείως
  34976. τέκε
  34977. τεκμαίρω
  34978. τέκμαρ (τό)
  34979. τέκμαρσις, εως (ἡ)
  34980. τεκμήραντο
  34981. τεκμήριον, ου (τό)
  34982. τεκμηριόω-ῶ
  34983. τεκμηριώδης, ης, ες
  34984. τέκμωρ (τό)
  34985. τεκνίον, ου (τό)
  34986. τεκνογονέω-ῶ
  34987. τεκνογονία, ας (ἡ)
  34988. τεκνογόνος, ος, ον
  34989. τεκνόεις, όεσσα, όεν
  34990. τεκνοκτονία, ας (ἡ)
  34991. τεκνολέτειρα, ας
  34992. τέκνον, ου (τό)
  34993. τεκνοποιέω-ῶ
  34994. τεκνοποιΐα, ας (ἡ)
  34995. τεκνόποινος, ος, ον
  34996. τεκνοποιός, ός, όν
  34997. τεκνοτροφέω-ῶ
  34998. τεκνοτροφία, ας (ἡ)
  34999. τεκνοτρόφος, ος, ον
  35000. τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν
  35001. τεκνοφαγία, ας (ἡ)
  35002. τεκνόω-ῶ
  35003. τέκνωσις, εως (ἡ)
  35004. τεκόμεσθα
  35005. τέκος, εος-ους (τό)
  35006. τεκταίνω
  35007. τεκτονεῖον, ου (τό)
  35008. Τεκτονίδης, ου (ὁ)
  35009. τεκτονικός, ή, όν
  35010. τεκτοσύνη, ης (ἡ)
  35011. τέκτων, ονος (ὁ, ἡ)
  35012. τεκών, οῦσα, όν
  35013. τελαμών1, ῶνος (ὁ)
  35014. Τελαμών2, ῶνος (ὁ)
  35015. Τελαμωνιάδης, ου (ὁ)
  35016. Τελαμώνιος, α, ον
  35017. τελεαρχία, ας (ἡ)
  35018. τελέαρχος, ου (ὁ)
  35019. τελέθω
  35020. τελειογονέω-ῶ
  35021. τέλειος, α, ον
  35022. τελειότης, ητος (ἡ)
  35023. τελειόω-ῶ
  35024. τελείω
  35025. τελείως
  35026. τελείωσις, εως (ἡ)
  35027. τελειωτής, οῦ (ὁ)
  35028. τελεόμηνος, ος,
  35029. τέλεος, α, ον
  35030. τελεόω-ῶ
  35031. τελεσιουργέω-ῶ
  35032. τέλεσμα, ατος (τό)
  35033. τέλεσσα
  35034. τελεσσίφρων, ονος
  35035. τελεστήριον, ου (τό)
  35036. τελεστικός, ή, όν
  35037. τελεσφορέω-ῶ
  35038. τελεσφόρος, ος, ον
  35039. τελετή, ῆς (ἡ)
  35040. τελευταῖος, α, ον
  35041. τελεύτασεν
  35042. τελευτάω-ῶ
  35043. τελευτέων
  35044. τελευτή, ῆς (ἡ)
  35045. τελέω-ῶ
  35046. τελέως
  35047. τελήεις, ήεσσα, ῆεν
  35048. τέλλω
  35049. τέλμα, ατος (τό)
  35050. τελματώδης, ης ες
  35051. Τελμησεύς, έως
  35052. Τελμισεύς, έως
  35053. Τελμησός, οῦ (ἡ)
  35054. Τελμησσός, οῦ (ὁ)
  35055. τέλος , εος-ους (τό)
  35056. τέλοσδε
  35057. τέλσον, ου (τό)
  35058. τελωνέω-ῶ
  35059. τελώνης, ου (ὁ)
  35060. τελωνικός, ή, όν
  35061. τελώνιον, ου (τό)
  35062. τεμαχίζω
  35063. τέμαχος, εος-ους (τό)
  35064. τεμένιος, α, ον
  35065. Τεμενίτης, ου (ὁ)
  35066. Τεμενῖτις ἄκρα (ἡ)
  35067. τέμενος, εος-ους (τό)
  35068. τέμνω
  35069. Τέμπεα, έων (τά)
  35070. Τεμπικός, ή, όν
  35071. τέμω1
  35072. τέμω2
  35073. τεναγίζω
  35074. τέναγος, εος-ους (τό)
  35075. Τενέδιος, α, ον
  35076. Τένεδος, ου (ἡ)
  35077. τενθρηδών, όνος (ὁ)
  35078. τενθρήνη, ης (ἡ)
  35079. τενθρηνιώδης, ης, ες
  35080. τενθρηνώδης, ης, ες
  35081. τένων, οντος (ὁ)
  35082. τέξομαι, τέξω
  35083. τέο
  35084. τεοῖο
  35085. τέοισι
  35086. τεοῖσι
  35087. τεός, ή, όν
  35088. τέραα
  35089. τεράζω
  35090. τέραμνον, ου (τό)
  35091. τεράμων, ων, ον
  35092. τέρας, ατος (τό)
  35093. τερασκόπος, ος, ον
  35094. τέρασμα, ατος (τό)
  35095. τεράστιος, ος, ον
  35096. τερατεία, ας (ἡ)
  35097. τεράτευμα, ατος (τό)
  35098. τερατεύομαι
  35099. τερατικῶς
  35100. τερατολογέω-ῶ
  35101. τερατολογία, ας (ἡ)
  35102. τερατοσκόπος, ος, ον
  35103. τερατουργία, ας (ἡ)
  35104. τερατουργός, ός, όν
  35105. τερατώδης, ης, ες
  35106. τέρεα
  35107. τερεβίνθινος, η, ον
  35108. τερέβινθος, ου (ἡ)
  35109. τέρεμνον, ου (τό)
  35110. τέρεος
  35111. τερετίζω
  35112. τερέτισμα, ατος (τό)
  35113. τέρετρον, ου (τό)
  35114. τερηδών, όνος (ἡ)
  35115. τέρην, τέρεινα, τέρεν
  35116. τερθρεία, ας (ἡ)
  35117. τερθρεύω
  35118. τέρθριος, ου (ὁ)
  35119. τέρθρον, ου (τό)
  35120. τέρμα, ατος
  35121. Τερμέρειον, ου
  35122. Τέρμερος, ου (ὁ)
  35123. τερμιόεις, όεσσα, όεν
  35124. τέρμιος, α, ον
  35125. τερμόνιος, α, ον
  35126. τέρμων, ονος (ὁ)
  35127. τέρπεαι
  35128. Τερπιάδης, ου (ὁ)
  35129. τερπικέραυνος, ος, ον
  35130. τερπνός, ή, όν
  35131. τέρπω
  35132. τερπωλή, ῆς (ἡ)
  35133. τερσαίνω
  35134. τερσήμεναι, τερσῆναι
  35135. τέρσω1
  35136. τέρσω2
  35137. Τέρτιος, ου (ὁ)
  35138. Τέρτυλλος, ου (ὁ)
  35139. τερψίμβροτος, ος, ον
  35140. τέρψις, εως (ἡ)
  35141. Τερψιχόρα, ας (ἡ)
  35142. τέρψομαι
  35143. τέσσαρα
  35144. τεσσαράβοιος, ος, ον
  35145. τεσσαρακαίδεκα
  35146. τεσσαρακαιδεκέτις, ιδος
  35147. τεσσαράκοντα
  35148. τεσσαρακονταετής, ής, ές
  35149. τεσσαρακοντόργυιος, ος, ον
  35150. τεσσαρακοντούτης, ου
  35151. τεσσαρακοστός, ή, όν
  35152. τέσσαρες, ες, α
  35153. τεσσαρεσκαίδεκα
  35154. τεσσαρεσκαιδεκαέτης, ου
  35155. τεσσαρεσκαιδέκατος, η, ον
  35156. τεσσαρεσκαιδεκέτης, ου
  35157. τεσσεράκοντα
  35158. τεσσερακοντόργυιος, ος, ον
  35159. τέσσερες, ες, α
  35160. τέταγμαι
  35161. τεταγμένως
  35162. τεταγών, όντος
  35163. τέτακα
  35164. τέταλμαι
  35165. τέταμαι
  35166. τέτανος, ου
  35167. τέταντο
  35168. τεταραγμένως
  35169. τεταρπόμην
  35170. τεταρταΐζω
  35171. τεταρταῖος, α, ον
  35172. τεταρτημόριον, ου (τό)
  35173. τέταρτος, η, ον
  35174. τετάσθην
  35175. τέταφα
  35176. τετέλεσμαι
  35177. τετεύξομαι
  35178. τέτευχα
  35179. τετεύχαται
  35180. τέτηκα
  35181. τετίηα
  35182. τέτλαθι
  35183. τέτμηκα, τέτμημαι
  35184. τέτμον
  35185. τέτοκα
  35186. τέτορες
  35187. τετράγναθος, ος, ον
  35188. τετράγυος, ος,
  35189. τετραγωνέω-ῶ
  35190. τετραγωνισμός, οῦ (ὁ)
  35191. τετραγωνοπρόσωπος, ος, ον
  35192. τετράγωνος, ος, ον
  35193. τετραδαρχία, ας (ἡ)
  35194. τετράδιον, ου (ὁ)
  35195. τετράδραχμος, ος, ον
  35196. τετραέτης, ης, ες
  35197. τετραετία, ας (ἡ)
  35198. τετραθέλυμνος, ος, ον
  35199. τετραίνω
  35200. τετρακαιδεκαέτις, ιδος
  35201. τετρακέρως, ως, ων
  35202. τετράκις
  35203. τετρακισμύριοι, αι, α
  35204. τετρακισχίλιοι, αι, α
  35205. τετράκλινος, ος, ον
  35206. τετρακόσιοι, αι, α
  35207. τετρακτύς, ύος (ἡ)
  35208. τετράκυκλος, ος, ον
  35209. τετράμετρος, ος, ον
  35210. τετράμηνος, ος, ον
  35211. τέτραμμαι
  35212. τετραμοιρία, ας (ἡ)
  35213. τετράορος, ος, ον
  35214. τετραπάλαιστος, ος, ον
  35215. τετράπεδος1, ος, ον
  35216. τετράπεδος2, ος, ον
  35217. τετράπηχυς, υς, υ
  35218. τετραπλάσιος, α, ον
  35219. τετραπλῇ
  35220. τετραπλόος, η, ον
  35221. τετραποδιστί
  35222. τετράπολις, εως (ἡ)
  35223. τετράπους, ους, ουν
  35224. τετραπρόσωπος, ος, ον
  35225. τετράρρυμος, ος, ον
  35226. τετραρχέω-ῶ
  35227. τετράρχης, ου (ὁ)
  35228. τετραρχία, ας (ἡ)
  35229. τετραρχικός, ή, όν
  35230. τετράς, άδος (ἡ)
  35231. τέτρασι
  35232. τετρασκελής, ής, ές
  35233. τέτρατος, η, ον
  35234. τέτραφα
  35235. τετραφάληρος, ος, ον
  35236. τετράφαλος, ος, ον
  35237. τετράφαται, τετράφατο
  35238. τετράφυλος, ος, ον
  35239. τέτραχα
  35240. τετραχῇ
  35241. τετραχθά
  35242. τετράχορδος, ος, ον
  35243. τέτρημαι
  35244. τέτρηνα
  35245. τετρήρης, ης, ες
  35246. τέτρηχα
  35247. τέτριγα
  35248. τέτριμμαι
  35249. τέτροφα
  35250. τέτρωμαι
  35251. τέτρωρος, ος, ον
  35252. τετρώροφος, ος, ον
  35253. τέττα
  35254. τετταράκοντα, τετταρακοντ
  35255. τέττιξ, ιγος (ὁ)
  35256. τέτυγμαι
  35257. τετύχηκα
  35258. τετύχθαι
  35259. τευ
  35260. τεῦ
  35261. Τευθρανίδης, ου (ὁ)
  35262. Τεύθρας, αντος (ὁ)
  35263. Τευκρίδαι, ῶν (οἱ)
  35264. Τευκρίς, ίδος
  35265. Τευκροί, ῶν (οἱ)
  35266. Τεῦκρος, ου (ὁ)
  35267. τεύξεαι
  35268. τεῦξις, εως (ἡ)
  35269. τεύξομαι, τεύξω
  35270. τευτάζω
  35271. τεῦτλον, ου (τό)
  35272. τευχηστήρ, ῆρος (ὁ)
  35273. τευχηστής, οῦ (ὁ)
  35274. τεῦχος, εος-ους (τό)
  35275. τεύχω
  35276. τέφρα, ας (ἡ)
  35277. τεφραῖος, α, ον
  35278. τεφράς, άδος
  35279. τέφρη, ης (ἡ)
  35280. τεφρός, ά, όν
  35281. τεφρόω-ῶ
  35282. τεφρώδης, ης, ες
  35283. τεχθῆναι
  35284. τεχνάζω
  35285. τέχνασμα, ατος (τό)
  35286. τεχνάομαι-ῶμαι
  35287. τέχνη, ης (ἡ)
  35288. τεχνήεις, ήεσσα, ῆεν
  35289. τεχνηέντως
  35290. τέχνημα, ατος (τό)
  35291. τεχνητός, ή, όν
  35292. τεχνικός, ή, όν
  35293. τεχνικῶς
  35294. τεχνίτης, ου (ὁ)
  35295. τεχνῖτις, ιδος(ἡ)
  35296. τεχνολογέω-ῶ
  35297. τεχνολογία, ας (ἡ)
  35298. τέῳ,
  35299. τεῷ
  35300. τέων
  35301. τέως
  35302. Τέως, ω (ἡ)
  35303. τέωσπερ
  35304. τῆ
  35305. τῇ
  35306. τήβεννα, ης (ἡ)
  35307. τήβεννος, ου (ἡ)
  35308. τῇδε
  35309. τῃδί
  35310. τήθη, ης (ἡ)
  35311. τηθίς, ίδος (ἡ)
  35312. τῆθος, εος-ους (τό)
  35313. Τηθύς, ύος (ἡ)
  35314. Τήϊος, α, ον
  35315. τηκεδών, όνος (ἡ)
  35316. τηκτός, ή, όν
  35317. τήκω
  35318. τηλαυγής, ής, ές
  35319. τηλαυγῶς
  35320. τῆλε
  35321. τηλεδαπός, ή, όν
  35322. τηλεθάω
  35323. τηλεκλειτός, ός, όν
  35324. τηλεκλυτός, ός, όν
  35325. τηλέμαχος, ος, ον
  35326. τηλέπλανος, ος, ον
  35327. τηλέπομπος, ος, ον
  35328. τηλέπορος, ος, ον
  35329. τηλέπυλος, ος, ον
  35330. τηλεσκόπος, ος, ον
  35331. τηλεφανής, ής, ές
  35332. τηλία, ας (ἡ)
  35333. τηλίκος, η, ον
  35334. τηλικόσδε, ήδε, όνδε
  35335. τηλικοῦτος, αύτη, οῦτο
  35336. τηλικουτοσί, -αυτηί, -ουτον
  35337. τηλόθε, τηλόθεν
  35338. τηλόθι
  35339. τηλόσε
  35340. τηλοῦ
  35341. τηλουρός, ός, όν
  35342. τηλύγετος, η, ον
  35343. τηλωπός, ός, όν
  35344. τημελέω-ῶ
  35345. τήμερον
  35346. τἠμῇ
  35347. τῆμος
  35348. τήν
  35349. τηνάλλως
  35350. τήνελλα
  35351. τηνίκα
  35352. τηνικάδε
  35353. τηνικαῦτα
  35354. Τήνιος, α, ον
  35355. τῆνος, τήνα, τῆνο
  35356. Τῆνος, ου (ὁ)
  35357. τῆξις, εως (ἡ)
  35358. τῇπερ
  35359. Τηρεύς, έως (ὁ)
  35360. τηρέω-ῶ
  35361. τήρησις, εως (ἡ)
  35362. τῇς, τῇσι
  35363. τητάομαι-ῶμαι
  35364. τῆτες
  35365. τητινός, ή, όν
  35366. τῆτος, εος-ους (τό)
  35367. Τηΰγετον, ου (τό)
  35368. τηΰσιος, α, ον
  35369. τί
  35370. τι
  35371. Τιανός, οῦ (ὁ)
  35372. τιάρα, ας (ἡ)
  35373. τιάρης, ου (ὁ)
  35374. τιαροειδής, ής, ές
  35375. Τιβεριάς, άδος (ἡ)
  35376. Τιβέριος, ου (ὁ)
  35377. Τίβερις, εως (ὁ)
  35378. Τιγράνης, ου (ὁ)
  35379. Τίγρης, ητος (ὁ)
  35380. Τίγρις, ιδος (ὁ)
  35381. τίγρις, ιος (ὁ, ἡ)
  35382. τιέμεν
  35383. τίη,
  35384. τιήρης, εω (ὁ)
  35385. τιθαιβώσσω
  35386. τιθαίνω
  35387. τιθάσευσις, εως (ἡ)
  35388. τιθασευτής, οῦ (ὁ)
  35389. τιθασεύω
  35390. τιθασός, ός, όν
  35391. τιθέασι
  35392. τιθέω1, ῃς, ῃ
  35393. τιθέω2-ῶ
  35394. τιθήμεναι
  35395. τίθημι
  35396. τιθηνέω-ῶ
  35397. τιθήνη, ης (ἡ)
  35398. τιθήνησις, εως (ἡ)
  35399. τιθηνός, ός, όν
  35400. Τιθωνός, οῦ (ὁ)
  35401. τίκτω
  35402. τίλαι, ῶν (αἱ)
  35403. τίλλω
  35404. τίλμα, ατος (τό)
  35405. τίλφη, ης (ἡ)
  35406. τίλων, ωνος (ὁ)
  35407. τιμαῖος, α, ον
  35408. τιμαλφέω-ῶ
  35409. τιμαλφής, ής, ές
  35410. τιμάω-ῶ
  35411. τιμή, ῆς (ἡ)
  35412. τιμήεις, ήεσσα, ῆεν
  35413. τίμημα, ατος (τό)
  35414. τιμῆντα
  35415. τιμήορος, ος, ον
  35416. τιμῇς
  35417. τιμήσιος, ος, ον
  35418. τίμησις, εως (ἡ)
  35419. τιμητέος, α, ον
  35420. τιμητεύω
  35421. τιμητής, οῦ (ὁ)
  35422. τιμητία, ας (ἡ)
  35423. τιμητικός, ή, όν
  35424. τίμιος, α, ον
  35425. τιμιότης, ητος (ἡ)
  35426. Τιμόθεος, ου (ὁ)
  35427. Τίμων, ωνος (ὁ)
  35428. τιμοκρατία, ας (ἡ)
  35429. τιμοκρατικός, ή, όν
  35430. Τιμολεόντειον, ου (τό)
  35431. Τιμολέων, οντος (ὁ)
  35432. τιμωρέω-ῶ
  35433. τιμώρημα, ατος (τό)
  35434. τιμωρητέος, α, ον
  35435. τιμωρητήρ, ῆρος (ὁ)
  35436. τιμωρητικός, ή, όν
  35437. τιμωρία, ας (ἡ)
  35438. τιμωρός, ός, όν
  35439. τινάκτειρα, ας
  35440. τινάκτωρ, ορος
  35441. τιναξάσθην
  35442. τινάσσω
  35443. τιννύω
  35444. τίνυμι
  35445. τίνω
  35446. τιὸ τιό
  35447. τίοις
  35448. τῖον
  35449. τίος, τίως, τίω
  35450. τίπτε
  35451. Τιρίβαζος, ου (ὁ)
  35452. Τιρύνθιος, α, ον
  35453. Τίρυνς, υνθος (ἡ)
  35454. τίς, τίς, τί
  35455. τις, τις, τι
  35456. τῖσαι
  35457. τίσις, εως
  35458. Τισιφόνη, ης (ἡ)
  35459. Τισσαφέρνης, ους (ὁ)
  35460. τιταίνω
  35461. Τιτάν, ᾶνος (ὁ)
  35462. Τιτανικός, ή, όν
  35463. Τιτάνιος,
  35464. Τιτανίς,
  35465. τιτανοκράτωρ, ορος (ὁ)
  35466. τίτανος, ου (ἡ)
  35467. τιτανώδης, ης, ες
  35468. τιτθεύω
  35469. τίτθη, ης (ἡ)
  35470. τιτθίδιον, ου (τό)
  35471. τιτθίον, ου (τό)
  35472. τιτθός, οῦ (ἡ)
  35473. Τίτιος, ου (ὁ)
  35474. τίτλος, ου (ὁ)
  35475. Τίτος, ου (ὁ)
  35476. τιτός, ή, όν
  35477. τιτράω-ῶ
  35478. τιτρώσκω
  35479. τιτυβίζω
  35480. τιτύσκω
  35481. τίφη, ης (ἡ)
  35482. τίφθ᾽
  35483. τίω
  35484. τλᾶθι
  35485. τλαῖεν
  35486. τλάμων, ων, ον
  35487. τλατός, ά, όν
  35488. τλάω
  35489. τλῆθι
  35490. τλῆμεν
  35491. τλημόνως
  35492. τλημοσύνη, ης ( ἡ)
  35493. τλήμων, ων, ον
  35494. τλῆναι
  35495. τλησικάρδιος, ος, ον
  35496. τλῆτε
  35497. τλητός, ή, όν
  35498. τλήτω
  35499. τμάγεν
  35500. τμήγω
  35501. τμήδην
  35502. τμηθῆναι
  35503. τμῆσις, εως (ἡ)
  35504. τμητέον
  35505. τμητικός, ή, όν
  35506. τμητός, ή, όν
  35507. τό
  35508. τόγε
  35509. τόδε
  35510. τοδί
  35511. τόθεν
  35512. τόθι
  35513. τοι1
  35514. τοι2
  35515. τοί3, ταί
  35516. τοιαδί
  35517. τοιγάρ
  35518. τοιγαροῦν
  35519. τοιγάρτοι
  35520. τοιγαρῶν
  35521. τοῖιν
  35522. τοῖν
  35523. τοίνυν
  35524. τοῖο
  35525. τοῖος, τοία, τοῖον
  35526. τοιόσδε, άδε, όνδε
  35527. τοιοσδί, αδί, ονδί
  35528. τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο
  35529. τοιουτοσί, -αυτηΐ, -ουτοΐ
  35530. τοιουτότροπος, ος, ον
  35531. τοιουτώδης, ης, ες
  35532. τοίσδεσι
  35533. τοίχαρχος, ου (ὁ)
  35534. τοιχίδιον, ου (τό)
  35535. τοιχόομαι-οῦμαι
  35536. τοῖχος, ου (ὁ)
  35537. τοιχωρυχέω-ῶ
  35538. τοιχωρυχία, ας (ἡ)
  35539. τοιχωρύχος, ου (ὁ)
  35540. τοκάς, άδος
  35541. τοκεύς, έως (ὁ, ἡ)
  35542. τοκίζω
  35543. τοκισμός, οῦ (ὁ)
  35544. τοκιστής, οῦ (ὁ)
  35545. τοκογλυφέω-ῶ
  35546. τοκογλύφος, ου (ὁ)
  35547. τόκος, ου (ὁ) 
  35548. τόλμα1, ης (ἡ)
  35549. τόλμα2
  35550. τολμάω-ῶ
  35551. τολμέω
  35552. τόλμη, ης (ἡ)
  35553. τολμήεις, ήεσσα, ῆεν
  35554. τόλμημα, ατος (τό)
  35555. τολμηρός, ά, όν
  35556. τολμηρῶς
  35557. τολμήστατος
  35558. τολμητέος, α, ον
  35559. τολμητής, οῦ (ὁ)
  35560. τολμητός, ή, όν
  35561. τολυπεύω
  35562. τολύπη, ης (ἡ)
  35563. τομαῖος, α, ον
  35564. τομάω-ῶ
  35565. τομεύς, έως (ὁ)
  35566. τομή, ῆς (ἡ)
  35567. τόμιον, ου (τό)
  35568. τομός, ή, όν
  35569. τόμος, ου (ὁ)
  35570. τόν
  35571. τονάριον, ου (τό)
  35572. τονθορίζω
  35573. τονθορύζω
  35574. τονικός, ή, όν
  35575. τόνος, ου (ὁ)
  35576. τονόω-ῶ
  35577. τονῦν
  35578. τοξάζομαι
  35579. τοξάριον, ου (τό)
  35580. τόξαρχος, ου (ὁ)
  35581. τοξάσσαιτο
  35582. τόξευμα, ατος
  35583. τοξευτής, οῦ (ὁ)
  35584. τοξευτός, ή, όν
  35585. τοξεύω
  35586. τοξήρης, ης, ες
  35587. τοξικός, ή, όν
  35588. τοξοδάμας, αντος
  35589. τοξόδαμνος, ος, ον
  35590. τόξον, ου (τό)
  35591. τοξοποιέω-ῶ
  35592. τοξοσύνη, ης (ἡ)
  35593. τοξοτευχής, ής, ές
  35594. τοξότης, ου (ὁ)
  35595. τοξότις, ιδος (ἡ)
  35596. τοξουλκός, ός, όν
  35597. τοξοφόρος, ος, ον
  35598. τοπάζιον, ου (τό)
  35599. τοπάζω
  35600. τοπικός, ή, όν
  35601. τοπικῶς
  35602. τοπομαχέω-ῶ
  35603. τόπος, ου (ὁ)
  35604. τοπρίν
  35605. τορεία, ας (ἡ)
  35606. τόρευμα, ατος (τό)
  35607. τορεύω
  35608. τορέω-ῶ
  35609. τόρμος, ου (ὁ)
  35610. τορνευτής, οῦ (ὁ)
  35611. τορνεύω
  35612. τόρνος, ου (ὁ)
  35613. τορνόομαι-οῦμαι
  35614. τορός, ά, όν
  35615. Τορωναῖος, α, ον
  35616. Τορώνη, ης (ἡ)
  35617. τορῶς,
  35618. τοσάκις
  35619. τοσαυτάκις
  35620. τόσος, η, ον
  35621. τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε
  35622. τοσουτάριθμος, ος, ον
  35623. τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο
  35624. τοσουτοσί, -αυτηΐ, -ουτονί
  35625. τοσσάδε
  35626. τοσσάκι
  35627. τόσσος, η, ον
  35628. τοσσόσδε, ήδε, όνδε
  35629. τοσσοῦτος, τοσσαύτη, τοσσο
  35630. τότε
  35631. τοτέ
  35632. τοτελευταῖον
  35633. τοτοῖ, τοτοτοῖ
  35634. τοῦ
  35635. του
  35636. τοὔδαφος
  35637. τοῦδε
  35638. τουδί
  35639. τοὐκ
  35640. τοὐλάχιστον
  35641. τοὐμμέσῳ
  35642. τοὐμόν
  35643. τοὐμοῦ
  35644. τοὔμπαλιν
  35645. τοὔμπροσθεν
  35646. τοὐμφανές
  35647. τοὔμφυλον
  35648. τοὐναντίον
  35649. τοὖναρ
  35650. τοὔνειδος
  35651. τοὔνεκα
  35652. τοὔνθενδε
  35653. τοὔνομα
  35654. τοὐντεῦθεν
  35655. τοὐξειργασμένον
  35656. τοὐπιόντος
  35657. τοὐπίπαν
  35658. τοὐπίσαγμα
  35659. τοὐπίσω
  35660. τοὖπος
  35661. τοὖργον
  35662. τούς
  35663. τούσδε
  35664. τουσδί
  35665. Τοῦσκλον, ου (τό)
  35666. τοὔσχατον
  35667. τουτέοις, τουτέοισι
  35668. τοὔτερον
  35669. τουτέστι
  35670. τουτέων
  35671. τοῦτο
  35672. τουτογί
  35673. τουτοδί
  35674. τουτονί
  35675. τούτῳ
  35676. τουτῳί
  35677. τόφρα
  35678. τραγεῖν
  35679. τραγέλαφος, ου (ὁ)
  35680. τράγεος, α, ον
  35681. τράγημα, ατος (τό)
  35682. τραγηματίζω
  35683. τραγικός, ή, όν
  35684. τραγικῶς
  35685. τραγοκουρικός, ή, όν,
  35686. τράγος, ου (ὁ)
  35687. τραγοσκελής, ής ές
  35688. τραγῳδέω-ῶ
  35689. τραγῳδία, ας (ἡ)
  35690. τραγῳδικός, ή, όν
  35691. τραγῳδιοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
  35692. τραγῳδοδιδάσκαλος, ου (ὁ)
  35693. τραγῳδοποδάγρα, ας (ἡ)
  35694. τραγῳποιός, οῦ (ὁ)
  35695. τραγῳδός, οῦ (ὁ)
  35696. τράμις, εως (ἡ)
  35697. τρανής, ής, ές
  35698. τρανός, ή, όν
  35699. τρανότης, ητος (ἡ)
  35700. τρανῶς
  35701. τράπε
  35702. τράπεζα , ης (ἡ)
  35703. τραπεζεύς, έως
  35704. τραπέζιον, ου (τό)
  35705. τραπεζίτης, ου (ὁ)
  35706. τραπεζοειδής, ής, ές
  35707. τραπεζοκόμος, ος, ον
  35708. Τραπεζούντιος, ου (ὁ)
  35709. Τραπεζοῦς, οῦντος (ἡ)
  35710. τραπείομεν
  35711. τραπέμπαλιν
  35712. τραπέσθαι
  35713. τραπέω
  35714. τραπῆναι
  35715. τραπητέον
  35716. τραπῶ
  35717. τράπω
  35718. τράπωμαι
  35719. τρασιά, ᾶς (ἡ)
  35720. τραυλίζω
  35721. τραυλισμός, οῦ (ὁ)
  35722. τραυλός, ή, όν
  35723. τραυλότης, ητος (ἡ)
  35724. τραῦμα, ατος (τό)
  35725. τραυματίας, ου
  35726. τραυματίζω
  35727. τραφέμεν
  35728. τραφερός, ά, όν
  35729. τράφη
  35730. τραφθείς
  35731. τράφω
  35732. τραχέως
  35733. τραχηλίζω
  35734. τραχηλισμός, οῦ (ὁ)
  35735. τραχηλοκοπέω-ῶ
  35736. τράχηλος, ου (ὁ)
  35737. Τραχίνιος, α, ον
  35738. Τραχίς, ῖνος (ἡ)
  35739. τραχύνω
  35740. τραχύς, εῖα, ύ
  35741. τραχύτης, ητος (ἠ)
  35742. τραχύφωνος, ος, ον
  35743. τραχών, ῶνος (ὁ)
  35744. Τραχωνῖτις, ιδος (ἡ)
  35745. τρεῖς, τρεῖς, τρία,
  35746. τρεισκαίδεκα
  35747. τρέμω
  35748. τρέπε
  35749. τρεπτέον
  35750. τρεπτός, ή, όν
  35751. τρέπω
  35752. τρέσσα
  35753. τρέφω
  35754. τρεχέδειπνος, ου
  35755. τρέχω
  35756. τρέω
  35757. τρῆμα, ατος (τό)
  35758. τρήρων, ωνος
  35759. τρητός, ή, όν
  35760. τρηχέως
  35761. Τρηχίς, ῖνος (ἡ)
  35762. τρία
  35763. τρίαινα, ης (ἡ)
  35764. τριαινοειδής, ής, ές
  35765. τριακάς, άδος (ἡ)
  35766. τριακονθήμερος, ος, ον
  35767. τριάκοντα
  35768. τριακονταέτης, ης, ες
  35769. τριακονταέτις, ιδος
  35770. τριακοντάκις
  35771. τριακοντάκλινος, ος, ον
  35772. τριακονταρχία, ας (ἡ)
  35773. τριακόντορος, ου (ἡ)
  35774. τριακοντούτης, ης, ες
  35775. τριακοντοῦτις, ιδος
  35776. τριακόσιοι, αι, α
  35777. τριακοστός, ή, όν
  35778. τριάρμενος, ος, ον
  35779. τριάς, άδος (ἡ)
  35780. τριβάρβαρος, ος, ον
  35781. τριβέμεναι
  35782. τριβή, ῆς (ἡ)
  35783. τρίβολος, ου (ὁ)
  35784. τρίβος, ου (ἡ, ὁ)
  35785. τρίβω
  35786. τρίβων, ωνος (ὁ)
  35787. τριβώνιον, ου (τό)
  35788. τριβωνοφορέω-ῶ
  35789. τριβωνοφορία, ας (ἡ)
  35790. τρίγλα, ας (ἡ)
  35791. τρίγληνος, ος, ον
  35792. τριγλοβόλος, ος, ον
  35793. τρίγλυφος, ος, ον
  35794. τριγλώχιν, ινος
  35795. τριγονία, ας (ἡ)
  35796. τρίγονος, ος, ον
  35797. τριγωνίζω
  35798. τριγωνίστρια, ας (ἡ)
  35799. τρίγωνον, ου (τό)
  35800. τρίγωνος, ος, ον
  35801. τρίδουλος, ος, ον
  35802. τρίδυμος, ος, ον
  35803. τριέλικτος, ος, ον
  35804. τριέσπερος, ος, ον
  35805. τρίετες
  35806. τριετηρικός, ή, όν
  35807. τριετηρίς, ίδος
  35808. τριετής, ής, ές
  35809. τριετία, ας (ἡ)
  35810. τρίζω
  35811. τριηκάς, άδος (ἡ)
  35812. τριημιποδιαῖος, α, ον
  35813. τριημιπόδιον, ου (τό)
  35814. τριημιτόνιον, ου (τό)
  35815. τριηραρχέω-ῶ
  35816. τριηραρχία, ας (ἡ)
  35817. τριηραρχικός, ή, όν
  35818. τριήραρχος, ου (ὁ)
  35819. τριηραύλης, ου (ὁ)
  35820. τριήρης, εος-ους (ἡ)
  35821. τριηρίτης, ου (ὁ)
  35822. τριήρων
  35823. τρικάρανος, ος, ον
  35824. τρικάρηνος, ος, ον
  35825. τρικέφαλος, ος, ον
  35826. τρίκλινος, ος, ον
  35827. τρίκρανος, ος, ον
  35828. τρικυμία, ας (ἡ)
  35829. τρίλλιστος, ος, ον
  35830. τριλοφία, ας (ἡ)
  35831. τριμελής, ής, ές
  35832. τριμερής, ής, ές
  35833. τρίμετρος, ος, ον
  35834. τρίμηνος, ος, ον
  35835. τρίμμα, ατος (τό)
  35836. τριμμός, οῦ (ὁ)
  35837. τριμοιρία, ας (ἡ)
  35838. τριμοιρίτης, ου
  35839. τρίμοιρος, ος, ον
  35840. τρίμορφος, ος, ον
  35841. Τρινακρία, ας (ἡ)
  35842. τριξός, ή, όν
  35843. τριοδῖτις, ιδος
  35844. τρίοδος, ου (ἡ)
  35845. τριόργυιος, ος, ον
  35846. τριόρχης, ου
  35847. τριόφθαλμος, ος, ον
  35848. τρίπαις, -παιδος
  35849. τρίπαλαι
  35850. τρίπάλαστος, ος, ον
  35851. τριπέμπελος, ος, ον
  35852. τρίπηχυς, υς, υ
  35853. τρίπλαξ, ακος
  35854. τριπλασιάζω
  35855. τριπλασιασμός, οῦ (ὁ)
  35856. τριπλάσιος, α, ον
  35857. τρίπλεθρος, ος, ον
  35858. τριπλῇ
  35859. τριπλόος, όη, όον
  35860. τριπόδης, ου
  35861. τριπόθητος, ος, ον
  35862. τριπόλιστος, ος, ον
  35863. τρίπολος, ος, ον
  35864. τρίπος (ὁ)
  35865. τρίπους, -ους, -ουν
  35866. τρίπτης, ου (ὁ)
  35867. τρίπτυχος, ος, ον
  35868. τρίρρυμος, ος, ον
  35869. τρίς
  35870. τρισάθλιος, α, ον
  35871. τρισάριθμος, ος, ον
  35872. τρισάσμενος, η, ον
  35873. τρισέληνος, ος, ον
  35874. τρισευδαίμων, ων, ον
  35875. τρισέωλος, ον
  35876. τρισκαιδεκαστάσιος, ος, ον
  35877. τρισκαιδέκατος, η, ον
  35878. τρισκαιδεκαφόρος, ος, ον
  35879. τρίσκαλμος, ος, ον
  35880. τρίσμακαρ, αρος
  35881. τρισμακάριος, α, ον
  35882. τρισμακάριστος, η, ον
  35883. τρισμός, οῦ (ὁ)
  35884. τρισμύριοι, αι, α
  35885. τρισόλβιος, ος, ον
  35886. τρίσπονδος, ος, ον
  35887. τρισσός, ή, όν
  35888. τρίστεγος, ος, ον
  35889. τριστοιχί
  35890. τρίστοιχος, ος, ον
  35891. τρισύλλαβος ος, ον
  35892. τρισχίλιοι, αι, α
  35893. τριταγωνιστέω-ῶ
  35894. τριταγωνιστής, οῦ (ὁ)
  35895. τριταῖος, α, ον
  35896. τριταλαντιαῖος, α, ον
  35897. τριτάλας, -τάλαινα, -τάλαν
  35898. τρίτατος, η, ον
  35899. τριτημόριον
  35900. τριτημόριος, α, ον
  35901. τριτημορίς, ίδος (ἡ)
  35902. τριτογένεια, ας (ἡ)
  35903. Τριτογενής, έος-οῦς (ἡ)
  35904. τρίτος, η, ον
  35905. τριτόσπορος, ος, ον
  35906. τριττός, ή, όν
  35907. τριττύς, ύος (ἡ)
  35908. Τρίτων, ωνος (ὁ)
  35909. Τριτωνίς, ίδος (ἡ)
  35910. Τριτωνομένδητες, ων (οἱ)
  35911. τριφάσιος, α, ον
  35912. τρίφυλλον, ου (τό)
  35913. τριφύλλος, ος, ον
  35914. τρίφυλος, ος, ον
  35915. τρίχα1
  35916. τρίχα2
  35917. τριχάϊκες, ων
  35918. τρίχες, ῶν (αἱ)
  35919. τριχῇ
  35920. τριχθά
  35921. τρίχινος, η, ον
  35922. τρίχιον, ου (τό)
  35923. τριχοίνικος, ος, ον
  35924. τριχομανές, έος (τό)
  35925. τρίχορδος, ος, ον
  35926. τριχορροέω-ῶ
  35927. τριχός
  35928. τριχοῦ
  35929. τρίχωμα, ατος (τό)
  35930. τρῖψις, εως (ἡ)
  35931. τριώβολον, ου (τό)
  35932. τριώροφος, ος, ον
  35933. τριώρυγος, ος, ον
  35934. Τροία, ας (ἡ)
  35935. Τροίαθεν
  35936. Τροίανδε
  35937. Τροιζήν, ῆνος (ἡ)
  35938. Τροιζήνιος, α, ον
  35939. Τροιζηνίς, ίδος
  35940. Τροίη, ης (ἡ)
  35941. τρομεοίατο
  35942. τρομέω-ῶ
  35943. τρόμος, ου (ὁ)
  35944. τρομώδης, ης, ες
  35945. τροπαία
  35946. τρόπαιον, ου (τό)
  35947. τρόπαιος, α, ον
  35948. τροπαιοῦχος, ος, ον
  35949. τροπαιοφορία, ας (ἡ)
  35950. τροπαιοφόρος, ος, ον
  35951. τροπέω
  35952. τροπή, ῆς (ἡ)
  35953. τροπικός, ή, όν
  35954. τρόπις, ιος (ἡ)
  35955. τροπομάσθλης, ητος (ὁ)
  35956. τρόπος, ου (ὁ)
  35957. τροπός, οῦ (ὁ)
  35958. τροποφορέω-ῶ
  35959. τροπόω-ῶ
  35960. τροπωτήρ, ῆρος (ὁ)
  35961. τροφά
  35962. τροφεῖα, ων (τά)
  35963. τροφεύς, έως (ὁ)
  35964. τροφή, ῆς (ἡ)
  35965. τρόφι
  35966. τροφίας, ου
  35967. τρόφιμος, ος, ον
  35968. τρόφις, ις, ι
  35969. τροφόεις, όεσσα, όεν
  35970. τροφός, ός, όν
  35971. τροφοφορέω-ῶ
  35972. τροχάζω
  35973. τροχαῖος, α, ον
  35974. τροχαλός, ή, όν
  35975. τροχηλάτης, ου (ὁ)
  35976. τροχήλατος, ος, ον
  35977. τροχιά, ᾶς (ἡ)
  35978. τροχιλία, ας (ἡ)
  35979. τροχίλος, ου (ὁ)
  35980. τρόχις, ιος (ὁ)
  35981. τροχοδινέομαι-οῦμαι
  35982. τροχοειδής, ής, ές
  35983. τροχοποιέω-ῶ
  35984. τρόχος, ου (ὁ)
  35985. τροχός, οῦ (ὁ)
  35986. τρύβλιον, ου (τό)
  35987. τρυγάω-ῶ
  35988. τρύγησις, εως (ἡ)
  35989. τρύγητος, ου (ὁ)
  35990. τρυγηφάγος, ος, ον
  35991. τρυγίας, ου (ὁ)
  35992. τρύγοιπος, ου (ὁ)
  35993. τρυγός
  35994. τρυγόῳεν
  35995. τρυγώδης, ης, ες
  35996. τρυγῳδός, οῦ (ὁ)
  35997. τρυγών, όνος (ἡ)
  35998. τρύζω
  35999. τρυηλίς, ίδος (ἡ)
  36000. τρυμαλιά, ᾶς (ἡ)
  36001. τρύξ, τρυγός (ἡ)
  36002. τρύπανον, ου (τό)
  36003. τρυπάω-ῶ
  36004. τρύπημα, ατος (τό)
  36005. τρυσάνωρ, ορος
  36006. τρυτάνη, ης (ἡ)
  36007. Τρύφαινα, ης (ἡ)
  36008. τρυφάλεια, ας (ἡ)
  36009. τρυφάω-ῶ
  36010. τρυφερός, ά, όν
  36011. τρυφή, ῆς (ἡ)
  36012. τρύφημα, ατος (τό)
  36013. Τρυφῶσα, ης (ἡ)
  36014. τρῦχος, εος-ους (τό)
  36015. τρυχόω-ῶ
  36016. τρύχω
  36017. τρύω
  36018. Τρωαί, ῶν (αἱ)
  36019. Τρῳάς, άδος (ἡ)
  36020. τρωγάλιον, ου (τό)
  36021. Τρώγιλος, ου (ὁ)
  36022. τρώγλη, ης (ἡ)
  36023. τρωγλοδύτης, ου
  36024. τρωγλοδυτικός, ή, όν
  36025. τρώγω
  36026. Τρῶες, Τρώων
  36027. Τρωΐα, ας (ἡ)
  36028. Τρωϊάς, άδος (ἡ)
  36029. Τρωϊκός, ή, όν
  36030. Τρώϊος, α, ον
  36031. Τρωΐς, ΐδος
  36032. τρώκτης, ου
  36033. τρωκτός, ή,
  36034. τρῶμα, ατος (τό)
  36035. Τρῷος, ῴα, ῷον
  36036. τρωπάσκετο
  36037. τρωπάω-ῶ
  36038. τρῶσις, εως (ἡ)
  36039. τρώσω
  36040. τρωτός, ή, όν
  36041. τρωχάω-ῶ
  36042. τρώχων
  36043. τρώω
  36044. τύ
  36045. τυγχάνω
  36046. --τυχόν
  36047. Τυδείδης, ου (ὁ)
  36048. Τυδεύς, έως (ὁ)
  36049. τῦκον
  36050. τύκος, ου (ὁ)
  36051. τυκτά
  36052. τυκτός, ή, όν
  36053. τυλεῖον, ου (τό)
  36054. τύλη, ης (ἡ)
  36055. τύλος, ου (ὁ)
  36056. τυλόω-ῶ
  36057. τυλώδης, ης, ες
  36058. τυλωτός, ή, όν
  36059. τυμβαύλης, ου (ὁ)
  36060. τύμβευμα, ατος (τό)
  36061. τυμβεύω
  36062. τυμβήρης, ης, ες
  36063. τύμβος, ου (ὁ)
  36064. τυμβοχοέω-ῶ
  36065. τυμβοχόος, ος, ον
  36066. τυμβόχωστος, ος, ον
  36067. τυμβωρυχέω-ῶ
  36068. τυμβωρύχος, ος, ον
  36069. τύμμα, ατος (τό)
  36070. τυμπανίζω
  36071. τυμπανισμός, οῦ (ὁ)
  36072. τυμπανιστής, οῦ (ὁ)
  36073. τυμπανίστρια, ας (ἡ)
  36074. τυμπανοειδής, ής, ές
  36075. τύμπανον, ου (τό)
  36076. Τυνδάρειος, α, ον
  36077. Τυνδάρεος, ου (ὁ)
  36078. Τυνδάρεως
  36079. Τυνδαρίδης, ου (ὁ)
  36080. τύνη
  36081. τυννοῦτος
  36082. τυπή, ῆς (ἡ)
  36083. τυπικός, ή, όν
  36084. τυπικῶς
  36085. τύπος, ου (ὁ)
  36086. τυπόω-ῶ
  36087. τύπτω
  36088. τυπώδης, ης, ες
  36089. τυπωδῶς
  36090. τύπωμα, ατος (τό)
  36091. τύπωσις, εως (ἡ)
  36092. τυραννεῖον, ου (τό)
  36093. τυραννεύω
  36094. τυραννέω-ῶ
  36095. τυραννίζω
  36096. τυραννικός, ή, όν
  36097. τυραννίς, ίδος (ἡ)
  36098. τυραννοκτονέω-ῶ
  36099. τυραννοκτονία, ας (ἡ)
  36100. τυραννοκτόνος, ου
  36101. τύραννος, ος, ον
  36102. τυρβάζω
  36103. τύρβη, ης (ἡ)
  36104. τυρεύω
  36105. Τύριος, α, ον
  36106. τυρίσκος, ου (ὁ)
  36107. τυροῦς, οῦσσα, οῦν
  36108. τυρόκνηστις, εως (ἡ)
  36109. τυρός, οῦ (ὁ)
  36110. Τύρος, ου (ἡ)
  36111. τυροῦς
  36112. Τυρρηνία, ας (ἡ)
  36113. Τυρρηνικός, ή, όν
  36114. Τυρρηνίς, ίδος
  36115. Τυρρηνός, οῦ
  36116. τύρσις, ιος (ἡ)
  36117. Τυρταῖος, ου (ὁ)
  36118. τυρώδης, ης, ες
  36119. τυτθός, ός, όν
  36120. τυφεδανός, οῦ (ὁ)
  36121. τυφλίνης, ου (ὁ)
  36122. τυφλός, ή, όν
  36123. τυφλότης, ητος (ἡ)
  36124. τυφλόω-ῶ
  36125. τυφλῶς
  36126. τύφλωσις, εως (ἡ)
  36127. τυφλώττω
  36128. τυφογέρων, οντος (ὁ)
  36129. τυφομανία, ας (ἡ)
  36130. τῦφος, ου (ὁ)
  36131. τύφω
  36132. Τυφωεύς, έος (ὁ)
  36133. Τυφῶν, ῶνος (ὁ)
  36134. τυφωνικός, ή, όν
  36135. Τυφώνιος, α, ον
  36136. Τυφώς, ῶ (ὁ)
  36137. τύχα, Τύχα
  36138. τυχαῖος, α, ον
  36139. τύχη, ης (ἡ)
  36140. τυχηρός, ά, όν
  36141. τυχηρῶς,
  36142. τύχῃσι
  36143. τυχθείς
  36144. τυχικός, ή, όν
  36145. τυχικῶς
  36146. τυχόν
  36147. τύχω, ῃς, ῃ
  36148. τύψαι
  36149. τώ
  36150. τῶ
  36151. τῷ
  36152. τῳ
  36153. τὤγαλμα
  36154. τώδε
  36155. τῶδε
  36156. τῷδε
  36157. τωδί
  36158. τωθάζω
  36159. τωθασμός, οῦ (ὁ)
  36160. τὠκίδιον
  36161. τὤλγεος
  36162. τὠληθές
  36163. τὠμπέχονον
  36164. τὦμον
  36165. τῷ᾽ μῷ
  36166. τῶν
  36167. τῶνδε
  36168. τωνδί
  36169. τὤνδιον
  36170. τὦνδρες
  36171. τὠνείρατα
  36172. τὠπί
  36173. τὠπό
  36174. τὠποβαῖνον
  36175. τὦπος
  36176. τὦρα
  36177. τὤρνεα
  36178. τὤροτρον
  36179. τὠρχαῖον
  36180. τώς1
  36181. τώς2
  36182. τὠστέα
  36183. τὠστία
  36184. τὦτα
  36185. τωὐτ’
  36186. τωὐτό, τωὐτέου, τωὐτῷ
  36187. τὠ᾽ φθαλμώ
  36188. τῷ᾽ χλῳ
  36189. Θ, θ (θῆτα) (τό)
  36190. θ᾽
  36191. θαάσσω
  36192. θαιρός, οῦ (ὁ)
  36193. θακεύω
  36194. θακέω-ῶ
  36195. θάκημα, ατος (τό)
  36196. θάκησις, εως (ἡ)
  36197. θᾶκος, ου (ὁ)
  36198. θαλάμη, ης (ἡ)
  36199. θαλαμήϊος, η, ον
  36200. θαλαμηπόλος, ος, ον
  36201. θαλαμία, ας (ἡ)
  36202. θαλάμιος, α, ον
  36203. θάλαμόνδε
  36204. θάλαμος, ου (ὁ)
  36205. θάλασσα, ης (ἡ)
  36206. θαλασσεύω
  36207. θαλασσίδιος, α, ον
  36208. θαλάσσιος, α, ον
  36209. θαλασσοκρατέω-ῶ
  36210. θαλασσοκράτωρ, ορος
  36211. θαλασσόπλαγκτος, ον
  36212. θαλασσόπληγκτος, ον
  36213. θαλασσοπότης, ου (ὁ)
  36214. θαλασσουργός, οῦ (ὁ)
  36215. θαλασσόω-ῶ
  36216. θάλαττα, ης (ἡ)
  36217. θαλαττοκρατέω-ῶ
  36218. θαλαττουργός, οῦ (ὁ)
  36219. θάλεα, ων (τά)
  36220. θαλέθω
  36221. θάλεια, ας
  36222. θαλειάζω
  36223. θαλερός, ά, όν
  36224. Θαλῆς, ῆτος (ὁ)
  36225. θαλία, ας (ἡ)
  36226. θαλίαζω
  36227. θαλλός, οῦ (ὁ)
  36228. θαλλοφόρος, ου (ὁ, ἡ)
  36229. θάλλω
  36230. θάλος (τό)
  36231. θαλπιάω
  36232. θάλπος, εος-ους (τό)
  36233. θάλπω
  36234. θαλπωρή, ῆς (ἡ)
  36235. θαλύσια, ων (τά)
  36236. θαμά
  36237. θάμβευς
  36238. θαμβέω-ῶ
  36239. θάμβος, εος-ους (τό)
  36240. θαμβόω-ῶ
  36241. θαμέες
  36242. θαμειαί
  36243. θαμέσι
  36244. θαμίζω
  36245. θαμινός, ή, όν
  36246. θάμνος, ου (ὁ, ἡ)
  36247. θανάσιμος, ος, ον
  36248. θανατάω-ῶ
  36249. θανατηφόρος, ος, ον
  36250. θανατιάω-ῶ
  36251. θανατικός, ή, όν
  36252. θανατόεις, όεσσα, όεν
  36253. θάνατόνδε
  36254. θάνατος, ου (ὁ)
  36255. θανατούσια, ων (τά)
  36256. θανατοφόρος, ος, ον
  36257. θανατόω-ῶ
  36258. θανατώδης, ης, ες
  36259. θανάτωσις, εως (ἡ)
  36260. θανέειν
  36261. θανέεσθαι
  36262. θανεῖν,
  36263. θάνῃσι
  36264. θάομαι1
  36265. θάομαι2
  36266. θαπτέον
  36267. θάπτω
  36268. Θαργήλια, ων (τά)
  36269. Θαργηλιών, ῶνος (ὁ)
  36270. θαρραλέος, α, ον
  36271. θαρραλεότης, ητος (ἡ)
  36272. θαρραλέως
  36273. θαρρέω-ῶ
  36274. θάρρος, εος-ους (τό)
  36275. θαρρούντως
  36276. θαρρύνω
  36277. θαρσαλέος, α, ον
  36278. θαρσαλεότης, ητος (ἡ)
  36279. θαρσαλέως
  36280. θάρσευς
  36281. θαρσέω-ῶ
  36282. θάρσησις, εως (ἡ)
  36283. θάρσος, εος-ους (τό)
  36284. θαρσούντως
  36285. θαρσύνεσκε
  36286. θάρσυνος, ος, ον
  36287. θαρσύνω
  36288. Θάσιος, α, ον
  36289. Θάσος, ου (ἡ)
  36290. θάσσω
  36291. θάσσων, ων, ον
  36292. θάτερα, θάτερον, θατέρω, θ
  36293. θαῦμα, ατος (τό)
  36294. θαυμάζεσκον
  36295. θαυμάζω
  36296. θαυμαίνω
  36297. θαυμάσιος, α, ον
  36298. θαυμασίως
  36299. θαυμασμός, οῦ (ὁ)
  36300. θαυμάσσομαι
  36301. θαυμαστέος, α, ον
  36302. θαυμαστής, οῦ (ὁ)
  36303. θαυμαστικός, ή, όν
  36304. θαυμαστός, ή, όν
  36305. θαυμαστόω-ῶ
  36306. θαυμαστῶς
  36307. θαυματοποιέω-ῶ
  36308. θαυματοποιΐα, ας (ἡ)
  36309. θαυματοποιός, ός, όν
  36310. θαυματουργέω-ῶ
  36311. θαυματουργός, ός, όν
  36312. θάψινος, η, ον
  36313. Θάψος, ου (ἡ)
  36314. θεά, ᾶς (ἡ)
  36315. θέα, ας (ἡ)
  36316. θέαινα, ης (ἡ)
  36317. θέαμα, ατος (τό)
  36318. θεᾶν
  36319. θεάομαι-ῶμαι
  36320. θεατέος, α, ον
  36321. θεατής, οῦ (ὁ)
  36322. θεατός, ή, όν
  36323. θεατρίζω
  36324. θεατρικός, ή, όν
  36325. θεατρικῶς
  36326. θέατρον, ου (τό)
  36327. θέε
  36328. θέειον
  36329. θέειος
  36330. θεειόω-ῶ
  36331. θέεσκον
  36332. θεήλατος, ος, ον
  36333. θέῃσι
  36334. θεήσομαι
  36335. θεητής, οῦ (ὁ)
  36336. θέητρον, ου (τό)
  36337. θειάζω
  36338. θειασμός, οῦ (ὁ)
  36339. θείατο
  36340. θείη
  36341. θείην
  36342. θειλόπεδον, ου (τό)
  36343. θεῖμεν
  36344. θεῖναι
  36345. θεινέμεναι
  36346. θείνω
  36347. θείομεν
  36348. θεῖον, ου1
  36349. θεῖον2, ου (τό)
  36350. θεῖος1, ου (ὁ)
  36351. θεῖος 2, α, ον
  36352. θειότης, ητος (ἡ)
  36353. θειόω1-ῶ
  36354. θειόω-ῶ2
  36355. θείς
  36356. θείω1
  36357. θείω2
  36358. θειώδης1, ης, ες
  36359. θειώδης2, ης, ες
  36360. θείως
  36361. θείωσις, εως (ἡ)
  36362. θέλγητρον, ου (τό)
  36363. θέλγω
  36364. θελεμός, ός, όν
  36365. θέλεος, ος, ον
  36366. θέλημα, ατος (τό)
  36367. θέλησις, εως (ἡ)
  36368. θελκτήριον, ου (τό)
  36369. θελκτήριος, ος, ον
  36370. θέλκτρον, ου (τό)
  36371. θέλξις, εως (ἡ)
  36372. θέλω
  36373. θέμα, ατος (τό)
  36374. θεματικός, ή, όν
  36375. θέμεθλον, ου (τό)
  36376. θεμείλια, ων (τά)
  36377. θεμέλιος, ος, ον
  36378. θεμελιόω-ῶ
  36379. θέμεν, θέμεναι
  36380. θέμενος
  36381. θέμερος, α, ον
  36382. θεμερῶπις, ιδος
  36383. θεμίζω
  36384. θέμις, ιστος (ἡ)
  36385. Θέμις, ιτος (ἡ)
  36386. θεμιστεύω
  36387. θεμίστιος, ου
  36388. Θεμιστοκλέης, έους (ὁ)
  36389. Θεμιστόκλειος, ος, ον
  36390. Θεμιστοκλῆς, έους (ὁ)
  36391. θεμιστῶς
  36392. θεμιτός, ή, όν
  36393. θεμόω-ῶ
  36394. θέναρ, αρος (τό)
  36395. θενεῖν
  36396. θέο
  36397. θεοβλάβεια, ας (ἡ)
  36398. θεοβλαβέω-ῶ
  36399. θεοβλαβής, ής, ές
  36400. θεογεννής, ής, ές
  36401. Θέογνις, ιδος (ὁ)
  36402. θεογονία, ας (ἡ)
  36403. θεόγονος, ον
  36404. θεοδίδακτος, ος, ον
  36405. θεόδμητος, ος, ον
  36406. θεόδοτος, ος, ον
  36407. θεοειδής, ής, ές
  36408. θεοείκελος, ος, ον
  36409. θεοεχθία
  36410. θεόθεν
  36411. θεοκλυτέω-ῶ
  36412. θεόκλυτος, ος, ον
  36413. θεόκραντος, ος, ον
  36414. θεόκριτος, ου
  36415. θεόληπτος, ος, ον
  36416. θεοληψία, ας (ἡ)
  36417. θεολογέω-ῶ
  36418. θεολογία, ας (ἡ)
  36419. θεολογικός, ή, όν
  36420. θεολογικῶς
  36421. θεολόγος, ος, ον
  36422. θεομανής, ής, ές
  36423. θεόμαντις, εως (ὁ)
  36424. θεομαχέω-ῶ
  36425. θεομαχία, ας (ἡ)
  36426. θεομάχος, ος, ον
  36427. θέομεν
  36428. θεομήστωρ, ορος
  36429. θεομισής, ής, ές
  36430. θεομυσής, ής, ές
  36431. θεοξένια, ων (τά)
  36432. θεοξένιος, ου
  36433. θεόπεμπτος, ος, ον
  36434. θεόπνευστος, ος, ον
  36435. θεοποιέω-ῶ
  36436. θεοποίητος, ος, ον
  36437. θεοποιΐα, ας (ἡ)
  36438. θεοποιός, ός, όν
  36439. θεοπρεπής, ής, ές
  36440. θεοπρεπῶς
  36441. θεοπροπέω-ῶ
  36442. θεοπροπία, ας (ἡ)
  36443. θεοπρόπιον, ου (τό)
  36444. θεοπρόπος, ος, ον
  36445. θεόπτυστος, ος, ον
  36446. θέορτος, ος, ον
  36447. θεός, οῦ (ὁ, ἡ)
  36448. θεόσδοτος, ος, ον
  36449. θεοσέβεια, ας (ἡ)
  36450. θεοσεβής, ής, ές
  36451. θεοσεβῶς
  36452. θεοσέπτωρ, ορος (ὁ)
  36453. θεόσσυτος, ος, ον
  36454. θεοστυγής, ής, ές
  36455. θεοστύγητος, ος, ον
  36456. θεοσύλης, ου (ὁ)
  36457. θεοσυλία, ας (ἡ)
  36458. θεόσυλος, ου (ὁ, ἡ)
  36459. θεόσυτος, ος, ον
  36460. θεότης, ητος (ἡ)
  36461. θεοτίμητος, ος, ον
  36462. θεότρεπτος, ος, ον
  36463. θεουδής, ής, ές
  36464. θεοφάνια, ων (τά)
  36465. θεόφαντος, ος, ον
  36466. θεοφιλής, ής, ές
  36467. θεοφιλῶς
  36468. θεόφιν
  36469. θεοφορέω-ῶ
  36470. θεοφόρησις, εως (ἡ)
  36471. θεοφόρητος, ος, ον
  36472. θεοφορήτως
  36473. θεόφορος, ος, ον
  36474. θεράπαινα, ης (ἡ)
  36475. θεραπαινίδιον, ου (τό)
  36476. θεραπεία, ας (ἡ)
  36477. θεράπευμα, ατος (τό)
  36478. θεράπευον
  36479. θεραπευτέος, α, ον
  36480. θεραπευτήρ, ῆρος (ὁ)
  36481. θεραπευτής, οῦ (ὁ)
  36482. θεραπευτικός, ή, όν
  36483. θεραπευτικῶς
  36484. θεραπεύω
  36485. θεραπηΐη, ης (ἡ)
  36486. θεράπνη, ης (ἡ)
  36487. θεραποντίς, ίδος
  36488. θεράπων, οντος (ὁ)
  36489. θέραψ, απος (ὁ)
  36490. θερεία, ας (ἡ)
  36491. θέρειος, α, ον
  36492. θερέω
  36493. θερίζω
  36494. θερίνεος, α, ον
  36495. θερινός, ή, όν
  36496. θερισμός, οῦ (ὁ)
  36497. θεριστής, οῦ (ὁ)
  36498. θερμαίνω
  36499. θερμασία, ας (ἡ)
  36500. θερμαστρίς, ίδος (ἡ)
  36501. θερμαϋστρίζω
  36502. θέρμη, ης (ἡ)
  36503. θερμηγορέω-ῶ
  36504. θερμόβουλος, ος, ον
  36505. θερμολουτέω-ῶ
  36506. θερμομιγής, ής, ές
  36507. θερμόνοος, ος, ον
  36508. Θερμοπύλαι, ῶν (αἱ)
  36509. θερμός, ή, όν
  36510. θέρμος, ου (ἡ)
  36511. θερμότης, ητος (ἡ)
  36512. θερμοτραγέω-ῶ
  36513. θερμουργός, ός, όν
  36514. θέρμω
  36515. θέρος, εος-ους (τό)
  36516. θέρσομαι
  36517. θέρω
  36518. θές, θέσθαι
  36519. θέσις, εως (ἡ)
  36520. θέσκελος, ος, ον
  36521. θέσμιος, ος, ον
  36522. θεσμοθεσία, ας (ἡ)
  36523. θεσμοθέσιον, ου (τό)
  36524. θεσμοθετέω-ῶ
  36525. θεσμοθέτης, ου (ὁ)
  36526. θεσμός, οῦ (ὁ)
  36527. θεσμοφόρια, ων (αἱ)
  36528. θεσμοφοριάζω
  36529. θεσμοφόρος, ου
  36530. θεσμοφύλαξ, ακος
  36531. θεσπεσίη, ης (ἡ)
  36532. θεσπέσιος, α, ον
  36533. θεσπεσίως
  36534. Θεσπιαί, ῶν (αἱ)
  36535. Θεσπιᾶσιν
  36536. θεσπιδαής, ής, ές
  36537. θεσπιέπεια, ας
  36538. Θεσπιεύς, έως
  36539. θεσπίζω
  36540. θέσπις, ιος
  36541. θέσπισμα, ατος (τό)
  36542. θεσπιῳδέω-ῶ
  36543. θεσπιῳδός, ός, όν
  36544. Θεσπρωτία, ας (ἡ)
  36545. Θεσπρωτίς, ίδος
  36546. Θεσπρωτός, ός, όν
  36547. Θεσσαλία, ας (ἡ)
  36548. θεσσαλίζω
  36549. Θεσσαλιῆτις, ιδος
  36550. Θεσσαλικός, ή, όν
  36551. Θεσσαλίς, ίδος
  36552. Θεσσαλιῶτις, ιδος (ἡ)
  36553. Θεσσαλονικεύς, έως (ὁ)
  36554. Θεσσαλονίκη, ης (ἡ)
  36555. Θεσσαλός, ή, όν
  36556. Θεστιάς, άδος (ἡ)
  36557. Θέστιος, ου (ὁ)
  36558. Θεστόρειος, ου
  36559. Θεστορίδης, ου (ὁ)
  36560. θεσφατηλόγος, ος, ον
  36561. θέσφατος, ος, ον
  36562. θετέος, α, ον
  36563. θετικός, ή, όν
  36564. θετικῶς
  36565. Θέτις, ιδος (ἡ)
  36566. θετός, ή, όν
  36567. Θετταλία, ας (ἡ)
  36568. θετταλίζω
  36569. Θετταλικός, ή, όν
  36570. Θετταλίς, ίδος
  36571. θεύσομαι, θεύσεαι
  36572. θέω1
  36573. θέω2
  36574. θέω3
  36575. θεωρέω-ῶ
  36576. θεώρημα, ατος (τό)
  36577. θεωρητήριον, ου (τό)
  36578. θεωρητικός, ή, όν
  36579. θεωρητός, ή, όν
  36580. θεωρία, ας (ἡ)
  36581. θεωρικός, ή, όν
  36582. θεωρίς, ίδος
  36583. θεωρός, οῦ (ὁ)
  36584. Θῆβαι, ῶν (αἱ)
  36585. Θηβαιεύς, έως
  36586. Θηβαϊκός, ή, όν
  36587. Θηβαῖος, α, ον
  36588. Θηβαΐς, ΐδος
  36589. Θήβασδε
  36590. Θήβη, ης (ἡ)
  36591. Θήβηθεν
  36592. Θήβῃσι(ν)
  36593. θηγάνη, ης (ἡ)
  36594. θηγάνω
  36595. θήγω
  36596. θηέομαι-οῦμαι
  36597. θηεύμενος, θηεῦντο
  36598. θήῃς
  36599. θηητήρ, ῆρος (ὁ)
  36600. θηΐον
  36601. θηκαῖος, α, ον
  36602. θήκη, ης (ἡ)
  36603. θηκτός, ή, όν
  36604. θηλάζω
  36605. θηλασμός, οῦ (ὁ)
  36606. θήλεα
  36607. θήλεας
  36608. θηλέη
  36609. θηλέω-ῶ
  36610. θηλή, ῆς (ἡ)
  36611. θηλονή, ῆς (ἡ)
  36612. θηλυγενής, ής, ές
  36613. θηλυδρίας, ου
  36614. θηλυκρατής, ής, ές
  36615. θηλυκτόνος, ος, ον
  36616. θηλυμίτρης, ου
  36617. θηλύμιτρις, ιδος
  36618. θηλύνοος, ος, ον
  36619. θηλύνω
  36620. θηλύπους, ους, ουν
  36621. θῆλυς, θήλεια, θῆλυ
  36622. θηλύσπορος, ος, ον
  36623. θηλύτατος, η, ον
  36624. θηλύτης, ητος (ἡ)
  36625. θηλυφανής, ής, ές
  36626. θηλύφωνος, ος, ον
  36627. θηλυχίτων, ωνος
  36628. θηλώ, οῦς (ἡ)
  36629. θἤμισυ
  36630. θημών, ῶνος (ὁ)
  36631. θήν
  36632. θηοῖο
  36633. θήρ, θηρός (ὁ)
  36634. θήρα, ας (ἡ)
  36635. θήραμα, ατος (τό)
  36636. Θηραμένης, ους (ὁ)
  36637. θηράσιμος, ος, ον
  36638. θηρατέος, α, ον
  36639. θηρατήρ, ῆρος (ὁ)
  36640. θηρατής, οῦ (ὁ)
  36641. θηρατικός, ή, όν
  36642. θηρατός, ή, όν
  36643. θήρατρον, ου (τό)
  36644. θηράτωρ, ορος (ὁ)
  36645. θηράω-ῶ
  36646. θήρειος, ος
  36647. θήρευμα, ατος (τό)
  36648. θηρευτής, οῦ (ὁ)
  36649. θηρευτικός, ή, όν
  36650. θηρευτός, ή, όν
  36651. θηρεύω
  36652. θήρη, ης (ἡ)
  36653. θηριακός, ή, όν
  36654. θηριομαχέω-ῶ
  36655. θηριομάχος, ος, ον
  36656. θηρίον, ου (τό)
  36657. θηριόω-ῶ
  36658. θηριώδης, ης, ες
  36659. θηριωδία, ας (ἡ)
  36660. θηριωδῶς
  36661. θηρίωσις, εως (ἡ)
  36662. θηροβολέω-ῶ
  36663. θηρομιγής, ής, ές
  36664. θηροφόνος, ος, ον
  36665. θής, θητός (ὁ)
  36666. θήσατο
  36667. θησαυρίζω
  36668. θησαύρισμα, ατος (τό)
  36669. θησαυροποιός, ός, όν
  36670. θησαυρός, οῦ (ὁ)
  36671. Θήσεια, ων (τά)
  36672. Θησείδης, ου
  36673. Θήσειος, α, ον
  36674. θησέμεναι
  36675. Θησεύς, έως (ὁ)
  36676. Θησηΐς, ίδος
  36677. θῆσθαι
  36678. θήσομαι
  36679. θῆσσα1, ης (ἡ)
  36680. θῆσσα2, ης (ἡ)
  36681. θήσω
  36682. θῆτα (τό)
  36683. θητεία, ας (ἡ)
  36684. θἠτέρᾳ
  36685. θητεύω
  36686. θητικός, ή, όν
  36687. θῆττα, ης (ἡ)
  36688. θιασάρχης, ου (ὁ)
  36689. θίασος, ου (ὁ)
  36690. θιασώτης, ου (ὁ)
  36691. θιγγάνω
  36692. θινώδης, ης, ες
  36693. θίς, θινός (ὁ)
  36694. θλάσσε
  36695. θλάω
  36696. θλίβω
  36697. θλῖψις, εως (ἡ)
  36698. θνᾴσκω
  36699. θνήξω
  36700. θνησείδιος, ος, ον
  36701. θνῄσκω
  36702. θνητογενής, ής, ές
  36703. θνητοειδής, ής, ές
  36704. θνητός, ή, όν
  36705. θοάζω 1
  36706. θοάζω2
  36707. θοιματίδιον, θοἰμάτιον
  36708. θοινάζω
  36709. θοινατήρ, ῆρος
  36710. θοινατικός, ή, όν
  36711. θοινάω-ῶ
  36712. θοίνη, ης (ἡ)
  36713. θοινίζω
  36714. θολερός, ά, όν
  36715. θόλος, ου (ἡ)
  36716. θολός, οῦ (ὁ)
  36717. θολόω-ῶ
  36718. θοός, ή, όν
  36719. θοόω-θοῶ
  36720. θορεῖν
  36721. θορέομαι
  36722. θορή, ῆς (ἡ)
  36723. Θορίκιος, α, ον
  36724. Θορικός, οῦ (ἡ)
  36725. θορνύομαι
  36726. θόρνυμαι
  36727. θορός, οῦ (ὁ)
  36728. θορυβάζω
  36729. θορυβέω-ῶ
  36730. θορυβοποιός, ός, όν
  36731. θόρυβος, ου (ὁ)
  36732. θορυβώδης, ης, ες
  36733. θορυβωδῶς
  36734. θορών
  36735. θοῦ
  36736. Θουκυδίδης, ου (ὁ)
  36737. Θουρία, ας (ἡ)
  36738. Θουριάς, άδος
  36739. Θουριάτης, ου
  36740. Θούριοι, ων (οἱ)
  36741. Θούριον, ου (τό)
  36742. Θούριος, α, ον
  36743. θούριος, α, ον
  36744. θοῦρις, ιδος
  36745. θοὔρμαιον
  36746. θοῦρος, ος, ον
  36747. θόωκος, ου (ὁ)
  36748. θοῶς
  36749. θραγμός, οῦ (ὁ)
  36750. Θρᾷκες
  36751. Θρᾴκη, ης (ἡ)
  36752. Θρακικός, ή, όν
  36753. Θρᾴκιος, α, ον
  36754. θρανίον, ου (τό)
  36755. θρανίτης, ου (ὁ)
  36756. θρᾶνος, ου (ὁ)
  36757. Θρᾷξ, Θρᾳκός
  36758. θρασέως
  36759. θράσος, εος-ους (τό)
  36760. Θρᾷσσα, ης
  36761. θράσσω
  36762. θρασυκάρδιος, ος, ον
  36763. θρασύμαχος, ος, ον
  36764. θρασυμέμνων, ων, ον
  36765. Θρασυνία λίμνη (ἡ)
  36766. θρασύνω
  36767. θρασύς, εῖα, ύ
  36768. θρασύσπλαγχνος, ος, ον
  36769. θρασυσπλαγχνῶς
  36770. θρασυστομέω-ῶ
  36771. θρασύστομος, ος, ον
  36772. θρασύτατα, θρασύτερον
  36773. θρασύτης, ητος (ἡ)
  36774. Θρᾷττα, ης
  36775. θράττω
  36776. θραῦμα, ατος (τό)
  36777. θραῦσις, εως (ἡ)
  36778. θραῦσμα, ατος (τό)
  36779. θραύω
  36780. θρέμμα, ατος (τό)
  36781. θρέξασκον
  36782. θρέξω
  36783. θρέομαι
  36784. θρεπτέος, α, ον
  36785. θρεπτήριος, α, ον
  36786. θρεπτικός, ή, όν
  36787. θρεπτός, ή, όν
  36788. θρέπτρα, ων (τά)
  36789. θρεττανελό
  36790. θρεῦμαι
  36791. θρεψάμενος
  36792. θρέψω
  36793. Θρηΐκη, ης (ἡ)
  36794. Θρῄκη, ης (ἡ)
  36795. Θρῄκηθεν
  36796. Θρῄκηνδε
  36797. Θρῄκιος, η, ον
  36798. θρηνέω-ῶ
  36799. θρηνητήρ, ῆρος (ὁ)
  36800. θρηνητής, οῦ (ὁ)
  36801. θρηνητικός, ή, όν
  36802. θρῆνος, ου (ὁ)
  36803. θρῆνυς, υος (ὁ)
  36804. θρηνῳδέω-ῶ
  36805. θρηνώδης, ης, ες
  36806. θρηνῳδία, ας (ἡ)
  36807. θρηνῳδός, οῦ (ὁ)
  36808. Θρῇξ, Θρῃκός
  36809. θρησκεία, ας (ἡ)
  36810. θρησκεύω
  36811. θρησκηΐη, ης (ἡ)
  36812. θρῆσκος, ος, ον
  36813. Θρῖα, ας (ἡ)
  36814. θριαμβευτικός, ή, όν
  36815. θριαμβεύω
  36816. θριαμβικός, ή, όν
  36817. θρίαμβος, ου (ὁ)
  36818. Θριάσιος, α, ον
  36819. θριγγός, οῦ (ὁ)
  36820. θριγκίον, ου (τό)
  36821. θριγκός, οῦ (ὁ)
  36822. θριγκόω-ῶ
  36823. θρίγκωμα, ατος (τό)
  36824. θριδάκινος, η, ον
  36825. θριδάκιον, ου (τό)
  36826. θρῖδαξ, ακος (ἡ)
  36827. θρίζω
  36828. θρῖναξ, ακος (ὁ)
  36829. θρίξ, τριχός (ἡ)
  36830. θριπήδεστος, ος, ον
  36831. θρίψ, θριπός (ὁ)
  36832. Θριώ, οῦς (ἡ)
  36833. Θριῶζε
  36834. θροέω-ῶ
  36835. θρόμβος, ου (ὁ)
  36836. θρομβώδης, ης, ες
  36837. θρόνα, ων (τά)
  36838. Θρονιάς, άδος
  36839. Θρόνιον, ου (τό)
  36840. θρόνος, ου (ὁ)
  36841. θρόος, ου (ὁ)
  36842. θρυαλλίδιον, ου (τό)
  36843. θρυαλλίς, ίδος (ἡ)
  36844. θρυλέω-ῶ
  36845. θρύλιγμα, ατος (τό)
  36846. θρυλίζω
  36847. θρυλίσσω
  36848. θρυγατιδέος, ου (ὁ)
  36849. θρῦλος, ου (ὁ)
  36850. θρύμμα, ατος (τό)
  36851. θρυμματίς, ίδος (ἡ)
  36852. θρύον, ου (τό)
  36853. θρυπτικός, ή, όν
  36854. θρυπτικῶς
  36855. θρύπτω
  36856. θρύψις, εως (ἡ)
  36857. θρῴσκω
  36858. θρωσμός, οῦ (ὁ)
  36859. θυάς, άδος (ἡ)
  36860. Θυάτειρα, ων (τά)
  36861. θυγάτηρ, θυγατρός (ἡ)
  36862. θυγατριδέος-οῦς, έου-οῦ (
  36863. θυγατριδέα, ας (ἡ)
  36864. θυγατριδοῦς
  36865. θυγάτριον, ου (τό)
  36866. θῦε
  36867. θυεία, ας (ἡ)
  36868. θυείδιον, ου (τό)
  36869. θύελλα, ης (ἡ)
  36870. Θύεστα
  36871. Θυέστης, ου (ὁ)
  36872. Θυεστιάδης, ου
  36873. θυήεις, ήεσσα, ῆεν
  36874. θυηλή, ῆς (ἡ)
  36875. θυηπολέω-ῶ
  36876. θυηπόλος, ος, ον
  36877. θυηφάγος, ος, ον
  36878. θυία, ας (ἡ)
  36879. θυϊάς, άδος
  36880. θύϊνος, η, ον
  36881. θυλάκιον, ου (τό)
  36882. θυλακίς, ίδος (ἡ)
  36883. θύλακος, ου (ὁ)
  36884. θῦλαξ, ακος (ὁ)
  36885. θυλέομαι-οῦμαι
  36886. θυλήματα, ων (τά)
  36887. θῦμα, ατος (τό)
  36888. θυμαλγής, ής, ές
  36889. θύμαλλος, ου (ὁ)
  36890. θυμαρής, ής, ές
  36891. Θύμβρις, ιδος (ὁ)
  36892. θυμέλη, ης (ἡ)
  36893. θυμελικός, ή, όν
  36894. θυμηγερέω-ῶ
  36895. θυμηδής, ής, ές
  36896. θυμηδία, ας (ἡ)
  36897. θυμήρης, ης, ες
  36898. θυμίαμα, ατος (τό)
  36899. θυμιατήριον, ου (τό)
  36900. θυμιάω-ῶ
  36901. θυμίημα, ατος (τό)
  36902. θυμικός, ή, όν
  36903. θυμικῶς
  36904. θυμοβόρος, ος, ον
  36905. θυμοδακής, ής, ές
  36906. θυμοειδής, ής, ές
  36907. θυμολέων, οντος
  36908. θυμόμαντις, εως
  36909. θυμομαχέω-ῶ
  36910. θύμον, ου (τό)
  36911. θυμοπληθής, ής, ές
  36912. θυμοραϊστής , οῦ
  36913. θυμός , οῦ (ὁ)
  36914. θύμος2, εος-ους (τό)
  36915. θυμόσοφος, ος, ον
  36916. θυμοφθορέω-ῶ
  36917. θυμοφθόρος, ος, ον
  36918. θυμόω-ῶ
  36919. θυμώδης, ης, ες
  36920. θύμωμα, ατος (τό)
  36921. θυννευτικός, ή, όν
  36922. θυννοκέφαλος, ος, ον
  36923. θύννος, ου (ὁ)
  36924. θυννοσκόπος, ος, ον
  36925. θυννώδης, ης, ες
  36926. θύνω
  36927. θυόεις, όεσσα, όεν
  36928. θύον, ου (τό)
  36929. θύος, εος-ους (τό)
  36930. θυοσκέω-ῶ
  36931. θυοσκινέω-ῶ
  36932. θυοσκόος, ος, ον
  36933. θυόω-ῶ
  36934. θύρα, ας (ἡ)
  36935. θύραζε
  36936. θύραθεν
  36937. θυραῖος, α, ον
  36938. θύρασιν
  36939. θυραυλέω-ῶ
  36940. θυραυλία, ας (ἡ)
  36941. θυραωρός, οῦ (ὁ)
  36942. θυρεός, οῦ (ὁ)
  36943. θυρεοφόρος, ος, ον
  36944. θυρεπανοίκτης, ου
  36945. θύρετρον, ου (τό)
  36946. θύρη, ης (ἡ)
  36947. θύρηθε
  36948. θύρηφι
  36949. θύριον, ου (τό)
  36950. θυρίς, ίδος (ἡ)
  36951. θυροκοπέω-ῶ
  36952. θυροκόπος, ος, ον
  36953. θυρόω-ῶ
  36954. θυρσάριον, ου (τό)
  36955. θύρσος, ου (ὁ)
  36956. θυρσοφορία, ας (ἡ)
  36957. θυρσοφόρος, ος, ον
  36958. θύρωμα, ατος (τό)
  36959. θυρών, ῶνος (ὁ)
  36960. θυρωρέω-ῶ
  36961. θυρωρός, οῦ (ὁ, ἡ)
  36962. θυρωτός, ή, όν
  36963. θυσανηδόν
  36964. θυσανόεις, όεσσα, όεν
  36965. θύσανος, ου (ὁ)
  36966. θυσανωτός, ή, όν
  36967. θύσθλον, ου (τό)
  36968. θυσία, ας (ἡ)
  36969. θυσιάζω
  36970. θυσιαστήριον, ου (τό)
  36971. θύσιμος, ος, ον
  36972. θυσσανόεις
  36973. θυστάς, άδος
  36974. θυτεῖον, ου (τό)
  36975. θυτέον
  36976. θυτήρ, ῆρος (ὁ)
  36977. θυτήριον, ου (τό)
  36978. θυτικός, ή, όν
  36979. θύψαι
  36980. θύω1
  36981. θύω2
  36982. θυώδης1, ης, ες
  36983. θυώδης2, ης, ες
  36984. θύωμα, ατος (τό)
  36985. θῶ, θῆς
  36986. θωά, ᾶς (ἡ)
  36987. θωκέω-ῶ
  36988. θῶκόνδε
  36989. θῶκος, ου (ὁ)
  36990. θῶμα, ατος (τό)
  36991. θῶμιγξ, ιγγος (ἡ)
  36992. θωμός, οῦ (ὁ)
  36993. θωπεία, ας (ἡ)
  36994. θώπευμα, ατος (τό)
  36995. θωπεύω
  36996. θώπτω
  36997. θώρ
  36998. θωρακεῖον, ου (τό)
  36999. θωρακίζω
  37000. θωράκιον, ου (τό)
  37001. θωρακοποιός, οῦ (ὁ)
  37002. θωρακοφόρος, ος, ον
  37003. θώραξ, ακος (ὁ)
  37004. θωρηκοφόρος, ος, ον
  37005. θωρηκτής, οῦ (ὁ)
  37006. θώρηξ, ηκος (ὁ)
  37007. θωρήσσω
  37008. θώς, θωός (ὁ, ἡ)
  37009. θωῦμα, θωυμάζω
  37010. θωΰσσω
  37011. θώψ, θωπός (ὁ)
  37012. Υ, υ (ὖ ψιλόν) (τό)
  37013. ὔ ὗ
  37014. ὕαινα, ης (ἡ)
  37015. ὑακίνθινος, η, ον
  37016. ὑάκινθος, ου (ὁ, ἡ)
  37017. ὑάλινος, η, ον
  37018. ὑαλοειδής, ής, ές
  37019. ὕαλος, ου (ἡ)
  37020. ὑββάλλειν
  37021. ὑβρίζω
  37022. ὕβρις, εως(ἡ)
  37023. ὕβρισμα, ατος (τό)
  37024. ὑβριστής, οῦ
  37025. ὑβριστικός, ή, όν
  37026. ὑβριστικῶς
  37027. ὕβριστος, ος, ον
  37028. ὑγιᾶ
  37029. ὑγιάζω
  37030. ὑγιαίνω
  37031. ὑγίεια, ας (ἡ)
  37032. ὑγιεινός, ή, όν
  37033. ὑγιεινῶς
  37034. ὑγιηρός, ά, όν
  37035. ὑγιής, ής, ές
  37036. ὑγιῶς
  37037. ὑγρά, ᾶς (ἡ)
  37038. ὑγροποιός, ός, όν
  37039. ὑγρός, ά, όν
  37040. ὑγρότης, ητος (ἡ)
  37041. ὑγρώσσω
  37042. ὑδαρής, ής, ές
  37043. ὕδασι
  37044. ὑδατόκλυστος, ος, ον
  37045. ὑδατοποσία, ας (ἡ)
  37046. ὑδατοποτέω-ῶ
  37047. ὑδατοτρεφής, ής, ές
  37048. ὑδατώδης, ης, ες
  37049. ὑδεριάω-ῶ
  37050. ὕδερος, ου (ὁ)
  37051. ὕδνον, ου (τό)
  37052. ὕδρα, ας (ἡ)
  37053. ὑδραγωγός, ός, όν
  37054. ὑδραίνω
  37055. ὑδρεία, ας (ἡ)
  37056. ὑδρεῖον, ου (τό)
  37057. ὑδρέλαιον, ου (τό)
  37058. ὑδρεύω
  37059. ὑδρήϊον, ου (τό)
  37060. ὑδρηλός, ή, όν
  37061. ὑδρία, ας (ἡ)
  37062. ὑδροθήρας, ου (ὁ)
  37063. ὑδροθηρία, ας (ἡ)
  37064. ὑδροθηρικός, ή, όν
  37065. ὑδρονομέομαι-οῦμαι
  37066. ὑδροποιός, ός, όν
  37067. ὑδροποσία, ας (ἡ)
  37068. ὑδροποτέω-ῶ
  37069. ὑδροπότης, ου (ὁ)
  37070. ὑδρορρόα, ας (ἡ)
  37071. ὕδρος, ου (ὁ)
  37072. ὑδροφόβας, α (ὁ)
  37073. ὑδροφορέω-ῶ
  37074. ὑδροφορία, ας (ἡ)
  37075. ὑδροφόρος, ου
  37076. ὑδρωπιάω-ῶ
  37077. ὑδρωπικός, ή, όν
  37078. ὕδρωψ, ωπος
  37079. ὕδωρ, ὕδατος (τό)
  37080. ὕειος, α, ον
  37081. ὑέλινος, η, ον
  37082. ὑέτιος, α, ον
  37083. ὑετός, οῦ (ὁ)
  37084. ὑετώτατος, η, ον
  37085. ὑθλέω-ῶ
  37086. ὕθλος, ου (ὁ)
  37087. υἷα
  37088. υἵδιον, ου (τό)
  37089. ὑΐδιον, ου (τό)
  37090. ὑϊδοῦς, οῦ (ὁ)
  37091. υἷϊ
  37092. υἱϊδεύς, έως (ὁ)
  37093. ὑϊκός, ή, όν
  37094. υἱοθεσία, ας
  37095. υἱοθετέω-ῶ
  37096. υἷος
  37097. υἱός, υἱοῦ (ὁ)
  37098. υἱωνός, οῦ (ὁ)
  37099. ὕλαγμα, ατος (τό)
  37100. ὑλαγμός, οῦ (ὁ)
  37101. ὑλάεις
  37102. ὑλαῖος, α, ον
  37103. ὑλακή, ῆς (ἡ)
  37104. ὑλακόμωρος, ος, ον
  37105. ὑλακτέω-ῶ
  37106. ὑλακτικός, ή, όν
  37107. ὑλάσσω
  37108. ὑλάω-ῶ
  37109. ὕλη, ης (ἡ)
  37110. ὑλήεις, ήεσσα, ῆεν
  37111. ὕλημα, ατος (τό)
  37112. ὑλίζω
  37113. ὑλικός, ή, όν
  37114. ὑλομανέω-ῶ
  37115. ὑλομανής, ής, ές
  37116. ὑλοτομέω-ῶ
  37117. ὑλοτομία, ας (ἡ)
  37118. ὑλοτόμος, ος, ον
  37119. ὑλοτραγέω-ῶ
  37120. ὑλουργέω-ῶ
  37121. ὑλουργός, ός, όν
  37122. ὑλοφορβός, ός, όν
  37123. ὑλώδης, ης, ες
  37124. ὑμᾶς
  37125. ὑμεῖς
  37126. ὑμείων
  37127. ὑμέναιος, ου (ὁ)
  37128. ὑμενόπτερος, ος, ον
  37129. ὑμενόστρακος, ος, ον
  37130. ὑμές
  37131. ὑμετερόνδε
  37132. ὑμέτερος, α, ον
  37133. ὑμέων
  37134. ὑμήν, ένος (ὁ)
  37135. ὑμῖν
  37136. ὔμμε
  37137. ὑμνέαται
  37138. ὑμνεῦσαι
  37139. ὑμνέω-ῶ
  37140. ὑμνήσιος, α, ον
  37141. ὑμνητέον
  37142. ὕμνος, ου (ὁ)
  37143. ὑμνῳδία, ας (ἡ)
  37144. ὑμός, ή, όν
  37145. ὑμῶν
  37146. ὗν
  37147. ὕνις, εως (ἡ)
  37148. ὑόπρῳρος, ος, ον
  37149. ὑός
  37150. ὑοσκύαμος, ου (ὁ)
  37151. ὑπαγορεύω
  37152. ὑπάγροικος, ος, ον
  37153. ὑπάγω
  37154. ὑπαγωγή, ῆς (ἡ)
  37155. ὑπαέριος, ος, ον
  37156. ὑπαί
  37157. ὕπαιθα
  37158. ὑπαίθρειος, ος, ον
  37159. ὕπαιθρος, ος, ον
  37160. ὑπαίθω
  37161. ὑπαικάλλω
  37162. ὑπαινίττομαι
  37163. ὑπαιρέω
  37164. ὑπαΐσσω
  37165. ὑπαίτιος, ος, ον
  37166. ὑπακοή, ῆς (ἡ)
  37167. ὑπακουστέον
  37168. ὑπακούω
  37169. ὑπαλεαίνω
  37170. ὑπαλείφω
  37171. ὑπαλεύομαι
  37172. ὑπαλλάττω
  37173. ὑπάλπειος, ος, ον
  37174. ὑπάλυξις, εως (ἡ)
  37175. ὑπαλύσκω
  37176. ὑπαμπέχω
  37177. ὑπαμφιέννυμαι
  37178. ὑπαναβλέπω
  37179. ὑπαναθλίβω
  37180. ὑπαναλίσκω
  37181. ὑπαναμέλπω
  37182. ὑπαναπίμπλημι
  37183. ὑπανάστασις, εως (ἡ)
  37184. ὑπαναστατέον
  37185. ὑπανατέλλω
  37186. ὑπαναφλέγω
  37187. ὑπαναφύομαι
  37188. ὑπαναχωρέω-ῶ
  37189. ὕπανδρος
  37190. ὑπάνειμι
  37191. ὑπανερπύζω
  37192. ὑπανιάομαι-ῶμαι
  37193. ὑπανίημι
  37194. ὑπανίσταμαι
  37195. ὑπανίσχω
  37196. ὑπανοίγω
  37197. ὑπαντάω-ῶ
  37198. ὑπάντησις, εως (ἡ)
  37199. ὑπαντιάζω
  37200. ὕπαντρος, ος, ον
  37201. ὑπαπειλέω-ῶ
  37202. ὑπάπειμι
  37203. ὑπαπέρχομαι
  37204. ὑπαποκρύπτω
  37205. ὑπαπολείπω
  37206. ὑπαποψήχω
  37207. ὑπάπτω
  37208. ὕπαρ (τό)
  37209. ὑπαραιρημένος
  37210. ὑπαργυρεύω
  37211. ὑπάργυρος, ος, ον
  37212. ὑπαρκτέον
  37213. ὑπάρκτιος, ος, ον
  37214. ὑπαρκτός, ή, όν
  37215. ὕπαρξις, εως (ἡ)
  37216. ὑπαρπάζω
  37217. ὑπαρτάω-ῶ
  37218. ὑπαρχή, ῆς (ἡ)
  37219. ὕπαρχος, ος, ον
  37220. ὑπάρχω
  37221. ὑπασπίδιος, ος, ον
  37222. ὑπασπιστής, οῦ (ὁ)
  37223. ὑπατεία, ας (ἡ)
  37224. ὑπατεύω
  37225. ὑπατικός, ή, όν
  37226. ὕπατος, η, ον
  37227. ὑπαυγάζω
  37228. ὑπαυλέω-ῶ
  37229. ὕπαυλος, ος, ον
  37230. ὑπαυχένιος, ος, ον
  37231. ὑπαφανίζω
  37232. ὑπαφίσταμαι
  37233. ὑπάφρων, ονος
  37234. ὑπέασι
  37235. ὑπέγγυος, ος, ον
  37236. ὑπεγείρω
  37237. ὑπέδδεισα
  37238. ὑπέδεκτο
  37239. ὑπειδόμην
  37240. ὑπεικαθέων
  37241. ὑπεικτέον
  37242. ὑπείκω
  37243. ὑπειλέομαι-οῦμαι
  37244. ὑπείλιττον
  37245. ὕπειμι1
  37246. ὕπειμι2
  37247. ὑπεῖναι
  37248. ὑπείξεαι
  37249. ὕπειξις, εως (ἡ)
  37250. ὑπεῖπον
  37251. ὑπείρ
  37252. ὑπειρέβαλον
  37253. ὑπειρέχω
  37254. ὑπείροχος, ος, ον
  37255. ὑπείσας, ασα, αν
  37256. ὑπεισδύω
  37257. ὑπεισέρχομαι
  37258. ὑπέκ
  37259. ὑπεκβάλλω
  37260. ὑπεκδιδράσκω
  37261. ὑπεκδύνω
  37262. ὑπεκδύομαι
  37263. ὑπεκέχυτο
  37264. ὑπεκθέω
  37265. ὑπεκθέωνται
  37266. ὑπεκκαίω
  37267. ὑπέκκαυμα, ατος (τό)
  37268. ὑπεκκαύστρια, ας (ἡ)
  37269. ὑπέκκειμαι
  37270. ὑπεκκλέπτω
  37271. ὑπεκκλίνω
  37272. ὑπεκκομίζω
  37273. ὑπεκπέμπω
  37274. ὑπεκπλέω
  37275. ὑπεκπροθέω
  37276. ὑπεκπρολύω
  37277. ὑπεκπρορέω
  37278. ὑπεκπροφεύγω
  37279. ὑπεκρέω
  37280. ὑπεκρήγνυμι
  37281. ὑπεκρίπτω
  37282. ὑπεκσῴζω
  37283. ὑπεκτίθημι
  37284. ὑπεκτρέπω
  37285. ὑπεκτρέχω
  37286. ὑπεκφέρω
  37287. ὑπεκφεύγω
  37288. ὑπεκχέω
  37289. ὑπεκχωρέω-ῶ
  37290. ὑπελαύνω
  37291. ὑπελίττω
  37292. ὑπέλυντο
  37293. ὑπεμνάασθε
  37294. ὑπεμνήμυκε
  37295. ὑπεμνήσθην
  37296. ὑπεναντιόομαι-οῦμαι
  37297. ὑπεναντίος, ος, ον
  37298. ὑπενδίδωμι
  37299. ὑπενδύομαι
  37300. ὑπένερθε
  37301. ὑπεννοέω-ῶ
  37302. ὑπέξ
  37303. ὑπεξάγω
  37304. ὑπεξαγωγή, ῆς (ἡ)
  37305. ὑπεξαίρερις, εως (ἡ)
  37306. ὑπεξαιρέω-ῶ
  37307. ὑπεξαλέομαι
  37308. ὑπεξανάγομαι
  37309. ὑπεξαναδύομαι
  37310. ὑπεξανίσταμαι
  37311. ὑπεξάπτω
  37312. ὑπέξειμι
  37313. ὑπεξείρυσα
  37314. ὑπεξελαύνω
  37315. ὑπεξερύω
  37316. ὑπεξέρχομαι
  37317. ὑπεξεσάωσεν
  37318. ὑπεξέχω
  37319. ὑπεξίστημι
  37320. ὑπέρ
  37321. ὑπέρα, ας (ἡ)
  37322. ὑπεραγάζομαι
  37323. ὑπεράγαμαι
  37324. ὑπεράγαν
  37325. ὑπεραγανακτέω-ῶ
  37326. ὑπεραγαπάω-ῶ
  37327. ὑπεραγρυπνέω-ῶ
  37328. ὑπεραής, ής, ές
  37329. ὑπεραίρω
  37330. ὑπέραισχρος, ος, ον
  37331. ὑπεραισχύνομαι
  37332. ὑπεραιωρέω-ῶ
  37333. ὑπέρακμος, ος, ον
  37334. ὑπερακοντίζω
  37335. ὑπερακριβής, ής, ές
  37336. ὑπεράκριος, ος, ον
  37337. ὑπέρακρος, ος, ον
  37338. ὑπεραλγέω-ῶ
  37339. ὑπεραλγής, ής, ές
  37340. ὑπεραλκής, ής, ές
  37341. ὑπεράλλομαι
  37342. ὑπερανατείνω
  37343. ὑπεράνθρωπος, ος, ον
  37344. ὑπερανίσταμαι
  37345. ὑπεραντλέομαι-οῦμαι
  37346. ὑπέραντλος, ος, ον
  37347. ὑπεράνω
  37348. ὑπεράνωθεν
  37349. ὑπεραποκρίνομαι
  37350. ὑπεραπολογέομαι-οῦμαι
  37351. ὑπεραρρωδέω-ῶ
  37352. ὑπερασμενίζω
  37353. ὑπερασπάζομαι
  37354. ὑπερασπίζω
  37355. ὑπερασχημονέω-ῶ
  37356. ὑπεραττικός, ή, όν
  37357. ὑπεραττικῶς
  37358. ὑπεραυγής, ής, ές
  37359. ὑπεραυξάνω
  37360. ὑπεραυχέω-ῶ
  37361. ὑπέραυχος, ος, ον
  37362. ὑπεράχθομαι
  37363. ὑπερβαίνω
  37364. ὑπερβαλλόντως
  37365. ὑπερβάλλω
  37366. ὑπερβαρής, ής, ές
  37367. ὑπέρβασαν
  37368. ὑπερβασία, ας (ἡ)
  37369. ὑπερβατέον
  37370. ὑπερβατός, ή, όν
  37371. ὑπερβατῶς
  37372. ὑπερβήῃ
  37373. ὑπερβιάζομαι
  37374. ὑπερβιβάζω
  37375. ὑπέρβιος, ος, ον
  37376. ὑπερβολή, ῆς
  37377. ὑπερβολικῶς
  37378. ὑπερβόρεος, ος, ον
  37379. ὑπερβριθής, ής, ές
  37380. ὑπεργάζομαι
  37381. ὑπέργηρως, ως, ων
  37382. ὑπέρδασυς, εια, υ
  37383. ὑπερδεής, ής, ές
  37384. ὑπερδείδω
  37385. ὑπερδειμαίνω
  37386. ὑπέρδεινος, ος, ον
  37387. ὑπερδέξιος, ος, ον
  37388. ὑπερδιατείνομαι
  37389. ὑπερδικέω-ῶ
  37390. ὑπέρδικος, ος, ον
  37391. ὑπερδίκως
  37392. ὑπερεθίζω
  37393. ὑπερείδω
  37394. ὑπερείπω
  37395. ὑπέρεισμα, ατος (τό)
  37396. ὑπερέκεινα
  37397. ὑπερεκθεραπεύω
  37398. ὑπερέκκειμαι
  37399. ὑπερεκπερισσοῦ
  37400. ὑπερεκπίπτω
  37401. ὑπερεκπλήσσω
  37402. ὑπερεκτείνω
  37403. ὑπερεκτίνω
  37404. ὑπερεκχέω
  37405. ὑπερεκχύνω
  37406. ὑπερέκχυσις, εως (ἡ)
  37407. ὑπερεμπίπλημι
  37408. ὑπερεμφορέομαι-οῦμαι
  37409. ὑπερεντυγχάνω
  37410. ὑπερεξαπατάω-ῶ
  37411. ὑπερεξάπτω
  37412. ὑπερεπαινέω-ῶ
  37413. ὑπερεπιθυμέω-ῶ
  37414. ὑπερέπτατο
  37415. ὑπερέπτω
  37416. ὑπερεράομαι-ῶμαι
  37417. ὑπερέρχομαι
  37418. ὑπερεσθίω
  37419. ὑπερέσχεθο
  37420. ὑπέρευ
  37421. ὑπέρευγε
  37422. ὑπερευδαιμονέω-ῶ
  37423. ὑπερευδαίμων, ων, ον
  37424. ὑπερευφραίνω
  37425. ὑπερεύωνος, ος, ον
  37426. ὑπερεχθαίρω
  37427. ὑπερέχω
  37428. ὑπερέω-ῶ
  37429. ὑπερζέω
  37430. ὑπερηδέως
  37431. ὑπέρηδυς, υς, υ
  37432. ὑπερήδω
  37433. ὑπερήμερος, ος,
  37434. ὑπερήμισυς, υς, υ
  37435. ὑπέρημος, ος, ον
  37436. ὑπερηνορέω-ῶ
  37437. ὑπερήνωρ, ορος
  37438. ὑπερήσει
  37439. ὑπερηφανέστατος
  37440. ὑπερηφανέω-ῶ
  37441. ὑπερηφανία, ας (ἡ)
  37442. ὑπερήφανος, ος, ον
  37443. ὑπερηφάνως
  37444. ὑπερθαλασσίδιος, ος, ον
  37445. ὑπερθαυμάζω
  37446. ὕπερθε
  37447. ὑπερθερμαίνω
  37448. ὑπερθέω
  37449. ὑπερθήσω
  37450. ὑπερθνῄσκω
  37451. ὑπερθορεῖν
  37452. ὑπερθρῴσκω
  37453. ὑπέρθυμος, ος, ον
  37454. ὑπερθύριον, ου (τό)
  37455. ὑπέρθυρος, ος, ον
  37456. ὑπερθωμάζω
  37457. ὑπεριδεῖν
  37458. ὑπερίημι
  37459. ὑπερικταίνομαι
  37460. ὑπερίπταμαι
  37461. ὑπερίσταμαι
  37462. ὑπερίστωρ, ορος
  37463. ὑπερίσχυρος, ος, ον
  37464. ὑπερκάθημαι
  37465. ὑπερκαλλής, ής, ές
  37466. ὑπερκάμνω
  37467. ὑπερκαταβαίνω
  37468. ὑπερκαταγέλαστος, ος, ον
  37469. ὑπερκατάκειμαι
  37470. ὑπερκατηφής, ής, ές
  37471. ὑπερκαχλάζω
  37472. ὑπέρκειμαι
  37473. ὑπερκεράω-ῶ
  37474. ὑπέρκομπος, ος, ον
  37475. ὑπέρκοπος1, ος, ον
  37476. ὑπέρκοπος2, ος, ον
  37477. ὑπερκόπως
  37478. ὑπερκτάομαι-ῶμαι
  37479. ὑπερκύδας, αντος
  37480. ὑπερκύπτω
  37481. ὑπέρλαμπρος, ος, ον
  37482. ὑπέρλευκος, ος, ον
  37483. ὑπερλίαν
  37484. ὑπερλυπέω-ῶ
  37485. ὑπερμαζάω-ῶ
  37486. ὑπερμαχέω-ῶ
  37487. ὑπερμαχητικός, ή, όν
  37488. ὑπερμάχομαι
  37489. ὑπερμεγάθης, ης, ες
  37490. ὑπερμέγας, ὑπερμεγάλη, ὑ
  37491. ὑπερμεγέθης, ης, ες
  37492. ὑπερμεθύσκομαι
  37493. ὑπερμενέων, οντος
  37494. ὑπερμενής, ής, ές
  37495. ὑπέρμετρος, ος, ον
  37496. ὑπερμήκης, ης, ες
  37497. ὑπερμισέω-ῶ
  37498. ὑπέρμορα
  37499. ὑπέρμορον
  37500. ὑπερνέφελος, ος, ον
  37501. ὑπερνεωλκέω-ῶ
  37502. ὑπερνικάω-ῶ
  37503. ὑπερνοέω-ῶ
  37504. ὑπερνότιος, ος, ον
  37505. ὑπέρογκος, ος, ον
  37506. ὑπεροικέω-ῶ
  37507. ὑπέροικος, ος, ον
  37508. ὕπερον, ου (τό)
  37509. ὑπεροπλία, ας (ἡ)
  37510. ὑπεροπλίζομαι
  37511. ὑπέροπλος, ος, ον
  37512. ὑπερόπτα
  37513. ὑπεροπτέον
  37514. ὑπερόπτης, ου (ὁ)
  37515. ὑπεροπτικός, ή, όν
  37516. ὑπεροπτικῶς
  37517. ὑπέροπτος, ος, ον
  37518. ὑπεροράω-ῶ
  37519. ὑπερορέοντα
  37520. ὑπερορία, ας (ἡ)
  37521. ὑπερορίζω
  37522. ὑπερόριος, ος, ον
  37523. ὑπερόρνυμαι
  37524. ὕπερος, ου (ὁ)
  37525. ὑπεροχή, ῆς (ἡ)
  37526. ὑπέροχος, ος, ον
  37527. ὑπεροψία, ας (ἡ)
  37528. ὑπερόψομαι
  37529. ὑπερπαίω
  37530. ὑπέρπαχυς, υς, υ
  37531. ὑπερπερισσεύω
  37532. ὑπερπερίσσως
  37533. ὑπερπετής, ής, ές
  37534. ὑπερπηδάω-ῶ
  37535. ὑπερπήδησις, εως (ἡ)
  37536. ὑπέρπικρος, ος, ον
  37537. ὑπερπίμπλημι
  37538. ὑπερπίνω
  37539. ὑπερπίπτω
  37540. ὑπερπλεονάζω
  37541. ὑπερπληρόω-ῶ
  37542. ὑπερπλουτέω-ῶ
  37543. ὑπέρπλουτος, ος, ον
  37544. ὑπέρπολυς, -πόλλη, -πολυ
  37545. ὑπερπονέω-ῶ
  37546. ὑπέρπονος, ος, ον
  37547. ὑπερπόντιος, ος, ον
  37548. ὑπέρπτατο
  37549. ὑπερράγη
  37550. ὑπέρσεμνος, ος, ον
  37551. ὑπέρσπουδάζω
  37552. ὑπερσχεῖν
  37553. ὑπέρτασις, εως (ἡ)
  37554. ὑπέρτατος, η, ον
  37555. ὑπερτείνω
  37556. ὑπερτελέω-ῶ
  37557. ὑπερτελής, ής, ές
  37558. ὑπερτέλλω
  37559. ὑπερτερία, ας (ἡ)
  37560. ὑπέρτερος, α, ον
  37561. ὑπερτίθημι
  37562. ὑπερτιμάω-ῶ
  37563. ὑπέρτολμος, ος, ον
  37564. ὑπέρτονος, ος, ον
  37565. ὑπερτρέχω
  37566. ὑπερυθριάω-ῶ
  37567. ὑπέρυθρος, ος, ον
  37568. ὑπερύψηλος, ος, ον
  37569. ὑπερυψόω-ῶ
  37570. ὑπερφαίνω
  37571. ὑπερφαλαγγέω-ῶ
  37572. ὑπερφέρω
  37573. ὑπέρφευ
  37574. ὑπερφθέγγομαι
  37575. ὑπερφίαλος, ος, ον
  37576. ὑπερφιάλως
  37577. ὑπερφιλέω-ῶ
  37578. ὑπέρφλοιος, ος, ον
  37579. ὑπερφοβέομαι-οῦμαι
  37580. ὑπερφρονέω-ῶ
  37581. ὑπερφρόνησις, εως (ἡ)
  37582. ὑπερφροσύνη, ης (ἡ)
  37583. ὑπέρφρων, ονος
  37584. ὑπερφυής, ής, ές
  37585. ὑπερφύω
  37586. ὑπερφυῶς
  37587. ὑπερφωνέω-ῶ
  37588. ὑπερχαίρω
  37589. ὑπερχέω-ῶ
  37590. ὑπερχλιδάω-ῶ
  37591. ὑπέρχομαι
  37592. ὑπέρχυσις, εως (ἡ)
  37593. ὑπέρψυχρος, ος, ον
  37594. ὑπερῴα, ας (ἡ)
  37595. ὑπερωέω-ῶ
  37596. ὑπερῴη
  37597. ὑπερωϊόθεν
  37598. ὑπερώϊος
  37599. ὑπερῷος, ῴα, ῷον
  37600. ὑπεσσεῖται
  37601. ὑπέστην
  37602. ὑπέσχεθον
  37603. ὑπέσχημαι, ὑπεσχόμην
  37604. ὑπέσχον
  37605. ὑπετάγην
  37606. ὑπεύδιος, ος, ον
  37607. ὑπεύθυνος, ος, ον
  37608. ὑπέχεα, ὑπέχευα
  37609. ὑπέχω
  37610. ὑπήκοος, οος, οον
  37611. ὑπήκουον
  37612. ὑπημύω
  37613. ὑπήνεικαν
  37614. ὑπηνέμιος, ος, ον
  37615. ὑπήνεμος, ος, ον
  37616. ὑπήνη, ης (ἡ)
  37617. ὑπηνήτης, ου
  37618. ὑπηοῖος, α, ον
  37619. ὑπηργμένος, η, ον
  37620. ὑπηρεσία, ας (ἡ)
  37621. ὑπηρέσιον, ου (τό)
  37622. ὑπηρετέω-ῶ
  37623. ὑπηρέτημα, ατος (τό)
  37624. ὑπηρέτης, ου (ὁ)
  37625. ὑπηρέτησις, εως (ἡ)
  37626. ὑπηρετικός, ή, όν
  37627. ὑπηρέτις, ιδος (ἡ)
  37628. ὑπήριπον
  37629. ὑπῆσαν
  37630. ὑπηχέω-ῶ
  37631. ὑπῆψα
  37632. ὑπιδέσθαι
  37633. ὑπιέναι
  37634. ὑπίημι
  37635. ὑπίλλω
  37636. ὑπίστημι
  37637. ὑπισχνεύμενος
  37638. ὑπισχνέομαι-οῦμαι
  37639. ὑπίσχομαι
  37640. ὑπνίζω
  37641. ὑπνοδότας, α
  37642. ὑπνομαχέω-ῶ
  37643. ὑπνοποιός, ός, όν
  37644. ὕπνος, ου (ὁ)
  37645. ὑπνοφόρος, ος, ον
  37646. ὑπνόω-ῶ
  37647. ὑπνώδης, ης, ες
  37648. ὑπνώσσω,
  37649. ὑπνωτικός, ή, όν
  37650. ὑπνώω
  37651. ὑπόβαθρον, ου
  37652. ὑποβαίνω
  37653. ὑποβάλλω
  37654. ὑπόβασις, εως (ἡ)
  37655. ὑποβλέπω
  37656. ὑποβλήδην
  37657. ὑποβλητέος, α, ον
  37658. ὑπόβλητος, ος, ον
  37659. ὑποβολεύς, έως (ὁ)
  37660. ὑποβολή, ῆς (ἡ)
  37661. ὑποβολιμαῖος, α, ον
  37662. ὑπόβραχυ
  37663. ὑποβρέμω
  37664. ὑποβρέχω
  37665. ὑπόβρυχα
  37666. ὑποβρύχιος, α, ον
  37667. ὑπόγαιος, ος, ον
  37668. ὑπογαμέω-ῶ
  37669. ὑπογαστρίζομαι
  37670. ὑπογάστριος, ος,
  37671. ὑπόγειος, ος, ον 1   = ὑπ
  37672. ὑπογηράω-ῶ
  37673. ὑπογίγνομαι
  37674. ὑπογραμματεία, ας (ἡ)
  37675. ὑπογραμματεύς, έως (ὁ)
  37676. ὑπογραμματεύω
  37677. ὑπογραμμός, οῦ (ὁ)
  37678. ὑπογραφεύς, έως (ὁ)
  37679. ὑπογραφή, ῆς (ἡ)
  37680. ὑπογράφω
  37681. ὑπόγυιος, ος, ον
  37682. ὑπόγυος, ος, ον
  37683. ὑποδακρύω
  37684. ὑποδάμνημι
  37685. ὑποδδείσας
  37686. ὑποδέγμενος
  37687. ὑποδέδρομα, ὑποδεδρόμηκα
  37688. ὑποδεεστέρως
  37689. ὑποδεής, ής, ές
  37690. ὑπόδειγμα, ατος (τό)
  37691. ὑποδείδω
  37692. ὑποδείκνυμι
  37693. ὑποδεικνύω
  37694. ὑποδειμαίνω
  37695. ὑποδέκομαι
  37696. ὑποδεκτικός, ή, όν
  37697. ὑποδέμω
  37698. ὑποδεξίη, ης (ἡ)
  37699. ὑποδέξιος, ος, ον
  37700. ὑπόδεσις, εως (ἡ)
  37701. ὑποδέχθαι
  37702. ὑποδέχομαι
  37703. ὑποδέω-ῶ
  37704. ὑποδηλόω-ῶ
  37705. ὑπόδημα, ατος (τό)
  37706. ὑπόδικος, ος, ον
  37707. ὑποδίφθερος, ος, ον
  37708. ὑπόδιψος, ος, ον
  37709. ὑποδμώς, ῶος (ὁ)
  37710. ὑποδοχή, ῆς (ἡ)
  37711. ὑπόδρα
  37712. ὑποδραματουργέω-ῶ
  37713. ὑποδραμεῖν
  37714. ὑποδράττομαι
  37715. ὑποδράω-ῶ
  37716. ὑποδρηστήρ, ῆρος (ὁ)
  37717. ὑποδρομή, ῆς (ἡ)
  37718. ὑπόδρομος, ου (ὁ)
  37719. ὑποδρώωσιν
  37720. ὑποδύνω
  37721. ὑποδυσχεραίνω
  37722. ὑποδυσωπέομαι-οῦμαι
  37723. ὑποδύω
  37724. ὑποείκω
  37725. ὑποζάκορος, ου (ὁ, ἡ)
  37726. ὑποζεύγνυμι
  37727. ὑποζύγιος, ος, ον
  37728. ὑπόζωμα, ατος (τό)
  37729. ὑποζώννυμι
  37730. ὑπόζωσμα, ατος(τό)
  37731. ὑποθάλπω
  37732. ὑποθαρρέω-ῶ
  37733. ὑπόθεμα, ατος (τό)
  37734. ὑποθερμαίνω
  37735. ὑπόθερμος, ος, ον
  37736. ὑπόθεσις, εως
  37737. ὑποθετικός, ή, όν
  37738. ὑπόθευ
  37739. ὑποθεωρέω-ῶ
  37740. ὑποθήγω
  37741. ὑποθήκη, ης (ἡ)
  37742. ὑποθημοσύνη, ης (ἡ)
  37743. ὑποθλάω-ῶ
  37744. ὑποθλίβω
  37745. ὑποθολόω-ῶ
  37746. ὑποθορυβέω-ῶ
  37747. ὑποθράττω
  37748. ὑποθρύπτομαι
  37749. ὑποθυμίς, ίδος (ἡ)
  37750. ὑποθωπεύω
  37751. ὑποθωρήσσομαι
  37752. ὑποθωΰσσω
  37753. ὑποιδέω-ῶ
  37754. ὑποικέω-ῶ
  37755. ὑποικοδομέω-ῶ
  37756. ὑποικουρέω-ῶ
  37757. ὑποιμώζω
  37758. ὑποκαθαίρω
  37759. ὑποκάθημαι
  37760. ὑποκαθίζω
  37761. ὑποκαίω
  37762. ὑποκαταβαίνω
  37763. ὑποκατακλίνω
  37764. ὑποκατάκλισις, εως (ἡ)
  37765. ὑποκάτημαι
  37766. ὑποκάτω
  37767. ὑπόκαυσις, εως (ἡ)
  37768. ὑπόκαυστον, ου (τό)
  37769. ὑπόκειμαι
  37770. ὑποκείρω
  37771. ὑποκινέω-ῶ
  37772. ὑποκινύρομαι
  37773. ὑποκλαίω
  37774. ὑποκλέπτω
  37775. ὑποκλῄζω
  37776. ὑποκλίνω
  37777. ὑποκλονέομαι-οῦμαι
  37778. ὑποκλοπέω-ῶ
  37779. ὑποκλύζω
  37780. ὑποκλυσμός, οῦ (ὁ)
  37781. ὑποκνίζω
  37782. ὑποκομπέω-ῶ
  37783. ὑποκονίω
  37784. ὑποκόπτω
  37785. ὑποκορίζω
  37786. ὑποκόρισμα, ατος (τό)
  37787. ὑποκορισμός, οῦ (ὁ) 1   
  37788. ὑποκοριστικῶς
  37789. ὑπόκουφος, ος, ον
  37790. ὑποκρατηρίδιον, ου (τό)
  37791. ὑποκρέκω
  37792. ὑποκρητηρίδιον, ου (τό)
  37793. ὑποκρίζω
  37794. ὑποκρίνω
  37795. ὑπόκρισις, εως (ἡ)
  37796. ὑποκριτής, οῦ
  37797. ὑποκριτικός, ή, όν
  37798. ὑποκρούω
  37799. ὑποκρύπτω
  37800. ὑποκρώζω
  37801. ὑποκτυπέω-ῶ
  37802. ὑπόκυκλος, ος,
  37803. ὑποκύπτω
  37804. ὑπόκυρτος, ος, ον
  37805. ὑποκύω
  37806. ὑπολαμβάνω
  37807. ὑπολάμπω
  37808. ὑπολανθάνω
  37809. ὑπολαπάττω
  37810. ὑπολέγω
  37811. ὑπολείβω
  37812. ὑπόλειμμα, ατος (τό)
  37813. ὑπολείπω
  37814. ὑπόλεπτος, ος, ον
  37815. ὑπολευκαίνομαι
  37816. ὑπολήγω
  37817. ὑπόλημμα, ατος (τό)
  37818. ὑπολήνιον, ου (τό)
  37819. ὑποληπτέον
  37820. ὑποληπτός, ή, όν
  37821. ὑποληρέω-ῶ
  37822. ὑπόληψις, εως (ἡ)
  37823. ὑπολίζων, ων, ον
  37824. ὑπόλιθος, ος, ον
  37825. ὑπολιμπάνω
  37826. ὑπολιμώδης, ης, ες
  37827. ὑπολισθαίνω
  37828. ὑπολισθάνω
  37829. ὑπόλιχνος, ος, ον
  37830. ὑπολογίζομαι
  37831. ὑπολογισμός, οῦ (ὁ)
  37832. ὑπόλογος1, ου (ὁ)
  37833. ὑπόλογος2, ος, ον
  37834. ὑπόλοιπος, ος, ον
  37835. ὑπολοχαγός, οῦ (ὁ)
  37836. ὑπολύω
  37837. ὑπόμακρος, ος, ον
  37838. ὑπομαλακίζομαι
  37839. ὑπομαραίνομαι
  37840. ὑπόμαργος, ος, ον
  37841. ὕπομβρος, ος, ον
  37842. ὑπομέμφομαι
  37843. ὑπομενετέος, α, ον
  37844. ὑπομενέω
  37845. ὑπομένω
  37846. ὑπόμιγμα, ατος (τό)
  37847. ὑπομιμνῄσκω
  37848. ὑπόμισθος, ος, ον
  37849. ὑπομνάομαι-ῶμαι
  37850. ὑπόμνημα, ατος
  37851. ὑπομνηματίζομαι
  37852. ὑπομνηματισμός, οῦ (ὁ)
  37853. ὑπόμνησις, εως (ἡ)
  37854. ὑπόμνυμι
  37855. ὑπομονή, ῆς (ἡ)
  37856. ὑπομόχθηρος, ος, ον
  37857. ὑπόμωρος, ος, ον
  37858. ὑπονήϊος, ος, ον
  37859. ὑπονήχομαι
  37860. ὑπονίφω
  37861. ὑπονοέω-ῶ
  37862. ὑπόνοια, ας (ἡ)
  37863. ὑπονομηδόν
  37864. ὑπόνομος, ος, ον
  37865. ὑπονοστέω-ῶ
  37866. ὑπονόστησις, εως (ἡ)
  37867. ὑπονουθετέω-ῶ
  37868. ὑπονυστάζω
  37869. ὑπόξανθος, ος, ον
  37870. ὑποξενίζω
  37871. ὑπόξηρος, ος, ον
  37872. ὑπόξυλος, ος, ον
  37873. ὑποξυρέω-ῶ
  37874. ὑποπαίζω
  37875. ὑποπάσσω
  37876. ὑπόπαστον, ου (τό)
  37877. ὑποπαύομαι
  37878. ὑποπεινάω-ῶ
  37879. ὑποπειράω-ῶ
  37880. ὑποπέμπτος, ος, ον
  37881. ὑποπέμπω
  37882. ὑποπεπτηῶτες
  37883. ὑπόπετρος, ος, ον
  37884. ὑποπήγνυμι
  37885. ὑποπηδάω-ῶ
  37886. ὑποπιέζω
  37887. ὑποπίμπλημι
  37888. ὑποπίμπρημι
  37889. ὑποπίνω
  37890. ὑποπίπτω
  37891. ὑποπισσόω-ῶ
  37892. ὑποπλάκιος, α, ον
  37893. ὑποπλέκω
  37894. ὑπόπλεος, ος, ον
  37895. ὑποπλέω
  37896. ὑποπληρόω-ῶ
  37897. ὑποπνέω-ῶ
  37898. ὑποπόδιον, ου (τό)
  37899. ὑποποιέω-ῶ
  37900. ὑποπορεύομαι
  37901. ὑποπόρευσις, εως (ἡ)
  37902. ὑποπρήθω
  37903. ὑποπρίω
  37904. ὑπόπτερος, ος, ον
  37905. ὑποπτεύω
  37906. ὑπόπτης, ου
  37907. ὑποπτήσσω
  37908. ὕποπτος, ος, ον
  37909. ὑποπτυχίς, ίδος (ἡ)
  37910. ὑπόπτως
  37911. ὑποπυθμήν, ένος
  37912. ὑπόρνυμι
  37913. ὑπορράπτω
  37914. ὑπορρέω
  37915. ὑπορρήγνυμι
  37916. ὑπόρρηνος, ος, ον
  37917. ὑπορροιζέω-ῶ
  37918. ὑπορρωδέω-ῶ
  37919. ὑπορύσσω
  37920. ὑπορχέομαι-οῦμαι
  37921. ὑπόρχημα, ατος (τό)
  37922. ὑπόσαθρος, ος, ον
  37923. ὑποσαίνω
  37924. ὑπόσαλος, ος, ον
  37925. ὑποσείω
  37926. ὑποσημαίνω
  37927. ὑπόσιμος, ος, ον
  37928. ὑποσιωπάω-ῶ
  37929. ὑποσκάζω
  37930. ὑποσκαφισμός, οῦ (ὁ)
  37931. ὑποσκελίζω
  37932. ὑπόσκιος, ος, ον
  37933. ὑποσκιρτάω-ῶ
  37934. ὑπόσκληρος, ος, ον
  37935. ὑποσόλοικος, ος, ον
  37936. ὑποσπανίζω
  37937. ὑποσπάω-ῶ
  37938. ὑποσπείρω
  37939. ὑπόσπονδος, ος, ον
  37940. ὑποσσείω
  37941. ὑποστάθμη, ης (ἡ)
  37942. ὑποσταίην
  37943. ὑπόστασις, εως (ἡ)
  37944. ὑποσταχύομαι
  37945. ὑπόστεγος, ος, ον
  37946. ὑποστέλλω
  37947. ὑποστενάζω
  37948. ὑποστεναχίζω
  37949. ὑποστένω
  37950. ὑποστερνίζομαι
  37951. ὑποστερίζω
  37952. ὑποστολή, ῆς (ἡ)
  37953. ὑποστορεῖτε
  37954. ὑποστορέννυμι
  37955. ὑποστόρνυμι
  37956. ὑποστρατηγέω-ῶ
  37957. ὑποστράτηγος , ου (ὁ)
  37958. ὑποστρέφω
  37959. ὑποστροφή, ῆς (ἡ)
  37960. ὑποστρώννυμι
  37961. ὑποστρωννύω
  37962. ὑποστύφω
  37963. ὑποσυγχέω-ῶ
  37964. ὑποσύμβολος, ος, ον
  37965. ὑποσυρίζω
  37966. ὑποσύρω
  37967. ὑποσχέσθαι
  37968. ὑποσχεσίη, ης (ἡ)
  37969. ὑπόσχεσις, εως (ἡ)
  37970. ὑποσχίζω
  37971. ὑποσχόμενος, η, ον
  37972. ὑπόσχω, ῃς, ῃ
  37973. ὑπόσχωμαι
  37974. ὑποτάμνω
  37975. ὑποταγή, ῆς (ἡ)
  37976. ὑποταράσσω
  37977. ὑποταρβέω-ῶ
  37978. ὑποταρτάριος, ος, ον
  37979. ὑποτάσσω
  37980. ὑποτείνω
  37981. ὑποτειχίζω
  37982. ὑποτείχισις, εως (ἡ)
  37983. ὑποτείχισμα, ατος (τό)
  37984. ὑποτελής, ής, ές
  37985. ὑποτέμνω
  37986. ὑποτήκομαι
  37987. ὑποτίθημι
  37988. ὑποτιμάομαι-ῶμαι
  37989. ὑποτίμησις, εως (ἡ)
  37990. ὑποτομή, ῆς (ἡ)
  37991. ὑποτονθορύζω
  37992. ὑποτοπεύω
  37993. ὑποτοπέω-ῶ
  37994. ὑποτορεύω
  37995. ὑποτραυλίζω
  37996. ὑποτρείω
  37997. ὑποτρέμω
  37998. ὑποτρέπομαι
  37999. ὑποτρέφω
  38000. ὑποτρέχω
  38001. ὑποτρέω
  38002. ὑποτρίζω
  38003. ὑπότριμμα, ατος (τό)
  38004. ὑποτρομέω-ῶ
  38005. ὑπότρομος, ος, ον
  38006. ὑποτροπή, ῆς (ἡ)
  38007. ὑπότροπος, ος, ον
  38008. ὑποτρόχαλος, ος, ον
  38009. ὑποτρύζω
  38010. ὑποτυγχάνω
  38011. ὑποτυπόω-ῶ
  38012. ὑποτύπτω
  38013. ὑποτύπωσις, εως (ἡ)
  38014. ὑπότυφλος, ος, ον
  38015. ὑπότυφος, ος, ον
  38016. ὑποτύφω
  38017. ὑπουδαῖος, α, ον
  38018. ὕπουλος, ος, ον
  38019. ὑπούλως
  38020. ὑπουράνιος, ος, ον
  38021. ὑπουργέω-ῶ
  38022. ὑπούργημα, ατος (τό)
  38023. ὑπουργητέον
  38024. ὑπουργία, ας (ἡ)
  38025. ὑπουργός, ός, όν
  38026. ὑποφαίνω
  38027. ὑποφαρμάσσω
  38028. ὑπόφαυσις, εως (ἡ)
  38029. ὑποφείδομαι
  38030. ὑποφειδομένως
  38031. ὑποφέρω
  38032. ὑποφεύγω
  38033. ὑποφητεύω
  38034. ὑποφήτης, ου (ὁ)
  38035. ὑποφθάνω
  38036. ὑποφθονέω-ῶ
  38037. ὑποφορά, ᾶς (ἡ)
  38038. ὑπόφορος, ος, ον
  38039. ὑποφρίσσω
  38040. ὑποφύω
  38041. ὑποφωνέω-ῶ
  38042. ὑποφώνησις, εως (ἡ)
  38043. ὑποχαίνω
  38044. ὑποχαλάω-ῶ
  38045. ὑπόχαλκος, ος, ον
  38046. ὑποχαράσσω
  38047. ὑποχάσκω
  38048. ὑπόχαυνος, ος, ον
  38049. ὑποχαυνόω-ω
  38050. ὑπόχειρ
  38051. ὑποχείριος, ος, ον
  38052. ὑποχέω
  38053. ὑποχή, ῆς (ἡ)
  38054. ὑποχθόνιος, ος, ον
  38055. ὑποχλιαίνω
  38056. ὕποχος, ος, ον
  38057. ὑπόχρεως, ως, ων
  38058. ὑποχρίω
  38059. ὑπόχρυσος, ος, ον
  38060. ὑπόχυσις, εως (ἡ)
  38061. ὑποχωρέω-ῶ
  38062. ὑπόψαμμος, ος, ον
  38063. ὑποψαύω
  38064. ὑποψάω-ῶ
  38065. ὑποψία,ας (ἡ)
  38066. ὑποψίη, ης (ἡ)
  38067. ὑπόψιος, ος, ον
  38068. ὑπόψομαι
  38069. ὑποψορέω-ῶ
  38070. ὑπτιάζω
  38071. ὑπτίασμα, ατος
  38072. ὑπτιασμός, οῦ (ὁ)
  38073. ὕπτιος, α,
  38074. ὑπτιότης, ητος (ἡ)
  38075. ὑπτιόομαι-οῦμαι
  38076. ὑπωμοσία, ας (ἡ)
  38077. ὑπωπιάζω
  38078. ὑπώπιον, ου
  38079. ὑπώρεα, ας (ἡ)
  38080. ὑπώρεια, ας (ἡ)
  38081. ὑπώρορε
  38082. ὑπωρόφιος, ος, ον
  38083. ὑπώροφος, ος, ον
  38084. ὗς1
  38085. ὗς2, ὑός (ὁ, ἡ)
  38086. ὕσγινον, ου (τό)
  38087. ὑσγινοβαφής, ής, ές
  38088. ὑσθῆναι
  38089. ὑσμίνη, ης (ἡ)
  38090. ὑσμίνηνδε
  38091. ὑσμῖνι
  38092. ὕσομαι
  38093. ὕσπληγξ, ηγγος (ἡ, ὁ)
  38094. ὕσπληξ, ηγος (ἡ)
  38095. ὑσσός, οῦ (ὁ)
  38096. ὕσσωπος, ου (ἡ)
  38097. ὑστάτιος, α, ον
  38098. ὕστατος, η, ον
  38099. ὑστέρα, ας (ἡ)
  38100. ὑστεραῖος, α, ον
  38101. ὑστερέω-ῶ
  38102. ὑστέρημα, ατος (τό)
  38103. ὑστέρησις, εως (ἡ)
  38104. ὑστερίζω
  38105. ὕστερον
  38106. ὑστερόποινος, ος, ον
  38107. ὑστερόποτμος, ος, ον
  38108. ὕστερος, α,
  38109. ὑστεροφημία, ας (ἡ)
  38110. ὑστεροφθόρος, ος, ον
  38111. ὕστριξ, ιχος (ὁ, ἡ)
  38112. ὑστριχίς, ίδος (ἡ)
  38113. ὕφαιμος, ος, ον
  38114. ὑφαίνεσκον
  38115. ὑφαίνω
  38116. ὑφαίρεσις, εως (ἡ)
  38117. ὑφαιρέω-ῶ
  38118. ὑφαλμυρίζω
  38119. ὕφαλος, ος, ον
  38120. ὑφάντης, ου (ὁ)
  38121. ὑφαντικός, ή, όν
  38122. ὑφαντοδόνατος, ος, ον
  38123. ὑφαντός, ή, όν
  38124. ὑφάντρια, ας (ἡ)
  38125. ὑφάπτω
  38126. ὑφαρπάζω
  38127. ὕφασμα, ατος (τό)
  38128. ὑφάω-ῶ
  38129. ὑφεῖλον
  38130. ὑφεῖμαι
  38131. ὑφειμένως
  38132. ὑφείς, εῖσα, έν
  38133. ὑφεκτέον
  38134. ὑφελεῖν
  38135. ὑφέλκω
  38136. ὑφέν1
  38137. ὑφέν2
  38138. ὑφέξω
  38139. ὑφέσθαι
  38140. ὕφεσις, εως (ἡ)
  38141. ὑφεστώς, ῶσα, ός
  38142. ὑφέω
  38143. ὑφή, ῆς (ἡ)
  38144. ὑφηγέομαι-οῦμαι
  38145. ὑφήγησις, εως
  38146. ὑφηγητήρ, ῆρος (ὁ)
  38147. ὑφηγητής, οῦ (ὁ)
  38148. ὕφηνα
  38149. ὑφηνιοχέω-ῶ
  38150. ὑφηνίοχος, ου (ὁ)
  38151. ὑφίζω
  38152. ὑφίημι
  38153. ὑφίστημι
  38154. ὑφόρασις, εως (ἡ)
  38155. ὑφορατέον
  38156. ὑφοράω-ῶ
  38157. ὑφορβός, οῦ (ὁ)
  38158. ὑφορμίζομαι
  38159. ὕφορμος, ου (ὁ)
  38160. ὑφόωσι
  38161. ὕφυδρος, ος, ον
  38162. ὑφῶ, ῇς, ῃς
  38163. ὑψαγόρας, ου
  38164. ὑψαυχενέω-ῶ
  38165. ὑψερεφής, ής, ές
  38166. ὑψηγόρος, ος, ον
  38167. ὑψηλόκρημνος, ος, ον
  38168. ὑψηλόνοος, ος, ον
  38169. ὑψηλός, ή, όν
  38170. ὑψηλοφρονέω-ῶ
  38171. ὑψηλόφρων, ων, ον
  38172. ὑψηρεφής, ής, ές
  38173. ὑψηχής, ής, ές
  38174. ὕψι
  38175. ὑψίβατος, ος, ον
  38176. ὑψιβρεμέτης, ου
  38177. ὑψιγέννητος, ος, ον
  38178. ὑψίζυγος, ος, ον
  38179. ὑψικάρηνος, ος, ον
  38180. ὑψίκερως, ως, ων
  38181. ὑψίκομος, ος, ον
  38182. ὑψίκομπος, ος, ον
  38183. ὑψικόμπως
  38184. ὑψίκρημνος, ος, ον
  38185. ὑψιπέτας
  38186. ὑψιπετήεις, ήεσσα, ῆεν
  38187. ὑψιπέτηλος, ος, ον
  38188. ὑψιπέτης, ου
  38189. ὑψίπολις, ιος
  38190. ὑψίπους, ους, ουν
  38191. ὑψίπυλος, ος, ον
  38192. ὑψίπυργος, ος, ον
  38193. ὕψιστος, η, ον
  38194. ὑψόθεν
  38195. ὑψόθι
  38196. ὑψόροφος, ος, ον
  38197. ὕψος, εος-ους (τό)
  38198. ὑψόσε
  38199. ὑψοῦ
  38200. ὕψωμα, ατος (τό)
  38201. ὑψώροφος, ος, ον
  38202. ὕω
  38203. ὑώδης, ης, ες
  38204. ὑῶν
  38205. Ζ, ζ (ζῆτα) (τό)
  38206. ζά
  38207. ζάγκλον, ου (τό)
  38208. ζαής, ής, ές
  38209. ζάθεος, η, ον
  38210. ζάκορος, ου (ὁ, ἡ)
  38211. ζάκοτος, ος, ον
  38212. ζάλη, ης (ἡ)
  38213. ζαμία, ας (ἡ)
  38214. ζαμενής, ής, ές
  38215. Ζάν, Ζανός (ὁ)
  38216. ζαπληθής, ής, ές
  38217. ζάπλουτος, ος, ον
  38218. ζάπυρος, ος, ον
  38219. ζατρεφής, ής, ές
  38220. ζαφλεγής, ής, ές
  38221. Ζαχαρίας, ου (ὁ)
  38222. ζαχρειής, ής, ές
  38223. ζάχρυσος, ος, ον
  38224. ζάω
  38225. ζέε
  38226. ζειά, ᾶς (ἡ)
  38227. ζείδωρος, ος, ον
  38228. ζειρά, ᾶς (ἡ)
  38229. ζέσις, εως (ἡ)
  38230. ζέσσε(ν)
  38231. ζεστός, ή, όν
  38232. ζευγηλατέω-ῶ
  38233. ζευγηλάτης, ου (ὁ)
  38234. ζευγίτης, ου
  38235. ζεύγλη, ης (ἡ)
  38236. ζεῦγμα, ατος (τό)
  38237. ζευγνύμεν, ζευγνύμεναι
  38238. ζεύγνυμι
  38239. ζεύγνυντο
  38240. ζεύγνυσαν
  38241. ζευγνύω
  38242. ζεῦγος, εος-ους (τό)
  38243. ζευγοτρόφος, ος, ον
  38244. ζευκτήριος, α, ον
  38245. ζευκτός, ή, όν
  38246. ζεύξατε
  38247. ζεῦξις, εως (ἡ)
  38248. Ζεῦξις, ιδος (ὁ)
  38249. Ζεύς (ὁ)
  38250. ζεφυρίη, ης (ἡ)
  38251. ζεφύριος, ος, ον
  38252. ζέφυρος, ου (ὁ)
  38253. ζέω
  38254. ζῆ, ζῇ
  38255. ζηλεύω
  38256. ζηλήμων, ων, ον
  38257. ζῆλος, ου (ὁ)
  38258. ζηλοτυπέω-ῶ
  38259. ζηλοτυπία, ας (ἡ)
  38260. ζηλότυπος, ος, ον
  38261. ζηλόω-ῶ
  38262. ζήλωμα, ατος (τό)
  38263. ζήλωσις, εως (ἡ)
  38264. ζηλωτέος, α, ον
  38265. ζηλωτής, οῦ (ὁ)
  38266. ζηλωτικός, ή, όν
  38267. ζηλωτός, ή, όν
  38268. ζημία, ας (ἡ)
  38269. ζημιόω-ῶ
  38270. ζημιώδης, ης, ες
  38271. ζημίωμα, ατος (τό)
  38272. ζῆν
  38273. Ζῆνα, Ζηνί, Ζηνός
  38274. Ζήνων, ωνος (ὁ)
  38275. ζῆτα (τό)
  38276. ζητεῖ
  38277. ζητέω-ῶ
  38278. ζήτημα, ατος (τό)
  38279. ζήτησις, εως (ἡ)
  38280. ζητητέος, ος, ον
  38281. ζητητής, οῦ (ὁ)
  38282. ζητητικός, ή, όν
  38283. ζητητός, ή, όν
  38284. ζήω-ζῶ / ζάω
  38285. ζιζάνιον, ου (τό)
  38286. ζμάραγδος, ου (ὁ)
  38287. ζμύρνα, ης (ἡ)
  38288. ζόη, ης (ἡ)
  38289. ζορκάς, άδος (ἡ)
  38290. ζοφερός, ά, όν
  38291. ζοφόδορπις
  38292. ζόφος, ου (ὁ)
  38293. ζοφόω-ῶ
  38294. ζοφώδης, ης, ες
  38295. ζύγαστρον, ου (τό)
  38296. ζυγείς
  38297. ζύγιος, α, ον
  38298. ζυγίτης, ου (ὁ)
  38299. ζυγόδεσμον, ου (τό)
  38300. ζυγομαχέω-ῶ
  38301. ζυγόν, οῦ (τό)
  38302. ζυγός, οῦ (ὁ)
  38303. ζυγόσταθμος, ου (ὁ)
  38304. ζυγοστατέω-ῶ
  38305. ζυγόφι(ν)
  38306. ζυγοφόρος, ος, ον
  38307. ζυγόω-ῶ
  38308. ζυγωτός, ή, όν
  38309. ζύμη, ης (ἡ)
  38310. ζυμίτης ἄρτος (ὁ)
  38311. ζυμόω-ῶ
  38312. ζύμωσις, εως (ἡ)
  38313. ζῶ
  38314. ζωαγρία, ας (ἡ)
  38315. ζωάγριος, ος, ον
  38316. ζωγραφεῖον, ου (τό)
  38317. ζωγραφέω-ῶ
  38318. ζωγραφία, ας (ἡ)
  38319. ζωγράφος, ου (ὁ)
  38320. ζωγρεῖον, ου (τό)
  38321. ζωγρεύς, έως (ὁ)
  38322. ζωγρέω-ῶ
  38323. ζωγρία, ας (ἡ)
  38324. ζώγριον, ου (τό)
  38325. ζῳδιακός, ή, όν
  38326. ζῴδιον, ου (τό)
  38327. ζωέμεν
  38328. ζωή, ῆς (ἡ)
  38329. ζῴην
  38330. ζώϊον, ου (τό)
  38331. ζῶμα, ατος (τό)
  38332. ζωμοποιός, οῦ (ὁ)
  38333. ζωμός, οῦ (ὁ)
  38334. ζώνη, ης (ἡ)
  38335. ζώνιον, ου (τό)
  38336. ζώννυμι
  38337. ζωννύω
  38338. ζωννύσκετο
  38339. ζωογονέω-ῶ
  38340. ζωογόνος, ος, ον
  38341. ζῳόμορφος, ος, ον
  38342. ζῷον, ου (τό)
  38343. ζωοποιητικός, ή, όν
  38344. ζωός, ή, όν
  38345. ζῳότης, ητος (ἡ)
  38346. ζωόφυτος, ος, ον
  38347. ζωπυρέω-ῶ
  38348. ζώπυρον, ου (τό)
  38349. ζωρός, ός, όν
  38350. ζώς
  38351. ζῶσαι
  38352. ζωστήρ, ῆρος (ὁ)
  38353. ζωστός, ή, όν
  38354. ζῶστρον, ου (τό)
  38355. ζωτικός, ή, όν
  38356. ζωτικῶς
  38357. ζώφυτος, ος, ον
  38358. ζώω
  38359. ζῳώδης, ης, ες
  38360. Π, π (πῖ) (τό)
  38361. πᾷ
  38362. πά
  38363. παγά
  38364. παγγενεῖ
  38365. παγείς
  38366. πάγεν
  38367. παγετός, οῦ (ὁ)
  38368. παγετώδης, ης, ες
  38369. πάγη, ης (ἡ)
  38370. παγιδεύω
  38371. πάγιος, α, ον
  38372. παγίς, ίδος (ἡ)
  38373. παγίως
  38374. παγκαίνιστος, ος, ον
  38375. πάγκακος, ος, ον
  38376. παγκάκως
  38377. πάγκαλος, ος, ον
  38378. πάγκαρπος, ος, ον
  38379. παγκευθής, ής, ές
  38380. πάγκλαυστος, ος, ον
  38381. πάγκλαυτος, ος, ον
  38382. παγκληρία, ας (ἡ)
  38383. πάγκοινος, ος, ον
  38384. παγκοίτης, ου
  38385. παγκόνιτος, ος, ον
  38386. παγκρατής, ής, ές
  38387. παγκρατιάζω
  38388. παγκρατιαστής, οῦ (ὁ)
  38389. παγκρατιαστικός, ή, όν
  38390. παγκράτιον, ου (τό)
  38391. παγκρότως
  38392. παγκύνιον, ου (τό)
  38393. πάγος, ου (ὁ)
  38394. παγχάλεπος, ος, ον
  38395. παγχαλέπως
  38396. παγχάλκεος, ος, ον
  38397. πάγχαλκος, ος, ον
  38398. πάγχρηστος, ος, ον
  38399. πάγχριστος, ος, ον
  38400. παγχρύσεος, ος, ον
  38401. πάγχρυσος, ος, ον
  38402. πάγχυ
  38403. παγῶ
  38404. Πάδος, οῦ (ὁ)
  38405. παθαίνω
  38406. παθέειν
  38407. πάθη1
  38408. πάθη2, ης (ἡ)
  38409. πάθημα, ατος (τό)
  38410. πάθῃσθα
  38411. παθητικός, ή, όν
  38412. παθητικῶς
  38413. παθητός, ή, όν
  38414. παθολογέω-ῶ
  38415. πάθος, εος-ους (τό)
  38416. παιάν, ᾶνος (ὁ)
  38417. Παιάν, ᾶνος (ὁ)
  38418. παιανίζω
  38419. παιάων
  38420. παιγνία, ας (ἡ)
  38421. παίγνια
  38422. παιγνίη, ης (ἡ)
  38423. παιγνιήμων, ων, ον
  38424. παίγνιον, ου (τό)
  38425. παιγνιώδης, ης, ες
  38426. παιδαγωγεῖον, ου (τό)
  38427. παιδαγωγέω-ῶ
  38428. παιδαγωγία, ας (ἡ)
  38429. παιδαγωγικός, ή, όν
  38430. παιδαγωγικῶς
  38431. παιδαγωγός, οῦ (ὁ)
  38432. παιδάριον, ου (τό)
  38433. παιδεία, ας (ἡ)
  38434. παίδειος, ος, ον
  38435. παίδευμα, ατος (τό)
  38436. παίδευσις, εως (ἡ)
  38437. παιδευτέος, α, ον
  38438. παιδευτής, οῦ (ὁ)
  38439. παιδευτικός, ή, όν
  38440. παιδεύω
  38441. παιδία, ων (τά)
  38442. παιδιά, ᾶς (ἡ)
  38443. παιδικός, ή, όν
  38444. παιδικῶς
  38445. παιδιόθεν
  38446. παιδίον, ου (τό)
  38447. παιδιοτροφέω-ῶ
  38448. παιδισκάριον, ου (τό)
  38449. παιδίσκη, ης (ἡ)
  38450. παιδίσκος, ου (ὁ)
  38451. παιδιώδης, ης, ες
  38452. παιδνός, ή, όν
  38453. παιδοβόρος, ος, ον
  38454. παιδοβοσκός, ός, όν
  38455. παιδόθεν
  38456. παιδοκτόνος, ος, ον
  38457. παιδολέτειρα, ας
  38458. παιδολέτωρ, ορος
  38459. παιδολυμάς, άδος
  38460. παιδομανής, ής, ές
  38461. παιδομανία, ας (ἡ)
  38462. παιδονόμος, ος, ον
  38463. παιδοποιέω-ῶ
  38464. παιδοποιΐα, ας (ἡ)
  38465. παιδοποιός, ός, όν
  38466. παιδοτριβέω-ῶ
  38467. παιδοτρίβης, ου (ὁ)
  38468. παιδοτριβικός, ή, όν
  38469. παιδοτροφέω-ῶ
  38470. παιδοτροφία, ας (ἡ)
  38471. παιδοτρόφος, ος, ον
  38472. παιδότρωτος, ος, ον
  38473. παιδουργία, ας (ἡ)
  38474. παιδοφονία, ας (ἡ)
  38475. παιδοφόνος, ος, ον
  38476. παίζω
  38477. παιήσω
  38478. παιήων
  38479. Παιήων, ονος (ὁ)
  38480. παίξω
  38481. Παιονία, ας (ἡ)
  38482. Παιονίδης, ου (ὁ)
  38483. Παιονικός, ή, όν
  38484. Παιονίς, ίδος
  38485. παιπάλη, ης (ἡ)
  38486. παιπάλημα, ατος (τό)
  38487. παιπαλόεις, όεσσα, όεν
  38488. παῖς, παιδός (ὁ, ἡ)
  38489. πάις
  38490. παῖσαι
  38491. παίσδω
  38492. παιφάσσω
  38493. παίω
  38494. Παίων, ονος
  38495. Παιών, ῶνος (ὁ)
  38496. παιώνειος, ος, ον
  38497. παιωνίζω
  38498. παιώνιος1, ος, ον
  38499. παιώνιος2, α, ον
  38500. παιωνισμός, οῦ (ὁ)
  38501. πακτόω-ῶ
  38502. Πακτωλός, οῦ (ὁ)
  38503. παλάθη, ης (ἡ)
  38504. πάλαι
  38505. παλαιγενής, ής, ές
  38506. παλαιόπλουτος, ος, ον
  38507. παλαιός, ά, όν
  38508. παλαιότης, ητος (ἡ)
  38509. παλαιόφρων, ων, ον
  38510. παλαιόω-ῶ
  38511. πάλαισμα, ατος (τό)
  38512. παλαισμοσύνη, ης (ἡ)
  38513. παλαιστέω-ῶ
  38514. παλαιστή, ῆς (ἡ)
  38515. παλαιστής, οῦ (ὁ)
  38516. παλαιστιαῖος, α, ον
  38517. παλαιστικός, ή, όν
  38518. παλαίστρα, ας (ἡ)
  38519. παλαιστρίτης, ου
  38520. παλαιστροφύλαξ, ακος (ὁ)
  38521. παλαίτατος
  38522. παλαίτερος
  38523. παλαίφατος, ος, ον
  38524. παλαίχθων, ων, ον
  38525. παλαίω
  38526. παλαίωσις, εως (ἡ)
  38527. παλαμάομαι-ῶμαι
  38528. παλάμη, ης (ἡ)
  38529. παλάμημα, ατος (τό)
  38530. παλάμηφιν
  38531. παλαμναῖος, α, ον
  38532. παλάσσω
  38533. παλαστή, ῆς (ἡ)
  38534. παλαστιαῖος, α, ον
  38535. Παλάτιον, ου (τό)
  38536. παλεύω
  38537. παλέω-ῶ
  38538. πάλη, ης (ἡ)
  38539. παλιγγενεσία, ας (ἡ)
  38540. παλιγκάπηλος, ου (ὁ)
  38541. παλίγκοτος, ος, ον
  38542. παλιγκότως
  38543. παλιλλογέω-ῶ
  38544. παλίλλογος, ος, ον
  38545. παλίμβολος, ος, ον
  38546. παλιμμήκης, ης, ες
  38547. παλίμπαις, -παιδος (ὁ, ἡ)
  38548. παλιμπετής, ής, ές
  38549. παλίμπλαγκτος, ος, ον
  38550. παλιμπλάζομαι
  38551. παλίμπλοος-ους, οος-ους, οο
  38552. παλίμποινος, ος, ον
  38553. παλιμπρυμνηδόν
  38554. παλίμψηστος, ος, ον
  38555. πάλιν
  38556. παλινάγρετος, ος, ον
  38557. παλιναυτόμολος, ου (ὁ)
  38558. παλινδικία, ας (ἡ)
  38559. παλινδρομέω-ῶ
  38560. παλίνδρομος, ος, ον
  38561. παλινόρμενος, ος, ον
  38562. παλίνορσος, ος, ον
  38563. παλίνορτος, ος, ον
  38564. παλινστομέω-ῶ
  38565. παλίντιτος, ος, ον
  38566. παλιντοκία, ας (ἡ)
  38567. παλίντονος, ος, ον
  38568. παλιντριβής, ής, ές
  38569. παλίντροπος, ος, ον
  38570. παλιντυχής, ής, ές
  38571. παλινῳδέω-ῶ
  38572. παλινῳδία, ας (ἡ)
  38573. παλίουρος, ου (ὁ)
  38574. παλιρρόθιος, α, ον
  38575. παλίρροθος, ος, ον
  38576. παλίρροια, ας (ἡ)
  38577. παλίρροος, ος, ον
  38578. παλιρρύμη, ης (ἡ)
  38579. παλίσσυτος, ος, ον
  38580. παλίωξις, εως (ἡ)
  38581. Παλλάδιον, ου (τό)
  38582. παλλακεύω
  38583. παλλακή, ῆς (ἡ)
  38584. παλλακίδιον, ου (τό)
  38585. παλλακίς, ίδος (ἡ)
  38586. Παλλάντιος λόφος (ὁ)
  38587. Παλλάς, άδος (ἡ)
  38588. πάλλευκος, ος, ον
  38589. Παλληναῖος, α, ον
  38590. Παλλήνη, ης (ἡ)
  38591. Παλληνίς, ίδος
  38592. πάλλω
  38593. παλλώβητος, ος, ον
  38594. πάλος, ου (ὁ)
  38595. πάλτο
  38596. παλτόν, οῦ (τό)
  38597. παλτός, ή, όν
  38598. παλύνω
  38599. πάμβορος, ος, ον
  38600. πάμβοτος, ος, ον
  38601. παμβῶτις, ιδος
  38602. παμμάταιος, ος, ον
  38603. παμμάχος, ος, ον
  38604. πάμμεγας, -μεγάλη, -μεγα
  38605. παμμεγέθης, ης, ες
  38606. παμμέγιστος, η, ον
  38607. παμμέλας, αινα, αν
  38608. παμμήκης, ης, ες
  38609. πάμμηνος1, ος, ον
  38610. πάμμηνος2, ου
  38611. παμμήτωρ, ορος
  38612. παμμιγής, ής, ές
  38613. πάμμικτος, ος, ον
  38614. πάμμορος, ος, ον
  38615. παμπάλαιος, ος, ον
  38616. πάμπαν
  38617. παμπήδην
  38618. παμπησία, ας (ἡ)
  38619. πάμπλειστος, η, ον
  38620. παμπληθεί
  38621. παμπληθής, ής, ές
  38622. πάμπληκτος, ος, ον
  38623. παμποίκιλος, ος
  38624. πάμπολις, εως
  38625. πάμπολλος, ος, ον
  38626. πάμπολυς, παμπόλλη, πάμπο
  38627. παμπόνηρος, ος, ον
  38628. παμπονήρως
  38629. παμπορθής, ής, ές
  38630. πάμπρεπτος, ος, ον
  38631. πάμπρωτος, η, ον
  38632. παμφάγος, ος, ον
  38633. παμφαής, ής, ές
  38634. παμφαίνω
  38635. παμφανάω-ῶ
  38636. παμφεγγής, ής, ές
  38637. πάμφθαρτος, ος, ον
  38638. πάμφλεκτος, ος, ον
  38639. πάμφορος, ος, ον
  38640. Παμφυλία, ας (ἡ)
  38641. Παμφύλιος, α, ον
  38642. πάμφυλος, ος, ον
  38643. Πάμφυλος1, ου
  38644. Πάμφυλος2, ου (ὁ)
  38645. πάμψυχος, ος, ον
  38646. πᾶν
  38647. Πάν, Πανός (ὁ)
  38648. πάναβρος, ος, ον
  38649. παναγής, ής, ές
  38650. πάναγρος, ος, ον
  38651. Παναθήναια, ων (τά)
  38652. Παναθηναικός, ή, όν
  38653. πανάθλιος, α, ον
  38654. πάναιθος, η, ον
  38655. παναίολος, ος, ον
  38656. παναίτιος, ος, ον
  38657. πανάκεια, ας (ἡ)
  38658. παναληθής, ής, ές
  38659. παναληθῶς
  38660. παναλκής, ής, ές
  38661. πανάλωτος, ος, ον
  38662. πανάμερος
  38663. πανάπαλος, ος, ον
  38664. πανάποτμος, ος, ον
  38665. πανάργυρος, ος, ον
  38666. πανάρετος, ος, ον
  38667. πανάρκετος, η, ον
  38668. παναρμόνιος, ος, ον
  38669. πάναρχος, ος, ον
  38670. παναφῆλιξ, ικος
  38671. Παναχαιοί, ῶν (οἱ)
  38672. παναώριος, ος, ον
  38673. πανδαισία, ας (ἡ)
  38674. πανδακέτης, ου
  38675. πανδάκρυτος, ος, ον
  38676. πανδαμάτωρ, ορος (ὁ)
  38677. πανδαμεί
  38678. πανδαμί
  38679. πάνδαμος, ος, ον
  38680. πάνδεινος, ος, ον
  38681. πανδημεί
  38682. πανδημί
  38683. πανδημία, ας (ἡ)
  38684. πανδήμιος, ος, ον
  38685. πάνδημος, ος, ον
  38686. πάνδικος, ος, ον
  38687. πανδίκως
  38688. Πανδίων, ονος (ὁ)
  38689. πανδοκεῖον, ου (τό)
  38690. πανδοκεύς, έως (ὁ)
  38691. πανδοκεύτρια, ας (ἡ)
  38692. πανδοκεύω
  38693. πανδοκέω-ῶ
  38694. πάνδοκος, ος, ον
  38695. πανδοχεῖον, ου (τό)
  38696. πάνδυρτος, ος, ον
  38697. Πανδώρα, ας (ἡ)
  38698. Πανέλληνες, ων (οἱ)
  38699. Πάνεμος, ου (ὁ)
  38700. πανεργέτας, α
  38701. πανέρημος, ος, ον
  38702. πανέστιος, ος, ον
  38703. πανευδαίμων, ων, ον
  38704. πανευμαρής, ής, ές
  38705. πανηγυριάρχης, ου (ὁ)
  38706. πανηγυρίζω
  38707. πανηγυρικός, ή, όν
  38708. πανηγυρικῶς
  38709. πανήγυρις, εως (ἡ)
  38710. πανηγύρις
  38711. πανηγυρισμός, οῦ (ὁ)
  38712. πανηγυριστής, οῦ (ὁ)
  38713. πανῆμαρ
  38714. πανημέριος, α, ον,
  38715. πανήμερος, ος, ον
  38716. Πάνημος, ου (ὁ)
  38717. πάνθηρ, ηρος (ὁ)
  38718. Πανθοίδης, ου (ὁ)
  38719. πανθοινία, α (ἡ)
  38720. πάνθοινος, ος, ον
  38721. πανθυμαδόν
  38722. πάνθυτος, ος, ον
  38723. Πανικός, ή, όν
  38724. πανίμερος, ος, ον
  38725. πανισμός, οῦ (ὁ)
  38726. Πανιώνια, ων (τά)
  38727. Πανιώνιον, ου (τό)
  38728. πανλώβητος, ος, ον
  38729. πάννυχα
  38730. παννυχίζω
  38731. παννύχιος, α, ον
  38732. παννυχίς, ίδος (ἡ)
  38733. πάννυχος, ος, ον
  38734. πάνοιζυς, υς, υ
  38735. πανοικεί
  38736. πανοικησίᾳ
  38737. πανοικία, ας (ἡ)
  38738. πανοίμοι
  38739. πάνολβος, ος, ον
  38740. πανομιλεί
  38741. πανομφαῖος, ου (ὁ)
  38742. Πανοπεῖς, έων (οἱ)
  38743. Πανοπεύς 1, έως (ὁ)
  38744. Πανοπεύς 2, έως (ὁ)
  38745. Πανοπηΐς, ΐδος (ἡ)
  38746. πανοπλία, ας (ἡ)
  38747. πάνοπλος, ος, ον
  38748. πανόπτης, ου
  38749. πάνορμος, ος, ον
  38750. πανός, οῦ (ὁ)
  38751. Πανός
  38752. πανουργέω-ῶ
  38753. πανούργημα, ατος (τό)
  38754. πανουργία, ας (ἡ)
  38755. πανοῦργος, ος, ον
  38756. πανούργως
  38757. πάνοψιος, ος, ον
  38758. πανσαγία, ας (ἡ)
  38759. πανσέληνος, ος, ον
  38760. πάνσεμνος, ος, ον
  38761. πανσπερμία, ας (ἡ)
  38762. πανστρατιά, ᾶς (ἡ)
  38763. πανσυδί
  38764. πανσυδίᾳ,
  38765. πάνσυρτος, ος, ον
  38766. πάντα
  38767. παντᾷ
  38768. παντάλας, αίνα, αν
  38769. παντάπασι(ν)
  38770. πανταρκής, ής, ές
  38771. πάνταρχος, ος, ον
  38772. πανταχῇ
  38773. πανταχόθεν
  38774. πανταχόθι
  38775. πανταχοῖ
  38776. πανταχόσε
  38777. πανταχοῦ
  38778. πανταχῶς
  38779. παντέλεια, ας (ἡ)
  38780. παντελέως
  38781. παντελής, ής, ές
  38782. παντελῶς
  38783. παντερπής, ής, ές
  38784. παντευχία, ας (ἡ)
  38785. πάντεχνος, ος, ον
  38786. πάντῃ
  38787. πάντιμος, ος, ον
  38788. παντλήμων, ων, ον
  38789. παντογήρως, ως, ων
  38790. παντοδαπός, ή, όν
  38791. πάντοθε
  38792. παντοῖος, α, ον
  38793. παντοῖως
  38794. παντοκράτωρ, ορος
  38795. πάντολμος, ος, ον
  38796. παντόμιμος, ου (ὁ)
  38797. παντομισής, ής, ές
  38798. παντοπόρος, ος, ον
  38799. παντόπτης
  38800. πάντοσε
  38801. παντοσέμνος, ος, ον
  38802. πάντοτε
  38803. παντότολμος, ος, ον
  38804. παντουργός, ός, όν
  38805. παντόφυρτος, ος, ον
  38806. πάντρητος, ος, ον
  38807. πάντρομος, ος, ον
  38808. παντρόπος, ος, ον
  38809. πάντως
  38810. πάνυ
  38811. πάνυγρος, ος, ον
  38812. πανυπέρτατος, η, ον
  38813. πανύστατος, η, ον
  38814. πανωλεθρία, ας (ἡ)
  38815. πανώλεθρος, ος, ον
  38816. πανώλης, ης, ες
  38817. πάνωρος, ος, ον
  38818. πάομαι1
  38819. πάομαι2
  38820. παπαῖ
  38821. παππάζω
  38822. παππαπαππαπαῖ
  38823. πάππας, ου (ὁ)
  38824. πάππος, ου (ὁ)
  38825. παππῷος, α, ον
  38826. πάπραξ, ακος (ὁ)
  38827. παπταίνω
  38828. πάπτηνεν
  38829. παπύρινος, η, ον
  38830. πάπυρος, ου (ὁ, ἡ)
  38831. πάρ
  38832. παρά
  38833. πάρα1
  38834. πάρα2
  38835. παραβαίνω
  38836. παράβακχος, ος, ον
  38837. παραβάλλω
  38838. παραβάπτω
  38839. παραβασία, ας (ἡ)
  38840. παράβασις, εως (ἡ)
  38841. παραβάσκω
  38842. παραβάτης, ου (ὁ)
  38843. παραβατός, ή, όν
  38844. παραβεβασμένος
  38845. παραβιάζομαι
  38846. παραβιασμός, οῦ (ὁ)
  38847. παραβλέπω
  38848. παράβλεψις, εως (ἡ)
  38849. παραβλήδην
  38850. παράβλημα, ατος (τό)
  38851. παραβλητέος, α, ον
  38852. παραβλητός, ή, όν
  38853. παραβλώσκω
  38854. παραβλώψ, ῶπος
  38855. παραβοηθέω-ῶ
  38856. παραβολεύομαι
  38857. παραβολή, ῆς (ἡ)
  38858. παράβολος, ος, ον
  38859. παραβόλως
  38860. παραβουλεύομαι
  38861. παράβουλος, ος, ον
  38862. παραβραβεύω
  38863. παράβυστος, ος, ον
  38864. παραβύω
  38865. παραβώμιος, ος, ον
  38866. παραγγελία, ας (ἡ)
  38867. παραγγέλλω
  38868. παράγγελμα, ατος (τό)
  38869. παράγγελσις, εως (ἡ)
  38870. παραγεύω
  38871. παραγηράω-ῶ
  38872. παραγίγνομαι
  38873. παραγιγνώσκω
  38874. παραγίνομαι
  38875. παραγινώσκω
  38876. παραγκαλίζομαι
  38877. παραγκάλισμα, ατος (τό)
  38878. παραγκιστρόομαι-οῦμαι
  38879. παραγκωνίζω
  38880. παράγραμμα, ατος (τό)
  38881. παραγραφή, ῆς (ἡ)
  38882. παραγράφω
  38883. παραγυμνόω-ῶ
  38884. παράγω
  38885. παραγωγή, ῆς (ἡ)
  38886. παραγώγως
  38887. παραδακρύω
  38888. παραδαρθάνω
  38889. παραδέδομαι
  38890. παράδειγμα, ατος (τό)
  38891. παραδειγματίζω
  38892. παραδειγματώδης, ης, ες
  38893. παραδείκνυμι
  38894. παραδεικνύω
  38895. παράδεισος, ου (ὁ)
  38896. παραδέκομαι
  38897. παραδεκτέος, α, ον
  38898. παραδέχομαι
  38899. παραδηλόω-ῶ
  38900. παραδιαιτάομαι-ῶμαι
  38901. παραδίδωμι
  38902. παραδιηγέομαι-οῦμαι
  38903. παραδιοικέω-ῶ
  38904. παραδιόρθωσις, εως (ἡ)
  38905. παραδολεσχέω-ῶ
  38906. παραδοξολογία, ας (ἡ)
  38907. παραδοξονίκης, ου (ὁ)
  38908. παράδοξος, ος, ον
  38909. παραδόξως
  38910. παράδοσις, εως (ἡ)
  38911. παραδοτέος, α, ον
  38912. παράδοτος, ος, ον
  38913. παραδοχή, ῆς (ἡ)
  38914. παραδραθέειν
  38915. παραδραμεῖν
  38916. παραδράω-ῶ
  38917. παραδρομή, ῆς (ἡ)
  38918. παραδρώωσι
  38919. παραδύμεναι
  38920. παραδυναστεύω
  38921. παράδυσις, εως (ἡ)
  38922. παραδύομαι
  38923. παραδωσείω
  38924. παραείδω
  38925. παραείρω
  38926. παραζάω-ῶ
  38927. παράζευξις, εως (ἡ)
  38928. παραζηλόω-ῶ
  38929. παραζητέω-ῶ
  38930. παραζώννυμι
  38931. παραθαλασσίδιος, α, ον
  38932. παραθαλάσσιος, ος, ον
  38933. παραθάλπω
  38934. παραθαρρύνω
  38935. παραθεῖναι
  38936. παραθέλγω
  38937. παραθερμαίνω
  38938. παράθερμος, ος, ον
  38939. παράθεσις, εως (ἡ)
  38940. παραθέω
  38941. παραθεωρέω-ῶ
  38942. παραθεώρησις, εως (ἡ)
  38943. παραθήγω
  38944. παραθήκη, ης (ἡ)
  38945. παραθητεύω
  38946. παράθυρος, ου (ὁ)
  38947. παραί
  38948. παραιβάτης, ου (ὁ)
  38949. παραίνεσις, εως (ἡ)
  38950. παραινετέον
  38951. παραινέω-ῶ
  38952. παραιπεπίθῃσι
  38953. παραίρεσις, εως (ἡ)
  38954. παραιρέω-ῶ
  38955. παραίρημα, ατος (τό)
  38956. παραισθάνομαι
  38957. παραίσιος, ος, ον
  38958. παραΐσσω
  38959. παραιτέομαι-οῦμαι
  38960. παραίτησις, εως (ἡ)
  38961. παραιτητής, οῦ
  38962. παραιτητός, ή, όν
  38963. παραιφάμενος, η, ον
  38964. παραίφασις, εως (ἡ)
  38965. παραιωρέω-ῶ
  38966. παρακάββαλεν
  38967. παρακαθέζομαι
  38968. παρακαθεύδω
  38969. παρακάθημαι
  38970. παρακαθιδρύομαι
  38971. παρακαθίζω
  38972. παρακαθίημι
  38973. παρακαθίστημι
  38974. παρακαίριος, ος, ον
  38975. παράκαιρος, ος, ον
  38976. παρακαίρως
  38977. παρακαίω
  38978. παρακαλέω-ῶ
  38979. παρακαλπάζω
  38980. παρακάλυμμα, ατος (τό)
  38981. παρακαλύπτω
  38982. παρακαταβάλλω
  38983. παρακαταθήκη, ης (ἡ)
  38984. παρακατάκειμαι
  38985. παρακατακλίνω
  38986. παρακαταλέγομαι
  38987. παρακαταλείπω
  38988. παρακαταλογή, ῆς (ἡ)
  38989. παρακαταπήγνυμι
  38990. παρακατατίθεμαι
  38991. παρακατέχω
  38992. παρακατοικίζω
  38993. παρακαττύομαι
  38994. παράκειμαι
  38995. παρακειμένως
  38996. παρακέλευσις, εως (ἡ)
  38997. παρακέλευσμα, ατος (τό)
  38998. παρακελευσμός, οῦ (ὁ)
  38999. παρακελευστός, ή, όν
  39000. παρακελεύω
  39001. παρακενόω-ῶ
  39002. παρακινδύνευσις, εως (ἡ)
  39003. παρακινδυνεύω
  39004. παρακινέω-ῶ
  39005. παρακινητικῶς
  39006. παρακλαυσίθυρον, ου (τό)
  39007. παρακλείω
  39008. παρακλέπτω
  39009. παρακληίω
  39010. παράκλησις, εως (ἡ)
  39011. παρακλητέος, α, ον
  39012. παρακλητικός, ή, όν
  39013. παράκλητος, ος, ον
  39014. παρακλιδόν
  39015. παρακλίνω
  39016. παρακλίτης, ου (ὁ)
  39017. παρακμάζω
  39018. παρακμή, ῆς (ἡ)
  39019. παρακοή, ῆς (ἡ)
  39020. παρακοίτης, ου (ὁ)
  39021. παράκοιτις, ιος (ἡ)
  39022. παρακολουθέω-ῶ
  39023. παρακολούθημα, ατος (τό)
  39024. παρακολούθησις, εως (ἡ)
  39025. παρακολουθητικός, ή, όν
  39026. παρακολουθητικῶς
  39027. παρακομιδή, ῆς (ἡ)
  39028. παρακομίζω
  39029. παρακονάω-ῶ
  39030. παρακοντίζω
  39031. παρακοπή, ῆς (ἡ)
  39032. παράκοπος, ος, ον
  39033. παρακόπτω
  39034. παράκουσμα, ατος (τό)
  39035. παρακουσμάτιον, ου (τό)
  39036. παρακούω
  39037. παρακρεμάννυνμι
  39038. παράκρημνος, ος, ον
  39039. παρακρίνω
  39040. παρακροτέω-ῶ
  39041. παράκρουσις, εως (ἡ)
  39042. παρακρούω
  39043. παρακτάομαι-ῶμαι
  39044. παράκτιος, α, ον
  39045. παρακύπτω
  39046. παρακωχή, ῆς (ἡ)
  39047. παραλαμβάνω
  39048. παραλάμπω
  39049. παραλανθάνω
  39050. παραλέγω
  39051. παραλειπτέον
  39052. παραλείπω
  39053. παραλείφω
  39054. παράλειψις, εως (ἡ)
  39055. παραλέχομαι
  39056. παραλημφθήσομαι
  39057. παραληπτός, ή, όν
  39058. παραληρέω-ῶ
  39059. παραλία, ας (ἡ)
  39060. παράλιμνος, ος, ον
  39061. παράλιος, α, ον
  39062. παραλλαγή, ῆς (ἡ)
  39063. παράλλαγμα, ατος (τό)
  39064. παραλλάξ
  39065. παράλλαξις, εως (ἡ)
  39066. παραλλάσσω
  39067. παραλληλεπίπεδος, ος, ον
  39068. παραλληλόγραμμος, ος, ον
  39069. παράλληλος, ος, ον
  39070. παραλογίζομαι
  39071. παραλογισμός, οῦ (ὁ)
  39072. παραλογιστής, οῦ (ὁ)
  39073. παραλογιστικός, ή, όν
  39074. παράλογος, ος, ον
  39075. πάραλος, ος, ον
  39076. παραλουργός, ός, όν
  39077. Παράλπιος, ος, ον
  39078. παραλυπέω-ῶ
  39079. παράλυσις, εως (ἡ)
  39080. παραλυτικός, ή, όν
  39081. παράλυτος, ος, ον
  39082. παραλύω
  39083. παραμαρτάνω
  39084. παραμβλύνω
  39085. παραμείβω
  39086. παραμείγνυμι
  39087. παραμελέω-ῶ
  39088. παραμένω
  39089. παραμετρέω-ῶ
  39090. παραμηρίδιον, ου (τό)
  39091. παραμίγνυμι
  39092. παραμιμνῄσκομαι
  39093. παραμίμνω
  39094. παραμιξολυδιάζω
  39095. παραμίσγω
  39096. παραμόνιμος, ος, ον
  39097. παράμουσος, ος, ον
  39098. παραμπέχω
  39099. παραμπίσχω
  39100. παραμυθέομαι-οῦμαι
  39101. παραμυθητικός, ός, όν
  39102. παραμυθία, ας (ἡ)
  39103. παραμύθιον, ου (τό)
  39104. παραμυκάομαι-ῶμαι
  39105. παραναγιγνώσκω
  39106. παραναδύομαι
  39107. παραναιετάω-ῶ
  39108. παραναλίσκω
  39109. παρανάλωμα, ατος (τό)
  39110. παρανεάτη, ης (ἡ)
  39111. παρανέμω
  39112. παρανέω
  39113. παρανηνέω
  39114. παρανήτη, ης (ἡ)
  39115. παρανήχομαι
  39116. παρανίημι
  39117. παρανικάω-ῶ
  39118. παρανίστημι
  39119. παρανίσχω
  39120. παρανοέω-ῶ
  39121. παρανοητέον
  39122. παράνοια, ας (ἡ)
  39123. παρανοίγω
  39124. παρανομέω-ῶ
  39125. παρανόμημα, ατος (τό)
  39126. παρανομία, ας (ἡ)
  39127. παράνομος, ος, ον
  39128. παρανόμως
  39129. παράνοος, ος, ον
  39130. πάραντα
  39131. παρανυκτερεύω
  39132. παρανύσσω
  39133. παράορος, ος, ον
  39134. παραπαιδαγωγέω-ῶ
  39135. παραπαίω
  39136. παραπάλλομαι
  39137. παράπαν
  39138. παραπάσσω
  39139. παραπατάω-ῶ
  39140. παραπαφίσκω
  39141. παραπείθω
  39142. παραπειράομαι-ῶμαι
  39143. παραπέμπω
  39144. παραπέτασμα, ατος (τό)
  39145. παράπηγμα, ατος (τό)
  39146. παραπήγνυμι
  39147. παραπηγνύω
  39148. παραπηδάω-ῶ
  39149. παραπικραίνω
  39150. παραπικρασμός, οῦ (ὁ)
  39151. παραπίπτω
  39152. παραπλάζω
  39153. παράπλειος, ος, ον
  39154. παραπλέκω
  39155. παραπλευρίδια, ων (τά)
  39156. παραπλέω
  39157. παράπληκτος, ος, ον
  39158. παραπλήξ, ῆγος
  39159. παραπλησιάζω
  39160. παραπλήσιος, α, ον
  39161. παραπλησίως
  39162. παραπλήσσω
  39163. παράπλοος, ου (ὁ)
  39164. παραπλώω
  39165. παραπνέω
  39166. παραποιέω-ῶ
  39167. παραπολαύω
  39168. παραπόλλυμι
  39169. παραπομπή, ῆς (ἡ)
  39170. παραπορεύομαι
  39171. παραποτάμιος, ος, ον
  39172. παραπράσσω
  39173. παραπρήσσω
  39174. παραπταίω
  39175. παράπτομαι
  39176. παράπτωμα, ατος (τό)
  39177. παραρθρέω-ῶ
  39178. παράρθρησις, εως (ἡ)
  39179. παραριθμέω-ῶ
  39180. παραρραγείς, εῖσα, έν
  39181. παραρράπτομαι
  39182. παραρρέω
  39183. παραρρήγνυμι
  39184. παραρρηγνύω
  39185. παράρρησις, εως (ἡ)
  39186. παραρρητός, ή, όν
  39187. παραρρίπτω
  39188. παράρρυμα, ατος (τό)
  39189. παραρτάω-ῶ
  39190. παραρτύω
  39191. παρασάγγης, ου (ὁ)
  39192. παρασάττω
  39193. παράσειρον, ου (τό)
  39194. παράσειρος, ος, ον
  39195. παραπασείω
  39196. παρασημαίνω
  39197. παράσημον, ου (τό)
  39198. παράσημος, ος, ον
  39199. παρασιτέω-ῶ
  39200. παρασιτία, ας (ἡ)
  39201. παρασιτικός, ή, όν
  39202. παράσιτος, ος, ον
  39203. παρασιωπάω-ῶ
  39204. παρασκευάζω
  39205. παρασκεύασμα, ατος (τό)
  39206. παρασκευαστέος, α, ον
  39207. παρασκευαστικός, ή, όν
  39208. παρασκευή, ῆς (ἡ)
  39209. παρασκηνέω-ῶ
  39210. παρασκηνόω-ῶ
  39211. παρασκήπτω
  39212. παρασκιρτάω-ῶ
  39213. παρασκοπέω-ῶ
  39214. παρασκώπτω
  39215. παρασοβέω-ῶ
  39216. παρασοφίζομαι
  39217. παρασπασμός, οῦ (ὁ)
  39218. παρασπάω-ῶ
  39219. παρασπονδέω-ῶ
  39220. παράσπονδος, ος, ον
  39221. παρασταδόν
  39222. παραστάς, ᾶσα, άν
  39223. παραστάς, άδος (ἡ)
  39224. παράστασις, εως (ἡ)
  39225. παραστατέω-ῶ
  39226. παραστάτης, ου (ὁ)
  39227. παραστατικός, ή, όν
  39228. παραστάτις, ιδος
  39229. παραστείχω
  39230. παράστημα, ατος (τό)
  39231. παραστρατηγέω-ῶ
  39232. παραστρέφω
  39233. παρασυκοφαντέω-ῶ
  39234. παρασυμβαίνω
  39235. παρασύμβαμα, ατος (τό)
  39236. παρασύρω
  39237. παρασφάλλω
  39238. παρασχεθεῖν
  39239. παρασχηματίζω
  39240. παρασχήσω
  39241. παρασχίζω
  39242. παράταξις, εως (ἡ)
  39243. παρατάσσω
  39244. παρατείνω
  39245. παρατείχισμα, ατος (τό)
  39246. παρατεκταίνω
  39247. παρατηρέω-ῶ
  39248. παρατήρησις, εως (ἡ)
  39249. παρατίθημι
  39250. παρατίλλω
  39251. παράτολμος, ος, ον
  39252. παράτονος, ος, ον
  39253. παρατόξευσις, εως (ἡ)
  39254. παρατράγῳδος, ος, ον
  39255. παρατρέπω
  39256. παρατρέφω
  39257. παρατρέχω
  39258. παρατρέω
  39259. παρατρίβω
  39260. παράτριψις, εως (ἡ)
  39261. παρατροπέω
  39262. παρατροπή, ῆς (ἡ)
  39263. παράτροπος, ος, ον
  39264. παρατρωπάω-ῶ
  39265. παρατυγχάνω
  39266. παρατύπωσις, εως (ἡ)
  39267. Παραυαῖοι, ων (οἱ)
  39268. παραυδάω-ῶ
  39269. πάραυλος1, ος, ον
  39270. πάραυλος2, ος, ον
  39271. παραυτά
  39272. παραυτίκα
  39273. παραφαγεῖν
  39274. παραφαίνω
  39275. παράφασις1, εως (ἡ)
  39276. παράφασις2, εως (ἡ)
  39277. παραφάσσω
  39278. παραφέρω
  39279. παραφεύγω
  39280. παράφημι
  39281. παραφθάνω
  39282. παραφθέγγομαι
  39283. παραφθείρω
  39284. παραφθορά, ᾶς (ἡ)
  39285. παραφορά, ᾶς (ἡ)
  39286. παραφορέω-ῶ
  39287. παράφορος, ος, ον
  39288. παραφορτίζομαι
  39289. παράφραγμα, ατος (τό)
  39290. παραφρονέω-ῶ
  39291. παραφρονία, ας (ἡ)
  39292. παραφρόνιμος, ος, ον
  39293. παραφροσύνη, ης (ἡ)
  39294. παραφρυκτωρεύομαι
  39295. παράφρων, ων, ον
  39296. παραφυής, ής, ές
  39297. παραφυλάσσω
  39298. παραφυσάω-ῶ
  39299. παραφυτεύω
  39300. παραφύω
  39301. παραφωνέω-ῶ
  39302. παραχαράσσω
  39303. παραχειμάζω
  39304. παραχειμασία, ας (ἡ)
  39305. παραχέω
  39306. παραχναύω
  39307. παραχράομαι-ῶμαι
  39308. παραχρῆμα
  39309. παράχροος, ος, ον
  39310. παράχρωσις, εως (ἡ)
  39311. παραχύτης, ου (ὁ)
  39312. παραχώννυμι
  39313. παραχωρέω-ῶ
  39314. παραχώρησις, εως (ἡ)
  39315. παραχωρητέος, α, ον
  39316. παραχωρητικός, ή, όν
  39317. παραψάλλω
  39318. παράψαυσις, εως (ἡ)
  39319. παραψαύω
  39320. παραψήχω
  39321. παραψυχή, ῆς (ἡ)
  39322. παραψύχω
  39323. παρβάτας
  39324. παρβατός
  39325. παρβεβαώς
  39326. παρδαλέη, ης (ἡ)
  39327. πάρδαλις, εως (ἡ)
  39328. παρδεῖν
  39329. παρδίας, ου (ὁ)
  39330. πάρδος, ου (ὁ)
  39331. πάρδω
  39332. παρέασι
  39333. παρέβαλον
  39334. παρέβην
  39335. παρέγγραπτος, ος, ον
  39336. παρεγγράφω
  39337. παρεγγυάω-ῶ
  39338. παρεγγυή, ῆς (ἡ)
  39339. παρεγγύησις, εως (ἡ)
  39340. παρεγείρω
  39341. παρεγενόμην
  39342. παρεγκελεύομαι
  39343. παρεγκλίνω
  39344. παρέγκλισις, εως (ἡ)
  39345. παρεγκόπτω
  39346. παρεγχειρέω-ῶ
  39347. παρεδίδοσαν, παρεδίδουν
  39348. παρεδόθην
  39349. παρεδρεύω
  39350. πάρεδρος, ου
  39351. παρέζομαι
  39352. πάρει
  39353. παρειά, ᾶς (ἡ)
  39354. παρείας, ου (ὁ)
  39355. παρεῖδον
  39356. παρείθην, παρεῖκα
  39357. παρεικάζω
  39358. παρεικαθεῖν
  39359. παρείκω
  39360. παρείμην
  39361. πάρειμι1
  39362. πάρειμι2
  39363. παρεῖπον
  39364. παρειρύω
  39365. παρείρω
  39366. πάρεις
  39367. παρείς
  39368. παρεισάγω
  39369. παρεισάδης, ου (ὁ)
  39370. παρείσακτος, ος, ον
  39371. παρεισγραφή, ῆς (ἡ)
  39372. παρεισδέχομαι
  39373. παρείσδυσις, εως (ἡ)
  39374. παρεισδύω
  39375. παρεισενέγκας
  39376. παρεισέρχομαι
  39377. παρείσθω
  39378. παρεισοδεύω
  39379. παρεισπέμπω
  39380. παρεισρέω
  39381. παρειστήκειν
  39382. παρεισφέρω
  39383. παρεῖχαν
  39384. παρέκ
  39385. παρεκβαίνω
  39386. παρέκβασις, εως (ἡ)
  39387. παρεκδέχομαι
  39388. παρεκδύνω
  39389. παρεκέσκετο
  39390. παρεκκλίνω
  39391. παρεκλέγω
  39392. παρεκλήθην
  39393. παρεκπίπτω
  39394. παρεκπροφεύγω
  39395. παρέκτασις, εως (ἡ)
  39396. παρεκτείνω
  39397. παρεκτέος, α, ον
  39398. παρεκτός
  39399. παρεκτρέπω
  39400. παρεκτρέχω
  39401. παρεκφέρω
  39402. παρέλαβον, παρελάβοσαν
  39403. παρέλασσε
  39404. παρελαύνω
  39405. παρελεύσομαι
  39406. παρέλκετο
  39407. παρέλκω
  39408. παρεμβαίνω
  39409. παρεμβάλλω
  39410. παρεμβολή, ῆς (ἡ)
  39411. παρεμβολικός, ή, όν
  39412. παρεμβύω
  39413. παρέμμεναι
  39414. παρεμμίγνυμι
  39415. παρεμπίπλημι
  39416. παρεμπίπτω
  39417. παρεμπολάω-ῶ
  39418. παρεμπόρευμα, ατος (τό)
  39419. παρεμπορεύομαι
  39420. παρεμφαίνω
  39421. παρεμφύομαι
  39422. παρενδίδωμι
  39423. παρενδύομαι
  39424. παρένεγκε
  39425. παρενεῖδον
  39426. παρενείρω
  39427. παρενήνεον
  39428. παρενθεῖν
  39429. παρενθήκη, ης (ἡ)
  39430. παρενοράω-ῶ
  39431. παρενοχλέω-ῶ
  39432. παρενσαλεύω
  39433. παρεντάσσω
  39434. παρεντείνω
  39435. παρορύττω
  39436. παρεξάγω
  39437. παρέξειμι
  39438. παρεξειρεσία, ας (ἡ)
  39439. παρεξελάαν
  39440. παρεξελαύνω
  39441. παρεξεληλάκεε
  39442. παρεξέρχομαι
  39443. παρευρίσκω 1
  39444. παρέξῃ
  39445. παρεξίασι
  39446. παρεξίημι
  39447. παρεξίστημι
  39448. παρεπιδείκνυμι
  39449. παρεπίδημος, ος, ον
  39450. παρεπίκρανα
  39451. παρεπισκοπέω-ῶ
  39452. παρεπιστρέφω
  39453. παρεπιστροφή, ῆς (ἡ)
  39454. παρεπιψαύω
  39455. παρέπλαξα
  39456. παρέπλω
  39457. παρέπομαι
  39458. παρέπτην
  39459. πάρεργον, ου (τό)
  39460. παρέργως
  39461. παρερύω
  39462. παρέρχομαι
  39463. πάρες
  39464. πάρεσαν
  39465. παρεσθίω
  39466. πάρεσις, εως (ἡ)
  39467. παρεσκευάδατο
  39468. παρέσσομαι
  39469. παρεστάμεναι
  39470. παρεστάναι
  39471. παρέστηκα, παρέστην
  39472. πάρεστι
  39473. παρέστιος, ος, ον
  39474. παρέστιχον
  39475. παρεστώς
  39476. παρέσχον
  39477. παρετοιμάζω
  39478. παρευδοκιμέω-ῶ
  39479. παρευθύνω
  39480. παρευνάζω
  39481. πάρευνος, ος, ον
  39482. παρεύρεσις, εως (ἡ)
  39483. παρευρίσκω 2
  39484. παρευτρεπίζω
  39485. παρεφάπτομαι
  39486. παρεχέθην
  39487. παρέχω
  39488. παρέω
  39489. παρεών
  39490. παρεωσμένος
  39491. παρῆ
  39492. παρηβάω-ῶ
  39493. παρηγορέατο
  39494. παρηγορέω-ῶ
  39495. παρηγόρημα, ατος (τό)
  39496. παρηγορητέον
  39497. παρηγορία, ας (ἡ)
  39498. παρηγορικός, ή, όν
  39499. παρήγορος, ος, ον
  39500. παρῄειν
  39501. παρήειρα
  39502. παρῆεν
  39503. παρηέρθην
  39504. παρήιξα
  39505. παρήιον, ου (τό)
  39506. παρηίς, ίδος (ἡ)
  39507. παρῆκα
  39508. παρήκω
  39509. παρῆλιξ, ικος
  39510. πάρημαι
  39511. παρῆν
  39512. παρῄνει
  39513. πάρηξις, εως (ἡ)
  39514. παρηορία, ας (ἡ)
  39515. παρήορος, ος, ον
  39516. παρήπαφον
  39517. παρῄς, ῄδος (ἡ)
  39518. παρῃτημένος
  39519. παρῆσαν
  39520. παρῆσθα
  39521. παρήσω
  39522. παρθέμενος
  39523. παρθένειος, ος, ον
  39524. παρθένευμα, ατος (τό)
  39525. παρθένευσις, εως (ἡ)
  39526. παρθενεύω
  39527. παρθενία, ας (ἡ)
  39528. παρθενικός, ή, όν
  39529. παρθένιος, α, ον
  39530. παρθενοκτονία, ας (ἡ)
  39531. παρθενοπίπης, ου
  39532. παρθένος, ου (ἡ, ὁ)
  39533. παρθενόσφαγος, ος, ον
  39534. παρθενών, ῶνος (ὁ)
  39535. πάρθεσαν
  39536. Παρθικός, ή, όν
  39537. Παρθίς, ίδος
  39538. Παρθιστί
  39539. Πάρθοι, ων (οἱ)
  39540. Παρθονικικά, ῶν (τά)
  39541. Παρθυαῖος, α, ον
  39542. Παριανοί, ῶν (οἱ)
  39543. παριαύω
  39544. παριδεῖν
  39545. παριέρη, ης (ἡ)
  39546. παρίζω
  39547. παρίημι
  39548. Παριηνοί, ῶν (οἱ)
  39549. Πάριον, ου (τό)
  39550. Πάριος, α, ον
  39551. παριππεύω
  39552. παρίπταμαι
  39553. Πάρις, ιδος (ὁ)
  39554. πάρισος, ος, ον
  39555. παρισόω-ῶ
  39556. παριστάνω
  39557. παρίστημι
  39558. παριστορέω-ῶ
  39559. παρίσχω
  39560. παρίσωσις, εως (ἡ)
  39561. παριτητέον
  39562. παρκατέλεκτο
  39563. παρμέμβλωκεν
  39564. Παρμενᾶς, ᾶ (ὁ)
  39565. Παρμενίδης, ου (ὁ)
  39566. παρμένω
  39567. Παρμῖται, ῶν (οἱ)
  39568. παρμόνιμος, ος, ον
  39569. Παρνάσιος, α, ον
  39570. Παρνασίς, ίδος
  39571. Παρνασός, οῦ (ὁ)
  39572. Πάρνης, ηθος (ἡ, ὁ)
  39573. Παρνησίς, ίδος
  39574. Παρνησόνδε
  39575. Παρνησός, οῦ (ὁ)
  39576. πάρνωψ, οπος (ὁ)
  39577. παροδεύω
  39578. παροδικός, ή, όν
  39579. παρόδιος, ος, ον
  39580. παροδοιπορέω
  39581. πάροδος, ου (ἡ)
  39582. παροίγνυμι
  39583. πάροιθε
  39584. παροικέω-ῶ
  39585. παροίκησις, εως (ἡ)
  39586. παροικία, ας (ἡ)
  39587. παροικίζω
  39588. παροικοδομέω-ῶ
  39589. πάροικος, ος, ον
  39590. παροιμία, ας (ἡ)
  39591. παροιμιάζω
  39592. παροιμιακός, ή, όν
  39593. παροιμιώδης, ης, ες
  39594. παροινέω-ῶ
  39595. παροίνημα, ατος (τό)
  39596. παροινία, ας (ἡ)
  39597. παροίνιος, ος, ον
  39598. πάροινος, ος, ον
  39599. παροισθείς, εῖσα, έν
  39600. παροίτερος, α, ον
  39601. παροίχομαι
  39602. παροιχώκεε
  39603. παροκωχή, ῆς (ἡ)
  39604. παρολιγωρέω-ῶ
  39605. παρολισθαίνω
  39606. παρολισθάνω
  39607. παρορματέω-ῶ
  39608. παρομοιάζω
  39609. παρόμοιος, ος, ον
  39610. παρομοίωσις, εως (ἡ)
  39611. παρόν
  39612. παροξυντικός, ή, όν
  39613. παροξυντικῶς
  39614. παροξύνω
  39615. παροξυσμός, οῦ (ὁ)
  39616. παροπλίζω
  39617. παροπτάω-ῶ
  39618. παροπτέος, α, ον
  39619. παρόραμα, ατος (τό)
  39620. παρόρασις, εως (ἡ)
  39621. παρορατικός, ή, όν
  39622. παροράω-ῶ
  39623. παροργίζω
  39624. παροργισμός, οῦ (ὁ)
  39625. παρορέγω
  39626. παρορίζω
  39627. παρορμάω-ῶ
  39628. παρορμέω-ῶ
  39629. παρορμητικός, ή, όν
  39630. παρορμίζω
  39631. πάρορνις, ιθος
  39632. παρορύσσω
  39633. παρορχέομαι-οῦμαι
  39634. πάρος
  39635. Πάρος, ου (ἡ)
  39636. παροτρύνω
  39637. παρουσία, ας (ἡ)
  39638. παροχετεύω
  39639. παροχέομαι-οῦμαι
  39640. παροχή, ης (ἡ)
  39641. πάροχος1, ου (ὁ)
  39642. πάροχος2, ου (ὁ)
  39643. παροψάομαι-ῶμαι
  39644. παροψίς, ίδος (ἡ)
  39645. παρόψομαι
  39646. παροψώνημα, ατος (τό)
  39647. παρπεπιθών
  39648. Παρρασική, ῆς (ἡ)
  39649. Παρράσιος, α, ον
  39650. παρρησία, ας (ἡ)
  39651. παρρησιάζομαι
  39652. παρρησιαστής, οῦ (ὁ)
  39653. παρρησιαστικός, ή, όν
  39654. παρστάς
  39655. παρτιθεῖ
  39656. Παρυσάτις, ιδος (ἡ)
  39657. παρυφαίνω
  39658. παρυφή, ῆς (ἡ)
  39659. παρφάμενος
  39660. πάρφασις, εως (ἡ)
  39661. παρφυγέειν
  39662. παρῶ, ῇς, ῇ
  39663. παρῳδέω-ῶ
  39664. παρῳδία, ας (ἡ)
  39665. παρῳδός, ός, όν
  39666. παρωθέω-ῶ
  39667. παρῳχημένος
  39668. παρωκεάνιος, ος, ον
  39669. παρωκεανῖτις, ίτιδος
  39670. παρῶμμαι
  39671. παρών, οῦσα, όν
  39672. παρωνυμία, ας (ἡ)
  39673. παρωνύμιος, ος, ον
  39674. παρώνυμος, ος, ον
  39675. παρωνυχία, ας (ἡ)
  39676. πάρωρα
  39677. πάρωρος, ος, ον
  39678. παρωροφίς, ίδος (ἡ)
  39679. παρώσω
  39680. παρώφθην
  39681. παρῴχηκα, παρῴχημαι
  39682. πάρωχρος, ος, ον
  39683. πᾶς, πᾶσα, πᾶν
  39684. πᾶσαι
  39685. πασαμένα
  39686. πασάμην
  39687. πάσασθαι2
  39688. πάσασθαι1
  39689. πασάων
  39690. πᾶσι
  39691. πασιμέλων, οῦσα, ον
  39692. Πασιφάη, ης (ἡ)
  39693. πάσομαι
  39694. πασσαλευτός, ή, όν
  39695. πασσαλεύω
  39696. πάσσαλος, ου (ὁ)
  39697. πασσαλόφι(ν)
  39698. πασσάμενος
  39699. πάσσαξ, ακος (ὁ)
  39700. πασσυδί
  39701. πάσσω
  39702. πάσσων
  39703. παστάς, άδος (ἡ)
  39704. παστέος, α, ον
  39705. παστός, ή, όν
  39706. πάσχα (τό)
  39707. πάσχω
  39708. πάσω
  39709. πατά
  39710. παταγέω-ῶ
  39711. πάταγος, ου (ὁ)
  39712. πατάϊκοι, ων (οἱ)
  39713. Πάταρα, ων (τά)
  39714. Παταρεύς, έως
  39715. πάτασσε
  39716. πατάσσω
  39717. πατέομαι
  39718. πατέριον, ου (τό)
  39719. πατέω1-ῶ
  39720. πατέω2-ῶ
  39721. πατήρ, πατρός (ὁ)
  39722. πατησμός, οῦ (ὁ)
  39723. Πάτμος, ου (ὁ)
  39724. πάτος, ου (ὁ)
  39725. πάτρα, ας (ἡ)
  39726. πατραγαθία, ας (ἡ)
  39727. πατραδέλφεια, ας (ἡ)
  39728. πατραλοίας, ου
  39729. πάτρη, ης (ἡ)
  39730. πατριά1, ᾶς (ἡ)
  39731. πατρία2
  39732. πατριάρχης, ου (ὁ)
  39733. πατρικός, ή, όν
  39734. πατρικῶς
  39735. πάτριος, ος, ον
  39736. πατρίς, ίδος
  39737. πατριώτης, ου
  39738. πατριῶτις, ιδος
  39739. Πατροβᾶς, ᾶ (ὁ)
  39740. πατρογένειος, ος, ον
  39741. πατρογενής, ής, ές
  39742. πατροδώρητος, ος, ον
  39743. πατρόθεν
  39744. πατροκασίγνητος, ου (ὁ)
  39745. Πατρόκλεια, ας (ἡ)
  39746. Πατροκλῆς, έους (ὁ)
  39747. Πάτροκλος, ου (ὁ)
  39748. πατροκτονέω-ῶ
  39749. πατροκτονία, ας (ἡ)
  39750. πατροκτόνος, ος, ον
  39751. πατρομήτωρ, ορος (ὁ)
  39752. πατρονομέομαι-οῦμαι
  39753. πατρονομία, ας (ἡ)
  39754. πατρονόμος, ος, ον
  39755. πατροπαράδοτος, ος, ον
  39756. πατροστερής, ής, ές
  39757. πατροῦχος, ος, ον
  39758. πατροφονέυς, έως (ὁ)
  39759. πατροφόνος, ος, ον
  39760. πατροφόντης, ου
  39761. πατριώιος
  39762. πάτρων, ωνος (ὁ)
  39763. πατρωνύμιος, ος, ον
  39764. πατρῷος, α, ον
  39765. πατρωός, οῦ (ὁ)
  39766. πάτρως, ωος (ὁ)
  39767. πατταλεύω
  39768. πάττω
  39769. παυέμεναι
  39770. παῦλα, ης (ἡ)
  39771. Παῦλος, ου (ὁ)
  39772. παῦρος, ον
  39773. παυσάνεμος, ος, ον
  39774. παύσῃσι
  39775. παυσίπονος, ος, ον
  39776. παύσομεν
  39777. παυστέον
  39778. παυστήρ, ῆρος
  39779. παυστήριος, ος, ον
  39780. παυσωλή, ῆς (ἡ)
  39781. παύω
  39782. Παφλαγονία, ας (ἡ)
  39783. Παφλαγονικός, ή, όν
  39784. Παφλαγών, όνος
  39785. παφλάζω
  39786. Πάφιος, α, ον
  39787. Πάφος, ου (ἡ)
  39788. πάχετος, ον
  39789. πάχιστος, η, ον
  39790. πάχνη, ης (ἡ)
  39791. παχνόω-ῶ
  39792. πάχος, εος-ους (τό)
  39793. παχύδερμος, ος, ον
  39794. παχύκνημος, ος, ον
  39795. παχυμερής, ής, ές
  39796. παχύνω
  39797. παχύς, εῖα, ύ
  39798. παχύτης, ητος (ἡ)
  39799. παχύφρων, ων
  39800. πεδά
  39801. πεδάᾳ
  39802. πεδαίχιμιος, ος, ον
  39803. πεδάορος, ος, ον
  39804. Πεδάριτος, ου (ὁ)
  39805. πεδάρσιος, ος, ον
  39806. πεδάω-ῶ
  39807. πέδη, ης (ἡ)
  39808. πεδητής, οῦ
  39809. πεδήτης, ου (ὁ)
  39810. πεδιακός, ή, όν
  39811. πεδιάς, άδος
  39812. Πεδιεύς, έως (ὁ)
  39813. πεδιήρης, ης, ες
  39814. πέδιλον, ου (τό)
  39815. πεδινός, ή, όν
  39816. πεδίον, ου (τό)
  39817. πεδίονδε
  39818. πεδιονόμος, ος, ον
  39819. πεδιοπλόκτυπος, ος, ον
  39820. πεδοβάμων, ων, ον
  39821. πεδόθεν
  39822. πέδοι
  39823. πέδον, ου (τό)
  39824. πέδονδε
  39825. πεδοστιβής, ής, ές
  39826. πεδότριψ, ιβος
  39827. πέζα, ης (ἡ)
  39828. πέζαρχος, ου (ὁ)
  39829. πεζέταιροι, ων (οἱ)
  39830. πεζεύω
  39831. πεζῇ
  39832. πεζικός, ή, όν
  39833. πεζομαχέω-ῶ
  39834. πεζομαχία, ας (ἡ)
  39835. πεζομάχος, ος, ον
  39836. πεζονόμος, ος, ον
  39837. πεζοπορέω-ῶ
  39838. πεζός, ή, όν
  39839. πειθανάγκη, ης (ἡ)
  39840. πειθάνωρ, ορος (ὁ, ἡ)
  39841. πειθαρχέω-ῶ
  39842. πειθαρχία, ας (ἡ)
  39843. πείθαρχος, ος, ον
  39844. πείθεο
  39845. πειθήνιος, ος, ον
  39846. πειθηνίως
  39847. πειθός, ή, όν
  39848. πείθω
  39849. πειθώ, όος-οῦς (ἡ)
  39850. πεῖν
  39851. πεῖνα, ης (ἡ)
  39852. πειναλέος, α, ον
  39853. πεινᾶν
  39854. πεινατικός, ή, όν
  39855. πεινάω-ῶ
  39856. πείνη, ης (ἡ)
  39857. πεινήμεναι
  39858. πεινῆν
  39859. πεινητικός, ή, όν
  39860. πεῖρα, ας (ἡ)
  39861. πειρά, ᾶς (ἡ)
  39862. Πειραεύς, έως (ὁ)
  39863. πειράζω
  39864. Πειραΐδης, ου (ὁ)
  39865. Πειραιεύς 1, έως (ὁ)
  39866. Πειραιεύς2, έως
  39867. Πειραικός, ή, όν
  39868. πειραίνω
  39869. Πειραιοῖ
  39870. πεῖραρ, ατος (τό)
  39871. πείρας, ασα, αν
  39872. πείρασις, εως (ἡ)
  39873. πειρασμός, οῦ (ὁ)
  39874. πειρατέον
  39875. πειρατήριον1, ου (τό)
  39876. πειρατήριον2, ου (τό)
  39877. πειρατής, οῦ (ὁ)
  39878. πειρατικός, ή, όν
  39879. πειράω-ῶ
  39880. πείρη, ης (ἡ)
  39881. Πειρηναῖος, α, ον
  39882. Πειρήνη, ης (ἡ)
  39883. πειρήσω
  39884. πειρητίζω
  39885. Πειρίθοος, ου (ὁ)
  39886. πείρινς, ινθος (ἡ)
  39887. πείρω
  39888. πειρῴατο
  39889. πείση, ης (ἡ)
  39890. πεῖσαι
  39891. πείσεαι
  39892. Πεισηνορίδης, ου (ὁ)
  39893. πεισθῆναι
  39894. πεισίβροτος, ος, ον
  39895. Πεισιστρατίδαι, ῶν (οἱ)
  39896. Πεισίστρατος, ου (ὁ)
  39897. πεῖσμα1, ατος (τό)
  39898. πεῖσμα2, ατος (τό)
  39899. πεισμονή, ῆς (ἡ)
  39900. πείσομαι
  39901. πειστέον
  39902. πειστήριος, α, ον
  39903. πειστικός, ή, όν
  39904. πείσω
  39905. πέκω
  39906. πέλα
  39907. πελαγίζω
  39908. πελαγικός, ή, όν
  39909. πελάγιος, α, ον
  39910. πέλαγος, εος-ους (τό)
  39911. πελάζω
  39912. πελᾶν
  39913. πελανός, οῦ (ὁ)
  39914. πελαργιδεύς, έως (ὁ)
  39915. πελαργός, οῦ (ὁ)
  39916. πέλας
  39917. πελασαίατο
  39918. Πελασγίη, ης (ἡ)
  39919. Πελασγικός, ή, όν
  39920. Πελάσγιος, α, ον
  39921. Πελασγίς, ίδος
  39922. Πελασγιῶτις, ιδος
  39923. Πελασγός, όν
  39924. πελάτης, ου (ὁ)
  39925. πελάτις, ιδος (ἡ)
  39926. πελάω-ῶ
  39927. πέλεθρον, ου (τό)
  39928. πέλεια, ας (ἡ)
  39929. Πέλειαι, ῶν (αἱ)
  39930. πελειάς, άδος (ἡ) 1   = π
  39931. πελειοθρέμμων, ων, ον
  39932. πελεκάν, ᾶνος (ὁ)
  39933. πελεκάω-ῶ
  39934. πελέκεσι
  39935. πελεκίζω
  39936. πελέκκησεν
  39937. πέλεκκον, ου (τό)
  39938. πέλεκυς, εως (ὁ)
  39939. πελεμίζω
  39940. πέλει
  39941. Πελιάς, άδος
  39942. Πελίας, ου (ὁ)
  39943. πελιδνός, ή, όν
  39944. Πελίης, ου (ὁ)
  39945. πελιτνός, ή, όν
  39946. πέλλα, ης (ἡ)
  39947. Πελληνεύς, έως
  39948. Πελλήνη, ης (ἡ)
  39949. πελλός, ή, όν
  39950. πέλμα, ατος (τό)
  39951. πέλομαι
  39952. Πελόπειος, α, ον
  39953. Πελοπηιάδαι, ῶν (οἱ)
  39954. Πελοπήιος, η, ον
  39955. Πελοπίδης, ου (ὁ)
  39956. Πελόπιος, α, ον
  39957. Πελοποννησιακός, ή, όν
  39958. Πελοποννήσιος, α, ον
  39959. Πελοπόννησος, ου (ἡ)
  39960. Πέλοψ, οπος (ὁ)
  39961. πελτάζω
  39962. πελτάριον, ου (τό)
  39963. πελταστής, οῦ (ὁ)
  39964. πελταστικός, ή, όν
  39965. πελταστικώτατα
  39966. πέλτη, ης (ἡ)
  39967. πελτοφόρος, ος, ον
  39968. πελῶ
  39969. πέλω
  39970. πέλωρ (τό)
  39971. πελώριος, α, ον
  39972. Πελωρίς, ίδος
  39973. πέλωρον, ου (τό)
  39974. πέλωρος, α, ον
  39975. πέμμα, ατος (τό)
  39976. πεμματουργός, οῦ (ὁ)
  39977. πεμπάδαρχος, ου (ὁ)
  39978. πεμπάζω
  39979. πεμπάς, άδος (ἡ)
  39980. πεμπαστής, οῦ (ὁ)
  39981. πέμπε
  39982. πεμπέμεν
  39983. πεμπταῖος, α, ον
  39984. πεμπτέος, α, ον
  39985. πέμπτος, η, ον
  39986. πεμπτός, ή, όν
  39987. πέμπω
  39988. πεμπώβολον, ου (τό)
  39989. πεμψαίατο
  39990. πέμψις, εως (ἡ)
  39991. πένει
  39992. πενέστατος, η, ον
  39993. πενέστης, ου (ὁ)
  39994. πένης, ητος
  39995. πενθεία, ας (ἡ)
  39996. πενθείετον
  39997. πενθερά, ᾶς (ἡ)
  39998. πενθερός, οῦ (ὁ)
  39999. Πενθεύς, εως (ὁ)
  40000. πενθέω-ῶ
  40001. πένθημα, ατος (τό)
  40002. πενθήμεναι
  40003. πενθήμερος, ος, ον
  40004. πενθημιποδιαῖος, α, ον
  40005. πενθήμων, ων, ον
  40006. πενθητήρ, ῆρος
  40007. πενθητήριος, α, ον
  40008. πενθητικῶς
  40009. πενθήτρια, ας
  40010. πενθικός, ή, όν
  40011. πένθιμος, ος, ον
  40012. πένθος, εος-ους (τό)
  40013. πενία, ας (ἡ)
  40014. πενίη, ης (ἡ)
  40015. πενιχρός, ά, όν
  40016. πένομαι
  40017. πεντάγωνος, ος, ον
  40018. πενταδραχμία, ας (ἡ)
  40019. πεντάεθλον, ου (τό)
  40020. πενταετηρικός, ή, όν
  40021. πενταετηρίς, ίδος
  40022. πενταέτηρος, ος, ον
  40023. πενταετής, ής, ές
  40024. πενταετία, ας (ἡ)
  40025. πενταετίς, ίδος
  40026. πένταθλον, ου (τό)
  40027. πένταθλος, ου (ὁ)
  40028. πεντάκις
  40029. πεντακισμύριοι, αι, α
  40030. πεντακισχίλιοι, αι, α
  40031. πεντακοσίαρχος, ου (ὁ)
  40032. πεντακόσιοι, αι, α
  40033. πεντακοσιομέδιμνος, ος, ον
  40034. πεντακοσιοστός, ή, όν
  40035. πεντακυμία, ας (ἡ)
  40036. πεντάμηνος, ος, ον
  40037. πεντάπηχυς, υς, υ
  40038. πενταπλάσιος, α, ον
  40039. πενταπλήσιος, η, ον
  40040. πεντάπολις, εως (ἡ)
  40041. Πεντάπυλα, ων (τά)
  40042. πεντάς, άδος (ἡ)
  40043. πεντασταδιαῖος, α, ον
  40044. πεντάστομος, ος, ον
  40045. Πεντάτευχος, ου (ἡ)
  40046. πέντε
  40047. πεντεδραχμία, ας (ἡ)
  40048. πεντέδραχμος, ος, ον
  40049. πεντεκαίδεκα
  40050. πεντεκαιδεκαετής, ής, ές
  40051. πεντεκαιδεκαναία, ας (ἡ)
  40052. πεντεκαιδεκαπλασίων, ων, ο
  40053. πεντεκαιδέκατος, η, ον
  40054. πεντεκαιδεκήρης, ης, ες
  40055. Πεντελῆθεν
  40056. Πεντελῇσι
  40057. Πεντελικός, ή, όν
  40058. πεντεσύριγγος, ος, ον
  40059. πεντετάλαντος, ος, ον
  40060. πεντετηρίς, ίδος (ἡ)
  40061. πεντετής, ής, ές
  40062. πεντήκοντα
  40063. πεντηκονταέτης, ου
  40064. πεντηκονταέτις, ιδος
  40065. πεντεκοντάπαις, -παιδος
  40066. πεντηκονταρχέω-ῶ
  40067. πεντηκόνταρχος, ου (ὁ)
  40068. πεντηκόντερος, ου (ἡ)
  40069. πεντηκοντήρ, ῆρος (ὁ)
  40070. πεντηκοντόγυος, ος, ον
  40071. πεντηκοντόπαις, -παιδος
  40072. πεντηκοστήρ, ῆρος (ὁ)
  40073. πεπαθυῖα
  40074. πεπαιδευµένως
  40075. πεπαίνω
  40076. πεπάλαγµαι
  40077. πέπαλµαι
  40078. πέπαµαι
  40079. πεπᾶναι
  40080. πέπαρµαι
  40081. πεπαρῴνηκα
  40082. πέπασµαι
  40083. πεπάσομαι
  40084. πέπαυμαι
  40085. πέπειρα
  40086. πεπείραµαι
  40087. πέπειρoς, ος‚ ον
  40088. πέπεισµαι
  40089. πέπεµµαι
  40090. πεπερηµένος
  40091. πέπερι, εως (τό)
  40092. πέπερις, ιδoς (ὁ, ἡ)
  40093. πέπηγα
  40094. πέπηλα
  40095. πεπίασµαι
  40096. πεπίεσµαι
  40097. πεπιθεῖν
  40098. πεπλανηµένως
  40099. πεπλασµένως
  40100. πέπληγα
  40101. πέπληµαι
  40102. πέπλα, ων (τά)
  40103. πέπλωµα
  40104. πέπνυµαι
  40105. πεποίθησις, εως (ἡ)
  40106. πέποµφα
  40107. πέπον
  40108. πεπονέαται
  40109. πεπονηµένως
  40110. πέπονθα
  40111. πεπóταμαι
  40112. πέπραγα
  40113. πέπρακα, πέπραμαι
  40114. πέπραχα
  40115. πέπρηγα
  40116. πέπρησµαι
  40117. πέπρηχα
  40118. πέπρωται
  40119. πέπταµαι
  40120. πεπτεώς
  40121. πεπτηώς
  40122. πεπτóς, ή, óν
  40123. πέπτω
  40124. πέπτωĸα
  40125. πέπωĸα
  40126. πέπων, ων, ον
  40127. πέρ
  40128. πέρα1, ας (ἡ)
  40129. πέρα2
  40130. περάαν
  40131. περάασκε
  40132. πέραθεν,
  40133. περαία, ας (ἡ)
  40134. περαίνω
  40135. περαῖος, ος, ον
  40136. περαιόω-ῶ
  40137. περαίτερος, α, ον
  40138. περαίτερον
  40139. περαίωσις, εως (ἡ)
  40140. περᾶν
  40141. πέραν
  40142. πέρας, ατος (τό)
  40143. περάσιμος, ος, ον
  40144. πέρασις, εως (ἡ)
  40145. περάτη, ης (ἡ)
  40146. περατός, ή, όν
  40147. περατόω-ῶ
  40148. περάω-ῶ1
  40149. περάω-ῶ2
  40150. περάω-ῶ3
  40151. Περγαμηνός, ή, όν
  40152. Πέργαμον, ου (τό)
  40153. Πέργαμος, ου (ἡ)
  40154. Περγασίδης, ου (ὁ)
  40155. Πέργη, ης (ἡ)
  40156. περδικοθήρας, ου (ὁ)
  40157. πέρδιξ, ικος (ὁ, ἡ)
  40158. πέρδομαι
  40159. πέρηθεν
  40160. πέρην
  40161. περησέμεναι
  40162. περητός, ή, όν
  40163. πέρθαι
  40164. πέρθω
  40165. περί
  40166. πέρι
  40167. περιαγγέλλω
  40168. περιαγείς, εῖσα, έν
  40169. περιαγής, ής, ές
  40170. περιαγνίζω
  40171. περιάγνυμι
  40172. περιάγω
  40173. περιαγωγεύς, έως (ὁ)
  40174. περιαγωγή, ῆς (ἡ)
  40175. περιᾴδω
  40176. περιαιρετός, ή, όν
  40177. περιαιρέω-ῶ
  40178. περιακοντίζω
  40179. περιακτέον
  40180. περίακτος, ος, ον
  40181. περιαλγέω-ῶ
  40182. περιαλγής, ής, ές
  40183. περίαλλος, ος, ον
  40184. περιαμπέχω
  40185. περιαμύνω
  40186. περιανθέω-ῶ
  40187. περιαντλέω-ῶ
  40188. πεπριαπλόω-ῶ
  40189. περίαπτος, ος, ον
  40190. περιάπτω
  40191. περιαρμόζω
  40192. περιαρόω-ῶ
  40193. περιαρτάω-ῶ
  40194. περίᾳσις, εως (ἡ)
  40195. περιασχολέω-ῶ
  40196. περιαύγεια, ας (ἡ)
  40197. περιαυγή, ῆς (ἡ)
  40198. περιαυτολογία, ας (ἡ)
  40199. περιαυχένιος, ος, ον
  40200. περιβάδην
  40201. περιβαίνω
  40202. περιβάλλω
  40203. περίβαρυς, υς, υ
  40204. περιβιάζομαι
  40205. περιβιόω-ῶ
  40206. περιβλαστάνω
  40207. περίβλεπτος, ος, ον
  40208. περιβλέπω
  40209. περίβλεψις, εως (ἡ)
  40210. περιβοάω-ῶ
  40211. περιβόητος, ος, ον
  40212. περιβοήτως
  40213. περιβόλαιον, ου (τό)
  40214. περιβολή, ῆς (ἡ)
  40215. περίβολος, ος, ον
  40216. περιβομβέω-ῶ
  40217. περίβουνος, ος, ον
  40218. περιβραχιόνιος, ος, ον
  40219. περιβρύχιος, α, ον
  40220. περιβρυχάομαι
  40221. περιβύω
  40222. περίγειος, ος, ον
  40223. περιγενητικός, ή, όν
  40224. περιγίγνομαι
  40225. περιγλαγής, ής, ές
  40226. περίγλυκυς, εια, υ
  40227. περιγνάμπτω
  40228. περίγραμμα, ατος (τό)
  40229. περιγραπτέον
  40230. περίγραπτος, ος, ον
  40231. περιγραφή, ῆς (ἡ)
  40232. περιγράφω
  40233. περιδδείσας
  40234. περιδεής, ής, ές
  40235. περιδείδια
  40236. περιδείδω
  40237. περίδειπνον, ου (τό)
  40238. περιδέξιος, ος, ον
  40239. περιδέραιος, ος, ον
  40240. περιδέω-ῶ
  40241. περιδεῶς
  40242. περιδινέω-ῶ
  40243. περιδίνησις, εως (ἡ)
  40244. περίδινος, ου (ὁ)
  40245. περιδίω
  40246. περιδραμεῖν
  40247. περίδραξις, εως (ἡ)
  40248. περιδράσσομαι
  40249. περιδρομή, ῆς (ἡ)
  40250. περίδρομος, ος, ον
  40251. περιδρύπτω
  40252. περιδύω
  40253. περιδώμεθον
  40254. περιέδραμον
  40255. περιειδέναι
  40256. περιεῖδον
  40257. περιειλέω-ῶ
  40258. περιείλησις, εως (ἡ)
  40259. περιείλλω
  40260. περίειμι1
  40261. περίειμι2
  40262. περιείργω
  40263. περιείρω
  40264. περιεκτικός, ή, όν
  40265. περιέλασις, εως (ἡ)
  40266. περιελαύνω
  40267. περιελεῖν
  40268. περιέλευσις, εως (ἡ)
  40269. περιελεύσομαι
  40270. περιελίσσω
  40271. περιέλκω
  40272. περιέπω
  40273. περιεργάζομαι
  40274. περιεργαστέον
  40275. περιεργία, ας (ἡ)
  40276. περίεργος, ος, ον
  40277. περιέργω
  40278. περιέργως
  40279. περιέρπω
  40280. περιέρχομαι
  40281. περιεσθίω
  40282. περιέσπον
  40283. περιέστηκα, περίεστην
  40284. περιέσχατος, η, ον
  40285. περιέταμον
  40286. περίεφθος, ος, ον
  40287. περιέχω
  40288. περιεών, εοῦσα, εόν
  40289. περιζέω
  40290. περίζυγα, ων (τά)
  40291. περίζωμα, ατος (τό)
  40292. περιζώννυμι
  40293. περιηγέομαι-οῦμαι
  40294. περιήγησις, εως (ἡ)
  40295. περιηγητής, οῦ (ὁ)
  40296. περιηγητικός, ή, όν
  40297. περιῄδη
  40298. περιῄειν
  40299. περιήκω
  40300. περιήλυσις, εως (ἡ)
  40301. περιημεκτέω
  40302. περιῆν
  40303. περιήνεικα
  40304. περιηχέω-ῶ
  40305. περιήχησις, εως (ἡ)
  40306. περιθαμβής, ής, ές
  40307. περίθερμος, ος, ον
  40308. περίθεσις, εως (ἡ)
  40309. περίθετος, ος, ον
  40310. περιθέω
  40311. περιθεωρέω-ῶ
  40312. περίθλασις, εως (ἡ)
  40313. περιθλάω-ῶ
  40314. Περιθοίδης, ου
  40315. Περίθοος, ου (ὁ)
  40316. περιθρηνέομαι-οῦμαι
  40317. περιθριγκόω-ῶ
  40318. περίθυμος, ος, ον
  40319. περιθύμως
  40320. περιθυρέω-ῶ
  40321. περιιδεῖν
  40322. περιίδμεναι
  40323. περιίζομαι
  40324. περιιππεύω
  40325. περιίστημι
  40326. περικαθαίρω
  40327. περικαθάπτω
  40328. περικάθαρμα, ατος (τό)
  40329. περικαθέζομαι
  40330. περικάθημαι
  40331. περικαθίζω
  40332. περικαίω
  40333. περικαλίνδησις, εως (ἡ)
  40334. περικαλλής, ής, ές
  40335. περικαλύπτω
  40336. περικάμπτω
  40337. περικάρδιος, ος, ον
  40338. περικάρπιον, ου (τό)
  40339. περικαρφισμός, οῦ (ὁ)
  40340. περικαταλαμβάνω
  40341. περικαταρρέω
  40342. περικαταρρήγνυμι
  40343. περικάτημαι
  40344. περίκαυσις, εως (ἡ)
  40345. περικαῶς
  40346. περίκειμαι
  40347. περικείρω
  40348. περικεράννυμι
  40349. περικεφαλαία, ας (ἡ)
  40350. περικήδομαι
  40351. περίκηλος, ος, ον
  40352. περικλαίω
  40353. περίκλασις, εως (ἡ)
  40354. περικλάω-ῶ
  40355. Περικλέης, έους (ὁ)
  40356. Περίκλειος, ος, ον
  40357. περικλείω
  40358. περικληίω
  40359. Περικλῆς, έους (ὁ)
  40360. περικλῄω
  40361. περικλινής, ής, ές
  40362. περικλύζω
  40363. περίκλυσις, εως (ἡ)
  40364. περίκλυστος, ος, ον
  40365. περικλυτός, ή, όν
  40366. περικνημίς, ῖδος (ἡ)
  40367. περικνίζω
  40368. περικολούω
  40369. περικομίζω
  40370. περίκομμα, ατος (τό)
  40371. περικονδυλοπωροφίλα, ης
  40372. περικοπή, ῆς (ἡ)
  40373. περικοπτέος
  40374. περικόπτω
  40375. περικράνιος, α, ον
  40376. περικρατέω-ῶ
  40377. περικρατής, ής, ές
  40378. περικρεμής, ής, ές
  40379. περίκρημνος, ος, ον
  40380. περικρούω
  40381. περικρύβω
  40382. περικρύπτω
  40383. περικτίονες, ων (οἱ)
  40384. περικτίται, ῶν (οἱ)
  40385. περικυκλέω-ῶ
  40386. περικυκλόω-ῶ
  40387. περικύκλωσις, εως (ἡ)
  40388. περιλαμβάνω
  40389. περιλαμπής, ής, ές
  40390. περιλάμπω
  40391. περίλαμψις, εως (ἡ)
  40392. περιλείπω
  40393. περιλείχω
  40394. περιλέπω
  40395. περιλεσχήνευτος, ος, ον
  40396. περιληπτικός, ή, όν
  40397. περιληπτός, ός, όν
  40398. περιλιμνάζω
  40399. περιλιχμάομαι-ῶμαι
  40400. περίλοιπος, ος, ον
  40401. περιλούω
  40402. περίλυπος, ος, ον
  40403. περιμαιμάω
  40404. περιμάκτρια, ας (ἡ)
  40405. περιμανής, ής. ές
  40406. περιμανῶς
  40407. περιμάσσω
  40408. περιμάχητος, ος, ον
  40409. περιμάχομαι
  40410. περιμελαίνομαι
  40411. περιμένω
  40412. περιμετρέω-ῶ
  40413. περίμετρος, ος, ον
  40414. περιμήκετος, ος, ον
  40415. περιμήκης, ης, ες
  40416. περιμηχανάομαι-ῶμαι
  40417. περιμυκάομαι-ῶμαι
  40418. περιναιετάω-ῶ
  40419. περιναιέτης, ου
  40420. περιναίω
  40421. περινέμομαι
  40422. περινέω1
  40423. περινέω2
  40424. περίνεως, ω (ὁ)
  40425. περινήχομαι
  40426. περινίσσομαι
  40427. περινοέω-ῶ
  40428. περινόησις, εως (ἡ)
  40429. περίνοια, ας (ἡ)
  40430. περινοστέω-ῶ
  40431. πέριξ
  40432. περιξεστός, ή, όν
  40433. περιξυράω-ῶ
  40434. περιξυρέω
  40435. περιοδεύω
  40436. περιοδικός, ή, όν
  40437. περιοδικῶς
  40438. περίοδος, ου (ἡ)
  40439. περίοιδα
  40440. περιοικέω-ῶ
  40441. περιοικίς, ίδος
  40442. περιοικοδομέω-ῶ
  40443. περίοικος, ος, ον
  40444. περιοίσω
  40445. περιολισθάνω
  40446. περιολίσθησις, εως (ἡ)
  40447. περιοπτέος, α, ον
  40448. περίοπτος, ος, ον
  40449. περιόπτως
  40450. περιοράω-ῶ
  40451. περιοργής, ής, ές
  40452. περιοργῶς
  40453. περίορθρον, ου (τό)
  40454. περιορίζω
  40455. περιορισμός, οῦ (ὁ)
  40456. περιορμέω-ῶ
  40457. περιορμίζω
  40458. περιορύσσω
  40459. περιορχέομαι-οῦμαι
  40460. περιουσία, ας (ἡ)
  40461. περιουσιάζω
  40462. περιούσιος, ος, ον
  40463. περιοχή, ῆς (ἡ)
  40464. περιπαθέω-ῶ
  40465. περιπαθής, ής, ές
  40466. περιπαθῶς
  40467. περιπατέω-ῶ
  40468. περιπατητικός, ή, όν
  40469. περίπατος, ου (ὁ)
  40470. περιπείρω
  40471. περιπέλομαι
  40472. περίπεμπτος, ος, ον
  40473. περιπέμπω
  40474. περιπέσσω
  40475. περιπετάννυμι
  40476. περιπέτεια, ας (ἡ)
  40477. περιπετής, ής, ές
  40478. περιπέτομαι
  40479. περιπέττω
  40480. περιπευκής, ής, ές
  40481. περιπήγνυμι
  40482. περιπηδάω-ῶ
  40483. περιπίμπλημι
  40484. περιπίμπρημι
  40485. περιπίπτω
  40486. περιπίτνω
  40487. περιπλανάομαι-ῶμαι
  40488. περιπλανής, ής, ές
  40489. περιπλάνησις, εως (ἡ)
  40490. περιπλάσσω
  40491. περιπλέκω
  40492. περίπλεος, ος, ον
  40493. περιπλέω
  40494. περίπλεως, ως, ων
  40495. περιπληθής, ής, ές
  40496. περιπλοκή, ῆς (ἡ)
  40497. περιπλόμενος, η, ον
  40498. περίπλοος, ος, ον
  40499. περιπλύνω
  40500. περιπλώω
  40501. περιπνευμονία, ας (ἡ)
  40502. περιπνευμονικός, ή, όν
  40503. περιπόθητος, ος, ον
  40504. περιποιέω-ῶ
  40505. περιποίησις, εως (ἡ)
  40506. περιπολάζω
  40507. περιπόλαρχος, ου (ὁ)
  40508. περιπολέω-ῶ
  40509. περιπόλιος, ος, ον
  40510. περίπολος, ου (ἡ, ὁ)
  40511. περιπορεύομαι
  40512. περιπόρφυρος, ος, ον
  40513. περιποτάομαι-ῶμαι
  40514. περιπρό
  40515. περιπροχέομαι
  40516. περιπταίω
  40517. περίπτυξις, εως (ἡ)
  40518. περιπτύσσω
  40519. περιπτυχής, ής, ές
  40520. περίπτωσις, εως (ἡ)
  40521. περιπτωτικός, η, ον
  40522. περιρραίνω
  40523. περιρραντήριον, ου (τό)
  40524. περιρραντίζω
  40525. περιρραπίζω
  40526. περιρρέω
  40527. περιρρήγνυμι
  40528. περιρρηγνύω
  40529. περιρρηδής, ής, ές
  40530. περιρροή, ῆς (ἡ)
  40531. περίρροια, ας (ἡ)
  40532. περιρρομβέω-ῶ
  40533. περίρροος, ος, ον
  40534. περίρρυτος, ος, ον
  40535. περισαλπίζω
  40536. περισβέννυμι
  40537. περισείομαι
  40538. περίσεπτος, ος, ον
  40539. περισθενέω
  40540. περισκελής, ής, ές
  40541. περισκελίς, ίδος (ἡ)
  40542. περισκέπτομαι
  40543. περίσκεπτος, ος, ον
  40544. περισκιάζομαι
  40545. περισκιασμός, οῦ (ὁ)
  40546. περισκιρτάω-ῶ
  40547. περισκοπέω-ῶ
  40548. περισκυλακισμός, οῦ (ὁ)
  40549. περισμαραγέω-ῶ
  40550. περισοβέω-ῶ
  40551. περισπασμός, οῦ (ὁ)
  40552. περισπάω-ῶ
  40553. περισπεῖν
  40554. περισπειράω-ῶ
  40555. περισπερχέω
  40556. περισπερχής, ής, ές
  40557. περισπέρχω
  40558. περισπούδαστος, ος, ον
  40559. περισσαίνω
  40560. περισσάκις
  40561. περισσεία, ας (ἡ)
  40562. περισσείοντο
  40563. περίσσευμα, ατος (τό)
  40564. περισσεύω
  40565. περισσολογία, ας (ἡ)
  40566. περισσός, ή, όν
  40567. περισσοτέρως
  40568. περισσότης, ητος (ἡ)
  40569. περισσόφρων, ων, ον
  40570. περίσσωμα, ατος (τό)
  40571. περισσῶς
  40572. περισταδόν
  40573. περιστάθη
  40574. περισταῖεν
  40575. περίστασις, εως (ἡ)
  40576. περιστατικός, ή, όν
  40577. περίστατος, ος, ον
  40578. περισταυρόω-ῶ
  40579. περιστείχω
  40580. περιστείωσι
  40581. περιστέλλω
  40582. περιστενάζομαι
  40583. περιστεναχίζομαι
  40584. περιστένομαι
  40585. περιστένω
  40586. περιστερά, ᾶς (ἡ)
  40587. περιστερός, οῦ (ὁ)
  40588. περιστερών, ῶνος (ὁ)
  40589. περιστεφανόω-ῶ
  40590. περιστεφής, ής, ές
  40591. περιστέφω
  40592. περιστήωσι
  40593. περιστίζω
  40594. περιστίλβω
  40595. περιστίξαι
  40596. περιστιχίζω
  40597. περιστίχω
  40598. περιστοιχίζω
  40599. περιστολή, ῆς (ἡ)
  40600. περιστόμιος, α, ον
  40601. περιστρατοπεδεύω
  40602. περιστρέφω
  40603. περιστροφή, ῆς (ἡ)
  40604. περιστρωφάω-ῶ
  40605. περίστυλος, ος, ον
  40606. περιστύφω
  40607. περισυλάω-ῶ
  40608. περισύρω
  40609. περισφαλής, ής, ές
  40610. περισφύριος, ος, ον
  40611. περίσχεο
  40612. περισχίζω
  40613. περισχισμός, οῦ (ὁ)
  40614. περισχοινίζω
  40615. περισχοίνισμα, ατος (τό)
  40616. περισῴζω
  40617. περισωρεύω
  40618. περιτάμνω
  40619. περίτασις, εως (ἡ)
  40620. περιταφρεύω
  40621. περιτείνω
  40622. περιτειχίζω
  40623. περιτείχισις, εως (ἡ)
  40624. περιτείχισμα, ατος (τό)
  40625. περιτειχισμός, οῦ (ὁ)
  40626. περιτέλλω
  40627. περιτέμνω
  40628. περιτέχνησις, εως (ἡ)
  40629. περίτηγμα, ατος (τό)
  40630. περιτήκω
  40631. περιτίθημι
  40632. περιτίλλω
  40633. περίτμημα, ατος (τό)
  40634. περιτομή, ῆς (ἡ)
  40635. περίτρανος, ος, ον
  40636. περιτραχήλιον, ου (τό)
  40637. περιτρέμω
  40638. περιτρέπω
  40639. περιτρέφω
  40640. περιτρέχω
  40641. περιτρέω-ῶ
  40642. περιτρίβω
  40643. περίτριμμα, ατος (τό)
  40644. περιτρομέω-ῶ
  40645. περιτροπέω-ῶ
  40646. περιτροπή, ῆς (ἡ)
  40647. περίτροπος, ος, ον
  40648. περιτρόχαλος, ος, ον
  40649. περίτροχος, ος, ον
  40650. περιτρώγω
  40651. περιττάκις
  40652. περιτυγχάνω
  40653. περιτυμπανίζομαι
  40654. περιυβρίζω
  40655. περιφαγεῖν
  40656. περιφαίνω
  40657. περιφάνεια, ας (ἡ)
  40658. περιφανής, ής, ές
  40659. περίφαντος, ος, ον
  40660. περιφανῶς
  40661. περιφέγγεια, ας (ἡ)
  40662. περιφεγγής, ής, ές
  40663. περιφερής, ής, ές
  40664. περιφέρω
  40665. περιφεύγω
  40666. περιφθείρομαι
  40667. περιφλεγής, ής, ές
  40668. περιφλέγω
  40669. περιφλεγῶς
  40670. περιφλεύω
  40671. περίφοβος, ος, ον
  40672. περιφοβῶς
  40673. περιφοίτησις, εως (ἡ)
  40674. περιφορά, ᾶς (ἡ)
  40675. περιφορέω-ῶ
  40676. περιφόρητος, ος, ον
  40677. περίφορος, ου (ἡ)
  40678. περιφραδέως
  40679. περιφραδής, ής, ές
  40680. περιφράζω
  40681. περίφρακτος, ος, ον
  40682. περίφρασις, εως (ἡ)
  40683. περιφράσσω
  40684. περιφρονέω-ῶ
  40685. περιπρόνησις, εως (ἡ)
  40686. περιφρουρέω-ῶ
  40687. περίφρων, ων, ον
  40688. περιφυγή, ῆς (ἡ)
  40689. περιφύω
  40690. περιφωνέω-ῶ
  40691. περίφωρος, ος, ον
  40692. περιφωτίζω
  40693. περιχαίνω
  40694. περιχαρακόω-ῶ
  40695. περιχαρής, ής, ές
  40696. περιχέω
  40697. περιχορεύω
  40698. περίχριστος, ος, ον
  40699. περιχρίω
  40700. περίχρυσος, ος, ον
  40701. περιχώομαι
  40702. περιχωρέω-ῶ
  40703. περίχωρος, ος, ον
  40704. περιψάω-ῶ
  40705. περίψημα, ατος (τό)
  40706. περιψήχω
  40707. περιψιλόω-ῶ
  40708. περιψοφέω-ῶ
  40709. περιψόφησις, εως (ἡ)
  40710. περίψυκτος, ος, ον
  40711. περίψυξις, εως (ἡ)
  40712. περιωδευμένως
  40713. περιῳδέω-ῶ
  40714. περιωδυνία, ας (ἡ)
  40715. περιώδυνος, ος, ον
  40716. περιωθέω-ῶ
  40717. περιών, οῦσα, όν
  40718. περιωπή, ῆς (ἡ)
  40719. περιῶπται
  40720. περιώσιος, ος, ον
  40721. περκάζω
  40722. περκνός, ή, όν
  40723. πέρκος, η, ον
  40724. Περκώσιος, ου
  40725. Περκώτη, ης (ἡ)
  40726. πέρνας
  40727. πέρνημι
  40728. περονάω-ῶ
  40729. περόνη, ης (ἡ)
  40730. περονίς, ίδος (ἡ)
  40731. περόωσι
  40732. περπερεύομαι
  40733. πέρπερος, ος, ον
  40734. Πέρσαι, ῶν (οἱ)
  40735. Περσᾶν
  40736. περσέα, ας (ἡ)
  40737. Περσείδης, ου (ὁ)
  40738. περσέπολις, εως
  40739. περσέπτολις, εως
  40740. Περσεύς, έως (ὁ)
  40741. Περσέφασσα, ης (ἡ)
  40742. Περσεφόνεια, ας (ἡ)
  40743. Περσεφόνη, ης (ἡ)
  40744. Περσηϊάδης (ὁ)
  40745. Πέρσης1, ου (ὁ)
  40746. Πέρσης2, ου
  40747. περσίζω
  40748. Περσικός1, ή, όν
  40749. Περσικός2, ή, όν
  40750. Περσικῶς
  40751. πέρσις, εως (ἡ)
  40752. Περσίς, ίδος
  40753. Περσιστί
  40754. Περσοκτόνος, ος, ον
  40755. περσονομέομαι-οῦμαι
  40756. Περσονόμος, ος, ον
  40757. πέρσω
  40758. πέρυσι(ν)
  40759. περυσινός, ή, όν
  40760. Περφερέες, έων (οἱ)
  40761. περῶ1, εῖς, εῖ
  40762. περῶ2, ᾷς, ᾷ
  40763. περῶν1, ῶσα, ῶν
  40764. περῶν2
  40765. πέσε
  40766. πέσημα, ατος (τό)
  40767. πέσῃσι
  40768. πεσσευτικός ή, όν
  40769. πεσσεύω
  40770. πεσσός, οῦ (ὁ)
  40771. πέσσω
  40772. πέσω, ῃς, ῃ
  40773. πέταλον, ου (τό)
  40774. πετάννυμι
  40775. πετάσαι
  40776. πετασθείς, εῖσα, έν
  40777. πέτασμα, ατος (τό)
  40778. πετευρισμός, οῦ (ὁ)
  40779. πέτευρον, ου (τό)
  40780. πετεηνός, ή, όν
  40781. πετεινός, ή, όν
  40782. Πετηλία, ας (ἡ)
  40783. πετηλίας καρκίνος (ὁ)
  40784. Πετηλῖνος, η, ον
  40785. πέτηλον, ου (τό)
  40786. πετηνός, ή, όν
  40787. πέτομαι
  40788. πέτρα, ας (ἡ)
  40789. πετραῖος, α, ον
  40790. πέτρη
  40791. πετρηδόν
  40792. πετρήεις, ήεσσα, ῆεν
  40793. πετρηρεφής, ής, ές
  40794. πετρήρης, ης, ες
  40795. πέτρινος, ος, ον
  40796. πετροβολία, ας (ἡ)
  40797. πετροβόλος, ος, ον
  40798. πέτρος, ου (ὁ)
  40799. πετρόω-ῶ
  40800. πετρώδης, ης, ες
  40801. πεττευτικός, ή, όν
  40802. πευθήν, ῆνος (ὁ)
  40803. πεύθομαι
  40804. πευθώ, όος-οῦς (ἡ)
  40805. πευκάεις, άεσσα, ᾶεν
  40806. πευκάλιμος, η, ον
  40807. πευκεδανός, ή, όν
  40808. πεύκη, ης (ἡ)
  40809. πευκήεις, ήεσσα, ῆεν,
  40810. πεύκινος, η, ον
  40811. πεῦσις, εως (ἡ)
  40812. πεύσομαι
  40813. πευστήριος, α, ον
  40814. πέφανται
  40815. πέφασμαι
  40816. πεφασμένος, η, ον
  40817. πεφασμένως
  40818. πεφεισμένως
  40819. πέφηνα
  40820. πεφήσομαι
  40821. πεφιδήσομαι
  40822. πεφνεῖν
  40823. πεφοβήατο
  40824. πεφοβημένως
  40825. πέφραδε
  40826. πέφρικα
  40827. πεφροντισμένως
  40828. πεφύασι
  40829. πέφυγμαι
  40830. πέφυκα
  40831. πεφυκότως
  40832. πεφυλαγμένως
  40833. πεφυῶτας
  40834. πέψις, εως (ἡ)
  40835. πῇ
  40836. πῄ
  40837. πηγαῖος, α, ον
  40838. πήγανον, ου (τό)
  40839. Πήγασος, ου (ὁ)
  40840. πηγεσίμαλλος, ος, ον
  40841. πηγή, ῆς (ἡ)
  40842. πῆγμα, ατος (τό)
  40843. πήγνυμι
  40844. πηγνύω
  40845. πηγός, ή, όν
  40846. πηγυλίς, ίδος
  40847. πηδάλιον, ου (τό)
  40848. πηδάω-ῶ
  40849. πήδημα, ατος (τό)
  40850. πήδησις, εως (ἡ)
  40851. πηδητικός, ή, όν
  40852. πηδόν, οῦ (τό)
  40853. πηκτίς, ίδος (ἡ)
  40854. πηκτός, ή, όν
  40855. πῆλαι
  40856. Πηλεΐδης, ου
  40857. Πήλειος, α, ον
  40858. Πηλείων, ωνος
  40859. Πηλεϊωνάδε
  40860. Πηλεύς, έως (ὁ)
  40861. Πηληϊάδης, ου
  40862. πήληξ, ηκος (ἡ)
  40863. Πηλιάς, άδος
  40864. πηλίκος, η, ον
  40865. πήλινος, η, ον
  40866. Πήλιον, ου (τό)
  40867. Πηλιῶτις, ιδος
  40868. πηλοπλάθος, ου (ὁ)
  40869. πηλός, οῦ (ὁ)
  40870. πηλουργός, οῦ (ὁ)
  40871. Πηλούσιον, ου (τό)
  40872. Πηλούσιος, α, ον
  40873. Πηλουσιώτης, ου
  40874. πηλόω-ῶ
  40875. πηλώδης, ης, ες
  40876. πήλωσις, εως (ἡ)
  40877. πῆμα, ατος (τό)
  40878. πημαίνω
  40879. πημονή, ῆς (ἡ) 1   = πῆμα
  40880. πημοσύνη, ης (ἡ)
  40881. Πηνειός, οῦ (ὁ)
  40882. Πηνελόπεια, ας (ἡ)
  40883. πήνη, ης (ἡ)
  40884. πηνίκα
  40885. πηνίον, ου (τό)
  40886. πήνισμα, ατος (τό)
  40887. πηνῖτις, ιδος (ἡ)
  40888. πήξασθαι
  40889. πηός, οῦ (ὁ)
  40890. πήρα, ας (ἡ)
  40891. πήρη, ης (ἡ)
  40892. πηρός, ά, όν
  40893. πηρόω-ῶ
  40894. πήρωσις, εως (ἡ)
  40895. πηχυαῖος, α, ον
  40896. πῆχυς, εως (ὁ)
  40897. πιάζω
  40898. πιαίνω
  40899. πῖαρ (τό)
  40900. πίασμα, ατος (τό)
  40901. πιασμός, οῦ (ὁ)
  40902. πιδακώδης, ης, ες
  40903. πῖδαξ, ακος (ἡ)
  40904. πιδήεις, ήεσσα, ῆεν
  40905. πιδύω
  40906. πίε
  40907. πιεζέω-ῶ
  40908. πιέζω
  40909. πιεῖν
  40910. πίειρα, ας
  40911. πιέμεν
  40912. Πίερες, ων (οἱ)
  40913. Πιερία, ας (ἡ)
  40914. Πιερικός, ή, όν
  40915. Πιερίς, ίδος
  40916. πιθάκνη, ης (ἡ)
  40917. πίθακος
  40918. πιθανολογέω-ῶ
  40919. πιθανολογία, ας (ἡ)
  40920. πιθανολόγος, ος, ον
  40921. πιθανός, ή, όν
  40922. πιθανότης, ητος (ἡ)
  40923. πιθανόω-ῶ
  40924. πιθανῶς
  40925. πιθηκιδεύς, έως (ὁ)
  40926. πιθηκισμός, οῦ (ὁ)
  40927. πίθηκος, ου (ὁ, ἡ)
  40928. πιθηκοφαγέω-ῶ
  40929. πιθηκοφόρος, ος, ον
  40930. πιθηκώδης, ης, ες
  40931. πῖθι
  40932. πιθίσκος, ου (ὁ)
  40933. πιθοιγία, ας (ἡ)
  40934. πίθος, ου (ὁ)
  40935. πιθοῦ
  40936. πίθων, ωνος (ὁ)
  40937. Πικηνίς, ίδος (ἡ)
  40938. Πικηνοί, ῶν (οἱ)
  40939. πικραίνω
  40940. πικρία, ας (ἡ)
  40941. πικρόγαμος, ος, ον
  40942. πικρόγλωσσος, ος, ον
  40943. πικρόκαρπος, ος, ον
  40944. πικρός, ά, όν
  40945. πικρότης, ητος (ἡ)
  40946. πικρῶς
  40947. Πιλᾶτος, ου (ὁ)
  40948. πιλέω-ῶ
  40949. πιλητός, ή, όν
  40950. πιλίδιον, ου (τό)
  40951. πιλίον, ου (τό)
  40952. πίλναμαι
  40953. πῖλος, ου (ὁ, ἡ)
  40954. πιλοφορικός, ή, όν
  40955. πιλόω-ῶ
  40956. πιλωτός, ή, όν
  40957. πιμελή, ῆς (ἡ)
  40958. πιμελής, ής, ές
  40959. πιμπλάνω
  40960. πιμπλάω-ῶ
  40961. πιμπλέω
  40962. πίμπλη
  40963. πίμπλημι
  40964. πίμπρημι
  40965. πινακίδιον, ου (τό)
  40966. πινάκιον, ου (τό)
  40967. πινακίς, ίδος (ἡ)
  40968. πινακίσκος, ου (ὁ)
  40969. πινάκωσις, εως (ἡ)
  40970. πίναξ, ακος (ὁ)
  40971. πιναρός, ά, όν
  40972. πινάω-ῶ
  40973. πίνη, ης (ἡ)
  40974. πιννοτήρης, ου (ὁ)
  40975. πίνος, ου (ὁ)
  40976. πινόομαι-οῦμαι
  40977. πινύσκω
  40978. πινύσσω
  40979. πινυτή, ῆς (ἡ)
  40980. πινυτός, ή, όν
  40981. πίνω
  40982. πίομαι
  40983. πῖον
  40984. πιόομαι-οῦμαι
  40985. πῖος, α, ον
  40986. πιότης, ητος (ἡ)
  40987. πιπίσκω
  40988. πίπλημι
  40989. πιπράσκω
  40990. πιπρήσκω
  40991. πίπτω
  40992. πίρωμις (ὁ)
  40993. Πῖσα, ης (ἡ)
  40994. Πισαῖος, α, ον
  40995. Πισᾶτις, ιδος
  40996. Πισίδαι, ῶν (οἱ)
  40997. Πισιδία, ας (ἡ)
  40998. πῖσος, εος (τό)
  40999. πίσσα, ης (ἡ)
  41000. πισσήρης, ης, ες
  41001. πίσσινος, η, ον
  41002. πισσοτρόφος, ος, ον
  41003. πισσόω-ῶ
  41004. πίστευμα, ατος (τό)
  41005. πιστευτικός, ή, όν
  41006. πιστεύω
  41007. πιστικός1, ή, όν
  41008. πιστικός2, ή, όν
  41009. πίστις, εως (ἡ)
  41010. πιστός1, ή, όν
  41011. πιστός2, ή, όν
  41012. πιστότης, ητος (ἡ)
  41013. πιστόω-ῶ
  41014. πίστωμα, ατος (τό)
  41015. πιστῶς
  41016. πιστωτέος, α, ον
  41017. πίσυνος, ος, ον
  41018. πίσυρες
  41019. πίσω
  41020. Πιτανάτης, ου
  41021. Πιτάνη, ης (ἡ)
  41022. Πιτθεύς1, έως (ὁ)
  41023. Πιτθεύς2, έως
  41024. πιτνάω-ῶ
  41025. πίτνημι
  41026. πίτνω
  41027. πίττα, ης (ἡ)
  41028. πιττωτής, οῦ (ὁ)
  41029. πιτύϊνος, η, ον
  41030. πίτυλος, ου (ὁ)
  41031. Πιτυόεις-οῦς, όεντος-οῦντ
  41032. Πιτυοεσσηνοί, ῶν (οἱ)
  41033. πιτυοκάμπτης, ου
  41034. πίτυρον, ου (τό)
  41035. πίτυς, υος (ἡ)
  41036. πίτυσσιν
  41037. πιτυώδης, ης, ες
  41038. πιφαύσκω
  41039. πίῶ, ῇς, ῇ
  41040. πιών, οῦσα, όν
  41041. πίων, πίων, πίον
  41042. πλαγά
  41043. πλαγιάζω
  41044. πλάγιος, α, ον
  41045. πλαγίως
  41046. πλαγκτός, ή, όν
  41047. πλαγκτοσύνη, ης (ἡ)
  41048. πλάγξω
  41049. πλάζω
  41050. πλάθω
  41051. πλαίσιον, ου (τό)
  41052. πλακείς, εῖσα, έν
  41053. πλακόεις, όεσσα, όεν
  41054. πλακοῦς
  41055. πλᾶκτρον
  41056. πλανάτας
  41057. πλανάω-ῶ
  41058. πλανέονται
  41059. πλάνη, ης (ἡ)
  41060. πλάνημα, ατος (τό)
  41061. πλάνης, ητος
  41062. πλάνησις, εως (ἡ)
  41063. πλανητέον
  41064. πλανήτης, ου
  41065. Πλανητιάδης, ου (ὁ)
  41066. πλανητός, ή, όν
  41067. πλάνος, ος, ον
  41068. πλανοστιβής, ής, ές
  41069. πλάξ, ακός (ἡ)
  41070. πλάσαι
  41071. πλάσις, εως (ἡ)
  41072. πλάσμα, ατος (τό)
  41073. πλασματίας, ου (ὁ)
  41074. πλασματώδης, ης, ες
  41075. πλάσσω
  41076. πλάστης, ου (ὁ)
  41077. πλάστιγξ1, ιγγος (ἡ)
  41078. πλάστιγξ2, ιγγος (ἡ)
  41079. πλαστικός, ή, όν
  41080. πλάστις, ιδος (ἡ)
  41081. πλαστός, ή, όν
  41082. πλάτα
  41083. πλαταγή, ῆς (ἡ)
  41084. Πλάταια, ας (ἡ)
  41085. Πλαταιᾶσι(ν)
  41086. Πλαταιεύς, έως (ὁ)
  41087. Πλαταιϊκός, ή, όν
  41088. Πλαταιΐς, ΐδος
  41089. πλαταμών, ῶνος (ὁ)
  41090. πλατάνιστος, ου (ἡ)
  41091. πλάτανος, ου (ἡ)
  41092. πλατανώδης, ης, ες
  41093. πλατέα
  41094. πλατεῖα
  41095. πλάτη, ης (ἡ)
  41096. πλατός, ή, όν
  41097. πλάτος, εος-ους (τό)
  41098. πλάττω
  41099. πλατυμέτωπος, ος, ον
  41100. πλατύνω
  41101. πλατυπρόσωπος, ος, ον
  41102. πλατύρροος-ους, οος-ους, οο
  41103. πλατύς, εῖα, ύ
  41104. πλατύσημος, ου
  41105. πλατύτης, ητος (ἡ)
  41106. πλατυώνυχος, ος, ον
  41107. Πλάτων, ωνος (ὁ)
  41108. Πλατωνικός, ή, όν
  41109. πλέα
  41110. πλέας
  41111. πλέγμα, ατος (τό)
  41112. πλέες
  41113. πλεθριαῖος, α, ον
  41114. πλέθριον, ου (τό)
  41115. πλέθρον, ου (τό)
  41116. Πλειάς, άδος (ἡ)
  41117. πλεῖν1
  41118. πλεῖν2
  41119. πλεῖον
  41120. πλεῖος, η, ον
  41121. πλειότερος, η, ον
  41122. πλείους
  41123. πλεῖστα
  41124. πλειστάκις
  41125. πλειστήρης, ης, ες
  41126. πλειστηρίζομαι
  41127. πλεῖστος, η, ον
  41128. πλείω1
  41129. πλείω2
  41130. πλείων, ων, ον
  41131. πλεκτανάω-ῶ
  41132. πλεκτάνη, ης (ἡ)
  41133. πλεκτή, ῆς (ἡ)
  41134. πλεκτός, ή, όν
  41135. πλέκω
  41136. πλέον1
  41137. πλέον2, ονος
  41138. πλεονάζω
  41139. πλεονάκις
  41140. πλεονασμός, οῦ (ὁ)
  41141. πλεονεκτέω-ῶ
  41142. πλεονέκτημα, ατος (τό)
  41143. πλεονέκτης, ου
  41144. πλεονεκτικός, ή, όν
  41145. πλεονεκτικῶς
  41146. πλεονεκτίστατος
  41147. πλεονεξία, ας (ἡ)
  41148. πλεόνεσσι
  41149. πλεόνως
  41150. πλέος, α, ον
  41151. πλεύμων
  41152. πλεῦν
  41153. πλεύνως
  41154. πλευρά, ᾶς (ἡ)
  41155. πλευρή, ῆς (ἡ)
  41156. πλευρόθεν
  41157. πλευροκοπέω-ῶ
  41158. πλευρόν, οῦ (τό)
  41159. πλεύρωμα, ατος (τό)
  41160. πλεύσομαι, πλευσοῦμαι
  41161. πλευστέον
  41162. πλέω1
  41163. πλέω2
  41164. πλέω3
  41165. πλέῳ
  41166. πλέων1, ων, ον
  41167. πλέων2, πλέουσα, πλέον
  41168. πλέως, α, ον
  41169. πληγή, ῆς (ἡ)
  41170. πληγῆναι
  41171. πλῆγμα, ατος (τό)
  41172. πλῆθος, εος-ους (τό)
  41173. πληθύνω
  41174. πληθύς, ύος (ἡ)
  41175. πληθύω
  41176. πλήθω
  41177. πληθώρη, ης (ἡ)
  41178. Πληιάς, άδος (ἡ)
  41179. πλήκτης, ου
  41180. πληκτίζω
  41181. πληκτικός, ή, όν
  41182. πλῆκτρον, ου (τό)
  41183. πλήμη, ης (ἡ)
  41184. πλημμέλεια, ας (ἡ)
  41185. πλημμελέω-ῶ
  41186. πλημμέλημα, ατος (τό)
  41187. πλημμελής, ής, ές
  41188. πλημμελῶς
  41189. πλήμυρα, ας (ἡ)
  41190. πλημυρέω-ῶ
  41191. πλημυρίς, ίδος (ἡ)
  41192. πλήν
  41193. πλῆντο
  41194. πλῆξαι
  41195. πλήξιππος, ος, ον
  41196. πλῆξις, εως (ἡ)
  41197. πλήρης, ης, ες
  41198. πληροφορέω-ῶ
  41199. πληροφορία, ας (ἡ)
  41200. πληρόω-ῶ
  41201. πλήρωμα, ατος (τό)
  41202. πλήρωσις, εως (ἡ)
  41203. πλῆσαι
  41204. πλησθείς, εῖσα, έν
  41205. πλησιάζω
  41206. πλησιαίτατος, η, ον
  41207. πλησίασις, εως (ἡ)
  41208. πλησιασμός, οῦ (ὁ)
  41209. πλησίον
  41210. πλησίος, α, ον
  41211. πλησιόχωρος, ος, ον
  41212. πλησίστιος, ος, ον
  41213. πλήσμιος, α, ον
  41214. πλησμονή, ῆς (ἡ)
  41215. πλήσσω
  41216. πλῆτο
  41217. πλήττω
  41218. πλινθεύω
  41219. πλινθηδόν
  41220. πλίνθινος, η, ον
  41221. πλινθίον, ου (τό)
  41222. πλινθίς, ίδος (ἡ)
  41223. πλίνθος, ου (ἡ)
  41224. πλινθουργέω-ῶ
  41225. πλινθουργός, οῦ (ὁ)
  41226. πλινθυφής, ής, ές
  41227. πλίσσομαι
  41228. πλοιάριον, ου (τό)
  41229. πλόϊμος, ος, ον
  41230. πλοῖον, ου (τό)
  41231. πλόκαμος, ου (ὁ)
  41232. πλόκανον, ου (τό)
  41233. πλοκή, ῆς (ἡ)
  41234. πλόκιον, ου (τό)
  41235. πλόκος, ου (ὁ)
  41236. πλόμενος
  41237. πλόος, ου (ὁ)
  41238. πλουδοκέω-ῶ
  41239. πλουθυγίεια, ας (ἡ)
  41240. Πνυκός
  41241. πλουσιακός, ή, όν
  41242. πλούσιος, α, ον
  41243. πλουσίως
  41244. Πλούταρχος, ου (ὁ)
  41245. Πλουτεύς, έως (ὁ)
  41246. πλουτέω-ῶ
  41247. πλουτηρός, ά, όν
  41248. πλουτέον
  41249. πλουτίζω
  41250. πλουτίνδην
  41251. Πλουτίς, ίδος (ἡ)
  41252. πλουτογαθής, ής, ές
  41253. πλουτοδότης, ου
  41254. πλουτοκρατία, ας (ἡ)
  41255. πλουτοποιός, ός, όν
  41256. πλοῦτος, ου (ὁ)
  41257. πλουτοφόρος, ος, ον
  41258. πλουτόχθων, ονος
  41259. Πλούτων, ωνος (ὁ)
  41260. Πλουτώνιον, ου (τό)
  41261. Πλουτωνίς, ίδος (ἡ)
  41262. πλοχμός, οῦ (ὁ)
  41263. πλύνα
  41264. πλύνεσκον
  41265. πλυνέω
  41266. πλυνός, οῦ (ὁ)
  41267. Πλυντήρια, ων (τά)
  41268. πλύνω
  41269. πλύσις, εως (ἡ)
  41270. πλωάς, άδος
  41271. πλωϊάς, άδος
  41272. πλώϊζω
  41273. πλώϊμος, ος, ον
  41274. πλώσιμος, ος, ον
  41275. πλωτήρ, ῆρος (ὁ)
  41276. πλωτικός, ή, όν
  41277. πλωτός, ή, όν
  41278. πλώω
  41279. πνείω
  41280. πνεῦμα, ατος (τό)
  41281. πνευματικός, ή, όν
  41282. πνευμάτιον, ου (τό)
  41283. πνευματόω-ῶ
  41284. πνευματώδης, ης, ες
  41285. πνευμάτωσις, εως (ἡ)
  41286. πνευμονία, ας (ἡ)
  41287. πνεύμων, ονος (ὁ)
  41288. πνευστιάω-ῶ
  41289. πνέω
  41290. πνιγηρός, ά, όν
  41291. πνῖγμα, ατος (τό)
  41292. πνιγμός, οῦ (ὁ)
  41293. πνῖγος, εος-ους (τό)
  41294. πνίγω
  41295. πνιγώδης, ης, ες
  41296. πνικτός, ή, όν
  41297. πνοή, ῆς (ἡ)
  41298. πνοιή, ῆς (ἡ)
  41299. Πνύξ, Πυκνός (ἡ)
  41300. πόα, ας (ἡ)
  41301. ποδαβρός, ός, όν
  41302. ποδαγός, ός, όν
  41303. ποδάγρα, ας (ἡ)
  41304. ποδαγράω-ῶ
  41305. ποδαγρικός, ή, όν
  41306. ποδαγρός, ός, όν
  41307. ποδανιπτήρ, ῆρος (ὁ)
  41308. ποδάνιπτρον, ου (τό)
  41309. ποδαπός, ή, όν
  41310. ποδένδυτος, ος, ον
  41311. πόδεσσι
  41312. ποδεών, ῶνος (ὁ)
  41313. ποδηγός, ός, όν
  41314. ποδηνεκής, ής, ές
  41315. ποδήνεμος, ος, ον
  41316. ποδήρης, ης, ες
  41317. ποδί
  41318. ποδιαῖος, α, ον
  41319. ποδίζω
  41320. ποδιστήρ, ῆρος
  41321. ποδῖιν
  41322. ποδοκάκη, ης (ἡ)
  41323. ποδοκτύπη, ης (ἡ)
  41324. ποδονιπτήρ, ῆρος (ὁ)
  41325. ποδοστράβη, ης (ἡ)
  41326. ποδόψηστρον, ου (τό)
  41327. ποδοψοφία, ας (ἡ)
  41328. ποδώκεια, ας (ἡ)
  41329. ποδώκης, ης, ες
  41330. ποδωκία, ας (ἡ)
  41331. ποθεινός, ή, όν
  41332. ποθεινῶς
  41333. ποθείς, εῖσα, έν
  41334. πόθεν
  41335. ποθέν1
  41336. ποθέν2
  41337. ποθέω-ῶ
  41338. ποθή, ῆς (ἡ)
  41339. ποθήμεναι
  41340. ποθητός, ή, όν
  41341. πόθι
  41342. ποθί
  41343. πόθος, ου (ὁ)
  41344. ποῖ
  41345. ποί
  41346. ποῖα
  41347. ποία1
  41348. ποία2
  41349. ποιάεις
  41350. Ποιάντιος, α, ον
  41351. Ποίας, αντος (ὁ)
  41352. ποιέω-ῶ
  41353. ποίη1, ης (ἡ)
  41354. ποίη2
  41355. ποιήεις, ήεσσα, ῆεν
  41356. ποίημα, ατος (τό)
  41357. ποιηματικός, ή, όν
  41358. ποιημάτιον, ου (τό)
  41359. ποίησις, εως (ἡ)
  41360. ποιητέος, α, ον
  41361. ποιητής, οῦ (ὁ)
  41362. ποιητικός, ή, όν
  41363. ποιητικῶς
  41364. ποιητός, ή, όν
  41365. ποιήτρια, ας (ἡ)
  41366. ποιηφαγέω-ῶ
  41367. ποικιλείμων, ονος
  41368. Ποικίλη
  41369. ποικιλία, ας (ἡ)
  41370. ποικίλλω
  41371. ποίκιλμα, ατος (τό)
  41372. ποικιλμός, οῦ (ὁ)
  41373. ποικιλοδέρμων, ων, ον
  41374. ποικιλόθριξ, τριχος
  41375. ποικιλόθροος, ος, ον
  41376. ποικιλομήτης, ου
  41377. ποικιλόμορφος, ος, ον
  41378. ποικιλόνωτος, ος, ον
  41379. ποικίλος, η, ον
  41380. ποικιλόστολος, ος, ον
  41381. ποικιλόφρων, ων, ον
  41382. ποικιλτής, οῦ (ὁ)
  41383. ποικιλῳδός, ός, όν
  41384. ποικίλως
  41385. ποιμαίνω
  41386. ποιμανόριον, ου (τό)
  41387. ποιμάνωρ, ορος (ὁ)
  41388. ποιμενικός, ή, όν
  41389. ποιμήν, ένος (ὁ)
  41390. ποίμνη, ης (ἡ)
  41391. ποιμνήϊος, η, ον
  41392. ποίμνιον, ου (τό)
  41393. ποιμνίτης, ου
  41394. ποινάτωρ, ορος (ὁ)
  41395. ποινάω-ῶ
  41396. ποινή, ῆς (ἡ)
  41397. ποίνιμος, ος, ον
  41398. Ποινοί, ῶν (οἱ)
  41399. ποινοποιός, ός, όν
  41400. ποιόνομος, ος, ον
  41401. ποιονόμος, ος, ον
  41402. ποῖος, α, ον
  41403. ποιός, ά, όν
  41404. ποιότης, ητος (ἡ)
  41405. ποιούντων
  41406. ποιπνύω
  41407. ποίφυγμα, ατος (τό)
  41408. ποιφύσσω
  41409. ποιώδης, ης, ες
  41410. πόκος, ου (ὁ)
  41411. πόλεε
  41412. πολέες
  41413. πολεμάρχειος, ος, ον
  41414. πολεμαρχέω-ῶ
  41415. πολέμαρχος, ου (ὁ)
  41416. πολεμέω-ῶ
  41417. πολεμήϊος, η, ον
  41418. πολεμησείω
  41419. πολεμητέον
  41420. πολεμία, ας (ἡ)
  41421. πολεμίζω
  41422. πολεμικός, ή, όν
  41423. πολεμικῶς
  41424. πολέμιος, α, ον
  41425. πολεμιστήριος, α, ον
  41426. πολεμιστής, οῦ
  41427. πολεμίως
  41428. πολεμόκραντος, ος, ον
  41429. πόλεμόνδε
  41430. πολεμοποιέω-ῶ
  41431. πολεμοποιός, ός, όν
  41432. πόλεμος, ου (ὁ)
  41433. πολεμόω-ῶ
  41434. πολεμοφθόρος, ος, ον
  41435. πολέος
  41436. πολεύω
  41437. πολέω-ῶ
  41438. πόλεων
  41439. πολέων
  41440. πολιαίνομαι
  41441. Πολιάς, άδος
  41442. πολιάς, άδος
  41443. πολίδιον, ου (τό)
  41444. πολίζω
  41445. πολιήτης, ου (ὁ)
  41446. πολιῆτις, ιδος (ἡ)
  41447. πόλινδε
  41448. πολιοκρόταφος, ος, ον
  41449. πολιορκέω-ῶ
  41450. πολιορκητέος, α, ον
  41451. πολιορκητής, οῦ
  41452. πολιορκία, ας (ἡ)
  41453. πολιός, ά, όν
  41454. πολιοῦχος, α, ον
  41455. πόλις, εως (ἡ)
  41456. πόλισμα, ατος (τό)
  41457. πολίσσαμεν
  41458. πολισσονόμος, ος, ον
  41459. πολισσόος, ος, ον
  41460. πολισσοῦχος, ος, ον
  41461. πολιτάρχης, ου (ὁ)
  41462. πολιτεία, ας (ἡ)
  41463. πολίτευμα, ατος (τό)
  41464. πολιτεύω
  41465. πολιτηΐη, ης (ἡ)
  41466. πολίτης, ου
  41467. πολιτικός, ή, όν
  41468. πολιτικῶς
  41469. πολῖτις, ιδος (ἡ)
  41470. πολίχνη, ης (ἡ)
  41471. πολίχνιον, ου (τό)
  41472. πολιώδης, ης, ες
  41473. πολίωσις, εως (ἡ)
  41474. πολλά
  41475. πολλάκις
  41476. πολλάκι
  41477. πολλαπλασιάζω
  41478. πολλαπλασιασμός, οῦ (ὁ)
  41479. πολλαπλάσιος, α, ον
  41480. πολλαπλασιόω-ῶ
  41481. πολλαπλασίων, ων, ον
  41482. πολλαπλασίωσις, εως (ἡ)
  41483. πολλαπλήσιος, ος, ον
  41484. πολλαπλόος, η, ον
  41485. πολλαχῇ
  41486. πολλαχόθεν
  41487. πολλαχόθι
  41488. πολλαχόσε
  41489. πολλαχοῦ
  41490. πολλαχῶς
  41491. πολλός, ή, όν
  41492. πολλοστημόριος, ος, ον
  41493. πολλοστός, ή, όν
  41494. πολλοστῶς
  41495. πολλοῦ
  41496. πόλος, ου (ὁ)
  41497. πόλτος, ου (ὁ)
  41498. πολύ
  41499. πολύαθλος, ος, ον
  41500. πολυαίματος, ος, ον
  41501. Πολυαιμονίδης, ου (ὁ)
  41502. πολυαίμων, ων, ον
  41503. πολύαινος, η, ον
  41504. πολυάϊξ, ϊκος
  41505. πολυανδρέω-ῶ
  41506. πολυάνδριον, ου (τό)
  41507. πολύανδρος, ος, ον
  41508. πολυανθέα
  41509. πολυανθής, ής, ές
  41510. πολυανθρωπία, ας (ἡ)
  41511. πολυάνθρωπος, ος, ον
  41512. πολυάνωρ, ορος
  41513. πολυάρατος, ος, ον
  41514. πολυάργυρος, ος, ον
  41515. πολυάρητος
  41516. πολυαρκής, ής, ές
  41517. πολυάρματος, ος, ον
  41518. πολύαρνι
  41519. πολυαρχία, ας (ἡ)
  41520. πολυάσχολος, ος, ον
  41521. πολυάχητος, ος, ον
  41522. πολυβαφής, ής, ές
  41523. πολυβενθής, ής, ές
  41524. πολυβλαβής, ής, ές
  41525. πουλυβότειρα, ας
  41526. πολύβοτος, ος, ον
  41527. πολύβουλος, ος, ον
  41528. πολυβούτης, ου
  41529. πολύγελως, ωτος
  41530. πολυγηθής, ής, ές
  41531. πολύγλωσσος, ος, ον
  41532. πολύγομφος, ος, ον
  41533. πολυγονέω-ῶ
  41534. πολύγονος, ος, ον
  41535. πολυγράμματος, ος, ον
  41536. πολυγύμναστος, ος, ον
  41537. πολύγωνος, ος, ον
  41538. πολυδαίδαλος, ος, ον
  41539. πολυδάκρυος, ος, ον
  41540. πολύδακρυς, υος
  41541. πολυδάκρυτος, ος, ον
  41542. πολυδάπανος, ος, ον
  41543. πολυδειράς, άδος
  41544. πολυδένδρεος, ος, ον
  41545. πολύδεσμος, ος, ον
  41546. Πολυδεύκης, εος-ους (ὁ)
  41547. Πολυδεύκιον, ου (τό)
  41548. πολυδίψιος, ος, ον
  41549. πολύδονος, ος, ον
  41550. πολύδρομος, ος, ον
  41551. πολυδωρία, ας (ἡ)
  41552. πολύδωρος, ος, ον
  41553. πολύεδρος, ος, ον
  41554. πολυειδής, ής, ές
  41555. πολυεπαίνετος, ος, ον
  41556. πολυεπής, ής, ές
  41557. πολυέραστος, ος, ον
  41558. πολύευκτος, ος, ον
  41559. Πολυζήλειος αὐλή (ἡ)
  41560. πολύζηλος, ος, ον
  41561. πολυζήλωτος, ος, ον
  41562. πολύζυγος, ος, ον
  41563. πολυηγερής, ής, ές
  41564. πολυήμερος, ος, ον
  41565. πολυήρατος, ος, ον
  41566. πολυηχής, ής, ές
  41567. πολυήχητος, ος, ον
  41568. πολυήχως
  41569. πολυθαρσής, ής, έν
  41570. πολύθεος, ος, ον
  41571. πολύθερμος, ος, ον
  41572. πολύθηρος, ος, ον
  41573. πολυθρέμμων, ων, ον
  41574. πολύθρηνος, ος, ον
  41575. πολύθροος, ος, ον
  41576. πολυθρύλητος, ος, ον
  41577. πολύθυρος, ος, ον
  41578. πολύθυτος, ος, ον
  41579. πολυϊδρεία, ας (ἡ)
  41580. πολύϊδρις, ιος
  41581. πολύϊππος, ος, ον
  41582. πολυκαγκής, ής, έν
  41583. πολυκαισαρίη, ης (ἡ)
  41584. πολυκαμπής, ής, ές
  41585. πολυκανής, ής, ές
  41586. πολυκαρπία, ας (ἡ)
  41587. πολύκαρπος, ος, ον
  41588. πολυκέλαδος, ος, ον
  41589. πολυκερδείη, ης (ἡ)
  41590. πολυκερδής, ής, ές
  41591. πολύκερως, ως, ον
  41592. πολύκεστος, ος, ον
  41593. πολυκέφαλος, ος, ον
  41594. πολυκηδής, ής, ές
  41595. πολυκίνητος, ος, ον
  41596. πολύκλαγγος, ος, ον
  41597. πολύκλαυστος, ος, ον
  41598. πολύκλαυτος, ος, ον
  41599. πολυκλήϊς, ϊδος
  41600. πολύκληρος, ος, ον
  41601. πολύκλητος, ος, ον
  41602. πολύκλυστος, ος, ον
  41603. πολύκμητος, ος, ον
  41604. πολύκνημος, ος, ον
  41605. πολύκοινος, ος, ον
  41606. πολυκοιρανία, ας (ἡ)
  41607. πολυκρατής, ής, ές
  41608. πολυκτήμων, ων, ον
  41609. πολύκτητος, ος, ον
  41610. πολυκτόνος, ος, ον
  41611. πολύκωπος, ος, ον
  41612. πολυλήϊος, ος, ον
  41613. πολύλαλος, ος, ον
  41614. πολύλιμος, ου (ὁ)
  41615. πολύλλιστος, ος, ον
  41616. πολυλογία, ας (ἡ)
  41617. πολυλόγος, ος, ον
  41618. πολυμάθεια, ας (ἡ)
  41619. πολυμαθής, ής, ές
  41620. πολυμαθία, ας (ἡ)
  41621. πολυμάντευτος, ος, ον
  41622. πολυμάχητος, ος, ον
  41623. πολυμέρεια, ας (ἡ)
  41624. πολυμερῶς
  41625. πολυμηκάς, άδος
  41626. πολύμηλος, ος, ον
  41627. πολύμητις, ιος
  41628. πολυμηχανία, ας (ἡ)
  41629. πολυμήχανος, ος, ον
  41630. πολυμιγία, ας (ἡ)
  41631. πολυμιξία, ας (ἡ)
  41632. πολυμισής, ής, ές
  41633. πολύμιτος, ος, ον
  41634. πολύμναστος, ος, ον
  41635. πολυμνήμων, ων, ον
  41636. πολυμνήστευτος, ος, ον
  41637. πολυμνήστη, ης
  41638. πολύμνηστος, ος, ον
  41639. πολυμνήστωρ, ορος
  41640. Πυλύμνια, ας (ἡ)
  41641. πολύμουσος, ος, ον
  41642. πολύμοχθος, ος, ον
  41643. πολύμυθος, ος, ον
  41644. πολυναύτης, ου
  41645. πολυνεικής, ής, ές
  41646. Πολυνείκης, ους (ὁ)
  41647. πολυνίκης, ης, ες
  41648. πολύξενος, ος, ον
  41649. πολύξεστος, ος, ον
  41650. πολυοινία, ας (ἡ)
  41651. πολύοινος, ος, ον
  41652. πολυόμματος, ος, ον
  41653. πολυόνειρος, ος, ον
  41654. πολυόρνιθος, ος, ον
  41655. πολυοψία, ας (ἡ)
  41656. πολύοψος, ος, ον
  41657. πολυπάθεια, ας (ἡ)
  41658. πολυπαθής, ής, ές
  41659. πολυπαιδία, ας (ἡ)
  41660. πολυπαίπαλος, ος, ον
  41661. πολύπαις, παιδος
  41662. πολυπάμων, ων, ον
  41663. πολυπάτητος, ος, ον
  41664. πολυπειρία, ας (ἡ)
  41665. πολυπενθής, ής, ές
  41666. πολυπευθής, ής, ές
  41667. πολυπῖδαξ, ακος
  41668. πολύπικρος, ος, ον
  41669. πολύπλαγκτος, ος, ον
  41670. πολυπλανής, ής, ές
  41671. πολυπλάνητος, ος, ον
  41672. πολύπλανος, ος, ον
  41673. πολυπλασιάζω
  41674. πολυπλασιασμός, οῦ (ὁ)
  41675. πολυπλασίων, ονος
  41676. πολύπλεθρος, ος, ον
  41677. πολύπλευρος, ος, ον
  41678. πολυπλήθεια, ας (ἡ)
  41679. πολυπληθία, ας (ἡ)
  41680. πολύπλοκος, ος, ον
  41681. πολυποίκιλος, ος, ον
  41682. πολύπονος, ος, ον
  41683. πολυπόνως
  41684. πολύπορος, ος, ον
  41685. πολυπότης, ου
  41686. πολυπότις, ιδος
  41687. πολύπους, ους, ουν
  41688. πολυπραγμονέω-ῶ
  41689. πολυπραγμοσύνη, ης (ἡ)
  41690. πολυπράγμων, ων, ον
  41691. πολυπρηγμονέω
  41692. πολυπρόβατος, ος, ον
  41693. πολυπρόσωπος, ος, ον
  41694. πολυπτόητος, ος, ον
  41695. πολύπτυχος, ος, ον
  41696. πολύπυρος, ος, ον
  41697. πολύρραφος, ος, ον
  41698. πολύρρην, ηνος
  41699. πολύρρηνος, ος, ον
  41700. πολύρροθος, ος, ον
  41701. πολύρρυτος, ος, ον
  41702. πολύς , πολλή, πολύ
  41703. πολύσαθρος, ος, ον
  41704. πολυσαρκία, ας (ἡ)
  41705. πολύσαρκος, ος, ον
  41706. πολυσθενής, ής, ές
  41707. πολυσινής, ής, ές
  41708. πολυσιτία, ας (ἡ)
  41709. πολύσκαρθμος, ος, ον
  41710. πολυσκεπής, ής, ές
  41711. πολύσπαστον, ου (τό)
  41712. πολυσπερής, ής, ές
  41713. πολύσπλαγχνος, ος, ον
  41714. πολυστάφυλος, ος, ον
  41715. πολυστένακτος, ος, ον
  41716. πολυστεφής, ής, ές
  41717. πολύστονος, ος, ον
  41718. πολύστυλος, ος, ον
  41719. πολυσύλλαβος, ος, ον
  41720. πολυσφόνδυλος, ος, ον
  41721. πολυσχιδής, ής, ές
  41722. πολύσχιστος, ος, ος
  41723. πολυσώματος, ος, ον
  41724. πολυτάλαντος, ος, ον
  41725. πολυτεκνέω-ῶ
  41726. πολυτεκνία, ας (ἡ)
  41727. πολύτεκνος, ος, ος
  41728. πολυτέλεια, ας (ἡ)
  41729. πολυτελής, ής, ές
  41730. πολυτελῶς
  41731. πολύτεχνος, ος, ον
  41732. πολυτίμητος, ος, ον
  41733. πολύτιμος, ος, ον
  41734. πολύτιτος, ος, ον
  41735. πολύτλας, α
  41736. πολυτλήμων, ονος
  41737. πολύτλητος, ος, ον
  41738. πολύτολμος, ος, ον
  41739. πολύτρεπτος, ος, ον
  41740. πολυτρήρων, ωνος
  41741. πολύτρητος, ος, ον
  41742. πολυτροπία, ας (ἡ)
  41743. πολύτροπος, ος, ον
  41744. πολυτρόπως
  41745. πολύτροφος, ος, ον
  41746. πολυύμνητος, ος, ον
  41747. πολύυμνος, ος, ον
  41748. πολυφαγία, ας (ἡ)
  41749. πολυφάνταστος, ος, ον
  41750. πολυφάρμακος, ος, ον
  41751. πολύφημος, ος, ον
  41752. Πολύφημος, ου (ὁ)
  41753. πολύφθογγος, ος, ον
  41754. πολύφθοος, ος, ον
  41755. πολυφθόρος, ος, ον
  41756. πολύφθορος, ος, ον
  41757. πολυφιλία, ας (ἡ)
  41758. πολύφιλος, ος, ον
  41759. πολύφλοισβος, ος, ον
  41760. πολύφορβος, ος, ον
  41761. πολυφορία, ας (ἡ)
  41762. πολυφόρος, ος, ον
  41763. πολυφροσύνη, ης (ἡ)
  41764. πολύφρων, ων, ον
  41765. πολυφωνία, ας (ἡ)
  41766. πολύφωνος, ος, ον
  41767. πολύχαλκος, ος, ον
  41768. πολύχειρ, χειρος
  41769. πολυχειρία, ας (ἡ)
  41770. πολύχοος, ος, ον
  41771. πολύχορδος, ος, ον
  41772. πολύχους, ους, ουν
  41773. πολυχρόνιος, ος, ον
  41774. πολύχρυσος, ος, ον
  41775. πολύχυτος, ος, ον
  41776. πολύχωρος ος, ος
  41777. πολύχωστος, ος, ον
  41778. πολύψαμμος, ος, ον
  41779. πολυψηφία, ας (ἡ)
  41780. πολυψήφις, ιδος
  41781. πολύψηφος, ος, ον
  41782. πολυώνυμος, ος, ον
  41783. πολυωπός, ός, όν
  41784. πολυωρέω-ῶ
  41785. πολυωρητικός, ή, όν
  41786. πολύωτος, ος, ον
  41787. πολυωφελής, ής, ές
  41788. πόμα, ατος (τό)
  41789. πομπά, ᾶς (ἡ)
  41790. πομπαῖος, α, ον
  41791. πομπεία, ας (ἡ)
  41792. πομπεύς, έως (ὁ)
  41793. πομπευτής, οῦ (ὁ)
  41794. πομπεύω
  41795. πομπή, ῆς (ἡ)
  41796. πομπικός, ή, όν
  41797. πόμπιμος, ος, ον
  41798. πομπός, οῦ (ὁ, ἡ)
  41799. πονέεσθαι
  41800. πονέω-ῶ
  41801. πόνημα, ατος (τό)
  41802. πονηρεύομαι
  41803. πονηρία, ας (ἡ)
  41804. πονηρόπολις, εως (ἡ)
  41805. πονηρός, ά, όν
  41806. πονηρῶς
  41807. πονήσομαι
  41808. πονητέον
  41809. πόνος, ου (ὁ)
  41810. ποντιάς, άδος
  41811. ποντίζω
  41812. Ποντικός, ή, όν
  41813. πόντιος, α, ον
  41814. ποντόθεν
  41815. ποντομέδων, οντος (ὁ)
  41816. πόντονδε
  41817. ποντοπορεύω
  41818. ποντοπορέω-ῶ
  41819. ποντοπόρος, ος, ον
  41820. Ποντοποσειδῶν, ῶνος (ὁ)
  41821. πόντος, ου (ὁ)
  41822. ποντόφιν
  41823. πόπανον, ου (τό)
  41824. πόπαξ
  41825. Πόπλιος, ου (ὁ)
  41826. πόποι1
  41827. πόποι2 (οἱ)
  41828. ποππύζω
  41829. ποππυσμός, οῦ (ὁ)
  41830. πορδαλέος, α, ον
  41831. πόρδαλις, εως (ἡ)
  41832. πορδή, ῆς (ἡ)
  41833. πόρε
  41834. πορεία, ας (ἡ)
  41835. πορεῖν
  41836. πορεῖον, ου (τό)
  41837. πόρευμα, ατος (τό)
  41838. πορεύσιμος, ος, ον
  41839. πορευτέος, α, ον
  41840. πορευτός, ή, όν
  41841. πορεύω
  41842. πορθέω-ῶ
  41843. πόρθημα, ατος (τό)
  41844. πόρθησις, εως (ἡ)
  41845. πορθήτωρ, ορος
  41846. πορθμεῖον, ου (τό)
  41847. πόρθμευμα, ατος (τό)
  41848. πορθμεύς, έως (ὁ)
  41849. πορθμεύω
  41850. πορθμήϊον, ου (τό)
  41851. πορθμός, οῦ (ὁ)
  41852. πορίζω
  41853. πόριμος, ος, ον
  41854. πόρις, ιος (ἡ)
  41855. πορισμός, οῦ (ὁ)
  41856. ποριστής, οῦ (ὁ)
  41857. ποριστικός, ή, όν
  41858. πόρκης, ου (ὁ)
  41859. πόρκος, ου (ὁ)
  41860. πορνεία, ας (ἡ)
  41861. πορνεῖον, ου (τό)
  41862. πορνεύω
  41863. πόρνη, ης (ἡ)
  41864. πόρνος, ου (ὁ)
  41865. πόρος, ου (ὁ)
  41866. πόρπαξ, ακος (ὁ)
  41867. πορπάω-ῶ
  41868. πόρπη, ης (ἡ)
  41869. πόρρω1
  41870. πόρρωθεν
  41871. πορρατάτω
  41872. πορρώτερον, πορρωτέρω
  41873. πορρωτέρωθεν
  41874. πορσαίνω
  41875. πορσύνω
  41876. πόρσω
  41877. πόρταξ, ακος (ἡ)
  41878. πόρτις, ιος (ὁ, ἡ)
  41879. πορφύρα, ας (ἡ)
  41880. πορφυράνθεμος, ος, ον
  41881. πορφύρεος-οῦς, έα-ᾶ, εον-ο
  41882. πορφυρεύς, έως (ὁ)
  41883. πορφυρευτικός, ή, όν
  41884. πορφυρέω-ῶ
  41885. πορφυρίς, ίδος (ἡ)
  41886. πορφυροειδής, ής, ές
  41887. πορφυροπώλης, ου (ὁ)
  41888. πορφυρόπωλις, ιδος (ἡ)
  41889. πορφυρόστρωτος, ος, ον
  41890. πορφυροῦς, ᾶ, οῦν
  41891. πορφύρω
  41892. πόσ’
  41893. ποσάκις
  41894. ποσαχῶς
  41895. πόσε
  41896. Ποσείδαν, Ποσειδᾶν
  41897. Ποσειδαόνιος, α, ον
  41898. Ποσειδάων, ωνος (ὁ)
  41899. Ποσειδέων, ωνος (ὁ)
  41900. Ποσειδεών, ῶνος (ὁ)
  41901. Ποσειδήϊον, ου (τό)
  41902. Ποσειδῶν, ῶνος (ὁ)
  41903. Ποσειδωνιάτης, ου (ὁ)
  41904. Ποσειδώνιος, α, ον
  41905. ποσί
  41906. Ποσιδήιος, ος, ον
  41907. πόσις1, εως (ἡ)
  41908. πόσις2, ιος (ὁ)
  41909. πόσος, η, ον
  41910. ποσός, ή, όν
  41911. ποσσῆμαρ
  41912. ποσσί
  41913. ποσσίκροτος, ος, ον
  41914. ποσταῖος, α, ον
  41915. πόστος, η, ον
  41916. πότ’ 1
  41917. πότ’ 2
  41918. ποτ’
  41919. ποταίνιος, α, ον
  41920. ποταμηδόν
  41921. ποτάμιος, α, ον
  41922. ποταμογείτων, ονος
  41923. Ποταμοῖ
  41924. ποταμόνδε
  41925. ποταμός, οῦ (ὁ)
  41926. ποταμοφόρητος, ος, ον
  41927. ποτανός
  41928. ποτάομαι-ῶμαι
  41929. ποταπός, ή, όν
  41930. πότε
  41931. ποτέ
  41932. Ποτείδαια, ας (ἡ)
  41933. Ποτειδᾶν
  41934. Ποτειδεάτης, ου (ὁ)
  41935. Ποτειδεατικός, ή, όν
  41936. ποτέομαι
  41937. ποτέος, α, ον
  41938. πότερος,
  41939. ποτέρωθι
  41940. ποτέρως
  41941. ποτέρωσε
  41942. ποτή, ῆς (ἡ)
  41943. ποτηνός, ή, όν
  41944. ποτήρ, ῆρος (ὁ)
  41945. ποτήριον, ου (τό)
  41946. ποτής, ῆτος (ἡ)
  41947. ποτητός, ή, όν
  41948. ποτί
  41949. Ποτιδαίη, ης (ἡ)
  41950. Ποτιδαιήτης, ου (ὁ)
  41951. ποτίζω
  41952. ποτικός, ή, όν
  41953. ποτικῶς
  41954. πότιμος, ος, ον
  41955. πότμος, ου (ὁ)
  41956. πότνα
  41957. πότνια, ας (ἡ)
  41958. ποτνιάομαι-ῶμαι
  41959. πότος, ου (ὁ)
  41960. ποτός, ή, όν
  41961. ποῦ
  41962. πού
  41963. πουλυβότειρα
  41964. πουλύς
  41965. πούς, ποδός (ὁ)
  41966. πρᾶγμα, ατος (τό)
  41967. πραγματεία, ας (ἡ)
  41968. πραγματεύομαι
  41969. πραγματευτής, οῦ (ὁ)
  41970. πραγματικός, ή, όν
  41971. πραγματικῶς
  41972. πραγματώδης, ης, ες
  41973. πρᾶγος, εος-ους (τό)
  41974. πραέα
  41975. πραθέειν
  41976. πραθείς, εῖσα, έν
  41977. πραιτώριον, ου (τό)
  41978. πρακτέος, α, ον
  41979. πρακτήρ, ῆρος (ὁ)
  41980. πρακτήριος, α, ον
  41981. πρακτικός, ή, όν
  41982. πρακτικῶς
  41983. πράκτωρ, ορος (ὁ, ἡ)
  41984. Πράμνειος οἶνος (ὁ)
  41985. Πράμνιος, οῦ (ὁ)
  41986. πρανής, ής, ές
  41987. πρᾶξαι
  41988. πρᾶξις, εως (ἡ)
  41989. πρᾷον
  41990. πραόνως
  41991. πρᾷος, ος, ον
  41992. πρᾳότης, ητος (ἡ)
  41993. πραπίς, ίδος (ἡ)
  41994. πρασιά, ᾶς (ἡ)
  41995. πρασιή, ῆς (ἡ)
  41996. πράσιμος, ος, ον
  41997. πράσινος, ος, ον
  41998. πρᾶσις, εως (ἡ)
  41999. πράσον, ου (τό)
  42000. πράσσω
  42001. πρατήρ, ῆρος (ὁ)
  42002. πρατήριον, ου (τό)
  42003. πρατός, ή, όν
  42004. πράττω
  42005. πράϋνσις, εως (ἡ)
  42006. πραϋντικός, ή, όν
  42007. πραΰνω
  42008. πραϋπαθής, ής, ές
  42009. πραϋπαθία, ας (ἡ)
  42010. πραΰς, πραεῖα, πραΰ
  42011. πραΰτης, ητος (ἡ)
  42012. πραΰτροπος, ος, ον
  42013. πρᾴως
  42014. πρεμνίζω
  42015. πρέμνον, ου (τό)
  42016. πρέπον
  42017. πρεπόντως
  42018. πρεπτός, ή, όν
  42019. πρέπω
  42020. πρεπώδης, ης, ες
  42021. πρέπων, οντος (ὁ)
  42022. πρέσβα, ης
  42023. πρεσβεία, ας, (ἡ)
  42024. πρεσβεῖον, ου (τό)
  42025. πρέσβειρα, ας
  42026. πρέσβευμα, ατος (τό)
  42027. πρέσβευσις, εως (ἡ)
  42028. πρεσβευτής, οῦ (ὁ)
  42029. πρεσβεύω
  42030. πρεσβήϊον, ου (τό)
  42031. πρέσβις, εως (ἡ)
  42032. πρέσβιστος
  42033. πρέσβος, εος-ους (τό)
  42034. πρεσβυγένεια, ας (ἡ)
  42035. πρεσβυγενής, ής, ές
  42036. πρέσβυς, εως
  42037. πρεσβυτέριον, ου (τό)
  42038. πρεσβύτερος
  42039. πρεσβύτης, ου
  42040. πρεσβυτίδιος, α, ον
  42041. πρεσβυτικός, ή, όν
  42042. πρεσβυτικῶς
  42043. πρεσβῦτις, ιδος (ἡ)
  42044. πρευμενής, ής, ές
  42045. πρευμενῶς
  42046. πρῆγμα, ατος (τό)
  42047. πρηΰς, πρηεῖα, πρηΰ
  42048. πρήθω
  42049. πρηκτήρ, ῆρος (ὁ)
  42050. πρηνής, ής, ές
  42051. πρῆξαι
  42052. πρῆσε
  42053. πρεσθείς
  42054. πρήσσω
  42055. πρηστήρ, ῆρος (ὁ)
  42056. πρητήριον, ου (τό)
  42057. πρηΰνω
  42058. πρίαμαι
  42059. Πριαμίδης, ου (ὁ)
  42060. Πρίαμος, ου (ὁ)
  42061. Πρίαπος, ου (ὁ)
  42062. πρίασθαι
  42063. πρίζω
  42064. Πρίηπος, ου (ὁ)
  42065. πρίν
  42066. πρίνινος, η, ον
  42067. πρῖνος, ου (ἡ, ὁ)
  42068. πρίου
  42069. πρῖσις, εως (ἡ)
  42070. πρίστις, εως (ἡ)
  42071. πριστός, ή, όν
  42072. πρίω1
  42073. πρίω2
  42074. πρίων1, ονος (ὁ)
  42075. πρίων2, ουσα, ον
  42076. πρό
  42077. προαγαγεῖν
  42078. προαγγέλλω
  42079. προάγγελος, ος, ον
  42080. προάγγελσις, εως (ἡ)
  42081. προαγόρευσις, εως (ἡ)
  42082. προαγορεύω
  42083. προάγορος, ου (ὁ)
  42084. προάγω
  42085. προαγωγεία, ας (ἡ)
  42086. προαγωγεύω
  42087. προαγωγή, ῆς (ἡ)
  42088. προαγωγός, ός, όν
  42089. προάγων, ωνος (ὁ)
  42090. προαγωνίζομαι
  42091. προαγωνιστής, οῦ
  42092. προαδικέω-ῶ
  42093. προᾴδω
  42094. προαιδέομαι-οῦμαι
  42095. προαίρεσις, εως (ἡ)
  42096. προαιρετέον
  42097. προαιρετικός, ή, όν
  42098. προαιρέω-ῶ
  42099. προαίρω
  42100. προαισθάνομαι
  42101. προαίσθησις, εως (ἡ)
  42102. προαιτιάομαι-ῶμαι
  42103. προακοντίζω
  42104. προακούω
  42105. προαλής, ής, ές
  42106. προαλίσκομαι
  42107. προαμύνομαι
  42108. προαναβαίνω
  42109. προαναβάλλομαι
  42110. προαναγιγνώσκω
  42111. προανάγω
  42112. προαναιρέω-ῶ
  42113. προαναισιμόω-ῶ
  42114. προανακινέω-ῶ
  42115. προανακρούομαι
  42116. προαναλίσκω
  42117. προαναπνέω-ῶ
  42118. προαναρπάζω
  42119. προανασείω
  42120. προαναστέλλω
  42121. προανατέλλω
  42122. προαναφωνέω-ῶ
  42123. προαναχώρησις, εως (ἡ)
  42124. προανέλκω
  42125. προανίσχω
  42126. προανοίγω
  42127. προανύτω
  42128. προαπαγορεύω
  42129. προαπαντάω-ῶ
  42130. προαπαυδάω-ῶ
  42131. προάπειμι
  42132. προαπεῖπον, προαπείρηκα
  42133. προαπέρχομαι
  42134. προαπεχθάνομαι
  42135. προαπηγέομαι
  42136. προαποδείκνυμι
  42137. προαποθνῄσκω
  42138. προαποθρηνέω-ῶ
  42139. προαποκάμνω
  42140. προαποκληρόω-ῶ
  42141. προαποκτείνω
  42142. προαπολαύω
  42143. προαπολείπω
  42144. προαπολήγω
  42145. προαπόλλυμι
  42146. προαπολλύω
  42147. προαποπέμπω
  42148. προαποπνίγομαι
  42149. προαποστέλλω
  42150. προαποσφάζω
  42151. προαποτίθημι
  42152. προαποτρέπομαι
  42153. προαποφαίνω
  42154. προαποφοιτάω-ῶ
  42155. προαποχωρέω-ῶ
  42156. προαρπάζω
  42157. προασκέω-ῶ
  42158. προασπίζω
  42159. προάστειος, ος, ον
  42160. προαστήϊον, ου (τό)
  42161. προάστιον, ου (τό)
  42162. προάστιος, α, ον
  42163. προαυλέω-ῶ
  42164. προαύλιον1, ου (τό)
  42165. προαύλιον2, ου (τό)
  42166. προαφηγέομαι-οῦμαι
  42167. προαφικνέομαι-οῦμαι
  42168. προαφίστημι
  42169. πρόβα
  42170. προβάδην
  42171. προβαδίζω
  42172. προβαίνω
  42173. προβάλεσκε
  42174. προβάλλω
  42175. προβασανίζω
  42176. πρόβασι
  42177. πρόβασις, εως (ἡ)
  42178. προβασκάνιον, ου (τό)
  42179. προβατεία, ας (ἡ)
  42180. προβατευτικός, ή, όν
  42181. προβατικός, ή, όν
  42182. προβάτιον, ου (τό)
  42183. προβατογνώμων, ονος
  42184. προβατοκάπηλος, ου (ὁ)
  42185. πρόβατον, ου (τό)
  42186. προβέβουλα
  42187. πρόβημα, ατος (τό)
  42188. προβιάζομαι
  42189. προβιβάζω
  42190. προβιβάς
  42191. προβιβάω-ῶ
  42192. προβίβημι
  42193. προβιβῶ
  42194. προβιόω-ῶ
  42195. προβλέπω
  42196. πρόβλημα, ατος (τό)
  42197. προβληματώδης, ης, ες
  42198. προβλής, ῆτος
  42199. πρόβλητος, ος, ον
  42200. προβλώσκω
  42201. προβοάω-ῶ
  42202. προβόλαιος, ος, ον
  42203. προβολή, ῆς (ἡ)
  42204. πρόβολος, ου (ὁ)
  42205. προβοσκίς, ίδος (ἡ)
  42206. προβοσκός, οῦ (ὁ)
  42207. προβούλευμα, ατος (τό)
  42208. προβουλευμάτιον, ου (τό)
  42209. προβουλεύω
  42210. προβουλόπαις, -παιδος (ἡ)
  42211. πρόβουλος, ου
  42212. προβωθέω
  42213. προγάμιος, ος, ον
  42214. προγαστρίδιος, ος, ον
  42215. προγάστωρ, ορος
  42216. προγενής, ής, ές
  42217. προγεννήτωρ, ορος (ὁ)
  42218. προγεύομαι
  42219. προγεύστης, ου (ὁ)
  42220. προγηράσκω
  42221. προγίγνομαι
  42222. προγιγνώσκω
  42223. προγίνομαι
  42224. προγινώσκω
  42225. πρόγνωσις, εως (ἡ)
  42226. προγνωστικός, ή, όν
  42227. πρόγονος1, ος, ον
  42228. πρόγονος2, ου (ὁ, ἡ)
  42229. πρόγραμμα, ατος (τό)
  42230. προγραφή, ῆς (ἡ)
  42231. προγράφω
  42232. προγυμνάζω
  42233. προδάω
  42234. προδανείζω
  42235. προδαπανάω-ῶ
  42236. προδείδω
  42237. προδείκνυμι
  42238. προδεικνύω
  42239. προδειμαίνω
  42240. προδειπνέω-ῶ
  42241. προδέκτωρ, ορος (ὁ)
  42242. προδέξας
  42243. προδέρκομαι
  42244. πρόδηλος, ος, ον
  42245. προδηλόω-ῶ
  42246. προδήλως
  42247. προδήλωσις, εως (ἡ)
  42248. προδιαβαίνω
  42249. προδιαβάλλω
  42250. προδιαγιγνώσκω
  42251. προδιαγωγή, ῆς (ἡ)
  42252. προδιαίτησις, εως (ἡ)
  42253. προδιαλέγομαι
  42254. προδιαλύω
  42255. προδιασύρω
  42256. προδιαφθείρω
  42257. προδιαχωρέω-ῶ
  42258. προδιδάσκω
  42259. προδίδωμι
  42260. προδιεξέρχομαι
  42261. προδιεργάζομαι
  42262. προδιερευνάω-ῶ
  42263. προδιερευνητής, οῦ (ὁ)
  42264. προδιέρχομαι
  42265. προδιηγέομαι-οῦμαι
  42266. προδιήγησις, εως (ἡ)
  42267. προδικέω-ῶ
  42268. προδικία, ας (ἡ)
  42269. πρόδικος, ος, ον
  42270. προδιοικέω-ῶ
  42271. προδιοικητικός, ή, όν
  42272. προδιώκω
  42273. προδοκέω-ῶ
  42274. προδοκή, ῆς (ἡ)
  42275. πρόδομος, ος, ον
  42276. προδοξάζω
  42277. προδοσία, ας (ἡ)
  42278. προδότης, ου (ὁ)
  42279. προδοτικός, ή, όν
  42280. προδοτικῶς
  42281. προδότις, ιδος
  42282. πρόδοτος, ος, ον
  42283. πρόδουλος, ος, ον
  42284. προδραμών
  42285. προδρομή, ῆς (ἡ)
  42286. πρόδρομος, ος, ον
  42287. προδυστυχέω-ῶ
  42288. προέγνων
  42289. προεδρεύω
  42290. προεδρία, ας (ἡ)
  42291. πρόεδρος, ος, ον
  42292. προέδωκα
  42293. προεέργω
  42294. προέηκα
  42295. προεθέμην
  42296. προεθίζω
  42297. προεθιστέον
  42298. προειδέναι, προεῖδον
  42299. προεῖεν
  42300. προεικάζω
  42301. πρόειμι1
  42302. πρόειμι2
  42303. προεῖντο
  42304. προεῖπον
  42305. προείρω
  42306. προεισάγω
  42307. προεισπέμπω
  42308. προεκθέω
  42309. προεκκομίζω
  42310. προεκλέγω
  42311. προεκπέμπω
  42312. προεκπίνω
  42313. προεκπίπτω
  42314. προεκπλέω
  42315. προεκπλήσσω
  42316. προεκτελέω-ῶ
  42317. προεκτήκομαι
  42318. προεκτίθημι
  42319. προεκτρέχω
  42320. προεκφεύγω
  42321. προεκφοβέω-ῶ
  42322. προεκφόβησις, εως (ἡ)
  42323. προεκχέω
  42324. προελαύνω
  42325. προελκύω
  42326. προελπίζω
  42327. προεμβαίνω
  42328. προεμβάλλω
  42329. προέμεν
  42330. προεμπίμπλημι
  42331. προεμπίπτω
  42332. προεμφορέω-ῶ
  42333. προενάρχομαι
  42334. προενδείκνυμαι
  42335. προενδίδωμι
  42336. προεννέπω
  42337. προεννοέω-ῶ
  42338. προενοίκησις, εως (ἡ)
  42339. προενσείω
  42340. προεντυγχάνω
  42341. προεξαγκωνίζω
  42342. προεξάγω
  42343. προεξαιρέω-ῶ
  42344. προεξαίσσω
  42345. προεξαμαρτάνω
  42346. προεξανθέω-ῶ
  42347. προεξανίστημι
  42348. προεξαπατάω-ῶ
  42349. προεξέδρη, ης (ἡ)
  42350. προέξειμι
  42351. προεξελαύνω
  42352. προεξεπίσταμαι
  42353. προεξέρχομαι
  42354. προεξετάζω
  42355. προεξεφίεμαι
  42356. προεξορμάω-ῶ
  42357. προεπαγγέλλω
  42358. προεπαινέω-ῶ
  42359. προεπανασείω
  42360. προεπαφίημι
  42361. προεπιβουλεύω
  42362. προεπιδείκνυμι
  42363. προεπινοέω-ῶ
  42364. προεπιξενόω-ῶ
  42365. προεπιπλήσσω
  42366. προεπισκοπέω-ῶ
  42367. προεπίσταμαι
  42368. προεπιχειρέω-ῶ
  42369. προεργάζομαι
  42370. προερέσσω
  42371. προερευνάομαι-ῶμαι
  42372. προερέω-ῶ
  42373. προερρήθην
  42374. προερύω
  42375. προέρχομαι
  42376. πρόες
  42377. προεσάγω
  42378. πρόεσαν
  42379. προεσθίω
  42380. προεστέατε
  42381. προεστεώς
  42382. προετικός, ή, όν
  42383. προετοιμάζω
  42384. προέτω
  42385. προευαγγελίζομαι
  42386. προευφραίνω
  42387. προέφαγον
  42388. προεφήτευσα
  42389. προεφοράω-ῶ
  42390. προέχω
  42391. προήγαγον
  42392. προηγεμών, όνος (ὁ)
  42393. προηγέομαι-οῦμαι
  42394. προηγητής, οῦ (ὁ)
  42395. προηγορέω-ῶ
  42396. προηγορία, ας (ἡ)
  42397. προήγορος, ου (ὁ)
  42398. προηγουμένως
  42399. προῃδέατο
  42400. προηδύνομαι
  42401. προήκης, ης, ες
  42402. προήκω
  42403. προηρόσιος, α, ον
  42404. προῆχα
  42405. προθέεσκε
  42406. προθέλυμνος, ος, ον
  42407. προθεραπεύω
  42408. προθερμαίνω
  42409. πρόθεσις, εως (ἡ)
  42410. προθέσμιος, α, ον
  42411. προθεσπίζω
  42412. προθέω
  42413. προθνῄσκω
  42414. προθορών
  42415. προθρυλέω-ῶ
  42416. προθρῴσκω
  42417. πρόθυμα, ατος (τό)
  42418. προθυμέομαι-οῦμαι
  42419. προθυμητέον
  42420. προθυμία, ας (ἡ)
  42421. πρόθυμος, ος, ον
  42422. προθύμως
  42423. πρόθυρον, ου (τό)
  42424. προθύω
  42425. προϊάλλω
  42426. προϊάπτω
  42427. προϊδεῖν
  42428. προΐει
  42429. προΐειν, εις, ει
  42430. προΐζω
  42431. προΐημι
  42432. προῖκα
  42433. προικίδιον, ου (τό)
  42434. προΐκτης, ου (ὁ)
  42435. προΐξ, προϊκός (ἡ)
  42436. πρόϊμον, ου (τό)
  42437. προϊππεύω
  42438. προΐστημι
  42439. προίσχω
  42440. Προιτίς, ίδος
  42441. Προῖτος, ου (ὁ)
  42442. πρόκα
  42443. προκάθημαι
  42444. προκαθίζω
  42445. προκαθίημι
  42446. προκάθισις, εως (ἡ)
  42447. προκαθίστημι
  42448. προκαθοράω-ῶ
  42449. προκαίω
  42450. προκακοπαθέω-ῶ
  42451. πρόκακος, ος, ον
  42452. προκαλέω-ῶ
  42453. προκαλίζομαι
  42454. προκαλινδέομαι
  42455. προκάλυμμα, ατος (τό)
  42456. προκαλύπτω
  42457. προκάμνω
  42458. προκαταγγέλλω
  42459. προκαταγιγνώσκω
  42460. προκατάγομαι
  42461. προκαταθέω
  42462. προκατακαίω
  42463. προκατάκειμαι
  42464. προκατακλίνω
  42465. προκατακρίνω
  42466. προκαταλαμβάνω
  42467. προκαταλέγω
  42468. προκατάληψις, εως (ἡ)
  42469. προκαταλύω
  42470. προκαταπίπτω
  42471. προκαταρκτικός, ή, όν
  42472. προκαταρτίζω
  42473. προκαταρτύω
  42474. προκατάρχω
  42475. προκατασκευάζω
  42476. προκαταφεύγω
  42477. προκαταχράομαι-ῶμαι
  42478. πρόκατε
  42479. προκατέδω
  42480. προκατεργάζομαι
  42481. προκατέχω
  42482. προκατήγγειλα
  42483. προκατηγορέω-ῶ
  42484. προκατηγορία, ας (ἡ)
  42485. προκάτημαι
  42486. προκατίζω
  42487. προκατόψομαι
  42488. πρόκειμαι
  42489. προκενόω-ῶ
  42490. προκήδομαι
  42491. προκηραίνω
  42492. προκηρυκεύομαι
  42493. προκηρύσσω
  42494. προκινδυνεύω
  42495. προκινέω-ῶ
  42496. προκλαίω
  42497. πρόκλησις, εως (ἡ)
  42498. προκλητικός, ή, όν
  42499. προκλίνω
  42500. πρόκλυτος, ος, ον
  42501. προκλύω
  42502. πρόκοιτος, ου
  42503. προκολάζω
  42504. προκολακεύω
  42505. προκομία, ας (ἡ)
  42506. προκομίζω
  42507. προκόμιον, ου (τό)
  42508. προκοπή, ῆς (ἡ)
  42509. προκόπτω
  42510. προκόσμιον, ου (τό)
  42511. πρόκριμα, ατος (τό)
  42512. προκρίνω
  42513. πρόκροσσος, ος, ον
  42514. προκυλίνδομαι
  42515. προκύπτω
  42516. προκυρόω-ῶ
  42517. πρόκωπος, ος, ον
  42518. προλαβόντως
  42519. προλαμβάνω
  42520. προλέγω
  42521. προλείπω
  42522. προλεσχηνεύομαι
  42523. πρόλεσχος, ος, ον
  42524. προλεύσσω
  42525. προληπτικός, ή, όν
  42526. πρόληψις, εως (ἡ)
  42527. προλογίζω
  42528. πρόλογος, ου (ὁ)
  42529. προλοχίζω
  42530. προλυπέομαι-οῦμαι
  42531. προμαθεύς, έως
  42532. προμαλάσσω
  42533. προμανθάνω
  42534. προμαντεία, ας (ἡ)
  42535. προμαντεύω
  42536. προμαντηΐη, ης (ἡ)
  42537. πρόμαντις, εως (ὁ, ἡ)
  42538. προμαρτύρομαι
  42539. προμάτωρ, ορος (ἡ)
  42540. προμαχέω-ῶ
  42541. προμαχεών, ῶνος (ὁ)
  42542. προμαχίζω
  42543. προμάχομαι
  42544. πρόμαχος, ος, ον
  42545. προμεθύσκω
  42546. προμελετάω-ῶ
  42547. προμεριμνάω-ῶ
  42548. προμετωπίδιος, ος, ον
  42549. προμήθεια, ας (ἡ)
  42550. Προμήθειος, α, ον
  42551. προμηθέομαι-οῦμαι
  42552. προμηθεύς, έως
  42553. προμηθής, ής, ές
  42554. προμηθία, ας (ἡ)
  42555. προμηνύω
  42556. προμήτωρ, ορος (ἡ)
  42557. προμηχανάομαι-ῶμαι
  42558. προμίγνυμι
  42559. προμισθόω-ῶ
  42560. προμνάομαι-ῶμαι
  42561. προμνηστεύομαι
  42562. προμνηστῖνοι, αι
  42563. προμνήστρια, ας (ἡ)
  42564. προμνηστρίς, ίδος (ἡ)
  42565. προμολών
  42566. πρόμος, ου
  42567. προμύησις, εως (ἡ)
  42568. προμύσσω
  42569. πρόναιος, α, ον
  42570. πρόναος, ος, ον
  42571. προναυμαχέω-ῶ
  42572. προνέμω
  42573. προνεύω
  42574. προνέω1
  42575. προνέω2
  42576. προνηΐη
  42577. προνηστέυω
  42578. προνήχομαι
  42579. προνικάω-ῶ
  42580. προνοέω-οῶ
  42581. προνοητέον
  42582. προνοητικός, ή, όν
  42583. προνοητικῶς
  42584. πρόνοια, ας (ἡ)
  42585. προνομαία, ας (ἡ)
  42586. προνομεύω
  42587. προνομή, ῆς (ἡ)
  42588. προνομία, ας (ἡ)
  42589. προνόμιον, ου (τό)
  42590. πρόνομος, ος, ον
  42591. πρόνοος, ος, ον
  42592. πρόνους, ους, ουν
  42593. προνωπής, ής, ές
  42594. προνώπιος, ος, ον
  42595. πρόξ, προκός (ἡ)
  42596. πρόξεινος
  42597. προξενέω-ῶ
  42598. προξενία, ας (ἡ)
  42599. πρόξενος, ου (ὁ, ἡ)
  42600. προξυράω-ῶ
  42601. προογκάομαι-ῶμαι
  42602. προοδεύω
  42603. προοδοιπορέω-ῶ
  42604. προοδοποιέω-ῶ
  42605. πρόοδος, ου (ἡ)
  42606. πρόοιδα
  42607. προοιμιάζω
  42608. προοίμιον, ου (τό)
  42609. προοῖντο
  42610. προοίχομαι
  42611. προόμνυμι
  42612. προομολογέω-ῶ
  42613. προοπτέον
  42614. προόπτης, ου (ὁ)
  42615. πρόοπτος, ος, ον
  42616. προορατός, ή, όν
  42617. προοράω-ῶ
  42618. προορίζω
  42619. προορμάω-ῶ
  42620. προορμίζω
  42621. προορχηστήρ, ῆρος (ὁ)
  42622. προοφείλω
  42623. πρόοψις, εως (ἡ)
  42624. προόψομαι
  42625. προπαγής, ής, ές
  42626. προπάθεια, ας (ἡ)
  42627. προπαιδεία, ας (ἡ)
  42628. προπαιδεύω
  42629. πρόπαλαι
  42630. πρόπαππος, ου (ὁ)
  42631. πρόπαρ
  42632. προπαραβάλλω
  42633. προπαρασκευάζω
  42634. προπαρασκευαστέος, α, ον
  42635. προπαρέχω
  42636. προπάροιθε
  42637. πρόπας, πασα, παν
  42638. προπάσχω
  42639. προπάτωρ, ορος (ὁ)
  42640. προπείθω
  42641. πρόπειρα, ας (ἡ)
  42642. προπειράω-ῶ
  42643. προπέμπω
  42644. προπέρυσι(ν)
  42645. προπέσω, ῃς, ῃ
  42646. προπετάννυμι
  42647. προπέτεια, ας (ἡ)
  42648. προπετής, ής, ές
  42649. προπετῶς
  42650. προπεφραδμένος
  42651. προπηδάω-ῶ
  42652. προπηλακίζω
  42653. προπηλακισμός, οῦ (ὁ)
  42654. προπίνω
  42655. προπίπτω
  42656. προπιστεύω
  42657. προπίτνω
  42658. προπλέω
  42659. πρόπλοος-ους, οος-ους, οον-ο
  42660. προπλώω
  42661. προποδηγός, οῦ
  42662. προποδίζω
  42663. προποιέω-ῶ
  42664. προπολεμέω-ῶ
  42665. πρόπολος, ου (ὁ, ἡ)
  42666. πρόπομα, ατος (τό)
  42667. προπομπεύω
  42668. προπομπή, ῆς (ἡ)
  42669. προπομπός, οῦ
  42670. προπονέω-ῶ
  42671. Προποντίς, ίδος (ἡ)
  42672. προπορεύω
  42673. προπορίζω
  42674. πρόποσις, εως (ἡ)
  42675. προπράσσω,
  42676. προπρηνής, ής, ές
  42677. προπροκυλίνδομαι
  42678. πρόπρυμνα
  42679. προπταίω
  42680. προπτωτικός, ή, όν
  42681. προπύλαιος, α, ον
  42682. πρόπυλον, ου (τό)
  42683. προπυνθάνομαι
  42684. πρόπυργος, ος, ον
  42685. προρέω
  42686. προρρηθείς, εῖσα, έν
  42687. πρόρρησις, εως (ἡ)
  42688. πρόρρητος, ος, ον
  42689. πρόρριζος, ος, ον
  42690. πρός
  42691. προσάββατον, ου (τό)
  42692. προσαγαγεῖν
  42693. προσαγγελία, ας (ἡ)
  42694. προσαγγέλλω
  42695. προσαγόρευσις, εως (ἡ)
  42696. προσαγορευτέος, α, ον
  42697. προσαγορεύω
  42698. προσαγρυπνέω-ῶ
  42699. προσάγω
  42700. προσαγωγεύς, έως (ὁ)
  42701. προσαγωγή, ῆς (ἡ)
  42702. προσαγωγίδης, ου (ὁ)
  42703. προσαγωγός, ός, όν
  42704. προσᾴδω
  42705. προσαιθρίζω
  42706. προσαιρέομαι-οῦμαι
  42707. προσαΐσσω
  42708. προσαιτέω-ῶ
  42709. προσαίτης, ου (ὁ)
  42710. προσαίτησις, εως (ἡ)
  42711. προσαιτιάομαι-ῶμαι
  42712. προσακούω
  42713. προσακτέος, α, ον
  42714. προσαλείφω
  42715. προσάλλομαι
  42716. προσαμαρτάνω
  42717. προσάμβασις, εως (ἡ)
  42718. προσαμύνω
  42719. προσαναβαίνω
  42720. προσανάβασις, εως (ἡ)
  42721. προσαναγιγνώσκω
  42722. προσαναγκάζω
  42723. προσαναγορεύω
  42724. προσαναγράφω
  42725. προσανάγω
  42726. προσαναδίδωμι
  42727. προσαναιρέω-ῶ
  42728. προσαναισιμόω-ῶ
  42729. προσανάκειμαι
  42730. προσανακεράννυμι
  42731. προσανακρίνω
  42732. προσαναλαμβάνω
  42733. προσαναλίσκω
  42734. προσαναλογίζομαι
  42735. προσαναπαύω
  42736. προσαναπηδάω-ῶ
  42737. προσαναπίμπλημι
  42738. προσαναπληρόω-ῶ
  42739. προσαναρρήγνυμι
  42740. προσανασείω
  42741. προσανατίθημι
  42742. προσανατρέφω
  42743. προσανατρίβω
  42744. προσαναχρώννυμαι
  42745. προσάνειμι
  42746. προσανειπεῖν
  42747. προσανέρπω
  42748. προσανέχω
  42749. προσανίημι
  42750. προσάντης, ης, ες
  42751. προσαπαγγέλλω
  42752. προσαπαιτέω-ῶ
  42753. προσαπειλέω-ῶ
  42754. προσαπεῖπον
  42755. προσαποβάλλω
  42756. προσαποδείκνυμι
  42757. προσαποδίδωμι
  42758. προσαποδύομαι
  42759. προσαποκτείνω
  42760. προσαπολαμβάνω
  42761. προσαπόλλυμι
  42762. προσαπολλύω
  42763. προσαποπέμπω
  42764. προσαπορραίνω
  42765. προσαποστέλλω
  42766. προσαποτρίβω
  42767. προσαποφαίνω
  42768. προσάπτω
  42769. προσάραρα, προσαραρέναι
  42770. προσαραρίσκω
  42771. προσαράσσω
  42772. προσαρήρεται, προσαρηρώς
  42773. προσαριθμέω-ῶ
  42774. προσαρκέω-ῶ
  42775. προσαρμόττω
  42776. προσαρτάω-ῶ
  42777. προσαυαίνομαι
  42778. προσαυδάω-ῶ
  42779. προσαυλέω-ῶ
  42780. προσαύω
  42781. προσαφικνέομαι-οῦμαι
  42782. προσαφίστημι
  42783. προσβαίνω
  42784. προσβάλλω
  42785. πρόσβασις, εως (ἡ)
  42786. προσβατός, ή, όν
  42787. προσβιάζομαι
  42788. προσβιαστέον
  42789. προσβιβάζω
  42790. προσβιόω-ῶ
  42791. προσβλέπω
  42792. πρόσβλεψις, εως (ἡ)
  42793. προσβλώσκω
  42794. προσβοάομαι-οῶμαι
  42795. προσβοηθέω-ῶ
  42796. προσβολή, ῆς (ἡ)
  42797. προσβράσσω
  42798. προσβωθέω
  42799. πρόσγειος, ος, ον
  42800. προσγελάω-ῶ
  42801. προσγίγνομαι
  42802. πρόσγραφος, ος, ον
  42803. προσγράφω
  42804. προσγυμνάζω
  42805. προσδανείζω
  42806. προσδαπανάω-ῶ
  42807. πρόσδεγμα, ατος (τό)
  42808. προσδεής, ής, ές
  42809. προσδεῖ
  42810. προσδέκομαι
  42811. προσδέομαι
  42812. προσδέρκομαι
  42813. προσδέχομαι
  42814. προσδέω1
  42815. προσδέω2
  42816. προσδηλέομαι
  42817. προσδιαβάλλω
  42818. προσδιαιρέω-ῶ
  42819. προσδιαιτάομαι-ῶμαι
  42820. προσδιαλέγομαι
  42821. προσδιανέμω
  42822. προσδιαπορέω-ῶ
  42823. προσδιαπράττομαι
  42824. προσδιασαφέω-ῶ
  42825. προσδιαστρέφω
  42826. προσδιαφθείρω
  42827. προσδιδάσκω
  42828. προσδίδωμι
  42829. προσδιέρχομαι
  42830. προσδιηγέομαι-οῦμαι
  42831. προσδιορίζω
  42832. προσδοκάω-ῶ
  42833. προσδόκητος, ος, ον
  42834. προσδοκία, ας (ἡ)
  42835. προσδόκιμος, ος, ον
  42836. προσδυσκολαίνω
  42837. προσεάω-ῶ
  42838. προσεβήσετο
  42839. προσεγγελάω-ῶ
  42840. προσεγγίζω
  42841. προσεγγράφω
  42842. προσεγκαλέω-ῶ
  42843. προσεγκελεύομαι
  42844. προσεγχαλάω-ῶ
  42845. προσεδαφίζω
  42846. προσεδρεία, ας (ἡ)
  42847. προσεδρεύω
  42848. πρόσεδρος, ος, ον
  42849. προσεθίζω
  42850. προσέθου
  42851. προσειδέναι
  42852. προσεῖδον
  42853. προσεῖκα
  42854. προσεικάζω
  42855. προσεικῶς, υῖα, ός
  42856. προσειλέω-ῶ
  42857. πρόσειλος, η, ον
  42858. πρόσειμι1
  42859. πρόσειμι2
  42860. προσεῖπα
  42861. προσείρηκα
  42862. προσεισπράσσω
  42863. προσείω
  42864. προσεκβάλλω
  42865. προσεκθρῷσκω
  42866. προσεκκαίω
  42867. προσεκλίθη
  42868. προσεκλύω
  42869. προσεκπέμπω
  42870. προσεκπονέω-ῶ
  42871. προσεκποτέον é
  42872. προσεκταπεινόω-ῶ
  42873. προσεκταράσσω
  42874. προσεκτέον
  42875. προσεκτικός, ή, όν
  42876. προσεκτίνω
  42877. προσεκτυφλόω-ῶ
  42878. προσέκυρσα
  42879. προσέλασις, εως (ἡ)
  42880. προσελαύνω
  42881. προσέλεκτο
  42882. προσελεύσομαι
  42883. προσέληνος, ος, ον
  42884. προσέλκυσα
  42885. προσέλκω
  42886. προσεμβαίνω
  42887. προσεμβάλλω
  42888. προσεμπικραίνομαι
  42889. προσεμφερής, ής, ές
  42890. προσεμφορέω-ῶ
  42891. προσεμφορητέον
  42892. προσενέγκαι
  42893. προσεννέπω
  42894. προσεννοέω-ῶ
  42895. προσεντείνω
  42896. προσεντέλλομαι
  42897. προσεξαιρέω-ῶ
  42898. προσεξανίσταμαι
  42899. προσεξαπατάω-ῶ
  42900. προσεξασκέω-ῶ
  42901. προσεξεμέω-ῶ
  42902. προσεξεύρεσις, εως (ἡ)
  42903. προσεξευρίσκω
  42904. προσεξικμάζω
  42905. προσεξίστημι
  42906. προσέοικα
  42907. προσεπαιτιάομαι-ῶμαι
  42908. προσεπεῖπον
  42909. προσεπεξευρίσκω
  42910. προσέπεσον
  42911. προσεπιβάλλω
  42912. προσεπικτάομαι-ῶμαι
  42913. προσεπιλαμβάνω
  42914. προσεπιμετρέω-ῶ
  42915. προσεπινοέω-ῶ
  42916. προσεπιπλήσσω
  42917. προσεπιπνέω-ῶ
  42918. προσεπιρρίπτω
  42919. προσεπισκώπτω
  42920. προσεπιστέλλω
  42921. προσεπισφάττω
  42922. προσεπιτείνω
  42923. προσεπιτίθημι
  42924. προσεπιτρίβω
  42925. προσεπιφέρω
  42926. προσεπιφωνέω-ῶ
  42927. προσεπιχώννυμι
  42928. προσεργάζομαι
  42929. προσερείδω
  42930. προσερέσσω
  42931. προσερεύγομαι
  42932. προσερέων
  42933. προσερπύζω
  42934. προσέρπω
  42935. προσερρήθην
  42936. προσέρρηξα
  42937. προσερυγγάνω
  42938. προσέρχομαι
  42939. προσείρω
  42940. προσερωτάω-ῶ
  42941. προσέσχον
  42942. προσεταιρίζομαι
  42943. προσεταιριστός, οῦ
  42944. προσέτι
  42945. προσευκαιρέω-ῶ
  42946. προσευρίσκω
  42947. προσευχή, ῆς (ἡ)
  42948. προσεύχομαι
  42949. προσεχής, ής, ές
  42950. προσέχω
  42951. προσζεύγνυμι
  42952. προσζημιόω-ῶ
  42953. πρόσηβος, ος, ον
  42954. προσηγορέω-ῶ
  42955. προσηγορία, ας (ἡ)
  42956. προσηγορικός, ή, όν
  42957. προσήγορος, ος, ον
  42958. προσήϊξαι
  42959. προσηκάμην
  42960. προσηκόντως
  42961. προσήκω
  42962. προσηλόω-ῶ
  42963. προσήλυτος, ου (ὁ)
  42964. πρόσημαι
  42965. προσημαίνω
  42966. προσήνεμος, ος, ον
  42967. προσηνής, ής, ές
  42968. προσηχέω-ῶ
  42969. προσηῷος, α, ον
  42970. προσθακέω-ῶ
  42971. πρόσθε
  42972. πρόσθεν
  42973. πρόσθεσις, εως (ἡ)
  42974. προσθετέον
  42975. πρόσθετον, ου (τό)
  42976. πρόσθετος, ος, ον
  42977. προσθέω
  42978. προσθήκη, ης (ἡ)
  42979. πρόσθημα, ατος (τό)
  42980. προσθιγγάνω
  42981. πρόσθιος, α, ον
  42982. προσθλίβω
  42983. προσθόδομος, ος, ον
  42984. προσθροέω-ῶ
  42985. προσιζάνω
  42986. προσίζω
  42987. προσίημι
  42988. προσικνέομαι-οῦμαι
  42989. προσίκτωρ, ορος (ὁ)
  42990. προσιππεύω
  42991. προσίπταμαι
  42992. προσίστημι
  42993. προσιστορέω-ῶ
  42994. προσίσχω
  42995. προσιτέον
  42996. προσιτός, ή, όν
  42997. προσκαθέζομαι
  42998. προσκαθέλκω
  42999. προσκάθημαι
  43000. προσκαθίζω
  43001. προσκάθισις, εως (ἡ)
  43002. προσκαθίστημι
  43003. πρόσκαιρος, ος, ον
  43004. προσκαίω
  43005. προσκαλέω-ῶ
  43006. προσκαρτερέω-ῶ
  43007. προσκαρτέρησις, εως (ἡ)
  43008. προσκαταισχύνω
  43009. προσκατακλείω
  43010. προσκατακλύζω
  43011. προσκαταλέγω
  43012. προσκαταλείπω
  43013. προσκαταλλάττω
  43014. προσκατανέμω
  43015. προσκαταπήγνυμι
  43016. προσκαταπυκνόω-ῶ
  43017. προσκαταριθμέω-ῶ
  43018. προσκατηγορέω-ῶ
  43019. προσκάτημαι
  43020. πρόσκειμαι
  43021. προσκέκοφα
  43022. προσκέπτομαι
  43023. προσκεφάλαιον, ου (τό)
  43024. προσκηδής, ής, ές
  43025. προσκήνιον, ου (τό)
  43026. προσκηρυκεύομαι
  43027. προσκηρύττω
  43028. προσκινέω-ῶ
  43029. προσκλαίω
  43030. προσκληρόω-ῶ
  43031. πρόσκλησις, εως (ἡ)
  43032. προσκλητικός, ή, όν
  43033. προσκλίνω
  43034. πρόσκλισις, εως (ἡ)
  43035. προσκλύζω
  43036. προσκνάομαι-ῶμαι
  43037. προσκνήθω
  43038. προσκολλάω-ῶ
  43039. προσκομίζω
  43040. πρόσκομμα, ατος (τό)
  43041. προσκοπέω-ῶ
  43042. προσκοπή1, ῆς (ἡ)
  43043. προσκοπή2, ῆς (ἡ)
  43044. πρόσκοπος, ος, ον
  43045. προσκόπτω
  43046. προσκορής, ής, ές
  43047. προσκοσμέω-ῶ
  43048. πρόσκρουμα, ατος (τό)
  43049. πρόσκρουσις, εως (ἡ)
  43050. πρόσκρουσμα, ατος (τό)
  43051. προσκρούω
  43052. προσκτάομαι-ῶμαι
  43053. προσκυλίω
  43054. προσκυνέω-ῶ
  43055. προσκύνησις, εως (ἡ)
  43056. προσκυνητής, οῦ (ὁ)
  43057. προσκύπτω
  43058. προσκυρέω-ῶ
  43059. πρόσκυσον
  43060. πρόσκωπος, ος, ον
  43061. προσλάβω, ῃς, ῃ
  43062. προσλαγχάνω
  43063. προσλάζυμαι
  43064. προσλαλέω-ῶ
  43065. προσλαμβάνω
  43066. προσλάμπω
  43067. προσλέγω
  43068. προσλεύσσω
  43069. προσλέχομαι
  43070. πρόσληψις, εως (ἡ)
  43071. προσλιπαρέω-ῶ
  43072. προσλογίζομαι
  43073. προσλογιστέον
  43074. προσμαθητέον
  43075. προσμανθάνω
  43076. προσμαρτυρέω-ῶ
  43077. προσμάσσω
  43078. προσμάχομαι
  43079. προσμειδιάω-ῶ
  43080. προσμένω
  43081. προσμεταπέμπομαι
  43082. προσμηχανάομαι-ῶμαι
  43083. προσμίγνυμι
  43084. πρόσμιξις, εως (ἡ)
  43085. προσμίσγω
  43086. προσμισθόω-ῶ
  43087. προσμολεῖν
  43088. προσναυπηγέω-ῶ
  43089. προσνέμω
  43090. προσνέω1
  43091. προσνέω2
  43092. προσνήχω
  43093. προσνίσσομαι
  43094. προσνωμάω-ῶ
  43095. προσξυλλαμβάνομαι
  43096. προσξυνοικέω-ῶ
  43097. προσόδιος, ος, ον
  43098. πρόσοδος, ου (ἡ)
  43099. πρόσοιδα
  43100. προσοικειόω-ῶ
  43101. προσοικέω-ῶ
  43102. προσοικοδομέω-ῶ
  43103. πρόσοικος, ος, ον
  43104. προσοιστέος, α, ον
  43105. προσοίσω
  43106. προσοκέλλω
  43107. προσολοφύρομαι
  43108. προσομιλέω-ῶ
  43109. προσόμνυμι
  43110. προσομολογέω-ῶ
  43111. προσόμουρος, ος, ον
  43112. προσονομάζω
  43113. προσορατός, ή, όν
  43114. προσοράω-ῶ
  43115. προσοργίζομαι
  43116. προσορέγω
  43117. προσορίζω
  43118. προσορμίζω
  43119. προσόρμισις, εως (ἡ)
  43120. πρόσορος,
  43121. προσορχέομαι-οῦμαι
  43122. προσουδίζω
  43123. πρόσουρος, ος, ον
  43124. προσοφείλω
  43125. προσοφλισκάνω
  43126. προσοχή, ῆς (ἡ)
  43127. προσοχθίζω
  43128. προσόψιος, ος, ον
  43129. πρόσοψις, εως (ἡ)
  43130. προσόψομαι
  43131. προσπαίζω
  43132. πρόσπαιος, ος, ον
  43133. προσπαιστέον
  43134. προσπαίω
  43135. προσπαίως
  43136. προσπαλαίω
  43137. προσπαρακαλέω-ῶ
  43138. προσπαραμένω
  43139. προσπαρασκευάζω
  43140. προσπαρέχω
  43141. προσπαροξύνω
  43142. προσπασσαλεύω
  43143. προσπάσχω
  43144. προσπατταλεύω
  43145. πρόσπεινος, ος, ον
  43146. προσπελάζω
  43147. προσπέμπω
  43148. προσπεριβάλλω
  43149. προσπερονάω-ῶ
  43150. προσπέτομαι
  43151. προσπεύθομαι
  43152. προσπήγνυμι
  43153. προσπίλναμαι
  43154. προσπίπτω
  43155. προσπίτνω
  43156. προσπλάζω
  43157. προσπλάσσω
  43158. πρόσπλαστος, ος, ον
  43159. πρόσπλατος, ος, ον
  43160. προσπλάττω
  43161. προσπλέκω
  43162. προσπλέω
  43163. προσπληρόω-ῶ
  43164. προσπλωτός, ή, όν
  43165. προσπλώω
  43166. προσπνείω
  43167. προσπνέω-ῶ
  43168. προσποιέω-ῶ
  43169. προσποίησις, εως (ἡ)
  43170. προσποιητός, ή, όν
  43171. προσποίητος, ος, ον
  43172. προσπολεμέω-ῶ
  43173. προσπολεμόομαι-οῦμαι
  43174. προσπολέομαι-οῦμαι
  43175. πρόσπολος, ου (ὁ, ἡ)
  43176. προσπορεύομαι
  43177. προσπορίζω
  43178. προσπορπατός, ή, όν
  43179. πρόσπταισμα, ατος (τό)
  43180. προσπταίω
  43181. προσπτῆναι
  43182. προσπτύσσω
  43183. πρόσπτυστος, ος, ον
  43184. προσπτύω
  43185. πρόσπτωσις, εως (ἡ)
  43186. προσπυνθάνομαι
  43187. προσραπτέον
  43188. προσράπτω
  43189. προσρέω
  43190. προσρήγνυμι
  43191. πρόσρησις, εως (ἡ)
  43192. προσρήσσω
  43193. προσρητέος, α, ον
  43194. προσριπτέω-ῶ
  43195. προσρίπτω
  43196. προσσαίνω
  43197. προσσέβω
  43198. προσσημαίνω
  43199. πρόσσοθεν
  43200. προσσταυρόω-ῶ
  43201. προσστείχω
  43202. προσστέλλω
  43203. προσσυκοφαντέω-ῶ
  43204. προσσφάττω
  43205. πρόσσω
  43206. προσσωρεύω
  43207. προσταγή, ῆς (ἡ)
  43208. πρόσταγμα, ατος (τό)
  43209. προστακτέον
  43210. προστακτικός, ή, όν
  43211. προστακτός, ή, όν
  43212. προσταλαιπωρέω-ῶ
  43213. πρόσταξις, εως (ἡ)
  43214. προστασία, ας (ἡ)
  43215. προστάσσω
  43216. --προστάττω
  43217. προστατεία, ας (ἡ)
  43218. προστατεύω
  43219. προστατέω-ῶ
  43220. προστατήριος, α, ον
  43221. προστάτης, ου (ὁ)
  43222. προστατικός, ή, όν
  43223. προστάτις, ιδος (ἡ)
  43224. προστάττω
  43225. προσταυρόω-ῶ
  43226. προστειχίζω
  43227. προστεκταίνομαι
  43228. προστελέω-ῶ
  43229. προστέλλω
  43230. προστενάζω
  43231. προστένω
  43232. προστερνίδιον, ου (τό)
  43233. πρόστερνος, ος, ον
  43234. προστεχνάομαι-ῶμαι
  43235. προστήκω
  43236. πρόστηξις, εως (ἡ)
  43237. προστίθημι
  43238. προστιμάω-ῶ
  43239. προστίμησις, εως (ἡ)
  43240. προστραχηλίζω
  43241. προστρέπω
  43242. προστρέφω
  43243. προστρέχω
  43244. προστρίβω
  43245. πρόστριμμα, ατος (τό)
  43246. προστρόπαιος, ος, ον
  43247. προστροπή, ῆς (ἡ)
  43248. πρόστροπος, ος, ον
  43249. προστυγχάνω
  43250. προστῷον, ου (τό)
  43251. προσυγγίγνομαι
  43252. προσυμμίσγω
  43253. προσυνίστημι
  43254. προσυνοικέω-ῶ
  43255. προσυπερβάλλω
  43256. προσυπεργάζομαι
  43257. προσυπισχνέομαι-οῦμαι
  43258. προσυποβάλλω
  43259. προσυποθήγω
  43260. προσφαγεῖν
  43261. προσφάγημα, ατος (τό)
  43262. προσφάγιον, ου (τό)
  43263. πρόσφαγμα, ατος (τό)
  43264. προσφαίνομαι
  43265. προσφάσθαι
  43266. πρόσφατος, ος, ον
  43267. προσφερής, ής, ές
  43268. προσφέρτατος, η, ον
  43269. προσφέρω
  43270. προσφερῶς
  43271. προσφεύγω
  43272. πρόσφημι
  43273. προσφθέγγομαι
  43274. προσφθεγκτός, ή, όν
  43275. πρόσφθεγμα, ατος (τό)
  43276. προσφθείρομαι
  43277. πρόσφθογγος, ος, ον
  43278. προσφθονέω-ῶ
  43279. προσφίλεια, ας (ἡ)
  43280. προσφιλής, ής, ές
  43281. προσφιλοσοφέω-ῶ
  43282. προσφιλοσοφητέον
  43283. προσφιλοτιμέομαι-οῦμαι
  43284. προσφιλῶς
  43285. προσφοιτάω-ῶ
  43286. προσφορά, ᾶς (ἡ)
  43287. προσφορέω-ῶ
  43288. πρόσφορος, ος, ον
  43289. πρόσφυγος, ου
  43290. προσφυέως
  43291. προσφυής, ής, ές
  43292. πρόσφυξ, υγος (ὁ)
  43293. προσφύω
  43294. προσφυῶς
  43295. προσφωνέω-ῶ
  43296. προσφώνημα, ατος (τό)
  43297. προσφώνησις, εως (ἡ)
  43298. προσχαίνω
  43299. προσχαίρω
  43300. προσχαρίζομαι
  43301. προσχεῖν
  43302. προσχέω
  43303. πρόσχημα, ατος (τό)
  43304. προσχόω-ῶ
  43305. προσχράομαι-ῶμαι
  43306. προσχρῄζω
  43307. προσχρηΐζω
  43308. πρόσχρησις, εως (ἡ)
  43309. πρόσχυσις, εως (ἡ)
  43310. πρόσχω
  43311. πρόσχωμα, ατος (τό)
  43312. προσχώννυμι
  43313. προσχωρέω-ῶ
  43314. πρόσχωρος, ος, ον
  43315. πρόσχωσις, εως (ἡ)
  43316. προσψαύω
  43317. πρόσω
  43318. προσῳδία, ας (ἡ)
  43319. προσῳδός, ός, όν
  43320. πρόσωθεν
  43321. προσωνυμία, ας (ἡ)
  43322. προσώπατα, προσώπασι
  43323. προσωπεῖον, ου (τό)
  43324. προσωπολημπτέω-ῶ
  43325. προσωπολήμπτης, ου (ὁ)
  43326. προσωπολημψία, ας (ἡ)
  43327. πρόσωπον, ου (τό)
  43328. προσωτάτω, προσωτέρω
  43329. προσωφελέω-ῶ
  43330. προσωφέλημα, ατος (τό)
  43331. προσωφέλησις, εως (ἡ)
  43332. προσωφελητέον
  43333. προτακτέον
  43334. πρότακτος, ος, ον
  43335. προτάμνω
  43336. προταρβέω-ῶ
  43337. προταριχεύω
  43338. πρότασις, εως (ἡ)
  43339. προτάσσω
  43340. προτέγιον, ου (τό)
  43341. προτείνω
  43342. προτείχισμα, ατος (τό)
  43343. προτέλειος, ος, ον
  43344. προτελευτάω-ῶ
  43345. προτελέω-ῶ
  43346. προτελίζω
  43347. προτεμένισμα, ατος (τό)
  43348. προτέμνω
  43349. προτένθης, ου
  43350. προτεραῖος, α, ον
  43351. προτερέω-ῶ
  43352. πρότερον
  43353. πρότερος, α, ον
  43354. προτέρω
  43355. προτετύχθαι
  43356. προτεύχω
  43357. προτί
  43358. προτιάπτω
  43359. προτιβάλλομαι
  43360. προτιειλεῖν
  43361. προτιείποι
  43362. προτιθέαται
  43363. πρότιθεν
  43364. προτίθημι
  43365. προτιμάω-ῶ
  43366. προτίμησις, εως (ἡ)
  43367. προτίμιον, ου (τό)
  43368. πρότιμος, ος, ον
  43369. προτιμυθέομαι
  43370. προτιμωρέω-ῶ
  43371. προτιόσσομαι
  43372. προτίω
  43373. πρότμησις, εως (ἡ)
  43374. προτολμάω-ῶ
  43375. πρότονος, ου (ὁ)
  43376. προτοῦ
  43377. προτρεπτικός, ή, όν
  43378. προτρεπτικῶς
  43379. προτρέπω
  43380. προτρέχω
  43381. πρότριτα
  43382. προτροπάδην
  43383. προτροπή, ῆς (ἡ)
  43384. προτρυγαῖος, ου
  43385. προτρυγάω-ῶ
  43386. προτρυγητήρ, ῆρος (ὁ)
  43387. προτυπόω-ῶ
  43388. προτύπτω
  43389. προτυχών, οῦσα, όν
  43390. προὔβαινον
  43391. προὐβαλόμην, προὔβαλον
  43392. προὔβην
  43393. προὐβλήθην
  43394. προὔγραφον
  43395. προὔδωκα
  43396. προὔθηκα
  43397. προὐθυμήθην
  43398. προὔκαμον
  43399. προὔκειτο
  43400. προυκήρυξα
  43401. προὔκλαιον
  43402. προὔκοπτον
  43403. προὔλαβον
  43404. προὐλίγου
  43405. προὔλιπον
  43406. προὔμαθον
  43407. προὐμόσας
  43408. προὐννέπω
  43409. προυνόησα
  43410. προὐξεπίσταμαι
  43411. προὐξεφίεσο
  43412. προϋπάρχω
  43413. προὔπεμψα
  43414. προϋπεξορμάω-ῶ
  43415. προϋπέστην
  43416. προϋπηργμένα
  43417. προὔπιον
  43418. προϋποβάλλω
  43419. προϋπογράφω
  43420. προϋπόκειμαι
  43421. προϋποτίθημι
  43422. προϋποφαίνω
  43423. προὖπτος, ος, ον
  43424. προὐργιαίτερος, α, ον
  43425. προὔργου
  43426. προυρρήθην
  43427. προυσελέω-ῶ
  43428. προὔστηκα
  43429. προὐτέθην
  43430. προὔφαινε
  43431. προϋφασιζόμην, προϋφασισά
  43432. προὐφείλω
  43433. προϋφίστημι
  43434. προὔφυν
  43435. προὔχοντες
  43436. προὔχριον
  43437. προὐχώρησε
  43438. προφαίνω
  43439. προφανής, ής, ές
  43440. πρόφαντος, ος, ον
  43441. προφασίζομαι
  43442. πρόφασις, εως (ἡ)
  43443. προφερής, ής, ές
  43444. προφέρω
  43445. προφεύγω
  43446. προφητεία, ας (ἡ)
  43447. προφητεύω
  43448. προφήτης, ου (ὁ)
  43449. προφητικός, ή, όν
  43450. προφῆτις, ιδος (ἡ)
  43451. προφθάνω
  43452. προφιλοσοφέω-ῶ
  43453. προφιλοσοφητέον
  43454. προφορά, ᾶς (ἡ)
  43455. προφορικός, ή, όν
  43456. προφράζω
  43457. πρόφρασσα, ης
  43458. προφρονέως
  43459. προφρόνως
  43460. πρόφρων, ων, ον
  43461. προφυλακή, ῆς (ἡ)
  43462. προφυλακίς, ίδος
  43463. προφυλακτέον
  43464. προφύλαξ, ακος (ὁ, ἡ)
  43465. προφυλάσσω
  43466. προφυτεύω
  43467. προφύω
  43468. προφωνέω-ῶ
  43469. προχαίρω
  43470. προχαλκεύω
  43471. πρόχειλος, ος, ον
  43472. προχειρίζω
  43473. πρόχειρος, ος, ον
  43474. προχειροτονέω-ῶ
  43475. προχείρως
  43476. προχέω
  43477. πρόχνυ
  43478. προχοή, ῆς (ἡ)
  43479. προχοΐς, ΐδος (ἡ)
  43480. πρόχοος, ου (ἡ)
  43481. Πρόχορος, ου (ὁ)
  43482. προχρίω
  43483. πρόχρονος, ος, ον
  43484. πρόχυσις, εως (ἡ)
  43485. προχύται, ῶν (αἱ)
  43486. προχύτης, ου (ὁ)
  43487. πρόχωλος, ος, ον
  43488. προχωννύω
  43489. προχωρέω-ῶ
  43490. πρόχωσις, εως (ἡ)
  43491. προψύχω
  43492. προωθέω-ῶ
  43493. πρόωρος, ος, ον
  43494. πρυλέες, έων (οἱ)
  43495. πρύμνα, ης (ἡ)
  43496. πρύμνη, ης (ἡ)
  43497. πρύμνηθεν
  43498. πρυμνήσιος, α, ον
  43499. πρυμνήτης, ου
  43500. πρυμνόθεν
  43501. πρυμνός, ή, όν
  43502. πρυμνώρεια, ας (ἡ)
  43503. πρυτανεία, ας (ἡ)
  43504. πρυτανεῖον, ου (τό)
  43505. πρυτανεύω
  43506. πρυτανηΐη, ης (ἡ)
  43507. πρύτανις, εως (ὁ)
  43508. πρῴ
  43509. πρώην
  43510. πρωθήβη, ης
  43511. πρωθήβης, ου
  43512. πρωΐ
  43513. πρωΐα, ας (ἡ)
  43514. πρωϊαίτατα
  43515. πρωϊζός, ή, όν
  43516. πρώϊμος, ος, ον
  43517. πρωϊνός, ή, όν
  43518. πρώϊος, α, ον
  43519. πρωΐτατα
  43520. πρωκτός, οῦ (ὁ)
  43521. πρών, πρῶνος (ὁ)
  43522. πρῷος, α, ον
  43523. πρῴρα, ας (ἡ)
  43524. πρῳρατεύω
  43525. πρῳράτης, ου (ὁ)
  43526. πρῳρεύς, έως (ὁ)
  43527. πρῶσας
  43528. πρῶτα
  43529. πρωταγωνιστέω-ῶ
  43530. πρωταγωνιστής, οῦ (ὁ)
  43531. πρώταρχος, ος, ον
  43532. πρωτεῖον, ου (τό)
  43533. Πρωτεύς, έως (ὁ)
  43534. πρωτεύω
  43535. πρωτιστεύω
  43536. πρώτιστος, η, ον
  43537. πρωτοβολέω-ῶ
  43538. πρωτοβόλος, ος, ον
  43539. πρωτόβολος, ος, ον
  43540. πρωτογένεια, ας
  43541. πρωτογενής, ής, ές
  43542. πρωτόγονος, ος, ον
  43543. πρωτοκαθεδρία, ας (ἡ)
  43544. πρωτοκλισία, ας (ἡ)
  43545. πρωτοκτόνος, ος, ον
  43546. πρωτόμαντις, εως (ἡ)
  43547. πρωτομάρτυς, υρος (ὁ, ἡ)
  43548. πρωτόμορος, ος, ον
  43549. πρωτοπαγής, ής, ές
  43550. πρωτοπήμων, ονος
  43551. πρωτόπλοος, ος, ον
  43552. πρωτόπολις, εως
  43553. πρῶτος, η, ον
  43554. πρωτοστάτης, ου (ὁ)
  43555. πρωτοτοκεῖα, ων (τά)
  43556. πρωτότοκος, ος, ον
  43557. πρωτοτόκος, ου
  43558. πρώτως
  43559. πρώων, πρώονος (ὁ)
  43560. πταίην
  43561. πταίρω
  43562. πταῖσμα, ατος (τό)
  43563. πταίω
  43564. πτάμενος, η, ον
  43565. πτανός
  43566. πτάξ, ακός (ἡ)
  43567. πταρμός, οῦ (ὁ)
  43568. πτάρνυμι
  43569. πτάς
  43570. πτελέα, ας (ἡ)
  43571. Πτερίη, ης (ἡ)
  43572. πτερίσκος, ου (ὁ)
  43573. πτέρνα, ης (ἡ)
  43574. πτέρνη, ης (ἡ)
  43575. πτερόεις, εσσα, εν
  43576. πτερόν, οῦ (τό)
  43577. πτεροφόρος, ος, ον
  43578. πτεροφυέω-ῶ
  43579. πτεροφυής, ής, ές
  43580. πτερόω-ῶ
  43581. πτερύγεσσιν
  43582. πτερυγίζω
  43583. πτερύγιον, ου (τό)
  43584. πτερυγωκής, ής, ές
  43585. πτέρυξ, υγος (ἡ)
  43586. πτερύσσομαι
  43587. πτέρωμα, ατος (τό)
  43588. πτερωτός, ή, όν
  43589. πτέσθαι, πτῆναι
  43590. πτηνός, ή, όν
  43591. πτῆσις, εως (ἡ)
  43592. πτήσσω
  43593. πτητικῶς
  43594. πτίλον, ου (τό)
  43595. πτίλωσις, εως (ἡ)
  43596. πτίσσω
  43597. πτοία, ας (ἡ)
  43598. πτοέω-ῶ
  43599. πτόησις, εως (ἡ)
  43600. πτοιέω-ῶ
  43601. Πτολεμαῖος, ου (ὁ)
  43602. Πτολεμαῖς, ΐδος (ἡ)
  43603. πτολεμίζω
  43604. πτολεμιστής, οῦ (ὁ)
  43605. πτόλεμόνδε
  43606. πτόλεμος, ου (ὁ)
  43607. πτολίεθρον, ου (τό)
  43608. πτολιπόρθης, ου
  43609. πτολιπόρθιος, ος, ον
  43610. πτολίπορθος, ος, ον
  43611. πτόλις, ιος (ἡ)
  43612. πτόρθος, ου (ὁ)
  43613. πτυάς, άδος (ἡ)
  43614. πτύγμα, ατος (τό)
  43615. πτυκτός, ή, όν
  43616. πτύξ, πτυχός (ἡ)
  43617. πτύον, ου (τό)
  43618. πτύρομαι
  43619. πτύσμα, ατος (τό)
  43620. πτύσσω
  43621. πτυχή, ῆς (ἡ)
  43622. πτύω
  43623. πτωκάς, άδος
  43624. πτῶμα, ατος (τό)
  43625. πτώξ, πτωκός
  43626. πτώσιμος, ος, ον
  43627. πτῶσις, εως (ἡ)
  43628. πτωσκάζω
  43629. πτώσσω
  43630. πτωχεία, ας (ἡ)
  43631. πτωχεύω
  43632. πτωχηΐη, ης (ἡ)
  43633. πτωχικός, ή, όν
  43634. πτωχόμουσος, ου
  43635. πτωχοποιός, ός, όν
  43636. πτωχός, ή, ον
  43637. πτωχῶς
  43638. Πυανέψια, ων (τά)
  43639. Πυανεψιών, ῶνος (ὁ)
  43640. πύανος, ου (ὁ)
  43641. πυγαῖος, α, ον
  43642. πυγάργος, ου (ὁ)
  43643. πυγή, ῆς (ἡ)
  43644. πυγμαῖος, α, ον
  43645. πυγμαχέω-ῶ
  43646. πυγμαχία, ας (ἡ)
  43647. πυγμάχος, ος, ον
  43648. πυγμή, ῆς (ἡ)
  43649. πυγούσιος, α, ον
  43650. πυγών, όνος (ἡ)
  43651. πύελος, ου (ἡ)
  43652. Πυθαγόρας, ου (ὁ)
  43653. Πυθαγόρειος, ος, ον
  43654. Πυθαγόρης, ου (ὁ)
  43655. Πυθαγορικός, ή, όν
  43656. πυθαγορικῶς
  43657. πυθαγοριστής, οῦ (ὁ)
  43658. πύθεσθαι
  43659. πυθέσθαι
  43660. πύθευ
  43661. Πυθία, ας (ἡ)
  43662. Πύθια, ων (τά)
  43663. Πυθιάς, άδος
  43664. Πυθικός, ή, όν
  43665. Πύθιον, ου (τό)
  43666. Πυθιονίκης, ου (ὁ)
  43667. Πύθιος, α, ον
  43668. πυθμήν, ένος (ὁ)
  43669. Πυθοῖ
  43670. πυθοίατο
  43671. πύθω
  43672. Πυθώ, οῦς (ἡ)
  43673. Πυθώδε
  43674. Πύθων, ωνος (ὁ)
  43675. Πυθών, ῶνος (ἡ)
  43676. πύκα
  43677. πυκάζω
  43678. πυκιμήδης, ης, ες
  43679. πυκινός, ή, όν
  43680. πυκινῶς
  43681. πυκνά
  43682. Πύκνα
  43683. πυκνοκίνδυνος, ος, ον
  43684. πυκνόπτερος, ος, ον
  43685. Πυκνός
  43686. πυκνός, ή, όν
  43687. πυκνόστικτος, ος, ον
  43688. πυκνότης, ητος (ἡ)
  43689. πυκνόω-ῶ
  43690. πύκνωμα, ατος (τό)
  43691. πυκνῶς
  43692. πύκνωσις, εως (ἡ)
  43693. πυκτεύω
  43694. πύκτης, ου (ὁ)
  43695. πυκτικός, ή, όν
  43696. Πυλαγόρας, ου (ὁ)
  43697. πυλαγορέω-ῶ
  43698. Πυλάγορος, ου (ὁ)
  43699. Πυλάδειος, ος, ον
  43700. Πυλάδης, ου (ὁ)
  43701. Πύλαι, ῶν (αἱ)
  43702. Πυλαία, ας (ἡ)
  43703. Πυλαϊκός, ή, όν
  43704. Πύλαιος, α, ον
  43705. πυλάοχος, ου (ὁ)
  43706. πυλάρτης, ου
  43707. πυλαωρός, οῦ (ὁ)
  43708. πύλη, ης (ἡ)
  43709. Πύλιος, α, ον
  43710. πυλίς, ίδος (ἡ)
  43711. Πυλόθεν
  43712. Πυλοιγενής, ής, ές
  43713. Πυλόνδε
  43714. Πύλος, ου (ὁ, ἡ)
  43715. πυλουρός, οῦ (ὁ)
  43716. πυλόω-ῶ
  43717. πύλωμα, ατος (τό)
  43718. πυλών, ῶνος (ὁ)
  43719. πυλωρέω-ῶ
  43720. πυλωρός, οῦ
  43721. πύματος, η, ον
  43722. πύνδαξ, ακος (ὁ)
  43723. πυνθάνομαι
  43724. πύξ
  43725. πύξινος, η, ον
  43726. πυξίον, ου (τό)
  43727. πυξίς, ίδος (ἡ)
  43728. πύξος, ου (ἡ)
  43729. πύον, ου (τό)
  43730. πῦος, ου (ὁ)
  43731. πῦρ, πυρός (τό)
  43732. πυρά1, ῶν (τά)
  43733. πυρά2, ᾶς (ἡ)
  43734. πυράγρα, ας (ἡ)
  43735. πυρακτέω-ῶ
  43736. πυρακτόω-ῶ
  43737. πυραμίς, ίδος (ἡ)
  43738. πυραμοῦς, οῦντος (ὁ)
  43739. πυργηδόν
  43740. πυργηρέω-ῶ
  43741. πύργινος, η, ον
  43742. πυργίον, ου (τό)
  43743. πυργοδάϊκτος, ος, ον
  43744. πυργομαχέω-ῶ
  43745. πύργος, ου (ὁ)
  43746. πυργοφορέω-ῶ
  43747. πυργοφόρος, ος, ον
  43748. πυργοφύλαξ, ακος (ὁ)
  43749. πυργόω-ῶ
  43750. πυργώδης, ης, ες
  43751. πύργωμα, ατος (τό)
  43752. πυργῶτις, ιδος
  43753. πυρδαής, ής, ές
  43754. πυρεῖον, ου (τό)
  43755. πυρέσσω
  43756. πυρετός, οῦ (ὁ)
  43757. πυρή, ῆς (ἡ)
  43758. πυρήν, ῆνος (ὁ)
  43759. πυρηφόρος, ος, ον
  43760. πυρία, ας (ἡ)
  43761. πυριάτη, ης (ἡ)
  43762. πυριατήριον, ου (τό)
  43763. πυριγενέτας, ου
  43764. πυριγενής, ής, ές
  43765. πυρίγονος, ος, ον
  43766. πυρίδαπτος, ος, ον
  43767. πυρίδιον1, ου (τό)
  43768. πυρίδιον2, ου (τό)
  43769. πυριήκης, ης, ες
  43770. πυρίκαυστος, ος, ον
  43771. πυρίκαυτος, ος, ον
  43772. πυριλαμπής, ής, ές
  43773. πυριμανέω-ῶ
  43774. πύρινος1, η, ον
  43775. πύρινος2, η, ον
  43776. πυρίτης, ου
  43777. πυριφλεγέθων, ον
  43778. πυριφλεγής, ής, ές
  43779. πυρίχρως, ωτος,
  43780. πυρκαϊά, ᾶς (ἡ)
  43781. πυρκόοι, ων (οἱ)
  43782. πυρνόν, οῦ (τό)
  43783. πυροβόλος, ος, ον
  43784. πυροειδής, ής, ές
  43785. πυροειδῶς
  43786. πυροῖς
  43787. πυρός1
  43788. πυρός2, οῦ (ὁ)
  43789. πυροφόρος, ος, ον
  43790. πυρόω-ῶ
  43791. πύρπνοος, ος, ον
  43792. πυρπολέω-ῶ
  43793. πύρρα, ας (ἡ)
  43794. πυρράζω
  43795. πυρρίχη, ης (ἡ)
  43796. πυρριχίζω
  43797. πυρρίχιος, ος, ον
  43798. Πύρριχος, ου (ὁ)
  43799. πυρρόθριξ, -τριχος
  43800. πυρρός, ά, όν
  43801. Πύρρος, ου (ὁ)
  43802. πυρρόχροος , ους , οος-ους, οον-ουν
  43803. πυρρόχρως , ως , ων
  43804. πυρσεία, ας (ἡ)
  43805. πυρσεύω
  43806. πυρσός1, οῦ (ὁ)
  43807. πυρσός 2, ή, όν
  43808. πυρφορέω-ῶ
  43809. πυρφόρος, ος, ον
  43810. πυρώδης, ης, ες
  43811. πυρωπός, ός, όν
  43812. πύρωσις, εως (ἡ)
  43813. πύσμα, ατος (τό)
  43814. πυστιάομαι-ῶμαι
  43815. πύστις, εως (ἡ)
  43816. πυτία, ας (ἡ)
  43817. πυώδης, ης, ες
  43818. πῶ
  43819. πώγων, ωνος (ὁ)
  43820. πωγωνίας, ου
  43821. πωγώνιον, ου (τό)
  43822. πωγωνοτροφέω-ῶ
  43823. πωγωνοτροφία, ας (ἡ)
  43824. πώεα
  43825. πώλε’
  43826. πωλέεσκε
  43827. πώλεο
  43828. πωλέομαι-οῦμαι
  43829. πωλέσκετο
  43830. πωλεῦμαι, πωλεύμην
  43831. πωλεύτης, ου (ὁ)
  43832. πωλευτικός, ή, όν
  43833. πωλεύω
  43834. πωλέω-ῶ
  43835. πώλησις, εως (ἡ)
  43836. πωλητής, οῦ (ὁ)
  43837. πωλικός, ή, όν
  43838. πωλίον, ου (τό)
  43839. πωλοδαμνέω-ῶ
  43840. πωλοδάμνης, ου (ὁ)
  43841. πωλοδαμνική, ῆς (ἡ)
  43842. πῶλος, ου (ὁ, ἡ)
  43843. πωλοτροφική, ῆς (ἡ)
  43844. πωλοτρόφος, ος, ον
  43845. πῶμα1, ατος (τό)
  43846. πῶμα2, ατος (τό)
  43847. πωμάζω
  43848. πώμαλα
  43849. πώποτε
  43850. πώρινος, η, ον
  43851. πῶρος, ου (ὁ)
  43852. πωρόω-ῶ
  43853. πώρωσις, εως (ἡ)
  43854. πῶς
  43855. πώς
  43856. πωτάομαι-ῶμαι
  43857. πώτημα, ατος (τό)
  43858. πῶϋ, πώεος (τό)
  43859. Ρ, ῥ (ῥῶ) (τό)
  43860. ῥά
  43861. ῥαβδίζω
  43862. ῥαβδίον, ου (τό)
  43863. ῥαβδομαχία, ας (ἡ)
  43864. ῥαβδονομέω-ῶ
  43865. ῥαβδονόμος, ου (ὁ)
  43866. ῥάβδος, ου (ἡ)
  43867. ῥαβδουχέω-ῶ
  43868. ῥαβδουχία, ας (ἡ)
  43869. ῥαβδοῦχος, ου (ὁ, ἡ)
  43870. ῥαβδωτός, ή, όν
  43871. ῥᾶγα
  43872. ῥαγδαῖος, α, ον
  43873. ῥάγδην
  43874. ῥαγείς, εῖα, έν
  43875. ῥαγή, ῆς (ἡ)
  43876. ῥαδαλός, ή, όν
  43877. ῥαδινάκη, ης (ἡ)
  43878. ῥαδινός, ή, όν
  43879. ῥᾴδιος, α, ον
  43880. ῥᾳδιουργέω-ῶ
  43881. ῥᾳδιούργημα, ατος (τό)
  43882. ῥᾳδιουργία, ας (ἡ)
  43883. ῥᾳδιουργός, ός, όν
  43884. ῥᾳδίως
  43885. ῥαθάμιγξ, ιγγος (ἡ)
  43886. ῥᾳθυμέω-ῶ
  43887. ῥᾳθυμία, ας (ἡ)
  43888. ῥᾴθυμος, ος, ον
  43889. ῥᾳθύμως
  43890. ῥαΐζω
  43891. ῥαίῃσι
  43892. ῥαίνω
  43893. ῥαισέμεναι
  43894. ῥαιστήρ, ῆρος (ὁ, ἡ)
  43895. ῥάϊστος, η, ον
  43896. ῥαίω
  43897. ῥακά
  43898. ῥάκιον, ου (τό)
  43899. ῥάκος, εος-ους (τό)
  43900. ῥακόω-ῶ
  43901. ῥάμφος, εος (τό)
  43902. ῥανίς, ίδος (ἡ)
  43903. ῥαντήριος, α, ον
  43904. ῥαντίζω
  43905. ῥαντισμός, οῦ (ὁ)
  43906. ῥαντός, ή, όν
  43907. ῥάξ, ῥαγός (ἡ)
  43908. ῥᾷον
  43909. ῥαπίζω
  43910. ῥάπισμα, ατος (τό)
  43911. ῥαπτός, ή, όν
  43912. ῥάπτω
  43913. ῥάσσατε
  43914. ῥάσσω
  43915. ῥᾷστα
  43916. ῥᾴστος, η, ον
  43917. ῥᾳστωνεύω
  43918. ῥᾳστώνη, ης (ἡ)
  43919. ῥαφανίς, ῖδος (ἡ)
  43920. ῥάφανος, ου (ἡ)
  43921. ῥαφεύς, έως (ὁ)
  43922. ῥαφή, ῆς (ἡ)
  43923. ῥαφίς, ίδος (ἡ)
  43924. ῥαχία, ας (ἡ)
  43925. ῥαχίζω
  43926. ῥάχις, ιος (ἡ)
  43927. ῥαχός, οῦ (ἡ)
  43928. ῥαψῳδέω-ῶ
  43929. ῥαψῳδία, ας (ἡ)
  43930. ῥαψῳδός, οῦ (ὁ)
  43931. ῥᾴων, ων, ον
  43932. ῥέα
  43933. ῥέγκω
  43934. ῥέδη, ης (ἡ)
  43935. ῥέεθρον, ου (τό)
  43936. ῥέζεσκον
  43937. ῥέζω1
  43938. ῥέζω2
  43939. ῥέθος, εος-ους (τό)
  43940. ῥεῖα
  43941. ῥεῖθρον, ου (τό)
  43942. ῥέκτης, ου
  43943. ῥέμβος, ου (ὁ)
  43944. ῥεμβός, ός, όν
  43945. ῥέμβω
  43946. ῥεμβώδης, ης, ες
  43947. ῥέξα
  43948. ῥέος (τό)
  43949. ῥέπω
  43950. ῥέραμμαι
  43951. ῥεραντισμένος
  43952. ῥεράπισμαι
  43953. ῥεριμμένος
  43954. ῥερυπωμένος
  43955. ῥεῦμα, ατος (τό)
  43956. ῥευματίζω
  43957. ῥευματικός, ή, όν
  43958. ῥευμάτιον, ου (τό)
  43959. ῥευστικός, ή, όν,
  43960. ῥευστικῶς
  43961. ῥευστός, ή, όν
  43962. ῥεχθείς, εῖσα, έν
  43963. ῥέω
  43964. ῥῆγμα, ατος (τό)
  43965. ῥηγμίν, ῖνος (ἡ)
  43966. ῥήγνυμι
  43967. ῥήγνυσκε
  43968. ῥῆγος, εος-ους (τό)
  43969. ῥῄδιος, η, ον
  43970. ῥηθείς, εῖσα, έν
  43971. ῥηθήσομαι
  43972. ῥηΐδιος, η, ον
  43973. ῥήϊστος, η, ον
  43974. ῥήϊστα
  43975. ῥηΐτερος, η, ον
  43976. ῥηκτός, ή, όν
  43977. ῥῆμα, ατος (τό)
  43978. ῥημάτιον, ου (τό)
  43979. ῥηματίσκον, ου (τό)
  43980. ῥήμων, ονος (ὁ)
  43981. ῥηξηνορίη, ης (ἡ)
  43982. ῥηξήνωρ, ορος
  43983. ῥῆξις, εως (ἡ)
  43984. ῥήξω
  43985. ῥησιμετρέω-ῶ
  43986. ῥῆσις, εως (ἡ)
  43987. ῥήσσω
  43988. ῥήττω
  43989. ῥητέος, α, ον
  43990. ῥητήρ, ῆρος (ὁ)
  43991. ῥητόν, οῦ (τό)
  43992. ῥητόρεια, ας (ἡ)
  43993. ῥητορεύω
  43994. ῥητορικός, ή, όν
  43995. ῥητορικῶς
  43996. ῥητός, ή, όν
  43997. ῥήτρα, ας (ἡ)
  43998. ῥήτρη, ης (ἡ)
  43999. ῥήτωρ, ορος (ὁ, ἡ)
  44000. ῥητῶς
  44001. ῥινῆ, ῆς (ἡ)
  44002. ῥίγιστος, η, ον
  44003. ῥιγεδανός, ή, όν
  44004. ῥιγέω-ῶ
  44005. ῥιγηλός, ή, όν
  44006. ῥίγιον
  44007. ῥῖγος, εος-ους (τό)
  44008. ῥιγόω-ῶ
  44009. ῥιγῶν
  44010. ῥιγωσέμεν
  44011. ῥίζα, ης (ἡ)
  44012. ῥιζόθεν
  44013. ῥιζοτόμος, ος, ον
  44014. ῥιζοφάγος, ος, ον
  44015. ῥιζόω-ῶ
  44016. ῥιζώδης, ης, ες
  44017. ῥίζωμα, ατος (τό)
  44018. ῥιζωρυχέω-ῶ
  44019. ῥίζωσις, εως (ἡ)
  44020. ῥικνός, ή, όν
  44021. ῥικνόω-ῶ
  44022. ῥῖμμα, ατος (τό)
  44023. ῥίμφα
  44024. ῥιμφάρματος, ος, ον
  44025. ῥιναυλέω-ῶ
  44026. ῥινάω-ῶ
  44027. ῥίνη, ης (ἡ)
  44028. ῥινηλατέω-ῶ
  44029. ῥινόκερως, ωτος (ὁ)
  44030. ῥινόν, οῦ (τό)
  44031. ῥινός1, οῦ (ἡ, ὁ)
  44032. ῥινός2
  44033. ῥινόσιμος, ος, ον
  44034. ῥινοτόρος, ος, ον,
  44035. ῥίον, ου (τό)
  44036. ῥιπή, ῆς (ἡ)
  44037. ῥιπίζω
  44038. ῥιπίς, ίδος (ἡ)
  44039. ῥῖπος, εος-ους (τό)
  44040. ῥιπτάζεσκεν
  44041. ῥιπτάζω
  44042. ῥίπτασκον
  44043. ῥιπτασμός, οῦ (ὁ)
  44044. ῥιπταστικός, ή, όν
  44045. ῥιπτεῦσι
  44046. ῥιπτέω-ῶ
  44047. ῥιπτός, ή, όν
  44048. ῥίπτω
  44049. ῥίς, ῥινός (ἡ)
  44050. ῥιφέσομαι
  44051. ῥίψ, ῥιπός (ἡ)
  44052. ῥίψαι, ῥίψω
  44053. ῥίψασπις, ιδος
  44054. ῥῖψις, εως (ἡ)
  44055. ῥιψοκίνδυνος, ος, ον
  44056. ῥίψοπλος, ος, ον
  44057. ῥοά, ᾶς (ἡ)
  44058. ῥοδανός, ή, όν
  44059. ῥόδεος, α, ον
  44060. ῥοδοδάκτυλος, ος, ον
  44061. ῥοδοδάφνη, ης (ἡ)
  44062. ῥοδόεις, όεσσα, όεν
  44063. ῥόδον, ου (τό)
  44064. ῥοδόπαχυς
  44065. ῥοδόπηχυς, υς, υ
  44066. ῥοδωνιά, ᾶς (ἡ)
  44067. ῥοή, ῆς (ἡ)
  44068. ῥοθέω-ῶ
  44069. ῥοθιάς, άδος
  44070. ῥόθιος, ος, ον
  44071. ῥόθος, ου (ὁ)
  44072. ῥοιά, ᾶς (ἡ)
  44073. ῥοιβδέω-ῶ
  44074. ῥοίβδησις, εως (ἡ)
  44075. ῥοῖβδος, ου (ὁ)
  44076. ῥοιζέω-ῶ
  44077. ῥοιζηδόν
  44078. ῥοίζημα, ατος (τό)
  44079. ῥοῖζος, ου (ὁ)
  44080. ῥοιζώδης, ης, ες
  44081. ῥοιή, ῆς (ἡ)
  44082. ῥοικός1, ή, όν
  44083. ῥοικός2, ή, όν
  44084. ῥομβέω-ῶ
  44085. ῥομβοειδής, ής, ές
  44086. ῥόμβος, ου (ὁ)
  44087. ῥομβώδης, ης, ες
  44088. ῥομφαία, ας (ἡ)
  44089. ῥόος, ου (ὁ)
  44090. ῥόπαλον, ου (τό)
  44091. ῥοπή, ῆς (ἡ)
  44092. ῥόπτρον, ου (τό)
  44093. ῥοῦς, ῥοῦ (ὁ)
  44094. ῥοφέω-ῶ
  44095. ῥόφημα, ατος (τό)
  44096. ῥοχθέω-ῶ
  44097. ῥοώδης, ης, ες
  44098. ῥύαξ, ακος (ὁ)
  44099. ῥυάς, άδος
  44100. ῥύατο
  44101. ῥυάχετος, ου (ὁ)
  44102. ῥύγχος, εος-ους (τό)
  44103. ῥυγχίον, ου (τό)
  44104. ῥύδην
  44105. ῥυδόν
  44106. ῥυείς, εῖσα, έν
  44107. ῥύη, ῥυῆναι
  44108. ῥυθμίζω
  44109. ῥυθμικός, ή, όν
  44110. ῥυθμοποιΐα, ας (ἡ)
  44111. ῥυθμοποιός, ός, όν
  44112. ῥυθμός, οῦ (ὁ)
  44113. ῥῦμα1, ατος (τό)
  44114. ῥῦμα2, ατος (τό)
  44115. ῥῦμα3, ατος (τό)
  44116. ῥύμη, ης (ἡ)
  44117. ῥύμμα, ατος (τό)
  44118. ῥυμός, οῦ (ὁ)
  44119. ῥυντάκης, ου (ὁ)
  44120. ῥυοίατο
  44121. ῥύομαι
  44122. ῥυπαίνω
  44123. ῥυπαρεύομαι
  44124. ῥυπαρία, ας (ἡ)
  44125. ῥυπαρός, ά, όν
  44126. ῥυπάω-ῶ
  44127. ῥύπον, ου (τό)
  44128. ῥύπος1, ου (ὁ)
  44129. ῥύπος2, εος -ους (τό)
  44130. ῥυπόω1-ῶ
  44131. ῥυπόω2
  44132. ῥυπτικός, ή, όν
  44133. ῥύπτω
  44134. ῥυσάμην
  44135. ῥυσιάζω
  44136. ῥυσίβωμος, ος, ον
  44137. ῥύσιον, ου (τό)
  44138. ῥύσιος, ος, ον
  44139. ῥυσίπολις, εως
  44140. ῥύσις, εως (ἡ)
  44141. ῥυσμός, οῦ (ὁ)
  44142. ῥυσός, ή, όν
  44143. ῥυσότης, ητος (ἡ)
  44144. ῥυστάζω
  44145. ῥυστακτύς, ύος (ἡ)
  44146. ῥύστης, ου (ὁ)
  44147. ῥυτήρ1, ῆρος (ὁ)
  44148. ῥυτήρ2, ῆρος (ὁ)
  44149. ῥυτιδόω-ῶ
  44150. ῥυτίς, ίδος (ἡ)
  44151. ῥυτός1, ή, όν
  44152. ῥυτός2, ή, όν
  44153. ῥύτωρ, ορος (ὁ)
  44154. ῥυῶ, ῆς, ῆ
  44155. ῥῶ
  44156. ῥωγαλέος, α, ον
  44157. ῥωγάς, άδος
  44158. ῥωγμή, ῆς (ἡ)
  44159. ῥώθων, ωνος (ὁ)
  44160. ῥωμαικῶς
  44161. ῥωμαϊστί
  44162. ῥωμαλέος, η, ον
  44163. ῥώμη1, ης (ἡ)
  44164. ῥώννυμι
  44165. ῥώξ1, ῥωγός (ἡ)
  44166. ῥώξ2, ῥωγός (ἡ)
  44167. ῥώομαι
  44168. ῥωπήϊον, ου (τό)
  44169. ῥωπικός, ή, όν
  44170. ῥωπογραφία, ας (ἡ)
  44171. ῥωποπερπερήθρα, ας (ἡ)
  44172. ῥῶπος, ου (ὁ)
  44173. ῥωχμός1, οῦ (ὁ)
  44174. ῥωχμός2, οῦ (ὁ)
  44175. ῥώχω
  44176. ῥώψ, ῥωπός (ἡ)
  44177. ἄχωρ , ορος (ὁ)
  44178. ἀχώρ, ἀχῶρος (ὁ)
  44179. ἀχωρέω e ἀχωριάω
  44180. ἀφρόνιτρον , ου (τό)
  44181. ἀνά
  44182. Κίμολος , ου (ἡ)
  44183. ὀβελός2, οῦ (ὁ)
  44184. Ῥηγῖνος, η, ον
  44185. Ῥήγιον, ου (τό)
  44186. ἀνατεί
  44187. Ὕλη , ἡ
  44188. ἀμφί
  44189. ἀβολέω-ῶ
  44190. Ἀβροκόμας, ου (ὁ)
  44191. Ἀγάθων, ωνος (ὁ)
  44192. Ἀγγίτης, ου (ὁ)
  44193. Ἀγησιστράτα, ας (ἡ)
  44194. ἀγησίλαος, ου (masc.)
  44195. ἀγχόνιος, α, ον
  44196. Ἀδρήστη, ης (ἡ) jôn.
  44197. ἁδύπολις dór.
  44198. ἅδω dór.
  44199. Ἀέλιος
  44200. Αἴσηπος, ου (ὁ)
  44201. Αἰσονίδης, ου (ὁ)
  44202. Αἴσχυλος, ου (ὁ)
  44203. Αἴσων, ωνος e ονος (ὁ)
  44204. Ἀκάμας, αντος (ὁ)
  44205. ἄκανθος, ου (ὁ)
  44206. ἀκέρως, ως, ων
  44207. ἀκή, ῆς (ἡ)
  44208. ἄκρυπτος, ος, ον
  44209. Ἀλαζῶνες, ων (οἱ)
  44210. ἀλθαία, ας (ἡ)
  44211. Ἀλίαρτος
  44212. Ἁλίαρτος, ου (ὁ e ἡ)
  44213. Ἀλκμεωνῖδαι, ων (οἱ)
  44214. Ἀλκμέων, ωνος (ὁ)
  44215. Ἀλυάττης, ου (ὁ)
  44216. Ἄλπις, ιος (ὁ e ἡ)
  44217. Ἄμασις, ιδος (ὁ)
  44218. ἄμεικτος, ος, ον
  44219. Ἀμίλκας, ου (ὁ)
  44220. ἀμοιβαδίς
  44221. ἀμπελίς, ίδος (ἡ)
  44222. ἀμπολέω-ῶ
  44223. Ἀμπρακιῶτις, ίδος (fem.)
  44224. Ἀμύντας, ου (ὁ)
  44225. Ἀμφάρης, ου (ὁ)
  44226. Ἀμφιάραος, ου (ὁ)
  44227. Ἀμφιάρεως, εω (ὁ)
  44228. ἀμφιτιττυβίζω
  44229. ἀναίρω
  44230. Ἀναξαγόρας, ου (ὁ)
  44231. ἀνατραπῆναι
  44232. ἀνεπιστρεπτέω-ῶ
  44233. ἀνεπίστρεπτος, ος, ον
  44234. ἀνεπιστρέπτως
  44235. ἀνορέα
  44236. Ἀντίγονος, ου (ὁ)
  44237. ἀντιβρίθω
  44238. ἀντισχῶσι
  44239. Ἀντωνῖνος, ου (ὁ)
  44240. ἀντωνυμία, ας (ἡ)
  44241. ἀντώνυμον, ου (τό)
  44242. ἀνυποδησία, ας (ἡ)
  44243. ἀξιοπίστως
  44244. ἀπαγινέω-ῶ
  44245. ἀπελπισμός, οῦ (ὁ)
  44246. ἀπικνέομαι
  44247. ἀποδιαιτάω-ῶ
  44248. ἀποθορών
  44249. ἀποθραύω
  44250. ἀπόλωλα
  44251. ἀποστολικός, ή, όν
  44252. ἀραρυία
  44253. Ἀράσπας, ου (ὁ)
  44254. ἄργεμον, ου τό
  44255. Ἀρδιαῖος, ου (ὁ)
  44256. ἀρθμέω-ῶ
  44257. ἀρθμός, οῦ (ὁ)
  44258. Ἀριαῖος, ου (ὁ)
  44259. Ἀρίγνωτος, ου (ὁ)
  44260. Ἀρισταγόρας, ου (ὁ)
  44261. Ἀριστοτέλης, ους (ὁ)
  44262. Ἀριστοτέλειος, α, ον
  44263. Ἀριστοφάνης, ους (ὁ)
  44264. Ἀρίστων, ωνος (ὁ)
  44265. Ἀρμενιακός, ή, όν
  44266. Ἅρπαγος, ου (ὁ)
  44267. Ἀρραβαῖος , ου (ὁ)
  44268. Ἀρριβαῖος, ου (ὁ)
  44269. Ἀρταξέρξης, ου (ὁ)
  44270. Ἀρτεμβάρης, εος (ὁ)
  44271. ἀρύτω
  44272. Ἀρχίας, ου (ὁ)
  44273. ἀρχιδεσμώτης, ου (ὁ)
  44274. Ἀσδρούβας, α (ὁ)
  44275. Ἀσίας, ου (ὁ)
  44276. Ἀσιάς, άδος (fem.)
  44277. Ἀσιᾶτις, ιδος´(fem.)
  44278. Ἀσιῆτις, ιδος (fem.)
  44279. Ἀσίς, ίδος (fem.)
  44280. ᾆσμα, ατος (τό)
  44281. Ἀσπασία, ας (ἡ)
  44282. Ἀστύμαχος, ου (ὁ)
  44283. Ἀστυόχεια, ας (ἡ)
  44284. Ἀστύοχος, ου (ὁ)
  44285. Ἀσωπίς, ίδος (ἡ)
  44286. ἄτα
  44287. Ἄτταλος, ου (ὁ)
  44288. αὐταρχέω-ῶ
  44289. αὔταρχος, ος, ον
  44290. Αὐτόλυκος, ου (ὁ)
  44291. αὐχή, ῆς (ἡ)
  44292. αὔχη,ης (ἡ)
  44293. Ἀφαρεύς, έως (ὁ)
  44294. Ἄφυτις, ιος (ὁ)
  44295. Ἀχαιϊκός, ή, όν
  44296. ἄχνα
  44297. Βαγαῖος, ου (ὁ)
  44298. Βάλακρος, ου (ὁ)
  44299. βάρβιτος, ου (ὁ e ἡ)
  44300. Βαρκαῖος, α, ον
  44301. Βάρκη, ης (ἡ)
  44302. Βάτος, ου (ὁ)
  44303. Βιθυνία, ας (ἡ)
  44304. Βιθυνίς, ίδος (ἡ)
  44305. Βιθυνός, ή, όν
  44306. βινέω-ῶ
  44307. βοιώτιον, ου (τό)
  44308. βορβορόω-ῶ
  44309. Βοττία, ας (ἡ)
  44310. Βοττιαῖος, α, ον
  44311. Βρασίδας, ου (ὁ)
  44312. βρῖθος, εος -ους (τό)
  44313. βρόξαι
  44314. βρῦν
  44315. βυρσόω-ῶ
  44316. Γάβαιδος, ου (ὁ)
  44317. Γάδατας, ου (ὁ)
  44318. Γαμηλιών, ῶνος (ὁ)
  44319. Γέλων, ωνος (ὁ)
  44320. Γελάνωρ, ορος (ὁ)
  44321. Γλαύκων, ωνος (ὁ)
  44322. γλέφαρον, ου (τό)
  44323. γνάφαλος , ου (ὁ)
  44324. Γοργίας, ου (ὁ)
  44325. γόων
  44326. γροσφομάχος, ος, ον
  44327. Γωβρύας, ου (ὁ)
  44328. Δαμαρέτιος, ου (masc.)
  44329. Δαρεῖται, ων (οἱ)
  44330. δεκάμνους, ους, ουν
  44331. Δεξίθεος, ου (ὁ)
  44332. Δερκυλίδας, ου (ὁ)
  44333. Δερκυλίς, ίδος (ἡ)
  44334. Δηΐφοβος, ου (ὁ)
  44335. Δᾶλος, ου (ἡ)
  44336. Δημαρέτη, ης (ἡ)
  44337. Δημάρατος, ου (ὁ)
  44338. Δημάρητος, ου (ὁ)
  44339. Δημοκήδης, ου (ὁ)
  44340. διασφάττω
  44341. διοικισμός, οῦ (ὁ)
  44342. Διώνυσος, ου (ὁ)
  44343. δοτός, ή, όν
  44344. δρόμημα, ατος (τό)
  44345. Δρύας, αντος (ὁ)
  44346. Δρυάς, άδος (ἡ)
  44347. δωδεκάβοιος, ος, ον
  44348. δωδεκάμενος, ος, ον
  44349. ἔβροξε
  44350. εἱλικτός, ή, όν
  44351. Ἑκατώνυμος, ου (ὁ)
  44352. ἐκλελοιπώς
  44353. ἐκτάμην
  44354. ἔκταν
  44355. ἐλατός, ή, όν
  44356. ἐλάφιον, ου (τό)
  44357. Ἕλενος, ου (ὁ)
  44358. ἐμφορτίζομαι
  44359. ἔμφορτος, ος, ον
  44360. ἐξαγκωνίζω
  44361. ἐξήλου
  44362. ἐξομόργνυμι
  44363. Ἐπειοί, ῶν (οἱ)
  44364. ἐπιγραφεύς, έως (ὁ)
  44365. Ἐπιδάμνος, ου (ὁ)
  44366. ἐπιδεξίως adv.
  44367. ἐπικρήηνον
  44368. ἐπιφυλάττω
  44369. Ἐπύαξα, ης (ἡ)
  44370. ἐπωβελία, ας (ἡ)
  44371. ἐρκτή, ῆς (ἡ)
  44372. Ἕρμιππος, ου (ὁ)
  44373. Ἕρμων, ωνος (ὁ)
  44374. Ἐτέαρχος, ου (ὁ)
  44375. ἔτετμον
  44376. εὐθύτομος, ος, ον
  44377. Εὔπολις, ιδος (ὁ)
  44378. Εὐρυνόμη, ης (ἡ)
  44379. Εὐρυσθεύς, έως (ὁ)
  44380. Ζάγκλη, ης (ἡ)
  44381. Ζέλεια, ας (ἡ)
  44382. ζεφύριος, α e ος, ον
  44383. Ἠλεῖος, α, ον
  44384. Ἦλις, ιδος ac.-ιν e -ιδα (ἡ)
  44385. ἧος
  44386. Ἡρακλείδης, ου (ὁ)
  44387. Ἡριππίδας, ου (ὁ)
  44388. ἡσεῖτε
  44389. ἡρῶσσα, ης (ἡ)
  44390. ἡρῷσσα, ης (ἡ)
  44391. ἥφθα
  44392. Θάψακος, ου (ἡ)
  44393. θέλυμνα, ων (τά)
  44394. Θεογένης, ους (ὁ)
  44395. Θεόδωρος, ου (ὁ)
  44396. θεώτερος, α, ον
  44397. θερμαντήριος, ος, ον
  44398. Θεραῖος, α, ον
  44399. θηρευτήρ, ῆρος (ὁ)
  44400. θηρόκτονος, ος, ον
  44401. Θήρων, ωνος (ὁ)
  44402. θνατός
  44403. θοινάτωρ, ορος (ὁ)
  44404. Θοώτης, ου (ὁ)
  44405. Θρασύμαχος, ου (ὁ)
  44406. θρονίζω
  44407. θρόνωσις, εως (ἡ)
  44408. Θυρεά, ᾶς (ἡ)
  44409. θωμαστóς
  44410. Ἰδάντυρσος, ου (ὁ)
  44411. ἰλλώπτω
  44412. Ἱπποκλείδης, ου (ὁ)
  44413. Ἱππόμαχος, ου (ὁ)
  44414. Ἰσχόμαχος, ου (ὁ)
  44415. καλλίας, ου (ὁ)
  44416. Κάλυνδα, ων (τά)
  44417. Καλυνδεῖς, έων (οἱ)
  44418. Κανδαύλης, ου (ὁ)
  44419. κᾶρυξ
  44420. Καρύστιος, α, ον
  44421. Κάρυστος, ου (ἡ)
  44422. Κάσσιος, ου (ὁ)
  44423. καυματώδης, ης, ες
  44424. καχλάζω
  44425. Κέβης, ητος (ὁ)
  44426. Κιρκαῖον, ου (τό)
  44427. Κίσσιος, α, ον
  44428. Κλεάνωρ, ορος (ὁ)
  44429. Κλεομένης, ους (ὁ)
  44430. Κλέων, ωνος (ὁ)
  44431. κλύς, κλυδός (ἡ)
  44432. κορίαννον, ου (τό)
  44433. κορίζω
  44434. Κόροιβος, ου (ὁ)
  44435. Κράτυλος, ου (ὁ)
  44436. κρέσσων
  44437. Κρῖσα, ης (ἡ)
  44438. Κρισαῖος, α, ον
  44439. Κριτόβουλος, ου (ὁ)
  44440. κρυπτάδιος, α e ος, ον
  44441. Κυαξάρης, ου (ὁ)
  44442. Λευκίππη, ης (ἡ)
  44443. Λευτυχίδης, ου (ὁ)
  44444. Λεωνίδας, α (ὁ)
  44445. Λεωνίδης, έω (ὁ)
  44446. Λεωτυχίδης, ου (ὁ)
  44447. Ληναϊτης, ου (masc.)
  44448. Μαίων, ονος (ὁ)
  44449. Μάγος, ου (ὁ)
  44450. Μαλέα, ας (ἡ)
  44451. Μάλεια, ας (ἡ)
  44452. Μαλέη, ης (ἡ)
  44453. Μανδάνη, ης (ἡ)
  44454. μᾶνις
  44455. μαντήϊος
  44456. μαρικᾶς, ᾶ (ὁ)
  44457. Μασίστης, ου (ὁ)
  44458. Μάσκας, α (ὁ)
  44459. Μασσαγέτης, ου (masc.)
  44460. Μαχάων, ονος (ὁ)
  44461. Μελέαγρος, ου (ὁ)
  44462. Μεταποντῖνοι, ων (οἱ)
  44463. Μεταπόντιον, ου (τό)
  44464. Μέτελλος, ου (ὁ)
  44465. μυκή, ῆς (ἡ)
  44466. Μυρτάλη, ης (ἡ)
  44467. Μύρκινος, ου (ἡ)
  44468. νεκροθήκη, ης (ἡ)
  44469. νῆνις
  44470. νεᾶνις, ιδος (ἡ)
  44471. Νήϊον, ου (τό)
  44472. νηός
  44473. Ξάνθιππος, ου (ὁ)
  44474. Ξέναρχος, ου (ὁ)
  44475. ξενοδόχος, ος, ον
  44476. ξεινοδόχος
  44477. Ξενοκλέης, ους (ὁ)
  44478. Ξενοκλῆς
  44479. ξυμφορέω-ῶ
  44480. ξυνέβη
  44481. Ὀδρύσαι, ῶν (οἱ)
  44482. Οἰνιάδης, ου (ὁ)
  44483. Ὀκτάβιος, ου (ὁ)
  44484. ὀρνίθαρχος, ου (ὁ)
  44485. Ὀροίτης, ου (ὁ)
  44486. ὄσχος, ου (ὁ)
  44487. ὁτιοῦν
  44488. ὀφρυόω-ῶ
  44489. παιδογονία, ας (ἡ)
  44490. παιδογόνος, ος, ον
  44491. Παλαμήδης, ους (ὁ)
  44492. Πανταλέων, οντος (ὁ)
  44493. Παντίμαθοι, ων (οἱ)
  44494. Παυσίκαι, ῶν (οἱ)
  44495. πέλεθος, ου (ὁ)
  44496. Πέρκαλος, ου (ἡ)
  44497. Περραιβία, ας (ἡ)
  44498. Περραιβοί, ῶν (οἱ)
  44499. πέτρωμα, ατος (τό)
  44500. Πηρώ, οῦς (ἡ)
  44501. πῖ (τό)
  44502. Πλάκος, ου (ἡ)
  44503. πλαταγέω-ῶ
  44504. ποδάρκης, ης, ες
  44505. Πολυκράτης, ους (ὁ)
  44506. πολύφαμος
  44507. Πομπήϊος, ου (ὁ)
  44508. προβατεύω
  44509. προεισέρχομαι
  44510. Πρόξενος, ου (ὁ)
  44511. προτυγχάνω
  44512. πώλης, ου (ὁ)
  44513. ῥήν (ἡ)
  44514. ῥόδινος, η, ον
  44515. Ῥοῖκος, ου (ὁ)
  44516. Ῥώμυλος, ου (ὁ)
  44517. ἀνά
  44518. ἀνθεμίζομαι
  44519. ἱστορικόσ, ή, όν
  44520. μᾶλον1 - 2
  44521. φιλοπροσηνῶς
  44522. τυφόω-ῶ
  44523. ὑπό
  44524. ὑπομίγνυμι
  44525. ὑποτελέω-ῶ
  44526. ὑποφθέγγομαι
  44527. ὑφέρπω
  44528. ὑφορμέω-ῶ 
  44529. ὑψόω-ῶ
  44530. πεντηκοντόργυıοσ, οσ, ον
  44531. πεντηκόντοροσ, ου (ἡ)
  44532. πεντηκοντούτης
  44533. πεντηκόσιοι, αι, α
  44534. πεντηκοστόσ, ή, όν
  44535. πεντηκοστύσ, ύοσ (ἡ)
  44536. πεντήπησ, ησ, ες
  44537. προσκυλίνδω
  44538. αἰβοῖ
  44539. περαιτέρω
  44540. πεπερασµένοσ, η, ον
  44541. πέπλος , ου (ὁ)
  44542. πέποιθα
  44543. πέπορδα
  44544. πέποσθε
  44545. πεπρωµένοσ, η, ον
  44546. πεπύθοιτο
  44547. περιδίδομαι
  44548. Μακρόβιοι, ων (οἱ)
  44549. φθισίβροτος, ος, ον
  44550. τιθασσεύω
  44551. θύμoς 1, ου (ὁ)
  44552. θύμος1, ου (ὁ)
  44553. Αἴθων , ωνος
  44554. Ἀγαμέμνων, ονος (ὁ)
  44555. Ἀρηίθοος, ος, ον (ὁς)
  44556. Aἰακός , οῦ (ὁ)
  44557. Νημερτής
  44558. Αἰθιοπίς, ίδος
  44559. Αἰθιοπίς, ίδος
  44560. Αἰθιοπίς, ίδος
  44561. Αἰθιοπίς, ίδος
  44562. Θάλεια, ας (ἡ)
  44563. Ἀγήνωρ, ορος
  44564. Διώνη, ης (ἡ)
  44565. Γαῖα, ας (ἡ)
  44566. Φέρουσα, ης (ἡ)
  44567. Σπειώ, οῦς (ἡ)
  44568. Φέρουσα, ης (ἡ)
  44569. Φθία, ας (ἠ)
  44570. Πρωτώ, οῦς (ἡ)
  44571. Κυμοθόη, ης (ἡ)
  44572. Κυμοδόκη, ης (ἡ)
  44573. Κλυμένη, ης (ἡ)
  44574. κλύμενος, η, ον
  44575. Ἰάνειρα, ας (ἡ)
  44576. Ὠρείθυια, ας (ἡ)
  44577. Χρομίος, ου (ὁ)
  44578. Ὑπείροχος, ου (ὀ)
  44579. Ὕλη, ης (ἡ)
  44580. Ῥίγμος, ου (ὁ)
  44581. Πρύτανις, ιδος ου ιος (ὁ)
  44582. Ποδάρκης, εος (ὁ)
  44583. ποδάρκης, ης, ες
  44584. Πόδαργος, ου (ὁ)
  44585. πόδαργος, ος, ον
  44586. Ποδάργη, ης (ἡ)
  44587. Πανόπη, ης (ἡ)
  44588. Ὄσσα, ης (ἡ)
  44589. Δαμάγητος, ου (ὁ)
  44590. Δίρκα (ἡ)
  44591. Διαγόρας, ου (ὁ)
  44592. Γλαῦκος, ου (ὁ)
  44593. Γλαυκῶπις, ιδος
  44594. Αὐγέας, ου (ὁ)
  44595. Αἴτνα (ἡ)
  44596. Ἀριστέας, ου ου α (ὁ)
  44597. ἀγαλματογλύφος, ου (ὁ)
  44598. ἀγαλματοπώλης, ου (ὁ)
  44599. ἀδιόριστος, ος, ον
  44600. αἴγαγρος, ου (ὁ, ἡ)
  44601. αἰγοβοσκός, οῦ (ὁ)
  44602. Αἰσώπειος, ος, ον
  44603. ἀκατάλλακτος, ος, ον
  44604. ἀκροκώλιον, ου (τό)
  44605. ἀλεκτροφωνία, ας (ἡ)
  44606. ἀμελετήτως
  44607. ἀμύγδαλον, ου (τό)
  44608. ἀμφινοέω-ῶ
  44609. ἀναδενδράς, άδος (ἡ)
  44610. ἀναξιοπαθέω-ῶ
  44611. ἀνεπαισθήτως
  44612. ἀντευεργέτης, ου (ὁ)
  44613. ἀντιβουκολέω-ῶ
  44614. ἀντίφημι
  44615. ἀπαρακάλυπτος, ος, ον
  44616. ἀπαρακαλύπτως
  44617. ἀπαρεγχείρητος, ος, ον
  44618. ἀπομερίζω
  44619. ἀπρέπεια, ας (ἡ)
  44620. ἀπροσκέπτως
  44621. ἀπροφυλάκτως
  44622. ἄσχημος, ος, ον
  44623. ἀταράχως
  44624. ἀτημελήτως
  44625. ἄτριχος, ος, ον
  44626. ἄθριξ, ἄτριχος
  44627. αὐξύνω
  44628. αὐτοδεσπότης, ου (ὁ)
  44629. ἀφόδευμα, ατος (τό)
  44630. ἀφοδεύω
  44631. βαβαῖ
  44632. βιοποριστέω-ῶ
  44633. βραβεῖον, ου (τό)
  44634. βρέγμα, ατος (τό)
  44635. βρυχηθμός, οῦ (ὁ)
  44636. βυρσοδέψης, ου (ὁ)
  44637. βωταλίς (ἡ)
  44638. γαληνιάω-ῶ
  44639. γεωπονέω-ῶ
  44640. δεῖπνος, ου (ὁ)
  44641. Δημάδης, ου (ὁ)
  44642. Δήμετρα, ας (ἡ)
  44643. δημιούργημα, ατος (τό)
  44644. διακολυμβάω-ῶ
  44645. διαναβάλλομαι
  44646. διαπαντός
  44647. διενοχλέω-ῶ
  44648. διερεθίζω
  44649. δρυτόμος, ου (ὁ)
  44650. δωρητικός, ή, όν
  44651. ἀμφίνοος, ος, ον
  44652. ἀμφίνους, ους, ουν
  44653. Νύξ, ός (ἡ)
  44654. Ὁλμειός, οῦ (ὁ)
  44655. Σελήνη, ης (ἡ)
  44656. Ὠκεανός, ῦ (ὁ)
  44657. Δωτώ, οῦς (ἡ)
  44658. Δυναμένη, ης (ἡ)
  44659. Κοῖος, ου (ὁ)
  44660. Ἀβαρβαρέη, ης (ἡ)
  44661. Ἄβας, αντος (ὁ)
  44662. Ἄβληρος, ου (ὁ)
  44663. Ἀγακλέης, ῆος (ὁ)
  44664. Ἀγαμήδη, ης (ἡ)
  44665. Ἀγαπήνωρ, ορος (ὁ)
  44666. Ἀγασθήνες, εος -ους (ὁ)
  44667. Ἅλιος, ου (ὁ)
  44668. Ἑστία, ας (ἡ)
  44669. Ἥλιος, ου (ὁ)
  44670. Ἥβη, ης (ἡ)
  44671. Ἴσχυς, υος (ὁ)
  44672. Ὄλβια, ας (ἡ)
  44673. Ἀκάμας, αντος (ὁ)
  44674. Ἀγάστροφος, ου (ὁ)
  44675. Ἀγαυή, ῆς (ἡ)
  44676. Ἀγέλαος, ου (ὁ)
  44677. Ἀγήνωρ, ορος (ὁ)
  44678. Ἀγκαῖος, ου (ὁ)
  44679. Ἀγλαΐα, ας (ἡ)
  44680. Ἄγριος, ου (ὁ)
  44681. Ἀγχίαλος, ου (ὁ)
  44682. Ἀδάμας, αντος (ὁ)
  44683. Ἄδμητος, ου (ὁ)
  44684. Ἄδραστος, ου (ὁ)
  44685. Aἴας ου Αἶας, αντος (ὁ)
  44686. Aἰγαί, ῶν (αἱ)
  44687. Aἰγιαλός, οῦ (ὁ)
  44688. Aἰγιάλεια, ας (ἡ)
  44689. Aἴγινα, ης (ἡ)
  44690. Aἴθη, ης (ἡ)
  44691. Aἴθρα, ας (ἡ)
  44692. Aἰνείας, ου (ὁ)
  44693. Ἰώ, ῦς (ἡ)
  44694. Ὀρθία, ας (ἡ)
  44695. Αἴολος, ου (ὁ)
  44696. Βίας, αντος (ὁ)
  44697. Δίδυμα, ων (τὰ)
  44698. Εὔμηλος, ου (ὁ)
  44699. Κράτης, ητος (ὁ)
  44700. Ναίς, ιδος (ἡ)
  44701. Μεγάρα, ας (ἡ)
  44702. Νικεύς (ὁ)
  44703. Πάτραι, ῶν (αἱ)
  44704. Πατρέες, ἑων (οἱ)
  44705. Θόας, αντος (ὁ)
  44706. Χάρις, ιτος (ἡ)
  44707. Aἴτνη, ης (ἡ)
  44708. Aὐγέας, ου (ὁ)
  44709. Δῖα, ας (ἡ)
  44710. Δίρκη, ης (ἡ)
  44711. Δαμαῖος, ου (ὁ)
  44712. Δαναἴς, ἴδος (ἡ)
  44713. Δαναός, οῦ (ὁ)
  44714. Δάρδανος 1, ου (ὁ)
  44715. Δελφοἰ, ῶν (οἱ)
  44716. AἴΘων, ωνος (ὁ)
  44717. Aἵμων, ονος (ὁ)
  44718. Αἴπεια, ας (ἡ)
  44719. Ἀκταίη, ης (ἡ)
  44720. Ἁλίη, ῆς (ἡ)
  44721. Ἀκάστη, ης (ἡ)
  44722. Ῥόδεια, ας (ἡ)
  44723. Γλαύκη , ης (ἡ)
  44724. Δωρίς 2, ιδος (ἡ)
  44725. Θάλεια, ας (ἡ)
  44726. Θόη, ης (ἡ)
  44727. Ἀλάστωρ, ορος (ὁ)
  44728. Ἀλθαία, ας (ἡ)
  44729. Ἁλίαρτος, ου (ὁ)
  44730. Ἀλκάθοος -ους, όου -ου (ὁ)
  44731. Ἄλκανδρος, ου (ὁ)
  44732. Ἄλκιμος, ου (ὁ)
  44733. Ἄλτης (ὁ)
  44734. Ἀμάθεια, ας (ἡ)
  44735. Ἀμφιθόη, ης (ἡ)
  44736. Ἀμφινόμη, ης (ἡ)
  44737. Ἀμφοτερός, οῦ (ὁ)
  44738. ἐγχυματίζω
  44739. ἔγχυμα, ατος (τό)
  44740. ἐκπέταμαι
  44741. εἰκῆ
  44742. ἐκτελειόω-ῶ
  44743. ἔκτοτε
  44744. ἐναποτίθεμαι
  44745. ἐνάρετος, ος, ον
  44746. ἐντινάσσω
  44747. ἐπαλαζονεύομαι
  44748. ἐπεκχέομαι
  44749. ἐπευθύς
  44750. ἐπιβλαβής, ής, ές
  44751. ἐπικαχλάζω
  44752. εὐεκτέω-ῶ
  44753. εὐθηνεια, ας (ἡ)
  44754. εὐκαρπία, ας (ἡ)
  44755. εὐμεθόδως
  44756. εὐμελής, ής, ές
  44757. εὐπρόφορος, ος, ον
  44758. θεραπαινίς, ίδος (ἡ)
  44759. ἰδιοποιέω-ῶ
  44760. ἰξευτής, οῦ (ὁ)
  44761. ἰξεύω
  44762. ἰξοφόρος, ος, ον
  44763. Γαλάτεια, ας (ἡ)
  44764. Ῥόδη, ης (ἡ)
  44765. κακότροπος, ος, ον
  44766. καταβαπτίζω
  44767. καταδάκνω
  44768. καταθαρρέω-ῶ
  44769. κατάσκιος, ος, ον
  44770. κατοπτάζομαι
  44771. κερατίζω
  44772. κηπωρός, οῦ (ὁ)
  44773. κίχλα, ης (ἡ)
  44774. κνίσμα, ατος (τό)
  44775. κοίλωμα, ατος (τό)
  44776. κοιλόω-ῶ
  44777. κομπαστής, οῦ (ὁ)
  44778. κυματόω-ῶ
  44779. κυνόδηκτος, ος, ον
  44780. κωδωνοφορέω-ῶ
  44781. κωδωνοφόρος, ος, ον
  44782. λιποθυμέω-ῶ
  44783. λιτῶς
  44784. λυκίδιον, ου (τό)
  44785. λυκιδεύς, έως (ὁ)
  44786. μακελλάριος, ου (ὁ)
  44787. ματαιολογέω-ῶ
  44788. μεγαλοφώνως
  44789. Μελιταῖος, α, ον
  44790. μεμπτέος, α, ον
  44791. μεταπεριάγω
  44792. μηδαμῆ
  44793. μηναγύρτης, ου (ὁ)
  44794. μικροφυής, ής, ές
  44795. μυρσινών, ῶνος (ὁ)
  44796. μυρρινών, ῶνος (ὁ)
  44797. ναυπήγιον, ου (τό)
  44798. νεοττοποιΐα, ας (ἡ)
  44799. νυχιέστερος, α, ον
  44800. ξυλεύομαι
  44801. ὀπτάζω
  44802. οἰκτίστως
  44803. ὁμόροφος, ος, ον
  44804. ὀξύπτερος, ος, ον
  44805. Ἀλφειός , οῦ (ὁ)
  44806. ἀπαράττω
  44807. ἀπᾴττω
  44808. ἀφροδίσιος, ος, ον
  44809. Εὔρωπος, ου (ἡ)
  44810. Ἰάκωβος, ου (ὁ)
  44811.   Ἱππίης, ου (ὁ)
  44812. Κηφισός, οῦ (ὁ)
  44813. Λάρισσα, ης (ἡ)
  44814. Λύδιος, ος, ον
  44815. μόρσιμος, η, ον
  44816.  Ὁποῦς,  Ὀποῦντος (ὁ, ἡ)
  44817. ὀστοῦν, οῦ (τό)
  44818. Δημήτηρ, τρος (ἡ)
  44819. Δημήτριος, ος, ον
  44820. Δημοσθένης, ους (ὁ)
  44821. Διογένης , ους (ὁ)
  44822. Παρνασσός, οῦ (ὁ)
  44823. πρᾶος, ος, ον
  44824. Ῥαχήλ (ἡ)
  44825. Ῥεβέκκα (ἡ)
  44826. Ῥοῦφος, ου (ὁ)
  44827. Ῥώμη2, ης (ἡ)
  44828. Ῥωμινάλιος ἐρινεός (ὁ)
  44829. Σύβαρις, ιδος (ἡ)
  44830. Ὑστάσπης, ου (ὁ)
  44831. χερρόνησος, ου (ἡ)
  44832. Ἀράσπης, ου (ὁ)
  44833. Γαδάτας, ου (ὁ)
  44834. Δημαρέτη, ης (ἡ)
  44835. ἆτος, ος, ον
  44836. ἄβατος, η, ον
  44837. ἄβροτος, η, ον
  44838. ἀγαθουργέω-ῶ
  44839. Ἀγαμεμνόνεος, η, ον
  44840. ἀγλαός, ός, όν
  44841. ἀγοραῖος, α, ον
  44842. ἄγος, εος-ους (τό)
  44843. ἄγριος, ος, ον
  44844. ἄγροικος, ος, ον
  44845. ἀγρονόμος, η, ον
  44846. ἄγρωστις, ίδος (ἡ)
  44847. ἄγυια, ας (ἡ)
  44848. ἀγχίπτολις, εως (masc., fem.)
  44849. ἀδελφεή
  44850. ἀδῇος, ος, ον
  44851. ἄδδην
  44852. ἄδην
  44853. ἀδίαντος, η, ον
  44854. ἀδικίη, ης (ἡ)
  44855. ἀδινός, ή, ον
  44856. ἀδινῶς
  44857. ἀείζως, ως, ων
  44858. ἀεικίη, ης (ἡ)
  44859. ἀεικέλιος, ος, ον
  44860. ἀείνως, ως, ων
  44861. ἀελπής, ής, ές
  44862. ἀέριος, α, ον
  44863. ἁθροίζω
  44864. ἅθροισις, εως (ἡ)
  44865. ἁθρόος, α, ον
  44866. ἁθρόως
  44867. ἀΐ
  44868. Αἶας, Αἴαντος (ὁ)
  44869. αἰγίθαλος , ου (ὁ)
  44870. ᾅδης, ου (ὁ)
  44871. Ἀΐδης, ου (ὁ)
  44872. αἰές
  44873. ἀϊκῶς
  44874. αἱμακορία, ας (ἡ)
  44875. Αἰνέας, ου (ὁ)
  44876. ἄττω
  44877. αἶστος, ος, ον
  44878. ἀΐων, ονος (ἡ)
  44879. Ἀκαδημία, ας (ἡ)
  44880. ἄκασκα
  44881. ἀκηρυκτί
  44882. κάνναβις, εως (ἡ)
  44883. ἀρδευτής , οῦ (ο)
  44884. ἀρδευτός , ή , όν
  44885. μέταξις , εως (ἡ)
  44886. στυφώδης , ες
  44887. β (βῆτα) (τό)
  44888. γ (γάμα) (τό)
  44889. μυλίτης ,-ου (ὁ)
  44890. γαγάτης , -ου (ὁ )
  44891. Γάγαι , -ῶν, (αἱ)
  44892. κλαυδιανός , (ὁ)
  44893. σάμφειρος ( ὁ)
  44894. μαγνήτης , ‑ου, ὁ
  44895. ὑγράσφαλτος ,- ου ὁ
  44896. σάκχαρ, ‑αρος, (τό )
  44897. ἀμμωνιακόν , ‑οῦ, (τό )
  44898. στίμμι , ‑εως, ( τό)
  44899. χία , ‑ας,( ἡ)
  44900. χάνδρα , ‑ας, (ἡ)
  44901. ἔμπρακτ-ος , ον
  44902. δευτερογαμέω
  44903. Διόσκοροι, -ων (οἱ)
  44904. Ἀσπίς , -íδος (ἡ)
  44905. πορφύρα, -ας (ἡ)
  44906. Παπρημίτης , ‑ου (ὁ)
  44907. Πάπρημις ( ἡ)
  44908. Πολύμνια , ‑ας , (ἡ)
  44909. ἰξίνη , (ἡ)
  44910. Ἡλιοπολίτης , ‑ου, ( ὁ)
  44911. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν
  44912. αἱμόρρους, ους, ουν
  44913. ἄχρις
  44914. ἀχρήϊος, ος, ον
  44915. Ἀχαιά, ᾶς (ἡ)
  44916. Ἀχαῖα, ας (ἡ)
  44917. Ἀχαιΐα, ας (ἡ)
  44918. αὐχμάω-ῶ
  44919. αὐτόχροος, ος, ον
  44920. αὐτόνοος, ος, ον
  44921. αὐτόνους, ους, ουν
  44922. αὖτις
  44923. ἀτρέμας
  44924. ἀξυγκρότητος, ος, ον
  44925. ἀξύμβατος, ος, ον
  44926. ἀξύμμετρος, ος, ον
  44927. ἀξύμφωνος, ος, ον
  44928. ἀξύνετος, ος, ον
  44929. ἀξύντακτος, ος, ον
  44930. ἀξύστατος, ος, ον
  44931. ἀσφάραγος, ου (ὁ)
  44932. ἄρτυνος, ου (ὁ)
  44933. ἀροτριόω-ῶ
  44934. ἀρεσκεία, ας (ἡ)
  44935. ἀργύρεος, α, ον
  44936. ἀργυροῦς, ᾶ, οῦν
  44937. ἀποχειροβίωτος, ος, ον
  44938. ἀποχωλόω-ῶ
  44939. ἀποσταδόν
  44940. ἀποσμύχω
  44941. ἀποπτοιέω-ῶ
  44942. ἀπολισθάνω
  44943. ἀποκλάω
  44944. ἀποκνάω
  44945. ἀποκαθιστάω-ῶ
  44946. ἀποθωυμάζω
  44947. ἀπογίνομαι
  44948. ἀπογινώσκω
  44949. ἄπλοος, ος, ον
  44950. ἀπαρύω
  44951. ἀπαππαπαῖ
  44952. ἆορ, ἄορος (τό)
  44953. ἀξιαφήγητος, ος, ον
  44954. ἀξιοζήλωτος, ος, ον
  44955. ἀξιόμισος, ος, ον
  44956. ἀντίπνους, ους, ουν
  44957. ἀντίξους, ους, ουν
  44958. ἀνθρωπόνους, ους, ουν
  44959. ἀνατεί
  44960. ἀνάσιλος, ου (ὁ)
  44961. ἀναιδεία, ας (ἡ)
  44962. ἀναγινώσκω
  44963. Τήνιος , α, ον
  44964. ἄμφωτις, ιδος (ἡ)
  44965. ἁλύω
  44966. ἀλῳά, ᾶς (ἡ)
  44967. ἀλῳή, ῆς (ἡ)
  44968. ἄμαξα, ης (ἡ)
  44969. ἀμαξιτός, ός, όν
  44970. ἁμαρτῇ
  44971. ἀμέ
  44972. ἁμίς, ίδος (ἡ)
  44973. ἅμμος, ου (ὁ)
  44974. ἁμόθεν
  44975. ἁμοῦ
  44976. ἀλκυονίς, ίδος (ἡ)
  44977. ἀλκυονίς, ίδος (ἡ)
  44978. ἀλκυόνειος, α, ον
  44979. Ἁλικαρνασσός, οῦ (ὁ)
  44980. Ἁλικαρνησός, οῦ (ὁ)
  44981. ἀλετός, οῦ (ὁ)
  44982. ἀκηρυκτί
  44983. ἄδην
  44984. ἀδινός, ή, ον
  44985. ἀδινῶς
  44986. ἀγχίνους, ους, ουν
  44987. ἀγχίπλους, ους, ουν
  44988. ἀγρόθεν
  44989. ἀγάρρους, ους, ουν
  44990. Ἀγαμεμνόνεος, η, ον
  44991. πράξις / πρῆξις , εως (ἡ)
  44992. βαθύρρους, ους, ουν
  44993. βέκος, ους (τό)
  44994. βείομαι
  44995. βωμολοχέω-ῶ
  44996. γαζοφυλάκιον, ου (τό)
  44997. γαλῆ, ῆς (ἡ)
  44998. γάλως, γάλω (ἡ)
  44999. γεῖσσον, ου (τό)
  45000. γέλοιος, α, ον
  45001. Γελῶος, ου (ὁ)
  45002. γεώπεδον, ου (τό)
  45003. γαρύω
  45004. γιγαντιαῖος, α, ον
  45005. γληχώ, οῦς (ἡ)
  45006. γλήχων, ωνος (ἡ)
  45007. βλήχων, ωνος (ἡ)
  45008. γλωχίν, ῖνος (ἡ)
  45009. γνώστης, ου (ὁ)
  45010. γονυκαυσάγρυπνα, ης
  45011. γραμματοφυλάκιον, ου (τό)
  45012. γράσσος, ου (ὁ)
  45013. γρῆϋς
  45014. γρυλλίζω
  45015. γρυμαία, ας (ἡ)
  45016. γρυμαιοπώλης, ου (ὁ)
  45017. Γυρτώνη, ης (ἡ)
  45018. δᾷος, α, ον
  45019. δήϊος, α, ον
  45020. δᾴς, δᾳδός (ἡ)
  45021. δάκετον, ου (τό)
  45022. Δαρδάνιος, α, ον
  45023. δᾷς, δᾳδός (ἡ)
  45024. δαφοινός, ός, όν
  45025. Δεῖμος, ου (ὁ)
  45026. Δειμός, οῦ (ὁ)
  45027. δεκαετής, ής, ές
  45028. δεξιολάβος, ου (ὁ)
  45029. δεσμή, ῆς (ἡ)
  45030. δῃάλωτος, ος, ον
  45031. Δήλιος, α, ον
  45032. ἀκατασκεύαστος, ος, ον
  45033. δουλεύω
  45034. ὑποζύγιος, ος, ον
  45035. δεκάλογος, ου (ἡ)
  45036. Δικαιόπολις, ιδος (ὁ)
  45037. ἐσβαίνω
  45038. ἐσοικίζω
  45039. Εὐτρόπιος, ου (ὁ)
  45040. Ζηνόθεμις, ιδος (ὁ)
  45041. δημόθρους, ους, ουν
  45042. διαβύνομαι
  45043. διάττω
  45044. διακορέω-ῶ
  45045. διαμιγνύω
  45046. διαπατταλεύω
  45047. διάπλους, ους, ουν
  45048. διαρμόττω
  45049. δίγλωττος, ος, ον
  45050. διεξᾴττω
  45051. διεξάττω
  45052. διηνεκῶς
  45053. διθάλαττος, ος, ον
  45054. δικτατορεία, ας (ἡ)
  45055. διολισθαίνω
  45056. Διομήδειος, α, ον
  45057. Διομήδης, εος -ους (ὁ)
  45058. διορύττω
  45059. Διοσκόρειον, ου (τό)
  45060. Διοσκούρειον, ου (τό)
  45061. Διόσκουροι, ων (οἱ)
  45062. διπλοίζω
  45063. διπλόος, η, ον
  45064. δίποδος, ου
  45065. διττός, ή, όν
  45066. δισύλλαβος, ος, ον
  45067. δορυξόος, ος, ον
  45068. δορυξοῦς, οῦς, οῦν
  45069. δορυσσόος, ος, ον
  45070. δορυσσοῦς, οῦς, οῦν
  45071. δραγματοφόρος, ος, ον
  45072. δυσθανατέω-ῶ
  45073. δύσνους, ους, ουν
  45074. Δύσπαρις, ιδος (ὁ)
  45075. δύσπνους, ους, ουν
  45076. χέδροψ, οπος
  45077. Θάλης, ητος (ὁ)
  45078. ἱνατί
  45079. κραδίη, ης (ἡ)
  45080. σμικρός, ά, όν
  45081. τέτταρες, ες, α
  45082. χοεύς, χοέως (ὁ)
  45083. σῆς, σητός (ὁ)
  45084. σῆς, σεός (ὁ)
  45085. Ἰαολκός, οῦ (ὁ)
  45086. Ἡγέστρατος, ου (ὁ)
  45087. κάτωθεν
  45088. Μαμωνᾶς, ᾶ (ὁ)
  45089. πατρίκιος, ου (ὁ)
  45090. Πιττακός, ου (ὁ)
  45091. Παρθενών, ῶνος (ὁ)
  45092. συνειδός, óτος (τό)
  45093. Χῖος, ου (ἡ)
  45094. Χρυσόστομος, ος, ον
  45095. οἶδα
  45096. ἐθελοθρησκία, ας (ἡ)
  45097. εἰκοσαέτης, ης, ες
  45098. εἰλέω
  45099. εἱλίπους, ους, ουν
  45100. εἱλίττω
  45101. εἵλλω
  45102. εἰναέτης, ης, ες
  45103. εἵργω
  45104. ἐσαγγέλλω
  45105. ἐσάγω
  45106. ἐσαθρέω-ῶ
  45107. ἐσακοντίζω
  45108. ἐσακούω
  45109. ἐσάλλομαι
  45110. ἔσαντα
  45111. ἐσαπικνέομαι
  45112. ἐσβάλλω
  45113. ἔσβασις, εως (ἡ)
  45114. ἐσβιάζομαι
  45115. ἐσβιβάζω
  45116. ἐσβλέπω
  45117. ἐσγράφω
  45118. ἐσδέχομαι
  45119. ἐσδέκομαι
  45120. ἐσδύνω
  45121. ἐσδύομαι
  45122. ἐσηγέομαι
  45123. ἐσήγησις, εως (ἡ)
  45124. ἐσηγητέον
  45125. ἐσηγητής, οῦ (ὁ)
  45126. ἐσίπταμαι
  45127. ἐσκομίζω
  45128. ἐσκυκλέω-ῶ
  45129. εἰσόκεν
  45130. ἐσοπτρίζω
  45131. ἐσορμάω-ῶ
  45132. ἐσπηδάω
  45133. ἐσπλέω
  45134. εἴσπλους, ου (ὁ)
  45135. ἔσπλοος, ου (ὁ)
  45136. ἔσπλους, ου (ὁ)
  45137. ἐσποιέω-ῶ
  45138. ἐσποίησις, εως (ἡ)
  45139. εἰσπράττω
  45140. ἐσπράσσω
  45141. ἐσφορέω-ῶ
  45142. ἐσωθέω
  45143. ἕκας
  45144. ἐκκαιδεκαέτης, ης, ες
  45145. ἐκκάω
  45146. ἐκκηρύττω
  45147. ἐκμάττω
  45148. ἔκνους, ους, ουν
  45149. ἐκπλήττω
  45150. ἔκπλους, ου (ὁ)
  45151. ἐκπράττω
  45152. ἔκρους, ου (ὁ)
  45153. ἐκταράττω
  45154. ἐκτάττω
  45155. ἐκχαράττω
  45156. ἐλάττωμα, ατος (τό)
  45157. ἐλάττων, ων, ον
  45158. ἐέλδωρ (τό)
  45159. ἑλίττω
  45160. Ἑλλανίς, ίδος
  45161. ἐλλέβορος, ου (ὁ)
  45162. ἑλύω
  45163. τἄμπαλιν
  45164. τοὔπαλιν
  45165. ἐμπάττω
  45166. ἐμπιτνέω
  45167. ἐμπλάττω
  45168. ἐμπλήττω
  45169. ἔμπνους, ους, ουν
  45170. ἐμφράττω
  45171. ἔναντι
  45172. ἐνελίττω
  45173. ἐννεός, ά, όν
  45174. Ἑνετοί, ῶν (οἱ)
  45175. ἐνθαλαττεύω
  45176. ἐνιαχοῦ
  45177. ἐννενήκοντα
  45178. ἐννενηκονταετής, ής, ές
  45179. ἐννενηκοστός, ή, όν
  45180. ἐννεοττεύω
  45181. ἐνέπω
  45182. ἔννους, ους, ουν
  45183. ἕνος, η, ον
  45184. ἐντάττω
  45185. ἐντυλίττω
  45186. ἐξαιμάττω
  45187. ἑξάκις
  45188. ἐξαλλάττω
  45189. ἐξαπαλλάττω
  45190. ἐξαπίνας
  45191. ἑξάχοος, ος, ον
  45192. ἑξάχους, ους, ουν
  45193. ἑξηκονταέτης, ης, ες
  45194. ἐξολισθάνω
  45195. ἐπᾴσσω
  45196. ἐπαλλάττω
  45197. ἐπαράττω
  45198. ἐπειρώτησις, εως (ἡ)
  45199. ἐπέκπλους, ου (ὁ)
  45200. ἐπιγλωττάομαι-ῶμαι
  45201. ἐπιδιαγινώσκω
  45202. ἐπιδιπλοΐζω
  45203. ἐπιδράττομαι
  45204. ἐπιθαλαττίδιος, ος, ον
  45205. ἐπιθαρσύνω
  45206. ἐπικάω
  45207. ἐπικηρύττω
  45208. ἐπιπλάττω
  45209. ἐπιπλήττω
  45210. ἐπίπλους 1, ου (ὁ)
  45211. ἐπίπλους 2, ου (ὁ)
  45212. ἐπίπνοος, ος, ον
  45213. ἐπίπνους, ους, ουν
  45214. ἐπίπλους 3, ους, ουν
  45215. ἐπίπνοος, ος, ον
  45216. ἐπίσσωτρον, ου (τό)
  45217. ἐπιταράττω
  45218. ἐπιτάττω
  45219. ἐπίτηδες
  45220. ἐπιφράττω
  45221. ἐπιφρίττω
  45222. ἐπιχαράττω
  45223. ἐποικτίρω
  45224. ἕρδω
  45225. ἐρεσχηλέω-ῶ
  45226. ἐρῆμος, η, ον
  45227. ἕρκειος, ος, ον
  45228. ἑρμίν, ῖνος (ὁ)
  45229. Ἐρξίης, ου (ὁ)
  45230. ἐερσήεις , ήεσσα, ῆεν
  45231. ἑταιρία, ας (ἡ)
  45232. ἑταιρήϊος, α, ον
  45233. ἑτερόγλωττος, ος, ον
  45234. ἑτοῖμος, ος, ον
  45235. εὐγλωττία, ας (ἡ)
  45236. εὔγλωττος, ος, ον
  45237. ἐΰγναμπτος, ος, ον
  45238. ἐΰζυγος, ος, ον
  45239. ἐΰζωνος, ος, ον
  45240. εὐθάλαττος, ος, ον
  45241. ἐΰθρονος, ος, ον
  45242. ἐϋκλεής, ής, ές
  45243. ἐϋκλεΐη, ης (ἡ)
  45244. ἐϋκλήϊς, ϊδος
  45245. ἐϋκλήϊς, ϊδος
  45246. ἐϋκτίμενος, η, ον
  45247. εὐνατήρ, ῆρος
  45248. εὐνάτωρ, ορος (ὁ)
  45249. ἐΰνητος, ος, ον
  45250. ἐΰννητος, ος, ον
  45251. εὔνους, ους, ουν
  45252. εὐξύμβολος, ος, ον
  45253. εὐξύνετος, ος, ον
  45254. εὐξύνθετος, ος, ον
  45255. ἐϋπλεκής, ής, ές
  45256. ἐϋπλόκαμος, ος, ον
  45257. εὔπνους, ους, ουν
  45258. εὔρους, ους, ουν
  45259. ἐΰσκοπος, ος, ον
  45260. ἐϋσταθής, ής, ές
  45261. ἐϋστέφανος, ος, ον
  45262. ἐΰστρεπτος, ος, ον
  45263. ἐϋστρεφής, ής, ές
  45264. ἐΰστροφος, ος, ον
  45265. εὐτλάμων, ων, ον
  45266. ἐϋτρεφής, ής, ές
  45267. ἐΰτρητος, ος, ον
  45268. ἐΰτροχος, ος, ον
  45269. ἐΰτυκτος, ος, ον
  45270. εὐφαμέω
  45271. εὐφαμία, ας (ἡ)
  45272. εὔφαμος, ος, ον
  45273. ἐϋφροσύνη, ης (ἡ)
  45274. ἐΰφρων, ων, ον
  45275. εὔχρους, ους, ουν
  45276. εὐωδίη, ης (ἡ)
  45277. ἐπεξῆς
  45278. ἐχηνῇς, -ῇδος
  45279. ἐχίνος, ου (ὁ)
  45280. ἡδύπνοος, ος, ον
  45281. ἡδύπνους, ους, ουν
  45282. ἡδύπνοος, ος, ον
  45283. ἡλικίη, ης (ἡ)
  45284. Ἡρακλεώτης, ου
  45285. Ἡρακλήϊος, α, ον
  45286. ἡρῴνη, ης (ἡ)
  45287. ἧττα, ης (ἡ)
  45288. ἡττάω-ῶ
  45289. ᾔτουν
  45290. θαλάττιος, α, ον
  45291. θαλαττοκράτωρ, ορος
  45292. θαλαττόω-ῶ
  45293. θάττων, ων, ον
  45294. θωῦμα, ατος (τό)
  45295. θωμάζω
  45296. θερμόνους, ους, ουν
  45297. θερμόνους, ους, ουν
  45298. θεσμοθετεῖον, ου (τό)
  45299. Θετταλιῶτις, ιδος (ἡ)
  45300. Θετταλός, ή, όν
  45301. θηλύνους, ους, ουν
  45302. Θρηΐκιος
  45303. Θρῆϊξ
  45304. θρίδαξ, ακος (ἡ)
  45305. θρίναξ, ακος (ὁ)
  45306. θροῦς, οῦ (ὁ)
  45307. θρυλλέω-ῶ
  45308. θρυγατιδοῦς, οῦ (ὁ)
  45309. θυγατριδῆ, ῆς (ἡ)
  45310. θυμιητήριον, ου (τό)
  45311. θυσσανόεις, όεσσα, όεν
  45312. θωή, ῆς (ἡ)
  45313. ᾿Ιάκωβος, ου (ὁ)
  45314. ἴβις, ἴβιος (ὁ)
  45315. ἰδέη, ης (ἡ)
  45316. ἰδιοβουλέω-ῶ
  45317. ἰδρίη, ης (ἡ)
  45318. ἱρολογίη, ης (ἡ)
  45319. ἰθαιγενής, ής, ές
  45320. Ἰθωμάτας, α
  45321. ἰκρίον, ου (τό)
  45322. Ἰλισσός, οῦ (ὁ)
  45323. ἴνις (ὁ, ἡ)
  45324. ἵξις, εως (ἡ)
  45325. Ἴσειον, ου (τό)
  45326. ἱστμοῖ
  45327. ἶσος, η, ον
  45328. ἔϊσος, η, ον
  45329. ἵστωρ, ορος
  45330. εἰσφοιτάω-ῶ
  45331. ἐσφοιτάω-ῶ
  45332. εἰσοχή, ῆς (ἡ)
  45333. ἐσοχή, ῆς (ἡ)
  45334. κατυπέρτατος, α, ον
  45335. κατυπέρτερος, α, ον
  45336. κᾀσκρῶν
  45337. κἀκβολάς
  45338. κἀκεῖθεν
  45339. κἀκεῖνος
  45340. κἀκεῖσε
  45341. κακόνους, ους, ουν
  45342. καλλίρροος, ος, ον
  45343. καλλίρρους, ους, ουν
  45344. καλώδιον, ου (τό)
  45345. κάνναθρον, ου (τό)
  45346. κἀνακούφισιν
  45347. κἀνακωκύσας
  45348. κάνδυλος, ου (ὁ)
  45349. κανοῦν, οῦ (τό)
  45350. κἀνέσωσεν
  45351. κἀξελέγχεται
  45352. κἀπαναίρονται
  45353. κἀπαναιροῦνται
  45354. κἀπεδείξατο
  45355. κἄπεμψα
  45356. κάπηλις, ιδος (ἡ)
  45357. κἀποπλήσσομαι
  45358. κἀποσώσοντας
  45359. κασσία, ας (ἡ)
  45360. καττιτέρινος, η, ον
  45361. καττύω
  45362. κἀστίν
  45363. κᾆτα
  45364. καταθαρρύνω
  45365. κατακρῆθεν
  45366. κατακυλίω
  45367. κατοκωκή, ῆς (ἡ)
  45368. κατοκώχιμος, ος, ον
  45369. καταλλάττω
  45370. καταλοφάδια
  45371. καταμάττω
  45372. καταμύττω
  45373. καταπέπτω
  45374. καταπλάττω
  45375. καταπλήττω
  45376. καταπράττω
  45377. καταπροίξομαι
  45378. κατάρη, ης (ἡ)
  45379. καταράττω
  45380. κατάρρους, ους, ουν
  45381. κατασπαράττω
  45382. καταστρατοπεδία, ας (ἡ)
  45383. καταταράττω
  45384. κατατάττω
  45385. καταφοιτέω
  45386. κατεῖπον
  45387. κατορύττω
  45388. κατωτέρω
  45389. κηλωνήϊον, ου (τό)
  45390. κᾶπος, ου (ὁ)
  45391. κήρυξ, υκος (ὁ, ἡ)
  45392. κηρύττω
  45393. καρύσσω
  45394. κιθαρῳδός, οῦ (ὁ)
  45395. κιννάβαρις, εως (ὁ)
  45396. κισσηρώδης, ης, ες
  45397. κίττα, ης (ἡ)
  45398. κιττάω-ῶ
  45399. κισση­ροειδής, ής, ές
  45400. κιττοποίητος, ος, ον
  45401. κιττός, οῦ (ὁ)
  45402. κιττοφορέω-ῶ
  45403. κλιβανωτός, ή, όν
  45404. Κλυταιμήστρα, ας (ἡ)
  45405. γναφεῖον, ου (τό)
  45406. γναφεύω
  45407. κνισσάω-ῶ
  45408. κνισσήεις, ήεσσα, ῆεν
  45409. κνισσόω-ῶ
  45410. κνισσώδης, ης, ες
  45411. κνισσωτός, ή, όν
  45412. Κνωσσός, οῦ (ὁ)
  45413. κοινόπλοος, ος, ον
  45414. κοινόπλους, ους, ουν
  45415. κοινόπους, ους, ουν
  45416. κόρση, ης (ἡ)
  45417. κοτέ
  45418. κού
  45419. κουφόνους, ους, ουν
  45420. κουφοτής, ῆτος (ἡ)
  45421. κοὐχί
  45422. κρανείη, ης (ἡ)
  45423. κρεωδαίτης, ου (ὁ)
  45424. κρεωδοσία, ας (ἡ)
  45425. κρεωπωλικός, ή, όν
  45426. κρεωπώλιον, ου (τό)
  45427. κρεωφαγία, ας (ἡ)
  45428. Κροτωνιῆτις, ιδος
  45429. κρυψίνους, ους, ουν
  45430. Κυθήρα, ας (ἡ)
  45431. Κυλλάνιος, α, ον
  45432. κυνορραιστής, οῦ (ὁ)
  45433. κυπαρίττινος, η, ον
  45434. κυρίττω
  45435. κωβίος, ου (ὁ)
  45436. Κῷος, α, ον
  45437. κωλῆ, ῆς (ἡ)
  45438. κως
  45439. λᾶς, λᾶος (ὁ)
  45440. Λαγίδης, ου (ὁ)
  45441. λάθρᾳ
  45442. λαλίστερος, α, ον
  45443. λεωπόρος, ος, ον
  45444. λαπάρη, ης (ἡ)
  45445. λαπάττω
  45446. Λαρισσαῖος, α, ον
  45447. λατρόν, οῦ (τό)
  45448. λαφύττω
  45449. λειπογνώμων, ων, ον
  45450. λεοντῆ, ῆς (ἡ)
  45451. λευκανίη, ης (ἡ)
  45452. Λήδη, ης (ἡ)
  45453. Ληρισαῖος
  45454. λιπαρίη, ης (ἡ)
  45455. λοιμώττω
  45456. λυττάω-ῶ
  45457. ἀργυρολογία, ας (ἡ)
  45458. ἀργυρολόγος, ος, ον
  45459. συνορμίζω
  45460. ξυνωρίς, ίδος (ἡ)
  45461. διαθροέω-ῶ
  45462. διωβελία, ας (ἡ)
  45463. διωβολία, ας (ἡ)
  45464. ἀποδικέω-ῶ
  45465. ἀπολυτικῶς
  45466. ὀρεοκόμος, ος, ον
  45467. ὀρεωκόμος, ος, ον
  45468. ἀξιόσκεπτος, ος, ον
  45469. κυβευτής, οῦ (ὁ)
  45470. λιμώττω
  45471. λινοῦς, ῆ, οῦν
  45472. μάζα, ης (ἡ)
  45473. μάκαρ, μάκαιρα, μάκαρ
  45474. μαλάττω
  45475. μάμμη, ης (ἡ)
  45476. μαντηΐη, ης (ἡ)
  45477. μαντήϊος, η, ον
  45478. μαντήϊον, ου (τό)
  45479. γλαμυρός, ά, όν
  45480. βοτρυώδης , ης , ες
  45481. κίσσινος, ‑η, ‑ον
  45482. κίσσῐνος , η, ον,
  45483. μανύω
  45484. μάττω
  45485. μεγαλόνοος, ος, ον
  45486. μεγαλόνοος, ος, ον
  45487. μεγαλόνους, ους, ουν
  45488. μέζων, ων, ον
  45489. μεζόνεσσι
  45490. μεθαρμόττω
  45491. μειλίττω
  45492. μελάγχροος, ος, ον
  45493. μελάγχρους, ους, ουν
  45494. μελανόχροος, ος, ον
  45495. μελανόχρους, ους, ουν
  45496. μελίπνους, ους, ουν
  45497. μελιττουργεῖον, ου (τό)
  45498. μελιττουργός, οῦ (ὁ)
  45499. μελιτοῦς, οῦσσα, οῦν
  45500. βροτήσιος , α, ον
  45501. Βάκτριος , α, ον
  45502. Μεμνόνειος, α, ον
  45503. μέσσαυλος, ος, ον
  45504. μεσηγύς
  45505. μεσσηγύς
  45506. Μεσσήνιος, α, ον
  45507. Μεσηνίς, ίδος
  45508. μεταλλάττω
  45509. μεταμπέχω
  45510. μεταπλάττω
  45511. μετατάττω
  45512. μέχρις
  45513. μηθέν
  45514. μήτι
  45515. μίγμα, ατος (τό)
  45516. σμικρολογία, ας (ἡ)
  45517. σμικρολόγος, ος, ον
  45518. σμικρολογέω-ῶ
  45519. μίνθη, ης (ἡ)
  45520. μυστίλη, ης (ἡ)
  45521. μογισαψεδάφη, ης
  45522. Μολοττία, ας (ἡ)
  45523. Μολοττικός, ή, ον
  45524. Μολοττίς, ίδος
  45525. Μολοττός, ός, όν
  45526. μόνιος, ος, ον
  45527. μορμολύκειον, ου (τό)
  45528. Μοσύνοικοι, ων (οἱ)
  45529. μουναρχέω
  45530. μουναρχίη, ης (ἡ)
  45531. μούναρχος, ου (ὁ)
  45532. Μουνυχία, ας (ἡ)
  45533. Μουνυχίαζε
  45534. Μουνυχιών, ῶνος (ὁ)
  45535. μουνόκωλος, ος, ον
  45536. μουνόλιθος, ος, ον
  45537. μουνόω
  45538. μουσουργίη, ης (ἡ)
  45539. μυγαλῆ, ῆς (ἡ)
  45540. μυρίοι, αι, α
  45541. μυρίπνους, ους, ουν
  45542. μῶρος, α, ον
  45543. Ναζαρέτ (ἡ)
  45544. ναυηγέω
  45545. ναυηγίη, ης (ἡ)
  45546. ναυήγιον, ου (τό)
  45547. ναυηγός, ός, όν
  45548. ναυηγός, οῦ (ὁ)
  45549. νεηνίσκος, ου (ὁ)
  45550. νεηνίης, ου (ὁ)
  45551. νέκυια, ας (ἡ)
  45552. νέμεσσις, εως (ἡ)
  45553. νεοττιά, ᾶς (ἡ)
  45554. νεοττίον, ου (τό)
  45555. νεοττός, οῦ (ὁ)
  45556. νεοττοτροφία, ας (ἡ)
  45557. νασιώτας, ου (ὁ)
  45558. νηττάριον, ου (τό)
  45559. νίσομαι
  45560. νοῦς, νοῦ (ὁ)
  45561. νωχελίη, ης (ἡ)
  45562. ξεινίζω
  45563. ξεινικός, ή, όν
  45564. ξείνιος, α, ον
  45565. ξεῖνος, η, ον
  45566. ξεινοκτονέω
  45567. ξυγγνώμη, ης (ἡ)
  45568. ξυλλέγω
  45569. ξυμβαίνω
  45570. ξυμβάλλω
  45571. ξύμμαχος, ος, ον
  45572. ξύμπας, -πασα, -παν
  45573. ξυμπίπτω
  45574. ξυρρέω
  45575. ξυρρήγνυμι
  45576. ξυρρίπτω
  45577. Ὀδύσσεια, ας (ἡ)
  45578. ὁθούνεκεν
  45579. Οἰδιπόδας, α (ὁ)
  45580. οἰζυρός, ά, όν
  45581. οἰζύς, ύος (ἡ)
  45582. οἰζύω
  45583. οἷμος, ου (ὁ, ἡ)
  45584. οἰστός, οῦ (ὁ)
  45585. ὀΐω
  45586. οἴομαι
  45587. ὅκῃ
  45588. ὅπῃ
  45589. ὀπίστερος, α, ον
  45590. Ὁπόεις, Ὁπόεντος (ὁ, ἡ)
  45591. ὁπποῖος, η, ον
  45592. ὁππόσος, η, ον
  45593. ὁππότε
  45594. ὁππόθι
  45595. ὁππόσε
  45596. ὅκου
  45597. ὅππως
  45598. ὁκοῖος, η, ον
  45599. ὁκόσος, η, ον
  45600. ὁκότε
  45601. ὁκότερος, η, ον
  45602. ὀργυιά, ᾶς (ἡ)
  45603. ὀρύττω
  45604. ὁσίη, ης (ἡ)
  45605. ὁσσάκις
  45606. οὔκως
  45607. ὀλαί, ῶν (αἱ)
  45608. οὐμενοῦν
  45609. οὕνεκεν
  45610. οὔνομα, ατος (τό)
  45611. οὐνομάζω
  45612. οὐνομαίνω
  45613. οὐνομάκλυτος, ος, ον
  45614. οὐνομάκλυτος, ος, ον
  45615. οὐνομάκλυτος, ος, ον
  45616. οὐνομάκλυτος, ος, ον
  45617. ὀψιαίτερον
  45618. παιδεῖος, ος, ον
  45619. παλίμπλοος, ος, ον
  45620. παλίμπλους, ους, ουν
  45621. παλίρρους, ους, ουν
  45622. πανδοχεύς, έως (ὁ)
  45623. πανοικί
  45624. πανταχῆ
  45625. παντλάμων, ων, ον
  45626. παραθαλαττίδιος, α, ον
  45627. παραθαλάττιος, ος, ον
  45628. παραθαρσύνω
  45629. παρᾴσσω
  45630. παραλίη, ης (ἡ)
  45631. παραλλάττω
  45632. παραμειγνύω
  45633. παράνους, ους, ουν
  45634. παρανύττω
  45635. παραπάττω
  45636. παραπλήττω
  45637. παράπλους, ου (ὁ)
  45638. παραπράττω
  45639. πάραυτα
  45640. παραχαράττω
  45641. παράχρους, ους, ουν
  45642. παρέξ
  45643. πάτταλος, ου (ὁ)
  45644. πασσυδίᾳ
  45645. πατρώϊος, ος, ον
  45646. πεδοῖ
  45647. πέλλος, η, ον
  45648. πενέστερος, α, ον
  45649. πεντάδραχμος, ος, ον
  45650. πεντάεθλος, ου (ὁ)
  45651. περιβρύχομαι
  45652. περιδράττομαι
  45653. περιείλω
  45654. περιθετός, ή, όν
  45655. περιελίττω
  45656. Πειρίθους, ου (ὁ)
  45657. Περίθους, ου (ὁ)
  45658. περιμάττω
  45659. περιορύττω
  45660. περιπεταννύω
  45661. περιπηγνύω
  45662. περιπλάττω
  45663. περίπλους, ους, ουν
  45664. περίρρους, ους, ουν
  45665. περίττευμα, ατος (τό)
  45666. περιττεύω
  45667. περιττολογία, ας (ἡ)
  45668. περιττός, ή, όν
  45669. περίττωμα, ατος (τό)
  45670. περιττῶς
  45671. περιφράττω
  45672. Περσέφαττα, ης (ἡ)
  45673. πεττεύω
  45674. πεττός, οῦ (ὁ)
  45675. πέττω
  45676. κῇ
  45677. κῄ
  45678. Πηλήϊος, η, ον
  45679. πινοτήρης, ου (ὁ)
  45680. πίττινος, η, ον
  45681. πιττόω-ῶ
  45682. πλατύρροος, ος, ον
  45683. πλατύρρους, ους, ουν
  45684. πλησιαίτερος, α, ον
  45685. πλησιαιτέρω
  45686. πλοῦς, οῦ (ὁ)
  45687. πολλαπλοῦς, ῆ, οῦν
  45688. πολύγλωττος, ος, ον
  45689. πολύθρους, ους, ουν
  45690. πολυϊδρείη, ης (ἡ)
  45691. πολυκοιρανίη ης (ἡ)
  45692. πορφύρεος, α, ον
  45693. Ποτιδαιάτης, ου (ὁ)
  45694. Ποτιδαιατικός, ή, όν
  45695. πρηγματεύομαι
  45696. πρῆξις, εως (ἡ)
  45697. προαιδεῦμαι
  45698. προαναγινώσκω
  45699. προεπιπλήττω
  45700. προθυμίη, ης (ἡ)
  45701. προκηρύττω
  45702. προμαθής, ής, ές
  45703. προμύττω
  45704. φροιμιάζομαι
  45705. προσαράττω
  45706. προσεῖπον
  45707. προσεισπράττω
  45708. προσεπιπλήττω
  45709. προσερέττω
  45710. προσθετόν, οῦ (τό)
  45711. πρόστῳον, ου (τό)
  45712. πόρρω2
  45713. προτάττω
  45714. προφυλάττω
  45715. πρόχους, ου (ἡ)
  45716. πρυτανῄϊον, ου (τό)
  45717. πρῳαίτερον
  45718. πρῳαίτατα
  45719. πρωϊαίτερον
  45720. πρῳζός, ή, όν
  45721. πρωΐτερον
  45722. πρῷρα, ας (ἡ)
  45723. πρωτόπλους, ους, ουν
  45724. πτάρω
  45725. πτεροῦς, οῦσσα, οῦν
  45726. πτερύττομαι
  45727. πτίττω
  45728. Πυθοί
  45729. πῦον, ου (τό)
  45730. πυός, οῦ (ὁ)
  45731. πυρέττω
  45732. πυρκαιά, ᾶς (ἡ)
  45733. πύρπνους, ους, ουν
  45734. πυρρόχροος, ος, ον
  45735. πυρρόχρους, ους, ουν
  45736. κῶ
  45737. κῶ
  45738. ῥαθυμέω-ῶ
  45739. ῥάττω
  45740. ῥῃστώνη, ης (ἡ)
  45741. ῥηχίη, ης (ἡ)
  45742. ῥηχός, οῦ (ἡ)
  45743. Ῥέα , ας (ἡ)
  45744. Ῥέη , ης (ἡ)
  45745. Ῥείη, ης (ἡ)
  45746. ῥέγχω
  45747. ῥηγμίς, ῖνος (ἡ)
  45748. ῥηϊδίως
  45749. ῥηΐτατος, η, ον
  45750. ῥύμβος, ου (ὁ)
  45751. Ῥώμα, ας (ἡ)
  45752. Ῥωμαϊκός, ή, όν
  45753. Ῥωμαῖος, α, ον
  45754. γλάφω
  45755. γοργύρη, ης (ἡ)
  45756. ἐμπεδέω
  45757. ἐξορύττω
  45758. ἐπιπόρπαμα, ατος (τό)
  45759. ἐπωνυμίη, ης (ἡ)
  45760. ἐργασίη, ης (ἡ)
  45761. ἐριούνιος, ου (ὁ)
  45762. ἐσχατεύω
  45763. ἐΰκραιρος, ος, ον
  45764. ἔφαβος, ου (ὁ)
  45765. ᾽Εφέσια, ων (τά)
  45766. θιασεύω
  45767. τρίκορους, ῠθος (ὁ)
  45768. θαλάμευμα , ατος (τό)
  45769. τρίλοφος , ον
  45770. βυρσότονος , ον
  45771. κύκλωμα , ατος (τό)
  45772. ἡδυβόης , ου (ὁ)
  45773. ἁδυβόας , ου (ὁ)
  45774. Βάκχη , ης (ἡ)
  45775. τραγόκτονος , ον
  45776. κακόθρους, ους, ουν
  45777. εὔιος , ον, α
  45778. ταχύπους , ουν
  45779. παῖγμα , ατος (τό)
  45780. Διογενέτωρ , ορος (ὁ)
  45781. σύνοχος , ον
  45782. σταμίς, ῖνος (ὁ)
  45783. ξυνέμπορος, ος, ον
  45784. σάττω
  45785. ἀίσσω
  45786. Ὑμέν
  45787. Ὑμησσός, οῦ (ὁ)
  45788. Ὑμήττιος, α, ον
  45789. Ὑμηττός, οῦ (ὁ)
  45790.   Ὑρκανία, ας (ἡ)
  45791.   Ὑρκανικός, ή, όν
  45792. Ὑρκάνιος, α, ον  
  45793. Ὑρκανός, ή, όν
  45794. Κασάνδρα, ας (ἡ)
  45795. Κασάνδρη, ης (ἡ)
  45796. Κάσανδρος, ου (ὁ)
  45797. Κάσσανδρος, ου (ὁ)
  45798. κατάπλους, ου (ὁ)
  45799. κεδρίη, ης (ἡ)
  45800. Κεφαλληνίη, ης (ἡ)
  45801. κλῇτρον, ου (τό)
  45802. κληΐτρον, ου (τό) κλεῖτρον.
  45803. κοθέν
  45804. ματρυλλεῖον, ου (τό)
  45805. μυροπώλιον, ου (τό)
  45806. ξείνιος, η, ον
  45807. ξενίη, ης (ἡ)
  45808. ὀλιγοδρανίη, ης (ἡ)
  45809. ὀλοίτροχος, ος, ον
  45810. ὁμαιχμίη, ης (ἡ)
  45811. ὁμαρτῇ
  45812. ὁμιλίη, ης (ἡ)
  45813. ὀμίχλη, ης (ἡ)
  45814. ὁμόγλωττος, ος, ον
  45815. ὁμοδρομίη, ης (ἡ)
  45816. ὁμοῖος, α, ον
  45817. ὀμοκλή, ῆς (ἡ)
  45818. ὁμόνους, ους, ουν
  45819. ὁμόνοος, ος, ον
  45820. ὀνειρώττω
  45821. ὀτοτοῖ
  45822. οὐδοτιοῦν
  45823. Ῥηναίη, ης (ἡ)
  45824. Ῥήνεια, ας (ἡ)
  45825. Σαβός, οῦ (ὁ)
  45826. σαλπίττω
  45827. σαμπῖ (τό)
  45828. Σεράπειον, ου (τό)
  45829. σεύ
  45830. σᾶμα, ατος (τό)
  45831. σιγύννης, ου (ὁ)
  45832. σιδάρεος, α, ον
  45833. σίκινις, ιδος (ἡ)
  45834. σικυός, οῦ (ὁ)
  45835. σιτοδηΐη, ης (ἡ)
  45836. σκιητροφέω
  45837. σκόπαρχος, ου (ὁ)
  45838. σοὐστί
  45839. σπαράττω
  45840. Σπερχηϊός, οῦ (ὁ)
  45841. Στάγειρος, ου (ἡ)
  45842. σταῖς, σταιτός (τό)
  45843. στείρη, ης (ἡ)
  45844. στροῦθος, ου (ὁ, ἡ)
  45845. στυπτηρίη, ης (ἡ)
  45846. στυπεῖον, ου (τό)
  45847. Στυμφήλιος, η, ον
  45848. Στυμφηλίς, ίδος
  45849. Στύμφηλος, ου (ἡ)
  45850. ξυγγένεια, ας (ἡ)
  45851. ξυγγίγνομαι
  45852. ξύγγνοια, ας (ἡ)
  45853. ξυγγνώμων, ων, ον
  45854. ξυγγραφεύς, έως (ὁ)
  45855. ξυγγραφή, ῆς (ἡ)
  45856. ξυγγράφω
  45857. ξυγκαθέλκω
  45858. ξυγκάω
  45859. ξυγκάμπτω
  45860. ξυγκαταδιώκω
  45861. συγκατακάω
  45862. ξυγκατάκειμαι
  45863. ξυγκατακλίνω
  45864. ξυγκατακτείνω
  45865. ξυγκαταλείπω
  45866. ξυγκαταλύω
  45867. συγκατατάττω
  45868. συγκατορύττω
  45869. ξύγκειμαι
  45870. ξυγκεράννυμι
  45871. ξυγκλείω
  45872. ξυγκλύζω
  45873. ξυγκομίζω
  45874. ξυγκόπτω
  45875. ξύγκρασις, εως (ἡ)
  45876. ξυγκωμῳδέω-ῶ
  45877. σύγχρους, ους, ουν
  45878. ξυζάω-ῶ
  45879. ξυζεύγνυμι
  45880. ξυζυγέω-ῶ
  45881. συκέη, ης (ἡ)
  45882. ξυλλαβή, ῆς (ἡ)
  45883. ξυλλήβδην
  45884. ξύλληψις, εως (ἡ)
  45885. ξυλλογή, ῆς (ἡ)
  45886. ξυμβάλλω
  45887. ξυμβολέω-ῶ
  45888. ξυμμαρτυρέω-ῶ
  45889. ξυμμαχία, ας (ἡ)
  45890. ξυμμαχίς, ίδος
  45891. ξυμμένω
  45892. ξυμμετίσχω
  45893. ξυμμετρέω-ῶ
  45894. ξυμμέτρησις, εως (ἡ)
  45895. ξυμμετρία, ας (ἡ)
  45896. ξύμμετρος, ος, ον
  45897. ξυμμίγνυμι
  45898. ξύμμικτος, ος, ον
  45899. ξύμμιξις, εως (ἡ)
  45900. ξύμμορος, ος, ον
  45901. ξυμπαθέω-ῶ
  45902. ξυμπαίζω
  45903. ξυμπαραβύω
  45904. ξυμπαραμένω
  45905. συμπαρατάττομαι
  45906. ξυμπαρίστημι
  45907. ξυμπάσχω
  45908. ξυμπεραίνω
  45909. ξυμπήγνυμι
  45910. ξυμπλέκω
  45911. ξυμπλέω
  45912. ξυμπληγάς, άδος (ἡ)
  45913. συμπλήττω
  45914. σύμπλους, οῦ (ὁ)
  45915. ξύμπλους, οῦ (ὁ)
  45916. σύμπνους, ους, ουν
  45917. ξύμπνοος, ος, ον
  45918. ξύμπνους, ους, ουν
  45919. συμπράττω
  45920. ξυμπράττω
  45921. ξυμφέρω
  45922. ξυμφεύγω
  45923. ξύμφημι
  45924. ξυμφορά, ᾶς (ἡ)
  45925. ξυμφορέω-ῶ
  45926. ξύμφορος, ος, ον
  45927. ξυμφράζω
  45928. ξυμφράττω
  45929. συμφράττω
  45930. ξυμφράσσω
  45931. ξύμφρουρος, ος, ον
  45932. συμφυλάττω
  45933. ξύμφυτος, ος, ον
  45934. ξυμφύω
  45935. ξυμφωνέω-ῶ
  45936. ξυμφωνία, ας (ἡ)
  45937. ξύμφωνος, ος, ον
  45938. ξυναγείρω
  45939. ξυνάγνυμι
  45940. ξυνάγω
  45941. ξυναγωνίζομαι
  45942. ξυναθροίζω
  45943. ξύναιμος, ος, ον
  45944. ξυναινέω-ῶ
  45945. ξυναιρέω-ῶ
  45946. ξυναίρω
  45947. ξυναίτιος, ος, ον
  45948. ξυναλγέω-ῶ
  45949. ξυναλλαγή, ῆς (ἡ)
  45950. ξυναλλάττω
  45951. συναλλάττω
  45952. ξυναμπέχω
  45953. ξυναμφότερος, α, ον
  45954. συναναγινώσκω
  45955. ξυναναιρέω-ῶ
  45956. ξυναναμίγνυμι
  45957. συναναπράττω
  45958. συναράττω
  45959. ξυνανύτω
  45960. ξυνάορος, ος, ον
  45961. ξυνάπας, -άπασα, -άπαν
  45962. ξυναποδιδράσκω
  45963. ξυναπόκειμαι
  45964. ξυναπόλλυμι
  45965. ξυναρμόζω
  45966. ξυναρπάζω
  45967. ξυναρτάω-ῶ
  45968. ξυνάρχω
  45969. ξυνασχαλάω-ῶ
  45970. ξυναυδάω-ῶ
  45971. ξυναυλία, ας (ἡ)
  45972. ξύναυλος, ος, ον
  45973. ξυναφίστημι
  45974. ξύνδεσμος, ου (ὁ)
  45975. ξυνδέω
  45976. ξυνδιαγιγνώσκω
  45977. συνδιαλλάττω
  45978. συνδιαπράττω
  45979. ξυνδιαταλαιπωρέω-ῶ
  45980. συνδιαταράττω
  45981. ξυνδιαφέρω
  45982. συνδιαφυλάττω
  45983. ξυνδίδωμι
  45984. ξύνδικος, ου (ὁ, ἡ)
  45985. ξυνδοκέω-ῶ
  45986. ξυνδράω-ῶ
  45987. ξύνδρομος, ος, ον
  45988. ξύνεγγυς
  45989. ξύνεδρος, ος, ον
  45990. Τμῶλος , ου (ὁ)
  45991. διαγκυλίζομαι
  45992. διαπρηστεύω
  45993. Διακός, ή, όν
  45994. Δῖοι, ων (οἱ)
  45995. ἀνέρρηξα
  45996. ἀνέρρωγα
  45997. ξυνίστημι
  45998. ξυντείνω
  45999. ξυνυφαίνω
  46000. συνείργω
  46001. ξύνειμι 2
  46002. ξυνείρω
  46003. ξυνεισβαίνω
  46004. συνεκπέττω
  46005. συνεκπλήττω
  46006. συνεκπρήσσομαι
  46007. συνεκτάττω
  46008. ξυνεκτρέφω
  46009. ξυνελαύνω
  46010. ξυνέλκω
  46011. ξυνεμβολή, ῆς (ἡ)
  46012. ξυνεπαινέω-ῶ
  46013. ξυνεπείγω
  46014. ξυνέπειμι
  46015. ξυνεπιμελέομαι-οῦμαι
  46016. ξυνέπομαι
  46017. ξυνεράω-ῶ
  46018. ξυνεργάζομαι
  46019. ξυνεργάτης, ου (ὁ)
  46020. ξυνεργέω-ῶ
  46021. ξυνεργός, ός, όν
  46022. ξυνέρχομαι
  46023. ξυνέστιος, ος, ον
  46024. συνεστηκώς, υῖα, ός
  46025. ξυνετός, ή, όν
  46026. ξυνεύδω
  46027. ξυνεύχομαι
  46028. ξυνέχεια, ας (ἡ)
  46029. ξυνεχής, ής, ές
  46030. ξυνέχω
  46031. ξυνεχῶς
  46032. ξυνηγορέω-ῶ
  46033. ξυνήγορος, ος, ον
  46034. ξυνήθεια, ας (ἡ)
  46035. ξυνήθης, ης, ες
  46036. ξυνηρεμόω-ῶ
  46037. ξυνηρεμόω-ῶ
  46038. ξύνθακος, ος, ον
  46039. ξυνθάλπω
  46040. συνθεσίη, ης (ἡ)
  46041. ξύνθετος, ος, ον
  46042. ξυνίημι
  46043. ξυνισχναίνω
  46044. ξυννεφέω-ῶ
  46045. ξύννομος, ος, ον
  46046. σύννους, ους, ουν
  46047. ξυνοικέω-ῶ
  46048. ξυνοίκησις, εως (ἡ)
  46049. ξυνοικία, ας (ἡ)
  46050. ξυνοικίζω
  46051. ξυνοικοδομέω-ῶ
  46052. ξύνοικος, ος, ον
  46053. ξυνόμνυμι
  46054. ξυνομολογέω-ῶ
  46055. ξυνουσία, ας (ἡ)
  46056. ξυνοφρυόομαι-οῦμαι
  46057. ξυνοχή, ῆς (ἡ)
  46058. ξυνταράσσω
  46059. συνταράττω
  46060. συντάττω
  46061. ξυντάττω
  46062. ξυντεκμαίρομαι
  46063. ξυντελέω-ῶ
  46064. δώῃσι
  46065. Δωριακός , ή, όν
  46066. Δωριεύς , έως
  46067. Δωρικός, ή, όν
  46068. Δώριος , ος , ον
  46069. Δωρίς 1, ίδος
  46070. Διός
  46071. Ἑκάλη, ης (ἡ)
  46072. εὐδίαιος, ου (ὁ)
  46073. ᾕρουν
  46074. ἡσυχῇ
  46075. τροπαῖος, α, ον
  46076. ξυντελής, ής, ές
  46077. συντάμνω
  46078. ξυντίθημι
  46079. ξύντομος, ος, ον
  46080. ξύντονος, ος, ον
  46081. ξυντρίβω
  46082. ξύντροφος, ος, ον
  46083. ξυντυγχάνω
  46084. ξυντυχία, ας (ἡ)
  46085. ξυνυπουργέω-ῶ
  46086. ξυνῳδός, ός, όν
  46087. ξυνωθέω-ῶ
  46088. ξυνωμοσία, ας (ἡ)
  46089. ξυνωμόθης, ου (ὁ)
  46090. ξυνώνυμος, ος, ον
  46091. ξυνωρίζω
  46092. Συράκοσαι
  46093. Συράκοσσαι
  46094. Συρηκούσιος, α, ον
  46095. Συρήκουσαι, ῶν (αἱ)
  46096. συρράττω
  46097. ξυρράσσω
  46098. ξυσσιτέω-ῶ
  46099. ξύστασις, εως (ἡ)
  46100. ξυστέλλω
  46101. ξυστρατεύω
  46102. σφαίρη, ης (ἡ)
  46103. ταλικοῦτος
  46104. τᾶν
  46105. τἆρα
  46106. ταράττω
  46107. τἄργα
  46108. ταρρόω-ῶ
  46109. ταχίων, ων, ον
  46110. Τειρεσίης, ου (ὁ)
  46111. Τελμησσεύς, έως
  46112. Τελμισσεύς, έως
  46113. Τελμησσός, οῦ (ἡ)
  46114. Τέμπη, ῶν (τά)
  46115. τετταράκοντα
  46116. τεσσερακοντόργυιος, ος, ον
  46117. τετταρακοστός, ή, όν
  46118. τεσσερεσκαίδεκα
  46119. τεσσερεσκαιδέκατος, η, ον
  46120. τετραετής, ής, ές
  46121. τετραπλοῦς, ῆ, οῦν
  46122. τῆος
  46123. τηθή, ῆς (ἡ)
  46124. τιθασσός, ός, όν
  46125. Τῖρυνς, υνθος (ἡ)
  46126. Τισαφέρνης, ους (ὁ)
  46127. τιττυβίζω
  46128. τοπρόσθεν
  46129. τοπρότερον
  46130. τοπρῶτον
  46131. τοτέταρτον
  46132. τοτηνίκα
  46133. τοτηνικαῦτα
  46134. τρηχύς, εῖα, ύ
  46135. τρῖγλα, ας (ἡ)
  46136. τριγλώχις, ινος
  46137. τριέτης, ης, ες
  46138. τριήκοντα
  46139. τριηκονταέτις, ιδος
  46140. τριηκόσιοι, αι, α
  46141. τριηκοστός, ή, όν
  46142. τρῖμμα, ατος (τό)
  46143. τριπλοῦς, ῆ, οῦν
  46144. Τροίηθεν
  46145. Τροίηνδε
  46146. τροπαῖον, ου (τό)
  46147. τρυγητός, οῦ (ὁ)
  46148. Τρῳάς, άδος
  46149. τρωματίζω
  46150. τρωματίης, ου
  46151. τυρόεις, όεσσα, όεν
  46152. τυροῦς, οῦσσα, οῦν
  46153. Τυρση­νία, ας (ἡ)
  46154. Τυρσηνικός, ή, όν
  46155. Τυρσηνίς, ίδος
  46156. Τυρσηνός, οῦ
  46157. τρῶμα, ατος (τό)
  46158. ὕ ὗ
  46159. Ὑάδες, ων (αἱ)
  46160. Ὕης, ου (ὁ)
  46161.  Ὑῆς, οῦ (ὁ)
  46162. ὕννις, εως (ἡ)
  46163. ὑπαίθριος, ος, ον
  46164. ὑπεκκάω
  46165. ὑπερβασίη, ης (ἡ)
  46166. ὑπερεκπλήττω
  46167. ὑπέρμεγας, -μεγάλη, -μεγα
  46168. ὑπερπεριττεύω
  46169. ὑποπιττόω-ῶ
  46170. ὑπόπλεως, ως, ων
  46171. ὑπορύττω
  46172. ὑποταράττω
  46173. ὑποτάττω
  46174. ὑποφρίττω
  46175. ὑποχαράττω
  46176. ὑπωρείη, ης (ἡ)
  46177. ὑψηλόνους, ους, ουν
  46178. Ὑψιπύλη, ης (ἡ)
  46179. φαλαρός, ά, όν
  46180. φαρμακός 1, οῦ (ὁ)
  46181. φαρμάττω
  46182. φάρος, εος-ους (τό)
  46183. φάττα, ης (ἡ)
  46184. Φερσέφασσα, ης (ἡ)
  46185. Φερσέφαττα, ης (ἡ)
  46186. φηλήτης, ου
  46187. φθοῖς, φθοῖος (ὁ)
  46188. φιλαίτερος, α, ον
  46189. φιλαρχαῖος, ος, ον
  46190. φίλτερος, α, ον
  46191. φλοῦς, οῦ (ὁ)
  46192. αὑαίνω
  46193. ἀφείργνυμι
  46194. βαληναῖος, ος, ον
  46195. ὑποφαύσκω
  46196. Ὑστάσπης, ου (ὁ)
  46197. φοινικοῦς, ῆ, οῦν
  46198. ψαλάττω
  46199. Ὡπόλλων
  46200. ὡρᾴζω
  46201. Ὡττικοί
  46202. τυροκνῆστις, εως (ἡ)
  46203. φονόρυτος, ος, ον
  46204. φονόρυτος, ος, ον
  46205. φρήτρη, ης (ἡ)
  46206. φρίττω
  46207. φυλακός, οῦ (ὁ)
  46208. φυλάττω
  46209. φύμα, ατος (τό)
  46210. φυσαλλίς, ίδος (ἡ)
  46211. φωσώνιον, ου (τό)
  46212. Χαναάν (ἡ)
  46213. χαράττω
  46214. Χαρίλεως, ω (ὁ)
  46215. χαριτογλωττέω-ῶ
  46216. χειμάρρους, ους, ουν
  46217. χήνεος, η, ον
  46218. χιλιετής, ής, ές
  46219. χίμετλον, ου (τό)
  46220. χνοῦς, οῦ (ὁ)
  46221. χρυσολύρας
  46222. ᾔθεος, ου
  46223. Ἡλίας, ου (ὁ)
  46224. θηλύτερος, α, ον
  46225. θηρητήρ, ῆρος (ὁ)
  46226. θηρήτωρ, ορος (ὁ)
  46227. Θρῄξ
  46228. θυΐα, ας (ἡ)
  46229. θυΐδιον, ου (τό)
  46230. θυοσκοέω-ῶ
  46231. ἰητρός, οῦ (ὁ)
  46232. ἰκτίς, ίδος (ἡ)
  46233. ἰτείη, ης (ἡ)
  46234. Δάρδανος2, ος, ον
  46235. ἀήττητος, ος, ον
  46236. Ἀθᾶναι
  46237. Ἀθαναία
  46238. ἀθάρη, ης (ἡ)
  46239. αἰνίττομαι
  46240. ἀκροχολία, ας (ἡ)
  46241. ἀκρόχολος, ος, ον
  46242. ἀλκυών, όνος (ἡ)
  46243. ἁλοητός, οῦ (ὁ)
  46244. ἀμάχανος, ος, ον
  46245. ἁμές
  46246. Διόνυσος , ου (ὁ)
  46247. Διονύσιος , α, ον
  46248. Διονυσιάζω
  46249. νιν
  46250. πορία, ας (ἡ)
  46251. γνάφαλλον, ου (τό)
  46252. σίνηπι , ιος / εως (τό)
  46253. σίναπι, εως (τὸ)
  46254. Μελικέρτης, ου (ὁ)
  46255. Μελικέρτειος, ‑α, ‑ον
  46256. ἀρκτόχειρ , χειρος , (ὁ, ἡ)
  46257. μακρόγηρως , ως, ων
  46258. Περσηΐς, ΐδος (ἡ)
  46259. κάταξις, εως (ἡ)
  46260. Ἰώλκιος, α, ον
  46261. νυστακτής , οῦ (ὁ)
  46262. βαθύκρημνος , ος, ον
  46263. Ὑπέρεια, ας (ἡ)
  46264. ἀρημένος, η, ον
  46265. κανονικός, ή, όν
  46266. συνεγγισμός , οῦ (ὁ)
  46267. καθά
  46268. ἀπερίπτωτος , ‑ον
  46269. Ἀνάχαρσις , ‑ιδος (ὁ)
  46270. ἱδρώς , ῶτος (ὁ)
  46271. κωφάω-ῶ
  46272. Εὔμαιος, ου (ὁ)
  46273. πραότης
  46274. Πόντος, ου (ὁ)
  46275. Ἠλειακός , ή, όν
  46276. Ἐλέα, ας (ἡ)
  46277. Ἐλαία, ας (ἡ)
  46278. Ἐλεατικός , ή, όν
  46279. ὁστισοῦν
  46280. Φιλοῦργος, ου (ὁ)
  46281. Ἀγασίας , ου (ὁ)
  46282. εὐφορία , ας (ἡ)
  46283. ἐπίσης
  46284. κωλόϐαθρον ,ου (τὸ)
  46285. ἀπαγορευτικός , ή , όν
  46286. διασυρμός , οῦ ( ὁ)
  46287. Μελάμπους , ποδος (ὁ)
  46288. μελάμπους, -ποδος (ὁ), (ἡ)
  46289. Ἀτταλεύς , έως, (ὁ)
  46290. Ἀπολλώνιος , α, ον
  46291. ἱπποτρόφος , ος, ον
  46292. κατάρτιος , ου (ἡ)
  46293. ἐλπιδιφόρος, ον
  46294. Θράσυλος , ου (ὁ)
  46295. Ἁλόννησος , ου (ὁ)
  46296. Σκυθῖνος , ου (ὁ)
  46297. Σκυθηνοί , ῶν (οἱ)
  46298. Ἠϊόνη, ης (ἡ)
  46299. περιποιητικός , ή, όν
  46300. ἀρκυστασία, -ας (ἡ)
  46301. αἰγωλιός , οῦ (ὁ)
  46302. νυκτικόραξ, ακος
  46303. Μνησαρχίδης , ου (ὁ)
  46304. Μνήσαρχος , ου (ὁ)
  46305. Ἱκέσιος , ου (ὁ)
  46306. πωλάριον, ου (τὸ)
  46307. ὀψαρτυτής, οῦ (ὁ)
  46308. ὀψαρτυτικός, ή, όν
  46309. ὀψαρτύω
  46310. ἀποβρέχω
  46311. Χαλκίς, ίδος (ἡ)
  46312. κιθάρισμα, ατος (τὸ)